Δουλειά
Μετράς τις ώρες. Οι δείκτες στο ρολόι μοιάζουν
γίγαντες με πέτρινα ποδάρια. Κρέμεσαι απ’ τη ράχη τους
σαν ναυαγός στο νησί του Κύκλωπα.
Απόδραση! Γλυκιά απόδραση!
Κάθε ώρα που περνά, κάθε πάτημα του γίγαντα, ξεφυσούν αέρα
στο αερόστατο της σκέψης σου. Και υψώνεσαι όλο και ψηλότερα,
περιμένοντας να πετάξεις πώς και πώς.
Μα τα σκοινιά σε κρατούν στη γη ακόμα: χαρτιά, οθόνες, τηλέφωνα, deadlines,
άγχος, άγχος, άγχος, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα!
Πώς το είχε πει ο Μαρξ: το Βασίλειο της Αναγκαιότητας και
το Βασίλειο της Ελευθερίας. Το δεύτερο γεμίζει
όταν αδειάζει το πρώτο, κλεψύδρα με χρυσή και λευκή άμμο.
Μα είναι αλληλένδετα, ενωμένα σαν το
φίδι που δαγκώνει την ουρά του και το περνάς
κολάρο στο λαιμό σου.
Άντε, γίγαντα, κουνήσου, μετακίνησε το πελώριο
σαν θωρηκτό κορμί σου! Το αερόστατο της σκέψης μου
φουσκώνει, δεν με χωρά η αίθουσα, δεν με χωρούν οι υπολογισμοί και οι οθόνες και τα διαολεμένα
....................
Και τελικά φτάνεις στο σπίτι. Ο ήλιος ματώνει τον ουρανό. Έξω
ανάβουνε φωτιές. Μουσική και γαβγίσματα σκυλιών και υποσχέσεις
παραδέρνουν στον αέρα.
Μα είσαι κουρασμένος.
Ώ, τόσο κουρασμένος.
Φτιάχνεις κάτι να φας.
Γρήγορα.
Ξαπλώνεις.
Ψόφιος.
Και κοιμάσαι.
Κοιμάσαι.
Και έτσι φεύγει άλλη μια μέρα
και ξημερώνει η επόμενη.
Δουλειά.
Μετράς τις ώρες…
Το Φονικό Κουνέλι, Σεπτέμβρης του 19
Μετράς τις ώρες. Οι δείκτες στο ρολόι μοιάζουν
γίγαντες με πέτρινα ποδάρια. Κρέμεσαι απ’ τη ράχη τους
σαν ναυαγός στο νησί του Κύκλωπα.
Απόδραση! Γλυκιά απόδραση!
Κάθε ώρα που περνά, κάθε πάτημα του γίγαντα, ξεφυσούν αέρα
στο αερόστατο της σκέψης σου. Και υψώνεσαι όλο και ψηλότερα,
περιμένοντας να πετάξεις πώς και πώς.
Μα τα σκοινιά σε κρατούν στη γη ακόμα: χαρτιά, οθόνες, τηλέφωνα, deadlines,
άγχος, άγχος, άγχος, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα!
Πώς το είχε πει ο Μαρξ: το Βασίλειο της Αναγκαιότητας και
το Βασίλειο της Ελευθερίας. Το δεύτερο γεμίζει
όταν αδειάζει το πρώτο, κλεψύδρα με χρυσή και λευκή άμμο.
Μα είναι αλληλένδετα, ενωμένα σαν το
φίδι που δαγκώνει την ουρά του και το περνάς
κολάρο στο λαιμό σου.
Άντε, γίγαντα, κουνήσου, μετακίνησε το πελώριο
σαν θωρηκτό κορμί σου! Το αερόστατο της σκέψης μου
φουσκώνει, δεν με χωρά η αίθουσα, δεν με χωρούν οι υπολογισμοί και οι οθόνες και τα διαολεμένα
τα προγράμματά σας.
Το Βασίλειο της Ελευθερίας ξεπετά μουσικές και φώτα,
αντίλαλος περιοδεύοντος λούνα παρκ
τυμπανοκρουσίες στο κεφάλι σου
αναδυόμενη απ’ τους αφρούς λαχτάρα
εκείνο το τελευταίο κουμπί που πιλατεύεις
με τρεμάμενα χέρια
από τη μισάνοιχτη μπλούζα της γυναίκας.
Μα οι γίγαντες βαδίζουν με το πάσο τους. Κάθε βήμα τους
προσγειώνεται σαν οβίδα. Σαν κεντρικός τίτλος εφημερίδας
με μεγάλα μαύρα γράμματα και φτηνές λέξεις εντυπωσιασμού,
Το Βασίλειο της Ελευθερίας ξεπετά μουσικές και φώτα,
αντίλαλος περιοδεύοντος λούνα παρκ
τυμπανοκρουσίες στο κεφάλι σου
αναδυόμενη απ’ τους αφρούς λαχτάρα
εκείνο το τελευταίο κουμπί που πιλατεύεις
με τρεμάμενα χέρια
από τη μισάνοιχτη μπλούζα της γυναίκας.
