Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Έβρεξε την τελευταία μέρα του Ιούνη

$
0
0




Έβρεξε την τελευταία μέρα του Ιούνη.

Μέρες που τα γεγονότα γλιστράνε σαν τα νερά στους δρόμους. Μέρες υγρές, νοτισμένες, ξέχειλες. Γονιμοποιημένες από σύγκρουση και επιθυμία. Ετοιμόγεννες. Άκου τη βροντή. Κάποιοι βλέπουν μπόρα. Άλλοι κατακλυσμό. Κάποιοι γελούν, τσαλαβουτώντας στα νερά, συνειδητοποιώντας πως ξέχασαν να πάρουν την ομπρέλα. Άλλοι τρέχουν να κρυφτούν, ξεστομίζοντας κατάρες.

Μπορεί να μη σου αρέσουν αυτές οι μέρες. Να σε ενοχλεί το κλίμα αμφιβολίας. Μα οφείλεις να παραδεχτείς πως είναι ρευστές σαν τη νεροποντή. Και αυτή η ρευστότητα, η ίδια ρευστότητα που τόση ανασφάλεια προκαλεί... σκέψου, ίσως να έχει μια κρυμμένη γοητεία. Γιατί τα πάντα ρέουν. Τίποτα δεν μένει στάσιμο... κάθε ώρα, κάθε στιγμή, αλλάζουν. Το αύριο είναι άγνωστο - ο κόσμος τρέχει και συ τρέχεις μαζί του. Κι ενώ η βροχή σταματά, απότομα σαν άρχισε, και παραδίνεσαι στην υγρή οσμή του ποτισμένου χώματος.

Έβρεξε την τελευταία μέρα του Ιούνη. Το καλοκαίρι σου κλείνει το μάτι πονηρά. Κι ενώ η αντανάκλαση σου στα νερά χορεύει, μπρος στα απορημένα σου μάτια. Εγώ είμαι αυτός; αναρωτιέσαι.

Το αύριο είναι άγνωστο. Πάντα έτσι ήταν - μα ίσως τώρα, παρατηρώντας το νερό που ρέει, το συνειδητοποιείς καλύτερα.

Άφησε το αύριο λοιπόν. Για λίγο μόνο απόλαυσε το τώρα. Αφέσου στην ησυχία της νύχτας. Στις νότες κάποιου σαξοφώνου, σταγόνες που κρέμονται απ'τα φύλλα, παιχνιδιάρικα βουτώντας προς το έδαφος. Στη συντροφιά μιας καλής παρέας. Στον κόσμο ενός βιβλίου ή μιας όμορφης ταινίας. Στην ευχαρίστηση μιας βόλτας, ενώ ο κόσμος κοιμάται.

Απόλαυσε τα μικρά πράγματα. Αυτά που βρίσκονται ολόγυρά μας. Αυτά που είναι πολύ μεγάλα για να χωρέσουνε σε τράπεζες.


Σε χαιρετώ.




Ο Γκρεμός. Μια αλληγορία.

$
0
0




Του είχαν πει να προσέχει τον γκρεμό. Του είχαν πει πως το έδαφος είναι ετοιμόρροπο. Του είχαν επισημάνει ξανά και ξανά πως κινδυνεύει. Το άκουγε παντού, αριστερά, δεξιά, όπου και αν πήγαινε. Το έλεγαν οι ειδήσεις, οι εφημερίδες, ο γείτονας απέναντι.

Και είχε αρχίσει να φοβάται. Ο χαρτοφύλακας τρεμόπαιζε στα ιδρωμένα χέρια του. Προσπάθησε να λύσει τον κόμπο της γραβάτας - μα το βάδισμα του γινόταν όλο και πιο ανασφαλές. "Τι θα απογίνω αν το έδαφος πέσει κάτω από τα πόδια μου;", σκεφτόταν. "Μήπως πέσει τώρα;". "Μήπως τώρα;"... αναρωτιόταν τρεμάμενος, το βλέμμα του πάντα χαμηλά.

"Λίγο ακόμα και θα γυρίσω σπίτι μου... στο ασφαλές σπιτάκι μου... λίγο ακόμα και θα γλιτώσω... και το έδαφος δεν θα υποχωρήσει... ένα-ενα βήμα... και θα φτάσω"...

Οι δείκτες στο ρολόι του αντηχούσαν σαν καμπάνες. ΤΙΚ ΤΟΚ. Κάθε στιγμή ήταν βασανιστική. ΤΙΚ ΤΟΚ. Ένα ακόμα βήμα. Λίγο ακόμα μόνο... λίγο ακόμα. Είδε το σπίτι του ν'αχνοφαίνεται μακριά. "Σχεδόν έφτασα!", σκέφτηκε, ένας κόμπος στο λαιμό του.

Ένας κρότος ακούστηκε. Πέτρες υποχώρησαν. Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα μάτια του. Κενό - όχι! Βοήθεια!!!

Η φωνή του αντηχούσε ενώ έπεφτε. Δεν είχε προλάβει!

Που να ήξερε ο καημένος... πως εκεί που ο ίδιος έβλεπε είχε δει γκρεμό... άλλοι έβλεπαν μια ζωγραφιά στο έδαφος.

Περνώντας από πάνω της, συνέχιζαν να περπατούν. Συνέχισαν να ζουν.



Γουστάρω να Χαμογελώ. Τρέχει Κάτι;

$
0
0




Φόβος, Θυμός και Απόγνωση στη χώρα” (με έμφαση στο “απόγνωση”) ανέφερε η κυρία Τρέμη στο δελτίο ειδήσεων και ο ίδιος είχα την ατυχία να την ακούσω, περνώντας μπροστά από μια ανοιχτή τηλεόραση. Ο τόνος της φωνής της ήταν εκείνος ο τόσο γνωστός “αντικειμενικός δημοσιογραφικός” τόνος. Τάχα ουδέτερος, τάχα περιγραφικός. “Εμείς απλά λέμε τις ειδήσεις, παρουσιάζουμε την πραγματικότητα ως έχει”, θα σου πουν. “Οι άνθρωποι είναι απεγνωσμένοι”, θα σου πουν. “Ή μήπως το αρνείσαι;”.

Ε ναι, λοιπόν. Ο ίδιος αισθάνομαι θυμό και μερικές φορές... απόγνωση όταν παρατηρώ τους πολίτες να κρέμονται απ'τα χείλη των συγκεκριμένων Μέσων Μαζικής Τρομοκρατίας. Για τα οποία ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Μποντριγιάρ έλεγε πως κατασκευάζουν τη δική τους “υπερπραγματικότητα”, παρουσιάζοντας την τάχα ως αντικειμενική.

Δεν αρνούμαι πως υπάρχει πλήθος κόσμου γύρω μας που είναι φοβισμένο. Το βρίσκω εν μέρει λογικό. Μα ο φόβος είναι δίκοπο μαχαίρι. Φοβάται εκείνος που παραμένει κοκαλωμένος στη θέση του, ανίκανος να κάνει ένα βήμα. Φοβάται και εκείνος που τολμά. Και υπάρχουν και κάποιοι που... έχουν ξεπεράσει το φόβο, αναγνωρίζοντας πόσο υποκειμενικός είναι, πόσο βαθιά ριζωμένος στην προσωπική ψυχολογία και ανασφάλεια του καθένα βρίσκεται. Φοβάσαι όταν έχεις να χάσεις κάτι πολύτιμο. Μα είναι υποκεικενικό τι θεωρεί πολύτιμο ο καθένας. Άλλος θεωρεί τα παραπανήσια χρήματα στην τσέπη του. Άλλος τις αξίες του. Άλλος την ασφάλειά του. Άλλος την ακεραιότητά του. Άλλος τα κεκτημένα του. Άλλος την ελπίδα του. Άλλος τους τραπεζικούς λογαριασμούς του. Άλλος τους ανθρώπους που αγαπά και θέλει να τον αγαπούν.

Σέβομαι τη διαφορετική άποψη – τι θα ήμασταν χωρίς εναλλακτικές οπτικές γωνίες. Μεταξύ μας, δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι στη διαμόρφωση της γνώμης μας – το κοινωνικό πλαίσιο που ανήκουμε, μα και η ψυχοσύνθεσή μας, μας επηρεάζουν καταλυτικά. Κάποιες φορές “ο χαρακτήρας είναι η μοίρα μας”.

Και έρχεστε εσείς εδώ, αγαπητά μου Μέσα Ενημέρωσης να μου... πουλήσετε τρόμο; Με ποιο δικαίωμα θα πείτε πως “κυριαρχεί παντού απόγνωση”; Με ποιο δικαίωμα θέλετε να διαμορφώσετε την ψυχολογία μου; Δεν ξέρω για σας – μα εγώ χαμογελώ. Όχι γιατί απλώνω σαν πλοκάμια τα χέρια και απαγκιστρώνομαι πάνω από τα πολύτιμα λεφτά μου, νιώθοντας ασφάλεια που τα έχω. Αυτό δεν συνιστά παρά εκδήλωση ανακούφισης.

Όχι, χαμογελώ επειδή έτσι γουστάρω, απλά. Χαμογελώ ακούγοντας τη μουσική μου, βλέποντας τους φίλους μου, κάνοντας μια βόλτα, διαβάζοντας ένα βιβλίο, απολαμβάνοντας τον υπέροχο αυτό καιρό, τον οποίο και διαθέτω δωρεάν– και ξέρω πως τόσος κόσμος, απανταχού της γης, θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση μου.

Μα και αν δε γουστάρω να χαμογελώ όλη την ώρα – θα σκυθρωπιάσω, θα στεναχωρηθώ, θα θυμώσω, θα νιώσω όπως θελήσω, πανάθεμά με. Μα θα είναι δική μου η διάθεση και δικό μουτο αίσθημα! Δεν θα συνιστώ μέρος ενός “απεγνωσμένου πλήθους”. Δεν θα ενταχτώ στα ρεπορτάζ σας.

Ας επιλέξει ο καθένας στη ζωή του ό,τι νιώθει, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, δεν με αφορά αυτό. Μα κανένας – κανένας, ούτε δημοσιογράφος, ούτε κανάλια, ούτε κόμματα, ούτε επιχειρήσεις, ούτε ξένος, ούτε Έλληνας – κανένας δεν θα μιλήσει, εξ'ονόματός μου, για το πως αισθάνομαι.

Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο – ποιος ξέρει, αλήθεια; Μα γνωρίζω καλά πως κανείς ποτέ δεν έκτισε τίποτα χωρίς να το πιστεύει. Δεν χτίζεις με όπλο σου το φόβο. Μονάχα απομένεις, να ζαρώνεις στη γωνιά σου.

Το χαμόγελο δεν παρέχεται εισαγόμενο με δόσεις. Αν θες το έχεις. Αν θες όχι. Κλάψε, φώναξε, οργίσου αν γουστάρεις. Ρίξε ένα χορό, σκάσε ένα φιλί, πες μια καλημέρα – ή μη πεις τίποτα.

Ακόμα και αυτό επιλογή σου είναι. Πάντα έτσι ήταν. Πάντα έτσι θα'ναι.



~

Keep Walking

$
0
0




Θυμόσαστε το Μύθο του Σίσυφου, φαντάζομαι. Ο Καμύ είχε γράψει ένα από τα σημαντικότερα του δοκίμια βασισμένος σε αυτόν. Η κεντρική ιδέα ήταν αυτή: σπρώχνεις μονίμως έναν βράχο πάνω στο βουνό και ο βράχος κάποιες φορές πέφτει. Και αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια. Οι επιλογές τότε είναι δύο: ή τα παρατάς, έχοντας πια κουραστεί, βλέποντας τη ματαιότητα της πράξης. Ή συνεχίζεις την προσπάθεια.

Πάντα οι επιλογές είναι δύο. Τουλάχιστον δύο. Παντού. Έτσι ήταν – έτσι θα είναι.

Αυτό αν θέλετε είναι ένας μικρός επίλογος στα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, ιδωμένα από την ψυχολογική τους σκοπιά – όχι την πολιτική. Μιας εβδομάδας που ζήσαμε ένα πρωτοφανές κλίμα επιτηδευμένου τρόμου και επιθετικού αρνητισμού. Και μια μικρή εξομολόγηση: χαίρομαι που συμμετέχουμε ενεργά σε αυτόν εδώ τον κόσμο του Διαδικτύου. Είναι ένας κόσμος αδιαμφισβήτητα περισσότερο προοδευτικός και δημοκρατικός, συγκριτικά με τον κόσμο των παραδοσιακών Μέσων Μαζικής “Ενημέρωσης”.

Τα δεύτερα ανήκουν σε έναν κόσμο που οφείλει να ξεπεραστεί – αργά ή γρήγορα. Το ίδιο και οι αξίες που εξυπηρετούν, η μονόδρομή τους ενημέρωση, τα συμφέροντά τους, η ανύπαρκτη πολιτισμική ταυτότητά τους. Επιστρέψτε μου να γίνω και γω ένας μικρός Νοστράδαμος, μια μικρή Κασσάνδρα (μόνο οι άλλοι θα το κάνουν;) και να προφητέψω πως οι μέρες σας, αγαπητά μου παραδοσιακά ΜΜΕ, είναι μετρημένες. Ίσως να χρειαστούν δεκαετίες... μα γνωρίζουμε καλά πως το μέλλον βρίσκεται εδώ, στο “Παγκόσμιο Χωριό” (όπως το είχε αποκαλέσει ο κοινωνιολόγος Μάρσαλ Μακλούαν) του Διαδικτύου.

Ασφαλώς το Διαδίκτυο θέτει πολλά νέα ερωτήματα με τη σειρά του – σε θέματα ελέγχου, ταυτότητας, μαζικής επιρροής, αμφιλεγόμενης ενημέρωσης, διαφημίσεων και άλλα πολλά. Μα αυτός ο κόσμος που είναι Ένας και στον οποίο όλοι συμμετέχουμελιγότερο ή περισσότερο ενεργά – αυτός είναι ο κόσμος του αύριο. Δεν υπάρχει πια μονόδρομος πομπός και δέκτης. Είμαστε όλοι πομποί και δέκτες ταυτόχρονα. Όπως αντίστοιχα στην πολιτική, θα έρθει κάποτε η μέρα (ίσως δεκαετίες, ίσως αιώνες μετά) που θα θεωρούμε δεδομένη τη συμμετοχή μας – και όχι απλά ρίχνοντας μια ψήφο. Θα “είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας”, όπως έλεγε ο Καστοριάδης. Και θα το θεωρούμε αναφαίρετο δικαίωμά μας να αποφασίζουμε οι ίδιοι για τη μοίρα μας.

Κάποια μέρα. Στο μέλλον. Έχουμε καιρό ακόμα. Μα οι σπόροι έχουν πέσει, να το ξέρετε.


***


Όσο αφορά το υπαρκτό αύριο και την δύσκολη πραγματικότητά του; Εδώ επιτρέψτε μου να αποφύγω τους “κασσανδρισμούς”. Προφήτης δεν γίνομαι. Επιστρέφω απλά στον μύθο του Σίσυφου. Σπρώχνεις τον βράχο... και αν ο βράχος πέσει, για άλλη μια φορά... οι επιλογές σου είναι δύο:

Τα παρατάς. Ή συνεχίζεις. Keep walking, που λένε. Ή, όπως έλεγε ο Καμύ: “Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο”.




Το φονικό κουνέλι στην έκθεση κόμικς "Με Πενάκι και Σκαπάνη"

$
0
0




Πρόταση. Απόψε και το Σαββατοκύριακο διεξάγεται στο Θησείο για δεύτερη χρονιά η έκθεση κόμικς "Με Πενάκι και Σκαπάνη", στο κτίριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Ο χώρος είναι πολύ όμορφος, μέσα στο πράσινο, βρίσκεται δίπλα στον σταθμό του Θησείου και η είσοδος είναι ελεύθερη.

Συμμετέχω και ο ίδιος με ορισμένες εικονογραφήσεις μου - η "Αλίκη"της εικόνας που βλέπετε είναι δική μου. Η παρουσία μου είναι συμβολική... λίγες εικονογραφήσεις και ένα μικρό κόμικ, σε έναν τοίχο. Μα επιθυμούσα να έχω μια μικρή παρουσία, έστω με αυτόν τον τρόπο. Γιατί παρά το γεγονός πως ο κόσμος γύρω μας φαίνεται κάποιες φορές να τρέχει χωρίς εμάς, ακολουθώντας τους δικούς του "νόμους"και "κανόνες"... εμείς δεν μπορούμε παρά να συνεχίζουμε να είμαστε δημιουργικοί, όσο μπορούμε, κόντρα στη λογική της μιζέριας και της παθητικότητας...

Απ'όσο γνωρίζω η έκθεση περιλαμβάνει έργα από πολλούς δημιουργούς, φανζιν, ομιλίες, workshops και άλλα. Αν λοιπόν περνάτε σήμερα, αύριο ή μεθαύριο απόγευμα από το κέντρο για κάποιο καφεδάκι ή ποτό, μπορείτε αν θέλετε να κάνετε και μια βόλτα στην έκθεση.


Η σελίδα του event στο Fb είναι αυτή:


Όσο αφορά τον Κούνελο της εικονογράφησης... λένε πως είναι προπάππους μου!


~

Et in Arcadia Ego

$
0
0




Εισαγωγή


Et in Arcadia Ego”. Ο τίτλος ενός ξακουστού πίνακα του Νικολά Πουσέν, στον οποίο μια παρέα βοσκών παρατηρούν το μυστήριο αυτό μήνυμα να σχηματίζεται πάνω σε μια πλάκα. Γύρω τους η φύση ζει τον οργασμό της. Τόπος, η αιώνια Αρκαδία – η συλλογική Αρκαδία των ονείρων, της νιότης, της φύσης και του έρωτα. Μα το μήνυμα ρίχνει μια σκιά στο περιβάλλον. «Βρίσκομαι ακόμα και εδώ, στην Αρκαδία», δηλώνουν τα παγερά γράμματα – και για λίγο μόνο η σιωπή τυλίγει τη φύση με το πέπλο της.

Ο λόγος για το θάνατο, που βρίσκεται παντού. Ακόμα και στη γλυκιά Αρκαδία. Που κάποια στιγμή ίσως δει τα όνειρά της να γκρεμίζονται, τα δέντρα να μαραίνονται, τη νιότη της να χάνεται.

Αυτή τουλάχιστον είναι η μία όψη του νομίσματος. Γιατί αν διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές, συνειδητοποιούμε κάτι διαφορετικό. “Et In Arcadia Ego”, σε έναν κόσμο που τα πάντα μεταβάλλονται διαρκώς, δεν σημαίνει τέλος – μα μετάβαση. Αλλαγή. Το παλιό δέρμα που φεύγει για να βγει το νέο. Σημαίνει πως ακόμα και η Αρκαδία μεταβάλλεται – ακόμα και ένας τόπος φαινομενικά αιώνιος και αμετάβλητος.

Και αν αλλάζει ο παράδεισος… να είστε βέβαιοι πως το ίδιο συμβαίνει και στην κόλαση.



Φρούρια από Ατσάλι



Και ας έρθουμε τώρα στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Φτάσαμε όπως φαίνεται στο «τέλος» της αιματηρής διαδρομής των τελευταίων εβδομάδων και ο δρόμος που απλώνεται μπροστά μας περιβάλλεται με φράκτες και σιδηροπλέγματα. Τα ίδια με πριν και ακόμα χειρότερα. Κι ενώ το Φρούριο που αποκαλείται σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστησε σαφές πως δεν ανέχεται εναλλακτικούς δρόμους και οποιαδήποτε αμφισβήτηση της Ιερής της Θεότητας: της Οικονομίας που κινεί τα πάντα, ορίζει πολιτικές, θέτει κυβερνήσεις, απορρίπτει άλλες που δεν της είναι αρεστές, διαμορφώνει συνειδήσεις, και ενίοτε πετάει στην κουβέντα λέξεις παρωχημένες όπως «δημοκρατία» και «αλληλεγγύη» - έτσι, για να γελάσουμε και λίγο.

Πρόκειται κυριολεκτικά για μια πελώρια λαίλαπα, μια Χάρυβδη με ορθάνοιχτο στόμα, στην άβυσσο της οποίας πέφτει κάθε πλοιάριο με εναλλακτικό προορισμό. Μην απορείς που ένα κόμμα αριστερού προσανατολισμού καταλήγει να εφαρμόζει μέτρα όμοια με εκείνα που θα έπαιρνε ένας πολιτικός της παλαιάς (και νέας) τάξης πραγμάτων. Στον βυθό της οικονομικής Χάρυβδης όλες οι πολιτικές μετατρέπονται σε μια ομοιογενή, συμπαγή μάζα – το φαγητό που κατάπιε και τώρα πια χωνεύει. Κάθε κόμμα το ίδιο θα πάθαινε στη θέση του – ακόμα και αν το πλοίο σου γράφει «αλλαγή» πάνω στο κατάστρωμα, όταν ο άνεμος φυσάει μονίμως προς τα πίσω – θα σε καταπιεί και σένα η σκύλα του βυθού. Θα σε ρουφήξει και σένα η δίνη. Δεν ζούμε στην εποχή των κρατικών πολιτικών, μα των υπερεθνικών πολιτικών.

Πόσο μικρή και ασήμαντη μοιάζει η καημένη η δημοκρατία μας μπροστά στις τράπεζες και τα οικονομικά μονοπώλια. Ένας Δον Κιχώτης, καβάλα στ’ άλογο του, ενώ φρούρια-ανεμόμυλοι τον περιτριγυρίζουν. Φρούρια με τείχη από ατσάλι. Θα φας τα μούτρα σου Δον Κιχώτη, να το ξέρεις.

«Εγώ κάνω κουμάντο, κύριοι», αντηχεί η φωνή του εκπροσώπου της οικονομικής ολιγαρχίας μέσα από τα ατσάλινα τείχη του Φρουρίου. «Η πολιτική είναι ξεπερασμένη λέξη, μα την επικαλούμαστε, καθώς μας χρησιμεύει όταν έρχονται εκλογές. Διαχείριση και μόνο, εδώ βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων. Επιθυμείτε να διαχειριστείτε την εξουσία, διατηρώντας αλώβητο το statusquo, μέχρι να παραχωρήσετε (με συνέπεια και αίσθημα ευθύνης) την σκυτάλη σε άλλον, που θα πράξει ακριβώς τα ίδια με εσάς; Εάν ναι, τότε μετά χαράς να σας υποστηρίξουμε. Αρκεί η Πυραμίδα που χτίσαμε με επιμονή και κόπο να παραμείνει αλώβητη. Γιατί είναι ωραία να ατενίζεις τον κόσμο από ψηλά – εκεί, στην κορυφή».






Ένας Κόσμος που δεν Επιλέξαμε



Δες λοιπόν, ριχτήκαμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο αξίες και θεσμούς τους οποίους βρήκαμε έτοιμους – δεν τους δημιουργήσαμε οι ίδιοι. Μια κοινωνία που μας έλεγε να επιδιώκουμε υψηλούς σχολικούς βαθμούς, να βλέπουμε τηλεόραση, να καταναλώνουμε τα νεότερα προϊόντα της μόδας, να κυνηγάμε μια δουλειά, να τρέχουμε για να προλάβουμε το πρωινό μετρό, να αγοράζουμε πιστωτικές κάρτες, να βρίζουμε τους πολιτικούς όταν δεν τους ακολουθούμε στα τυφλά (και το αντίστροφο), να περιφρονούμε το διάλογο και τη γνώση, να μαζεύουμε λεφτά, να τα σκορπάμε στα κλαμπ και στα σκυλάδικα, να ανταγωνιζόμαστε το γείτονα (σε αγαθά, ομορφιά και επιτυχίες), να θέτουμε το προσωπικό συμφέρον μας πάνω από τα άλλα. Πατώντας ο ένας πάνω στο κεφάλι του άλλου, βυθίζοντας τα κεφάλια τους στη λάσπη – μπας και αρπάξουμε πρώτοι τη μπανάνα απ’ το δέντρο.

Μεταξύ άλλων η ίδια κοινωνία (προφανώς κατά λάθος) μας μίλησε και για ελευθερία. Για αξιοπρέπεια. Για αλληλεγγύη. Για δημοκρατία. Για ισότητα. Και εμείς αγαπήσαμε αυτές τις λέξεις. Και σκεφτήκαμε τότε: «καλά ρε παιδιά. Τι σχέση έχουν οι λέξεις αυτές με τους κοινωνικούς θεσμούς που κυριαρχούν γύρω μας; Με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα; Με τις αξίες που υπηρετούνται, όχι στα λόγια, μα στην πράξη; Με τον τρόπο ζωής που επιθυμείτε να διάγουμε οι ίδιοι;»

Τι είναι οι κοινωνικοί θεσμοί, αν όχι αποκρυσταλλωμένες κυρίαρχες αξίες; Και τι είναι οι κυρίαρχες αξίες, αν όχι συσχετισμοί δύναμης;

Να λοιπόν που η πολιτική εισβάλλει ξανά από την πίσω πόρτα, σε έναν κόσμο που επιθυμεί να την περιθωριοποιήσει. Μα εισβάλλει με έναν αρνητικό τρόπο, ως θέληση για δύναμη – και διατήρηση, πάση θυσία, των κεκτημένων. Η πολιτική λειτουργεί ως χωροφύλακας στο ίδιο εκείνο Φρούριο που απαιτεί να συγκατοικούν οι υπήκοοί της. Η πολιτική καταλήγει να γίνεται ο Κέρβερος που παραφυλά, το μπατσόσκυλο που παρουσιάζει τα σουβλερά του δόντια, σε περίπτωση που επιθυμείς να αρπάξεις το Ιερό Κειμήλιο της Οικονομίας απ’ το βάθρο του – και να το τοποθετήσεις στη θέση που του αρμόζει: όχι ψηλά στην κορυφή, μα χαμηλά, υπηρετώντας τους ανθρώπους – όχι απαιτώντας να το υπηρετούν αυτοί.

Ακόμα και ο εμπνευστής του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άνταμ Σμιθ, θα συμφωνούσε με αυτό, κύριοι. Για τον οποίο η φιλελεύθερη οικονομία, ακολουθώντας ηθικά πρότυπα, όφειλε να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο.






Επιλογές



Δυστυχώς το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν απλά κάποιοι συγκεκριμένοι πολιτικοί – τι νόημα έχει να κατονομάσω πρόσωπα; Μας κούρασαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα τόσες μέρες να τα βλέπουμε και να συζητάμε γι’ αυτά. Πολιτικοί. Τι είναι και αυτοί, αν όχι μαριονέτες συγκεκριμένων θεσμών, ιδεολογιών και συσχετισμών δύναμης; Τα πολιτικά οικοδομήματα χτίζονται πάνω σε αξίες. Και οι αξίες τρέφονται από στάσεις και επιλογές ζωής. Στην εποχή μας κυρίαρχη αξία κατέληξε να είναι η οικονομία. Ας μην είμαστε αφελείς – πάνω και απ’ την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ανθρωπιά… η οικονομία κινεί τις τύχες των λαών σήμερα. Τις πολιτικές του κόσμου. Της πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης – μιας ένωσης τόσο σωστής και τόσο λανθασμένης όσο αφορά τον προσανατολισμό της. Και αν με ρωτάτε πως φτάσαμε ως εδώ… φτάσαμε εδώ γιατί κάποτε, κάποιοι ύψωσαν την οικονομία, τις αγορές και το προσωπικό κέρδος στο βάθρο. Και μαζί τους πρεσβευτές της, οι οποίοι ουσιαστικά κινούν τα νήματα – στη χώρα μας, μα και παντού στον κόσμο.

Ήταν κι αυτό εν μέρει πολιτική επιλογή – τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ διακήρυττε τις αρετές του νεοφιλευθερισμού, κόντρα στο παρηκμασμένο κοινωνικό κράτος. Η διαφορά είναι πως στον ατσάλινο αυτό κόσμο της σκληρής οικονομίας, οι αδύναμοι κρίκοι υποφέρουν πάντα πιο πολύ. Όπως συμβαίνει τώρα και με τη δική μας χώρα.

Μα δεν ήμασταν ποτέ εντελώς ανίσχυροι – ούτε αμέτοχοι. Σκέψου. Εσύ, που διαβάζεις τώρα αυτό το κείμενο. Τι θα ήταν ο κόσμος μας αν έπαυαν όλοινα καταναλώνουν αντικείμενα που δεν έχουν πραγματική ανάγκη; Αν δεν έβαζε ο γείτονας στην άκρη χρήματα για ένα δεύτερο αμάξι. Αν δεν επέλεγες να αγοράσεις εκείνη την τσάντα των εκατοντάδων ευρώ και προτιμούσες μια άλλη στη θέση της. Αν αδιαφορούσες για το νεότερο κινητό τηλέφωνο ή tablet– το παλιό κάνει τη δουλειά του μια χαρά. Αν στην εργασία σημασία είχε για σένα η ικανοποίηση που σου παρέχει – και όχι τα χρήματα που δίνει. Αν δεν έπαιρνες ατελείωτα δάνεια, προκειμένου να αποκτήσεις ακόμα περισσότερα αγαθά. Αν περιφρονούσες το lifestyleκαι τις μόδες. Αν δεν έσκαγες τα χρήματα σου σε ανούσιες διασκεδάσεις – και τα επένδυες μια φορά στις τέχνες, στην κουλτούρα. Αν πουλούσες την τηλεόρασή σου σε κάποιο παλιατζίδικο, ή ακόμα καλύτερα, αν την άφηνες σε καμιά χωματερή – εκεί που της αρμόζει.

Ο κόσμος μας θα έχανε τους βασικούς πυλώνες του. Η οικονομία θα γκρεμιζόταν απ’ το βάθρο της. Και από Φετίχ και Ιερό θα μετατρεπόταν σε ένα ακόμα ανταλλάξιμο, μεταξύ ανθρώπων, αγαθό. Μέσο, όχι σκοπός.

Και τότε λέξεις όπως ελευθερία, δημοκρατία, αλληλεγγύη… θα είχαν πραγματικό νόημα. Δεν θα ήταν κούφια λόγια, διακοσμητικές γλάστρες στα οχυρά των οικονομικών κολοσσών.

Μα συνεχίζουμε να αγαπάμε αυτές τις λέξεις – για εκείνη τη σπιθαμή αληθινού και αιώνιου που ξεχύνεται μέσα τους. Και σαν τους σπόρους που φυτρώνουν καταμεσής σιδέρων και μαρμάρων, σε έδαφος έρημο και αφιλόξενο, μα συνεχίζουν να ξεπετούν βλαστούς κι φύλλα – έτσι και οι συγκεκριμένες αξίες ολοένα γεννιούνται και πεθαίνουν, για να γεννηθούν ξανά μετά, μέσα από τις δυσκολίες.






Φως στο Τούνελ



Μας άφησε λοιπόν τίποτα ελπιδοφόρο η περιπέτεια των τελευταίων εβδομάδων; Ή καταλήγουμε στα ίδια σκατά; (για να το πω ευθέως).

Νομίζω πως μας άφησε κάτι, ναι. Και αυτό ο ίδιος το εντοπίζω στα πλήθη του κόσμου που αποφάσισαν να υψώσουν τη φωνή τους, όχι στη χώρα μας μόνο, μα στον κόσμο όλο. Κάτι τέτοιο είχαμε καιρό να δούμε. Το ελληνικό ζήτημα εξαπλώθηκε σαν κύμα άγριας θάλασσας και άνθρωποι ευαισθητοποιημένοι στις πραγματικές ανάγκες της παγκόσμιας (όχι μόνο ελληνικής) κοινωνίας, ένωσαν τη φωνή τους, απαιτώντας μια εναλλακτική λύση. Μια διαφορετική πολιτική, που δε θα βιάζει ασύστολα λέξεις όπως «δημοκρατία» και «αλληλεγγύη», μα θα τις τιμά στην πράξη. Που θα υπενθυμίζει πως η τωρινή Ευρώπη δεν είναι η Ευρώπη που επιθυμούμε (επιθυμούμε μια ενωμένη Ευρώπη, μα όχι έτσι!)

Τελευταίο περιστατικό το hashtagδιεθνούς συμπαράστασης “ThisisaCoup”, αποκαλύπτοντας την ουσία των σκληροπυρηνικών γερμανικών πολιτικών – τότε τα τανκς, τώρα οι τράπεζες, η ουσία είναι ίδια.



#This is a Coup



Όσο αφορά το «Όχι» του δημοψηφίσματος; Ένα «Όχι» για το οποίο ειπώθηκε από ορισμένους πως αν δεν είχε γίνει, θα ήταν καλύτερα τα μέτρα και ευνοϊκότερη η στάση των Ευρωπαίων εταίρων… Ε λοιπόν, συμφωνώ απόλυτα με το τελευταίο. Θα ήταν όντως θετικότερη η στάση τους, αν δεν είχε αποδοκιμάσει τα μέτρα (τα μέτρα, όχι την Ευρώπη) η πλειοψηφία του κόσμου – και φυσικά αν είχαμε άλλη κυβέρνηση. Σε ποιον αρέσει να αποδοκιμάζουν τις πολιτικές του; Προτείνω λοιπόν στο εξής να ορίζουν οι ίδιοι οι εταίροι μας τις κυβερνήσεις, μια που η γνώμη του κόσμου τους παρεμποδίζει. Τι σχέση έχει εξάλλου η δημοκρατία με την τωρινή οικονομία.

Θα μπορούσαν εξάλλου να ορίζουν τις κυβερνήσεις τα ιδιωτικά Μέσα Ενημέρωσης. Θα ασκείται η διαδικασία των εκλογών μόνο ανάμεσά τους. Να αποφασίζουν για εμάς οι καναλάρχες και οι γνωστοί δημοσιογράφοι, στο όνομα του δημοσιογραφικού ρεαλισμού και των τηλεοπτικών παραθύρων. Θεωρώ πως πρόκειται για μια ευφυέστατη ιδέα, η οποία θα μας γλίτωνε από πολλές μελλοντικές περιπέτειες. Γιατί τι είναι οι εκλογές; Μια «περιπετειούλα». Αχρείαστη.

Όσο αφορά την κυβέρνηση; Επανέρχομαι στην αρχική παρομοίωση που έκανα – με το καράβι και τη Χάρυβδη. Μπλουμ – εκτός αν βαδίζουν πολλά καράβια στην ίδια κατεύθυνση και όχι ένα μόνο. Δεν υπάρχει πολιτική «αριστερά» δίχως συμμαχίες – μονάχα άκαρπα λόγια. Δίχως ομαδικό πνεύμα που υλοποιείται σε πολιτικούς συμμάχους, δίχως κοινωνικά κινήματα όχι μόνο εντός της χώρας της, μα παντού. Κακά τα ψέματα, τίθεται θέμα συσχετισμού δυνάμεων. Εάν υπήρχαν εναλλακτικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη (ειδικά στη Γερμανία), πιθανό τα πράγματα να έπαιρναν άλλη τροπή. Δεν θα άλλαζε ο κόσμος (δεν είναι ικανές οι εκλογές από μόνες τους για κάτι τέτοιο) – μα ίσως έπαιρνε άλλη ρότα το καράβι. Ίσως να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον, ποιος ξέρει.

Μα τα αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης υπήρξαν πάντα κάτι πολύ ευρύτερο από οποιοδήποτε κόμμα. Τα κοινωνικά κινήματα προηγούνται, τα κόμματα έρχονται μετά. Οι τελευταίοι συχνά θεωρούν τους εαυτούς τους εκφραστές και αντιπροσώπους των κοινωνικών αυτών κινημάτων – μα στην πράξη τα κινήματα συνεχίζουν, ακόμα και όταν τα κόμματα μένουν στάσιμα. Αλίμονο αν οι κοινωνίες περίμεναν τα κόμματα για να αλλάξουν! Αν έφερε κάτι αυτό το «Όχι» ήταν μια σπίθα που πυροδότησε αντίστοιχα κινήματα – μια αμυχή άμεσης δημοκρατίας, μια ιδέα αυτονομίας. Φανέρωσε - εν μέρει, έστω - έναν κόσμο που επιθυμεί να αυτοπροσδιοριστεί, να πάρει την τύχη του στα χέρια του. Να μην είναι έρμαιο των Μέσων Προπαγάνδας – δημοσιογραφικών, οικονομικών και κομματικών.







Σε συνδυασμό με την κοινωνική κατακραυγή που προκάλεσε η αλαζονική συμπεριφορά των σκληροπυρηνικών ευρωπαϊκών κύκλων, σε επίπεδο διεθνές… αυτά, ναι, θεωρώ πως αφήνουν μια αίσθηση ελπίδας. Όπως και το γεγονός πως ο κόσμος δεν επαναπαύεται – μα εξακολουθεί να διεκδικεί, περισσότερο από ποτέ.

Σκεφτείτε – το εναλλακτικό θα μπορούσε να είναι μια κοινωνική πραγματικότητα δίχως περιπέτειες… Μα και δίχως διεκδικήσεις… δίχως φωνές που εναντιώνονται. Κανείς δεν θα ασχολούνταν με τη χώρα μας και με τις κοινωνικές αδικίες σε βάρος της – κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν πως οι συγκεκριμένες κοινωνικές αδικίες αργά ή γρήγορα θα χτυπήσουν και την δική του πόρτα.

Θα γίνονταν όλα στη σιωπή – συμφωνίες, συναντήσεις, συμβούλια. Θα υπογράφονταν νόμοι στα κρυφά. Οι απαραίτητες χειραψίες, το προκατασκευασμένο ρεπορτάζ στα Μέσα Ενημέρωσης και τέλος. Κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί. Η πολιτική θα πέθαινε – όχι στα κοινοβούλια (εκεί ψυχορραγεί ούτως ή άλλως), μα στους δρόμους. Στα δίκτυα. Στις συζητήσεις. Στις συνειδήσεις του κόσμου.

Μια υποσημείωση: Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει να μετατραπεί σε Φρούριο, δεν θα επιτρέψουμε να γίνουν το ίδιο οι ζωές μας – και οι χώρες μας. Αυτό πηγαίνει στους εθνικιστές και φασίστες αυτού του τόπου, που εναντιώθηκαν και εκείνοι στην κατάσταση – μα για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Αγαπούμε τη δημοκρατία επειδήακριβώς βιάζεται παράφορα από τους εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας – δεν θα επιτρέψουμε να την βιάσετε και σεις με τη σειρά σας. Το όραμά μας είναι εκείνο μιας κοινωνίας των λαών, δημοκρατικής, αυτόνομης, ελεύθερης – δεν είναι άλλα φρούρια.




Banksy


EtInArcadiaEgo



EtinArcadiaEgo. Ο κόσμος που έχετε χτίσει, κύριοι. Εσείς όλοι, με τα ακριβοπληρωμένα σας κουστούμια και τα ακριβά αμάξια σας… Εσείς με τις κάμερες στραμμένες προς το μέρος σας και τις τσέπες σας γεμάτες… Εσείς που θεωρείτε πως κρατάτε το τιμόνι και πως το καράβι σας θα πλέει μονίμως σε ήσυχα νερά… Εσείς που πιστεύετε πως το ατσάλινο οικοδόμημά σας θα διαρκέσει για πάντα… Ένα έχω να σας πω: EtInArcadiaEgo.

Μα αν θέλετε, αφήνουμε τα λατινικά και πιάνουμε τα ελληνικά: Τα πάντα ρει, κύριοι. Ακόμα και ο «ρεαλισμός» σας – τόσο «ρεαλιστικός», που φαίνεται να αγνοεί πως τίποτα δε μένει στάσιμο. Η ίδια η Αρκαδία μεταβάλλεται.

Να ξέρετε, κύριοι. Δεν δημιουργήσαμε εμείς αυτόν τον κόσμο – έτοιμο τον βρήκαμε. Η κρίση δεν ξεκίνησε πριν λίγες εβδομάδες – ούτε πριν πέντε μήνες, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε καν πριν 5 χρόνια, όταν ήρθαν τα μνημόνια. Φέρει ιστορία δεκαετιών πίσω της. Και τώρα πληρώνουμε τα σπασμένα άλλων.

Μα αλίμονο αν χάσω την ελπίδα μου. Γιατί γνωρίζω πως τα πάντα μεταβάλλονται. Και γνωρίζω επίσης πώς μπορώ να αντισταθώ απέναντί σας με τον δικό μουτρόπο – δεν είναι ο άμεσα πολιτικός δρόμος αυτός, ούτε εκείνος της τυφλής οργής. Δεν είναι ο δρόμος της επίθεσης απέναντι στους πάντες και στα πάντα ("όλοι εσείς φταίτε"), ούτε ο δρόμος της μη κριτικής αποδοχής. Δεν είναι ο δρόμος της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, ούτε όμως της απάθειας και της αδιαφορίας.

Είναι ο δρόμος της απόλυτης και ριζικής περιφρόνησηςαπέναντι σε όλα εκείνα τα κάλπικα αγαθά που τόσα χρόνια υψώνετε στο βάθρο. Της μικρής, μα σταδιακής αποδυνάμωσης του Πυλώνα πάνω στον οποίο στέκεστε και προσπαθείτε αλαζονικά να πιάσετε τον ήλιο. Εκείνου του πυλώνα που ονομάζεται Οικονομία και θαρρεί πως κρατά τις τύχες μας στα χέρια του. Πετραδάκι πετραδάκι θα αφαιρούμε τα κομμάτια του – επιλέγοντας να ζούμε αλλιώς. Προσπαθώντας να δώσουμε έμφαση σε όσα πραγματικά αξίζουν – όχι σε όσα μόνο λάμπουν. Και σε αυτό δεν είμαστε μόνοι – είναι πολλοί σαν εμάς.

Και ο Πυλώνας θα αποδυναμωθεί. Και σταδιακά ο κόσμος σας θα γύρει – σταδιακά ο κόσμος σας θα πέσει.

Δεν θα πέσει από εκλογές ή πολιτικά προγράμματα, ούτε από πολιτικούς ηγέτες. Δεν θα πέσει με οικονομικές κρίσεις ή ταραχώδη γεγονότα, όχι με οργή ή βία… Δεν θα είναι ο πόνος και η πίκρα των ανθρώπων που θα ρίξουν τον κόσμο σας - δεν θα είναι η μιζέρια και η φτώχεια εκείνες που θα αλλάξουνε τον κόσμο, ούτε καν το δημοψήφισμα ενός λαού που αγωνιά για το μέλλον του… Δεν θα είναι διατάξεις, συμβούλια, διασκέψεις αρχηγών. Δεν θα είναι τηλεπαράθυρα και διαβουλεύσεις ειδημόνων. Όχι.

Θα είναι οι εναλλακτικές επιλογές μας. Η νέα ζωή που ξεπηδά μέσα απ’ την παλιά – γιατί πάντα το καινούργιο ξεπηδούσε μέσα απ’ το παλιό. Η απόλυτη, ριζική περιφρόνησήμας απέναντι στις παλιές συνήθειές σας. Στο καλύτερο αμάξι. Στο πολυτελές σπίτι. Στη δουλειά με τα πολλά λεφτά. Στο ακριβό ρούχο. Στο φινετσάτο εστιατόριο. Στο μοδάτο κλαμπ. Στον ανταγωνισμό με το γείτονα που έχει περισσότερα υλικά αγαθά. Στην δυσπιστία απέναντι στον ξένο. Στην ανούσια γοητεία της πιστωτικής. Στο αδιάφορο κάλεσμα της διαφήμισης.

Θα μάθουμε να ξεχωρίζουμε μόνο εκείνα που έχουμε πραγματικά ανάγκη. Και θα αδιαφορήσουμε για όλα τα υπόλοιπα – όχι επειδή «δεν μπορούμε να τα έχουμε». Μα γιατί δεν θέλουμε! Και θα δημιουργήσουμε ξανά. Χωρίς να σας ζητήσουμε την άδεια. Θα δημιουργήσουμε πέρα και έξω απ’ τους κανόνες σας. Γιατί ο κόσμος αλλάζει όταν είναι έτοιμος να αλλάξει – και θα είναι έτοιμος να αλλάξει, όταν έχουμε μάθει να ζούμε διαφορετικά. Μπορεί να χρειαστούν πολλές δεκαετίες, ίσως ακόμα περισσότερο… μα οι παλιές στάσεις ζωής θα δώσουν επιτέλους τη θέση τους σε νέες.

Κι αυτός εδώ ο κόσμος σας, που με νύχια και με δόντια διατηρείτε μέσα στο ατσάλινό του Φρούριο, θεωρώντας πως θα μείνει για πάντα ίδιος… Θα ακούσει την ηχώ, όπως αντηχεί μέσα από τα κούφια του δωμάτια… Και η ηχώ θα λέει το εξής:

EtinArcadiaEgo.




30 και Ένας Λόγοι για να διαβάσετε το Sandman

$
0
0




«Κάποιες φορές βλέπεις στον ύπνο σου πως πέφτεις. Τρία πράγματα μπορούν να συμβούν τότε. Το πρώτο είναι να πέσεις – και η πτώση είναι επώδυνη. Το δεύτερο είναι να ξυπνήσεις – και να συνειδητοποιήσεις τότε πως ονειρευόσουν…»

«Και το τρίτο;»

«Το τρίτο είναι να πετάξεις. Γιατί πέφτοντας μαθαίνεις να πετάς».


Εισαγωγή


Πάμε πίσω στα Nineties. Η εποχή των Nirvana και του grunge. Των ρέιβ πάρτυ. Της Generation X. Της πτώσης του Τείχους. Της ιδιωτικής τηλεόρασης και των εισαγόμενων show. Των Simpsons και του Beavis & Butthead. Του Jurassic Park. Του ξέφρενου καταναλωτισμού και της μεγάλης ευφορικής ψευδαίσθησης. Η εποχή που οι Τρύπες έλεγαν σ’ ένα στιχάκι, κάπου: «η ζωή είναι μεγάλη, μη την κάνεις καρναβάλι».

Ήταν επίσης η εποχή που ο κόσμος των κόμικς γνώρισε ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία του – ιστορία ενός αιώνα, που τώρα πλέον έβλεπε τους καρπούς της να ενηλικιώνονται. Ήταν μια σειρά που χάραξε ανεξίτηλο το όνομά της στα χρονικά της Ενάτης Τέχνης, ανοίγοντας δρόμους και ορίζοντες για πλήθος δημιουργών και έργων που θα ακολουθούσαν. Ένα έργο που ανέπνεε τον απατηλό-ονειρικό αέρα των 90’s, μα παράλληλα ζούσε πέρα από αυτά – πέρα από τις δεκαετίες, πέρα από τον χρόνο τον ίδιο.

Ο λόγος για το “Sandman” του Neil Gaiman.

Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 80 και εκτείνοντας την εκδοτική του διαδρομή μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90, το “Sandman” άφησε το δικό του αποτύπωμα στην παράξενη εκείνη εποχή του. Μην σας δίνεται όμως η εντύπωση πως πρόκειται απλά για ένα σπουδαίο έργο κόμικς – γιατί τότε μάλλον δεν γίνεται κατανοητό το νόημα αυτής της εισαγωγής. Το “Sandman” συνιστά αναμφίβολα μια εξαιρετική σειρά κόμικς – μα όχι μόνο. Η σημασία του απλώνεται πέρα από το μέσο – όπως κάποια είδη μουσικής ταυτίζονται με μια ολόκληρη εποχή, έτσι και η σειρά του NeilGaimanέφτασε να χαράξει τους καιρούς της. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία πολιτισμικά παράγωγα μιας ολόκληρης δεκαετίας. Βρίσκεται εκεί ψηλά με τα κορυφαία καλλιτεχνικά έργα των καιρών του.

Και αν η εισαγωγή δεν σας έπεισε, ακολουθούν 30 και ένας λόγοι για τους οποίους οφείλετε να διαβάσετε το συγκεκριμένο έργο – ή να το ξαναδιαβάσετε, σε περίπτωση που έχουν περάσει πολλά χρόνια και το έχετε ξεχάσει. Και τότε τα λόγια αυτά θα ξεδιαλύνουν από πάνω τους τις νεφέλες του ονείρου και για λίγο έστω θα αποκαλυφτούν στην κανονική τους διάσταση – μέχρι το όνειρο να σας ταξιδέψει πάλι σε μυστήριες διαδρομές.

Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το “Sandman”… Το αφιέρωμά μας τώρα ξεκινά. Παρακαλώ περάστε στον κόσμο του Ονείρου.






1 # Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο mainstreamcomicτων καιρών του



Ο κόσμος των αμερικανικών κόμικς είχε ταυτιστεί επί δεκαετίες στις συνειδήσεις του κόσμου με υπερήρωες, σατιρικά στριπ, ιστορίες φαντασίας, περιπέτειες με ζωάκια και γυναίκες με επικίνδυνες καμπύλες. Ήταν ένας κόσμος που ασφαλώς μας είχε δώσει πολλά και σπουδαία έργα στη διάρκεια της αιωνόβιας ιστορίας του – μα κάποια στιγμή έδειχνε να περιορίζεται εντός συγκεκριμένων θεματικών στεγανών.

