Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Patti Smith. Σκόρπιες Σκέψεις, Σπόροι στο Χώμα...

$
0
0




Σκόρπιες σκέψεις και λέξεις της κυρίας στη φωτογραφία. Φράσεις σκορπισμένες σαν σπόροι μες στη γη, πεταμένες δω κι εκεί. Ποιος ξέρει όμως... ίσως κάποιοι απ’ αυτούς τους σπόρους να πετάξουν ένα μικρό βλαστάρι στη σκέψη σου, φίλε αναγνώστη. Και ο καρπός της PattiSmithνα γίνει και δικός σου.



«Οι πάντες σκέφτονται τον Θεό σαν άνθρωπο – δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό: ο Άι Βασίλης ήταν άνθρωπος, άρα και ο Θεός πρέπει να ‘ναι το ίδιο».


***


«Ένας καλλιτέχνης φορά το έργο του στη θέση των πληγών του».


***


«Ήμουν πάντα της πεποίθησης πως το Ροκ ‘εν Ρολ ανήκει στον κόσμο... όχι στους ροκ σταρ»


***


«Για μένα το Πανκ Ροκ είναι η ελευθερία να δημιουργείς, η ελευθερία να είσαι πετυχημένος, η ελευθερία να είσαι αποτυχημένος, η ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου. Η ελευθερία».


***




***


«Ο Χριστός ήταν ένας άνθρωπος άξιος να επαναστατήσεις εναντίον του, γιατί ήταν επανάσταση ο ίδιος»


***


«Καθόλου δε με φοβίζει η τρομοκρατία. Εκείνο που φοβάμαι είναι η απώλεια της ελευθερίας μας, της κινητικότητάς μας, της παγκόσμιας συντροφικότητας».


***


«Λάτρευα τα βιβλία· πέρασα την παιδική μου ηλικία διαβάζοντας. Σας παρακαλώ, όσο και αν εξελιχθούμε στην τεχνολογία, μην εγκαταλείψετε τα βιβλία... Δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο στον υλικό μας κόσμο απ’ τα βιβλία».


***


«Τίποτα ποτέ δεν γίνεται να επαναληφθεί, ν’ αναπαραχθεί το ίδιο. Καμιά αγάπη, κανένα κόσμημα, ούτε μια μικρή γραμμή».


***


«Θυμήσου, εμείς είμαστε θνητοί· μα η ποίηση δεν είναι».


***


«Όταν πέφτεις πάνω σ’ ένα τοίχο, κλώτσησε απάνω του».


***


«Δεν χρειάζονται όλα τα όνειρα να γίνονται κατανοητά».


***




***


«Σε περιόδους που αισθανόμουν πεσμένη, σκεφτόμουν ποιο το νόημα της δημιουργίας της τέχνης. Για ποιον την κάνουμε; Προσπαθούμε να μιμηθούμε το Θεό; Επικοινωνούμε με τους εαυτούς μας; Και ποιος ήταν ο υπέρτατος στόχος; Να δει κάποιος την τέχνη του να στεγάζεται σε κάποιον απ’ τους μεγάλους ζωολογικούς κήπους της τέχνης – είτε τους λέμε Μοντέρνα Μουσεία, είτε Λούβρο».


***


«Ένας συγγραφέας ή καλλιτέχνης δεν μπορεί να προσδοκεί πως θα τον αγκαλιάσει ο κόσμος. Είχα φτιάξει δίσκους που φαινόταν πως δεν τους άκουγε κανείς. Γράφεις βιβλία ποίησης, που άντε να διαβάσουν 50 άνθρωποι. Και συνεχίζεις παρόλ’ αυτά να κάνεις τη δουλειά σου, γιατί έτσι πρέπει - γιατί αυτό είναι το κάλεσμά σου.

Μα είναι όμορφο να σε αγκαλιάζει ο κόσμος...»


***


«Η αλήθεια είναι πως όσο μεγαλώνεις στη ζωή, το κυνήγι της τέχνης και το κυνήγι νέων ιδεών, όλα αυτά κρατούν το νου σου φρέσκο».


***


«Για κάθε τί άσχημο που γίνεται, συμβαίνουν ταυτόχρονα εκατομμύρια συναρπαστικά πράγματα, όπως η κυκλοφορία ενός υπέροχου βιβλίου, μια ωραία νέα ταινία, ο ουρανός που μοιάζει με χρυσός, ή το καλύτερο φλιτζάνι καφέ που είχες στη ζωή σου».


***


« - Τι θα απογίνουμε εμείς; ρώτησα.
- Πάντα θα υπάρχει το εμείς, απάντησε.»


***


Και ένα που νομίζω είναι γνωστό σε αρκετούς ανάμεσά σας...



«Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιων άλλων... όχι τις δικές μου».




Πολυκατοικίες...

$
0
0




Σαν μια πολυκατοικία είναι η ζωή μας. Έχει άφθονα σκαλιά και διαμερίσματα, πόρτες και παράθυρα. Έχει υπόγεια και ταράτσες. Κι έναν ουρανό εκεί ψηλά, κι έναν ορίζοντα πιο πέρα, κι ένα έδαφος χάμω στη γη.

Το μισό καιρό περνάμε ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τις σκάλες. Το κατέβασμα είναι εύκολο, μα κινδυνεύεις να χτυπήσεις. Το ανέβασμα είναι δύσκολο, λαχανιάζεις και κάποιες φορές τα παρατάς. Και αν βρίσκεσαι ψηλά, κοιτάς κάτω και σε πιάνει ίλιγγος – αχ, να μη πέσω, σκέφτεσαι. Και αν βρίσκεσαι χαμηλά κοιτάς πάνω και σου φαίνεται ατέλειωτο το ύψος. Πως να φτάσω εκεί, πως. Δεν σου αρέσει χαμηλά... και σε φοβίζει στα ψηλά.


Σκάλες, σκάλες, κι άλλες σκάλες – όλες κατειλημμένες από ανθρώπους, περαστικοί κι αυτοί όπως εσύ. Κάποιοι ανεβαίνουν... κάποιοι κατεβαίνουν... και κάποιοι δεν ξέρουν που να πάνε. Συχνά στέκουν μπροστά σου, παρεμποδίζοντας το δρόμο σου... εκτός αν δεν ξέρεις ούτε εσύ πού πας. Κι γίνεστε όλοι ένα κουβάρι, μπλεγμένο, μπερδεμένο. Πρόσεξε κουβάρι μη σε ξετυλίξει καμιά γάτα.

Τα διαμερίσματα φυτρώνουν δω κι εκεί, κίτρινα και μαύρα τετραγωνάκια. Άλλα φωτίζουν φιλικά, σε προσκαλούν στο χώρο τους να ξαποστάσεις. Άλλα είναι σκοτεινά, τα αποφεύγεις. Μα τα φώτα δεν μένουν σταθερά – εκεί που είχε φως, κάποια στιγμή σβήνει, για ν’ ανάψει ένα άλλο, κάπου αλλού. Κάποιες φορές τρέχεις απ’ το ένα φως στο άλλο· άλλες επιλέγεις να μείνεις στα σκοτεινά, με την ανάμνηση του φωτός που έσβησε – και την ελπίδα πως κάποτε θ’ ανάψει πάλι. Και πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται· να σκέφτεται τα ύψη και τα βάθη σου. Τα ρετιρέ και τα υπόγεια.

Η πολυκατοικία δεν αρχίζει στο ισόγειο – υπάρχουν τα θεμέλια, σκαμμένα στη γη βαθιά, που συχνά τα αγνοείς. Και η θέα απ’ το μπαλκόνι δεν είναι η μόνη θέα που υπάρχει – είναι απλά η δική σου θέα. Και είναι τόσο πολλές οι πολυκατοικίες εκεί έξω.


Μα αυτός ο ορίζοντας κάνει πάντα να ξεπηδά ένας μικρός αναστεναγμός μέσα σου. Πάντα θες να τον αγκαλιάσεις. Είτε βρίσκεσαι στο ισόγειο... είτε στο ρετιρέ... είτε ανεβοκατεβαίνεις, πασχίζοντας, τις σκάλες...


~

Περί Τυφλότητος... Μια περιπλάνηση στον κόσμο των τυφλών

$
0
0




«“Πιθανότατα μόνο σ’ έναν κόσμο τυφλών τα πράγματα γίνονται αυτό που πραγματικά είναι”, είπε ο γιατρός.
“Και οι άνθρωποι;”, ρώτησε η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά.
“Και οι άνθρωποι το ίδιο, αφού δεν θα υπάρχει κανείς για να τους δει”».



Βιβλίο-κολοσσός. Έργο που σε ξεγυμνώνει και σε αφήνει εκτεθειμένο στα μάτια όλου του κόσμου – μόνο που ο κόσμος δεν έχει πλέον μάτια να σε δει. Ένα μυθιστόρημα στο οποίο η αλήθεια παρουσιάζεται τυφλή – κι εσύ την παρατηρείς με τα μόνα μάτια που σου έμειναν. Και προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως ονειρεύεται... πως αυτά όλα είναι απλά ένα αποκύημα μιας αχώνευτης βραδιάς, μιας κακής ψυχολογίας... ή ενός φαντασμένου συγγραφέα. 

Μα στο βάθος ξέρεις πως είναι αλήθεια. Πως κάποτε έτσι έγιναν τα πράγματα. Πως ίσως γίνουν πάλι έτσι. Όχι, αυτό δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα... είναι μια κραυγή εκατομμυρίων στη σιωπή. Ένας κεραυνός στην έρημο. Κι ένα σκοτάδι μες στο φως – φως αστραποβόλο, φως λευκό, φως που σε τυφλώνει. Φως που σε απομυζεί από κάθε τί ανθρώπινο μέσα σου.

Ο λόγος για το έργο του πορτογάλου Ζοζέ Σαραμάγκου (José de Sousa Saramago) που φέρει το όνομα «Περί Τυφλότητος». Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1995 και, δίχως πολλά λόγια – ένα απ’ τα κορυφαία μυθιστορήματα της λογοτεχνίας των τελευταίων 30 χρόνων. Αν αποζητάς λογοτεχνία φυγής, συγγνώμη, μα δεν είναι αυτός ο δρόμος σου... Αν γυρεύεις κάποιο ανάλαφρο ανάγνωσμα, ίσως πρέπει να στραφείς αλλού. Μα αν εκείνο που ζητάς είναι ένα βιβλίο-αποκάλυψη... ένα έργο ικανό να ταρακουνήσει κόσμους και να ραγίσει σαθρά θεμέλια προκατασκευασμένων αντιλήψεων... ένα έργο που θα σε συγκινήσει και θα σε κάνει ν’ αναλογιστείς για την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης... τότε, φίλε μου, είσαι στο κατάλληλο μέρος. Συνέχισε να διαβάζεις.





Ένας λευκός, ολόλευκος κόσμος



Η ιστορία έχει ως εξής: Μια μέρα, κάπου σε μια πόλη, ξεσπά μια επιδημία τύφλωσης. Ναι, σωστά διάβασες. Μια επιδημία – ο ένας μετά τον άλλο, οι άνθρωποι κολλάνε την Τυφλότητα. Ξαφνικά, ως δια μαγείας, εντελώς ανεξήγητα, χάνουν την όρασή τους.


« - Τι στο διάβολο, η τυφλότητα δεν κολλάει.
- Ούτε ο θάνατος κολλάει, και παρόλ’ αυτά όλοι πεθαίνουμε».


Μόνο που αυτή δεν είναι μια απώλεια όρασης στην οποία βυθίζονται τα πάντα στο σκοτάδι... εδώ όλα είναι λευκά, λες και μια παχιά ομίχλη έχει σκεπάσει το πρόσωπο της γης. Λες και οι άνθρωποι ντράπηκαν για τους εαυτούς τους και κάλυψαν τα πάντα μ’ ένα ολόλευκο σεντόνι.


«Γι’ αυτούς τυφλότητα δεν ήταν να ζουν περιτρυγυρισμένοι απ’ το γνωστό σκοτάδι, αλλά στο εσωτερικό μιας ένδοξης φωτεινότητας».


Αρχικά κολλάνε μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι – αυτοί συνιστούν και τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Σαραμάγκου δεν φανερώνει τα ονοματεπώνυμα κανενός – επιλέγει, αντίθετα, να τους αποκαλεί με κάποια βασικά χαρακτηριστικά τους. Ίσως γιατί σ’ έναν κόσμο τυφλών, τα ονόματα χάνουν πια το νόημά τους... Οι ήρωες αυτοί είναι: 1) ο πρώτος τυφλός (με άλλα λόγια, ο πρώτος άνθρωπος που έχασε, ξαφνικά, την όρασή του), 2) η γυναίκα του, 3) ένας γιατρός– και πράγμα ειρωνικό, οφθαλμίατρος στην ιδιότητα 4) η γυναίκα του γιατρού, 5) η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά, πρώην πόρνη στην ιδιότητα, 6) ένα αγοράκι με στραβισμό (πελάτης του γιατρού, πριν χάσει την όρασή του), 6) ένας γέρος με μια μαύρη καλύπτα, 7) ένας κλέφτης αυτοκινήτωνκαι τέλος, 8) ο σκύλος με τα δάκρυα– ένα σκυλάκι που πήρε τ’ όνομά του από τη συνήθεια να γλύφει τα δάκρυα των ανθρώπων που κλαίνε.


«“Μην κλαις”, της είπε, που με άλλα λόγια σημαίνει, Τί νόημα έχουν τα δάκρυα σ’ έναν κόσμο που έχει χάσει το νόημά του».


Ανάμεσα στους χαρακτήρες που τυφλώνονται από τις αρχές κιόλας του βιβλίου, ένας και μοναδικός διατηρεί την όρασή του. Πρόκειται για την γυναίκα του γιατρού, η οποία – πράγμα ακατανόητο – συνεχίζει να βλέπει. Μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε να ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας – καθιστώντας τη γυναίκα του γιατρού πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Εκείνη “που γεννήθηκε για να δει τη φρίκη”.


«“Εσείς δεν ξέρετε, δεν μπορείτε να ξέρετε τι είναι να έχεις μάτια σ’ έναν κόσμο τυφλών, δεν είμαι βασίλισσα, όχι, είμαι απλώς αυτή που γεννήθηκε για να δει τη φρίκη, εσείς την αισθάνεστε, εγώ την αισθάνομαι και τη βλέπω”»






Τυφλή δικαιοσύνη



Στον κόσμο των τυφλών οι παλιές συνήθειες δύσκολα ξεπερνιώνται. Σαν τον ανάπηρο που νιώθει το χαμένο μέλος του, ο τυφλός κοιτάζει ασυναίσθητα το ρολόι του να δει τι ώρα είναι...


«Δεν κατάφερε ν’ αποφύγει μια μηχανική κίνηση, σήκωσε τον αριστερό του καρπό και χαμήλωσε τα μάτια του για να δει τι ώρα είναι. Έσφιξε τα χείλη σαν να τον διαπέρασε ξαφνικά ένας πόνος κι ευχαρίστησε την τύχη του που δεν εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή κάποιος γείτονας, γιατί στην πρώτη κουβέντα που θα του απηύθυναν θ’ αναλυόταν σε δάκρυα».


Ή την τυφλή γυναίκα που γδύνεται ανάμεσα στους τυφλούς.


«“Θα ξαπλώσω”, είπε μ’ ένα ύφος σα να ήθελε να προειδοποιήσει, “Γυρίστε απ’ την άλλη για να γδυθώ”».


Στην αρχή η πολιτεία παίρνει τα μέτρα της με το μόνο τρόπο που γνωρίζει: αποφασίζει να κλείσει τους τυφλούς στην απομόνωση ενός ασύλου, με τη σκέψη πως έτσι δεν θα κολλήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό.


