Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 184

Αντίδοτο στη Θλίψη

$
0
0





Μια αληθινή ιστορία θα σας πω, βγαλμένη από το μεγάλο χρονικό της Λογοτεχνίας. Στον απόηχο των ημερών και των γεγονότων, νομίζω μπορεί να σας πει κάποια πράγματα – όπως είπε σε μένα όταν ξετύλιξε το νήμα της στη σκέψη μου.

Πάμε αρκετούς αιώνες πίσω. Στα σκληρά χρόνια του Μεσαίωνα, κάπου στα μισά του 14ουαιώνα, τον καιρό που η Πανούκλα – γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος» – θέριζε το μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Ένας Ιταλός συγγραφέας που είχε ζήσει από κοντά την εξάπλωση της φρίκης αποφάσισε να γράψει γι’ αυτήν στο νεότερο έργο του. Βρισκόμαστε στο έτος 1348.

Στο ξεκίνημα του βιβλίου ο συγγραφέας περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο την σπορά του θανάτου. Διαβάζουμε με τρόμο για τα εκατοντάδες πτώματα που σκόρπιζαν στους δρόμους, βουτηγμένα στη λάσπη· για τους κατοίκους που δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους, από φόβο μην κολλήσουν· για τις σιχαμερές μυρωδιές που εξαπλώνονταν σε κάθε στενό, κάθε συνοικία· για εκείνους που καλούσαν φίλους και γλεντούσαν, κλειδαμπαρωμένοι, γνωρίζοντας πως ίσως ζουν τις τελευταίες μέρες τους· για όσους δεν είχαν πλέον χώρο για να θάψουν τους συγγενείς, που σαν τα ζώα ψοφούσαν μες στα πόδια τους· για τα νεκρά κορμιά που πετούσαν απ’ τα σπίτια, σα νά ‘ταν σκουπίδια· για φίλους που εγκατέλειπαν φίλους· γονείς που εγκατέλειπαν παιδιά. 

Ήξεραν πως ο ένας στους δύο είναι χαμένος.






Θα έλεγε κάποιος πως θέλω να σας πω μια θλιβερή ιστορία – όμως όχι, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ούτε ήταν ο σκοπός του συγγραφέα, όταν ξεκίνησε (απολογούμενος μάλιστα στους αναγνώστες), στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, να περιγράφει το σκηνικό της φρίκης.

Γιατί το τρομακτικό εκείνο πλαίσιο έγινε αφορμή (στο βιβλίο) για μια παρέα νεαρών (αντρών και γυναικών) να σχηματίσουν μια συντροφιά και να καταφύγουν, για λίγες μέρες, μακριά, στην εξοχή. Σκοπός τους ήταν να κάνουν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους, προκειμένου να περάσουν όμορφα. Μέσα στον γενικευμένο φόβο, να απολαύσουν τη ζωή. Σε καταπράσινες χλόες, πλάι σε κελαρυστά σιντριβάνια, χόρευαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική, έπαιζαν παιχνίδια, έτρωγαν και έπιναν και φλέρταραν.

Και αφηγούνταν ιστορίες, ο ένας στον άλλο. Κάθε μέρα της παραμονής τους έλεγαν ιστορίες, ξέχειλες περιπέτεια, έρωτα και χαρούμενη τρέλα. Συνολικά έμειναν δέκα μέρες. Δέκα μέρες γεμάτες ιστορίες.

Ο συγγραφέας ήταν ο Βοκάκιος. Και το βιβλίο είναι το «Δεκαήμερο». Ένα έργο ξέχειλο ζωή και έρωτα – γραμμένο στη σκοτεινότερη περίοδο της ιστορίας. Ένα έργο που έσκισε στα δύο το σκοτάδι του Μεσαίωνα – και δες τι φως ανέβλυσε από μέσα του! Πέταξε στα σκουπίδια την απονεκρωμένη ηθική της εποχής, ύμνησε τις ηδονές του σώματος, αποθέωσε τη φύση και σαν άλλος θεός Παν έσυρε τα λάγνα τραγοπόδαρά του στον πιο ηδονικό χορό, παρασέρνοντας μαζί του κάθε νύμφη του δάσους.