Υπήρχε βέβαια και το αμερικανικό Underground, το οποίο ήδη από τα χρόνια της δεκαετίας του 60 είχε αποκαλύψει μια εναλλακτική διάσταση στα κόμικς και στη δυνατότητά τους να μιλήσουν για ζητήματα της καθημερινότητας και της σύγχρονης κουλτούρας, ξεφεύγοντας από τα στερεότυπα και ανοίγοντας νέους δρόμους έκφρασης. Μα όπως λέει το όνομά του, το “underground” παρέμενε ένα είδος ξέμακρο από τη μαζική αποδοχή – τις περισσότερες φορές σκόπιμα, όντας ενάντιο στην αισθητική της.

Στο μεταξύ ο κόσμος των ευρωπαϊκών (κυρίως γαλλόφωνων) κόμικς ακολουθούσε τη δική του πορεία, παραχωρώντας εξαιρετικά ενδιαφέροντα έργα, ικανά να αγγίξουν ένα περισσότερο φιλομαθές και εκλεπτυσμένο κοινό. Μα η καρδιά της βιομηχανίας των κόμικς χτυπούσε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού – και προς το παρόν η πλευρά αυτή πετούσε στον αέρα παρέα με τους – κουρασμένους πλέον – υπερήρωές της.

Μέχρι που φτάσαμε στα 80’s. Και τα αμερικανικά κόμικς έδειχναν πως ήθελαν πια να ενηλικιωθούν. Το πρώτο βήμα ήταν να απομακρυνθεί ο κατάπτυστος κώδικας που ίσχυε ως τότε (ξεκινώντας από τη δεκαετία του 50), ο οποίος απαγόρευε τη χρήση συγκεκριμένων θεμάτων που κρίνονταν «ακατάλληλα». Πλέον τα πάντα επιτρέπονταν. Το δεύτερο βήμα ήταν να καταπιαστούν με θέματα που έσπαγαν τα στερεότυπα του είδους. Και αυτό ακριβώς έγινε. Ήταν κάπως σαν τη μουσική μεταμόρφωση του Indieτης δεκαετίας του 80 στο Grungeτων 90’ς. Εκεί που το εναλλακτικό undergroundέγινε κοινής αποδοχής.

Το “Sandman” υπήρξε η πρώτη μεγάλης έκτασης δημοφιλής σειρά κόμικς που ξέφευγε πλήρως από κάθε κλισέ και στεγανό. Πρωταγωνιστές δεν είναι υπερήρωες με μάσκες. Δεν θα βρείτε μονομαχίες καλού ενάντια στο κακό, στερεότυπες ατάκες, τυπικές εικονογραφήσεις και προκατασκευασμένα σενάρια. Επρόκειτο για κάτι εντελώς καινούργιο.






2 # ONeilGaimanείχε δάσκαλο τον κορυφαίο όλων



Δείξε μου τον δάσκαλό σου, να σου πω μέχρι που μπορείς να φτάσεις. Πρόκειται για μια αλήθεια που ισχύει για κάθε τομέα της επιστήμης και της τέχνης – και φυσικά η περίπτωση των κόμικς δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Ως τα μισά της δεκαετίας του 80, ο NeilGaimanήταν ένας μάλλον άγνωστος συγγραφέας με δημοσιογραφικό παρελθόν, ο οποίος έγραφε εδώ κι εκεί σενάρια για κόμικς της DC, καταμεσής σκόρπιων διηγημάτων. Τότε ήταν που ήρθε σε επαφή με τις ιστορίες του AlanMoore. Η αρχή είχε γίνει.

Κάθε καλλιτεχνικό είδος έχει τους πρωτοπόρους του – αναμφίβολα για τον κόσμο της 9ηςΤέχνης, ο Mooreήταν τέτοιος. Εκείνος ήταν που έδωσε την αρχική ώθηση στο είδος, μεταμορφώνοντας τους ισχύοντες κανόνες του και θέτοντας καινούργιους. Ήταν τα δικά του έργα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, εκείνα που αναδιαμόρφωσαν τον χάρτη των κόμικς, αποκαλύπτοντας πτυχές που κανείς ως τότε δεν είχε φανταστεί. Ήταν ο Mooreεκείνος που τα έβγαλε από την μακρόχρονή τους εφηβεία και αποκάλυψε πως τα κόμικς μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα σε μεγάλα έργα λογοτεχνίας και τέχνης. Μα για να γίνει αυτό πρέπει κάποιος να υπερβεί τα φράγματα που ορθώνονταν ως τότε – να βαδίσει σε άγνωστους, ανεξερεύνητους δρόμους και σαν άλλος μάγος, να πλάσει νέες πραγματικότητες με το μαγικό ραβδί του.

Ο Gaimanθαύμαζε το έργο του Mooreκαι είχε γνωριστεί προσωπικά μαζί του. Η επίδραση του “SwampThing” (της θρυλικής σειράς του Mooreπου μεταμόρφωσε τον χάρτη της DC) ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη που ο Gaimanσυμπεριέλαβε ορισμένους από τους χαρακτήρες του στο “Sandman” – το Matthewτο κοράκι και τον ντετέκτιβ JohnConstantine, για παράδειγμα.

Η επιρροή του AlanMooreφαίνεται εξάλλου και στον τρόπο γραφής του Gaiman. Ένας τρόπος αμιγώς λογοτεχνικός, βαθιά περιγραφικός, ως ποιητικός σε σημεία, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην αλληλεπίδραση της εικόνας με τα πλαίσια του κειμένου και στη μεταξύ τους αλληλουχία. Τα κόμικς απείχαν πολύ πια από τις ιστορίες του παρελθόντος…



Neil Gaiman - Alan Moore


3 # Ξεπέρασε τα σχεδιαστικά στεγανά του παρελθόντος, εκτοξεύοντας τα κόμικς σε νέες εικαστικές κατευθύνσεις



Θα μπορούσαμε εναλλακτικά να βαπτίσουμε το τρίτο αυτό επιχείρημα με το ονοματεπώνυμο: DaveMcKean. Το ίδιο θα έκανε. Ο McKeanυπήρξε ο σημαντικότερος συνεργάτης του Gaiman, από το πρώτο κιόλας τεύχος του Sandman, ως το τελευταίο. Ήταν υπεύθυνος για την εικαστική επιμέλεια και τον σχεδιασμό των εξωφύλλων της σειράς.

Και τι εξώφυλλα ήταν αυτά! Ποτέ ξανά ο κόσμος των κόμικς δεν είχε δει αντίστοιχα! Ως τότε τα εξώφυλλα ακολουθούσαν την αμιγώς σκιτσογραφική λογική του εσωτερικού σχεδιασμού – κάποιο σκίτσο, συνοδευόμενο από τον τίτλο της σειράς, τον αριθμό του τεύχους, τα γνωστά. Μα το “Sandman” ξέφυγε εντελώς από τη λογική αυτή. Τα παραδοσιακά εικαστικά παραχώρησαν τη θέση τους στα εικαστικά της νέας εποχής. Κολλάζ, συνθέσεις με φωτογραφίες, γραφιστική αισθητική, επιρροές από τέχνη του μοντερνισμού, ψηφιακές συνθέσεις – δημιουργία απόλυτα ελεύθερη, πέρα από κάθε όριο εκτός εκείνου της φαντασίας του καλλιτέχνη.

Ήταν τα έργα του DaveMcKean. Ήταν τα εξώφυλλα και ο σφαιρικός εικαστικός σχεδιασμός του “Sandman”, βαθιά ατμοσφαιρικά και επιβλητικά μέσα στην διαφορετικότητά τους. Αληθινά έργα τέχνης, αποκαλύπτοντας πως τα κόμικς μπορούν να κατορθώσουν πολύ περισσότερα, αν επιθυμήσουν να βγουν από το προστατευτικό, στερεότυπό τους πλαίσιο – αν συνειδητοποιήσουν τις ανεξάντλητες εικαστικές δυνατότητες που έχουν.

Σαν άλλοι θαλασσοπόροι, οι δημιουργοί και οι προπάτορες του Sandmanεξερευνούσαν νέες θάλασσες, ανακάλυπταν καινούργιες χώρες.






4 # Υπήρξε η πρώτη αμιγώς εναλλακτική σειρά κόμικς που σημείωσε τόση μαζική επιτυχία


Τα εναλλακτικά κόμικς είχαν ιστορία δεκαετιών πίσω τους – μια ιστορία, που όπως αναφέραμε, εκτεινόταν σε ένα επίπεδο περισσότερο Underground. Στα 80’ς συγγραφείς όπως ο Moore, ο ArtSpiegelman(του “Maus”) και ο FrankMillerσυνέβαλαν στην κριτική και ποιοτική εκτόξευση των κόμικς – τα οποία πλέον αντιμετωπίζονταν σαν ισότιμα έργα τέχνης με τα ξαδέρφιά τους, του κινηματογράφου, της μουσικής και της λογοτεχνίας. Το “Sandman” ακολούθησε τα χνάρια των προκατόχων του και πήγε ακόμα παραπέρα – τα mainstreamστοιχεία είναι πια τόσο λίγα, που χρειάζεται μικροσκόπιο για να τα εντοπίσει κάποιος. Τα περισσότερα απαριθμούνται ουσιαστικά στα πρώτα τεύχη της σειράς, όταν ο Gaimanαναζητούσε ακόμα το ύφος και το στυλ που θα ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο που τα πρώτα τεύχη του “Sandman” είναι ίσως και τα πιο αδύναμα. Συναντάει εκεί κανείς αρκετά ίχνη από την παραδοσιακή, ως στερεότυπη, αισθητική της παλιάς DC– μα σύντομα ο Gaimanέμελλε να την τοποθετήσει εντελώς στην άκρη. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα πως «τότε ακόμα δεν είχα βρει τη φωνή μου».

Χρειάστηκε λίγους μήνες μέχρι ο “Sandman” (και ο δημιουργός του) να «βρουν τη φωνή τους» - να μιλήσουν με τον τρόπο που επιθυμούσαν, πέρα από κάθε εμπορικό περιορισμό. Μα όταν πια συνέβη αυτό (το οποίο θα μπορούσαμε να οριοθετήσουμε στο τεύχος 8 της σειράς, που τιτλοφορείται “TheSoundofHerWings”), τίποτα δεν θα ήταν πια ίδιο. Τα θεματικά στερεότυπα εγκαταλείφτηκαν πλήρως και τη θέση τους πήραν θέματα που δεν είχε δει ξανά ο κόσμος των κόμικς. Και το σημαντικότερο όλων είναι πως όσο η σειρά εγκατέλειπε τα στεγανά των παραδοσιακών κόμικς, τόσο μεγαλύτερη επιτυχία σημείωνε. Φτάνοντας στον δεύτερο πια χρόνο της, έχοντας μπει πλέον στη δεκαετία του 90, το “Sandman” στις ΗΠΑ είχε πια μετατραπεί σε μαζικό φαινόμενο. Η απήχησή του ξεπερνούσε το όριο των πωλήσεων – ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτό, συζητούσε για τους χαρακτήρες του, ταυτιζόταν με τη γλώσσα του – μια γλώσσα μοντέρνα, εναλλακτική, βαθιά μυθιστορηματική. Οι φιγούρες του Μορφέα και της Θανάτου είχαν κυριεύσει τις συνειδήσεις του κοινού και τα εξώφυλλα του DaveMcKeanαποκάλυπταν μια νέα τέχνη σε μαζικά επίπεδα.






5 # Κεντρικός ήρωας είναι ο Μορφέας



Ο άρχοντας των Ονείρων. Ο κλειδοκράτορας της πύλης της φαντασίας και του μύθου. Του υπερρεαλιστικού και του συμβολικού. Του ορίου ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο – υπάρχει άραγε τέτοιο όριο; Αυτός είναι ο Μορφέας. Ντυμένος στα μαύρα, ικανός να μεταμορφώνεται ανάλογα με το βλέμμα εκείνου που τον βλέπει και την εποχή στην οποία εμφανίζεται. Βυθισμένος βαθιά στις σκέψεις και στους προβληματισμούς του, ακολουθώντας πάντα το καθήκον του, ο Μορφέας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με οποιοδήποτε άλλο χαρακτήρα σε οποιοδήποτε άλλο έργο.

Είναι αέναος – υπήρχε πριν απ’ τους θεούς. Μα ταυτόχρονα είναι βαθιά ανθρώπινος, εύθραυστος μέσα στην λεπτότητά του. Μελαγχολεί, θλίβεται, ξεσπάει, ερωτεύεται. Βασανίζεται από συγκρούσεις ανάμεσα στο καθήκον του και στα συναισθήματά του. Θα τον δεις να ταΐζει περιστέρια σε μια πλατεία, ντυμένος σ’ ένα τζάκετ, μελαγχολικός, αποζητώντας κάποιο σκοπό σε μια πραγματικότητα που ορισμένες φορές στερείται νοήματος. Είναι παντοδύναμος – και ταυτόχρονα βαθιά περιορισμένος από δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό του. Θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας, ακολουθώντας δρόμους επώδυνους και αναπόφευκτους ταυτόχρονα. Μια πορεία που δείχνει να έχει χαραχτεί από πριν, μα την οποία απαιτεί σθένος για να ακολουθήσεις.

Και συ, ο αναγνώστης, ταυτίζεσαι σε πολλά μαζί του. Νιώθεις σχεδόν πως είναι ένας παλιός, πολύ παλιός γνωστός σου – σε συντροφεύει εξάλλου στις νυχτερινές περιπλανήσεις σου. Εσύ δεν το γνωρίζεις. Μα κάθε φορά που ονειρεύεσαι, βρίσκεται εκεί, βλέποντας κι αυτός τα όνειρά σου, νιώθοντας τους φόβους σου, τρέφοντας τις ελπίδες σου.

Αυτός είναι ο Μορφέας. Είναι η προσωποποίηση των Ονείρων – όμορφων ή άσχημων, ελπιδοφόρων ή απατηλών.

Και είναι μόνος, σαν εσένα. Και στην άβυσσο των ματιών του βλέπεις τα άστρα να σπιθίζουν. Και στο σπάνιο του χαμόγελο βλασταίνουν νέοι κόσμοι.






6 # Πρωταγωνιστές είναι το Όνειρο, η Μοίρα, ο Θάνατος, η Επιθυμία, η Καταστροφή, η Απελπισία, το Ντελίριο



Δεν πρόκειται για μεταφορά ή σχήμα λόγου. Κυριολεκτικά, πρωταγωνιστές στο “Sandman” είναι οι συγκεκριμένες φυσικές δυνάμεις, προσωποποιημένες, λαμβάνοντας μορφή ανθρώπινη (τις περισσότερες φορές), ώστε να μπορούν να γίνουν κατανοητές από τους ανθρώπους που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Όπως οι αρχαίοι θεοί συχνά προσωποποιούσαν δυνάμεις της φύσης, έτσι και οι «Αέναοι» (TheEndless) στο “Sandman” αναπαριστούν δυνάμεις ριζωμένες στην κοσμική πραγματικότητα – μα και στην δική σου, την καθημερινή, ανθρώπινη πραγματικότητα. Γιατί εμπεριέχεις ένα κομμάτι του κόσμου και ο κόσμος εμπεριέχεται σε σένα.

Η μεγάλη σύλληψη του NeilGaimanήταν πως μετέτρεψε τις αέναες αυτές δυνάμεις σε πρόσωπα που νιώθεις πως έχουν σάρκα και οστά – και έχτισε μια μυθιστορηματική οικογένεια, στα πλαίσια των παλαιών μύθων. Αυτή ακριβώς η Οικογένεια των Αέναωνβρίσκεται στο επίκεντρο της σειράς. Τα αδέρφια του Μορφέα, τα οποία τρέφουν ποικίλα συναισθήματα το ένα για το άλλο και στη μεταξύ τους δυναμική ξεδιπλώνεται – σαν αρχαία τραγωδία – η ιστορία του έργου. Ας τους πάρουμε έναν έναν:

Destiny: Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο πρωτογέννητος. Εκείνος που κραδαίνει το βιβλίο της μοίρας. Κρυμμένος μέσα στην κουκούλα του, μιλώντας αινιγματικά, γνωρίζει μα δεν αποκαλύπτει. Κάποιοι λένε πως είναι τυφλός – άλλοι πως βλέπει τα πάντα.

Death: HΘάνατος, προσωποποιημένη, έχοντας λάβει τη μορφή ενός νεαρού, μαυροντυμένου κοριτσιού. Παρουσιάζεται μπροστά σου όταν έρχεται η ώρα να φύγεις απ’ τον κόσμο. Λένε πως μια φορά στα 100 χρόνια γίνεται θνητή η ίδια – σκοπός της να δει τα πράγματα υπό την οπτική ενός θνητού. Να καταλάβει πως είναι να σε παίρνει ο θάνατος.

Dream: Ο Μορφέας, ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου. Προσωποποίηση του Ονείρου. Μέσα από το δικό του βλέμμα ξεδιπλώνεται το νήμα της ιστορίας.

Destruction: Ο χαμένος αδερφός, εκείνος που εγκατέλειψε το καθήκον και τ’ αδέρφια του. Προσωποποίηση των δυνάμεων της καταστροφικότητας – απαραίτητης ωστόσο για να υπάρξει δημιουργία. Χαμογελαστός, βροντόφωνος, υποστηρικτής της αδιάκοπης κίνησης των πάντων. Τα πάντα ρει.

Desire: Η ερμαφρόδιτη ενσάρκωση της Επιθυμίας. Άντρας και γυναίκα ταυτόχρονα. Συχνά σε σύγκρουση με το Μορφέα, το αστραφτερό της χαμόγελο και τα μαγευτικά της μάτια ενίοτε κρύβουν καταχθόνιους σκοπούς.

Despair: Η δίδυμη της Επιθυμίας – και το ακριβώς αντίθετο στην όψη. Μικρή, χοντρή και άσχημη, η Απελπισία εμφανίζεται στις σκοτεινότερες στιγμές σου. Και αν κάποιες φορές υποφέρει η ίδια απ’ το βαρύ καθήκον της, φροντίζει να μην το φανερώνει.

Delirium: Η μικρότερη της οικογένειας, ένα κοριτσάκι ηλικίας εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων. Κάποτε ονομαζόταν Delightκαι ενσάρκωνε την αδιάκοπη Απόλαυση. Κάτι συνέβη όμως και από Delightέγινε Delirium. Μια σπίθα χάους με πολύχρωμα μαλλιά, ακατάστατο λόγο και τον αυθορμητισμό ενός παιδιού. Μα όταν αποφασίζει να μιλήσει σοβαρά, λέει βαθιές αλήθειες.







7 # Πρόκειται για μια σύγχρονη Μυθοπλασία, στα πρότυπα της αρχαίας μυθολογικής και ποιητικής σκέψης



Οι μύθοι διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στο “Sandman”. Θα μπορούσαμε να πούμε πως συνιστούν το επίκεντρο του έργου. Ο Gaimanαντλεί στοιχεία από τις μυθολογίες των λαών και δημιουργεί ένα θεματικό πλαίσιο που φαντάζει βγαλμένο από τη φιλοσοφική σκέψη της αρχαιότητας. Η ελληνική ποιητική δημιουργία βρίσκεται από πολλές απόψεις στον πυρήνα του έργου. Η αίσθηση του ήρωα που αντιπαλεύει με δυνάμεις μεγαλύτερες απ’ τον ίδιο, η ιδέα της παντοδύναμης μοίρας στην οποία υπόκεινται και οι θεοί οι ίδιοι, το πλέξιμο πολλών μικρών, φαινομενικά ασύμβατων μεταξύ τους γεγονότων σε ένα κεντρικό ιστορικό νήμα, οι πολλαπλοί δρόμοι που απλώνονται μπροστά σου – μα αν κοιτάξεις πίσω σου, θα δεις έναν δρόμο και μοναδικό… όλα αυτά θυμίζουν το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονταν οι αρχαίες τραγωδίες.

Στις σελίδες του “Sandman” βλέπουμε να παρελαύνουν οι Μούσες, οι Μοίρες, οι Ευμενίδες/Ερινύες, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, θεότητες της σκανδιναβικής μυθολογίας, θεοί της Αιγύπτου, μυθολογικές παραδόσεις των Εβραίων, της ανατολικής Ευρώπης, φτάνοντας ως τη μακρινή Ανατολή. Στα μυθολογικά αυτά πλαίσια έχει συμπεριλάβει ο Gaimanτην οικογένεια των Αέναων – το Μορφέα και τ’ αδέρφια του. Το αποτέλεσμα όχι μόνο δεν είναι κιτς (όπως καταλήγουν διάφορες μετατροπές σε κόμικς των μυθολογικών ηρώων), μα αντίθετα γίνεται απολύτως πειστικό, μένοντας απόλυτα πιστό στο πνεύμα της αρχέγονης μυθολογικής σκέψης.

Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση του μύθου του Ορφέα – γιού του Μορφέα. Πρόκειται για τον γνωστό μύθο που εξιστορεί την πορεία του Ορφέα στον Άδη και την απόπειρά του να επιστρέψει με την νεκρή γυναίκα του, Ευρυδίκη. Παρουσιασμένη σε αλληλουχία με την ιστορία των Αενάων, η μυθιστορία του Ορφέα είναι δοσμένη με δύναμη και ευαισθησία, τιμώντας απόλυτα το πνεύμα του αρχαίου μύθου, μα αποτελώντας ταυτόχρονα μια μοντέρνα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αφήγηση.

Και αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της σειράς. Ο Gaimanτιμάει τους αρχαίους μύθους με το έργο του. Εμπλουτίζει το πνεύμα τους – όχι το αντίθετο. Και ο δικός του μύθος φαντάζει ταυτόχρονα σύγχρονος και παλαιός – παλαιός όσο οι μυθολογικές παραδόσεις και η συλλογική τους μνήμη.






8 # Χαρακτηρίστηκε ως «Σειρά Κόμικς για Διανοούμενους»



Το έργο περιλαμβάνει πολλαπλές στρώσεις νοημάτων. Υπάρχουν μεμονωμένα χωρία τα οποία επικαλύπτουν πλήθη αποχρώσεων. Ξεφεύγουμε εντελώς από στερεότυπα θέματα όπως «το καλό εναντίον του κακού», «η χαρά ενάντια στη λύπη», το «δίκαιο ενάντια στο άδικο». Δεν θα βρείτε στο “Sandman” βολικούς δυϊσμούς και θα διαπιστώσετε, διαβάζοντάς το, πως η αλήθεια δεν βρίσκεται στη μία ή στην άλλη όψη του νομίσματος… μα στο νόμισμα το ίδιο. Και κάποιες φορές ακόμα παραπέρα.

Πρόκειται για ένα έργο που απαιτεί μια κάποια ωριμότητα πνεύματος, προκειμένου να εκτιμηθεί στην ολότητά του. Παράλληλα ιδέες όπως η σύγκρουση ανάμεσα στην ελεύθερη επιλογή και το καθήκον, το χαρακτήρα και την επιθυμία, την αιώνια στασιμότητα και την αιώνια μεταβολή… όλες τις συναντούμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στις άφθονες σελίδες του έργου.

Διαβάζοντας το “Sandman” γίνεται απόλυτα κατανοητό πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια κοινή σειρά κόμικς – μα με ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο και μια σύγχρονη μυθοπλασία.






9 # Στο “Sandman” οι χαρακτήρες βρίσκονται στο επίκεντρο, όχι η δράση



Και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους θα ήταν αδύνατο να γίνει κινηματογραφική μεταφορά του έργου – ο ίδιος ο Gaimanείχε δηλώσει πως προτιμά να μην υπάρξει καμία μεταφορά ποτέ, παρά μια κακή μεταφορά. Δεν είναι μόνο η πελώρια έκταση του έργου και το πολύπλοκο πλέγμα των ιστοριών του… μα και το γεγονός πως η σειρά δίνει έμφαση στους χαρακτήρες και τον εσωτερικό τους κόσμο – όχι σε γεγονότα δράσης, όχι στον καταιγιστικό ρυθμό.

Δεν απουσιάζουν οι εκρηκτικές στιγμές – μα το “Sandman” ποτέ δεν ήταν κάτι τέτοιο, ο κόσμος του δεν ήταν ποτέ αυτός ο κόσμος. Ας τρέχουν τα πάντα γύρω μας με τους καταιγιστικούς, μπολιασμένους στα φτηνά εφέ, ρυθμούς τους. Ο κόσμος του Μορφέα είναι εκείνος των Ονείρων – και εκεί οι ρυθμοί είναι αλλιώτικοι.

Το “Sandman” είναι μια ιστορία που μιλά για χαρακτήρες. Για τις επιθυμίες, τις επιλογές και τις συγκρούσεις τους. Για τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα όνειρά τους. Τα αδιέξοδα που συναντούν. Τις σχέσεις εξουσίας, τις σχέσεις απελευθέρωσης. Τα βαθιά διλήμματά τους. Τις μοιραίες αποφάσεις τους.

Και οι χαρακτήρες του “Sandman” θυμίζουν πάντα κάτι απ’ τον εαυτό μας.






10 # Στον κόσμο του Sandman, ακόμα και οι θεοί πεθαίνουν



Σε αυτόν τον κόσμο τίποτα ποτέ δε μένει στάσιμο. Τίποτα δεν είναι αναλλοίωτο. Σαν άλλος Προμηθέας, δεμένος πάνω στον βράχο, αποκαλύπτοντας στο Δία πως η εξουσία του κάποτε θα έχει τέλος… στον κόσμο του Sandmanακόμα και οι θεοί πεθαίνουν.

Κι όμως, πρόκειται για τον ίδιο κόσμο που διέπεται από νόμους παλαιότερους και από τους ίδιους τους θεούς. Ενώ η Κλωθώ, η Άτροπος και η Λάχεσις υφαίνουν την πορεία του, ακόμα και στον άνεμο, με υλικό τα σύννεφα. Ένας κόσμος στον οποίο τα πάντα μένουν ίδια – και τα πάντα αλλάζουν. Ένας κόσμος που φανερώνει πως υπάρχει πάντα επιλογή – ακόμα και υπό τους πλέον άκαμπτους κανόνες.

Ποιος είπε πως προσφέρεται για επιφανειακή ανάγνωση το Sandman;






11 # Ο Θάνατος ποτέ δεν ήταν περισσότερο γοητευτικός



Επί πλήθος αιώνων η λαϊκή και καλλιτεχνική παράδοση απεικόνιζε τη μορφή του Θανάτου ως μια κουκουλοφόρα, αποσκελετωμένη φιγούρα, τυλιγμένη σε μανδύα, κραδαίνοντας το δρεπάνι του θερισμού. Και τι βλέπουμε εδώ; Ο Θάνατος παρουσιάζεται ξανά, προσωποποιημένος για άλλη μια φορά – μα τώρα δεν είναι μια αποκρουστική, τρομακτική μορφή, μα ένα όμορφο, νεαρό κορίτσι!

Η Θάνατος είναι γένους θηλυκού. Και το χαμόγελό της είναι το γλυκύτερο όλων. Δεν τρομάζει – μα σε παίρνει απαλά από το χέρι. Και αν τη ρωτήσεις «και τώρα τι γίνεται;», εκείνη απαντά, κοιτώντας σε με κατανόηση: «τώρα θα διαπιστώσεις».

Ο χαρακτήρας της Deathυπήρξε μία από τις ριζοσπαστικότερες πλευρές της σειράς – και από τις πλέον δημοφιλείς. Η Deathσυνέβαλε καθοριστικά στην εκτόξευση του έργου στις συνειδήσεις του κοινού και τα περάσματά της έμειναν αξέχαστα. Η δημοτικότητά της έφτασε να συναγωνίζεται στα ίσια εκείνη του Μορφέα – του μικρότερού της αδερφού. Γιατί το Όνειρο συνορεύει με τον Ύπνο και ο Ύπνος συνορεύει με το Θάνατο.

Ελάχιστες γυναικείες παρουσίες στην ιστορία των κόμικς υπήρξαν τόσο γοητευτικές, πρωτότυπες και ιδιαίτερες, όσο εκείνη της Θανάτου. Κάθε εμφάνισή της στη σειρά ξεχείλιζε με μια κρυμμένη γοητεία. Ερωτεύσιμη μέσα στην αγνότητα του χαρακτήρα της, υπέροχη μέσα στο χαμόγελό της, μοντέρνα μέσα στη διαχρονικότητά της, σεξουαλική μέσα από τα μαύρα ρούχα της, βαθιά συμπονετική παρά το σκληρό της ρόλο – ο Θάνατος παρουσιάζεται σαν ένας παλιός φίλος που σε παίρνει απαλά από το χέρι…






12 # Ενώ ο Διάβολος ξαπλώνει σε κάποια παραλία, απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα



Μεταξύ του πλήθους των χαρακτήρων που παρελαύνουν στο έργο, ξεχωρίζει η παρουσία του ίδιου του Διαβόλου. Μα αυτός δεν είναι ο Διάβολος της θρησκευτικής παράδοσης – σιχαμερός, εχθρικός απέναντι στους ανθρώπους, σκορπώντας ψέματα και απάτες, προσωποποίηση του κακού. Ο Luciferτου Gaimanακολουθεί τα χνάρια του Διαβόλου, όπως τον εμπνεύστηκε ο Μίλτον στον «Χαμένο Παράδεισο» (“ParadiseLost”) και όπως τον οραματίστηκαν οι Ρομαντικοί του 19ουαιώνα.

Πρόκειται κυριολεκτικά για έναν Έκπτωτο Άγγελο – τον ομορφότερο των αγγέλων, βαθιά γοητευτικό και ανθρώπινο. Ένας επαναστάτης που αντιστάθηκε στην Τάξη του Δημιουργού και πλήρωσε για την ανταρσία του, χάνοντας για πάντα τον παράδεισο. Ωστόσο αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος – διαβάζοντας το “Sandman” διαπιστώνουμε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Και πως η Κόλαση η ίδια δεν υπάρχει απλά επειδή το θέλησε ο Θεός ή ο Διάβολος…

Η Κόλαση, αντίθετα, υπάρχει επειδή το θέλησε ο Άνθρωπος. Και το ίδιο ισχύει για την ύπαρξη κάθε θεότητας, κάθε δύναμης ανώτερης, φαίνεται να υπονοεί ο Gaiman. Οι άνθρωποι είναι πιόνια στα χέρια των θεών – μα και οι θεοί το ίδιο είναι, στα χέρια των ανθρώπων.

Κάποια στιγμή στη διαδρομή του έργου, ο Λούσιφερ αποφασίζει πως βαρέθηκε. Πως κουράστηκε πια να έχει την ευθύνη της Κόλασης. Πως επιθυμεί να αποχωρήσει. Ακόμα και αυτός, ο Άρχοντας του Κακού, επιθυμεί να αράξει σε μια παραλία και να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα. Έτσι απλά. Και παραδέχεται τότε, κοιτάζοντας τον ουρανό και χαμογελώντας πλατιά «πως ξέρεις να δημιουργείς φοβερά ηλιοβασιλέματα, γερο-μπάσταρδε».







13 # Έσπασε τα φράγματα της Φανταστικής Λογοτεχνίας



Παραδοσιακά η λογοτεχνία (συμπεριλαμβάνω και τα κόμικς) του Φανταστικού καταπιανόταν με θέματα όπως μάγοι, κάστρα, ιππότες, δράκοντες, παραμυθένιες τοποθεσίες, νάνοι, ξωτικά και άλλα σαν αυτά. Ο Gaimanαγαπά το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος και φαίνεται – το “Sandman” περιλαμβάνει πολλά από τα παραδοσιακά στοιχεία της Φανταστικής Λογοτεχνίας. Θα βρείτε νεράιδες και ξωτικά, πήγασους και δράκους, λυκάνθρωπους και μάγισσες, κάστρα και παραμυθένιες πολιτείες.

Μα όλα αυτά υπάρχουν, προκειμένου να αποδομηθούν με τη σειρά τους. Να ενταχτούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο όσο έκανε χρήση τους, άλλο τόσο πήγαινε πέρα από αυτά – πολύ πέρα. Το “Sandman” είναι φανταστική λογοτεχνία και ταυτόχρονα δεν είναι. Το φανταστικό υφίσταται ως αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου των Ονείρων – και παρουσιάζεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, ως μια δύναμη πρωτίστως συμβολική. Ως μια σύνδεση με τον αιώνιο μύθο. Μας υπενθυμίζει πως η φαντασία συνορεύει πάντα με την πραγματικότητα – και ισχυροποιεί την κεντρική ιδέα του έργου: πως τα όνειρα, κάποιες φορές, φτάνουν να δημιουργούν τον κόσμο.

Κάτι αντίστοιχο εξάλλου φαίνεται πως είχε κατά νου ο Σαίξπηρ όταν έγραφε το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Μα θα επανέλθουμε.







14 # Ταυτόχρονα ριζώνει γερά στον Ρεαλισμό της εποχής του



Πρόκειται για μία από τις συναρπαστικότερες, κατ’ έμέ, πτυχές του έργου. Αφενός καταπιάνεται με θέματα φανταστικά, ταξιδεύοντάς μας σε κόσμους παραδομένους στα βάθη της συλλογικής φαντασίας και των μύθων… και αφετέρου επιστρέφει στη σύγχρονη αστική πραγματικότητα, μιλώντας για κανονικούς ανθρώπους, παρουσιάζοντας την πραγματική – πολύ πραγματική – καθημερινότητά τους.

Ως τώρα μιλήσαμε για θεότητες και πλάσματα της φαντασίας και των μύθων. Θα νόμιζε κανείς πως το Sandmanκαταπιάνεται μόνο με αυτά. Κι όμως, αυτή δεν είναι παρά η μία μόνο όψη του νομίσματος! Ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στο περιβάλλον των μεγαλουπόλεων – στους δρόμους, στα μπαρ, στα μοναχικά διαμερίσματα. Και οι χαρακτήρες εδώ είναι από σάρκα και οστά, νέοι, νέες, ηλικιωμένοι, μοναχικοί, ζευγάρια. Άνθρωποι σκορπισμένοι μεταξύ τους, όπως όλοι μας. Άνθρωποι που προσπαθούν απλά να ζήσουν – και να ονειρευτούν.

Νιώθεις τον παλμό της κοινωνίας των καιρών (βρισκόμαστε στα 90’s) στις σελίδες του βιβλίου. Οι μόδες της εποχής. Η φωνή της GenerationX. Η σύγκρουση ανάμεσα στις γενεές. Οι αναζητήσεις και οι εναλλακτικές επιλογές. Οι μονογονεϊκές οικογένειες. Οι μάστιγες των καιρών (το θέμα του AIDSγια παράδειγμα). Οι συζητήσεις περί ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Η αποζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο που έδειχνε να το χάνει.

Αν νομίζετε πως έχουμε να κάνουμε «απλά» με ένα έργο Φανταστικής Λογοτεχνίας ή κάποια Μυθοπλασία, σκεφτείτε το πάλι λοιπόν. Το “Sandman” συνιστά πραγματικά ένα παράθυρο στην εποχή του, όσο συνιστά παράθυρο στον κόσμο των ονείρων.






15 # Θέτει στο επίκεντρο της προβληματικής του σημαντικά κοινωνικά ζητήματα



Οι χαρακτήρες του έργου συχνά βρίσκονται σε μια διαδικασία αναζήτησης ταυτότητας, κόντρα σε έναν κόσμο που επιθυμεί να τους διατηρεί εγκλωβισμένους σε παραδοσιακά και καταπιεστικά πρότυπα ζωής και σκέψης. Η σύγκρουση με τις δομές εξουσίας και τον πατροπαράδοτο κόσμο αξιών είναι μία από τις θεματικές της σειράς. Το ίδιο ισχύει και για την διαδικασία εύρεσης σεξουαλικής ταυτότητας. Μεταξύ των χαρακτήρων του έργου, εμφανίζονται ζευγάρια ετερόφυλων, ομοφυλοφίλων, ως και τρανσέξουαλ. Η οπτική του Gaimanείναι εκείνη της απόλυτης αποδοχής των επιλογών του καθένα, εφόσον είναι ελεύθερες και πηγάζουν από την προσωπική επιθυμία του. Αντίστοιχα με την αποδοχή της επιλογής φύλου, υπάρχει η αποδοχή της ισοτιμίας των φυλών – μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, όλοι συμμετέχουν στην ίδια ιστορία – και ενίοτε συνάπτουν σχέσεις μεταξύ τους.

Η προοδευτική αντίληψη του έργου εξάλλου φανερώνεται στην απεικόνιση της θρησκείας και των μύθων, στη μορφή και τον ρόλο του Διαβόλου, στη ριζοσπαστική φιγούρα της Θανάτου, στις απελευθερωτικές επιλογές του Destruction, στον εναγκαλισμό του συνόλου της μυθοπλασίας – ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής, στην ανθρωπιστική διάσταση του έργου. Ένα έργο που δεν παύει να αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων – ακόμα και εκεί που οι επιλογές του έχουν καταλυτικές συνέπειες και δείχνουν αναπόφευκτες.





16 # Υπήρξε το πρώτο κόμικ το αναγνωστικό κοινό του οποίου ήταν κατά το ήμισυ γυναίκες



Τα κόμικς υπήρξαν πρωτίστως αντρική υπόθεση στη συντριπτική πλειοψηφία τους. Λέγοντας αυτό, δεν αναφέρομαι μόνο στην πρωτοκαθεδρία των αντρών δημιουργών – μα και στο κοινό που απευθύνονταν. Εξαιρώντας μεμονωμένες σειρές ή ορισμένα undergroundκόμικς, στο μεγαλύτερο ποσοστό το κοινό τους ήταν άντρες και αγόρια – μπολιασμένα με ιστορίες τρόμου, δράσης, υπερηρώων και ηρωίδων με πλούσιες καμπύλες.

Το “Sandman” υπήρξε η πρώτη δημοφιλής σειρά κόμικς της οποίας το αναγνωστικό κοινό αποτελούνταν εξίσου και από τα δύο φύλα. Στους δύο αναγνώστες, ο ένας ήταν γυναίκα. Πράγμα που σημαίνει πως το “Sandman” έφερε στον κόσμο των κόμικς περισσότερες γυναίκες από ποτέ άλλοτε. Στο μέλλον όλο και περισσότερες γυναίκες θα ασχολούνταν με τα κόμικς, ή ενδεχομένως θα επεδίωκαν να φτιάξουν οι ίδιες.

Ο Gaimanέγραφε πέρα από περιορισμούς και στοχεύσεις φύλου. Έχοντας υπερβεί κάθε στερεότυπο (υπερήρωες, δράση, κλπ), ενδιαφερόταν πρωτίστως να συνθέσει ένα δυνατό αφηγηματικό έργο. Οι χαρακτήρες είχαν ψυχογραφηθεί σε βάθος και οι ανησυχίες τους αντανακλούσαν εκείνες της πραγματικότητας. Ξεφεύγοντας ακόμα περισσότερο από τα κλισέ των καιρών, επέλεξε να παραχωρήσει σημαντική θέση στο έργο του σε γυναικείους χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα η Rose(η οποία καθρέπτιζε τη μέση νεαρή αναγνώστρια του Sandman) ή η Barbie(της οποίας φανερώνονται πτυχές που ούτε να τις φανταστεί δεν θα μπορούσε η γνωστή βιομηχανική κούκλα). Σε κάποιο σημείο δύο γυναίκες συζητούν μεταξύ τους για θέματα αντισύλληψης και ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Σε ένα έξτρα τεύχος η Deathμιλούσε για τη σωστή χρήση του προφυλακτικού. Ήταν κάτι εντελώς καινούργιο για τα mainstreamcomicsτων καιρών. Οι γυναίκες αναγνώστριες ταυτίστηκαν με αυτούς τους χαρακτήρες και αισθάνθηκαν ικανοποίηση που, επιτέλους, κάποιο κόμικ μιλούσε με τη δική τους φωνή, για τις δικές τους ανησυχίες και τους δικούς τους προβληματισμούς.

Ενδεχομένως και να ήταν και λίγο ερωτευμένες με το Μορφέα, ποιος ξέρει – ή ενδεχομένως και με τον ίδιο τον NeilGaiman(ο ίδιος δεν μπορώ παρά να υποθέσω!).

Υπήρξε εξάλλου ευφυής τακτική του Gaimanη εναλλαγή ιστοριών διαφορετικού στυλ και ύφους. Έτσι λοιπόν τη σειρά ιστοριών “ASeasonOfMists”, η οποία ανήκει στις πλέον «αρρενωπές» και σκληρές του έργου (ξέχειλη με δαίμονες, τέρατα και άρρενες χαρακτήρες), διαδέχεται η σειρά “AGameofYou”, με χαρακτήρες σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γένους θηλυκού και ιδωμένη υπό το πρίσμα μιας γυναίκας.

Σε κάποιο σημείο του έργου, ένας αφρικανός φύλαρχος αφηγείται μια ιστορία σε έναν νεαρό ακόλουθό του, λέγοντας πως«η ιστορία αυτή είναι ιδωμένη από την οπτική γωνία των αντρών και εξιστορείται από άντρες, για άντρες. Η ίδια ιστορία ωστόσο λέγεται και από τις γυναίκες, μεταξύ των γυναικών και μόνο – μα το περιεχόμενό της τότε αλλάζει. Μα εμείς ποτέ δεν θα το μάθουμε».





17 # Οι χαρακτήρες είναι αληθινοί άνθρωποι, όχι στερεότυπα



Δεν θα βρείτε μονοδιάστατους χαρακτήρες και στερεότυπα εδώ. Καλούς, κακούς, πανέμορφους, κακάσχημους και τα λοιπά. Τα πρόσωπα του έργου συνδυάζουν πολλαπλές πτυχές στον χαρακτήρα τους και οι ανησυχίες ή οι συγκρούσεις τους παρέχουν σάρκα και οστά. Ξεκινώντας από τους ίδιους τους Αέναους (το Μορφέα και την οικογένειά του) και καταλήγοντας στους κανονικούς ανθρώπινους χαρακτήρες του έργου, οι πάντες ξεχειλίζουν φυσικότητα και ανθρώπινο μέτρο.

Ο Μορφέας μελαγχολεί, νιώθοντας την απουσία στόχων. Η Deliriumαποζητά τη συντροφιά ενός σκυλιού. Ο Destructionκαταφεύγει στην παρηγοριά της τέχνης, αναζητώντας νέους δρόμους. Η Roseαποζητά τον έρωτα και όπως ενθουσιάζεται εύκολα, το ίδιο εύκολα απογοητεύεται. Η Barbieβρίσκει διέξοδο στον κόσμο της φαντασίας, αδυνατώντας να χρωματίσει την πεζή πραγματικότητά της. Ο Λούσιφερ πιάνει δουλειά σε κάποιο μπαρ σαν πιανίστας. Η θεά Αστάρτη δουλεύει σε κάποιο νυχτερινό κέντρο, κάνοντας στριπτίζ. Ο θεός Θωρ κάνει χοντρό καμάκι στην Μπαστέτ, μιλώντας για το «σφυρί του που μεγαλώνει αν το τρίβεις». Η ξωτικιά Νουάλα επιθυμεί να την αποδέχονται όπως είναι – ευαίσθητη, αδύναμη και ασήμαντη εμφανισιακά. Ο Μάθιου το κοράκι είναι ίσως ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας όλων, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα από όσα γίνονται γύρω του.

Εδώ δεν έχει ήρωες με αστραφτερά χαμόγελα και μυώδη στήθη. Και οι γυναίκες της σειράς δεν είναι όλες πανέμορφες, ούτε έχουν πελώριο στήθος. Και όλοι τους (άντρες και γυναίκες, θνητοί και θεοί) είναι δυνατοί και αδύναμοι ταυτόχρονα.

Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στον πραγματικό κόσμο.






18 # Κατέχεται από μια εναλλακτική/postpunk/gothαισθητική



Από πολλές απόψεις, το “Sandman” για τα κόμικς ήταν ό,τι ήταν για τον κινηματογράφο στα 90’ς ταινίες όπως το «Κοράκι» και ο «Ψαλιδοχέρης» από τη μία, με δόσεις από Μπέργκμαν και Ντέιβιντ Λιντς. Δεν είμαι καν βέβαιος αν μπορεί να το περιγράψει επαρκώς αυτό. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά όμως είναι πως το “Sandman” ταυτίστηκε με την εναλλακτική κουλτούρα των καιρών του – μα και των δεκαετιών που προηγήθηκαν, εκείνων της δεκαετίας του 80 και του 70.

Θα βρείτε αναφορές στους Cure, στον LouReed, τον IggyPopκαι τον Bowie(λένε πως η πρώιμη σχεδίαση του Λούσιφερ είχε τον Bowieως πρότυπο). Το μαλλί του Μορφέα θα σας θυμίσει σίγουρα τον RobertSmith, ενώ η Deathφέρνει κατά νου τη Siouxsie– και το σύνολο των gothκορασίδων της δεκαετίας του 80. Το πολύχρωμο στυλ και το piercingτης Deliriumθυμίζει πανκ συγκροτήματα – ως και συγκροτήματα της βρετανικής acidhouseσκηνής των 90ς. Η συνολική αισθητική του έργου παραπέμπει σε μπάντες της αμερικανικής εναλλακτικής σκηνής των 80ς – τα οποία έμελλε να γιγαντωθούν μπαίνοντας στη δεκαετία του 90 και να αποδείξουν πως ακόμα και εκείνο που αντιτίθεται στις μόδες μπορεί κάποια στιγμή να γίνει το ίδιο μόδα.

Κάπως έτσι και το Sandman– ένα αμιγώς εναλλακτικό κόμικ – αγκαλιάστηκε από το mainstream, σημαδεύοντας την εποχή του.



Art by Mike Dringenberg


19 # Αγαπάει τα ταξίδια στον χρόνο



Δεν είναι λίγες οι στιγμές που το έργο εγκαταλείπει τον παρόντα χρόνο και βουτάει στα βάθη του χρόνου, καταλήγοντας σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Οι Αέναοι, βλέπετε, ήταν εκεί από τις απαρχές. Ο Μορφέας, η Θάνατος, η Επιθυμία και τα υπόλοιπα αδέρφια υιοθετούν διαφορετική μορφή και ενδυμασία αναλόγως την εποχή, τη χώρα και τον πολιτισμό… μα βρίσκονταν εκεί: στα αρχαιοελληνικά χρόνια και στα χρόνια του Μεσαίωνα. Στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και στα χρόνια του Πολέμου. Στην αρχαία Ρώμη του αυτοκράτορα Αυγούστου και τη Βαγδάτη από τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Οι εναλλαγές ανάμεσα σε ποικίλες ιστορικές περιόδους συνιστούν μία από τις γοητευτικότερες πτυχές του έργου. Από το παρόν στο παρελθόν και πάλι μπρος.

Μεταξύ άλλων ξεχωρίζει η φιγούρα του HobGaddling. Ο Χομπ είναι ένας θνητός που, νωρίς κατά τη διάρκεια της σειράς, συνάπτει μια μυστήρια συμφωνία – το αποτέλεσμα της οποίας είναι να μην πεθαίνει, όσο δεν επιθυμεί να πεθάνει ο ίδιος. Ζει αδιάκοπα λοιπόν κατά τη διάρκεια των αιώνων, προσποιούμενος πως είναι ένας κοινός θνητός σαν όλους τους άλλους, και μέσα από την προσωπική του διαδρομή παίρνουμε μια ιδέα της εξέλιξης των ανθρώπων. Πόσο άλλαξαν και πόσο μένουν ίδιοι.






20 # Παρακολουθεί την εξέλιξη του Σαίξπηρ



Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο συναντούμε την ιστορική μορφή του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Του αληθινού Σαίξπηρ, τον καιρό που αποζητούσε έμπνευση προκειμένου να τελειοποιήσει το έργο του. Του Σαίξπηρ με το αστείρευτο ταλέντο και την προβληματική οικογενειακή ζωή. Με τον ίδιο αυτό Σαίξπηρ είναι που συναντιέται κάποια στιγμή ο Μορφέας – και του ζητάει να γράψει δύο έργα προς τιμήν του. Δύο έργα που θα έχουν ως θέμα τους τα όνειρα. Ο Σαίξπηρ αποδέχεται το αίτημα.

Τα έργα αυτά είναι το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» και η «Τρικυμία».

Δύο από τις ιστορίες του Sandmanκαταπιάνονται με τα συγκεκριμένα αυτά έργα – και με τον δημιουργό τους. Περιττό να πούμε πως ανήκουν στις ομορφότερες στιγμές της σειράς, ενώ μάλιστα η πρώτη (τιτλοφορούμενη, επίσης, “AMidsummersNightDream”) απέσπασε το λογοτεχνικό WorldFantasyAward. Ήταν η πρώτη και μοναδική (ως σήμερα) φορά που ένα κόμικ απέσπασε το συγκεκριμένο βραβείο.