« Προσοχή, προσοχή, προσοχή. Η κυβέρνηση λυπάται που αναγκάστηκε ν’ ασκήσει αποφασιστικά αυτό που θεωρεί δικαίωμα και καθήκον της, προφυλάξει δηλαδή με κάθε μέσο τον πληθυσμό ενώπιον της κρίσης που αντιμετωπίζουμε, η οποία κατά τα φαινόμενα μπορεί να προσδιοριστεί ως ένα είδος επιδημικού ξεσπάσματος τυφλότητας, που προσωρινά περιγράφεται ως λευκή πληγή, ελπίζει ότι μπορεί να βασίζεται στον πατριωτισμό και τη συνεργασία όλων των πολιτών για να σταματήσουμε τη διάδοση της μολυσματικής νόσου [...] Η απόφαση να συγκεντρώσουμε στο ίδιο μέρος του πληγέντες, και σε κοντινό μέρος, ξεχωριστό όμως, αυτούς που βρέθηκαν σε κάποιου είδους επαφή μαζί τους πάρθηκε κατόπιν σοβαρής και ωρίμου σκέψεως. Η κυβέρνηση έχει πλήρη συνείδηση των καθηκόντων της και αναμένει ότι αυτοί στους οποίους απευθύνεται το μήνυμα αυτό, θ’ αναλάβουν επίσης, ως ευσυνείδητοι πολίτες που οφείλουν να είναι, τις ευθύνες που τους αντιστοιχούν, λαμβάνοντας υπόψη τους ότι η απομόνωση στην οποία τώρα βρίσκονται συνιστά πράξη αλληλεγγύης προς το υπόλοιπο του έθνους μας. Τέλος, ζητούμε την προσοχή όλων σας στις οδηγίες που ακολουθούν:

Πρώτον, τα φώτα θα παραμείνουν αναμμένα και είναι ανώφελη κάθε προσπάθεια χειρισμού των διακοπτών, δεν λειτουργούν. Δεύτερον, η έξοδος από το κτίριο χωρίς προηγούμενη άδεια συνεπάγεται άμεση θανάτωση. Τρίτον, σε κάθε θάλαμο υπάρχει ένα τηλέφωνο του οποίου μπορεί να γίνει χρήση μόνο για να ζητήσετε απ’ έξω τη διάθεση προϊόντων ατομικής υγιεινής και καθαριότητας. Τέταρτον, οι τρόφιμοι υποχρεούνται να πλένουν οι ίδιοι το ρουχισμό τους καθημερινά. Πέμπτον, συνίσταται η εκλογή υπευθύνων θαλάμου, πρόκειται επομένως για σύσταση και όχι για διαταγή [...] Έκτον, τρεις φορές την ημέρα θα τοποθετούνται κιβώτια με τρόφιμα στην πύλη της εισόδου, δεξιά και αριστερά, και προορίζονται, αντίστοιχα, για τους ασθενείς και τους εκτεθειμένους στη μόλυνση. Έβδομον, όλα τα υπολείμματα θα καίγονται [...] Όγδοον, η καύση οφείλει να γίνεται στα εσωτερικά προαύλια του κτηρίου ή στον περίβολο. Ένατον, οι τρόφιμοι είναι υπεύθυνοι για τυχόν αρνητικά παρεπόμενα της καύσης. Δέκατον, σε περίπτωση πυρκαγιάς, τυχαίας ή σκόπιμης, οι πυροσβέστες δεν θα επέμβουν. Ενδέκατον, αντίστοιχα οι τρόφιμοι δεν πρέπει να υπολογίζουν σε κανενός είδους εξωτερική παρέμβαση στην περίπτωση που εκδηλωθούν ασθένειες, όπως επίσης και απείθεια ή επιθετική συμπεριφορά. Δωδέκατον, σε περίπτωση θανάτου, οποιαδήποτε κι αν είναι η αιτία του, οι τρόφιμοι θα θάψουν χωρίς επισημότητα το πτώμα στον περίβολο. Δέκατον τρίτον, η επικοινωνία μεταξύ των ασθενών και των εκτεθειμένων στη μόλυνση θα γίνεται από τον κεντρικό κορμό του κτηρίου. Δέκατον τέταρτον, οι εκτεθειμένοι στη μόλυνση που τυχόν τυφλωθούν θα μεταβαίνουν αμέσως στην πτέρυγα των ήδη τυφλών. Δέκατον πέμπτον, η ανακοίνωση αυτή θα επαναλμβάνεται καθημερινά, την ίδια ώρα, για την ενημέρωση των νέων εισερχομένων.

Η κυβέρνηση και το έθνος αναμένουν από τον καθένα σας να εκπληρώσει το χρέος του. Καληνύχτα».


Οι τυφλοί, στα μάτια όσων ακόμα βλέπουν, δεν είναι πλέον άνθρωποι. Χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν, να απομονωθούν – όλα «για το καλό του έθνους και της πολιτείας».Σαν τους φυλακισμένους, τους πάσχοντες από ανίατες νόσους, τους φτωχούς, τους άστεγους, εκείνους που χάσαν την πατρίδα τους. Μας ενοχλεί να τους κοιτάζουμε – ίσως γιατί εμείς ακόμα βλέπουμε, ενώ εκείνοι όχι. Ίσως γιατί ξέρουμε πως δεν θα κρατήσει για πολύ.

Μα οι αναγνώστες του βιβλίου, όσο και αν τρομάζουμε, άλλο τόσο συμπάσχουμε μαζί τους. Αναγνωρίζουμε την αδικία, το παράλογο της κατάστασής τους – «δεν έφταιξαν αυτοί γι’ αυτό που έπαθαν!», πιάνουμε τον εαυτό μας να λέει. «Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση τους», σκεφτόμαστε με αγωνία. Θέλουμε ν’ αντισταθούμε, να πάμε κόντρα στην απάνθρωπη αυτή μεταχείριση. Να τους βοηθήσουμε όπως μπορούμε. Ίσως γιατί φοβούμαστε πως, κάποτε, μπορεί να βρεθούμε κι εμείς στη θέση τους.


«Στην αρχή, τον πρώτο πρώτο καιρό, κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε να φροντίσουν τους τυφλούς, να στρώνουν τα κρεβάτια τους, να καθαρίζουν τ’ αποχωρητήριά τους, να τους πλένουν τα ρούχα, να τους μαγειρεύουν φαγητό, αυτές τις ελάχιστες φροντίδες χωρίς τις οποίες η ζωή γίνεται γρήγορα ανυπόφορη, ακόμα και γι’ αυτούς που βλέπουν. Τα καημένα τα παιδιά τυφλώθηκαν αμέσως, αλλά τουλάχιστον πέρασε στην ιστορία η όμορφη χειρονομία τους».


Αλίμονο. Ακόμα και οι όμορφες χειρονομίες δεν καταλήγουν πουθενά. Ένας μετά τον άλλον, οι πάντες παραδίδονται στην τύφλωση.

Πες μου λοιπόν – αν γνωρίζεις πως όλα όσα κάνεις δεν κατορθώσουν να αλλάξουν την τελική κατάσταση... θα τα έκανες πάλι; Θα προσπαθούσες να βοηθήσεις, με όποιον τρόπο μπορείς – ή θα αδιαφορούσες πια;… Για σένα μετράει μόνο το αποτέλεσμα της πράξης; Ή η ίδια η πράξη;

Τι νόημα έχει η ηθική, το δίκαιο και η αλληλεγγύη σ’ έναν απάνθρωπο κόσμο; Θα τα έκανες λοιπόν; Ή θα σκεφτόσουν πως «δεν έχει πλέον νόημα»;





Μια παράλογα ρεαλιστική πραγματικότητα



Ο περιγραφές των τυφλών που επιχειρεί ο Σαραμάγκου είναι ανατριχιαστικές. Θυμίζουν σκηνές Αποκάλυψης, ή κάποιου δυστοπικού μυθιστορήματος, στο οποίο η ανθρωπότητα έχει επανέλθει σε μια ζωώδη σχεδόν ύπαρξη. Παραδομένοι στα τυφλά τους ένστικτα. Σχεδόν νιώθεις πως διαβάζεις δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, όχι μυθιστόρημα. Τόσο αληθοφανείς είναι οι περιγραφές του συγγραφέα – τόσο τρομακτικές.


«Ήταν οι τυφλοί, οδηγημένοι κοπαδιαστά, που κουτουλούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, στριμώχνονταν στο κεφαλόσκαλο της πόρτας, μερικοίν έχασαν τον προσανατολισμό τους και κατέληξαν σε άλλους θαλάμους, αλλά η πλειοψηφία, σκουντουφλώντας, μαζεμένοι σαν τσαμπί ή ξεστρατίζοντας ένας ένας, κουνώντας στενόχωρα τα χέρια τους όπως κάποιος που πνίγεται, μπήκαν στο θάλαμο σαν ανεμοστρόβιλος, σαν να τους έβγαλε έξω ένα έμβολο. Κάμποσοι έπεσαν, τσαλαπατήθηκαν. Στριμωγμένοι στο στενό διάδρομο, οι τυφλοί σε λίγο ξεχείλιζαν στα στενά ανάμεσα στα ράντζα, κι εκεί, σαν καράβι που μέσα στην τρικυμία κατάφερε εντέλει να βρει λιμάνι, έκαναν κατάληψη στο προσωπικό τους αγκυροβόλι, που ήταν το κρεβάτι του καθενός».


«Από τη μια στιγμή στην άλλη ο κόσμος σταμάτησε να χρησιμοποιεί τα λεωφορεία κι όλοι έλεγαν ότι προτιμούσαν να τυφλωθούν οι ίδιοι, απ’ το να πεθάνουν επειδή τυφλώθηκαν κάποιοι άλλοι.

Κανείς πια δεν τολμούσε να οδηγήσει όχημα, ούτε για να μεταφερθεί παραδίπλα, τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά, οι μηχανές, μέχρι και τα ποδήλατα, τα τόσο διακριτικά, ήταν σπαρμένα σε χαώδη κατάσταση σε όλοκληρη την πόλη, εγκαταλειμμένα σ’ όποιο σημείο ο φόβος είχε υπερισχύσει πάνω στο αίσθημα της ιδιοκτησίας, όπως έδειχνε με τρόπο κωμικοτραγικό εκείνος ο γερανός μ’ ένα μισοσηκωμένο αυτοκίνητο, με τον μπροστινό άξονα να αιωρείται, κατά πάσα πιθανότητα ο πρώτος που τυφλώθηκε ήταν ο οδηγός του γερανού».


«Αυτοί που έβλεπαν ακόμα το μόνο που σκέφτονταν ήταν να σώσουν τα πολύτιμα λεφτά τους, και εντέλει, όπως ήταν αναπόφευκτο, οι τράπεζες, χρεοκοπημένες ή όχι, έκλεισαν τις πόρτες τους και ζήτησαν αστυνομική προστασία, χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ανάμεσα στο πλήθος που μαζεύτηκε φωνάζοντας μπροστά στην τράπεζα υπήρχαν και αστυνομικοί με πολιτικά που απαιτούσαν αυτά που με τόσο κόπο είχαν κερδίσει [...] Το χειρότερο όμως ήρθε αργότερα, όταν οι τράπεζες δέχτηκαν τις εξαγριωμένες επιθέσεις ορδών τυφλών και μη τυφλών, όλων τους απελπισμένων, γιατί εδώ δεν έλεγαν ειρηνικά στον υπάλληλο, “Θέλω ν’ αποσύρω το υπόλοιπο του λογαριασμού μου”, αλλά άπλωναν χέρι όπου μπορούσαν, στα χρήματα της μέρας, σε ό,τι είχε απομείνει στα συρτάρια, σε κάποια θυρίδα αφημένη απρόσεκτα ανοιχτή [...]

Κι εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε μια λεπτομέρεια απ’ τις ταμειακές μηχανές, αφού διερράγησαν και λεηλατήθηκαν μέχρι το τελευταίο χαρτονόμισμα, στην οθόνη μερικών, αινιγματικά, εμφανίστηκε ένα μήνυμα ευχαριστίας που επέλεξαν αυτήν την τράπεζα, οι μηχανές είναι όντως ηλίθιες [...]

Τέλος πάντων, όλο το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε μ’ ένα φύσημα, σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα, κι όχι γιατί η κατοχή χρήματος είχε πάψει να έχει σημασία, απόδειξη ότι όποιος το έχει δεν τ’ αφήνει από τα χέρια του, αλλά, όπως αυτοί υπαινίσσονται, δεν ξέρουμε τι ξημερώνει αύριο. Κάτι τέτοιο μάλλον θα σκέφτηκαν οι τυφλοί που εγκαταστάθηκαν στα υπόγεια των τραπεζών, όπου βρίσκονται τα χρηματοκιβώτια, και περιμένουν ένα θαύμα να ανοίξει διάπλατα τις βαριές πόρτες από ατσάλι και νικέλιο που τους χωρίζουν απ’ τον πλούτο, βγαίνουν μόνο για να ψάξουν για τροφή και νερό ή να ικανοποιήσουν τις άλλες σωματικές τους ανάγκες κι αμέσως επιστρέφουν στο πόστο τους, έχουν συνθήματα και σήματα με τα δάχτυλα για να μην μπορέσει κανένας ξένος να εισχωρήσει στο οχυρό, εννοείται βέβαια ότι ζουν στο πιο απόλυτο σκοτάδι, αλλά το ίδιο κάνει, σ’ αυτή την τυφλότητα όλα είναι λευκά».






Η γυναίκα που βλέπει



Ασφαλώς το όχημα που καθιστά δυνατή την απόλυτα ρεαλιστική αυτή περιγραφή (μιας μη ρεαλιστικής πραγματικότητας) είναι τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου. Ο λόγος για την γυναίκα του γιατρού, τη μόνη ανάμεσα στους πάσχοντες που έχει διατηρήσει (άγνωστο πώς) την όρασή της. Μέσα από τα δικά της μάτια είναι που βλέπεις τη φρίκη – δεν θα μπορούσες αλλιώς, γιατί ταυτίζεσαι μαζί της. Μπαίνεις έτσι στη δική της θέση και σκέφτεσαι «θεε μου – πως θα αντιμετώπιζα ο ίδιος άραγε μια τέτοια κατάσταση; Τι συμπεριφορά θα είχα;»


«Η γυναίκα του γιατρού σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, έσκυψε πάνω απ’ τον άντρα της, πήγε να τον ξυπνήσει, αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να τον αποσπάσει απ’ τον ύπνο του, γνωρίζοντας ότι εξακολουθούσε να είναι τυφλός [...] Κοιτούσε τον άντρα της που μουρμούριζε στον ύπνο του, τις φιγούρες των άλλων κάτω απ’ τα γκρίζα κλινοσκεπάσματα, τους βρόμικους τοίχους, τα άδεια, σε αναμονή, κρεβάτια, και γαλήνια ευχήθηκε να ήταν κι αυτή τυφλή, να προσπερνούσε την ορατή επιδερμίδα των πραγμάτων για να βρεθεί από τη μέσα τους πλευρά, στην εκθαμβωτική και ανίατη τυφλότητά της».


Όσο η επιδημία εξαπλώνεται πέραν του ασύλου, τόσο αποσυναρμολογείται σταδιακά ο κοινωνικός ιστός και εξασθενεί η οργάνωση της κοινωνίας. Και σκέφτεσαι τότε: «καλά, τόσο αδύναμοι είμαστε λοιπόν; Αρκεί να πάθουμε κάτι τέτοιο για να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων όλα όσα είχαμε χτίσει στους αιώνες;»


«Αιφνιδιάστηκε όταν άκουσε τη γυναίκα να λέει “Καλημέρα”, είχε χαθεί πια η συνήθεια να λέει ο κόσμος καλημέρα, όχι μονάχα γιατί η μέρα του τυφλού, αν μιλήσουμε κυριολεκτικά, δεν μπορεί να είναι καλή, αλλά και γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος αν είναι μέρα και όχι νύχτα [...]

Ο άντρας είπε “Βρέχει”, και μετά “Ποια είστε;”, “Δεν είμαι από εδώ”, “Ψάχνετε για τρόφιμα;”, “Ναι, έχουμε να φάμε τέσσερις μέρες”, “Και πού το ξέρετε ότι είναι τέσσερις μέρες;”, “Τόσο το υπολογίζω”, “Είστε μόνη;”, “Είμαι με τον άντρα μου και μερικούς συντρόφους μας”. “Πόσοι είστε;”, “Όλοι μαζί εφτά”, “Από πού έρχεστε;”, “Είμαστε έγκλειστοί από τότε που ξεκίνησε η τύλφωση”, “Α, ναι, στην καραντίνα. Τελικά δεν ωφέλησε [...] Όλος ο κόσμος τυφλώθηκε. Όλη η πόλη, η χώρα ολόκληρη. Αν υπάρχει κανείς που βλέπει, τότε δεν το λέει”.

