Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Αντίδοτο στη Θλίψη

$
0
0





Μια αληθινή ιστορία θα σας πω, βγαλμένη από το μεγάλο χρονικό της Λογοτεχνίας. Στον απόηχο των ημερών και των γεγονότων, νομίζω μπορεί να σας πει κάποια πράγματα – όπως είπε σε μένα όταν ξετύλιξε το νήμα της στη σκέψη μου.

Πάμε αρκετούς αιώνες πίσω. Στα σκληρά χρόνια του Μεσαίωνα, κάπου στα μισά του 14ουαιώνα, τον καιρό που η Πανούκλα – γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος» – θέριζε το μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Ένας Ιταλός συγγραφέας που είχε ζήσει από κοντά την εξάπλωση της φρίκης αποφάσισε να γράψει γι’ αυτήν στο νεότερο έργο του. Βρισκόμαστε στο έτος 1348.

Στο ξεκίνημα του βιβλίου ο συγγραφέας περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο την σπορά του θανάτου. Διαβάζουμε με τρόμο για τα εκατοντάδες πτώματα που σκόρπιζαν στους δρόμους, βουτηγμένα στη λάσπη· για τους κατοίκους που δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους, από φόβο μην κολλήσουν· για τις σιχαμερές μυρωδιές που εξαπλώνονταν σε κάθε στενό, κάθε συνοικία· για εκείνους που καλούσαν φίλους και γλεντούσαν, κλειδαμπαρωμένοι, γνωρίζοντας πως ίσως ζουν τις τελευταίες μέρες τους· για όσους δεν είχαν πλέον χώρο για να θάψουν τους συγγενείς, που σαν τα ζώα ψοφούσαν μες στα πόδια τους· για τα νεκρά κορμιά που πετούσαν απ’ τα σπίτια, σα νά ‘ταν σκουπίδια· για φίλους που εγκατέλειπαν φίλους· γονείς που εγκατέλειπαν παιδιά. 

Ήξεραν πως ο ένας στους δύο είναι χαμένος.






Θα έλεγε κάποιος πως θέλω να σας πω μια θλιβερή ιστορία – όμως όχι, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ούτε ήταν ο σκοπός του συγγραφέα, όταν ξεκίνησε (απολογούμενος μάλιστα στους αναγνώστες), στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, να περιγράφει το σκηνικό της φρίκης.

Γιατί το τρομακτικό εκείνο πλαίσιο έγινε αφορμή (στο βιβλίο) για μια παρέα νεαρών (αντρών και γυναικών) να σχηματίσουν μια συντροφιά και να καταφύγουν, για λίγες μέρες, μακριά, στην εξοχή. Σκοπός τους ήταν να κάνουν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους, προκειμένου να περάσουν όμορφα. Μέσα στον γενικευμένο φόβο, να απολαύσουν τη ζωή. Σε καταπράσινες χλόες, πλάι σε κελαρυστά σιντριβάνια, χόρευαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική, έπαιζαν παιχνίδια, έτρωγαν και έπιναν και φλέρταραν.

Και αφηγούνταν ιστορίες, ο ένας στον άλλο. Κάθε μέρα της παραμονής τους έλεγαν ιστορίες, ξέχειλες περιπέτεια, έρωτα και χαρούμενη τρέλα. Συνολικά έμειναν δέκα μέρες. Δέκα μέρες γεμάτες ιστορίες.

Ο συγγραφέας ήταν ο Βοκάκιος. Και το βιβλίο είναι το «Δεκαήμερο». Ένα έργο ξέχειλο ζωή και έρωτα – γραμμένο στη σκοτεινότερη περίοδο της ιστορίας. Ένα έργο που έσκισε στα δύο το σκοτάδι του Μεσαίωνα – και δες τι φως ανέβλυσε από μέσα του! Πέταξε στα σκουπίδια την απονεκρωμένη ηθική της εποχής, ύμνησε τις ηδονές του σώματος, αποθέωσε τη φύση και σαν άλλος θεός Παν έσυρε τα λάγνα τραγοπόδαρά του στον πιο ηδονικό χορό, παρασέρνοντας μαζί του κάθε νύμφη του δάσους.






Και στις ιστορίες αυτές, για πρώτη φορά στα χρόνια εκείνα, ακούστηκε το ρητό «Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο». Και νεαρά ζευγάρια όπως εκείνο της φωτογραφίας με την οποία ανοίγω το κείμενο – παρμένη από την κινηματογραφική διασκευή του Παζολίνι – έκαναν αυτό ακριβώς: έρωτα. Γυμνά, φυσικά, δίχως ντροπή. Έτσι γυμνούς και όμορφους ήθελα και εγώ να τους τοποθετήσω στην κορυφή της ανάρτησής μου.

Έτσι αγαπιόντουσαν, καταμεσής της φρίκης, της αρρώστιας, του θανάτου.

Έχουμε πολλά να διδαχτούμε, κύριοι. Έχουμε πολλά να μάθουμε. Κόντρα στους κήρυκες του φόβου, δεν θα ζαρώσουμε ποτέ μες στη γωνιά μας. Άφησε τα τρομολάγνα ΜΜΕ να αντλούν ηδονή από το κάθε δάκρυ, κάθε ανθρώπου που τόσο άδικα πια χάθηκε, κόβοντας και ράβοντας, βάζοντας ζωές στη ζυγαριά. Άφησε τους να πουλούν τρόμο περιτυλιγμένο σε πακέτα ανθρωπισμού. Παράτα τους, τους σιχαμένους. Η ζωή είναι αλλού.

Και αν μας βρει το κακό – ε, μας βρήκε, τι να γίνει! Πουτάνα τύχη, που λένε – πάντα διαχρονικό. Μα ως τότε δεν θα αντιμετωπίζουμε την κατήφεια με ακόμα περισσότερη κατήφεια. Είμαι απόλυτα σύμφωνος στο να είμαστε κατηφείς – μα για προσωπικούς μας λόγους! Η θλίψη είναι όμορφο συναίσθημα κάποιες φορές – αρκεί να είναι δική σου. Όταν όμως σερβίρεται μαζικά από τα Μέσα Ενημέρωσης και αναπαράγεται από ειδήμονες του φόβου, ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά.

Το αντίδοτο της καταστροφής δεν είναι η καταστροφή, ούτε η γενικευμένη στενοχώρια – μα η δημιουργία, η τέχνη… και πάνω απ’ όλα, η ζωή. Όσοι έφυγαν έφυγαν. Όσοι χάνονται κάθε μέρα, εδώ κι εκεί, με ή χωρίς τους προβολείς στραμμένους πάνω τους, χάνονται. Το θέμα είναι τι κάνουμε με τον κόσμο αυτόν που ζει, που αναπνέει.

Κάποτε η μισή Ευρώπη είχε γκρεμιστεί, κύριοι. Ο ένας στους δύο Ευρωπαίους είχε πεθάνει, θύμα της αρρώστιας. Μα αυτό δεν απέτρεψε τον Βοκάκιο να γράψει το «Δεκαήμερό» του… Πάνω στα συντρίμμια φύτεψε τους σπόρους του. Έναν αιώνα μετά οι σπόροι άνθισαν – και το φυτό ονομάστηκε «Αναγέννηση».

Κλείνοντας, μια που η επικαιρότητα τις μέρες αυτές περιστρέφεται γύρω απ’ τη Γαλλία, τι θα λέγατε να θυμόμασταν λίγο τον Καμύ; Ας κλείσω με ένα δικό του απόσπασμα λοιπόν.






"Καταμεσής του μίσους, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, μία αθέατη αγάπη.

Καταμεσής των δακρύων, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, ένα αδιόρατο χαμόγελο.

Καταμεσής του χάους, ανακάλυψα πως υπήρχε, μέσα μου, μία αθέατη γαλήνη.

Και συνειδητοποίησα, από όλα αυτά, πως...

Καταμεσής του χειμώνα, υπήρχε μέσα μου ένα αθέατο καλοκαίρι.

Και αυτό μου δίνει χαρά. Γιατί φανερώνει πως, όσο δυνατά και αν σπρώχνει ο κόσμος εναντίον μου, μέσα μου, πάντα θα υπάρχει κάτι δυνατότερο - κάτι καλύτερο, σπρώχνοντας αμέσως πίσω".


Albert Camus, "Return to Tipasa", 1952



Συνεχίζουμε.




Το Χρονικό της Τζαζ, μέρος ΙΙ: Τα Φώτα της Νέας Ορλεάνης

$
0
0




Εισαγωγή: Σε μια κακόφημη συνοικία της Νέας Ορλεάνης…



Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, μα στη Συνοικία των Κόκκινων Φώτων δεν είχαν ανάγκη από ήλιο. Τα φώτα που ξεπηδούσαν απ’ τα στενά και τα σοκάκια έβαφαν με ερυθρόχρωμες ακτίνες τους σκονισμένους δρόμους μέρα-νύχτα. Δρόμοι υγροί, νοτισμένοι φτηνή επιθυμία και ξοδεμένες συνουσίες. Οι πόρνες της Συνοικίας είχαν εξαπλώσει τη φήμη τους πέρα από τη Νέα Ορλεάνη· κόσμος ερχόταν από διάφορα μέρη του αμερικανικού Νότου, προκειμένου να χαρεί τις ηδονές τους. Η περιοχή είχε αποκτήσει σχεδόν μυθιστορηματικό χαρακτήρα – γι’ αυτό και την ονόμασαν “Storyville”. Εκεί που εξιστορείται η παλιότερη απ’ όλες τις ιστορίες.

Ένας νεαρός νέγρος τριγύριζε στα στενά της Συνοικίας, πουλώντας κάρβουνο στα σπίτια. Ήταν-δεν ήταν 11 χρονών. Δεν τον εξέπληττε η φήμη της περιοχής, ούτε έσκυβε το βλέμμα μπροστά στα εργαζόμενα κορίτσια· τα κοιτούσε μες στα μάτια και το χαμόγελό του άστραφτε. «Να’ τος πάλι, χαμογελά ο μικρός Λούι! », έκαναν εκείνες γελώντας, πετώντας του ίσως κανένα πουρμπουάρ. Θα’ λεγε κανείς πως γεννήθηκε με το χαμόγελο στα χείλη.

Η μάνα του εξάλλου είχε εργαστεί ως πόρνη. Τον έκανε στα 15 της και έπρεπε με κάποιο τρόπο να τα βγάλει πέρα. Όσο αφορά τον πατέρα του; Τους είχε εγκαταλείψει όλους για να ζήσει με την ερωμένη του. Συνηθισμένες καταστάσεις για τους μαύρους της Νέας Ορλεάνης τον καιρό εκείνον – στις αρχές του 20ου αιώνα.






Μια μέρα λοιπόν, εκεί που γύριζε ανέμελος στα κακόφημα στενά, από πόρτα σε πόρτα διαλαλώντας την πραμάτειά του, άκουσε κάποιους ήχους να ξεπηδούν από ένα σπίτι. Δίπλα απ’ το διαμέρισμα μιας πόρνης κατοικούσε ένας μουσικός που έπαιζε κορνέτα. Ο μικρός έστησε αυτί, συνεπαρμένος. Δεν είχε ακούσει τίποτα πιο συναρπαστικό σε όλη τη ζωή του. Ο ήχος της κορνέτας ήταν μαγικός, το παίξιμο του μουσικού θεσπέσιο. Οι νότες ξεπετάγονταν σα νύμφες απ’ τα δέντρα κάποιου δάσους, απλώνοντας το χέρι τους, σηκώνοντας παιχνιδιάρικα τη φούστα τους. «Θεέ μου, βρίσκομαι σίγουρα στον παράδεισο!», σκέφτηκε ο μικρός. «Τι υπέροχη μουσική, τι μαγική μουσική! Ω, η ζωή είναι ωραία!».

«Τι θα γίνει μ’ εκείνο το κάρβουνο; Ξεπάγιασε ο κώλος μας!», αντήχησε η βροντερή φωνή μιας παχουλής πόρνης απ’ το διπλανό διαμέρισμα.

Ο μικρός βγήκε απ’ την ονειροπόλησή του. Οι νότες όμως έπαιζαν ακόμα στο κεφάλι του. «Να μπορούσα να παίξω και ‘γω έτσι!», σκέφτηκε, την ώρα που παρέδιδε το κάρβουνο. Η πόρνη τον κοίταξε με απορημένο βλέμμα. «Που τρέχει το μυαλό σου;», ρώτησε.

Μα ο μικρός απλά χαμογέλασε, όπως συνήθιζε. Πώς να περιγράψεις με λόγια τον παράδεισο; Παρέδωσε λοιπόν το κάρβουνο, πήρε την αμοιβή και συνέχισε το δρόμο του, μέσα από τις ερυθρόχρωμες αλέες.

Κάπως έτσι αποφάσισε ο μικρός πως όταν μεγαλώσει, θα γίνει σαν το μουσικό που άκουσε σ’ εκείνο το διαμέρισμα. Που να ήξερε πως μια δεκαετία μετά θα έπαιζε στη μπάντα του. Το όνομα του μουσικού ήταν Τζο Όλιβερ· μα επειδή υπήρξε ο καλύτερος κορνετίστας της Νέας Ορλεάνης, τον αποκαλούσαν “King” – ο Βασιλιάς.

Όσο αφορά το μικρό πρωταγωνιστή της ιστορίας μας, με το κάρβουνο και το ονειροπόλο βλέμμα; Τ’ όνομά του ήταν Λούις Άρμστρονγκ.






To Μεγάλο Χωνευτήρι



Δεν υπήρξε περισσότερο μπασταρδεμένη πόλη στη διάρκεια του 19ου αιώνα από τη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ. Στους δρόμους της έβλεπες λευκούς, μιγάδες, ισπανόφωνους, αγγλόφωνους, γαλλόφωνους, κρεόλους, μαύρους. Παραδόσεις από ποικίλες κουλτούρες συναντιόνταν μεταξύ τους, φλέρταραν, έσμιγαν και χώριζαν, υπό τους ήχους της αδιάκοπης μουσικής που αντηχούσε σε δρόμους και πλατείες. Το μουσικό πεντάγραμμο ξεδίπλωνε τη λεωφόρο της ζωής.

Και η μουσική της πόλης μαρτυρούσε την ποικιλόμορφη πολιτισμική καταγωγή της: Οι ευκατάστατοι λευκοί (πολλοί απόγονοι Ισπανών και Γάλλων αποίκων) εντρυφούσαν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα – πήγαιναν σε όπερες και θέατρα, χόρευαν βαλς και πόλκες, μελετούσαν την συμφωνική μουσική. Οι μιγάδες Κρεόλοι είχαν ευρωπαϊκή παιδεία και αγαπούσαν το βιολί και το πιάνο, ακολουθώντας την κλασική παράδοση, λοξοκοιτάζοντας όμως και προς τις νέες τάσεις που σχηματίζονταν.

Όσο αφορά το Πάνω Μέρος (Uptown) της πόλης… εκεί αντηχούσε ο παλμός των μαύρων κατοίκων της. Οι ρυθμοί του αναδυόμενου Ράγκταϊμ (βλέπε το πρώτο μέρος του αφιερώματος < κλικ) είχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν με ενέργεια τους ανερχόμενους μαύρους μουσικούς, ενώ εδώ κι εκεί γινόταν λόγος για μια εναλλακτική προσωπική έκφραση, την οποία είχαν βαπτίσει με το όνομα: Μπλουζ.

Οι κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές της Νέας Ορλεάνης ήταν πελώριες. Το Κάτω Μέρος της πόλης (Downtown), η κατοικία των λευκών, ήταν περισσότερο εκσυγχρονισμένο και διέθετε όλες τις ανέσεις μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας: καλοκτισμένα κτίρια, όμορφους δρόμους, πάρκα και πλατείες. Το Πάνω Μέρος όμως έμοιαζε παρατημένο στην τύχη του. Κι όμως – εκεί αντηχούσε ισχυρότερος από πουθενά αλλού ο δημιουργικός παλμός της εποχής.

Στις Κοινωνικές Επιστήμες ονομάζουμε «Χωνευτήρι» τις κοινωνικές εκείνες δομές που απαρτίζονται από ποικίλα και διαφορετικά εθνικά και πολιτισμικά σύνολα. Έτσι λοιπόν η αμερικανική κοινωνία ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτηρισμό, συγκριτικά με μια παραδοσιακή κοινωνία της Μέσης Ανατολής για παράδειγμα, στην οποία οι κλειστές φονταμενταλιστικές αντιλήψεις αποκλείουν την ύπαρξη μειονοτήτων και εξαλείφουν τη διαφορετικότητα. Λοιπόν, ας ξεκαθαρίσουμε σε αυτό το σημείο κάτι πολύ σημαντικό: η μουσική Τζαζ θα ήταν αδύνατο να είχε αναπτυχθεί σε ένα εθνικιστικό κράτος ή μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία. Κι αυτό γιατί η πολιτισμική και εθνική ποικιλομορφία υπήρξαν τα βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία της.

Στην πραγματικότητα η Τζαζ είναι η περισσότερο μπασταρδεμένη μουσική που υπήρξε ποτέ. Τα βασικά συστατικά της απαρτίζουν ένα πελώριο, πολύχρωμο μωσαϊκό, η ένωση των οποίων σχηματίζει ένα Σύνολο που σύνιστα κάτι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επί μέρους μερών του – όπως έλεγε η θεωρία Gestalt. Και η μουσική αυτή δεν θα μπορούσε παρά να έχει αναπτυχθεί στην πιο μπασταρδεμένη, πιο ανάμεικτη εθνικά και πολιτισμικά πολιτεία της εποχής της: τη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ.






Χορεύοντας στο χείλος του Γκρεμού



Παρά τις διαφορές της (ίσως μάλιστα εξαιτίας αυτών), συθέμελη η πολιτεία δονούνταν στο ρυθμό της μουσικής· δεν υπήρχε στα χρόνια εκείνα, πουθενά αλλού στον κόσμο, πόλη άλλη τόσο παραδομένη, ψυχή και σώμα, στη μουσική. Σχεδόν νόμιζες πως γίνεται, κάθε μέρα, μια γιορτή. Περπατούσες στους δρόμους και τ’ αυτιά σου έπιαναν πάντα τον ήχο κάποιας κόρνας, ενός βιολιού, κάποιου πιάνου, ή ενός ντραμ. Οι πλατείες και τα πάρκα ξεχείλιζαν με μπάντες από χάλκινα – ήταν οι περιβόητες Brass Bands, το σήμα κατατεθέν της πόλης. Παρατηρούσες μπάντες με χάλκινα με την ίδια συχνότητα που βλέπουμε σήμερα περίπτερα στο κέντρο της Αθήνας. «Μια πόλη χωρίς τη δική της μπάντα Χάλκινων είναι για λύπηση, το ίδιο όπως και μια εκκλησία δίχως χορωδία – το Πνεύμα μιας Πολιτείας αναγνωρίζεται στη μπάντα της», είχε ειπωθεί τότε.

Κι όμως, η ίδια αυτή πολιτεία που είχε κάνει τη μουσική σήμα κατατεθέν της, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες σε θνησιμότητα πόλεις των ΗΠΑ. Το 1878 είχε ξεσπάσει μια φοβερή επιδημία κίτρινου πυρετού, εξαλείφοντας ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Και αν οι λευκοί κάτοικοι του Κάτω Μέρους της πόλης προσπαθούσαν να αναπαράγουν συνθήκες μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, ο μαύρος πληθυσμός υπέφερε: το 45% των μαύρων βρεφών έχει υπολογιστεί πως πέθαιναν στη γέννα. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες και η περιφρόνηση που γνώριζαν (όχι μόνο απ’ τους λευκούς, μα και από τους Κρεόλους μιγάδες) ήταν γενικευμένη. 

Χρειάζεται να έχουμε πάντα κατά νου πως, λίγες μόλις δεκαετίες πριν, οι μανάδες και οι πατεράδες των ίδιων αυτών μαύρων κατοίκων δούλευαν ως σκλάβοι στις φυτείες και τα σπίτια των λευκών. Ο φτωχός νέγρος γυρολόγος της πόλης θυμόταν τις αφηγήσεις των γονιών του για τα χρόνια της σκλαβιάς. Και ίσως έφταναν ακόμα στ’ αυτιά του οι υπνωτιστικοί εκείνοι ήχοι από τα τύμπανα που σκορπούσαν τη μαγεία τους τις Κυριακές στην πλατεία Κονγκό – όταν οι σκλάβοι συναθροίζονταν και χόρευαν εκστατικά, επιδιδόμενοι στις λατρευτικές τους τελετές, τρομάζοντας τους λευκούς με το ρυθμό της μουσικής τους… (βλέπε το πρώτο μέρος του αφιερώματος < κλικ).

Κι όμως – η ίδια εκείνη μουσική που άλλοτε είχε ταυτιστεί με το βουντού και τη μαύρη μαγεία ήταν εκείνη που τώρα πλέον παρείχε τη μοναδική, ίσως, κοινωνική διέξοδο στην πλειοψηφία του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Οι μπάντες των Χάλκινων υπήρξαν τόσο δημοφιλείς, που πλήθος νεαρών μαύρων επιθυμούσαν να μάθουν μουσική και να γίνουν μέλος κάποιας απ’ αυτές. Κάπως έτσι ίσως κατόρθωναν να ξεφύγουν απ’ τα παρηκμασμένα στενά της γειτονιάς τους, να αποδράσουν απ’ τη φτώχεια και την περιφρόνηση – η μουσική υπήρξε το πανεπιστήμιο των μαύρων, το μέσο της κοινωνικής ανόδου τους.







Κάποιοι μάλιστα απ’ τους πρωταγωνιστές των ορχηστρών με τα Χάλκινα έφταναν να γίνουν ινδάλματα της γενιάς τους. Ο κόσμος μαζευόταν και τους άκουγε να παίζουν την τρομπέτα τους με τις ώρες. Κέρδιζαν έτσι φήμη και αναγνώριση – όπως για παράδειγμα πετυχαίνουν στη σύγχρονη εποχή οι μεγάλοι αθλητές των σπορ. Πώς να μην επιθυμεί λοιπόν ένας νέος έφηβος να γίνει σαν αυτούς. «Μαμά, όταν μεγαλώσω θέλω να παίζω τρομπέτα σε μια ορχήστρα», έλεγε τότε ένας μικρός και η μητέρα του τον καμάρωνε. Δυστυχώς σήμερα, στη χώρα μας τουλάχιστον, αν κάποιο παιδί επιθυμεί να γίνει μουσικός, μάλλον αποθάρρυνση θα γνωρίσει παρά ενθαρρυντικά σχόλια… Δεν ταιριάζει η τέχνη με τους τεχνοκράτες της νέας εποχής, που τόσο έχουν στερήσει τη ζωή από το χρώμα της…

Έτσι λοιπόν, παρά τις αντιξοότητες, παρά την υψηλή θνησιμότητα, παρά τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης μιας μερίδας του πληθυσμού, η πόλη της Νέας Ορλεάνης διαρκώς χόρευε και παλλόταν στο ρυθμό της μουσικής. Αν οι πολιτείες ήταν άνθρωποι, ίσως να υπήρχε μια ψυχολογική εξήγηση για το φαινόμενο. Κάποιες φορές χορεύεις καλύτερα όταν βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού – όταν ξεπροβάλλει από κάτω σου το χάος.


Γιατί υπάρχουν δύο τουλάχιστον τρόποι να ξορκίσεις το κακό· ο ένας είναι να απομένεις τρέμοντας στη γωνιά σου, φοβούμενος κάθε σκιά, κάθε αληθινή ή φανταστική απειλή, ξεχειλίζοντας απαισιοδοξία, πνιγμένος στη μιζέρια και την παραίτηση. Και ο άλλος είναι να λες «δε πάει στο διάολο. Η ζωή είναι μικρή! Ας χορέψουμε λοιπόν».



Μπάντι Μπόλντεν. Μεταξύ Μύθου και Πραγματικότητας



Ο μύθος δεν είναι παραμύθιασμα. Χτίζει κενά, καλύπτει τρύπες, αποκαλύπτει κρυφές πόρτες εκεί που νόμιζες πως υπήρχε μόνο τοίχος. Σαν τον Θεό του Βολταίρου, χρειάζεται κάποιες φορές να τον εφευρίσκουμε – μέχρι να καλύψει τις ανάγκες μας, μέχρι να μην τον χρειαζόμαστε πλέον.

Η Τζαζ έχει τους δικούς της μύθους. Ένας από αυτούς είναι πως γεννήθηκε στα μπουρδέλα της Νέας Ορλεάνης – στην περίφημη Συνοικία των Κόκκινων Φώτων, το Storyville, για την οποία μιλήσαμε ήδη. Στην πραγματικότητα η Τζαζ γεννήθηκε σε πολλά μέρη ταυτόχρονα – και αν στα πορνεία αντηχούσαν οι εύθυμες νότες του πιάνο, ακόμα περισσότερο πάλλονταν στους ρυθμούς της μουσικής οι πλατείες, τα θέατρα, τα καμπαρέ και τα musichall– στα τελευταία ήταν που γεννήθηκε το μπάσταρδο, όχι στα μπουρδέλα. Τα δεύτερα όμως το αγάπησαν, σαν μάνα που περιθάλπει ένα υιοθετημένο μωρό.

Ένας αντίστοιχος, μα αναγκαίος ίσως μύθος, είναι εκείνος του Γενάρχη. Του μουσικού από τον οποίο Όλα ξεκίνησαν. Κάτι που φυσικά θα ήταν αδύνατο – η τέχνη ποτέ δεν ξεπηδά από ένα άτομο μόνο, όπως αντίστοιχα η Ιστορία δεν συνιστά αφήγηση των κατορθωμάτων ενός προσώπου, ούτε υπόκειται στις βουλές του. Μα κάπου θεωρήθηκε χρήσιμο να αποδώσουμε τη γέννηση της Τζαζ σ’ ένα μουσικό από τον οποίο επηρεάστηκαν όλοι οι υπόλοιποι. Πρόκειται για μύθο – μα μύθο ευχάριστο στην αφήγηση, αν μη τι άλλο. Κάθε μύθος εξάλλου εμπεριέχει μέσα του σπέρματα αλήθειας.

Ο λόγος για τον Μπάντι Μπόλντεν (BuddyBolden). Τον πρώτο δημοφιλή μουσικό για τον οποίο μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως έπαιζε Τζαζ – όχι ράγκταϊμ, όχι μπλουζ, όχι πόλκες ή συμφωνικά ή εμβατήρια. Μα Τζαζ. Αυτό το νέο είδος μουσικής, το οποίο είχε πλέον γεννηθεί, κάπου εκεί, στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Και δες πως χαμογελούσε το άτιμο! Έκλαιγε και γέλαγε ταυτόχρονα. Κάθε τσιρίδα του θύμιζε τον διαπεραστικό ήχο μιας τρομπέτας.

Θα μπορούσε να είναι ο ήχος της κορνέτας του Μπάντι Μπόλντεν. Η κραυγή της γέννησης. «Υπάρχω!».

Όπως περιγράψαμε ήδη, οι δρόμοι της Νέας Ορλεάνης τον καιρό εκείνον ξεχείλιζαν με μπάντες Χάλκινων. Σε γενικές γραμμές υπήρχαν λευκές, κρεολικές και μαύρες μπάντες – αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Ποτέ δεν έβλεπες επιμειξίες την εποχή εκείνη. Συνήθως απαρτίζονταν από τρεις τρομπέτες ή κορνέτα, δύο τρομπόνια, ένα ή δύο κλαρινέτα, ένα βαρύτονο πνευστό ή κάποια τούμπα και ένα ή δύο τύμπανα. Η μουσική τους δεν ήταν Τζαζ – περισσότερο έπαιζαν εμβατήρια, ορχηστρικά κομμάτια, πόλκες, βαλς, μπαλάντες και άλλα διάσημα άσματα της εποχής. Που και που ενσωμάτωναν στους ρυθμούς τους (οι μαύρες μπάντες κυρίως) στοιχεία από το αναδυόμενο, τα χρόνια εκείνα, Ράγκταϊμ.






Ανάμεσα στις ορχήστρες των λευκών ξεχώριζε ο ντράμμερ “PapaJackLaine, το στυλ του οποίου επηρέασε καθοριστικά εκείνο που, μερικά χρόνια μετά, θα ονομαζόταν “Ντίξιλαντ” (Dixieland). Μεταξύ των Κρεόλων δέσποζε η μπάντα του βιολιστή και ντράμμερ JohnRobichaux. Και ανάμεσα στις μπάντες των μαύρων, εκείνος που έκλεβε την παράσταση ήταν ο BuddyBolden.

Ήταν ίσως ο καλύτερος όλων. Λένε πως το παίξιμό του ήταν τόσο δυνατό, που έκλεβε τα ακροατήρια από τις άλλες μπάντες στα πάρκα της Νέας Ορλεάνης. Ήθελαν όλοι να δουν ποιος είναι αυτός ο κορνετίστας με το διαπεραστικό εκείνο παίξιμο. Λένε πως μπορούσε να ακουστεί τόσο δυνατά, που οι νότες έφταναν να σκίζουν τον ουρανό, φτάνοντας ως και 14 μίλια απόσταση. Ταυτόχρονα όμως – λένε – το παίξιμό του μπορούσε να γίνει τόσο απαλό, τόσο συναισθηματικό, που έφερνε δάκρυα στα μάτια.

Είχε μάλιστα ένα τραγούδι δικό του, με στίχους βαθιά αντισυμβατικούς, για το οποίο ο μουσικός SidneyBechetέλεγε πως «η αστυνομία σε έβαζε στη φυλακή, αν σε άκουγε να το τραγουδάς».Το τραγούδι είχε πολλά ονόματα – μεταξύ των οποίων τα “BuddyBoldensBlues”, “BuddyBoldenStomp”, “FunkyButt” και “IThoughtIHeardBuddyBoldenSay”. Μα αν ήταν παράνομο, το τραγούδι παρέμενε ιδιαίτερα δημοφιλές στο μαύρο πληθυσμό της πόλης – ιδιαίτερα στο νεαρόκοσμο, που είχαν δημιουργήσει το ίνδαλμά τους στη μορφή του Μπάντι Μπόλντεν. Και ολοένα και περισσότεροι μαύροι μουσικοί αποφάσιζαν ν’ αρπάξουν μια κορνέτα ή μια τρομπέτα και να παίξουν σαν αυτόν.

Μα ποιος ήταν όμως ο μυστήριος αυτός μουσικός; Πραγματικά, εκεί που ο μύθος τελειώνει και αρχίζει η πεζή εξιστόρηση της πραγματικότητας, πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά γι’ αυτόν. Ένα ιστορικά καταγεγραμμένο γεγονός είναι η σύλληψή του τον Μάρτιο του 1906 από τις τοπικές αρχές, επειδή είχε επιτεθεί στην… πεθερά του μ’ ένα κανάτι του νερού! Αυτή υπήρξε και η μοναδική φορά στα χρονικά που τον ανέφεραν οι εφημερίδες. Ναι – ο άνθρωπος για τον οποίο λέγεται πως υπήρξε ο Πατέρας της Τζαζ αναφέρθηκε στις εφημερίδες μια και μοναδική φορά όσο ζούσε – όχι για τη μουσική του, όχι για τις καινοτομίες του, όχι για τα ρίγη ενθουσιασμού που σκορπούσε στους νέους που τον άκουγαν… μα επειδή επιτέθηκε στην πεθερά του με μια κανάτα.

Μια φωτογραφία του διασώζεται εξάλλου. Σκονισμένη, κιτρινισμένη, ξέθωρη όπως η παρουσία του.






Κι όμως – φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους που απελευθέρωσε το παίξιμο της κορνέτας από τους συμβατικούς εμβατηριακούς ρυθμούς και τα βαλς που είχαν πέραση ως τότε. Ήταν από τους πρώτους που ενσωμάτωσε τις περιβόητες «μπλε νότες» (bluenotes) και τους λεγόμενους «χοτ» ρυθμούς στο Ράγκταϊμ – παράγοντας, από τη σύνθεσή τους, κάτι εντελώς καινούργιο. Ενώνοντας μεταξύ τους τους παραδοσιακούς ήχους από τη μία, το Ράγκταϊμ και τα Μπλουζ από την άλλη, ο Μπάντι Μπόλντεν ανήκει στους γεννήτορες της Τζαζ.

Γιατί (έφτασε η ώρα να το πούμε) η Τζαζ υπήρξε το αποτέλεσμα της πρόσμιξης όλων αυτών των διαφορετικών μουσικών: Μια σούπα στην οποία ρίχνουμε μια δόση από ευρωπαϊκή παράδοση, ένα φακελάκι εμβατήρια από χάλκινες ορχήστρες, μια ιδέα θεατρικών μουσικών (όπως η παράδοση των MinstrelShow), μια γερή δόση Ράγκταϊμ και μια απαραίτητη κουταλιά Μπλουζ. Γι’ αυτό και η ιστορία της Τζαζ θα ήταν αδύνατη αν δεν έχουμε πρώτα αναφερθεί σε όλους αυτούς τους προπάτορές της – σε όλες αυτές τις μουσικές που, μέσα στη διαφορετικότητά τους, συνδυάστηκαν και δημιούργησαν ένα Σύνολο που είναι διαφορετικό από το άθροισμα των επιμέρους μερών του. Χρειαζόταν η παιδεία της Ευρώπης· η θεατρικότητα των μίνστρελ σόου· ο ξέφρενος ρυθμός του Ragtime· η πέραση που είχαν οι μπάντες με τα Χάλκινα· και, τέλος, ο προσωπικός ρυθμός και οι μουσικές φόρμες των Blues… ήταν όλα αναγκαία, προκειμένου να δημιουργηθεί η Jazz.

Και αν ο BuddyBoldenδεν υπήρξε ο μοναδικός της δημιουργός… ήταν σίγουρα ένας από τους βασικούς κρίκους, που συνέβαλαν στην ανάμιξη όλων αυτών των μουσικών ειδών που αναφέραμε.

Και ο μύθος κάποια στιγμή τελειώνει… και η πραγματικότητα μας αποκαλύπτει το αδυσώπητό της πρόσωπο. Ο Μπάντι Μπόλντεν – εκείνος για τον οποίο αναφέρθηκαν μια και μοναδική φορά οι εφημερίδες, όταν επιτέθηκε στην πεθερά του – πέθανε μόνος και εγκαταλελειμμένος σε μια ψυχιατρική κλινική.

Αν η ζωή δεν σε δικαίωσε, φίλε Μπάντι… το έκανε, τουλάχιστον η ιστορία. Κάποιες φορές είναι δικαιότερη απ’ την πραγματικότητα. Και για την ιστορία της Τζαζ, μπορούμε να πούμε πια με βεβαιότητα πως «αν δεν είχε υπάρξει ο Μπάντι Μπόλντεν, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε».





Πιάνο, Πόρνες και Διαμάντια



Του άρεσε να ντύνεται με ακριβά ρούχα. Λένε πως επιδιδόταν σε καθημερινές αλλαγές στην γκαρνταρόμπα του, φροντίζοντας πάντα να είναι κομψός και φινετσάτος. Και όταν χαμογελούσε έβλεπες ν'αστράφτει ένα μικροσκοπικό διαμάντι που είχε βάλει μπροστά στα δόντια του. Μαζί με το διαμάντι πετούσαν σπίθες και τα μάτια του, όμοια με εκείνα ενός αιλουροειδούς.

Γιατί ο Jelly Roll Morton δεν ήταν κανένα τυχαίος στη γειτονιά. Από μικρός είχε αγαπήσει τη ζωή της νύχτας. Πόρνες, χαρτοπαίχτες, τζογαδόροι, συμμορίτες... ήταν όλοι γνώριμοί του. Λένε μάλιστα πως υπήρξε ο ίδιος προαγωγός των γυναικών με τις ελαφριές ενδυμασίες και τις ακόμα ελαφρότερες συνήθειες. Ήταν ένα “μούτρο”, με όλη τη σημασία της λέξης, συνώνυμος με όσα έτρεμε κάθε ηθικολόγος της εποχής. Ένας καλοντυμένος αλητάμπουρας, σκληρός σαν το αστραποβόλο του διαμάντι.

Κι όμως – που να ήξερε ο συντηρητικός Αμερικανός πατέρας, την ώρα που το αγνό παρθένο κοριτσάκι του έπαιζε το πιάνο στο σαλόνι του σπιτιού... πως το ίδιο μουσικό όργανο έμελλε να εκτιναχτεί σε νέα επίπεδα στα χέρια αυτού του νυχτόβιου αλήτη. Γιατί, βλέπετε, ο Τζέλι Ρολ Μόρτον ήταν ένας από τους σημαντικότερους πιανίστες των καιρών του. Δες πως αυτός ο σκληραγωγημένος τύπος, γνώριμος κάθε πουτάνας και κάθε παρανόμου, άγγιζε το πιάνο με την αίσθηση των φτερών ενός κύκνου. Πως φτερούγιζαν τα χέρια του σαν βάρκες στην ασπρόμαυρη ακροθαλασσιά των πλήκτρων.

Αυτός ήταν ο Τζέλι Ρολ Μόρτον. Ο άνθρωπος που συνέβαλε όσο κανένας άλλος πιανίστας, στα πρώτα εκείνα χρόνια του 20ου αιώνα, στην ανάδειξη της Τζαζ μέσα από το Ράγκταϊμ και τα Μπλουζ. Ήταν η Τζαζ που φοβόταν ο κόσμος. Το διαμάντι που αναδείχτηκε απ'τα βάθη των ορυχείων, απ'το πλέον ακατέργαστο πέτρωμα, μέσα από τις λάσπες και το χώμα.






Παλιά θεωρούσα ότι το πιάνο ήταν ένα μουσικό όργανο για γυναικούλες. Δεν ήθελα να είμαι αδερφή, ήθελα να μεγαλώσω σαν άντρας, να κάνω οικογένεια και παιδιά... Μέχρι που άκουσα ένα καταπληκτικά παιγμένο κομμάτι Ragtime... Τότε συνειδητοποίησα πως το πιάνο αρμόζει εξίσου σε έναν άντρα”, είχε πει ο “βαρύμαγκας” Τζέλι Ρολ σε μια απ'τις συνεντεύξεις του. Και με ελαφρύ στόμφο πρόσθετε: “δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Νέα Ορλεάνη υπήρξε το λίκνο της Τζαζ... κι εγώ ο δημιουργός της”.

Υπερέβαλε ασφαλώς. Ο Τζέλι Ρολ Μόρτον δεν υπήρξε ο δημιουργός της Τζαζ. Οι αναγνώστες του αφιερώματος θα έχετε καταλάβει ως τώρα πως η μουσική αυτή υπήρξε σημείο συνάντησης πλήθους παραδόσεων – όπως κάθε ιστορικό γεγονός ποτέ δεν έχει μία και μοναδική αιτία. Μα ας του συγχωρέσουμε αυτόν τον κομπασμό. Γιατί η επιρροή του Τζέλι Ρολ Μόρτον σε όλους τους μεταγενέστερους μουσικούς υπήρξε καθοριστική. Ήταν ο πρώτος πιανίστας που εισήγαγε στο πιάνο τις μουσικές κλίμακες των Blues, παντρεύοντας τις κλασικές με τις νεότερες μουσικές τάσεις. Δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στην καταγεγραμμένη μουσική και τον αυτοσχεδιασμό. Προσέδωσε εξάλλου ένα εξωτικό στοιχείο στη μουσική, αναμφίβολα επηρεασμένο από τις λατινικές του ρίζες.

Γιατί ο Jelly Roll Morton ήταν Κρεόλος – ανήκε δηλαδή στο πλήθος των μιγάδων ευρωπαϊκής και αφρικανικής καταγωγής που κατέκλυζαν τη Νέα Ορλεάνη τον καιρό εκείνο. Οι Κρεόλοι κατέχουν το δικό τους ξεχωριστό μερίδιο στην ιστορία της Τζαζ·οι ρίζες τους ανάγονται στους γαλλόφωνους και ισπανόφωνους αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο Νέο Κόσμο απ'τη μία – και στους αφροαμερικανούς με τους οποίους επιμίχθηκαν απ'την άλλη. Συχνά ήταν κάποιος ευκατάστατος Ευρωπαίος άποικος με μια αφροαμερικανή σκλάβα. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κρεόλος – ένας μιγάς που περηφανευόταν για τις ευρωπαϊκές του ρίζες, μα ταυτόχρονα κατεχόταν από εκείνο το πνεύμα νεωτερισμού – την άγρια εκείνη δημιουργικότητα – που ενέπνεε τόσους και τόσους μαύρους κατοίκους της Νέας Ορλεάνης τα χρόνια εκείνα.






Πολυπολιτισμικότητα και τέχνη



Οι Κρεόλοι στη διάρκεια του 19ου αιώνα προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από εκείνη των μαύρων συμπολιτών τους. Ντύνονταν σαν Ευρωπαίοι, μιλούσαν στη γλώσσα των Ευρωπαίων, είχαν τις συνήθειες των Ευρωπαίων: επισκέπτονταν θέατρα, όπερες, συναυλίες. Τοδέρμα τους όμως τους έκανε να ξεχωρίζουν – δεν ήταν μαύροι, δεν ήταν λευκοί, μα κάτι ενδιάμεσο. Και βρισκόμαστε σε μια εποχή που το χρώμα του δέρματος ήταν κόκκινο πανί στα μάτια κάθε ταύρου ρατσιστή. Οι Κρεόλοι με τη σειρά τους ξεσπούσαν για τις διακρίσεις σε βάρος τους απέναντι στους μαύρους, που λειτουργούσαν σαν αποδιοπομπαίος τράγος... μα έτσι ήταν η κοινωνία τότε: χωρισμένη σε κάστες, εκ των οποίων η μία προσπαθούσε να διαχωρίσει τη θέση της απ'την άλλη και ξεσπούσαν η μία πάνω στην άλλη... Ασφαλώς έχουμε αλλάξει από τότε – το ερώτημα όμως είναι: Πόσο;

Να όμως που ήταν η επιμειξία – όχι ο διαχωρισμός – εκείνη που έκανε δυνατή τη δημιουργία της Τζαζ. Γιατί δεν θα είχε υπάρξει αυτή η μουσική αν δεν γινόταν αυτό το υπέροχο μπαστάρδεμα φυλών, λαών, τεχνών και παραδόσεων. Και η Νέα Ορλεάνη πρώτη έδωσε τα φώτα για τη δημιουργία της – όντας η πλέον μπασταρδεμένη απ'όλες τις πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών, εκεί που λευκοί, μαύροι και κρεόλοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και γέννησαν ένα αποτέλεσμα διαφορετικό από τη σύνθεση των μερών του. Γιατί το Σύνολο είναι πάντα κάτι παραπάνω από το άθροισμα των Επί Μέρους Σημείων του – όπως διδάσκει η θεωρία Gestalt.

Λέγεται εσφαλμένα πως η Τζαζ είναι “αμερικανική” μουσική. Πρόκειται για ισχυρισμό παραπλανητικό·η Τζαζ δεν είναι αμερικανική, μα παγκόσμια μουσική. Θα ήταν αδύνατο να υπάρξει δίχως εκείνες τις πινελιές της ευρωπαϊκής κλασικής παράδοσης από τη μία, και χωρίς την καθοριστική συνεισφορά των απογόνων της Αφρικανικής ηπείρου. Θα ήταν σωστότερο αν λέγαμε πως η Τζαζ είναι μια παγκόσμια μουσική που δεν θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί πουθενά αλλού, τον καιρό εκείνον, παρά στην Αμερική. Γιατί μόνο στην Αμερική ευδοκιμούσαν εκείνες οι συνθήκες που επέτρεψαν τη δημιουργία της. Ο ήλιος που έθρεψε τους σπόρους της.

Και ο ήλιος αυτός ονομαζόταν πολυσυλλεκτικότητα·πολιτισμική ποικιλία·ένα χωνευτήρι λαών και παραδόσεων. Ένας ακόμα λόγος που δεν αγάπησαν ποτέ την Τζαζ οι συντηρητικοί: τους θύμιζε πως έθνη με κλειστά σύνορα και σφιχτές παραδόσεις θα ήταν αδύνατο να την είχαν δημιουργήσει·εκείνη, την υπέροχη εταίρα των μουσικών, τη μεγάλη πόρνη που κάθε λαός περνούσε απ'τα πόδια της.






Εν έτει 1894 τέθηκε σε ισχύ ένας ιστορικής σημασίας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο οι Κρεόλοι μετατρέπονταν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Συγκεκριμένα ο νόμος αυτός έλεγε πως “είναι Νέγρος όποιος έχει αφρικανική καταγωγή”. Κάπως έτσι λοιπόν, με τον άκρως ρατσιστικό αυτό νόμο, οι Κρεόλοι διαχωρίστηκαν ακόμα περισσότερο στα μάτια των συμπολιτών τους. Οι μπάντες λευκών μουσικών δεν τους δέχονταν στα μέλη τους. Κάπως έτσι όλο και περισσότεροι Κρεόλοι έφτασαν να συναγωνίζονται τους μαύρους – που ως τότε απέφευγαν – για εύρεση εργασίας. Κρεόλοι και μαύροι ήρθαν σε επαφή και ο καθένας έφερε τις δικές του μουσικές επιρροές: οι Κρεόλοι την παιδεία τους και την ικανότητα να διαβάζουν μουσική·οι μαύροι την πηγαία δημιουργικότητά τους.

Το συλλογικό πνεύμα της Νέας Ορλεάνης

Στο σημείο συνάντησης των διαφορετικών αυτών παραδόσεων συναντούμε τη μορφή του Τζέλι Ρολ Μόρτον. Γνώστης της μουσικής, ικανότατος στη σύνθεση, αντλώντας παράλληλα από τα στοιχεία της καθαρόαιμης μαύρης μουσικής (του Ράγκταϊμ και των Μπλουζ), όσο και από το λεγόμενο “hot” στυλ των μαύρων μουσικών, ο Τζέλι Ρολ ήταν ο πρώτος που κατέγραψε στο πιάνο εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “Πρώιμη Τζαζ” ή Τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Δεν ήταν πλέον Ράγκταϊμ, δεν ήταν μόνο Μπλουζ – ήταν κάτι νέο. Ήταν η Τζαζ.

Πως να μη χαμογελάει μετά, με το αστραφτερό του διαμάντι στο δόντι, ο μυστηριώδης αυτός αλήτης με τα ακριβά ρούχα, που, σαν έφηβος, έπαιζε πιάνο στις πόρνες του Storyville.

Κάποια στιγμή ο Τζέλι Ρολ Μόρτον θα ενσωμάτωνε το μουσικό του στυλ σε ευρύτερα σχήματα. Ως σήμερα παραμένει ο βασικότερος εκπρόσωπος του κλασικού ύφους της Νέας Ορλεάνης – της πρώτης μορφής Jazz που γνώρισε ο κόσμος. Στη δεκαετία του 20 σχημάτισε την περίφημη μπάντα των “Red Hot Peppers” (ναι, κύριοι, οι Red Hot Chily Peppers από εκεί εμπνεύστηκαν το όνομά τους). Οι Red Hot Peppers παρέδωσαν εξαιρετικά δείγματα πρωταρχικής, ξέφρενης Τζαζ, στα οποία δεσπόζει το αίσθημα της ομαδικότητας και του συλλογικού πνεύματος. Αυτή ήταν η αυθεντική Τζαζ της Νέας Ορλεάνης: κανένας μουσικός δεν ξεχώριζε ακόμα, ούτε δέσποζε η φωνή του σολίστα. Υπεράνω όλων ήταν η ομάδα. Κάτι που θα άλλαζε για πάντα στα μισά της δεκαετίας του 20... μα αυτό είναι μέρος μιας ιστορίας που θα πούμε κάποιον άλλο καιρό.

Στο μεταξύ μπορούμε να απολαύσουμε τη μουσική του Jelly Roll Morton και των Red Hot Peppers... και να αφεθούμε στον αέρα της Νέας Ορλεάνης, στην τρέλα του συλλογικού αυτοσχεδιασμού, στο άρωμα της συνοικίας των Κόκκινων Φώτων και στη λάμψη ενός μυστηριώδους διαμαντιού.




Jelly Roll Morton's Red Hot Peppers


1917. Η πρώτη ηχογράφηση



Φτάσαμε αισίως στην πρώτη ηχογράφηση. Από το σημείο εκείνο και έπειτα η ιστορία της μουσικής δεν θα ήταν πια ίδια. Ηχογραφημένη πλέον, η Τζαζ θα ακουγόταν στα σπίτια όλης της χώρας – ή για να ακριβολογούμε, στα σπίτια εκείνα που διέθεταν φωνόγραφο. Έτσι θα γινόταν γνωστή σε κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών, που ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα να παρευρεθούν σε κάποια ζωντανή συναυλία της Νέας Ορλεάνης.

Η τραγική ειρωνεία όμως ήταν πως η πρώτη μπάντα που έμελλε να ηχογραφήσει τη νέα μουσική ήταν μια μπάντα λευκών – οι οποίοι έφτασαν μάλιστα να ισχυριστούν πως υπήρξαν οι “δημιουργοί” της. Το αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο της ηχογράφησης, βλέπετε, τους έδινε το αβαντάζ. Στ'αυτιά χιλιάδων ακροατών, που δεν είχαν ιδέα από τις μπάντες της Νέας Ορλεάνης, δεν ακούσει ποτέ Μπλουζ, ούτε φυσικά γνώριζαν μορφές όμως ο Μπάντι Μπόλντεν και ο Τζέλι Ρολ Μόρτον... στα δικά τους αυτιά πρώτη Τζαζ ήταν εκείνη που ηχογραφήθηκε πρώτη.

Το όνομα της μπάντας που πρώτη ηχογράφησε τη Τζαζ – του συγκροτήματος στο οποίο ανήκει το παλαιότερο ηχητικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε – είναι Original Dixieland Jass Band – Jass” ή “Jazz” ήταν όροι που αμφότεροι χρησιμοποιούνταν τον καιρό εκείνο. Οι Original Dixieland Jazz Band λέγονται και εν συντομία ODJB. Ο όρος “Dixieland” παραπέμπει στην πρώιμη Τζαζ της Νέας Ορλεάνης, όπως την έπαιζαν οι λευκοί μουσικοί. Μια Τζαζ λιγότερο δημιουργική συγκριτικά με εκείνη των Κρεόλων και μαύρων συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν καθιερώσει το δικό τους, επονομαζόμενο “hot” στυλ. Αυτό δεν μειώνει την αξία και την γενικότερη συνεισφορά της, ωστόσο, στην εξέλιξη της μουσικής.

Υπήρξε, σε τελική ανάλυση, η πρώτη Τζαζ που άκουσε η πλειοψηφία του κόσμου. Που και εμείς, σήμερα, μπορούμε να ακούσουμε.









Η τύχη παίζει πάντα περίεργα παιχνίδια και – δυστυχώς – δεν μοιράζει ισόποσα τα δώρα της. Το 1915 η εταιρία Victor πρότεινε στον κορνετίστα Freddie Keppard ένα συμβόλαιο ηχογράφησης. Ο Κέπαρντ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κορνετίστες των καιρών του, μα φοβόταν διαρκώς μήπως οι άλλοι μουσικοί... κλέψουν τις ιδέες του. Έφτανε μάλιστα να παίζει βάζοντας μπροστά στην κορνέτα το χέρι του, θέλοντας να κρύψει τις κινήσεις του. Έτσι λοιπόν όταν προτάθηκε η ιδέα της ηχογράφησης, εκείνος την απέρριψε, σκεπτόμενος πως οι πάντες θα τον αντέγραφαν μετά. Έτσι αυτός – ένας μαύρος μουσικός, εκπρόσωπος του κλασικότερου ύφους της Νέας Ορλεάνης – έχασε την ευκαιρία. Και τη δόξα άρπαξαν οι Original Dixieland Jazz Band, δυο χρόνια μετά.

Είμαστε οι αναρχικοί της μουσικής”, έλεγαν οι Original Dixieland Jazz Band, αναφερόμενοι στο ξέφρενο συλλογικό τους πνεύμα. Ακούγοντας τους σήμερα πιθανό να μην εντυπωσιαστούμε από μάλλον χαζοχαρούμενο, σε σημεία, στυλ τους – στυλ διαφορετικό από εκείνο των μαύρων μουσικών της Νέας Ορλεάνης, διαποτισμένο από μια “χωριάτικη” διάθεση θα μπορούσαμε να πούμε. Αρκεί να ακούσουμε το κομμάτι “Livery Stable Blues” (βλέπε το τέλος του κειμένου) για να καταλάβουμε. Ζώα, κότες, αγελάδες, ανακατεμμένες με τρομπόνια και τρομπέτες – μια ηχητική πανδαισία, χαρακτηριστική μιας εποχής που η δημοφιλής μουσική δεν είχε αποκοπεί ακόμα από τον κόσμο του θεάτρου. Και στις ζωντανές εμφανίσεις τους οι ODJB ήταν εξίσου θεατρίνοι – παραπέμποντας στις μέρες του Vaudeville. Η Τζαζ τους ήταν μια Τζαζ που δεν μπορούσες να πάρεις πολύ στα σοβαρά – μουσική κατάλληλη για ψυχαγωγία και λαϊκή διασκέδαση, δίνοντας τροφή ίσως σε εκείνους που ταύτιζαν τη νέα μουσική με τα ελαφριά ήθη των καιρών.

Η Τζαζ είχε μόλις γεννηθεί – μα ασφαλώς έμελλε να περάσει ακόμα καιρός μέχρι να ωριμάσει.

Αρχηγός της μπάντας ήταν ο κορνετίστας Nick La Rocca. Μέχρι το τέλος θεωρούσε πως η Τζαζ ήταν δικό τους δημιούργημα – κάτι αντίστοιχο έλεγε και ο Jelly Roll Morton για τον εαυτό του, αν θυμηθούμε. Όλοι ήθελαν μια μερίδα από την πίτα – και μάλιστα την αρχική μερίδα. Όλοι έσφαλαν – μα μπορούμε να τους καταλάβουμε. Η Τζαζ δεν ανήκε σε κανέναν. Ήταν μια γυναίκα που ανήκε σε όλους. Όμοια με τις γυναίκες που σύχναζαν στα ερυθρόχρωμα σπίτια της Νέας Ορλεάνης.

Και επιστρέφουμε στο ξεκίνημα του κειμένου. Στο νεαρό αυτό αγοράκι που άκουσε εκείνη την κορνέτα, σε κάποιο σπίτι εκείνης της συνοικίας. Το αγοράκι το οποίο προσπέρασε τρέχοντας τις πόρνες που το κοιτούσαν με απορία, η καρδιά του φτερουγίζοντας στο ρυθμό της ανακάλυψής του.

Τα φώτα της Νέας Ορλεάνης κάποια στιγμή έμελλε να σβήσουν. Μα για τον Λούις Άρμστρονγκ η φωτιά της μουσικής είχε μόλις ανάψει.


συνεχίζεται.......


Μουσικές επιλογές






Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #2: Τσουκνίδες και ποτά

$
0
0




Βραδινή ώρα, κι ενώ το ημερολόγιο σημαίνει επίσημα χειμώνα. Και για δες, το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει τις πόρτες του για άλλη μια φορά. Ένας υποχθόνιος κόσμος, σκαμμένα τούνελ ξέχειλα χαρτόδετους χαρακτήρες και φλογερές ιδέες, απευθυνόμενα σε σένα, ανήσυχε, βιβλιοφάγε·σε σένα, άγνωστε συνοδοιπόρε επισκέπτη.

Να λοιπόν που βρίσκεσαι πάλι στο αχνοφώτιστο, φορτωμένο με βιβλία λημέρι. Το πλήθος των έργων που σε περιβάλλουν είναι ανεξάντλητο, μα ο χρόνος που μπορείς να αφιερώσεις στο λαγούμι λίγος. Αλίμονο – ακόμα και εδώ ο χρόνος κυλάει! Δεν μπορώ παρά να σου προσφέρω, τουλάχιστον (σαν καλός οικοδεσπότης), μια γεύση από κάποια αγαπημένα έργα και συγγραφείς. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά δική σου. Μόνο ερεθίσματα μπορώ να σου δώσω – το εισιτήριο, όχι το ταξίδι. Μα για αυτό το λίγο έστω, θα χαρώ να σε δω να βαδίζεις στο πλευρό μου. Και αν οι δρόμοι μας χωρίσουν, να είσαι βέβαιος πως θα ανταμώσουμε πάλι – κάπου, στις σελίδες κάποιου αγαπημένου συγγραφέα.


Πάμε λοιπόν να δούμε τι καλό έχουμε σήμερα.



Το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων






"Σκέφτομαι, άρα υπάρχω, είναι μια διανοητική τοποθέτηση που υποτιμά τον πονόδοντο. Αισθάνομαι, άρα υπάρχω, είναι μια αλήθεια με πολύ γενικότερο βεληνεκές, που αφορά και κάθε ζωντανό πλάσμα. Το εγώ μου δε διακρίνεται ουσιωδώς από το δικό σας με τη σκέψη. Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα, λίγο πολύ, μεταθέτοντας, δανειζόμενοι, κλέβοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Αν όμως κάποιος με πατήσει στον κάλο, είμαι εγώ μόνο που νιώθω τον πόνο. Το θεμέλιο του εγώ δεν είναι η σκέψη, αλλά ο πόνος, το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων. Μέσα στον πόνο ούτε μια γάτα δε μπορεί να αμφιβάλλει για το μοναδικό της και μη ανταλλάξιμο εγώ.

Ο πόνος είναι η μεγάλη του εγωκεντρισμού Σχολή."


Μίλαν Κούντερα. Από την "Αθανασία" (Nesmrtelnost), σε μετάφραση Κ.Δασκαλάκη. Πρώτη δημοσίευση το 1990.



Ο Ουγκώ, η Αράχνη και η Τσουκνίδα






"Την αράχνη αγαπώ και τη τσουκνίδα,
Επειδή όλος ο κόσμος τις μισεί,
Τους πόθους τους κανείς δεν εισακούει
Και πάντοτε γι'αυτούς τις τιμωρεί.
Καταραμένες, λεν πως είναι, τιποτένιες,
Έρποντα όντα, σκοτεινά,
Στην ίδια την παγίδα τους πιασμένες,
Αιχμάλωτες, έρμαια θλιβερά.
Κατάδικοι στο ίδιο τους το έργο,
Στης μοίρας τους μπλεγμένες τον ιστό,
Με φίδι λεν πως μοιάζει η τσουκνίδα,
κι η αράχνη με ρακένδυτο πτωχό.
Της αβύσσου η σκιά πως τις βαραίνει,
κι όλοι τις προσπερνούν μ'αποστροφή,
Πως θύματα κι οι δυο τους έχουν πέσει
Μέσα σε μαύρη νύχτα, ζοφερή...
Διαβάτες, σπλαχνιστείτε το τριβόλι,
κι αυτό το άμοιρο το ζωντανό
Για την ασχήμια και το τσίμπημα τους!
Δείξτε το έλεος σας στο κακό!
Παντού δε βρίσκεται η μελαγχολία;
κι όλοι ένα φιλί δεν προσδοκούν;
Στη φρίκη τους την άγρια φτάνει μόνο
Να πάψουν πια να τα πατούν,
Με καταφρόνια πια να πάψουν να τα βλέπουν,
Εκεί, στη σκοτεινή τους τη γωνιά,
Τόσο το ζωύφιο, όσο και το ζιζάνιο,
"Αγάπη θέλω!", λεν ψιθυριστά."


Βίκτωρ Ουγκώ, "Les Contemplations" (1856).


Ήταν το κίνημα του Ρομαντισμού εκείνο που, για πρώτη φορά, έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνους που, ως τότε, ανήκαν στο περιθώριο και τα ψιλά γράμματα της τέχνης και της λογοτεχνίας... Στους απόκληρους. Τους άρρωστους. Τους άσχημους. Τους ανάπηρους. Τους αδικημένους.

Τους μετέτρεψε όχι μόνο σε πρωταγωνιστές - μα σε ανθρώπους αναβλύζοντες μιας βαθύτερης, γνήσιας ομορφιάς.

Ο Ουγκώ θα το αποδείκνυε εξάλλου με τον Κουασιμόδο της "Παναγίας των Παρισίων"... Περισσότερα για το σπουδαίο αυτό έργο είπαμε πρόσφατα εδώ:




Τολστόι, Εκκλησία και Επανάσταση






"Ακόμα και στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, δύο και δύο δεν κάνουν έξι".
Έτσι είπε ο Τολστόι, ενώ διένυε τις τελευταίες του στιγμές, αρνούμενος να συμφιλιωθεί με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, που τον είχε αφορίσει.

