Φρίντριχ Νίτσε [από το «Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο»]
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανθρώπινο από την έννοια του «χρόνου». Πασιφανής και αινιγματικός, συγκεκριμένος και αφηρημένος, φέροντας το στιγμιαίο και το αιώνιο, το γραμμικό και το κυκλικό, τη φθορά και την αθανασία, τον πολιτισμό και το ασυνείδητο, ο Χρόνος είναι ταυτόχρονα το ερώτημα και η απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας. Είναι ο ίδιος τρομακτικός Γέρος που τρώει τα παιδιά του και το αγαθό μωρό που σκορπίζει παιχνιδίσματα προσδοκιών με την κουδουνίστρα του. Η σχετικότητα του χρόνου είναι η σχετικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων: η αδιάκοπη ροή τους, η εναλλαγή των νερών του ποταμού, που όσο μεταβάλλεται τόσο ίδιος μοιάζει.
Ο χρόνος ως φιλοσοφική/επιστημονική κατηγορία δεν θα μας απασχολήσει στη σημερινή μας μελέτη – θα εστιάσουμε όμως σε δύο άλλες πτυχές του χρόνου, βαθιά αλληλένδετες μεταξύ τους: τον «χρόνο» ως πολιτισμικό κατασκεύασμα και τον «χρόνο» ως ψυχολογική αίσθηση. Ο χρόνος ως πολιτισμικό κατασκεύασμα εντάσσεται στο πλέγμα του κοινωνικού φαντασιακού: κατασκευάζεται, με άλλα λόγια, από τον εκάστοτε ανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος τον εμποτίζει με τις σημασίες του. Άλλη αντίληψη περί «χρόνου» είχαν οι άνθρωποι στην αρχαία Κίνα, άλλη στον φεουδαρχικό Μεσαίωνα, άλλη στον σύγχρονο καπιταλισμό της Δύσης. Ο χρόνος ως ψυχολογική αίσθηση επηρεάζεται άμεσα από τις κοινωνικές σημασίες που τον περιβάλλουν: η επαφή με το ρολόι, η διαίρεση της μέρας σε εργάσιμες ώρες και ελεύθερο χρόνο, το στρες της καθημερινής βιασύνης, η αίσθηση πως «περνούν τα χρόνια», ακόμα και η στάση μας απέναντι στο «παρελθόν» και το «μέλλον» - όλα αυτά συνιστούν αντανακλάσεις, σε βιωματικό και ψυχολογικό επίπεδο, του «χρόνου» όπως αυτός έχει κατασκευαστεί και βιώνεται σε έναν ορισμένο πολιτισμό.
Ο «χρόνος», όπως έχει κατασκευαστεί και βιώνεται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, είναι ο χρόνος της παραγωγικής διαδικασίας: τα πάντα, άνθρωποι και μηχανές, έχουν προσδεθεί γερά στα γρανάζια του και τρέχουν στις ράγες ενός τρένου, παράγοντας ασυνάρτητο και ατελείωτο θόρυβο. Δουλειά, σπίτι, δουλειά, οι κάρτες να χτυπούν, τα ρολόγια να τρέχουν, οι άνθρωποι στους δρόμους να τρέχουν, όλοι βιαστικοί, όλοι αγχωμένοι, τυπικοί, στην «ώρα τους», μια μηχανή δίχως τελειωμό όπου δεν έχουν σημασία τα μεμονωμένα μέρη μα το σύνολο, ένα Ρολόι που οι δείκτες του μοιάζουν να μας κυνηγούν από πίσω – κι εμείς τρέχουμε προσπαθώντας να ξεφύγουμε απ’ την αρπακτική δαγκάνη τους. Αυτός, κύριοι, είναι ένας «χρόνος» που κατασκευάσαμε οι ίδιοι – μα όπως συμβαίνει με τόσα και τόσα έργα των χεριών μας, καταλήγει να μας χειρίζεται ο ίδιος αντί να τον χειριζόμαστε εμείς.