“Και γιατί δεν μένετε στο σπίτι σας;”[τον ρώτησε η γυναίκα]. “Γιατί δεν ξέρω που είναι” [...] Τώρα, όποιος είναι τυφλός και βγήκε απ’ το σπίτι του μόνο από θαύμα θα μπορούσε να το ξαναβρεί, δεν είναι όπως παλιά, που οι τυφλοί μπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια ενός περαστικού για να διασχίσουν το δρόμο, ή για να ξαναβρούν τη σωστή πορεία στην περίπτωση που είχαν παρεκκλίνει από απροσεξία απ’ τη συνηθισμένη τους ρότα [...]

“Εμείς που πηγαίνουμε σε ομάδες όταν πρέπει να ψάξουμε για τρόφιμα είμαστε υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε όλοι μαζί, είναι ο μόνος τρόπος για να μη χαθούμε μεταξύ μας, κι αφού πηγαίνουμε όλοι μαζί και δεν μένει κανείς να φυλάξει το σπίτι, είναι σίγουρο ότι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το ξαναβρίσκουμε, θα έχει καταληφθεί από άλλη ομάδα, που επίσης δεν κατάφερε να βρει το σπίτι της, περιπλανιόμαστε σαν την άδικη κατάρα, στην αρχή είχαμε κάποιες συμπλοκές, αλλά πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι εμείς, οι τυφλοί δηλαδή, δεν έχουμε σχεδόν τίποτα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δικό μας, εκτός από αυτά που φέρουμε πάνω στο κορμί μας”».





Αδέσποτοι άνθρωποι



Ο ένας μετά τον άλλο, οι πολίτες παραδίδονται στην Τυφλότητα, πέφτοντας σαν ντόμινο από τραπουλόχαρτα... όταν η πολιτεία, η χώρα, ο κόσμος όλοςμετατρέπεται σε άθυρμα της παράλογης επιδημίας... τότε τα μέτρα παραχωρούν τη θέση τους σ’ έναν αγώνα όλων εναντίον όλων για την επιβίωση. Γιατί όταν κανένας άνθρωπος δεν βλέπει... Τότε δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του... δεν βρίσκει το δρόμο για το σπίτι του... δεν του χρησιμεύουν τα λεφτά του... δεν παράγει ηλεκτρισμό, νερό, ή φρέσκια διατροφή... δεν επισκέπτεται θέατρα, κινηματογράφους, κέντρα διασκέδασης, κέντρα αναψυχής... δεν κάνει τίποτε απ’ αυτά. Απομένει μόνο να γυρίζει, σαν αδέσποτο ζώο, σε μια πόλη με χιλιάδες άλλους σαν αυτόν, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, τυφλός μεταξύ τυφλών, ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων, αποζητώντας τροφή και πόσιμο νερό· αφοδεύοντας στη μέση των δρόμων· λεηλατώντας καταστήματα και σπίτια, ίσα για να έχει μια ζεστή γωνιά να κοιμηθεί...


«Κατά μήκος του δρόμου πρόβαλαν ομάδες τυφλών, μεμονωμένα άτομα, άντρες στηριγμένοι στον τοίχο ανακουφίζονταν από την πρωινή ανάγκη της κύστης τους, οι γυναίκες προτιμούσαν το καταφύγιο των εγκαταλειμμένων αυτοκινήτων. Έτσι όπως είχαν μαλακώσει απ’ τη βροχή, τα περιττώματα εδώ κι εκεί απλώνονταν στο πλακόστρωτο [...] Ο αέρας ήταν βαρύς από τις δυσάρεστες οσμές, κι αυτό έκανε την απαράλλαχτη λευκότητα των πραγμάτων παράλογη [...]

Μέσα στο μαγαζί η εικόνα δεν διέφερε, άδεια ράφια, οι γυάλινες προθήκες αναποδογυρισμένες, ανάμεσα περιφέρονταν οι τυφλοί, οι περισσότεροι απ’ αυτούς στα γόνατα, σαρώνοντας με τα χέρια το βρόμικο πάτωμα, ελπίζοντας να βρουν κάτι που να τρώγεται, μια κονσέρβα που αντιστάθηκε στα χτυπήματα που προσπάθησαν να την ανοίξουν, ένα οποιοδήποτε πακέτο, με ό,τι να ‘ναι, μια πατάτα, έστω πατημένη, μια φέτα ψωμί, έστω ξερή [...]

Η γυναίκα του γιατρού κοίταξε τριγύρω, ό,τι φαγώσιμο υπήρχε ακόμα το διεκδικούσαν ανάμεσα σε κλοτσιές που σχεδόν πάντα δίνονταν στον αέρα και σπρωξιές που δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα σε φίλους και αντιπάλους, έτσι που πολλές φορές το αντικείμενο της πάλης τούς ξέφευγε απ’ τα χέρια κι έπεφτε στο έδαφος, περιμένοντας να έρθει κάποιος να σκοντάψει πάνω του [...]


Τα ακόλουθα ερωτήματα ανεγείρονται τότε: Τι απομένει από την κοινωνική οργάνωση και τους νόμους σε μια πολιτεία σαν αυτήν; Είναι δυνατόν να παράγουμε νέες μορφές κοινωνικής συνοχής, όταν κανένας πια δεν βλέπει;  Τι νόημα έχουν η εξωτερική ομορφιά και η ασχήμια, το φαίνεσθαι και η επίδειξη σ’ έναν κόσμο δίχως μάτια να τα δει; Τι αξία έχει η δύναμη του χρήματος και του κοινωνικού status; Μπορείς να είσαι ειλικρινής και έντιμος όταν κανείς δεν βλέπει την κλοπή; Και όταν το φαγητό δεν φτάνει πια για όλους, πες μου... πόσο ομαδικός μπορείς να είσαι πλέον; Πόσο εγωιστής;

Τι απομένει από την ανθρωπιά μας;


« - Έχεις την εντύπωση ότι μας έκανε καλύτερους η τύφλωση.
- Δεν μας έκανε όμως και χειρότερους.
- Προς τα εκεί πηγαίνουμε, δες μονάχα τι γίνεται όταν έρχεται η ώρα της διανομής του φαγητού [...] Ο ευσπλαχνικός και ειδυλλιακός κόσμος των φτωχών τυφλών τελείωσε, τώρα ήρθε η σκληρή, άτεκγκτη και αδυσώπητη βασιλεία των τυφλών».






Αναζητώντας νόημα σ’ έναν κόσμο που το έχασε



Η Τυφλότητα που μας περιγράφει ο Ζοζέ Σαραμάγκου απογυμνώνει τους ανθρώπους· τους παρουσιάζει δίχως καλύμματα ηθικής, παλεύοντας για την επιβίωση σ’ έναν κόσμο που δείχνει να έχει χάσει κάθε σπιθαμή νοήματος. Ακόμα και η θρησκεία δεν προσφέρει πια παρηγοριά – σε μια εκκλησία, κάπου, τα αγάλματα των αγιών έχουν όλα καλυμμένα πια τα μάτια τους. Τυφλοί κι αυτοί σαν τους πιστούς τους. Οι εκκλησίες χρησιμεύουν πια σαν κέντρα στέγασης και προφύλαξης απ’ την κακοκαιρία – όχι για προσευχή ή λατρεία.

Η μουσική έχει στερέψει από τον κόσμο.


Είτε περπατούν, είτε στέκονται, εντέλει τους κάνει το ίδιο, εκτός από την αναζήτηση τροφής δεν έχουν άλλους στόχους, η μουσική τελείωσε, ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν γνώρισε τέτοια σιωπή, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα χρησιμεύουν μόνο γι’ αυτούς που απέμειναν χωρίς σπίτι κι έχουν παραιτηθεί απ’ την αναζήτηση [...] Όσο για τα μουσεία, σου σπαράζουν την καρδιά, σου πονούν την ψυχή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι, καλά το λέω, όλοι αυτοί οι πίνακες, όλα αυτά τα γλυπτά χωρίς έναν άνθρωπο να τα κοιτάξει».


Hσιωπή είναι το τραγούδι του νέου κόσμου που αναδύεται στο εκτυφλωτικό άσπρο της τυφλότητας.


«Μαθημένη πια στους διαρκείς θορύβους του θαλάμου, η γυναίκα του γιατρού παραξενεύτηκε απ’ τη σιωπή, μια σιωπή που έμοιαζε να καταλαμβάνει το χώρο μιας απουσίας, λες κι ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας μονάχα ένα φως αναμμένο κι ένα στρατιώτη για να το φυλάει, αυτό κι ένα υπόλοιπο αντρών και γυναικών που δεν μπορούσαν να το δουν».


Εδώ κι εκεί στο μυθιστόρημα ξεπηδούν μικρές στιγμές γαλήνης. Μια σύντομη ανακούφιση, αναγκαία τόσο για τους χαρακτήρες του βιβλίου, όσο και για σένα που διαβάζεις με αγωνία – και ανασαίνεις με χαρά για τη μικρή αυτή στιγμή ηρεμίας.


«Ήταν ένα τραγούδι, ένα τραγούδι ασήμαντο, αλλά οι τυφλοί πλησίασαν αργά, δεν σπρώχνονταν, σταματούσαν αμέσως μόλις αισθάνονταν άλλη παρουσία μπροστά τους κι απόμεναν εκεί, ν’ ακούν, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς την κατεύθυνση της φωνής που τραγουδούσε, μερικοί έκλαιγαν, όπως πιθανότατα μόνο οι τυφλοί μπορούν να κλάψουν, με τα δάκρυα να κυλούν αργά απ’ την πηγή τους.

Το τραγούδι τελείωσε κάποτε, ο εκφωνητής είπε “Προσοχή, στον τρίτο τόνο η ώρα θα είναι τέσσερις”. Μια τυφλή ρώτησε γελώντας, “Το απόγευμα ή τα ξημερώματα;” και το γέλιο αυτό λες και την πονούσε».


Όσο κυλάει η ανάγνωση αγωνιάς όλο και περισσότερο για τη μοίρα των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου. Δεν είναι μόνο η επιβίωσή τους που σε απασχολεί – όχι. Ξέρεις πως υπάρχει κάτι βαθύτερο εδώ, κάτι που πηγαίνει πέρα από το ένστικτο μιας τυφλής (κυριολεκτικά) αυτοσυντήρησης. Δεν σε απασχολεί μόνο αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν...

Θες να δεις πώςτα καταφέρνουν – αν τελικά τα καταφέρνουν. Και αν επιζεί ο άνθρωπος μέσα τους – αν, κάπως, μες στον πανικό, διατηρούν κάποια ψήγματα ευαισθησίας· σύνεσης· λογικής· συντροφικότητας· διάθεσης για μοίρασμα· αλληλεγγύης· και αγάπης, ο ένας για τον άλλον.  Θες να δεις αν κατορθώνουν, με κάποιο τρόπο, να συντηρήσουν ο ένας τον άλλον – αν υπερβαίνουν την ατομικιστική κατάσταση της ζωώδους αυτοσυντήρησης. Αν μπορείς να ελπίζεις.

Τι μένει τελικά από τον παλαιό κόσμο των ανθρώπων σε μια πραγματικότητα τυφλών; Από τα ανώτερα αισθήματα και τα ευγενή ιδανικά του;


«“Τα αισθήματα με τα οποία ζούσαμε είναι που μας έκαναν αυτό που ήμασταν, γεννήθηκαν επειδή είχαμε μάτια, χωρίς μάτια τα αισθήματα γίνονται διαφορετικά [...] Τώρα μόλις αρχίζουν να γεννιούνται τα αυθεντικά αισθήματα των τυφλών, κι ακόμα είμαστε στην αρχή, γιατί προς το παρόν ζούμε με την ανάμνηση αυτού που αισθανόμασταν... ”»






Η ιδιαιτερότητα του Ζοζέ Σαραμάγκου



Σε αρκετά απ’ τα ερωτήματα (που με λαχτάρα περιμένεις μια απάντηση) ο Σαραμάγκου αποφεύγει να τη δώσει. Περιγράφει, σχεδόν δημοσιογραφικά – μα αφήνει σε σένα τις κρίσεις. Το έργο του πραγματικά θυμίζει νατουραλιστικό μυθιστόρημα ενταγμένο σε μια απολύτως σουρεαλιστική κατάσταση. Συνιστά εξάλλου ένα από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα, που θα βλέπαμε και σε άλλα μυθιστορήματά του, όπως το «Περί Θανάτου» και το «Περί Φωτίσεως».

Ο λόγος του συγγραφέα συχνά μοιάζει με κύμα, αποφεύγοντας αρκετά από τα παραδοσιακά σημεία στίξης – ο ίδιος επέλεξα να συμπεριλάβω κάποια από αυτά στα αποσπάσματα που ανέβασα, απλά και μόνο προς διευκόλυνση των αναγνωστών που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη γραφή του.

Όπως χαρακτηριστικό του είναι η σατιρική του διάθεση – ακόμα και σ’ ένα «σκοτεινό» (ή πιο σωστά... φωτεινό, πιο φωτεινό δεν γίνεται) μυθιστόρημα όπως αυτό. Μα το μεγαλύτερο προσόν του είναι η ικανότητά του να δημιουργεί βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες – τέτοιους με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς – να πονέσεις με τον πόνο τους, να ελπίσεις τις ελπίδες τους. Αυτό εξάλλου καθιστά το «Περί Τυφλότητας» ένα υπέροχο βιβλίο – δεν είναι μόνο οι μετα-αποκαλυπτικές περιγραφές του και οι ηθικές-φιλοσοφικές του προεκτάσεις... μα και οι βαθιά ανθρώπινοί του χαρακτήρες. Και σ’ έναν κόσμο που δείχνει να χάνει την ανθρωπιά του μέρα με τη μέρα, κάθε στιγμή που περνάει, χαρακτήρες όπως ο ψύχραιμος γιατρός... η συμπονετική κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά... ο φιλοσοφημένος γέρος με την καλύπτρα... και η γυναίκα του γιατρού, που παλικαρίσια αγωνίζεται για να βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο... αυτοί οι χαρακτήρες φανερώνουν πως ίσως δεν έχουν χαθεί όλα τελικά.

Ναι, και αυτό το σκυλάκι ακόμα, που εγκαταλείπει τις αδηφάγες αγέλες των ομοίων του και ακολουθεί, πιστά, τους τυφλούς ανθρώπους στο δρόμο τους.


«Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να μπαίνουν οι τυφλοί, ήταν πέντε, τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Ο γιατρός είπε, υψώνοντας τη φωνή του, “Μη φοβάστε και μη θορυβείστε, είμαστε εδώ έξι άτομα, εσείς πόσοι είστε, έχει χώρο για όλους”. Εκείνοι δεν ήξεραν πόσοι ήταν, σίγουρα θα είχαν αγγιχτεί μεταξύ τους και ίσως σκουντηχτεί όταν τους έσπρωχναν απ’ την αριστερή πτέρυγα προς τα εδώ, αλλά πόσοι ήταν δεν ήξεραν [...] Είπε τότε η γυναίκα του γιατρού, “Το καλύτερο είναι ν’ αριθμηθείτε λέγοντας ο καθένας ποιος είναι”.

Οι τυφλοί, ακινητοποιημένοι, δίστασαν, κάποιος έπρεπε να κάνει την αρχή, δύο από τους άντρες μίλησαν ταυτόχρονα, έτσι συμβαίνει πάντα, σώπασαν κι οι δυο τους και ξεκίνησε ο τρίτος, “Ένα”, έκανε μια παύση, φάνηκε σαν να πηγαίνε να πει το όνομά του, αλλά τελικά είπε, “Είμαι αστυνομικός”, κι η γυναίκα του γιατρού σκέφτηκε, “Δεν είπε πως τον λένε, θα το ξέρει κι αυτός πως εδώ μέσα δεν έχει σημασία”, Να όμως που ένας άλλος άντρας συστηνόταν ήδη, “Δύο”, κι ακολουθώντας το παράδειγμα του πρώτου, “Είμαι οδηγός ταξί”. Ο τρίτος άντρας είπε, “Τρία, είμαι βοηθός φαρμακοποιού”.