Ο συγγραφέας των "Άννα Καρένινα"και "Πόλεμος και Ειρήνη"είχε αναπτύξει μια δική του, προσωπική φιλοσοφία και στάση ζωής, πέρα από τους δογματισμούς της Εκκλησίας. Βαθιά επηρεασμένος από τον χριστιανισμό (όχι στην εκκλησιαστική, μα στην ουσιαστική του, αρχέγονη μορφή), μα και από την σκέψη της Ανατολής (βουδισμός, ινδουισμός, κομφουκιανισμός), υπήρξε επίσης υποστηρικτής των προοδευτικών και ριζοσπαστικών κοινωνικών θεωριών της εποχής του. Οραματιζόταν μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας, στα πρότυπα κυρίως της αναρχικής σκέψης - η επιρροή του Προυντόν και του Κροπότκιν υπήρξε καθοριστική πάνω του.


Ωστόσο διέφερε από σημαντική μερίδα των αναρχικών πάνω στο θέμα της επαναστατικής βίας."Οι Αναρχικοί έχουν δίκιο σε όλα", έγραφε προς το τέλος της ζωής του."Στην άρνηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και στη διαπίστωση πως, χωρίς Εξουσία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη βία, απ'ότι ήδη εμφανίζεται κάτω από τις παρούσες εξουσιαστικές δομές. Μόνο τους λάθος είναι πως η Αναρχία θα μπορούσε να επέλθει βίαια με επανάσταση. Θα καθιερωθεί, αντίθετα, όταν περισσότερος και περισσότερος κόσμος δεν θα έχει πια ανάγκη από την προστασία κάποιας κυβερνητικής εξουσίας...

Mία μονάχα μόνιμη επανάσταση μπορεί να υπάρχει - μία επανάσταση ηθική: η διαρκής ανανέωση του ανθρώπου μέσα μας".


Μεταξύ άλλων, η επιρροή του Τολστόι υπήρξε καθοριστική στη σκέψη και πρακτική του Μαχάτμα Γκάντι, με τον οποίο και αλληλογραφούσαν. "Ο μεγαλύτερος απόστολος της μη-βίας της εποχής μας", είχε πει ο Γκάντι για τον Τολστόι.



Ο Ένας στους Χίλιους






"Αν ήμουν χριστιανός, ίσως ξομολογιόμουν το μαρτύριό μου. Αυτό είναι το πλεονέκτημα των θρησκειών. Μπορείς ν'ανοίγεις την ψυχή σου σ'έναν άνθρωπο, προετοιμασμένο ν'ακούσει τα πιο παράξενα πράματα, και που προσπαθεί να σε γαληνέψει με άφθονες παρηγορίες. Μα αυτό το ξαλάφρωμα είναι δυσκολόβρετο έξω από τις μεταφυσικές λατρείες. Ο συνάνθρωπός σου - ο κοινωνικός σου σύντροφος, με τη τετράγωνη, υγιήλογική - θα γελάσει με τις εκμυστηρεύσεις σου. Κι ίσως φροντίσει να προφυλάξει την κοινωνία από τις αιρετικές σου σκέψεις και τα παράξενα αισθήματα σου, κλείνοντας σε στη φυλακή, ή το φρενοκομείο.

Ίσως πάλι να υπάρχει κάποιος, σ'ολόκληρο τον κόσμο, που να μπορεί να καταλάβει την περίεργη ψυχοτροπία μου. Μα είναι δύσκολο να τον βρω. Θα έπρεπε να ρθω σ'επαφή με χίλιους κοινούς ανθρώπους, για να βρω τον ένα, τον εξαιρετικό.

Το έπαθλο δεν αξίζει τον κόπο..."


Μ. Καραγάτσης, δια στόματος του χαρακτήρα του Κωστή Ρούση, από το μυθιστόρημα "Ο Κίτρινος Φάκελος". Γραμμένο το 1956, ένα από τα πλέον ιδιαίτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (σε επίπεδο αφηγηματικής τεχνικής και ύφους)...

Ήταν εξάλλου το μοναδικό, από όλα τα μυθιστορήματα του Καραγάτση, που ο ιδιος είχε πει πως "αδυνατεί να περιγράψει"...



Περί Βαρεμάρας ο λόγος...





"Τα ανθρώπινα όντα κάνουν τη ζωή τόσο ενδιαφέρουσα. Αφού να καταλάβεις, σ'ένα σύμπαν γεμάτο με τόσα θαύματα, κατόρθωσαν να εφεύρουν τη βαρεμάρα".

Terry Pratchett 


"Δεν πιστεύω στη ζωή μετά το θάνατο, επομένως δεν χρειάζεται όλη μου τη ζωή να φοβάμαι την κόλαση, ή ακόμα περισσότερο, να φοβάμαι τον παράδεισο. Γιατί όποια και αν είναι τα μαρτύρια της κόλασης, νομίζω πως η βαρεμάρα του παραδείσου θα ήταν ακόμα χειρότερη".
Isaac Asimov 


"Βαρεμάρα. Η επιθυμία για επιθυμίες".


Λέων Τολστόι


"Ένα θέμα για κάποιον μεγάλο ποιητή θα μπορούσε να είναι η βαρεμάρα του Θεού μετά την έβδομη μέρα της δημιουργίας".


Νίτσε


"Βαρεμάρα είναι να αισθάνεσαι πως τα πάντα είναι χάσιμο χρόνου. Γαλήνη είναι το ακριβώς αντίθετο".


Thomas Szasz


"Aυτή είναι η κατάρα της εποχής μας, ακόμα και οι πιο παράξενες παρεκκλίσεις δε θεραπεύουν τη βαρεμάρα".


Σταντάλ


"Στις ΗΠΑ πρέπει ή να παρεκκλίνεις απ'τη νόρμα, ή να πεθάνεις απ'τη βαρεμάρα".


William Burroughs 


"'Ισως το δεύτερο μεγαλύτερο έγκλημα του κόσμου να είναι η βαρεμάρα. Το πρώτο είναι να είσαι βαρετός".


Ζαν Μπωντριγιάρ


"Μονάχα οι βαρετοί άνθρωποι βαριούνται".


Τσαρλς Μπουκόφσκι



Πίνοντας παρέα με τον Μπουκόφσκι







"Το να πίνεις είναι μια συναισθηματική κατάσταση. Σε ταρακουνά πέρα από τις νόρμες της καθημερινής ζωής, έξω από κάθε τι που είναι ίδιο. Σε βγάζει από το σώμα και το νου σου και σε πετά στον τοίχο. 

Έχω την αίσθηση πως το να πίνεις είναι μια μορφή αυτοκτονίας, κατά την οποία όμως μπορείς να επιστρέψεις πίσω στη ζωή και να ξεκινήσεις πάλι απ'την αρχή, την επόμενη μέρα. Είναι σα να σκοτώνεις τον εαυτό σου και μετά ν'αναγεννιέσαι.

Υποθέτω έχω ζήσει γύρω στις δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδες ζωές ως τώρα".



Τσαρλς Μπουκόφσκι



συνεχίζεται...............


Ps – Για όσους το έχασαν, το πρώτο μέρος της καθόδου στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας εδώ:





Ο Αμφιλεγόμενος κύριος Γκρίφιθ ~ Μια Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου #2

$
0
0




Ήταν σχεδόν ειρωνικό. Η ίδια Ευρώπη που γέννησε στις αρχές του νέου αιώνα αξιοθαύμαστες νέες μορφές τέχνης και επέκτεινε τους πνευματικούς ορίζοντες της πέρα από τα συμβατικά όρια των καιρών, έμελλε να αναλωθεί, σε βαθμό αυτοκαταστροφικό, στην συμβατική – τόσο συμβατική – περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου. Ο κόσμος είχε δώσει πνοή στον Πικάσο και τον Προυστ, τον Φρόυντ και τον Αϊνστάιν, μα φαίνεται αυτό δεν ήταν αρκετό· δες πόσο χαμογελαστοί εξορμούσαν οι στρατιώτες για το μέτωπο εν έτει 1914, βαδίζοντας με γοργό βήμα προς την κόλαση των χαρακωμάτων και έναν πρόωρο τάφο. Θα έλεγε κάποιος πως όσο υψηλότερα άγγιζε η γηραιά ήπειρος τα ύψη, τόσο βαθύτερα βούλιαζε στο βούρκο.

Μα οι πληγές που άφησε ο Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη έμελλε να αποβούν καθοριστικές. Στα τέλη της δεκαετίας του 10 η ενισχυμένη – οικονομικά και γεωπολιτικά – Αμερική παρέλαβε πια την σκυτάλη. Οι τέχνες ασφαλώς έμελλε να καρποφορήσουν στην παλαιά ήπειρο την εποχή του Μεσοπολέμου (αποπνέοντας αέρα εξέγερσης και μια διάθεση εξερεύνησης του αχανούς εσωτερικού κόσμου), μα σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας και ψυχαγωγίας ήταν οι Αμερικάνοι πλέον εκείνοι που κατεύθυναν τις εξελίξεις. Καθοδηγούμενοι από το επιχειρηματικό τους πνεύμα και αυτόν τον ανελέητο ατομικισμό που χαρακτηρίζει την κουλτούρα τους, σχηματίζοντας πελώριες επιχειρηματικές ενώσεις – τα λεγόμενα Τραστ – και μονοπωλώντας τις Αγορές, έμελλε να μεταμορφώσουν τον Κινηματογράφο σε έμβλημα της νέας εποχής: της εποχής των μαζών.

Από ταπεινή μορφή διασκέδασης των κατώτερων τάξεων, ο κινηματογράφος μετεξελίχτηκε στο απόλυτο Μέσο Φυγής και Απόδρασης. Οι κινηματογραφικές αίθουσες – μεγάλες και διακοσμημένες σαν παλάτια, εξοπλισμένες με πλούσιο προσωπικό μουσικών και υπαλλήλων – ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια στο γόνιμο έδαφος των πόλεων, πλάι στα πανύψηλα κτίρια, τις ανυψωμένες γέφυρες, τις αλυσίδες καταστημάτων και τους πολύφωτους δρόμους που ξεχείλιζαν, πλέον, αυτοκίνητα. Η βιομηχανία του κινηματογράφου καθοδηγούσε τη βιομηχανία του θεάματος – και το θέαμα κατέκλυζε τον διψασμένο γι’ αυτό κόσμο. Τα αστέρια είχαν κατέβει απ’ τον ουρανό και πλούμιζαν τα κινηματογραφικά πανιά, σκορπίζοντας αστραφτερά χαμόγελα και μάταιες υποσχέσεις.

Ήταν μόλις 1910 όταν γυρίστηκε η πρώτη ταινία σ’ ένα μικρό, ηλιόλουστο χωριό βόρεια του Λος Άντζελες, το κλίμα του οποίου διευκόλυνε τα γυρίσματα των έργων· η ταινία ονομαζόταν «Στην Παλιά Καλιφόρνια» (“InOldCalifornia”). Σκηνοθέτης της ένας νεοφερμένος αμερικάνος στον χώρο του κινηματογράφου: Ο David Llewelyn Wark Griffith – γνωστότερος με το συντομότερο D.W. Griffith. Όσο αφορά το όνομα εκείνου του μικροσκοπικού χωριού, το οποίο έμελλε να μεγαλώσει και να φουσκώσει σαν μπαλόνι, να υψωθεί στους ουρανούς και να ταξιδέψει σε όλο το μήκος της γης… ήταν Hollywood.

Καλώς ήρθατε στον εικοστό αιώνα.






Ο D.W. Griffithκαι το υπερτροφικό μωρό



Κάθε μικρό παιδί, όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, χρειάζεται έναν ενήλικα να το πάρει από το χέρι και να το βοηθήσει να στηριχτεί στα δυο του πόδια. Ήταν ο Γκρίφιθ εκείνος ο ενήλικας και το παιδί φυσικά δεν ήταν άλλο από τον κινηματογράφο. Βέβαια έρχεται και η στιγμή που το παιδί πρέπει να απαλλαγεί απ’ τον ενήλικα – να κατορθώσει να βαδίσει μονάχο του (αν του το επιτρέπει το κράτος με την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς του!). Στα χέρια του Γκρίφιθ το βλαστάρι μας σημείωσε εντυπωσιακά βήματα που μετεξελίχτηκαν κυριολεκτικά σε άλματα – μα η πατρική σκιά του Γκρίφιθ έφτασε να δεσπόζει, σχεδόν ανησυχητική, απάνω του, καθοδηγώντας το, μα παράλληλα αντιμετωπίζοντάς το μονίμως σαν ένα μικρό παιδί. Ο κινηματογράφος δεν ενηλικιώθηκε απότομα με τον Γκρίφιθ· παρέμεινε παιδί, μα ένα παιδί γιγαντωμένο σε υπέρογκες διαστάσεις, εντυπωσιάζοντας τον κόσμο με τις μοναδικές του δυνατότητες. Ένα υπερτροφικό μωρό που μιλάει ήδη ξένες γλώσσες, μα συναισθηματικά δεν έχει ωριμάσει.

Ο Γκρίφιθ υπήρξε ο σημαντικότερος αμερικανός σκηνοθέτης της δεκαετίας του Πολέμου. Οι καινοτομίες που καθιέρωσε, οι πρωτοποριακές του επινοήσεις και η απήχηση των έργων του δεν είχαν προηγούμενο. Ο κινηματογράφος ποτέ ξανά δεν θα ήταν ίδιος μετά από αυτόν. Παράλληλα όμως ξεχωρίζει για ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα στην ιστορία του κινηματογράφου, μια ταινία που όσο θαυμασμό προκάλεσε τον καιρό εκείνον που προβλήθηκε, άλλη τόση αποδοκιμασία επέφερε σε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου. Ο λόγος για την «Γέννηση Ενός Έθνους»: ένα από τα σημαντικότερα και, ταυτόχρονα, πιο αμφιλεγόμενα φιλμ όλων των εποχών.







6 # Η Γέννηση Ενός Έθνους (“BirthOfANation”, ΗΠΑ, 1915)
Σκηνοθεσία: D. W. Griffith




Η «Γέννηση Ενός Έθνους» υπήρξε το πιο πετυχημένο εμπορικά φιλμ μέχρι το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» του 1939 - για ένα διάστημα σχεδόν 25 χρόνων, διανύοντας ορισμένες από τις λαμπρότερες μέρες στην ιστορία του κινηματογράφου. Και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Καταλαμβάνοντας τρεις ώρες, επρόκειτο για ένα έπος που ξετυλίγεται στα χρόνια του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, μα και στην περίοδο της Ανοικοδόμησης που ακολούθησε. Επηρεασμένος από τα ιταλικά επικά φιλμ της εποχής του, ο Γκρίφιθ επέκτεινε το κινηματογραφικό ιστορικό δράμα σε πρωτόγνωρα ύψη για τα δεδομένα των καιρών. Οι θεατές που εξορμούσαν κατά χιλιάδες στις αίθουσες έμεναν αποσβολωμένοι από τα φαντασμαγορικά σκηνικά, τα πιστά στην εποχή κουστούμια, τις απεικονίσεις των μαχών, τα εντυπωσιακά γενικά πλάνα, τις μοναδικές κοντινές λήψεις στα πρόσωπα των ηθοποιών, την ίδια την παρουσίαση της δολοφονίας του Αβραάμ Λίνκολν – τόσο ρεαλιστικά δοσμένη που ένιωθες που άνοιγε ένα παράθυρο στην εποχή εκείνη και πως αυτό που παρακολουθούσες δεν ήταν μια κινηματογραφική ταινία, μα ρεπορτάζ, πιστή καταγραφή μιας εποχής, που κάπως ξεπήδησε μέσα στο χρόνο.

Να αναφέρουμε ορισμένες από τις τεχνικές καινοτομίες της ταινίας; Οι εναλλαγές μεταξύ σκηνών που εκτυλίσσονται παράλληλα (cross-cutting)· η διαδοχή ανάμεσα σε μακρινά (γενικά) και κοντινά πλάνα· η εμβάθυνση στην ψυχολογία των ηθοποιών μέσα από τις εκφράσεις τους· ο ρεαλιστικός φωτισμός και τα απολύτως πειστικά εφέ (για παράδειγμα στη διάρκεια των μαχών, στις οποίες τα γενικά πλάνα, οι καπνοί και οι εκρήξεις δίνουν την αίσθηση πως αυτό που βλέπεις είναι αληθινό και όχι αποτέλεσμα ενός στούντιο)· οι ιδιαίτερες γωνίες λήψης· η χρήση των flashback, του fadeinκαι του fadeout· το travellingτης κάμερας· μα πάνω απ’ όλα, η αίσθηση πως εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου ένα αληθινό ιστορικό δράμα, δοσμένο μέσα από τα μάτια των βασικών του χαρακτήρων, περιγράφοντας την προσωπική τους ιστορία, τα πάθη, τους έρωτες, τα μίση, τους κινδύνους τους… ο κινηματογράφος ως αφηγηματικό μέσοποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει τόσο σθεναρή την παρουσία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως με τον Γκρίφιθ το σινεμά καθιερώθηκε πλέον ως το μεγάλο οπτικό μυθιστόρημα της νέας εποχής – όπως το γνωρίζουμε σήμερα.






Μα αν είχε μάθει να πετάει πρόωρα, το μωρό παρέμενε μωρό – όσο καινοτόμο και αν ήταν το έργο οπτικά και αφηγηματικά, άλλο τόσο ανώριμο παρέμενε σε επίπεδο περιεχομένου. Η «Γέννηση Ενός Έθνους» σκόρπισε τότε τον ενθουσιασμό (ανάμεσα στους θαυμαστές της υπήρξε και ο αμερικανός πρόεδρος WoodrowWilson), μα σήμερα βλέποντας την δεν μπορούμε παρά να αγανακτούμε μπροστά στο κατάφωρο ρατσιστικό της περιεχόμενο. Βασισμένη στο βιβλίο του ThomasDixonTheClansman: AnHistoricalRomanceoftheKuKluxKlan, η ταινία παραμένει ως σήμερα ένα από τα πιο αντιδραστικά φιλμ όλων των εποχών: ήδη από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο μαύρος πληθυσμός των ΗΠΑ παρουσιάζεται ως «ο σπόρος που έσπειρε τη διχόνοια» στη χώρα. 

Το δεύτερο μέρος του έργου, το οποίο ασχολείται με την περίοδο της Ανοικοδόμησης, είναι τόσο έκδηλα ρατσιστικό, που σχεδόν σε πιάνουν τα γέλια βλέποντάς το. Γελάς για να αποτρέψεις την αίσθηση της αηδίας με αυτά που ξετυλίγονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου: οι μαύροι παρουσιάζονται ως τεμπέληδες, ανίκανοι, βίαιοι και επικίνδυνοι, ορμώμενοι από τα χαμηλότερα δυνατά ένστικτα· η χώρα κυλούσε αρμονικά τον καιρό που ο λευκοί κατείχαν τα ηνία, μα από την εποχή που οι μαύροι αποτίναξαν τις αλυσίδες τους τα πράγματα ακολούθησαν την κατιούσα. Εν τέλει είναι η ηρωική Κου Κλουξ Κλαν εκείνη που σώζει την κατάσταση. Η Κου Κλουξ Κλαν, τα μέλη της οποίας παρουσιάζονται σαν ιππότες σε λευκές στολές, αληθινοί ήρωες καβάλα στ’ άλογά τους, ικανοί να ανοικοδομήσουν τη χώρα πάνω στις σωστές αξίες, που τόσο κινδύνεψαν στα χέρια των μαύρων.

Ανάμεσα στους μαύρους χαρακτήρες, εκείνοι που παρουσιάζονται ως «καλοί» είναι οι υπάκουοι (πρώην) σκλάβοι και υπηρέτες. Εκείνοι που αρνούνται να προδώσουν τον άξιο, λευκό αφέντη τους, μα μένουν πιστοί στην παλαιά τάξη πραγμάτων. Τα αιώνια παιδιά, έχοντας ανάγκη κάποιος να τους κρατάει από το χέρι – ένας λευκός αφέντης να τους ποδηγετεί, προκειμένου να μην ξεστρατίσουν. Αξίζει εξάλλου να αναφέρουμε πως τους σημαντικότερους μαύρους χαρακτήρες στο φιλμ δεν τους υποδύονται αληθινοί μαύροι – μα λευκοί, έχοντας βάψει το πρόσωπό τους – μια παράδοση από τον παλιό καιρό των αμερικανικών θεατρικών παραστάσεων, που έμελλε να επιζήσει περίπου μια εικοσαετία ακόμα.






Μετά από όλα αυτά είναι άραγε άξιο απορίας το γεγονός πως η ταινία συνέβαλε στην ενδυνάμωση της (αληθινής) Κου Κλουξ Κλαν, η οποία είδε τα μέλη της να αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς και φρόντιζε για πολλά χρόνια να προβάλλει το φιλμ στους νεοφερμένους, ως προπαγανδιστικό εργαλείο; Πως ξεδιπλώθηκαν ρατσιστικά φαινόμενα σε πλήθος πόλεων; Μα και πως το έργο αποκηρύχτηκε από την NAACP(Εθνική Οργάνωση Για Την Πρόοδο Των Εγχρώμων), καθώς και από μια μερίδα αγανακτισμένου κόσμου – πολύ λιγότερου όμως από το πλήθος εκείνων που είχαν ενθουσιαστεί μαζί της, μετατρέποντάς την στη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου.

Μπορούμε άραγε να υπερασπιστούμε με οποιονδήποτε τρόπο τον δημιουργό της; Είχε επίγνωση ο Γκρίφιθ των κοινωνικών επιπτώσεων του φιλμ, ή ήταν απλά θύμα μιας λιγότερο ευαισθητοποιημένης εποχής; Η αλήθεια είναι πως ο Γκρίφιθ δεν υπήρξε «ρατσιστής» με τη μεταγενέστερη φυλετική έννοια – μα με μια διάχυτη στην εποχή του πατερναλιστική αντίληψη: οι μαύροι δεν είναι κατώτεροι απαραίτητα, απλά ανώριμοι. Παιδιά. Καλοί ως υπηρέτες ή διασκεδαστές, μα ανίκανοι για «σοβαρότερες» δουλειές. Το ίδιο, κατά μία έννοια, ισχύει και για τις γυναίκες του έργου. Οι γυναίκες παρουσιάζονται με έναν συντηρητικό τρόπο, δίνοντας έμφαση στην αξία της παρθενίας και της υπακοής. Εν τέλει το έργο του Γκρίφιθ αντανακλά τις παραδοσιακές αξίες των συντηρητικών του Νότου: οικογένεια, παρθενία, παράδοση, εργασία, ιεραρχία, σταθερότητα.

Μα ο Γκρίφιθ θέλησε να αποτινάξει το στίγμα του ρατσιστή από πάνω του. Η ταινία ήταν πλέον ιστορία και οι συνέπειές της αναπόφευκτες. Σκέφτηκε όμως πως με ένα νεότερό του φιλμ θα μπορούσε ίσως να αντιστρέψει την κατάσταση προς όφελος περισσότερο κοινωνικά αποδεκτών κοινωνικών μηνυμάτων. Παράλληλα η πελώρια επιτυχία της «Γέννησης Ενός Έθνους» τον ώθησε να πάρει ακόμα μεγαλύτερα ρίσκα σε επίπεδα παραγωγής – το αποτέλεσμα ήταν το πιο φαντασμαγορικό και μεγαλεπήβολο έργο των καιρών του. Ταυτόχρονα όμως, ένα έργο που τον καταχρέωσε και τον οδήγησε στη χρεωκοπία.



"Η Γέννηση Ενός Έθνους"αναβιώνει την Κου Κλουξ Κλαν". Πανό από διαμαρτυρία της εποχής



7 # Μισαλλοδοξία (“Intolerance”, ΗΠΑ, 1916)
Σκηνοθεσία: D. W. Griffith



Ο τίτλος του έργου είναι ενδεικτικός. Αν το “BirthofaNation” υπήρξε το πλέον αντιδραστικό και ρατσιστικό φιλμ των καιρών του, η «Μισαλλοδοξία» ήταν ένα έργο που μιλούσε για τη σημασία της αποδοχής της διαφορετικότητας και τη σπουδαιότητα της ειρήνης – καταμεσής μιας πολεμόχαρης εποχής. Βρισκόμαστε στο έτος 1916, τον καιρό που οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονταν να εισχωρήσουν με τη σειρά τους στην υπερατλαντική περιπέτεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και την εποχή εκείνη τα πλέον αποδεκτά και εμπορικά επιτυχημένα φιλμ ήταν εκείνα που προπαγάνδιζαν τις αξίες του πολέμου – όχι το αντίθετό τους! Θα έλεγε κάποιος πως το νεότερο, πασιφιστικό επιχείρημα του Γκρίφιθ ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία εξαρχής.

Επρόκειτο για το μεγαλύτερο έπος που είχε γυριστεί ως τότε. Μια φαντασμαγορική παραγωγή, υπερβαίνοντας τις τρεις ώρες, μπολιασμένη με συγκλονιστικά σκηνικά, χιλιάδες κομπάρσους, επικές μάχες, φαντασμαγορικά πλάνα, ανυπέρβλητες εικόνες. Παρουσιάζοντας παράλληλα τέσσερις ιστορίες σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, από την αρχαία Βαβυλώνα στη Γαλλία της Σφαγής του Αγίου Βαρθολομαίου, και από την εποχή του Χριστού στη σύγχρονη κοινωνία του 20ουαιώνα, το έργο ξετυλίγει το πασιφιστικό του μήνυμα, τονίζοντας τη σπουδαιότητα της καθολικής αγάπης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Παράλληλα προσφέρει στο θεατή το πλέον εντυπωσιακό θέαμα που είχε αντικρίσει ως τότε – κανένα άλλο έργο δεν ήταν τόσο λαμπρό σε σκηνικά, σε τοπία, σε κοστούμια, σε εφέ. 

Σκηνές εξάλλου όπως της LilianGish, η οποία παρουσιάζεται ως αιώνια Μάνα που νανουρίζει το μωρό στην Κούνια – τότε και τώρα και για πάντα, χαρίζοντάς μας μία από τις εμβληματικότερες εικόνες στην ιστορία του κινηματογράφου, έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη. Το έργο σχεδόν εξιλεώνει το δημιουργό του από το κατάφωρα ρατσιστικό, προηγούμενο εγχείρημά του.






Μα δες ποια ήταν η ειρωνεία. Η «Μισαλλοδοξία» απέτυχε εμπορικά. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν να δει ένα έπος με ανθρωπιστικά μηνύματα. Βρισκόμασταν σε εποχή πολέμου! Η πολύπλοκη δομή του εξάλλου, και η εναλλαγή ανάμεσα σε τέσσερις διαφορετικές ιστορίες λειτούργησαν αρνητικά, μπερδεύοντας τους θεατές, οι οποίοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ένα τόσο μπλεγμένο αφηγηματικά φιλμ. Οι κριτικές που δέχτηκε η ταινία ήταν αντιφατικές και εν τέλει, το υπέρογκο κόστος παραγωγής στάθηκε αδύνατο να ξεπεραστεί. Το στούντιο χρηματοδότησης του Γκρίφιθ είδε τα ταμεία του ν’ αδειάζουν και κατέληξε στη χρεοκοπία. 

Εν τέλει έμελλε να είναι η «Γέννηση Ενός Έθνους» το φιλμ εκείνο για το οποίο θα θυμόταν ο περισσότερος κόσμος τον Γκρίφιθ – το έργο που θα σάρωνε τα ταμεία και τις κριτικές. Η ρατσιστική και αντιδραστική «Γέννηση Ενός Έθνους» και όχι η ανθρωπιστική «Μισαλλοδοξία».

Με την εμπορική αποτυχία της «Μισαλλοδοξίας» τελείωνε μια εποχή. Ποτέ ξανά δεν θα αναλάμβανε ο Γκρίφιθ τόσο φαντασμαγορικές παραγωγές. Και ο κινηματογράφος θα εστίαζε σε μικρότερες ιστορίες, λιγότερο επικές, δίνοντας έμφαση στις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων του. Η ίδια η λογοτεχνία εξάλλου ξεκίνησε μεν απ’ το Έπος, μα στη συνέχεια προχώρησε αλλού… πως θα μπορούσε η κινηματογραφική αφήγηση να κάνει διαφορετικά.







8 # Το Σπασμένο Κρίνο (“BrokenBlossoms”, ΗΠΑ, 1919)
Σκηνοθεσία: D.W. Griffith



Κάποιες φορές το απλό είναι το περισσότερο όμορφο. Όχι το εντυπωσιακό, όχι το φαντασμαγορικό – σίγουρα όχι το ακριβό. Στις λεπτομέρειες κάποιες φορές βρίσκεται η ομορφιά. Σε μια απαλή μελωδία, όχι σε ήχους πομπώδεις και επικούς. Σ’ ένα φυσικό τοπίο κάποιας παλιάς γειτονιάς, περιχυμένο στο ημίφως, όχι σε περίλαμπρα, επιβλητικά στην όψη σκηνικά. Σ’ ένα απλό χαμόγελο, μια χειρονομία, μια λεπτομέρεια του σώματος – όχι στη γενική εικόνα, όχι σε πολύπλοκες στάσεις και προκατασκευασμένες λέξεις. Ίσχυε τότε. Ισχύει και τώρα.

Η ταινία “BrokenBlossoms” δεν είναι η γνωστότερη ταινία του Γκρίφιθ, ούτε η πιο επιβλητική. Δεν είναι το έργο που άλλαξε την πορεία του κινηματογράφου, ούτε η ταινία που εντυπωσίασε με τις τεχνικές καινοτομίες της. Είναι όμως σίγουρα το ομορφότερο από τα φιλμ του. Δώστε μου τον Γκρίφιθ του «Σπασμένου Κρίνου» - και κρατήστε τον άλλον, τον αμφιλεγόμενο, για τα χρονικά. Ο πρώτος είναι που με αγγίζει περισσότερο.

Πρόκειται για ένα απλό στη δομή του φιλμ, που αφηγείται τη συνάντηση και την αγάπη δύο περιθωριακών φιγούρων στις συνοικίες μιας ξένης γι’ αυτούς, πόλης. Καταμεσής του ομιχλώδους λιμανιού, κακόφημων κρησφύγετων οπίου και παρακατιανών, φτωχικών σπιτιών, συναντιούνται ένας Κινέζος και μια νεαρή κοπέλα. Το κορίτσι υπόκειται στη συνεχή κακομεταχείριση του βάρβαρου πατέρα της και αποζητά στον Κινέζο ένα καταφύγιο από έναν κόσμο σκληρό και επικίνδυνο. Ο ίδιος ο Κινέζος, καταμεσής μια πολιτείας που τον αντιμετωπίζει σαν περιθωριακό στοιχείο, βλέπει στην κοπέλα ένα ραγισμένο άνθος, τα πέταλα του οποίου προσπαθεί, όπως μπορεί, να ανασυγκροτήσει.






Το έργο είναι χαρακτηριστικό του στυλ του «Μελοδράματος». Περισσότερο ποιητικό, παρά ρεαλιστικό, προβαίνει σε απόλυτες αντιθέσεις «καλού» και «κακού», μοιάζοντας σε σημεία με μια παιδική ιστορία – απλά δοσμένη και βασισμένη στο συναίσθημα. Η κοπέλα συνιστά την προσωποποίηση του «αγαθού κοριτσιού», θύματος ενός σκληρού κόσμου, το καθάριο βλέμμα της οποίας ξεχειλίζει με αγνότητα – όμοια με λευκό λουλούδι. Ο Κινέζος έλκεται από το λουλούδι, μα αποφεύγει να το κόψει – να το κάνει δικό του. Η ταινία σαφώς εξιδανικεύει την πραγματικότητα, θυμίζοντας κάποιο όνειρο κάποιας άλλης εποχής – ενώ παράλληλα καθιστά φανερή την αντίληψη των καιρών (και του ίδιου του Γκρίφιθ) περί κοριτσίστικης αγνότητας.

Μα περισσότερο από την απλή ιστορία, είναι η μοναδική του εικόνα εκείνη που εκτοξεύει το έργο. Χαρακτηριστική μιας τεχνικής που ονομάστηκε “SoftStyle”, η φωτογραφία απαλύνει τις έντονες αντιθέσεις και σκορπίζει παντού έναν απαλό τόνο, ένα καθάριο φως, που φαίνεται να περιλούζει με μια ονειρική διάθεση τους χαρακτήρες και τα σκηνικά. Η ομορφιά της LilianGish– που υποδύεται την νεαρή κοπέλα και η οποία είχε μετατραπεί πλέον σε μούσα του Γκρίφιθ – είναι εξωπραγματική, διάφανη, αγγελική, όπως αχνοφέγγει πάνω της το φως. Η εκφραστικότητά της αποκαλύπτει τη δύναμη της ηθοποιού να αποδώσει συναισθήματα δίχως να πει κουβέντα – τη δύναμη του βωβού κινηματογράφου, ο οποίος πια διαπίστωνε πως μπορούσε να πει μεγάλα πράγματα με τον πλέον απλό τρόπο. Για την τεχνική του “SoftStyle” χρησιμοποιήθηκαν ως και σεντόνια που κρέμονταν από το ταβάνι, προκειμένου να απαλύνουν την εικόνα και να αποδώσουν το υπερκόσμιο αυτό συναίσθημα.

Το «Σπασμένο Κρίνο» είναι το πρώτο κινηματογραφικό ποίημα – το πρώτο έργο που μετουσίωσε σε εικόνα την εξιδανικευμένη ομορφιά ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου περισσότερο συγγενικού στο όνειρο, παρά στην πραγματικότητα.







Το μωρό στα χέρια του Γκρίφιθ είχε μάθει πρόωρα να πετά, η πτήση του ήταν εντυπωσιακή και ανώριμη συνάμα. Μα κάποια στιγμή έπεσε και άρχισε πια να βλέπει τον κόσμο με τα καθάρια μάτια, όχι ενός ενήλικα, μα ενός παιδιού. Και ο κόσμος φάνταζε φρέσκος και γεμάτος προκλήσεις. Ήταν καιρός πια να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο. 

Η ιστορία του D.W. Griffithστο αφιέρωμά μας φτάνει πια στο τέλος της. Μα η ιστορία του κινηματογράφου συνεχίζεται…


Τέλος 2ου Μέρους. Για όσους το έχασαν, μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του αφιερώματος εδώ:





Η Δύναμη που Σκορπάς

$
0
0




Επιστροφήσπίτι με τον ηλεκτρικό. Δυο νέοι – ένα αγόρι και μια κοπέλα – συνομιλούσαν. Ήταν-δεν ήταν 20 χρονών. Η κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από κινητά τηλέφωνα. «Το συγκεκριμένο μοντέλο έχει την καλύτερη οθόνη». «Ναι, έτσι έχω ακούσει κι εγώ». Ένα γρήγορο βλέμμα μου στο χώρο, την ίδια στιγμή, ήταν αρκετό για να εντοπίσει με μια ματιά μόνο άφθονα άτομα με το κινητό στο χέρι, το βλέμμα χαμένο μέσα του σαν ψαρόβαρκα σε θαλασσινή ρουφήχτρα.

Στησυνέχεια η κουβέντα των νέων περιστράφηκε γύρω από ένα άλλο, εξίσου ενδιαφέρον θέμα: αμάξια. «Αυτό είναι το καλύτερο στο είδος του». «Τι μου λες». Σα να μην έφτανε αυτό, η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα κάτι κοπελιές, αφοσιωμένες στη δική τους συζήτηση: «Αυτά τα παπούτσια μπορείς να τα βρεις στο Μοναστηράκι». «Α, είναι πολύ ωραία».

Πόσεςφορές. Πόσες φορές μπορεί να ακούω γύρω μου τις ίδιες ακριβώς συζητήσεις… τις ίδια ακριβώς θέματα… τις ίδιες αντιλήψεις και τις ίδιες κοσμοθεωρίες… από τόσα και τόσα διαφορετικά άτομα. Σχεδόν αισθάνεσαι πως είναι όλοι ένα άτομο και μοναδικό, σε άφθονες παραλλαγές. Αλλά μια φορά να μπω στο τρένο και να κρυφακούσω μια συζήτηση δυο νέων για βιβλία… ή για κινηματογράφο… ή για μουσική… αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο. Πάντα για κινητά και αυτοκίνητα και ρούχα.

Δεναναφέρομαι σε ενήλικες μιας ηλικίας και πάνω – χαμένη η γενιά τους, τους έφαγε ο κόσμος της τηλεόρασης, των κομμάτων, των πιστωτικών, και της καριέρας που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μα όταν βλέπω παιδιά 20 χρονών να χαραμίζονται σε κάθε ανουσιότητα που τους περιβάλλει, θλίβομαι. Ρούχα, κινητά, selfies, καλλυντικά και αμάξια. Πόση ζημιά τους έχει κάνει πια αυτό το σχολείο για να αντιπαθήσουν τόσο τα βιβλία. Με πόση ασημαντότητα έχουν γεμίσει το κεφάλι τους τα Μέσα Ενημέρωσης και οι μόδες.

Καιμετά σας φταίει η οικονομική κρίση και η ανεργία. Μα αν δουλεύεις, βγάζεις χρήματα και τελικά τα σκορπάς σε ολοένα και καλύτερα κινητά και σε ολοένα ακριβότερα ρούχα… τότε, φίλε μου, το ίδιο θύμα είσαι όπως και τον καιρό που ήσουν άνεργος.

Πότεθα συνειδητοποιήσεις πως έχεις δύναμη στα χέρια σου… Πως είσαι κάτι παραπάνω από ένα νούμερο σε μια ατελείωτη λίστα καταναλωτών κάποιας πολυεθνικής; Πως είσαι κάτι περισσότερο από μια γλάστρα που επιθυμεί να καλλωπίζεται με περιώνυμες μάρκες για να καλύψει την ανωνυμία της ομοιομορφίας της – την ολική έλλειψη προσωπικότητας που την χαρακτηρίζει; Πως μπορείς να είσαι κάτι περισσότερο από αιώνιος πελάτης και πως η ζωή μπορεί να σου παρέχει κάτι ανώτερο από «Tις Kαλύτερες Προσφορές»;

Όμωςόχι. Δεν επιθυμώ να βλέπω τα πάντα αρνητικά… Κρατώ μέσα μου την εικόνα ενός άλλου εικοσάχρονου που πέτυχα στο τρένο πριν κάποιους μήνες. Διάβαζε τον «Δον Κιχώτη». Και μιας κοπέλας που, αν θυμάμαι καλά, κράταγε στα χέρια της ένα αγαπημένο μου βιβλίο.


Ήθελανα την πλησιάσω και να της πω: “είσαι όμορφη, το ξέρεις;”.




Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς

$
0
0




Σύμφωνα με μια διαδεδομένη αφήγηση της εποχής, ήταν 1870 όταν μια νεαρή κοπέλα κάπου στους δρόμους του Λονδίνου πληροφορήθηκε το θάνατο του συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε και αναφώνησε μεμιάς: «Ο Ντίκενς νεκρός; Αυτό σημαίνει δηλαδή πως θα πεθάνει και ο Άι Βασίλης;»

Γιατί, βλέπετε, ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε κάτι εφάμιλλο του Άι Βασίλη στις συνειδήσεις πλήθους κόσμου τον καιρό εκείνο. Ήταν εκείνος που με τη δύναμη της πένας και το εύρος της φαντασίας του έφτασε να ανασύρει από την απύθμενη φωλιά του χρόνου το πνεύμα των Χριστουγέννων· να φυσήξει τους ιστούς απ’ τις καταχωνιασμένες ευχετήριες κάρτες και να ανορθώσει στη βάση του, πλάι στο αναμμένο και πλουμισμένο με ροδοκόκκινες γιρλάντες τζάκι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο· εκείνος που έκανε ν’ αντηχήσει ζωηρότερα από ποτέ το κρυστάλλινο, διαυγές τραγούδι απ’ τα Κάλαντα· εκείνος που διακόσμησε το αιώνιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι της φαντασίας μας, ξέχειλο λαχταριστά φαγητά και μυρωδικά ποτά· εκείνος που έθεσε την οικογενειακή θαλπωρή και τη ζεστασιά των φίλων στο επίκεντρο της σκέψης του· εκείνος που τόνισε όσο κανένας άλλος πως τα Χριστούγεννα συνιστούν πρωτίστως μια γιορτή κοινωνικής συνείδησης και ανθρωπιάς, σ’ έναν κόσμο συχνά απάνθρωπο.

Θα περιγράψω μια σκηνή και θέλω να προσπαθήσετε να τη φέρετε στο νου σας. Είναι νύχτα· ο αέρας λυσσομανά και το κρύο θερίζει· οι χιονισμένοι δρόμοι της πόλης βουλιάζουν στην ομίχλη, σαν να βυθίζονται σε κάποιο όνειρο. Μα στο μικρό διαμέρισμα βασιλεύει φως· τα αναμμένα κεριά κάνουν τη νύχτα μέρα· η φωτιά τριζοβολά χαρούμενη στο τζάκι, ξεπετώντας σπίθες στα καψαλισμένα κούτσουρα· το γκι – γνωστό στη χώρα μας και ως Ιξός – περιφέρεται παιχνιδιάρικα στο χώρο, φιδογυρίζοντας μέσα από στολισμένα έπιπλα και διακοσμημένους με στεφάνια τοίχους. Και οι φίλοι κάθονται γύρω απ’ το τραπέζι, πλάι στην εστία. Τρώνε και μιλάνε και γελάνε. Έξω κάνει κρύο, μα εκείνοι γιορτάζουν την ανάσταση του φωτός στο καταχείμωνο. Και οι ευχές τους είναι αληθινές, οι καρδιές τους γνήσιες. Και η πόρτα τους είναι πάντα ανοιχτή, το σπίτι τους φιλόξενο για κάθε έναν που έχει ανάγκη. Και το τραγούδι αντηχεί κρυστάλλινο· και τα τσουγκρίσματα θυμίζουν κουδούνισμα κάποιας χαρμόσυνης καμπάνας· και νιώθεις πως ακούς το έλκηθρο να αρμενίζει στην παγωμένη θάλασσα του ουρανού, σκορπώντας γύρω του αστέρια.






Δεν ήταν δύσκολο να φανταστείτε την ζεστή αυτή σκηνή – είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Υπάρχει, βλέπετε, μέσα στον καθένα από μας, σαν κατάλοιπο κάποιας μακρινής συλλογικής ανάμνησης. Πρόκειται για την αρχέτυπη χριστουγεννιάτικη σκηνή – εκείνη που έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε από τα παιδικά μας κιόλας χρόνια. Εκείνη που περιγράφουν τα τραγούδια, οι κάρτες, οι ζωγραφιές και οι ταινίες.

Μα πριν 200 χρόνια η σκηνή αυτή δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Τα Χριστούγεννα, ως παράδοση, ως θεσμός, μα πάνω απ’ όλα ως εικόνα (όπως εκείνη που σας περιέγραψα) είχαν εξασθενήσει. Οι χιονισμένοι δρόμοι, τα Κάλαντα, τα στολισμένα αστικά διαμερίσματα, η σύναξη γύρω απ’ το οικογενειακό τραπέζι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο... τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν δεδομένο. Χρειάστηκε η φαντασία ενός νεαρού συγγραφέα για να τα δημιουργήσει, ξανά απ’ την αρχή. Ήταν Δεκέμβρης του 1843 όταν ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» - και τα Χριστούγεννα ποτέ δεν θα ήταν ίδια ξανά.

Η τεράστια απήχηση της ιστορίας και η εμβληματική φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ έμελλε να μεταμορφώσουν τον τρόπο που έβλεπε ο κόσμος τη γιορτή των Χριστουγέννων. Δεν επρόκειτο απλά για μια επιστροφή στις παραδόσεις ή μια καταφυγή στις ρίζες – μα για μια νέα κοινωνική θεώρηση, βαθιά μαχητική και ριζοσπαστική στο πνεύμα της. Ποτέ άλλοτε ως τότε δεν είχε ενταχτεί η παραδοσιακή (και μισοξεχασμένη) αυτή γιορτή στο σύχρονο πλαίσιο της αστικής μεγαλούπολης – ένα πλαίσιο ξέχειλο αδικία, φτώχεια και εκμετάλλευση. Ποτέ δεν είχε αντιμετωπιστεί ως εφαλτήριο μιας ριζικής αναθεώρησης και μεταμόρφωσης του κόσμου, ξεκινώντας από την ανασύσταση της χαμένης ανθρωπιάς μας.

Δεν ήταν μια καινούργια (ή παλιά) θρησκεία, ούτε κάποιος ιερωμένος. Δεν ήταν κάποιο πολιτικό μανιφέστο, ούτε κάποια απαρχαιωμένη καταφυγή στις παραδόσεις. Όχι – ήταν ένας συγγραφέας, με μοναδικό όπλο τη φαντασία και τη γλώσσα του. Λένε πως ακόμα και η φράση “Merry Christmas” καθιερώθηκε στην Αγγλία μετά την επιτυχία του βιβλίου του. Λένε πως η επίδραση του έργου του ήταν τόσο μεγάλη, που ο κόσμος έφτασε να ζει τα Χριστούγεννα όπως ακριβώς τα είχε περιγράψει στις σελίδες του – και να νομίζει πως ήταν πάντα έτσι.

Ήταν ο συγγραφέας στον οποίο χρωστά τα περισσότερα το ταλαίπωρο πνεύμα των Χριστουγέννων – διπολικά διαταραγμένο σήμερα ανάμεσα στον ξέφρενο καταναλωτισμό και στην κοινωνική αδικία. Αλήθεια, τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο Κάρολος Ντίκενς; Τι μορφή να είχαν οι σύγχρονες χριστουγεννιάτικες ιστορίες του; Θα εξαπέλυε την επίθεσή του στην υποκρισία των καιρών; Θα έφτανε μήπως να αποκηρύξει την ίδια τη γιορτή που, σχεδόν, ανέσυρε απ’ τις στάχτες της;

Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ωστόσο μπορούμε να θυμηθούμε, για άλλη μια φορά, τι ήταν εκείνο που έκανε τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Ντίκενς τόσο ξεχωριστές. Και για ποιο λόγο έφτασαν να πουν – σαφώς με κάποια δόση υπερβολής, μα υπερβολής δίκαιης – πως ο Κάρολος Ντίκενς ήταν «ο άνθρωπος που εφηύρε τα Χριστούγεννα». 




Εικονογράφησή μου για τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" ©the Lethal Rabbit


Τα Χριστούγεννα πριν τον Ντίκενς



Τα Χριστούγεννα φέρουν ρίζες στα βάθη της ιστορίας, εκεί που η παράδοση σμίγει με το μύθο, παραδομένη στην αχλή του χρόνου. Από τα παγανιστικά ρωμαϊκά Σατουρνάλιαστο γερμανικό Yule, από τις πρωτοχριστιανικές παραδόσεις στις μεσαιωνικές γιορτές με φαγοπότια και γλέντια, τα Χριστούγεννα έζησαν πολλές μεταμορφώσεις στη μακρόχρονη, ως σήμερα, πορεία τους. Αντίστοιχες με τις μεταμορφώσεις του Άι Βασίλη: από το ιστορικό πρόσωπο του Αγίου Νικολάουτης Μικράς Ασίας, στον γερμανικό SantaKlausκαι τον βρετανικό FatherChristmas, μέχρι τον εμπορικό Άι Βασίλη της Κόκα Κόλα... κι όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια του αφιερώματός μας, ο Άι Βασίλης χρωστάει την ύπαρξή του όχι μόνο στις φιγούρες των μύθων και των παραδόσεων, μα και στη δημιουργική φαντασία των συγγραφέων και των εικονογράφων του 19ουαιώνα – ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ντίκενς.

Με ή χωρίς γλέντια, με ή χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ή χωρίς διασκοσμήσεις ή κάλαντα ή στολίδια, με ή χωρίς πίστη στη χριστιανική θρησκεία, τα Χριστούγεννα (και οι προγενέστερες μορφές τους) γιορτάζονται ανελλιπώς εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Μα η πουριτανική και καλβινιστική θρησκεία από τον 16οαιώνα και μετά είχε επιφέρει σημαντικά χτυπήματα στην ίδια την καρδιά τους: η διακόσμηση και το φαγοπότι θεωρούνταν αντίθετα στο πνεύμα των Γραφών, ενώ οι παγανιστικές τους ρίζες όφειλαν να εξαλειφθούν πλήρως. Φυσικά ούτε λόγος να γινόταν για κοινωνική συνείδηση, αγαθοεργίες και άλλα τέτοια... αντιχριστιανικά.

Η Βιομηχανική Επανάσταση είχε επιφέρει ακόμα περισσότερα χτυπήματα: ο κόσμος μετανάστευε πλέον μαζικά στις πόλεις και δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε διάθεση για εορτασμούς. Πνιγμένοι σε μια αδιάκοπη, καθημερινή εργασία, συνωστισμένοι στα μικροσκοπικά, βρόμικά τους αστικά διαμερίσματα, οι εργάτες της βικτωριανής εποχής δεν είχαν δυνάμεις για γιορτές. Τα Χριστούγεννα θάβονταν ολοένα και περισσότερο στη σκόνη μιας λησμονημένης, απαρχαιωμένης παράδοσης.

Ήταν οι Ρομαντικοί εκείνοι που επιχείρησαν να ανασύρουν απ’ τα βάθη του χρόνου το θαμμένο πνεύμα των γιορτών – όχι η Εκκλησία. Στις αρχές του 19ουαιώνα ο ποιητής RobertSoutheyμιλούσε με νοσταλγική διάθεση για «παλιές παραδόσεις και γιορτές» που χάθηκαν. Αντίστοιχη διάθεση είχε εκδηλώσει ο Αμερικανός συγγραφέας Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. Ο Ουόλτερ Σκοτ περιέγραφε στο ποίημά του “Marmion” τη σκηνή από ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα, στο επίκεντρο του οποίου δέσποζε ένα επιβλητικό Ψητό στη φωτιά, γύρω απ’ την οποία συνωστίζονταν άνθρωποι κάθε τάξης. Ο ζωγράφος DanielMaclise, φίλος του Ντίκενς, έμελλε τρεις δεκαετίες μετά να ζωγραφίσει μια αντίστοιχη σκηνή από χριστουγεννιάτικο γεύμα, σε ένα γνωστό του έργο.

Ανήσυχοι εξάλλου από την εξάπλωση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, οι Συντηρητικοί επιθυμούσαν μια επιστροφή στις ρίζες· μια ανασύσταση του πνεύματος των παραδόσεων του «παλιού καλού καιρού», πριν τον εξαστισμό και τον ερχομό της βιομηχανίας. Επιστροφή στο παρελθόν σήμαινε γι’ αυτούς επιστροφή στην ομαλότητα· σταθερότητα σ’ έναν κόσμο που μεταμορφωνόταν με τρομακτικούς ρυθμούς. Αυτό ήταν τα Χριστούγεννα κατά την άποψή τους: μια καταφυγή στην ασφάλεια του παρελθόντος.

Μέχρι που έκανε την εμφάνισή του ο Κάρολος Ντίκενς...






Τα “Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” και η Μεταμόρφωση των Χριστουγέννων



Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» (“AChristmasCarol”) γράφτηκαν το 1843. Σήμερα, μετά από σχεδόν 170 χρόνια, λογοτεχνικές μορφές όπως ο σπαγγοραμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο καλοκάγαθος υπάλληλος Μπομπ Κράτσιτ και ο μικρούλης, άρρωστος Τιμ, έχουν υπερβεί τα όρια της λογοτεχνικής φαντασίας και έχουν πλέον γίνει συνώνυμα της δημοφιλούς, μαζικής κουλτούρας. Ακόμα και αν δεν έχει διαβάσει κάποιος το διήγημα του Ντίκενς, σαφώς αναγνωρίζει τους πρωταγωνιστές του μέσα από τις αναρίθμητες διασκευές που έχουν γίνει – σε κινηματογράφο, θεατρικά, μιούζικαλ, σειρές, καρτούν και άλλα. Η νυχτερινή επίσκεψη από τα Τρία Φαντάσματα των Χριστουγέννων, το αγαθό Φάντασμα του Παρελθόντος, το επιβλητικό Φάντασμα του Παρόντος και το τρομακτικό Φάντασμα του Μέλλοντος έχουν χαραχτεί στις συνειδήσεις μας. Σχεδόν ακούμε ν’ αντηχεί τα βράδια ο ήχος απ’ τις αλυσίδες του Τζέικομπ Μάρλεϊ – του τσιγκούνη πρώην συναδέλφου του Σκρουτζ, πάνω στον οποίο κρέμονται τα βάρη από κλειδαριές και χρηματοκιβώτια.

Κλειδαμπαρωμένα όπως η καρδιά του.

Θυμάμαι μικρός να μαθαίνω πρώτη φορά την ιστορία του Ντίκενς μέσα από μια διασκευή κινουμένων σχεδίων – επρόκειτο για την τηλεοπτική διασκευή της Disney, και στο ρόλο του Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν ήταν άλλος απ’ τον Σκρουτζ Μακ Ντακ – ο γνωστός πάπιος του Καρλ Μπαρκς είναι ένας ακόμα που οφείλει την ύπαρξή του στο αρχέτυπο λογοτεχνικό δημιούργημα του Ντίκενς. Η ιστορία είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και με είχε εντυπωσιάσει για τους σκοτεινούς της τόνους – ασυνήθιστοι για ένα κινούμενο σχέδιο. Λίγο καιρό μετά είδα την πρώτη, από τις άφθονες κινηματογραφικές διασκευές του έργου, που έμελλε να δω: ήταν το μιούζικαλ “Scrooge” του 1970, με τον AlbertFinney. Η ιστορία πλέον με είχε συνεπάρει. Το ταξίδι στο χρόνο απ’ τη μία και στις ομιχλώδεις, χιονισμένες αλέες του Λονδίνου απ’ την άλλη, είχε απορροφήσει τη φαντασία μου όσο καμία άλλη χριστουγεννιάτικη ιστορία.





Με το πέρασμα των χρόνων συνειδητοποίησα πως η μικρή αυτή ιστορία ήταν, απλά, η ωραιότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία που γράφτηκε ποτέ. Δεν ήξερα τίποτα για την επιρροή που άσκησε, ούτε για την καθοριστική επίδρασή της σε εκείνο που σήμερα ονομάζουμε «Χριστούγεννα». Γνώριζα μόνο πως ήταν μια ιστορία μαγική. Τρομακτική σαν το βαθύτερο σκοτάδι και φωτεινή σαν το αγαθότερο φως – στο τέλος, λυτρωτική και συγκινητική όσο ελάχιστες.

Φαίνεται πως ο ίδιος ο Ντίκενς είχε επίγνωση πως είχε χτίσει κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό. Σε ένα γράμμα προς ένα φίλο του περιέγραφε τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις εβδομάδες που έγραφε το έργο: άλλοτε έκλαιγε, άλλοτε γελούσε, άλλοτε επιδιδόταν σε πολύωρους, ατελείωτους περιπάτους στα στενά του Λονδίνου, η καρδιά του χτυπώντας σαν το ταμπούρλο του μικρού Τυμπανιστή· προαισθανόταν πως είχε δημιουργήσει κατι που θα άφηνε εποχή.

Κι όμως, το έργο αυτό που έκανε τον κόσμο να πάλλεται στο ρυθμό της χριστουγεννιάτικης μαγείας του, χρωστά την ύπαρξή του στις οικονομικές ανάγκες του Ντίκενς. Έχοντας γνωρίσει μεγάλη δόξα σε πολύ νεαρή ηλικία (δεν είχε ακόμα κλείσει τα τριάντα) χάρη στην απήχηση των πρώιμων έργων του όπως ο «Όλιβερ Τουίστ» και ο «Νίκολας Νίκλεμπι», ο Ντίκενς έβλεπε σταδιακά τη φήμη του να φθίνει και τις ιδέες του να μην έχουν πια την ίδια απήχηση στον κόσμο. Το έργο του “Martin Chuzzlewit” δεν συγκίνησε το κοινό και η προοπτική μιας σημαντικής περικοπής των οικονομικών του ήταν πλέον πιθανή. Πανικόβλητος, ο Ντίκενς είχε σκεφτεί ως και να εγκαταλείψει το σπίτι του στο Λονδίνο και να μετακομίσει με την οικογένειά του στο εξωτερικό.

Τότε λοιπόν συνέλαβε την ιδέα της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας». Ή μήπως θα ήταν σωστότερο αν λέγαμε πως η Ιδέα τον επισκέφτηκε, όμοια με κάποιο απ’ τα Φαντάσματα την Παραμονή των Χριστουγέννων; Όποια και αν είναι η πραγματικότητα, ο Ντίκενς χάρη στην ιστορία αυτή έσωσε τον εαυτό του από την οικονομική καταστροφή. Και παράλληλα έσωσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, το ταλαίπωρο πνεύμα των Χριστουγέννων, που παρέπαιε σε μια ατελείωτη θάλασσα αδιαφορίας. Όχι και άσχημα, τι λέτε.


Η παιδική ηλικία του Ντίκενς και ο Εμπενίζερ Σκρουτζ



Ο νεαρός Ντίκενς, λίγα χρόνια πριν γράψει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα"


"Ας πεθάνουν λοιπόν! Καλύτερα, καθώς έτσι θα μειωθεί ο παραπανίσιος πληθυσμός"...λέει με περιφρόνηση ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, αναφερόμενος στους φτωχούς και άπορους, στο ξεκίνημα του διηγήματος. Και εν συνεχεία πετάει την ξακουστή φράση του, την οποία είναι σωστό να αποδώσουμε στην αυθεντική της γλώσσα: Bah! Humbug!”

Η φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ στέκει ανάμεσα στις εμβληματικότερες που γέννησε η ιστορία της λογοτεχνίας. Η μεταμόρφωση του μισανθρώπου σε φιλάνθρωπο, του αδίστακτου κεφαλαιούχου σε στοργικό γεράκο, είναι ισάξια με τα ωραιότερα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Μα στον Ντίκενς τίποτα δεν είναι τυχαίο – όπως και σε κάθε δημιουργό όταν χτίζει μια ιστορία με τη φαντασία του. Η βαθιά αντιφατική μορφή του Σκρουτζ έχει τις ρίζες της στις εμπειρίες του μικρού Ντίκενς με τον πατέρα του και στην αμφιθυμική στάση απέναντί του.

Εν έτει 1824 ο δωδεκάχρονος Ντίκενς είχε δει τον πατέρα του να φυλακίζεται και είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σχολείο, να βάλει ενέχυρο όλα τα βιβλία του και να πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο, υπό τις χειρότερες εργασιακές συνθήκες. Έχοντας γνωρίσει την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση από τα παιδικά του χρόνια, ο Ντίκενς προσέδωσε σε αυτό το θέμα κυρίαρχη θέση στα έργα του. Τα συναισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα του ήταν απολύτως αντιφατικά· τον αγαπούσε και τον μισούσε ταυτόχρονα. Στη φαντασία του ο πατέρας του δέσποζε σαν εξουσιαστικός δυνάστης και σαν αγαθοποιός δύναμη. Σκληρόκαρδος απ’ τη μία, προστατευτικός από την άλλη, μια φιγούρα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, το λογοτεχνικό ισοδύναμο της οποίας βρήκε την έκφρασή του στον χαρακτήρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Δεν θα είχε υπάρξει ο Σκρουτζ αν δεν τον είχε ζήσει ο ίδιος ο Ντίκενς, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.

Σε αυτόν λοιπόν, τον σκληρόκαρδο Εμπενίζερ Σκρουτζ, που περιφρονητικά χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες, σε ανώτερους και κατώτερους λόγω της κοινωνικής τους θέσης, φτάνοντας να θεωρεί μια μερίδα ανάμεσά τους «παραπανίσιο πληθυσμό», το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρόντος τονίζει λέξη προς λέξη τα ακόλουθα:

"Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Παραπανίσιος Πληθυσμός; Που βρίσκεται; Θα αποφασίσεις εσύ ποιοι άνθρωποι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν; Ποιος ξέρει, πιθανό υπό το βλέμμα τ'Ουρανού εσύ να είσαι περισσότερο άχρηστος και λιγότερο άξιος για να ζεις, σε σύγκριση με εκατομμύρια σαν το παιδί αυτού του φτωχού ανθρώπου. Ω, Θεέ! Να ακούς το Έντομο πάνω στο φύλλο να διακυρρήτει πως τα φτωχά αδέρφια του στο χώμα ζουν παραπανίσια!"



Χριστούγεννα και Κοινωνική Συνείδηση






Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» δεν είχαν ως στόχο να σώσουν τα Χριστούγεννα ή να αναβιώσουν τις μισοξεχασμένες παραδόσεις, όπως επιθυμούσαν οι συντηρητικοί της εποχής. Ο Ντίκενς δεν ενδιαφερόταν να περιγράψει την ιστορία της εσωτερικής μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου που ενδεχομένως παραστράτησε. Ούτε στόχευε απλά στην εξύμνηση του οικογενειακού δείπνου και της θαλπωρής της μονιασμένης οικογένειας, συμβολικά παρουσιασμένη μέσα από τη μορφή του μικρού Τιμ – η φράση του οποίου AndGodBlessUs, Everyoneέφτασε να γίνει σλόγκαν και να επισκιάσει το βαθύτερο περιεχόμενο του έργου.