Εργασία και ελεύθερος χρόνος
Στον πυρήνα του σύγχρονου κοινωνικού φαντασιακού σχετικά με τον χρόνο συναντούμε τη διάκριση μεταξύ «εργασίας» και «ελευθέρου χρόνου». Πρόκειται σαφώς για ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο συνδέει την έννοια της «ελευθερίας» με την απαλλαγή από τις εργασιακές ενασχολήσεις, προσπερνώντας το γεγονός πως υπάρχουν εργασίες περισσότερο «ελεύθερες» συγκριτικά με άλλες και υπάρχουν ελεύθεροι χρόνοι όχι και τόσο «ελεύθεροι» συγκριτικά με άλλους.
Ένας άνθρωπος που βρίσκει ικανοποίηση κάνοντας μια εργασία της επιλογής του δίχως όμως να έχει έναν σταθερό μισθό, θεωρείται λιγότερο «εργαζόμενος» συγκριτικά με εκείνον που βαράει σφραγίδες όλη μέρα σ’ ένα γραφείο και πληρώνεται γι’ αυτό. Αντίστοιχα, ένας άνθρωπος που ξοδεύει τ’ απογεύματά του κάνοντας τα ίδια πράγματα με εκατομμύρια άλλων ανθρώπων εκεί έξω (τηλεόραση, αγορές προϊόντων, χάζεμα στο διαδίκτυο, μπύρες, κλπ), για κάποιο λόγο αντιμετωπίζει αυτές τις ώρες σαν «ελεύθερες», προσπερνώντας το γεγονός πως δεν επέλεξε το παραμικρό από όσα κάνει και πως οι μέρες συνήθως καταλήγουν να μοιάζουν ίδιες, η μία με την άλλη, δίνοντας έτσι την αίσθηση πως ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα – και μεις μεγαλώνουμε και στο τέλος δεν κάνουμε αυτά που επιθυμούσαμε να κάνουμε. Που βρίσκεται ο «ελεύθερος» χρόνος, λοιπόν;
Η φράση «ο χρόνος είναι χρήμα» είναι γνωστή σε όλους. Στην πραγματικότητα ο χρόνος, στη βαθύτερη έννοια και σημασία του, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το χρήμα. Ο καπιταλισμός όμως δημιούργησε έναν τέτοιο χρόνο, ώστε να προσαρμόζεται στο νόημα αυτής της φράσης – ο «χρόνος που είναι χρήμα» δεν είναι παρά ο κατασκευασμένος χρόνος του καπιταλιστικού φαντασιακού. Ο χρόνος των εργοστασίων, της γραμμής παραγωγής και της οικονομικής συσσώρευσης. Όπως συσσωρεύονται και ξοδεύονται τα χρήματα, αντίστοιχα φτάνει να εξοικονομείται και να σκορπά ο χρόνος για τους ανθρώπους. Η αντιπαραβολή «εργασία-ελεύθερος χρόνος» ανήκουν στο ίδιο φαντασιακό, και ως τέτοιες έννοιες, αμφότερες συνιστούν ανθρώπινα κατασκευάσματα. Δεν είναι αυθύπαρκτες, δεν είναι δοσμένες απ’ έξω, δεν ανήκουν σε κάποιο πλατωνικό αιώνιο βασίλειο των Ιδεών.
Και όντας ανθρώπινα κατασκευάσματα… είναι δυνατόν να αλλάξουν.
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
Συχνά ακούμε να ρωτούν έναν εργαζόμενο «πόσα χρήματα βγάζεις;». Αν τα χρήματα είναι καλά, ο εργαζόμενος επαινείται για την αξία και την τύχη του. Αν τα χρήματα είναι λίγα, αρχίζει ο προβληματισμός. Φταίει ο ίδιος; Φταίνε οι οικονομικές συνθήκες; Φταίνε οι εργοδότες; Φταίει η κρίση; Και αρχίζουν μετά οι συγκρίσεις με άλλες χώρες, όπου το οικονομικό επίπεδο είναι υψηλότερο και οι εργαζόμενοι αμείβονται καλύτερα. Και αν μια μερίδα κόσμου αξιώνει διεκδικήσεις, αυτές συνήθως είναι οικονομικής φύσης – ενίοτε αφορούν και τις εργασιακές συνθήκες.