Ύστερα μια γυναίκα, “Τέσσερα, είμαι καμαριέρα σε ξενοδοχείο”, κι η τελευταία, “Πέντε, είμαι υπάλληλος γραφείου”. “Είναι η γυναίκα μου, η γυναίκα μου!”, φώναξε ο πρώτος τυφλός, “Που είσαι, που είσαι”, μουρμούριζε τώρα σαν να προσευχόταν. Το ένα χέρι βρήκε τ’ άλλο και την επόμενη στιγμή βρέθηκαν αγκαλιά, έγιναν ένα σώμα, τα φιλιά αναζητούσαν άλλα φιλιά, μερικές φορές χάνονταν στον αέρα γιατί δεν ήξεραν που ήταν τα μάγουλα, τα μάτια, το στόμα».





Έρωτας στα τυφλά



Ακόμα και σ’ έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στην αποσύνθεση... υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύονται. Τυφλοί – μα δίχως ανάγκη να βλέπουν ο ένας τον άλλο για να μοιραστούν μαζί του σώμα και ψυχή.


«Τυφλοί βρίσκονταν ξαπλωμένοι πλάι στους τοίχους, ήταν απ’ αυτούς που δεν κατάφεραν φτάνοντας να καταλάβουν ένα κρεβάτι [...] Στα δέκα μέτρα ένας τυφλός ήταν ξαπλωμένος πάνω σε μια τυφλή, αγκιστρωμένος ανάμεσα στα πόδια της, φέρονταν όσο πιο διακριτικά μπορούσαν, ήταν απ’ αυτούς που δείχνουν συστολή μπροστά σε κοινό, δεν χρειάζονταν όμως να έχει κανείς ιδιαίτερα οξυμένη ακοή για να καταλάβει με τί είχαν καταπιαστεί, πολύ περισσότερο τη στιγμή που ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος μπορούσαν πια να πνίξουν τα αχ και τα βογκητά και κάποια άναρθρη λέξη, σημάδια που έδειχναν πως όλο τούτο όπου να ‘ναι θα τελείωνε.

Η γυναίκα του γιατρού απόμεινε ακίνητη να τους κοιτάζει, όχι από ζήλια, αλλά από μια αίσθηση άλλης τάξης, για την οποία δεν έβρισκε όνομα, θα μπορούσε να είναι κάποιο συναίσθημα συμπάθειας, σαν να ήθελε να τους πει “Μη δίνετε σημασία που είμαι εδώ, ξέρω πως είναι αυτά τα πράγματα, συνεχίστε” [...]

Ο τυφλός και η τυφλή ξαπόσταιναν τώρα, είχαν πια ξεχωρίσει, ο ένας δίπλα στον άλλον, συνέχιζαν όμως να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου, ήταν νέοι, ίσως ένα ζευγαράκι που είχε πάει στον κινηματογράφο και τυφλώθηκε εκεί, ή κάποια θαυματουργή σύμπτωση τους ένωσε εδώ, αν είναι όμως έτσι, πώς αναγνωρίστηκαν, σιγά τώρα, από τις φωνές, φυσικά, δεν είναι μονάχα η φωνή του αίματος που δεν χρειάζεται μάτια, ο έρωτας, για τον οποίο λένε ότι είναι τυφλός, έχει κι αυτός κάτι να πει στο θέμα αυτό. Το πιο πιθανό πάντως είναι να τους έπιασαν ταυτόχρονα, στην περίπτωση αυτή εκείνα τα πλεγμένα χέρια δεν είναι τωρινά, είναι έτσι απ’ την αρχή.

Η γυναίκα του γιατρού αναστέναξε, έφερε τα χέρια της στα μάτια, χρειάστηκε να το κάνει γιατί δεν έβλεπε καλά, δεν τρόμαξε όμως, ήξερε πως ήταν μονάχα δάκρυα».


Επίλογος


Προσπάθησα με αυτό το αφιέρωμα να ιχνηλατήσω (ποιος ξέρει, ενδεχομένως στα τυφλά) ορισμένες απ’ τις κεντρικές πτυχές ενός απ’ τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεότερης λογοτεχνίας. Αυτό δίχως να αποκαλύψω λεπτομέρειες για την κατάληξη της ιστορίας και τη μοίρα των ηρώων. Σκοπός μου ήταν να κάνω τον αναγνώστη αυτού εδώ του κειμένου να ενδιαφερθεί – και ίσως, να προβληματιστεί μαζί μου. Μα και να τον ωθήσω να διαβάσει το βιβλίο, σε περίπτωση που δεν το έχει κάνει.

Και αν, φίλε αναγνώστη, θεωρείς πως είναι υπερβολικά «βαρύ» ανάγνωσμα για τα γούστα σου... Να ξέρεις πως μία από τις ικανότητες του συγγραφέα – του Ζοζέ Σαραμάγκου – είναι η αριστοτεχνική συνταίριαξη του δυνατού περιεχομένου με μια ανάλαφρη, σχεδόν ευχάριστη, περιγραφή. Υπάρχει μια γλυκύτητα στη γραφή του, όμοια με τη γλυκύτητα των απλών – μα τόσο ανθρώπινών του – χαρακτήρων. Το μυθιστόρημα αυτό θα σε προβληματίσει σίγουρα – μα δεν θα σου προκαλέσει κατάθλιψη. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του.

Και αν ο ίδιος ο συγγραφέας αποφεύγει, τρόπον τινά, να πάρει «θέση» απέναντι στα γεγονότα που περιγράφει, δεν κάνουν το ίδιο και οι ήρωές του. Από τα δικά τους λόγια λοιπόν, ίσως να μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα...


«“Ο φόβος τυφλώνει. Ήμασταν ήδη τυφλοί τη στιγμή που τυφλωθήκαμε, ο φόβος μας τύφλωσε, ο φόβος θα μας κρατήσει τυφλούς”.


Όπως επίσης:


«Αν δεν είμαστε ικανοί να ζήσουμε εντελώς σαν άνθρωποι, τουλάχιστον ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη ζούμε εντελώς σαν ζώα».


Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε πως ορισμένοι από τους χαρακτήρες του «Περί Τυφλότητας» έμελλε να επανέλθουν σε μεταγενέστερο βιβλίο του Σαραμάγκου – κατά κάποιο τρόπο, μια άτυπη συνέχειά του. Ο τίτλος από μόνος του είναι ενδεικτικός: «Περί Φωτίσεως»...

Καλή συνέχεια – και εις το επανιδείν.



«Στο τέλος είπε, “Ας πιούμε”. Τα τυφλά χέρια έψαξαν και βρήκαν τα ποτήρια, τα ύψωσαν τρέμοντας. Στο κέντρο του τραπεζιού το λυχνάρι έμοιαζε με ήλιο περιτριγυρισμένο από αστραφτερά αστέρια».


* Η μετάφραση του Ζοζέ Σαραμάγκου είναι της Αθηνάς Ψυλλιά

Original photo source here

Συνάντηση

$
0
0




Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει κατορθώνω να μιλήσω στη γλώσσα του. Και όπως ξέρουμε, υπάρχουν τόσες γλώσσες όσοι και άνθρωποι. Ο μύθος του Πύργου της Βαβέλ είναι πάντα επίκαιρος.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει πως γίνομαι αυτιά και όχι μόνο στόμα. Πόσες φορές δεν βαπτίστηκε διάλογος η εναλλαγή μονολόγων; Ίσα κάτι να σπάει τη σιωπή. Μα αν χρειάζεται διαρκώς να σπας τον πάγο, σκέφτηκες, άραγε, να μετακόμιζες σε θερμότερα κλίματα; Εκεί που δεν υπάρχουν πάγοι;

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει δεν φορτώνω τα προβλήματά μου πάνω του. Δεν είναι όλοι γαϊδούρια ή άγιοι να κουβαλάνε βάρη ή σταυρούς. Συνάντηση δεν σημαίνει αμοιβαία ανταλλαγή βαρών – μα το αντίθετο. Σημαίνει πέταγμα, σημαίνει ανταλλαγή φτερών.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει ανακαλύπτω αυτό που είναι. Και αυτό που είναι κάποιος δεν είναι εκείνο που θα θέλαμε να είναι, ή εκείνο που θα έπρεπε να είναι, ή εκείνο που είναι όλοι οι υπόλοιποι. Συνιστά κάτι δικό του, ολόδικό του – μόνο που πολύς κόσμος δεν το ξέρει. Και έτσι ποτέ δεν είναι ο εαυτός τους – δεν είναι παρά σκιές των γύρω τους. Ένας καθρέπτης. Μα να είσαι ο εαυτός σου δεν είναι καθόλου δεδομένο. «Γίνε αυτός που είσαι», έλεγε ο Νίτσε.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει πως βλέπω στη δύση, αν εκείνος βλέπει δύση, και στην ανατολή, αν εκείνος βλέπει ανατολή. Σημαίνει πως Δώδεκα στο ρολόι μου σημαίνει μεσημέρι και στο δικό του πάλι μεσημέρι – όχι μεσάνυχτα.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει δεν προσπαθώ να τον διορθώσω, εκτός αν το ζητήσει. Χώρες είμαστε οι άνθρωποι σε αναζήτηση εξερευνητών. Μα αν κάποιος επιδιώξει να διορθώσει μια χώρα – τότε αρχίζει η κατάκτηση και η λεηλασία.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει πως καταλαβαίνω γιατί τον συγκινεί ένα τραγούδι – ή γιατί του αρέσει ένα βιβλίο – ή γιατί αγαπάει το παγωτό φράουλα περισσότερο από τη σοκολάτα. Καταλαβαίνω – ακόμα και αν δεν ταυτίζομαι μαζί του.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει αναγνωρίζω πως δεν είναι μόνο μυαλό ή πνεύμα – μα και σώμα. Και μιλώ στη γλώσσα του σώματος μαζί του το ίδιο αποτελεσματικά. Γιατί συχνά οι ωραιότερες συναντήσεις δεν εμπεριέχουν λόγια.

Συναντώ έναν άνθρωπο σημαίνει πως βαδίζω μαζί του σε κοινό δρόμο. Ακόμα και αν γνωρίζω, στο βάθος, πως οι δρόμοι μας ίσως κάποτε χωρίσουν.

Μα δεν έχει σημασία – αρκεί να συναντηθούν κάποια στιγμή. Να γίνουν δύο πόδια σ’ ένα σώμα. Και να περπατήσουνε παρέα.


Αλλιώς, φίλε μου... ίσως είναι καλύτερα να περπατάς μονάχος.



Από το Χρονικό των Περιστεριών...

$
0
0




Θα θυμάστε την ανάρτηση με εκείνα τα περιστέρια που έκαναν φωλιά στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. (κλικ εδώ)Ένας μήνας πέρασε και δες πως μεγάλωσαν τα άτιμα - ήδη επιχειρούν τις πρώτες τους πτήσεις.

Η εικόνα που βλέπετε είναι σημερινή. Το περιστέρι σε πρώτο πλάνο είναι ο μπόμπιρας - κοτζάμ μαντράχαλος έγινε σε ένα μήνα. Που να μη ζούσε και στην Ελλάδα της κρίσης. Πίσω στα σύρματα κάθεται η μάνα του και τον παρατηρεί. "Έλα λοιπόν, πέτα, τί φοβάσαι".

Ο μικρός το σκέφτεται λίγο. "Και αν γλιστρήσω;"

"Πέτα μωρέ, επιμένει η μάνα, ο αδερφός σου ήδη έχει κουρσέψει τη μισή Αθήνα και συ ακόμα στο μπαλκόνι. Πέτα! Η ζωή είναι μικρή για να τη βγάζεις σ'ένα μπαλκόνι μόνο. Πέτα - και αν πέσεις δεν πειράζει. Θα σηκωθείς ξανά. Θα μάθεις. Τί αξία θα είχαν οι πτήσεις μας δίχως τις πτώσεις".

Για την ιστορία πέταξε ο μικρός. Λίγο ατσούμπαλα - μα πέταξε.

***

Υστερόγραφο: Οι ακόλουθες φωτογραφίες συμπεριλαμβάνονται στο «Μεγάλο Χρονικό των Περιστεριών» - ένα έργο επικών διαστάσεων που εξύμνησαν οι μεγαλύτεροι ποιητές. Στην πρώτη βλέπουμε τα δυο μωρά, ένα μήνα πριν, ηλικίας μίας ημέρας (και μερικών ωρών). Κάτω τα παρατηρούμε ενώ έχουν χοντρύνει για τα καλά, με τη μάνα τους να τα νταντεύει και να συλλογίζεται πότε θα 'ρθει η πολυπόθητη λευτεριά.


Στην τελευταία εικόνα διακρίνουμε τους γονείς σε μια ερωτική σκηνή. Απολαμβάνουν την ελευθερία και τον ήλιο, ανταλλάσσοντας ένα ζουμερό γλωσσόφιλο. Δεξιά ο μικρός κρύβεται πίσω από τη γλάστρα και παίρνει μάτι.





Η Εκστατική Κραυγή του Σώματος

$
0
0




«Εκείνη όμως τη μέρα, με την καταιγίδα που είχε σηκωθεί χωρίς να βρέξει, αναγκαστήκαμε με τη Σιμόν να φύγουμε απ’ τον πύργο και να το βάλουμε σα ζώα στα πόδια διασχίζοντας το εχθρικό σκοτάδι, με τα ρούχα μας χαμένα και τη φαντασία μας στοιχειωμένη. Λίγο αργότερα ξαναβρήκαμε τα ποδήλατά μας και μπορέσαμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο το διεγερτικό και θεωρητικά βρόμικο θέαμα ενός γυμνού κορμιού καθισμένου μόνο με τα παπούτσια πάνω σ’ ένα ποδήλατο. Γυρίζαμε γρήγορα τα πετάλια χωρίς να γελάμε ούτε και να μιλάμε.

Μετά βίας στεκόμασταν στα πόδια μας κι είχα χάσει όλες μου τις ελπίδες πως θα ‘παιρνε τέλος αυτή η περιπλάνησή μας στο χώρο του απραγματοποίητου. Η στιγμή που είχαμε εγκαταλείψει τον αληθινά πραγματικό κόσμο, εκείνον που αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από ντυμένους ανθρώπους, ήταν κιόλας τόσο μακρινή, που έμοιαζε σχεδόν απρόσιτη. Αυτή η προσωπική του καθενός μας παραίσθηση ξεδιπλωνόταν τη φορά αυτή μ’ ένα τρόπο πια απεριόριστο, όπως ακριβώς δεν έχει όρια ο πλήρης εφιάλτης, λόγου χάρη, της ανθρώπινης κοινωνίας με τη γήινη σφαίρα της, την ατμόσφαιρά της και τον ουρανό της.

Η πέτσινη σέλα ήταν κολλημένη ίσια στον κώλο της Σιμόν, που μοιραία αυνανιζόταν καθώς τα πόδια της ανεβοκατέβαζαν τα πετάλια. Το πίσω λάστιχο εξαφανιζόταν όχι μόνο μές στη φουρκέτα του ποδηλάτου, αλλά πραγματικά μές στη σχισμή του γυμνού πισινού της ποδηλάτισσας. Άλλωστε η κίνηση της γρήγορης περιστροφής της σκονισμένης ρόδας είχε άμεση σχέση τόσο με τη δίψα που έκαιγε το λάρυγγά μου, όσο και με τη στύση μου, που κανονικά έπρεπε να καταλήξει να βυθιστεί μέσα στην άβυσσο του κώλου που ήταν κολλημένος στη σέλα.

Ο αέρας είχε πέσει λίγο, κι επειδή ξεπρόβαλε ένα κομμάτι του έναστρου ουρανού, έκανα τη σκέψη πως, μια κι ο θάνατος ήταν η μόνη διέξοδος στη στύση μου, αν η Σιμόν κι εγώ σκοτωνόμασταν, τη θέση του σύμπαντος του δικού μας προσωπικού οράματος, θα την έπαιρναν αναγκαστικά τα καθαρά άστρα που θα πραγματοποιούσαν εν ψυχρώ, χωρίς τις καθυστερήσεις και τις υπεκφυγές των ανθρώπων, αυτό που εμένα μου φαίνεται πως είναι η κατάληξη των σεξουαλικών μου καταχρήσεων, δηλαδή μια πυράκτωση γεωμετρική κι απόλυτα αστραποβόλα – που, εκτός των άλλων, είναι και σημείο σύμπτωσης της ζωής και του θανάτου, του είναι και του μηδενός.»