Όπως τόσα έργα του Ντίκενς, έτσι και τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» συνιστούν, πρωτίστως, μια γροθιά του συγγραφέα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ακόμα και αν ήταν πλουμισμένη με γκι, σταφίδες και κεράσια, ακόμα και αν αστραποβολούσε υπό τις αχτίδες της φωτιάς στο τζάκι, ακόμα και αν αντιλαλούσε το τραγούδι απ’ τα Κάλαντα και τον ήχο από χαρμόσυνες καμπάνες, η ιστορία του Ντίκενς παρέμενε μια γροθιά. Ένα μέσο να μιλήσει για την κοινωνική αδικία των καιρών. Ασφαλώς και επιθυμούσε να εξάρει τις αρετές της χριστιανικής αγάπης, του ζεστού σπιτικού και της δεμένης οικογένειας... μα όλα αυτά λειτουργούσαν ως αντιπαραβολή με την απάνθρωπη, συχνά, πραγματικότητα γύρω του. Μια πραγματικότητα παραδομένη στο χρήμα, την αδιαφορία και την εκμετάλλευση. Τότε... και τώρα.

Όχι, κύριοι. Το έργο του Ντίκενς δεν συνιστά διακοσμητικό γύρω απ’ το χριστουγεννιάτικό σας δέντρο. Δεν είναι απλά μια όμορφη ιστοριούλα για να λέτε γύρω από το τζάκι. Είναι αυτό – μα είναι και πολλά περισσότερα. Όλοι θυμούνται τα τρία Φαντάσματα και τον μικρό Τιμ και τα ξέχειλα φαγητά τραπέζια και τους χορούς... μα πόσοι, άραγε, θυμούνται την ακόλουθη σκηνή από την ιστορία;

"Ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Χλωμά, πενιχρά, κουρελιασμένα, βλοσυρά, αγριωπά. Εκεί που η κομψή νιότη όφειλε να είχε προσδώσει βάρος στα χαρακτηριστικά τους και να τα συμπληρώσει με τις ελαφρότερες των αποχρώσεων, ένα μπαγιάτικο, ζαρωμένο χέρι, όπως εκείνο της ηλικίας, τα είχε τσιμπήσει και παραμορφώσει και κόψει σε κουρέλια. Εκεί που άγγελοι θα μπορούσαν να κάθονται θρονιασμένοι, διάβολοι παραφύλαγαν και κοιτούσαν απειλητικά.

Καμία αλλαγή, καμια εξαθλίωση, καμία διαστροφή της ανθρωπότητας, σε κανέναν βαθμό, μέσα απ'όλα τα μυστήρια της υπέροχης ύπαρξης, δεν είχε να επιδείξει τέρατα τόσο φοβερά και τρομακτικά.

Ο Σκρουτζ έκανε πίσω, τρομαγμένος. (...)

"Πνεύμα! Είναι δικά σου;", είπε, μα δεν μπορούσε να πει άλλα.

"Είναι του Ανθρώπου", απάντησε το Πνεύμα, κοιτάζοντάς τα. "Το αγόρι είναι η Άγνοια. Το κορίτσι είναι η Ανάγκη. Να προσέχεις και τα δύο και όλα σαν αυτά, μα πάνω απ'όλα να προσέχεις το αγόρι, καθώς στο μέτωπό του πάνω βλέπω γραμμένο τον Όλεθρο, εκτός αν το γράψιμο σβηστεί. Αρνήσου το, λοιπόν!", φώναξε το Πνεύμα, απλώνοντας το χέρι του προς την μεριά της πόλης. "Συκοφάντησε εκείνους που στο λένε! Παραδέξου το για τους διχαστικούς σκοπούς σου και κάνε το ακόμα χειρότερο. Και προετοιμάσου για το τέλος".






Η περιγραφή των δύο παιδιών – της Ανάγκης και της Άγνοιας απουσιάζει από τις περισσότερες διασκευές της ιστορίας του Ντίκενς. Μα δεν είναι μόνη – απουσιάζουν εξίσου σκηνές όπως η απεικόνιση των ανθρώπων που προσπαθούσαν να ζεσταθούν με φωτιές στους δρόμους... των μοναχικών ναυτικών που σαλπάρουν σε απόμακρες, φουρτουνιασμένες θάλασσες... των εργατών στα ορυχεία που δουλεύουν ασταμάτητα... μα και του πλήθους εκείνων που προσπαθούν να αρπάξουν και να πουλήσουν τα αντικείμενα του πεθαμένου, πλέον, Σκρουτζ (όπως ο ίδιος παρακολουθεί έντρομος στο μέλλον του), μπας και βγάλουν κανένα παραπάνω φράγκο.

Και αυτό ενώ οι αρουραίοι μασουλούν το άψυχο κορμί του.

Όλα αυτά συνιστούν μέρος της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας»... και δεν πρέπει να το λησμονούμε. Σκοπός του Ντίκενς ήταν η μεταμόρφωση της κοινωνίας – και ο μισοξεχασμένος, ως τότε, θεσμός των Χριστουγέννων, παραδομένος στη λήθη της βιομηχανικής εποχής, υπήρξε το ιδανικό εφαλτήριο για να οικοδομήσει το ριζοσπαστικό του μήνυμα. Κανένας άλλος συγγραφέας ως τότε δεν είχε συλλάβει στη σκέψη του τα Χριστούγεννα με αυτόν τον τρόπο. Η ιδέα και μόνο ενός πλούσιου κεφαλαιούχου όπως ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, να μεταμορφώνεται και να δειπνεί παρέα με την οικογένεια του φτωχού υπάλληλου του... στον οποίο μάλιστα χαρίζει απλόχερα αύξηση αποδοχών... και η ταύτιση αυτής της ιδέας με την παραδοσιακή γιορτή των Χριστουγέννων... Η ιδέα αυτή ήταν ικανή να προκαλέσει σκάνδαλο την εποχή εκείνη. Μια εποχή που όχι μόνο λόγος δεν γινόταν για «πνεύμα των Χριστουγέννων»... μα ο κόσμος δεν γιόρταζε καν, στην πλειοψηφία του, τα Χριστούγεννα.

Τα κοινωνικά μυνήματα θα παρέμεναν στο επίκεντρο του έργου του Ντίκενς καθ’ όλη τη συγγραφική του διαδρομή. Ας επαναλάβουμε: σκοπός του δεν ήταν κάποια μορφή υποκριτικής φιλανθρωπίας, στο όνομα της καλής συνείδησης. Μα η μεταμόρφωση της κοινωνίας, μέσα από τη μεταμόρφωση των ανθρώπων της. Μιας κοινωνίας που έμελλε να ζωγραφίσει με ακόμα μελανότερους τόνους σε μελλοντικά του έργα, όπως ο «Ζοφερός Οίκος», τα «Δύσκολα Χρόνια» και το (εν μέρει αυτοβιογραφικό) «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», ή σε μεταγενέστερες χριστουγεννιάτικες ιστορίες του όπως οι «Καμπάνες».


Η Επίσκεψη από το Φάντασμα του Μέλλοντος. Ένα απόσπασμα.






"Το Πνεύμα έστεκε ανάμεσα στους τάφους και έδειχνε τον Έναν. Ο Σκρουτζ πλησίασε τρέμοντας. Το Φάντασμα παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο, μα εκείνος έτρεμε διακρίνοντας κάποιο καινούργιο νόημα στην αγέλαστη μορφή του.

"Προτού πλησιάσω στην ταφόπλακα που μου υποδεικνύεις", είπε ο Σκρουτζ, "απάντησε μου σε μια ερώτηση. Αυτές όλες είναι οι Σκιές των Πραγμάτων που Θα γίνουν, ή οι Σκιές των Πραγμάτων που Πιθανό να γίνουν μόνο;"

Ωστόσο το Φάντασμα συνέχιζε να δείχνει προς τον τάφο, δίπλα στον οποίο έστεκε. (...)

Ο Σκρουτζ πλησίασε τρεμάμενος - και ακολουθώντας την κατεύθυνση που έδειχνε το δάχτυλο, διάβασε πάνω στην πέτρα του παραμελημένου τάφου τ'όνομα του: ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ.

"Όχι Πνεύμα! Όχι, όχι!"

Το δάχτυλο παρέμενε εκεί.

"Πνεύμα!", φώναξε σπαρακτικά ο Σκρουτζ, αγκστρωμένος πάνω στον μανδύα του. "Άκουσε με! Δεν είμαι ο άνθρωπος που ήμουν! Δεν θα γίνω ο άνθρωπος που θα γινόμουν, αν δεν είχε υπάρξει αυτή η συναναστροφή! Γιατί να μου τα δείχνεις αυτά, αν δεν έχω πια ελπίδα;"

Για πρώτη φορά το χέρι φάνηκε να τρέμει.

"Καλό μου Πνεύμα", συνέχισε, πεσμένος στο χώμα. "Η φύση σου παρεμβαίνει για μένα και με λυπάται. Βεβαίωσε με πως έχω ακόμα τη δυνατότητα να αλλάξω τις σκιές αυτές που μου έδειξες, με μια διαφορετική ζωή!"

Το ευγενικό χέρι έτρεμε.

"Θα τιμώ τα Χριστούγεννα με όλη μου την καρδιά και θα προσπαθώ να τα τηρώ όλο τον χρόνο. Θα ζω στο Παρελθόν, στο Παρόν και στο Μέλλον. Τα πνεύματα και των τριών θα αγωνίζονται μέσα μου. Δε θα διώξω πέρα τα μαθήματα που μου παρέχουν. Ω, πες μου πως μπορώ να σβήσω τα γράμματα πάνω σ'αυτήν εδώ την πέτρα!"





«Ο άνθρωπος που εφηύρε τα Χριστούγεννα»;


Όχι, δεν εφηύρε ο Ντίκενς τα Χριστούγεννα. Μα η επιρροή του έργου του στα Χριστούγεννα όπως τα ζούμε και όπως τα γνωρίζουμε σήμερα υπήρξε καταλυτική. Χωρίς να συνιστά το πρώτο έργο με θέμα του τα Χριστούγεννα, τα «Κάλαντα» του Ντίκενς υπήρξαν η πρώτη ιστορία στην οποία παρουσιάζονται τα Χριστούγεννα σε ένα σύγχρονο, αστικό περιβάλλον. Κι αυτό σε μια εποχή που οι πόλεις έτειναν να τα ξεχάσουν, παραδομένες στο κυνήγι του κέρδους και της βιομηχανοποίησης. Οι ήρωες του είναι χαρακτήρες της σύγχρονης καθημερινότητας, όχι φιγούρες βγαλμένες από κάποιο λησμονημένο, εξωραϊσμένο παρελθόν. Βλέπουμε κεφαλαιούχους, εργοδότες, εργάτες, ναυτικούς, υπαλλήλους, οικογένειες που ζουν σε διαμερίσματα, απόβλητους των δρόμων και του περιθωρίου – όλοι ενταγμένοι στο ίδιο χριστουγεννιάτικο πλαίσιο.

Σε επίπεδο διαμόρφωσης εικόνωνη επιρροή του έργου του Ντίκενς υπήρξε εξίσου καταλυτική. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ένα μεγάλο μέρος από χριστουγεννιάτικες καρτ ποστάλ, σαν εκείνες που στολίζουμε τα σπίτια μας ή βλέπουμε στα καταστήματα, έλκουν τις ιδέες τους από τις εμπνεύσεις του Βρετανού συγγραφέα. Στο έργο του ο Ντίκενς παρουσιάζει μια πολιτεία παραδομένη στο κρύο, την ομίχλη και το χιόνι, με κατάφωτες όμως βιτρίνες ξέχειλες φρούτα και νόστιμους ξηρούς καρπούς· εσωτερικά σπιτιών διακοσμημένα με στολίδια και μοσχομυρισμένα μαγειρευτό φαγητό· ξέφρενα γλέντια και χορούς· οικογένειες μονιασμένες γύρω απ’ το τραπέζι, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει η περίφημη βρετανικήπουτίγκα· και ανθρώπους διατεθειμένους να προσφέρουν μια χείρα βοηθείας στον συνάνθρωπό τους.

Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν δεδομένο εν έτει 1843. Ούτε οι διακοσμήσεις· ούτε τα οικογενειακά φαγοπότια· ούτε οι πολύχρωμες βιτρίνες· ούτε τα γλυκίσματα· ούτε το κρύο και το χιόνι (δε χιόνιζε απαραίτητα στις βρετανικές πόλεις τα Χριστούγεννα)· ούτε η διάθεση κάποιας, μικρής έστω, αγαθοεργίας, λόγω ημερών.

Μα από το 1843 και έπειτα η μορφή των Χριστουγέννων άρχισε ν’ αλλάζει. Η επιτυχία του διηγήματος του Ντίκενς υπήρξε τόσο μεγάλη, που ο κόσμος άρχισε να μετατρέπει σε πραγματικότητα ό,τι είχε διαβάσει στις σελίδες του βιβλίου. Οι επόμενες δεκαετίες γνώρισαν μια σημαντική αναβίωση – ή πιο σωστά, αναδιαμόρφωση – των Χριστουγέννων στην Αγγλία, ενώ αρχέγονα ευρωπαϊκά έθιμα επανήλθαν στο προσκήνιο.

Όσο αφορά τον κεφάτο, γενειοφόρο γίγαντα που συμπαρασύρει τον Εμπενίζερ Σκρουτζ στους δρόμους και τα σπίτια του Λονδίνου; Λένε πως ο Ντίκενς εμπνεύστηκε τη μορφή του από την πατροπαράδοτη, βρετανική φιγούρα του "Father Christmas"... αντίστοιχη στον γερμανικό "Santa Klaus"και στον Άγιο Νικόλα της ιστορικής παράδοσης...

Μπορεί να τον ονόμασε "Φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρόντος"... μα όλοι ξέρουμε πως το πραγματικό του όνομα είναι Άγιος Βασίλης.



Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο







Τον καιρό που ο Dickensέγραφε τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» το Δέντρο δεν είχε καθιερωθεί ακόμα ως το κατεξοχήν στολίδι και σύμβολο των Εορτών – γι’ αυτό και δεν το συναντούμε πουθενά στο συγκεκριμένο διήγημα. Λίγα χρόνια μετά ωστόσο, εν έτει 1850, ο Ντίκενς έγραψε μια από τις πιο ιδιαίτερες ιστορίες του, τιτλοφορούμενη «Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο», στην οποία περιγράφει το δέντρο ως «εκείνο το όμορφο γερμανικό παιχνίδι».

Ουσιαστικά το Δέντρο, ως έθιμο, έλκει την καταγωγή του από τις παραδόσεις της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Την ίδια εποχή που ο Ντίκενς παρέδιδε τα «Κάλαντα» κάποιο μέλος της αγγλικής βασιλικής οικογένειας λέγεται πως έφερε μαζί του ένα Δέντρο από τη Γερμανία – στολισμένο με κεριά, όπως συνηθιζόταν τότε. Σε λίγα μόνο χρόνια, κι ενώ η επιρροή του έργου του Ντίκενς εξαπλωνόταν, καθιερώθηκε και η διακόσμηση του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κάποια στιγμή θα ερχόταν και στη χώρα μας...

Το «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο» ανήκει στα πιο ταξιδιάρικα διηγήματα του Ντίκενς. Μικροσκοπικό σε έκταση, ολίγων μόνο σελίδων, συνιστά μια μαγική εξόρμηση στα βάθη της παιδικής ηλικίας, συμβολίζοντας όλους εκείνους τους αθέατους κόσμους που απλώνονται μπροστά στα μάτια μας κάθε φορά που αφηνόμαστε στη θέα του φωταγωγημένου δέντρου – αρκεί να διαθέτουμε το αναγκαίο όχημα για να τους επισκεφτούμε: τη φαντασία.

Κόσμοι ξέχειλοι παιχνίδια ζωντανεύουν μπρος στα έκπληκτα μάτια μας, στρατιωτάκια και άλογα και νεράιδες και νύμφες, κουκλόσπιτα και άμαξες, ξωτικά και δράκοι, τρομακτικές ιστορίες γύρω από το τζάκι και φιγούρες απ’ τις Χίλιες και Μια Νύχτες... Και τα φώτα στο δέντρο μοιάζουν με πυγολαμπίδες. Και τα κλαδιά του δέντρου απλώνονται πέρα ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, όμοια με τη Φασολιά που σκαρφάλωσε ο Τζακ στο παραμύθι· και συ σκαρφαλώνεις μαζί του, ο προορισμός σου κάποιο θεόρατο κάστρο τ’ ουρανού, κατοικημένο από γίγαντες, ιππότες και θεσπέσιες καλλονές...

Μην υποτιμάτε τη δύναμη της φαντασίας, κύριοι. Η φαντασία ενός μόνο συγγραφέα ήταν αρκετή για να αναβιώσει το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η φαντασία ορισμένων ποιητών, μια φορά κι έναν καιρό στα αρχαία χρόνια, δημιούργησε τη θρησκεία ενός ολόκληρου λαού – τότε, τον καιρό που τις θρησκείες δημιουργούσαν οι ποιητές, όχι οι προφήτες.

«Αθώοι και ευπρόσδεκτοι ας είναι πάντα, κάτω απ’ τα κλαδιά του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου, τα οποία ποτέ δε ρίχνουν ζοφερές σκιές».



Το δεύτερο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ντίκενς: Οι Καμπάνες






"Ο Τόμπι ξεδίπλωσε την εφημερίδα από την τσέπη του. "Είναι γεμάτη παρατηρήσεις! Γεμάτη παρατηρήσεις! Θέλω να γνωρίζω και γω τα νέα, όπως κάθε άνθρωπος", είπε σιγανά, διπλώνοντας τη πάλι και βάζοντας τη πίσω στην τσέπη, "μα σχεδόν πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα για μένα αν διαβάζω τώρα εφημερίδα. Με φοβίζει περίπου. Δε ξέρω που μπορεί να καταλήξουμε οι φτωχοί και μεις. Κάνε, Κύριε, ώστε να δούμε κάτι καλύτερο τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς! (...)

Τίποτα, φαίνεται, δεν μπορούμε να κάνουμε σωστά, ούτε να βρούμε το δίκιο μας. Δεν έλαβα μεγάλη εκπαίδευση ο ίδιος όταν ήμουν μικρός και δεν μπορώ να καταλάβω αν έχουμε τελικά καμιά δουλειά στο πρόσωπο της γης, ή όχι. Κάποιες φορές νομίζω πως πρέπει να έχουμε - λιγάκι. Κάποιες άλλες όμως μου φαίνεται πως παρεμβαίνουμε, σαν καταπατητές. Μπερδεύομαι τόσο πολύ ώρες ώρες που δεν μπορώ αληθινά να καταλήξω αν υπάρχει ίχνος καλού μέσα μας, ή αν γεννιόμαστε κακοί. Φαίνεται να είμαστε απαίσια πλάσματα. Φαίνεται να προκαλούμε συνέχεια τον μπελά. Πάντα μας κατηγορούν και πάντα μας υπερασπίζονται. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γεμίζουμε τα πρωτοσέλιδα. Ωραία παραμονή Πρωτοχρονιάς, μα την αλήθεια!", είπε θρηνητικά ο Τόμπι. (...) "Ίσως τελικά να μην έχουμε δικαίωμα στην Πρωτοχρονιά - ίσως να είμαστε όντως καταπατητές..."

"E, πατέρα! Πατέρα!", ακούστηκε μια ευχάριστη φωνή.

Ο Τόμπι ταράχτηκε. Σταμάτησε. Και εστιάζοντας την προσοχή του, ήρθε σε επαφή με την ίδια του την κόρη, κοιτάζοντας κοντά στα μάτια της.

Φωτεινά μάτια ήταν αυτά. (...) Μάτια αληθινά και όμορφα, που ακτινοβολούσαν ελπίδα. Ελπίδα νέα και φρέσκια. Ελπίδα φωτεινή και δραστήρια, παρά τα είκοσι χρόνια εργασίας και φτώχειας που είχαν αντικρίσει. Αυτά τα μάτια έγιναν φωνή και είπανε του Τόμπι:

"Νομίζω έχουμε και μεις κάποια δουλειά εδώ, στον κόσμο - κάποια λίγη!"

****

Ήταν ένα απόσπασμα από το διήγημα του Ντίκενς «Οι Καμπάνες» ("The Chimes"), του 1844. Επρόκειτο για το δεύτερο χριστουγεννιάτικο έργο του, γραμμένο ένα χρόνο μετά το "Christmas Carol", στο οποίο και εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στα προβλήματα της εργατικής τάξης. Αν τα «Κάλαντα» εξελίσσονται τη μέρα πριν απ'τα Χριστούγεννα, η πλοκή των «Καμπάνων» μας μεταφέρει μια εβδομάδα μετά – την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και αν το πρώτο φέρνει σε επαφή τον πρωταγωνιστή του, Εμπενίζερ Σκρουτζ, με τέσσερα φαντάσματα, το δεύτερο φέρνει σε επαφή τον πρωταγωνιστή του, Τόμπι, με παράξενα τελώνια, που κρύβονται στις κορυφές ενός παλαιού κωδωνοστασίου... Τελώνια που χαρίζουν στον πρωταγωνιστή του έργου νεφελώδη οράματα μιας μέλλουσας ζωής, στην οποία ο ίδιος δεν υπάρχει πια.

Συγκριτικά με τα «Κάλαντα», η διάθεση στις «Καμπάνες» είναι σκοτεινότερη και η πολεμική που εξαπολύει ο Ντίκενς απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα των καιρών του ακόμα πιο σφοδρή. Κάποιες συντηρητικές εφημερίδες είχαν μάλιστα φτάσει να κατηγορήσουν τον Ντίκενς πως, με το διήγημά του αυτό, υποδαυλίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Στα τέσσερα κεφάλαια της ιστορίας (τιτλοφορούμενα «τέταρτα», συμβολίζοντας το πέρασμα των δεικτών του ρολογιού – στα τέσσερα τέταρτα ο δείκτης περιστρέφεται μια φορά γύρω απ’ τον εαυτό του και οι καμπάνες χτυπούν) βλέπουμε να παρελαύνουν χαρακτήρες που συγκρούονται με το νομικό σύστημα και οδηγούνται στις φυλακές, γυναίκες που εξωθούνται στην πορνεία, άντρες που βρίσκουν παρηγοριά στο αλκοόλ, ενώ μια απ’ τις ηρωίδες αποφασίζει, πάνω στην απελπισία της, να αυτοκτονήσει.

Όλα αυτά συνιστούν μέρος των τρομακτικών οραμάτων που παρακολουθεί, έντρομος, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Μα στο τέλος οι καμπάνες αντηχούν ξανά και τα φοβερά όνειρα εξασθενίζουν σαν τοπίο στην ομίχλη... Και ο ήρωας συνειδητοποιεί πως έχει ακόμα χρόνο μπροστά του, για να αλλάξει την πραγματικότητα που ζει... και να αποκαταστήσει έτσι τη χαμένη πίστη του στον άνθρωπο.



Το τρίτο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ντίκενς: Ο Γρύλος στο Τζάκι






«Και τώρα, αγαπημένε μου σύζυγε, πάρε με πάλι πίσω στην καρδιά σου! Αυτό είναι το σπίτι μου· και μην σκεφτείς ποτέ ξανά να με στείλεις σε άλλο!»


Με το τρίτο από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, ο Ντίκενς έμελλε να επιστρέψει στο θερμό πλαίσιο της οικογενειακής θαλπωρής. Ο «Γρύλος στο Τζάκι» (“TheCricketOnTheHearth”), γραμμένο το 1845, σημείωσε μεγάλη επιτυχία, και παραμένει το διασημότερο, μετά τα «Κάλαντα», χριστουγεννιάτικο έργο του.

Τα πάντα εδώ θυμίζουν κάποιο θεατρικό. Σχεδόν όλες οι σκηνές εξελίσσονται στο στενό πλαίσιο δυο σπιτιών και το επίκεντρο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των κατοίκων τους. Ένα αντρόγυνο μ’ ένα μικρό μωρό από τη μία, ένας πατέρας με την τυφλή του κόρη από την άλλη. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ το αντρόγυνο δέχεται μια επίσκεψη από έναν λιγομίλητο, μυστηριώδη γέρο... και η ιστορία ξεκινά. Και αν στα «Κάλαντα» το μεταφυσικό στοιχείο εκπροσωπείται στα Φαντάσματα, αν στις «Καμπάνες» το ίδιο στοιχείο φανερώνεται στα ζωηρά τελώνια του καμπαναριού, εδώ αποκαλύπτεται με τη μορφή ενός γρύλου στο τζάκι. Ενός γρύλου που συμβολίζει την αιώνια Εστία: φωτιά, ζεστασιά και σπιτικό μαζί· η αγάπη που αναβλύζει στις ξέχειλες καρδιές, όμοια με φωτιά. Η αγάπη που μπορεί να υπερβεί κάθε εμπόδιο.

Ο Ντίκενς εγκαταλείπει παροδικά την κοινωνική κριτική. Όλα στο συγκεκριμένο διήγημα σχετίζονται με τις ανθρώπινες σχέσεις: αγάπη, πίστη, φιλία, φιλοξενία, προδοσία, απάτη, μοναξιά. Δεν απουσιάζει εξάλλου εκείνο το τόσο χαρακτηριστικό στοιχείο της «ντικενσιανής αποκάλυψης», σύμφωνα με το οποίο τα πρόσωπα του έργου δεν είναι απαραίτητα αυτό που φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Ήταν κάτι που θα βλέπαμε να επαναλαμβάνεται σε πλήθος άλλων έργων του συγγραφέα.

Μια μερίδα κόσμου θεώρησε τον «Γρύλο στο Τζάκι» υπερβολικά συναισθηματικό – η πλειοψηφία όμως αγάπησε τους χαρακτήρες του βιβλίου και δέθηκε μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το διήγημα και το πλήθος θεατρικών μεταφορών του – έφτασαν να ξεπεράσουν μάλιστα εκείνες των «Καλάντων»!

Προσωπικά θεωρώ πως η ιστορία αυτή ανήκει στις πλέον συναισθηματικές και τρυφερές του συγγραφέα. Είναι εξάλλου εκείνη που διαθέτει το ομορφότερο, κατά τη γνώμη μου, τέλος. Ένα τέλος που μοιάζει με τη φωτιά που σιγοκαίει στο τζάκι... ξέρεις πως κάποια στιγμή θα σβήσει, μα αυτό καθιστά ακόμα γλυκύτερη τη λάμψη της.







Ντίκενς και Χριστούγεννα



Ο Ντίκενς έμελλε να γράψει αρκετές ακόμα χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Αυτές που αναφέραμε ωστόσο παραμένουν οι ωραιότερές του. Οι ζοφερές «Καμπάνες»... το τρυφερό «Γρύλος στο Τζάκι»... το παραμυθένιο «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο»... και φυσικά τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» - η γνωστότερη και διασημότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία που γράφτηκε ποτέ.

Και τα χρόνια πέρασαν. Και ο Ντίκενς ωρίμασε μέσα απ’ τα γραπτά του. Και αν κάποια στιγμή κουράστηκε να γράφει κατά παραγγελία ιστορίες για τα Χριστούγεννα, δεν εγκατέλειψε ποτέ το πνεύμα που τον ώθησε να καταπιαστεί, πρώτη φορά, με αυτά. Ο κόσμος είχε πια αλλάξει – τα Χριστούγεννα πλέον γιορτάζονταν παντού και είχαν περάσει πλέον στην εποχή της εμπορευματοποίησης. Μα οι σπίθες που πρώτος πέταξε ο Ντίκενς είχαν πια εξαπλωθεί. Τα Χριστούγεννα θα διατηρούσαν, έστω καταχωνιασμένο στα βάθη κάποιας ιστορίας, λίγη απ’ τη φλόγα που τους προσέδωσε. Πέρα απ’ τις ταινίες, τα τραγούδια, τις διακοσμήσεις, τις γιορτές και τα πακέτα. Πέρα απ’ το παραμύθι και πίσω απ’ το εμπόριο... Μια διάθεση αλλαγής, μια θέληση να αλλάξει ο κόσμος – να μεταμορφωθεί σε κάτι καλύτερο, γνησιότερο, ευγενικό. Δίκαιο.


Το δίκαιο που λάμπει σαν αστέρι στην κορφή κάποιου δέντρου. Η αγάπη που ακτινοβολεί μες στις καρδιές. Αυτά είναι τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς.







Επίλογος



...Και ο Σκρουτζ έγινε άλλος άνθρωπος. Και ξημέρωσε 25η του Δεκέμβρη.


Ο Σκρουτζ ταξίδεψε σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο τρόμος που ένιωσε ωστόσο δεν ήταν υπερφυσικός - δε φοβήθηκε πως έχανε τον παράδεισο ή τη χάρη κάποιου θείου πνεύματος. Όχι - το νόημα της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Καρόλου Ντίκενς είναι βαθιά ανθρώπινο και, παρά τις υπερφυσικές του διαστάσεις, ουσιαστικά πατάει με τα δυο πόδια του στη γη.

Ήταν η αγάπη των ανθρώπων εκείνο που ο Σκρουτζ διαπίστωνε πως έχανε. Οι άνθρωποι που όχι μόνο δεν αισθάνονταν θλίψη με το θάνατό του, μα έβρισκαν αφορμή για πανηγύρια. Χρειάστηκε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια πόσο αχρείαστος ήταν, πόσο ασήμαντος, πόσο βλαβερός - όλα στα μάτια των συνανθρώπων του, όπως τον είχαν ζήσει μέσα από τις πράξεις του.

Γιατί στο τέλος εκείνο μόνο έχει σημασία - οι πράξεις και η σημασία τους για τους ανθρώπους γύρω μας.


Γι'αυτό και το έργο αυτό του Ντίκενς αγγίζει τον πυρήνα εκείνου που θα έπρεπενα είναι τα Χριστούγεννα. Μια αφορμή να θυμηθούμε πως είμαστε όλοι μικροί και θνητοί - μα γινόμαστε μεγάλοι μέσα από τις πράξεις και την ανθρωπιά μας.



Ευχές για το νέο χρόνο

$
0
0





"Εύχομαι στο νέο χρόνο που έρχεται να κάνεις λάθη. Γιατί αν κάνεις λάθη, τότε κάνεις καινούργια πράγματα, προσπαθείς καινούργια πράγματα, μαθαίνεις, ζεις, σπρώχνεις τον εαυτό σου, αλλάζεις τον κόσμο σου. Κάνεις πράγματα που δεν έκανες ξανά, μα πιο σημαντικό όλων - κάνεις κάτι".


Neil Gaiman

***


Έτσι, με αυτή την ενδιαφέρουσα κουβέντα του Νιλ Γκέιμαν σκέφτηκα να αποχαιρετήσω μαζί σας το νέο χρόνο και να καλωσορίσω τον καινούργιο.

Δεν ξέρω αν είναι πάντα καλό να κάνουμε λάθη - πόσο μάλλον να τα επαναλαμβάνουμε. Ξέρω όμως πως χωρίς αυτά δεν γίνεται να μάθουμε ποτέ. Χωρίς τα λάθη δεν προχωρούμε, παρά μένουμε συνέχεια στάσιμοι. Και το ζητούμενο είναι να κάνουμε ένα βήμα προς τα μπρος. Αν το κάνουμε δίχως λάθη, τόσο το καλύτερο βέβαια... μα η προοπτική του λάθους δεν θα έπρεπε να μας φοβίσει απ'το να προχωρήσουμε. Ο φόβος ποτέ δεν είναι καλός οδηγός.

Νομίζω λοιπόν πως συμφωνώ με τον αγαπητό κύριο Γκέιμαν.

Καλή χρονιά να ευχηθώ σε όλους, παιδιά. Ας είναι το 2016 λίγο καλύτερο από το 15 - σε όποιο επίπεδο επιθυμούμε. Αν εξαρτάται από μας, ας κάνουμε μια μικρή προσπάθεια γι'αυτό. Και αν δεν εξαρτάται... ε, ας μας χαμογελάσει λίγο περισσότερο η τύχη - αρκεί να μη βασιζόμαστε μονάχα πάνω της, γιατί ως γνωστόν έχει τα μάτια της κλειστά.

Συνήθως τέτοιες μέρες σκεφτόμαστε όλα εκείνα που θέλουμε να αλλάξουμε... μα εγώ θα έλεγα να σκεφτούμε και αυτά που θέλουμε να μείνουν ίδια. Που ήδη διαθέτουμε και χρειάζεται να εκτιμήσουμε - γιατί μερικές φορές δεν εκτιμούμε όσο έπρεπε εκείνα που διαθέτουμε.

Όσο αφορά εμάς εδώ, στη σελίδα... πιστεύω πως θα πούμε πολλά όμορφα πράγματα μέσα στο 2016. Ίσως να μη τα λέμε συνεχώς ή κάθε μέρα (ο χρόνος δεν επαρκεί γι'αυτό, αλίμονο!)... μα να είστε βέβαιοι πως όποτε αυτό το Λαγούμι ανοίγει τις πόρτες του στον κόσμο, θα φοράει πάντα τα καλά του. H ποσότητα και η ποιότητα είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα - συχνά μάλιστα βρίσκονται σε αντίθεση η μία με την άλλη.



Να είστε καλά, φίλοι μου! Καλή χρονιά σε όλους!!!


100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος IV

$
0
0




Χρώμα και Φως. Ο Ιμπρεσιονισμός



“Μια καλή εντύπωση χάνεται πάντα τόσο γρήγορα” - Κλωντ Μονέ

“Δεν έγινα Ιμπρεσιονιστής. Απ΄ότι θυμάμαι, υπήρξα πάντα τέτοιος” - Κλωντ Μονέ

“Είμαστε όλοι τα υποκείμενα εντυπώσεων, και κάποιοι από μας επιζητούμε να μεταδώσουμε τις εντυπώσεις μας σε άλλους. Στην τέχνη της επικοινωνίας των εντυπώσεων βρίσκεται η δύναμη να γενικεύεις, χωρίς όμως να χάνεις τη λογική εκείνη σύνδεση ανάμεσα στο όλο και στα μέρη του, που τόσο ικανοποιεί το νου” - Καμίλ Πισαρό

“Χρειάστηκε κάποια χρόνια μέχρι να μάθει ο κόσμος πως για να εκτιμήσει έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα, πρέπει να πάει πίσω ορισμένα βήματα και να απολαύσει το θαύμα να βλέπει όλες εκείνες τις αινιγματικές, σκόρπιες πινελιές να έρχονται ξαφνικά στη ζωή μπροστά στα μάτια μας” - Έρνστ Γκόμπριχ (συγγραφέας του “Χρονικού Της Τέχνης”)

“Ο Ιμπρεσιονισμός είναι η εφημερίδα της ψυχής” - Ανρί Ματίς



Ήταν, επίσης, η μεγαλύτερη εικαστική επανάσταση της εποχής του. Το συναρπαστικότερο κρυφό χαρτί ενός αιώνα που τόσα χαρτιά έκρυβε μες στα μανίκια του. Ήταν ένα κίνημα που όσο περιφρονήθηκε αρχικά, τόσο λατρεύτηκε στη συνέχεια. Τα έργα των Ιμπρεσιονιστών παραμένουν ανάμεσα στα πιο δημοφιλή εκθέματα, στα μουσεία όλου του κόσμου. Και ο λόγος είναι απλός: πρόκειται για έργα που μοιάζουν να έχουν παγιδεύσει μέσα τους το φως του ήλιου.

Ποτέ άλλοτε δεν αποδόθηκε με τόση ζωντάνια η φύση. Τα λουλούδια, τα δέντρα, τα γεφύρια, οι λίμνες... αναπνέουν, το νιώθεις. Σχεδόν ακούς το κελάηδημα των πουλιών που κρύβονται στις πολύχρωμες φυλλωσιές, σχεδόν φτάνει στα αυτιά σου ο ήχος του γάργαρου νερού που ρέει κάτω απ'το γεφύρι.

Ο Ιμπρεσιονισμός δεν επεδίωξε να αποδώσει με απόλυτη, φωτογραφική “εντέλεια” το αντικείμενο της θέασής του. Παρατηρώντας από κοντά τα τοπία του διαπιστώνεις πως απαρτίζονται από πλήθος σκορπισμένων πινελιών, που μοιάζουν να έχουν γίνει γρήγορα, δίχως τις χρονοβόρες διαδικασίες τελειοποίησης του παρελθόντος. Αρκεί να συγκρίνουμε τοπία σαν εκείνα που ζωγράφιζε ο Κλωντ Λωραίν ή ο Γιάκομπ Ρούιστνταλ (βλέπε έργα #41 και #52 από το δεύτερο μέρος του αφιερώματος - κλικ εδώ) με τα νεότερα τοπία του Μονέ ή του Ρενουάρ, και η διαφορά γίνεται ολοφάνερη στα μάτια μας.

Μα τα έργα των Ιμπρεσιονιστών έδειχναν να ξεχειλίζουν με μια πρωτόγνωρη, ως τότε, ζωντάνια. Τα υπέροχα αναγεννησιακά τοπία του Λωραίν φαντάζουν σχεδόν εξωπραγματικά, μέσα στην τελειότητά τους. Μα παρατηρώντας έναν πίνακα του Μονέ αισθάνεσαι πως αποπνέει ήχους, μυρωδιές, κινήσεις, φως – πως είναι ζωντανός.

Βαθιά επηρεασμένοι από τα γιαπωνέζικα Ukiyo-E(βλέπε το τρίτο μέρος του αφιερώματός μας – κλικ εδώ), οι εκφραστές του νέου ρεύματος θαύμασαν τη φυσική απλότητα των έργων, την πέρα από επιτηδεύσεις ομορφιά τους. Θεωρούσαν πως η τέχνη, προσπαθώντας ολοένα και περισσότερο να τελειοποιήσει την τεχνική της, έφτανε να παρουσιάζει μια πλασματική εικόνα του κόσμου. Σημασία όμως δεν έχει να αποδώσουμε τον κόσμο όπως νομίζουμε πως είναι – μα όπως τον βλέπουμεμε τα ίδια μας τα μάτια.

Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Αν πούμε σε κάποιον να ζωγραφίσει ένα “ξύλινο τραπέζι”, πιθανό εκείνος να σκεφτεί το γνωστό αντικείμενο και να το απεικονίσει όπως το φαντάζεται – με τα τέσσερά του πόδια, ιδωμένο από το πλάι (ώστε να φαίνεται όλο το μήκος του ξεκάθαρα), ζωγραφισμένο σε τόνους του καφέ – γιατί τέτοιο χρώμα έχουν τα ξύλινα τραπέζια, σωστά; Θα σχεδιάσει προσεκτικά ένα εντυπωσιακό τραπέζι λοιπόν, βγαλμένο κατευθείαν από τον... πλατωνικό κόσμο των Ιδεών.

Μα αυτό δεν είναι αληθινό τραπέζι, θα σου πουν οι Ιμπρεσιονιστές. Αυτό δεν συνιστά παρά μια εξιδανίκευση της φαντασίας σου. Γιατί το αληθινό τραπέζι πιθανό να το παρατηρείς σε ανορθόδοξες οπτικές γωνίες – όχι από το πλάι. Επομένως το σχήμα του δεν είναι απαραίτητα ορθογώνιο. Έπειτα το χρώμα του ποικίλει, ανάλογα με το πως πέφτει πάνω του το φως. Κάποια σημεία φωτίζονται περισσότερο, άλλα λιγότερο, ενώ η πηγή του φωτός προσδίδει διαφορετικό φως πάνω στην επιφάνεια του επίπλου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πουθενά ένα “ενιαίο χρώμα”, μα πλήθη διαφορετικών χρωματισμών – τους οποίους, συμβατικά, θεωρείς πως αποδίδεις πιστά ζωγραφίζοντας με ένα συμβατικό (και εντελώς μη ρεαλιστικό) “καφέ”.

Ο μόνος τρόπος να αποδοθεί πιστά ένα αντικείμενο είναι να το ζωγραφίσουμε με βάση την στιγμιαία, εκείνη, εντύπωσηπου μας προκαλεί. Την συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, υπό τις συγκεκριμένες οπτικές συνθήκες – που βρίσκονται μονίμως σε μεταβολή.  Κι ενώ το χρώμα του αντικειμένου εξαρτάται απόλυτα από το φως που πέφτει πάνω του, φως που μονίμως μεταβάλλεται.

Ουσιαστικά ο Ιμπρεσιονισμός υπήρξε η πρώτη εικαστική απόπειρα να αποδοθεί “επιστημονικά”, με αληθινά ανθρώπινα κριτήρια, ο εξωτερικός κόσμος. Όπως τον βλέπουμεμια δεδομένη στιγμή – όχι όπως νομίζουμε πως “είναι”. Εξ'ου και η ονομασία “Impressionism”, από τον όρο “Impression” = Εντύπωση. Και οι εντυπώσεις είναι πάντα γρήγορες, φευγαλέες – εξ'ου και η γρήγορη τεχνική των Ιμπρεσιονιστών, που έδινε σε κάποιους την εντύπωση πως τα έργα ήταν ανολοκλήρωτα.

Τίποτα αντίστοιχο δεν είχε γίνει στη ζωγραφική ως τότε. Όλοι οι κανόνες έσπαγαν. Τα πάντα έμοιαζαν ν'αρχίζουν ξανά απ'την αρχή – και οι ζωγράφοι έμοιαζαν πλέον με μικρά παιδιά, που ανακαλύπτουν εκ νέου την πραγματικότητα.

Έκ τοτε η ιστορία της ζωγραφικής ακολουθεί ουσιαστικά το δρόμο που χάραξε, πρώτος, ο Ιμπρεσιονισμός.



86 # Claude Monet – H ΓέφυρακαιηΛίμνημεταΝούφαρα (“Water Lilies and the Japanese bridge”, 1899)






Μια γιαπωνέζικη γέφυρα υψώνεται πάνω από μια κατάμεστη με ροδαλά νούφαρα λίμνη. Γύρω της η πρασινάδα ξεχειλίζει, προσδίδοντας μια παραδείσια αίσθηση γαλήνης. Οι φωτεινοί τόνοι αντιπαραβάλονται με τους σκοτεινούς, αποδίδοντας με πιστότητα τα παιχνίδια των ηλιαχτίδων με τα δέντρα και την επιφάνεια του νερού. Τα πάντα μοιάζουν να αναβλύζουν ζωή, σαν δροσοσταλίδες που αναπνέουν πάνω στα νούφαρα.

Οι τόνοι του πράσινου συμπληρώνονται με ερυθρές σκιές – για πρώτη φορά καθίσταται τόσο σημαντικός ο ρόλος των συμπληρωματικών χρωμάτων. Το μαύρο απέχει ολοκληρωτικά, τόσο από το συγκεκριμένο, όσο και από όλα τα έργα των Ιμπρεσιονιστών. Οι σκοτεινοί τόνοι αποδίδονται με έναν συνδυασμό συμπληρωματικών και γκριζοπράσινων χρωματισμών. Οι φωτεινοί τόνοι βάφονται κίτρινοι, αντλώντας από την πηγή του φωτός. Ο Ιμπρεσιονισμός αδιαφορεί για το περίγραμμα – το χρώμα είναι το παν, οι ελεύθερες πινελιές ξεχωρίζουν πάνω στον καμβά, δίχως τα καλογυαλισμένα, ομαλά περάσματα του παρελθόντος. Δεν υπάρχουν εξάλλου τέτοια περάσματα στη στιγμιαία οπτική εντύπωση. Το ίδιο δέντρο, αλλού μοιάζει κίτρινο, αλλού πράσινο, αλλό χαμένο σε μια ερυθροπράσινη σκιά. Απότομα, δίχως μεταβάσεις.

Τα ίδια νούφαρα στη λίμνη έμελλε να πρωταγωνιστήσουν, εξάλλου, σε μια πασίγνωστη σειρά έργων του Μονέ. Τα ίδια νούφαρα, υπό διαφορετικές οπτικές συνθήκες, με άλλο φωτισμό και άλλους συνδυασμούς χρωμάτων.

Δεν είναι τυχαίο που τα έργα των Ιμπρεσιονιστών συνιστούν ίσως την πρώτη πηγή μελέτης των σπουδαστών τέχνης, πάνω στη θεωρία και την εφαρμογή του χρώματος.



87 # ClaudeMonet, Ο Σταθμός του Σαιν Λαζάρ (“GareSaint-Lazare”, 1877)






Το τρένο καταφτάνει στον σταθμό του Σαιν Λαζάρ καταμεσής ενός κύματος καπνού. Οι φιγούρες των ανθρώπων φαίνονται αχνές, μισκρυμμένες πίσω απ'την αχλή των μηχανών. Σχεδόν ακούς το βουητό τους – τόσο αληθοφανής μοιάζει η σκηνή.

Οι Ιμπρεσιονιστές πρωτοτύπησαν όχι μόνο στην απόδοση της φύσης – μα και στην απεικόνιση, για πρώτη φορά, του σύγγχρονου αστικού και βιομηχανικού τοπίου. Ένας ακόμα λόγος που ξεσήκωσε περιφρονητικές αντιδράσεις το έργο τους, τον πρώτο καιρό που παρουσιάστηκε. “Από που και ως που η σύγχρονη πόλη, με τα πελώρια μηχανήματά της, τα φουγάρα και τα θηρία από σίδερο που καβαλούν τις ράγες μπορεί να μετατραπεί σε έργο τέχνης” - έτσι σκέφτονταν ίσως όσοι απέρριπταν τα έργα.Μα τα παιχνίδια των καπνών που ξεχύνονται ορμητικά συνάρπαζαν τους Ιμπρεσιονιστές – όπως τους συνάρπαζαν τα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά.

Ο Κλωντ Μονέ δεν αρκέστηκε σε μία μόνο απεικόνιση του σταθμού. Ζωγράφισε το ίδιο έργο σε εφτά διαφορετικές εκδοχές, κάθε μία παρουσιάζοντας εναλλακτικούς φωτισμούς, δημιουργημένη σε διαφορετικό στάδιο της ημέρας. Ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει – να απεικονίζει ένα έργο σε πολλαπλές εκδοχές, πειραματιζόμενος με την ποικιλία του φωτός και τις επιδράσεις του πάνω στο χρώμα των αντικειμένων.

Τα ιμπρεσιονιστικά έργα δυσαρέστησαν πολύ κόσμο τον πρώτο καιρό, κόσμο που τα χλεύασε και τα απέρριψε. “Αυτοί οι ζωγράφοι αρκούνται απλά στην εντύπωση μιας στιγμής για να φτιάξουν έναν πίνακα!”, είχε πει περιφρονητικά ένας δημοσιογράφος. Η φαινομενική ατέλεια των έργων, οι απότομες πινελιές, η αίσθηση βιασύνης που ανέδυαν, συνάντησαν την αποδοκιμασία. Τα κτίρια στο βάθος στο συγκεκριμένο έργο του Μονέ αποδίδονται ίσα με ορισμένες γρήγορες πινελιές!

Μα για σκεφτείτε όμως – όταν ένα τοπίο πνίγεται μέσα στους καπνούς ενός τρένου, αν κοιτάξουμε στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε στο βάθος τίποτα περισσότερο, παρά μερικές “σκόρπιες γραμμές”. Οι ίδιες σκόρπιες εκείνες πινελιές που απέδωσε ο Μονέ.

Χρειάστηκε κάποιος καιρός, μα τελικά έφτασε η ώρα που οι κριτικοί συνειδητοποίησαν τη μοναδική αλήθεια αυτών των έργων. Και τα ίδια έργα που άλλοτε απέρριπταν, είχαν πλέον καταξιωθεί ως τα σημαντικότερα της εποχής τους.



88 # Pierre-Auguste Renoir – ΓυμνόστοΗλιόφως (“Etude. Torse, effet de soleil” – “Nude In The Sunlight”, 1875)





“Τα πιο απλά θέματα είναι αιώνια θέματα”, είχε πει ο Ρενουάρ – ο διασημότερος των Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων την εποχή εκείνη. Η γυμνή κοπέλα του έργου ξεπροβάλλει σαν νύμφη μέσα από την πρασινάδα, το φως μοιάζει να χαϊδεύει το σώμα της, ενώ παιχνιδιάρικοι τόνοι σκιάς κατέρχονται από τις φυλλωσιές και γίνονται ένα μαζί της, απολαμβάνοντας μια σπάνια ευτυχία.

Ελάχιστες φορές είχε αποδοθεί ως τότε το γυμνό σώμα με τόση φυσική χάρη, τέτοια αίσθηση απλότητας. Ξέρεις πως το κορίτσι του πορτραίτου είναι αληθινό κορίτσι, όχι μια εξιδανίκευση, όχι μια εξωπραγματική φιγούρα. Ξέρεις επίσης πως η ομορφιά της είναι γνήσια, ανόθευτη, απολύτως φυσική. Η φύση και το κορίτσι μοιάζουν να έχουν γίνει ένα. Οι πρασινοκίτρινοι τόνοι των φυλλωμάτων, ζωγραφισμένοι με μια αέρινη, ανάλαφρη διάθεση, λες και ψιθυρίζει μέσα τους ο ζέφυρος, συμπληρώνονται αρμονικά από τους ερυθρούς και μπλε τόνους που εναλλάσονται χαρούμενοι στο κορμί της κοπέλας.



89 # Pierre-Auguste Renoir – ΧορόςστοΜουλένντελαΓκαλέτ (“Le Moulin de la Galette”, 1876)






Ο παλμός της ζωής μιας ολόκληρης εποχής σε ένα έργο! Η παρισινή Μονμάρτρη όπως τη θυμόμαστε, δίχως να την έχουμε ζήσει! Γιατί κάποιες φορές θυμάσαι καλύτερα εκείνα που δεν έζησες ποτέ.

Το περίφημο αυτό έργο του Ρενουάρ αποδίδει με απόλυτη φυσικότητα μια σκηνή από την παρισινή ζωή της εποχής. Ανέμελη, αεράτη, αφημένη στον εύθυμο ρυθμό του χορού και στις πνευματώδεις συζητήσεις της παρέας. Αυτός είναι ο κόσμος της Μονμάρτρης, της πιο καλλιτεχνικής από τις συνοικίες του Παρισιού, ένας κόσμος που απολαμβάνει το παρόν του, τη μουσική, τον ήλιο, την παρέα, το ποτό. Συζητήσεις πάνε κι έρχονται, μεταπηδούν απ'το ένα θέμα στο άλλο, όμοιες με τα ανάλαφρα σώματα των ζευγαριών που χορεύουν στην πλατεία. Άντρες και γυναίκες συνάπτουν γνωριμίες, κρυφές ματιές ανταλλάσσονται, φλερτ διαδέχονται τις δίχως ενοχή οινοποσίες, ενώ οι σκιές απ'τα φυλλώματα λικνίζονται παιχνιδιάρικα πάνω στα ρούχα, συμμετέχοντας χαρούμενα και κείνες στο κέφι της ημέρας.

Αυτός είναι ο παλμός μιας εποχής που, φαίνεται, αποκρυσταλλώθηκε για πάντα στη μνήμη – όλοι φέρουμε μέσα μας μια μικρή Μονμάρτρη, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όλοι σιγοτραγουδούμε στους ρυθμούς αυτής της μουσικής που δεν ακούγεται, μα, για κάποιο λόγο, αναβλύζουν απ'τον πίνακα οι νότες της.

Και είμαστε εκεί. Και απολαμβάνουμε τη ζωή, τη φύση, τον κόσμο, την τέχνη, τη χαρά.

Είμαστε εκεί, αγαπητέ μου Ρενουάρ. Τόση ζωντάνια ξεχειλίζει απ'το διαχρονικό αυτό έργο σου. Τόση αιωνιότητα, σε μια μέρα, μια στιγμή. Μια εντύπωση μονάχα.



90 # CamillePissarro– Η Λεωφόρος της Μονμάρτρης (“Boulevard Montmartre”, 1897-98)







Παραμένουμε στον κόσμο της Μονμάρτρης, τώρα όμως υψωνόμαστε ψηλά, παρατηρώντας την πανοραμική θέα απ'το μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου. Βλέπουμε την πλακόστρωτη λεωφόρο να απλώνεται σαν μαγικό χαλί μπροστά στα μάτια μας, χαλί που μας ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή. Παρατηρούμε τις άμαξες, τα άλογα, τα ξέχειλα με κόσμο πεζοδρόμια, τις βιτρίνες των καταστημάτων, τα λεπτοκαμωμένα δέντρα, τα αρχοντικά σπίτια που αγγίζουν με τις ερυθρές τους καμινάδες τον συννεφένιο ουρανό.

Ο Καμίγ Πισαρό ωστόσο δεν περιορίστηκε στην απόδοση μίας μόνο σκηνής της ημέρας. Πειραματίστηκε με την απεικόνιση της ίδιας λεωφόρου, υπό ποικίλες καιρικές συνθήκες, ζωγραφίζοντας τη σε διαφορετικές εποχές και ώρες της ημέρας. Η ίδια λεωφόρος αποδίδεται με θερμά χρώματα ένα φθινοπωρινό δειλινό, ψυχρά ένα χειμωνιάτικο πρωί, τα δέντρα της άλλοτε παρουσιάζονται ανθισμένα και άλλοτε γυμνά, ενώ ξεχωρίζει και η νυχτερινή όψη της σκηνής, στην οποία αντιπαράβάλλεται το βαθύ μπλε της νύχτας με το πολύχρωμο φως του δρόμου.

Παρατηρώντας όλο εκείνο το πλήθος με τις άμαξες, σχεδόν αντηχούν στ'αυτιά μας το σταθερό ποδοβολητό των αλόγων πάνω στην νοτισμένη απ'την υγρασία πέτρα...

Σε επίπεδο τεχνικής, το έργο αποδίδει με γρήγορες πινελιές τον υπέροχο συρφετό από τις εντυπώσεις της πόλης. Τα πάντα βρίσκονται εν κινήσει, γι'αυτό και το πινέλο ρέει πάνω στον καμβά, δίχως σταματημό, αναπαράγοντας την αδιάκοπη κίνηση. Το βράδυ η ορατότητα είναι περιορισμένη, οι λάμψεις απ'τα φώτα δεσπόζουν στο οπτικό πεδίο, και ο Πισαρό αποδίδει αριστοτεχνικά αυτήν ακριβώς την εντύπωση, παρουσιάζοντας μια απολύτως πειστική, μέσα στην τραχύτητά της, σκηνή.

Αυτοί ήταν οι Ιμπρεσιονιστές. Η τεχνική τους έμοιαζε ατελείωτη, σαν προσχέδιο, στα μάτια εκείνων που είχαν συνηθίσει τα καλογυαλισμένα έργα του παρελθόντος. Μα δεν υπήρχε προσχέδιο – μόνο οπτικές εντυπώσεις αποτυπωμένες στον καμβά. Εντυπώσεις και ασταμάτητη παρατήρηση.

Κάπως έτσι η ζωή μιας άλλης εποχής ζωντανεύει και σήμερα στα δικά μας μάτια. Και αστραποβολεί, όπως τα νυχτερινά φώτα της Μονμάρτρης.



91 # EdgarDegas– Πρίμα Μπαλαρίνα (“PrimaBallerina”, 1876-77)






Αποτυπώνοντας στιγμές της εποχής τους, τα έργα του Εντγκάρ Ντεγκά πάλλονται με κίνηση και ενέργεια. Σχεδόν αισθάνεσαι πως οι χρωματικοί συνδυασμοί των παστέλ μετακινούνται μπροστά στα έκθαμβά σου μάτια.

Ο Ντεγκά έγινε γνωστός για τη μεγάλη σειρά των “Μπαλαρίνων” του. Πηγαίνοντας σε χορευτικές σχολές και θέατρα, προσπαθούσε να αποτυπώσει το κομψό εύρος των περίτεχνων κοριτσίστικων κινήσεων πάνω στο χαρτί ή τον καμβά. Δεν ήταν καθ'εαυτές οι εξωτερικές μορφές των κοριτσιών που τον ενδιέφεραν – σε αρκετά από τα έργα του κρύβονται, εξάλλου, από κάποια σκιά ή κάποιο άλλο σώμα. Εκείνο που του προκαλούσε το ενδιαφέρον ήταν η κίνηση, η μουσικότητα, ο ρυθμός – και η απόδοσή τους πάνω στην επίπεδη, δισδιάστατη επιφάνεια.

Τα έργα του Ντεγκά μοιάζουν με στιγμιαίες φωτογραφικές αποτυπώσεις – εκείνο που αποδίδεται πετυχημένα στα αγγλικά με τον όρο “snapshots”. Δεν θα βρεις καμία πόζα, κανένα στήσιμο, καμία απολύτως διαμόρφωση του σκηνικού από την πλευρά του δημιουργού. Οι οπτικές γωνίες συχνά είναι απολύτως ανορθόδοξες. Ο ίδιος δρα στο παρασκήνιο, αποτυπώνοντας αυτό που βλέπει μια συγκεκριμμένη στιγμή, επιθυμώντας να διυλίσει στο έργο του την αιώνια κίνηση. Υπάρχει ένας απόλυτος αυθορμητισμός στις Μπαλαρίνες του, μια σπάνια αμεσότητα.

Η “Πρίμα Μπαλαρίνα” του έργου ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, και για την ιδιαίτερη σύνθεσή της, στην οποία δεσπόζει μια διαγώνιος νοητή γραμμή που τέμνει τον πίνακα σε δύο μέρη, ακολουθώντας τη φορά της χορεύτριας, παρέχοντας μια αίσθηση μουσικότητας στο σύνολο. Σε συνδυασμό με τις φευγάτες, διαγώνιες γραμμές των παστέλ (τα οποία εξέλιξε όσο κανένας άλλος ζωγράφος), ο Degasδημιουργεί ένα έργο που ξεχειλίζει χάρη και ενέργεια.



92 # GeorgesSeurat– Ένα Κυριακάτικο Απόγευμα στο Νησί της Γκραντ Ζατ (“Un dimanche après-midi à l'Île de la Grande Jatte”, 1884-86)






Όπως έλεγε η επιστημονική θεωρία της Gestalt, “το Όλο είναι πάντα κάτι περισσότερο από το άθροισμα των επί μέρους μερών του”. Όταν κοιτάζουμε ένα αντικείμενο από πάρα πολύ κοντά, αδυνατούμε συχνά να κατανοήσουμε τη γενική του εικόνα. Χανόμαστε στα ατελείωτα στενά των δέντρων και βυθιζόμαστε στις ρίζες τους, αγνοώντας το δάσος που τα περιβάλλει. Ποιος ξέρει. Ενδεχομένως το ίδιο να ισχύει και με τη σχέση μας με τους ανθρώπους, ή και με τον ίδιο μας τον εαυτό· κάποιες φορές χρειάζεται να παίρνεις και λίγη απόστασηαπό κάτι.

Κοιτώντας από κοντά τα έργα του Ζωρζ Σερά, δεν βλέπεις παρά ένα συνονθύλευμα από πολύχρωμες κουκίδες. Πηγαίνοντας όμως κάποια μέτρα πίσω, διαπιστώνεις με θαυμασμό πως οι ατελείωτες αυτές κουκίδες απαρτίζουν το ψηφιδωτό ενός πληθωρικού, εντυπωσιακού συνόλου.

Ήταν μια τεχνική που ονομάστηκε Πουαντιγισμός (Pointillism). Ήδη οι Ιμπρεσιονιστές είχαν προσδώσει μια πρώτη αφαιρετικότητα στη φόρμα, δημιουργώντας έργα με γρήγορες πινελιές και αντιπαραβολές χρώματος. Ο Σερά πήγε ακόμα παραπέρα, σπάζοντας τη φόρμα σε χιλιάδες μικροσκοπικούς χρωματικούς κόκκους.  Κάθε κόκκος σε μια συγκεκριμένη σχέση με τους κόκκους γύρω του, όλοι δοσμένοι με γεωμετρικές αναλογίες και μια απόλυτη επιστημονική ακρίβεια. Δεν υπάρχουν περιγράμματα – μόνο κουκίδες. Τίποτα εδώ δεν είναι τυχαίο, τίποτα αυθόρμητο. Τα πάντα ήταν μαθηματικά υπολογισμένα, ώστε να ταιριάζουν απολύτως μεταξύ τους· το κάθε χρώμα έπαιζε το ρόλο του, η κάθε γραμμή το ίδιο.