Στην ιστορία ο Σαίξπηρ και ο θίασός του καλούνται να παίξουν το έργο τους στο ύπαιθρο, μπροστά από ένα κοινό που απαρτίζεται από τα ίδια εκείνα φανταστικά πλάσματα που περιγράφονται στο έργο! Είναι λοιπόν εκεί ο βασιλιάς των ξωτικών, Όμπερον και η γυναίκα του, Τιτάνια, παρέα με άφθονα πλάσματα της εξωτικής τους χώρας, παρακολουθώντας το έργο στο οποίο… πρωταγωνιστούν. Πρόκειται για μια ευφυής σύλληψη «θεάτρου μέσα στο θέατρο», ή πραγματικότητας που μπλέκει με τη φαντασία, τέτοια που χαρακτηρίζει εξάλλου το ίδιο το έργο του Σαίξπηρ – και το οποίο τιμά και με το παραπάνω ο NeilGaiman.






21 # Ξεχειλίζει με υπέροχες, μικρές, αυτοτελείς ιστορίες



Μία από τις αφηγηματικές δυνάμεις του Gaimanεστιάζεται στη σύνθεση μικροσκοπικών, λαχταριστών ιστοριών, οι οποίες φτάνουν να καταλαμβάνουν το 1/3 περίπου (και περισσότερο) της συνολικής έκτασης του “Sandman”. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ορισμένες από τις μικρές αυτές ιστορίες (οι οποίες διαβάζονται και ξεχωριστά από τον βασικό κορμό του έργου) συνιστούν κομψοτεχνήματα, πετράδια που περικλείουν μέσα τους φως, η λάμψη των οποίων ενίοτε επισκιάζει τα μεγαλύτερης έκτασης περάσματα του έργου.

Είναι στις μικρές αυτές ιστορίες που η μυθοπλασία του έργου απλώνει τα κλαδιά της και ξεχύνεται προς ποικίλες κατευθύνσεις – πέρα από χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς. Φανταστείτε μια σειρά μικροσκοπικών διηγημάτων που περιλαμβάνονται σε ένα μεγαλύτερης έκτασης μυθιστόρημα. Το δεύτερο διαβάζεται ενδεχομένως και χωρίς τα πρώτα. Μα τα πρώτα είναι το αλατοπίπερο στο φαγητό του, το γλυκό μετά το κυρίως γεύμα.

Δεν είναι τυχαίο που ο Gaimanεπέστρεφε συνέχεια στις μικρές αυτές αφηγήσεις, διακόπτοντας τον βασικό ειρμό της ιστορίας του – παρέχοντας ακόμα περισσότερες οπτικές στο βάθος του κόσμου του και ακόμα περισσότερες ευκαιρίες να χαθούμε στην απολαυστική του δίνη.





22 # Περιλαμβάνει το “Ramadan



Μεταξύ των άφθονων μικρότερων ιστοριών ξεχωρίζει το “Ramadan” – ή αλλιώς, όλο το πνεύμα από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες» δοσμένο σε 50 εικονογραφημένες σελίδες. Πρόκειται για μία από τις μαγικότερες στιγμές της σειράς, ξέχειλη με άρωμα κάποιου εξωτικού, παραμυθένιου λύχνου. Είναι παράλληλα μία από τις δυνατότερες, στην κατάληξή τους, ιστορίες, με σαφές κοινωνικό μήνυμα.

Το θέμα της ιστορίας είναι απλό: στη μαγική Βαγδάτη του Μεσαίωνα ο χαλίφης Χαρούν Αλ Ρασίντ αποζητά τον άρχοντα των Ονείρων, προκειμένου να κλείσει μαζί του μία συμφωνία. Δεν θα αποκαλύψω ασφαλώς ποια είναι η κατάληξη – περιορίζομαι μόνο να πω πως η διαδρομή είναι μαγευτική και το φινάλε συγκλονιστικό.







23 # Ποτέ ξανά δεν θα αντιμετωπίσετε τις γάτες σας με τον ίδιο τρόπο



Μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες ιστορίες της σειράς είναι το τεύχος 18, που τιτλοφορείται “ADreamofaThousandCats”. Εδώ πρωταγωνιστές δεν είναι οι άνθρωποι, μα τα ζώα – και η ιστορία παρουσιάζεται από την οπτική γωνία μίας μικρής γάτας. Μίας ψιψίνας που ακούει να μιλούν για τον Βασιλιά των Ονείρων – το Μορφέα, μόνο που το όνομα του δεν είναι το ίδιο για τις Γάτες και η μορφή του είναι εκείνη ενός επιβλητικού Μαύρου Γάτου.

Και στην ιστορία αυτή μαθαίνουμε πως ήταν ο κόσμος τον καιρό που οι Γάτες δεν ήταν υποτελείς στους ανθρώπους – μα κυρίαρχες. Και τι συνέβη ξαφνικά και άλλαξαν τα πάντα.

Να είστε βέβαιοι πως θα δείτε με διαφορετικό τρόπο το γατάκι σας μετά, ενώ το παρατηρείτε να κοιμάται και να ονειρεύεται στον ύπνο του!







24 # Όταν θέλει γίνεται μια ανατριχιαστική ιστορία τρόμου – ρωτήστε τον StephenKingκαι τον CliveBarker



Ίσως φανεί παράδοξο μετά από όσα είπαμε ως τώρα, μα το “Sandman” ξεκίνησε αρχικά ως ένα σκοτεινό κόμικ φαντασίας και τρόμου. Στην πορεία άπλωσε πέρα τα κλαδιά του και άλλαξαν οι τόνοι – μα εδώ κι εκεί επέστρεφαν τα τρομακτικά στοιχεία, υπενθυμίζοντας τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της διοπτροφόρας μάγισσας Λαρίσας και των ανατριχιαστικών τεχνικών μαύρης μαγείας της. Ή οι φοβερές μορφές των Ευμενίδων, τη στιγμή που αποζητούν εκδίκηση. Ή η απεικόνιση της σφαγής του Ορφέα. Ή η παρουσία του “Corinthian”, ενός εφιάλτη με στόματα στη θέση των ματιών.

Ωστόσο η πλέον τρομακτική στιγμή του έργου παρουσιάζεται νωρίς. Μόλις στο τεύχος 6, με τον ανησυχητικό τίτλο “24 Hours”. Ήταν πριν ακόμα εξαπλωθεί η σειρά στους χώρους της Ιστορίας και της Μυθοπλασίας. Τον καιρό που η επιρροή του AlanMooreκαι του “SwampThing” ήταν ακόμα καταλυτική. Ε λοιπόν, στο “24 Hours” ο Gaimanπαραχώρησε μία από τις πλέον τρομακτικές στιγμές στην ιστορία όχι μόνο των κόμικς, μα και της γενικότερης λογοτεχνίας τρόμου. Χρειάζεται να διαβάσει κάποιος αυτήν τη μικρή ιστορία για να καταλάβει για τι πράγμα μιλάμε. Μια ιστορία που εξιστορεί με εφιαλτικό τρόπο την ανάδειξη του κτήνους μέσα από τον άνθρωπο και την εκμετάλλευσή του από την ακόρεστη εξουσία. Εκεί που η βία και η τρέλα βαδίζουν χέρι χέρι, αποκαλύπτοντας πως δεν υπάρχουν όρια στον ανορθολογισμό – μέχρι το αιματηρό φινάλε.

Η συγκεκριμένη ιστορία παραμένει η σκοτεινότερη του Sandman. Μα και επιβλητική, μέσα στην τρομακτική της ομορφιά. Τότε ήταν που το Sandmanτράβηξε την προσοχή συγγραφέων όπως ο CliveBarkerκαι ο StephenKing– για να μετατραπούν σε φανατικούς του αναγνώστες στην πορεία.







25 # Περιλαμβάνει σκηνές όπως η ακόλουθη (κάνετε κλικ στην εικόνα για να την μεγενθύνετε)







26 # Ή όπως η ακόλουθη








27 # Ή όπως η ακόλουθη








28 # Ή όπως η ακόλουθη








29 # Επηρέασε όλα τα κόμικς που έμελλε να ακολουθήσουν



Η παρουσία του “Sandman” είναι κομβική για την πορεία των κόμικς. Αν ο Άλαν Μουρ έκανε την αρχή, ο Γκέιμαν ώθησε τα πράγματα πέρα από τα καθιερωμένα όρια. Έχοντας αποκαλύψει πλέον έναν εναλλακτικό τρόπο να γράφονται και να παρουσιάζονται τα κόμικς, δεν μπορούσε παρά να παραχωρήσει τη σκυτάλη σε πλήθος άλλων δημιουργών, που θα αντλούσαν έμπνευση απ’ το έργο του. Ουσιαστικά όλη η υποκατηγορία των «ενήλικων» κόμικς της Vertigoχρωστάει την ύπαρξή της στο “Sandman”.

Transmetropolitan, 100 Bullets, Fables, Preacherκαι πολλές άλλες δημοφιλείς και αναγνωρισμένες σειρές της Vertigoδεν θα είχαν υπάρξει χωρίς το Μορφέα.







30 # Συμμετέχει πλήθος σπουδαίων εικονογράφων



Αναφερθήκαμε ως τώρα στο περιεχόμενο και στα νοήματα του έργου, ενώ εστιάσαμε και στον ιδιαίτερο γραφικό σχεδιασμό του DaveMcKean. Μα τα κόμικς ήταν κατά το ήμισυ εικόνες – εικόνες σε τετράγωνα καρέ, με πλαίσια διαλόγου από πάνω. Εικόνες και λόγος – αυτό συνιστά την ιδιαίτερη ουσία τους. Οι εικονογράφοι του “Sandman” λοιπόν είναι εξίσου καθοριστικοί για την επιτυχία της σειράς. Γιατί είναι εκείνοι που έδωσαν τη μορφή του στο Μορφέα. Εκείνοι που σχεδίασαν το γοητευτικό χαμόγελο της Death. Εκείνοι που χρωμάτισαν τον κόσμο των Ονείρων – και μουτζούρωσαν τους Εφιάλτες του. Εκείνοι που απεικόνισαν σε σχέδιο και σε χρώμα τη φαντασία του NeilGaiman, χρωματίζοντας ταυτόχρονα τη δική μας.

Ήταν πολλοί οι εικονογράφοι της σειράς. Άλλων το σχέδιο φάνταζε περισσότερο απλό, άλλων περισσότερο σύνθετο. Ορισμένοι σχεδίαζαν περισσότερο με τη λογική, άλλοι με το συναίσθημα. Κάποιων το στυλ ήταν πιο αφαιρετικό, άλλων πιο πολύπλοκο. Μεταξύ άλλων προσωπικά ξεχωρίζω τους:

MikeDringenberg: Ξεκίνησε μετά τα πρώτα τεύχη της σειράς και συνέχισε για το διάστημα των πρώτων 2 χρόνων περίπου. Αρκετά αφαιρετικός μα τολμηρός στις ιδέες του, επιχειρώντας πλήθος εικονογραφικών τεχνικών. Ήταν εκείνος που προσέδωσε στο Μορφέα και στη Θάνατο το «κλασικό» τους look– εκείνο που παραμένει το πιο δημοφιλές ως σήμερα.






CharlesVess: Σχεδίασε τις σαιξπηρικές ιστορίες του “Sandman”. Στυλ γεμάτο φινέτσα και λεπτότητα, απόλυτα ταιριαστό στο ύφος των ιστοριών του.

KelleyJones: Δυνατή γραμμή, «αρρενωπό» ύφος. Σχεδίασε το μεγαλύτερο μέρος από τη σειρά ιστορίων “ASeasonofMists”, παρουσιάζοντας ανάγλυφες εικόνες της Κόλασης και των Θεών.

BryanTalbot: Λεπτομέρεια, καθαρότητα, διαύγεια, υπεύθυνος για αρκετές από τις μικρότερες ιστορίες, όπως για παράδειγμα το «Τραγούδι του Ορφέα». Το σχεδιαστικό του στυλ φέρει μια κλασική αίσθηση, ταιριαστή με το ατμοσφαιρικό και ιστορικό πλαίσιο πολλών από τις ιστορίες του.

ShawnMcManus: Καθαρό και παραμυθένιο στυλ ταυτόχρονα – ό,τι πιο ταιριαστό για την πλέον «παραμυθένια» στιγμή της σειράς: Το “GameofΥou”, το οποίο εξιστορεί τις περιπλανήσεις της Μπάρμπι στον κόσμο των ονείρων.

JillThompson: Η γυναίκα σχεδιάστρια που είναι εξ’ ολοκλήρου υπεύθυνη για το πολύ ιδιαίτερο και ευαίσθητο σχεδιαστικό ύφος του “BriefLives” – μίας από τις ωραιότερες στιγμές της σειράς.

MarcHempel: Ύφος απόλυτα προσωπικό, εξπρεσιονιστικό και αισθαντικό, εφιαλτικό και ονειρικό ταυτόχρονα – σχεδίασε τον μεγάλο τελικό κύκλο της σειράς, με τίτλο “TheKindlyOnes”.

MichaelZulli: Τα μολύβια του στον Επίλογο του έργου, που τιτλοφορείται “TheWake” είναι εκθαμβωτικά, πραγματικά.

MiloManara: Μεταξύ των άφθονων σχεδιαστών που καταπιάστηκαν με τις ιστορίες του Μορφέα, με το πέρας του βασικού του κύκλου, ήταν και ο πασίγνωστος Μίλο Μανάρα, σε μια ιστορία με πρωταγωνίστρια την Desire. Νομίζω τα πολλά λόγια είναι περιττά.

J.H. WilliamsIII: Προς μεγάλη ικανοποίηση όλων μας, ο NeilGaimanεπανήλθε πριν λίγα χρόνια στον κόσμο του Sandman. Σχεδιαστής της τελευταίας σειράς (που ονομάζεται “Overture”) είναι ο J.H. WilliamsIII, τον οποίο θαυμάσαμε στο “Promethea” του AlanMoore. Πρέπει να δείτε το έργο του για να κατανοήσετε πόσο ιδιαίτερο και ονειρικό είναι, απλά.







31 # Τέλος, πρόκειται για ένα έργο με θέμα του τα όνειρα



Από τα οποία κάποτε ξυπνάς και κάποτε όχι. Κάποτε τινάζεις από πάνω σου τη σκόνη του ύπνου και κάποτε τινάζεις από πάνω σου τη σκόνη του ξύπνιου. Πότε τελειώνει το όνειρο λοιπόν και πότε αρχίζει η πραγματικότητα; Και γιατί είστε τόσο βέβαιοι πως μπορείτε με σιγουριά να ορίσετε τη διαχωριστική γραμμή τους;








Επίμετρο – Η Σειρά Ανάγνωσης



Αντί επιλόγου, ας παραθέσω τη σειρά ανάγνωσης, για όποιον επιθυμεί να ξεκινήσει, μα δεν γνωρίζει από πού ν’ αρχίσει πρώτα. Και να συμπληρώσω πως η σειρά διαβάζεται ασφαλώς στα αγγλικά – μια φορά κι έναν καιρό είχε κυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση, υπό τον τίτλο «Μορφέας», μα αμφιβάλλω αν μπορεί να βρει κανείς έστω και ένα τεύχος σήμερα. Στην αγγλική του έκδοση λοιπόν, τα τεύχη του Sandmanκυκλοφορούν σε συλλογές βιβλίων, υπό τους ακόλουθους τίτλους:

1 # Preludes& Nocturnes: Εδώ ξεκινούν όλα. Το ξεκίνημα της σειράς δεν προμηνύει το μεγαλείο της συνέχειας – είναι ενδιαφέρον, μα έχει και αρκετές ατέλειες. Μην σας αποθαρρύνουν λοιπόν τα πρώτα δύο τεύχη – η ιστορία γίνεται όλο και καλύτερη. Στα πρώτα τεύχη υπερισχύει το στοιχείο του τρόμου, ενώ διακρίνουμε και τις (όχι πάντα πετυχημένες) απόπειρες του Gaimanνα εντάξει στο σύμπαν του γνωστούς ήρωες της DC(ως και τον… Μπάτμαν!). Μεταξύ άλλων ξεχωρίζουν η επαφή του Μορφέα με τον JohnConstantineσε μια άκρως ατμοσφαιρική, αστική ιστορία τρόμου, η κάθοδος του Μορφέα στην Κόλαση και η πρώτη εμφάνιση του Λούσιφερ, το θρυλικό “24 Hours” – ή αλλιώς, μία από τις πιο τρομακτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ, μα και το τεύχος 8, που σηματοδοτεί την πρώτη εμφάνιση της Death– και η συνέχεια για το “Sandman” δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια.

2 # TheDollsHouse: Τότε ήταν που η σειρά άρχισε να μετατρέπεται σε μαζικό φαινόμενο – και ο Gaimanνα βρίσκει την αληθινή αφηγηματική φωνή του. Παρουσιάζεται η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, της RoseWalker, και η συσχέτισή της με τον κόσμο των ονείρων, δια μέσω ορισμένων παράξενων γειτόνων και συγγενών της – ζώντας όλοι σε ένα «Κουκλόσπιτο», όπως αποκαλείται μεταφορικά η κοινή τους κατοικία. Μα το ίδιο όνομα παραπέμπει και στην κατοικία της Desire– την οποία βλέπουμε εδώ για πρώτη φορά. Μεταξύ άλλων ξεχωρίζουν η απόλυτα διεστραμμένη ιστορία “TheCollectors”, καθώς και το διαμάντι που ακούει στο όνομα “MenofGoodFortune” – η πρώτη ιστορική αναδρομή της σειράς και η πρώτη εμφάνιση του «αιώνιου θνητού», HobGadling.

3 # DreamCountry: Η πρώτη συλλογή μικρών ιστοριών, από εκείνες που έμελλε να αγαπήσουμε πολύ. Εμπεριέχονταιτα“Dream of a Thousand Cats” καιτοβραβευμένο“Midsummer Night’s Dream”. Έχοντας εισάγει στο μύθο του από γάτες ως τον Σαίξπηρ, δεν υπήρχε πλέον όριο για το “Sandman” – η συνέχεια δεν μπορούσε παρά να είναι ακόμα καλύτερη.






4 # ASeasonofMists: Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν τη συγκεκριμένη σειρά ιστοριών ως την κορυφαία όλων. Το ξεκίνημα από μόνο του σε προμηνύει για κάτι πραγματικά δυνατό: για πρώτη φορά παρουσιάζεται όλη η οικογένεια των Endless– πλην του χαμένου αδερφού τους. Η συνέχεια είναι ακόμα πιο συναρπαστική. Ο Μορφέας κατέρχεται στην Κόλαση για να αντιμετωπίσει τον Λούσιφερ και να σώσει τη γυναίκα που κάποτε αγάπησε – καταλήγοντας με το Κλειδί της Κόλασης στα χέρια του. Υποψήφιοι για την κατοχή του Κλειδιού εμφανίζονται θεοί από άφθονες μυθολογίες του κόσμου, όπως ο Οντίν των Σκανδιναβών, ο Ανούμπις των Αιγυπτίων – ως και άγγελοι απεσταλμένοι του Άνω Κόσμου.

5 # AGameofYou: Θεαματική θεματική στροφή του Gaiman– από το αρρενωπό ύφος του “SeasonofMists” στο θηλυκό ύφος του “AGameofYou”. Μια σειρά ιστοριών που εξιστορεί τα όνειρα υπό τις οπτικές διαφόρων γυναικών, θίγοντας παράλληλα ζητήματα ταυτότητας σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Τον καιρό εκείνο η συγκεκριμένη σειρά ξένισε μια μερίδα αναγνωστών, ωστόσο άλλοι ανακάλυψαν ακόμα μεγαλύτερα βάθη στο – αχανές – σύμπαν του Μορφέα. Ο Gaimanγια άλλη μια φορά αποκαλύπτει το αφηγηματικό του εύρος.

6 # Fables& Reflections: Επιστροφή στις μικρές ιστορίες, με τον προσωπικά αγαπημένο μου κύκλο. Αφηγήσεις που μεταπηδούν ανάμεσα στους αιώνες και τους πολιτισμούς, από τις ΗΠΑ του 19ουαιώνα στην αρχαία αυτοκρατορική Ρώμη, από τη Γαλλία του 1794 στην ανατολική Ευρώπη των μύθων, και από τη μυθική αρχαία Ελλάδα στη Βαγδάτη του “Ramadan”. Κάθε ιστορία και ένα μικρό διαμάντι.

7 # BriefLives: Από τα μεγάλα storyarcs, αυτό (παρέα ίσως με το “SeasonofMists”) είναι το αγαπημένο μου. Η μικρή Deliriumαναδεικνύεται σε μία από τις πιο αξιοθαύμαστες επινοήσεις του συγγραφέα και το ταξίδι της με το Μορφέα, σε αναζήτηση του αδερφού τους, Destruction, είναι απολαυστικό. Ο ίδιος ο Destructionφανερώνεται ως ένας από τους πλέον φιλοσοφημένους χαρακτήρες της σειράς και οι κουβέντες που ανταλλάσσει με το Μορφέα προσφέρονται για άφθονη περίσκεψη. Το φινάλε μας φέρνει εγγύτερα στο πνεύμα της αρχαίας Τραγωδίας από κάθε άλλο. Συνολικά, πρόκειται για το πιο «οικογενειακό», εσωστρεφές και ταυτόχρονα περισσότερο φιλοσοφημένο από τα storyarcsτου έργου.






8 # WorldsEnd: Η ηρεμία πριν την καταιγίδα – κυριολεκτικά, αυτό συνιστά η συγκεκριμένη συλλογή ιστοριών. Πριν το μεγάλο φινάλε, μια παρέα ανθρώπων μαζεύονται σ’ ένα Χάνι, κάπου στο Τέλος του Κόσμου και αφηγούνται ιστορίες ο ένας στον άλλον, ώσπου να κοπάσει η μπόρα και να μπορούν να φύγουν. Από τις πλέον ατμοσφαιρικές στιγμές της σειράς και πλέον ταξιδιάρικες παράλληλα, το “WorldsEnd” προετοιμάζει ιδανικά το κλίμα για το μεγάλο τέλος.

9 # TheKindlyOnes: Ιδού το μεγάλο φινάλε της σειράς! Το μεγαλύτερο σε έκταση από όλα τα storyarcsτου έργου, επαναφέροντας ένα πολύ μεγάλο πλήθος από το καστ της σειράς, το “KindlyOnes” σε καθηλώνει με την ασταμάτητη πλοκή του – και την αίσθηση σταδιακής κορύφωσης. Εδώ όλα τα νήματα του έργου καταλήγουν σ’ ένα τέλος – και το νήμα πλέον κόβεται! Η εξπρεσιονιστική εικονογράφηση του MarcHempelκαθιστά ακόμα πιο βιωματική την εμπειρία ανάγνωσης.

10 # TheWake: Και όταν πια τελειώσει… ξυπνάς. Ιδού ο υπέροχος επίλογος.

11 # EndlessNights: Η συγκεκριμένη σειρά ιστοριών γράφτηκε μετά το τέλος της σειράς και δεν είναι απαραίτητη για την ανάγνωση του κυρίως κορμού – αυτός είναι τα τεύχη 1 ως 10. Ωστόσο ποιος δεν θα ήθελε να επιστρέψει στον κόσμο των Αενάων. Ιδού λοιπόν, μία ιστορία για κάθε μέλος της Οικογένειας του Μορφέα, σχεδιασμένη και από έναν διαφορετικό δημιουργό.

12 # Death: Η αδερφή του Μορφέα έγινε τόσο δημοφιλής, που σύντομα έμελλε να αποκτήσει τη δική της, ξεχωριστή σειρά ιστοριών: Ανάμεσά τους οι ιστορίες “TheHighCostofLiving” και “TheTimeofYourLife”. Περιττό να πούμε πως η ανάγνωση κρίνεται απαραίτητη.

13 # TheDreamHunters: Μια διαφορετική παρουσίαση του κόσμου του Μορφέα, δοσμένη σε μορφή κειμένων συνοδευόμενων από την πολύ ιδιαίτερη εικονογράφηση του Yoshitaka Amano. Μία ακόμα αξιομνημόνευτη στιγμή στις – πολλές ομολογουμένως – της σειράς.

14 # Overture: Πρόκειται για το νεότερο σκέλος της σειράς, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί πρελούδιο των γεγονότων που οδήγησαν στο πρώτο τεύχος – σχεδόν 30 χρόνια πριν. Όντας η νεότερη συγγραφική απόπειρα του NeilGaimanκαι η επιστροφή του στον κόσμο του Μορφέα (τον κόσμο που τον καταξίωσε) μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορούμε παρά να είμαστε συγκινημένοι. Ασφαλώς η σχεδιαστική παρουσία του J.H.WilliamsIIIκαθιστά το εγχείρημα ακόμα πιο ενδιαφέρον. Long live the Sandman!



Art by Jill Thompson

Μπλε και Άλλα Φεγγάρια

$
0
0




"Κόντρα στις αντιλήψεις ορισμένων στενόμυαλων ατόμων, οι οποίοι θα εγκλώβιζαν την ανθρώπινη ράτσα στη γη αν είχαν τη δυνατότητα, σαν κάποιος μαγικός κύκλος που δεν πρέπει ποτέ να βγεις απ'την περίμετρό του, κάποια μέρα θα μπορούμε να ταξιδεύουμε στη σελήνη, τους πλανήτες και τ'αστέρια, με την ίδια ευκολία, ταχύτητα και σιγουριά με την οποία ταξιδεύουμε σήμερα από το Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη!"

Ιούλιος Βερν


***


"Ταξιδεύουμε ως το φεγγάρι, που δεν είναι πολύ μακριά. Ο άνθρωπος έχει να διανύσει πολύ μεγαλύτερη απόσταση ταξιδεύοντας μέσα στον εαυτό του".

Ανάις Νιν


***




***


"Καθένας είναι ένα φεγγάρι και έχει μια σκοτεινή πλευρά, την οποία ποτέ δεν φανερώνει".

Μαρκ Τουέην



***


"Μα την αλήθεια, πόσο έχω κλάψει! Οι Αυγές είναι σπαραξικάρδιες. Κάθε φεγγάρι είναι φριχτό και κάθε ήλιος πικρός"

Αρθούρος Ρεμπώ


***



"Ένα νεκροταφείο είμαι, μη ευλογημένο απ'τη σελήνη"

Σαρλ Μπωντλαίρ



***




***


"Υπόσχομαι να είμαι έξοχος σύζυγος, δώσε μου όμως μια γυναίκα η οποία, σαν τη σελήνη, δεν θα εμφανίζεται κάθε μέρα στον ουρανό μου".

Άντον Τσέχωφ

***


"Το σεληνόφως αναδεικνύει πάντα τα φωτεινότερα αστέρια".

Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν

***



"Το φεγγάρι είναι η μαργαριταρένια άμαξά της"

Όσκαρ Ουάιλντ


***



"Στο χωριό μας λένε πως ο Θεός θρυμματίζει το παλιό φεγγάρι σε άστρα"

Αλεξάντρ Σολζενίτσιν


***


"Όχι, μην ορκίζεσαι στη Σελήνη, στην άστατη Σελήνη, που αλλάζει σχήμα κάθε μέρα, και ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος"

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, δια στόματος Ιουλιέτας, ενώ απευθύνεται στο Ρωμαίο.


***


***


"Το φεγγάρι παρατηρούσε από κοντά τη γη περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε. Πρέπει να είχε αντικρίσει όλα τα φαινόμενα - όλα τα συμβάντα - πάνω στην επιφάνειά της. Μα το φεγγάρι παρέμενε σιωπηλό. Δεν έλεγε ιστορίες. Το μόνο που έκανε ήταν να αγκαλιάζει το βαρύ παρελθόν με μια ψυχρή αδιαφορία. Στην επιφάνειά του δεν υπήρχε άνεμος ή αέρας. Το κενό του ήταν ιδανικό για να διατηρούνται οι μνήμες άθιχτες. Κανείς δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει την καρδιά του φεγγαριού. 

Η Αοράμι ύψωσε το ποτήρι της προς το φεγάρι και ρώτησε: "Έχεις κοιμηθεί στο κρεβάτι με κάποιον στην αγκαλιά σου πρόσφατα;"

Το φεγγάρι δεν απάντησε.

"Έχεις καθόλου φίλους;"

Το φεγγάρι δεν απάντησε.

"Δεν κουράζεσαι συνέχεια να το παίζεις κουλ;"

Το φεγγάρι δεν απάντησε."

Χαρούκι Μουρακάμι



***


"I'll see you on the dark side of the moon"


Pink Floyd




Καλή Αντάμωση!

$
0
0



"Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ'απ'τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές. Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού. Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γόνιμα ερεθιστικές. Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού. Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξει· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώσει από το γενετήσιο εφιάλτη.

Είναι το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν τους ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώσει απ'τις δυναμικές ατονίες τους. Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να 'ρθεί. Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά. Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνει τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύσει βάλσαμο στις ανησυχίες.

Είναι το καλοκαίρι..."

Μ.Καραγάτση, "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1953)




 ***


Είναι το καλοκαίρι. Έστω, το μικρό αυτό καλοκαίρι που απέμεινε. Θα του προσδώσουμε ένα μέρος από τον Σεπτέμβρη και θα γίνει μεγαλύτερο.

Καιρός για λίγη ξεκούραση λοιπόν. Για αναζήτηση σκιάς υπό τον ήλιο. Και μαζί με τη σκιά ίσως εντοπίσουμε καμια άγνωστη νήσο για εξερεύνηση, ποιος ξέρει. Αληθινή ή καταχωνιασμένη κάπου στη φαντασία μας – μερικές φορές είναι το ίδιο πράγμα. Θα τα πούμε πάλι το φθινόπωρο, με πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, μεταξύ των οποίων μια σειρά από πλούσια αφιερώματα πάνω στην ιστορία της ζωγραφικής, της μουσικής και του κινηματογράφου – αφιερώματα για τα οποία είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος!


Μα προς το παρόν σας αποχαιρετώ με 100 συμβουλές, προκειμένου να περάσετε ένα όμορφο υπόλοιπο καλοκαίρι και να σας μπει σωστά το φθινόπωρο.

1)Κλείνετε οριστικά την τηλεόραση, σε περίπτωση που την είχατε ανοίξει τους περασμένους δύο μήνες. Ακόμα καλύτερα, την πουλάτε σε κανένα παλιατζίδικο, ή την χαρίζετε σε κάποιον γνωστό που την έχει ανάγκη (κρίμα ο άνθρωπος να έχει τέτοιες ανάγκες, μα εσάς δεν σας πέφτει λόγος).

Φροντίζετε επίσης να κρατήσετε κάποιες αποστάσεις από την συνεχή επικαιρότητα, μέσω εφημερίδων και ειδησεογραφικών site. Τι είναι οι ειδήσεις, αγώνας δρόμου να πρέπει συνέχεια να προλάβετε μη τυχόν δε βγείτε πρώτοι; Αφήστε τον κόσμο τους να τρέχει. Δεν χρειάζεται όλη την ώρα να τρέχετε μαζί του. Εκεί θα βρίσκεται και μετά - δε χάνεται.


2)Φέρνετε κατά νου κάτι που είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ:

"Το μυστικό της τέχνης της ζωής βρίσκεται στον ήλιο, στη θάλασσα και σε μια νεανική καρδιά".


3 ως 100)Τα υπόλοιπα 98 βήματα έρχονται μόνα τους, αν ακολουθήσετε τα πρώτα δύο.


Καλή αντάμωση!


Βάλτε να Πιούμε... όπως παλιά

$
0
0




Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.

Βάλτε να πιούμε...







Βάλτε να πιούμε. Κι ενώ τα Διάφανα Κρίνα μας θύμισαν στιγμές απ’ τα παλιά, μεθώντας τον κόσμο με ποίηση και νότες. Κι ενώ άναβαν φωτιές. Κι ενώ φαινόταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κι ενώ ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους της συναυλίας, μας υπενθύμισε, η φωνή του μια καταγγελία, πως τα μέλη του συγκροτήματος εργάζονταν για τρία ευρώ σε αμπέλια και delivery… εργάζονταν για να μπορούμε να έχουμε αυτή τη μουσική. Κι ενώ ο Θάνος Ανεστόπουλος μίλησε για τη «χώρα που μας διώχνει μακριά, μας κλωτσάει σαν τα σκυλιά και τους πρόσφυγές της»…

Βάλτε να πιούμε. Και ήπιαμε. Και μεθύσαμε στην υγεία του επανασυνδεδεμένου συγκροτήματος. Και ήταν εκεί ο Γιάννης Αγγελάκας, ήταν οι LastDrive. Και πλήθος κόσμου, παλαιότεροι – τους έβλεπες να ξέρουν απέξω κάθε στίχο – και νεότεροι. Κορίτσια που λικνίζονταν, τυπάδες που χτυπιόνταν. Συγκινημένοι. Με τον τρόπο τους, όλοι τους ευχαριστούσαν.

Και αφού τραγούδησε το «Βάλτε να Πιούμε», θυμάμαι πως ο Θάνος είπε στο μικρόφωνο, τρεις φορές: «Ζωή. Ζωή. ΖΩΗ».

Και η γιορτή δεν σταματά ποτέ.



Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε...



ΥΓ – Τον Οκτώβρη με το καλό επιστροφή στα εδώ λημέρια με πολλά όμορφα πράγματα. Όχι ακόμα όμως. Ακόμα πίνουμε στην υγεία του καλοκαιριού που δεν τελειώνει.




Η Μόνη Σταθερά σου

$
0
0




Έχω κάτι να σου πω και αν θες μπορείς ν’ ακούσεις. Αν αυτός ο νυχτερινός ψίθυρος των λόγων μου μπορεί να ακουστεί. Δεν θα σου πουλήσω συμβουλές, τις οποίες ούτως ή άλλως ίσως να μην τηρώ ο ίδιος. Δεν αμφισβητώ καθόλου πως η διέξοδος του ενός είναι το αδιέξοδο του άλλου· πως ο παράδεισος δεν είναι κοινός τόπος για όλους· κάποιοι μπορεί να τη βρίσκουν περισσότερο στην κόλαση – μόνο που δεν την ονομάζουν έτσι. Ό,τι παρέχει λύσεις σε έναν, δημιουργεί προβλήματα στον άλλον. Αυτό το γνωρίζω καλά.

Μα μέσα στον συρφετό της σχετικότητας, σε αυτό το έδαφος που σείεται κάτω απ’ τα πόδια σου, στο κέντρο όλης αυτής της διαρκούς αβεβαιότητας, στο πάντα αμφίβολο τώρα που το διαδέχεται το πάντα άγνωστο αύριο… ε, κάποια πράγματα νομίζω πως είναι σταθερά. Σαν το κλαδί που γέρνει στον άνεμο – είναι εκεί, φυτρώνει στο έδαφος, αποζητά πάντα τον ήλιο. Ακόμα και αν το έδαφος τρίζει μόνιμα κάτω απ’ τα πόδια του, ακόμα και αν τα κλαδιά του ξεγυμνώνονται. Νομίζω πως μπορείς να εντοπίσεις κάποιες σταθερές.

Μια Σταθερά λοιπόν έχω να σου πω. Ίσως σου φανεί χιλιοειπωμένη, πιθανό να σκεφτείς πως δεν λέω τίποτα καινούργιο· μα δεν ξέρεις πως τα πάντα έχουν, ούτως ή άλλως, ειπωθεί; Πως το καινούργιο είναι η ανακάλυψη, εκ νέου, του παλιού; Η δημιουργία του απ’ την αρχή ξανά;

Ιδού λοιπόν αυτό που έχω να σου πω: Γνωρίζω πως ενίοτε κοιτάζεις πίσω σου· πως σκέφτεσαι πράγματα που έγιναν και θα επιθυμούσες να είχαν γίνει αλλιώς. Πως νιώθεις κάποιες φορές το παρελθόν να σε βαραίνει και σκέφτεσαι πόσο όμορφα θα ήταν αν γυρνούσες πάλι πίσω, με τα τωρινά μυαλά σου, και άλλαζες τα πράγματα. Δεν είναι τα νιάτα που φεύγουν – είναι οι επιλογές που έκανες, ή χειρότερα, εκείνα που δεν έκανες.

Ξέρω πως κάποιες φορές τα σκέφτεσαι αυτά – και νιώθεις άσχημα. Και αισθάνεσαι το παρελθόν να σε βαραίνει σαν τη μοίρα. Και ενώ το μέλλον απλώνεται μπροστά σου άγνωστο, δεκάδες πιθανοί δρόμοι που απλώνονται προς δεκάδες διαφορετικές κατευθύνσεις, το παρελθόν είναι πια ένας δρόμος και μόνο – ένας μοναδικός δρόμος που φτάνει ως εδώ που είσαι τώρα.

Σκέψου όμως: Κάποτε ήταν και αυτό παρόν. Κάποτε και αυτός ο μοναδικός δρόμος ήταν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι.

Το παρελθόν δεν αλλάζει. Πάει. Έγινε ό,τι έγινε. Έχεις όμως το παρόν σου – έχεις το Εδώ και Τώρα. Το Εδώ και Τώρα που κυλάει στα χέρια σου σαν τις σταγόνες του νερού που τρέχει. Εμπρός λοιπόν. Πιες – πιες από την πάντα ξέχειλη χούφτα του. Πιες γιατί σκορπάει.

Μην αφήσεις το παρόν σου να μετατραπεί κι αυτό σε παρελθόν για το οποίο, μελλοντικά, θα μετανιώνεις. Κάνε εκείνα ακριβώς που χρειάζεται ώστε να πεις, σε κάποιο πιθανό μέλλοντα χρόνο: «έκανα αυτό που ήθελα· έκανα αυτό που θεώρησα σωστό, με βάση τις δυνατότητες που είχα και τις συνθήκες που βρισκόμουν. Είμαι ικανοποιημένος με τις επιλογές μου. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα. Σημασία έχει πως δεν τις σκόρπισα στον άνεμο».

Ξέρω· ξέρω πως δεν είναι το “ιδανικό παρόν”που ίσως, βαθιά μέσα σου, θα επιθυμούσες. Μα η επιθυμία αυτό ακριβώς είναι: η γέφυρα που μας συνδέει με το Κάτι Παραπάνω. Μια γέφυρα που πάντα θα υπάρχει – μα αυτός δεν είναι λόγος να προσπερνάς το τοπίο γύρω σου. Δες – μπορεί να μην είναι το «Ιδανικό» – μα έχει τα καλά του. Ασφαλώς και θα μπορούσε να είναι καλύτερο… Μα διεκδικώντας το καλύτερο ενός πιθανού μέλλοντος (μα μόνο πιθανού), πρόσεξε, γιατί μπορεί να λησμονήσεις το παρόν. Το Εδώ και Τώρα που σκορπάει. Γιατί αυτό έχεις.

Το Εδώ και Τώρα είναι η μόνη Σταθερά σου.


Αυτό είχα να σου πω.


~

Ένα ρομαντικό πρωτοβρόχι

$
0
0




Ομολογώ περίμενα κάπως πιο ρομαντικό το “φθινοπωρινό πρωτοβρόχι”! Ποτάμια οι δρόμοι, θα τους ζήλεψαν σίγουρα οι εκπρόσωποι του “Ποταμιού” (κρίνοντας από τα χθεσινά τους ποσοστά). Κόσμος απορημένος να γυρνά, κάποιοι δίχως ομπρέλα, όλοι με την ίδια σκέψη: “τι στο διάολο, μέχρι χθες βράδυ σκάγαμε στη ζέστη!”. Περπατούσα έξω και ανάσαινα μ'ευχαρίστηση τη βροχινή ατμόσφαιρα. Τι όμορφη αίσθηση, σκεφτόμουν – μέχρι που ο άνεμος έπαιρνε πέρα την ομπρέλα και λουζόμουν με μια γερή δόση βροχής.

Το λεωφορείο κατέφτασε με αρκετή καθυστέρηση. Αρκετός κόσμος μέσα, νέοι, γέροι, σαν λαθρεπιβάτες στη βάρκα που αμόλησε ο ήλιος στη φουρτούνα. Κάποιες ηλικιωμένες είχαν ανέβει τυλιγμένες με σακούλες “Σκλαβενίτης”. Έτοιμες για το σπιτικό τραπέζι. Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό, όταν το λεωφορείο σταμάτησε καταμεσής του δρόμου – κι ενώ πίσω τα αμάξια κόρναραν. Κάποιος είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του ακριβώς στη μέση, με τα φώτα αναμμένα, και ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Έξω δέσποζε το σουπερμάρκετ – προφανώς ο άγνωστός μας φίλος είχε τη φαεινή ιδέα να “πεταχτεί στα γρήγορα να αγοράσει κάτι” - πέντε λεπτάκια μωρέ. Τι είναι πέντε λεπτάκια για να αγοράσω λίγα μακαρόνια μπροστά στην αιωνιότητα – ας περιμένουν και αυτοί οι ανυπόμονοι οδηγοί – ας απολαύσουν τη βροχή, το σφύριγμα του ανέμου.

Το λεωφορείο είχε σκαλώσει·ο άγνωστος επιβάτης δεν έδινε κανένα σήμα ζωής. Ως συνήθως οι μεσήλικες επιβάτισσες άρχισαν τα αποδοκιμαστικά “τσκ τσκ”. Τότε ακούσαμε κάποιον να λέει “να'τος, έρχεται”! Κοιτάξαμε όλοι στο παράθυρο. Ένας χοντρός τύπος, δίχως ομπρέλα, ερχόταν βιαστικός πλατσουρίζοντας στη βροχή, το βάδισμά του άχαρο, ατσούμπαλο. “Αυτός είναι”, είπαν κάποιοι επιβάτες, βέβαιοι πως η εμφάνισή του ανταποκρινόταν στην ανεύθυνη πράξη να αφήσεις το αμάξι σου καταμεσής του δρόμου. Ένας λεπτοκαμωμένος γέρος με κασκέτο χτύπησε με νόημα το παράθυρο και του έκανε εμφατικά τη χειρονομία της Μαλακίας. Οι επιβάτες σκάσαμε στα γέλια. Τότε ο χοντρός προσπέρασε το επίμαχο όχημα και σκαρφάλωσε σ'ένα φορτηγό που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου. “Λάθος άνθρωπο κατηγορήσαμε!”, είπε μια γυναίκα. “Όχι, όχι, φταίει κι αυτός”, είπε μια άλλη. “Φταίει και ο ένας και ο άλλος – και οι δύο έκλειναν το δρόμο”, επανέλαβε με έμφαση, η φωνή της αυστηρή, Φωνή της Κρίσης, σαν δασκάλα που σε αποπαίρνει γιατί ανακάλυψε το σκονάκι κάτω απ'το τραπέζι.

Το λεωφορείο ακόμα να πάρει μπρος. Οι επιβάτες άρχισαν να αναπτύσσουν τις γνωστές δημόσιες σχέσεις που πάντα ξεφυτρώνουν σε τέτοιες περιστάσεις. “Μα αν είναι δυνατόν”. “Τι πράγματα είναι αυτά”. Κάπου αναφέρθηκε ο Τσίπρας, μπας και άλλαζε κάτι με αυτόν. Ένας κύριος πετάχτηκε τότε “δεν είναι ο Τσίπρας, δεν είναι κανένας απ'αυτούς. Εμείς είμαστε! Εμείς! Αν εμείς δεν μάθουμε αλλιώς, αν δεν αποκτήσουμε τρόπους, τίποτα δεν θ'αλλάξει!”, είπε.

Και γω σιωπηλά συμφώνησα μαζί του. Καλά τα είπες φίλε μου, σκέφτηκα.

Τελικά βγήκε απ'το σουπερμάρκετ ένας γέρος και πλησίασε στο αμάξι. “Να, αυτός είναι”, έκαναν οι επιβάτες, τρώγοντάς τον με τα μάτια τους. “Τελικά γέρος ήταν”. “Ρε τους παλιόγερους”, είπαν κάποιοι – ηλικιωμένοι κι αυτοί. Ο γεράκος με το κασκέτο δεν έχασε την ευκαιρία. Σηκώθηκε όρθιος, χτύπησε το παράθυρο για να τραβήξει την προσοχή του οδηγού και επανέλαβε, με περίσσια θέρμη, τη χειρoνομία της Μαλακίας, συνοδεύοντάς τη με λόγια όπως “και με τα δύο χέρια!”και με μια απολαυστική, γεμάτη Μούντζα. Ο άλλος γέρος έξω του ανταπέδωσε τη μούντζα. “Να!”. “Εσύ να!”. Και εμείς να έχουμε πλαντάξει στο γέλιο, το λεωφορείο να σείεται απ'το γέλιο και τη βροχή.

Μ'αυτά και μ'αυτά ξεκίνησε πάλι· μιας κοπέλας η ομπρέλα σκάλωσε στην πόρτα και μάταια προσπαθούσε μετά να την ισιώσει. Μια άλλη που στεκόταν όρθια δίπλα μου έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω μου. “Αχ, συγγνώμη!”, μου λέει κοκκινίζοντας (κάτι που σπάνια βλέπω σε κοπέλες). Καθόλου άσχημη, σκέφτηκα. Τελικά αυτή η μέρα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. “Σήμερα τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση”, της είπα χαμογελαστός.

Κάποια στιγμή έφτασα στον προορισμό μου. Χρειαζόσουν σχεδία για να διασχίσεις τους δρόμους, ενώ αρκετά από τ'αμάξια, ως συνήθως, έτρεχαν αδιαφορώντας απολύτως για τους πεζούς. Μάταια αποπειράθηκα να περάσω ένα δρόμο στις μύτες των ποδιών μου – σύντομα έμελλε να νιώσω την ευχάριστη αίσθηση των καταβρεγμένων παπουτσιών. Κι όμως, το απολάμβανα, για κάποιο λόγο. “Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας τελικά”, σκεφτόμουν, ενώ βάδιζα ανάλαφρα. Και πάνω που έκανα αυτή την ικανοποιητική σκέψη παραλίγο να φάω μια γλίστρα και να πέσω όλος χάμω.

Ώσπου κάποια στιγμή έφτασα, η γούνα μου βρεγμένη, η σκέψη μου ν'αρμενίζει σαν καράβι σε βροχερή ακτή – και είπα να γράψω αυτό το αυθόρμητο κείμενο.

Μέχρι χθες αναρωτιόμασταν πότε θα λήξει αυτή η ζέστη. Και σήμερα κάποιοι μουτζώνουμε ο ένας τον άλλον στη βροχή, ενώ άλλοι γελάμε. Α – και ενδιάμεσα είχαμε εκλογές. Μια ομορφιά – και δεν μιλώ καθόλου ειρωνικά.


Καλή βδομάδα!



100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος ΙΙΙ

$
0
0




Σε αναζήτηση της Ουτοπίας


Από τα παλιά χρόνια η τέχνη συσχετιζόταν με την Ουτοπία. Αποκαλύπτοντας ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, ξεδιπλωμένο ενίοτε ανάμεσα στα τέσσερα όρια του καμβά, ο ρόλος της τέχνης ήταν συνάμα αισθητικός και απελευθερωτικός. Όσο πλημμύριζε τις αισθήσεις με κάποια ιδέα εκείνης της αρχέγονης Ομορφιάς, άλλο τόσο ενέπνεε σκέψεις που αποζητούσαν την υπέρβαση, τη μέθεξη στις δυνάμεις του υπεραισθητού, τη συμμετοχή σε μια αέναη συλλογική εξέγερση, μια αδιάκοπη έκρηξη των δυνάμεων της φαντασίας. Ο καλλιτέχνης υπήρξε πάντα ένας εξεγερμένος, ένας πρωτοπόρος εξερευνητής της φύσης και των κόσμων πέρα από αυτήν. Και η φαντασία υπήρξε πάντα η κόκκινη σημαία του.

Στα μισά του 19ουαιώνα ο κόσμος όλος έβραζε· σαν καζάνι που μέσα του μαγειρεύονται ανείπωτες και θαυμάσιες συνταγές, η κοινωνία της νέας εποχής ανέδυε σπάνια χρώματα και μυρωδιές, πλημμυρίζοντας τις αισθήσεις με αισθήματα μέθης και ναυτίας. Η μοντέρνα εποχήερχόταν καλπάζοντας σαν πλήθη ατίθασων αλόγων και αλίμονο σε όποιον βρισκόταν ανυποψίαστος στο διάβα τους! Τα πράγματα άλλαζαν – όπως γινόταν πάντα, μα τώρα πλέον η αλλαγή γινόταν περισσότερο αισθητή από ποτέ. Νέες σημασίες αντικαθιστούσαν τις παλιές, νέες ερμηνείες του κόσμου – ενός κόσμου που κανείς, πλέον, δεν αποδεχόταν δίχως κριτική διάθεση. Αρκετά βαδίσαμε στη σκιά των παλαιών αυτοκρατοριών και στην παρήγορη φενάκη της θρησκείας. Ο βιομήχανος αντικατέστησε τον βασιλιά, ο εργάτης το δουλοπάροικο. Οι παλιές σημασίες είχαν πια εξαντληθεί και ο κόσμος βρισκόταν σε μια αδιάκοπη κίνηση. Σκόρπιες μονάδες, άλλοτε συνασπισμένες σε ομάδες, άλλοτε μοναχικές, συνειδητοποιώντας τη μοναδικότητά τους. Την σπαραχτική αυτή μοναδικότητα. Ζούμε πια στην εποχή των ατόμων.