Μα το ωράριο εργασίας; Το δικαίωμα στον «ελεύθερο χρόνο»; Η αξιοποίηση αυτού του χρόνου; Αυτά για κάποιο λόγο μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων ο άνθρωπος διεκδίκησε και διεκδικεί το «Δικαίωμα στην Εργασία»… μα ο ελεύθερος χρόνος έμοιαζε να ανήκει στο καταραμένο βασίλειο της «απραξίας» και της «τεμπελιάς» και, ως τέτοιος, δεν άξιζε σοβαρή ενασχόληση. Ακόμα και όταν ο γαμπρός του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, έγραφε το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά», λίγοι του έδωσαν σημασία – για το κυρίαρχο ρεύμα των Σοσιαλιστών μία ήταν η αξία και αυτή ονομαζόταν Εργασία.
Λέγοντας φυσικά «εργασία», θα επαναλάβουμε, δεν αναφερόμαστε στην αυτοδημιούργητη απασχόληση που μπορεί να σχετίζεται με έναν άνθρωπο από επιλογή δική του, πέραν των ορίων της μισθοδοσίας. «Εργασία» καταλήγει να σημαίνει ό,τι έχει αντίκρισμα σε χρήμα. Μια νοικοκυρά που καταπιάνεται με τα οικιακά και τη φροντίδα του παιδιού, ή ένας καλλιτέχνης που αγωνίζεται να βρει νέες μορφές έκφρασης θεωρείται πως δεν ανήκουν στον συγκεκριμένο αυτόν χώρο της «Εργασίας».
Στην εποχή της κρίσης η εργασία φτάνει να μετατρέπεται σε πανάκεια: δουλίτσα να ‘ναι, και ό,τι να’ ναι! Φυσικά αυτή η ανάγκη για εργασία συνιστά και βασικό όπλο στα χέρια της απανταχού Εργοδοσίας: σου παρέχω εργασία και γι’ αυτό θα πρέπει να βάλεις στην άκρη τυχών αξιώσεις και διεκδικήσεις. Χαμηλός μισθός; Καθημερινές υπερωρίες; Εργασία τα Σαββατοκύριακα; Εργασία ως τις 8-9 το βράδυ; Πιθανότητα αντικατάστασης ανά πάσα στιγμή; Μόνιμο άγχος και υπερένταση; Αρκεί! Σου παρέχω δουλειά! Δέξου τη – αλλιώς βρες αλλού, υπάρχουν στρατιές ολόκληρες εκεί έξω που αναζητούν εργασία σαν εσένα.
Ένας άνθρωπος που αφιερώνει οχτώ ώρες την ημέρα σε μια δουλειά που ΔΕΝ αγαπάει και άλλες δύο ώρες στον δρόμο, φτάνει να επενδύει τη μισή καθημερινότητά του σε μια ατέρμονη διαδικασία με μοναδικό σκοπό της την αναγκαία συσσώρευση χρήματος. Το καπιταλιστικό φαντασιακό του χρόνου ξεδιπλώνεται σε όλο το μεγαλείο του: Σπίτι, δουλειά, σπίτι, δουλειά, με μικρά διαλείμματα αναψυχής στο ενδιάμεσο, ίσα να γεμίσουν οι μπαταρίες, και ξανά απ’ την αρχή. Μισή καθημερινότητα – δηλαδή μισή ζωή. Μα αν αμείβεται καλά καταλήγουμε να τον αντιμετωπίζουμε με σεβασμό. Σκοτώνει τη μισή ζωή του – κι εμείς πασχίζουμε να τον μιμηθούμε. Το οικονομικό κριτήριο παραμένει πρωτεύον κριτήριο αξιολόγησης. Η παραγωγική διαδικασία εξακολουθεί να εδράζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θέσμισης του χρόνου.