Το “Κυριακάτικο Απόγευμα στο Νησί της Γκραντ Ζατ” είναι ο γνωστότερος πίνακάς του και το πιο ξακουστό έργο του Πουαντιγισμού. Οι ανθρώπινες μορφές αποτυπώνονται με γεωμετρική ακρίβεια, σχηματίζοντας μαζί με τα δέντρα ένα νοητό σύμπλεγμα οριζοντίων και καθέτων γραμμών. Τα θερμά χρώματα στις περιοχές που λούζει το φως συμπληρώνονται από ψυχρά χρώματα στις περιοχές της σκιάς. Η αντιπαραβολή των αντιθέτων ήταν απαραίτητη, σύμφωνα με τον Σερά, για την επίτευξη μιας αίσθησης αρμονίας· μιας αρμονίας που παρομοίαζε με εκείνη της μουσικής.

Το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει εντυπωσιακό και άκαμπτο συνάμα. Βρίσκεται σε απόλυτη αντιπαραβολή με τα ξέχειλα κίνηση και ενέργεια έργα του Ντεγκά. Μα η γοητεία του έργου του Σερά είναι άλλη: είναι η γοητεία ενός έργου που δραπετεύει από την παροδικότητα της στιγμής, παρέχοντας μια διαχρονική, αιώνια αίσθηση.

Η μουσική του Seuratδεν είναι η παλλόμενη, ζωντανή μουσική των έργων του Ντεγκά και των Ιμπρεσιονιστών. Μοιάζει περισσότερο με τη μουσική κάποιας ουράνιας σφαίρας – εκείνοι που μελέτησαν οι Πυθαγόρειοι στην αρχαιότητα. Οι νόμοι της θυμίζουν τα πλατωνικά στερεά – εκείνα που έκλειναν μέσα τους μια νοητή πραγματικότητα, πέρα από το διαρκές παιχνίδι των αισθήσεων.



93 # Henri de Toulouse-Lautrec – ΣτοΜουλένΡουζ (“At the Moulin Rouge”, 1892)






Στο επίκεντρο της παρισινής νύχτας της εποχής του Μπελ Επόκ, δέσποζε, σαν ρουμπίνι αγκιστρωμένο στην κατεβασμένη καλτσοδέτα μιας γυναίκας, το Μουλέν Ρουζ. Το πιο ξακουστό από τα πολυάριθμα καμπαρέ μιας πολιτείας νωχελικά βυθισμένης στην παρακμιακή, έκφυλη μαγεία της νύχτας. Ο κόσμος του Μουλέν Ρουζ κοιμόταν τις μέρες, όχι τις νύχτες. Κι ενώ οι δρόμοι γύρω βάφονταν κόκκινοι απ'τις πόρνες και πράσινοι απ'το χαρακτηριστικό ποτό της εποχής, τα καμπαρέ παραδίνονταν ολοκληρωτικά στις απολαύσεις της μουσικής και του χορού, καθρεφτίζοντας μια κοινωνία διψασμένη για ηδονές.

Ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ γνώριζε όσο λίγοι τη ζωή της νύχτας. Καταβεβλημένος σωματικά από προβλήματα υγείας, παρηγορούσε τον εαυτό του συχνάζοντας στα μπαρ, τα καμπαρέ, τα θέατρα και τα μπουρδέλα της Μονμάρτρης. “Φέρε μου ένα ποτό να πιω ακόμα”, φαίνεται έλεγε στον σερβιτόρο, ενώ παρατηρούσε τους περίτεχνους χορούς των γυναικών, τα φουστάνια τους που υψώνονταν παιχνιδιάρικα, τα γυμνά τους πόδια που υπόσχονταν πάντα περισσότερα απ'όσα παρουσίαζαν. Και πλάι του είχε ένα χαρτί και ένα μολύβι, σχεδιάζοντας, απεικονίζοντας την γλυκιά παρακμή μιας εποχής σε αιώνιες εικόνες, εσωκλείονντας το πνεύμα της στα έργα του.

Το “Μουλέν Ρουζ” παρουσιάζει μια σκηνή απ'το ξακουστό κέντρο. Εμπνευσμένος από τον Ντεγκά, ο Τουλούζ-Λωτρέκ ενδιαφερόταν για την απεικόνιση του αυθόρμητου, του άμεσου στα έργα του. Η οπτική γωνία είναι εκείνη του ζωγράφου, ενώ κάθεται στη θέση του. Βλέπουμε το καμπαρέ μέσα από τα μάτια του. Στα τραπέζια ο κόσμος μιλάει, γυναίκες πίσω περιποιούνται τα ρούχα τους, ενώ μια μαυροντυμένη γυναικεία φιγούρα ξεχωρίζει σε πρώτο πλάνο. Τα μαύρα ρούχα της έρχονται σε αντιπαραβολή με το έντονα φωτισμένο πρόσωπό της – οι πράσινοι τόνοι του οποίου αντανακλούν την κατανάλωση ποτού.

Μια διάχυτη αίσθηση ανησυχίας κυριαρχεί. Σχεδόν αισθάνεσαι πως η σκηνή αυτή συνιστά προάγγελο κάποιου ονείρου – από εκείνα τα μυστηριώδη όνειρα, τα οποία δεν γνωρίζεις αν είναι ευχάριστα ή δυσάρεστα. Μόνο παραδίνεσαι μέσα τους, βυθισμένος στη ναρκωτική τους ζάλη... αντίστοιχα με τη ζάλη μιας εποχής ολόκληρης, παραδομένης στην υποχθόνια λησμονιά των απολαύσεων.


Μετά τον Ιμπρεσιονισμό. Οι Πρόδρομοι μιας νέας εποχής



Κανένα άλλο κίνημα στην ιστορία της δεν είχε ταράξει τόσο τα νερά της τέχνης, όσο ο Ιμπρεσιονισμός. Τα νερά είχαν γίνει κύματα, τα κύματα καταρράκτες. Τίποτα δεν μπορούσε πια να είναι όπως παλιά. Κι ενώ το Παρίσι βυθιζόταν στην υπέροχη νωχέλεια της ηδονόφιλης καθημερινότητάς του, λίγοι αφουγκράζονταν τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που θα έφερνε ο νέος αιώνας που ξημέρωνε.

Ο Μοντερνισμός γυρόφερνε φορώντας καπέλο και κραδαίνοντας μπαστούνι. Σύχναζε στο Μουλέν Ρουζ και αγνάντευε χαμογελαστός τα παρδαλά κορίτσια του. “Να ξέρατε τι αποσκευές κουβαλώ μαζί μου”, σκεπτόταν, τα μάτια του αντανακλώντας τις λάμψεις από τα νεόκτιστα ηλεκτρικά φώτα. Και ο ηλεκτρισμός δεν ήταν παρά μόνο η αρχή...

Τρεις ζωγράφοι στάθηκαν μεταβατικοί ανάμεσα στις εποχές, σαν γέφυρες μεταξύ δυο θαλασσών. Ήταν εκείνοι που σηματοδότησαν το πέρασμα από τον Ιμπρεσιονισμό στη Μοντέρνα Τέχνη του 20ου αιώνα. Τρεις παραπόταμοι, ξεχειλίζοντας απ'το κεντρικό ρεύμα του Ιμπρεσιονισμού και πηγαίνοντας, ο καθένας, προς διαφορετική κατεύθυνση.

Ο πρώτος ήταν ο Πωλ Σεζάν. Ο δεύτερος ήταν ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Και ο τρίτος ο Πωλ Γκωγκέν.



94 # PaulCezanne– Το Βουνό του Σαν Βικτώρ (“LaMontagneSainteVictoire”, 1885-1906)







Όσο αγάπησε το έργο των Ιμπρεσιονιστών ο Πωλ Σεζάν, άλλο τόσο προβληματίστηκε για την κατεύθυνση που έπαιρνε η τέχνη. Δίνοντας απόλυτη έμφαση στην προσωπική εντύπωση μιας σκηνής ή ενός τοπίου, καλλιεργώντας την αυθόρμητη ζωγραφική και παρέχοντας προτεραιότητα στα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά, ο Ιμπρεσιονισμός κάπου φαινόταν πως είχε χάσει εκείνη την αρχέγονη απόδοση της καλλιτεχνικής συμμετρίας. Τέτοια που είχε καλλιεργηθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια, δίνοντας έμφαση στο αιώνιο και αμετάβλητο, όχι στο παροδικό και το στιγμιαίο.

Μπορεί να ήταν ιδεαλιστική ή και εξωπραγματική μερικές φορές, μα η αίσθηση αυτής της συμμετρίας, αυτής της αρμονίας ανάμεσα στο Όλο και στα μέρη, ήταν που είχε δώσει στο παρελθόν ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της τέχνης. Νοσταλγός μιας Τάξης που φαίνεται είχε πια χαθεί, ο Σεζάν αποζητούσε τρόπους να την επαναφέρει, δίχως όμως να προδώσει τις ανακαλύψεις των Ιμπρεσιονιστών.

Να το πούμε με άλλα λόγια: Ζωγραφίζοντας ένα βουνό, υπάρχει άραγε τρόπος να αποδώσεις το “αιώνιο βουνό”, ενώ παράλληλα αποτυπώνεις το πλήθος των μεταβολών του; Γίνεται να συνδυάσεις εικαστικά τον Παρμενίδη (αιώνια σταθερότητα) με τον Ηράκλειτο (αιώνια κίνηση);

OΣεζάν προσπάθησε να το κάνει, σπάζοντας τη φόρμα σε γεωμετρικούς όγκους. Ένα τοπίο κόβεται σε στέρεα κομμάτια χρώματος, οι ποικίλες όψεις των οποίων συνδυάζονται ώστε να δώσουν ένα σφαιρικό αποτέλεσμα.  Όπως είδαμε ο Ζωρζ Σερά είχε ήδη αποπειραθεί να τεμαχίσει τη φόρμα σε πλήθος μικροσκοπικών κουκίδων. Ο Σεζάν αντικατέστησε τις κουκίδες με γεωμετρικά στερεά, διατηρώντας όμως την αίσθηση αυθορμητισμού των Ιμπρεσιονιστών. Έκτιζετο έργο του την ίδια ώρα που το ζωγράφιζε, συνδυάζοντας την οπτική εντύπωση του χρώματος, τα παιχνίδια του φωτός και το σπάσιμο σε συμμετρικούς όγκους.

Επρόκειτο για μια κατασκευή, την οποία θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε ακόμα και με τα τουβλάκια Lego.

Το “Όρος Σαν Βικτώρ” συνιστά την πιο ξακουστή σειρά έργων του Σεζάν (δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο εγχείρημα, μα για μια ακολουθία έργων με διάρκεια 20 χρόνων), καθιστώντας φανερή την πρωτοποριακή τεχνική του. Μας χωρίζουν ελάχιστα βήματα πλέον από την τέχνη του 20ου αιώνα...



95 # Vincent van Gogh – Πορτραίτο (“Self-Portrait as a Painter”, 1887-88)






Μέσα από φρενήρεις συνδυασμούς χρωμάτων, ακολουθώντας τον αδιάκοπο ρυθμό ενός πινέλου που αντηχεί σαν καρδιοχτύπι, ξεπροβάλλει η μοναχική, τυρρανισμένη φιγούρα του Βαν Γκογκ. Του καλλιτέχνη που γνώρισε την αδιαφορία, την περιφρόνηση και τη μοναξιά, του ανθρώπου που υπέφερε, τρελάθηκε, αυτοκτόνησε – και τα έργα του πλέον κοστίζουν περιουσίες εκατομμυρίων και εκατομμυρίων, αποτελώντας αντικείμενο θαυμασμού πλουσίων και φτωχών, φιλότεχνων και μη, διακοσμώντας τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.

Τραγική ειρωνεία; Εμένα πάντως περισσότερο σα φάρσα μου ακούγεται. Αυτή η καταραμένη αναγνώριση ορισμένων καλλιτεχνών μετά το θάνατό τους. Μια απαίσια, κακόγουστη φάρσα.

Ήταν το τίμημα που πλήρωσε ο καλλιτεχνικός 19ος αιώνας για την ολοένα αυξανόμενη περιφρόνησή του απέναντι σε κανόνες και συμβάσεις. Η μοναξιά· Η απομόνωση του δημιουργού. Και ο Βαν Γκογκ πλήρωσε το τίμημα περισσότερο από κάθε άλλον δημιουργό στην εποχή του.

Παρατηρώντας το πορτραίτο του, το ντυμένο σε συμπληρωματικούς τόνους του πορτοκαλί και του μπλε, δεν μπορούμε παρά να εστιάσουμε στο βαθύ του βλέμμα. Μάτια που μοιάζουν με τον πυθμένα κάποιας λίμνης – σκοτεινά όσο τίποτα άλλο στο έργο. Μάτια μεγάλα, μελαγχολικά, αθώα. Μα ακόμα και στη βαθιά αυτή λίμνη φαίνεται τρεμοπαίζει κάποια λάμψη.

Να πως περιέγραψε το πορταίτο ο Βαν Γκογκ στην αδερφή του: “Ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από το στόμα, άκαμπτο ξύλινο, μια πολύ κόκκινη γενειάδα, απεριποίητος και στεναχωρημένος”.

Και ενάμιση αιωνα μετά, το πορτραίτο γίνεται αντικείμενο μαζικού θαυμασμού από τα πλήθη. Πλήθη που ατενίζει μέσα από τα σκοτεινά του μάτια. Μια κακόγουστη φάρσα, αγαπητέ μου Βίνσεντ...



96 # Vincent van Gogh –  ΗΚρεβατοκάμαρα (“De Slaapkamer” - “The Bedroom”, 1888)







Το διασημότερο από τα ταπεινά, φτωχικά δωμάτια του κόσμου. Αναγνωρισμένο κι αυτό μετά το θάνατό του, όπως ο δημιουργός του. Ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα κομοδίνο, μια πετσέτα, κάποια κάδρα στον τοίχο.

Κι όμως, αυτό το μικροσκοπικό, ασήμαντο δωματιάκι ήταν το καταφύγιο του Βαν Γκογκ. Ο χώρος που τον έκανε να νιώθει όμορφα. Και γι'αυτό επέλεξε να το κάνει θέμα ενός έργου τέχνης· αυτό το μικρό και ασήμαντο, που τόση σημασία είχε γι'αυτόν. Γιατί τι είναι η πραγματικότητα αν όχι ο τρόπος που την προσλαμβάνουμε; Οι σημασίες που της αποδίδουμε; Τα αισθήματα που τρέφουμε γι'αυτήν;

Όπως έλεγε εξάλλου ο Σαιντ-Εξυπερύ και ο Μικρός Πρίγκιπας, όταν αγαπάς κάτι ακόμα και το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου υψώνεται σε κάτι μοναδικό για σένα. Ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο. Τέτοιο ήταν και το μικρό δωμάτιό του για τον Βαν Γκογκ. Το αγαπούσε, γι'αυτό και το ζωγράφισε, προσδίδοντας στο έργο απαλούς χρωματικούς τόνους, δημιουργώντας μια γαλήνια, ζεστή αίσθηση. Μια αίσθηση οικειότητας, τέτοια που νιώθεις όταν επιστρέφεις σπίτι σου μετά από ένα μακρύ ταξίδι.

Η αγάπη καθοδηγούσε το πινέλο του Βαν Γκογκ. Και έτσι το συνηθισμένο αυτό δωμάτιο έγινε αιώνιο.



97 # Vincent van Gogh – ΈναστρηΝύχτα (“Starry Night”, 1889)






Οι Ιμπρεσιονιστές είχαν αποπειραρεί ν'αποτυπώσουν στον καμβά αυτό που βλέπουν· ο ο Σεζάν και ο Σερά προσπάθησαν να πάνε πέρα απ'τα φαινόμενα, αποτυπώνοντας την αμετάβλητη γεωμετρικότητα των όγκων· όλοι τους αποσκοπούσαν στην απόδοση κάποιας οπτικής αληθοφάνειας με τα έργα τους.

Ωστόσο τον Βαν Γκογκ τον ενδιέφερε πρωτίστως το συναίσθημα· το πάθοςπου αναβλύζει μέσα από ένα έργο. Η εξωτερίκευση εκείνης της φωτιάςπου καίει μέσα σου.

Γι'αυτό και τα έργα του σκόπιμα παραποιούν τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Σκόπιμα παραμορφώνουν το τοπίο, πλουμίζοντας το με ομοβροντίες χρωματικών συνδυασμών – ποτέ τυχαίων, ποτέ συμπτωματικών. Το χρώμα στον Βαν Γκογκ δεν είναι παρά η φωνή της ψυχής που αγωνίζεται. Της ψυχής που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια και τον χρωματίζει με βάση τις διαθέσεις της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε εκφράσει ζωγράφος τόσο έντονα εκείνο που αισθάνεται, μέσα από την τέχνη του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αποκτήσει η ζωγραφική τέτοιο χαρακτήρα προσωπικής εξομολόγησης.

Η “Έναστρη Νύχτα” μας παρασύρει σε έναν ουράνιο κυκεώνα που ξεχύνεται πάνω από την πόλη, σαν κύμα κάποιας ατίθασης θάλασσας – θυμίζοντας τα κύματα στα γιαπωνέζικα χαρακτικά που τόσο θαύμαζε ο Βαν Γκογκ (βλέπε έργο #80, στο τρίτο μέρος του αφιερώματος < κλικ). Όμοια ατίθασος, αδάμαστος, αρχέγονος, φαντάζει και ο μαγευτικός ουρανός του Βαν Γκογκ. Τ'αστέρια μοιάζουν με φλόγες που λαμποκοπούν, τα σύννεφα με πύλες προς έναν άλλο κόσμο. Η πολιτεία στα βάθη φαίνεται παραδομένη σε κάποιο σκοτεινό όνειρο. Η σκηνή μοιάζει εξωπραγματική.

Αυτή ήταν η πραγματικοτητα ιδωμένη μέσα από τον προσωπικό καθρέφτη των συναισθημάτων... Και ο Βαν Γκογκ, δίχως να το γνωρίζει, χάραζε τους δρόμους που θα ακολουθούσε η τέχνη της νέας εποχής.



98 # Paul Gaugin – ΙστορίεςΒαρβάρων (“Contes Barbares” – 1902)






"Τα Σκανδιναβικά σου μπλε μάτια κοίταξαν με προσοχή τους πίνακες που κρέμονταν στον τοίχο. Tότε ένιωσα την διέγερση της επανάστασης - μια πλήρη σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό σου και στον βαρβαρισμό μου. Τον πολιτισμό, από τον οποίο υποφέρεις. Τον βαρβαρισμό, ο οποίος, για μένα είναι μια αναζωογόνηση."

"Φεύγω προκειμένου να βρω ειρήνη και ησυχία, να απαλλαγώ από τις επιδράσεις του πολιτισμού. Θέλω μόνο να κάνω απλή, πολύ απλή τέχνη και προκειμένου να τα καταφέρω, θα χρειαστεί να αφήσω τον εαυτό μου να απορροφηθεί από την παρθένα φύση, να μην βλέπω κανέναν παρά μόνο ιθαγενείς, να ζω τη δική τους ζωή, με καμία άλλη σκέψη στο νου πέρα από το απεικονίσω τα σχήματα που θα πάρουν μορφή μες στο μυαλό μου - με τον τρόπο ενός παιδιού..."

"Η ζωή στο νησί σύντομα έγινε δυσβάσταχτη.

Ήταν η Ευρώπη, εκείνη η Ευρώπη από την οποία επιθυμούσα να απαλλαγώ. Και αυτό υπό τις εκνευριστικές συνθήκες του αποικιακού σνομπισμού και τη μίμηση, γκροτέσκα συχνά στα πρόθυρα της καρικατούρας, των εθίμων μας, της μόδας, των διαστροφών και των παραλογισμών του πολιτισμού… Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;"...

******

Λόγια από κείμενα του Πωλ Γκωγκέν, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα. Λόγια για την απόδραση από τον πολιτισμό και την αναζήτηση ενός καταφυγίου σ'έναν άλλο κόσμο, πέρα από τις επιδράσεις της Δύσης – ένας κόσμος στον οποίο κατέφυγε ο Γκωγκέν, παραδίδοντας μια τέχνη που παραπέμπει στις ρίζες: την απλότητα, τη φύση, την αμεσότητα πέρα από συμβάσεις. Και η τέχνη του Γκωγκέν ήταν αυτό ακριβώς: αυθεντική· ανεπιτήδευτη· γνήσια. Όπως το έργο που βλέπουμε στην εικόνα – ένα από τα πολλά με θέμα τους κατοίκους της Ταϊτής, όπου κατέφυγε ο Γκωγκέν αποζητώντας έναν άλλο κόσμο...

Ένας κόσμος που ολοένα χάνεται. Σήμερα δεν είναι λίγοι οι ιθαγενείς στα νησιά που φοράνε t-shirts, πίνουν και τρώνε στις γνωστές αλυσίδες καταστημάτων και στέλνουν μηνύματα σε Ipad.



99 # Edvard Munch – ΗΚραυγή (“The Scream”, 1893)






«Περπατούσα σε έναν δρόμο με δύο φίλους·ο ήλιος έδυε·ξαφνικά ο ουρανός πήρε το κόκκινο του αίματος·σταμάτησα, αισθάνθηκα εξαντλημένος και έγειρα στον φράχτη·υπήρχε αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μπλε-μαύρο φιόρδ και την πόλη·Οι φίλοι μου συνέχισαν και εγώ στάθηκα εκεί, τρέμοντας από ανησυχία·και αισθάνθηκα μια απέραντη κραυγή να διαπερνά τη φύση».


Ο εικοστός αιώνας είναι πλέον κοντά. Και μαζί με αυτόν η καλπάζουσα άμαξα του Μοντερνισμού, φορτωμένη με τις αποσκευές της: φρενήρης ρυθμός· άγχος· αλλοτρίωση· ισοπέδωση· μοναξιά. Κανένα άλλο έργο στην ιστορία της ζωγραφικής δεν αποτύπωσε τόσο πετυχημένα το πνεύμα των καιρών όσο η «Κραυγή» του Νορβηγού Έντβαρντ Μουνκ. Η επιρροή του Βαν Γκογκ είναι εμφανής: oΜουνκ δεν ενδιαφέρεται να αποτυπώσει κάποια «αντικειμενική πραγματικότητα», ούτε να δημιουργήσει ένα έργο τέρψης και ευχαρίστησης. Σκοπός του είναι να βάψει τον καμβά με αίμα. Αίμα – δηλαδή αίσθημα, ψυχή, πάθος.

Και στην περίπτωση της «Κραυγής» - Φόβος. Ξεχείλισμα. Σπαραγμός και διέξοδος εκείνου που εγκλωβίζεται μέσα σου· εκείνου που πνίγεται σε μια θάλασσα έλλειψης νοήματος.

Μερικές δεκαετίες μετά ο Ζαν-Πολ Σαρτρ θα έγραφε στο βιβλίο του, «η Ναυτία»:

«Θα ήθελα τόσο να αφεθώ, να ξεχαστώ, να κοιμηθώ. Όμως δεν μπορώ, ασφυκτιώ: η ύπαρξη διεισδύει από παντού· από τα μάτια, από τη μύτη, από το στόμα (...) Δεν ήμουν έκπληκτος, ήξερα καλά ότι αυτό ήταν ο Κόσμος, ο ολόγυμνος Κόσμος, που μονομιάς φανερωνόταν, ασφυκτιούσα από θυμό γι’ αυτό το τεράστιο, παράλογο ον (...) Κάθε ύπαρξη γεννιέται αναίτια, ζει από αδυναμία και πεθαίνει τυχαία. Έγερνα προς τα πίσω και έκλεινα τα βλέφαρά μου. Όμως οι εικόνες, σαν από σύνθημα, όρμησαν και ήρθαν να πλημμυρίσουν τα κλειστά μου μάτια με υπάρξεις: η ύπαρξη είναι μια πληρότητα την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να εγκαταλείψει».

(μτφ: Ε.Τσολακέλλη)



OΕικοστός Αιώνας...


Κάπως έτσι φτάσαμε στον 20οαιώνα... Και εδώ το αφιέρωμά μας φτάνει πια στο τέλος του. Από τα χρόνια του Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, από το Μπαρόκ στο Ρομαντισμό και από τους Ιμπρεσιονιστές στους πρόδρομους του Μοντερνισμού, η Τέχνη εξελίχθηκε παράλληλα με τον Άνθρωπο. Αναζητώντας την Τέχνη, ο Άνθρωπος έφτασε να αναζητεί τον ίδιο τον εαυτό του. Κάθε βήμα προς τα μπρος ήταν και ένα βήμα αυτογνωσίας – ακόμα και αν, στο κατώφλι της νέας εποχής, η γνώση έφτασε να διασκορπίζεται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια. Ακόμα και αν ο άνθρωπος υποδέχτηκε τη Νέα Εποχή με μια κραυγή – ή μια απόπειρα απόδρασης σε έναν άλλο, ομορφότερο κόσμο – σε καποια καταχωνιασμένη Ουτοπία.

Για μας εδώ στην Κουνελοχώρα, οι εξορμήσεις στην ιστορία της τέχνης θα συνεχιστούν με τη σειρά αφιερωμάτων πάνω στην τέχνη του εικοστού αιώνα. Μα, ως τότε, ας σας αποχαιρετήσω με το τελευταίο, από τα 100 Έργα Ορόσημα. Βρισκόμαστε στο Παρίσι, εν έτει 1907. Κάπου σ’ ένα μικροσκοπικό ατελιέ, ένας νεαρός Ισπανός ζωγράφος εμπνέεται από το έργο του Σεζάν και από την τέχνη των πρωτόγονων λαών και δημιουργεί ένα έργο που γεφυρώνει το παλιό με το καινούργιο. Ένα έργο που χαράζει το δρόμο για την τέχνη της νέας εποχής...

Το όνομα του είναι Πάμπλο Πικάσο. Και το όνομα του έργου είναι «Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν».

Η Μοντέρνα Τέχνη έμελλε να αποκαλύψει πολλά ακόμα για το αιώνιο αίνιγμα του ανθρώπου. Για το αέναο μυστήριο της φύσης και του κόσμου.


100 # PabloPicasso– Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν (“LesDemoisellesd'Avignon”, 1907)






Τα προηγούμενα μέρη του Αφιερώματος στην Ιστορία της Ζωγραφικής:






Κείμενα και Παρουσίαση © Tο Φονικό Κουνέλι

Έχε Γειά, Διαστημάνθρωπε

$
0
0




Θυμόμαστε αχνά τα γεγονότα της πρώιμης παιδικής μας ηλικίας... τόσο αχνά που μοιάζουν να χάνονται μεταξύ πραγματικότητας και μύθου. Έτσι φάνταζε στα μάτια μου, βγαλμένος από κάποιο παραμύθι, ο αινιγματικός αυτός πρίγκιπας που πρωταγωνιστούσε σε μία από τις παλιότερες ταινίες που θυμάμαι· ένα έργο καταχωνιασμένο στο χρονοντούλαπο των παλιότερών μου αναμνήσεων. Το όνομα της ταινίας ήταν «Λαβύρινθος». Πρωταγωνιστές ήταν μια νεαρή κοπέλα σε αναζήτηση του χαμένου μικρότερου αδερφού της, ένα πλήθος ξωτικόμορφες μαριονέτες, κατασκευασμένες απ’ τον δημιουργό του “MuppetShow”, καθώς και αυτός ο πρίγκιπας με το παράξενο μαλλί και την όμορφη, ταξιδιάρικη φωνή. Δεν ήξερα το όνομά του, δεν είχα ιδέα ποιος μπορεί να ήταν. Γνώριζα μόνο πως αυτός ο παραμυθένιος, εξώκοσμος σχεδόν ρόλος, του ταίριαζε γάντι. Ήταν λες και ερμήνευε τον ίδιο τον εαυτό του.

Φάνταζε να έχει έρθει από κάποιο άλλο σύμπαν. Ένας επιβάτης του διαστήματος, ένας εξωγήινος που προσγειώθηκε στη γη, ανακαλύπτοντας τους παράξενους (και ενίοτε κωμικούς) τρόπους των γήινων. Και ο εξωγήινος αυτός πήρε ανθρώπινη μορφή· τόσο όσο χρειαζόταν για να θεωρούμε πως είναι ένας από μας, μα αφήνοντας πάντα ένα περιθώριο για αμφισβήτηση. Και χαμογελούσε με ανδρόγυνο χαμόγελο· και το μαλλί του φωσφόριζε μέσα στο σκοτάδι, ξεπετώντας αχτίδες κοσμικής ενέργειας.

Πολλά χρόνια μετά, ενήλικας πια, θα ανακάλυπτα πως αυτός ο μεταμφιεσμένος γήινος ήταν μουσικός. Και κουβαλούσε μια ολόκληρη ιστορία πίσω του, σημαδεύοντας την τέχνη και το imageτων καιρών του. Θα ανακάλυπτα πως ήταν ένας showmanκαι τα φώτα έμοιαζαν να ξεπετάγονται από μέσα του σαν σπίθες στη φωτιά. Πάνω απ’ όλα όμως, θα ανακάλυπτα πως ήταν – και παρέμενε πάντα – ένας εξερευνητής της τέχνης. Ένας γνήσιος πρωτοπόρος, που ποτέ δεν δίσταζε να πειραματιστεί και να εξερευνήσει νέους μουσικούς κόσμους.

Αυτός ο ταξιδιώτης δεν είναι πια μαζί μας. Ο DavidBowieαπογειώθηκε για άλλους κόσμους.







Είμαι βέβαιος πως στις αποσκεύες του πήρε πολλά και όμορφα πράγματα. Θα βρεις εκεί την ταξιδιάρα ψυχεδέλεια του “SpaceOddity”· θα εντοπίσεις τη γέννηση και την εδραίωση του GlamRock, όπως παρουσιάστηκε στο “TheManWhoSoldTheWorld” και στο “HunkyDory”· θα συναντηθείς πρόσωπο με πρόσωπο με την ιδιόμορφη μορφή του ZiggyStardust, ενός πλάσματος που παρουσιαζόταν ως alteregoτου δημιουργού του – μα όλοι γνωρίζουμε κατά βάθος πως συνιστούσε την πραγματική μορφή του.

Θα μεθοκοπήσεις για άλλη μια φορά, υπό τα λαμπρά φώτα της ράμπας, με τους ήχους του “AladdinSane”… Μα το ταξίδι σου επιφυλάσσει πολλούς ακόμα προορισμούς και άφθονες εκπλήξεις. Από την ανησυχητική δυστοπία του “DiamondDogs” στην ανακουφιστική Soulτου “YoungAmericans” γνωρίζεις πως ο καλλιτέχνης έχει αρχίσει να μεταμορφώνεται. Και μαζί με αυτόν μεταμορφώνεσαι και συ, ακολουθώντας τον πολυδαίδαλο λαβύρινθο της δημιουργικής του φαντασίας.

Η συνέχεια έμελλε να είναι περισσότερο πειραματική – λες και το σκάφος σου τόσο καιρό περιπλανιόταν σε τροχιά μέσα στο ηλιακό μας σύστημα, ενώ τώρα ήταν πια καιρός να φύγει από αυτό· να υπερβεί τα όρια του γνωστού κόσμου, να φτάσει εκεί που αστραποβολούν τ’ αστέρια – και ακόμα παραπέρα.

Ο δίσκος “StationtoStation”, όπως λέει το όνομά του, υπήρξε ένας σταθμός – αναγκαίος για ανεφοδιασμό και εξοπλισμό με νέα, ανθεκτικότερα υλικά. Ξεκινούσε ένα ταξίδι εξερεύνησης και σαν άλλος θαλασσοπόρος της μουσικής, ο DavidBowieκρατούσε το πηδάλιο του σκάφους. Hτριλογία δίσκων “Low”, “Heroes” και “Lodger” σήμαναν τη συνεργασία του Bowieμε έναν άλλο αστράνθρωπο – τον BrianEno. Ο καρπός της συνεργασία του Ίνο με τον Μπάουι απέφερε καρπούς: η τριάδα αυτών των δίσκων, γνωστή και ως «Η Τριλογία του Βερολίνου», ανήκει στα ωραιότερα μουσικά πειράματα της εποχής. 






Ήταν εντυπωσιακό: o άνθρωπος που ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος με το Glam κίνημα της δεκαετίας του 70, η μορφή που θα μπορούσε να αναπαράγει απλά εκείνο που τον είχε αναδείξει, είχε στραφεί σε άλλα μονοπάτια, επιθυμώντας να μην αφήσει ανεξερεύνητη καμια πτυχή της μουσικής. Γιατί ο Bowie υπήρξε ένας γνήσιος δημιουργός – και η τέχνη υπήρξε γι’ αυτόν ένα ατέρμονο πεδίο εξερεύνησης. Πέρα από εύκολες κατηγορίες, πέρα από στερεότυπα, πέρα από περιορισμούς και στεγανά.

Η δεκαετία του 80 προσέθεσε ακόμα περισσότερα στο μύθο του. Συμμετοχές σε φιλμ, συνεργασίες και πλήθος δίσκων που τον κατέστησαν γνωστό στο νεότερο κοινό της εποχής. Και ο ταξιδιώτης αυτός του πολυσύμπαντος συνέχιζε να περιπλανιέται δω και κει, να εξερευνά, να αποζητά νέους τρόπους έκφρασης – δεν επαναπαύτηκε ποτέ. Δίσκοι όπως ο πολύ πρόσφατος “TheNextDay” το αποδεικνύουν. Όσο αφορά τον τελευταίο του δίσκο; Ονομάζεται “Blackstar” και κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγες μέρες.

Δυο μέρες πριν το θάνατό του. Πριν την οριστική – και τελική – του απογείωση.

Πόσο πλουσιότερη έκανε τη μουσική μας ο ανήσυχος αυτός ταξιδιώτης του διαστήματος... Πόσο χάραξε την εποχή του η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του. Πόσο θα μας λείψεις, Ντέιβιντ Μπάουι.

Είμαι βέβαιος πως, κάπου εκεί ψηλά, πέρα απ’ τους γνωστούς σε μας κόσμους, ο Bowieσυνεχίζει τα ταξίδια του. Αποστολή εξετελέσθη, ίσως πει, γυρνώντας στον πλανήτη του. Και εκεί θα τον υποδεχτούν οι όμοιοί του, χορεύοντας και τραγουδώντας. Και εκείνος, χαρούμενος για όσα μας προσέφερε, θα σέρνει το χορό. «Παράξενοι αυτοί οι γήινοι», ίσως πει. «Μα πέρασα καλά μαζί τους».


Και στα βήματά του θα ξεπετάγεται αστρόσκονη. Σαν αυτή που βλέπουμε στα όνειρά μας.





Μικρές, Γυμνές Αλήθειες. Μια επιλογή από τα αποφθέγματα του Λα Ροσφουκώ

$
0
0




Το πνεύμα, από αδράνεια και οκνηρία, προσηλώνεται συνήθως μονάχα σε ό,τι εύκολο και ευχάριστο του είναι: η τάση αυτή θέτει διαρκώς όρια στη γνώση μας· ποτέ κανείς δεν μόχθησε να εκτείνει το μυαλό του, να το πάει μακρύτερα από τα όριά του.

Θα κοκκινίζαμε συχνά και για τις ευγενέστερές μας πράξεις, εάν μπορούσε ο κόσμος να υποπτευθεί τ’ αληθινά τους κίνητρα.

Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά αν δεν της έκανε παρέα στο δρόμο της η ματαιοδοξία.

Η ιδιοτέλεια μιλάει γλώσσες κάθε λογής και παίζει πληθώρα ρόλων – ως κι αυτόν της ανιδιοτέλειας.

Λίγοι οι λογικοί, νομίζουμε· και θεωρούμε λογικούς εκείνους μόνο που συμμερίζονται τη γνώμη μας.

Σπεύδουμε να επικρίνουμε των αλλωνών τα λάθη, δύσκολα όμως τα χρησιμοποιούμε προκειμένου τα δικά μας να διορθώσουμε.

Με ορισμένες καλές ιδιότητες συμβαίνει ό,τι και με τις αισθήσεις· εκείνοι που τις στερούνται μήτε να τις διακρίνουνε μπορούν μήτε να τις καταλάβουν.

Ο έρωτας ο αληθινός σαν τα φαντάσματα είναι· όλοι μιλούν γι’ αυτόν, λίγοι τον έχουν δει.

Η ελπίδα και ο φόβος είναι αχώριστοι, και δεν υπάρχει φόβος χωρίς ελπίδα μήτε ελπίδα δίχως φόβο.


***


Λόγια ενός ανθρώπου που έσκαψε δίχως φόβο στα μύχια της ανθρώπινης φύσης – ό,τι και αν σημαίνει αυτή η τελευταία. Ενός ευγενούς του 17ουαιώνα που κάποια στιγμή κουράστηκε να σκαρφαλώνει σε αυτή την αδιάκοπη, ανελέητη σκάλα της κοινωνικής φιλοδοξίας, όμοια τότε όπως και τώρα · είχε, βλέπετε, διακρίνει τη λίγδα πάνω στα σκαλοπάτια, τη σκόνη κάτω απ’ το πολυτελές χαλί. Είχε δει τον άνθρωπο γυμνό και ήταν αδύνατο πια να τον φανταστεί με ρούχα και κοσμήματα – διέκρινε πλέον την υποκρισία πίσω από τα τελευταία. Υποκρισία όχι μόνο απέναντι στους άλλους, μα συχνά, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μας.

Ο λόγος για τον Φραγκίσκο τον ΣΤ΄, Πρίγκιπα του Μαρσιγιάκ, δεύτερο Δούκα του Λα Ροσφουκώ – ο οποίος, εν συντομία, έγινε γνωστός απλά ως Λα Ροσφουκώ! Η ζωή του ήταν γεμάτη περιπέτειες – από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα κάποιου μυθιστορήματος ή μιας ταινίας. Ζώντας τις μηχανορραφίες της γαλλικής Αυλής του Λουδοβίκου ΙΓ’, της συζύγου του, Άννας της Αυστριακής και του περιβόητου Καρδινάλιου Ρισελιέ, συμμετέχοντας στο περιπετειώδες κλίμα μιας εποχής όπου η ραδιουργία ήταν νόμος και ο νόμος εξουσία, συμμετέχοντας σε μάχες και πολέμους, σε έρωτες και ρομάντζα με μεγάλες κυρίες των καιρών του, ο Λα Ροσφουκώ γνώρισε σε βάθος την κωμωδία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Και όταν κάποια στιγμή, κουρασμένος, παραιτήθηκε απ’ το ατέρμονο αυτό παιχνίδι, αποφάσισε να γράψει· να εξωτερικεύσει γραπτώς όσα ήταν αδύνατο να εκφράσει με άλλο τρόπο.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν, εν έτει 1664, τα περίφημα «Αξιώματά» του. Μια συλλογή αποφθεγμάτων και μικροσκοπικών, στην πλειοψηφία τους, γνωμικών, τα οποία περιγράφουν την ανθρώπινη κατάσταση δίχως καμία απολύτως διάθεση εξιδανίκευσης. Η ιδιοτέλεια, η φιλαυτία, η ματαιοδοξία, το συμφέρον, τα πάθη και η τύχη – αυτά κινούν τον άνθρωπο, αν όχι εξ’ ολοκλήρου, σίγουρα περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε να νομίζει. «Οι αρετές μας συνήθως είναι κακίες μεταμφιεσμένες», υποστήριζε ο Λα Ροσφουκώ, ξεγυμνώνοντας τους κώδικες ηθικής και τον καθωσπρεπισμό απ’ το υποκριτικό περίβλημά τους. Η επιρροή που άσκησε σε μεταγενέστερους συγγραφείς, με σημαντικότερο όλων τον Φρειδερίκο Νίτσε, υπήρξε καταλυτική.

Και με τα κείμενά του αυτά ο Λα Ροσφουκώ απέδειξε γιατί η πένα είναι ισχυρότερη απ’ το ξίφος.


Λα Ροσφουκώ


Σκοπός του Λα Ροσφουκώ δεν ήταν να απομυζήσει τον άνθρωπο από κάθε τί ευγενικό και άξιο μέσα του· δεν υπήρξε μηδενιστής ή πεσιμιστής. Η εξυπνάδα, τόνιζε, συνίσταται στην αναγνώριση της ορθής αξίας των πραγμάτων. Κοινώς, να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, όπως αναφέρει και η γνωστή παροιμία. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο βασιλεύει η υποκρισία του φαίνεσθαι, το ένστικτο του μιμητισμού και η ανουσιότητα των κάλπικων αγαθών, συχνά χάνουμε την ουσία μέσα από τα μάτια μας. Φτάνουμε να υποκρινόμαστε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Κοιτάζουμε διαρκώς ψηλά, αγνοώντας το χώμα – και τη σκόνη και τη λάσπη – που πατούν τα πόδια μας. Βιαζόμαστε να δείξουμε το δάχτυλο, να κατηγορήσουμε άλλους, να υπεραμυνθούμε για ιερά και δίκαια, να υπερασπίσουμε τις ανώτερές μας αρετές και τα ευγενή αισθήματά μας – αποφεύγοντας όμως την αυτοκριτική, δίχως να κοιτάζουμε μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας.

Μα αν το κάνουμε – αν αναγνωρίσουμε τις αρνητικές όψεις του εαυτού μας, το ίδιο όπως και τις θετικές· ίσως τότε να μην γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι· μα θα έχουμε γίνει περισσότερο ειλικρινείς. Περισσότερο έντιμοι. Γιατί αποδέχεται καλύτερα τη γύμνια εκείνος που την βλέπει όπως είναι – δίχως εξωραϊσμούς, με τα καλά και τα κακά της.

Και αν ο Λα Ροσφουκώ έγραφε πριν τέσσερις σχεδόν αιώνες, μην έχετε καμιά αμφιβολία: και σήμερα οι άνθρωποι φοβόμαστε τη γύμνια μας, το ίδιο όπως και τότε. Γι’ αυτό την καλλωπίζουμε και την επεξεργαζόμαστε και την ντύνουμε με τα ωραιότερα των ρούχων – ενίοτε φτάνουμε να αρνηθούμε πως υπάρχει.

Τα «Αξιώματα» του Λα Ροσφουκώ κυκλοφορούν σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Ερατώ, σε μετάφραση Γιώργου Ίκαρου-Μπαμπασάκη. Από τα 641 συνολικά αξιώματα-αποφθέγματα του βιβλίου, επέλεξα 83 και σας τα παρουσιάζω.

Τα λόγια που ακολουθούν ανήκουν στον αξιότιμο κύριο Λα Ροσφουκώ. Ας αφεθούμε στη δύναμη της πένας του.






Λα Ροσφουκώ – Επιλογή από τα «Αξιώματα»



Τα πάθη συχνά γεννούν τ’ αντίθετά τους πάθη· η φιλαργυρία, μερικές φορές, τη σπατάλη γεννάει· και η σπατάλη, τη φιλαργυρία. Γίνεται συχνά κανείς αποφασιστικός από αδυναμία, και τολμηρός από δειλία.


Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα μας προξενούσε ηδονή τόσο πολύ να εντοπίζουμε ελαττώματα στους άλλους.


Η ιδιοτέλεια μιλάει γλώσσες κάθε λογής και παίζει πληθώρα ρόλων – ως κι αυτόν της ανιδιοτέλειας.


Δεν έχουμε το σθένος ν’ ακολουθήσουμε τη λογική μας ως τις έσχατες συνέπειές της.


Ποτέ δεν είμαστε τόσο ευτυχισμένοι όσο φανταζόμαστε· ποτέ δεν είμαστε τόσο δυστυχισμένοι όσο νομίζουμε.


Όσο μεγάλα πλεονεκτήματα και να χαρίζει, δεν είναι η Φύση από μόνη της, αλλά η Φύση και η Τύχη μαζί που κάνουνε τους ήρωες.


Ο έρωτας ο αληθινός σαν τα φαντάσματα είναι· όλοι μιλούν γι’ αυτόν, λίγοι τον έχουν δει.


Δεν βρέθηκε μεταμφίεση ικανή να κρατήσει για πολύ τον έρωτα κρυφό όταν υπάρχει, και ούτε τέχνημα ικανό να τον προσποιηθεί όταν δεν υπάρχει.


Αυτό που οι άνθρωποι «φιλία» ονόμασαν είναι απλώς αμοιβαιότητα συμφερόντων, ανταλλαγή καλών υπηρεσιών· τίποτ’ άλλο, τελικά, παρά ένας εμπορικός διακανονισμός μέσω του οποίου πάντα η φιλαυτία κάτι θα αποκομίσει.


Η φιλαυτία μεγεθύνει ή σμικρύνει στα μάτια μας τις καλές ιδιότητες των φίλων μας ανάλογα με την ικανοποίηση που μας προσφέρουν· κρίνουμε την αξία τους από το πώς τα πάνε μαζί μας.


Η κοινωνική ζωή δεν θα βαστούσε για καιρό αν ο ένας δεν ήτανε, κατά καιρούς, του άλλου το κορόιδο.



William Hogarth - Marriage A-la-Mode 4, The Toilette


Το μυαλό· αυτό το αιώνιο κορόιδο της καρδιάς!


Δεν προσφέρουμε τίποτα πιο απλόχερα, όσο τις συμβουλές μας.


Αν, καμιά φορά, αντιστεκόμαστε στα πάθη μας, συμβαίνει επειδή αυτά δεν είναι και τόσο δυνατά, και όχι επειδή είμαστε δυνατοί εμείς.


Οι δολιότητες και οι προδοσίες δεν προέρχονται παρά από την έλλειψη ικανοτήτων.


Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα είχαν ποτέ τους ερωτευτεί αν δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος περί έρωτος.


Πολλές φορές κάνουμε επαίνους δηλητηριώδεις που αποκαλύπτουνε δολίως, σ’ εκείνους που επαινούμε, ορισμένα ελαττώματα που δεν θα τολμούσαμε με άλλους τρόπους να επισημάνουμε.


Η τύχη από πολλά μας θεραπεύει ελαττώματα που η λογική δεν θα μπορούσε ποτέ να θεραπεύσει.


Η ελπίδα όσο και αν μια ψεύτρα ξελογιάστρα είναι, στο τέρμα της ζωής από ένα μονοπάτι ευχάριστο μας οδηγεί.


Είναι καλύτερα να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας προκειμένου να υπομένουμε τις αναποδιές που μας τυχαίνουν παρά προκειμένου να προβλέπουμε εκείνες που ενδέχεται να μας συναντήσουν.


Οι δήθεν κύριοι είναι άνθρωποι που τα ελαττώματά τους, τόσο από τους άλλους όσο κι από τον εαυτό τους, κρύβουν. Οι αληθινοί κύριοι είναι όσοι τα ξέρουν στην εντέλεια και τα αναγνωρίζουν.


Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά αν δεν της έκανε παρέα στο δρόμο της η ματαιοδοξία.


Υπάρχουν άνθρωποι που τα ελαττώματα τους πάνε, κι άλλοι που λιγότερο χαριτωμένους οι αρετές τους κάνουν.


Η αγάπη για τη φήμη, ο φόβος της ατίμωσης, τα σχέδια πλουτισμού, ο πόθος να κάνεις τη ζωή σου άνετη και απολαυστική, καθώς και η παρόρμηση τους άλλους να ταπεινώνεις, είναι συχνά οι αιτίες της ανδρείας, της τόσο φημισμένης στους ανθρώπους.


Η τέλεια ανδρεία συνίσταται στο να κάνεις δίχως μάρτυρες αυτό που θα ‘σουν ικανός να κάνεις μπροστά στον κόσμο όλο.






Λίγα τ’ ακατόρθωτα· δεν μας λείπουν τα μέσα κάτι για να πετύχουμε, η επιμέλεια και η επιμονή μας λείπουν.


Η υπέρτατη εξυπνάδα· άψογα να γνωρίζεις των πραγμάτων την αξία.


Τίποτα δεν είναι τόσο μεταδοτικό όσο το παράδειγμα, και δεν κάνουμε κάποιο μεγάλο καλό ή κάποιο μεγάλο κακό, δίχως να εμπνεύσουμε κάτι το παρόμοιο. Τις καλές πράξεις από άμιλλα μιμούμαστε και τις κακές λόγω της έμφυτης μνησικακίας μας, που η αιδώς αιχμάλωτη κρατούσε ενώ τώρα το παράδειγμα την ελευθερώνει.


Αυτό που γενναιοδωρία αποκαλούμε είναι, το πιο συχνά, η ματαιοδοξία του προσφέρειν, που μας αρέσει πιο πολύ από εκείνο που προσφέρουμε.


Η λύπηση είναι συχνά η αίσθηση των δικών μας δεινών μες στα δεινά των άλλων· μια επιδέξια προνοητικότητα είναι απέναντι στις αναποδιές που μπορούνε να μας τύχουν· δίνουμε στους άλλους τη βοήθειά μας ώστε κι αυτοί να μας βοηθήσουν σε παρόμοιες περιστάσεις, και οι υπηρεσίες αυτές που τους παρέχουμε δεν είναι παρά δώρα που προκαταβολικά στον εαυτό μας δίνουμε.


Η νιότη είναι μια μέθη αδιάκοπη· είναι ο πυρετός της λογικής.


Η χάρη του καινούργιου στον έρωτα είναι ό,τι και η στιλπνότητα της φρεσκάδας στα φρούτα· δίνει μια γυαλάδα που σβήνει εύκολα και που δεν επανέρχεται ποτέ.


Στον έρωτα η απουσία μειώνει τα μέτρια πάθη και εντείνει τα μεγάλα, όπως ο άνεμος που σβήνει το κερί αλλά φουντώνει τη φωτιά.


Ορισμένοι κακοί θα ήταν λιγότερο επικίνδυνοι αν τίποτα το καλό δεν απέμενε εντός τους.


Εκείνους που καθόλου δεν εκτιμούμε, δύσκολα τους αγαπάμε· αλλά κι εκείνους που εκτιμούμε κι από τον εαυτό μας πιο πολύ, πάλι δύσκολα τους αγαπάμε.


Πολλοί περιφρονούν το χρήμα· λίγοι ξέρουνε να το δίνουνε απλόχερα.


Η ιδιοτέλεια, που τόσο την μέμφονται για όλα τα εγκλήματά μας, συχνά αξίζει να επαινεθεί και για τις πράξεις τις καλές μας.


Είναι θαυμαστό μέσα σου σπουδαίος να αισθάνεσαι· είναι, όμως, γελοιοδέστατο στους άλλους τον σπουδαίο να παριστάνεις.






Η μετριοφροσύνη αναγορεύτηκε αρετή, για να μετριάζεται των σπουδαίων η φιλοδοξία και να παρηγορούνται οι μέτριοι για τη λιγοστή τους τύχη και αξία.


Έρχονται, καμιά φορά, στη ζωή κάτι αναποδιές που μονάχα όσοι λιγάκι τρέλα έχουνε, ξέρουν να τους ξεφύγουν.


Οι εραστές κι οι ερωμένες δεν πλήττουνε ποτέ· μιλάνε διαρκώς για τους εαυτούς τους.


Στη ζήλια υπάρχει περισσότερη φιλαυτία παρά έρωτας.


Δεν μπορούν, επί μακρόν, να διατηρηθούν τα αισθήματα που οφείλουμε να τρέφουμε προς τους φίλους μας και όσους καλό μας κάνουν, εάν τον εαυτό μας ελεύθερο θεωρούμε να θίγει κάθε τόσο τα ελαττώματα και τις ατέλειές τους.


Παραδεχόμαστε ορισμένα ασήμαντα ελαττώματά μας, για να πείσουμε τους άλλους έτσι πως δεν έχουμε μεγάλα.


Όσο αγαπάμε, συγχωράμε.


Οι γυναίκες είναι λιγότερο ικανές τη φιλαρέσκεια παρά τα πάθη τους να συγκρατήσουν.


Με ορισμένες καλές ιδιότητες συμβαίνει ό,τι και με τις αισθήσεις· εκείνοι που τις στερούνται μήτε να τις διακρίνουνε μπορούν μήτε να τις καταλάβουν.


Όπως και τα φυτά, έτσι και οι άνθρωποι έχουν κρυμμένες ιδιότητες που μονάχα η τύχη φέρνει στο φως.


Λίγοι οι λογικοί, νομίζουμε· και θεωρούμε λογικούς εκείνους μόνο που συμμερίζονται τη γνώμη μας.


Τις πιο πολλές φορές, επαινούμε ανεπιφύλακτα αυτούς που μας θαυμάζουν.


Οι περισσότερες ενάρετες γυναίκες είναι κρυμμένοι θησαυροί, που είναι ασφαλείς γιατί δεν τους αναζήτησε κανείς.


Είναι σχεδόν πάντα φταίξιμο του εραστή το ότι δεν συνειδητοποιεί πότε έπαψε η ερωμένη να τον αγαπά.


Bartholomeus van der Helst - Anna du Pire as Granida


Οι περισσότεροι νέοι νομίζουν πως είναι αεράτοι, ενώ δεν είναι παρά αναιδέστατοι και άξεστοι.


Ο φθόνος διαλύεται απ’ την αληθινή φιλία· η φιλαρέσκεια, απ’ την αληθινή αγάπη.


Η βία που ασκείς στον εαυτό σου για να μείνεις πιστός σε ό,τι αγαπάς, δεν αξίζει πιο πολύ από την ίδια την απιστία.


Θεωρούν τυφλή την Τύχη όσοι δεν ευνοούνται απ’ αυτήν.


Θα ‘πρεπε να φερόμαστε στην τύχη όπως και στην υγεία· να την απολαμβάνουμε όταν είναι καλή, να την υπομένουμε όταν είναι κακή, και να μην καταφεύγουμε σε δραστικά αντίδοτα παρά μονάχα όταν η ανάγκη είναι απόλυτη.


Θα κοκκινίζαμε συχνά και για τις ευγενέστερές μας πράξεις, εάν μπορούσε ο κόσμος να υποπτευθεί τ’ αληθινά τους κίνητρα.


Στον έρωτα αυτός που πρώτος θεραπεύεται, θεραπεύεται καλύτερα.


Λίγοι ξέρουν να γερνούν.


Συγχωρούμε εύκολα τους φίλους μας εφόσον τα ελαττώματά τους δεν μας αφορούν.


Ευκολότερα τον άνθρωπο-εν-γένει τον γνωρίζεις, παρά κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο.


Η Τύχη και η Ιδιοτροπία τον κόσμο κυβερνούν.


Στη φιλία, όπως και στον έρωτα, είμαστε συχνά πιο ευτυχισμένοι εξαιτίας όσων δεν ξέρουμε, παρά όσων γνωρίζουμε.


Στα μεγάλα εγχειρήματα, θα ‘πρεπε να συγκεντρώνεσαι όχι τόσο στο να δημιουργείς τις ευκαιρίες όσο στο να επωφελείσαι από εκείνες που σου προκύπτουν.


Θα ‘ταν καλύτερα για μας ν’ αφήνουμε όπως είμαστε να μας δουν από το να πασχίζουμε να εμφανιστούμε όπως δεν είμαστε.


Ποτέ δεν ποθούμε παθιασμένα ό,τι μέσω της λογικής μονάχα ποθούμε.


Στις πρώτες ερωτικές τους περιπέτειες, οι γυναίκες ερωτευμένες με τον εραστή τους είναι· στις μετέπειτα, είναι ερωτευμένες μονάχα με τον έρωτα.


Η επιθυμία για συμπόνια ή θαυμασμό είναι, συνήθως, το βασικό κίνητρο της εμπιστοσύνης μας προς τους άλλους.






Το πνεύμα, από αδράνεια και οκνηρία, προσηλώνεται συνήθως μονάχα σε ό,τι εύκολο και ευχάριστο του είναι: η τάση αυτή θέτει διαρκώς όρια στη γνώση μας· ποτέ κανείς δεν μόχθησε να εκτείνει το μυαλό του, να το πάει μακρύτερα από τα όριά του.


Πιο πολύ στο πνεύμα τεμπελιάζουμε παρά στο σώμα.


Ορισμένοι τόσο ρηχοί και επιπόλαιοι είναι, που καταντούν ανίκανοι να έχουν αληθινά ελαττώματα ή προσόντα αυθεντικά.


Ορισμένοι νιώθουν τόσο πλήρεις που, όταν είναι ερωτευμένοι, καταφέρνουν με το ίδιο τους το πάθος πιο πολύ να ‘ναι απασχολημένοι, παρά με την αγαπημένη τους.


Εκείνοι που υπερτιμούν την υψηλή καταγωγή τους δεν εκτιμούνε αρκετά τις απαρχές της.


Ως θνητοί που είμαστε, όλα τα φοβόμαστε· όλα, πάλι, τα ποθούμε, ωσάν αθάνατοι να είμαστε.


Η ελπίδα και ο φόβος είναι αχώριστοι, και δεν υπάρχει φόβος χωρίς ελπίδα μήτε ελπίδα δίχως φόβο.


Δεν θα ‘πρεπε να θιγόμαστε όταν οι άλλοι μας κρύβουν την αλήθεια, μια που κι εμείς τόσο συχνά από εμάς την κρύβουμε.


Σπεύδουμε να επικρίνουμε των αλλωνών τα λάθη, δύσκολα όμως τα χρησιμοποιούμε προκειμένου τα δικά μας να διορθώσουμε.


Οι εραστές δεν βλέπουν της ερωμένης τα ψεγάδια παρά μονάχα αφού η έκσταση σβήσει και χαθεί.


Είναι πιο δύσκολο να κρύβεις τα αισθήματα που έχεις, παρά να επιδεικνύεις εκείνα που δεν έχεις.


Αφού ο ολιγαρκής, ο ευτυχέστερος είναι των ανθρώπων, οι μεγάλοι και οι φιλόδοξοι είναι οι πλέον δυστυχείς, μια που αμέτρητα είναι τα αγαθά που τους χρειάζονται για να τους δώσουν ευτυχία.


Πριν με σφοδρότητα κατιτί ποθήσουμε, θα ‘ταν καλό να δούμε ποια είναι η ευτυχία εκείνου που ήδη το κατέχει.



Τελικά, λίγα θα επιθυμούσαμε διακαώς, αν στ’ αλήθεια ξέραμε τι θέλουμε.



Βράδυ Παρασκευής

$
0
0




Σου έχει τύχει να ακούς ένα τραγούδι και μεμιάς να ξεπετάγονται εικόνες στο μυαλό σου; Τόσο έντονες, τόσο διαπεραστικές, που νιώθεις σαν σκηνοθέτης σε ταινία - οι εικόνες ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια σου, σαν φιλμ που ξεδιπλώνει το ρολό του στο ρυθμό της μουσικής. Και θες να παίζεις το κομμάτι στο repeat, ξανά και ξανά, γιατί δεν επιθυμείς να τελειώσει το φιλμ που άρχισε να σχηματίζεται στη σκέψη σου - θες να δεις τι θα γίνει στη συνέχεια.

Ένα ορχηστρικό κομμάτι διάρκειας δυο μόλις λεπτών, απλό στη δομή του, ένα πιάνο και μια κιθάρα που κρατάει το ρυθμό, ήταν αρκετό για να πλάσει μία σειρά από εικόνες στη σκέψη μου. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν το εξής απλό: Παρασκευή βράδυ. Ναι, αυτό θα μπορούσε να συνιστά ιδανικό soundtrack για το βράδυ της Παρασκευής. Οποιασδήποτε Παρασκευής, δεν έχει σημασία.

Αλλά Παρασκευής μόνο - καμίας άλλης μέρας.


Με τα μάτια της φαντασίας μου λοιπόν, είδα κόσμο που επιστρέφει σπίτι του, κουρασμένος από τη δουλειά· άλλος σέρνει αργά τα βήματά του στο πεζοδρόμιο, προβληματισμένος, οι σκέψεις κουβάρι στο μυαλό του· άλλος μόλις παρκάρει το αμάξι, βιαστικός να γευματίσει, να βγει από τα ρούχα του, να βγει από τους ρόλους του· τα ρολά απ'τα καταστήματα χαμηλώνουν· μια παρέα εφήβων μιλάει δυνατά στο πεζοδρόμιο, έτοιμοι για τη βραδινή τους έξοδο - πάντα μιλούν δυνατά αυτοί οι έφηβοι, θέλοντας να κάνουν αισθητή την παρουσία τους· κάποιος παίρνει μάτι κάποια, που τον προσπερνά αδιάφορα - έχει συνηθίσει τα βλέμματα του κόσμου· άλλος χαζεύει μια βιτρίνα ρούχων - η κούκλα έχει κρύο βλέμμα, του θυμίζει μια γνωστή του· ένα ζευγάρι βαδίζουν αγκαζέ, βυθισμένοι στον γλυκό εγωισμό του έρωτά τους· και μια γυναίκα περπατάει μόνη, το βήμα της χορευτικό - μοιάζει να χορεύει με τις σκιές στο πεζοδρόμιο.

Ίσως πάλι να τη φαντάζομαι εγώ έτσι, καθώς χορεύουν οι νότες μες στη φαντασία μου. Σχεδόν τη βλέπω με τη σκέψη μου... ποια να 'ναι η ιστορία της, άραγε. Τι παρελθόν να την έφερε ως εδώ, σε αυτόν εδώ το δρόμο, αυτήν εδώ τη στιγμή; Τι μέλλον να ορίζει το δρόμο που θα πάρει, τη στροφή που θα επιλέξει; Ή μήπως βαδίζει εντελώς τυχαία, δίχως πρόγραμμα, χωρίς προορισμό; Τα βράδια προσφέρονται γι'αυτό, ξέρεις. Περπατάς απλά γιατί το απολαμβάνεις...