Και τα άτομα αποζητούν τη λύτρωσή τους σε νέα ιδανικά που υψώνονται διαρκώς. Στην καλπάζουσα ανάπτυξη· στη φενάκη της εθνικής επέκτασης· στις ιδέες του σοσιαλισμού· και στη διέξοδο της τέχνης. Της τέχνης που παρουσιάζεται όσο ποτέ άλλοτε ως καταφύγιο απέναντι σ’ έναν κόσμο ακατανόητο, μάταιο και παράλογο. Της τέχνης που για πρώτη φορά στα χρονικά καθιέρωσε το πρότυπο του μοναχικού δημιουργού, του θαλασσοπόρου στην καρδιά της φουρτούνας. Του ανθρώπου που, μόνος πια, δίχως προστάτες και χορηγούς, αναζητά κάποιο νόημα στα πράγματα. Μόνος δημιουργεί, μόνος εξεγείρεται – ελπίζοντας, ίσως, να αγγίξει το απόλυτο, δίχως τη συνδρομή των παλαιών μεθόδων.

Και ποιος ξέρει. Ίσως αρχίσει να δημιουργείται μια νέα ουτοπία μέσα από την τέχνη του.

Πρώτοι οι Ρομαντικοί εξεγέρθηκαν απέναντι στον κόσμο των καιρών τους, αποζητώντας ιδανικά πέρα από τις συμβατικότητες της εποχής τους. Μιλήσαμε για το κίνημα του Ρομαντισμού στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας στην ιστορία της ζωγραφικής, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ:


Τώρα πλέον, έχοντας μεταβεί στα μισά του 19ουαιώνα, νέες μορφές εικαστικής παρέμβασης εμφανίστηκαν για να αντικαταστήσουν τις παλιές. Κοινό σε όλες ήταν το στοιχείο της εξέγερσης– της υπέρβασης της πραγματικότητας, της αναζήτησης νέων μορφών και νοημάτων. Ο καλλιτέχνης ήταν πλέον ένας πρωτοπόρος. Η τέχνη του δεν γινόταν πάντα κατανοητή από τον κόσμο – η απορία ενίοτε συνοδευόταν από την στριμμένη αδερφή της, την αποδοκιμασία. Μα ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε παρά να προχωράει μπροστά, σκάβοντας στον κακοτράχαλο εκείνο δρόμο που ανοιγόταν μες στη λάσπη.

Άλλοτε η εξέγερσή του είχε τη μορφή ενός κοιτάγματος προς τα πίσω. Μιας ενατένισης περασμένων εποχών, η οποία έδωσε διέξοδο στο κίνημα των Προραφαηλιτών.

Άλλοτε η εξέγερσή του κοιτούσε με αποφασιστικό, ξεγυμνωμένο βλέμμα το παρόν – και ήταν εκείνο το παρόν που επιθυμούσε να αποτυπώσει στον καμβά του, δίχως εξιδανικεύσεις και με έντονη την κριτική διάθεση. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα του Ρεαλισμού.


Τέλος, υπήρξε μια ομάδα καλλιτεχνών που επεδίωξαν να δουν την πραγματικότητα με άλλο μάτι. Που θέλησαν να αποτινάξουν όλες τις καθιερωμένες αντιλήψεις και να αρχίσουν από την αρχή ξανά, αναπλάθοντας τον κόσμο με όπλο τους τα χρώματα. Η επανάστασή τους μετέβαλε πλήρως το ρου της ιστορίας της τέχνης. Ήταν το κίνημα των Ιμπρεσιονιστών.



σχέδιο του Rossetti


Οι Προραφαηλίτες



Από κάποιες απόψεις η λεγόμενη «αδερφότητα των Προραφαηλιτών» (Pre-Raphaelites), η οποία αναδείχτηκε καταμεσής της Αγγλίας της βικτωριανής εποχής, υπήρξε το έσχατο παρακλάδι του Ρομαντισμού. Ήταν μια ομάδα ζωγράφων που πραγματικά τους απωθούσε ο κόσμος του παρόντος και αποζητούσαν διέξοδο σ’ ένα μακρινό, εξιδανικευμένο παρελθόν, μακριά από τις συμβάσεις και τους μανιερισμούς της μοντέρνας εποχής· πέρα από τις ανούσιες, κατά τη γνώμη τους, διαλέξεις των ακαδημαϊκών της τέχνης, που όσο κέρδιζαν σε στόμφο, έχαναν σε πάθος και ουσία. Ήταν το παρελθόν εκείνο που τους ενέπνεε. Το αγνό παρελθόν (όπως το φαντάζονταν οι ίδιοι) της εποχής πριν την Αναγέννηση, τον καιρό που ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε με όπλο του το αίσθημα και την πίστη. Ήταν εκείνο το παρελθόν που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν.

Ήταν επίσης βαθιά επηρεασμένοι από συγγραφείς και ποιητές όπως ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Γκαίτε και ο Coleridge. Και το έργο τους, παραδομένο στις διαθέσεις ενός τεχνητού Μεσαίωνα, έμοιαζε με κάποιο παραισθησιογόνο άνθος του Μπωντλαίρ, παραπλανητικό μέσα στην γλυκιά του παρακμή.



74 # John Everett Millais – Οφηλία (Ophelia, 1851-52)






Δες πως επιπλέει ανάμεσα στα νούφαρα η Οφηλία, χλωμή σαν νεκροστολισμένο άνθος. Δες πως εναγκαλίζουν τα βαθιά νερά το ξέψυχο κορμί της. Δες πως ανοίγουν τα λουλούδια στο διάβα της, λες και σκορπίζουν πένθιμους χαιρετισμούς.

Μα τα μάτια της Οφηλίας δεν βλέπουν πια. Και αν το σώμα της, άψυχο, πλέει στο βάθος του ποταμού, η ψυχή της ταξιδεύει στην καρδιά του μύθου.

Εμπνευσμένη από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, η «Οφηλία» του Τζον Έβερετ Μιλέ ανήκει στα κλασικότερα έργα των Προραφαηλιτών. Το μακάβριο θέμα της είναι δοσμένο με μια γλυκιά διάθεση παρακμής. Ο θάνατος απολυτρώνεται αισθητικά και μετατρέπεται σε έργο τέχνης, σκοτεινή τέρψη των ματιών, η καταβύθιση σ’ έναν κόσμο αγνό μέσα στον ζόφο του. Αντίστοιχα με τις απόπειρες των εκφραστών του «παρακμιακού αισθητικού στυλ» (όπως ο Μπωντλαίρ), και επεκτείνοντας στα άκρα την αντίληψη των Ρομαντικών, η αισθητική ταυτίζεται με την ίδια την απόκρυφη πλευρά του φεγγαριού. Ακόμα και στο θάνατο υπάρχει ομορφιά, φαίνεται πως δηλώνει ο εμπνευστής του έργου.

Πηγαίνοντας μερικούς αιώνες πίσω στο χρόνο, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η αληθινή ιστορία που, όπως φαίνεται, ενέπνευσε τον ίδιο τον Σαίξπηρ στη μυθοπλασία της Οφηλίας του. Μπορείτε να την διαβάσετε στο ακόλουθο κείμενο:





75 # DanteGabrielRossetti– Λαίδη Λίλιθ (LadyLilith, 1868)






Βυθισμένη στο πέλαγος του ενός αισθησιακού ναρκισσισμού, η έκφρασή της σκληρή, περιφρονητική και προκλητική συνάμα, θωπεύοντας έναν καθρέφτη και ατενίζοντας το μαγεμένο είδωλό της… αυτή είναι η πρώτη απ’ τις Γυναίκες, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο. Η γυναίκα που δεν πλάστηκε απ’ το πλευρό του Αδάμ, μα στάθηκε ως ίση απέναντί του και το αγέρωχο ύφος της οποίας ήταν υπερβολικά αυθάδες απέναντι στο δημιουργό της. Μια γυναίκα που αρνήθηκε να υποταχτεί. Και έτσι η αρχέγονη αυτή Εύα μεταμορφώθηκε στη Λίλιθ, έναν τρομερό δαίμονα που χάνεται στις απαρχές των σκοτεινότερων παραδόσεων.

Ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι ένιωθε δέος απέναντι στα προ-αναγεννησιακά θρησκευτικά έργα, μα παράλληλα τον γοήτευε βαθιά η σκοτεινή όψη των απόκρυφων μύθων και των ρομαντικών παραδόσεων. Ακροβατώντας σε έναν κόσμο ανάμεσα στην ποίηση και την ζωγραφική, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Προραφαηλίτες ζωγράφους. Η «Λίλιθ» του ξεχωρίζει για το προκλητικό της ύφος, το βαθιά χλωμό της πρόσωπο, τα ξασπρισμένα, σαν σύννεφα, ρούχα της, την έντονη αντίθεσή τους με τα βαθυκόκκινα, φλογερά μαλλιά της. Λες και παντρεύονται ο ουρανός και η φωτιά.

Κι ενώ η αέναη κίνηση της χτένας, το απαλό της περιτύλιγμα, η παλίρροια και η άμπωτη του κύματος των κόκκινων μαλλιών, σε υπνωτίζουν, σε μαγεύουν. Ώσπου χάνεσαι μέσα τους· βυθίζεσαι στον κόσμο της Λίλιθ, στον κόσμο της αρχέγονης Γυναίκας – κάπου ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο.



76 # Arnold Böcklin – ΗΝήσοςτωνΝεκρών (The Isle Of The Dead, 1886)





Κάποιοι ανάμεσά μας ίσως έχουμε σκεφτεί πως θα ήταν αν καταφεύγαμε σε έναν δικό μας κόσμο, καλά περιφραγμένο από τις έγνοιες και τις αβεβαιότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Έναν μικρόσκοσμο που θα κυλούσε με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες, πέρα από τον ίδιο το χρόνο. Ποιος ξέρει – ίσως έμοιαζε με το μυστηριώδες αυτό Νησί που παρατηρούμε στο ξακουστό έργο του Άρνολντ Μπέκλιν. Ένας δεντροφυτεμένος τόπος, ασφαλισμένος από τείχη, χαμένος στα βάθη του ωκεανού. Απάνεμος και ασφαλής σαν το μωρό που κοιμάται, μακάρια, στην αγκαλιά της μητέρας του. Ένα έργο που – ωστόσο – φέρει τον ανησυχητικό τίτλο «Η Νήσος των Νεκρών».

Σε αντίθεση με τους Προραφαηλίτες, ο Μπέκλιν δεν αντλούσε την έμπνευσή του από τον εξιδανικευμένο κόσμο του Μεσαίωνα – μα από την ζοφερή πλευρά της Αρχαιότητας. Ήταν τα ελληνικά και τα ρωμαϊκά ερείπια εκείνα που τον ενέπνεαν, οι απόηχοι ενός τόπου που χάθηκε για πάντα, για να βρεθεί ξανά, μετουσιωμένος σε σύμβολα, στον κόσμο των ονείρων και της φαντασίας. Προοικονομώντας τους Μεταφυσικούς και τους Σουρεαλιστές του 20ουαιώνα, το εικαστικό έργο του Μπέκλιν είναι σκοτεινό και συμβολικό συνάμα, βαθιά αινιγματικό σαν τοπίο στην ομίχλη. Η «Νήσος των Νεκρών» μοιάζει με το νεκραναστημένο όνειρο του αρχαίου κόσμου, χαμένο στα βάθη κάποιου ανεξερεύνητου ωκεανού. Μήπως πρόκειται για έναν απόηχο της χαμένης Ατλαντίδας;

Ωστόσο η συνολική αίσθηση που αποπνέει το έργο – και φυσικά ο τίτλος του – δεν αφήνουν περιθώρια για ονειροπόλους ρεμβασμούς. Όσο μαγευτικό και αν μοιάζει το τοπίο, άλλο ζοφερό φαντάζει ταυτόχρονα. Ο καλπασμός μιας μοναχικής βάρκας που μεταφέρει ένα φέρετρο καθιστούν ακόμα πιο μακάβριο το θέμα. Σύμφωνα με ερευνητές του έργου, τα νερά που βλέπουμε δεν είναι άλλα από εκείνα της Στυγός, ή του Αχέροντα – τα νερά του κάτω κόσμου, που κυλούν προς την αιώνια κατοικία του Άδη.

Όχι, όσο ζούμε σε αυτόν εδώ τον κόσμο είναι αδύνατον να δραπετεύσουμε εντελώς, χτίζοντας φρούρια και φανταστικά περιβάλλοντα. Αργά ή γρήγορα ο κόσμος θα βρει μια χαραμάδα να διεισδύσει.



Προς μια νέα απεικόνιση της Ζωής



Οι Προραφαηλίτες θέλησαν ν’ απαγκιστρωθούν απ’ το όνειρο ενός χαμένου παρελθόντος, καταμεσής μιας κοινωνίας που σφύριζε σαν ατμομηχανή – ή σαν τα φουγάρα της βιομηχανίας. Ο κόσμος άλλαζε, μεταμορφωνόταν μέρα με τη μέρα, μα η κάμπια δεν γινόταν πεταλούδα – μόνο εξελισσόταν διαρκώς, σε μια αέναη διαδικασία μεταβολής. Τα πάντα έτρεχαν, τα πάντα άλλαζαν, ο μοντερνισμός χτυπούσε πια την πόρτα κάθε σπιτικού.

Μα – για δες – κάποια πράγματα παρέμεναν ίδια. Αιώνες τώρα. Χιλιετίες. Και για τα πράγματα αυτά σχεδόν κανείς δεν είχε αποπειραθεί να δημιουργήσει αιώνια έργα τέχνης. Φαίνεται τα θεωρούσαν δεδομένα… αγνοώντας πως συνιστούν τη βάση κάθε κοινωνίας, κάθε πολιτισμού από καταβολής ύπαρξης.

Ο λόγος για τους αγρότες που δουλεύουν στα χωράφια. Τους εργάτες που αγωνίζονται στα νεόκτιστα εργοστάσια. Τον απλό λαό που μοχθεί για το ψωμί του, ενώ άλλοι πάντα καρπώνονται τους νοστιμότερους καρπούς του. Ο λαός – οι απλοί άνθρωποι της εργατιάς – δεν ήταν ποτέ ως τότε μέρος της Μεγάλης Τέχνης.

Ασφαλώς υπήρξαν ζωγράφοι στο παρελθόν που απεικόνισαν τις λαϊκές τάξεις. Αρκεί να θυμηθούμε για παράδειγμα τους ηθογραφικούς πίνακες του Μπρέγκελ (βλέπε έργο #35, στο πρώτο μέρος του αφιερώματος < κλικ),τα έργα του Γιαν Στέεν (βλέπε έργο #51, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος < κλικ), ή περίφημα έργα όπως η «Γαλατού» του Βερμέερ (βλέπε έργο #53 < κλικ). Μα οι πίνακες του Μπρέγκελ ή του Στέεν απεικόνιζαν τα λαϊκά στρώματα με μια διάθεση σατιρική, σε στιγμές ανάπαυσης ή γιορτής, δίχως κάποια διάθεση παρουσίασης της σκληρής πραγματικότητάς τους. Από την άλλη έργα όπως του Βερμέερ ήταν βαθιά αληθινά, μα δεν συνιστούσαν μέρος κάποιου ευρύτερου καλλιτεχνικού (ή κοινωνικού) κινήματος. Υπήρχε ο ένας ή ο άλλος μεμονωμένος εργάτης – μα απουσίαζε η εργατική τάξη.

Μέχρι που φτάσαμε στα μισά του 19ουαιώνα. Τα δεσμά του παρελθόντος είχαν κοπεί, άλλα έπαιρναν τη θέση τους, ενώ, για πρώτη φορά στα χρονικά, οι εργατικές βάσεις της κοινωνίας συνειδητοποιούσαν τα ταξικά τους συμφέροντα και συνασπίζονταν αναμεταξύ τους, διεκδικώντας δικαιώματα ανύπαρκτα ως τότε.

Τότε λοιπόν ήταν που έκανε την εμφάνισή του το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρεαλισμού. Βαθιά ρηξικέλευτος όχι ως προς τη μορφή, μα ως προς το θέμα, ο Ρεαλισμός παρουσίασε για πρώτη φορά την καθημερινή πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων. Θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με το φωτογραφικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ως προς την αναζήτηση του θέματος – και την γνώση πως η εικόνα ξεχειλίζει με δύναμη.

Κάποιες φορές μια εικόνα είναι δυνατότερη και από χίλια μανιφέστα.



77 # Jean-Francois Millet – ΟιΣταχομαζώχτρες (Des glaneuses,  1857)






Το δειλινό θερμαίνει τον ουρανό με μια απαλή, ροδοκόκκινη φωτιά. Στο χωράφι έχουν απομείνει οι σταχομαζώχτρες. Το περιμάζεμα των υπολοίπων της σοδειάς συνιστά εργασία δίχως ιδιαίτερη σπουδαιότητα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες αγροτικές δουλειές – το όργωμα, το αλώνισμα, τη σπορά, το θερισμό. Μα οι σταχομαζώχτρες σκύβουν πάνω από τη γη, αναζητώντας σπόρους, τα χέρια τους αγγίζοντας το χώμα, τα μάτια τους στο έδαφος, προσηλωμένα, περισυλλέγοντας τον πολύτιμο καρπό. Ο ήλιος χύνει πάνω τους το ακτινοβόλο φως του, περιλούζοντας τις γυναίκες με μια ερυθρή, ζεστή απόχρωση. Ζεστή σαν το αιώνιο φως που σκορπίζει εύθυμο στις αυλακιές της γης.

Η σκηνή της εργασίας φαντάζει ιερή. Ο φωτισμός θυμίζει εκκλησία υπαίθριου χώρου – δίχως τοίχους και εικονίσματα, με μοναδικές αναθυμιάσεις της εκείνες του νοτισμένου χώματος και των πολύτιμών του σπόρων. Οι αγρότισσες φαντάζουν ως αρχετυπικές φιγούρες, μεγαλοπρεπείς μέσα στην ταπεινή τους εργασία – η οποία πλέον μόνο ταπεινή δεν μοιάζει. Αντίθετα, έχεις την αίσθηση πως ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μια αιώνια σκηνή. Διαχρονική μέσα στην απλότητά της.

Αυτό υπήρξε το μεγαλείο του ξακουστού αυτού έργου του Ζαν Φρανσουά Μιγέ. Ένα έργο που προσέδωσε μια αίσθηση παγκοσμιότητας στις ανώνυμες αυτές γυναίκες των χωραφιών, οι οποίες, πλέον, έπαυαν να ανήκουν στο παρασκήνιο της ιστορίας. Μια φορά κι έναν καιρό η Τέχνη απεικόνιζε την περίλαμπρη φιγούρα του Χριστού, τους άγιους, τους ημίθεους, τους ήρωες, τους βασιλείς. Μα ήταν πια καιρός ο ήλιος της τέχνης να φωτίσει τις γυναίκες, που με μόχθο και ιδρώτα, αποσπούσαν της γης τον πολύτιμο καρπό.

Και δες… Μοιάζουν με θεές.



78 # Gustave Courbet – ΟιΕργάτεςΠουΣπάζουνΠέτρες (Les Casseurs de pierres, 1849)





Πρώτος ο Γκυστάβ Κουρμπέ χρησιμοποίησε τον όρο «Ρεαλισμός» για να περιγράψει την τέχνη του. Ένας μοναχικός περιπατητής, επιλέγοντας να ντύνεται απλά και να περιφέρεται σαν αλήτης, ανήκε στους ζωγράφους που αψήφησαν τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής τους και επέλεξαν τον ξεχωριστό, ολόδικό τους δρόμο. Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με όλους αυτούς τους δήθεν κύριους που μιλούν για Τέχνη στα πανεπιστήμια, διδάσκοντας κανόνες και αρχές με περισπούδαστο ύφος, μα αγνοώντας την αληθινή πραγματικότητα, την αυθεντικότητα της φυσικής ζωής – έτσι ίσως σκεπτόταν. Βαθιά επηρεασμένος από τον Μιγέ και τη φυσική απόδοση των θεμάτων του, ο Κουρμπέ αγαπούσε το απλό και ανεπιτήδευτο. Παράλληλα επιθυμούσε να αφυπνίσει τον κόσμο, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα της εποχής του, επιλέγοντας θέματα παρμένα από το φυσικό περιβάλλον και τους ανθρώπους που εργάζονταν σε αυτό.

Λίγα έργα των καιρών απεικονίζουν με τόσο πειστικό τρόπο την εργατιά όπως «Οι Εργάτες Που Σπάζουν Πέτρες». Ο ένας νέος και ο άλλος ηλικιωμένος, η πλάτη τους γυρισμένη, αφοσιωμένοι αμφότεροι στη σκληρή δουλειά τους, οι εργάτες του Κουρμπέ θυμίζουν τις σταχομαζώχτρες του Μιγέ. Αισθάνεσαι πως συμπυκνώνουν την ουσία όλης της Εργατιάς, όλων των εποχών. Πως συνιστούν διαχρονικές φιγούρες, πέρα από τόπους και εποχές, ο επίμοχθος κόπος των οποίων συμπεριλαμβάνει κάθε σταγόνα ιδρώτα, κάθε ανώνυμου εργάτη, από τις απαρχές της ανθρωπότητας.



79 # Νικηφόρος Λύτρας – Τα Κάλαντα (1872)






Τα «Κάλαντα» είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα, όλων των εποχών. Ο Νικηφόρος Λύτρας ανήκε στη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου» και τα έργα του παρουσιάζουν μοναδικές ηθογραφικές όψεις της εποχής του, βαθιά νατουραλιστικές και πιστές στην πραγματικότητα που απεικόνιζαν. Παράλληλα όμως διαπνέονται από μια σχεδόν μαγική διάθεση, προσδίδοντας τους έναν αέρα παγκοσμιότητας, μια αίσθηση βαθιά διαχρονική, αγγίζοντας τα όρια του συμβολισμού.

Τα «Κάλαντα» τα συμπεριλαμβάνουν όλα αυτά. Και τη φυσική απόδοση της καθημερινότητας, και μια υπεραισθητή διάθεση συνάμα, ικανή να σε ταξιδέψει σε μια άλλη, αγνότερη εποχή. Τότε που έβλεπες τα παιδιά να ξεχύνονται να πουν τα κάλαντα κραδαίνοντας τα μουσικά τους όργανα, ξεσηκώνοντας τους κατοίκους του χωριού με τις εύθυμες φωνές τους, γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα αποζητώντας την ευλογία της νοικοκυράς και ίσως κάποιο γλύκισμα. Ο μελαψός μικρός τυμπανιστής γελάει, αποκαλύπτοντας πως το πνεύμα των γιορτών δεν γνωρίζει εθνικότητες ή σύνορα, ενώ η μητέρα παρακολουθεί χαρούμενη κρατώντας το μωρό. Ο χώρος διακοσμείται με μια σειρά αινιγματικών αντικειμένων, όπως ένα άγαλμα που θυμίζει τη Νίκη της Σαμοθράκης, ή ένα ξερό δέντρο στο βάθος. Χωρίς να ξέρουμε ποια είναι η σημασία τους, γνωρίζουμε πως σίγουρα επιτελούν κάποιο σκοπό.

Και εμείς παρακολουθούμε με λαχτάρα τη σκηνή, σαν το αγοράκι που κρυφοκοιτάζει στο βάθος. Και ευχόμαστε να ήμασταν, με κάποιο τρόπο, μέρος της…

Περισσότερα για «τα Κάλαντα» μπορείτε να διαβάσετε σε ένα παλιότερο μου κείμενο, εδώ:





Προς μια νέα απεικόνιση της Φύσης



Κάπου στα μισά του 19ουαιώνα η Δύση ανακάλυψε τον κόσμο της Ιαπωνίας. Έναν κόσμο που ξεδιπλωνόταν στα βάθη του χρόνου σαν τα ανθισμένα κλαδιά μιας Sakura– μιας χαρακτηριστικής ιαπωνικής κερασιάς. Ένας κόσμος που ανέβλυζε μυρωδιές γονιμοποιημένης γης και λάμψη ροδοκόκκινου φωτός. Ήταν η εποχή που η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου άνοιξε επιτέλους τα εμπορικά σύνορά της στη Δύση, δίνοντας διέξοδο στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού που θα κατέκλυζαν την Ιαπωνία τα προσεχή χρόνια. Μα πριν υιοθετήσουν οι Ιάπωνες το δυτικό λεξιλόγιο της ανάπτυξης και της βιομηχανίας, έμελλε να αποτυπώσουν το στίγμα τους στη δυτική τέχνη, επηρεάζοντας καθοριστικά τη μελλοντική της πορεία.

Δεν ήταν παρά έργα που αναπαράγονταν πάνω σε φτηνά χαρτιά. Χαρτιά που τυλίγονταν γύρω από κιβώτια, κιβώτια που προορίζονταν για καράβια που μετέφεραν εμπορεύματα στη Δύση. Και τα κιβώτια αυτά, με τα αναλώσιμά τους αντικείμενα, τα προορισμένα για άμεση κατανάλωση, παρουσίαζαν στην εξωτερική όψη τους υπέροχα βουνά και ρωμαλέα δέντρα, πολύβουες θάλασσες και ανθισμένες πολιτείες. Σχέδια με φινέτσα και μεράκι, που αποκάλυπταν πηγές χαμένες στα βάθη του χρόνου και της παράδοσης, φτάνοντας ως τις ρίζες της κινεζικής τέχνης – της πρώτης και βασικής πηγής έμπνευσης των Ιαπώνων.

Πόσο υπέροχα, αλήθεια, ήταν αυτά τα περιτυλίγματα! Πόσο ανούσιο το εσωτερικό φορτίο τους!

Κάπως έτσι λοιπόν, παρατημένη ίσως στη γωνιά μιας προκυμαίας, ανακάλυψαν οι δυτικοί την τέχνη του Ukiyo-E. Στα ελληνικά μεταφράζεται ως «εικόνα του επιπλέοντος κόσμου». Στην αυθεντική τους μορφή συνιστούσαν έργα χαραγμένα πάνω σε ξύλο, παρουσιάζοντας εικόνες της καθημερινότητας, δίνοντας έμφαση στα τοπία και τη φύση. Χαρακτηρίζονται από τα πλούσια τους χρώματα, το έντονο περίγραμμα, την σχεδόν επίπεδη προοπτική, την αίσθηση μιας αρχέγονης αρμονίας. Παρατηρώντας τις ξυλογραφίες του Ουκίγιο-Ε σχεδόν αισθάνεσαι πως βυθίζεσαι σ’ έναν κόσμο ήρεμης απλότητας, σοφό και παιχνιδιάρικο ταυτόχρονα, ένα σύμπαν γαλήνιας ομορφιάς. Μιας ομορφιάς ανεπιτήδευτης και γι’ αυτό αυθεντικής. Γιατί η ομορφιά έκανε πάντα πετυχημένο ταίρι με την απλότητα, τότε, τώρα και για πάντα.

Στην πορεία του αφιερώματος θα διαπιστώσουμε πόσο πολύ επηρέασαν τους δυτικούς ζωγράφους τα ιαπωνικά αυτά χαρακτικά. Προς το παρόν ας δούμε δύο από τους σημαντικότερους τους εκπροσώπους.



80 # Hokusai Katsushika – The Great Wave (1830)






Ακόμα και κόσμος που δεν ασχολείται με την ιστορία της τέχνης, πιθανό να γνωρίζει το περίφημο αυτό έργο. «Το Μεγάλο Κύμα» του Χοκουσάι ανήκει στα πιο ξακουστά ιαπωνικά χαρακτικά όλων των εποχών. Πρόκειται για ένα έργο επιβλητικό μέσα στην απλότητά του. Τα θαλάσσια κύματα υψώνονται σαν αφρισμένα όρη, οι αφροί τους μοιάζοντας με χέρια, τινάσσοντας ορμητικά το φουρτουνιασμένο σώμα τους πάνω στις ξύλινες βάρκες. Η φύση παρουσιάζεται σε όλη τη μεγαλοπρέπειά της, ενδεδυμένη με περίλαμπρα χρώματα, αρμονική μέσα στην αρχέγονη βοή της, παντοδύναμη μέσα στην αιώνια της απλότητα.

Σε αντίθεση με τοπία σαν εκείνα που ζωγράφισε, την ίδια περίπου εποχή, ο Τέρνερ (βλέπε έργο #68, στο 2ομέρος του αφιερώματος < κλικ), η φουρτούνα δεν αποσκοπεί να φανεί «ρεαλιστική». Δεν υπάρχουν περίτεχνα εφέ εδώ, ούτε κάποια απόπειρα να αποδοθούν οι καιρικές συνθήκες. Σε έναν κόσμο που ανακάλυπτε πλέον τη Φωτογραφία, η τέχνη συνειδητοποιούσε πως δεν χρειάζεται πια να είναι «φωτογραφικά ρεαλιστική». Αν γυρεύουμε μια πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας, υπάρχουν οι κάμερες γι’ αυτό. Η ζωγραφική μπορεί να πάει παραπέρα – και όπως άλλοτε, να απεικονίσει την αρχέγονη πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα. Να αφουγκραστεί τον αιώνιο παλμό πέρα από το παιχνίδι της αδιάκοπης μεταβολής των πάντων.

Η επίτευξη της απλότητας κάποιες φορές είναι το πρώτο βήμα. Γιατί η βαθύτερη αλήθεια, όσο ακατανόητη και αν είναι, όσο αινιγματική και αν είναι, άλλο τόσο απλή είναι κάποιες φορές.



81 # Ando Hiroshige – Sudden Shower at Shono Station (1833)







Κάπου ξεσπάει μια ξαφνική μπόρα. Οι χωρικοί τρέχουν να προφυλαχτούν, τα μακριά καπέλα τους ξεχωρίζοντας σαν ήλιοι που παραδέρνουν στη βροχή, απορώντας πως γίνεται και έχασαν το δρόμο. Ο ουρανός γκρίζος, ο ορίζοντας θαμπός, ανεμοδαρμένα δέντρα που χάνονται στα βάθη. Λεπτές διαγώνιες γραμμές απεικονίζουν τη βροχή που πέφτει καταρρακτωδώς. Η σύνθεση ξεχειλίζει κίνηση και ενέργεια.

Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα έργο μοναδικά αληθοφανές, μέσα στην απλότητά του. Δεν βλέπουμε παρά τις πλάτες των χωρικών που τρέχουν. Οι καιρικές συνθήκες παρουσιάζονται με τρόπο απολύτως πειστικό, μα ταυτόχρονα απλό στην εκτέλεσή του. Ήταν πραγματικός μάστορας ο δημιουργός του έργου, Χιροσίγκε, κατορθώνοντας να πετύχει ένα τόσο ρεαλιστικό αποτέλεσμα, με έναν τόσο μινιμαλιστικό τρόπο. Ταυτόχρονα δεσπόζει ως κεντρικό θέμα το τοπίο – οι άνθρωποι δεν συνιστούν παρά μέρη του, όπως τα φυτά, τα δέντρα και η βροχή. Μα το τοπίο δεσπόζει πάνω απ’ όλα. Η υπέροχη φύση, τα αιώνια καιρικά φαινόμενα.

Στη Γαλλία μια ομάδα ανήσυχων καλλιτεχνών θα έβλεπαν έργα όπως αυτό του Χιροσίγκε και θα απέμεναν έκθαμβοι. «Δες πόσο απλά και λιτά κατορθώνει να αποδώσει πράγματα που εμείς τόσο πολύ κουράζουμε!»,φαίνεται πως σκέφτηκαν. Η κυριαρχία του τοπίου, έναντι των ανθρώπων, τους ενέπνευσε. Ταυτόχρονα τους επηρέασε βαθιά η απεικόνιση των καιρικών συνθηκών, με έναν τρόπο που έμοιαζε άμεσος, ευθύς, κόντρα στις συμβατικότητες που γνώριζαν. Από την ομάδα αυτή ξεφύτρωσαν, σαν άλλα γιαπωνέζικα λουλούδια, οι Ιμπρεσιονιστές.

Μεταξύ άλλων επηρεάστηκε και ένας ακόμα ζωγράφος, από την αντίπερα όχθη του Ειρηνικού ωκεανού. ΈναςΑμερικανόςονόματιΤζέιμςΓουίστλερ.



82 # James McNeill Whistler – Symphony In White, No. 2: The Little White Girl (1864)






Ένα κορίτσι ντυμένο σε ένα λευκό φόρεμα ατενίζει μελαγχολικά τον καθρέφτη. Στα χέρια της μια ιαπωνική βεντάλια. Δεξιά της σύνθεσης ξεχωρίζουν λεπτοκαμωμένα λουλούδια κι ένα βάζο, όλα δείχνοντας να έχουν έρθει απ’ τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η Δύση κοιτάζει το είδωλο της στον καθρέφτη και αναστενάζει, ενώ ο κόσμος της Άπω Ανατολής δεσπόζει γύρω της σε αντικείμενα και σύμβολα. Ένας κόσμος μακρινός κι εξωτικός, θυμίζοντας ίσως κάποια εποχή που χάθηκε για πάντα. Ή μια εμπειρία που δεν κερδήθηκε ποτέ, καταχωνιασμένη σ’ εκείνο το μεγάλο μπαούλο των ανεκπλήρωτων πόθων.

Ποιος ξέρει.

Ο Αμερικανός Τζέιμς Γούιστλερ ήταν βαθιά αντισυμβατικός για τα δεδομένα των καιρών του. Από τους πρώτους «μοναχικούς καλλιτέχνες» της γενιάς του (θα ακολουθούσαν πολλοί ακόμα), επιθυμούσε να υπερβεί τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα και να θέσει νέα δεδομένα. Αδιάφορος απέναντι στο συναισθηματικό θέμα των έργων και αντίθετος σε κάθε λογής ρομαντισμούς, εξέφραζε το λεγόμενο «αισθητικό κίνημα» στην τέχνη – εκεί που μόνο η τέχνη έχει σημασία, όχι το περιεχόμενο ή το θέμα της.

Ας το επαναλάβω. Το θέμα δεν ενδιέφερε τον Γουίστλερ – από αυτήν την άποψη η πρώτη παράγραφος που διαβάσατε πάνω, στην περιγραφή του έργου, αντανακλά απόλυτα τον συγγραφέα του κειμένου, όχι το δημιουργό του έργου! Για τον Γούιστλερ φαίνεται πως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η μελαγχολική ενατένιση του κοριτσιού – μα η απόλυτη λευκότητα του φορέματός του, τέτοια που τον ώθησε να ονομάσει το έργο «Συμφωνία σε Λευκό Νο. 2».



83 # James McNeill Whistler – Arrangement In Grey And Black (1871)







Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ζωγραφικά παράδοξα των ημερών του. Το περιβόητο αυτό έργο, γνωστό σε τόσο κόσμο ως «Η Μάνα του Γουίστλερ» στην πραγματικότητα φέρει τον ξερό τίτλο «Σύνθεση Σε Γκρι Και Μαύρο»! Θα’ λεγε κάποιος πως βρισκόμαστε στον 20οαιώνα και στην εποχή της αφηρημένης τέχνης – μα όχι, είμαστε ακόμα στο 1871 και στις ΗΠΑ. Μα αυτός ήταν ο Τζέιμς Γουίστλερ – αντισυμβατικός μέχρι το κόκαλο, περιφρονώντας τις συμβάσεις εκείνες που προσδοκούσαν να δώσει στο έργο του μια ονομασία τυπική και αναμενόμενη όπως «Η Μάνα Μου», ή «Μητέρα Που Ατενίζει», ή «Καθιστή, Αγέλαστη Μάνα», ή «Μοιάζει Με Την Πεθερά Σου», ή κάτι σχετικό.

Η μητέρα του προσέφερε στον Γουίστλερ το τέλειο μοντέλο για να απεικονίσει, μέσω αυτής, τη συσχέτιση των μαύρων με τους γκρίζους τόνους. Όλα αυτά σε μια σύνθεση που ξεχωρίζει η λεία επιφάνεια του τοίχου και το ορθογώνιο σχήμα του κάδρου. Σε συνδυασμό με την ακίνητη φιγούρα της μάνας μοιάζουν να αναβλύζουν με μια αρχέγονη, σιωπηλή σημασία. Ίσως είναι η αρχετυπική Μητέρα εκείνη που βλέπουμε στον πίνακα, το αγέρωχο βλέμμα της οποίας φανερώνει μια ήρεμη δύναμη. Ο Γούιστλερ δεν δίνει την απάντηση, προτιμώντας να εστιάσει στο αμιγώς εκτελεστικό κομμάτι της σύνθεσης του. Το μαύρο με το γκρι. Μια φυσική απλότητα που παραπέμπει στα ιαπωνικά χαρακτικά, που τόσο πολύ τον επηρέασαν.

Ποιος ξέρει που μπορεί να είχε εστιασμένο το βλέμμα της η μάνα του Γουίστλερ. Ευτυχώς βρισκόμαστε ακόμα στον 19οαιώνα – και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ποζάρει για το έργο. Αν το πορτραίτο είχε γίνει 100 χρόνια μετά, μπορεί η μάνα να καθόταν με τόση προσήλωση βλέποντας τηλεόραση…



84 # EdouardManet– Γεύμα στη Χλόη (Le Déjeuner sur l'herbe, 1862-63)






Μεταφερόμαστε στην καρδιά των εξελίξεων. Γαλλία, έτος 1863. Τότε ήταν που ο, σχετικά άγνωστος ακόμα, ζωγράφος, Εντουάρ Μανέ, παρουσίασε το έργο του "Γεύμα στη Χλόη", μπροστά από ένα έκπληκτο κοινό. Οι κριτικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. "Τι έργο είναι αυτό, που τολμά να απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα με τέτοιο ξεδιάντροπο τρόπο! Μα που έφτασε η τέχνη επιτέλους!". Τέτοια έλεγαν οι κριτικοί, το στόμα τους στραβό σε μορφασμούς αποδοκιμασίας - τα μάτια τους όμως καρφωμένα πάνω στη σκανδαλιστική, γυμνή φιγούρα, ρουφώντας κάθε λεπτομέρεια της ευτραφούς φιγούρας της.

Θα πει κανείς πως η ιστορία της ζωγραφικής έβριθε από γυμνά - η εκτεθειμένη σάρκα σε μια αναγεννησιακή αίθουσα του Λούβρου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βάψει κόκκινη μια παραλία γυμνιστών από την ντροπή της. Μα το στοιχείο που ενόχλησε τον κόσμο δεν ήταν το γυμνό - ήταν το ευρύτερο του πλαίσιο: Η γυναίκα, όχι κάποια θεά ή ένα μυθολογικό πρόσωπο, μα μια φιγούρα της καθημερινότητας, παρουσιάζεται γυμνή, ενώ περιβάλλεται από ντυμένους στη τρίχα και ευυπόληπτους κυρίους! Οι κύριοι φαίνεται να έχουν εμπλακεί σε συζήτηση ο ένας με τον άλλον και η γυναίκα, θέλοντας φαίνεται να περάσει την ώρα της, στρέφει το βλέμμα της πέρα - προς εμάς, κοιτάζοντας μας ευθεία μες στα μάτια.

"Απορρίπτεται!",έκραξαν με μια φωνή οι ευερέθιστοι - και ερεθισμένοι - κριτικοί. Το έργο επιλέχτηκε να παρουσιαστεί στο λεγόμενο "Salon des Refuses", ή αλλιώς, την Έκθεση των Απορριφθέντων, όπως ονομάστηκε. Μεταξύ των απορριφθέντων συγκαταλέγονταν και έργα κάποιων άσημων κυρίων με ονόματα όπως Ρενουάρ, Πισαρό, Σεζάν και Γουίστλερ.

Η έκθεση άνοιξε τις πύλες της στον κόσμο και, σύμφωνα με τον συγγραφέα Εμίλ Ζολά, οι αίθουσες της ήταν "κατάμεστες με τα γέλια του κοινού".

Τι είχε πει ο ίδιος ο Μανέ για τους κριτικούς που είχαν απορρίψει το έργο του; Η απόφαση τους δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση. "Δε θα μπορούσα να φανταστώ κανένα από τα μέλη της επιτροπής να κάνει πικνίκ στην εξοχή με μια γυμνή γυναίκα",είπε. 

Και συμπλήρωσε: "Ή μάλλον, δεν θα μπορούσα να φανταστώ καμιά γυμνή γυναίκα να κάνει πικνίκ μαζί τους".



85 # Edouard Manet – Ολυμπία (Olympia, 1863)






Απτόητος ο Εντουάρ Μανέ αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ακόμα σκανδαλιστικό έργο. Ένα έργο το οποίο παρουσίαζε μια γυναίκα που ονομαζόταν “Ολυμπία”, σε όλη την προκλητική, γυμνή της δόξα. Ωστόσο “Ολυμπία” στο Παρίσι της δεκαετίας του 1860 ήταν ένα όνομα που ταυτιζόταν με τις πόρνες. Και τα πλήθη αγανάκτησαν. Και η οργή των ευυπόληπτων αστών με τα ψηλά καπέλα και των καθώς πρέπει κυράδων τους έζεχνε σαν ατμός από καζάνι. “Τι πράγματα είναι αυτά! Τι πρότυπα παρέχουν στα παιδιά μας! Που πήγε λοιπόν η υψηλή τέχνη των λεπτεπίλεπτων αισθήσεων, των ανωτέρων συγκινήσεων; Μα γυναίκες του δρόμου, που τολμούν να ποζάρουν με τέτοιο ξεδιάντροπο ύφος, λες και είναι αρχόντισσες; Αίσχος!”, κακάριζε μαζικά όλο το κοτέτσι.

Ω, τι όμορφη εποχή για την τέχνη! Τώρα πλέον παρουσίαζε τα πράγματα με την πραγματική τους όψη, πέρα από μυθοπλασίες και εξιδανικεύσεις. Ήταν πια καιρός...

Η “Ολυμπία” αντλεί το πρότυπο της σύνθεσής της από τις αντίστοιχες πόζες των αναγεννησιακών “Αφροδιτών”, που πρώτος καθιέρωσε ο Τζορτζόνε και επέκτεινε ο Τιτσιάνο (βλέπε έργο #27 τουπρώτου μέρους του αφιερώματος < κλικ). Η κοιμωμένη Αφροδίτη του Τζορτζόνε ήταν βυθισμένη, σαν σε όνειρο, στον κόσμο των μύθων. Η ομορφιά της δεν ήταν προκλητική, γεφύρωνε ωστόσο τον κόσμο των θεών με τη γήινη σφαίρα, χαμένη σ'ένα αρχέγονο μυστήριο.

Η “Αφροδίτη του Ουρμπίνο” του Τιτσιάνο ξεχώριζε ως το προκλητικότερο γυναικείο γυμνό της εποχής της – το χυτό, αισθησιακό της σώμα, η αίσθηση πως αντικρίζουμε για πρώτη φορά μια αληθινή γυναίκα και όχι ένα μυθολογικό πρότυπο, η αντιπαραβολή του γυμνού κορμιού της με την ντυμένη υπηρέτρια, μα πάνω απ'όλα το βλέμμα που εξαπολύει απευθείας στα μάτια μας. Ναι, ο Τιτσιάνο είχε δημιουργήσει ένα πραγματικά καινοτόμο έργο.

Ο Μανέ ωστόσο έμελλε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Το Παρίσι του 19ου αιώνα αναζητούσε τις Αφροδίτες της νέας εποχής. Μια εποχή διχασμένη ανάμεσα στις θύελλες της αστικοποίησης και στις υπομνήσεις ενός ρομαντικού παρελθόντος. Και αν η Γαλλία των καιρών εξέπνεε τον αέρα της τέχνης και του διαφωτισμού, η νύχτα της ήταν παραδομένη στην έκφυλη φωτιά των απολαύσεων. Η αρχαία θεά Αστάρτη των λαών της Μέσης Ανατολής είχε μετακομίσει στην γαλλική πρωτεύουσα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει πολύ κάποιος για να εντοπίσει τις Αφροδίτες των σύγχρονων καιρών. Ήταν εκεί, στα καμπαρέ, στα κέντρα, στους στενούς νυχτερινούς δρόμους, φορώντας λουλούδια στα μαλλιά.

Λουλούδι σαν εκείνο που φέρει η “Ολυμπία” του Μανέ. Ένα λουλούδι, ένα βραχιόλι, ένας σπάγκος στο λαιμό και τα γοβάκια της. Τα μόνα ρούχα πάνω της.

Και αν η “Αφροδίτη” του Τιτσιάνο  έχει ως κατοικίδιο ένα μικρό σκυλάκι, εκείνη του Μανέ προτιμά μια μαύρη γάτα. Το βλέμμα της γάτας εξαπολύει λάμψεις στο σκοτάδι, όμοιο με το προκλητικό κοίταγμα της αφέντρας της.

Αναφερθήκαμε εκτενώς στο θεματολογικό μέρος, μα δεν κάναμε καμιά αναφορά ως τώρα για το τεχνικό τμήμα του έργου του Μανέ. Κι όμως, τεχνικά υπήρξε εξίσου καινοτόμος. Οι πινελιές πάνω στον καμβά είναι περισσότερο ελεύθερες από ποτέ. Οι μεταβάσεις ανάμεσα στο φως και τις σκιές είναι απότομες, η αντιπαραβολή των έντονα λευκών τόνων με τους μαύρους δίχως ενδιάμεσα περάσματα – όμοια με την αντιπαραβολή της ολόλευκης Ολυμπίας με τη μαύρη υπηρέτρια – τα λουλούδια της οποίας (πιθανό από κάποιον γοητευμένο εραστή) αφήνουν ασυγκίνητη την αφέντρα της.

Με την ιδιαίτερη τεχνική του, ο Μανέ είχε πλέον προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση του Ιμπρεσιονισμού.

Και η Ολυμπία μας κοιτάζει με αυθάδεια, επιδεικνύοντας δίχως καμιά ντροπή το γυμνό της σώμα, όπως κάποιος πολεμιστής επιδεικνύει το σπαθί του. Οι καιροί είχαν πια αλλάξει...



Συνεχίζεται…



Η διαδρομή μας δεν τελείωσε ακόμα! Ίσα που κάνουμε ένα διάλειμμα… η συνέχεια σύντομα εδώ, στο Λημέρι του Κούνελου.




Το Χρονικό της Τζαζ, μέρος Ι: Ο Αρχέγονος Ρυθμός

$
0
0

©the Lethal Rabbit


H Jazz ξεπλένει την σκόνη της καθημερινής ζωής" - Art Blakey


“Με ενοχλεί όταν προσπαθούν οι άνθρωποι να αναλύσουν τη Jazz λες και είναι κάποιο διανοητικό θεώρημα. Δεν είναι. Είναι συναίσθημα” – Bill Evans


“Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν σχετικά με τη jazz, φίλε, είναι πως δεν ξέρω τι θα γίνει μετά. Εσύ ξέρεις;” – Bix Beiderbecke


O αυτοσχεδιασμός είναι η ικανότητα να επικοινωνείς με τον εαυτό σου” – Cecil Taylor


“Εάν δεν το κάνεις βίωμά σου, δεν θα ξεπροβάλλει απ’ την κόρνα σου” – Charlie Parker


“Είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφασίσεις που ξεκινάει η Jazz και που τελειώνει, που βρίσκεται το όριο ανάμεσα στη Jazz και στην Κλασική Μουσική. Ο ίδιος νιώθω πως δεν υπάρχει τέτοιο όριο” – Duke Ellington


“Η ζωή μοιάζει πολύ με τη τζαζ… είναι καλύτερη όταν αυτοσχεδιάζεις” – George Gershwin


“Ξεκινώ απ’ τη μέση μιας πρότασης και βαδίζω και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα” – John Coltrane


“Ακόμα και η σιωπή χορεύει σε ρυθμούς swing – John Mehegan


“Η Jazz είναι μια μουσική φτιαγμένη από ανθρώπους και για ανθρώπους που έχουν επιλέξει να αισθάνονται όμορφα, ανεξαρτήτως των συνθηκών” – Johnny Griffin


H μουσική είναι η συντομογραφία του συναισθήματος” – Λέων Τολστόι


“Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος” – Φρίντριχ Νίτσε


“Φίλε, αν χρειαστεί να ρωτήσεις τι είναι η Τζαζ, ποτέ δεν θα το μάθεις” – Louis Armstrong



Ο παλμός



Αν χρειαστεί να ρωτήσεις για τη Τζαζ, ποτέ δεν θα μάθεις περί τίνος πρόκειται, έλεγε ο Λούις Άρμστρονγκ, τα μάτια του αντανακλώντας τη λάμψη της τρομπέτας του. Και να’ μαι εδώ, στον υπολογιστή μπροστά, σκορπώντας λέξεις που ακροβατούν στην οθόνη σαν ξεστρατισμένες νότες, προσπαθώντας να χτίσω μια εισαγωγή για το αφιέρωμά μας στη μουσική Τζαζ και την ιστορία της. Ένα αφιέρωμα που θα διαρκέσει μήνες και μήνες και του οποίου το φινάλε μόλις που μπορώ να φανταστώ, κάπου στα βάθη του τούνελ της σκέψης μου. Πώς να ξεκινήσω; Τι να πω για μια μουσική που μιλάει κατά κύριο λόγο δίχως λόγια; Με ποιο τρόπο θα κατορθώσουν οι ξερές αυτές λέξεις πάνω στην επίπεδη επιφάνεια της οθόνης να αποτυπώσουν κάτι απ’ την αρχέγονη της αίσθηση, αίσθηση απαλή σαν άγγιγμα μεταξωτού, μα ξέφρενη σαν διαδρομή ρόλερ κόστερ;

Τα δάχτυλά μου αποσύρονται απ’ το πληκτρολόγιο και χτυπούν ρυθμικά πάνω στο τραπέζι. Ταπ. Σκέφτομαι πως ένα χτύπημα σε μια επιφάνεια, οπουδήποτε, είναι αρκετό για να παράγει κάποιον ήχο. Ταπ. Έναν απλό ήχο που θα μπορούσε να σημαίνει χίλια πράγματα… Μα αν δύοχτυπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο… τότε ο ήχος δημιουργεί ρυθμό. Ταπ-ταπ. Το ένα θα μπορούσε να είναι απλά τυχαίο. Μα στα δύο παύει το τυχαίο. Στα δύο αρχίζει ο χορός.