***

Απόσπασμα από την «Ιστορία του Ματιού» (Histoiredelil) του Ζωρζ Μπατάιγ (GeorgesBataille), σε μετάφραση Δ. Δημητριάδη. Πρώτη έκδοση το 1928.

«Η αποφασιστική πράξη είναι η απογύμνωση», έγραφε ο Μπατάιγ. «Η γύμνια είναι το αντίθετο του κλεισίματος». Γι’ αυτό και ο ερωτισμός στον Μπατάιγ συνιστά πράξη υπαρξιακή και πολιτική, συνάμα. Οι χαρακτήρες του ξεγυμνώνονται απέναντι στην ομοιομορφία του συστήματος, αφήνονται σε μια πρόστυχη ηδονή κόντρα στην ηθικολογία της κοινωνίας.

Ο έρωτας δεν είναι η τρυφερότητα - μα η κραυγή του σώματος σε οργασμό. Η έκσταση του σύμπαντος που εκσπερματώνει στο σκοτάδι του χάους. Και απ’ το σπέρμα του ξεπηδούν τ’ αστέρια.


Hφωτογραφία και το σχέδιο είναι του HansBellmer, από την εικονογράφηση του βιβλίου.



Εκείνη η μικρή σου λεπτομέρεια

$
0
0

Art by Dave McKean


Φαντάζομαιξέρεις πως είναι. Να παίρνεις στο δρόμο μαζί σου εκατό τραγούδια και να ακούς, ξανά και ξανά, στο repeat, ένα μόνο. Να διαβάζεις ένα βιβλίο και να πιάνεις τον εαυτό σου να συλλογίζεται μια και μόνο φράση του – μία πρόταση μέσα σε χιλιάδες. Να έχει καρφωθεί στη μνήμη σου όχι η γενικότερη πλοκή ενός έργου – μα μια στιγμή, μια ατάκα. Εκεί που κράτησες για λίγο την ανάσα σου.

Θυμάμαιένα πολύ παλιό ελληνικό τραγούδι – από τα χρόνια της δεκαετίας του 30. Ο στιχουργός εκθειάζει την ελιά της κοπέλας που αγαπάει. Μια ελιά, ένα απλό σημάδι – εκείνη η λεπτομέρεια που την καθιστά διαφορετική από κάθε άλλη γυναίκα. Εκείνη η λεπτομέρεια που άλλοι πιθανό να προσπερνούσαν.

Η αντικειμενικήομορφιά ομοιογενοποιεί τους ανθρώπους. Είναι σαν τον Παράδεισο – υπέροχη, μα προκατασκευασμένη. Δεν την έχεις δει ποτέ, μα ήδη την γνωρίζεις. Και πόσο ίδιοι μοιάζουν οι άγγελοι, ο ένας με τον άλλον!

Κάθε εποχήγεννά τα πρότυπά της, καλλιεργεί τις μόδες της... στήνει τον πήχη της εκεί ψηλά, κι εσύ αποπειράσαι να τον φτάσεις. Να γίνεις εκείνη ακριβώς η Ιδέα της ομορφιάς ή της επιτυχίας που κάθε εποχή φέρει μέσα της. Να γίνεις το πρόσωπο που κοσμεί τα εξώφυλλα των περιοδικών, η πρωταγωνίστρια των έργων. Ο πετυχημένος τύπος με το αμάξι και την ακαταμάχητη γοητεία. Ή εκείνος που φορά σα ρούχο του το status– ένα υψηλό αξίωμα, ή ένα επάγγελμα με κύρος. Ένα αδιάκοπο κυνήγι με σκοπό την τελειότητα.

Μα κάποιεςφορές είναι η ατέλειά σου εκείνη που θα τραβήξει το βλέμμα μου. Η στιγμή εκείνη που θα χάσεις τα λόγια σου και θα ραγίσει το κέλυφος της επίπλαστης αυτοπεποίθησής σου. Όταν θα χαμογελάσεις αμήχανα, γνωρίζοντας πως ξέμεινες από ατάκες. Κάποιες φορές κάνει τη διαφορά πάνω σου το σημείο εκείνο που ξέχασες να καλύψεις με μέικ απ. Εκείνο που μόνο εγώ διακρίνω. Εκείνο που σε καθιστά ξεχωριστή στα μάτια μου. Η πρόταση μέσα στις χιλιάδες του βιβλίου, που μου έκανε εντύπωση. Σε μένα και μόνο – σε κανέναν άλλον.


Προσπαθούμευπερβολικά να είμαστε ίδιοι, ο ένας με τον άλλον. Πόσο κρίμα είναι. Γιατί είναι στη λεπτομέρεια που αναβλύζει η διαφορετικότητα. Γιατί είναι στη λεπτομέρεια εκεί που γνωρίζουμε πραγματικά τον άλλο.


Artwork: Dave McKean



O Παντοτινός Τελευταίος Πειρασμός.....

$
0
0




«Άγιες Γραφές, γέροντα, είναι τα φύλλα της καρδιάς μου. Όλα τ’ άλλα φύλλα εγώ τα ξέσκισα»



Σύμφωνα με το συγγραφέα του, Νίκο Καζαντζάκη, ο «Τελευταίος Πειρασμός» συνιστά ένα προσωπικό φόρο τιμής σε μια απ’ τις μορφές που στάθηκαν καθοριστικές στη διαμόρφωση της σκέψης του: εκείνη του Χριστού. Μια αφιέρωση, μια κατάθεση ψυχής. Μα στον κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη, ακόμα και η σφοδρότερη ομολογία πίστης μοιάζει περισσότερο με το ουρλιαχτό του λύκου παρά με βέλασμα του προβάτου στο μαντρί. Αυτό είναι ένα βιβλίο γραμμένο με αίμα αντί για πνεύμα. Ένα έργο που τινάσσει τη σκόνη απ’ τα Ευαγγέλια και τη φυσά στα εφησυχασμένα πρόσωπα των κοιμισμένων. Ξεχάστε την κατήχηση – αυτό εδώ είναι ένα έργο που ανασαίνει, που αποπνέει ελευθερία.

Πρόκειται φαινομενικά για τη γνωστή ιστορία των τελευταίων χρόνων του Ιησού – από τον καιρό που άρχισε τη διδασκαλία του, μέχρι τη σταύρωση. Μα αυτός δεν είναι ο Ιησούς που διαβάσαμε στα σχολικά «Θρησκευτικά», ούτε εκείνος που βλέπουμε στις τηλεοράσεις. Αυτός δεν είναι ο ανθρωπόμορφος Θεός που χάραξε, καλώς ή κακώς, την ιστορία δυο χιλιάδων χρόνων. Όχι, κύριοι... Ο Ιησούς του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένας άνθρωπος, σαν όλους μας. Ένας άνθρωπος που του έλαχε ένα βαρύ φορτίο – και παλεύει να το φέρει εις πέρας. Είναι ένας άνθρωπος που αγωνιά, που φοβάται, που αγαπά και οργίζεται, που ιδρώνει και ποθεί και εκστασιάζεται. Ένας άνθρωπος που δεν είναι βέβαιος αν κάνει το σωστό – μα ακολουθεί, με γενναιότητα, το δρόμο του, ως το πικρό φινάλε. Αυτό το τελευταίο είναι που, εν τέλει, τον ανυψώνει, τον καθιστά ξεχωριστό...

Ο Καζαντζάκης τολμάει να δει τον Ιησού σαν ιστορικό πρόσωπο – όχι σαν είδωλο, όχι σα μύθο. Εξιστορεί τον ανεκπλήρωτό του έρωτα για τη Μαγδαληνή – το πάθος που σιγόβραζε μέσα του, τον αγώνα του ν’ αντισταθεί, τη βαθιά αγάπη που έτρεφε για κείνη από την παιδική του κιόλας ηλικία. Αφηγείται πως αποπειράθηκε να πάει κόντρα στο θεϊκό κάλεσμα, να ζήσει μια απλή ζωή, πλάι στους απλούς ανθρώπους – και φανερώνει πόσο όμορφη είναι αυτή η ζωή, πόση λαχτάρα φέρει μέσα της. Παρουσιάζει τους μαθητές του δίχως εξιδανικεύσεις. Δεν ήταν άγιοι, μα ωφελιμιστές και συμφεροντολόγοι, ονειροπόλοι και δειλοί συνάμα – με λίγα λόγια, ήταν ανθρώποι, σαν όλους μας. Και ανάμεσα στους μαθητές του είναι ο Ιούδας εκείνος που δένεται περισσότερο με τη μοίρα του Ιησού. Και ο Ιούδας δεν είναι πλέον ο «προδότης» που μας έμαθε η παράδοση – μα ο στενότερός του συνεργάτης. Εκείνος που θυμίζει στον Ιησού το αιώνιο χρέος του. Ο πιο θαρραλέος απ’ τους συντρόφους του.






Δεν γνωρίζω αν αυτό το βιβλίο θα μπορούσε θα πλάσει περισσότερους πιστούς – ο λόγος του είναι πολύ αληθινός για κάτι τέτοιο, το περιεχόμενό του πολύ ρεαλιστικό. Δεν είναι υλικό κατάλληλο για κατήχηση ή παρηγοριά. Μα αν απομονώσουμε όλο το περιεχόμενο αυτής της ταλαίπωρης θρησκείας που ονομάστηκε «χριστιανισμός» σε μία μόνο λέξη... Αν πετάξουμε όλα τα υπόλοιπα – αμαρτίες και ψυχές και παραδείσους και κολάσεις και θαύματα και καταδίκες – και μείνουμε σε αυτή τη μία λέξη και μόνο... τότε το βιβλίο αυτό ακτινοβολεί όσο ελάχιστα. Η λέξη είναι: Ανθρωπιά.

Το έργο εντάχθηκε στη λίστα των «Απαγορευμένων» της Καθολικής Εκκκλησίας, ο Καζαντζάκης αφορίστηκε απ’ τους δικούς μας, ενώ λυσσαλέα υποδοχή γνώρισε εξάλλου και η – πιστή στο πνεύμα του βιβλίου – κινηματογραφική μεταφορά του Μάρτιν Σκορτσέζε. Αξίζει να αναφέρουμε πως το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα μεταφρασμένο στη Σουηδία και τη Νορβηγία, και μετά στη χώρα μας. Και σήμερα ακόμα θεωρείται «αμφιλεγόμενο». Και όλα αυτά για ένα βιβλίο που τολμάει να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη και να παρουσιάζει τον Ιησού ως ένα... ον με αδυναμίες. Λες και θα είχε ποτέ ενδιαφέρον να διαβάζαμε για ένα «τέλειο ον»... Θεοί και Ηγέτες και Ήρωες και Αψεγάδιαστοι και Άγιοι... νισάφι πια. Είμαστε άνθρωποι, κύριοι. Ανθρώπινη η σάρκα μας, ανθρώπινες οι επιθυμίες μας, ανθρώπινα τα πάθη μας. Και είμαστε φύση, φύση υπέροχη, φύση αβυσσαλέα. Και αυτό το γνώριζε καλά ο Καζαντζάκης.

Και αυτός είναι ο πιο μεγάλος – και ο ωραιότερος – Πειρασμός αυτού του υπέροχου βιβλίου. Και γι’ αυτό ταυτιζόμαστε μαζί του. Κι ένας άθεος ακόμα – μπορεί να αγαπήσει βαθιά τον Ιησού αυτού εδώ του έργου.

«Είμαι βαθύτατα θρησκευτική φύση, μα χωρίς να μπορώ να μείνω σε μάντρα· κάπου κάπου μπαίνω, μα για να φάω κανένα αρνί. Ή καλύτερα, για ν’ αρπάξω κανένα αρνί και να το μάθω να γίνει λύκος [...] Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά· και δεν είμαι τίποτα από αυτά· τα δάχτυλά μου, όταν γράφω, δεν μελανόνουνται· αιματόνουνται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή που δεν καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες» - Νίκος Καζαντζάκης





Η μοναξιά του σχοινοβάτη



«Δεξά γκρεμός, ζερβά γκρεμός, πίσω γκρεμός, και μονάχα μπροστά ένα τεντωμένο σκοινί απάνω στο χάος!»



Ο Καζαντζάκης ανήκει στην κατηγορία εκείνη των στοχαστών που ήταν... υπερβολικά ελεύθεροι για το μέσο κοινό. Και η ελευθερία θέλει τόλμη και δεν καταδέχεται να περιορίζεται σε καλούπια – ιδεολογικά, πνευματικά, δημιουργικά. Και το τίμημα της ελευθερίας, ασφαλώς, είναι η μοναξιά. Κάπως έτσι έγινε και ο σημαντικότερος Έλληνας λογοτέχνης του 20ουαιώνα έφθασε να αφοριστεί από την Εκκλησία της πατρίδας του (και όχι μόνο) και έργα του όπως ο «Καπετάν Μιχάλης», ο «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και – φυσικά – ο «Τελευταίος Πειρασμός» να θεωρούνται «αμφιλεγόμενα». Και όλα αυτά γιατί επιζητούσε να σκέπτεται ελεύθερα και να αναζητεί τον προσωπικό πνευματικό του δρόμο. Δεν ήθελε να αντλήσει κάποιον έτοιμο, βλέπετε, απ’ τα διάφορα «πακέτα» που κυκλοφορούν και δίνονται σε τιμές προσφοράς (ήδη απ’ τα πρώιμα παιδικά χρόνια): Εκκλησία, Ιδεολογία, Κόμματα, κλπ. Επιθυμούσε να χτίσει το δικό του οικοδόμημα – εκείνο που θα έδινε φτερά στην ψυχή του...

Έτσι λοιπόν συνέθεσε πλήθος, φαινομενικά ετερόκλητων υλικών, καθ’ όλη τη διάρκεια των πνευματικών αναζητήσεών του. Έτσι προέκυψε το βάθος των έργων του, το πολυδιάστατο των επιρροών του, και η μοναδική του ικανότητα να μιλάει σε πλήθος κόσμου, πλήθος καρδιές, πέρα από στεγανά και όρια, πέρα από λαούς και σύνορα... δεν είναι μόνο η συναρπαστική αφήγηση και ο πανέμορφός του λόγος η αιτία που διαβάζεται, σήμερα, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Είναι και το πνευματικό του εύρος – το σθένος που αναδύεται απ’ τον πύρινό του λόγο, η φωτιά που αναβλύζει απ’ την αφήγησή του, το πολυδιάστατο της σκέψης του.






Στο τελευταίο απ’ τα έργα του, την «Αναφορά στον Γκρέκο», που συνιστά και την προσωπική του αυτοβιογραφία, ο Καζαντζάκης εξιστορεί τους βασικούς πνευματικούς πυλώνες που χάραξαν το δρόμο του: Χριστός, Βούδας, Νίτσε, Λένιν, Οδυσσέας. Μόνο στη σύνθεσή τους μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πολύμορφο της σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη. Στη σύνθεση – και στην ανάμειξη αυτών με το χώμα και τον αέρα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κρήτης. Το χώμα, τον αέρα... και τον αγώνα για τη λευτεριά.