Για μια στιγμή, κοπέλα με το φευγάτο βήμα, περπάτησα μαζί σου. Μου άρεσε όπως βάδιζες - ταξιδιάρικα, χωρίς προορισμό, παραδομένη σε κάποιον αόρατο ρυθμό. Μέχρι που το κομμάτι που έπαιζε συνέχεια στο repeat έφτασε ξανά στο τέλος του. Λέω λοιπόν να σε αφήσω για την ώρα - και να βάλω το επόμενο τραγούδι. Ίσως κάποια άλλη φορά, σε κάποια από τις βόλτες σου, να μου αφηγηθείς την ιστορία σου. Θα χαρώ να την ακούσω.


Και έτσι τελείωσε αυτή η νοερή περιπλάνησή μου. Μέχρι να τα πούμε πάλι, σας αφήνω με το κομμάτι που υπήρξε η αιτία της. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ Παρασκευής.



Ένας Φόρος Τιμής στον Καρλ Μπαρκς, μέρος πρώτο

$
0
0




"Σύμφωνα με τα γράμματα που λαμβάνω, μπορώ να πω ότι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες των ιστοριών μου είναι ενήλικοι. Δικηγόροι, γιατροί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, καθηγητές κολλεγίων, αθλητές... Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτούς, τα σενάρια και οι διάλογοί μου απευθύνονται σε αναγνώστες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Επιτρέψτε μου να πω ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο! Δεν μου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσω παιδί που να μην έχει την ελάχιστη γνώση ή το ενδιαφέρον σχετικά με τη φυσική, την τεχνολογία ή την γεωγραφία" – Καρλ Μπαρκς


Στην πραγματικότητα το μέσο παιδί έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα μυστήρια του κόσμου γύρω του, συγκριτικά με το μέσο ενήλικα. Ο τελευταίος όλα τα γνωρίζει πια· είναι πεπεισμένος πως η γνώση που έχει για τον κόσμο είναι η μόνη ορθή και απαιτεί να σκέφτονται όλοι σαν αυτόν. Κανένα μυστήριο, καμιά άγνωστη χώρα. Ο μικρός εξερευνητής παρέδωσε τη θέση του στο μεγάλο καταπατητή.

Σήμερα θα μιλήσουμε για ιστορίες με παπιά – ξέρετε, εκείνες που διαβάζαμε παιδιά. Και θα συζητήσουμε για ένα μεγάλο δημιουργό – έναν από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του 20ου αιώνα. Το αποψινό αφιέρωμα δεν απευθύνεται σε όσους τετραγώνισαν νωρίς τον κόσμο τους και δεν διαβάζουν πλέον «παιδικά κόμικς». Δεν θα καταλάβουν τίποτα. Σύμφωνα με μια «ενήλικη» ανάγνωση εξάλλου, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ δεν είναι παρά ένας πλούσιος γεροτσιγκούνης, ένα καρτουνίστικο σύμβολο της δίψας για συσσώρευση και επέκταση του πλούτου.

Ήταν όμως αυτό που έκανε το θείο Σκρουτζ τόσο αγαπητό στα μάτια μας όταν διαβάζαμε τις ιστορίες του μικροί; Όχι βέβαια – ήταν τα ταξίδια εκείνα που μας μάγευαν· η περιπλάνηση στον κόσμο· η επαφή με άγνωστους πολιτισμούς· η εξερεύνηση· η περιπέτεια. Ο Σκρουτζ φάνταζε κάτι μακρινό στα μάτια μας – σχεδόν εξωτικό. Ταυτιζόμασταν περισσότερο με τον ανιψιό του, Ντόναλντ, και τα τρία ανιψάκια, τον Χιούη, τον Ντιούη και τον Λιούη. Και ρουφούσαμε αχόρταγα τις ιστορίες τους, γινόμασταν συνοδοιπόροι στα ταξίδια τους. Και τα ωραιότερα ταξίδια ήταν τα πιο εξωτικά – εκείνα που φανέρωναν πως άλλοι κόσμοι είναι δυνατοί, άλλες πραγματικότητες. Πόσο έθρεψαν τη φαντασία μας αυτές οι ιστορίες!

Ήμουν έξι χρονών όταν έπεσε στα χέρια μου ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού ΚΟΜΙΞ. «Επιτέλους! Οι κλασικές ιστορίες που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εξ’ ολοκλήρου πολύχρωμες και τυπωμένες σε χαρτί πολυτελείας» - έλεγε στο οπισθόφυλλο. Καρλ Μπαρκς; Ποιος είναι αυτός, άραγε – θα αναρωτήθηκε πλήθος κόσμου τον καιρό εκείνο. Μέχρι που άρχισε να διαβάζει τις ιστορίες... και η μνήμη του επανήλθε, σαν πλατωνική ανάμνηση, καταχωνιασμένη στα βάθη της συνείδησης, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να ξεπροβάλλει: «Α, ΑΥΤΟΣ είναι ο Καρλ Μπαρκς! Ναι, τον ξέρω. Στην πραγματικότητα διαβάζω τις ιστορίες του εδώ και καιρό... απλά δεν ήξερα το όνομά του». 






Ο Καρλ Μπαρκς, βλέπετε, γνωστός και ως «Παπιάνθρωπος», έγραφε και σχεδίαζε επί δεκαετίες τις ιστορίες του κρυμμένος στην ανωνυμία – ήταν η πολιτική της εταιρείας Disneyοι δημιουργοί της να μένουν ανώνυμοι στο ευρύ κοινό – μόνο η υπογραφή «Ουώλτ Ντίσνεϋ» δέσποζε, κυριαρχικά, στα δεκάδες έντυπα και έργα της εταιρίας. Ποιος ήξερε τους σχεδιαστές, τους σεναριογράφους, τους animators, τους κομίστες – κανείς.

Μέχρι που δύο οπαδοί των ιστοριών του αναζήτησαν, κάπου στη διάρκεια της δεκαετίας του 60, κι ενώ σχεδόν έβγαινε στη σύνταξη, τον δημιουργό του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Τον γνώρισαν και του πήραν μια συνέντευξη. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο κόσμος έμαθε το όνομα Καρλ Μπαρκς. Γνώρισε πως ένα μεγάλο μέρος των ιστοριών που είχε αγαπήσει ήταν δικές του. Έμαθε πως ο χαμογελαστός αυτός κύριος με το μουστάκι ήταν ο δημιουργός όχι μόνο του Σκρουτζ Μακ Ντακ, μα και των Μουργόλυκων, της Μάτζικα Ντε Σπελ, του Γκαστόνε, του Κύρου Γρανάζη, του Σκληρόκαρδου Χρυσοκούκη και πλήθους άλλων χαρακτήρων με τις οποίες είχε μεγαλώσει.

Αυτό το αφιέρωμα, χωρισμένο σε δύο συνέχειες, είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής μου στον «Παπιάνθρωπο». Γιατί οι ιστορίες του είναι θαμμένες στην καρδιά μου σαν σεντούκι θησαυρού – από εκείνα τα σεντούκια που ούτε ο θείος Σκρουτζ δεν θα μπορέσει να ξετρυπώσει!...






Λίγα λόγια για τον Παπιάνθρωπο



Όπως συμβαίνει με τόσους και τόσους συγγραφείς και καλλιτέχνες, τα έργα τους είναι συνήθως προιόντα κοπιαστικής, μοναχικής δουλειάς, σε κάποιο ημιφωτισμένο χώρο, ένα μικρό δωμάτιο βαρυφορτωμένο με χαρτιά κι «ένα μεγάλο κάλαθο αχρήστων» - όπως έλεγε ο ίδιος ο Μπαρκς. Θα φανταζόμασταν, άραγε, μικροί, πως τα υπέροχα αυτά εικονογραφημένα ταξίδια σε μέρη όπως οι Άνδεις, η τροπική Γουινέα, η εξωτική Τράλλα-Λα, το παγερό Κλοντάικ, η αρχαία Περσία, οι ζούγκλες του Ελ Ντοράντο, η υποχθόνια Γη, ως και τα πέρατα του διαστήματος, ήταν στην πραγματικότητα προιόντα έμπνευσης και δημιουργίας σ’ ένα μικρό δωματιάκι, φωτισμένο από κάποια παλιά λάμπα; Πως ο δημιουργός τους είχε ταξιδέψει ελάχιστα και πως πηγή πληροφοριών (και τροφή στη φαντασία του) υπήρξε μια μεγάλη συλλογή από τεύχη του NationalGeographic;

Δες όμως – τι υπέροχα ταξίδια ήταν αυτά! Εξορμήσεις σε χαμένους πολιτισμούς και άγνωστες πολιτείες, μέχρι τα πέρατα της γης. Μα αυτό δεν αφορούσε παρά ένα μέρος των ιστοριών του· γιατί όταν ο Μπαρκς αποφάσιζε να ασχοληθεί με τη μικροκοινωνία των χαρακτήρων του, το σύνθετο πλαίσιο της πόλης και της γειτονιάς, το αποτέλεσμα ήταν ένα πλήθος από μικρές σε έκταση, ευφάνταστες δημιουργίες, ξέχειλες χιούμορ και πανέξυπνες ανατροπές: ήταν οι ξακουστές δεκασέλιδες ιστορίες του Μπαρκς, εξίσου διάσημες με τις μεγαλύτερές του περιπέτειες. Στις ιστορίες αυτές συχνά ξετυλίγεται το πλέγμα όχι μόνο της φαντασίας του δημιουργού τους, μα μια γενικότερη αίσθηση των καιρών. Σχεδόν αισθάνεσαι πως ψηλαφείς την κοινωνία της εποχής και πως χαρακτήρες όμως ο εκνευριστικά τυχερός Γκαστόνε, η ζηλόφθονη Νταίζυ, ο τσιγκούνης Σκρουτζ, μα πάνω απ’ όλα ο γκαντέμης, ματαιόδοξος, τεμπέλης, εγωιστής, συχνά άνεργος, μονίμως εκνευρισμένος και ηρωικός υπό συνθήκες, Ντόναλντ... αισθάνεσαι πως χαρακτήρες όπως αυτοί συνιστούν γνήσιες σκιαγραφήσεις ανθρωπίνων τύπων, απολύτως ρεαλιστικών και διαχρονικών, όμοιες με τις περιγραφές των μεγαλύτερων λογοτεχνών.

Δεν είναι τυχαία εξάλλου η επιτυχία του Ντόναλντ Ντακ – ο καθένας μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.






Ο Μπαρκς δεν δημιούργησε τον Ντόναλντ – εξέλιξε όμως σε σημαντικό βαθμό την προσωπικότητά του, περιπλέκοντας την, προσδίδοντας ποικιλόμορφες χροιές και αποχρώσεις, φανερώνοντας πως δεν υπάρχουν άσπροι και μαύροι χαρακτήρες – μόνο σύνθετοι. Το ίδιο ίσχυε και για τους «κακούς» του, όπως η Μάτζικα και οι Μουργόλυκοι – παραήταν συμπαθείς για να ταυτιστούν με το πλήθος των στερότυπων κακών που δέσποζαν στα κόμικς των καιρών."Οι κακοί είχαν πάντα μια καλή πτυχή στο χαρακτήρα τους και οι καλοί μια δόση κακεντρέχειας... Οι χαρακτήρες μου δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατοι... ήταν ανθρώπινοι", είχε πει ο Μπαρκς σε κάποια συνέντευξή του. Και όταν είχε έρθει πια η σειρά του θείου Σκρουτζ, δανεισμένου απ’ το σύμπαν του Καρόλου Ντίκενς και της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» του, ήταν πια καιρός να ανεβάσει τις περιπέτειες των παπιών σε άλλο επίπεδο – και να εκτοξεύσει τα κόμικς της Ντίσνεϋ σε πρωτόγνωρες δόξες.

Οι ιστορίες του Μπαρκς έχουν κάτι από το ύφος και το στυλ των μεγάλων παραμυθάδων της λογοτεχνίας. Μπορεί κάποιος να συναντήσει έναν Αίσωπο κρυμμένο σε κάποια γωνιά της Λιμνούπολης· έναν Λα Φονταίν να αφηγείται ιστορίες στον κήπο του Ντόναλντ· έναν Ιούλιο Βερν να συνοδεύει το θείο Σκρουτζ στις περιπλανήσεις του· κι έναν Μαρκ Τουέην να χαμογελά σαρκαστικά με τα μπλεξίματα και τις γκάφες των παπιών. Και ποιος ξέρει – ίσως στο μικροσκοπικό, θαυματουργό αυτό βιβλιαράκι των Μικρών Εξερευνητών – ένα βιβλιαράκι που περιλαμβάνει, κατά θαυματουργό τρόπο, τα πάντα, κάθε δυνατό τομέα της γνώσης, ξεπερνώντας ακόμα και τη Wikipedia! – ίσως στο βιβλιαράκι αυτό να δεσπόζει κάτι απ’ το πνεύμα ενός Δον Κιχώτη.

Η επιρροή του εξάλλου έφτασε να υπερβεί το πλαίσιο των κόμικς της Disney. Ένας απ’ τους μεγάλους θαυμαστές του Μπαρκς ήταν ο OsamuTezuka, γνωστός και ως “πατέρας των Manga”. Τα γιαπωνέζικα κόμικς χρωστάνε πολλά στον Παπιάνθρωπο, η τέχνη του οποίου επηρέασε καθοριστικά τον Τεζούκα. Τα μάνγκα του τελευταίου αναμειγνύουν έντεχνα τεχνικές της ιαπωνικής παράδοσης με το νεότερο δυτικό στυλ, όπως αναπτύχθηκε από την καθαρή, καρτουνίστικη πέννα του Μπαρκς.


Προσωπική αφιέρωση του Osamu Tezuka στον Carl Barks


Ο ίδιος αυτός Καρλ Μπαρκς κουβαλούσε μια ιστορία πίσω του που θύμιζε σε έναν βαθμό τις περιπέτειες των ηρώων του. Μεγαλώνοντας σε ένα αγροτικό πλαίσιο, ένας «καουμπόυ του γλυκού νερού» όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, έχοντας λάβει μια καλή εκπαίδευση μα αναγκάζοντας να την εγκαταλείψει λόγω ακουστικών προβλημάτων, ο Μπαρκς πέρασε από αρκετά στάδια μέχρι να ανακαλύψει το ρόλο που του ταίριαζε: αγρότης, ξυλοκόπος, τορναδόρος, κτηνοτρόφος, μηχανικός σε εκτυπώσεις... Η εναλλαγή από δουλειά σε δουλειά υπήρξε καθοριστική για την έμπνευση των ιστοριών του Ντόναλντ Ντακ... Οι συνεχείς αποτυχίες, το πλήθος των στραβοπατημάτων, σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα του – «έμαθε να είναι πιο σκληρός απ’ τους σκληρούς, πιο έξυπνος απ’ τους έξυπνους», όπως έλεγε ο θείος Σκρουτζ. Τέλος, η επαφή με ένα σύνθετο μωσαϊκό ανθρώπων, η λεπτή ειρωνεία και ο σαρκασμός με τον οποίο έβλεπε πως αντιμετώπιζαν την πραγματικότητά τους, το συχνά κωμικό πλέγμα των ανθρωπίνων καταστάσεων με τις οποίες ενεπλάκη... τον ώθησαν να συμπεράνει πως το χιούμορ είναι απαραίτητο για να τα βγάζει κάποιος πέρα.

Εν μέρει υπήρξε αυτοδίδακτος στο σχέδιο – και εν μέρει τον βοήθησαν κάποια μαθήματα αλληλογραφίας που έλαβε. Η πρώτη σταθερή δουλειά του ως εικονογράφου υπήρξε η συνεργασία με το περιοδικό CalgaryEyeOpener, στα χρόνια μεταξύ 1928 και 1934. Ήταν ένα περιοδικό που απευθυνόταν, κατά κύριο λόγο, σε ενήλικες και τα σχέδια του Καρλ Μπαρκς της εποχής αντανακλούν αυτή τη διάθεση. Ποιος ξέρει – ίσως ήταν το περιοδικό που διάβαζε ο Ντόναλντ στα κρυφά, τις ώρες που τον είχε κουράσει η Νταίζυ και η γκρίνια της.






Ήταν 1935 όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με τη Ντίσνεϋ. Δούλευε στο τμήμα των κινουμένων σχεδίων τον καιρό εκείνο και μάλιστα, κάνοντας τη «λάντζα» - σχεδίαζε τα ενδιάμεσα frames, εκείνα που συνιστούν τη μεγαλύτερη απ’ τις αγγαρείες και μια απ’ τις πιο κουραστικές διαδικασίες του κινουμένου σχεδίου. Ο Μπαρκς δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος – ώσπου έστειλε μια ιδέα του για σενάριο σε καρτούν του Ντόναλντ: επρόκειτο για μια μηχανική καρέκλα-κουρέας, η οποία υποσχόταν το πιο φίνο ξύρισμα και κούρεμα – μέχρι που ο Ντόναλντ τα κάνει θάλασσα, ως συνήθως. Η ιδέα του είχε μεγάλη απήχηση και σύντομα ο Μπαρκς έμελλε να τη δει υλοποιημένη στην οθόνη: Το καρτούν «Μοντέρνες Εφευρέσεις» του 1936 παραμένει ένα από τα κλασικότερα καρτούν του Ντόναλντ Ντακ.

Αυτό ήταν – ο Μπαρκς ανήκε και επισήμως πλέον στη συγγραφική ομάδα των καρτούν του Ντόναλντ. Λίγα τον χώριζαν πλέον από την ανάληψη των ιστοριών σε κόμικς.

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός ήταν η ιστορία σε κόμικς “DonaldDuckFindsPirateGold” του 1942. Ο Μπαρκς ανέλαβε από κοινού τον σχεδιασμό της ιστορίας, παρέα με τον συνεργάτη του, Τζακ Χάννα. Υπήρξε η πρώτη ιστορία που σχεδίασε με ήρωα τον Ντόναλντ. Λίγο καιρό πριν είχε προηγηθεί η ιστορία “PlutoSavesTheShip” – η πρώτη ιστορία που σχεδίασε με ήρωες του Ντίσνεϋ. Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλη του 1943, θα έγραφε και θα σχεδίαζε και την πρώτη δεκασέλιδη ιστορία του με ήρωα τον Ντόναλντ: το όνομά της ήταν “VictoryGarden” – «Ονειρεμένο Περιβόλι» στα ελληνικά.

Τα υπόλοιπα είναι μια όμορφη ιστορία, το περιεχόμενο της οποίας βρίσκεται στα πλήθη εκείνα των περιοδικών με τα οποία μεγαλώσαμε... και με τα οποία μεγαλώνουμε ακόμα.







Οι 30 Ωραιότερες Ιστορίες του Καρλ Μπαρκς (Μέρος 1 - Θέσεις 30-21)




30 # ΤοΧρυσάφιΤουΠειρατή(Donald Duck Finds Pirate Gold, 1942)






Νομίζω αξίζει να ξεκινήσω την αντίστροφη αυτή μέτρηση με την ιστορία με την οποία «ξεκίνησαν όλα». Πρόκειται για την πρώτη ιστορία με ήρωα τον Ντόναλντ που σχεδίασε ο Μπαρκς, καθώς και την πρώτη πολυσέλιδη περιπέτεια του Ντόναλντ που προοριζόταν για περιοδικό. Είχαν προηγηθεί οι συμμετοχές του Ντόναλντ στα στριπ του Μίκυ Μάους, που σχεδίασε ο Φλόυντ Γκόντφρεντσον, καθώς και τα περίφημα στριπ του Αλ Ταλιαφέρο – ο οποίος εξέλιξε σε καθοριστικό βαθμό την προσωπικότητα του Ντόναλντ. Μα ο πάπιος που πρωταγωνιστούσε στις μικρές, κωμικές αυτές ιστορίες, δεν είχε γίνει ακόμα ήρωας μιας αληθινής, εικονογραφημένης περιπέτειας... ήταν, λοιπόν, η ώρα για το «Χρυσάφι του Πειρατή».

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιστορία του Ντόναλντ, το «Χρυσάφι του Πειρατή» θυμίζει κινούμενα σχέδια παρά κόμικς. Η διαδοχή των εικόνων έχει κινηματογραφική ροή, τα πλάνα μοιάζουν με εκείνα της μεγάλης οθόνης, ενώ οι διάλογοι συχνά απουσιάζουν. Εχθρός του Ντόναλντ στην ιστορία είναι ο Μαύρος Πητ – όπως και σε πλήθος από τις παλιές του περιπέτειες, ακολουθώντας κι εδώ την παράδοση των κινουμένων σχεδίων – ήταν πολύ νωρίς ακόμα για την εμφάνιση των Μουργόλυκων ή της Μάτζικα.







Την ιστορία υπογράφει ο BobKarp, ενώ το σχέδιο μοιράζονται από κοινού ο CarlBarksμε τον JackHannah. Ο Μπαρκς είχε αναλάβει τα εξωτερικά πλάνα και ο Χάννα τα εσωτερικά. Το πρώιμο σχέδιο του Μπαρκς μοιάζει πολύ με εκείνο των κινουμένων σχεδίων – πλαστικό, στρογγυλεμένο, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Με την πάροδο των χρόνων θα μεταμορφωνόταν σημαντικά, παράλληλα με τη μεταμόρφωση των χαρακτήρων του.

Η ιστορία αναδύει έναν όμορφο, αλμυρό θαλασσινό αέρα και η πειρατική διάθεση παραπέμπει σε κλασικά μυθιστορήματα όπως το «Νησί των Θησαυρών»... Μα αυτό δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.



29 # ΤοΟλόχρυσοΦεγγάρι  (Τhe Τwenty Four Carat Moon, 1958)



Σε μια από τις πιο εμβληματικές ανατροπές στην ιστορία των κόμικς, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ παρακολουθεί δίχως λόγια το μοναχικό κάτοικο ενός πλανήτη να αποκτά την ευτυχία με μία χούφτα... χώμα. Ο πλανήτης στον οποίο κατοικεί είναι φτιαγμένος από καθαρό χρυσάφι και ο Σκρουτζ χρειάστηκε να υπερισχύσει από πλήθος ανταγωνιστές και αντιπάλους, μέχρι να απλώσει πρώτος τα πόδια του στον χρυσό αυτό πλανήτη και να μπήξει τη σημαία του, σαν άλλος κατακτητής μιας ολόχρυσης σελήνης. Μα ο εξωγήινος κάτοικος του πλανήτη αδιαφορεί για τον χρυσό – «μήπως σου βρίσκεται λίγο χώμα, να το ανταλλάξεις με τον πλανήτη μου;», ρωτά τον απορημένο Σκρουτζ, ο οποίος νομίζει πως έχει να κάνει με έναν τρελό – γιατί πως είναι δυνατόν, σε τελική ανάλυση, να μην είσαι ευτυχής κατέχοντας έναν πλανήτη από ατόφιο χρυσάφι.






Ο Σκρουτζ τυχαίνει να κουβαλά λίγο χώμα στις αποσκευές του. Ενθουσιασμένος ο εξωγήινος ευχαριστεί θερμά τον Σκρουτζ – ο οποίος χαμογελά νιώθοντας πως έχει να κάνει με κάποιον θεοπάλαβο. Τότε όμως ο εξωγήινος τοποθετεί το χώμα σε μια ιδιόμορφη μηχανή που την ονομάζει «Μαγνητικό Ελκυστή»· το χώμα μεγεθύνεται, έλκει γύρω του στοιχεία της ατμόσφαιρας και, σταδιακά, αρχίζει να μετασχηματίζεται σε μια μικροσκοπική υδρόγειο σφαίρα: τα ορυκτά και τα μέταλλα παραχωρούν τη θέση του σε νερό και βλάστηση – σύντομα έχει δημιουργηθεί ένας ολόφρεσκος, μικρός πλανήτης, όμοιος με τη γη. «Τι να το κάνω το χρυσό, όταν πάλι μπορώ και ζω σε έναν πλανήτη σαν αυτό, με τροφή, νερό και ζωή!», λέει χαρούμενος ο εξωγήινος, αναχωρώντας για άλλους ουρανούς.

Και ο Σκρουτζ αισθάνεται πως τελικά, τίποτα δεν κέρδισε στο τέλος.

Με ιστορίες σαν αυτή ο Μπαρκς επάξια θεωρήθηκε ένας απ’ τους μεγάλους παραμυθάδες του 20ουαιώνα.



28 # Βόρεια Του Γιούκον (NorthOfTheYukon, 1965)



Εν έτει 1965 ο Καρλ Μπαρκς βρισκόταν στο λυκόφως των αφηγήσεών του με ήρωες τα παπιά. Μα λίγο πριν το τέλος έμελλε να δώσει μία από τις πιο συγκινητικές του περιπέτειες, εξελίσσοντας ακόμα περισσότερο το χαρακτήρα του θείου Σκρουτζ και εμβαθύνοντας στο μύθο του. Το «Βόρεια του Γιούκον» επαναφέρει τον ήρωά μας στα μέρη που απέκτησε τον πλούτο του και τον φέρνει σε επαφή με έναν παλιό του αντίπαλο – τον Γλίτσα Λέρα. Ο σκληρός ανταγωνισμός μέσα από τα χιόνια, το ανήλεο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού εκ μέρους του αντιπάλου του, μα και η αδίστακτη πραγματικότητα της δημοσιότητας και των δημοσιογράφων – όλα έχουν ένα μερίδιο στη συναρπαστική αυτή περιπέτεια του Μπαρκς.







Περισσότερο όλων όμως, ξεχωρίζει η παρουσία ενός ζώου: του Γάβγη, ενός γέρικου σκύλου, που με αυταπάρνηση σώζει το αφεντικό του και αποδεικνύει πως τα γλυκύτατα τετράποδα συχνά είναι κατά πολύ ανώτερα των δίποδων που τα σέρνουν με λουριά. Στην ωραιότερη στιγμή της ιστορίας ο Σκρουτζ εγκαταλείπει το στόχο του, και μαζί με αυτόν τα πλούτη του, προκειμένου να σώσει τον γέρικο σκυλάκο από βέβαιο πνιγμό – έχει συνειδητοποιήσει πλέον πως κάποια πράγματα αξίζουν περισσότερο απ’ το χρήμα.



27 # Το Δεύτερο Πιο Πλούσιο Παπί Του Κόσμου (TheSecondRichestDuck, 1956)



Στην ιστορία αυτή εισάγεται το αντίπαλο δέος του Σκρουτζ Μακ Ντακ: oΣκληρόκαρδος Χρυσοκούκης, ο μεγιστάνας απ’ την Αφρική, καθ’ όλα όμοιος με τον αντίζηλό του: όμοιος στα πλούτη, στον τρόπο ζωής, στην τσιγκουνιά, ως και στην εμφάνιση. Θα ‘λεγε κανείς πως βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέπτη ο Σκρουτζ ενδεχομένως να έκανε και λίγη αυτοκριτική... μα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, οι δύο εχθροί καταφεύγουν σ’ έναν ανηλεή αγώνα επίδειξης, μέχρι τελικής πτώσης, ώστε να αποδείξουν πως ένας και μόνο ένας χωράει στην κορυφή – ποτέ δύο. Πόσο μάλλον αν αυτοί οι δύο μοιάζουν τόσο πολύ ο ένας με τον άλλο – είναι γεγονός εξάλλου πως δεν αγαπούμε ποτέ εκείνους που μας μοιάζουνε πολύ, που φτάνουν να συνιστούν αντίγραφο του ίδιου του εαυτού μας.





Τα ανίψια του Σκρουτζ συνοδεύουν, ως συνήθως, τον εκκεντρικό θείο τους στον αφελή αυτό αγώνα, όντας η φωνή της λογικής και διαπιστώνοντας τη ματαιότητα του πράγματος. Τελικά ο αγώνας καταλήγει στη σύγκριση δύο κουβαριών από κλωστή – καθώς, βλέπετε, σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα, οι δυο αντίπαλοι ήταν απολύτως ίσοι. Έτσι λοιπόν όποιος έχει την περισσότερη κλωστή είναι και ο νικητής... Και ο Μπαρκς, με την κλωστή της φαντασίας του, υφαίνει το αναπάντεχο, μα εντελώς «μπαρκσικό» φινάλε.

Ο Μπαρκς έμελλε να δημιουργήσει έναν ακόμα πλούσιο αντίπαλο του Σκρουτζ – ο λόγος για τον Τζων Ρόμπαξ, ο οποίος όμως δεν έλαβε σημαντικό μερίδιο συμμετοχής στις ιστορίες του. Ωστόσο οι Ιταλοί συνάδελφοι του Μπαρκς αγάπησαν τον Ρόμπαξ, βλέποντας σε αυτόν κάτι από τον νεόπλουτο επιδειξία που τόσο ταιριάζει στη σύγχρονη πραγματικότητα... Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε, νομίζω, όλοι οι αναγνώστες αυτού του αφιερώματος.



26 # ΚατεψυγμένοΚελεπούρι(A Cold Bargain, 1957)



Το «Κατεψυγμένο Κελεπούρι» ανήκε στις αγαπημένες μου περιπέτειες του Σκρουτζ, όταν το είχα διαβάσει πρώτη φορά μικρός, 7 χρονών. Δεν είχα ιδέα για το σατιρικό περιεχόμενο της ιστορίας – δεν είχα ακούσει ποτέ για τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, δεν γνώριζα τι εστί «Ψυχρός Πόλεμος», ούτε μπορούσα να καταλάβω που βρίσκεται η σάτιρα: πως δύο υπερδυνάμεις φτάνουν να μάχονται μέχρι τελικής πτώσεως η μία την άλλη για την απόκτηση ενός αγαθού, του οποίου καλά καλά δεν γνωρίζουν την αξία.






Μα τι σημασία έχει να γνωρίζεις την αξία κάποιου πράγματος, σωστά; Αρκεί να σου έχουν πειπως αυτό αξίζει πολλά – για να προσπαθείς, με κάθε τρόπο, να το κάνεις δικό σου. Οι αντίπαλες παρατάξεις της ιστορίας δεν γνωρίζουν τι είναι αυτό το αντικείμενο που διεκδικούν – άκουσαν όμως πως αξίζει πολλά, πάρα πολλά... επομένως, ναι, αυτό το αντικείμενο πρέπει να γίνει δικό τους, πάση θυσία, ακόμα και αν αγνοούν τη χρησιμότητά του!

Μικρός που ήμουν δεν μπορούσα να κατανοήσω τη σάτιρα της ιστορίας· μου άρεσε όμως πως αυτό το περίφημο αντικείμενο που όλοι διεκδικούσαν, το αποκαλούμενο «Βομβάστιο», ήταν μια παγωμένη μπάλα με γεύσεις... παγωτού! Αλλού γεύση φράουλα, αλλού βανίλια, αλλού σοκολάτα, αλλού μπανάνα, αλλού μέντα... το διάβαζα και μου έτρεχαν τα σάλια! Ναι, αυτό είναι ένα αντικείμενο για το οποίο θα άξιζε δυο κρατικές υπερδυνάμεις να σκοτωθούν αναμεταξύ τους!

Ο Καρλ Μπαρκς απέφευγε τις εύκολες διδαχές· πάνω απ’ όλα τον ενδιέφερε να εξιστορήσει μια κωμική περιπέτεια, τέτοια που να είναι αρεστή σε παιδιά και ενήλικες. Μα υπό το πρίσμα της παιδικής φαντασίας αυτό το περιβόητο Βομβάστιο – το αντικείμενο με τις άπειρες γεύσεις παγωτού – αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα πλούτη του κόσμου... Είναι ένα αντικείμενο για το οποίο, πραγματικά, θα άξιζε δύο υπερδυνάμεις να ανταγωνιστούν και να βγάλουν, η μία, τα μάτια της άλλης.






25 # Οι Εφτά Πόλεις της Τσιμπόλα (TheSevenCitiesOfCibola, 1954)




Οι πρώτες περιπέτειες του Σκρουτζ που έγραψε και σχεδίασε ο CarlBarksανήκουν στις ωραιότερές του. Συντρέχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό· το σχέδιο ήταν περισσότερο λεπτομερές· οι περιπλανήσεις περισσότερο περιπετειώδεις· πάνω απ’ όλα όμως, ο χαρακτήρας του Σκρουτζ είχε μόλις αποκτήσει το δικό του, ξεχωριστό περιοδικό: και σαν άλλος πρωτοπόρος εξερευνητής, άνοιγε για πρώτη φορά πελώρια πεδία αφηγηματικής εξερεύνησης στο δημιουργό του. Επρόκειτο για ένα φρέκο, ολόφρεσκο ήρωα, η παρουσία του οποίου σχημάτιζε προοπτικές για το χτίσιμο πραγματικά συναρπαστικών ιστοριών. Και ο Μπαρκς εκμεταλλεύτηκε αυτές τις προοπτικές και με το παραπάνω.






Οι «Επτά Πόλεις της Τσιμπόλα» είναι μια ιστορία που θα θυμάμαι πάντα με συγκίνηση. Ήμουν 6 χρονών όταν τη διάβασα για πρώτη φορά – στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών μου, κι ενώ μόλις είχα ξεκινήσει, κουτσά στραβά, να διαβάζω τις πρώτες εξωσχολικές ιστορίες μου. Λέξη προς λέξη, πρόταση μετά την πρόταση, για πρώτη φορά δεν περιοριζόμουν στην παρατήρηση των εικόνων– όπως συνήθιζα ως τότε – μα διάβαζα, κανονικά, τα κείμενα και χανόμουν στα βάθη της πλοκής. Πριν από οποιοδήποτε εξωσχολικό βιβλίο, πριν απ’ όλα τα μυθιστορήματα... για μένα ήταν οι περιπέτειες του θείου Σκρουτζ.

Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι που καθόμουν σε μια σκιερή δροσιά, στο κατώφλι του σπιτιού που νοικιάζαμε στην εξοχή, και διάβαζα στα μικρότερα ξαδέρφια μου, υπό τα τερετίσματα των τζιτζικιών, τις «Εφτά Πόλεις της Τσιμπόλα», που είχα δυο μέρες πριν αγοράσει απ’ το περίπτερο... Τα ξαδερφάκια μου, νήπια ακόμα και ανίκανα να διαβάσουν, με κοιτούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα, απορροφώντας σαν σφουγγάρι κάθε πρότασή μου – ακόμα και αν εγώ κάποιες στιγμές τα δούλευα και δεν διάβαζα μέσα απ’ το κόμιξ, μα αυτοσχεδίαζα, λέγοντας ό,τι εξυπνάδα μου κατέβαινε στο κεφάλι! Δεν είχε σημασία – και οι τρεις απολαμβάναμε την εμπειρία.

Οι «Εφτά Πόλεις της Τσιμπόλα», μεταξύ άλλων, στάθηκαν η εκείνη η ιστορία που επηρέασε τον σκηνοθέτη Τζορτζ Λούκας σε μια απ’ τις πλέον εμβληματικές σκηνές του «Ιντιάνα Τζόουνς» - ο λόγος για τη σκηνή με τον πελώριο, στρογγυλό βράχο, που απειλεί να ποδοπατήσει τον Ίντυ...

Αλήθεια, πόση παιδική ηλικία βρίσκεται στις μαγικές σελίδες αυτής της ιστορίας.



24 # Το Δαχτυλίδι Της Μούμιας (TheMummy'sRing, 1943)



Πρόκειται για μία από τις ιστορικότερες στιγμές στην πορεία του Ντόναλντ Ντακ στα κόμικς. Ο Καρλ Μπαρκς έχει πλέον αναλάβει όχι μόνο τον σχεδιασμό, μα και τη συγγραφή του σεναριού των ιστοριών του· και για πρώτη φορά ο χαρακτήρας που είχε γίνει ξακουστός απ’ τα κινούμενα σχέδια και τα χιουμοριστικά στριπ συμμετέχει σε μία πολυσέλιδη «σοβαρή» περιπέτεια, με αποχρώσεις που φέρνουν κατά νου τις εξορμήσεις του Τεν Τεν. 






Ο Ντόναλντ στο «Δαχτυλίδι της Μούμιας» είναι ένας πολύ διαφορετικός Ντόναλντ από τον οξύθυμο, ιδιόρρυθμο πάπιο που είχε συνηθίσει ο κόσμος μέχρι τότε. Γίνεται πρωταγωνιστής μιας περιπλάνησης μέχρι την Αίγυπτο, εμπλέκεται σε μυστήρια και κινδύνους και αντιμετωπίζει τρομακτικούς εχθρούς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το «Δαχτυλίδι της Μούμιας» σηματοδοτεί την ενηλικίωσή του στα κόμικς. Στο εξής θα υπήρχαν δύο διαφορετικοί Ντόναλντ: εκείνος της μεγάλης οθόνης... και εκείνος του Καρλ Μπαρκς.

Η ατμόσφαιρα απέχει πολύ από την ανάλαφρη διάθεση που επικρατούσε στο «Χρυσάφι του Πειρατή» - ο γενικός τόνος είναι σκοτεινότερος, τα πλάνα περισσότερο κινηματογραφικά, ενώ κάποιες σκηνές παραπέμπουν ως και σε ταινίες τρόμου της εποχής. Η επιρροή του Φλόυντ Γκόντφρεντσον και των στριπ του Μίκυ Μάους είναι εμφανής – μόνο που εδώ πρωταγωνιστές είναι ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια. Το ατμοσφαιρικό στυλ της ιστορίας εξάλλου και η κινηματογραφική αισθητική της ανήκουν εξ’ ολοκλήρου στον δημιουργό της. Το «Δαχτυλίδι της Μούμιας» έμελλε να είναι η πρώτη ανάμεσα σε πολλές από τις εξορμήσεις των παπιών σε εξωτικά περιβάλλοντα – όπως για παράδειγμα σε αφιλόξενες χώρες και μακρινούς πολιτισμούς. Ήταν ένας χώρος στον οποίο ο Καρλ Μπαρκς θα παρέδιδε πολλά διαμάντια ακόμα, αρκετά απ’ τα οποία θα τα δούμε στη συνέχεια της γραπτής μας περιπλάνησης.



23 # Η Χώρα Των Ηφαιστείων (Volcano Valley, 1947)



Τα χρόνια ανάμεσα στο 1943 και το 1949 σηματοδότησαν την εξέλιξη του Ντόναλντ Ντακ ως ήρωα των κόμικς και παράλληλα, την εξέλιξη του ίδιου του Καρλ Μπαρκς ως δημιουργού. Στα χέρια του Μπαρκς ο νευρικός πάπιος εν μέρει παρέμεινε ο εγωιστής, οξύθυμος, γκαντέμης και αλαζόνας χαρακτήρας που είχε γνωρίσει ο κόσμος στα κινούμενα σχέδια... μα μονάχα εν μέρει. Στις πολυσέλιδές του περιπέτειες ο Μπαρκς ανέδειξε σταδιακά μια περισσότερο πολύπλευρη πτυχή του χαρακτήρα, αποδεικνύοντας πως το Μέσο, σε τελική ανάλυση, επηρεάζει καθοριστικά το Μήνυμα: στην προκειμένη περίπτωση η εκτεταμένη αφήγηση μέσω των κόμικς επιτρέπει πολύ μεγαλύτερα χαρακτηρολογικά ανοίγματα συγκριτικά με τα περιορισμένης διάρκειας κινούμενα σχέδια (κάτι που φαίνεται ακόμα περισσότερο αν συγκρίνουμε τον μάλλον άχρωμο χαρακτήρα του Μίκυ Μάους στα καρτούν με τον συναρπαστικό δισδιάστατο ήρωα των στριπ του Γκόντφρεντσον).






Η «Χώρα των Ηφαιστείων» ανήκει στις αγαπημένες μου περιπέτειες του Ντόναλντ με τα ανιψάκια. Σε αντίθεση με τις πρώτες πολυσέλιδες ιστορίες όπως το «Δαχτυλίδι της Μούμιας», το χιούμορ εδώ εξισορροπείται ιδανικά με το στοιχείο της περιπέτειας. Πρόκειται για μία από τις πλέον «σουρεαλιστικές» εξορμήσεις των παπιών, ξέχειλη με μια σατιρική διάθεση τρέλας. Ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια καταλήγουν σε μια χώρα που περιβάλλεται από ηφαίστεια και από την οποία δεν μπορούν να δραπετεύσουν – μόνος τρόπος να φύγουν είναι να κάνουν μια πράξη που να τους αναδείξει σε... εθνικούς ήρωες! Αυτό σε μια χώρα στην οποία οι πάντες... κοιμούνται του καλού καιρού και στην οποία με ευκολία ο εθνικός ήρωας μετατρέπεται σε... εθνικός κίνδυνος! 

Δε νομίζω πως ο Μπαρκς είχε υπόψη του την πολιτική πραγματικότητα των κοινωνιών που ζούμε όταν έγραφε την ιστορία, μα είναι εξόχως ενδιαφέρουσες οι αναλογίες: Όταν μια κοινωνία κοιμάται, εύκολα κάποιος αποζητά ήρωες σε μεμονωμένα πρόσωπα, τους οποίους με ανάλογη ευκολία μετατρέπει σε κινδύνους.



22 # ΗΤύχηΤουΒορρά(The Luck Of The North, 1949)



Βρισκόμαστε πλέον στο έτος 1949 – κατά τη γνώμη μου μια κομβική στιγμή. Οι ιστορίες του Μπαρκς είχαν εισέλθει στο στάδιο της ωρίμανσής τους και η περίοδος ανάμεσα στο 1949 και το 1954 έμελλε να αποβεί η πλέον καρπερή για τον δημιουργό – δεν είναι τυχαίο πως από τις 21 ιστορίες που ακολουθούν στην κατάταξη, οι 15 προέρχονται από εκείνα τα χρόνια. Μεταξύ άλλων, ο χαρακτήρας του Ντόναλντ είχε εξελιχθεί και το σύμπαν των παπιών επεκτεινόταν διαρκώς με καινούργιους χαρακτήρες – ένας από τους οποίους ήταν και ο εκνευριστικά τυχερός Γκαστόνε. Η «Τύχη του Βορρά» περιστρέφεται γύρω από την αιώνια τύχη του και την προσπάθεια του Ντόναλντ να της πάει κόντρα – εις μάτην, άραγε;






Όλα ξεκινούν απ’ την επιθυμία του Ντόναλντ να καταστρώσει μια φάρσα στον ξάδερφό του, δημιουργώντας έναν ψεύτικο χάρτη θησαυρού και στέλνοντάς τον να περιπλανηθεί άσκοπα μέχρι τον παγωμένο Βορρά. Μα όπως αναφέραμε, ο Ντόναλντ δεν ήταν πλέον ένας μονοδιάστατος χαρακτήρας – σύντομα τον πιάνουν οι ενοχές και αποφασίζει να ακολουθήσει τον Γκαστόνε στο επικίνδυνο ταξίδι του και να του αποκαλύψει πως ήταν όλα μία φάρσα. Το αποτέλεσμα είναι μια περιπέτεια που συνδυάζει χιούμορ, χιόνια, Εσκιμώους, καράβια των Βίκινγκς και την σπαστική τύχη του Γκαστόνε. Τι καλύτερο, αλήθεια.



21 # Ο Χρυσός Ποταμός (TheGoldenRiver, 1958)



Μεταβαίνουμε πάλι στην δεκαετία του 50 και στις ιστορίες του Σκρουτζ. Ο «Χρυσός Ποταμός» είναι μια ιστορία που ισορροπεί, αριστοτεχνικά, ανάμεσα στο ρεαλισμό και το μύθο. Το μυθικό στοιχείο εμφανίζεται παράπλευρα, ως αφήγηση μέσα στην αφήγηση, ως θρύλος που αμφισβητείται και μοιάζει να χάνει κάθε νόημα, απορροφημένος στη δίνη της στυγνής αλήθειας: εκείνη της πεζής, οικονομικής πραγματικότητας που ζούμε. Μα εκεί που όλα μοιάζουν ρηχά και στερημένα κάποιας μορφής «μαγείας», ο μύθος επανεμφανίζεται και σμίγει με την πραγματικότητα, δίνοντας μια κατάληξη όμοια με εκείνη των παλιών παραμυθιών.







Ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια ζητούν ένα μικρό οικονομικό ποσό από τον σπαγγοραμένο θείο τους Σκρουτζ· εκείνος αρχικά αρνείται να το δώσει, μα στη συνέχεια αποφασίζει να γίνει γενναιόδωρος, επιζητώντας να αντλήσει ακόμα περισσότερα κέρδη από ένα ποτάμι που «ξεχειλίζει χρυσάφι όταν κάποιος κάνει μια καλή πράξη» - σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο του θρύλου. Ασφαλώς τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει στην πραγματικότητα – και αν το ποτάμι δείχνει να αναβλύζει χρυσό κάποιες στιγμές, αυτό δεν είναι παρά ένα τέχνασμα των ανιψιών, που προσπαθούν να πείσουν το θείο τους να τους δώσει τα χρήματα. Ο μύθος λειτουργεί ως πλαίσιο εξαπάτησης, προκάλυμμα της οικονομικής πραγματικότητας που διέπει κάθε ηθική, κάθε συμπεριφορά.


Μα η ιστορία δεν έχει πει την τελευταία της κουβέντα... Γιατί αν κάποιες φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται να είναι, ισχύει και το ακριβώς αντίθετο: κάποιες φορές εκείνο που φαίνεται, δια γυμνού οφθαλμού, είναι και η πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να πάμε παραπέρα. Κάποιες φορές οι σκιές στο πλατωνικό σπήλαιο αποδεικνύονται πιο ζωντανές απ’ την υποτιθέμενη αλήθεια. Δεν είναι ο μύθος εκείνος που μας εξαπατά· μα η πραγματικότητα που αποκρύβει την αληθινή διάσταση του μύθου.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...........



Η αντίστροφη καταμέτρηση των ωραιότερων ιστοριών του Καρλ Μπαρκς έχει συνέχεια... Ποιες είναι οι 20 αγαπημένες ιστορίες του; Σύντομα, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας.






Το Χρονικό της Τζαζ, μέρος ΙΙΙ: Οι Νύχτες του Σικάγο

$
0
0





Σικάγο, 1923. Νύχτες νοτισμένες με ποτό και απολαύσεις. Ένα μαγαζί παραδομένο στον καπνό απ’ τα τσιγάρα, βυθισμένο θα ‘λεγες σε όνειρο. Αινιγματικοί τύποι που γνέφουν με νόημα στο σκιόφως. Σκοτεινά βλέμματα που αντανακλούν τη λάμψη του χρυσού. Μια γυναίκα με κοντό μαλλί και λαμπερά δόντια, όμοια με διαμάντια. Μάτια γάτας, γουργούρισμα πάνθηρα. Ένα στέκι κατάμεστο από κόσμο, όπως φαντάζεσαι, αν και δυσκολεύεσαι να διακρίνεις τον διπλανό σου μες στην καταχνιά.

Μα είναι όλοι τους εδώ – το ξέρεις. Μιλούν, χορεύουν, γελούν και πίνουν, πίνουν ασταμάτητα· κόντρα στο νόμο, κόντρα στα ήθη. Ήταν 1919 όταν κηρύχθηκε παράνομη στη χώρα η παρασκευή, η διακίνηση και η πώληση αλκοολούχων ποτών – ήταν η Ποτοαπαγόρευση. Μα ο νόμος έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα: σαν μανιτάρια ξεφύτρωναν τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, το ένα μετά το άλλο, και οι ιδιοκτήτες τους έτριβαν τα χέρια τους με ικανοποίηση. Το παράνομο χρήμα έδινε κι έπαιρνε και τα κέρδη φούσκωναν τις τσέπες (και τις κοιλιές) των βασιλιάδων της νύχτας. Η Ποτοαπαγόρευση έμοιαζε με φράγμα που προσπαθούσε να εμποδίσει το χείμαρρο μιας εποχής ολόκληρης – γιατί στα χρόνια της Δεκαετίας του 20 η κοινωνία μεταμορφωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς, πέρα από νόμους και διατάξεις που κατόρθωναν μόλις να ξύσουν την επιφάνεια ενός κοχλάζοντος ηφαιστείου, έτοιμου να εκραγεί. Θέλοντας ν’ αποτινάξει από πάνω του το βάρος ενός Παγκοσμίου Πολέμου, γυρίζοντας σελίδα στο παρελθόν και αδιαφορώντας για το μέλλον, ο κόσμος επέλεξε να αφεθεί στην ασυδοσία – ή τη λησμονιά – της νύχτας. Το ποτό ήταν το έμβλημα της νέας εποχής. «Ξέχασε τά όλα!», το σύνθημά της.

Το Lincoln Gardens ήταν τον καιρό εκείνο το μεγαλύτερο κέντρο χορού του Σικάγο. Τα βράδια τα πλήθη συνωστίζονταν για να πιουν, να ερωτοτροπήσουν, να αφεθούν, να λογομαχήσουν, να ζυγιάσουν βλέμματα, να κάνουν μπίζνες. Μα και για να παρακολουθήσουν την πιο καυτή μπάντα των καιρών: τη μπάντα του Joe “King” Oliver. Έχοντας μεταναστεύσει στο Σικάγο απ’ τη Νέα Ορλεάνη, όπως έκαναν χιλιάδες μαύροι τον καιρό εκείνο, ο Τζόε Όλιβερ μετέφερε στις αποσκευές του τον ανανεωτικό αέρα της μουσικής της πολιτείας του. Ήταν μια καινούργια μουσική που συνάρπαζε τα πλήθη. Ορισμένοι την αποκαλούσαν «Τζας» ή «Τζαζ» - μια λέξη ριζωμένη στη σλανγκ ορολογία των καιρών – μα ο περισσότερος κόσμος την ονόμαζε απλά “Hot Music”. Και αν τα περασμένα χρόνια οι λευκοί μουσικοί είχαν πρώτοι ηχογραφήσει μια εκδοχή αυτής της μουσικής, οι γνώστες ήξεραν καλά πως η αυθεντική Hot Music ήταν υπόθεση των μαύρων και πως η Νέα Ορλεάνη ήταν η πατρίδα της. Ανάμεσά τους, ο Τζόε Όλιβερ ήταν ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς – εξ’ ού και το παρατσούκλι «Κινγκ» Όλιβερ, με το οποίο έγινε γνωστός.

Ο Κινγκ Όλιβερ ήταν ένας γιγαντόσωμος, εντυπωσιακός τύπος μ’ ένα σημάδι πάνω από το αριστερό του μάτι. Εισήγαγε άφθονες καινοτομίες στο παίξιμο της κορνέτας όπως τα mutes ή η μίμηση ανθρωπίνων ήχων, όπως για παράδειγμα ο ήχος ενός μωρού που κλαίει. Και η μπάντα του υπήρξε η πρώτη αφροαμερικανική πετυχημένη μπάντα, σε μια εποχή που στις ηχογραφήσεις κυριαρχούσαν οι μπάντες των λευκών – απομιμήσεις, οι περισσότερες, του στυλ που πρώτοι καθιέρωσαν οι μαύροι. Ασφαλώς ούτε λόγος να γίνεται για μεικτά συγκροτήματα, απαρτιζόμενα από λευκούς και μαύρους μουσικούς μαζί · η δεκαετία του 20 έφερε πολλές ελευθερίες μεν, μα κάτι τέτοιο φάνταζε ακόμα αδιανόητο.


King Oliver's Creole Jazz band


Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μουσικής του Κινγκ Όλιβερ ήταν η δημιουργία ηχητικών υφών (textures), όμοιες με τις υφές που διέπουν μια ζωγραφική σύνθεση. Οι μουσικοί του έμοιαζαν περισσότερο με εικαστικούς: συνέθεταν ήχους που έμοιαζαν με αναλογίες και προσμίξεις χρωμάτων. Βασίζονταν περισσότερο στη διαίσθηση, όχι στην κωδικοποιημένη δομή της νότας και της κλίμακας που χαρακτηρίζει τη δυτική παράδοση. Ήταν μουσική που έφερνε κατά νου τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της αφρικανικής μουσικής – που φάνταζε σαν φυσική συνέχεια μιας ιστορίας χιλιετιών. Ήταν η αυθεντική Τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Υπήρχε κι ένας ακόμα μουσικός που ξεχώριζε στη μπάντα του Κινγκ Όλιβερ, παίζοντας δεύτερη κορνέτα. Ήταν ένας μάλλον παχουλός νεαρός, λίγο μαζεμένος, του οποίου το όνειρο από μικρός ήταν να παίξει στο πλευρό του ινδάλματός του – και νά που τα κατάφερε τελικά. Ο νεαρός αυτός είχε δύο χαρακτηριστικά. Το ένα ήταν πως έτεινε να παίζει τόσο δυνατά την κορνέτα, που έφτανε κάποιες φορές ως και να επισκιάζει με το παίξιμό του τον ίδιο τον αρχηγό της μπάντας – κάτι ανεπίτρεπτο! Το άλλο ήταν το χαμόγελό του: ένα χαμόγελο που κυριολεκτικά άστραφτε, σκορπίζοντας την καταχνιά, φεγγοβολώντας στο σκοτάδι.

Ήταν ο Λούις Άρμστρονγκ. Και σήμερα, στο τρίτο μέρος του ταξιδιού μας στην Ιστορία της Τζαζ, θα μιλήσουμε γι’ αυτόν – μα όχι μόνο. Επιβιβαστείτε.






Η Μεγάλη Μετανάστευση – Από τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο



«Μια από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της μουσικής της Νέας Ορλεάνης είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της συνέβη στο Σικάγο», αναφέρει ο ιστορικός Ted Giola στο βιβλίο του για την Ιστορία της Τζαζ. Πραγματικά, αν η Νέα Ορλεάνη υπήρξε η σπίθα, η εστία απ’ την οποία ξεπήδησε η φλόγα, ήταν το Σικάγο το μέρος στο οποίο η φλόγα έγινε φωτιά.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 20 είδαν μία από τις μεγαλύτερες εσωτερικές μεταναστεύσεις στη σύγχρονη ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Πάνω από 50.000 Αφροαμερικανοί εγκατέλειψαν το Νότο και κατέφτασαν στο Σικάγο, αποζητώντας ευκαιρίες για δουλειά και μια καλύτερη ζωή. Στο Νότο οι συνθήκες έφταναν να γίνουν ανυπόφορες. Ο αποκλεισμός απέναντι στους μαύρους ήταν στοιχείο της καθημερινότητας, ενώ τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 10 είχαν γνωρίσει μια αλματώδη άνοδο της δημοτικότητας της Κου Κλουξ Κλαν. Απέναντι στη φρικτή πραγματικότητα τα μοναδικά εφόδια που είχε συνήθως ένας νεαρός μαύρος, ήταν το ταλέντο του στη μουσική και μια τρομπέτα στο χέρι. Μα στην ανεμοδαρμένη πολιτεία του Σικάγο, κάποιες φορές, τα εφόδια αυτά ήταν αρκετά – τουλάχιστον για τους ικανότερους ή τους πιο τυχερούς.

Δεν ήταν όμως κάποια επίσημη κρατική πολιτική, ή κάποια κοινωνική μεταρρύθμιση εκείνη που καθιστούσε το Σικάγο μια πόλη γεμάτη ευκαιρίες· όχι, ήταν το οργανωμένο έγκλημα εκείνο που επέτρεψε την άνθιση της μουσικής στην πόλη. Γιατί στα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης δεν υπήρχε μεγαλύτερη επιχειρηματική ευκαιρία για τους Νονούς της νύχτας, από την ενασχόληση με τα κέντρα διασκέδασης και την παράνομη διακίνηση ποτού. Και ασφαλώς μπορούμε να φανταστούμε όλοι πως κέντρο διασκέδασης ή μπαρ δίχως ζωντανή μουσική είναι αδιανόητο. Νά λοιπόν πως αναπτύχθηκε η Τζαζ στην πόλη – και πως βρήκαν δουλειές τόσοι και τόσοι μουσικοί την εποχή εκείνη.



Nightlife by Archibald John Motley, Jr.


Στο Σικάγο κατευθύνονταν οι πάντες – η πόλη προσέλκυε τις μάζες σαν φωτεινή πηγή μες στο σκοτάδι. Οι επαγγελματικές ευκαιρίες αφορούσαν λευκούς και μαύρους. Μα όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, ήταν αδιανόητο να δει κάποιος τον καιρό εκείνον κάποια μεικτή φυλετικά μπάντα. Υπήρχαν τα συγκροτήματα των λευκών από τη μία· και των μαύρων ή των μιγάδων απ’την άλλη. Σε δισκογραφικό επίπεδο αντίστοιχα, υπήρχαν οι δίσκοι των λευκών και οι δίσκοι των μαύρων – γνωστοί και ως “Race Records”. 

Οι τελευταίοι είχαν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση – ο κόσμος διψούσε για «μαύρη» μουσική, κόντρα στις ανησυχητικές κωδωνοκρουσίες των συντηρηρητικών ηθικολόγων, που θεωρούσαν πως η μουσική αυτή αντανακλά την γενικευμένη κατάπτωση των ηθών. Ήδη εν έτει 1913 μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης προειδοποιούσε: «Υπάρχει η τάση η Αμερική να γίνει θύμα του συλλογικού πνεύματος των Νέγρων, μέσα από τη λεγόμενη Ragtime μουσική; Εάν ναι, τότε πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχτεί η χώρα από τον επικείμενο κίνδυνο... εκτός κι αν είναι πια αργά. Η Ragtime μουσική συμβολίζει την πρωτόγονη νέγρικη μουσική και τους ηθικούς περιορισμούς του νεγρικού τύπου».

Δυστυχώς για τους ηθικολόγους, ήταν πια αργά. Το Ragtime είχε μετεξελιχτεί σε Jazz – και κόντρα στις απαγορεύσεις, τα κέντρα που άνθιζε αυτή η μουσική έκαναν χρυσές δουλειές στα χρόνια της δεκαετίας του 20. Και το «επικίνδυνο νέγρικο στοιχείο» κατέκλυζε ολοένα και περισσότερο τη ζωή και τα ήθη των Αμερικανών και της νεολαίας· μιας νεολαίας διψασμένης για διασκέδαση, για μουσική, για έρωτα, μα πάνω απ’ όλα... για ελευθερία. Σε τελική ανάλυση ο κόσμος των γονιών τους – ο κόσμος που συμβόλιζε την κυρίαρχη ηθική μιας παλαιότερης εποχής είχε καταλήξει στο αιματοκύλισμα ενός γενικευμένου Πολέμου. Ας γίνουμε ανήθικοι λοιπόν! φαίνεται να σκέφτηκαν τα πλήθη των καιρών. Και δίχως ενοχές παραδόθηκαν στις απολαύσεις μιας εποχής με έμβλημα τους ήχους της Τζαζ.







Οι Μεγάλες Κυρίες των Μπλουζ



Οι πρώτες μαζικά αναγνωρίσιμες μορφές της μαύρης μουσικής ήταν οι μεγάλες κυρίες των Μπλουζ. Σε μια εποχή που μια γυναίκα με μαύρο χρώμα δέρματος ταυτιζόταν ή με στερεότυπα νοικοκυράδων και ευτραφών υπηρετριών (“Big Mama”), ή με φορείς ελαφράς ψυχαγωγίας και πόρνες, οι πρώτες αυτές κυρίες των Μπλουζ ανέδειξαν μια περισσότερο δυναμική πτυχή του γυναικείου φύλου: εκείνου της γυναίκας που παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και τραγουδά, με πάθος, για την πραγματικότητα που ζει. Εδώ δεν υπάρχει επιτήδευση, δεν υπάρχει σκέρτσο, εδώ η γυναίκα δεν υποδύεται κάποιο θεατρικό ρόλο. Είναι ο εαυτός της· τα λόγια ξεπηδούν ωμά από το στόμα της, ξέχειλα με την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας που ζει. Μα το άρωμα γυναίκας είναι πανταχού παρόν – ίσως περισσότερο από ποτέ.

Τα λόγια τους ήταν η πραγματικότητα που εξιστόρησαν, σε στίχους, τα Blues. Γεννημένα στον αμερικανικό Νότο, όμοια με πίνακες κοινωνικού ρεαλισμού ή με τα έργα κάποιου νατουραλιστή συγγραφέα, τα πρώιμα αγροτικά Μπλουζ δεν προορίζονταν για διασκέδαση – μα για έκφραση, για εκφόρτιση, για λύτρωση μέσα από τη μουσική και τον προσωπικό στίχο. Αναφερθήκαμε στην αρχική ανάπτυξη των Μπλουζ στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας (κλικ εδώ). Ο W.C. Handy, καταγράφοντας τη μουσική και μπολιάζοντάς τη με τις ισχύουσες μουσικές φόρμες των καιρών, γεφύρωσε τις αποστάσεις ανάμεσα στον κόσμο της επαρχίας και στον κόσμο της πόλης – ανάμεσα στο προσωπικό και το δημοφιλές. Το επόμενο βήμα δεν άργησε να γίνει. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 20 τα Μπλουζ του Δέλτα μετανάστευσαν κι αυτά με τη σειρά τους. Από τα χωράφια, τις αλέες, τους χωματόδρομους και τα κακόφημα μπαρ μετακόμισαν στα θέατρα και τα καμπαρέ. Είχαν γίνει παιδιά της Πόλης και της Νύχτας και αφέθηκαν να μεταμορφωθούν, υπό τους προβολείς και τη λάμψη των φώτων. Μα η αυθεντικότητα που χαρακτήριζε την αρχέγονη μορφή τους ήταν ακόμα εκεί.