Μα οι γίγαντες βαδίζουν με το πάσο τους. Κάθε βήμα τους
προσγειώνεται σαν οβίδα. Σαν κεντρικός τίτλος εφημερίδας
με μεγάλα μαύρα γράμματα και φτηνές λέξεις εντυπωσιασμού,
που αναπληρώνουν σε μέγεθος
ό,τι χάνουν σε ουσία.
Τίτλο στον τίτλο, λέξη στη λέξη, θα την ξεφυλλίσεις τη φυλλάδα,
και σήμερα σαν κάθε μέρα, για να την πετάξεις στον
πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων όταν δεν έχει άλλα να σου δώσει
και να δεις, ξανά, τις λαμπρές πύλες να ξανοίγονται μπροστά σου.
Νά! Το Βασίλειο της Ελευθερίας ξεπροβάλλει στη σκέψη σου
και μαζί με αυτό χίλιες υποσχέσεις!
Τί να κάνω απόψε; Να βγω; Να διαβάσω; Να γράψω; Να πάω σινεμά; Να κάνω
βόλτες σε μέρη αγαπημένα; Να δω φίλους καλούς; Τόσες δυνατότητες,
τόσες επιλογές,
ώ, Βασίλειο της Ελευθερίας, πόσοι πρίγκιπες διεκδίκησαν μια θέση
στο κρεβάτι της πριγκίπισσάς σου!
Έφτασες στο όριο. Οι δείκτες σημαίνουν τα τελευταία βασανιστικά
χτυπήματά τους, λίγο ακόμα κι είσαι ελεύθερος ξανά.
Κάποιες τελικές δεσμεύσεις, κάποια άγχη που περίσσεψαν, γρήγορα
να τελειώνουμε με δαύτα, έχουμε ζωή μπροστά μας!
Και νά! Ο γίγαντας πέρασε στην αντίπερα όχθη, το ρολόι έπεσε απ’ το βάθρο του,
επιτέλους σήμανε η ώρα! Φεύγεις, φεύγεις, τέλος η δουλειά!
Γρήγορα στο σπίτι, γρήγορα! Ελευθερία, ζωή, παίρνω το πρώτο τρένο κι έρχομαι,
Τίτλο στον τίτλο, λέξη στη λέξη, θα την ξεφυλλίσεις τη φυλλάδα,
και σήμερα σαν κάθε μέρα, για να την πετάξεις στον
πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων όταν δεν έχει άλλα να σου δώσει
και να δεις, ξανά, τις λαμπρές πύλες να ξανοίγονται μπροστά σου.
Νά! Το Βασίλειο της Ελευθερίας ξεπροβάλλει στη σκέψη σου
και μαζί με αυτό χίλιες υποσχέσεις!
Τί να κάνω απόψε; Να βγω; Να διαβάσω; Να γράψω; Να πάω σινεμά; Να κάνω
βόλτες σε μέρη αγαπημένα; Να δω φίλους καλούς; Τόσες δυνατότητες,
τόσες επιλογές,
ώ, Βασίλειο της Ελευθερίας, πόσοι πρίγκιπες διεκδίκησαν μια θέση
στο κρεβάτι της πριγκίπισσάς σου!
Έφτασες στο όριο. Οι δείκτες σημαίνουν τα τελευταία βασανιστικά
χτυπήματά τους, λίγο ακόμα κι είσαι ελεύθερος ξανά.
Κάποιες τελικές δεσμεύσεις, κάποια άγχη που περίσσεψαν, γρήγορα
να τελειώνουμε με δαύτα, έχουμε ζωή μπροστά μας!
Και νά! Ο γίγαντας πέρασε στην αντίπερα όχθη, το ρολόι έπεσε απ’ το βάθρο του,
επιτέλους σήμανε η ώρα! Φεύγεις, φεύγεις, τέλος η δουλειά!
Γρήγορα στο σπίτι, γρήγορα! Ελευθερία, ζωή, παίρνω το πρώτο τρένο κι έρχομαι,
έρχομαι, περίμενέ με!
....................
Και τελικά φτάνεις στο σπίτι. Ο ήλιος ματώνει τον ουρανό. Έξω
ανάβουνε φωτιές. Μουσική και γαβγίσματα σκυλιών και υποσχέσεις
παραδέρνουν στον αέρα.
Μα είσαι κουρασμένος.
Ώ, τόσο κουρασμένος.
Φτιάχνεις κάτι να φας.
Γρήγορα.
Ξαπλώνεις.
Ψόφιος.
Και κοιμάσαι.
Κοιμάσαι.
Και έτσι φεύγει άλλη μια μέρα
και ξημερώνει η επόμενη.
Δουλειά.
Μετράς τις ώρες…
Το Φονικό Κουνέλι, Σεπτέμβρης του 19
~~~~~~~~~~~~~~~~