Ταπ-ταπ. Ταπ-ταπ. Ρυθμός που επαναλαμβάνεται, όμοιος με τους χτύπους της καρδιάς. Ταπ-ταπ. Ταπ-ταπ. Σαν ένα άγνωστο μήνυμα που περιμένει ν’ αποκρυπτογραφηθεί. Μια ξεχασμένη γλώσσα που προσπαθείς ν’ αφουγκραστείς, ερχόμενη από τα άδυτα της συλλογικής μας μνήμης. Ταπ-ταπ. Ταπ-ταπ. Τα δάχτυλά σου στο τραπέζι. Πλιτς-πλιτς. Οι σταγόνες που κυλούν από μια βρύση. Ντουπ-ντουπ. Το πόδι σου που χτυπάει ρυθμικά στο πάτωμα. Ο αρχέγονος παλμός. Η παλιότερη απ’ τις γλώσσες.








Ταπ-ταπ. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Η καρδιά σου χτυπάει και μαζί της χτυπούν τύμπανα στη σκέψη σου. Ταξιδεύεις νοερά, πας πίσω στο χρόνο. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Στο νου σου ξεπροβάλλουν θεόρατα δέντρα και πυκνά δάση. Νομίζεις πως αντηχεί ο παλμός του δάσους, που είναι ταυτόχρονα ο χτύπος της καρδιάς σου. Και ο ρυθμός γίνεται ολοένα και πιο χορευτικός – και η καρδιά σου φτερουγίζει – και τα ταμπούρλα δυναμώνουν. Και νιώθεις – αν και αδυνατείς να το εξηγήσεις – πως έχεις βρεθεί ξανά εδώ.

Ταμ-Ταμ-Ταραπαταπ. Το τοπίο γύρω σου μοιάζει με κάποια αφρικανική ζούγκλα. Ένας πάνθηρας σε παρατηρεί κρυμμένος μες στα φυλλώματα των δέντρων, η γούνα του γυαλιστερή, τα μάτια του εξακοντίζοντας σπίθες φωτός στους θάμνους. Ταπ-ταπ-ταπ. Όλα μοιάζουν γνώριμα, η ζούγκλα δείχνει τόσο οικεία. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Ο ρυθμός γίνεται ακανόνιστος · το πνεύμα σου παραδίδεται στο αρχέγονο διονυσιακό ένστικτο που περιέγραψε ο Νίτσε. Γίνεσαι ένα με τα κύματα του ήχου, όπως αντηχούν στη σκέψη σου. Τελικά είναι τα τύμπανα του δάσους εκείνα που χτυπούν; Ή μήπως είναι η φαντασία σου;

Η ιστορία της Τζαζ δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει εκεί που όλα ξεκίνησαν: στην ίδια την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Εκεί που κάποιοι πρόγονοί μας, κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, ανακάλυψαν τον αρχέγονο, πρωτόγονο ρυθμό. Όταν αντήχησαν τα πρώτα κρουστά και σκόρπισαν πολύχρωμες αχτίδες ήχου στα βάθη του απύθμενου δάσους. Τότε που γεννήθηκε η μουσική η ίδια, όταν το απολλώνιο πνεύμα της Οργάνωσης και του Νόμου απουσίαζε και δέσποζε ο Διόνυσος και η ατελείωτή του μέθη. Είναι τα ταμπούρλα της μαμάς-Αφρικής εκείνα που ακούς… μα είναι επίσης ο παλμός της μητέρας σου, τον καιρό που βρισκόσουν στην κοιλιά της – ο πρώτος ρυθμός που άκουσες ποτέ. Ο χτύπος της καρδιάς…

Ο παλμός της μουσικής είναι οι ρίζες της ίδιας της ζωής.








Έκσταση στα βάθη της Νέας Ορλεάνης



Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ουαιώνα – περίπου δυο αιώνες πριν – και ένα ασυνήθιστο τελετουργικό έθιμο είχε αναβιώσει στην Πλατεία Κονγκό (CongoSquare) της Νέας Ορλεάνης. Τις Κυριακές οι σκλάβοι συναθροίζονταν και χόρευαν εκστασιασμένοι σε κύκλους. 

Υπό τους αδιάκοπους ήχους των κρουστών έστηναν έναν ψηλό βωμό στο κέντρο της πλατείας, στην κορφή του οποίου ανέβαιναν μεταμφιεσμένα δύο πρόσωπα: ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα ντυμένη στο κόκκινο του αίματος. Μαζί τους δέσποζε η ιερή θεότητα που λάτρευαν: το όνομά της ήταν Damballaή Daκαι είχε τη μορφή ενός πελώριου φιδιού. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα επικαλούνταν τη θεότητα και άρχιζαν να λικνίζονται, να τρέμουν, να τινάσσονται, υπό τους ήχους των ταμπούρλων· σταδιακά το τρέμουλο μετατρεπόταν σε σπασμούς, ενώ οι ήχοι των κρουστών δυνάμωναν. Τα πλήθη των σκλάβων αφήνονταν να παρασυρθούν από το αόρατο κύμα. Τους έβλεπες να χορεύουν σαν μανιακοί, να φωνάζουν, να σκίζουν τα ρούχα τους, να δαγκώνουν το δέρμα τους – και ο ρυθμός δυνάμωνε, δυνάμωνε, άγγιζε τη διαπασών, και ο κόσμος χόρευε, τρελαινόταν, έφτανε στην έκσταση, παραδινόταν στο απόλυτο.







Για τους λευκούς κατοίκους της πολιτείας και τους χριστιανούς τέτοιοι χοροί ήταν συνώνυμοι με τη μαύρη μαγεία· το βουντού. Και τους αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη ή φόβο. Μα για τους σκλάβους – δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων που είχαν μεταφερθεί σε αλυσίδες απ’ την πατρίδα τους – οι τελετουργικοί αυτοί χοροί συμβόλιζαν το αρχέγονο πνεύμα της χώρας τους. Και συνιστούσαν μια μοναδική περίπτωση κατά την οποία μπορούσαν οι ίδιοι να αισθάνονται ελεύθεροι – η έκσταση της μουσικής και του χορού τους έκανε για λίγο να ξεχνάνε τη σκλαβιά τους.

Οι εβδομαδιαίες αυτές μαζώξεις στην CongoSquareδιήρκεσαν δεκαετίες – ως το 1885. Και – πράγμα περίεργο – την ίδια εποχή που τα τελετουργικά σταμάτησαν, τον καιρό που η σκλαβιά είχε επισήμως πια καταργηθεί, άρχισαν να ξεπηδούν οι πρώτες, αρχέγονες τζαζ μπάντες. Να είναι άραγε σύμπτωση; Και αν αυτό είναι σύμπτωση, τι θα λέγαμε άραγε για τη σημερινή ονομασία της πλατείας Κονγκό;

Η ίδια αυτή πλατεία, που δυο αιώνες πριν φιλοξενούσε τις εκστατικές τελετές των σκλάβων, σήμερα ονομάζεται πλατεία LouisArmstrong.


Όσο αφορά τον ρυθμό των κρουστών, που πάντοτε συνόδευε τις λατρευτικές εκείνες εκδηλώσεις; Ο ήχος τους σκορπούσε φόβο σε μια μερίδα του λευκού πληθυσμού. Ήδη από την Εξέγερση του Stonoτου 1739, όταν οι σκλάβοι ξεχύνονταν στην επίθεση υπό τους ήχους των τυμπάνων, τα κρουστά είχαν ταυτιστεί με την “επικίνδυνη μαύρη μουσική”. Μια μουσική απομακρυσμένη από τις εξευγενισμένες φόρμες της δυτικής λευκής μουσικής, ταυτισμένη με τα κατώτερα ζωικά ένστικτα σύμφωνα με τους εχθρούς της – και δεν ήταν λίγοι αυτοί οι εχθροί. Υπήρξαν την εποχή εκείνη άφθονες θρησκευτικές οργανώσεις που προσπαθούσαν να μυήσουν τους μαύρους στην «καλή μουσική της Δύσης»,ενώ αμερικανικές πολιτείες όπως η SouthCarolinaέφτασαν να απαγορεύουν εξ’ ολοκλήρου τη χρήση τυμπάνων και κρουστών.

Μα ήταν αδύνατο να ξεριζώσεις τη μουσική, δίχως να βγάλεις την ίδια την καρδιά που χτυπάει. Εκείνο που αγνοούσαν οι πολέμιοι της «μαύρης μουσικής» - οι ίδιοι άνθρωποι που αντιτάχθηκαν στις εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου και αρνούνταν να παραδεχτούν πως ο άνθρωπος συγγενεύει με τον πίθηκο – ήταν πως τα ρυθμικά εκείνα τύμπανα συνιστούσαν την πηγή της ίδιας της εξέλιξης. Πως αποτελούσαν ένα ανοιχτό παράθυρο στα άδυτα του χρόνου. Πως τα πάντα ξεκίνησαν από τη Μαύρη Ήπειρο. Από την ίδια εκείνη Αφρική, τους κατοίκους της οποίας έσερναν με βία στο Νέο Κόσμο, πουλώντας και αγοράζοντάς τους λες και ήταν αντικείμενα. Και αν τους τρόμαζαν οι τελετουργίες του βουντού, αγνοούσαν φαίνεται τον κατεξοχήν μαγικό ρόλο που έπαιζε η Τέχνη (άρα και η μουσική) στα πρώτα βήματά της. Στο σύνολο των αρχαίων πολιτισμών, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τους γηγενείς της Αμερικής, τους πρώτους Ευρωπαίους… η τέχνη δεν ήταν ποτέ «απλά» μια μορφή ψυχαγωγίας. Ο ρόλος της ήταν βαθιά λειτουργικός και ταυτισμένος με τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου. Και ο παλμός της μουσικής ήταν ένας παλμός μαγικός, απελευθερωτικός.

Ήταν ο ίδιος εκείνος παλμός που δονούσε την πλατεία Κονγκό της Νέας Ορλεάνης. Ο μαγικός ρυθμός που ακόμα αντηχεί, κάπου βαθιά στη σκέψη μας, εκεί που το παρελθόν σμίγει με το παρόν, ενώ αφήνονται στην αιώνια πλημμυρίδα του χρόνου…







Τα χαρακτηριστικά της αφρικανικής μουσικής παράδοσης




Ένα επισκεφτούμε σήμερα μια Εκκλησία των Βαπτιστών, σε κάποια νότια πολιτεία των ΗΠΑ, ενδεχομένως εκπλαγούμε από το... μουσικοχορευτικό θέαμα που επικρατεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Θυμόμαστε όλοι χαρακτηριστικές σκηνές από αμερικανικά φιλμ, τα οποία παρουσιάζουν πλήθη αφροαμερικανών που τραγουδούν και λικνίζονται ρυθμικά, υπό τους ήχους του εκκλησιαστικού οργάνου, ψέλνοντας ύμνους στον Θεό. Πόσο διαφορετική φαντάζει η ατμόσφαιρα συγκριτικά με το κατανυκτικό κλίμα της δυτικής παράδοσης!

Ο λόγος για τα περίφημα “Spirituals”, από τα οποία έλκει την καταγωγή της η μουσική Γκόσπελ (Gospel). Βασικό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η παρουσία ενός ή περισσότερων κεντρικών προσώπων που τραγουδούν και η συνοδεία του τραγουδιού, στίχο προς στίχο, από το πλήθος του κόσμου.  Ουσιαστικά καταρρίπτεται η δυτική διαφοροποίηση ανάμεσα στον “τραγουδιστή” και στο “κοινό” - αμφότεροι συμμετέχουν στη γιορτή της μουσικής. Καθώς εξάλλου τα συλλογικά αυτά τραγούδια ενέχουν λατρευτικό ρόλο, μας θυμίζουν τις πρακτικές των μουσικών-μάγων που συναντήσαμε στην πλατεία του Κονγκό. Οι μεν λατρεύουν το μεγάλο θεό-φίδι και εκστασιάζονται ομαδικά μέσω του χορού και των κρουστών... Οι δε λατρεύουν το Θεό της χριστιανικής θρησκείας και εκστασιάζονται ομαδικά μέσω του κοινού τραγουδιού και του εκκλησιαστικού οργάνου... Οι διαφορές τους δεν είναι παρά επιφανειακές. Το βουντού συναντάει τον χριστιανισμό από την πίσω πόρτα και πάνε μαζί για ένα καφέ.

Η συνοδεία του τραγουδιού, διαδοχικά στίχο προς στίχο, από τα πλήθη των θεατών, ανήκει στη μεγάλη μουσική παράδοση του “CallAndResponse” - παράδοση που χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πρόκειται για μια γνήσια διαλεκτική διαδικασία: ένας μουσικός παίζει μια νότα και κάποιος άλλος “απαντάει” με μια δική του. Αντίστοιχα, ένας τραγουδιστής της Γκόσπελ απαγγέλλει έναν στίχο, στον οποίο “απαντούν” με τη σειρά της η χορωδία, ή τα πλήθη των θεατών. Η πολυφωνία δεσπόζει: ο καθένας συμμετέχει παρέχοντας μια “νότα” στο σύνολο, μια προσωπική κατάθεση που σμίγει με εκείνες του πλήθος, δημιουργώντας ένα αρμονικό συλλογικό μωσαϊκό.








Στο παραδοσιακό CallandResponseκαταργείται, όπως είδαμε, η διάκριση ανάμεσα στους θεατές και τους μουσικούς, όπως καταργείται ενίοτε η διάκριση ανάμεσα στη μουσική και το χορό: Οι πάντες συμμετέχουν, με τις φωνές, τα μουσικά όργανα, ή με τα σώματά τους. Μια πολύ μικρή, αταβιστική ίσως υπενθύμιση αυτού του στυλ μπορούμε να νιώσουμε ίσως στη διάρκεια ορισμένων συναυλιών, όταν συνοδεύουμε ρυθμικά ένα τραγούδι με παλαμάκια και τραγουδάμε όλοι μαζί... μα αυτό δεν είναι παρά ένα ίχνος, μια μικρή αναφορά σε μια πολύ βαθύτερη παράδοση.

Η μουσική παύει να συνιστά “ανώτερη τέχνη” ή ψυχαγωγία και μετατρέπεται σε μια γνήσια μορφή συλλογικής εργασίας. Συναντούμε τον ίδιο διαχωρισμό εξάλλου και σε έργα εικαστικού χαρακτήρα: σύμφωνα με την παράδοση της Δύσης, ο σωστός τρόπος να απολαύσεις έναν ζωγραφικό πίνακα είναι να τον δεις από απόσταση. Μα σύμφωνα με την παράδοση άλλων πολιτισμών, χρειάζεται να συμμετέχουν κι άλλες αισθήσεις, όπως η αφή – δεν αρκεί να βλέπεις ένα έργο με τα μάτια σου.

Η παράδοση του CallandResponseέλκει μεν τις ρίζες της από την Αφρική (όπως κάθε μουσική), μα όντας μια παράδοση λαϊκού χαρακτήρα, συναντούμε στοιχεία της και στο παρελθόν των δυτικών κοινωνιών. Ήδη σε δυτικά εργατικά τραγούδια του 15ου αιώνα έχουν εντοπιστεί ανάλογα μοτίβα – κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συμμετοχική αυτή μουσική παράδοση δεν τόσο συνιστά θέμα “φυλής” ή “εθνικότητας”, μα κοινωνικής τάξης. Η συμμετοχή στη μουσική ταυτιζόταν με μια συλλογική μορφή απελευθέρωσης, ενείχε δηλαδή καθαρτικό χαρακτήρα.

Οι σκλάβοι που μεταφέρονταν κατά χιλιάδες στις αμερικανικές αποικίες έφεραν μαζί τους τις μουσικές παραδόσεις των χωρών τους. Σκλάβοι όχι μόνο από την Αφρική, μα και από τα νησιά της Καραϊβικής (απ'όπου έλκουν την καταγωγή τους αρκετές από τις πρακτικές του βουντού), άνθρωποι που τραγουδούσαν και χόρευαν για να απαλύνουν τους πόνους της καθημερινότητας και να δοξολογήσουν τους θεούς που λάτρευαν. Από τη μία υπήρχαν τα Spirituals– τα πνευματικά/λατρευτικά τραγούδια και από την άλλη τα Εργατικά τραγούδια (WorkSongs) – αναλογικά όμοια με εκείνα των λαών της Δύσης. Και στα μεν και στα δε συναντούμε τη διαλεκτική και την πολυφωνία του CallandResponse. Αμφότερα βρίσκονται στον πυρήνα εκείνου που, καιρό μετά, θα σχημάτιζε τη μουσική Τζαζ.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αφρικανικής μουσικής παράδοσης εξάλλου ήταν η έμφαση στους ήχους, όχι στις νότες. Εδώ δεν υπήρχαν παρτιτούρες, δεν συναντούσες γραπτή μουσική και υψηλές συμφωνίες. Τα πάντα πήγαζαν απ'το συναίσθημα, από το αυθόρμητο συλλογικό παίξιμο. Κάποιες φορές τα μουσικά όργανα έφταναν ως και να μιμηθούν την ανθρώπινη φωνή, παραδίδοντας αξιοπερίεργους, ευφάνταστους ήχους.






Δύο είδη ρυθμού



Σύμφωνα με τον ιστορικό της Τζαζ TedGiola, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αφρικανικής μουσικής παράδοσης είναι ο ρυθμός. Ο προεξάρχων ρυθμός, ο ρυθμός που ποτέ δεν σταματά – όμοιος με τον παλμό της ζούγκλας που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου. Εκεί που η αδιάκοπη ροή των κρουστών σμίγει με τον αέναο παλμό της καρδιάς.

Υπάρχει μια σχεδόν υπνωτιστική διάσταση στο ρυθμό. Ο επαναλαμβανόμενος ήχος ενός μακρινού ταμπούρλου ενδεχομένως να σου επιφέρει μια ευχάριστη υπνηλία – ιδανική για ένα μεσημεριανό υπνάκο. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ο μονότονος ρυθμός είχε από παλιά ταυτιστεί τόσο με τα στρατιωτικά εμβατήρια, όσο και με τις γαλέρες των σκλάβων. Ταμ-Ταμ-Ταμ. Εν-Δυο-Εν-Δυο. Αυτός ο ρυθμός ήταν ενσωματωμένος από παλιά στις παραδόσεις των ισχυρών Κρατών, εξυπηρετώντας τους σκοπούς τους, ιδανικός για την πειθάρχηση των μαζών. Και να είστε βέβαιοι πως σε μια ολοκληρωτική οργουελική κοινωνία θα ηχούσαν από τους ήχους των Μεγάφωνων μονότονοι ρυθμοί που επαναλαμβάνουν σταθερά: “Όλα-πάνε-καλά. Όλα-πάνε-καλά”.

Μα αυτή δεν είναι παρά η μία μόνο όψη του ρυθμού. Γιατί κάτω από τον υπνωτιστικό αυτό ρυθμό ξεχωρίζει και ένας άλλος – σκοτεινότερος, βαθύτερος, δημιουργικός. Ήταν εκείνος που ο Νίτσε ταύτισε με τη διονυσιακή μουσική παράδοση, την οποία συναντούμε σε πολιτισμούς όπως οι αρχαίοι Θράκες: εκεί που ο χορός, η μουσική και το τραγούδι αποκαλύπτουν τα όρια της φαινομενικότητας και το υπέροχο χάος που δεσπόζει κάτω απ'το περίτεχνο χαλί της. Ο ρυθμός παύει πια να είναι επαναλαμβανόμενος και αρχίζει να αυτοσχεδιάζει. Πλέον τα πάντα είναι πιθανά. Αυτός είναι ο ήχος της ελευθερίας. Ο ανεξέλεγκτος, εκστατικός, δαιμονιακός χαρακτήρας της μουσικής.








Ήταν αυτός ανεξέλεγκτος ο ρυθμός που φόβιζε τους συντηρητικούς – τον κόσμο που ταύτιζε τη μουσική με τις αρμονικές συνθέσεις της Δύσης, αγνοώντας πως εκείνες δεν συνιστούν παρά τη μία μόνο όψη του νομίσματος. Μα υπάρχει και μια άλλη μουσική. Ήταν η μουσική που δέσποζε στις αφρικανικές ζούγκλες, τις αρχαίες λατρευτικές εκδηλώσεις και στους θρακικούς αγρούς. Ήταν η μουσική υπό τους ήχους της οποίας εκστασιάζονταν οι σκλάβοι της πλατείας Κονγκό. Ήταν η μουσική που εισέβαλε, θα 'λεγες ανόσια, στις Εκκλησίες των Αφροαμερικανών. Ήταν μια μουσική αληθινά συλλογική, που επέτρεπε ωστόσο τον προσωπικό αυτοσχεδιασμό.


Ήταν η μουσική που γέννησε τη Τζαζ.



Βαμμένα Μαύρα Πρόσωπα



Το παρόν αφιέρωμα θα ήταν αδύνατο να γίνει δίχως φωτογραφίες – γενικά δίνω μεγάλη έμφαση στις εικόνες σε όλα τα αφιερώματα που ανεβάζω και στην συγκεκριμένη υποενότητα είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί. Ας κοιτάξουμε την ακόλουθη εικόνα. Πρόκειται για το εξώφυλλο της καταγεγραμμένης μουσικής ενός μεγάλου χιτ της εποχής. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα χιτ του 19ουαιώνα, χαρακτηριστικό του πνεύματος των καιρών και των γούστων του κοινού. Στην προκειμένη περίπτωση η εικόνα μιλάει όσο χίλιες λέξεις – και ακόμα περισσότερες.








Ο λόγος για το περίφημο JumpJimCrowτου 1828, ένα τραγούδι που συνοδευόταν απ’ τον αντίστοιχο κωμικό χορό του και αποδιδόταν ζωντανά στα λεγόμενα MinstrelShow– τη διασημότερη μορφή μαζικής ψυχαγωγίας της εποχής στις ΗΠΑ, ένα είδος λαϊκού θεάτρου που συνδύαζε κωμωδία, παντομίμα, χορό και μουσική. Αν έπρεπε να κάνουμε μια αντιπαραβολή σε επίπεδο μαζικής απήχησης, τα MinstrelShowείχαν τη σημασία που έχουν στις μέρες μας τα κλαμπ και ο κινηματογράφος μαζί. Και ο έρμος ο JimCrowήταν μια καρικατούρα των μαύρων της εποχής, ένας ταλαίπωρος παλιάτσος, σκοπός του οποίου ήταν η ψυχαγωγία του κοινού.

Ταλαίπωρε Τζιμ! Ακόμα και ο Τζιμ στο θρυλικό «Χάκλμπερι Φιν» του Μαρκ Τουέιν ήταν περισσότερο τυχερός από σένα! Γιατί εκείνος ήταν ένας σκλάβος που επιχείρησε να σπάσει τα δεσμά – προκατειλημμένος, αμόρφωτος, άθελά του κωμικός… μα αληθινός, όσο αληθινός μπορεί να είναι ο χαρακτήρας ενός βιβλίου. Ενώ εσύ, Τζιμ του θεάτρου, δεν ήσουν παρά μια καρικατούρα. Μια κακή απομίμηση, οικοδομημένη πάνω στα στερεότυπα που έτρεφαν για σένα οι λευκοί. Οι ίδιοι λευκοί που σου φόρεσαν αλυσίδες και έπειτα γέλασαν με τα καμώματά σου, όπως θα γελούσαν με ένα σκυλί που χοροπηδάει στο λουρί του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα, βλέπετε, ο ρόλος του «Τζιμ Κρόου» πάνω στη σκηνή αποδιδόταν όχι από μαύρους ηθοποιούς… μα από λευκούς, βαμμένους με μαύρη μπογιά. Μια παράδοση που έφτασε ως και στις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα και ίχνη της οποίας βλέπουμε μέχρι και σε κινηματογραφικές επιτυχίες των καιρών, όπως ο περίφημος «Τραγουδιστής της Τζαζ» - η πρώτη ομιλούσα ταινία, με τον Αλ Τζόλσον να υποδύεται ένα μαύρο έχοντας βάψει το πρόσωπό του και διατηρώντας εκείνο το πλατύ, κωμικό χαμόγελο του κλόουν.







Το λευκό κοινό αντιμετωπίζοντας τους μαύρους ως στερεότυπα (όπως επίσης τους Κινέζους, τους Ιάπωνες, τους Εβραίους, τους αυτόχθονες Αμερικάνους και τόσους άλλους λαούς), απάλυνε τις ενοχές για την κακομεταχείρισή τους και για την έλλειψη ισότητας και ενίσχυε την ψευδαίσθηση της «εκλεκτής ράτσας», σε μια εποχή ιμπεριαλιστικής επιβολής. Ακόμα και όταν είχε καταργηθεί επισήμως η σκλαβιά, οι διακρίσεις παρέμεναν – το αποτύπωμα δεν φεύγει, βλέπετε, αν αφαιρέσετε ένα στρώμα μπογιάς. Χρειάζεται να σκάψεις κάτω βαθιά, να φτάσεις ως τις ρίζες, για να εξαλείψεις την ψυχολογική κατηγοριοποίηση, τη ρίζα κάθε ρατσισμού. Και όπως θα διαπιστώσουμε στις συνέχειες του αφιερώματός μας, η ιστορία τόσο της Τζαζ όσο και της συνολικής μουσικής του 20ουαιώνα φέρει βαθιά μέσα της αυτό το αποτύπωμα.

Το ίδιο αποτύπωμα που παρουσιάζει αυτόν τον κακομοίρη, αστείο ανθρωπάκο να χορεύει, ένα λευκό με το πρόσωπό του βαμμένο μαύρο. Η μορφή του «Τζιμ Κρόου» είναι χαραγμένη στη συλλογική μνήμη της μοντέρνας εποχής, σαν μια ουλή που θυμίζει τραύματα παλιά.

Κι ενώ οι σκλάβοι χόρευαν υπό τους ήχους μιας αληθινά δημιουργικής μουσικής έκφρασης… οι λευκοί απομιμούνταν τους μαύρους σε καρικατούρες στερεότυπα, σκορπώντας γύρω τους το γέλιο. Εν τέλει και οι δύο αυτές εκφράσεις θα συγχωνεύονταν η μία με την άλλη – η μαζική ψυχαγωγία του 20ουαιώνα θα έφερε ίχνη των μεν, όσο και των δε. Γιατί κάποιες φορές το έδαφος πάνω στο οποίο χορεύουμε κροταλίζει με ήχους από κόκαλα.

Μα ο ρατσισμός πάντα λέει περισσότερα για εκείνον που στρέφει το δάχτυλο… παρά για το υποκείμενο της χλεύης του.







Ragtime– Η μουσική της νέας εποχής



Εν αρχή ην το Ράγκταϊμ. Το μεγάλο βιβλίο της Τζαζ θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινάει με αυτήν εδώ τη φράση. Το ίδιο θα μπορούσε να αρχίζει το μεγάλο βιβλίο της Μουσικής του 20ουΑιώνα. Και η λέξη “RAGTIME” θα ήταν γραμμένη με περίτεχνα, χρυσά γράμματα στην πρώτη σελίδα του πρώτου κεφαλαίου, αποτυπωμένη πάνω σε μια πινακίδα σαν εκείνες που είχαν τα σαλούν: ξύλινη, με κάποιες τρύπες από πιστολιές απάνω.

Ήταν μια χαρούμενη, ξέφρενη, τρελή μουσική. Μια μουσική που αντανακλούσε την εποχή της Μπελ Επόκ αλα Αμερικάνα, το αισιόδοξο πνεύμα ανάμεσα σε δύο αιώνες – όταν ο 19οςαιώνας παρέδιδε με χασμουρητό τη σκυτάλη στο νεογέννητο Εικοστό, ένα ατίθασο βρέφος με τσαμπουκαλεμένη διάθεση και όρεξη για καβγά. Ω, ήταν μια τρελή εποχή αναμφισβήτητα – και δεν υπάρχει μουσική που να φανερώνει περισσότερο το πνεύμα της πέρα από το Ράγκταϊμ!

Ήταν επίσης μια μουσική των μαύρων. Εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα της μουσικής κουλτούρας τους, το Ράγκταϊμ συνιστούσε την πρώτη μορφή δημοφιλούς μαύρης μουσικής· στους ανέμελους ρυθμούς του χόρεψαν για πρώτη φορά από κοινού μαύροι και λευκοί μαζί· για πρώτη φορά μια μορφή τέχνης του αφροαμερικανικού πληθυσμού εξαπλώθηκε και κατέκτησε τα πλήθη των λευκών. Οι καιροί άλλαζαν… και οι παρωδίες του «Τζιμ Κρόου» έβλεπαν πως οι νεότερες εποχές δεν τους χωράνε πλέον. Θα χρειάζονταν πολλές δεκαετίες ακόμα· μα η αρχή είχε γίνει.

Επιφανειακά πάντως, το Ράγκταϊμ έφερε μέσα του το πνεύμα των παλαιών MinstrelShow. Τα τελευταία, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια μορφή της εύθυμης φολκ (λαϊκής) μουσικής της εποχής – το Ράγκταϊμ δεν ήταν παρά μια ακόμα έκφανση αυτής της ίδιας μουσικής φολκ. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε καμία παντομίμα, καμία απομίμηση, καμία παρωδία – το προιόν ήταν αυθεντικό.







Ήταν μια μουσική που ταυτίστηκε, κατά κύριο λόγο με το πιάνο, σε μια περίοδο που το πιάνο συνιστούσε βασικό έπιπλο κάθε νοικοκυριού της προκοπής, οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης· κάθε σπίτι είχε πιάνο, όπως σήμερα κάθε σπίτι έχει ηλεκτρική κουζίνα ή ψυγείο. Το μέσο μερικές φορές μας λέει περισσότερα από το μήνυμα που φέρει· και το κατεξοχήν μουσικό μέσο των καιρών ήταν το πιάνο, στις ανάλαφρες νότες του οποίου λικνίζονταν από κοινού μαύροι και λευκοί, πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες κι αλήτες. Στην πορεία το Ragtimeεπεκτάθηκε σε μπάντες με έγχορδα και σε ορχήστρες με χάλκινα – μα το πιάνο παρέμενε πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος του.

Για πρώτη φορά ρυθμοί ragtimeέκαναν την εμφάνισή τους κάπου στα μισά του 19ουαιώνα. Το πρώτο ωστόσο καταγεγραμμένο Rag(η συντομογραφία της μουσικής) ήταν το “MississipiRag” του WilliamKrell, εν έτει 1897. Τα επόμενα χρόνια έφεραν κυριολεκτικά έναν κατακλυσμό από τραγούδια αυτού του είδους. Διασημότερος όλων των μουσικών ήταν ο ScottJoplin– ο προπάππους της Τζαζ, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Τζόπλιν ήταν ένας οραματιστής πέρα από την εποχή του, κάτι που φυσικά είχε το τίμημά του, σε καιρούς που ο μέσος λευκός αντιμετώπιζε τους μαύρους ως κάτι ανάμεσα σε παλιάτσο, σκύλο και εγκληματία.

Ο πατέρας του Τζόπλιν υπήρξε πρώην σκλάβος και έπαιζε βιολί· η μητέρα του έπαιζε το μπάντζο. Γονείς που έφεραν τη μουσική στις φλέβες τους. Ο ήχος του μπάντζου έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά το νεαρό Σκοτ – ο ιδιαίτερος συγκοπτόμενος ρυθμός του στάθηκε βασικός προκάτοχος εκείνου που αργότερα, θα συνιστούσε τον πυρήνα της Τζαζ.







Ήταν 1897 όταν ο Τζόπλιν έγραψε το “MapleLeafRag”. Τρία χρόνια μετά, εν έτει 1900, το συγκεκριμένο κομμάτι πιάνου έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία των καιρών του: για πρώτη φορά στα χρονικά ένα κομμάτι καταγεγραμμένης μουσικής (sheetmusic) έφτανε να πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα! Και ο πυρετός του Ragtimeεξαπλωνόταν στα χαρούμενα πλήθη, που ανάσαιναν τον αέρα μιας νέας εποχής. Ήταν ο ρυθμός των σκλάβων που είχαν πια αποτινάξει τις αλυσίδες τους· η πνοή του ανέμου στα μαλλιά τους.

Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ράγκταϊμ, πέρα από τον εύθυμο, ζωηρό τόνο του, ήταν ο συγκοπτόμενος ρυθμός – η λέξη στα αγγλικά είναι “syncopation”. Αφορά τις απρόοπτες, μη προβλέψιμες αλλαγές σ’ ένα κομμάτι – και οι ρίζες του φτάνουν στα βάθη της αφρικανικής μουσικής παράδοσης, για την οποία, όπως είπαμε, το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα. Τα κομμάτια του ράγκταϊμ δεν εμπεριείχαν αυτοσχεδιασμό – ήταν όλα καταγεγραμμένα, όπως είναι γραμμένο ένα κομμάτι συμφωνικής μουσικής· ωστόσο ο συγκοπτόμενος ρυθμός τους άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό. Ένα παράθυρο που αργότερα θα άνοιγε στην πελώρια, ανεξάντλητη λεωφόρο της Τζαζ.

Και ο πυρετός της νέας μουσικής κυρίευσε τα πλήθη. Ασφαλώς οι νεότερες αυτές τάσεις δεν άρεσαν σε όλους· δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτή τη «μόδα», ερχόμενες κυρίως από τους συντηρητικούς της εποχής – τους ίδιους που δεν είχαν κανένα απολύτως παράπονο από τις παρωδίες των minstrelshowκαι από τα στερεότυπά τους. Ιδού πως περιέγραφε το Ράγκταϊμ εφημερίδα της εποχής: «Ασθένεια σαν τη λέπρα, ή απλά άλλη μια έκφραση του παρηκμασμένου μας πολιτισμού; Σα λυσσασμένο σκυλί… ο χρόνος θα δείξει».

Ο χρόνος έδειξε, κύριοι.







Όσο αφορά τον ScottJoplin, τον σημαντικότερο εκφραστή του είδους, οι καιροί στάθηκαν ανάξιοι των προσδοκιών του. Σκοπός του ήταν να προχωρήσει πέρα από τη μοντέρνα μουσική και το πιάνο, πέρα από τους αφροαμερικανικούς ήχους – επιθυμούσε να παντρέψει το παλιό με το καινούργιο, το αμερικανικό με το ευρωπαϊκό. Μελετούσε κλασική μουσική και συνέθεσε δυο όπερες και ένα μπαλέτο – συνδυάζοντας τους νεότερους με τους παλιότερους ρυθμούς, φανερώνοντας στον κόσμο πως η μουσική επιμειξία δεν συνιστά το τέλος της μουσικής – μα το μοναδικό τρόπο να εξελιχθεί, να προκύψει κάτι καινούργιο μέσα από το πάντρεμα των παλιών. Αλίμονο – ο κόσμος ήταν υπερβολικά προκατειλημμένος τότε για να ανεχτεί τέτοιες πρωτοποριακές τάσεις. Τα μεγαλεπίβολα αυτά έργα του Τζόπλιν δεν γνώρισαν επιτυχία στον καιρό τους – και έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες και να φτάσουμε ως τη δεκαετία του 70, για να θυμηθούν οι νεότερες γενιές τον Τζόπλιν και να αναγνωρίσουν το έργο του.

“NOTE: Do not play this piece fast. Is is never right to play ragtime fast”. Ήταν η φράση με την οποία συνόδευε ο Τζόπλιν τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα κομμάτια του. Γιατί κάποιες φορές το γρήγορο δεν είναι το καλύτερο, όπως δεν είναι πάντα σωστότερες οι πρώτες εντυπώσεις και όπως δεν είναι πάντα ομορφότερη η τέλεια ομορφιά.



Χορεύοντας στο Μέτωπο



Κάποιες φορές οι ωραιότεροι χοροί είναι εκείνοι που χορεύονται στην άκρη του γκρεμού· τα γλυκύτερα φιλιά εκείνα που δίνονται καταμεσής της κρίσης· και τα ομορφότερα σμιξίματα εκείνα που γίνονται εντελώς ανέλπιδα, λαχταριστά και παράταιρα σαν τρούφα που σκορπίζει στον κατακλυσμό.

Ο νέος αιώνας είχε έρθει και σύντομα έδειξε τα δόντια του. Ο κόσμος ξεχύθηκε ενθουσιασμένος στη λαίλαπα ενός πολέμου, του μεγαλύτερου που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε, κουφός στο τραγούδι των Σειρήνων, μικρός μέσα στη μεγαλομανία του. Κι όμως, ακόμα και στο Μέτωπο, δεν έπαυε να χορεύει. Για λίγες έστω στιγμές ξέφευγε απ’ το μονότονο στρατιωτικό του βάδισμα και έπιανε ρυθμούς που θύμιζαν τις γλύκες τις ειρηνικής ζωής – γλύκες που φάνταζαν ξαφνικά τόσο μακρινές και ποθητές, καταμεσής των βρωμισμένων χαρακωμάτων.








Ήταν 1917 όταν μπήκε η Αμερική στον πόλεμο – και μαζί με αυτήν ένας μαύρος μουσικός, ο οποίος συμμετείχε στη στρατιωτική ορχήστρα της πατρίδας του. Ο λόγος για τον JamesReeseEurope, η μπάντα του οποίου, οι “Hellfighters”, ήταν ταυτόχρονα μουσικοί και μαχητές, ξεχωρίζοντας για τη γενναιότητά τους στο καταματωμένο γαλλικό μέτωπο. Η μουσική της μπάντας του Europeήταν ράγκταϊμ σε ορχηστρική μορφή. Δεν ήταν λίγες οι “RagtimeOrchestras” τα χρόνια εκείνα της δεκαετίας του 10. Και μέσω της μετάβασής τους στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, γνώρισαν για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι τη νέα αυτή μουσική. Μια μουσική που σε πολλά σημεία θύμιζε τη νεογέννητη τότε, Τζαζ. Μα ο όρος «Τζαζ» ακόμα δεν είχε καθιερωθεί ακόμα στις συνειδήσεις του κοινού – και η μουσική, με τη σειρά της, δεν είχε απελευθερωθεί οσο χρειαζόταν. Η λέξη κλειδί ακόμα ήταν Ράγκταϊμ. Λέξη φωτιά, σαν τις φωτιές που εκτινάσσονταν στον μπαρουτοκαπνισμένο αέρα του μετώπου.

Δυστυχώς ο JamesEuropeδεν έμελλε να ζήσει για πολύ. Δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο, μα από μαχαιριά ενός αντίζηλου – γλίτωσε από τις τίγρεις για να τον φάνε οι κοριοί, για να θυμηθούμε και τον Μπρεχτ. Η κηδεία του ωστόσο υπήρξε γεγονός πρωτοφανές για τα χρονικά της εποχής – για πρώτη φορά σε κηδεία μαύρου (και μάλιστα, ενός μουσικού) συγκεντρώθηκαν χιλιάδες κόσμου, επιθυμώντας να αποτίσουν ένα μικρό φόρο τιμής στο μουσικό που σκόρπισε τις νότες του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ασφαλώς αν δεν είχε πολεμήσει ο Europeστο Μέτωπο λίγοι θα ασχολούνταν, καθώς βλέπετε πρέπει να θυσιαστείς για έναν σκοπό για να σε εκτιμήσουν τα πλήθη αν είσαι μαύρος – να παράγεις μοναδική μουσική από μόνη της δεν είναι αρκετό. Μα ήταν και αυτό ένα βήμα, αν μη τι άλλο.

Μεταξύ άλλων, η Ορχήστρα του JamesEuropeεκτελούσε μία σύνθεση του W.C. Handy(για τον οποίο θα μιλήσουμε περισσότερο στη συνέχεια), που ονομαζόταν “MemphisBlues”. Το συγκεκριμένο κομμάτι στις ΗΠΑ χορευόταν στους ρυθμούς ενός πρωτοεμφανιζόμενου χορού, με την ονομασία “FoxTrot”. Το Φοξ Τροτ ήταν ένας χορός ανάλαφρος σαν αέρας που φυσά σε ποδόγυρο γυναίκας. Ήταν η ίδια εποχή που κατέφτανε απ’ την Αργεντινή το Τάνγκο, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με το βαθύ ερωτισμό του. Οι χοροί άλλαζαν, οι καιροί άλλαζαν και μαζί με αυτούς οι μουσικές. Τα βαλς και οι πόλκες του παλιού καιρού σύντομα έμελλε να αντικατασταθούν από τις νέες τάσεις, όπως έμελλε να αντικατασταθούν οι κορσέδες απ’ τα ριχτά φορέματα, οι παραδοσιακές τέχνες απ’ τις τέχνες του μοντερνισμού, η βικτωριανή ηθική απ’ την ξέφρενη παράδοση στις απολαύσεις.

Κι ενώ ο Μεγάλος Πόλεμος τελείωνε και ο κόσμος συναρμολογούσε τα κομμάτια του…







Damn Right I Got The Blues



Το Ράγκταϊμ ήταν μια μουσική εύθυμη και ανάλαφρη. Τα Spiritualsυπήρξαν μουσικές δοξολογίες. Τα εργατικά τραγούδια μια μορφή αποδοχής του πεπρωμένου. Τα θεατρικά MinstrelShowsχοντροκομμένες σάτιρες μαζικής αποδοχής. Η συμφωνική ευρωπαϊκή μουσική μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις τάξεις. Τα στρατιωτικά εμβατήρια προσδεδεμένα στον σκοπό του πολέμου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι μουσικές που κυριαρχούσαν στον 19οκαι στις αρχές του Εικοστού αιώνα επιβεβαίωναν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους καιρούς τους· πήγαιναν με το κύμα· έλεγαν σε όλα Ναι.

Μα καταμεσής όλων αυτών των μουσικών της μοίρας, είχε κάνει την εμφάνισή του ένα νέο μουσικό είδος. Σκόπιμα ατημέλητο, άγριο στη μορφή, ωμό στην έκφραση. Εκεί που οι άλλοι έλεγαν σε όλα Ναι, εκείνο ύψωνε ένα μεσαίο δάχτυλο μακρύ σαν μια κιθάρα. Αγαπούσε το ποτό και τη ζωή του δρόμου. Ήθελε ν’ αρέσει στις γυναίκες, μα κατά βάθος ήταν βαθιά μοναχικό. Και εξέφραζε τον πόνο του με νότες, τον καημό του με στίχους. Και τα λόγια του δεν εξωράιζαν την πραγματικότητα – παρά την αποκάλυπταν ως είναι, ξεγυμνωμένη και υγρή κάτω από τα υποκριτικά της πανωφόρια.

Ήταν το ανόσιο αδερφάκι των Spiritualsκαι ο απελευθερωμένος ξάδερφος των καθυποταγμένων Εργατικών Τραγουδιών. Ήταν η αυθεντικότερη λαϊκή μουσική των μαύρων της γενιάς του, που έφτυνε στα μούτρα τα στερεότυπα των λευκών παραμυθάδων. Και έμοιαζε με κάποιο ρεαλιστικό πίνακα ζωγραφικής, κάποιο έργο του Κουρμπέ ή του Μιγέ, από εκείνα που παρουσίαζαν την πραγματικότητα στην αληθινή της διάσταση, φανερώνοντας τον αγώνα και τον πόνο των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Και το όνομά του ήταν Blues. Η μουσική που έκανε συμφωνία με τον Διάβολο και έσπειρε γύρω της τους σπόρους τους παραδείσου. Τους σπόρους της μουσικής του 20ουαιώνα, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται κάπου στα βάθη του Μισσισσιππή, αγκυλωμένες στις πλάτες μιας περιπλανώμενης κιθάρας.








Όλες οι μουσικές που αναφέραμε ως τώρα συνέβαλαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη δημιουργία της Τζαζ. Μα η σούπα χρειαζόταν ένα ακόμα βασικό συστατικό, προκειμένου να αποκτήσει τη νοστιμάδα της – και αυτό ήταν τα Μπλουζ.

Οι ρίζες τους χάνονται κάπου στα βάθη του 19ουαιωνα – άγνωστο πότε ακριβώς ξεκίνησαν, καθώς τότε, βλέπετε, δεν υπήρχαν ηχογραφημένες μαρτυρίες και τα Μπλουζ υπήρξαν κατεξοχήν λαϊκή έκφραση – αφορούσαν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των μαύρων, επομένως ο λευκός πληθυσμός τα αγνοούσε. Πουθενά αλλού δεν είχαν τη δυνατότητα οι μαύροι των χαμηλών τάξεων (πρώην σκλάβοι ή απόγονοι σκλάβων) να εκφραστούν, όσο μέσω της μουσικής τους – και η έκφρασή τους ήταν ωμή, βαθιά ρεαλιστική, γελοιοποιώντας κάθε στερεότυπο, κάθε καρικατούρα που έτρεφε γι’ αυτούς ο έξω κόσμος.

Βαθιά συναισθηματικά, τα μπλουζ έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στο τραγούδι, παρά στη μουσική. Στους στίχους, όχι στις νότες. Σκοπός τους να εκφορτίσουν τον πόνο από τις κακουχίες μιας ζωής και μέσω της μουσικής, να αγγίξουν κάποια μορφή απελευθέρωσης. Μιλώντας για ξοδεμένους έρωτες, για στέγες δίχως ζεστασιά, για καρδιές περιπλανώμενες, για φτωχικές φωλιές, για τον κάματο της εργασίας, για την παρήγορη ζεστασιά του αλκοόλ και των αναλώσιμων γυναικών, τα μπλουζ υπήρξαν η γνησιότερη καταγραφή μιας εποχής. Μα σκοπός τους δεν ήταν να τραγουδηθεί η θλίψη – μα να δοθεί κάποια κάθαρση μέσω της μουσικής. Τραγουδώντας τα μπλουζ, απελευθερώνεσαι απ’ αυτά – ξορκίζεις το δαίμονα και η διάθεσή σου φτιάχνει. Και αυτή ακριβώς την καθαρτική διάσταση των Bluesτην αισθανόμαστε και σήμερα, όταν ακούμε αυτή τη μουσική – νιώθουμε λες και έχουμε βρει έναν καλό φίλο που μας καταλαβαίνει.








Δεν είναι τυχαίες εξάλλου οι ομοιότητες με τα δικά μας ρεμπέτικα τραγούδια και όποιος ασχοληθεί περισσότερο με την ιστορία των δύο μουσικών θα εκπλαγεί, συνειδητοποιώντας πόσο κοντά βρίσκονται μεταξύ τους – σαν αδέρφια χαμένα από καιρό, που βρίσκονται ξανά.

Ξεκίνησαν από το Δέλτα του Μισσισσιπί και ευδοκίμησαν πρώτα στις αγροτικές περιοχές· για τον λόγο αυτόν τα πρώιμα Μπλουζ ονομάζονται “DeltaBlues” ή “CountryBlues”|. Μια κιθάρα, ενίοτε ένα μπάντζο, και ένας περιπλανώμενος, ως συνήθως, μουσικός. Κάπως έτσι άρχισαν. Ανάμεσα στους πρώτους τραγουδοποιούς που έγιναν γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ουαιώνα, ήταν ο BlindLemonJefferson, το ωμό στυλ του οποίου χαρακτήριζε το σύνολο των παλαιών μπλουζμεν· ο CharleyPatton (Τσάρλι Πάτον), μια βασανισμένη φωνή και μια περίτεχνη κιθάρα, τα κόλπα της οποίας μιμήθηκε πολλές δεκαετίες μετά ο JimmyHendrix· oβαθιά συναισθηματικός EddieSonHouse, προκάτοχος της slideκιθάρας· και ο RobertJohnson– η μεγαλύτερη φυσιογνωμία όλων.