Ο Χριστός κατέχει σαφώς σημαντικό μερίδιο στην πνευματική του εξέλιξη. Μα περισσότερο απ’ τον χριστιανισμό σαν δόγμα ή κατάθεση πίστης, ο Καζαντζάκης ενδιαφερόταν για την ίδια τη μορφή του Ιησού· την πραότητά του, τη διδασκαλία του, το δισυπόστατο της μορφής του όπως μας τον παρέδωσε η θρησκεία – μισός θεός, μισός άνθρωπος. Μικρός διάβαζε συναξάρια και βίους αγίων. Μελετώντας τις Γραφές προσπαθούσε να κοσκινίσει την ουσία και να την ξεχωρίσει από εκείνο που ήταν περιττό. Στο παιδικό μυαλό του, μάλιστα, έφτανε να ταυτίζει τον Ιησού με τον πολέμαρχο παππού του:

«Είχα πολλές φορές ακούσει για επανάστασες της Κρήτης και για πολέμους, μου ‘χαν πει πως ο πατέρας του κυρού μου ήταν μεγάλος πολέμαρχος και, σιγά σιγά, όσο κοίταζα το Χριστό, βεβαιωνούμουν πως αυτός ήταν ο παππούς μου. Μάζευα λοιπόν τους φίλους μου ομπρός από το κόνισμα: “Νά ο παππούς μου, τους έλεγα, κρατάει τη σημαία, πάει στον πόλεμο, και νά κάτω πεσμένοι ανάσκελα οι Τούρκοι». (από την “Αναφορά στον Γκρέκο”)

Από μικρός αντίκριζε στη μορφή του Ιησού έναν επαναστάτη. Έναν εξεγερμένο. Είναι λογικό λοιπόν να μεταδώσει κάτι από αυτό το πνεύμα της εξέγερσης στο λογοτεχνικό του έργο. Ο Ιησούς του «Τελευταίου Πειρασμού» μοιάζει με τους επαναστάτες κάθε εποχής, ως προς το ότι είναι ένας άνθρωπος που εξεγείρεται: απέναντι στις συμβάσεις των καιρών του, απέναντι στους παγιωμένους νόμους, απέναντι στα συναισθήματά του, απέναντι στον ίδιο το Θεό. Και είναι ένας άνθρωπος σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Στην αρχή του βιβλίου τον βλέπουμε να κατασκευάζει σταυρούς, πάνω στους οποίους σταυρώνονται οι προφήτες – γιατί έτσι επιθυμούσε να πάει κόντρα στο θέλημά του Θεού, να αντισταθεί στο κάλεσμα της ίδιας του της μοίρας. Αργότερα τον βλέπουμε να κηρύττει με πάθος τον αγώνα του ενάντια στους κοινωνικούς διαχωρισμούς, κόντρα στα σύνορα που χωρίζουν τους λαούς: ο Θεός του δεν είναι Θεός του Ισραήλ, μα του κόσμου όλου. Και το όνομά του είναι Αγάπη.

Ένας επαναστάτης όπως ο Ιησούς του Καζαντζάκη δεν θα μπορούσε να περιγραφτεί με τον συμβατικό τρόπο των παραδοσιακών θεολογικών κειμένων. Σε αυτά τα κείμενα ο Ιησούς είναι ήδη μια Αυθεντία – ένα πρόσωπο ιερό. Ένας ποιμένας κατάλληλος να οδηγεί το πλήθος των προβάτων στο μαντρί – τους πιστούς κάθε εποχής και τόπου. Μα ο Καζαντζάκης θέλησε να πάει πίσω, ως τις ρίζες – να ανακαλύψει τον αληθινό Ιησού Χριστό. Όχι το Εικόνισμα, όχι το Είδωλο, όχι το Θεάνθρωπο, όχι τον Ηγέτη μιας Θρησκείας... μα τον άνθρωπο απ’ τον οποίο ξεκίνησαν όλα. Τον άνθρωπο – όχι το θεό. Γιατί ήταν ο άνθρωπος εκείνος που τον συνάρπαζε – ήταν ο άνθρωπος εκείνος με τον οποίο μπορούσε να ταυτιστεί. Ήταν του ανθρώπου τη λαχτάρα που ένιωθε, του ανθρώπου τον καημό που βιωνε.

Ήταν ο άνθρωπος που πατούσε με τα πόδια του στη γη και αγκάλιαζε με τα μάτια του τ’ αστέρια και τον ουρανό... ο άνθρωπος που ισορροπεί πάνω στην άβυσσο, μεταξύ φθοράς και αθανασίας, εκείνος που τον συνάρπαζε.

Από γράμμα του Καζαντζάκη προς την Τέα Ανεμογιάννη, του 1952 [πηγή: “Ο Ασυμβίβαστος”, Ελένης Καζαντζάκη - από το Επίμετρο στον “Τελευταίο Πειρασμό” του δρος. Πατρόκλου Σταύρου, εκδ. Καζαντζάκη]: “Με μεγάλη συγκίνηση διάβασα το τελευταίο Σας γράμμα και χάρηκα που ο “Τελευταίος Πειρασμός” Σας άρεσε. Κι εγώ, όταν τον έγραφα, ένιωθα μεγάλη ταραχή και τρυφερότητα και συχνά τα μάτια μου βούρκωναν. Είχα εδώ στην Ολλανδία ενδιαφέρουσες συζητήσεις με πάστορες για τη θεολογική μορφή του έργου, μερικοί σκανταλίστηκαν που ο Χριστός είχε πειρασμούς· μα εγώ, γράφοντας το βιβλίο αυτό, ένιωσα ό,τι ένιωθε ο Χριστός, γίνουμουν Χριστός, κι ήξερα θετικά πως μεγάλοι και πολύ χαριτωμένοι και συχνά νόμιμοι πειρασμοί έρχουνταν και του εμπόδιζαν το δρόμο προς το Γολγοθά. Μα πού να τα ξέρουν όλα αυτά οι θεολόγοι....”






Ο Χριστιανισμός θεοποίησε τον Ιησού και, θεοποιώντάς τον, τον μετέτρεψε σε είδωλο, κατάλληλο για προσκύνημα. Μα ο Καζαντζάκης εξανθρώπισε τον Ιησού απ’ την αρχή ξανά. Εκεί που δυο χιλιάδες χρόνια οργανωμένης θρησκείας είχαν κατορθώσει να τον εκτοξεύσουν στους πέρα ουρανούς και τ’ άστρα, ο Καζαντζάκης τον επανέφερε ξανά, με τα δυο του πόδια, πάνω στη γη. Και ο αναγνώστης που διαβάζει τον «Τελευταίο Πειρασμό» μπορεί να ταυτιστεί έτσι με το χαρακτήρα του – και να αφουγκραστεί τα συναισθήματά του. Αυτός δεν είναι ένας Ιησούς που θα αποστρέψεις τα μάτια από πάνω του και θα πέσεις ευλαβικά να τον λατρέψεις – έχοντας πάθη και αδυναμίες όπως όλοι. Μα είναι ένας Ιησούς που μπορείς να καταλάβεις. Που θα πονέσεις μαζί του και θ’ αναστενάξεις μαζί του. Που μπορείς, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ν’ αγαπήσεις. Σάμπως αυτό δεν προσπαθεί να διδάξει και αυτή η έρμη η θρησκεία;

Ο Χριστιανισμός, ως οργανωμένη θρησκεία, βασανιζόταν πάντα από μια σχιζοειδή, θα λέγαμε, αντίφαση, η οποία εδράζεται στον ίδιο τον πυρήνα του: ο Θεός απ’ τη μία είναι Παντοδύναμος και απ’ την άλλη μας αγαπάει όλους. Μα λίγη στοιχειώδη γνώση ψυχολογίας είναι αρκετή για να μας γνωστοποιήσει πως Εξουσία (ως κυριαρχία) και Αγάπη είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Δεν αγαπάς πραγματικά εκείνον που σ’ εξουσιάζει – εκείνον μπροστά στον οποίο αισθάνεσαι μηδαμινός και αδύναμος. Άλλο Δύναμη. Άλλο Αγάπη. Κάτι που, μεταξύ άλλων, το γνώριζε καλά ένας ακόμα σπουδαίος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, που διάβασε με το δικό του τρόπο το χριστιανισμό: oΝτοστογέφσκι. Εκτός αν λέγοντας «απεριόριστη δύναμη» εννοούμε την «απεριόριστη δύναμη της αγάπης» κι όχι εξουσία ή καταδίκη – μα τότε καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα της οργανωμένης θρησκείας.

Ο Χριστός του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένας χαρακτήρας που εμπνέει αγάπη, όχι εξουσία – και είναι ένας άνθρωπος με θάρρος, που τολμά να βαδίσει προς το σκληρό του πεπρωμένο, μα ταυτόχρονα διστάζει, πισωπατά, ονειροπολεί, εύχεται να ήταν τα πράγματα αλλιώς. Εδώ έγκειται και ο «τελευταίος πειρασμός» του έργου. Πρόκειται για τον πυρήνα της αφήγησης – και το συναρπαστικότερο σημείο της. Εκεί που η πάλη του θεού με τον άνθρωπο φτάνει στο αποκορύφωμά της. Κι εμείς οι αναγνώστες κρατάμε την ανάσα μας – ξέρουμε ποιος θα νικήσει. Και νιώθουμε ένα γλυκόπικρο αίσθημα γι’ αυτό...



Η απαγόρευση του έργου







Εν έτει 1954 ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλαμβάνεται στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων του Πάπα της Ρώμης. Ο Καζαντζάκης αντιδρά σε γράμμα του[πηγή: “Τετρακόσια Γράμματα”, από το Επίμετρο στον “Τελευταίο Πειρασμό” του δρος. Πατρόκλου Σταύρου, εκδ. Καζαντζάκη]:“Ενθουσιασμένος ο Γερμανός εκδότης μου, μου τηλεγράφησε προχτές πως έβαλε ο Πάπας στον Indexτον Τελευταίο Πειρασμό. Τι υποκρισία, τι σαπίλα πρέπει να ‘χει ο κόσμος ετούτος για να μην μπορεί ν’ ανεχτεί ένα βιβλίο με τόση φλόγα κι αγνότητα! Τί ξεπεσμένη κι η πνευματική κι ηθική Ελλάδα για να με θεωρούν [.....] ανήθικο και προδότη! Γρήγορα περιμένω κι η Ορθόδοξη Εκκλησία να με αφορίσει· χαρά και περηφάνια κι ελευτερία μεγάλη. Χαίρουμαι να βλέπω να πολιορκούν και να τοξεύουν τον ίσκιο μου”.

Λίγο καιρό μετά, όταν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις του για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Καζαντζάκης έγραψε: “Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι νά ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”.

Χαρά και περηφάνια και ελευθερία μεγάλη, πράγματι. Γιατί ίδιο κατάλογο των Απαγορευμένων, κατά καιρούς, έχουν συμπεριληφθεί συγγραφείς όπως ο Φράνσις Μπέικον, ο Δαρβίνος, ο Έρασμος, ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Καντ, ο Μαρξ, ο Μακιαβέλλι, ο Ρουσσώ, ο Βολταίρος, ο Σπινόζα, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκράχαμ Γκρην – και άλλοι. 

Πλέον βρισκόταν και ο Νίκος Καζαντζάκης ανάμεσά τους – καλύτερη επιβεβαίωση της πνευματικής του υπεροχής δεν θα μπορούσε να υπάρξει.






Ζωντανεύοντας το μύθο. Η φωνή του συγγραφέα



Πίσω και απ’ το ιερότερο κείμενο, και απ’ την αγιότερη των Γραφών, υποβόσκει πάντα η φωνή του συγγραφέα. Και αν δεν υπάρχει ένας μόνο συγγραφέας, μα μια ολόκληρη παράδοση ξωπίσω του, αυτό δεν αναιρεί πως κάθε πνευματικό έργο είναι, ως ένα βαθμό, ριζωμένο στην ιδιαίτερη εποχή και στις συνθήκες του τόπου που το γέννησε.

Στον «Τελευταίο Πειρασμό» ξεχωρίζει η σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματικότητα απ’ τη μία, και τη μυθοπλασία απ’ την άλλη. Μια σύγκρουση που μετατρέπεται σε σύνθεση στα χέρια του μαθητή Ματθαίου, που επιχείρησε να καταγράψει το βίο του δασκάλου του, διαστρεβλώνοντας πλήρως τα ιστορικά δεδομένα της ζωής του (βλέπε το απόσπασμα προς το τέλος του κειμένου). Μια σύνθεση της αλήθειας με το μύθο, που γίνεται δόγμα και πίστη και θρησκεία από τον Παύλο – όταν πια ο Χριστός έχει φύγει και ο Χριστιανισμός γεννιέται.

Πού τελειώνει η πραγματικότητα λοιπόν και πού αρχίζει ο μύθος, όσο αφορά την ιστορία του Χριστού; Και αν ο Ιησούς του Νίκου Καζαντζάκη συνιστά μυθιστορηματικό πρόσωπο, γιατί να μη πούμε το ίδιο και για τον Ιησού των Γραφών και των Ευαγγελίων; Γιατί να μη πούμε το ίδιο για κάθε θρησκευτικό κείμενο, από καταβολής ύπαρξης; Πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινά η φωνή του συγγραφέα;

Μήπως τελικά – όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο μυθιστορηματικός Ιησούς – υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα αλήθειας; Και μια αλήθεια που δεν ισχύει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, μπορεί άραγε να ισχύει σε ένα άλλο;





Γη και Ελευθερία



Ο «Τελευταίος Πειρασμός» παραμένει, πρωτίστως, έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και ως τέτοιο διέπεται από εκείνες τις αξίες που υπηρέτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του – μια βαθιά αγάπη για τις χαρές της γης, της αντρείας και της ελευθερίας.

Γίνεται φανερό από νωρίς στη πως το κεντρικό θέμα του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τα δίπολα: θεός και άνθρωπος· γη και ουρανός· επίγεια ζωή και αθανασία. Όλα όσα πρέπει να απαρνηθεί ο Ιησούς είναι όλα εκείνα που χαρίζουν στη ζωή την ομορφιά της: τη γυναίκα· τον έρωτα· την οικογένεια· τις απλές χαρές της φύσης και του σώματος. Γιατί έτσι μόνο θα φτάσει στο στόχο του – έτσι μόνο θα καρπίσει ο σπόρος προς τις επόμενες γενιές. Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού, και βλέποντας την πρακτική εφαρμογή του, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: άραγε, άξιζε τον κόπο μια θυσία σαν αυτή;

Ο Καζαντζάκης μπορεί να έγραψε το έργο του με βαθύτατο θρησκευτικό αίσθημα – μα ο λόγος του δεν είναι αγιασμένο νερό, από εκείνα που πίνεις και σου χαρίζουν γλυκό ύπνο. Είναι φλόγα, είναι γη που τρέμει κάτω απ’ τα πόδια σου, είναι σύγκρουση των στοιχείων της φωτιάς, της γης και του αέρα. Γιατί εντός του συγγραφέα, ως πνευματικός καταλύτης, δεν δρούσε μόνο ένας Χριστός· δρούσε κι ένας Βούδας· δρούσε κι ένας Νίτσε – που έλεγε στον κόσμο να «μην εγκαταλείπει την πίστη του στη γη!». Δρούσαν τόσες και τόσες πνευματικές επιρροές, μια σύνθεση των οποίων βλέπουμε στα διλήμματα που θέτει το βιβλίο.



Vermeer - Ο Χριστός στο Σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας (1655)


Η Ανάσταση προϋπήρξε του Χριστού, κύριοι. Ήταν η ανάσταση της φύσης, η αναγέννηση της άνοιξης μετά το παγωμένο καταχείμωνο...Η νίκη του ήλιου στο σκοτάδι, που τόσοι μύθοι περιέγραψαν, τόσες θρησκείες. Όπως εξάλλου λέει ο Ιησούς του μυθιστορήματος, απευθυνόμενος στο νοτισμένο χώμα της γης κάτω στα πόδια του (βλέπε το απόσπασμα στο ακόλουθο, δεύτερο μέρος του αφιερώματος): «Μάνα, γιατί να μην είσαι εσύ ο Θεός μου;»

Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να φαντάζει «αμφιλεγόμενο» το έργο σε ορισμένους· ίσως γι’ αυτό να ενόχλησε μια μερίδα του – υψηλά ιστάμενου – θεολογικού ιερατείου. Είναι υπερβολικά μεγάλο το πνευματικό εύρος του βιβλίου και δεν καταδέχεται να περιοριστεί σε καλούπια. Και αν ανοίγει πλήθος ερωτημάτων, δεν παρέχει εύκολες απαντήσεις – σε αντίθεση με τη συνηθισμένη πρακτική των θεολογικών κειμένων, που δίνουν εύκολες απαντήσεις σε όλα – και όσα δεν απαντούν είναι εκείνα που «μόνο ο Θεός ξέρει».