Η αστικοποιημένη νέα εκδοχή των Μπλουζ καθιερώθηκε με την ονομασία «Κλασικά Μπλουζ» (Classic Blues). Δύο υπήρξαν τα προεξέχοντα χαρακτηριστικά τους: η παρουσία μιας μπάντας από χάλκινα, συχνά απαρτιζόμενης από μουσικούς της Τζαζ (ενώ στην αυθεντική μορφή τους τα Μπλουζ δεν ήταν παρά ο τραγουδιστής και η κιθάρα του) · και η κεντρική θέση μιας γυναίκας τραγουδίστριας.


Ma Rainey and fan


Εν μέρει ήταν μια στροφή στην παράδοση του αμερικανικού Vaudeville και των θεατρικών Minstrel Show. Σκοπός της μπάντας ήταν πρωτίστως να διασκεδάσει – η παρουσία της γυναίκας στον κεντρικό ρόλο προσέδιδε το αναγκαίο σεξ απίλ και τη λάμψη που χρειαζόταν για να προσελκύσει τα πλήθη. Βρισκόμαστε στις πόλεις εξάλλου, και στον κόσμο των νυχτερινών κέντρων δεν έχει σημασία η καλλιτεχνική ή η προσωπική έκφραση – μα η ψυχαγωγία. Τα Μπλουζ, έχοντας εγκατασταθεί στα αστικά κέντρα, φόρεσαν το ένδυμα που τους αναλογούσε: πλουμισμένο με αστραφτερά κοσμήματα και υποσχόμενο ηδονές.

Μα ο ίδιος ο Ρόμπερτ Τζόνσον, παίζοντας μοναχός με την κιθάρα του, αποζητούσε να μαγέψει το γυναικείο κοινό της εποχής του· τα μπλουζ έβριθαν πάντα από μια μυστηριώδη σεξουαλική δύναμη, πρωτόγονη μα βαθιά μαγνητική, σχεδόν ζωώδης. Τα Κλασικά Μπλουζ έφεραν τις γυναίκες τραγουδίστριες στο προσκήνιο, ενισχύοντας στο έπακρο τον αρχέγονο αυτό μαγνητισμό τους, μπολιάζοντάς τον με το στοιχείο της προσωπικής αφήγησης. Όταν τραγουδούσε η Μπέσσυ Σμιθ (Bessie Smith) ο κόσμος κρεμόταν απ’ τα χείλη της· ένιωθες κάθε λέξη της να πάλλεται, να αιωρείται στον ρυθμό της νύχτας, σαν καπνός από τσιγάρο που σε περιτυλίγει. Γνώριζες πως κάθε στίχος, κάθε ιστορία που ξεπηδούσε απ’ τα χείλη της, ήταν αυθεντική. Σχεδόν λες και σου εξομολογούνταν κάποιο περιστατικό της ζωής της. Δεν είχε σημασία αν το είχε όντως ζήσει ή όχι – αρκούσε η αίσθηση που σου μετέδιδε, η υποψία πως μπροστά στα μάτια σου ξετυλίγεται κάποια αληθινή ιστορία.

Ήταν κάτι διαφορετικό από όσα είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε. Ήταν ψυχαγωγία – μα ήταν και πολλά περισσότερα. Ήταν το άρωμα γυναίκας που έφεραν οι πρώτες αυτές Κυρίες των Μπλουζ – της αληθινής γυναίκας, όχι της γυναίκας κακέκτυπο, όχι της γυναίκας στερεότυπο. Της γυναίκας που αγαπάει, ερωτεύεται, υποφέρει, μένει μόνη, καταστρέφεται, ελπίζει. Της γυναίκας που δεν προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από μάσκες, μα λέει αυτό που νιώθει, πράττει εκείνο που αισθάνεται, παίρνει τη ζωή στα χέρια της. Ακούγοντας τη Μπέσσυ Σμιθ, βλέποντας την επιβλητική παρουσία της πάνω στη σκηνή, ήξερες πως όλα αυτά είναι αληθινά – τα ύψη και τα βάθη, κάθε στίχος, κάθε εγκατάλειψη, κάθε προσδοκία. Τίποτα δεν είναι απλά ψυχαγωγία εδώ, τίποτα δεν είναι μόνο σόου.



Bessie Smith


Στην εφηβεία της η Μπέσσυ Σμιθ περιόδευε με τη μπάντα της Μα Ρέινι (Ma Rainey). H Μα Ρέινι θεωρείται, όχι άδικα, ως «μητέρα» των Μπλουζ και η επιρροή που είχε στη νεαρή Μπέσσυ ήταν σίγουρα υψηλή. Σημαντικός σταθμός υπήρξε εξάλλου η πρώτη ηχογράφηση μίας άλλης μεγάλης κυρίας των Μπλουζ, της Mamie Smith, εν έτει 1920. Το τραγούδι “Crazy Blues” σημείωσε τεράστια επιτυχία και καθιέρωσε, ουσιαστικά, όχι μόνο τα Κλασικά Μπλουζ, μα και το σύνολο των “Race Records” – των φυλετικών δίσκων, από τους οποίους πολλές δισκογραφικές άρχισαν να έχουν παραρτήματα, βλέποντας πόσο μεγάλη απήχηση είχαν. Μια διαφήμιση των Black Swan Records ανέφερε χαρακτηριστικά: “the only records using exclusively negro voices”, περήφανη για την παρουσία «αυθεντικών νέγρικων φωνών» στους δίσκους της.

Η Έθελ Γουότερς (Ethel Waters) ήταν μία ακόμα από τις μεγάλες κυρίες των καιρών. Σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία τόσο ως τραγουδίστρια, όσο και ως ηθοποιός, ήταν η αγαπημένη του λευκού κοινού. Η καθαρή φωνή της ερχόταν σε αντίθεση με την βραχνάδα της Μπέσσυ Σμιθ. H απήχησή της υπήρξε τόσο μεγάλη, που έφτασε να εμφανιστεί headliner στο Palace της Νέας Υόρκης – ήταν η πρώτη φορά που μια μαύρη καλλιτέχνις κατόρθωνε κάτι τέτοιο. Άραγε να γνώριζε το καλοντυμένο κοινό που συνωστιζόταν στο πολυτελές κέντρο πως η Έθελ είχε γεννηθεί από βιασμό; Λογάριαζαν άραγε οι φιλήσυχοι αστοί πως το κορίτσι αυτό ήταν στα 10 της χρόνια αρχηγός μιας συμμορίας παιδιών που έκλεβαν για να ζήσουν και επόπτευαν τους δρόμους, προειδοποιώντας τις πόρνες και τους προαγωγούς τους για τυχών ύποπτες κινήσεις; «Δεν είχα ποτέ παιδική ηλικία, ποτέ δεν με αγκάλιασε, δεν με χάιδεψε, δεν με κατάλαβε η οικογένειά μου», είχε πει η Έθελ – μία από τις πρώτες ντίβες, αυθεντική όσο ελάχιστες.

Και η πραγματικότητά της δεν ήταν η εξαίρεση – μα ο κανόνας για την πλειοψηφία των μαύρων την εποχή εκείνη. Ευτυχώς, κάποιοι είχαν το ταλέντο και την τύχη να αναδειχτούν, όπως η Έθελ. Άλλοι – οι περισσότεροι – απλά χάθηκαν μες στην αφάνεια.


Ethel Waters

Για να επιζήσεις σ’ έναν τέτοιο κόσμο χρειαζόταν όχι μόνο τύχη, μα πυγμή, δυναμισμός. Και ήταν ο δυναμισμός εκείνος από τον οποίο ξεχείλιζε η προσωπικότητα της  Μπέσσυ Σμιθ. Ήταν Ιούλιος του 1927 όταν μια ομάδα μελών της Κου Κλουξ Κλαν επιχείρησαν να αναστατώσουν μια παράστασή της. Η Μπέσσυ δεν πτοήθηκε· βγήκε έξω με τις γροθιές της σηκωμένες, προκαλώντας τους, υψώνοντας τη βροντερή φωνή της. Τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν το έβαλαν στα πόδια.

Η Μπέσσυ ήταν μια γυναίκα κυριολεκτικά ασυγκράτητη. Συχνά επιθετική, πίνοντας ασταμάτητα, απολύτως ανοιχτή απέναντι στη σεξουαλικότητά της, διατηρώντας σχέσεις τόσο με άντρες όσο και με γυναίκες, και ερμηνεύοντας τραγούδια με τίτλους όπως “Empty Bed Blues”, “Need A Little Sugar In My Bowl” και “You’ve Got To Give Me Some”, σκανδάλισε τα πλήθη των καιρών της – δίνοντας ταυτόχρονα πάτημα στους ηθικολόγους για να καταδικάσουν τα Blues και τη Τζαζ, παρουσιάζοντάς τα σαν μουσικές «εκφυλισμένες», συνώνυμες της «παρακμής της εποχής». Πρώτη έδωσε το καλούπι πάνω στο οποίο θα έκτιζαν αργότερα τη μορφή τους μορφές όπως η Billie Holiday και η Janis Joplin. Ήταν μια γυναίκα που γύρεψε να ζήσει ελεύθερα σ’ έναν κόσμο που σκανδαλιζόταν και μόνο στη σκέψη. Μια μαύρη που θέλησε να εκφραστεί σ’ έναν κόσμο λευκών. Έναν κόσμο παραδομένο στο χρήμα και στα κέρδη, που έβλεπε σ’ εκείνην το σκάνδαλο και την παρακμή – και τη φοβόταν δίχως να το παραδέχεται.

Η ίδια αυτή γυναίκα έδινε μεγάλο μέρος απ’ τα έσοδά της σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ δεν δίσταζε ποτέ να βοηθήσει κάποιο φίλο σε ανάγκη. Η παρουσία της ενέπνευσε πλήθος άλλων – γυναικών και αντρών – που αισθάνονταν καταπιεσμένοι και γύρευαν κάποια διέξοδο σ’ ένα περιβάλλον που δεν ήταν πλασμένο στα μέτρα τους. Καθιερώθηκε όχι μόνο σαν η σημαντικότερη Μπλουζ τραγουδίστρια των καιρών της, μα ως μία από τις μεγαλύτερες παρουσίες της εποχής. Πέθανε σε ηλικία 43 χρόνων.

Κι επιστρέφουμε στα χρόνια που περιγράφουμε... Κάπου στα μισά της δεκαετίας του 20 η Bessie Smith συνεργάστηκε με τον αναδυόμενο, τα χρόνια εκείνα, Louis Armstrong. H Μπέσσυ στη φωνή, ο Λούις στην τρομπέτα. Ο Άρμστρονγκ βρισκόταν σε μια καμπή της ιστορίας του – έχοντας σταδιακά αναπτύξει το δικό του προσωπικό ύφος και νιώθοντας πως οι μπάντες με τις οποίες είχε συνεργαστεί δεν κάλυπταν πλέον τις δημιουργικές ανάγκες του. Η επαφή με την Μπέσσυ ενδεχομένως να στάθηκε καταλυτική για τον νεαρό Λούις. Η ερμηνεία των δυο τους στο “Saint Louis Blues” παραμένει, κατά τη γνώμη μου, η βαθύτερη και η πιο ανατριχιαστική εκδοχή του περίφημου αυτού τραγουδιού – ανάμεσα στις τόσες και τόσες που υπάρχουν. Ακούγοντας τη φωνή της Μπέσσυ νιώθεις να σε κατακλύζει μια βαθιά αισθαντικότητα, ένα πηγαίο συναίσθημα μιας γυναίκας που υποφέρει. Και ακούγοντας την τρομπέτα του Λούις Άρμστρονγκ να τη συνοδεύει, συχνά μιμούμενη τη φωνή της, κάνοντας να ξεπηδούν ήχοι που δε θυμίζουν μουσικό όργανο... συνειδητοποιείς πως εκείνο που ακούς δεν είναι παρά ο αντίλαλος της δικής σου, προσωπικής φωνής, μεταμφιεσμένης σε νότες. Άκου πως χορεύουν αρμονικά, τρομπέτα και φωνή, πως σμίγουν και χωρίζουν, πως συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, πως τυλίγονται σ’ έναν αδιάσπαστο δεσμό.

Έτσι έκαναν τα Μπλουζ και η Τζαζ την εποχή εκείνη. Γι’ αυτό και η ιστορία τους είναι τόσο στενά συνυφασμένη.



Bessie Smith


Το πλατύ χαμόγελο της μουσικής



Όταν η Αλίκη συνάντησε τη Γάτα του Τσέσαϊρ στην «Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων» της έκανε εντύπωση το πλατύ χαμόγελό της· κι ενώ η γάτα γινόταν σταδιακά αόρατη, το χαμόγελό της ήταν το τελευταίο που έσβηνε – έμενε να αιωρείται, λευκή ημισέληνος που λαμποκοπούσε στο σκοτάδι. Ένα χαμόγελο που έμοιαζε να λέει πάντα περισσότερα από εκείνα που φανέρωνε. Ένα χαμόγελο που έμοιαζε να δανείζει το φως του στα άστρα που το περιέβαλαν, πλουμίζοντας λάμψη το μαύρο ουρανό.

Ο ουρανός της μουσικής θα φέρει για πάντα τη λάμψη απ’ το ζωογόνο, πλατύ χαμόγελο του Louis Armstrong. Ήταν πάντα εκεί – στους καλούς καιρούς και στους δύσκολους καιρούς, το ίδιο πλατύ, το ίδιο ζωογόνο. Και η μουσική Τζαζ έμελλε να γνωρίσει σε αυτόν το πρώτο μεγάλο της αστέρι – ένα από τα μεγαλύτερα που στεφάνωσαν ποτέ τον πολύφωτό της ουρανό.

Πολύς κόσμος σήμερα γνωρίζει τον Λούις Άρμστρονγκ μέσα από τα τραγούδια του. Και είναι γεγονός πως η χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής του επηρέασε πλήθος τραγουδιστών την εποχή εκείνη. Ωστόσο ο Άρμστρονγκ ήταν πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας πελώριος μουσικός – ένας πραγματικός καινοτόμος της τρομπέτας, ένας τολμηρός πρωτοπόρος που άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική του 20ου αιώνα. Με τον Άρμστρονγκ ουσιαστικά ξεκινά η εποχή του σολίστα – τίποτα ποτέ δεν θα ήταν ξανά ίδιο, αφού ο «Σάτσμο» είχε πια κάνει το πέρασμά του, σκορπώντας γύρω του εύθυμες νότες και μουσικά χαμόγελα...






Γεννήθηκε σ’ ένα τόσο βίαιο μέρος της Νέας Ορλεάνης που ονομάστηκε «πεδίο μάχης». Η μητέρα του δούλευε συχνά σαν πόρνη για να τα βγάλει πέρα, ενώ ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει από νωρίς την οικογένεια, για να ζήσει με την ερωμένη του. Η ζωή του δρόμου ήταν η καθημερινότητα του μικρού Λούι. Εφτά χρονών παρέδιδε κάρβουνο στις κακόφημες συνοικίες του περίφημου Storyville – και κάποιες φορές έστηνε αυτί πίσω από τις πόρτες, ακούγοντας τη μουσική που ξεχυνόταν από κάποιο παλιό πιάνο ή καμιά ξεχαρβαλωμένη κορνέτα, πνιγμένη πίσω από ξεφτισμένα βογκητά ηδονής. Έτσι ήταν που ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του Τζόε Όλιβερ – του ινδάλματός του. Έτσι ήταν που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική και ο ίδιος.

Στα 11 του χρόνια παράτησε το σχολείο και δημιούργησε την πρώτη του μπάντα. Το Storyville (γνωστό και ως «Συνοικία των Κόκκινων Φώτων») υπήρξε το πεδίο εξόρμησής τους, ο πρώτος συναυλιακός τους χώρος. Οι πόρνες και οι θαμώνες των μπουρδέλων πιθανό να αποτέλεσαν το πρωταρχικό κοινό του. Δες πως χαμογελούσε ο μικρός! Λες και παρέδιδε κονσέρτο σε κάποιο πολυτελές μέγαρο! Το χαμόγελο ήταν από τότε χαραγμένο στα χείλη του.

Το 1914, τον καιρό που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη, ο έφηβος Λούις έπαιζε σε κακόφημα μπαρ και παρελάσεις, προκαλώντας ήδη εντυπώσεις με το δυνατό του παίξιμο. «Έχει ταλέντο ο μικρός», φαίνεται σκέφτηκε αρκετός κόσμος την εποχή εκείνη. Τα επόμενα χρόνια δοκίμασε την τύχη του παίζοντας μουσική σε ατμόπλοια που διέσχιζαν τον Μισσισσιπή – το ταξιδιάρικο πνεύμα είχε εισχωρήσει για τα καλά μέσα του και η μουσική του έμοιαζε να διαχέεται απ’ την μια πολιτεία στην άλλη, όμοια με τα ρέοντα νερά του ποταμού.

Κάποια στιγμή μάλιστα παντρεύτηκε τον πρώτο του έρωτα, μια νεαρή που ονομαζόταν Νταίζυ. Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ. Παρά τις αντιξοότητες δεν το έβαζε κάτω ο νεαρός Λούις – και πάντα έβρισκε λόγους να χαμογελάει – ακόμα και όταν διαπίστωσε πως τα θέλγητρα του γάμου δεν ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Μα αν η συζυγική ζωή του χαρακτηριζόταν από μια γενικότερη αστάθεια, τα μουσικά του βήματα τον έφερναν πάντα ένα βήμα παραπέρα. Κάπως έτσι λοιπόν, βήμα στο βήμα, ταξίδι στο ταξίδι, κατέληξε κι αυτός στο Σικάγο εν έτει 1922, παρέα με το πελώριο κύμα της μετανάστευσης που αναφέραμε. Κάπως έτσι η μουσική που γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη έκανε το επόμενό της βήμα.







Λούις και Λιλ. Ο χρυσός στην πέτρα.



Τον καιρό εκείνο η Τζαζ υπήρξε μια κατεξοχήν συλλογική μουσική έκφραση· όπως αναφέραμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας (κλικ εδώ), η πρωταρχική Τζαζ της Νέας Ορλεάνης χαρακτηριζόταν από μια διάθεση ομαδικότητας, στην οποία δεν ξεχώριζε ακόμα η ατομική φωνή του σολίστα. Από τη μία υπήρχαν οι μπάντες των λευκών, γνωστές και ως «Ντίξιλαντ» (Dixieland)· και από την άλλη οι μπάντες των μαύρων (η μουσική των οποίων συχνά αποκαλούνταν “hot music”). Μα αν σε κάθε μπάντα υπήρχαν κάποια μέλη που ξεχώριζαν ή ένας αρχηγός, ήταν η συλλογική αίσθηση εκείνη που είχε σημασία εν τέλει, όχι η ατομική φωνή του κάθε μουσικού. Αν υπήρχαν σόλο, ήταν όλα μικρής διάρκειας, δημιουργημένα ώστε να προσαρμόζονται αρμονικά στην σφαιρική σύνθεση, όχι να ξεχωρίζουν.

Έτσι είχε η κατάσταση και στη μπάντα του Τζόε «Κινγκ» Όλιβερ, που όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, υπήρξε η δημοφιλέστερη μαύρη μπάντα των καιρών. Ο Όλιβερ υπήρξε διορατικός: είχε ακούσει για το παίξιμο του νεαρού Λούις και είχε συνειδητοποιήσει πως ο ταλαντούχος αυτός μουσικός μπορεί να συνεισφέρει θετικά στο συγκρότημά του. Γνώριζε εξάλλου πως ο νεαρός τον θαύμαζε και τι καλύτερο για ένα δάσκαλο, από το να παίζει στην ίδια μπάντα με έναν χαρισματικό του μαθητή – αρκεί να μην ξεπερνάει τα όρια και να θυμάται φυσικά πως δεν παύει να είναι ένας μαθητής. Σε τελική ανάλυση ήταν η μπάντα του King Oliver – και αυτός ήταν ο βασιλιάς της.






O Armstrong εμαθε πολλά από το δάσκαλό του – κάποιες φορές μάλιστα απογοητευόταν, καθώς αδυνατούσε να αναπαράγει τον ήχο της κορνέτας του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προσπάθησε να μιμηθεί το σόλο του Oliver στο “Dippermouth Blues”, δίχως όμως επιτυχία. Οι μικρές αυτές αποτυχίες ενίοτε τον αποθάρρυναν, άλλες φορές όμως τον πείσμωναν. Ήθελε να γίνει καλύτερος, να ξεπεράσει το δάσκαλό του, να φτάσει ακόμα ψηλότερα.

Όλοι κάποιες φορές έχουμε ανάγκη από μια ώθηση· έναν άνθρωπο που θα μας σπρώξει προς την σωστή κατεύθυνση· κάποιον που θα εντοπίσει το πολύτιμο μέταλλο που κρύβουμε, σε ακατέργαστη μορφή, μέσα στο σκληρό μας πέτρωμα και θα μας βοηθήσει να το εξορύξουμε· εκείνον που θα δώσει διέξοδο στις θετικές πλευρές του εαυτού μας, που συχνά κρύβουμε και ενίοτε αγνοούμε πως υπάρχουνε. Σε έναν κόσμο που συχνά πράττει το ακριβώς αντίθετο, καλλιεργώντας ό,τι ανούσιο και αρνητικό υπάρχει στους εαυτούς μας, λειτουργώντας σαν καθρέπτης που αντανακλά μόνο τις ελαττωματικές πλευρές μας (γιατί ίσως έτσι αισθάνεται ανώτερος ο ίδιος), το να αναδεικνύεις τις θετικές πτυχές των άλλων συνιστά έργο σπάνιο, μα πολύτιμο. Έχουμε περισσότερη ανάγκη από τέτοιους σκαπανείς, τέτοιους εκσκαφείς πολύτιμων μετάλλων... και λιγότερους λιθοβολιστές. Περισσότερη ενθάρρυνση και λιγότερη επίθεση. Γιατί από πέτρες, κούφιες, σκληρές και αδιάφορες... έχουμε γεμίσει.

Τέτοιος εκσκαφέας στάθηκε για τον Λούις Άρμστρονγκ μια γυναίκα: η Λιλ Χάρντιν (Lil Hardin). Μουσικός η ίδια, πιανίστα, και συμπαίχτης του στη μπάνα του Κινγκ Όλιβερ. Ήταν εκείνη που συνειδητοποίησε όσο κανένας άλλος το μέγεθος των ικανοτήτων του και το γεγονός πως στη μπάντα του Κινγκ Όλιβερ είχε φτάσει πλέον να περιορίζεται. Λένε πως στις ηχογραφήσεις τον έβαζαν να παίζει σε απόσταση από όλα τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, προκειμένου να μην τους θάβει με το παίξιμό του – τόσο δυνατό ήταν, τόσο επιβλητικό. Μα αν η επίσημη γραμμή του συγκροτήματος ήταν πως ο Άρμστρονγκ όφειλε να αυτοπεριορίζεται προκειμένου να μην διαταραχτεί η μουσική ισορροπία (ή ιεραρχία, αν προτιμάτε), η Λιλ διαπίστωσε πως η πολιτική αυτή κατέληγε να στερεί έναν άνθρωπο από το πλήρες ξεδίπλωμα των ικανοτήτων του.

Μα ήταν και κάτι ακόμα: Η Λιλ είχε ερωτευτεί τον ταλαντούχο, πλην ατσούμπαλο αυτόν μουσικό.




Όταν τον είχε δει για πρώτη φορά, έχοντας καταφτάσει στο Σικάγο με μια βαλίτσα στο χέρι κι ένα αφελές χαμόγελο στο πρόσωπο, της είχε κάνει εντύπωση η προχειρότητα των ρούχων του, η επαρχιώτικη διάθεση που αναδείκνυε με την εμφάνισή του. Έμοιαζε με χωριατόπουλο που είχε καταφτάσει στη μεγάλη πόλη – εκτός τόπου και χρόνου. Και σα να μην έφταναν αυτά, τον είχε θεωρήσει χοντρό – πολύ χοντρό. Ναι, η πρώτη εντύπωση που έκανε ο χοντρο-Λούι στη Λιλ κάθε άλλο παρά θετική ήταν.

Μέχρι που ξεκίνησαν οι συναυλίες της μπάντας – και τότε η Λιλ άρχισε να συνειδητοποιεί πως το ακατέργαστο, άγαρμπο, ατσούμπαλο αυτό κομμάτι πέτρας με το πλατύ χαμόγελο κρύβει μέσα του χρυσάφι. Και τον αγάπησε. Και θέλησε να τον βοηθήσει. «Μπορείς να κάνεις περισσότερα απ’ αυτό, πολύ περισσότερα», του είπε. Και ο Λούις την κοιτούσε με μάτια που πετούσαν σπίθες, όμοιες με τη λάμψη της τρομπέτας του.

Ο Λούις και η Λιλ τελικά παντρεύτηκαν – ήταν ο δεύτερος γάμος του Άρμστρονγκ. Και η Λιλ στο εξής θα λεγόταν κυρία Λιλ Άρμστρονγκ.



H Lil Hardin και ο Louis Armstrong μετά από χρόνια...


Η ανάδειξη των Hot Five



Ο άνεμος της μουσικής εξάπλωνε τις νότες του σαν κύματα στη θάλασσα. Κι εκείνες διέσχιζαν τις πολιτείες, από τη μία στην άλλη, σκορπίζοντας γύρω τους άφθονες προσδοκίες. Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε ο πρωταρχικός καμβάς της Τζαζ, από τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο... και από το Σικάγο στη Νέα Υόρκη. Ήταν εκεί εν έτει 1924 ένας φιλόδοξος συνθέτης που ονομαζόταν Fletcher Henderson. O Χέντερσον επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα μουσικό κράμα που θα ενσωματώνει στοιχεία της μαύρης «χοτ» μουσικής απ’ τη μία, μα εντός ενός περισσότερο κομψευόμενου «λευκού» περιτυλίγματος απ’ την άλλη. Κάλεσε λοιπόν τον Άρμστρονγκ στη μπάντα του κι εκείνος πήρε το τρένο για τη Νέα Υόρκη...

Δεν έμελλε να κάτσει για καιρό. «Ο Φλέτσερ δεν με πήγαινε όπως ο Κινγκ Όλιβερ», είπε αργότερα ο Άρμστρονγκ. «Είχε ταλέντο αξίας ενός εκατομμυρίου στη μπάντα του, μα ποτέ δεν σκέφτηκε να με αφήσει να τραγουδήσω». Τον καιρό εκείνο, βλέπετε, ο Άρμστρονγκ είχε αρχίσει να δοκιμάσει πράγματα – καθοδηγούμενος απ’ τις συμβουλές της, γυναίκας του πλέον, Λιλ, επιθυμούσε να ξεφύγει απ’ το συνοδευτικό ρόλο της δεύτερης τρομπέτας. Το τραγούδι ήταν ένας απ’ τους τομείς που τον ενδιέφεραν – άγνωστος, ακόμα, στον ίδιο. Μα τα πράγματα στη μπάντα του Φλέτσερ Χέντερσον ήταν περισσότερο σφικτά από πριν, περισσότερο περιοριστικά.

Τότε ήταν που αντήχησε στ’ αυτιά του μια κουβέντα της Λιλ – μια φράση που θα τον συνόδευε για πάντα: «Δεν θέλω να είμαι παντρεμένη με έναν δεύτερο».



Lil Hardin


Ο Άρμστρονγκ εγκατέλειψε τη μπάντα του Χέντερσον – και αποφάσισε πια ν’ ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Το μεγάλο Ρολόι της Τζαζ φτάνει σ’ ένα κομβικό σημείο· οι δείκτες σμίγουν με νόημα· και τίποτα πια δεν θα ήταν ίδιο, ποτέ ξανά, για τη μουσική του εικοστού αιώνα.

Τον καιρό εκείνο ο Άρμστρονγκ συμμετείχε σε μια σειρά συνθέσεων του Clarence Williams και της μπάντας του, των Blue Five. Πλάι στον Άρμστρονγκ έπαιζε ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος κλαρινετίστας και σαξοφωνίστας, ο Σίντνεϊ Μπεσέτ (Sidney Bechet). Θα επανέλθουμε στον Μπεσέτ στο επόμενο μέρος του αφιερώματός μας – για την ώρα αρκεί να αναφέρουμε πως η συνύπαρξη των δυο τους στην ίδια μπάντα στάθηκε μία από τις κορυφαίες συναντήσεις μουσικών της δεκαετίας – λίγο πριν αποκαλύψουν στον κόσμο το πραγματικό τους μεγαλείο.

Τελικά ο ήρωας της ιστορίας μας επιστρέφει στο Σικάγο – πίσω στη γυναίκα του που τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Και τότε ήταν που αποφάσισαν να σχηματίσουν μια μπάντα, καλώντας μουσικούς της δικής τους επιλογής, γράφοντας οι ίδιοι τη μουσική, με τον Άρμστρονγκ πλέον να είναι μπροστάρης. Αυτό μετά από πρόταση του συναδέλφου μουσικού και παραγωγού Richard M. Jones. Για πρώτη φορά το δικό του όνομα θα δέσποζε στο συγκρότημα, όχι κάποιου άλλου. Και η Λιλ χαμογελούσε με νόημα. «Εγώ θα παίζω πιάνο», του είπε... «εσύ τρομπέτα. Ο Τζόνι στο κλαρινέτο, ο Κιντ τρομπόνι, ενώ μπορούμε να έχουμε κι ένα μπάντζο για να με συνοδεύει στο ρυθμό. Τις συνθέσεις θα τις γράφουμε οι δυο μας, μαζί».

Έτσι γεννήθηκαν οι Hot Five. Ο Louis Armstrong στην τρομπέτα. Η Lil Hardin-Armstrong στο πιάνο. Ο ξακουστός Kid Ory στο τρομπόνι. Ο μοναδικός Johnny Dodds στο κλαρινέτο. Και ο Johnny St. Cyr στο μπάντζο και, ενίοτε, στην κιθάρα.

Κι εδώ πραγματικά δυσκολεύομαι. Δυσκολεύομαι να περιγράψω και να εξηγήσω τη σημασία αυτής της μπάντας. Πολύ απλά, χωρίς τους Hot Five (και τη μπάντα που τους διαδέχτηκαν τα επόμενα χρόνια, τους Hot Seven) δεν θα υπήρχε Τζαζ όπως την γνωρίζουμε. Και όχι μόνο – η σύγχρονη μουσική στο σύνολό της θα ήταν διαφορετική. Κι αυτό γιατί με τους Hot Five, εν έτει 1925, ξεκινά ουσιαστικά η εποχή του σολίστα.

Και ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ο πρωτοπόρος.



Hot Five

Οι Hot Five υπήρξαν ουσιαστικά μια μπάντα του στούντιο και των ηχογραφήσεων – σπάνια έπαιζαν ζωντανά μπροστά σε κόσμο. Μα ίσως αυτό να απελευθέρωσε κάποιες δημιουργικές δυνάμεις που, αλλιώς, θα παρέμεναν κρυμμένες. Οι πρώτες ηχογραφήσεις τους δεν ξεχωρίζουν ιδιαίτερα απ’ τις παλιότερες συνθέσεις του Κινγκ Όλιβερ και του συλλογικού αυτοσχεδιασμού της Νέας Ορλεάνης. Μάλλον ο Άρμστρονγκ εισχωρούσε, βήμα βήμα, από τα ρηχά στα βαθιά. Στην πορεία του προς την άγνωστη ενδόχωρα, διέσχιζε πρώτα τις γνώριμες σε όλους παραλίες.

Σταδιακά η τρομπέτα του Άρμστρονγκ άρχισε να αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο. Από το “Cornet Chop Suey” ως το “Oriental Strut”, το καινούργιο άρχιζε να ξεπροβάλλει μέσα από το παλιό. Τα κομμάτια, αν και σύντομα σε διάρκεια (πράγμα που σχετίζεται με τη χωρητικότητα των δίσκων της εποχής), παραχωρούσαν περιθώριο στους μουσικούς για να ελιχθούν, να αποδράσουν απ’ το πλαίσιο της ομάδας και να μιλήσουν με τη δική τους προσωπική φωνή. Το συλλογικό παίξιμο παραχωρούσε τη θέση του σε κάποιο σύντομο σόλο, μετά ένα άλλο, μέχρι που ξεκινούσαν πάλι να παίζουν όλοι μαζί – αυτά ενώ το πιάνο, το μπάντζο ή η κιθάρα κρατούσαν το ρυθμό.

Σύνθεση στη σύνθεση, ο Άρμστρονγκ ξεδίπλωνε όλο και περισσότερες πτυχές των ικανοτήτων του. Η τρομπέτα του έφτανε σταδιακά να ζωγραφίζει σε αόρατους καμβάδες ηχοτρόπια μοναδικής έμπνευσης. Και όσοι είχαν την τύχη να ακούσουν τη μουσική εκείνη συνειδητοποίησαν, για πρώτη ίσως φορά, πως η «Τζαζ» για την οποία τόσος κόσμος μιλούσε, δεν ήταν απλά μια μόδα ή ένα κατασκεύασμα της νυχτερινής ψυχαγωγίας ή της κουλτούρας της μάζας... μα μια νέα μορφή τέχνης. Πολλά έμελλε να γίνουν ακόμα... μα η αρχή είχε γίνει. Και εκείνο που κατόρθωσε ο Λούις Άρμστρονγκ τα χρόνια εκείνα δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία αυτής της μουσικής.





Κάποια στιγμή άρχισε και να τραγουδάει. Άλλοτε με εκείνο το χαρακτηριστικό «γρέτζο» της φωνής του, άλλοτε πάλι σε στυλ τενόρου. Και όπως όλοι οι μουσικοί τον καιρό εκείνο επηρεάστηκαν από το παίξιμό του, αντίστοιχα όλοι οι τραγουδιστές επηρέαστηκαν από το φωνητικό του στυλ. Μεταξύ άλλων, ξακουστό είναι και το τραγούδι “Heebie Jeebies” του 1926: ήταν το τραγούδι που καθιέρωσε το χαρακτηριστικό στη Jazz “scat singing” – το τραγούδι με τα ακατανόητα, δίχως λέξεις, παιχνιδιάρικα φωνητικά που μοιάζουν να απομιμούνται κάποιο μουσικό όργανο.

Και το χαμόγελο που έλαμπε σα μισοφέγγαρο αχτιδοβολούσε· και οι μουσικοί του απελευθέρωναν ολοένα και μεγαλύτερες δυνάμεις που, ως τότε, έμεναν κρυμμένες σε κάποιο ορυχείο μέσα τους. Ακούστε το ‘Gut Bucket Blues” του 1926 ή το “Willie The Weeper” του 1927, για παράδειγμα, δείτε πως τα σόλο διαδέχονται χαρούμενα το ένα το άλλο, από το τρομπόνι του Kid Ory και το κλαρινέτο του Johnny Dodds ως το πιάνο της Lil   και το μπάντζο του St. Cyr, και θα διαπιστώσετε πως η αλλαγή είχε πια γίνει – και είχαν επηρεαστεί οι πάντες. Το μισοφέγγαρο είχε απλώσει τη λάμψη του στα γειτονικά αστέρια.

Κι ενώ η δεκαετία του 20 καλπάζει με φρενίτιδα στις πιο ξέφρενες στιγμές της, η δική μας ιστορία φτάνει, για άλλη μια φορά, στο τέλος της. Μέχρι τη συνέχεια του αφιερώματός μας φυσικά... γιατί έχουμε πολλά ακόμα να πούμε, κύριοι.


Συνεχίζεται.............


Μουσικές επιλογές














Το Χρονικο της Τζαζ... μέχρι τώρα. Τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος:




Μέρος ΙΙ – Τα Φώτα Της Νέας Ορλεάνης



από την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #3: Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες

$
0
0




Το φως της μέρας φεύγει· η σκόνη της καθημερινότητας μαζί της· και τα φώτα στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανάβουν για άλλη μια φορά. Μικρά, θερμά φώτα που τρεμοπαίζουν παιχνιδιάρικα, τέτοια που αποκαλύπτουν πάντα λιγότερα από εκείνα που φαντάζεσαι – γιατί στον κόσμο του βιβλίου η φαντασία είναι σημαντικότερη από την άμεση αίσθηση. Και αν η φαντασία απουσιάζει από μεγάλη μερίδα κόσμου, να ξέρεις πως δεν είναι τυχαίο – λίγοι απ’ αυτούς επισκέπτονται, μεμονωμένα έστω, τον κόσμο του βιβλίου.

Το Λαγούμι ξεδιπλώνει τις σπείρες με τα ράφια του μπροστά σου – κάθε βιβλιοθήκη και μια άλλη κατεύθυνση, ένας διαφορετικός προορισμός. Από τον αρχέγονο Κήπο της Εδέμ στα Τάρταρα, από το ουτοπικό Ελ Ντοράντο στη δυστοπία του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου, από τα πέρατα της γης στα πέρατα της ανθρώπινης ψυχής  - κάποιες φορές είναι εξίσου μεγάλες οι αποστάσεις, μα και το ίδιο κοντινές. Θα συναντήσεις βιβλιοθήκες κάθε είδους. Άλλες είναι ευθείες, όπως ευθεία και άμεσα είναι τα βιβλία που περιέχουν. Άλλες θα τις δεις με κλίση, καθώς περιλαμβάνουν βιβλία που μιλούν με πλάγιο τρόπο για πράγματα και καταστάσεις. Κάποιες είναι σε σπιράλ: οι μισές έχουν ανηφορική κατεύθυνση και τα βιβλία τους είναι μια μικρή ανηφόρα από μόνα τους – θέλουν προσοχή και κόπο, μα στο τέλος βγαίνεις δυνατότερος. Άλλες έχουν κατηφορική κλίση και η ανάγνωση των βιβλίων τους σε παρασύρει και σε ξεκουράζει – μόνο που είναι ευκολότερο να πέσεις. Εν τέλει κατήφορος και ανήφορος είναι ο ίδιος δρόμος, όπως έλεγε εκείνος ο σοφός (θα βρεις βιβλίο δικό του στο Ράφι υπ’ αριθμόν 3244, παράρτημα 6).

Δεν ξέρω ποιος είναι ο δρόμος ο δικός σου, φίλε αναγνώστη. Στον κόσμο του βιβλίου κανένας δρόμος ποτέ δεν είναι ίδιος. Μπορώ όμως να σου παρέχω κάποιους μικρούς ταξιδιωτικούς προορισμούς – βιβλία για να αράξεις τα πανιά σου... και βιβλία για να ξεχυθείς στο πέλαγο. Η τελική επιλογή είναι δική σου.



Hσκοτεινή πλευρά του παραμυθιού






«Γύρισε να κοιτάξει και είδε μέσα στο σκοτάδι δυο μαύρες φιγούρες, σκεπασμένες με δυο τσουβάλια από κάρβουνα, που χοροπηδούσαν πίσω του στη μύτη των ποδιών τους, σαν δυο φαντάσματα [...]. Ύστερα δοκίμασε να το βάλει στα πόδια. Δεν είχε όμως προλάβει να κάνει ούτε το πρώτο βήμα, όταν ένιωσε να τον αρπάζουν από τα χέρια και άκουσε δύο φριχτές, βραχνές φωνές, να του λένε: "Ή τη τσάντα σου, ή τη ζωή σου!" [...]

Τότε ο πιο κοντός δολοφόνος, αφού έβγαλε ένα μαχαίρι, προσπάθησε να το βάλει ανάμεσα στα χείλη του... Αυτός όμως, γρήγορος σαν αστραπή, του δάγκωσε αμέσως το χέρι και αφού του το έκοψε με τα δόντια, το έφτυσε. Και φανταστείτε την έκπληξη του όταν, αντί για χέρι κατάλαβε πως είχε φτύσει ένα γατίσιο πoδάρι [...].

Παίρνοντας θάρρος από την πρώτη αυτή νίκη, λευτερώθηκε βάζοντας όλη του τη δύναμη, από τα νύχια των δολοφόνων, και πηδώντας τον φράχτη του δρόμου, το βαλε στα πόδια μέσα στα χωράφια [...]. Ύστερα από ένα απελπισμένο τρέξιμο που κράτησε σχεδόν δύο ώρες, έφτασε τέλος λαχανιασμένος μπροστά στο σπίτι και χτύπησε.

Δεν πήρε καμία απάντηση.

Ξαναχτύπησε ακόμα πιο δυνατά, γιατί άκουγε να πλησιάζουν τα βήματα και η βαθιά και πνιγμένη ανάσα των δύο που τον κυνηγούσαν. [...] Τότε βγήκε στο παράθυρο ένα όμορφο κοριτσάκι με γαλάζια μαλλιά και ένα πρόσωπο άσπρο, σαν κέρινη κούκλα, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Το κοριτσάκι, δίχως διόλου να σαλέψουν τα χείλη του, είπε με μια φωνούλα που έμοιαζε να'ρχεται απ'τον άλλο κόσμο:

- Σ'αυτό το σπίτι δεν υπάρχει κανείς. Όλοι είναι πεθαμένοι.

- Άνοιξε μου τουλάχιστον εσύ! φώναξε, κλαίγοντας και παρακαλώντας.

- Και εγώ πεθαμένη είμαι.

- Πεθαμένη; Και τότε τι κάνεις εκεί στο παράθυρο;

- Περιμένω το φέρετρο που θα'ρθει να με πάρει.

Μόλις είπε αυτά τα λόγια το κοριτσάκι χάθηκε και το παράθυρο ξανάκλεισε χωρίς κανένα θόρυβο».


***


Κι όμως, το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε δεν προέρχεται από κάποιο σύγχρονο βιβλίο τρόμου, αλλά από τον "Πινόκιο"του Κάρλο Κολόντι. Έργο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1881.

Γιατί στα παραμύθια και τα παιδικά βιβλία του παλιού καιρού υπήρχαν πολύ περισσότερες σκοτεινές στιγμές από όσες τελικά άφησαν να φανούν οι καλογυαλισμένες, εξιδανικευμένες διασκευές τους του 20ου αιώνα. Ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε, μελλοντικά.



Μια εξομολόγηση του Διαβόλου






«Είμαι άνθρωπος συκοφαντημένος. Να, εσύ μου κοπανάς κάθε λεπτό πως είμαι βλάκας. Πως φαίνεται πως είσαι νέος. Φίλε μου, το μυαλό δεν είναι το παν! Είμαι από του φυσικού μου καλόκαρδος και χαρούμενος [...], κι όμως η τύχη μου είναι πολύ πιο σοβαρή. Από κάποιον προαιώνιο καθορισμό, που δε μπόρεσα ποτέ μου να τον καταλάβω, έχω ταχθεί "ν'αρνιέμαι", τη στιγμή που είμαι ειλικρινά καλόκαρδος και καθόλου ικανός για άρνηση.

Όχι, τράβα ν'αρνιέσαι, χωρίς άρνηση δε μπορεί να υπάρχει κριτική και τι σόι περιοδικό θα βγαίνει αν δεν έχει "στήλη κριτικής"; Χωρίς κριτική θα υπάρχει μονάχα "ωσαννά". Για τη ζωή όμως δεν αρκεί η "ωσαννά", πρέπει αυτή η "ωσαννά"να περάσει από το καμίνι της αμφιβολίας, και ούτω καθεξής, στο ίδιο στυλ. Εδώ που τα λέμε δεν ανακατώνομαι, δεν είμαι εγώ ο δημιουργός, δεν είμαι εγώ ο υπεύθυνος. Βρήκανε, λοιπόν, έναν αποδιοπομπαίο τράγο, τον βάλανε να γράφει τη στήλη της κριτικής και δημιουργήθηκε η ζωή.

Εμείς την καταλαβαίνουμε αυτήν την κωμωδία. Εγώ, λ.χ., απαιτώ απλά και σκέτα την εκμηδένιση μου. Όχι, μου λένε, πρέπει να ζήσεις, γιατί χωρίς εσένα δε μπορεί να γίνει τίποτα. Αν πήγαιναν όλα καλά στη γη, δε θα συνέβαινε τίποτα. Χωρίς εσένα δε θα υπάρχει κανένα γεγονός, χρειάζεται όμως να γίνονται γεγονότα. Υπηρετώ, λοιπόν, με σφιγμένη την καρδιά, για να συμβαίνουν γεγονότα και φτιάχνοντας παράλογα πράγματα κατ'εντολή. Οι άνθρωποι παίρνουν όλη αυτή την κωμωδία για κάτι σοβαρό, παρά την αναμφισβήτητη νοημοσύνη τους. Αυτή είναι η τραγωδία τους...

Υποφέρουν φυσικά... Ζουν όμως, ζουν πραγματικά κι όχι φανταστικά, γιατί ο πόνος είναι ακριβώς η ζωή. Τι ευχαρίστηση θα υπήρχε χωρίς πόνο. Τα πάντα θα μεταβάλλονταν σε μιαν ατελείωτη δέηση: είναι βέβαια, άγια πράγματα, αλλά κάπως ανιαρά.

Και γω; Υποφέρω, κι όμως, δε ζω. Είμαι το χι σε μιαν ακαθόριστη εξίσωση. Είμαι ένα φάσμα της ζωής που έχει απολέσει όλες τις αρχές κι όλα τα τέλη και που ξέχασε και ο ίδιος τελικά πως να ονομάσει τον εαυτό του...»


***


Λόγια ενός κυρίου, σωστού τζέντλεμαν, ντυμένου σ’ ένα "ντεμοντέ καφέ σακάκι και έχοντας ένα μυτερό γενάκι", που επισκέφτηκε σ’ έναν εφιάλτη τον Ιβάν Καραμάζοφ, κάποιο κρύο βράδυ του χειμώνα... Τον έχουν πει και "διάβολο"– σε μία από τις κλασικότερες εμφανίσεις του στην ιστορία της λογοτεχνίας.

Από τους "Αδερφούς Καραμάζοφ", του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, σε μετάφραση Κ. Σίνου.



Η παραδοξότητα του Ωραίου






"Το ωραίο είναι πάντα παράδοξο. Δεν θέλω να πω ότι είναι ηθελημένα, ψυχρά παράδοξο, γιατί σ'αυτήν την περίπτωση θα ήταν ένα τέρας, που ξεφεύγει από τις γραμμές της ζωής. Λέω ότι περιέχει πάντα λίγη παραδοξότητα, παραδοξότητα απλοϊκή, όχι ηθελημένη, και ότι είναι ακριβώς αυτή η παραδοξότητα που δημιουργεί το Ωραίο".


Σαρλ Μπωντλαίρ, "Περί της Σύγχρονης Ιδέας της Προόδου στον Χώρο των Καλών Τεχνών" (1868).

Στην εικόνα ο πίνακας του Henry Fuseli "Η Τιτάνια Αγκαλιάζει τον Μπότομ", του 1792-93.



Από το Ημερολόγιο του Κάφκα






Από το ημερολόγιο του Κάφκα. 15 Αυγούστου του 1913. Το “γράμμα” που αναφέρει αρχικά αφορά τη μνηστή του, Felice Bauer, σχετικά με τον γάμο τους.


«"Αγωνία στο κρεβάτι, καθώς πλησίαζε η αυγή. Η μόνη λύση που έβλεπα ήταν να πηδήξω απ'το παράθυρο. Η μητέρα μου ήρθε στο κρεβάτι μου και ρώτησε αν είχα στείλει το γράμμα και αν αυτό περιείχε το αρχικό μου κείμενο. Απάντησα ότι ήταν το αρχικό κείμενο, με μερικές αλλαγές για να γίνει ακόμη οξύτερο. Είπε πως δε με καταλαβαίνει. Απάντησα ότι σίγουρα δε με καταλαβαίνει, και όχι μόνο σ'αυτό το ζήτημα.

Αργότερα με ρώτησε αν είχα γράψει στο θείο Άλφρεντ. “Δικαιούται ένα γράμμα”, είπε. Ρώτησα γιατί. “Έχει τηλεγραφήσει, έχει γράψει, έχει πάντα στην καρδιά του εσένα και την ευτυχία σου”. “Αυτές είναι τυπικότητες”, είπα, “μου είναι παντελώς ξένος, έχει μια εντελώς λανθασμένη εικόνα για μένα, δεν ξέρει τι επιθυμώ και τι χρειάζομαι, δεν έχω τίποτα κοινό μαζί του”.

“Δηλαδή κανείς δεν σε καταλαβαίνει εσένα”, είπε η μητέρα μου. “Υποθέτω ότι κι εγώ σου είμαι ξένη, το ίδιο και ο πατέρας σου. Άρα όλοι θέλουμε το κακό σου”.

“Ασφαλώς και δεν θέλετε το κακό μου. Ωστόσο, μου είστε όλοι ξένοι. Συνδεόμαστε μονάχα εξ αίματος, όμως το αίμα ούτε φαίνεται, ούτε μπορεί να εκφραστεί”».



Νίτσε και ελευθερία






"Toπάθος είναι καλύτερο από τη στωικότητα και την υποκρισία. Η ειλικρίνεια, ακόμη και στο κακό, είναι καλύτερη από το να χαίρεσαι μέσα στην ηθικότητα της παράδοσης. Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να είναι καλός ή κακός, αλλά ο ανελεύθερος άνθρωπος είναι όνειδος για τη φύση και δεν έχει μερίδιο σε καμιά ουράνια ή επίγεια παρηγοριά.

Τέλος, όποιος θέλει να γίνει ελεύθερος, πρέπει να γίνει ελεύθερος από μόνος του. Η ελευθερία δεν πέφτει ποτέ σαν θαυμαστό δώρο στα χέρια κανενός".


Φρίντριχ Νίτσε. Από τους "Παράκαιρους Στοχασμούς" (1873-76). Στην εικόνα σχέδιο του Νίτσε από τον Έντβαρτ Μουνκ.




Το παλάτι με τα Ζώα του Λόρδου Βύρωνα






«Στην έπαυλή του, εκτός από τους αμέτρητους υπηρέτες, κατοικούν δέκα άλογα, οκτώ πελώρια σκυλιά, τρεις πίθηκοι, πέντε γάτες, ένας αετός, ένα κοράκι και ένας γύπας, και όλα αυτά τα ζώα, με εξαίρεση τα άλογα, κυκλοφορούν ελεύθερα στο σπίτι, το οποίο όπως φαντάζεσαι αντηχεί από τις παράξενες φωνές τους...

Ωστόσο, αφού είχα σφραγίσει αυτό το γράμμα, διαπίστωσα ότι η καταμέτρηση των ζώων, σ'αυτό το παλάτι της Κίρκης, ήταν λανθασμένη, διότι μόλις διασταυρώθηκα στις σκάλες με πέντε παγώνια, έξι φασιανούς, δύο ινδικά χοιρίδια και έναν αιγυπτιακό γερανό.

Αναρωτιέμαι ποιοί ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, προτού μεταμορφωθούν σε αυτά τα αλλόκοτα όντα».


***


Λόγια του ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, περιγράφοντας τη βίλα του φίλου του, λόρδου Βύρωνα, στην οποία και φιλοξενούνταν τον καιρό εκείνο. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Πηγή το “Britannica” του Χάρη Βλαβιανού.

Ο Σέλλεϋ και ο Μπάιρον ανήκαν στους βασικούς εκπροσώπους του ρομαντικού κινήματος. Και ο Ρομαντισμός είχε ανυψώσει τη Φύση ως το απόλυτο αντικείμενο του δέους και του θαυμασμού του. Μα η "φύση"των ρομαντικών δεν ήταν οι βόλτες στα πάρκα ή στην εξοχή, οι βουτιές στη θάλασσα και μερικές γλάστρες στο μπαλκόνι. Τα ζώα των ρομαντικών δεν ήταν κατοικίδια κλεισμένα σε κλουβιά.

Φύση ήταν το υψηλό, το ανείπωτο, εκείνο που είναι αδύνατο να περιγράψουμε απόλυτα με λόγια - δε μπορούμε παρά να το ιχνηλατήσουμε, σαν εξερευνητές ή θαλασσοπόροι σε θάλασσες άγριες και αφιλόξενες. Φύση είναι ελευθερία, μα μια ελευθερία πέρα από νόμους και συμβάσεις, μακριά απ'το καλό και το κακό. Και ο άνθρωπος, δεν είναι παρά μέρος της, ένα ζώο όπως όλα, κλεισμένο στο κλουβί που ο ίδιος έχτισε, παλεύοντας να απελευθερωθεί.

Στην εικόνα ο πίνακας του ρομαντικού ζωγράφου Edwin Henry Landseer, τιτλοφορούμενος "Ο Isaac van Amburgh και τα Ζώα του", του 1839.



H θάλασσα του Καρκαβίτσα






«Από µικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήµατα µου να ειπείς, στο νερό τα έκαµα. Το πρώτο µου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουµίνια µ'ένα ξυλάκι ορθό στη µέση για κατάρτι, µε δυο κλωστές για παλαµάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και µε την πύρινη φαντασία µου που το έκανε µπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα µε καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήµουν και γω εκεί µέσα. Μόλις όµως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάµω άλλο µεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιµανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ'ακολούθησα κολυµπώντας ως την εµπατή του λιµανιού που το πήρε το ρέµα µακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύµπι πρώτος - τα λέπια µου έλειπαν.

- Μωρέ, γεια σου, και συ θα µας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν µ'έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.

Εγώ καµάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους [...]

Ναι - την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα να απλώνεται απ'τ'ακρωτήρι ως πέρα, πέρα µακριά, να χάνεται στα ουρανοθέµελα σαν ζαφειρένια πλάκα, στρωτή, βουβή και πάσχιζα να µάθω το µυστικό της. Την έβλεπα, οργισµένη άλλοτε, να δέρνει µε αφρούς τ'ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κ'έτρεχα µεθυσµένος να παίξω µαζί της, να τη θυµώσω, να την αναγκάσω να µε κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω µου, όπως πειράζουµε αλυσοδεµένα τ'αγρίµια».

Ανδρέας Καρκαβίτσας. Από το διήγημα "Η Θάλασσα", γραμμένο το 1898.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής νατουραλιστικής σχολής – διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό νιώθεις σχεδόν λες και βρίσκεσαι εκεί. Αισθάνεσαι τον αέρα, νιώθεις την άμμο κάτω απ'τα πόδια σου, ακούς τον παφλασμό του κύματος, ενώ παρατηρείς τις ψαρόβαρκες που φεύγουν.


Συνεχίζεται....


Οι προηγούμενες περιπλανήσεις μας στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας:







Η Κουλτούρα της Νεοελληνικής Παρακμής

$
0
0




Το αποψινό θέμα μας διαφέρει από τα άλλα. Είναι οι τέχνες, μα από την ανάποδη... είναι η εικόνα τους αντεστραμμένη στον καθρέπτη, παραμορφωμένη, στρεβλή. Πυρήνας κάθε μορφής τέχνης είναι η δημιουργικότητα και η αισθητική, μα στη σημερινή μας περιπλάνηση θα μιλήσουμε για τον ολικό εκφυλισμό αυτών των χαρακτηριστικών. Για το μεταλλαγμένο στυλ ζωής που ονομάζεται Lifestyle και «διασκέδαση» στην νεοελληνική κουλτούρα των πρόσφατων δεκαετιών – την κουλτούρα του νεοπλουτισμού, της επιδειξιομανίας και των λουλουδιών στην πίστα. Την κουλτούρα του μεγάλου εμπορεύσιμου Τίποτα. Ένα φαινόμενο που μετρά λίγες μόνο δεκαετίες ζωής – με κύρια σημεία αιχμής τη δεκετία του 80 και του 90 – μα το οποίο συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, στις μέρες της κρίσης.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι σημαντικό τώρα στο ξεκίνημα: Η «νεοελληνική κουλτούρα» στην οποία αναφέρομαι δεν περιορίζεται στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Βρίσκεται παντού. Τη συναντούμε στις γιγαντοαφίσες των δρόμων· στα περιοδικά και τις εφημερίδες· στις τηλεοπτικές εκπομπές· στις διαφημίσεις· στην τύπισσα που καμαρώνει επειδή αγόρασε μια τσάντα δύο χιλιάδων ευρώ· στον τύπο που καυχιέται για το ανοιχτό αμάξι του και κάνει βόλτες στην παραλιακή με τη μουσική στη διαπασών· βρίσκεται στις πόλεις, μα ακόμα περισσότερο, τη συναντούμε στην επαρχία· στα μπαρ· στις μοδάτες καφετέριες· στις «διακοπές στη Μύκονο»· στη γλώσσα των γηπέδων· στις επιλογές διασκέδασης· στις καταναλωτικές συμπεριφορές· ως και στο φλερτ· στις συζητήσεις· στις αντιλήψεις γύρω από τον έρωτα και τις σχέσεις.

Τη συναντούμε και στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook· στις επιδεικτικές selfies, τα ανούσια check-inκαι τα προκατασκευασμένα like. Στις φτηνές ατάκες και στα ανόητα site. Μια ρηχή πραγματικότητα που μας καταδυναστεύει, που μας πνίγει στην επιφάνειά της. Και αν επιθυμείς να κάνεις τη διαφορά στην πραγματικότητα αυτή... συχνά νιώθεις πως είσαι μόνος σου, στο τέλος. Απελπιστικά μόνος σου.

Συχνά μετακινούμαι με τα λεωφορεία της πόλης. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω παρατηρήσει αφίσες με γνωστούς τραγουδιστές της πίστας στις στάσεις. Βλέπεις τα αλαζονικά τους πρόσωπα μεγενθυμένα, να σε παρατηρούν με τα κενά τους μάτια και να σου λένε «δίνω στο τάδε μέρος παραστάσεις, μη με χάσεις». Μη χάσεις την ευκαιρία να πληρώσεις 100 ευρώ για ένα τραπέζι και να μου ρίξεις λουλούδια στη σκηνή. Και όλα αυτά για να δεις εμένα, ένα Τίποτα με κεφαλαίο, έναν ανύπαρκτο δημιουργικά και πνευματικά άνθρωπο, να «ψυχαγωγώ» τον κόσμο και να χρυσοπληρώνομαι γι’ αυτό. Μα πόσο λιγότερες είναι εκείνες οι αφίσες που προβάλλουν ανεξάρτητους δημιουργούς... Πόσο ανύπαρκτοι είναι οι ραδιοφωνικοί ή οι τηλεοπτικοί σταθμοί που υποστηρίζουν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση, πέρα από τα όρια της βιομηχανίας της διασκέδασης. Πέρα από βύσματα, γνωριμίες, πελάτες και συμφέροντα. Πόσο μηδαμινή είναι η σχολική εκπαίδευση πάνω σε όλα αυτά τα θέματα – αρκεί να θυμηθούμε τι κατάληξη έχουν το μάθημα της Μουσικής ή των Καλλιτεχνικών. Και πόσο δυσκολεύονται οι νέοι δημιουργοί, είτε είναι μουσικοί, εικαστικοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες ή οτιδήποτε σχετικό, να βρουν μια αξιοπρεπή απασχόληση που να τους επιτρέπει να είναι δημιουργοί – και όχι κακέκτυπα.







Και όλα αυτά σε μια χώρα που προβάλλει – ως κληρονομιά, ως στοιχείο ταυτότητας, ως τουριστικό αξιοθέατο – τον πολιτισμό της! Μα κανένας δεν προχώρησε ποτέ βασισμένος στην ιστορία του και μόνο. Σημασία έχει το τώρα, το παρόν – όχι το άλλοτε. Η εργασία, επί του παρόντος, όχι τα λόγια τα παχιά. Και όταν βλέπεις να καυχιώνται για τον «αρχέγονο πολιτισμό του έθνους» άνθρωποι δίχως την παραμικρή παιδεία, δίχως την παραμικρή αισθητική, δίχως την παραμικρή ικανότητα να δημιουργήσουν τέχνη, να κατανοήσουν τέχνη, ή ακόμα και να συντάξουν μία απλή πρόταση... άνθρωποι που καμαρώνουν για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μα διασκεδάζουν ρίχνοντας λουλούδια στην πίστα... άνθρωποι φασίζουσας νοοτροπίας, ημιμαθείς και μισαλλόδοξοι... τότε ξέρεις πως υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο γύρω μας.