Στην περίπτωση του Ρόμπερτ Τζόνσονη αφήγηση της πραγματικότητας σμίγει με το μύθο και συχνά είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα όριά τους. Είναι ο αρχετυπικός Μπλουζμαν, ο Περιπλανώμενος με παρέα τη Σκιά και την Κιθάρα του, ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, γυρίζοντας τις πολιτείες του Νότου, παίζοντας σε νυχτερινά στέκια, αποπλανώντας τις γυναίκες, συνάπτοντας συμμαχία με το διάβολο. Εκείνος που μετέφερε όπου και αν πήγαινε το στίγμα και την ευλογία των Μπλουζ. Όσο αφορά τις ηχογραφήσεις του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 30; Αρκεί να αναφέρουμε πως συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της μεταγενέστερης Ροκ μουσικής.

Περισσότερα για τον Ρόμπερτ Τζόνσον και τον περίφημο μύθο (ή μήπως ήταν πραγματικότητα;) της συνάντησής του με τον διάβολο, μπορείτε να διαβασετε σε ένα παλιότερο κείμενό μου εδώ:




Τα Μπλουζ ήταν απ’ τη φύση τους περιπλανώμενα, αδύνατο να περιχαρακωθούν σε στενά όρια και κλεισμένα σύνορα. Κάποια στιγμή λοιπόν, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, πρόσφυγες από τον Μισσισσιππή έφεραν τα Μπλουζ στη Νέα Ορλεάνη – μια πολιτεία που ξεχείλιζε ορχήστρες και μπάντες από χάλκινα και πνευστά μουσικά όργανα. Ήταν ζήτημα χρόνου να αρχίσουν οι τελευταίες να ενσωματώνουν στοιχεία απ’ τα Bluesστη μουσική τους… και κάτι καινούργιο είχε πλέον γεννηθεί.







Κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν και ένας πρωτοπόρος – κάποιος εκφραστής του αναδυόμενου ρεύματος, στη μορφή του οποίου σμίγουν το παλιό με το καινούργιο. Ήταν 1903 όταν, σύμφωνα με την αφήγησή του, ο WilliamChristopherHandy (γνωστότερος ως W.C.Handy) άκουσε ένα μουσικό στο Δέλτα του Μισσισσιπή να παίζει κιθάρα με ένα μαχαίρι, σε κάποιο σταθμό τρένου. Ο Handy, γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης, εντυπωσιάστηκε από τον αυθορμητισμό, τη γνησιότητα και την απλή, μα λειτουργική φόρμα του νέου αυτού ήχου – ο λόγος φυσικά για τα Μπλουζ. Αποφάσισε λοιπόν να καταγράψει για πρώτη φορά αυτή τη μουσική, ενσωματώνοντας τη στους υπάρχοντες ρυθμούς του Ράγκταϊμ, συνδυάζοντάς τη με στοιχεία της κλασικής παράδοσης. Για πρώτη φορά καταγράφτηκε σε χαρτί η περίφημη Φόρμα των Μπλουζ, η κλασική μορφή της οποίας ήταν το επαναλαμβανόμενο δωδεκάμετρο μοτίβο και οι ξακουστές Μπλε Νότες (BlueNotes).

Και για πρώτη φορά το λευκό κοινό των πόλεων έμαθε τη νέα μουσική – αρκετά διαφοροποιημένη από το αυθεντικό πρωτότυπο, περισσότερο καλογυαλισμένη, λιγότερο γνήσια ίσως… μα τα μπλουζ ήταν εκεί, έστω μεταμφιεσμένα. Ο Γουίλιαμ Χάντι χαρακτηρίστηκε «Πατέρας των Μπλουζ», χαρακτηρισμός σαφώς υπερβολικός· μα αν δεν δημιούργησε ο ίδιος τα Μπλουζ, ο ρόλος του στην καταγραφή, στην εξάπλωση και στην μεταγενέστερη αποδοχή τους, υπήρξε καθοριστικός. Τα μεταμφιεσμένα μπλουζ του Χάντι μπολιάζονταν με τις δημοφιλείς μουσικές και τις ορχήστρες των καιρών, παραδίδοντας συνθέσεις όπως το “MemphisBlues” που αναφέραμε πριν, στους ήχους του οποίου χορευόταν το Φοξ Τροτ.

Μα η μεγαλύτερη απ’ όλες τις συνθέσεις του Χάντι ήταν το μεγαλειώδες “SaintLouisBlues”, το οποίο είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου το 1914 – και εδώ ερχόμαστε σε μια σημαντική καμπή για την ιστορία της μουσικής. Το “SaintLouisBlues” καθιερώθηκε ως ένα από τα περισσότερο διασκευασμένα τραγούδια στην ιστορία της μουσικής, ενώ υπήρξε παράλληλα το 2οπερισσότερο ηχογραφημένο τραγούδι του πρώτου μισού του 20ουαιώνα – πίσω μόνο από την «Άγια Νύχτα»!







Επίλογος – Η γυναίκα που μελαγχολεί στο δειλινό



Και κάπου εδώ λοιπόν, με τα λόγια του θρυλικού αυτού τραγουδιού, μπορούμε να βάλουμε μια άνω τελεία. Ήδη το πρώτο μέρος της Ιστορίας της Τζαζ ξεπέρασε κατά πολύ το όριο που είχα προβλέψει – το αφιέρωμα θα μας κρατήσει συντροφιά σε μάκρος χρόνου, όπως όλα δείχνουν. Θα επανέλθω με το 2ομέρος του αφιερώματος κάποια στιγμή μέσα στον επόμενο μήνα.

Στο μεταξύ μια γυναίκα κάπου τραγουδά· τραγουδά για έναν άντρα με καρδιά βαριά σαν πέτρα που πέφτει στο βυθό· τραγουδά για κείνον που αφέθηκε στη λάμψη κάποιας άλλης · στα διαμαντοστόλιστά της χέρια και στο πασπαλισμένο με πούδρα πρόσωπό της· για εκείνον που τον παρέσυρε ο πλούτος και χάθηκε μακριά. Τραγουδά για τον ήλιο που δύει, τον ήλιο που την μελαγχολεί. Και συνεχίζει ν’ αγαπά αυτόν που χάθηκε, ενώ πέφτει το σκοτάδι.

Και ο παλμός της καρδιάς δεν παύει να χτυπά.


I hate to see that evening sun go down
I hate to see that evening sun go down
'Cause my lovin' baby done left this town

If I feel tomorrow like I feel today
If I feel tomorrow like I feel today
I'm gonna pack my trunk and make my getaway

Oh, that St. Louis woman with her diamond rings
She pulls my man around by her apron strings
And if it wasn't for powder and her store-bought hair
Oh, that man of mine wouldn't go nowhere

I got those St. Louis blues, just as blue as I can be
Oh, my man's got a heart like a rock cast in the sea
Or else he wouldn't have gone so far from me

I love my man like a schoolboy loves his pie
Like a Kentucky colonel loves his rocker and rye
I'll love my man until the day I die, Lord, Lord

I got the St. Louis blues, just as blue as I can be, Lord, Lord
That man's got a heart like a rock cast in the sea
Or else he wouldn't have gone so far from me

I got those St. Louis blues
I got the blues, I got the blues, I got the blues
My man's got a heart like a rock cast in the sea

Or else he wouldn't have gone so far from me, Lord, Lord



Συνεχίζεται...........




Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #1: Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν

$
0
0

©the Lethal Rabbit



Κάποτε η Αλίκη ακολούθησε έναν βιαστικό κούνελο σ'ένα απύθμενο τούνελ. Αποζητώντας όμως τη διέξοδο στον κήπο των ονείρων της, δεν πρόσεξε μια πόρτα που οδηγούσε σ'ένα βαθύ λαγούμι. Το συγκεκριμένο λαγούμι έχει το εξής χαρακτηριστικό: ξεχειλίζει βιβλία κάθε μορφής και είδους. Βιβλία προερχόμενα απ'όλες τις εποχές και όλους τους τόπους – κάποια μάλιστα, λένε, από μέρη που δεν γνωρίζουμε καν πως υπάρχουν.

Τα βιβλία βρίσκονται ολόγυρά σου· τα βλέπεις σε ράφια που χάνονται στο σκοτάδι της οροφής – ή μήπως είναι το μαύρο του ουρανού εκείνο που αντικρίζεις; Δεν είσαι βέβαιος. Η αίσθηση του μέσα και του έξω, του πάνω και του κάτω, φαίνεται να ξεθωριάζει, οι αντιθέσεις της απαλύνονται. Το ίδιο και η αίσθηση του χρόνου. Δεν γνωρίζεις πια αν είσαι εδώ λίγα λεπτά ή ολάκερους μήνες. Ίσως χρόνια, ίσως αιώνες.

Οι βιβλιοθήκες δεν μοιάζουν με καμία που έχεις συναντήσει. Άλλες περιστρέφονται, άλλες τυλίγονται σε σχήμα σπιράλ, άλλες απλώνονται προς ποικίλες κατευθύνσεις. Σπάνε τη σοβαροφάνεια που έχεις συνηθίσει – ίσως ξεχωρίσεις μουσικές νότες να σκορπίζουν απ'τις χαραγματιές του τοίχου. Ίσως είναι πυγολαμπίδες αυτές οι λάμψεις που ξεπηδούν απ'τα βιβλία. Κάποιες βιβλιοθήκες μοιάζουν με τρενάκι ρόλερ κόστερ.

Λένε πως το μέρος αυτό δημιουργήθηκε πριν πολλές χιλιετίες. Όταν ο πρώτος Δικτάτορας, του πρώτου Κράτους, του πρώτου Πολιτισμού, σκέφτηκε πως τα βιβλία αποτελούσαν απειλή για τον ίδιο – μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο στρατό. Λένε πως κάποτε το μέρος αυτό αποτελούσε έναν περίλαμπρο ναό, μα τώρα πια χώθηκε κάτω από τη γη, προκειμένου να διαφυλάξει την κληρονομιά του. Μα σάμπως δε μοιάζει με ουρανό εκείνη η οροφή που αντικρίζεις; Και τα απειράριθμα φωτάκια της, θαρρείς λάμψεις κεριών, σάμπως δεν μοιάζουν με αστέρια;

Μα τώρα είσαι εδώ. Το μέρος αυτό σου φαίνεται φιλόξενο - οικείο. Και αυτό συμβαίνει γιατί αγαπάς τα βιβλία. Γιατί η συντροφιά τους απαλύνει τη μοναξιά σου. Γιατί ανήκεις σ'εκείνη τη φευγάτη, πάντα ανήσυχη κατηγορία των βιβλιοφάγων. Και να – εκεί, πέρα, βλέπεις και έναν Κούνελο, σκυμμένο πάνω στο τραπέζι, το φως τρεμοπαίζοντας στη γούνα του, διατεθειμένο να μοιραστεί μαζί σου αποσπάσματα από βιβλία κλασικά και αγαπημένα.

Είναι λες και τραβάς στην τύχη ένα βιβλίο από κάποιο ράφι. Το ανοίγεις και πέφτεις σε κάποιο χαρακτηριστικό απόσπασμα. Μα αυτός είναι ο σκοπός αυτής της νέας σειράς αναρτήσεων.


***


Το Λημέρι της Λογοτεχνίας” θα έχει δεκάδες συνέχειες. Σκοπός του είναι να μας δώσει μία γεύση από κλασικά – κατά κύριο λόγο – λογοτεχνικά έργα. Εδώ κι εκεί θα εμπλουτίζω τα κείμενα με ορισμένες αφηγήσεις σχετικές με συγγραφείς, αποσπάσματα από ημερολόγια ή κάποια ιστορικά στοιχεία. Στο επίκεντρο όμως της σειράς βρίσκονται τα αποσπάσματα, που είναι επιλεγμένα προσεκτικά μέσα από τα βιβλία – η επιλογή αποσπασμάτων δεν είναι εύκολο έργο. Στόχος μου η ενθάρρυνση στο ψάξιμο, μα και η άντληση του ιδιαίτερου αρώματος του βιβλίου. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει το βιβλίο προκειμένου να απολαύσει το απόσπασμα.

Θα χωρίζω κάθε παρουσίαση σε μικρές ενότητες, από τις οποίες η καθεμιά είναι αφιερωμένη σε έναν διαφορετικό συγγραφέα/βιβλίο. Σαν σταθμούς σ'ένα ταξίδι. Ή σφήνες από διαφορετικά είδη κρασιού – κάποια εύγεστα, άλλα γλυκόπικρα, άλλα μεθυστικά.

Τώρα λοιπόν που είπαμε τα εισαγωγικά, μπορούμε να ξεκινήσουμε την περιπλάνησή μας. Να ξέρεις, επισκέπτη. Το Λαγούμι αυτό δεν έχει τέλος.



Πλήθος κόσμων





"Χαράζουμε τα όρια της προσωπικότητας μας πάντοτε πολύ στενά! Υπολογίζουμε στο πρόσωπο μας πάντοτε μόνο αυτό που ξεχωρίσαμε σαν ατομικό, μόνο ότι αναγνωρίζουμε σαν διαφορετικό από τους άλλους. Όμως αποτελούμαστε από την όλη υπόσταση του κόσμου. Ακριβώς όπως ο καθένας μας κουβαλάει μέσα στο κορμί του την εξέλιξη από το ψάρι και πολύ πιο πίσω, έχουμε στην ψυχή μας όλα όσα ποτέ έζησαν σε ανθρώπινες ψυχές. Όλοι οι θεοί και οι διάβολοι που υπήρξαν ποτέ, είτε στους Έλληνες και στους Κινέζους, είτε στους Ζουλού και στους Κάφρους, όλοι τους είναι μέσα μας, είναι παρόντες, σαν δυνατότητες, σαν επιθυμίες, σαν διέξοδοι.

Αν η ανθρωπότητα πέθαινε και δεν έμενε παρά ένα και μόνο μέτριας νοημοσύνης παιδί που δε θα είχε διδαχτεί κανενός είδους μάθημα, αυτό το παιδί θα ξανάβρισκε πάλι όλη την πορεία των πραγμάτων, θα μπορούσε να δημιουργήσει πάλι θεούς, δαίμονες, παραδείσους, εντολές και απαγορεύσεις, Παλαιές και Καινές διαθήκες, όλα αυτά".

"Καλά", αντέτεινα, "σε τι συνίσταται τότε ακόμα η αξία του ατόμου; Γιατί πασχίζουμε ακόμα αν τα έχουμε ήδη όλα έτοιμα μέσα μας;"

"Aλτ!", φώναξε τότε ο Πιστόριους ζωηρά. "Υπάρχει μεγάλη διαφορά στο αν κουβαλάτε μέσα σας τον κόσμο και στο αν το ξέρετε επίσης! Ένας παράφρονας μπορεί να εκφράσει σκέψεις που θυμίζουν τον Πλάτωνα και ένα μικρό ευλαβικό παιδί του σχολείου σκέφτεται σ'ένα ινστιτούτο Χερνχούτερ δημιουργικά βαθιές μυθολογικές συναρτήσεις που απαντώνται στους γνωστικιστές ή στον Ζωροάστρη. Αλλά δεν ξέρει τίποτα γι'αυτό! Είναι ένα δέντρο ή μια πέτρα, στην καλύτερη περίπτωση ένα ζώο, για όσον καιρό δεν ξέρει. Ύστερα όμως, όταν υποφώσκει ο πρώτος σπινθήρας αυτής της επίγνωσης, γίνεται άνθρωπος.

Γιατί δε θα θεωρήσετε, βέβαια, ανθρώπους όλα τα δίποδα που κυκλοφορούν στον δρόμο απλώς και μόνο επειδή στέκονται σε όρθια στάση και επειδή κουβαλάνε μέσα τους, επί εννέα μήνες, τα μικρά τους. Βλέπετε, βέβαια, πόσοι πολλοί απ'αυτούς είναι ψάρια ή πρόβατα, σκουλήκια ή βδέλλες, πόσοι πολλοί είναι μυρμήγκια, πόσοι πολλοί είναι μέλισσες! Μέσα στον καθένα τους όμως υπάρχουν οι δυνατότητες να γίνουν άνθρωποι, αλλά αυτές οι δυνατότητες τους ανήκουν μόνο από τη στιγμή που τις διαισθάνονται, μόνο από τη στιγμή μάλιστα που μαθαίνουν να τις συνειδητοποιούν".



Χέρμαν Έσσε. Από το μυθιστόρημα "Ντέμιαν"του 1919.Η μετάφραση είναι της Ε.Χατζηγιάννη.



Ο Κάφκα και τα βιβλία που δαγκώνουν


Kafka by Robert Crumb



"Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Εάν το βιβλίο που διαβάζουμε δε μας ταρακουνάει βίαια, σα γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο να αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Για να μας κάνει χαρούμενους; Θεέ και κύριε, θα ήμασταν εξίσου χαρούμενοι και αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία - βιβλία που μας κάνουν χαρούμενους θα μπορούσαμε να τα γράψουμε και οι ίδιοι.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας χτυπούν, σα την μεγαλύτερη κακοτυχία (...). Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω."

Από γράμμα του Φραντς Κάφκα σε ένα φίλο του. Το έτος ήταν 1904.



Όταν ο Τζόυς συνάντησε ένα θαυμαστή






Κάποια μέρα, ένας νεαρός φοιτητής τον σταματά στον δρόμο, κάπου στη Ζυρίχη. Ο φοιτητής ανήκε στους ενθουσιώδεις θαυμαστές του. Τον πλησιάζει και του λέει με χαρά:

"Μπορώ να φιλήσω το χέρι που έγραψε τον Οδυσσέα;"

Τότε ο Τζόυς του απαντά:

"Όχι. Το χέρι έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα".


Πηγή το “Britannica” του Χάρη Βλαβιανού.




Φωτιά στο Μπιτ






Ήταν ο συγγραφέας του περίφημου "On The Road"και εισηγητής του όρου "Beat". Η γραφή και το ύφος του θα στέκονταν καθοριστικά για την εναλλακτική γενιά των αμερικανών Beatniks, εκεί στη δεκαετία του 50 - το πρώτο, ουσιαστικά, κίνημα εναλλακτικής κουλτούρας που εξαπλώθηκε στις χώρες της Δύσης του 20ου αιώνα. Το "On The Road"γράφτηκε εξ'ολοκλήρου στον δρόμο, όπως λέει και το όνομα του, οδηγώντας μεταξύ Αμερικής και Μεξικού, διασχίζοντας ερήμους και σκόρπιες πολιτείες...

Και ένα μάλλον κωμικό περιστατικό. Στις αρχές των 50'ς είχε βρει δουλειά ως δασοφύλακας στην πολιτεία της Ουάσινγκτον. Λίγοι μόλις μήνες πέρασαν και απολύθηκε. Τι είχε συμβεί; Ένα βράδυ ο διευθυντής της δασικής υπηρεσίας τον βρήκε να κοιμάται του καλού καιρού στο φυλάκιο. Αυτό ενώ η πυρκαγιά μαινόταν λίγα μόλις βήματα πιο πέρα.


Ο λόγος για τον Τζακ Κέρουακ.



Ένα διάλειμμα για κρασάκι






Πάμε πίσω μερικούς αιώνες. Ήταν 1670, όταν ο Μολιέρος παρουσίασε για πρώτη φορά στην αυλή του Λουδοβίκου του 14ου της Γαλλίας το θεατρικό “Ο Αρχοντοχωριάτης”... Το απόσπασμα που ακολουθεί συνιστά μια ωδή στην κρασοκατάνυξη. Θα μπορούσε να είχε γραφτεί και χθες.


ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ


Φύλλις, πιές μια γουλιά,
ν'αρχίσει ο χορός
Αχ, πόσο όμορφη μοιάζει μες
στα χέρια σου, μια κούπα με κρασί!
Αυτά τα δύο, το κρασί
κι η ομορφιά σου,
μες στην καρδιά μου
άναψαν φωτιά.
Μπροστά στο πιόμα, εμείς οι δυο,
καρδιά μου,
πως θ'αγαπούμε ο ένας τον άλλο,
ας ορκιστούμε αιώνια.

Σαν στάζει αυτό στα χείλη σου,
ακόμη πιο πολύ τα νοστιμεύει
και πώς το στόμα σου γίνεται
ακόμη πιο γλυκό!
Αυτό ή το άλλο μου ανοίγει
την όρεξη ακόμη πιο πολύ.
Πίνω κρασί, εσένα φιλώ και
περισσότερο μεθώ.
Μπροστά σε κείνο, αγάπη μου,
πως θ'αγαπάμε ο ένας τον άλλο
ας ορκιστούμε αιώνια.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ


Εμπρός, φίλοι, να πιούμε,
αυτόν τον χρόνο τον καλό,
χαρείτε να χαρούμε,
όσο έχουμε καιρό.
Στη σκοτεινιά του Άδη
σαν βρεθούμε,
θα χάσουμε για πάντα αγάπες
και κρασί.
Εμπρός λοιπόν, να πιούμε,
όσο κρατάει η ανάσα μας αυτή.

Παράλογος είναι όποιος ποθεί
ν'αναζητά αλλού χαρά!
Εμείς πως σ'ένα βαρέλι μέσα
νομίζουμε πως ολόκληρη χωρά.
Φήμη, μόρφωση και πλούτη
τις στενοχώριες της ζωής δεν
καταφέρνουν να σκορπούν.
Μονάχα μέσα στο ποτήρι τούτο
οι έγνοιες σκορπούν.

Εμπρός, λοιπόν, παιδιά, τον κόσμο
όλο κερνάτε με κρασί!
φέρνετε αδιάκοπα κούπες
κερνάτε εδώ γραμμή.



Σαλπάροντας στο Υπερωκεάνειο του έρωτα





Ο λόγος για ένα καράβι του οποίου πολύ θα θέλαμε να είμαστε επιβάτες. Έχοντας μάλιστα απολαύσει το κρασί που μας κέρασε ο Μολιέρος, τι καλύτερο από το να απολαμβάναμε τις θεσπέσιες ηδονές που περιέγραψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.



"Ενώ ο Ρώσσος ωμιλούσε ακόμη, ο Άγγλος εκοίταζε το μέγα υπερωκεάνειον, όπως κοιτάζει κανείς έναν φίλον με τον οποίον συνεννοείται απολύτως. Τα μάτια του έλαμπαν πολύ και το όλον ύφος του έδειχνε έξαρσιν μεγάλην. Έπειτα κατευθύνων το βλέμμα του, οτέ μεν προς τον ηδονιζόμενον ναυτικόν και την μικράν Ελληνίδα, οτέ δε προς τον Ρώσσον, ο Άγγλος είπε:

"Nαι, φίλε μου, διότι για μένα, ο έρωτας με όλα του τα φαινόμενα, και όχι ως μία έννοια ανεδαφικώς τυποποιημένη από την ηθική, ο έρωτας λοιπόν εν τη πληρότητί του, ο έρωτας ο αληθινός, ο έρωτας ο βιολογικός και πάσα ωστική φορά η δύναμις είναι εν και το αυτό - δηλαδή ενέργεια ερωτική και ηδονική του σώματος και της ψυχής, τουτέστιν η πλήρης, ενιαία και αδιαίρετη ουσία, όχι μόνο του ατόμου, αλλά και της καθολικής υπάρξεως του κόσμου. Η ζωή, για μένα Σέργιε, είναι ο Έρως, αλλά ο Έρως πλήρης, με όλα του τα φαινόμενα αλληλένδετα, συνυφασμένα και συγκροτούντα την ολοκληρωτικήν υπόστασιν και μορφήν του. 

Ενώ εσύ, φίλε μου, βλέπεις με άγχος τα επι μέρους, στοιχεία και ζητήματα ενός πλήρους και ακεραίου συνόλου, εν ω επιτυγχάνομεν ή αποτυγχάνομεν, αναλόγως με τον βαθμό εις τον οποίον δεχόμεθα ή δε δεχόμεθα το σύνολον τούτο, και το άγχος σου αυτό, αγαπητέ μου, που δεν διαφέρει καθόλου από τον φόβο της κολάσεως των χριστιανών, σε εμποδίζει, Σέργιε, να δης τον έρωτα στα μάτια, δηλαδή να δης τη ζωή εν τη υπερόχω και συμπαγεί, άνευ Καλού ή Κακού ακεραιότητί της, όταν, εν θριάμβω, μέσα από τους έρωτας και μέσα από τας μάχας, εν ηδονή και εν δυνάμει ολοκληρούμεθα."

Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του Ρώσσου συζητητού, επί τω ακούσματι των τελευταίων λέξεων του Αγγλοσάξονος φίλου του. Διά μίαν στιγμήν του εφάνη ότι, εκεί, δίπλα του, και επί της αναπεπταμένης προκυμαίας, εν τω μέσω του βοώντος πλήθους, που απεθαύμαζε τον "Μέγαν Ανατολικόν", του εφάνη ότι ίστατο υπό τα ενδύματα ενός ανδρός του 19ου αιώνος, ουχί ο Άγγλος φίλος του, αλλά, ως παρουσία ενός θεού ενσαρκωμένου, του εφάνη ότι ίστατο εκεί, μέσα εις την δόξαν του εκθαμβωτικού εαρινού ηλίου, στιλπνός και παντοδύναμος ο Παν".


Από το πρώτο κεφάλαιο του “Μεγάλου Ανατολικού”.


συνεχίζεται....






Περιμένοντας το Τρένο

$
0
0





Περίμενε εδώ και πολλές ώρες το τρένο. Ίσως ήταν μέρες, ίσως εβδομάδες. Ήταν δύσκολο να πει – ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει εδώ μέσα. Καθόταν σε μια θέση και παρατηρούσε με ενδιαφέρον τον κόσμο γύρω του. «Δες πόσο καλοφτιαγμένος είναι αυτός ο σταθμός αναμονής», σκεπτόταν. «Τι όμορφες που είναι αυτές οι θέσεις με το ξύλο και την υφασμάτινη φόδρα. Κι αυτά τα παράθυρα, πόσο επιβλητικά φαντάζουν με όλες αυτές τις ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις. Κρίμα που τα έχουν κλειστά όλη την ώρα. Όπως και να’ χει όμως – όταν θα έρθει το τρένο, λίγη σημασία θα έχουν πια αυτά».

Για να περάσει η ώρα κοιτούσε τον κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν. Εκείνη τη γυναίκα με το σκυλάκι. Τον άντρα που διάβαζε εφημερίδα. Το ζευγάρι που μιλούσε σε συνωμοτικό σχεδόν τόνο, χαμογελώντας με νόημα, ανταλλάσσοντας ποιος ξέρει τι λόγια αγάπης. Την παρέα από νέους που έμοιαζαν κουρασμένοι από κάποιο μακρινό ταξίδι. Τον μεσήλικα με τον σκούφο και τα χοντρά γυαλιά που κοιτούσε το ρολόι του. Τον παράξενο τύπο με το καπέλο που τον είχε πάρει ο ύπνος.

Κάποιες στιγμές βαριόταν – βαριόταν όλη αυτή την αναμονή. Και τότε άρχιζε να σκέπτεται. Έφερνε στο νου όλες τις διαφορετικές στάσεις της διαδρομής του, μία μία. Είχε προγραμματίσει προσεκτικά το ταξίδι του – ω, πόσα όνειρα έπλαθε εδώ και καιρό! Πρώτα θα κάνει αυτό κι εκείνο, έπειτα το άλλο. Και έχτιζε φαντασιώσεις, κάστρα με τη σκέψη του. Θα πάει εδώ, θα πάει εκεί, θα δει εκείνο κι εκείνο. Δεν έμενε παρά να έρθει επιτέλους αυτό το τρένο – να ξεκινήσει! Μα πόση ώρα πια θα περιμένει;

Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Η γυναίκα με το σκυλάκι είχε φύγει και μια άλλη είχε πάρει τη θέση της – κρατούσε ένα κλουβί. Το κλουβί ήταν άδειο. Ο άντρας με την εφημερίδα είχε αντικατασταθεί από άλλον – ο πρώτος διάβαζε τα πολιτικά, ο καινούργιος τα αθλητικά. Ένα άλλο ζευγάρι αγαπημένων είχε αντικαταστήσει το παλιό – οι πρώτοι ήταν νέοι, αυτοί εδώ ήταν ηλικιωμένοι. Για δες – έμοιαζαν σχεδόν με το ίδιο ζευγάρι, μεγαλύτερο σε ηλικία… Ήταν λες και όλα αυτά είχαν κάποιο αδιόρατο νόημα, το οποίο όμως αδυνατούσε να συλλάβει.

Και συνέχιζε να φαντασιώνεται. «Όταν έρθει το τρένο θα ξεκινήσω επιτέλους να χτίζω τη ζωή μου. Όλα όσα δεν έκανα ως τώρα θα τα κάνω. Κάθε στάση κι ένα όνειρο. Τόσα μέρη να δω, τόσα να κάνω! Πόσα σχέδια έχω καταστρώσει! Μένει να έρθει επιτέλους…»

Και περίμενε. Και περίμενε. Ο κόσμος γύρω του ερχόταν κι έφευγε. Ακόμα κι εκείνος ο παράξενος τύπος με το καπέλο, που κοιμόταν όλη την ώρα, είχε πια αποχωρήσει.

Είχε μείνει μόνος.

Πρόσεξε τότε έναν υπάλληλο. «Συγγνώμη, κύριε», τον ρώτησε. «Μπορείτε να μου πείτε πότε θα έρθει το τρένο; Γιατί περιμένω πάρα πολλή ώρα – δεν ξέρω και γω πόση. Μοιάζει λες και έχουν περάσει χρόνια από τότε που ήρθα».

Ο υπάλληλος τον κοίταξε απορημένος. «Το τρένο, κύριε;»

«Ναι! Το τρένο!», απάντησε εκνευρισμένος. «Τόσο παράξενο σου φαίνεται; Πόση ώρα πια θα περιμένω σε αυτόν εδώ τον σταθμό;»

Oυπάλληλος τον παρατήρησε σιωπηλός. «Κύριε…», του είπε. «Βρίσκεστε ΜΕΣΑ στο τρένο.»

Είχε χάσει τα λόγια του. «Μέσα στο τρένο; Μα τότε, αυτά τα παράθυρα…». Έτρεξε αμέσως προς τα κλειστά παράθυρα και με κόπο τα άνοιξε. Και τι να δει – έξω ο κόσμος έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα! Έτρεχε ασταμάτητα, το τοπίο γύριζε σαν σβούρα. Τόσο γρήγορα που ένιωσε αναγούλα.

«Μέσα στο τρένο… Βρίσκομαι μέσα στο τρένο…», επαναλάμβανε, αδυνατώντας να πιστέψει πως εκείνο που νόμιζε για σταθμό αναμονής, ήταν στην πραγματικότητα το ίδιο το βαγόνι. «Τα όνειρα που έπλαθα… τόση αναμονή, τόσο καιρό… πόσα χρόνια βρίσκομαι εδώ; Μέσα στο τρένο λοιπόν;...»

«Ναι, κύριε», έκανε ο υπάλληλος. «Βρίσκεστε μέσα στο τρένο. Μα όχι για πολύ ακόμα. Σε λίγο φτάνουμε στο τέλος της διαδρομής».





Σιωπηλές Συμφωνίες... Μια Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου, μέρος Ι

$
0
0

©the Lethal Rabbit



Φαντάσου. Είναι Σάββατο βράδυ και έχεις βγει με την παρέα σου για σινεμά. «Τι λες για μια παλιά ταινία;», σε ρωτούν. Αμέ, γιατί όχι, σκέφτεσαι. Καιρός να ξεμουδιάσεις λίγο από την οθόνη του υπολογιστή. Φτάνοντας στον κινηματογράφο παρατηρείς το πόστερ του έργου – η ταινία είναι ασπρόμαυρη και φαίνεται πως αριθμεί κάποιες δεκαετίες. Διαπιστώνεις πως ο κόσμος γύρω σου είναι διαφορετικός από εκείνον που συνήθως βλέπεις στα blockbuster του εμπορικού κέντρου. Λιγότερος αριθμητικά, χωρίς ατελείωτες παρέες εφήβων να ξεπηδούν σαν άγουρα μανιτάρια, περισσότερο εναλλακτικός στα γούστα. Δεν σου κάνει εντύπωση – η πλειοψηφία δεν θα πήγαινε, Σάββατο βράδυ, να δει μια τόσο παλιά ταινία. Αναρωτιέσαι αν άξιζε τον κόπο.

Κάθεσαι στη θέση σου, έτοιμος να δεις περί τίνος πρόκειται. Οι τίτλοι του έργου κάνουν την εμφάνισή τους. Μα – τι είναι αυτό; Οι ηθοποιοί μιλούν χωρίς να βγαίνει ήχος απ’ το στόμα τους. Επεξηγηματικές καρτέλες με διαλόγους εμφανίζονται ανάμεσα στις σκηνές. Η ταινία αυτή δεν είναι απλά παλιά – είναι παμπάλαια! Πρόκειται για έργο του βωβού κινηματογράφου! Πιθανό να αριθμεί ως και 100 χρόνια ζωής!

Η έκπληξή σου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπιστώνεις πως ο χώρος γύρω σου αλλάζει – ή μήπως είναι απλά αποκύημα της ταραγμένης φαντασίας σου; Η αίθουσα σταδιακά μεταμορφώνεται – απλώνεται σε έκταση και ύψος, τα τείχη της πλουμίζονται με εντυπωσιακά διακοσμητικά, ενώ θεωρεία ξεπετάγονται εδώ κι εκεί, λες και βρίσκεσαι σε κάποια Όπερα του παλαιού καιρού. Οι θέσεις γεμίζουν ασφυκτικά με κόσμο – άτομα κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης ξάφνου κάθονται ολόγυρά σου, τα βλέμματά τους καρφωμένα στην κεντρική ασπρόμαυρη οθόνη, ρουφώντας το περιεχόμενό της με τα σπινθηροβόλα μάτια τους – μια οθόνη που περιβάλλεται τώρα από δύο πελώριες κουρτίνες. Και δες – ο κόσμος είναι ντυμένος τόσο αλλόκοτα! Οι γυναίκες φορούν κάτι περίεργα ριχτά φορέματα και στρογγυλά καπέλα, ενώ οι άντρες είναι όλοι γραβατωμένοι με κουστούμια. Κόσμος που απλώνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, εκατοντάδες! Τρίβεις τα μάτια σου, βέβαιος πως ονειρεύεσαι, μα το θέαμα παραμένει ίδιο.

Και η μουσική – ω, η μουσική! Σίγουρα το αποκορύφωμα όλων. Οι ήχοι του έργου δεν βγαίνουν πια από ηχεία – μα από ζωντανή ορχήστρα, που δεσπόζει μπροστά στην κεντρική σκηνή! Ξεχωρίζει το πιάνο, οι λυρικές νότες του οποίου απλώνονται σαν θεσπέσιο άρωμα στο χώρο. Βλέπεις την οθόνη – το φιλμ ξετυλίγεται, η μανιβέλα γυρίζει, οι ηθοποιοί μιλούν, μα ήχοι δεν βγαίνουν απ’ το στόμα τους. Μα τι σημασία έχει πια, όταν ολόκληρη ορχήστρα συνοδεύει κάθε τους στιγμή, όταν πλουμίζει τις αισθήσεις σου με αρχέγονη μαγεία;






Μαγεία. Αυτό είναι. Δεν ξέρεις πως έφτασες εδώ, μα έχεις μαγευτεί. Και το ίδιο συμβαίνει με όλα τα πρόσωπα που παρατηρείς γύρω σου. Ταξιδεύουν σ’ έναν άλλον κόσμο, κυριολεκτικά. Τα μάτια των γυναικών λάμπουν και οι συνοδοί τις κρατούν από το χέρι τους. Ο κινηματογράφος γι’ αυτούς δεν είναι απλά μορφή ψυχαγωγίας – μα πύλη σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, απόδειξη πως τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν – έστω για λίγο, όσο κρατά η διάρκεια μιας ταινίας.

Ξεκίνησες απλά για να δεις ένα παλιό έργο. Και δες – βρέθηκες σε μια άλλη εποχή. Στα χρόνια τα παλιά. Τότε που ο κινηματογράφος συμβόλιζε την αρχέγονη μαγεία, όπως ζωντάνευε επί της οθόνης. Τότε που η ζωντανή μουσική, η παντομίμα και το θέατρο συνόδευαν τις εξορμήσεις του. Τότε που πειραματιζόταν ενθουσιασμένος, όπως ένα μικρό παιδί όταν ανακαλύπτει πρώτη φορά τον κόσμο.

Βρίσκεσαι στον κόσμο του Βωβού Κινηματογράφου. Το πρώιμου σινεμά – εκείνου από το οποίο ξεκίνησαν όλα.

Και στην ιστορία αυτού του σινεμά θα εξορμήσουμε. Στα άδυτα των Φιλμ, εξερευνώντας όλες τις σημαντικές πτυχές των πρώτων 30 χρόνων τους. Θα μιλήσουμε για 50 από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου, μα ταυτόχρονα θα ιχνηλατήσουμε την πορεία του – από τις απαρχές ως τα χρόνια που η εμφάνιση της ομιλίας έριξε την αυλαία στον παλαιό κόσμο – και ένας νέος κόσμος πια ανέτειλε, μια άλλη εποχή.

Πιάστε λοιπόν μια θέση. Αφήστε τις νότες του πιάνου να σας κατακλύσουν. Και απολαύστε το ταξίδι.






Κινηματογράφος – Οι Απαρχές



Η επιθυμία του ανθρώπου να μιλήσει με εικόνες είναι παλιά όσο ο άνθρωπος ο ίδιος, φτάνοντας ως τα χρόνια της Παλαιολιθικής εποχής. Η ιστορία της Τέχνης, στο σύνολό της, συνιστά έκφραση της επιθυμίας του αυτής και παράλληλα φανερώνει τους θαυμαστούς τρόπους με τους οποίους μεταμορφώνονταν κάθε φορά τα εκφραστικά μέσα, ανάλογα με την εποχή και την εξέλιξη της τεχνολογίας. Φτάνοντας πια στα τέλη του 19ουαιώνα, ενώ τα αστικά κέντρα ολοένα και μεγάλωναν κι ενώ ο θαυμαστός ηλεκτρισμός είχε πια κάνει τη νύχτα μέρα, η βιομηχανία και η τέχνη ενώθηκαν για να δημιουργήσουν ένα νέο μέσο έκφρασης – ένα μέσο που αφενός άνοιγε καινούργιους δημιουργικούς δρόμους στους πρωτοπόρους καλλιτέχνες των καιρών, μα παράλληλα συνιστούσε (ενδεχομένως) μια επικερδή επένδυση για τους παραγωγούς.

Τα πειράματα με τις κινούμενες εικόνες αριθμούσαν αρκετά χρόνια πίσω, μα ήταν στα τέλη του 19ουαιώνα όταν οι Γάλλοι αδερφοί Λυμιέρ κατόρθωσαν να φυσήξουν πνοή στο θαυμαστό νέο επίτευγμα του ζωντανού – επί της οθόνης – φιλμ. Ήταν συγκεκριμένα το έτος 1985 όταν οΛουί και ο Ωγκίστ Λυμιέρ (Lumière Brothers) παρέδωσαν στον απορημένο κόσμο τη νεότερη εφεύρεσή τους: το Cinématographe, όπως το αποκαλούσαν. Επρόκειτο για μια φορητή μηχανή, ικανή να τραβάει και να αποτυπώνει εικόνες σε ταινία, την οποία με τη σειρά της μπορούσε να την προβάλλει επί μιας οθόνης. Και να που οι εικόνες πια ζωντάνευαν!

Οι αδερφοί Λιμιέρ δεν ήταν υπήρξαν αποκλειστικοί πρωτοπόροι. Ήδη ο Τόμας Έντισον στις ΗΠΑ (γνωστός για τις μισές εφευρέσεις της ανθρωπότητας – με κάποια δόση υπερβολής!), λίγα χρόνια πριν, είχε κατασκευάσει ένα παρόμοιο μηχάνημα, με το χαρακτηριστικό όνομα Kinetograph– μα του Έντισον ήταν δύσχρηστο, ενώ των αδερφών Λυμιέρ εύκολο στη χρήση και φορητό. Γαλλία-ΗΠΑ, σημειώσατε Ένα και οι Γάλλοι έμελλε να πάρουν τα πρωτεία όσο αφορά την ιστορία του κινηματογράφου – μέχρι που στις ΗΠΑ δημιουργήθηκαν τα μεγάλα βιομηχανικά τραστ και το αμερικανικό Κεφάλαιο επικράτησε – και μαζί του ο κόσμος του αμερικανικού κινηματογράφου. Μα αυτό θα το δούμε στην πορεία. Για την ώρα είχαν πολλούς λόγους να χαμογελούν στην πρωτεύουσα του Φωτός.

Καθώς αφηγούμαστε την ιστορία μας, ας ξεκινήσουμε και τη χρονολογική παρεμβολή των σημαντικότερων ταινιών. Παρατίθεται ο τίτλος του έργου, η χρονολογία, το όνομα της χώρας παραγωγής και το όνομα του σκηνοθέτη.



Οι αδερφοί Λυμιέρ


1 # LaSortiedelUsine («Εργάτες Αποχωρούν Από Το Εργοστάσιο», Γαλλία, 1895)
Σκηνοθεσία: Louis Lumiere



Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησαν όλα. Το μικροσκοπικό αυτό φιλμ, συνολικής διάρκειας περίπου ενός λεπτού, συνιστά επισήμως το πρώτο έργο στην ιστορία του κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μέρος μιας σειράς από φιλμάκια που γύρισε ο δημιουργός του, Λουί Λυμιέρ, προκειμένου να επιδείξει στους θεατές τις δυνατότητες της νεότερης εφεύρεσής του – του Cinématographe.

Στη διάρκεια του φιλμ παρατηρούμε ένα πλήθος από εργάτες (άντρες και γυναίκες) την ώρα του σχολάσματός τους από το εργοστάσιο – εργοστάσιο φωτογραφίας που ανήκε στον δημιουργό του έργου, Λουί Λυμιέρ. Ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα (όχι τα ρούχα εργασίας), αποχωρούν χαμογελώντας, έτοιμοι να υποδεχτούν τις απογευματινές ελεύθερές τους ώρες, περνώντας μπροστά από την κάμερα που κατέγραφε την αποχώρησή τους. Να ήξεραν άραγε πως συνιστούν μέρος του πρώτου κινηματογραφικού φιλμ; Πως συνιστούν μέρος ενός ιστορικού ρεύματος, που μόλις τότε είχε γεννηθεί; Ίσως τα χαμογελαστά τους πρόσωπα να μαρτυρούν αυτό ακριβώς – «ναι, γνωρίζουμε», είναι σα να σου λένε. «Και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό».



Εργάτες Αποχωρούν Από Το Εργοστάσιο


Η Πρώτη Κωμωδία. Το Πρώτο Φιλί



Η αρχή είχε γίνει. Και το ρεύμα πίσω δεν γυρίζει – μόνο τρέχει ασταμάτητο μπροστά. Ως το 1898 οι αδερφοί Λυμιέρ είχαν στο ενεργητικό τους περίπου 1000 ταινίες! Όλες μικρής διάρκειας, όλες απεικονίζοντας σύντομα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Μεταξύ άλλων ξεχωρίζει η πρώτη ίσως κωμωδία Σλάπστικ (Slapstickcomedy), με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Ποτιστής Που Ποτίστηκε». Ουσιαστικά επρόκειτο απλά για την απεικόνιση ενός ποτιστή που αδυνατούσε να ποτίσει τον κήπο του, επειδή ένα παιδαρέλι στα κρυφά είχε πατήσει πάνω στο λάστιχό του. Πλησιάζει τότε ο ποτιστής να δει τι συμβαίνει, το παιδί αφήνει το πόδι απ’ το λάστιχο, το νερό εκσφενδονίζεται απότομα και ο ποτιστής καταβρέχεται. Και αυτό ήταν όλο – η πρώτη κωμωδία.

Με τον όρο “Slapstick” κατηγοριοποιούνται πλήθος κωμωδίες του παλιού καιρού. Φαρσοκωμωδίες, ουσιαστικά, με ρίζες στο αποκαλούμενο Μπουρλέσκ (Burlesque), δίνοντας έμφαση στα παθήματα του πρωταγωνιστή και προκαλώντας το γέλιο μέσα από τις κινήσεις και τις γκάφες του. Μα αν στο έργο των αδερφών Λυμιέρ η ατυχής κατάσταση του κεντρικού χαρακτήρα επέφερε το γέλιο στο κοινό, στις προθέσεις των δημιουργών του δεν ήταν να αφηγηθούν μια ιστορία – απλά να απεικονίσουν μια πραγματικότητα. Ο Λουί Λυμιέρ ήταν πρωτίστως ένας βιομήχανος και εφευρέτης. Δεν ήταν παραμυθάς. Οι εκατοντάδες ταινίες των αδερφών Λυμιέρ απεικόνιζαν όλες σκηνικά της καθημερινής ζωής της εποχής · δεν είχαν ηθοποιούς · δεν είχαν σενάρια. Επρόκειτο ουσιαστικά για μικροσκοπικά ντοκυμανταίρ – παράθυρα στον κόσμο των καιρών τους.

Ο κινηματογράφος ως παράθυρο– αυτή υπήρξε η πρώτη του μορφή. Θα ακολουθούσε ο κινηματογράφος ως αφήγημα.

Και δες – με τι θαυμασμό συνέρεε ο κόσμος για να δει από το παράθυρο αυτό! Κινούμενες εικόνες. Ζωντανές εικόνες. Φωτογραφίες εν κινήσει. Όσο δεδομένο μας φαίνεται τώρα αυτό, για τους ανθρώπους του λυκόφωτος του 19ουαιώνα υπήρξε κάτι μοναδικό, κάτι αξιοπερίεργο, κάτι θαυμάσιο. Μα η δύναμη της εικόνας, στην σύγχρονη εποχή του διαδικτύου, παραμένει το ίδιο ισχυρή όπως τότε.



Ο Ποτιστής Που Ποτίστηκε


2 # TheKiss(«Το Φιλί», ΗΠΑ, 1896)
Σκηνοθεσία: William Heise (Thomas Edison)



Δεν είχε προλάβει να γεννηθεί ο κινηματογράφος, όταν ξεκίνησαν οι πρώτες εξαγριωμένες αντιδράσεις – και τα πρώτα σκάνδαλα. Το «Φιλί» γυρίστηκε για λογαριασμό της εταιρείας του Τόμας Έντισον και διαφημίστηκε ως εξής: «Προετοιμάζονται να φιληθούν, ξεκινούν να φιλιούνται, και φιλιούνται, και φιλιούνται, και φιλιούνται τόσο, που γκρεμίζουν τα πάντα γύρω τους!». Ήταν ένα από τα πρώτα έργα που προβλήθηκαν σε μαζικό κοινό και αντίστοιχα, ένα από τα πρώτα που διαφημίστηκαν. Μα το σκάνδαλο που προκάλεσε υπερέβαινε την πενιχρή διάρκεια του φιλμ – μόλις 18 δευτερόλεπτα!

Και τι απεικόνιζε το έργο; Ένα ζευγάρι να φιλιέται. Αυτό ήταν όλο.

«Το θέαμα του μακροσκελούς θωπεύματος των χειλιών, μεγεθυμένο σε υπέρογκες διαστάσεις και επαναλαμβανόμενο τρεις φορές, είναι απολύτως αηδιαστικό!», είχε γράψει ένας εξαγριωμένος κριτικός της εποχής! Καλά καλά δεν γεννήθηκε ο κινηματογράφος, κατέφτασαν και οι κριτικοί. Και μαζί τους όλη η πουριτανική κοινωνία εξέφραζε την αηδία της, απαιτώντας να λογοκριθεί το φιλμ (πως γίνεται να λογοκριθεί ένα έργο 18 δευτερολέπτων, με μια και μοναδική σκηνή; - πολύ απλά, δείχνεις μόνο τους τίτλους αρχής και τέλους). Ως και την παρουσία αστυνομικών δυνάμεων απαίτησαν, στα μέρη προβολής του έργου, «δια την αποκατάστασιν της ηρεμίας και της τάξης».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και αποτέλεσε το πιο πετυχημένο φιλμ της εταιρείας του Τόμας Έντισον, για το 1896. Όπου σκάνδαλο και επιτυχία, κι ενώ οι ηθικολόγοι κραύγαζαν για τα ιερά και όσια που απειλούνταν – έναν χρόνο ζωής μαρτυρούσε ο νεογέννητος κινηματογράφος και είχε μπει για τα καλά στο νόημα.

Και όλα αυτά για ένα φιλί. Αναρωτιέμαι πόσο έχουμε αλλάξει, 120 χρόνια μετά, κι ενώ η καταστροφή και η βία συνιστούν καθημερινό θέαμα και θέμα (αφαιρέστε το «α» από το «θέαμα» και μετατρέπεται σε «θέμα») στα δελτία ειδήσεων – όσο ο έρωτας είναι κάτι που συζητιέται στα κρυφά. Η δημόσια απεικόνισή του εξακολουθεί να αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, ταμπού.