Μα νομίζω μίλησα αρκετά. Ας πάρει πλέον τη σκυτάλη ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης, για το Δεύτερο Μέρος του αφιερώματος. Κάθε ένα από τα ακόλουθα αποσπάσματα συνιστά και μια μικρή ενότητα από μόνο του – μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά. Σε αυτά τα μικρά κεφάλαια φανερώνεται η ιδιαιτερότητα του λόγου του Καζαντζάκη και η – πανταχού παρούσα – αγάπη του για την αλήθεια και την ελευθερία.

Γιατί ο «Τελευταίος Πειρασμός» δεν ήταν ποτέ ένα θεολογικό έργο – ας το αφορίζουν λοιπόν οι παπάδες όσο θέλουν. Είναι, πρωτίστως, ένα έργο του πνεύματος. Του οικουμενικού, πανανθρώπινου πνεύματος, που πάντα θα σταυρώνεται – και πάντα θα βρίσκει τον τρόπο ν’ ανασταίνεται και να ξεπηδά από τη γη ξανά, όπως το φυτό από τον σπόρο του... 








ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ – Αποσπάσματα από το βιβλίο



Η Γριά



«- Γιά πού με τό καλό, παλικάρι μου; ρώτησε τον Ιησού η γριά.
- Γιά την έρημο.
- Γιά πού; μίλα καλά!
- Για την έρημο.
Η γριά σούφρωσε το φαφούτικο στόμα, τό μάτι της αγρίεψε.
- Γιά το μοναστήρι; έκραξε με άναπάντεχο θυμό· γιατί; Τί γυρεύεις εκεί μέσα; Δεν τη λυπάσαι τη νιότη σου;
Ο νέος σώπαινε· η γριά κούνησε τό μαδημένο της κεφάλι· σούριζε σαν το φίδι:
- Για να βρείς το Θεό; ρώτησε σαρκάζοντας.
Ανάρια πολυ ακούστηκε η φωνή του νέου:
-Ναι.

Η γρια έδωκε μιαν κλοτσιά στο σκυλί που μπερδεύουνταν στα καλαμοπόδαρά της, ζύγωσε το νέο.

- Έ, δυστυχισμένε, φώναξε, μα ο Θεός δέ βρίσκεται στα μοναστήρια, βρίσκεται στα σπίτια τών άνθρώπων!· όπου άντρας και γυναίκα, εκεί κι ο Θεός, όπου παιδιά κι έγνοιες καί μαγερέματα και καβγάδες και φιλιωμοί, εκεί κι ο Θεός. Μην ακους τί λέν οί μουνουχοι· τα δέ φτάνει η άλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια. Αυτός που σου λέω εγώ, ο σπιτίσιος, όχι ο μοναστηρίσιος, είναι ο άληθινός Θεός· αυτόν να προσκυνάς, ο άλλος, γιά τους μουνούχους και τους τεμπέληδες!»



 Ιησούς και Μαγδαληνή







«- Μή με κοιτάς έτσι, με τα λιγουρεμένα προβατίσια μάτια σου, μη ζυγώνεις, κιοτή! Δε σε θέλω, σε σιχαίνουμαι, μή με αγγίζεις· για να ξεχάσω ένα άντρα, να λυτρωθώ, παραδόθηκα σε όλους τους άντρες!

Ό γιος τής Μαρίας εσκυψε τό κεφάλι:

-'Εγώ φταίω, ξανάπε πνιχτά και φούχτωσε τό λουρί που ήταν ζωσμένος, τό πιτσιλισμένο ακόμα με τα αίματα· εγώ φταίω· συχώρεσέ με, αδερφή· μα θα ξεχρεώσω.

Άγριο γέλιο ξέσκισε πάλι το λαιμό της Μαγδαληνής:

-«'Εγώ φταίω ... εγώ φταίω, άδερφή ... εγώ θα σε σώσω...» μπεμπερίζεις μισοκακόμοιρα και δε σηκώνεις άντρίστικα το κεφάλι να μολοήσεις την άλήθεια! Λαχταράς τό κορμί μου καί δέν τολμάς να το πείς και τα βάζεις με την ψυχή μου· και θές, λέει, να τη σώσεις! Ποιαν ψυχή, νεραϊδιάρη; Tης γυναίκας η ψυχη είναι η σάρκα· καί το ξέρεις, το ξέρεις, μα δεν κοτάς παλικαρίσια να πάρεις την ψυχη αυτή στα χέρια σου, να τη φιλήσεις! Να τη φιλήσεις και να τη σώσεις! Σε λυποuμαι και σε σιχαίνουμαι!»



Δουλεύοντας για ένα σκοπό



«Ο 'Ιούδας σβάρνισε γύρα του, έσκυψε, άρπαξε τώρα τό Φίλιππο από τό μπράτσο:

- Έχε γειά, Φίλιππε, είπε· τιποτένιος ήσουν ως τώρα, ζούσες δε ζουσες, η γής δε χαμπάριζε· έτσι ήμουν κι έγώ, τιποτένιος, ως τη μέρα που μπήκα στο αδερφάτο. Από τότε έγινα άλλος άνθρωπος, έγινα άνθρωπος. Δεν είμαι πιά ο 'Ιούδας ο κοκκινογένης, ο σιδεράς, που δουλεύει σαν το ζό κι ένα σκοπό έχει, πως να θρέψει τις ποδάρες έτουτες και την κοιλιά και την κακομούτσουνη κεφάλα· δουλεύω γιά ένα μεγάλο σκοπό· ακούς; για ένα μεγάλο σκοπό· κι όποιος δουλεύει, κι ο πιό ταπεινός, για ένα μεγάλο σκοπό, γίνεται μεγάλος.»



Τα μερμήγκια



[Στο επαύριο μιας θεομηνίας, μιας κατακλυσμιαίας βροχής που κατέστρεψε τα σπαρτά των ανθρώπων στους αγρούς... Κι ενώ οι άνθρωποι κλαίνε και οδύρονται και σκέφτονται πώς ο Θεός τους παράτησε στην τύχη τους, ο Ιησούς παρατηρεί κάτω απ’ τα πόδια του μια μερμηγκοφωλιά...]


«Οι πατούσες των ποδιών του γαργαλίστηκαν, λόξεψε τα ματιά και βλέπει [τότε ο Ιησούς] ν'άραδίζουν κάτω από τις καμάρες των ποδιών του γνοιασμένα, βιαστικά, χοντρά ξανθόμαυρα μερμήγκια· και κουβαλούσαν, συδυό συντρία, από ένα σπυρί σιτάρι στις φαρδιές τους δαγκάνες. Τά 'χαν κλέψει από τον κάμπο, από το στόμα των ανθρώπων, και τά κουβαλούσαν στη μερμηγκοφωλιά τους δοξολογώντας το Θεό, το Μέγα Μέρμηγκα, που γνοιάζεται για τον εκλεχτό λαό του, τά μερμήγκια, και στέλνει τους κατακλυσμους στον κάμπο, ίσια ίσια όταν πρέπει, όταν είναι σωριασμένα τά σιτάρια στ'αλώνια.»



Πατέρας μου ο Φόβος






[Ο Ιησούς συνομιλεί με το ραβίνο Συμεών. Ξάφνου ξεσπάει σαν καταιγίδα – κι εμείς βλέπουμε να ραγίζει το κέλυφος του «εκλεκτού του Θεού» και να αναδύεται από μέσα του ο άνθρωπος, ο αληθινός άνθρωπος – με τις αδυναμίες και τα πάθη του]


«- Από μικρός κρύβω μέσα μου, βαθιά, όχι μονάχα τό δαίμονα τής πορνείας, παρα και το δαίμονα της αλαζονείας, γερο-ραβίνο! Μικρός ακόμα, δεν μπορούσα ακόμα στέρεα να περπατήσω, πήγαινα τοίχο τοίχο και κρατιόμουν να μην πέσω, και φώναζα μέσα μου, ο αδιάντροπος:

«Θεέ μου, και κάμε με Θεό! Θεέ μου, και κάμε με Θεό! Θεέ μου, και κάμε με Θεό!» και προχωρούσα τοίχο τοίχο καί πήγαινα. Καiμιά μέρα κρατούσα ένα μεγάλο σταφύλι στην αγκαλιά μου, καί μιά τσιγγάνα πέρασε· ζύγωσε, κουκούβισε κάτω και μου πήρε τό χέρι: «Δώσ'μου τό σταφύλι», μου 'καμε, «να σου πώ τη μοίρα σου.» Της έδωκα τό σταφύλι, κι αυτή έσκυψε, κοίταξε την απαλάμη μου: «Ω! Ω!», φώναξε, «βλέπω σταυρούς, σταυρούς κι άστέρια.» Γέλασε: «Θά γίνεις εσύ βασιλιας των Ιουδαίων!» είπε κι έφυγε. Κι εγώ το πίστεψα, κορδώθηκα, κι από τότε πιά, μπαρμπα-Συμεών, από τότε πια τό μυαλό μου σάλεψε. Δεν το μολόησα ανθρώπου ως τώρα, εσένα το πρωτολέω, μπαρμπα-Συμεών· από τότε πιά το μυαλό μου σάλεψε.

Σώπασε πάλι και σε λίγο:
- Εγώ 'μαι ο Εωσφόρος, φώναξε, εγώ! εγώ!

Ο ραβίνος ξεσφήνωσε τό κεφάλι του άπό τά γόνατά του, δίπλωσε στό στόμα του νέου:
- Σώπα! πρόσταξε.

- Δε σωπαίνω, έκαμε ο νέος ξαναμμένος, τώρα πια πάει, δε σωπαίνω! Είμαι ψεύτης, υποκριτής, φοβητσιάρης ποτέ δε λέω την αλήθεια, δεν έχω το κουράγιο· βλέπω μιά γυναίκα να περνάει και κοκκινίζω, σκύβω το κεφάλι, μα τα μάτια μου γεμίζουν πορνεία· δεν απλώνω το χέρι ν'άρπάξω, να δείρω, να σκοτώσω, όχι γιατί δε θέλω, παρά γιατί φοβούμαι· θέλω νά σηκώσω κεφάλι στη μάνα μου, στον εκατόνταρχο, στό Θεό, και φοβούμαι. Φοβούμαι· φοβούμαι· αν ανοίξεις το σπλάχνο μου, θα δείς να κάθεται μέσα, λαγός να τρέμει, ο Φόβος· ο Φόβος, τίποτα άλλο· αυτος είναι εμένα ο πατέρας μου, η μάνα μου κι ο Θεός.»



Δύο δρόμοι




Mantegna - Ο Θρήνος για τον Ιησού (1480)

[Η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, στενάχωρη για το δρόμο που ακολούθησε ο γιος της. Δίπλα της ο Ιωάννης ακούει. Το ακόλουθο απόσπασμα ενδεχομένως συμπυκνώνει όλο το περιεχόμενο του βιβλίου σε τρεις φράσεις]


«-Δε θέλω εγώ το γιό μου άγιο, μουρμούρισε· άνθρωπο τον θέλω, σαν και τους άλλους, να παντρευτεί, να μου κάνει αγγόνια· αυτός είναι ο δρόμος του Θεού.

- Αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, έκαμε σιγά ο Ιωάννης, σα να ντρέπουνταν πού 'φερνε αντίρρηση· ο άλλος, αυτός που άκολουθάει ο γιός σου, είναι ο δρόμος του Θεού, κυρά μου.»



Λαός Μεσσίας



[Κι αν η σωτηρία δεν εξαρτάται από κάποιο μεμονωμένο «σωτήρα», ή κάποιο πανταχού παρόν αγαθό πνεύμα; Αν η σωτηρία δεν αφορά τον άλλο κόσμο, αλλά αυτόν εδώ, τη γη που πατάμε, τον αέρα που ανασαίνουμε όσο είμαστε ζωντανοί; Αν για να σωθούμε αρκεί να εξεγερθούμε; Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Ιούδας εκφράζει όχι τον πνευματικό, μα τον υλικό δρόμο προς την ελευθερία: εκείνον της μαζικής εξέγερσης... Όταν Μεσσίας είναι ο ίδιος ο λαός... Διακρίνουμε άραγε, μέσα στα λόγια του Ιούδα, το βαθύ πάθος του ιδίου του Καζαντζάκη για τη λευτεριά;]


«Καλά το λέει», μονομιλούσε ο Ιούδας, «καλά το λέει, έχει δίκιο ο γιός της Μαρίας, το ίδιο μας φώναζε κι ο γεροραβίνος· από μας κρέμεται ή λύτρωση· αν σταυρώνουμε τα χέρια, ποτέ η γης του Ισραήλ δε θα δεί λύτρωση· αν πιάσουμε όλοι τ'άρματα, θα δούμε ελευτερία...»

Μονολογούσε ο Ιούδας και πήγαινε· άξαφνα στάθηκε, ανάστατος:

«Ποιός νά 'ναι ο Μεσίας;» μουρμούρισε· «ποιός; Γιά μπάς κι είναι αλάκερος ο λαός;»

Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει σπειρωτός από το ξαναμμένο κούτελο του 'Ιούδα· 
«μπας κι είναι αλάκερος δ λαός;» Πρώτη φορά του 'ρχουνταν ο λογισμός έτουτος, ταράχτηκε. «Μπας κι είναι ο Μεσίας αλάκερος ο λαός;» έλεγε και ξανάλεγε μέσα στο νου του· «μα τότε τί ανάγκη τους εχουμε όλους ετούτους τους προφήτες και τους ψευτοπροφήτες και τους πασπατεύουμε με άγωνία νά δουμε- είναι, δεν είναι ο Μεσίας; Μωρέ, Μεσίας είναι ο λαός, εγώ, εσύ, όλοι μας, φτάνει να πιάσουμε τ'άρματα!»



Αλλαγή μέσα ή έξω;



[Τελικά χρειάζεται να αλλάξουμε τον κόσμο έξω από μας, για να αλλάξουμε μέσα μας οι ίδιοι; Ή αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό μας, αλλάζουμε τον κόσμο; Άραγε μπορούμε να συνδυάσουμε τις διαφορετικές αυτές κοσμοθεωρίες;]


«- Πρώτα να διώξουμε τους Ρωμαίους, είπε ο Ιούδας αγριεμένος, πρώτα να λευτερώσουμε τα κορμιά· ύστερα τις ψυχές· καθένα με τη σειρά
του· μην αρχίζουμε να χτίζουμε από τη στέγη· πρώτα το θεμέλιο.

- Το θεμέλιο είναι η ψυχή, Ιούδα, είπε ο Ιησούς.

- Το θεμέλιο είναι το κορμί, αυτό λέω εγώ!

-Αν δεν άλλάξει η ψυχή μέσα μας, Ιούδα, ποτέ δε θ'άλλάξει απόξω μας ο κόσμος· μέσα είναι ο εχτρός, μέσα είναι οι Ρωμαίοι, από μέσα αρχίζει η σωτηρία!»



Ο Καιρός



Willem Dafoe - Martin Scorsese, από τα γυρίσματα της ταινίας

Ο Αντρέας δεν μπόρεσε να κρατήσει τον πόνο του, ζύγωσε τον Ιησού:

- Ραβή, είπε, έπιασαν το Βαφτιστή, τον σκότωσαν!

- Δεν πειράζει, αποκρίθηκε ήσυχα ο Jησούς, πρόφτασε κι εκαμε το χρέος του· και στα δικά μας, Αντρέα.

Είδε τα μάτια του παλιού μαθητή του Προδρόμου να βουρκώνουν:

- Μην πικραίνεσαι, Αντρέα, τού 'πε καί του χάδεψε τον ώμο, δεν πέθανε· πεθαίνουν μονάχα όσοι δεν πρόλαβαν να γίνουν αθάνατοι· αυτός πρόλαβε· ο Θεός τού 'δωκε καιρό.

Κι ως τό 'πε, ο νους του φωτίστηκε· αλήθεια, όλα στόν κόσμο ετούτο κρέμουνται από τον καιρό· αυτός ωριμάζει τα πάντα· αν έχεις καιρό, προλαβαίνεις να δουλέψεις μέσα σου την άνθρώπινη λάσπη και να την κάμεις πνέμα· και τότε θάνατο δέ φοβάσαι· αν δεν έχεις καιρό, χάνεσαι... «Θεέ μου», παρακαλέστηκε μέσα του ο Ιησούς, «Θεέ μου, δώσ'μου καιρό... Τούτο μονάχα πια σου ζητώ· δώσ'μου καιρό...»