Η οικονομική κρίση θα υποχωρήσει, αργά ή γρήγορα. Μα αν δεν υποχωρήσει η πολιτισμική κρίση – που είναι πάντα βαθύτερη, και για την οποία δεν βλέπω να γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, ούτε κεντρικά δελτία στις ειδήσεις – τότε να είστε βέβαιοι πως η συνέχεια θα είναι χειρότερη. Γιατί ένας λαός χωρίς χρήματα μπορεί να αντεπεξέλθει. Ένας λαός χωρίς ουσία, όμως, δίχως δημιουργικό πνεύμα, αλήθεια, που βαδίζει;

Κι όμως – επέλεξα να κλείσω με ένα σχετικά αισιόδοξο τόνο την ανάρτηση, όπως θα διαπιστώσετε στο τέλος. Μα ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Πως προέκυψε η κουλτούρα της «νεοελληνικής παρακμής» και ποια η σύνδεσή της με την πρόσφατη ιστορία και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της χώρας; Για να δούμε.






Η νεοελληνική παρακμή – Μια σύντομη ιστορική αναδρομή



Το πολιτισμικό φαινόμενο του «Νεοέλληνα» πιάνει ρίζες στην ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης της ελληνικής αστικής τάξης. Μια ανάπτυξη προβληματική ήδη απ’ τα χρόνια της γέννησης του νεοελληνικού κράτους, δίχως το επιχειρηματικό πνεύμα που χαρακτήριζε την αστική τάξη των δυτικών κρατών, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στις προγενέστερες σχέσεις ιδιοκτησίας (με ρίζες τους μεγάλους τσιφλικάδες του παλιού καιρού). Κεντρικός άξονας αυτής της νόθας αστικής τάξης οι πελατειακές σχέσεις· στόχος το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Τα μετεμφυλιακά χρόνια ήταν τα χρόνια της «μεγάλης ανοικοδόμησης» και ταυτόχρονα, τα χρόνια της μεγάλης αρπαγής. Οι παλιές συνήθειες παραχωρούσαν τη θέση τους σε νέες, δίχως όμως να ριζώσουν βαθιά στη νοοτροπία του μέσου Έλληνα. Ο πατριαρχισμός του παλιού καιρού παραχώρησε ανώδυνα τη σκυτάλη σ’ έναν δυτικού τύπου εισαγόμενο καταναλωτισμό, χωρίς να υπάρξει η αναγκαία μεταβολή στις ριζωμένες νοοτροπίες. Κάθε μετάβαση ήταν επιφανειακή και έμοιαζε περισσότερο με κακή απομίμηση – η ουσία παρέμενε ίδια.

Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κονδύλης, “οι κατοχικές και μεταπολεμικές ανακατατάξεις επηρέασαν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πρώτα-πρώτα άλλαξαν σημαντικά τη σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε αυτό σήμερα να αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα» καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά. Αλλά και οι υπόλοιποι «επιχειρηματίες», με εξαιρέσεις όχι πια πολυάριθμες, παρά τις διαφορές και την ποικίλη προϊστορία των επιμέρους ασχολιών τους, ελάχιστα διαφέρουν από τους νεόπλουτους ως προς το πολιτισμικό τους επίπεδο και τον πνευματικό τους ορίζοντα, στο επίκεντρο του οποίου συχνότατα βρίσκονται τα όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης. Έτσι, σε γενικές γραμμές, εξέλειψε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός.

Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός και το ευρύτατο μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 αποτέλεσαν την τρίτη μεγάλη νεοελληνική ένταξη στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση, καθώς δημιούργησαν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο (δηλαδή συντείνοντας στη διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών) ένα όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα, χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας. Μπορεί να λεχθεί ότι πάνω στη βάση των αξιών του κατά το δυνατόν γρήγορου πλουτισμού και του εσπευσμένου καταναλωτισμού η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα πολιτισμικά ίσως όχι καλύτερη, πάντως ομοιογενέστερη απ'ό,τι προπολεμικά.” [στο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» (1991)]

Η νόθα αστική τάξη της προπολεμικής εποχής παραχώρησε τη θέση της σε μια μικρή τάξη νεόπλουτων και σε μια μεγάλη τάξη μικρομεσαίων. Οι τελευταίοι έφτασαν να ρουφάνε σαν σφουγγάρια τις τάσεις και τις μόδες του εξωτερικού, κάνοντας όνειρα εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Ο καταναλωτισμός εισάχθη ως τρόπος ζωής και η «διασκέδαση» δίχως νόημα μετετράπη σε ουσία της καθημερινότητας. Σταδιακά νεοπλουτισμός και μικροαστισμός έφτασαν να ενσωματωθούν, όσο αφορά τα πρότυπά τους: ακόμα και αν τους χωρίζουν περιουσίες, νεόπλουτοι και μικροαστοί μπορούν να μοιράζονται ένα κοινό γούστο, ένα κοινό πρότυπο ζωής, κάποιες κοινές αξίες. Οι πρώτοι θέτουν τα πρότυπα...και οι δεύτεροι τους μιμούνται τυφλά, επιθυμώντας να γίνουν σαν αυτούς.






Το φαινόμενο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και η ανάδειξη του Lifestyle



1 – Η Λαϊκή Τέχνη



Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον πυρήνα του «νεοελληνικού» τρόπου διασκέδασης δεσπόζει το λεγόμενο «λαϊκό» τραγούδι. Μια λέξη παραποιημένη, καρατομημένη, βιασμένη, έχοντας χάσει το αυθεντικό της νόημα, όπως τόσες και τόσες λέξεις που χρησιμοποιούμε. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις στην πολιτισμική ιστορία του 20ουαιώνα.

Ετυμολογικά η λέξη «λαϊκός» παραπέμπει στην αγγλική λέξη “folk”. Πρόκειται για μια μορφή τέχνης που εκπορεύεται από τα λαϊκά στρώματα και αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο αριθμό του πληθυσμού. Η ιστορία της τέχνης ξεχειλίζει με παραδείγματα γνήσιας, λαϊκής δημιουργίας. Κάθε χώρα, κάθε πολιτισμός, έχουν να επιδείξουν μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης... από την υπέροχη φολκ μουσική των ευρωπαϊκών χωρών... στην λαϊκή τέχνη των Αφρικανών... από τις παγανιστικές καλλιτεχνικές πρακτικές... στην λαϊκή τέχνη του Μεσαίωνα και της Ανατολής... οι λαοί του κόσμου έχουν επιδείξει μοναδικές ικανότητες συλλογικού δημιουργικού πνεύματος.



Ελληνικη λαϊκή τέχνη, 18ος αιώνας, μουσείο Λαϊκής Τέχνης, Ἀθήνα. πηγή φωτογραφίας


Σε αντίθεση με την τέχνη «των λίγων» (ας χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο, έναντι της «καλής τέχνης»), η λαϊκή τέχνη πηγάζει όχι από κάποιους μεμονωμένους δημιουργούς, μα από μια συλλογική οντότητα, την οποία και αντιπροσωπεύει. Μιλάει με το πνεύμα των καιρών και συμπληρώνει την «ανώτερη τέχνη» της εποχής, σε ένα αναπόσπαστο δίπολο: είναι αμφότερες αναγκαίες προκειμένου να κατανοήσουμε το πνεύμα μιας εποχής κι ενός πολιτισμού. Συχνά έφτασαν να συμπληρώνουν η μία την άλλη – δεν είναι λίγες οι φορές που γνωστοί καλλιτέχνες άντλησαν την έμπνευσή τους ή ενσωμάτωσαν στην τέχνη τους στοιχεία από την λαϊκή τέχνη μιας εποχής ή ενός λαού.

Η συλλογική έκφραση του 20ουαιώνα είδε συχνά τα όρια ανάμεσα στα δύο είδη τέχνης να συγκλίνουν. Και σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε για τη μία ή την άλλη τέχνη - είναι πλέον συγκοινωνούντα δοχεία, συχνά αναπόσπαστη η μία απ’ την άλλη.



2 – Από την άνοδο στην παρακμή. Η εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής



Χαρακτηριστικά δείγματα διεθνούς μουσικής με κοσμικές (φολκ) ρίζες είναι η Country· τα Blues· η Κέλτικη μουσική· τα Oriental· η Latin· η Balkan· η Gypsy· η βορειοευρωπαϊκή Φολκ· η παραδοσιακή μουσική των γηγενών Αμερικανών· της Ινδίας· της Κίνας· των νησιών της Καραϊβικής· της Αφρικής... και ουσιαστικά, κάθε μουσική του κόσμου που φέρει πίσω μια μεγάλη και πλούσια παράδοση.

Κάπου εδώ συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας. Μια χώρα με πελώρια μουσική κληρονομιά (μεταξύ τόσων άλλων), έχοντας να επιδείξει μια μοναδική ποικιλομορφιά γνήσιας μουσικής έκφρασης. Από τα δημοτικά και τα νησιώτικα ως το ρεμπέτικο, το ελληνικό κοσμικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής των λαϊκών, αγροτικών και αστικών στρωμάτων – μιλώντας τη γλώσσα τους, καθρεπτίζοντας τις συνήθειές τους, αντανακλώντας την εικόνα ενός ολόκληρου λαού και μιας εποχής.




Ρεμπέτικη κομπανία. Διακρίνεται η Ρόζα Εσκενάζυ


Κάπου στη διάρκεια της δεκαετίας του 50 το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να μετασχηματίζεται σε λαϊκό. Η θεματολογία του σταδιακά μεταμορφώθηκε. Η διαμαρτυρία και ο καημός του αυθεντικού ρεμπέτικου μετεξελίχτηκαν σε διασκέδαση και μια γενικότερη διάθεση φυγής – αντίστοιχη με την επιθυμία ενός λαού να αποδράσει, θέλοντας να αποτινάξει τις πληγές ενός Εμφυλίου πολέμου. Είναι το τραγούδι που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες – και αν η θεματολογία του έχει πια αλλάξει, παραμένει αυθεντικό και γνήσιο, έχοντας να επιδείξει σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις πήγαν ακόμα παραπέρα. Πάντρεψαν το παλιό λαϊκό με τη συνθετική μουσική, συνδυάζοντας τις δυτικές φόρμες, τη λαϊκή μορφή και τη μελοποιημένη ποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια σπουδαία μορφή τέχνης που κατόρθωσε να αγγίξει τόσο τα λαϊκά στρώματα, όσο και τους φίλους της εκλεκτικής μουσικής, γεφυρώνοντας επιτέλους δύο μουσικούς κόσμους που – κακώς – βρίσκονταν σε αντιπαράθεση. Ονομάστηκε «έντεχνο» ή «έντεχνο-λαϊκό» και η ονομασία υφίσταται ως σήμερα... συχνά καταλήγοντας μια κενή μορφή δίχως περιεχόμενο, αναμασώντας τα παλιά μα διστάζοντας να δημιουργήσει κάθε νέο. Ωστόσο το έργο που άφησαν οι μεγάλοι συνθέτες της δεκαετίας του 60 και του 70... το έργο αυτό παραμένει αξεπέραστο.

Όσο αφορά το λαϊκό τραγούδι και τη... δύστυχή του μοίρα; Ήταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 και του 70, όταν το λεγόμενο «Ελαφρολαϊκό» άρχισε να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στις ψυχαγωγικές επιλογές του κόσμου. Η ίδια η Χούντα είχε υποστηρίξει αυτόν τον τρόπο διασκέδασης (αυτόν και τη Μπάλα, φυσικά) και δεν ήταν λίγα τα κέντρα διασκέδασης της εποχής που φιλοξένησαν τους δικτάτορες πολιτικούς. Μα η Χούντα κάποια στιγμη έπεσε – και το ελληνικό τραγούδι έμελλε να διανύσει αρκετά ακόμα μονοπάτια, μέχρι να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή.



Πάνω, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος αποκαλύπτει τα ήθη της νέας εποχής. Κάτω, οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ εν ώρα εργασίας.


Ίσως η κομβικότερη στιγμή να βρίσκεται στη δεκαετία του 80. Θυμάμαι ακόμα τα άφθονα εβδομαδιαία περιοδικά που παρουσίαζαν, σε μεγάλες φωτογραφίες, τις τακτικές εξόδους των κομματικών πολιτικών αρχηγών στα διάφορα Κέντρα με μπουζούκια. Θυμάμαι τις χοντρές, καλοφαγωμένες κοιλιές τους, τις λαδωμένες τους γραβάτες, τα υπερφίαλα χαμόγελά τους μπροστά στην κάμερα. Και οι δημοσιογράφοι να τρέχουν από πίσω τους, να προσπαθούν να απαθανατίσουν κάθε τους στιγμή. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ της εποχής πρώτοι δίδαξαν το Lifestyle– εκείνο που θα καθιέρωνε, την επόμενη δεκαετία, ο Κωστόπουλος και οι όμοιοί του.

Κάπου τότε, στα χρόνια της δεκαετίας του 80, ήταν που καθιερώθηκε και ο όρος «Σκυλάδικο». Μα το είδος παρέμενε, πεισμάτικα θα ‘λεγε κάποιος, ακόμα έξω από το κυρίαρχο ρεύμα της δημοφιλούς (Ποπ) μουσικής της εποχής. Υπήρχε – μα δεν είχε ταυτιστεί με έναν αναγκαίο τρόπο ζωής ή με μια mainstreamκουλτούρα. Η ελληνική Ποπ της δεκαετίας του 80 παρέμενε Ποπ – βασισμένη στα δυτικά μουσικά πρότυπα, ανάλαφρη, απλοϊκή μα χαριτωμένη, δίχως την παρουσία του εγχώριου «λαϊκού» στοιχείου στον ήχο της.


3 – Η επέλαση του Lifestyle


Στη διάρκεια της δεκαετίας του 80 κυριάρχησε, σε διεθνές επίπεδο, η επιφάνεια του εύκολου πλουτισμού· η ατελείωτη επίδειξη της κατανάλωσης· η πτώση των ιδεολογιών και η αντίληψη του «ζήσε για την πάρτη σου, βγάλε λεφτά και ξόδεψέ τα». Οι Yuppiesτων ανεπτυγμένων χωρών παρείχαν το πρότυπο της νέας εποχής – το πρότυπο του άντρα που ασχολείται με το χρηματιστήριο, αγαπά την πολυτέλεια, αδιαφορεί για τα κοινωνικά ζητήματα και αποζητά τον γρήγορο πλούτο. Ο καπιταλιστής επιχειρηματίας του παλιού καιρού έδωσε τη θέση του στον τζογαδόρο. Οι πιστωτικές κάρτες μπήκαν στο παιχνίδι και υπόσχονταν μια καλύτερη ζωή σε όσους τις έπαιρναν στα σοβαρά. Και σε μια χώρα που απαρτιζόταν κυρίως από νεόπλουτους και μικρομεσαίους απομιμητές, σαν τη δική μας, ήταν πολύ εύκολο να γίνει το επόμενο βήμα.

Η μαζική ψυχαγωγία, αντίστοιχα, έφτασε να αντανακλά τις κυρίαρχες αξίες. Όφειλε να είναι μια ψυχαγωγία απόδρασης από τον άχθο της καθημερινότητας, από το αδιάκοπο κυνήγι του κέρδους. Μια γενικευμένη φυγή σε έναν κόσμο λαμπερό, όμοιο με τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες της εποχής και τους στραφταλιστούς αστέρες της. Ο κόσμος έβγαινε για να ξεχάσει – όχι να σκεφτεί.

Έτσι λοιπόν έφτασε το έτος 1988 – το έτος κυκλοφορίας του περιοδικού «ΚΛΙΚ». Ήταν το πρώτο από τα περιοδικά που καθιέρωσε στη χώρα μας ο Πέτρος Κωστόπουλος. Πρότυπά του τα αντίστοιχα περιοδικά των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες ο ανέμελος και ρηχός τρόπος ζωής του γρήγορου πλουτισμού και του επιδεικτικού καταναλωτισμού είχε πιάσει για τα καλά ρίζες.





Έναν χρόνο μετά, στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δυο δεκαετίες, είδαμε και τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης. Δεν είχαν περάσει 2 χρόνια και η ιδιωτική τηλεόραση άρχισε να κατακλύζεται από πλήθος σόου, τηλεπαιχνιδιών, πρωινάδικων, σήριαλ και θεάματος – όλα αντλώντας έμπνευση από τις αντίστοιχες παραγωγές της ξένης τηλεόρασης – ιδιαίτερα των ιταλικών ιδιωτικών καναλιών του πολιτικού και μεγαλοεπιχειρηματία Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ήταν ένα εντελώς καινούργιο φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα, η λάμψη του οποίου τύφλωνε κάθε λογική. Και εμείς, καρφωμένοι στους δέκτες μας, είχαμε μετατραπεί σε αδηφάγους τηλεθεατές. Καταναλωτές στην κοινωνική ζωή, τηλεθεατές στην σπιτική. Τι σημασία είχε αν ήταν όλα επιφανειακά και το γνωρίζαμε... θέλαμε να αφεθούμε σε αυτή την επιφάνεια, μας στράβωνε η αίγλη του θεάματος.

Τότε ήταν που έγινε η μεγάλη Έκρηξη του Lifestyle. Τα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου κατέκλυσαν την αγορά, προβάλλοντας συγκεκριμένα πρότυπα ζωής μέσα από «έξυπνες» συμβουλές, τάχα «ειδικών». «Πως Να Γίνετε Σωστοί Άντρες», «100 Πράγματα Που Πρέπει Να Έχετε Κάνει Μέχρι Τα 40 Για Να Είστε In», «Πως Να Ρίξετε τη Γκόμενα» και άλλα τέτοια ηλίθια. Κι όπως υπήρχαν περιοδικά που απευθύνονταν σε αντρικό κοινό (τύπου “Nitro”), έτσι εμφανίστηκαν και τα αντίστοιχα περιοδικά που απευθύνονταν σε γυναικείο (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εγχώρια εκδοχή του διεθνούς “Cosmopolitan”). Αυτά σε συνδυασμό με πλήθη τηλοπτικών έντυπων ή έντυπων με θέμα τους το κουτσομπολιό – τα τελευταία γνωστά και ως «περιοδικά για παραλίες». Πολλά ζουν και βασιλεύουν ως τις μέρες μας.

Μα είχαν το κοινό τους – και ήταν μεγάλο το κοινό, πολύ μεγάλο. Πίσω από κάθε άρθρο δέσποζε η λάμψη του χρήματος· η αίγλη ενός δυναμικού αυτοκινήτου· η επίδειξη του ρουχισμού ή του καλοφτιαγμένου σώματος· το χτίσιμο αξιών – και η καταβαράθρωση άλλων που θεωρούνταν, πια, «ξεπερασμένες». Άσε στην άκρη τις ιδέες, μην ασχολείσαι με την κοινωνία, αδιαφόρησε για τις τέχνες ή το διάβασμα – τα τελευταία είναι πολύ «κουλτουριάρικα», ενώ εμείς θέλουμε να είμαστε In! Άνετη ζωή, χρήμα, γκόμενες, αμάξια. Και φυσικά κους κους. Εδώ βρίσκεται η ουσία!






Αν μάλιστα συνδυάσεις σε αυτά το γεγονός πως παρέχονταν όλα σε ένα άκρως ελκυστικό πακέτο – μέσα από χιουμοριστικά κείμενα, πιασάρικο λόγο, μοντέρνο και αεράτο στυλ, πολύχρωμες σελίδες και φωτογραφίες με ελκυστικούς άντρες και γυναίκες – καταλήγεις πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί ο κόσμος.

Σταδιακά τα φαντασμαγορικά τηλεοπτικά σόου της δεκαετίας του 90 παραχώρησαν τη θέση τους στα τηλεοπτικά reality. Το φαινόμενο ασφαλώς ήταν παγκόσμιο – η χώρα μας απλά μιμείτο τις κυρίαρχες τάσεις του εξωτερικού. Κάπως έτσι όμως οι αξίες του νεοπλουτισμού μεταδόθηκαν, στάλα προς στάλα, σπιθαμή προς σπιθαμή, στο σύνολο του πληθυσμού. Κάθε μικροαστός ονειρευόταν να γίνει αστέρας της TV, να έχει πολυτελές αμάξι, σπίτι με θέα τη θάλασσα και δυο τρεις γκόμενες αγκαλιά.

Σταδιακά ο κόσμος των Μέσων – ο κόσμος της ιδιωτικής Τηλεόρασης και ο κόσμος των Περιοδικών – έφτασε να δημιουργήσει μια κοινωνία στα δικά του πρότυπα – και στα πρότυπα του καλπάζοντος καπιταλισμού της εποχής, που έφτασε να διακηρύττει με αλαζονεία «το τέλος της Ιστορίας».Οι τέχνες και η δημιουργικότητα αφορούσαν πια τους «κουλτουριάρηδες». Και αυτό που ονομάζουμε «κουλτούρα» μετατράπηκε σε σνομπ κακέκτυπο του εαυτού του, δημιουργώντας ένα δίπολο ανάμεσα στο «ποιοτικό» και το «μαζικό» - ένα δίπολο προβληματικό από μόνο του, σε μια κοινωνία που δεν είχε ανάγκη από δίπολα – μα από τέχνη, σκέψη και προβληματισμό. Και ουσιαστικό έρωτα, όχι το φτηνό αντίγραφο των περιοδικών του lifestyle.







4 - Η παραποίηση της Λαϊκής Κουλτούρας



Ασφαλώς ο διαχωρισμός ανάμεσα στη «μαζική/κοσμική τέχνη» και στην «τέχνη των λίγων» υπήρχε από παλιά, όπως αναφέραμε. Μα η νέα εποχή έφερε κάτι καινούργιο στο δίπολο – κι εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά σε σχέση με παλιότερα. Αν κάποτε η Λαϊκή Τέχνη αντανακλούσε τις προτιμήσεις της πληθώρας του κόσμου, τα γούστα των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων... αν κάποτε μιλούσε στη δική τους γλώσσα, αντικατοπτρίζοντας τις δικές τους αξίες και τον δικό τους τρόπο ζωής... στην εποχή του Lifestyleη Λαϊκή Τέχνη έφτασε πλέον να μιλά με τη γλώσσα των Νεόπλουτων. Ήταν οι δικές τουςαξίες εκείνες που αντανακλούσε, τα δικά τουςγούστα. Μιλώντας με ταξικούς διαχωρισμούς, επρόκειτο για αξίες που μεταδόθηκαν από Πάνω προς τα Κάτω – από την κοινωνική τάξη των πλουσίων στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τα οποία έφτασαν να τους απομιμούνται.

Με άλλα λόγια, κι επί της ουσίας, δεν υπάρχει καμία απολύτως «λαϊκή» τέχνη εδώ. Γιατί η γνήσια λαϊκή τέχνη εκπορεύεται από το λαό τον ίδιο, ενώ στην περίπτωση του Lifestyleη διαδικασία ήταν αντίστροφη. Ήταν ένας τρόπος ζωής που ασπάστηκε και αγάπησε η μάζα του κόσμου... μα δεν τον δημιούργησε η ίδια. Ήταν ο θρίαμβος του καπιταλιστικού ήθους και της ανεγκέφαλης κατανάλωσης, η επιβολή του στις τέχνες και την έκφραση, η μετατροπή των αξιών του σε τρόπο ζωής για τους μικρούς αστούς που ονειρεύονται να γίνουν μεγάλοι αστοί. Ήταν η επικράτηση του νεοπλουτισμού, η μετατροπή του σε αξία καθ’ εαυτή.






Στα ίδια εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 90 το ελληνικό «λαϊκό» τραγούδι απέκτησε τη σημασία που έχει σήμερα για πλήθος κόσμου. Εκείνη του ανάλαφρου, ανεγκέφαλου, βιομηχανικού στυλ που ονομάστηκε «Λαϊκό-Ποπ». Ποπ και Λαϊκό είχαν πλέον παντρευτεί, σκορπώντας γύρω τους πλήθος από μπάσταρδα. Η ελληνική Ποπ έχασε τη γλυκιά αφέλεια που είχε άλλοτε. Και το ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι διέσυρε το ίδιο το όνομά του. Οι λαϊκοί τραγουδιστές της νέας γενιάς δεν ήταν οι μεσήλικες του παρελθόντος. Ήταν νέοι άνθρωποι, όμορφοι, σκορπώντας λαμπερά χαμόγελα στα εξώφυλλα των περιοδικών, ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας. Τους έβλεπες στα τηλεοπτικά σόου, άκουγες συνεχώς τη μουσική τους στο ραδιόφωνο. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία το γεγονός πως οι ίδιοι δεν έγραφαν ούτε τη μουσική, ούτε τους στίχους, ούτε καν επέλεγαν τι θα πουν και πως – σημασία είχε μόνο το περίβλημα, το πρoϊόν προς πώληση. Κι εκείνοι πούλησαν τους εαυτούς τους – ονομάστηκαν «καλλιτέχνες». Και αν τραγούδησαν για το λαό... το έκαναν προδίδοντάς τον. Γιατί δεν του αποκάλυψαν ποτέ την πραγματικότητα: δεν τραγουδάμε για σένα – για τους λίγους τραγουδάμε... για εκείνους που κινούν τα νήματα.

Κάπως έτσι η Λαϊκή Τέχνη κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη· και ξέρασε με αηδία, βλέποντας την παραμορφωμένη αντανάκλασή της. Ξέρασε πάνω στο πλήθος από νεκρά λουλούδια που κοσμούν τις πίστες· ξέρασε πάνω στα εκατομμύρια κέρδη των ανθρώπων της νύχτας· ξέρασε πάνω στις μάσκες των τηλεοπτικών προσώπων, πάνω στα γυαλιστερά εξώφυλλα των περιοδικών. Ξέρασε φωνάζοντας: «που με καταντήσατε!»



Σήμερα. Λύσεις και προτάσεις



Βρισκόμαστε πια στο έτος 2016 κι ενώ η οικονομική/κοινωνική κρίση καλά κρατεί. Μα το φαινόμενο του Lifestyleδεν έχει υποχωρήσει. Παραμένει εκεί, σαν φίδι στη φωλιά του, περιμένοντας την ώρα που θα σηκώσει πάλι το κεφάλι και θα κάνει την επόμενή του κίνηση. Ο μέσος Έλληνας του 2016 είναι περισσότερο σκεπτικιστής από εκείνον της δεκαετίας του 90... μα είναι, άραγε, αρκετό αυτό; Μπορούμε να πούμε πως έχει τινάξει από πάνω του τους μύθους του Lifestyle– ή περιμένει απλά πότε θα βγάλει περισσότερα λεφτά, για να τα ξοδέψει πάλι με τον γνωστό τρόπο;

Δεν υπάρχει κοινωνική κρίση δίχως πολιτισμική κρίση – το ένα φέρνει το άλλο και αυτό είναι κάτι που πολλοί, ακόμα, δεν έχουν συνειδητοποιήσει. Δεν έχουν κατανοήσει πως οι αξίες του νεοπλουτισμού δεν είναι δικές τουςαξίες – δεν εξυπηρετούν τους ίδιους, δεν τους προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια πλασματική φυγή και όνειρα κούφιου μεγαλείου. Αν όφειλε να μας έχει διδάξει κάτι η οικονομική κρίση είναι πως το χρήμα δεν είναι το παν – και αντίστοιχα, δεν είναι το παν ο τρόπος διασκέδασης που έχει ως κεντρικό του άξονα το χρήμα και την επίδειξή του. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό ζώντας στις μέρες της κρίσης... πότε θα το κατανοήσουμε;

Αναμφισβήτα θετική είναι η παρουσία του Διαδικτύου στις μέρες μας. Το Διαδίκτυο κατόρθωσε να σπάσει σε έναν βαθμό το μονοπώλιο των κυρίαρχων Μέσων Ενημέρωσης (τηλεόρασης, εφημερίδων, περιοδικών) – πλέον δεν μας υπαγορεύουν μονόπλευρα τι θα δούμε, τι θα ακούσουμε, τι θα φορέσουμε και πως θα διασκεδάσουμε. Ο πομπός παραμένει ισχυρός, οι κυρίαρχες τάσεις εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται την αδυναμία των ανθρώπων να σκεφτούν για τους εαυτούς τους και οι διαφημίσεις διαδραματίζουν ακόμα καθοριστικό ρόλο.... μα ο δέκτης έχει δυναμώσει, σε σχέση με παλιά.

Από την άλλη οι τάσεις προβατοποίησης παραμένουν ισχυρές – ο άνθρωπος είναι ζώο που μιμείται τον συνάνθρωπό του και η κούφια απομίμηση αποκτά νέες μορφές, αντίστοιχες με τα Μέσα των καιρών. Τότε ήταν τα περιοδικά του lifestyleπου υπαγόρευαν τις «σωστές» συμπεριφορές, τώρα είναι οι κυρίαρχες τάσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook. Μα αν συναντούμε μεγάλη ανουσιότητα στα τελευταία και ατελείωτες μιμητικές τάσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, παράλληλα, καθιστούν δυνατό: 1) τον προσωπικό λόγο, 2) τη διαφοροποίηση και 3) τη δημόσια προβολή της τελευταίας. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια ρευστή κατάσταση που υπόκειται συνεχώς σε αλλαγές και δεν υπαγορεύεται μονόπλευρα από «πάνω προς τα κάτω», όπως συμβαίνει στην τηλεόραση ή τα μαζικά περιοδικά. Τα παλαιά Μέσα καλλιεργούν την παθητικότητα. Το Διαδίκτυο (παρά τα τόσα στραβά που έχει) καλλιεργεί μια περισσότερο ενεργητική στάση – περισσότερο ατομική, κόντρα στις μάζες. Και αυτό είναι ασφαλώς κάτι ελπιδοφόρο.



Athens_Graffiti


Το Διαδίκτυο εξάλλου επιτρέπει την ανάδειξη και την προβολή μιας γνήσιας, εναλλακτικής τέχνης – είτε μιλάμε για μουσική, είτε για εικαστικά, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις ή οτιδήποτε σχετικό. Κάθε δημιουργός μπορεί να μοιραστεί το έργο του και να επικοινωνήσει με όσους ενδιαφέρονται. Ασφαλώς όλα αυτά πολλές φορές τείνουν να πνίγονται μέσα στο σωρό των ανούσιων πληροφοριών, μα αποτελούν ένα μικρό βήμα τουλάχιστον. Άνθρωποι με κοινά γούστα γνωρίζονται, επικοινωνούν, ανταλλάσσουν ιδέες, πέρα από τον κόσμο των κυρίαρχων Μέσων και της κυρίαρχης μαζικής κουλτούρας. Κάτι γίνεται, κάτι σιγοβράζει, ακόμα και αν η φωτιά είναι ακόμα σιγανή. Τουλάχιστον υπάρχει – και ολοένα εξαπλώνεται.

Τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε μαζική κλίμακα ασφαλώς αν δεν επιχειρήσουν ριζικές αλλαγές οι φορείς που κινούν τα νήματα – οι ιδιοκτήτες, οι καναλάρχες, οι βιομήχανοι, οι πολιτικοί. Πως γίνεται να αγαπήσει ο κόσμος τις τέχνες αν το ίδιο το Σχολείο τις περιθωριοποιεί, τις υποβαθμίζει, τις μετατρέπει σε «δευτερεύον μάθημα»; Αν οι σκληρές εργασιακές συνθήκες διδάσκουν την εύκολη απόδραση της ελαφράς ψυχαγωγίας; Αν το όνειρο του εύκολου πλουτισμού παραμένει πρωτεύον στα μυαλά του κόσμου;

Ας είμαστε ειλικρινείς: Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από τους κοινωνικούς φορείς της εξουσίας – αλίμονο αν γκρέμιζαν το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η δύναμή τους. Η τωρινή κοινωνία στηρίζεται στη δύναμη του χρήματος, στα προνόμια των λίγων και, αντίστοιχα, στην απαξίωση της γνώσης και της τέχνης – ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα καταπολεμούσε αυτούς τους βασικούς πυλώνες θα έφτανε να γκρεμίσει το ίδιο το σύστημα. Τα ιδιωτικά κανάλια θα συνεχίσουν να προβάλλουν ανούσια πρωινάδικα, οι ιδιωτικές εφημερίδες θα συνεχίσουν να μιλούν για τους τραγουδιστές της πίστας, οι μαζικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί θα συνεχίσουν να παίζουν τις ίδιες playlists, τα μπουζούκια θα συνεχίσουν να ραίνουν τον κόσμο με λουλούδια.

Και θα συνεχίσω, για πολλά χρόνια μάλλον, να βλέπω τις φάτσες των γνωστών τραγουδιστών στις στάσεις των λεωφορείων. Και οι γυναίκες θα συνεχίσουν να φοράνε ψιλοτάκουνα και να χορεύουν τσιφτετέλια. Και οι άντρες θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν τα αμάξια τους. Και αμόρφωτοι σκυλάδες θα εξυψώνουν την κούφια εθνική συνείδηση. Και θα βάζω στην άκρη τα βιβλία μου, τα κείμενα και τα σχέδιά μου... και θα με πνίγει το αίσθημα της αδικίας. Της απομόνωσης. Και θα σκέφτομαι «σε τι κόσμο ζω, θεέ μου».

Μα θέλω να ελπίζω. Θέλω να ελπίζω πως κάτι θα αλλάξει. Πως αλλάζει ήδη, λίγο λίγο, σκόρπια, εδώ κι εκεί. Το βλέπουμε στο διαδίκτυο, το βλέπουμε στις εναλλακτικές επιλογές μερίδας κόσμου, στην αυξανόμενη διασπορά του γούστου, στις πολυάριθμες (έστω σκόρπιες, έστω δίχως μεγάλη προβολή) καλλιτεχνικές και πνευματικές δραστηριότητες. Στα ποσοστά του κόσμου που στρέφουν την πλάτη τους στις κάλπικες αξίες και τον τρόπο ζωής τους. Στην κοινωνική ευαισθητοποίηση, στις συλλογικές αυτοοργανώμενες ενέργειες. Στην ανάγκη για μια γνήσια μορφή επικοινωνίας που, έστω περιορισμένα, αντικαθιστά τον συρφετό της κοινωνικής επιδειξιομανίας. Ασφαλώς υπάρχουν πλήθη δραστηριοτήτων και συμπεριφορών που μας κάνουν να θλιβόμαστε – μα η μονόπλευρη προβολή του αρνητικού καλλιεργεί την ηττοπάθεια. Το κάνουν τα κυρίαρχα Μέσα – ας μην πέσουμε στην ίδια παγίδα. Γιατί ένα πελώριο ψηφιδωτό είμαστε, σαν κοινωνία – αν κάθε μοναδική ψηφίδα κάνει τη διαφορά, τότε στο τέλος η σφαιρική εικόνα θα αλλάξει.

Γιατί η αληθινή αλλαγή... κάθε αληθινή αλλαγή... ποτέ δεν έρχεται από πάνω. Ποτέ δεν έρχεται από ψηλά. Από κάτω έρχεται – απ’ τα χαμηλά. Απ’ την στάση που επιλέγει κάθε ένας από μας ξεχωριστά. Κάθε ένας ξεχωριστά.


Από τη θέληση να είμαστε οι ίδιοι εκείνη η αλλαγή που θέλουμε να δούμε γύρω μας.




Σύνταγμα, Μάρτης του 2016

$
0
0




Αθήνα, πλατεία Συντάγματος, Μάρτης του 2016. Πλήθη κόσμου φέρνουν και συγκεντρώνουν είδη πρώτης ανάγκης για τους πρόσφυγες. Άλλοι φέρνουν τρόφιμα, άλλοι είδη υγιεινής, άλλοι ρούχα. Οι εθελοντές δεν προλαβαίνουν να παραλαμβάνουν τσάντες με πράγματα και να τα τοποθετούν σε πελώριες στιβάδες, καθοδηγώντας ταυτόχρονα τον κόσμο, απαντώντας συνεχώς σε ερωτήσεις – εδώ τα σαπούνια, εδώ τα μωρομάντιλα, εκεί τα τρόφιμα, τα ρούχα παραπέρα. Ασταμάτητα. Κάνουν πολλή δουλειά – μα δεν θα τους δούμε στα κανάλια.

Κι αν είναι απόκριες, δεν πρόκειται για πάρτυ μασκέ – και αν υπάρχει κάποιο καρναβάλι, να είστε βέβαιοι πως δεν βρίσκεται σε αυτό το μέρος. Βρίσκεται πέρα, πίσω από σιδερόφρακτα τείχη, κατεδαφισμένα κτίρια και φοβισμένες συνειδήσεις. Καρναβάλι με θεματική: «Πίσω στο Μεσαίωνα». Πάντως μουσική στο Σύνταγμα υπήρχε – ήταν η συμφωνία δίχως νότες του κόσμου που επιθυμούσε να εκφράσει κάποια μορφή αλληλεγγύης. Να κρύβει άραγε αυτό μια ασυνείδητη ψυχολογική ταύτιση – τη σκέψη πως «αν ήμασταν εμείς στη θέση τους, θα επιθυμούσαμε να μας συμπαρασταθούν το ίδιο»;

Η συνέχεια της διαδρομής ενίσχυσε μια προϋπάρχουσα διάθεση προβληματισμού. Γιατί τα γεγονότα είναι πάντα συγκεκριμένα – μα οι ερμηνείες τους ποικίλουν όσο οι άνθρωποι. Μακάρι να ήξερα ποιο είναι το Σωστό και ποιο το Λάθος, μα φαίνεται πως τη μέρα που διδασκόμασταν αυτούς τους κανόνες στο σχολείο, κάπως με πήρε ο ύπνος – και έτσι παρέλειψα να τους αποστηθίσω. Κρίμα – είναι τόσο ωραίο όταν παπαγαλίζεις την Αλήθεια που σε έχουν διδάξει (οι γονείς, ο περίγυρος, τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, κλπ). Σε κάνει και νιώθεις ασφαλής – σίγουρος πως η κοσμοθεωρία σου είναι σωστή και σύ ζεις όμορφα μέσα στον μικροσκοπικό σου, τετραγωνισμένο κόσμο. Με τις ορθές γωνίες του και όλα. Λες και η Γη δεν είναι σφαιρική.

Ξέρω ένα πράγμα πάντως: Η αναζήτηση του απόλυτα Σωστού και του απόλυτα Λάθους υποκρύβει μια ανασφάλεια – και, αντίστοιχα, μια επιθυμία καθοδήγησης. Πες μου την Αλήθεια κι εγώ θα κινήσω γη και ουρανό – αρκεί να ξέρω την Αλήθεια! Έτσι πηγάζει η δύναμη των θρησκειών, έτσι πηγάζει η δύναμη των πολιτικών. Σε απαλλάσσουν από την βαθιά αβεβαιότητα της προσωπικής αναζήτησης – σου παρέχουν την Αλήθεια σε ένα όμορφο, καλογυαλισμένο πακέτο. Το Σωστό, το Λάθος, το Καλό και το Κακό. Όλα απλά και τακτοποιημένα. Γιατί ποιος αντέχει να ψάχνεται μονάχος... πολύ άγχος, αδερφέ, πολλή φαγούρα – και η ζωή είναι μικρή.

Δεν γνωρίζω λοιπόν πως θα «εξελιχθούν» τα πράγματα με τους πρόσφυγες, ούτε επιθυμώ να κάνω προβλέψεις – ας τις κάνουν εκείνοι που, τάχα, γνωρίζουν τα πάντα. Ούτε με ενδιαφέρει να «πείσω» τον κόσμο και να του πω τι να κάνει – γιατί δεν ισχυρίζομαι πως κατέχω την απόλυτη αλήθεια, ούτε μου την έμαθε κανένας. Ένα πράγμα ξέρω μόνο (ίσως το μόνο για το οποίο μπορώ να είμαι βέβαιος): Πως ικανοποιήθηκα βλέποντας τόσο μεγάλη προσέλευση κόσμου, σήμερα, στο Σύνταγμα. Και με ικανοποιεί εξίσου η σκέψη πως γίνονται κι αλλού, σε άλλα μέρη, αντίστοιχες κινήσεις.

Αυτό ναι – το γνωρίζω με βεβαιότητα.


Ήταν ακόμα μεσημέρι όταν βγήκα και το φως έλαμπε. Μα κάποια στιγμή ο ήλιος έπεσε – και εμείς που βγήκαμε νομίζοντας πως μπήκε για τα καλά η άνοιξη, καταλάβαμε γρήγορα πως έκανε ακόμα κρύο. Επέστρεψα σπίτι κουκουλωμένος στο μπουφάν μου. 

~

Όταν Ζωντανεύουν οι Σκιές.. Ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός

$
0
0




Το αποψινό μας αφιέρωμα ξεκινάει με ένα μάθημα πάνω στην ψυχολογία της ζωγραφικής. Ας υποθέσουμε πως δίνουμε σε δυο ανθρώπους ένα λευκό κομμάτι χαρτί και τους ζητούμε να σχεδιάσουν πάνω του, απολύτως ελεύθερα, την εικόνα ενός τοπίου. Οι δύο άνθρωποι σχεδιάζουν το τοπίο και μετά από λίγη ώρα παρατηρούμε τα αποτελέσματα. 

Το σχέδιο του πρώτου παρουσιάζει πράσινες εκτάσεις και ανθισμένα δέντρα, στρογγυλά σπιτάκια και όμορφα βουνά στον ορίζοντα, με καμπύλες που ανεβοκατεβαίνουν σαν τα κύματα μιας θάλασσας. Το σχέδιο του δεύτερου όμως έχει παραμορφωμένα δέντρα, σπίτια με απότομες γωνίες, ενώ τα βουνά στο βάθος είναι τριγωνικά και ακανόνιστα, με οξείες αιχμές σαν τη μύτη ενός μολυβιού. Αν μάλιστα τους ζητήσουμε να χρωματίσουν τα σχέδιά τους θα παρατηρήσουμε πως ο πρώτος χρησιμοποιεί απαλούς χρωματισμούς, ενώ ο δεύτερος προτιμά έντονες αντιθέσεις σκούρων και ανοιχτών τόνων. Ίσως τότε καταλήξουμε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Συγκεκριμένα, πως το πρώτο σχέδιο αποπνέει γαλήνη και ηρεμία, ενώ το δεύτερο ορμή και ανησυχία. Οι απαλοί τόνοι και οι καμπύλες γραμμές αποφέρουν μια γλυκιά αίσθηση χαλάρωσης. Το δεύτερο σχέδιο όμως μοιάζει λες και σε πήρε ο ύπνος και βρέθηκες ξαφνικά καταμεσής ενός τρομακτικού ονείρου. Οι απότομες εναλλαγές ανάμεσα στους ανοιχτούς και τους σκούρους τόνους υποδηλώνουν έντονα και αντιφατικά συναισθήματα, δύναμη και πάθος, ενώ οι οξείες γωνίες και οι απότομες, ακανόνιστες κορυφές αποκαλύπτουν άγχος και ανησυχία – έτσι θα έκρινε ο ψυχολόγος μας.






Αν μάλιστα από τα γωνιώδη σπίτια του δεύτερου σχεδίου, με τις βαθιές σκιές και τα αλλόκοτά τους σχήματα, δούμε να ξεπροβάλλει η φιγούρα κάποιου απόκοσμου όντος, με μάτια που αστραποβολούν και δόντια που γυαλίζουν στο απόμερο φως μιας αστραπής... τότε μπορούμε πλέον να είμαστε βέβαιοι πως έχουμε βυθιστεί στο άδυτο ενός τρομερού εφιάλτη.

Σκεφτείτε λοιπόν πως μπορεί να ένιωθαν τα πλήθη που συνέρρεαν στους γερμανικούς κινηματογράφους της δεκαετίας του 20, όταν έβλεπαν να παρουσιάζονται αυτέςακριβώς οι εικόνες μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους. Δεν επρόκειτο για κάποιο μεμονωμένο φιλμ, μα ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό κίνημα, που στάθηκε καθοριστικό τόσο για την εξέλιξη του κινηματογράφου, όσο και για την ιστορία της τέχνης συνολικά. Ο λόγος για τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό, με τον οποίο θα καταπιαστούμε στο αποψινό, τρίτο μέρος του αφιερώματός μας στην ιστορια του βωβού κινηματογράφου.

Για όσους τα έχασαν, μπορείτε να διαβάσετε τα προηγούμενα μέρη της Ιστορίας του Βωβού Κινηματογράφου εδώ:





Δύο Πίνακες



Ας μείνουμε στη ζωγραφική και αυτή τη φορά ας δούμε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα. Στη φωτογραφία βλέπουμε δύο πίνακες. Ο πρώτος παρουσιάζει ένα μάλλον ειδυλλιακό τοπίο: Εξοχή, καρπερές καλλιέργειες, δέντρα που ανθίζουν, ένα άλογο κι ένας γεωργός που απολαμβάνει, καθώς φαίνεται, την εργασία του. Oδεύτερος πίνακας παρουσιάζει ένα τοπίο που μόνο ειδυλλιακό δεν μοιάζει: παραμορφωμένα σχήματα, απότομοι και βίαιοι χρωματισμοί, ένα σκηνικό που μοιάζει να έχει βγει από κάποιο κακό όνειρο.






Και οι δύο πίνακες ανήκουν σε Γερμανούς ζωγράφους που έδρασαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο. Δείτε όμως πόσο διαφορετικοί είναι μεταξύ τους. Ο πρώτος πίνακας – το ειδυλλιακό τοπίο – θα μπορούσαμε να πούμε πως ταιριάζει με την πρώτη ζωγραφιά που περιγράψαμε πάνω: εκείνη που αποπνέει γαλήνη και ηρεμία. Ο δεύτερος πίνακας όμως ταιριάζει ασφαλώς με τη δεύτερη ζωγραφιά: εκείνη που αποπνέει ταραχή και άγχος. Τι συμπεράσματα θα βγάζαμε, άραγε, για την ψυχολογία των έργων – και των ζωγράφων που τα επιμελήθηκαν; Ποιο από τα δύο θα λέγαμε πως δείχνει περισσότερο «ισορροπημένο»;

Κρατήστε, παρακαλώ, στη μνήμη σας, τα δύο αυτά έργα. Θα επανέλθουμε στο τέλος του κειμένου.



Zeitgeist



Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τη λέξη Zeitgeistπροκειμένου να περιγράψουν το συλλογικό πνεύμα των καιρών. Τον αέρα που αναδύεται μέσα από το σύνολο των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών εκδηλώσεων ενός λαού. Και ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός αντανακλά πλήρως το Zeitgeistτων καιρών του. Όχι, δεν θα μπορούσε να είχε αναδειχτεί παρά στη Γερμανία, στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τα χρόνια στο κατόπι ενός τρομακτικού πολέμου, μιας ταπεινωτικής ήττας, μιας καταρράκωσης του συλλογικού γοήτρου και μιας οικονομικής καθίζησης. Στα χρόνια που ένας λαός αποζητούσε μια ταυτότητα, καταμεσής μιας εποχής ραγδαίων αλλαγών κατά μήκος του πλανήτη.

Ήταν η βραχύβια Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ήταν μια περίοδος βαθιά δημιουργική και πειραματική, που έδωσε διέξοδο σε ορμέφυτες φαντασίες και αρχέγονα οράματα. Ήταν επίσης μια εποχή νεφελώδης, αβέβαιη και προβληματισμένη. Πυκνή αχλή σκέπαζε τις πόλεις, τις καρδιές. Βαριά σύννεφα μαζώχνονταν στον ουρανό, απλώνοντας σκιές πάνω απ’ την Ευρώπη και τον κόσμο. Εδώ κι εκεί άνθρωποι ψιθύριζαν για εκείνα που έμελλε να έρθουν. Τους έβλεπες να ξαπολύουν ανήσυχες ματιές, παρατηρώντας την κίνηση στους δρόμους. “Τι θα φέρει το μέλλον;” σκέφτονταν, μα λίγοι αποτολμούσαν να μαντέψουν. Ίσως ήξεραν. Ίσως δεν ήθελαν να το φωνάξουν δυνατά, μπας και το ξορκίσουν. Ίσως καταλάβαιναν πως εκείνοφωλιάζει βαθιά μες στις καρδιές τους, βαθιά μέσα στο συλλογικό τους ασυνείδητο – το ανθρώπινο συλλογικό ασυνείδητο, πέρα από λαούς και έθνη. Και αρνούνταν να το αποδεχτούν. 

Αρνούνταν να συνειδηροποιήσουν πως ο Εφιάλτης είναι μια όψη της πραγματικότητας.






Μεταξύ Ονείρου και Πραγματικότητας. Τα βασικά χαρακτηριστικά του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού.



Ας αφήσουμε το μέλλον. Ας καταφύγουμε στα βάθη του παρελθόντος. Τα φιλμ του γερμανικού εξπρεσιονισμού ανέτρεξαν στις ρίζες. Μίλησαν για μύθους, για παραδόσεις που χάνονταν στις περικοκλάδες του χρόνου και των θρύλων. Εξιστόρησαν τρομακτικές ιστορίες βγαλμένες απ’ τα σκοτεινότερα άδυτα της λογοτεχνικής παράδοσης. Παράλληλα αφηγήθηκαν φανταστικές ιστορίες για μελλοντικούς χρόνους, που μόνο φανταστικές δεν έμοιαζαν.

Κοινό όλων ήταν η εξωπραγματική, πλασματική τους διάσταση. Δεν υπάρχει ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας στα έργα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού. Μόνο παραμόρφωση, μανιερισμός, μια μόνιμη αίσθηση αλλότριου και απόκοσμου. Ακόμα και στις απεικονίσεις γραφικών χωριών ή φιλήσυχων εσωτερικών σπιτιών σου δίνεται διαρκώς η ανησυχητική εντύπωση πως «κάτι δεν πάει καλά». Αισθάνεσαι πως αυτό που βλέπεις «δεν είναι πραγματικό». Μα ταυτόχρονα νιώθεις πως, για κάποιον ακατανόητο λόγο, δεν είναι ούτε ψεύτικο. Δεν μπορείς να το οριοθετήσεις, να καταλάβεις σε ποιο όριο, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ανήκει.

Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα όνειρα. Όταν ονειρεύεσαι δεν καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι σε ένα όνειρο. Τα πάντα μοιάζουν αληθινά. Ζεις σ’ ένα μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο κόσμους.






Δύο κόσμοι. Παρελθόν και μέλλον. Οι σκιώδεις θρύλοι και η αβεβαιότητα εκείνων που μέλλει να’ ρθουν. Μια σύγχυση ταυτότητας, ένας λαός σε κρίση, ακροβατώντας ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Μα τα όνειρα είναι συχνά τρομακτικά. Και η πραγματικότητα; Ποια είναι η πραγματικότητα λοιπόν;

Ο ζωγραφικός Εξπρεσιονισμός προϋπήρξε του κινηματογραφικού. Βασικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η βαθιά υποκειμενική του διάσταση. Expression, όπως λέμε έκφραση, αποτύπωμα προσωπικότητας. Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια εδώ, μόνο η ψυχολογία, η σκέψη και το συναίσθημα του ανθρώπου που αποτυπώνει όσα νιώθει στον καμβά. Καμία απόπειρα να αποδοθεί «ρεαλιστικά» στο χαρτί εκείνο που «υπάρχει εκεί έξω».Γιατί, σύμφωνα με τους Εξπρεσιονιστές, το «έξω» φιλτράρεται μονίμως απ’ το «μέσα». Πρώτα υφίσταται το υποκειμενικό βλέμμα, μετά η αντικειμενική πραγματικότητα. Και η ζωγραφική, η τέχνη στο σύνολό της, είναι πρώτα αίσθημα και βίωμα – δεν είναι επιστήμη. Η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην ύπαρξή του · η μετουσίωση όσων αισθάνεται σε χρώματα, σε σχήματα – ενίοτε σε λόγια, σε ήχους· και στην περίπτωση της νεότερης τέχνης του κινηματογράφου, σε κινούμενες εικόνες, σε σκηνικά, σε εκφράσεις ηθοποιών, σε σενάρια, σε κουστούμια, σε ιστορίες.

Χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα με τον εικαστικό Εξπρεσιονισμό, ο κινηματογραφικός Εξπρεσιονισμός (και συγκεκριμένα, ο Γερμανικός, γιατί το συγκεκριμένο κινηματογραφικό στυλ υπήρξε γέννημα-θρέμμα της Γερμανίας) άντλησε από τον πρώτο την υποκειμενική του διάσταση, την ελευθερία της φόρμας μπρος στη δύναμη του συναισθήματος, τις συχνά τρομακτικές του εικόνες – εικόνες που παρείχαν διέξοδο σε συναισθήματα αγωνίας και αλλοτρίωσης.

Ο κινηματογραφικός Εξπρεσιονισμός παραμόρφωσε τη φόρμα. Μετέβαλε τα σκηνικά, ώστε να μοιάζουν βγαλμένα από κάποιο εφιάλτη. Σπίτια με παράταιρες γωνίες, δρομάκια που δεν οδηγούν πουθενά, απειλητικές τριγωνικές σκιές, στρεβλωμένη προοπτική, γκροτέσκα αισθητική, μια μόνιμη μάχη των λευκών τόνων με τους μαύρους. Σε θεματικό επίπεδο η καταφυγή στους θρύλους και τη φαντασία ενίσχυε την εξωπραγματική αίσθηση των έργων, συνδυάζοντάς την με μια μυστηριώδη, μυστικιστική διάθεση. Πόσο ρευστό φαντάζει αυτό το σύμπαν με τις απότομες γωνίες και τις τρομακτικές σκιές! Σχεδόν νιώθεις πως χάνεσαι μέσα του.

Πως έχεις βρεθεί ξανά εδώ.

Μα τα σύννεφα συνέχιζαν ν’ απλώνονται στον ουρανό. Και οι σκιές στους τοίχους φάνηκαν να ζωντανεύουν. Η διάχυτη ανησυχία, η κρίση και το άγχος γέννησαν τον εφιάλτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 30 ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός ανήκε πια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παραχώρησε σταδιακά τη θέση της στη φρικτή πραγματικότητα του Ναζισμού.

Και τα σπίτια με τις ακανόνιστες γωνίες, τα βουνά με τις απότομες κορφές, οι διχασμένοι ανάμεσα στο φως και τη σκιά δρόμοι… έπαψαν πια να διχάζονται. Η γερμανική ψυχή το ίδιο. Πλέον το μαύρο χρώμα ήταν κυρίαρχο. Κι ενώ η Γερμανία ζούσε ένα παιδικό όνειρο παντοδυναμίας, ο κόσμος βυθίστηκε στον εφιάλτη.






Οι σημαντικότερες ταινίες του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού



Περισσότερο από οποιοδήποτε προγενέστερο κινηματογραφικό στυλ, ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός έθεσε στο επίκεντρο την αισθητική, όχι την ιστορία. Ασφαλώς και το σενάριο με τους ηθοποιούς έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, μα κανένα άλλο κίνημα στην ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου (με εξαίρεση ορισμένα από τα πειράματα των Σουρεαλιστών) δεν έδωσε τόση σημασία στο κομμάτι των σκηνικών και της ατμόσφαιρας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το όνομά του. Ο γερμανικός Εξπρεσιονισμόςυπήρξε το κατεξοχήν εικαστικό κινηματογραφικό στυλ. Εκείνο που προσέδωσε μια γνήσια καλλιτεχνική διάσταση στην πρώιμη κινηματογραφική δημιουργία.

Καθώς μάλιστα βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 20, σε μια εποχή που το επίκεντρο της αναδυόμενης κινηματογραφικής βιομηχανίας μεταφερόταν πλέον στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως το συγκεκριμένο κίνημα άνθισε στην καρδιά της Ευρώπης. Κι ενώ η κινηματογραφική παραγωγή στις ΗΠΑ έδινε ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στη μαζική ψυχαγωγία και τη δημιουργία ενός επιτελείου γιγαντιαίων Τραστ και ηθοποιών-σουπερσταρ (περισσότερα γι’ αυτό στο επόμενο μέρος του αφιερώματος), η Ευρώπη πλέον παραχωρούσε προτεραιότητα στην αισθητική, δημιουργική πλευρά του κινηματογράφου. Κι ενώ στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 20 ο ηθοποιός ήταν το παν, στην Ευρώπη ήταν οσκηνοθέτηςεκείνος που κατείχε τα ηνία της δημιουργικής παραγωγής. Κάτι που έμελλε να συνεχιστεί και στις επόμενες δεκαετίες.

Προτού καταφύγουμε στην καταγραφή των σημαντικότερων έργων του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, χρειάζεται να αναφέρουμε και το όνομα της εταιρείας παραγωγής. Η εταιρεία ονομαζόταν Ufaκαι είχε την έδρα της στο Βερολίνο. Ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός είναι τόσο δικό της παιδί, όσο και του γερμανικού Zeitgeistτων καιρών.



9 # Το Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι (“DasΚabinettDesDoktorCaligari”, Γερμανία, 1919)
Σκηνοθεσία: RobertWiene





Ένας μοχθηρός επιστήμονας, ένας τρομακτικός υπνοβάτης, μια πολιτεία που φαντάζει βγαλμένη απ’ τα βάθη κάποιου διεστραμμένου νου, απόκοσμα και αλλότρια σκηνικά, όνειρα που μπλέκουν με την πραγματικότητα, μια ιστορία αγάπης και φονικού, προάγγελος των έργων τρόμου. Και το πρώτο αναπάντεχο φινάλε (γνωστό και ως “twist-ending”) στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτά και άλλα πολλά είναι το «Εργαστήρι του Δόκτορα Καλιγκάρι»... Σχεδόν έναν αιώνα μετά, εξακολουθεί να μας εντυπωσιάζει με τις μοναδικές του επινοήσεις, τη γκροτέσκα αισθητική και την ανατριχιαστική του ιστορία – μα και να μας προβληματίζει με το απροσδόκητο φινάλε του – ένα φινάλε που δεν υπήρχε στα αρχικά πλάνα και προστέθηκε εκ των υστέρων, μεταβάλλοντας μεμιάς όλο το νόημα του έργου και σκορπώντας γύρω του ανησυχητικές σκιές.

Με τον «Καλιγκάρι», εν έτει 1919, αρχίζει και επισήμως ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός. Τα στυλιζαρισμένα σκηνικά, οι βαμμένες σκιές στους τοίχους, η παραμορφωμένη προοπτική, οι αντιθέσεις σκιάς-φωτός, η αίσθηση του εξωπραγματικού… όλα όσα έμελλε να καθορίσουν το κίνημα βρίσκονται εδώ. Και όχι, δεν είναι τυχαία η χρονολογία – το τέλος του πολέμου. 

Ας μείνουμε λίγο στην αίσθηση του εξωπραγματικού. Το έργο δεν αποπειράται απλά να δημιουργήσει ένα φανταστικό σκηνικό – μα μπλέκει έντεχνα το φανταστικό με το πραγματικό, σε επίπεδο αφήγησης και αισθητικής, εντείνοντας την αίσθηση μιας αναδυόμενης ανησυχίας. Τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας καθίστανται ρευστά, μεταβλητά. Και συ, ως θεατής, δεν είσαι σίγουρος αν αυτό που βλέπεις συνιστά την αληθινή αφήγηση ενός ήρωα, ή το διαστρεβλωμένο αποκύημα κάποιου ταραγμένου ψυχισμού.





Στη σκηνοθεσία του έργου επισήμως βλέπουμε το όνομα του RobertWiene, συγγραφείς και αρχικοί εμπνευστές υπήρξαν οι CarlMayerκαι HansJanowitz, μα καθοριστική στη δημιουργία του υπήρξε η συμμετοχή ενός σκηνοθέτη που έμελλε να συνδεθεί αναπόσπαστα με τον γερμανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 20: ο λόγος για τον FritzLang. Ήταν ο Λανγκ εκείνος που είχε επιλεγεί ως σκηνοθέτης αρχικά και επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη και την τελική κατεύθυνση του έργου.

Όσο μας εντυπωσιάζει το αισθητικό κομμάτι της ταινίας, τόσο μας προβληματίζει το φινάλε της και η απρόσμενη μεταμόρφωση του φιλμ, από αντι-αυταρχικό σε απολογία των πατερναλιστικών μορφών εξουσίας. Ένα φινάλε που απουσίαζε από τα αρχικά σεναριακά πλάνα και το οποίο μεταμορφώνει όλο το νόημα του έργου – και μας αφήνει, ως θεατές, έκπληκτους. Η αρχική καταδίκη της εξουσίας μεταμορφώνεται σε υπεράσπισή της. Ο ήρωας μετατρέπεται σε τρόφιμο ενός ψυχιατρείου, ο τρελός επιστήμονας σε γνωστική πατρική φιγούρα – σε γιατρό. Η ανταρσία απέναντι στην εξουσία του συνιστά μια μορφή παράνοιας. Και αυτά σε μια πρώιμη περίοδο για την εύθραυστη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντίκρισαν, στην παρανοϊκή όψη του ίδιου του δόκτορα Καλιγκάρι, την εικόνα του Αδόλφου Χίτλερ.