Ζωρζ Μελιέ – Ο πρωτοπόρος της Φαντασίας



Αν ο Ιούλιος Βερν γύριζε ταινίες, πιθανό να είχαν τη μορφή που τους προσέδωσε ο Ζωρζ Μελιέ (Georges Méliès). Βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή για την πορεία του νεότοκου, ακόμα, κινηματογράφου. Ως τώρα το σινεμά απεικόνιζε περιστατικά της καθημερινής ζωής – άλλα εύθυμα, άλλα σοβαρά, όλα όμως αυθόρμητα γυρισμένα στο φυσικό τους περιβάλλον. Χρειάστηκε ένας άνθρωπος με ξέχειλη φαντασία και δημιουργικό πνεύμα – ένας αληθινός καλλιτέχνης – για να μεταπηδήσει ο κινηματογράφος στο επόμενο στάδιο: εκείνο της αφήγησης μιας ιστορίας.

Ο Μελιέ ήταν ένας ταχυδακτυλουργός. Ένας μάγος, που αγαπούσε τα παιχνίδια και τα τρικ. Σύντομα διαπίστωσε πως η νέα κινηματογραφική τεχνική του παρείχε άφθονες δυνατότητες για φοβερά και φανταχτερά κόλπα – μπορούσε να χειριστεί την κινούμενη εικόνα, ώστε να παράγει αποτελέσματα που θα άφηναν άφωνο το κοινό του. Τα αυθόρμητα εξωτερικά γυρίσματα και ο ρεαλισμός των προκατόχων του αντικαταστάθηκαν από εσωτερικά γυρίσματα, περίτεχνα κατασκευασμένα πλάνα και ηθοποιούς. Ο Μελιέ γύρισε συνολικά πάνω από 500 μικροσκοπικά έργα, χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η φανταστική τους διάσταση, καθώς και τα άφθονα οπτικά τους τρικ – με άλλα λόγια, ο Μελιέ δεν υπήρξε μόνο ο πατέρας της κινηματογραφικής μυθοπλασίας, μα και ο πατέρας των εφέ.

Ανάμεσα στο πλήθος των έργων του, ένα ήταν εκείνο που θα άφηνε ιστορία και θα καταλάμβανε επάξια μια θέση στα σημαντικότερα φιλμ όλων των εποχών.






3 # Levoyagedanslalune(«Ταξίδι στη Σελήνη», Γαλλία, 1902)
Σκηνοθεσία: GeorgesMéliès



Εκεί που ο μύθος χάνεται στα βάθη του χρόνου, ξεπροβάλλει η εικόνα της χαμογελαστής σελήνης. Εκεί που η φαντασία ασπάστηκε για πρώτη φορά τον κόσμο του κινηματογράφου, έκανε την εμφάνισή του ο Ζωρζ Μελιέ. Το «Ταξίδι στη Σελήνη» είναι η γνωστότερη ταινία του και προάγγελος όλων των έργων Επιστημονικής Φαντασίας. Ήταν επίσης η πρώτη ταινία που κατέστησε φανερή στον κόσμο τη δύναμη της κινούμενης εικόνας, ικανή να πλάθει περιβάλλοντα εξωπραγματικά και μαγικά – τη δύναμη του κινηματογράφου ως μέσο για ταξίδια, ένα ιπτάμενο χαλί πάνω στο οποίο επιβαίνεις και μεταφέρεσαι σε κόσμους που ζωντανεύουν μπρος στα μάτια σου.

Επηρεασμένος από τον Ιούλιο Βερν και το βιβλίο του «Από Τη Γη Στη Σελήνη», μα και από τον Χ. Τζ. Γουέλς και τους «Πρώτους Ανθρώπους Στο Φεγγάρι», ο Μελιέ εμπνεύστηκε το κινηματογραφικό ταξίδι του στη Σελήνη. Η ταινία διαρκεί 14 λεπτά – κάτι σπάνιο για τα δεδομένα των καιρών – και συνιστά, κυριολεκτικά, μια υπερπαραγωγή για την εποχή της. Μα εδώ δεν υπάρχει κάποια μεγάλη εταιρεία ή κάποιος εύπορος βιομήχανος να επενδύει κεφάλαια – τα πάντα ήταν αποκύημα της δουλειάς και της φαντασίας του Μελιέ, όντας ο ίδιος δημιουργός, σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός των έργων του. Ήταν επίσης εκείνος που εμπνεύστηκε τα περίτεχνα σκηνικά του έργου, ζωγράφισε τα εξωγήινα τοπία του, όρισε την ενδυματολογία των χαρακτήρων του και κατασκεύασε τα οπτικά τρικ που το χαρακτηρίζουν. Επρόκειτο για κάτι εντελώς καινούργιο: ο κινηματογράφος ξεπρόβαλε πια ως είδος τέχνης.

Ασφαλώς η πιο ξακουστή σκηνή του φιλμ είναι εκείνη που το σκάφος, σε σχήμα σφαίρας, καρφώνεται στο μάτι του Φεγγαριού με το ανθρώπινο πρόσωπο. Η εικόνα από μόνη της συνιστά έμβλημα μιας εποχής ολόκληρης, παραπέμποντας στα θαυμαστά χρόνια της παρισινής Μπελ Επόκ και του Cine-Fantasiste– του νεότερου επιτεύγματός της. Τότε που τα πάντα έμοιαζαν δυνατά και το μοναδικό σύνορο έμοιαζε να είναι η φαντασία των ανθρώπων.







Πέραν των πρωτοποριακών οπτικών εφέ, ο Μελιέ εγκαινίασε τη μυθιστορηματική αφήγηση, την ιδέα της κινηματογραφικής πλοκής, το Stop-Motion, την αργή κίνηση, τα Fade-In, τα Fade-Out. Ασφαλώς έμελλαν πολλά να γίνουν ακόμα – καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου η κάμερα παραμένει στατική, καθώς η ιδέα της εναλλαγής κοντινών και μακρινών πλάνων δεν είχε καθιερωθεί ακόμα, ενώ η κινηση της κάμερας (travelling) βρισκόταν σε ακατέργαστο στάδιο. Μα η αρχή είχε γίνει. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο Κινηματογράφος, όπως τον γνωρίζουμε, ξεκίνησε ουσιαστικά τότε – το 1902, με το «Ταξίδι στη Σελήνη» του Μελιέ.

Δυο δεκαετίες μετά, κι ενώ ο κινηματογράφος είχε πια μετατραπεί σε μεγάλη Βιομηχανία του Θεάματος, ο κόσμος θα ανακάλυπτε το Μελιέ, ηλικιωμένο, μόνο και ξεχασμένο απ’ τους πάντες, να πουλάει παιχνίδια δικής του κατασκευής σε ένα μικροσκοπικό μαγαζάκι κάπου στο Μονπαρνάς. Τα τρικ και τα παιχνίδια ήταν ανέκαθεν ο κόσμος του, βλέπετε. Όχι τα χρήματα, όχι οι επιχειρήσεις – τις οποίες αδυνατούσε, μόνος, να συναγωνιστεί. Παιχνίδι στα χέρια του στάθηκε και ο κινηματογράφος. Ένα τόσο δα παιχνιδάκι, που έλαβε γιγαντιαίες, εξωπραγματικές διαστάσεις με τα χρόνια.

Σε ευχαριστούμε, Ζωρζ Μελιέ, για το ιδιαίτερο αυτό παιχνίδι σου, που στα δικά σου πρώτα χέρια έγινε τέχνη. Συμβολίζεις τη δημιουργική, παιχνιδιάρικη φύση του κινηματογράφου. Εκείνη που τοποθετεί τη φαντασία και την προσωπική δημιουργία πάνω από τα κέρδη. Η σελήνη πάντα θα χαμογελά στο άκουσμα του ονόματός σου.



George Melies


Ο Πρώιμος Γαλλικός Κινηματογράφος



Στα πρώτα εκείνα χρόνια η Ευρώπη προπορευόταν της Αμερικής. Ήταν εξάλλου μια περίοδος που η ευρωπαϊκή κουλτούρα διένυε μια εξαιρετικά ακμάζουσα εποχή. Οι τέχνες ανθοβολούσαν και σκορπούσαν ολόγυρά τους αποχρώσεις της πρωτοπορίας και του μοντερνισμού – στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και πλέον – στον κινηματογράφο. Μέχρι να έρθει ο Πόλεμος και να αφήσει την Ευρώπη σε ερείπια – και πρωταγωνιστής να γίνει πια (και μέχρι σήμερα) η Αμερική.

Η Γαλλία ασφαλώς βρισκόταν στο επίκεντρο. Οι αδερφοί Λυμιέρ αποκάλυψαν το νέο μέσο, ο Μελιέ του προσέδωσε την αφηγηματική του ταυτότητα. Σύντομα οι παραγωγοί συνειδητοποίησαν τις επιχειρηματικές δυνατότητες του μέσου. Ιδιαίτερα πετυχημένος ανάμεσά τους στάθηκε ο παραγωγός Σαρλ Πατέ, ο οποίος συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Φερντινάν Ζεκά (FerdinandZecca). Σε μια από τις πρώιμες ταινίες του 1901 παρουσιάζεται ο Ζεκά να ίπταται πάνω απ’ το Παρίσι, πάνω σε μια περίτεχνη ιπτάμενη μηχανή. Αντίστοιχα έμελλε να απογειωθεί ο κινηματογράφος τα επόμενα χρόνια.






Τα έργα του Ζεκά σημείωσαν σημαντική επιτυχία και έφτασαν να εξάγονται ως τις ΗΠΑ. Μία από τις σημαντικές καινοτομίες του υπήρξε η αφηγηματική τεχνική του “Cliff-hanger”. Νομίζω όλοι γνωρίζετε περί τίνος πρόκειται. Η συγκεκριμένη τεχνική έμελλε να αναδειχτεί σε Τέχνη από τον σκηνοθέτη Λουί Φεγιάντ (Louis Feuillade) – τον σημαντικότερο Γάλλο σκηνοθέτη των χρόνων πριν τον Πόλεμο. Ήδη στα χρόνια εκείνα τα μικροσκοπικά, ολιγόλεπτα φιλμ του παρελθόντος είχαν αρχίσει να παραχωρούν τη θέση τους σε έργα μεγάλης διάρκειας. Ο Φεγιάντ προχώρησε ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας ουσιαστικά τα πρώτα σήριαλ. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως οι σύγχρονες τηλεοπτικές υπερπαραγωγές (που πλέον φτάνουν ως και να επισκιάζουν τα κινηματογραφικά έργα σε ποιότητα και απήχηση) έχουν τις ρίζες τους στα σήριαλ του Φεγιάντ.

Η πρώτη σειρά που σημείωσε μεγάλη επιτυχία ήταν η απόδοση στην οθόνη των πετυχημένων βιβλίων «Φαντομάς»(Fantomas), τα έτη 1913-14. Δημιούργημα των συγγραφέων MarcelAllainκαι PierreSouvestre, η σειρά των «Φαντομάδων» ανήκει στα κλασικότερα αστυνομικά έργα των καιρών της – αποκύημα του ίδιου λογοτεχνικού αέρα που μας έδωσε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες όπως ο Αρσέν Λουπέν, εμβληματικοί μιας ολόκληρης εποχής. Ο Φεγιάντ διασκεύασε το «Φαντομά» για τον κινηματογράφο σε πέντε συνέχειες. Ήταν το πρώτο από τα μεγάλα σήριαλ, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου ήταν τα περίφημα cliff-hangerτου: Στο τέλος κάθε επεισοδίου οι ήρωες βρίσκονταν μπλεγμένοι σε μια επικίνδυνη κατάσταση και ο θεατής έπρεπε να περιμένει ως το επόμενο επεισόδιο για να δει τι θα γίνει στη συνέχεια.

Η κινηματογραφική διασκευή των «Φαντομάδων» είχε ενθουσιώδεις θαυμαστές, μα και επικριτές, που στέκονταν στην επιφανειακή (σύμφωνα με τη γνώμη τους) προσέγγιση του έργου. Είχαμε ήδη μπει στον κόσμο των συγκρίσεων ανάμεσα στα καλλιτεχνικά μέσα και ο κινηματογράφος από πολύ κόσμο θεωρούνταν μορφή τέχνης κατάλληλη για τις «μάζες», μα ανίκανη να αποδώσει τις λεπτές συγκινήσεις και την ανώτερη αισθητική των υπολοίπων τεχνών.

Ο Φεγιάντ ωστόσο θα επέστρεφε με μια σειρά ακόμα πιο συναρπαστική.



Les Vampires - 1915


4 # LesVampires(«Οι Βρυκόλακες», Γαλλία, 1915)
Σκηνοθεσία: LouisFeuillade


Συνολικής έκτασης 10 επεισοδίων, οι «Βρυκόλακες» έμελλε να αποτελέσουν σειρά σταθμό για τα κινηματογραφικά χρονικά. Ο Φεγιάντ επιστράτευσε με μαεστρία τις τεχνικές που είχε καταστήσει γνωστούς από τους «Φαντομάδες», μα η πλοκή και η εξέλιξη της ιστορίας είχαν ακόμα μεγαλύτερο βάθος. Ουσιαστικά πρόκειται για αστυνομικό θρίλερ, στην παράδοση που έμελλε να ακολουθήσουν (και να απογειώσουν) σκηνοθέτες όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Οι «Βρυκόλακες» συνιστούν μια εγκληματική συμμορία, τα ίχνη της οποίας αναζητούν οι πρωταγωνιστές του έργου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η αινιγματική και επιβλητική μορφή της IrmaVep (πρόκειται περί αναγραμματισμού της λέξης “vampire”), την οποία και υποδύεται η Γαλλίδα ηθοποιός Musidora. Οι ερμηνείες της Musidoraέκλεψαν την παράσταση σε βαθμό τέτοιο, που πλήθος κόσμου έφτασε να θεωρεί αυτήν – μια απ’ τους «κακούς» της ιστορίας – ως την κεντρική φυσιογνωμία της ταινίας. Το γεγονός πως η δική της μορφή άντεξε στο χρόνο, έναν αιώνα μετά, δεν είναι καθόλου τυχαίο.

Πέραν του αμφιλεγόμενου ηθικού υπόβαθρού της (όπου οι κακοί φτάνουν να κλέβουν την παράσταση), η ταινία ξεχώριζε για την επιβλητική ατμόσφαιρά της. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το διάχυτο εκείνο αίσθημα ανησυχίας, η επικείμενη αίσθηση καταστροφής και κινδύνου, που χαρακτηρίζει τόσα και τόσα θρίλερ, έλκουν την καταγωγή τους από το συγκεκριμένο φιλμ του 1915. Οι σχεδόν άδειοι παρισινοί δρόμοι στα εξωτερικά πλάνα του έργου ενισχύουν το αίσθημα ανησυχίας – ήταν, βλέπετε, 1915, και οι Γάλλοι στην πλειοψηφία τους είχαν φύγει για το Μέτωπο. Άδειοι δρόμοι, σπίτια μισοφωτισμένα, κρυφά περάσματα, δρόμοι με παγίδες – τα πάντα στην ταινία αποπνέουν αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ήταν ο αστικός κόσμος που φοβόταν. Ο κόσμος που είχε φύγει για τον πόλεμο και έβλεπε τις αξίες του να βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί, πάνω από την άβυσσο. Το τρομερό βλέμμα της Musidora– της Βαμπίρ – απομυζούσε το κοινό από την ψευδαίσθηση ασφάλειάς του. Τα Βαμπίρ μπορούν να βρουν και σένα.

Μέχρι που το έργο τελείωνε. Ο θεατής καθόταν ακόμα στη θέση του και ένιωθε χαρούμενος και ασφαλής. Ήταν απλά μια ταινία, τίποτα παραπάνω. Τότε – όπως και τώρα.






ΗΠΑ – Ένα Θέαμα για τις Μάζες



Στα πρώτα πέντε χρόνια του Βωβού Κινηματογράφου, οι ταινίες απευθύνονταν κατά κύριο λόγο στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Ικανές να παρέχουν μια φτηνή μορφή ψυχαγωγίας δίχως λόγια, γίνονταν αμέσως κατανοητές ακόμα και από κόσμο δίχως μόρφωση, ή ακόμα και αναλφάβητους. Από το 1900 και έπειτα όμως η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Τα παλιότερα φιλμ-ντοκυμανταίρ, με τις ανύπαρκτες πλοκές και τις απλοϊκές τους ιστορίες παραχώρησαν τη θέση τους σε έργα-μυθοπλασίες. Ο θεατής έπρεπε να επενδύσει περισσότερο στην ιστορία πλέον και να κατανοήσει τους διαλόγους, όπως παρουσιάζονταν με τη μορφή ενδιάμεσων καρτελών. Ενσωματώνοντας όλο και περισσότερες καινοτόμες τεχνικές, παρουσιαζόμενος ως μια νέα μορφή τέχνης, αποδίδοντας στην οθόνη ξακουστά έργα της λογοτεχνίας, ο κινηματογράφος άρχισε να απευθύνεται περισσότερο στις μεσαίες και αστικές τάξεις.

Τα πρώτα φιλμ στις ΗΠΑ συνιστούσαν μια φτηνή διασκέδαση. Με αντίτιμο ένα νίκελ, τα σινεμά της εποχής ονομάστηκαν Νικελόντεον. Ήταν ο πρώιμος καιρός ακόμα, όταν απευθύνονταν στις εργατικές τάξεις. Στην πορεία όμως οι παραγωγοί και οι βιομήχανοι συνειδητοποίησαν τις εμπορικές προοπτικές που παρείχε το νέο αυτό είδος τέχνης. Άρχισαν λοιπόν να δημιουργούνται οι πρώτες επιχειρηματικές ενώσεις – τα πρώτα Τραστ, οι οποίες θα μετεξελίσσονταν στους κολοσσιαίους κινηματογραφικούς ομίλους που έμελλε να χαράξουν την ιστορία του κινηματογράφου. Ήταν επίσης εκείνα που έγειραν τον πήχη – από τον Παλαιό Κόσμο στο Νέο, από την Ευρώπη στην Αμερική. Ο κινηματογράφος ως τέχνη συγκρούστηκε με τον κινηματογράφο ως εμπόρευμα – το δεύτερο επικράτησε. Ο πρώτος θα ενσωματωνόταν στον δεύτερο και θα ξεκινούσε μια άτυπη μονομαχία μαζί του – η διάρκεια της οποίας συνεχίζεται ως σήμερα.

Ήταν στην Αμερική λοιπόν, εν έτει 1903, όταν δημιουργήθηκε ένα φιλμ που πάντρευε μοναδικά την καλλιτεχνική καινοτομία με την εμπορική απήχηση.






5 # TheGreatTrainRobbery(«Η Μεγάλη Ληστεία του Τρένου», ΗΠΑ, 1903)
Σκηνοθεσία: EdwinS. Porter


Σκεφτείτε πόσο εμβρόντητο έμεινε το κοινό, εν έτει 1903, όταν είδαν την φιγούρα ενός ληστή στην οθόνη να στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος τους – προς το μέρος των θεατών –, να στρέφει πάνω τους το όπλο του και να πυροβολεί. Αν μάλιστα ακούγονταν ζωντανές εκρήξεις στις αίθουσες της εποχής, την ώρα του πυροβολισμού, δεν αποκλείεται να παρατηρούσαμε τους θεατές να τινάζονται ταραγμένοι απ’ τις θέσεις τους. Ιδού λοιπόν τι μπορούν να επιτύχουν οι ζωντανές, κινούμενες εικόνες! Τώρα πια είχε αρχίσει να φαίνεται η δύναμή τους.

Ο λόγος για την τελευταία, εμβληματική σκηνή της «Μεγάλης Ληστείας του Τρένου». Στα 10 λεπτά που διαρκούσε, θεωρείται πρόδρομος των ταινιών Γουέστερν και συνιστά το πρώτο, ουσιαστικά, καινοτόμο φιλμ του αμερικανικού σινεμά. Ο σκηνοθέτης Έντουιν Πόρτερ υπήρξε παλιότερα χειριστής κάμερας του Τόμας Έντισον – βρισκόταν εκεί απ’ την αρχή. Είχε δει τα πρώτα σκόρπια βήματα του νεογέννητου και τώρα το υποστήριζε στην πρώτη του, θα μπορούσαμε να πούμε, διαδρομή. Η «Μεγαλή Ληστεία του Τρένου», χωρίς να συνιστά καθαρόαιμο γουέστερν, ενσωματώνει διάφορα στοιχεία που έμελλε να το χαρακτηρίσουν σαν είδος: το σκηνικό Άγριας Δύσης ·  οι ληστές ·  τα περίστροφα · η καταδίωξη · και φυσικά το ίδιο το τρένο.

Οι καινοτομίες της ταινίας σε τεχνικό/αφηγηματικό επίπεδο την κατατάσσουν στα σημαντικότερα έργα όλων των εποχών. Υπήρξε το πρώτο αμερικανικό φιλμ με μυθιστορηματική αίσθηση συνέχειας, περνώντας από τη μία σκηνή στην άλλη και πάλι πίσω, δίνοντας την αίσθηση της αλληλουχίας των σκηνών και της παράλληλης δράσης (cross-cutting), όπως επίσης υπήρξε το πιο πετυχημένο έργο των καιρών του – και για μια ολόκληρη δεκαετία. Μεταξύ άλλων περιελάμβανε και έναν από τους πρώτους ηθοποιούς-σταρ, ενώ η τελική σεκάνς με το κοντινό πλάνο του ληστή και τον πυροβολισμό του προς τη μεριά των θεατών, υπήρξε ό,τι πιο εντυπωσιακό είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε.

Τεχνική καινοτομία, μυθιστορηματική αφήγηση, εντυπωσιασμός. Στοιχεία που έμελλε να χαρακτηρίσουν το αμερικανικό σινεμά στο σύνολό του – μα και το μέλλον του κινηματογράφου.






1910sHγιγάντωση



Βρισκόμαστε πια στο 1910 και σε Αμερική και Ευρώπη υπάρχουν πάνω από 10.000 αίθουσες κινηματογραφικών ταινιών. Η φτηνή μορφή ψυχαγωγίας των πρωταρχικών Νικελόντεον είχε εξελιχθεί σε μια μαζική βιομηχανία, στο πρωταρχικό της ακόμα στάδιο. Ήταν 1909 όταν χτίστηκε στη Νέα Υόρκη το πρώτο μεγάλο «Κινηματογραφικό Παλάτι» - όπως αποκαλούνταν οι πελώριες αίθουσες κινηματογράφου την εποχή εκείνη, που δε στέγαζαν μόνο τις θέσεις και την οθόνη – μα και ειδικούς χώρους για μουσικούς, όργανα, παρουσιαστές και πλήθη κόσμου που εργάζονταν στα πλαίσια της νεότοκης βιομηχανίας – και από την οποία σήμερα εμείς δεν μπορούμε παρά να δούμε το τελικό της αποτέλεσμα: τις βουβές, σιωπηλές ταινίες, λησμονώντας ίσως πως τον καιρό εκείνο μόνο «σιωπηλές» δεν ήταν. Πως θα μπορούσε να είναι σιωπηλό ένα έργο, όταν συνοδεύεται από μια ολόκληρη, ζωντανή ορχήστρα. Όταν χιλιάδες καρδιές πάλλονται στους ρυθμούς του.

Σκεφτείτε λοιπόν τι σήμαινε για έναν πολίτη των καιρών εκείνων να έμπαινε σε μια τέτοια κινηματογραφική αίθουσα – σε ένα από τα «Παλάτια» της σύγχρονης διασκέδασης. Κινούμενη εικόνα και μυθοπλασία και ζωντανή μουσική μαζί. Πώς να μην εξελιχθεί ο κινηματογράφος στο κατεξοχήν μέσο μαζικής απόδρασης από την πραγματικότητα. Έμπαινες απλός πολίτης, με τα προβλήματα και τις ανησυχίες σου, και έβγαινες νιώθοντας πως έχεις ταξιδέψει ως τον Άρη – και πίσω πάλι. Η μαζική κοινωνία του Εικοστού Αιώνα τώρα πια ξεπεταγόταν.

Όσο γιγαντωνόταν το Μέσο, τόσο μεγάλωνε το Μήνυμα. Τα πρωταρχικά φιλμάκια είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε υπέρλαμπρες υπερπαραγωγές. Μιλήσαμε ήδη για τα γαλλικά σήριαλ του Φεγιάντ. Νοτιότερα, η Ιταλία είχε ανακαλύψει ένα δικό της κινηματογραφικό στυλ, ξέχειλο με δράση, σασπένς και εντυπωσιακά σκηνικά – τα εντυπωσιακότερα που είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε. 



Kabiria - 1914


Ο λόγος για τα περίφημα Ρωμαϊκά Έπη –τα πρώτα φιλμ επικού κινηματογράφου, η επίδραση των οποίων έμελλε να διαρκέσει δεκαετίες. Πρώτο όλων ήταν το QuoVadis?” του EnricoGuazzoni, του 1912. Υπήρξε η πρώτη ταινία στην ιστορία η διάρκεια της οποίας ξεπερνούσε τις δύο ώρες. Αντίστοιχα έπη, όπως το “La Caduta Di Troia” («Η Πτώση Της Τροίας», 1911) και το “Gli Ultimi giorni di Pompeii” («Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας», 1913) εμπλούτισαν το μύθο, ενώ η “Kabiria” του GiovanniPastrone(1914) ήταν το θεαματικότερο όλων. Περιγράφοντας σκηνές από τον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο, περιλαμβάνοντας φαντασμαγορικά σκηνικά όπως το άγαλμα του αιμοβόρου θεού των Καρχηδονίων, Μολώχ, φτάνοντας ως και να συμπεριλάβει αληθινούς ελέφαντες στα γυρίσματα της διάβασης του Αννίβα από τις Άλπεις… το “Kabiria” παρουσίαζε πρωτόγνωρο θέαμα στα μάτια του μαγνητισμένου κοινού.

Πόσο μικρά φάνταζαν πλέον τα κινηματογραφικά τρικ του καημένου του Μελιέ, μπροστά στις τεράστιες αυτές παραγωγές! Πόσα βήματα είχε κάνει ο κινηματογράφος μέσα σε μια δεκαετία! Δες, το μωρό έμαθε να περπατάει και αμέσως αποφάσισε να πετάξει και να κατακτήσει το διάστημα! Το μοναδικό όριο στις φιλοδοξίες των παραγωγών πλέον ήταν οι τεχνικές δυνατότητες του Μέσου.

Μα ο κινηματογράφος δεν είχε επιδείξει ακόμα τα δυνατά χαρτιά του. Οι ταινίες ήταν πολλές, ο κόσμος περισσότερος – μα η ποιότητα αμφίβολη. Και αν μέχρι το 1914 η Ευρώπη πρωταγωνιστούσε, μετά τον Πόλεμο η Αμερική θα έπαιρνε πια τα ηνία. Ήδη στα χρόνια του πολέμου είχε εμφανιστεί ο σκηνοθέτης εκείνος που θα έκανε τη διαφορά. Ήταν το δυνατό χαρτί που έκρυβε ο πρώιμος κινηματογράφος στο μανίκι του.



Το χαρτί αυτό ονομαζόταν D.W. Griffith



συνεχίζεται...........



Ο Αντίλαλος της Παναγίας των Παρισίων...

$
0
0




« - Η δυστυχία μου είναι πως μοιάζω ακόμη πολύ με άνθρωπο. Θα’ θελα να ‘μουν κανονικό ζώο, σαν αυτή εδώ την κατσίκα».

Ο Κουασιμόδος, σε μια από τις λιγοστές κουβέντες του.


Εισαγωγή. Οι καμπάνες της Νοτρ Νταμ.



Απ’ τα βάθη του Μεσαίωνα οι καμπάνες της Νοτρ Νταμ σκορπίζουν τον κρυστάλλινό τους ήχο. Και αν η έδρα τους βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, ο αντίλαλός τους φτάνει ως τ’ αυτιά μας, σήμερα, αιώνες μετά το πρώτο τους κουδούνισμα. Δεν είναι από τους ήχους που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας – η απόσταση είναι μεγάλη, ο χρόνος το ίδιο. Μα αρκεί να αφεθούμε στο πνεύμα της εποχής τους, να τεντώσουμε τ’ αυτιά μας, να αφουγκραστούμε όχι με τη σκέψη, μα με την καρδιά, τους απόηχους και τις φωνές ανθρώπων που έζησαν, αγωνίστηκαν, αγάπησαν και πέθαναν, σε μια εποχή τόσο διαφορετική, μα τόσο όμοια με τη δική μας.

Το ίδιο έκανε, πριν περίπου 180 χρόνια, ένας νεαρός Γάλλος συγγραφέας: αφουγκράστηκε με την καρδιά του τους απόηχους απ’ τις σκονισμένες κωδωνοκρουσίες του Μεσαίωνα. Και μεμιάς ανάβλυσαν μέσα του μορφές. Μορφές που έμοιαζαν να αναδεύονται, να παίρνουν σάρκα και οστά, να ζωντανεύουν, με κάθε χτύπημα της καμπάνας: Μια όμορφη τσιγγάνα που λεγόταν Εσμεράλδα· ένας αποκρουστικός κωδωνοκρούστης, ο Κουασιμόδος· ένας απεγνωσμένος ιερέας που λεγόταν Κλωντ Φρολό· ο μικρότερός του αδερφός, Ζαν, ένας ανέμελος αλητάκος· ένας φτωχός φιλόσοφος που ονομαζόταν Γκρενγκουάρ· μια δύστυχη μάνα, η Γκυντύλ, που είχε χάσει το παιδί της· ένας πλάνος στρατιωτικός, ο Φοίβος· μια κατσικούλα, η Τζαλί.

Ο συγγραφέας ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ. Και η ιστορία που ξεχείλισε μέσα του, στο άκουσμα των καμπάνων, ονομάστηκε NotreDamedeParis– μα σε εμάς έγινε γνωστή ως «Η Παναγία των Παρισίων».






Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1831, το βιβλίο αποτέλεσε έργο-ορόσημο για το κίνημα του Ρομαντισμού. Μα ο Ρομαντισμός εκείνος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το νόημα της καθομιλουμένης λέξης, όπως την χρησιμοποιούμε σήμερα. Σύμβολό του η εξέγερση, σημαία του το πάθος. Παραδομένος σ’ έναν έρωτα καταστροφικό και απελευθερωτικό συνάμα, αποζητώντας δικαιοσύνη και αλήθεια, αγαπώντας μα δίχως να εξιδανικεύει τον Μεσαίωνα, υμνώντας το περιθωριακό κόντρα στην υποκρισία μιας κοινωνίας που εξυμνεί τους τίτλους και τη δύναμη, ικανός να γκρεμίσει καθεστώτα, διεπόμενος από ένα βαθύ αίσθημα ελευθερίας και ένα αυθεντικό δημοκρατικό φρόνημα.

Αυτός ήταν ο Ρομαντισμός του Βίκτωρος Ουγκώ. Αυτό ήταν το πνεύμα της «Παναγίας των Παρίσιων». Ξεχάστε τις διασκευές και τα κινούμενα σχέδια – εδώ έχουμε να κάνουμε με το αυθεντικό έργο. Ένα έργο που θα εκσφενδονίσει, αδίστακτα, αλύπητα, αδυσώπητα, την καρδιά σου στον τοίχο.

Κι ενώ οι καμπάνες της Νοτρ Νταμ αρχίζουν πάλι τον τρελό χορό τους…



Εσμεράλδα, η τσιγγάνα.



« - Μόνο, αγάπα με! Εμείς οι τσιγγάνες, αυτό θέλουμε απ’ τη ζωή: ν’ αναπνέουμε ελεύθερες και ν’ αγαπάμε».


Η όμορφη μελαχρινή τσιγγάνα συνιστά τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας. Γυρίζοντας εδώ κι εκεί με το ντέφι και την κατσικούλα της, ντυμένη στα πολύχρωμά της ρούχα, χορεύοντας για λίγα χρήματα μπροστά στο κοινό της πόλης. Και το κοινό τη θαύμαζε για την ομορφιά της, για την δροσιά, τη φρεσκάδα και αγνότητα της νιότης της, μα – αλίμονο, βρισκόμαστε στον κόσμο του Μεσαίωνα – με την παραμικρή αφορμή μπορούσε να δει σε αυτήν όχι ένα δροσερό κορίτσι, μα μια μάγισσα, ύπουλη και καταχθόνια.

Η Εσμεράλδα, βλέπετε, δεν ανήκε σε κάποια κοινωνική τάξη που να την προστατεύει. Έχοντας χάσει τους γονείς της, αναθρεμμένη απ’ τους φτωχούς και απόκληρους του Παρισιού, μεγάλωσε με τα ήθη των τσιγγάνων – των περιθωριακών, που σαν αδέσποτα σκυλιά γύριζαν εδώ κι εκεί στην πόλη. Και ο λαός της εποχής, παραδομένος πλήρως σ’ ένα κλίμα φόβου και δεισιδαιμονίας, αντιμετώπιζε ως δαιμονικόοτιδήποτε ξέφευγε απ’ το φάσμα της συνήθειας και της κατανόησής του.






Μιλώντας με σύγχρονους όρους, η Εσμεράλδα ήταν μια ξένηστην πόλη. Και αν σήμερα οι ξένοι βαδίζουν στη σκιά του ρατσισμού, τότε ήταν η σκιά της κρεμάλας εκείνη που δέσποζε απάνω τους. Η σκιά της κρεμάλας – και μιας θεόρατης Ιεραρχίας από αξιωματούχους, ιερείς, παπάδες, δικαστικούς, άρχοντες. Όλοι επιθυμώντας να διαιωνίσουν την εξουσία τους, υπενθυμίζοντας στον κόσμο πως η εξουσία, ο φόβος και η δεισιδαιμονία βαδίζουν χέρι χέρι. Αρκεί να κρατάς το λαό δέσμιο του φόβου, για να τον έχεις πάντα στο χέρι σου.

Μα εδώ υπεισέρχεται το απρόοπτο της ιστορίας: Ένας ιερέας, από τους σημαντικότερους στην ιεραρχία, ένας παπάς με αιρετικές αντιλήψεις, κάποια μέρα αντικρίζει την όμορφη τσιγγάνα. Και κόντρα στις πεποιθήσεις του, κόντρα στην ίδια του τη θέληση, την ερωτεύεται παράφορα. Και η ιστορία που μας αφηγείται ο Ουγκώ υφαίνει το πιο δραματικό της νήμα. Γιατί, βλέπετε, δεν είναι ο μόνος που είναι ερωτευμένος μαζί της…

Την όμορφη, αθώα - μα αφελή - τσιγγάνα, με το ντέφι και την κατσικούλα της, την έχουμε στο μεταξύ ερωτευτεί και εμείς – οι αναγνώστες.



Art by Francois Flameng


Η αφήγηση του Κλωντ Φρολό.



« - Μια μέρα, λοιπόν, ήμουν ακουμπισμένος στο παράθυρο του κελιού μου… Το παράθυρο έβλεπε σε μια πλατεία. Ακούω ήχους από ντέφι και μουσική. Ενοχλημένος που τάραξαν την ονειροπόλησή μου, κοιτάζω στην πλατεία. Υπήρχαν κι άλλοι εκτός από μένα που έβλεπαν ό,τι είδα, κι ωστόσο δεν ήταν θέαμα καμωμένο για ανθρώπινα μάτια. Εκεί, καταμεσής στο πλακόστρωτο – ήταν μεσημέρι, ο ήλιος έλαμπε – ένα πλάσμα χόρευε. Μια ύπαρξη τόσο όμορφη, ώστε ο Θεός θα την είχε προτιμήσει απ’ την Παρθένο, θα την είχε σίγουρα διαλέξει για μητέρα Του, και απ’ αυτή θα είχε θελήσει να γεννηθεί, αν εκείνη βρισκόταν στη ζωή στην εποχή της ενανθρώπισής Του!

Τα μάτια της ήταν μαύρα και λαμπερά και τα σκούρα της μαλλιά ξάνθιζαν στον ήλιο τούφες τούφες, σαν χρυσές κλωστές. Τα πόδια της χάνονταν όπως τα κινούσε, σαν ακτίνες ρόδας που γυρίζει γρήγορα. Γύρω απ’ το κεφάλι της, στερεωμένα στις μαύρες της κοτσίδες, αστραφτερά μεταλλικά στολίδια σπιθοβολούσαν στον ήλιο, σχηματίζοντας στο μέτωπό της μια κορώνα από αστέρια. Το σπαρμένο με πούλιες φόρεμά της λαμποκοπούσε γαλαζωπό· έφεγγε με χιλιάδες λάμψεις, σαν καλοκαιριάτικη νύχτα. Πως ξεχώριζε το ολόλαμπρο πρόσωπό της! Θα ‘λεγες πιο φωτεινό κι απ’ τον ίδιο τον ήλιο ακόμη!

Αλίμονο, ήσουν εσύ, κοπέλα μου. Έκπληκτος, μεθυσμένος, μαγεμένος, καθόμουν και σε κοιτούσα. Σε κοιτούσα τόσο, ώστε ξαφνικά ρίγησα από τρόμο· ένιωσα το χέρι της μοίρας να με αδράχνει».



Art by Nicolas Eustache Maurin



Σκιερό βλέμμα, πύρινα μάτια.



«Τι να’ ταν αυτή η εσωτερική φωτιά που έλαμπε καμιά φορά στο βλέμμα του, σε βαθμό που το μάτι του να μοιάζει με τρύπα ανοιγμένη σε τοίχωμα καμινιού;»


Υπό συμβατικούς όρους, θα μιλούσαμε για τον «κακό» της ιστορίας. Μα, αλίμονο, ο Ουγκώ γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχουν απόλυτα μαύροι και απόλυτα άσπροι χαρακτήρες. Ο Κλωντ Φρολό ανήκει περισσότερο στους αντιήρωες της λογοτεχνίας, στις απελπισμένες εκείνες υπάρξεις τις οποίες μισείς και συμπονάς ταυτόχρονα. Επιθυμείς τη λύτρωση και το χαμό του, παραπαίεις ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος – τα συναισθήματα που έπνιγαν τον ίδιο.

Στο ξεκίνημα του έργου, ο Φρολό φανερώνεται ως ένας πανέξυπνος, βαθιά μορφωμένος μύστης των γραμμάτων και των επιστημών της εποχής του. Η θρησκεία δεν είναι παρά το περίβλημά του – συνειδητοποιείς πως δεν έχει τίποτα το κοινό με τους κοινούς παπάδες και τις δογματικές αντιλήψεις των καιρών. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν αναζητητή της Αλήθειας, έναν παθιασμένο επιστήμονα σε μια εποχή που η επιστήμη ακροβατούσε ανάμεσα στη θρησκεία, την παράδοση και τη μαγεία.

«Ο Κλωντ, περίλυπος και απογοητευμένος απ’ την προσωπική του εμπειρία με τα ανθρώπινα συναισθήματα, είχε ριχτεί με ακόμη μεγαλύτερο πάθος στις αγκάλες της επιστήμης, της αδελφής αυτής, που τουλάχιστον δεν σε κοροϊδεύει κατά πρόσωπο και που πάντοτε σε ανταμοίβει, αν και ενίοτε με νόμισμα δίχως αντίκρισμα, για τις φροντίδες που της επιδαψίλευσες».

Είναι εξάλλου ο άνθρωπος που χάρισε τη μόρφωση στον μικρότερό του αδερφό, τον Ζαν. Μα και εκείνος που περιμάζεψε και μεγάλωσε το δύσμορφο Κουασιμόδο, όταν ήταν ένα παρατημένο βρέφος, μεγαλώνοντάς τον σαν θετός πατέρας.

Αλίμονο όμως. Τη μέρα εκείνη που αντίκρισε την Εσμεράλδα, απ’ το παράθυρο της εκκλησίας, τα πάντα άλλαξαν μέσα του. Ο έρωτας ξεχείλισε στην καρδιά του και σαν σεισμός έριξε στα τάρταρα κάθε ίχνος λογικής, κάθε φιλοδοξία, κάθε γνώση, κάθε αξιοπρέπεια… Ήταν ο έρωτας ενός απεγνωσμένου, για μια γυναίκα που δεν τον αγαπά.


Ήταν ο έρωτας που ύμνησαν οι Ρομαντικοί στα έργα τους.



Art by Francois Joseph Aime de Lemud
Art by Louis Boulanger


Έρωτας δίχως αντίκρισμα. Ο οδυρμός του Κλωντ Φρολό.



« - Μακάριος αυτός που τον πριονίζουν ανάμεσα σε δυο σανίδες, που τον διαμελίζουν τέσσερα άλογα! Ξέρεις τι μαρτύριο είναι νύχτες ατέλειωτες το αίμα σου να κοχλάζει, η καρδιά σου να σκίζεται, το κεφάλι σου να ραγίζει, τα δόντια σου να δαγκώνουν τα χέρια σου; Βασανιστές παθιασμένοι να σε γυρίζουν ακατάπαυστα πάνω από αναμμένα κάρβουνα, να καίγεσαι από έρωτα, ζήλια, απελπισία. Έλεος, κορίτσι μου! Μια στιγμή ανάπαυλας, έστω! Λίγη στάχτη πάνω στη χόβολη! Σε ξορκίζω, σκούπισε τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που κυλάνε στο μέτωπό μου! Βασάνισέ με με το ένα χέρι, όμως με το άλλο χάιδεψέ με! Σπλαχνίσου με, κοπέλα μου, σπλαχνίσου με!

Αχ, αν ήθελες!... Αχ, πόσο ευτυχισμένοι θα μπορούσαμε να είμαστε! Θα φεύγαμε μακριά, θα σε φυγάδευα, θα πηγαίναμε κάπου αλλού, θα βρίσκαμε το μέρος της Γης με τον περισσότερο ήλιο, με τα περισσότερα δέντρα, με τον πιο γαλάζιο ουρανό. Θ’ αγαπιόμασταν, θα ενώναμε τις ψυχές μας, θα νιώθαμε μια ακόρεστη δίψα ο ένας για τον άλλο και θα τη σβήναμε ακατάπαυστα στην αστείρευτη κούπα του έρωτά μας!»


Μα τα χέρια του Φρολό ήταν πασαλειμμένα με αίμα. Ο λόγος βρίσκεται στις σελίδες του βιβλίου. Και η απάντηση της Εσμεράλδας μοιάζει με χίλιες μαχαιριές – δίνοντάς μας μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στην ιστορία της Λογοτεχνίας.


« - Εγώ να γίνω δική σου, παπά; Ποτέ! Ποτέ! Τίποτε δεν θα μας ενώσει, ούτε η Κόλαση! Φύγε, καταραμένε! Φύγε!»



από τα "Κλασικά Εικονογραφημένα"


Κουασιμόδος. Η ψυχή της Νοτρ Νταμ.



«Δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε στον αναγνώστη μια ιδέα για την τετράεδρη εκείνη μύτη, για το στόμα σαν πέταλο αλόγου, για το μικρό αριστερό μάτι που το έκλεινε ένα ξανθοκόκκινο δασύτριχο φρύδι ενώ το δεξί το σκέπαζε εντελώς μια τεράστια κρεατοελιά, για τα ακανόνιστα, αραιά δόντια, σαν πολεμίστρες, για τα γεμάτα ρόζους χείλη που τα καβαλούσε ένα δόντι σαν χαυλιόδοντας, για το διχαλωτό σαγόνι, αλλά κυρίως για την έκφραση που ήταν διάχυτη σε όλη τη φυσιογνωμία, μείγμα μοχθηρίας, έκπληξης και θλίψης».


Αυτός είναι ο Κουασιμόδος – μία απ’ τις εμβληματικότερες μορφές που γέννησε ποτέ η φαντασία λογοτέχνη. Αξίζει να σημειώσουμε πως η συνολική του παρουσία, στο βιβλίο του Ουγκώ, καταλαμβάνει λιγότερο από το μισό της έκτασής του. Μα όσο ξετυλίγεται η πλοκή, τόσο συνειδητοποιείς πως ο δύσμορφος, τερατώδης αυτός κουφός, αποτελεί την ψυχή της ιστορίας.

Η παρουσία του μοιάζει βγαλμένη απ’ τα βάθη του χρόνου, φτάνοντας πίσω, ως τις απαρχές, στα χρόνια πριν τον πολιτισμό, πριν τις κοινωνίες, πριν την ίδια τη γλώσσα. Έχοντας χάσει την ακοή του απ’ το αδιάκοπο κουδούνισμα των καμπάνων της Νοτρ Νταμ, ο Κουασιμόδος μιλάει πολύ λίγο – μοιάζει έτσι με άγριο αλλοτινών καιρών, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο.

Όταν όμως μιλάει, είναι πάντα ευγενικός. Και παραμένει άνθρωπος, στις ανάγκες και τις επιθυμίες του… Και όπως κάθε άνθρωπος, έτσι κι αυτός αποζητά αγάπη, φιλία, ζεστασιά – σε έναν κόσμο που τον αντιμετωπίζει με γέλιο ή με φρίκη. Κάποιες φορές και με τα δύο μαζί ταυτόχρονα.


« - Η δυστυχία μου είναι πως μοιάζω ακόμη πολύ με άνθρωπο. Θα’ θελα να ‘μουν κανονικό ζώο, σαν αυτή εδώ την κατσίκα».






Ο Ουγκώ αγαπούσε βαθιά το Μεσαίωνα – τον αγαπούσε όπως όλοι οι Ρομαντικοί, δίχως να τον εξιδανικεύει, μα αποζητώντας την ομορφιά στις αντιθέσεις του. Αναγνώριζε πως τα γοτθικά Τέρατα που διακοσμούν τους πυλώνες της Νοτρ Νταμ είναι εξίσου σημαντικά με τις περίλαμπρες γλυπτές μορφές των ιερέων. Αμφότερα χαρίζουν στο ναό το μεγαλείο του, τη διαχρονική του ομορφιά.

Μα στα τέρατα ειδικά φανερώνεται η προσωπικότητα του καλλιτέχνη, το σπάσιμο της παράδοσης, το ξεπέρασμα της θεοκρατίας και της ιεραρχίας, η σπίθα της ελευθερίας, η προσωπική πινελιά. Στα τέρατα και τις ελεύθερες διακοσμήσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής, η οποία, όπως μας εξηγεί ο Ουγκώ, συνδέθηκε με την εποχή της αστικής αφύπνισης. Μια εποχή που ο κοιμισμένος κόσμος του Μεσαίωνα άρχισε επιτέλους να ξυπνά από έναν ύπνο αιώνων.

Ο Κουασιμόδος είναι ένα τέτοιο τέρας, σαν εκείνα που κοσμούν τις γοτθικές εκκλησίες, ζωντανεμένο, με σάρκα και οστά. Όλο το πνεύμα της εποχής του βρίσκεται σε αυτόν εδώ, τον παραμορφωμένο κουφό κωδωνοκρούστη.

Και η περίλαμπρη Νοτρ Νταμ ήταν ο κόσμος του, η χώρα, η μόνη του πατρίδα. Το σπίτι του, ένα νησί θαλπωρής καταμεσής μιας τρομακτικής ανθρωποθάλασσας.


«Γι’ αυτόν ο καθεδρικός ναός δεν ήταν μόνο η κοινωνία, αλλά και ο κόσμος, και η φύση ολόκληρη. Δεν ονειρευόταν άλλες πέργκολες, παρά μόνο τα αδιαλείπτως ανθισμένα βιτρώ· δεν υπήρχαν γι’ αυτόν άλλα σκιερά δάση απ’ τα πέτρινα φυλλώματα που θάλλουν γεμάτα με πουλιά στις κορυφές των σαξονικών κιονόκρανων, άλλα βουνά απ’ τους γιγάντιους πύργους της εκκλησίας, άλλος ωκεανός απ’ το Παρίσι που βούιζε από κάτω».


Ο Κουασιμόδος ήταν η ψυχή της Νοτρ Νταμ, η ψυχή του ίδιου του Μεσαίωνα. Όχι, δεν πρόκειται για δημιούργημα της φαντασίας του Ουγκώ – υπήρξε όντως.


«Η Αίγυπτος θα τον είχε χρίσει θεό του ναού, ο Μεσαίωνας τον θεωρούσε δαίμονά του· ουσιαστικά όμως, ήταν η ίδια η μεσαιωνική ψυχή».

«Για όσους ξέρουν ό,τι ο Κουασιμόδος υπήρξε, η Νοτρ Νταμ είναι σήμερα έρημη, άψυχη, νεκρή. Αισθάνεται κανείς ότι κάτι έχει χαθεί. Το τεράστιο σώμα της είναι κενό, σκελετός· το πνεύμα έχει εγκαταλείψει το σώμα, αφήνοντας εμφανή τα σημάδια του, αλλά τίποτε άλλο. Σαν κρανίο, με τις κόγχες των ματιών ορατές, αλλά δίχως πια βλέμμα».