«Πόσα χρήματα βγάζεις;» - παραμένει το κυρίαρχο ερώτημα. Σπάνια ακούμε να κάνουν τις ακόλουθες δύο ερωτήσεις σ’ έναν εργαζόμενο: «πόσο χρόνο διαθέτεις για τον εαυτό σου;» και «πως αξιοποιείς τον χρόνο σου;». Θέτουμε ως πρότυπα τις χώρες ή την πολιτική εκείνη που παρέχει καλύτερους μισθούς, μα δεν αναρωτιόμαστε για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι συγκεκριμένοι μισθοί στις συγκεκριμένες χώρες, υπό τις συγκεκριμένες πολιτικές. «Εκεί αμείβονται καλύτερα», λέμε. ΖΟΥΝ όμως καλύτερα; Δημιουργούν, άραγε, κάτι της προκοπής, από τον όποιο «ελεύθερο χρόνο» διαθέτουν; Ή κοιτάζουν να σκοτώσουν τον χρόνο τους, ελπίζοντας να πνίξουν μαζί του και τα όποια ψυχολογικά προβλήματα τους διακατέχουν;
Ας ξεδιαλύνω ένα ρεύμα ομίχλης που θα μπορούσε να συσκοτίσει τη σκέψη του φίλου αναγνώστη. Εξυπακούεται πως είναι αναγκαίος κάποιος οικονομικός μηχανισμός που θα παρέχει στα μέλη μιας κοινωνίας όλα τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Δεν εξιδανικεύω την απραξία (κάθε άλλο), ούτε περιφρονώ τα οφέλη του χρήματος. Κάθε άνθρωπος χρειάζεται να εξασφαλίσει τα μέσα της διαβίωσής του, ένα σπίτι, τη διατροφή, την υγεία, την ψυχαγωγία του. Κάθε κοινωνία οφείλει να χτίσει μια βάση παραγωγής και διανομής των αγαθών. Μα υπάρχει πελώρια απόσταση ανάμεσα στο πραγματικά αναγκαίο και στο πλασματικά αναγκαίο. Και υπάρχει πελώρια απόσταση ανάμεσα στον «χρόνο» ως βαθύ προσωπικό βίωμα και στον «χρόνο» ως κοινωνικά κατασκευασμένη κατηγορία, κοινή και επιβαλλόμενη σε όλους – και η συσκότιση αυτή συνιστά τη ραχοκοκαλιά του κοινωνικού μας συστήματος.
Όσο μια παγκόσμια κοινωνία εξιδανικεύει την απατηλή λάμψη του χρήματος, τόσο θα υπάρχουν οι στρατιές του κόσμου που θα επιζητούν εργασίες με υψηλότερες οικονομικές απολαβές και χαμηλότερο δείκτη προσωπικής απόλαυσης. Γεμίζοντας λεφτά, αδειάζουμε από ηδονή. Αναπληρώνουμε σε χρήμα ό,τι είμαστε ανίκανοι να αισθανθούμε – τη μαγική εκείνη αίσθηση που νιώθαμε, σαν ήμασταν παιδιά, βλέποντας το χιόνι ή παρατηρώντας με τις ώρες τη φωτιά που τρεμοσβήνει στο τζάκι. Το φλερτ, την ποίηση, την περιπλάνηση, τη φιλοσοφία. Εκείνες τις διαδικασίες που η κοινωνία μας θεωρεί «αντιπαραγωγικές». «Χασιμο χρόνου», δηλαδή χρημάτων.
Μα αυτός ακριβώς ο «χαμένος χρόνος» είναι ο αληθινά κερδισμένος χρόνος: εκείνος που κατορθώνει να δραπετεύσει από το άτεγκτο φαντασιακό της καπιταλιστικής παραγωγικής αλυσίδας και συσσώρευσης.
Επίλογος. Το τέλος είναι (κάποιες φορές) η αρχή
Ο καπιταλισμός έχει δεχτεί (και δέχεται) μόνιμη κριτική για τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που επιφέρει, για τις στρατιές των ανέργων, για την καταστρατήγηση του «δικαιώματος στην εργασία». Μα λιγότεροι αναλογίζονται ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του καπιταλισμού: το ξόδεμα του χρόνου. Τη μετατροπή του Αινίγματος της Σφίγγας σε κουρδιστό ρολόι. Την περιχαράκωση του μυστηρίου της ζωής σ’ ένα καλά πακεταρισμένο εργοστασιακό κουτί, με τα «ωράρια εργασίας» και τις «ελεύθερες ώρες» του. Τη μετατροπή του ανθρώπου σε αυτόματο.