Περισσότερα για τον Δόκτωρ Καλιγκάρι και τη σημασία του μπορείτε να διαβάσετε σε ένα παλιότερό μου αφιέρωμα εδώ: Στο Εργαστήρι Του Δόκτορα Καλιγκάρι.



10 # ΤοΓκόλεμ (“Der Golem, wie er in die Welt kam”, Γερμανία, 1920)
Σκηνοθεσία: PaulWegener, CarlBoese





Αν ο «Καλιγκάρι» μας μετέφερε στην καρδιά μιας αλλόκοτης, φανταστικής πολιτείας, έναν χρόνο μετά το «Γκόλεμ» μας ταξιδεύει στα βάθη της μεσαιωνικής Πράγας, καταμεσής ενός εβραϊκού γκέτο. Μα, πράγμα παράξενο: τα σκηνικά της φανταστικής πολιτείας του «Καλιγκάρι» κι εκείνα της Πράγας του «Γκόλεμ» μοιάζουν τόσο μεταξύ τους! Εξίσου αλλόκοτα, μυστήρια, εξώκοσμα. Ανάλογες αντιθέσεις σκιάς-φωτός, αντίστοιχα παραμορφωμένα σπίτια και δρομάκια. 

Όχι, δεν πρόκειται για μια πιστή απόδοση μιας μεσαιωνικής πόλης και το ξέρεις. Η Πράγα του «Γκόλεμ» δεν είναι παρά η πολιτείαόπως διασώζεται στο συλλογικό, ανθρώπινο ασυνείδητο. Μια αρχέγονη μεσαιωνική Πολιτεία, πιστή όχι στην πραγματικότητα, μα στον κόσμο των ονείρων και των συμβόλων.

Βρίσκεσαι στο σύμπαν του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού. Ακόμα να καταλάβεις πως εδώ το όνειρο δεν έχει τέλος;





Το «Γκόλεμ» αφηγείται μια ιστορία που εδράζεται στα βάθη της εβραϊκής παράδοσης. Ένας γίγαντας κατασκευασμένος από πηλό, με στόχο του την υπεράσπιση των καταδιωκόμενων Εβραίων, θυμίζοντας σε πολλά την ιστορία του τέρατος του Φρανκενστάιν. Τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, η δύναμη του πάθους και της ζήλιας, η επιθυμία για δύναμη, η υπέρβαση του μέτρου και η επακόλουθη καταδίκη, ορισμένα από τα ζητήματα που θίγονται στο έργο.

Παρουσιάζει εξάλλου ενδιαφέρον το γεγονός πως η γερμανική αυτή ταινία αναφέρεται στους διωγμούς των Εβραίων, προβαίνοντας ουσιαστικά σε υπεράσπισή τους, τονίζοντας την αξία της συναδέλφωσης των λαοτήτων… και στην ίδια χώρα, μια δεκαετία μετά, θα ανέρχονταν στην εξουσία οι Ναζί. 

Όλη η αντίφαση της εποχής εστιασμένη σε μία μόνο χώρα, σε ένα μόνο καλλιτεχνικό κίνημα. Σαν τις αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς στα έργα του ήταν ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός – όμοιο και το πνεύμα του λαού του.



11 # Νοσφεράτου, μια Συμφωνία Τρόμου (“Nosferatu, eine Symphonie des Grauens”, Γερμανία, 1922)
Σκηνοθεσία: F.W. Murnau





Oβρυκόλακας ανεβαίνει τις σκάλες, γλιστρά σαν αερικό μέσα στη νύχτα. Δεν βλέπεις παρά τη σκιά του, όπως αποτυπώνεται στον τοίχο. Τα γαμψά του νύχια χαράζουν το φως, σκορπώντας γύρω του ριπές από σκοτάδι. Και συ κοιμάσαι, τα σεντόνια ιδρωμένα, το παράθυρο ανοιχτό, οι κουρτίνες τρέμουν στο άγγιγμα του σεληνόφωτος. Και ο βρυκόλακας έρχεται σε σένα. Και συ κοιμάσαι – και προσεύχεσαι να είναι όλα ένα κακό όνειρο. Σε λίγο να ξυπνήσεις και οι στάχτες του να σκορπίσουν στους ανέμους. Μα ο άνεμος στον ύπνο σου φυσά σπαραχτικά σαν ουρλιαχτό λύκων.

Και ο βρυκόλακας έρχεται σε σένα. Σε λίγο θα’ ναι δίπλα σου.

Βρισκόμαστε στο έτος 1922... και τα έργα τρόμου ήταν και επισήμως μια πραγματικότητα. Η ταινία «Νοσφεράτου» δεν συνιστά μόνο το σημαντικότερο φιλμ τρόμου στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου… μα ένα από τα σημαντικότερα έργα τρόμου γενικώς· μια ταινία που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο συλλογικό φαντασιακό και την κουλτούρα των καιρών της… σημάδια που έμοιαζαν με δαγκωματιές βρυκόλακα.

Χρειάζεται να δούμε το “Nosferatu” αποφεύγοντας, όσο είναι δυνατόν, τις συγκρίσεις με τα νεότερα φιλμ του είδους. Δεν βλέπεις το «Νοσφεράτου» με την ίδια λογική που θα δεις ένα σύγχρονο θρίλερ. Η αίσθηση του έργου είναι η πρωτόλεια αίσθηση του παλαιού κινηματογράφου, εκείνου στον οποίο απουσίαζαν οι ήχοι και οι φωνές και στηριζόταν αποκλειστικά στη δύναμη της εικόνας προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει σκέψεις και αισθήματα. Στην περίπτωση του έργου η απουσία χρώματος και η αρχέγονη εικόνα λειτουργούν προς όφελος μιας γνησιότερης αισθητικής αντίληψης. Νιώθεις πως συμμετέχεις σε κάτι αυθεντικό, κάτι βγαλμένο από τα άδυτα του χρόνου, του μύθου και των παραδόσεων. Η γραφική εικόνα της εξοχής, με τα βουνά που απλώνονται στο βάθος, φαντάζει ανησυχητική στα μάτια σου. Ο αμαξάς με το μυτερό καπέλο και τα παράξενα αυτιά φαίνεται βγαλμένος από κάποιο απόκοσμο βιβλίο θρύλων – λησμονημένο από αιώνες. Το όμορφο καράβι που αναδεύεται στα κύματα της θάλασσας φέρει στα βάθη του ποντίκια και αρρώστια. Και ο Κόμης Ολρόκ, καταμεσής στον πύργο του, φαλακρός και λεπτοκαμωμένος, σε κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν στο σκοτάδι.

Ποιος είπε πως ο «Νοσφεράτου» είναι μόνο μια ταινία;






Αντλώντας την έμπνευση και το βασικό σενάριο από την ιστορία του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ, χωρίς ωστόσο να έχουν αντλήσει τα απαραίτητα πνευματικά δικαιώματα, οι δημιουργοί του έργου προέβησαν σε ορισμένες αναγκαίες αλλαγές προκειμένου να μη φαίνεται πως έκλεψαν την ιστορία του βιβλίου. Έτσι λοιπόν ο κόμης Δράκουλας μετατρέπεται σε κόμης Ορλόκ, τα ονόματα των βασικών χαρακτήρων και των τοποθεσιών αλλάζουν… μα παραμένει ολοφάνερη η πηγή της ιστορίας. Τόσο φανερή, που οι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων κατέφυγαν σε δικαστικό αγώνα, τον οποίο και κέρδισαν, με αποτέλεσμα να καταστραφούν όλες οι κόπιες του έργου. 

Ευτυχώς για μας όμως, κάποιες φαίνεται πως γλίτωσαν… και έτσι μπορούμε σήμερα να απολαύσουμε την ταινία – η οποία, ειρωνικά, συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το μύθο του Δράκουλα, οδηγώντας σε πλήθος άλλων έργων μελλοντικά και μιας αντίστοιχης φιλολογίας, που, εν τέλει, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για το πρωτότυπο έργο του Μπραμ Στόκερ. Εκεί που η κλοπή ανταμείβει και τον κλέφτη και το θύμα.

Ήταν ο Φρίντριχ Βίλεμ Μουρνάου (F.W. Murnau) ο ιδιοφυής σκηνοθέτης που μας παρέδωσε τις χαρακτηριστικές σκηνές του έργου και καθόρισε τη μοναδική, εξώκοσμη αισθητική του, με τα μυστηριώδη σκηνικά και τις βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Και ήταν ο ηθοποιός Μαξ Σρεκ (MaxSchreck) εκείνος στον οποίο οφείλουμε την αλησμόνητη μορφή του κόμητα Ορλόκ. Μια μορφή που έγινε ταυτόσημη με τα βαμπίρ και σημάδεψε την συλλογική κουλτούρα. Ας επαναλάβω... Σημάδια που μοιάζουν με δαγκωματιά βρυκόλακα.




12 # Δρ. Μαμπούζε, ο Παίχτης (“Dr.Mabuse, derSpieler”, Γερμανία, 1922)
Σκηνοθεσία: FritzLang





Με την ιστορία του Δόκτορα Μαμπούζε καθιερώνεται και επισήμως το όνομα του Φριτς Λανγκ, ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες των καιρών του. Αντλώντας την έμπνευσή του από μια σειρά βιβλίων στην οποία πρωταγωνιστεί ο ιδιοφυής ψυχίατρος και εγκληματίας Δρ. Μαμπούζε, η ταινία έμελλε να είναι η πρώτη από μια σειρά που θα συνεχιζόταν και στα χρόνια του ομιλούντος κινηματογράφου. Υπήρξε εξάλλου μια πολύ μεγάλη επιτυχία των καιρών της, εξασφαλίζοντας στον Λανγκ διεθνή φήμη και αναγνώριση. Η συνέχεια θα ήταν ακόμα καλύτερη.

Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των έργων του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, η ιστορία του «Μαμπούζε» δεν εκτυλίσσεται σε κάποια φανταστική πολιτεία, ή στα βάθη του χρόνου και των παραδόσεων. Αντίθετα, διαδραματίζεται στο ζωντανό παρόν της δεκαετίας του 20, καταμεσής της σφύζουσας, πολύβουης πόλης, με φόντο τις πολιτικές ίντριγκες, τα χρηματιστηριακά παιχνίδια, τα μπαρ της νύχτας, τον ατελείωτο τζόγο – και τις φιγούρες που δρουν, σαν φαντάσματα, στα παρασκήνια. 

Στο επίκεντρο όλων δεσπόζει η υποχθόνια μορφή του δόκτορα Μαμπούζε, ενός γιατρού-υπνωτιστή ειδικού στις μεταμφιέσεις, του οποίου η πόλη και η πολιτική της έχουν μετατραπεί σε τραπουλόχαρτα, έρμαια στα χέρια του, παιχνίδια στους σκοπούς του.






Διαρκώντας ούτε μία, ούτε δύο, μα τέσσερις ολόκληρες ώρες (!) και χωρισμένο σε δυο μέρη, το έργο πραγματικά συνιστά μια μικρή οδύσσεια της νυχτερινής αστικής πραγματικότητας των καιρών του. Θυμίζοντας άλλοτε πολιτικό θρίλερ, άλλοτε έργο γκάνγκστερ, άλλοτε ψυχολογικό φιλμ, φτάνοντας ως και στα όρια της κωμωδίας σε σημεία, περιλαμβάνοντας φονικά, έρωτες, δολοπλοκίες, προδοσίες και πλήθος χαρακτήρων, θα μπορούσαμε να πούμε πως μοιάζει περισσότερο με ένα μικρό σήριαλ, στην γαλλική παράδοση των έργων του Λουί Φεγιάντ (για τα οποία μιλήσαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος – κλικ εδώ). 

Μα είναι η ιδιαίτερη αισθητική του, πέραν της ιστορίας, εκείνη που το καθιστά ξεχωριστό. Τα παιχνίδια του φωτός με το σκοτάδι βρίσκονται στο επίκεντρο του φιλμ, οι σκιεροί τόνοι του οποίου προσδίδουν ένα διάχυτο τόνο ανησυχίας για την έκβαση του έργου και την εξέλιξη των χαρακτήρων του – που, ένας μετά τον άλλο, πέφτουν όλοι θύματα στις δαγκάνες του σατανικού δόκτορα.

Η μορφή του υπνωτιστή δεσπόζει στο φαντασιακό του έργου. Η δύναμη της υποβολής, ο έλεγχος της εξουσίας και η μετατροπή των ανθρώπων σε ανυπεράσπιστα θύματα δυνάμεων έξω από τον έλεγχο τους – που φαντάζουν σαν σκιές στους τοίχους. Αυτά, καταμεσής μιας κοινωνικής πραγματικότητας που ένιωθε αλλοτριωμένη και αποξενωμένη, και μιας χώρας που θα παραδινόταν στη μαζική δύναμη του πολιτικού υπνωτισμού μια δεκαετία αργότερα.



13 # Οι Νιμπελούνγκεν (“DieNibelungen”, Γερμανία, 1924)
Σκηνοθεσία: FritzLang





Ένας λαός σε αναζήτηση ταυτότητας συχνά καταφεύγει στα βάθη του χρόνου, ανασκαλεύοντας στους μύθους και τους θρύλους αλλοτινών εποχών, αντλώντας έμπνευση και πρότυπα. Μα ο ερευνητής της λαϊκής παράδοσης γνωρίζει πως, περισσότερο από έναν λαό ή μια εθνότητα, το λαϊκό αίσθημα και οι αρχέγονοι μύθοι συνδέονται με την ιστορική πορεία της ίδιας της ανθρωπότητας. Δεν συνιστούν αποκλειστικά ιδιοκτησία ενός ή του άλλου λαού – μα κοινή κληρονομιά του ανθρωπίνου γένους, αποκαλύπτοντας τις μυθικές καταβολές και τις κοινές αξίες του.

Τέτοια λοιπόν είναι η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια». Τέτοιο είναι το έπος του Αρθούρου και του Ρολάνδου. Τέτοιοι είναι οι σκανδιναβικοί μύθοι, η ινδική Μαχαμπαράτα, οι περσικές παραδόσεις, οι ιστορίες της Άπω Ανατολής. Και, στην ίδια κατηγορία ανήκει το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν. Πιάνοντας ρίζες στα βάθη του Μεσαίωνα, τον καιρό των Βουργουνδών και της πρόσμιξης των γερμανικών φύλων με τους ευρωπαϊκούς λαούς του νότου, εξιστορώντας τις περιπέτειες του θρυλικού Ζίγκφριντ και της όμορφης Κριμχίλντας, το έπος αυτό ανήκει στα ομορφότερα της μεσαιωνικής παράδοσης. 

Οι ρίζες της γερμανικής λογοτεχνίας εδράζονται εδώ. Ανασκαλεύοντάς το, μπορούμε ίσως να εντοπίσουμε άφθονα αρχέγονα στοιχεία εκείνου που θα έλεγε κάποιος «γερμανική ψυχή» ή ιδιοσυγκρασία – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Και ασφαλώς δεν είναι καθόλου τυχαία η έμπνευση που έδωσε σε πλήθος Γερμανών καλλιτεχνών, στους οποίους ξεχωρίζει φυσικά ο Βάγκνερ και η ξακουστή τετραλογία του, το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν».






Φτάνουμε λοιπόν στη Γερμανία του Μεσοπολέμου και ο Φριτς Λανγκ αποφασίζει να διασκευάσει το θρυλικό έργο για τη μεγάλη οθόνη. Το αποτέλεσμα ήταν μια επική παραγωγή, χωρισμένη σε δύο μέρη, που αντιστοιχούν στις δύο ενότητες του Έπους: Η πρώτη αφηγείται την άνοδο και την πτώση του Ζίγκφριντ. Η δεύτερη την αιματηρή εκδίκηση της πενθούσας γυναίκας του, Κριμχίλντας, τον πόλεμο των Βουργουνδών με τους Ούννους του Αττίλα και τον τελικό όλεθρο των πρώτων. 

Το αποτέλεσμα πραγματικά αποτίνει φόρο τιμής στο αυθεντικό ποίημα. Πρόκειται για ένα από τα επικότερα έργα στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου, ηρωικό στο πρώτο μέρος του, τραγικό στο δεύτερο, ξεχειλίζοντας κλασικές σκηνές όπως η εύρεση του θησαυρού των Νιμπελούνγκεν από τον Ζίγκφριντ, η μάχη του με τον (ομολογουμένως, συμπαθέστατο και αδικοχαμένο) δράκο, ο αγώνας ενάντια στην σκληραγωγημένη Βρουνχίλδη, μα και το κυριολεκτικό ολοκαύτωμα του δεύτερου μέρους της ταινίας.

Ήταν επίσης ένα από τα αγαπημένα φιλμ του Χίτλερ και του Γκέμπελς, οι οποίοι, στη μορφή του Ζίγκφριντ, έβλεπαν να ενσαρκώνεται η ηρωική φιγούρα του Αρίου πολεμιστή που ύψωναν ως πρότυπο. Μα φαίνεται προσπερνούσαν το γεγονός πως η ιστορία του Ζίγκφριντ αφορά το πρώτο μέρος του έργου – το ηρωικό και μυθικό τμήμα του έπους. Γιατί στο δεύτερο μέρος (όπου η Κρίμχλιντ παίρνει την εκδίκησή της) οι τόνοι αλλάζουν. Το παραμύθι μετατρέπεται σε τραγωδία. Οι ορδές των λαών της Ανατολής κατατροπώνουν τους Γερμανούς πολεμιστές, σε ένα όργιο αίματος και καταστροφής, ενώ, καταμεσής της φωτιάς, η Κριμχίλντα ατενίζει τη σφαγή με τα ψυχρά της μάτια. Εδώ δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές – μόνο ένας τρομακτικός αγώνας για επιβίωση, ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων – δίχως παρηγοριά ή χαρούμενο φινάλε. Φάνταζε τρομακτικά προφητικό.



14 # Φάουστ (“FaustEinedeutscheVolkssage” Γερμανία, 1926)
Σκηνοθεσία: F. W. Murnau





Λίγο καιρό πριν ο Φρίντριχ Μουρνάου εγκαταλείψει τη χώρα του και εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, μας έδωσε την τελευταία γερμανική ταινία του. Oλόγος για το «Φάουστ» - μία από τις κλασικότερες διασκευές του πασίγνωστου μύθου κι ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του κινηματογραφικού Εξπρεσιονισμού.

Όσοι γνωρίζουν τον «Φάουστ» από το έργο του Γκαίτε θα διαπιστώσουν πως υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσά τους, κυριότερη εκ των οποίων είναι το φινάλε της ταινίας. Ένα φινάλε περισσότερο «κινηματογραφικό» θα λέγαμε, απολύτως ταιριαστό όμως με το πνεύμα του έργου. Ωστόσο ο κεντρικός άξονας του μύθου παραμένει ίδιος: ο ηλικιωμένος Φάουστ, η συνάντηση με τον Διάβολο-Μεφιστοφελή, το παζάρεμα της ψυχής του προκειμένου να κερδίσει τα νιάτα και την ωραία Μαργαρίτα. Όλα βρίσκονται ξανά εδώ και – πράγμα παράξενο – η εξπρεσιονιστική αυτή εκδοχή του «Φάουστ» μοιάζει παλιότερη και από το θεατρικό του Γκαίτε, και από την εκδοχή του Κρίστοφερ Μάλροου (το “DoctorFaustus”, έργου που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1604).

Μοιάζει κυριολεκτικά να έχει ξεπροβάλλει απ’ τα άδυτα της μεσαιωνικής παράδοσης. Βλέποντας την ταινία αισθάνεσαι πως έχει γυριστεί αιώνες πριν – σε κατακλύζει ένα κυριολεκτικά αρχέγονο συναίσθημα.





Αυτό ασφαλώς οφείλεται στη μαγική αίσθηση που αποπνέει το έργο. Στα σκοτεινά του σκηνικά, τις βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και τη σκιά, τα αλλόκοτα τοπία του και τις κλειστοφοβικές του πολιτείες. Ο «Φάουστ» του Μουρνάου δεν είναι τόσο εκείνος του Γκαίτε, όσο ο αρχέγονος χαρακτήρας των θρύλων. 

Αξίζει να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, πως η σκηνή του πελώριου διαβόλου που απλώνει τα φτερά του πάνω απ’ την καταδικασμένη πολιτεία ενέπνευσε μια από τις τρομαχτικότερες στιγμές στην ιστορία των κινουμένων σχεδίων: τη «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό» από τη «Φαντασία» του Ουώλτ Ντίσνεϋ.

Πλησιάζοντας πλέον στα τέλη της δεκαετίας του 20, ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός διαπίστωνε πως είχε πλέον μοιράσει τα καλύτερα χαρτιά του. Μα η επιρροή του στη μεταγενέστερη ιστορία του κινηματογράφου υπήρξε καταλυτική. Από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ μέχρι τον Τιμ Μπάρτον, από τα έργα τρόμου στο Φιλμ Νουάρ... θα εντοπίσετε παντού τα ίχνη του.



15 # Μητρόπολις (“Metropolis”, Γερμανία, 1927)
Σκηνοθεσία: FritzLang




Κάθε φορά που ανασκαλεύεις στα άδυτα της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας, θα δεις να ξεπροβάλλουν μπροστά σου τα θεόρατα κτίρια της Metropolis. Τσιμεντένιοι γίγαντες που υψώνονται αλαζονικά στον ουρανό, πελώριες γέφυρες σαν ιστοί ανάμεσά τους, ατελείωτα οχήματα που διασχίζουν τη γη και τους αιθέρες. Ψηλά στις κορυφές ζούνε οι πλούσιοι. Πάνω στις στέγες, χαμένοι σε ολάνθιστους κήπους μες στα σύννεφα, απομονωμένοι απ’ τον αληθινό κόσμο, σαν θεοί μέσα στον Όλυμπο της Νέας Εποχής. Κάτω, στα βάθη χαμηλά, ζούνε τα πλήθη των εργατών. Αρίθμητα μυργμήγκια που αγνοούν τον ήλιο, δουλεύοντας αδιάκοπα στο φρενήρη ρυθμό της παραγωγής, στα υπόγεια, στα τάρταρα του κόσμου. Σκλάβοι των μηχανημάτων, έχοντας μετατραπεί οι ίδιοι σε αυτόματα, σε γρανάζια μιας πελώριας Μηχανής. Όλη η ζωή τους είναι η δουλειά – και η δουλειά φτάνει να απομυζά κάθε τί ανθρώπινο από μέσα τους. Δεν έχουν σκέψη, δεν έχουν κρίση, δεν είναι πλέον άνθρωποι – είναι ρομπότ οι ίδιοι. Μα όσο σκάβουν αυτοί στα χαμηλά, όλο βυθίζονται στην εξαθλίωση της αυτοματοποιημένης εργασίας, τόσο σκαρφαλώνουν ακόμα πιο ψηλά οι ισχυροί – βαθύτερα στα σύννεφα, αυξάνοντας τον διαχωρισμό ανάμεσά τους.

Κανένα άλλο έργο των καιρών δεν αποτύπωσε τόσο ανάγλυφα τόσο τρομακτικές εικόνες μιας ζοφερής μελλοντικής πραγματικότητας, όσο το “Metropolis” του Φριτζ Λανγκ. Οι σκηνές του έργου που παρουσιάζουν τη μαζική εξόρμηση των εργατών και τις συνθήκες της δουλειάς τους ανήκουν στις συγκλονιστικότερες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου. Βλέπεις τους εργάτες να ξεχύνονται στα άδυτα των εργοστασίων, στρατιές όντων με κατεβασμένο το κεφάλι και μονότονο βάδισμα, πασχίζοντας να μιμηθούν τις μηχανές που τους εξουσιάζουν, χάνοντας τις ζωές τους στη διαδικασία – μα ούτως ή άλλως κάποιος άλλος θα βρεθεί να πάρει τη θέση τους. Δεν είναι παρά αναλώσιμα όντα, σε τελική ανάλυση. Αρκεί να μην σταματά η Μηχανή – και να συνεχίσουν οι προνομιούχοι να απολαμβάνουν τα προνόμιά τους.

Μέχρι που ένα μέλος της προνομιούχας τάξης – ο γιός ενός μεγαλοεπιχειρηματία και πρωταγωνιστής του έργου – συνειδητοποιεί τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στα άδυτα των εργατών. Και αποφασίζει να βάλει ένα τέλος στην αθλιότητα. Μα η ιστορία μας βρίσκεται ακόμα στην αρχή... στη συνέχεια θα εμπλακούν ένας μοχθηρός επιστήμονας, μια νεαρή προφήτισσα κι ένα παραπλανητικό Ρομπότ που έχει τη μορφή της πρώτης και καλεί τους εργάτες σε εξέγερση... Ακολουθούν πλήθος σκηνών βιβλικής καταστροφής και μια πελώρια πλημμύρα... μέχρι που, στο τέλος, ο ήρωάς μας κατορθώνει να συμφιλιώσει τους εργάτες με τη διοίκηση, δρώντας ως διαμεσολαβητής: είναι η «Καρδιά ανάμεσα στα Χέρια και στο Νου».






Η θέση της ταινίας στο πάνθεον των έργων επιστημονικής φαντασίας, όντας το αρχετυπικό δυστοπικό φιλμ, είναι δεδομένη. Πρόκειται εξάλλου για ένα από τα συναρπαστικότερα έργα του Βωβού Κινηματογράφου και μία από τις επιδραστικότερες στιγμές στην ιστορία του. Κι όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν, τα μηνύματα της ταινίας θα παραμένουν αμφιλεγόμενα. Πρόκειται τελικά για ένα ριζοσπαστικό ή ένα αντιδραστικό φιλμ; Από τη μία παρουσιάζονται με συγκλονιστικό τρόπο οι επιπτώσεις της αυτοματοποίησης στις ζωές των εργατών· ο εξανδραποδισμός και η ανήλεη εκμετάλλευσή τους· οι τρομακτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις ορδές των εργατών και στην κάστα των προνομιούχων... μα από την άλλη το τελικό μήνυμα του έργου καλεί σε «συμφιλίωση» τις αντιμαχόμενες πλευρές, δίχως να φαίνεται πως είναι διατεθειμένη η πλευρά των ισχυρών να πραγματοποιήσει κάποιες ουσιώδεις παραχωρήσεις. Για ποια «συμφιλίωση» μιλάμε λοιπόν;

Η ταινία είχε εντυπωσιάσει πλήθη κόσμου – μεταξύ άλλων και τον υπουργό Προπαγάνδας των Ναζί, Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος πιθανό να είδε, στο τελικό μήνυμα της «συμφιλίωσης», ένα πρότυπο του φασιστικού κράτους – στο οποίο όλες οι κοινωνικές τάξεις εργάζονται από κοινού για τον «συλλογικό σκοπό», δίχως όμως να έχουν εξαλειφθεί οι ταξικές τους διαφορές. Οι πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι και οι φτωχοί φτωχοί – μα όλοι πλέον δουλεύουν για τη «δόξα του Ηγέτη και του Έθνους».

Πως γίνεται να αγνοήσουμε, ωστόσο, τη συνολική αίσθηση που αποπνέει η ταινία; Πρόκειται για το ίδιο έργο που αποκάλυψε, όσο κανένα άλλο, τους κινδύνους μιας αυτοματοποιημένης κοινωνίας και την ουσία εκείνου ο Μαρξ, νεαρός, αποκαλούσε «αλλοτρίωση». Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα φιλμ ανοιχτό στις ερμηνείες – αντιδραστικό και προοδευτικό ταυτόχρονα, βαθιά αντιφατικό όσο και η Γερμανία των καιρών του. Μα για τις μοναδικές σκηνές του, τις πρωτοποριακές του επινοήσεις και την βαθιά επίδραση που άσκησε στο συλλογικό κινηματογραφικό φαντασιακό... το έργο ανήκει στα σημαντικότερα όλων των εποχών.






Αξίζει να αναφέρουμε πως ο ίδιος ο Φριτζ Λανγκ δεν έμεινε ικανοποιημένος από το πολιτικό μήνυμα του έργου, το οποίο και θεώρησε βαθιά αφελές. Η ιστορία και το σενάριο, εξάλλου, ανήκουν κατά κύριο λόγο στην τότε γυναίκα του Λανγκ, TheavonHarbou. Συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας όπως ο H.G. Wellsδεν συμμερίζονταν τις απαισιόδοξες απόψεις της vonHarbouσχετικά με τους κινδύνους της αυτοματοποίησης – οι μηχανές μπορούν να εξανδραποδίσουν, μπορούν όμως και να απελευθερώσουν, τόνιζαν. Όσο αφορά τις πολιτικές αντιλήψεις της πρώην κυρίας Λανγκ; Τον καιρό της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, η TheavonHarbouανήκε στους ένθερμους υποστηρικτές τους.

Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Φριτς Λανγκ αποφάσισε να τη χωρίσει και να φύγει από τη χώρα του, καταφεύγοντας στις ΗΠΑ.



Επίλογος. Τα Δύο Έργα.



Γερμανία, 1933. Οι σκιές που άλλοτε ζωγράφιζαν οι Γερμανοί Εξπρεσιονιστές στα έργα τους είχαν πλέον υλοποιηθεί. Φορούσαν στρατιωτικά ρούχα και ύψωναν το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό. Και το κίνημα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού διαπίστωνε πλέον πως δεν είχε λόγο ύπαρξης στον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» του φασισμού. Έναν κόσμο στον οποίο η τέχνη – κάθε τέχνη – όφειλε να είναι αισιόδοξη, χαρούμενη, δυνατή. Εδώ δεν έχουν θέση οι σκιές, δεν χωρά η ανησυχία, δεν υπάρχουν σκληρές γωνίες – όλα είναι καλά, όλα είναι ανθηρά.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στα δύο έργα που είδαμε στην αρχή του κειμένου. Και ας αποκαλύψουμε τους δημιουργούς τους.






Το πρώτο έργο – εκείνο με το ειδυλλιακό τοπίο, που αποπνέει γαλήνη και ηρεμία – ανήκει στον Γερμανό ζωγράφο WernerPeiner. Υποστηρικτής του Ναζισμού και ακόλουθος του χιτλερικού καθεστώτος. Το δεύτερο έργο – με τα παραμορφωμένα σχήματα και τα βίαια χρώματα – ανήκει στον Γερμανό ζωγράφο ErnstLudwigKirchner. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εικαστικού Εξπρεσιονισμού. Τα έργα του στιγματίστηκαν ως «παρακμιακά» απ’ τους Ναζί, πλήθος από αυτών καταστράφηκαν και ο ίδιος αυτοκτόνησε το 1938.

Πράγμα παράδοξο, μα ο κόσμος του Ναζισμού δεν ήταν ο κόσμος με τα ακανόνιστα σχήματα, τις απότομες γωνίες και τις εναλλαγές της σκιάς και του φωτός. Δεν ήταν ο κόσμος του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, δεν ήταν ο κόσμος της παραμορφωμένης τέχνης με τα τρομακτικά σχήματα και τα βίαια χρώματα.

Όχι. Ο κόσμος του Ναζισμού ήταν ο κόσμος της ειδυλλιακής τέχνης: εκείνης με τα αρμονικά τοπία και τους χαρούμενους αγρότες. Της τέχνης που απέδιδε την πραγματικότητα όπως ήθελαν να την φαντάζονται οι ίδιοι – δίχως συγκρούσεις, δίχως αντιθέσεις, δίχως το τραγικό στοιχείο μέσα της. Δίχως γνήσιο δημιουργικό πνεύμα. Μια ατελείωτη συμφιλίωση, μια ψεύτικη ουτοπία. Ήταν η πραγματικότητα όπως την έβλεπαν στη φαντασία τους, στα όνειρά τους. Χαρούμενα σπιτάκια, αγροί, χωράφια και περήφανοι Άριοι που τα καλλιεργούν – την ίδια ώρα που παρασύρουν τον πλανήτη σε μια γενικευμένη σφαγή δίχως προηγούμενο.

Τελικά κάποιες φορές είναι καλύτερο να βλέπεις εφιάλτες – να αναγνωρίζεις πως βλέπεις εφιάλτες, να καταλαβαίνεις πως είναι κι αυτοίμέρος της πραγματικότητάς σου. Γιατί αν κοιτάς μόνο το όνειρο, αν αγνοείς κάθε άλλη όψη της πραγματικότητας... υπάρχει κίνδυνος το όνειρό σου να μετατραπεί σε παραλήρημα. Και το παραλήρημα, με τη σειρά του, να γίνει εφιάλτης για όλο τον υπόλοιπο κόσμο.


Η Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου συνεχίζεται..............



Τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος








Περάχ Ιστάρ. Τα Περιστέρια και η Άνοιξη

$
0
0




Η φωτογραφία που βλέπετε προέρχεται από γλάστρα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Πριν δυο βδομάδες είδα με ευχάριστη έκπληξη πως φιλοξενούσε δυο μικροσκοπικά αυγουλάκια και μια χαρούμενη περιστέρα από πάνω που τα κλωσούσε! Και, για δες, τα αυγά παραχώρησαν τη θέση τους σε δυο μικρά πουλάκια. Δεν θα μπορούσε να είχε μπει με πιο ταιριαστό τρόπο η άνοιξη....

Δεξιά στη φωτογραφία παρατηρείτε τον μπαμπά, ο οποίος με καμάρι ατενίζει τα μικρά του. Διαπίστωσα με ενδιαφέρον πως τις μέρες αυτές συχνά αντικαθιστούσε τη μαμά-περιστέρα στη φωλιά-γλάστρα, κλωσώντας ο ίδιος τα αυγά· να πάρει και καμιά ανάσα εκείνη, να κάνει και μια βόλτα, ρε παιδί μου. Δεν ήξερα πως τα αρσενικά πουλιά βοηθούν έτσι τα θηλυκά – αυτό θα πει επιμερισμός ρόλων.

Και μια που μιλάμε για περιστέρια, ορισμένες ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες. Ως γνωστόν το περιστέρι έχει συνδεθεί, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, με την αγνότητα. Κι όμως, ετυμολογικά η λέξη «περιστέρι» πιάνει ρίζες στη σημιτική φράση “PerahIstar” – Περάχ Ιστάρ, το Πτηνό της Ιστάρ. Στα χρόνια της αρχαίας βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, βλέπετε, τα περιστέρια ήταν τα ιερά πουλιά της θεάς Ιστάρ. Και η θεά Ιστάρ (η Αστάρτη των Φοινίκων, μεταγενέστερη Αφροδίτη) ήταν θεά του Έρωτα (μεταξύ άλλων). Και όταν λέμε «έρωτας» στα χρόνια της αρχαίας Βαβυλώνας, δεν εννοούμε καρδούλες, πιάσιμο χεριών και... περπάτημα στην ακρογιαλιά. Μιλάμε για σεξ, για συνουσία, για οργασμό. Τα αγάλματα συχνά απεικόνιζαν την Ιστάρ κρατώντας τα δυο στήθη με τα χέρια της, ενώ στους ναούς της γινόταν... το έλα να δεις. Είναι γνωστό εξάλλου πως οι Ιερόδουλες των ναών ήταν προστατευόμενές της.

Να που τελικά όμως το περιστέρι – το πτηνό της Ιστάρ – κατέληξε να συνδεθεί με την αγνότητα. Μα ποια σχέση μπορεί να έχει η αγνότητα (όπως την ορίζει η θρησκευτική παράδοση) με τη φυσική πραγματικότητα γύρω μας. Αν η φύση παρέμενε αγνή (!), θα ζούσαμε σ’ ένα μόνιμο χειμώνα. Γιατί τί άλλο είναι η άνοιξη, αν όχι ένας ατελείωτος οργασμός της φύσης. Εκεί που τα πάντα γύρω μας επιδίδονται σε μια απολαυστική συνουσία – και έτσι καρπίζει το χώμα, ανθίζουν τα λουλούδια και γεννιώνται τα μικρά, ηδονόφιλα περιστεράκια.

Αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο αγνό από αυτό. Τίποτα περισσότερο αγνό από το φυσικό έρωτα. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι που τον λάτρευαν – γνώριζαν πως είναι μια δύναμη ανώτερη απ’ αυτούς.

Και τα πουλάκια μέσα στη φωλιά συνεχίζουν το νεογέννητό τους ύπνο. Ονειρεύονται από τώρα τη στιγμή που θα πετάξουν...



Η Παράσταση

$
0
0




Βρισκόμουν σε μια πελώρια, αχνοφωτισμένη αίθουσα με θεατρικές θέσεις. Οι θέσεις έφταναν ως πέρα και στο βάθος, θαμμένη στο μισόφως, διέκρινες τη σκηνή. Η παράσταση φαίνεται πως είχε αρχίσει, πρόσεξα μάλιστα κάποιους ηθοποιούς πάνω στην εξέδρα. Πράγμα παράξενο όμως, δεν φαίνονταν να μιλούν ή να παίζουν κάποιο ρόλο – απλά στέκονταν όρθιοι και κοιτούσαν βαριεστημένα το κοινό. Θα είναι μέρος του ρόλου τους, σκέφτηκα, ενώ έψαχνα μια θέση να κάτσω.

Αρκετές θέσεις ήταν άδειες – υπό κανονικές συνθήκες θα έβγαζα το συμπέρασμα πως ήταν λιγοστοί οι θεατές, μα επρόκειτο για τόσο πελώρια αίθουσα που θα ήταν μάλλον αδύνατο να γέμιζε ούτως ή άλλως. Ήταν πολλές οι θέσεις – όχι λιγοστοί οι θεατές. Περισσότερο με παραξένεψε όχι η ποσότητα, μα η εμφάνιση των θεατών: οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι με τις πιτζάμες και τα ρούχα του ύπνου τους. Κάποιοι μάλιστα είχαν απλώσει ως πέρα τα πόδια και κοιμόντουσαν, άλλοι πάλι παρακολουθούσαν την παράσταση με τα βλέφαρά τους βαριά από τη νύστα. Ένας βούρτσιζε τα δόντια του. Δυο παιδιά είχαν αποκοιμηθεί γερμένα στη μαμά τους. Ένας γέρος ροχάλιζε. Κανείς όμως δεν έδειχνε πως θέλει να φύγει.

Πού και πού κάποιοι απ’ τους ηθοποιούς φαίνεται πως έλεγαν κάτι – μα δεν μπορούσα να ακούσω, έπρεπε να μιλήσουν δυνατότερα. Σκόρπιοι θεατές μέσα στο πλήθος παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, ένας μάλιστα σημείωνε κάτι σ’ ένα μπλοκάκι που κρατούσε. Φορούσε πιτζάμα με ρίγες και καφέ παντόφλες. Ένας αρωματικός καφές άχνιζε δίπλα του – τον είδα και θέλησα να βουτήξω μέσα του ένα μπισκότο που βρέθηκε στην τσέπη μου, μα σκέφτηκα πως ίσως προσβληθεί κι έτσι δεν έκανα τίποτα. Έφαγα το μπισκότο, το κρατς κρατς έκανε θόρυβο και φοβήθηκα πως οι θεατές ίσως ενοχληθούν – μα οι περισσότεροι κοιμόντουσαν. Διακριτικά άνοιξα δρόμο μέσα από ένα διάδρομο (προσέχοντας μη σκοντάψω στα απλωμένα πόδια τους) και βυθίστηκα σε μια αναπαυτική θέση.

Για αρκετή ώρα κοιτούσα μπροστά μου, στη σκηνή, τον κόσμο που ερχόταν κι έφευγε κι έδειχνε να μιλάει πού και πού, χωρίς να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Ήμουν ικανοποιημένος, δίχως να γνωρίζω το λόγο. Η θέση ήταν τόσο αναπαυτική, που ένιωσα την ανάγκη να βγάλω τα παπούτσια μου. Η ατμόσφαιρα του χώρου σε προϊδέαζε για έναν γλυκό ύπνο.


***


 Κάποια στιγμή κάποιος με σκούντηξε ελαφρά. «Η σειρά σου», μου είπε. Κινήθηκα απότομα. «Ορίστε;», έκανα ταραγμένος. «Η σειρά σου», επανέλαβε κάποιος. Παρατήρησα τότε πως κάποιοι απ’ τους θεατές εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και ανέβαιναν πάνω στη σκηνή. Ήταν και αυτοί μέρος του έργου!

«Συγγνώμη, κάποιο λάθος θα έγινε...», είπα μασουλώντας τα λόγια μου. «Εδώ ήρθα για να ΔΩ την παράσταση, όχι να παίξω σε αυτήν!».

Κάποιοι απ’ τους θεατές με κοίταξαν φανερά ενοχλημένοι. Ένα παιδάκι σχεδόν έβαλε τα κλάματα. Είχε αρχίσει να με λούζει κρύος ιδρώτας. Μα πως βρέθηκα εδώ μέσα, πως; Συνειδητοποίησα τότε πως δεν θυμόμουν γιατί είχα έρθει – και πως επιλογή να φύγω δεν υπήρχε.

«Κύριοι, ακούστε με, σας παρακαλώ», έκανα προσπαθώντας να βρω μια λύση. «Μπορώ να ορκιστώ με κάθε βεβαιότητα πως δεν είμαι ηθοποιός και πως ήρθα εδώ με σκοπό να ψυχαγωγηθώ. Να, ορίστε κι ένα μπισκότο στην τσέπη μου (ή ό,τι έμεινε από αυτό), δείτε το, έτρωγα, είναι δυνατόν να έτρωγα και να ήμουν ένας απ’ τους ηθοποιούς;»

Τα βλέμματα γύρω μου ήταν σκοτεινά. Κατάλαβα πως δεν ήταν έξυπνο το επιχείρημά μου. Αχ, πως θα ξεφύγω από αυτό!

«Κύριοι, σας παρακαλώ, σας ικετεύω, δεν γνωρίζω εγώ από αυτά, ίσα να έχω πάει σε άλλη μια παράσταση σε όλη μου τη ζωή, μη με αναγκάσετε να ανέβω εκεί πάνω, κι έπειτα τί θα πω, δεν ξέρω τα λόγια μου, απ’ το σχολείο ακόμα τα ξεχνούσα, κι όλος αυτός ο κόσμος να κοιτάζει από κάτω, αχ, μη μου το κάνετε αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που είναι γεννημένοι ηθοποιοί, εγώ όμως όχι, δεν είμαστε όλοι το ίδιο και αυτή είναι η ομορφιά του ανθρωπίνου είδους, ξέρετε, η διαφορετικότητα, όλοι διαφορετικοί, όχι πως δεν πιστεύω στην ισότητα, πιστεύω, μη με παρεξηγήσετε, ίσοι μα διαφορετικοί, στον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του και ανάλογα με τις ανάγκες του, ναι αυτό το θυμάμαι, όχι, μη με κοιτάτε έτσι, θα ξεχάσω όσα γνωρίζω, αχ σας παρακαλώ...»

Παρουσίαζα σίγουρα ένα αξιοθρήνητο θέαμα, έτσι όπως έσκουζα κι έψαχνα δικαιολογίες.

Χωρίς να γνωρίζω πώς, σηκώθηκα απ’ τη θέση μου κι άρχισα να πλησιάζω στη σκηνή. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω μου. «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ...», ψέλλιζα, μα ούτε που πίστευα τα λόγια μου πλέον. «Δε θέλω, δε θέλω, είναι ένα όνειρο, ναι, είναι ένα κακό όνειρο», σκέφτηκα τότε. «Και η αίθουσα, και οι θεατές με τις πιτζάμες και εγώ πάνω στη σκηνή, ναι, είναι όλα μέρος ενός ανόητου ονείρου, δεν εξηγείται αλλιώς. Που ακούστηκε να υπάρχουν τέτοια θέατρα. Όλα αυτά είναι παράλογα. Ξύπνα, ξύπνα, πρέπει να ξυπνήσεις», επαναλάμβανα με αγωνία.

«Ξύπνα. Ξύπνα. Ξύπνα»...


Ξύπνησα.

Βρισκόμουν σε μια θέση. Κοίταξα διστακτικά γύρω μου: ηταν εκεί ο αχνοφωτισμένος θεατρικός χώρος, οι θεατές με τις πιτζάμες, και η σκηνή με τους ηθοποιούς πέρα μακριά, στο βάθος. Μα δεν ήμουν ένας απ’ αυτούς – τι καλά, δεν ήμουν ένας απ’ αυτούς! Ήταν όλα ένα όνειρο λοιπόν... Βρισκόμουν ξανά στον κανονικό κόσμο. Εκεί, στην αίθουσα, πλάι στους μισοκοιμισμένους θεατές με τις πιτζάμες.


Με ένα χαμόγελο μακάριας ανακούφισης, βυθίστηκα στη θέση μου και συνέχισα τον ύπνο μου.




Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #4: Υπαρξισμός και Έκσταση

$
0
0





Τα αποψινά αποσπάσματα στο «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δυο κατηγορίες – εξ’ ού και ο τίτλος της ανάρτησης. Τα «υπαρξιακά» από τη μία. Τα «εκστατικά» από την άλλη. Απολλώνια και ιστορικά τα πρώτα... διονυσιακά και ονειρικά τα δεύτερα. Στα πρώτα βρίσκεις τον εαυτό σου... στα δεύτερα τον χάνεις. Στα πρώτα είσαι εκείνη η λεπτή γραμμή που αιωρείται μέσα στις αβύσσους... στα δεύτερα είσαι η ίδια η άβυσσος που μεταμορφώνεται σε θάλασσα ονείρων. Στα πρώτα λες «Εγώ»... στα δεύτερα «Εμείς»...



Κατασκευάζοντας τον εαυτό σου. Σαρτρ και Υπαρξισμός






«Τι είναι εκείνο που λέμε "υπαρξισμός"; [...] Στην πραγματικότητα είναι εύκολο να τον ορίσουμε. Εκείνο που κάνει τα πράγματα λίγο πολύπλοκα είναι πως υπάρχουν δύο είδη υπαρξισμών: οι πρώτοι είναι οι χριστιανοί υπαρξιστές και σε αυτούς συμπεριλαμβάνω τον Jaspers και τον Gabriel Marcel, της καθολικής πίστης. Και από την άλλη είναι οι άθεοι υπαρξιστές, όπως ο Heidegger, οι Γάλλοι υπαρξιστές κι εγώ. Το κοινό σημείο ανάμεσα τους είναι απλά ότι θεωρούν πως η ύπαρξη προϋπάρχει της ουσίας, ή, αν προτιμάτε, πως πρέπει να ξεκινούμε πάντα από την υποκειμενικότητα...

Τι εννοούμε όταν λέμε πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας; Σημαίνει πως ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, βιώνει τον εαυτό του, ανατρέφεται και ζει μέσα στον κόσμο και μετά ορίζει ποιός είναι [...]. Στην αρχή, στη γέννησή του, κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Θα έχει γίνει κάτι στην πορεία της ζωής του και εκείνο που θα γίνει θα είναι εκείνο που ο ίδιος θα έχει χτίσει. Δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, καθώς δεν υπάρχει κάποιος Θεός να την ορίσει. Ο άνθρωπος είναι, όχι μόνο εκείνο που αντιλαμβάνεται ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά και εκείνο που καθορίζει για τον εαυτό του, όσο ζει: Ο άνθρωπος φτιάχνει τον εαυτό του. Αυτό είναι το πρώτο αξίωμα του υπαρξισμού. [...]

Εάν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε κάθε ένας είναι υπεύθυνος γι'αυτό που είναι. Επομένως το πρώτο βήμα του υπαρξισμού είναι να καταδείξει πως κάθε άνθρωπος έχει στην πραγματικότητα, ο ίδιος, τον έλεγχο εκείνου που είναι, και γι'αυτό χρειάζεται να αναλάβει την απόλυτη ευθύνη για τις πράξεις του [...] Και όταν λέμε πως ο καθένας από μας ορίζει αυτό που είναι, εννοούμε επίσης πως, επιλέγοντας για τον εαυτό μας, επιλέγουμε για όλο τον κόσμο παράλληλα [...] Εκείνο που θα έπρεπε να θέτει ο καθένας σαν ερώτημα στον εαυτό του είναι: "τι θα συνέβαινε αν όλοι έπρατταν όπως εγώ;»...

***

Kάπως έτσι ξεκινάει το κείμενο του Ζαν Πωλ Σαρτρ, με τίτλο "Υπαρξισμός", του 1948. Ο 20ος αιώνας είχε βρει την κυρίαρχη φιλοσοφία του. "Είσαι οι πράξεις σου, είσαι ό,τι αποφασίζεις να γίνεις, ο εαυτός σου δεν είναι μια φύση που προϋπάρχει από σένα, μα τον δημιουργείς ο ίδιος".



Από το Ημερολόγιο της Σιμόν ντε Μποβουάρ





2 Απριλίου του 1947. Κάπου στον αμερικανικό Νότο.


«Σήμερα ξεκινάμε για ένα μακρύ ταξίδι. Το λεωφορείο φεύγει στις εννέα το πρωί και θα φτάσουμε στο Τζάκσονβιλ στις δύο τη νύχτα. Θα ταξιδέψουμε με ένα "εξπρές"που κάνει μόνο μία ή δύο στάσεις. Πουλάνε σάντουιτς και Κόκα-Κόλα στη διαδρομή. Οι θέσεις είναι ανακλινόμενες και τη νύχτα όλοι ανάβουν μια μικρή ατομική λαμπίτσα, όπως στα αεροπλάνα. Ο συνοδός μας ενθαρρύνει, εντοπίζοντας το που βρισκόμαστε από καιρού εις καιρόν, αναγγέλοντας την επόμενη στάση και εξηγώντας το τοπίο.

Διασχίζουμε τη Λουιζιάνα, το Μισισιπί, την Αλαμπάμα και τη Φλόριντα. Οι διακλαδώσεις του δέλτα είναι σαν μεγάλες λίμνες - αστράφτουν στον ήλιο και ο Κόλπος του Μεξικού είναι γαλάζιος σαν όνειρο το μήνα του μέλιτος. Φοινικιές, κάκτοι, αζαλέες, ανθισμένες πόλεις, τροπικά δάση με πυκνή βλάστηση, ρομαντικά σπίτια που ξεπροβάλλουν μέσα από ειρηνικά παρτέρια, μοναχικές ρημαγμένες καλύβες στα δάση, εκτυφλωτική θάλασσα, άτονες λιμνοθάλασσες, ισπανικά βρύα, πλούσια και άσχημα - όλη τη μέρα, σύμπας ο Νότος μας αποκαλύπτεται στις στρεβλές του αντιθέσεις.

Κι όλη τη μέρα η μεγάλη τραγωδία του Νότου μας ακολουθεί σαν εμμονή. Ακόμη και ο καρφωμένος σ'ένα πούλμαν ταξιδιώτης δεν μπορεί να την αποφύγει. Ανά διαστήματα μπαίνουμε στο Τέξας, κι όπου πηγαίνουμε, η μυρωδιά του μίσους βαραίνει την ατμόσφαιρα - το αλαζονικό μίσος των λευκών, το σιωπηλό μίσος των μαύρων.

Στις στάσεις, οι αξιοσέβαστες, κακοντυμένες ματρόνες της κατώτερης αστικής τάξης κοιτάζουν με φθονερό θυμό τα όμορφα μαύρα κορίτσια, ντυμένα με λαμπερά χρώματα και χαρούμενα κοσμήματα, και οι άνδρες ζηλεύουν την αδιάφορη ομορφιά των νεαρών μαύρων με τα ελαφρά κοστούμια. Η αμερικανική καλοσύνη δεν έχει θέση εδώ.

Στον συνωστισμό έξω από το λεωφορείο, οι μαύροι σπρώχνονται στην άκρη. "Δε φαντάζομαι ν'αφήσεις αυτήν τη νέγρα να σε προσπεράσει", λέει σ'έναν άντρα μια γυναίκα με φωνή που τρέμει από οργή».



Από το Ημερολόγιο του Κάφκα






Από το Ημερολόγιο του Κάφκα. Περιγραφή μιας εργάσιμης μέρας γυναικών, σ'ένα εργοστάσιο. 5 Φεβρουαρίου του 1912


«Χθες στο εργοστάσιο. Τα κορίτσια, με τα αφόρητα βρώμικα και ακατάστατα ρούχα τους, τα μαλλιά αχτένιστα, λες και μόλις σηκώθηκαν από τον ύπνο, την έκφραση του προσώπου τους παγωμένη στον ασταμάτητο θόρυβο των ιμάντων και των μηχανών, που φυσικά είναι αυτόματες, αλλά συχνά χαλάνε εντελώς απρόοπτα, δεν είναι άνθρωποι, δεν τις χαιρετάς, δεν ζητάς συγγνώμη όταν σκοντάφτεις πάνω τους, αν τους ζητήσεις να κάνουν κάτι το κάνουν, αλλά επιστρέφουν στις μηχανές τους αμέσως, στέκονται εκεί, με τα μισοφόρια τους, στο έλεος της αθλιότερης εξουσίας και δεν έχουν αρκετή αντίληψη για να αναγνωρίσουν αυτή την εξουσία και να την κατευνάσουν, με μια ματιά, με μια κίνηση.

Όταν όμως το ρολόι δείξει έξι και αρχίζουν να το γνωστοποιούν η μία στην άλλη, όταν λύνουν τα μαντίλια τους από τα μαλλιά, ξεσκονίζονται με μια βούρτσα που περνάει από χέρι σε χέρι και διεκδικείται έντονα από τις πιο ανυπόμονες, όταν βγάζουν τα πουκάμισα τους και καθαρίζουν τα χέρια τους όσο καλύτερα μπορούν – τότε επιτέλους ξαναγίνονται γυναίκες, παρά τη χλομάδα και τα χαλασμένα δόντια, μπορούν να χαμογελούν και να κουνάνε τα άκαμπτα κορμιά τους, και τότε δεν σου επιτρέπεται πια να σκοντάφτεις πάνω τους, να τις περιεργάζεσαι, να τις περιφρονείς... Παραμερίζεις για να περάσουν, κρατάς το καπέλο σου στο χέρι όταν σου λένε καληνύχτα και δεν ξέρεις πως να φερθείς όταν μία απ'αυτές σου κρατάει το παλτό για να το φορέσεις.»



Ύμνος στην τίγρη





"Τίγρη, τίγρη, πυρωμένη λάμψη,
Μέσα στης νυχτός τα δάση,
Ποιο θα μπορούσε χέρι αθάνατο ή μάτι
Απ'τη φοβερή σου συμμετρία ν'αντιγράψει
κάτι;

Σε τι βάθη ή ουρανούς ψηλά
Άστραψε η φλόγα των ματιών σου
μακρυά;
Σε ποια φτερά με τόλμη ν'ανεβεί γυρεύει;
Ποιο χέρι τολμηρό τη φλόγα κυριεύει;
Και ποιος ώμος, και ποια τέχνη, θα
μπορούσε
Της καρδιάς τους μύες να λυγούσε;

Κι όταν η καρδιά σου άρχισε να πάλλει,
Τι χέρι τρομερό; Και τι πόδι πάλι;
Ποιο το σφυρί; Ποιο τ'αμόνι;
Σε ποιο καμίνι το μυαλό σου λιώνει;
Ποια αλυσίδα; Ποια τρομερή αποτολμά
Λαβή να σου περάσει τα φοβερά δεσμά;

Όταν τ'άστρα έριξαν καταγής τα δόρατά
τους,
Και πότισαν τα Ουράνια με τα δάκρυά τους,
Χαμογέλασε θωρώντας ό,τι είχε πράξει;
Αυτός που έπλασε τ'αρνί και σένα είχε
φτιάξει;

Τίγρη, τίγρη, πυρωμένη λάμψη,
Μέσα στης νυχτός τα δάση,
Ποιο θα μπορούσε χέρι αθάνατο ή μάτι,
Απ'τη φοβερή σου συμμετρία ν'αντιγράψει
κάτι;

Γουίλιαμ Μπλέηκ, "Η Τίγρη". Aπό τα "Τραγούδια της Πείρας"του 1794.


Η έλξη απέναντι στο εξωτικό, το αδάμαστο, το ελεύθερο. Αυτό υπήρξε το πνεύμα του Ρομαντισμού. Ο πίνακας στην εικόνα είναι του Ντελακρουά και χρονολογείται από το 1830. Τίτλος του: " Jeune tigre jouant avec sa mère" / "Νεαρή τίγρης παίζει με την μητέρα της".



Στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου


©to foniko kouneli


«Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίσει αργότερα στη στεριά. Το ίδιο κι οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στην θάλασσα, να βρει τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο και ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας τό δωσε - ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης.

Πάνω στα κύματα της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά, εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτειες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου [...]

Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας, και του βυζαντινού χριστιανισμού. Αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση. Αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής. Αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό. Αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα [...]

Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδείτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία».


Από τη "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1953) του Μ. Καραγάτση. Οι φωτογραφίες από τη πανέμορφη, τη μπολιασμένη με τόσες καταγωγές και τόσες ιδιοσυγκρασίες Σύρο, και η σύνθεση στην εικόνα, δική μου.


«Αν οι θεοί φορολογούν την έκσταση, είμαι πρόθυμος να πληρώσω»






«Αν η επιθυμία προκαλεί οδύνες, ίσως αυτό να γίνεται επειδή δεν επιθυμούμε με σύνεση, ή επειδή είμαστε αδέξιοι στο να αποκτήσουμε εκείνο που επιθυμούμε. Αντί να κρυβόμαστε μέσα σ'ένα πέπλο από προσευχές χτίζοντας τοίχους ολόγυρά μας, ενάντια στον πειρασμό, γιατί να μην γινόμαστε πιο επιδέξιοι στην εκπλήρωση της επιθυμίας; Η σωτηρία είναι για τους αδύναμους, αυτό τουλάχιστον πιστεύω εγώ. Δε τη θέλω τη σωτηρία. Εγώ θέλω ζωή, ζωή στην πληρότητά της, τόσο τη μιζέρια της, όσο και το μεγαλείο της.

Αν οι θεοί φορολογούν την έκσταση, είμαι πρόθυμος να πληρώσω. Αλλά και σε κάθε ευκαιρία, θα διαμαρτυρηθώ για τους φόρους τους, κι αν ο Οντίν, ή ο Σίβα, ή ο Βούδας, ή αυτός ο – πως τον λένε; – ο Χριστιανός, δε δεχτούν τη διαμαρτυρία μου, τότε κι εγώ θα δεχτώ την οργή τους. Στο κάτω κάτω, θα έχω γευτεί αυτό το συμπόσιο που έχουν απλώσει μπροστά μου, πάνω σ'αυτόν τον πλούσιο, στρογγυλό πλανήτη, αντί ν'απομακρύνομαι σαν φαφούτης γερολαγός. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα πιο απολαυστικά πράγματα της ζωής απλώθηκαν μπροστά μας, μόνο και μόνο για να μας βάλουν σε δοκιμασία και να κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την απόκτηση του μεγάλου βραβείου: της ασφάλειας του τίποτα. Ένα τέτοιο φτηνό παιχνίδι με τη ζωή είναι ανάξιο, τόσο για τον άνθρωπο, όσο και για τους θεούς.»


Τομ Ρόμπινς. Από το "Άρωμα του Ονείρου" (“JitterbugPerfume", πρώτη δημοσίευση το 1984).

Βιβλίο που διάβασα πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια, κάποιο μοναχικό καλοκαίρι, και ένιωσα να με κατακλύζει η πολύχρωμη, ανατρεπτική, ευφάνταστη ευωδιά του πνεύματος των 60's. Χρόνια μετά, και ο κόσμος του Τομ Ρόμπινς παραμένει ένας από τους απολαυστικότερους λογοτεχνικούς κόσμους στον οποίο έτυχε να κόψω βόλτες.

Ο πίνακας στην εικόνα, έργο που κοσμεί το εξώφυλλο της παλιότερης ελληνικής έκδοσης του "Αρώματος του Ονείρου", είναι του περίφημου εικονογράφου ερωτικού (και όχι μόνο) fantasy, BorisVallejo. Ο τίτλος του“Full Moon”.



Κλέβοντας ώρες απ’ τη νύχτα...






«Την ώρα που ο νυσταγμένος κόσμος ονειρεύεται, αγαπημένη,
Την ώρα τούτη, ξύπνησε! - Ο ουρανός λαμποκοπά, αγαπητή μου,
Ποτέ δεν είναι αργά για τέρψη, αγαπητή μου.

Και ο καλύτερος από όλους τους τρόπους
για να μακρύνουμε τις μέρες μας,
είναι να κλέψουμε μερικές ώρες από τη νύχτα, αγαπητή μου.»


Του Thomas Moore, Ιρλανδού ποιητή του 19ου αιώνα. Το απόσπασμα από το ποίημα "The Young May Moon".


Κάπως έτσι, τα φώτα στο Λαγούμι χαμηλώνουν... Η αποψινή μας περιήγηση έφτασε στο τέλος της... Καλή αντάμωση.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»






Viewing all 184 articles
Browse latest View live