Άραγε σήμερα, αν επισκεφτούμε το Παρίσι και περάσουμε από την περίφημη Εκκλησία, θα νιώσουμε κάτι από το πνεύμα του; Θα τον δούμε, φευγαλέα έστω, σαν φάντασμα, να πηγαινοέρχεται χαρούμενος στις σκαλωσιές και να σκαρφαλώνει στους πύργους, τινάσσοντας τα πόδια του και χορεύοντας στον ήχο των καμπάνων; Τη μοναδική μουσική που γνώρισε;






Εσμεράλδα και Κουασιμόδος.



«Την άλλη μέρα, το πρωί, η Εσμεράλδα είδε στο φεγγίτη, μαζί με τον ήλιο, κάτι που την τρόμαξε: την αποκρουστική μορφή του Κουασιμόδου. Άθελά της ξανάκλεισε τα μάτια· όμως είχε την αίσθηση συνεχώς πως, μέσα απ’ τα ροδαλά της βλέφαρα, έβλεπε τη μουτσούνα αυτού του μονόφθαλμου και ξεδοντιάρη καλικάντζαρου. Τότε, ενώ εξακολουθούσε να κρατάει τα μάτια της κλειστά, άκουσε μια τραχιά φωνή που έλεγε, πολύ τρυφερά:

- Μη φοβάστε. Φίλος είμαι. Ήρθα να σας δω να κοιμάστε. Δεν σας πειράζει που ήρθα να σας δω να κοιμάστε; Τι μπορεί να σας πειράζει αν είμαι εδώ όταν έχετε τα μάτια κλειστά; Τώρα φεύγω. Να, κρύφτηκα πίσω απ’ τον τοίχο. Μπορείτε να ξανανοίξετε τα μάτια. (…)

Ο τόνος του φανέρωνε απόλυτη συναίσθηση της κατάστασής του. Η Εσμεράλδα δεν βρήκε τη δύναμη ν’ αρθρώσει λέξη.

- Ποτέ δεν είχα δει την ασχήμια μου, όπως τώρα, συνέχισε εκείνος. Όταν συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί σας, νιώθω τέτοια λύπηση για το φτωχό και δυστυχισμένο τέρας που είμαι! Πρέπει να σας δίνω την εντύπωση ζώου. Πείτε την αλήθεια. Εσείς, εσείς είστε ηλιαχτίδα, δροσοσταλίδα, κελάηδημα πουλιού. Εγώ είμαι κάτι το απαίσιο· ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, κάτι πιο τραχύ, πιο ποδοπατημένο κι από πέτρα ακόμη!»






Το τραγούδι του Κουασιμόδου.


«Αλίμονο! Τι ωφελεί να το λέω;
Ό,τι δεν είναι όμορφο, δεν πρέπει να υπάρχει.
Η ομορφιά την ομορφιά μονάχα αγαπάει.
Ο Απρίλης τον Δεκέμβρη ούτε που τον προσέχει.
Η ομορφιά είναι τέλεια και όλα τα μπορεί.
Και δεν υπάρχει ομορφιά που να ‘ναι μισή.

Μέρα πετάει ο κόρακας
Η κουκουβάγια νύχτα
Μα ο κύκνος νύχτα-μέρα.»


Έτσι αντηχεί το τραγούδι του ερωτοχτυπημένου Κουασιμόδου. Και οι νότες του αφήνονται να σκορπίσουν στον σκοτεινό ουρανό της νύχτας. Νύχτας παρήγορης, που κρύβει τη μορφή του από τα βλέμματα και τις αποδοκιμασίες.







Ένας φτωχός, πλην φευγάτος φιλόσοφος.


« - Δεν βλέπω, είπε ο Γκρενγκουάρ, γιατί οι ποιητές να μην συγκαταλέγονται στους αλήτες. Και ο Αίσωπος, αλήτης ήταν· ο Όμηρος, ζητιάνος· ο Ερμής, κλέφτης».


Ο λόγος για τον Γκρενγκουάρ, η ιστορία του οποίου χαρίζει μια περισσότερο ανάλαφρη νότα στο έργο. Από κάποιες απόψεις ο Γκρενγκουάρ είναι ο ίδιος ο συγγραφέας μεταμφιεσμένος. Περισσότερο παρατηρητής παρά δράστης, βλέποντας να εξελίσσονται τα γεγονότα σαν θεατής σε μια ταινία (στην οποία, εντελώς συμπτωματικά, συμμετέχει και ο ίδιος και, συμπτωματικά επίσης, δυο και τρεις φορές κινδυνεύει να χάσει το κεφάλι του), ο Γκρενγκουάρ σχολιάζει με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, το σκληρό εκείνο θέατρο που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Κάποιες στιγμές ίσως γελάει κιόλας, με την αθεράπευτη εκείνη Κωμωδία που επαναλαμβάνεται αδιάκοπη, μέσα στους αιώνες…

Σαν αναγνώστης οφείλω να ομολογήσω ότι συμπάθησα ιδιαίτερα τον φτωχό εκείνο φιλόσοφο και ποιητή, που μοιάζει να έχει πιάσει το νόημα, καταμεσής μιας κοινωνίας που κάνει τα πάντα να το χάσει. Και παρά τις αντιξοότητες δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του…


« - Δηλαδή, Γκρενγκουάρ, ποτέ σας δεν ζηλέψατε αυτούς τους μορφονιούς με τις στρατιωτικές τους στολές;

- Να ζηλέψω τι, κύριε αρχιδιάκε; Τη δύναμή τους, την αρματωσιά τους, την πειθαρχία τους; Καλύτερα φιλοσοφία και ανεξαρτησία, κι ας φοράω κουρέλια. Προτιμώ να ‘μαι κεφάλι μύγας, παρά ουρά λιονταριού. (…)

- Τι σε κρατάει τόσο δεμένο με τη ζωή;

- Χίλιοι δυο λόγοι!

- Και ποιοι είναι αυτοί, παρακαλώ;

- Ποιοι; Ο αέρας, ο ουρανός, το πρωί, το βράδυ, το φεγγαρόφωτο, οι καλοί μου φίλοι οι αλήτες, τα καλαμπούρια μας με τις γριές στρίγγλες, τα όμορφα κτίρια του Παρισιού που τα μελετάω, τρία μεγάλα έργα που σκοπεύω να γράψω, εκ των οποίων ένα εναντίον του επισκόπου και των μύλων του, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Ο Αναξαγόρας έλεγε πως βρισκόταν στον κόσμο για να θαυμάζει τον ήλιο. Εξάλλου, έχω την ευτυχία να περνάω τις μέρες μου απ’ το πρωί ως το βράδυ μ’ έναν πνευματώδη άνθρωπο, εμένα, κι αυτό είναι εξαιρετικά ευχάριστο».



Théodore de Banville_Gringoire


Η κοινωνική συνείδηση του συγγραφέα.



Ο λόγος για τον οποίο η «Παναγία των Παρισίων» ανήκει στα κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ δεν εδράζεται μόνο στους μοναδικούς του χαρακτήρες, την καταιγιστική ιστορία και τους γεμάτους αίσθημα διαλόγους του. Σημαντικό μερίδιο του βιβλίου καταλαμβάνει ένας ακόμα χαρακτήρας, που υψώνεται πέρα και πάνω απ’ τους υπόλοιπους του έργου: είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, η φωνή του οποίου σχολιάζει τα κακώς κείμενα της εποχής, προβαίνει σε συγκρίσεις με το παρόν, αξιολογεί θετικά ή αρνητικά τα γεγονότα και – ευτυχώς για εμάς – δείχνει να συμπάσχει μαζί μας στις πιο σκληρές στιγμές του βιβλίου.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο μελετητής αυτός του Μεσαίωνα, κατόρθωσε να ζωντανέψει μέσα από την πένα του μια κοινωνία πολλών αιώνων πριν, δίχως να την εξωραΐζει όμως. Το βιβλίο του δεν συνιστά ιστορικό μυθιστόρημα φυγής, μα μια κριτική ματιά τόσο στην εποχή που περιγράφει, τα ήθη και τις συνήθειές της, όσο και μια έμμεση αναφορά στο παρόν.

Σκοπός του Ουγκώ δεν ήταν απλά να πει μια ιστορία – μα να αφυπνίσει συνειδήσεις. Ο Ρομαντισμός, του οποίου υπήρξε και ο κορυφαίος στη Γαλλία εκπρόσωπος, δεν ήταν ένα κίνημα απόδρασης· μα μια θέαση του κόσμου, με σκοπό να τον αλλάξει. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η ένθερμη υποστήριξη τόσο του Ουγκώ, όσο και του Μπάιρον και άλλων Ρομαντικών, στα επαναστατικά κινήματα της εποχής – μεταξύ άλλων και στον ελληνικό αγώνα.

Στην «Παναγία των Παρισίων» αποκαλύπτονται τα κακώς κείμενα της εποχής: η διαφθορά των δικαστικών υπαλλήλων και η υπολειτουργία του νομικού συστήματος· η παράνοια της θρησκοληψίας και της δεισιδαιμονίας· ο ανταγωνισμός των εκπροσώπων της εξουσίας, για το ποιος θα έχει μεγαλύτερο μερίδιο απ’ την πίτα· η μετατροπή του λαού σε όχλο, ικανό για το καλύτερο και για το χειρότερο· η δίψα για άρτο και θεάματα, κόντρα στη γνώση και το πνεύμα· η στρατιωτική βία· η υποκρισία εκείνων που διψάνε για μια θέση, για κάποια ανώτερη εύνοια· η επιβολή της απόλυτης εξουσίας, κόντρα στο δίκαιο και τη λογική.

Στην αρχή του βιβλίου ο Γκρενγκουάρ προσπαθεί να μυήσει ένα πλήθος κόσμου στις αρετές μιας θεατρικής παράστασής του. Μάταια όμως· ο ένας μετά τον άλλο, οι θεατές απομακρύνονται. Την ίδια ώρα, βλέπετε, έχει ξεκινήσει πιο πέρα ένα γλέντι με σκοπό να αναδειχτεί η πιο γελοία γκριμάτσα. Ο Γκρενγκουάρ κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να μη χάσει το κοινό του. Διερωτάται: «Θα δούμε ποιος θα τους κερδίσει: οι γκριμάτσες ή η λογοτεχνία;»

Μα ο κόσμος στρέφει τις πλάτες του στη τέχνη και τρέχει ν’ απολαύσει το θέαμα:

«Αλίμονο, είχε απομείνει μοναδικός θεατής του έργου του».


Μην έχετε καμία αμφιβολία πως αν χαρίζαμε σε ένα πλήθος κόσμου στις μέρες μας τέχνη από τη μία και φτηνή διασκέδαση από την άλλη, και τους ρωτούσαμε ποιο από τα δύο προτιμούν, η συντριπτική πλειοψηφία θα επέλεγε το δεύτερο.


Art by Luc Olivier Merson


Η φτώχεια περιγράφεται με ανάγλυφα γράμματα, συχνά μάλιστα με καυστικό χιούμορ:


«Με ό,τι του είχε απομείνει απ’ τη γνωστή συναδελφική αλληλεγγύη που ποτέ δεν εγκαταλείπει τελείως την καρδιά ενός πότη, ο Φοίβος έσπρωξε τον Ζαν με το πόδι σ’ ένα από κείνα τα μαξιλάρια των φτωχών, που η θεία πρόνοια φροντίζει να υπάρχουν σε όλες τις γωνιές του Παρισιού και που οι πλούσιοι τα αποκαλούν περιφρονητικά “σωρούς σκουπιδιών”».

«Να σε πια κατάσταση βρισκόταν ο Γκρενγκουάρ! Ούτε ψωμί, ούτε στέγη. Έβλεπε τις στερήσεις να τον ζώνουν από παντού, πιεστικά. Καιρό τώρα είχε ανακαλύψει αυτή την αλήθεια, πως δηλαδή ο Δίας δημιούργησε τους ανθρώπους σε κρίση μισανθρωπίας και πως, καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου ενός σοφού, η μοίρα κρατάει έγκλειστη τη φιλοσοφία του, σε κατάσταση πολιορκίας».


Οι φτωχοί δεν αποτελούν μόνο θύματα ωστόσο. Ανάμεσά τους γυρίζουν οι αλήτες που έκαναν επάγγελμά τη ζητιανιά και σαν άλλοι ηθοποιοί, υποδύονται με μαεστρία τους ρόλους τους, χτίζοντας μια οργανωμένη κοινωνία στα θεμέλια της μιζέριας τους. 100 χρόνια μετά ο Μπρεχτ θα έδινε για άλλη μια φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στο πλήθος των οργανωμένων ζητιάνων στην «Όπερα της Πεντάρας» - ενώ ο Καρκαβίτσας θα σκιαγραφούσε έναν μοχθηρό εκπρόσωπό τους στον περίφημο «Ζητιάνο» του.

Η περιγραφή της παρακμιακής «Πολιτείας των Ζητιάνων» είναι ανατριχιαστική.

«Ο δύσμοιρος ποιητής έριξε μια ματιά γύρω του. Βρισκόταν, πράγματι, στην τρομερή Αυλή των Θαυμάτων, εκεί όπου ποτέ αξιοσέβαστος άνθρωπος δεν είχε μπει τέτοια ώρα (…) Πολιτεία κλεφτών, αποκρουστική κρεατοελιά στο πρόσωπο του Παρισιού· υπόνομος απ’ όπου ξεχυνόταν κάθε πρωί και όπου ερχόταν να καταλαγιάσει κάθε βράδυ αυτό το τρομερό ρυάκι βίας, φαυλότητας, επαιτείας και αλητείας, που συναντάμε πάντοτε να ξεχειλίζει στους δρόμους κάθε μεγαλούπολης· τερατώδης κυψέλη, όπου κάθε βράδυ επέστρεφαν με τα λάφυρά τους όλοι οι κηφήνες της κοινωνίας (…) Ένα απέραντο καμαρίνι, όπου έβαζαν κι έβγαζαν τότε τα κοστούμια τους όλοι οι ηθοποιοί αυτής της αιώνιας κωμωδίας που παίζεται στη σκηνή του παρισινού πλακόστρωτου, με πρωταγωνιστές την κλοπή, την πορνεία και το φόνο».






Και όταν ο Γκρενγκουάρ αναγκάζεται να συμπεριληφθεί στα μέλη τους, προκειμένου να γλιτώσει την καταδίκη και το κρέμασμα, ακολουθεί μια μεγαλοπρεπής (και αποκαλυπτική, μέσα στη σάτιρά της) τελετή μύησης.


« - Δέχεσαι, είπε ο Κλοπέν, να καταταγείς στους σουγιαδάκηδες;
- Στους σουγιαδάκηδες; Ασφαλώς, απάντησε ο Γκρενγκουάρ.
- Ανακηρύσσεις τον εαυτό σου μέλος της συντεχνίας “ελεύθερων επαγγελματιών;”, συνέχισε ο βασιλιάς της Θούνης.
- Των “ελεύθερων επαγγελματιών”.
- Υπήκοο του βασιλείου της Αληταρίας;
- Του βασιλείου της Αληταρίας.
- Αλήτη;
- Αλήτη.
- Στην ψυχή;
- Στην ψυχή.
- Λάβε υπόψη, όμως, ξαναμίλησε ο βασιλιάς, ότι αυτό δεν θα σε γλιτώσει απ’ την κρεμάλα.
- Διάβολε! είπε ο ποιητής.
- Απλώς, συνέχισε ο Κλοπέν ατάραχος, θα κρεμαστείς αργότερα, με μεγαλύτερη επισημότητα, με έξοδα της καλής μας πόλης του Παρισιού, σε μια ωραία πέτρινη κρεμάλα, και από τίμιους ανθρώπους. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά».


Εν τέλει, εκείνο που διαχωρίζει τους μεν από τους δε, είναι ο τρόπος που θα κρεμαστούν… Γιατί άλλο να σε καταδικάζουν και να σε κρεμούν οι αλήτες και ο όχλος, και άλλο να σε κρεμά η εξαιρετική δικαιοσύνη των αρχόντων της πόλης.

Το αποκορύφωμα της σατιρικής και καυστικής σκιαγράφησης του Μεσαίωνα από τον Ουγκώ έρχεται στη διάρκεια της Δίκης της Εσμεράλδας, όταν αποφασίζουν να οδηγήσουν στο έδρανο του κατηγορουμένου την… κατσίκα της. Και οι δικαστές είναι πραγματικά αδίστακτοι απέναντι στην κατσικούλα, την οποία και αντιμετωπίζουν ως ενσάρκωση του Βελζεβούλ.


« - Αν ο δαίμονας που εξουσιάζει την κατσίκα αυτή και που αντιστάθηκε έως τώρα σε όλους τους εξορκισμούς επιμένει στις μαγγανείες του, αν προτίθεται να τρομοκρατήσει με αυτές το δικαστήριο, τον προειδοποιούμε ότι θα αναγκαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε δια της αγχόνης και της πυράς».

Όσο αφορά την κατσικούλα; Δεν μπορεί παρά να βελάζει με απορία. «Μα είναι όλοι τους τρελοί;», θα μπορούσε ν’ αναρωτιέται.






Επίμετρο: «Αυτό Θα Σκοτώσει Εκείνο»...



Πρόκειται για μία από τις διασημότερες φράσεις του βιβλίου, ερχόμενη από το στόμα του Κλωντ Φρολό, και δίνοντας αφορμή στο συγγραφέα για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη πάνω στην εξέλιξη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, της τέχνης και της δημιουργικής ελευθερίας. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μορφή «Βιβλίου-Μέσα-Στο-Βιβλίο», ένα Δοκίμιο που παρεμβάλλεται στην κανονική ιστορία, μην έχοντας άμεση σχέση με αυτή, μα εμπλουτίζοντας το φιλοσοφικό και ιστορικό υπόβαθρο του έργου – και χαρίζοντάς μας ένα μοναδικό ταξίδι στην ιστορία της τέχνης παράλληλα.

Κεντρικός άξονας της ανάλυσης του Ουγκώ είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Αρχιτεκτονικής, ως δημιουργική μορφή έκφρασης, μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα και την εφεύρεση της Τυπογραφίας. Για τον Ουγκώ τα μεγάλα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν συνιστούν τόσο ατομικά έργα, όσο αντανακλάσεις του πνεύματος των πολιτισμών που τα ανέδειξαν.


«Τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα είναι λιγότερο προσωπικά και περισσότερο συλλογικά έργα, γέννημα λαών μάλλον, παρά καρπός μεγαλοφυών ατόμων, κληρονομιά που αφήνει ένα έθνος, συνονθύλευμα που δημιουργούν οι αιώνες, κατάλοιπο διαδοχικών εξατμίσεων μιας ανθρώπινης κοινωνίας· ένα είδος γεωλογικού σχηματισμού, με δυο λόγια. Κάθε εποχή αποθέτει την πρόσχωσή της, κάθε φυλή καταθέτει το δικό της στρώμα στο μνημείο, κάθε άτομο εναποθέτει το λιθάρι του. Έτσι κάνουν οι κάστορες, έτσι κάνουν οι μέλισσες, έτσι κάνουν οι άνθρωποι. Το μεγάλο σύμβολο της αρχιτεκτονικής, η Βαβέλ, είναι μια κυψέλη.»

«Τα μεγάλα οικοδομήματα, όπως και τα μεγάλα βουνά, είναι δημιουργήματα των αιώνων (…) Ο χρόνος είναι ο αρχιτέκτονας, ο λαός είναι ο χτίστης».


Η αρχιτεκτονική συνιστά μια ζωντανή γλώσσα. Τα μνημεία της αποτελούν βιβλία που αφηγούνται τις ιστορίες των πολιτισμών τους.


«Απ’ τις απαρχές του κόσμου ως και τον 15οαιώνα της χριστιανικής εποχής, η αρχιτεκτονική υπήρξε αναμφισβήτητα το μεγάλο βιβλίο της ανθρωπότητας, το κύριο μέσο έκφρασης του ανθρώπου στα διάφορα στάδια της σωματικής και διανοητικής του εξέλιξης».


«Έτσι, ως τον Γουτεμβέργιο, η αρχιτεκτονική είναι η κύρια, η παγκόσμια γραφή. Σ’ αυτό το γρανιτένιο βιβλίο, που το άρχισε η Ανατολή, που το συνέχισε η ελληνική και η ρωμαϊκή Αρχαιότητα, ο Μεσαίωνας έγραψε την τελευταία σελίδα».






Σε εποχές που ο γραπτός λόγος ή οι εικαστικές δημιουργίες ήταν επιρρεπείς στις διαθέσεις κάθε δυνάστη και κάθε τυραννικού πολιτεύματος, τα μνημεία, με τον όγκο και τη διαχρονικότητά τους, διασφάλιζαν κάποια μορφή ελευθερίας της έκφρασης, για τον δημιουργό που συμμετείχε στην κατασκευή τους.


«Το να εγγράφεται ατόφια σ’ αυτά τα βιβλία που ονομάζονταν οικοδομήματα ήταν τότε ο μόνος τρόπος ελεύθερης έκφρασης της σκέψης. Δίχως την κτιριακή αυτή υπόστασή της, αν δεν είχε επιδείξει τη σχετική σύνεση και είχε διακινδυνέψει να παραμείνει στη χειρόγραφη μορφή της και μόνο, σύντομα θα είχε καεί δημόσια απ’ το χέρι του δήμιου. Η σκέψη-πυλώνας θα γινόταν έτσι μάρτυρας στην επιθανάτια αγωνία της σκέψης-βιβλίο».


«Τότε, όποιος γεννιόταν ποιητής, γινόταν αρχιτέκτονας. Το διάχυτο στις μάζες πνεύμα, καταπιεσμένο λόγω της φεουδαρχίας, μη βρίσκοντας διέξοδο παρά μόνο προς την κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής, αναδυόταν στην επιφάνεια μέσω αυτής της τέχνης. Οι Ιλιάδες έπαιρναν τη μορφή καθεδρικών ναών. Όλες οι άλλες τέχνες υπάκουαν και πειθαρχούσαν στην αρχιτεκτονική· ήταν οι χειρώνακτες του μεγάλου έργου».

Διαφορετικές μορφές αρχιτεκτονικής αντανακλούν διαφορετικές κοινωνικές δομές – ξεκινώντας απ’ τη θεοκρατία και καταλήγοντας στη δημοκρατία, την οποία ο Ουγκώ προάσπιζε ως το ανώτερο από τα πολιτεύματα.

«Κάθε πολιτισμός αρχίζει με τη θεοκρατία και τελειώνει με τη δημοκρατία. Ο δρόμος της ελευθερίας που διαδέχεται την αρχική ομοιομορφία εγγράφεται και στην αρχιτεκτονική».


«Αν τραβήξουμε μια οριζόντια γραμμή, συναντάμε στις τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την Ινδουιστική, την Αιγυπτιακή και τη Ρομανική αρχιτεκτονική, τη θεοκρατία, την κάστα, την ομοιομορφία, το δόγμα, το μύθο, τον Θεό. Αντίθετα, στις τρεις μικρότερες αδελφές, τη Φοινικική, την Ελληνική και τη Γοτθική αρχιτεκτονική, ανεξάρτητα απ’ τις όποιες, εγγενείς στην ίδια τη φύση τους, μορφολογικές διαφορές, συναντάμε την ελευθερία, το λαό, τον άνθρωπο».





Μέχρι που έφτασε η τυπογραφία. «Αυτό θα σκοτώσει εκείνο» - η Τυπογραφία θα σκοτώσει την Αρχιτεκτονική. Ο νεότερος κόσμος τον παλιό.


«Η εφεύρεση της τυπογραφίας είναι το μεγαλύτερο γεγονός της ιστορίας. Είναι η μητέρα όλων των επαναστάσεων που θ’ ακολουθήσουν».


Η αρχιτεκτονική πέρασε στο παρασκήνιο. Οι άλλες τέχνες πήραν τα ηνία. Και η μεγάλη γλώσσα της ανθρωπότητας πλέον τυπώνεται, αναπαράγεται, διαμοιράζεται, δίχως να φοβάται σεισμούς και επιδρομές. Η δυνατότητά της για αντιγραφή και διάδοση της πληροφορίας είναι η μεγάλη της δύναμη, απέναντι σε κάθε εξουσία, σε κάθε τύραννο που επιθυμεί να της κλείσει τη φωνή. Άλλοτε τα χειρόγραφα ήταν μοναδικά και στοιβάζονταν σε μια βιβλιοθήκη – μια πυρκαγιά αρκούσε να τα κάψει, να τα εξαφανίσει. Τότε τα μνημεία έσωζαν την πολιτισμική κληρονομιά των ανθρώπων. Μα από τον Γουτεμβέργιο και έπειτα, ο λόγος τυπώνεται, κυκλοφορεί, γίνεται κτήμα όλων. Απέναντι σε κάθε τζιχαντιστή επιδρομέα – απέναντι σε κάθε φασίστα δημαγωγό… ο λόγος που μπορεί και διαμοιράζεται σε χιλιάδες αντίγραφα υψώνει την ασπίδα του. Είναι η φωνή της ελευθερίας κόντρα στη σιωπή των τυράννων.

Γι’ αυτό ο Ουγκώ έλεγε πως η τυπογραφία αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός της ιστορίας. Μέσα απ’ την ποικιλομορφία της, την αστείρευτη διάδοση της πληροφορίας, την δυνατότητα συμμετοχής, αναδεικνύεται η γνήσια δημοκρατική κοινωνία του μέλλοντος. Περιττό να πούμε πως το Διαδίκτυο έχει εκτοξεύσει ακόμα παραπέρα αυτή τη δυνατότητα στις μέρες μας.

Αρκεί να μη χαθούμε στον κυκεώνα της πληροφορίας. Να διψούμε για γνώση. Να μη μετατρέψουμε την εύκολη πληροφόρηση σε ημιμάθεια (όπως συχνά γίνεται). Να μη μπλέξουμε στους λαβύρινθους του νέου αυτού, πελώριου Οικοδομήματος. Του μεγαλύτερου από τα αρχιτεκτονικά έργα.






«Το οικοδόμημα αυτό είναι κολοσσιαίο. Δεν θυμάμαι ποιος στατιστικολόγος μέτρησε ότι, στοιβάζοντας τον ένα πάνω στον άλλο όλους τους τόμους που έχουν τυπωθεί απ’ την εποχή του Γουτεμβέργιου, θα μπορούσε να καλύψει κανείς την απόσταση απ’ τη Γη ως τη Σελήνη (…) Είναι η μυρμηγκοφωλιά του ανθρώπινου νου. Είναι η κυψέλη όπου οι δημιουργίες της ανθρώπινης φαντασίας, οι χρυσές αυτές μέλισσες, έρχονται να φέρουν το μέλι τους. Το οικοδόμημα έχει χίλιους ορόφους (…) Εδώ κάθε ατομικό έργο, όσο ιδιόρρυθμο και αποκομμένο κι αν μοιάζει, έχει τη θέση του και το βάθρο του. Απ΄ τον καθεδρικό ναό του Σαίξπηρ ως το τέμενος του Μπάιρον, χίλια δυο μικρά καμπαναριά συνωστίζονται φύρδην μίγδην σ’ αυτή τη μητρόπολη της παγκόσμιας σκέψης (…) Στη βάση έχουν ξαναγραφτεί ορισμένοι παλιοί τίτλοι της ανθρωπότητας, που η αρχιτεκτονική δεν τους είχε καταγράψει. Στην είσοδο, αριστερά, βρίσκουμε εντοιχισμένο το ομηρικό πρότυπο ανάγλυφο από λευκό μάρμαρο· δεξιά, η πολύγλωσση Βίβλος ορθώνει τις επτά κεφαλές της. Η Λερναία Ύδρα του Ρομανσέρο αναδεύεται πιο πέρα, όπως και μερικές άλλες υβριδικές μορφές, οι Βέδες και τα Νιμπελούνγκεν. Κατά τ’ άλλα, το θαυμαστό εκείνο οικοδόμημα παραμένει πάντοτε ημιτελές. (…)

Ολόκληρο το ανθρώπινο γένος βρίσκεται στις σκαλωσιές. Κάθε πνεύμα κι ένας χτίστης. Ακόμη και το πιο ταπεινό, κάποια τρύπα βουλώνει, βάζοντας κι αυτό το πετραδάκι του (…) Άλλωστε, εκτός απ’ την πρωτότυπη και ατομική κατάθεση κάθε συγγραφέα, υπάρχουν και συλλογικές συνεισφορές. Ο 18οςαιώνας δίνει την Εγκυκλοπαίδεια, η Επανάσταση δίνει τον “Moniteur” (εφημερίδα της εποχής).

Βέβαια, κι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα οικοδόμημα που υψώνεται σε ατέρμονες σπείρες· κι εδώ συναντάμε γλώσσες που συγχέονται, αέναη δραστηριότητα, ακάματο μόχθο, επίμονη συνεργασία ολόκληρης της ανθρωπότητας, καταφύγιο για το πνεύμα σε περίπτωση νέου κατακλυσμού ή νέας επιδρομής βαρβάρων. Πρόκειται για τον δεύτερο Πύργο της Βαβέλ του ανθρωπίνου γένους».


Victor Hugo


Επίλογος. Ο αντίλαλος των καμπάνων.



Κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλος της παρουσίασής μας. Ήταν ένα αφιέρωμα και ένας προσωπικός φόρος τιμής μου, αν θέλετε, στην «Παναγία των Παρισίων» - από εκείνα τα βιβλία που με ταξίδεψαν, με μάγεψαν, με προβλημάτισαν και, εν τέλει, με τσάκισαν ψυχολογικά! Διαβάζοντας το έργο, είχα βλέπετε κατά νου τις… διασκευές του στα κινούμενα σχέδια! Πόσο απροετοίμαστος ήμουν λοιπόν! Ένα έργο τόσο υπέροχο, όσο και αδίστακτο, πραγματικά. Σαν την πραγματικότητα που περιγράφει… εδώ δεν χωράνε παραμύθια. Καημός θα μου μείνει.

Όσο αφορά τον Βίκτωρ Ουγκώ; Στη χώρα μας, τον καιρό που γράφτηκε η «Παναγία των Παρισίων», πολύ λίγοι τον γνώριζαν ακόμα… Τριάντα όμως χρόνια μετά, εν έτει 1862, ο Ουγκώ θα παρέδιδε ένα έργο που θα τον έκανε γνωστό και αγαπητό στους πάντες. Ένα έργο που συνέχιζε στα χνάρια που πρώτοι χάραξαν ο Κουασιμόδος και η Εσμεράλδα. Ήταν γεμάτο αλησμόνητους χαρακτήρες και παλλόταν με κοινωνική συνείδηση. Το όνομά τους ήταν LesMiserables” – οι Άθλιοι.

Μα όλα ξεκίνησαν από εκείνες τις καμπάνες. Τις καμπάνες που αντηχούν, και σήμερα, στ’ αυτιά μας.


«Δείτε πως, μ’ ένα σύνθημα του ουρανού, σταλμένο απ’ τον ήλιο που ανατέλλει, οι δεκάδες αυτές εκκλησίες σκιρτούν ταυτόχρονα. Πρώτα ακούγονται σκόρπια καμπανίσματα, απ’ τη μια εκκλησιά στην άλλη, όπως κάνουν οι μουσικοί λίγο πριν αρχίσουν να παίζουν· ύστερα, ξαφνικά, “κοιτάξτε”, μια και κάτι τέτοιες στιγμές το αφτί μοιάζει να’ χει κι αυτό την όρασή του, κοιτάξτε πως υψώνεται, απ’ όλα τα καμπαναριά συγχρόνως κάτι σαν στήλη ήχου, σαν καπνός αρμονίας (…)

Έπειτα λίγο λίγο, πληθαίνοντας, οι δονήσεις εκτείνονται, αναμειγνύονται, σβήνουν η μία μέσα στην άλλη, συγχωνεύονται σε μιαν εξαίσια συναυλία. Δεν αποτελούν πια παρά μια μάζα ηχητικών δονήσεων, που ξεχύνεται ακατάπαυστα απ’ τα αμέτρητα καμπαναριά, που επιπλέει, κυματίζει, σκιρτάει, στροβιλίζεται πάνω απ’ την πόλη, απλώνοντας πολύ πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα τον εκκωφαντικό κύκλο των ταλαντώσεών της. Ωστόσο αυτή η θάλασσα αρμονίας πολύ απέχει απ’ το χάος· όσο ταραγμένη και βαθιά κι αν είναι, δεν έχει χάσει στο παραμικρό τη διαφάνειά της. Βλέπετε μέσα της να φιδογυρίζει ξέχωρα η κάθε ομάδα από φθόγγους που παράγουν τα καμπανίσματα· μπορείτε να παρακολουθήσετε το διάλογο, πότε υπόκωφο, πότε κραυγαλέο, ανάμεσα στο σήμαντρο και τη μεγάλη καμπάνα· βλέπετε τις οκτάβες να χοροπηδούν απ’ το ένα καμπαναριό στο άλλο· τις κοιτάζετε, φτερωτές, ανάλαφρες, να ξεπηδούν σφυρίζοντας απ’ την ασημένια καμπάνα, να πέφτουν σπασμένες και κουτσές απ’ την ξύλινη (…)

Σίγουρα πρόκειται για μια όπερα που αξίζει να την ακούσει κανείς. Συνήθως, η βουή που ανεβαίνει απ’ το Παρίσι τη μέρα είναι η πόλη που μιλάει· τη νύχτα, είναι η πόλη που ανασαίνει· εδώ, είναι η πόλη που τραγουδάει. Αφουγκραστείτε, λοιπόν, αυτή τη συγχορδία των καμπαναριών, σκορπίστε πάνω της το μουρμουρητό μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, τον αέναο θρήνο του ποταμού, τις ατέρμονες ριπές του ανέμου, το βαθύ και απόμακρο κουαρτέτο των τεσσάρων δασών που απλώνονται στον ορίζοντα σαν τεράστιοι αυλοί εκκλησιαστικού οργάνου. Σβήστε απ’ όλα αυτά, σαν να τα βυθίζατε στο ημίφως, οποιονδήποτε υπερβολικά τραχύ και διαπεραστικό ήχο της κεντρικής καμπάνας και πείτε αν είδατε ποτέ κάτι πιο πλούσιο, πιο χαρούμενο, πιο χρυσαφένιο, πιο εκθαμβωτικό απ’ αυτό το πανδαιμόνιο από καμπάνες και καμπανίσματα· απ’ αυτό το καμίνι της μουσικής· απ’ αυτές τις χιλιάδες μπρούντζινες φωνές που τραγουδούν συγχρόνως, μέσα σε πέτρινους αυλούς και σ’ εκατό περίπου μέτρα ύψος· απ’ αυτήν την πολιτεία, που είναι όλη μια ορχήστρα· απ’ αυτή τη συμφωνία, που μαίνεται σαν καταιγίδα».


*Τα αποσπάσματα του βιβλίου που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Σμίλη είναι σε μετάφραση Ανδρέα Παππά και Βάνας Χατζάκη.




Ένα, Δύο, Τρία, Motherfuckers

$
0
0





Πέρασαμπροστά από ανοιχτή τηλεόραση τις προάλλες – θύμιζε συνάντηση με παλιό φλερτ που ντρέπεσαι στην ανάμνησή του και το δικαιολογείς μόνο λέγοντας «δεν είχα μυαλό τότε». Αναγγελία του Προσεχώς του δελτίου ειδήσεων – όμοια με κινηματογραφικό τρέιλερ. Θέαμα για ξοδεμένους μεσήλικους. “Σάρωσε τα βραβεία του Τάδε Διαγωνισμού oJustinTimberlake”. Αυτό μετά τα νέα για τους πρόσφυγες, τις συντάξεις, τις απεργίες. Όλα σε ένα καλοφτιαγμένο πακέτο με γυαλιστερή κορδέλα.

Πόσοθα χαιρόμουν αν μια πειρατική συχνότητα παρενέβαινε εκείνη τη στιγμή στο ρεπορτάζ για τα μουσικά βραβεία. Να έβλεπε ο ξαφνιασμένος καναπεδοφάγος τηλεθεατής να πετάγονται μπρος στην οθόνη του οι Ramonesσε κάποιο παλιό liveτους. One, two, three, σπάσε την πουτάνα τη τιβί. Γιατί οι Ramonesειδικά; Διότι από συζήτηση τις προάλλες στον χώρο εργασίας μου διαπίστωσα πως υπάρχουν ουκ ολίγοι νέοι και νέες που αγνοούν την ύπαρξη του συγκεκριμένου συγκροτήματος. Και πραγματικά απόρησα. Εντάξει ο μεσήλικας που αδιαφορεί για τη μουσική. Μα o νέος;

Δείξεμου τα μουσικά σου γούστα να σου πω ποιος είσαι; Όχι απαραίτητα – γνωρίζουμε καλά πως η μουσική στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου δεν αποτελεί παρά το παραπέτασμα – η κορυφή του παγόβουνου. Μα δες – στον ατέλειωτο χάρτη της μουσικής, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να εξερευνήσουν κάθε σπιθαμή του. Και άλλοι που παραμένουν, πεισματικά, προσηλωμένοι σε μια μικροσκοπική του κουκκίδα. Όχι γιατί πέρασαν από άλλες πολιτείες και εντόπισαν, σε ένα μόνο τόπο, την πραγματική αγάπη τους· μα γιατί, απλά, αδιαφορούν για το ταξίδι. Και έτσι αρκούνται στις τοποθεσίες που τους πλασάρουν οι τουριστικοί οδηγοί. Ποτέ δεν θα ανακαλύψουν τη δική τους, αποκλειστικά προσωπική γωνιά.

Καιαν μπερδεύεστε με τις μεταφορές που χρησιμοποιώ, αντικαταστήστε τη φράση «τουριστικός οδηγός» με τις λέξεις «κατευθυνόμενη ενημέρωση», «ΜΜΕ», «επιχειρήσεις», «μουσική βιομηχανία» και αποκτάτε μια ιδέα.

Επιτρέψτεμου να εστιάσω σε μια μερίδα της ξένης μουσικής. Αν δεν έχεις ταυτιστεί κάποια στιγμή στη ζωή σου με το υπαρξιακό Angstενός “Nevermind”… Αν δεν έχεις ψυχοπλακωθεί γλυκά στο άκουσμα του “Dirt” των AliceInChains… Αν δεν έχεις αφεθεί στο ρομαντικό σκοτάδι ενός «FirstandLastandAlways» των SistersOfMercyή στο έρεβος ενός «Closer» των JoyDivision… Αν δεν έχεις λιώσει το “MasterofPuppets” των Metallicaκαι δεν έχεις υψώσει σε είδωλο της εφηβείας σου τον RonnieJamesDio… Αν δεν έχεις αναπνεύσει το άρωμα των 90’sμέσα από τους δίσκους των SmashingPumpkins, τα 80’sμέσα από τους δίσκους των Cureκαι τα 70’sαπό τα εγχειρήματα του Bowie… Αν δεν έχεις νιώσει να σε διαπερνά η αμεσότητα του Punk, ή η ευρηματικότητα του NewWave… ΑνταονόματαSonicYouth, Stooges, PattiSmith, Clash, Television, GangofFour, The Damned, BadReligion, Blondie, TalkingHeads, NeilYoung, LouReed, δενσουλένετίποταΑν δεν έχεις προσκυνήσει το παραμορφωμένο μπλουζ ενός JimmiePageή ενός TonyIommi… Αν δεν έχεις θαυμάσει τον JimmieHendrixτη στιγμή εκείνη που έβαζε φωτιά στην κιθάρα του στο MontereyFestivalτου 1968, ή τους Whoόταν έσπαγαν τα όργανά τους…

Γιανα μην μιλήσω για άλλα είδη μουσικής… Jazz, Soul, Funk, Progressive, Trip Hop, Gangsta Rap, Ambient, Avant Garde, Ethnic, Industrial, κλπ. Ας μείνω σε αυτά που ανέφερα, τα οποία και θεωρώ πρωταρχικά σε θέμα ηλικίας. Εκείνα που σε κάνουν, νέος, να υψώνεις με χαρά το ΚΩΛΟΔΑΧΤΥΛΟ απέναντι σε καθετί που σου τη σπάει – έτσι, να μιλήσω ευθαρσώς. Εκείνα που σου θυμίζουν, μεγαλώνοντας, πως το εφηβικό πνεύμα οφείλει να είναι πάντοτε παρόν – για να μην ατροφήσει ο ενήλικας νους από την υπερβολική πλαδαρότητα ενός κόσμου ξεπουλημένου σε χορηγούς και διαφημίσεις.

Εκτόςαν θεωρείτε πως η «Κρίση», για την οποία τόσο συζητούμε, συνιστά πολιτικό και οικονομικό ζήτημα – και μόνο. Κι όμως κύριοι… κάθε «κρίση» είναι πρωτίστως κρίση πολιτισμού. Και κρίση ηλικίας σε έναν κόσμο που μοιάζει ενήλικας, περιθωριοποιεί τον έφηβο, πράττει σαν παιδί και σκέφτεται σαν… βρέφος.


Καιεπανέρχομαι. Δελτίο ειδήσεων. Αναγγελία των Τάδε Αδιάφορων Βραβείων και μετατροπή του κάθε Τίποτα σε μουσικό είδωλο μιας γενιάς που δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα – χαμένη μεταξύ των Selfies, των Κινητών και του FastFood– και φυσικά της δικής μας, εγχώριας εκδοχής του πολιτισμικού Τίποτα – των Λαϊκοποπ σκυλάδικων, που τόσο αρέσκονται να προβάλλουν τα Media

Ω, πόσο όμορφα θα ήταν να έσκαγαν σαν βόμβα οι Ramones, πειρατικά, μέσα στα δελτία κάθε καναλιού! “Μας ξεχάσατε; Και αν δεν μας ξέρετε, τώρα θα μας μάθετε. Ξεκινάμε από τα βασικά – απλή αριθμητική: Ένα, Δύο, Τρία, Motherfuckers.”





Χώμα, Σκόνη και Άμμος

$
0
0





Ηπραγματικότητα κάποιες φορές με ξεπερνάει. Δες – έχω χτίσει μια διαδικτυακή φωλιά την οποία προσπαθώ να γεμίζω με όλα όσα αγαπώ. Βιβλία, μουσικές, τέχνες, κινηματογράφο… Ένα λαγούμι καταχωνιασμένο θα ‘λεγε κάποιος κάτω από το έδαφος, πλημμυρισμένο με όμορφες μοναχικές ενασχολήσεις. Και μοιράζομαι τις ενασχολήσεις μου αυτές με τον κόσμο. Και πιστέψτε με – θα ήθελα πολύ να ασχολούμουν με αυτά και μόνο εδώ μέσα.

Μαη πραγματικότητα κάποιες φορές με ξεπερνάει … Πληροφορήθηκα τις εξελίξεις στη Γαλλία σήμερα το πρωί και ένιωσα λες και είχε ανοίξει κάποιος, με τη βία, μία τρύπα πάνω απ’ τη φωλιά μου. Και μέσα λες και ξεχύθηκε φωτιά και πίσσα μαύρη. Τι σκατά κόσμος είναι αυτός που ζούμε, σκεφτόμουν. Τι σκατά κόσμος είναι αυτός...

Θέλωπολύ να γράψω κάτι που να μην ακούγεται τετριμμένο, που να μην έχει ήδη ειπωθεί, μα μου είναι δύσκολο. Στεναχωριέμαι. Για τις ζωές που χάθηκαν – άδικα, όπως πάντα έτσι γίνεται. Και για τις αξίες που αγαπάμε και βρίσκονται στο στόχαστρο. Ας μην έχουμε καμία αμφιβολία για το τελευταίο: δεν τίθεται ζήτημα μάχης ανάμεσα σε λαούς – οι τελευταίοι ποτέ δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Η σύγκρουση εκτείνεται σε επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων από τη μία… και τυφλής, παράλογης οργής από την άλλη, με στόχο τις λεγόμενες αξίες του δυτικού πολιτισμού. Ο άγνωστος εχθρός είναι βγαλμένος από κάποια άλλη εποχή – Μεσαίωνα και ακόμα πιο πίσω.

 Πρόκειταιγια μια προσπάθεια επιβολής μιας νέας μορφής σκοταδισμού. Όπλο του ο φόβος, μέσο του ο ανορθολογισμός. Δυστυχώς ο σκοταδισμός αυτός δεν εδράζεται μόνο «εκεί έξω», κάπου, σε μια χώρα της Μέσης Ανατολής. Συνιστά μέρος των ίδιων των κοινωνιών που ζούμε. Ζήσαμε μια διαφορετική μορφή επιβολής κλίματος φόβου το καλοκαίρι που μας πέρασε. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά με τη σειρά της τρέφεται απ΄ το φόβο για να ενισχύσει τη δύναμή της. Μπρος στις αξίες της ελευθερίας, της κριτικής και της δημοκρατίας (αξίες που γεννήθηκαν πρώτα στην αρχαία Ελλάδα και μεταλαμπαδεύτηκαν στις χώρες της Δύσης) προβάλλουν τα συναισθήματα του μίσους, του φόβου απέναντι στη διαφορετικότητα, η μισαλλοδοξία, το κλείσιμο των συνόρων, η μετατροπή των χωρών σε φρούρια –  αδίστακτα, απολυταρχικά, ανελεύθερα.

Ηιστορία της Δύσης είναι μια πονεμένη ιστορία. Κράτη που μιλούν για ελευθερία και εξάγουν κατακτήσεις και πολέμους. Ηγέτες που διαλαλούν τα αγαθά της δημοκρατίας, την ίδια ώρα που προσκυνούν τον (βαθιά αντιδημοκρατικό) θεό του χρήματος. Σύμφωνοι, κύριοι – λυπούμαι και γω όταν βλέπω τις γυναίκες της Μέσης Ανατολής με τις μπούργκες στα κεφάλια και τους φανατικούς θρησκόπληκτους να θεωρούν πως μια φωτογραφία μπορεί να τους ρουφήξει την ψυχή. Μα τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Να τους αλλάξω; Όχι δα! Άσ’ τους! Άσ’ τους να κάνουν ό,τι θέλουν, να πιστεύουν ό,τι θέλουν, να ζούνε σε όποιο καθεστώς θέλουν! Η δημοκρατία δεν είναι εξαγώγιμο προϊόν, κύριοι. Ούτε η ελευθερία. Πηγάζουν εκ των έσω. Αν επιθυμεί ο ίδιος ο λαός, θα τα διεκδικήσει μόνος του.

Σεβάσουλοιπόν τη διαφορετικότητά του και άφησε τον να ζει στον Μεσαίωνα που διάλεξε. Δεν θα τον αλλάξεις!

Μααν θες να τον κυριεύσεις δια του χρήματος, όπως έχεις ήδη κάνει στους λαούς της Δύσης… πρόσεξε, γιατί η οικονομική κυριαρχία είναι η μεγαλύτερη μορφή επιβολής. Οι λαοί της Δύσης μπορούν να αντιδράσουν (ακόμα) σε αυτό. Ο κόσμος βγαίνει έξω, διαδηλώνει, ρίχνει κυβερνήσεις, επαναστατεί – όλα γέννημα θρέμμα της δυτικής παράδοσης. Μα η μεσανατολική παράδοση δεν έχει εκλογές, δεν έχει κυβερνήσεις, δεν έχει επαναστάσεις, δεν έχει κριτική αντιπαράθεση… χώμα και σκόνη και άμμος οι κατακτήσεις του πολιτισμού και του ορθού λόγου.

Χώμακαι σκόνη και άμμος… Σαν τα αρχαιολογικά μνημεία που μετατρέπονται σε σκόνη από τις επιθέσεις της τυφλής οργής… Ο πολιτισμός καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

Δενγνωρίζω ποια μπορεί να είναι η λύση. Ξέρω όμως πως την τρέλα δεν την πολεμάς με ακόμα μεγαλύτερη τρέλα. Η μετατροπή της Ευρώπης σε φρούρια-προπύργια φασιστικών καθεστώτων δεν είναι η λύση. Γιατί όλη η ουσία εκείνου που ονομάζουμε δυτικός πολιτισμός στηρίζεται σ’ εκείνες ακριβώς τις κατακτήσεις του Λόγου και του Πνεύματος, που τόσο εύθραυστες είναι απέναντι στην επέλαση των βαρβάρων.

Τωνεξωτερικών βαρβάρων… και των εγχώριων βαρβάρων.


Αυτήνακριβώς τη κληρονομιά οφείλουμε με κάθε τρόπο να διαφυλάξουμε. Για να μη μετατραπούν όλα σε χώμα, σε σκόνη, σε άμμο… Ούτως ή άλλως “dustinthewind” είμαστε, όπως έλεγε εκείνο το τραγούδι. Μα εκείνα που αφήνουμε πίσω μας… η κληρονομιά αιώνων γεμάτων τέχνη, δημιουργία, πολιτισμό… είναι κάτι παραπάνω. Για κάθε δέντρο που ρίχνουν, κάθε δάσος που καίνε, κάθε στρέμμα που περιφρουρούν... να φυτεύουμε ένα σπόρο… και ακόμα και η έρημος μπορεί έτσι, κάποτε, ν’ ανθίσει.



Viewing all 184 articles
Browse latest View live