«Εκείνη όμως τη μέρα, με την καταιγίδα που είχε σηκωθεί χωρίς να βρέξει, αναγκαστήκαμε με τη Σιμόν να φύγουμε απ’ τον πύργο και να το βάλουμε σα ζώα στα πόδια διασχίζοντας το εχθρικό σκοτάδι, με τα ρούχα μας χαμένα και τη φαντασία μας στοιχειωμένη. Λίγο αργότερα ξαναβρήκαμε τα ποδήλατά μας και μπορέσαμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο το διεγερτικό και θεωρητικά βρόμικο θέαμα ενός γυμνού κορμιού καθισμένου μόνο με τα παπούτσια πάνω σ’ ένα ποδήλατο. Γυρίζαμε γρήγορα τα πετάλια χωρίς να γελάμε ούτε και να μιλάμε.
Μετά βίας στεκόμασταν στα πόδια μας κι είχα χάσει όλες μου τις ελπίδες πως θα ‘παιρνε τέλος αυτή η περιπλάνησή μας στο χώρο του απραγματοποίητου. Η στιγμή που είχαμε εγκαταλείψει τον αληθινά πραγματικό κόσμο, εκείνον που αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από ντυμένους ανθρώπους, ήταν κιόλας τόσο μακρινή, που έμοιαζε σχεδόν απρόσιτη. Αυτή η προσωπική του καθενός μας παραίσθηση ξεδιπλωνόταν τη φορά αυτή μ’ ένα τρόπο πια απεριόριστο, όπως ακριβώς δεν έχει όρια ο πλήρης εφιάλτης, λόγου χάρη, της ανθρώπινης κοινωνίας με τη γήινη σφαίρα της, την ατμόσφαιρά της και τον ουρανό της.
Η πέτσινη σέλα ήταν κολλημένη ίσια στον κώλο της Σιμόν, που μοιραία αυνανιζόταν καθώς τα πόδια της ανεβοκατέβαζαν τα πετάλια. Το πίσω λάστιχο εξαφανιζόταν όχι μόνο μές στη φουρκέτα του ποδηλάτου, αλλά πραγματικά μές στη σχισμή του γυμνού πισινού της ποδηλάτισσας. Άλλωστε η κίνηση της γρήγορης περιστροφής της σκονισμένης ρόδας είχε άμεση σχέση τόσο με τη δίψα που έκαιγε το λάρυγγά μου, όσο και με τη στύση μου, που κανονικά έπρεπε να καταλήξει να βυθιστεί μέσα στην άβυσσο του κώλου που ήταν κολλημένος στη σέλα.
Ο αέρας είχε πέσει λίγο, κι επειδή ξεπρόβαλε ένα κομμάτι του έναστρου ουρανού, έκανα τη σκέψη πως, μια κι ο θάνατος ήταν η μόνη διέξοδος στη στύση μου, αν η Σιμόν κι εγώ σκοτωνόμασταν, τη θέση του σύμπαντος του δικού μας προσωπικού οράματος, θα την έπαιρναν αναγκαστικά τα καθαρά άστρα που θα πραγματοποιούσαν εν ψυχρώ, χωρίς τις καθυστερήσεις και τις υπεκφυγές των ανθρώπων, αυτό που εμένα μου φαίνεται πως είναι η κατάληξη των σεξουαλικών μου καταχρήσεων, δηλαδή μια πυράκτωση γεωμετρική κι απόλυτα αστραποβόλα – που, εκτός των άλλων, είναι και σημείο σύμπτωσης της ζωής και του θανάτου, του είναι και του μηδενός.»
***
Απόσπασμα από την «Ιστορία του Ματιού» (Histoiredel'œil) του Ζωρζ Μπατάιγ (GeorgesBataille), σε μετάφραση Δ. Δημητριάδη. Πρώτη έκδοση το 1928.
«Η αποφασιστική πράξη είναι η απογύμνωση», έγραφε ο Μπατάιγ. «Η γύμνια είναι το αντίθετο του κλεισίματος». Γι’ αυτό και ο ερωτισμός στον Μπατάιγ συνιστά πράξη υπαρξιακή και πολιτική, συνάμα. Οι χαρακτήρες του ξεγυμνώνονται απέναντι στην ομοιομορφία του συστήματος, αφήνονται σε μια πρόστυχη ηδονή κόντρα στην ηθικολογία της κοινωνίας.
Ο έρωτας δεν είναι η τρυφερότητα - μα η κραυγή του σώματος σε οργασμό. Η έκσταση του σύμπαντος που εκσπερματώνει στο σκοτάδι του χάους. Και απ’ το σπέρμα του ξεπηδούν τ’ αστέρια.
Hφωτογραφία και το σχέδιο είναι του HansBellmer, από την εικονογράφηση του βιβλίου.