Και στις ιστορίες αυτές, για πρώτη φορά στα χρόνια εκείνα, ακούστηκε το ρητό «Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο». Και νεαρά ζευγάρια όπως εκείνο της φωτογραφίας με την οποία ανοίγω το κείμενο – παρμένη από την κινηματογραφική διασκευή του Παζολίνι – έκαναν αυτό ακριβώς: έρωτα. Γυμνά, φυσικά, δίχως ντροπή. Έτσι γυμνούς και όμορφους ήθελα και εγώ να τους τοποθετήσω στην κορυφή της ανάρτησής μου.

Έτσι αγαπιόντουσαν, καταμεσής της φρίκης, της αρρώστιας, του θανάτου.

Έχουμε πολλά να διδαχτούμε, κύριοι. Έχουμε πολλά να μάθουμε. Κόντρα στους κήρυκες του φόβου, δεν θα ζαρώσουμε ποτέ μες στη γωνιά μας. Άφησε τα τρομολάγνα ΜΜΕ να αντλούν ηδονή από το κάθε δάκρυ, κάθε ανθρώπου που τόσο άδικα πια χάθηκε, κόβοντας και ράβοντας, βάζοντας ζωές στη ζυγαριά. Άφησε τους να πουλούν τρόμο περιτυλιγμένο σε πακέτα ανθρωπισμού. Παράτα τους, τους σιχαμένους. Η ζωή είναι αλλού.

Και αν μας βρει το κακό – ε, μας βρήκε, τι να γίνει! Πουτάνα τύχη, που λένε – πάντα διαχρονικό. Μα ως τότε δεν θα αντιμετωπίζουμε την κατήφεια με ακόμα περισσότερη κατήφεια. Είμαι απόλυτα σύμφωνος στο να είμαστε κατηφείς – μα για προσωπικούς μας λόγους! Η θλίψη είναι όμορφο συναίσθημα κάποιες φορές – αρκεί να είναι δική σου. Όταν όμως σερβίρεται μαζικά από τα Μέσα Ενημέρωσης και αναπαράγεται από ειδήμονες του φόβου, ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά.

Το αντίδοτο της καταστροφής δεν είναι η καταστροφή, ούτε η γενικευμένη στενοχώρια – μα η δημιουργία, η τέχνη… και πάνω απ’ όλα, η ζωή. Όσοι έφυγαν έφυγαν. Όσοι χάνονται κάθε μέρα, εδώ κι εκεί, με ή χωρίς τους προβολείς στραμμένους πάνω τους, χάνονται. Το θέμα είναι τι κάνουμε με τον κόσμο αυτόν που ζει, που αναπνέει.

Κάποτε η μισή Ευρώπη είχε γκρεμιστεί, κύριοι. Ο ένας στους δύο Ευρωπαίους είχε πεθάνει, θύμα της αρρώστιας. Μα αυτό δεν απέτρεψε τον Βοκάκιο να γράψει το «Δεκαήμερό» του… Πάνω στα συντρίμμια φύτεψε τους σπόρους του. Έναν αιώνα μετά οι σπόροι άνθισαν – και το φυτό ονομάστηκε «Αναγέννηση».

Κλείνοντας, μια που η επικαιρότητα τις μέρες αυτές περιστρέφεται γύρω απ’ τη Γαλλία, τι θα λέγατε να θυμόμασταν λίγο τον Καμύ; Ας κλείσω με ένα δικό του απόσπασμα λοιπόν.






"Καταμεσής του μίσους, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, μία αθέατη αγάπη.

Καταμεσής των δακρύων, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, ένα αδιόρατο χαμόγελο.

Καταμεσής του χάους, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, μία αθέατη γαλήνη.

Και συνειδητοποίησα, από όλα αυτά, πως...

Καταμεσής του χειμώνα, υπήρχε μέσα μου ένα αθέατο καλοκαίρι.

Και αυτό μου δίνει χαρά. Γιατί φανερώνει πως, όσο δυνατά και αν σπρώχνει ο κόσμος εναντίον μου, μέσα μου, πάντα θα υπάρχει κάτι δυνατότερο - κάτι καλύτερο, σπρώχνοντας αμέσως πίσω".


Albert Camus, "Return to Tipasa", 1952



Συνεχίζουμε.




Viewing all articles
Browse latest Browse all 184

Trending Articles