H γνωστή γελοιογραφία παρουσιάζει τους ευτραφείς καπιταλιστές να ξεζουμίζουν τα χρήματα (την υπεραξία) ενός ανθρώπου. Θα μπορούσαν όμως να ξεζούμιζαν τον χρόνο της ζωής του – και αντί για κέρματα να πετάγονταν ρολόγια.
Όταν οι μέρες φτάνουν να σκορπούν σαν τα φύλλα στον άνεμο• όταν οι χρονιές περνούν και καταλήγουν να μοιάζουν η μία με την άλλη, παραδομένες στον μονότονο ρυθμό «δουλειά-σπίτι-δουλειά-σπίτι»• όταν ο εργαζόμενος καταλήγει να μετατρέπεται σε ένα μηχάνημα, προορισμένο να υπηρετεί μια απρόσωπη επιχείρηση σε βάρος του εαυτού του• όταν η αυτοδημιούργητη ψυχαγωγία αντικαθίσταται (λόγω «έλλειψης χρόνου») από τη φτηνή «διασκέδαση»• όταν επιλέγεται η φυγή έναντι του στοχασμού• όταν η τέχνη μετατρέπεται σε είδος κατανάλωσης έναντι καθημερινής ανάγκης• όταν ξοδεύεις τη μισή ζωή σου υπηρετώντας οικονομικές ανάγκες και μόνο… τότε, αδερφέ μου, υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο εκεί έξω.
Ποια είναι η λύση; θα ρωτήσεις, φίλε αναγνώστη. Α, αγαπητέ. Η όποια «λύση» σε συλλογικά ζητήματα δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου συλλογική – μην περιμένεις να στην παρέχει ένα άτομο λοιπόν. Ατομικές λύσεις σε συλλογικά ζητήματα παρέχονται από πολιτικούς ρήτορες, από προφήτες και παπάδες (τα τρία «π»). Κατανοώ πως η πλειοψηφία του κόσμου έχει ανάγκη τέτοια πρόσωπα, μα ο ίδιος προτιμώ να προσπεράσω.
Υπάρχει, εξάλλου, η ψυχολογική διάσταση στο ζήτημα του χρόνου – και αυτή αφορά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Στο βάθος κάθε κοινωνικής φαντασιακής σημασίας εδράζεται το μεμονωμένο άτομο, η ατομική ψυχή. Η ζωές μας, οι επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, οι προσδοκίες μας, οι απογοητεύσεις μας. Το θέμα του χρόνου, όταν συλλογιστούμε και συνειδητοποιήσουμε τις κοινωνικές καταβολές του, μετατρέπεται σε υπαρξιακό ζήτημα – και βαθιά προσωπικό, για τον κάθε έναν από μας ξεχωριστά. Ακόμα και η αντιμετώπισή του σε συλλογικό επίπεδο (διεκδίκηση λιγότερων ωρών εργασίας, για παράδειγμα) καταλήγει να σχετίζεται με τις ανάγκες και επιθυμίες κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Δεν εξαρτάται μόνο από εμάς – μα εξαρτάται ΚΑΙ από εμάς.
Ο χρόνος δεν είναι χρήμα. Μετετράπη σε τέτοιος. Κατασκευάστηκε έτσι. Όπως κατασκευάζεται πάντα, ένα ψηφιδωτό με εκατοντάδες σημασίες, βαθιά ανθρώπινες τόσο στις ανάγκες, όσο και στην πλάνη τους.
Ποιος ξέρει. Ίσως κάποτε η ερώτηση «πόσα βγάζεις;» να φαντάζει ανόητη για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Και τη θέση της να έχει πάρει το ερώτημα: «πως επιλέγεις να ζεις;». Αν συμβεί αυτό, ο κόσμος που ζούμε θα έχει αλλάξει.
© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, ένα κρύο βράδυ του Γενάρη του 19. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.
![]() |
Graffiti in Florence. Photo source |