Αναζητώντας το Θεό – μια παραβολή


«Γέροντα, άποκρίθηκε ο Ιησούς, μια φορά στην ανατολική καστρόπορτα μιας τρανής πολιτείας ήταν ενας μαρμαρένιος θρόνος· στο θρόνο αυτόν κάθισαν χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο δεξό μάτι- χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο ζερβό μάτι· χίλιοι βασιλιάδες που έβλεπαν και με τα δυό τους μάτια - κι όλοι φώναζαν το Θεό να προβάλει να τόν δούνε· μα όλοι κατέβηκαν στο μνήμα, χωρίς να τον δουν. Κι ήρθε, σαν έφυγαν οι βασιλιάδες, ένας φτωχός άνθρωπος, ξυπόλητος και πεινασμένος, και κάθισε:

«Θεέ μου», μουρμούρισε, «τα μάτια του ανθρώπου δεν αντέχουν ν'άντικρίσουν τον ήλιο, τυφλώνεται· πώς να μπορέσουν το λοιπόν ν'άντικρίσουν εσένα, Παντοδύναμε; Λυπήσου, Κύριε, γλύκανε τη δύναμή σου, χαμήλωσε τη λάμψη σου, για να μπορέσω κι εγώ ό φτωχός κι άνάπηρος να σε δώ!» Και τότε, άκουσε
γέροντα! γίνηκε ό Θεός ενα κομμάτι ψωμί, μια κούπα δροσερό νερό, ενα ρούχο ζεστό, μια καλύβα· και μια γυναίκα μπροστά από την καλύβα που βύζαινε ένα μωρό. Κι ο φτωχός άπλωσε τις αγκάλες, χαμογέλασε ευτυχισμένος: «Ευχαριστώ σε, Κύριε», μουρμούρισε· «ταπεινώθηκες για το χατίρι μου, γίνηκες ψωμί, νερό, ρούχο ζεστό, γυναίκα και γιός μου, για να σε δω· και σέ είδα· σκύβω και προσκυνώ το πολυπρόσωπό σου πρόσωπο, το αγαπημένο!»



Μια στιγμή. Μια αιωνιότητα






«Μια φορά είχε πεί η Μαγδαληνή στον Ιησού: «Γιατί μου μιλάς για μέλλουσες ζωές, ραβή μου; Δεν είμαστε εμείς άντρες, νά 'χουμε ανάγκη από άλλες, αtώνιες
ζωές· είμαστε γυναίκες, και μιά στιγμη με τον άντρα που αγαπούμε είναι αtώνια Παράδεισο· μιά στιγμη μακριά από τον άντρα που αγαπούμε, αtώνια Κόλαση· ζούμε, εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!»



Μάνα Γη



«Ανάμεσα από τα σκοτεινά φύλλα της λεμονιάς ελαμπαν τα λεμόνια κατάχρυσα απάνω από το κεφάλι του Ιησού· ακούμπησε τίς απαλάμες στο νοτισμένο χώμα, ένιωσε τη δροσεράδα καί την ανοιξιάτικη ζεστασιά του, γοργοβλεφάρισε γύρα του, κανένας δεν τόν εβλεπε, έσκυψε, φίλησε τη γης.

- Μάνα, της είπε σιγά, κράτα με καλά, κι εγώ καλα σε κρατώ· Μάνα, γιατί να μην είσαι εσύ ο Θεός μου;»



Πατρίδα μας ο κόσμος



«- Τό ‘ξερα, είπε ο Ιησούς, πως σας στέλνω σαν αρνιά μέσα στους λύκους· θά σας βρίσουν, θα σας πετροβολήσουν, θα σας πούνε ανήθικους, γιατί πολεμάτε την ανηθικότητα, θα σας συκοφαντήσουν πως θέτε να καταλύσετε την πίστη, την οικογένεια και την πατρίδα, γιατί η πίστη μας είναι πιο αγνή και το σπίτι μας πιό φαρδύ και πατρίδα μας ο κόσμος! Ζωστείτε σφιχτά, σύντροφοι, αποχαιρετήστε το ψωμί, τη χαρά και την ασφάλεια· κινούμε για πόλεμο!»



Ποιος θα πάρει το καλύτερο κομμάτι απ’ την πίτα;



Caravaggio - Supper at Emnaus (1601)

[Κάθε ένας απ’ τους μαθητές του Ιησού στο μυθιστόρημα έχει τη δική του προσωπικότητα. Μα όλοι ονειρεύονται, ο καθένας με τον τρόπο του, τα μεγαλεία που τους περιμένουν στο μέλλον... Εξουσία, δύναμη, κύρος – και το πανταχού παρόν βόλεμα, παρόν τότε όπως και τώρα. «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο», που θα έλεγε κι ο Νίτσε...]


«Κι αλήθεια, δαιμόνια σκοτεινά είχαν μπεί μέσα τους, τώρα πού έρχουνταν, στο δρόμο· είχαν άρχίσει, μαθές, οί νεκροί ν'ανασταίνουνται, ζύγωνε η μέρα του Κυρίου, θ'ανέβαινε ο ραβής στο θρόνο, εφτανε το λοιπόν ή ώρα να μοιραστουν τ'αξιώματα· και τότε, στη μοιρασιά, οι Μαθητές άρχισαν να μαλώνουν.

- Εγώ θα καθίσω δεξά του, έλεγε ο ένας, εμένα αγαπάει πιο πολύ.
- Όχι, εμένα! - Εμένα! - Εμένα! πετάχτηκαν όλοι και φώναζαν.
- Εγώ τον πρωτόπα ραβή! είπε ο Αντρέας.
- Σε μένα έρχεται στα ονείρατά μου πιο συχνά, αντιμίλησε ο Πέτρος.
- Εμένα με λέει αγαπημένε... έκαμε ο Ιωάννης.
- Κι εμένα! - Κι εμένα! - Κι εμένα! ακούστηκαν πάλι φωνές.

Τα αίματα του Πέτρου άναψαν.

- Τραβάτε πέρα όλοι! φώναξε· σε μένα δεν είπε προχτές: «Πέτρο, είσαι η πέτρα, κι απάνω σου θα χτίσω τη νέα Ιερουσαλήμ»;
- Δεν είπε τη νέα Ιερουσαλήμ! τά 'χω εδώ γραμμένα τα λόγια του! είπε ο Ματθαίος και χτύπησε το τεφτέρι στον κόρφο του.
- Τί μου 'πε, τό λοιπόν, καλαμαρά; έγώ αυτό άκουσα! έκαμε ο Πέτρος θυμωμένος.
- Είπε: «Συ είσαι ο Πέτρος, κι απάνω στήν πέτρα αυτή θα οίκοδομήσω τήν Εκκλησία μου». Την Εκκλησία μου, όχι την Ιερουσαλήμ· διαφορά μεγάλη.
- Κι ακόμα τί άλλο μου 'ταξε; φώναξε ο Πέτρος, γιατί σταμάτησες; δε σε συφέρει να πας παραπέρα; Για τα κλειδιά... λέγε λοιπόν!

Ο Ματθαίος, ανόρεξα, πήρε το τεφτέρι, το άνοιξε, διάβασε:
- «Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών...»
- Παρακάτω! Παρακάτω! φώναζε ο Πέτρος θριαμβευτικά.
Ο Ματθαίος κατάπιε το σάλιο του, έσκυψε πάλι απάνω στο τεφτέρι:
- «Κι ό, τι δέσεις στη γης θά 'ναι δεμένο στον ούρανό, κι ό,τι λύσεις στη γης θά 'ναι λυμένο στον ουρανό...», ορίστε, αυτό 'ναι όλο!

- Και λίγο σου φαίνεται; έκαμε ο Πέτρος και κορφοκοίταξε τούς μαθητές και φούσκωνε σαν κόκορας, λίγο σου φαίνεται; 'Εγώ, το άκούσατε όλοι σας, κρατώ τά κλειδιά· εγώ ανοίγω και κλείνω την Παράδεισο· αν θέλω σας μπάζω μέσα, αν θέλω δέ σας μπάζω!

Τότε πιά οι Μαθητές φρένιασαν· καί θά πιάνουνταν σίγουρα στα χέρια, αν δεν είχαν πιά ζυγώσει στη Βηθανία· ντράπηκαν τους χωριάτες και κατάπιαν το θυμό τους, μα τά πρόσωπά τους ακόμα ήταν ολοσκότεινα.»



Αληθινά ψέματα







«-Ματθαίο, είπε ο Ίησους, φέρε έδώ τα τεφτέρια σου· τί γράφεις;

Ο Ματθαίος σηκώθηκε χαρούμενος, απλοχέρισε τα γραφτά του:
- Ραβή μου, είπε, εδώ στορώ, για τους μελλούμενους ανθρώπους, τη ζωη και τα έργα σου.

Ο Ιησούς διπλογονάτισε κάτω από το λυχνάρι, άρχισε ν'άναγνώθει. Από τά πρώτα λόγια, τινάχτηκε· γύριζε ορμητικά τά φύλλα, διάβαζε αρπαχτά, το πρόσωπό του κοκκίνιζε κι άγρίευε· τον κοίταζε ο Ματθαίος και λάγασε στη γωνιά με τρόμο και περίμενε. Ξεφύλλιζε, ξεφύλλιζε δ Ίησους, δε βάσταξε πιά, σηκώθηκε όρθιος, πέταξε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου χάμω με αγανάχτηση.

- Τί 'ναι αυτά; φώναξε· ψέματα! ψέματα! ψέματα! Δεν εχει ανάγκη ο Μεσίας από θάματα, αυτός είναι το θάμα, άλλο δέ χρειάζεται! Γεννήθηκα στη Ναζαρέτ, όχι στη Βηθλεέμ, ποτέ μου δεν πάτησα το πόδι στη Βηθλεέμ, δε θυμούμαι Μάγους, δεν πήγα ποτέ μου στην Αίγυπτο, κι αυτό πού γράφεις πως μου 'πε το περιστέρι την ώρα που βαφτίζουμουν: «Ετούτος είναι ο γιός μου ο άγαπητός», ποιός σου το φανέρωσε; Εγώ δεν άκουσα καθαρά· εσύ, που δεν ήσουν εκεί, πού το βρήκες;

-Μου το φανέρωσε ο Άγγελος, αποκρίθηκε ο Ματθαίος τρέμοντας.
- Ο Άγγελος; Ποιός Άγγελος;
- Αυτός που έρχεται κάθε βράδυ που πιάνω το καλέμι, σκύβει στο αυτί μου και μου υπαγορεύει και γράφω.

-Ένας Άγγελος; έκαμε ο Ιησούς ταραγμένος, ένας Άγγελος σου υπαγορεύει και γράφεις;

Ο Ματθαίος πήρε κουράγιο:

- Ναί, έvας "Αγγελος, κάποτε τόν βλέπω κιόλα, πάντα τον άκούω· τά χείλια του αγγίζουν το αυτί μου το δεξό και γρικώ τις φτέρουγές του που με τυλίγουν· σάν το μωρό είμαι φασκιωμένος στη φτέρουγα του Αγγέλου και γράφω· δέ γράφω, αντιγράφω ό, τι μου λέει. 'Αμ'τί; από δικού μου εγώ θά τά 'γραφα όλα έτουτα τα θαμάσματα;

- Ένας.., Άγγελος; μουρμούρισε πάλι ο Ιησούς και βυθίστηκε σε συλλογή. Βηθλεέμ, Μάγοι, Αίγυπτος, εσύ 'σαι ο γιός μου ο αγαπητός ... αν όλα αυτά είναι η αληθινή αλήθεια; Αν ετούτο είναι το πιό αψηλό πάτωμα της αλήθειας, όπου ο Θεός μονάχα κατοικεί; "Αν ό,τι εμείς λέμε άλήθεια, ο Θεός το λέει ψέμα;

Σώπασε· έσκυψε, μάζεψε από χάμω μέ προσοχή τα γραφτά πού 'χε πετάξει καί τά 'δωκε στό Ματθαίο· κι αυτός τα τύλιξε πάλι στο κεντημένο κεφαλοπάνι και τα 'κρυψε κατάσαρκα στον κόρφο του.

- Γράφε, ό, τι σου υπαγορεύει ο Άγγελος, είπε ο Ιησούς, εγώ πιά... μα δεν απόσωσε το λόγο του.»



“Πνέμα που δεν είναι λέφτερο, δεν είναι πλέον πνέμα”







«OΙάκωβος είχε κιόλα φιλιώσει με το θάνατο του ραβή κι έκλωθε στο νου του τί θά 'καναν όταν θά 'μεναν στη γης χωρίς τό δάσκαλο:

- Δεν μπορούμε ν'αντισταθούμε στό θέλημα του Θεού, είπε, και στό θέλημα του δασκάλου· χρέος δικό σου, ραβή, καθώς τό λεν κι οι προφήτες, να πεθάνεις, χρέος δικό μας να ζήσουμε· να μη χαθούν τά λόγια που είπες, να τά στερεώσουμε σε καινούριες Άγιες Γραφές, να βάλουμε νόμους, να χτίσουμε δικές μας συναγωγές, να διαλέξουμε δικούς μας αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρισαίους.

Ο Ιησούς τρόμαξε:

- Έτσι σταυρώνεις το πνέμα, Ιάκωβε, φώναξε· όχι, όχι, δε θέλω!

- Έτσι μονάχα τό πνέμα δε θά μπορεί να γίνει αέρας και να φύγει! αντιμίλησε ο Ιάκωβος.

- Μα δε θά 'ναι πιά λεύτερο, δε θά 'ναι πνέμα!

- Δεν πειράζει· θά μοιάζει σαν πνέμα· αυτό, για τη δουλειά μας, φτάνει, ραβή.

Κρύος ίδρώτας περέχυσε τον Ιησού [...] Απελπισμένος, άπλωσε τα χέρια του, σα να ζητούσε βοήθεια:

- Θα σας πέψω τον Παράκλητο, είπε, το πνέμα της αλήθειας· αυτό θα σας οδηγάει.

Ο Ιάκωβος κούνησε το σκληρό πεισματάρικο κεφάλι:

- Κι αυτό, το πνέμα της αλήθειας που λες, κι αυτό θα σταυρωθεί· όσο θα υπάρχουν, ραβή μου, άνθρωποι, το πνέμα θα σταυρώνεται, να το ξέρεις. Μα δεν πειράζει· πάντα κάτι απομένει, κι αυτό, σου λέω, μας φτάνει.

- Δε με φτάνει εμένα! φώναξε ο Ιησούς απελπισμένος.

Ταράχτηκε ο Ιάκωβος ν’ ακούσει την πονεμένη κραυγή, ζύγωσε, έπιασε το χέρι του δασκάλου:

- Δε σε φτάνει, ραβή μου, είπε, και γι’ αυτό σταυρώνεσαι· συχώρεσέ με που σου αντιμίλησα.

Απίθωσε ο Ιησούς το χέρι του απάνω στο πεισματάρικο κεφάλι:

- Αν έτσι το θέλει ο Θεός, αιώνια το πνέμα να σταυρώνεται απάνω στη γης, ας είναι βλογημένος ο σταυρός· ας τον σηκώνουμε στους ώμους μας με αγάπη, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη· θα γίνει αυτός μια μέρα, απάνω στους ώμους μας, φτερούγες.»



Αφιέρωση: στο Δάσκαλό μου της Έκτης Δημοτικού, κύριο Χρήστο, αφιερώνω αυτό το κείμενό μου. Γιατί ήταν εκείνος που μου έμαθε, πρώτος, πριν 23 χρόνια, το Νίκο Καζαντζάκη. Όπως μου έμαθε πως αληθινή παιδεία δεν είναι οι βαθμοί, οι εξετάσεις και τα χαρτιά. Πρόκειται για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο ουσιώδες. Να είστε καλά, κύριε Χρήστο, όπου και αν βρίσκεστε. Σας ευχαριστώ για όλα.




Στις μικρές ώρες....

$
0
0




Υπάρχουν οι μικρές ώρες - λέγονται έτσι γιατί είναι οι πρώτες ώρες που καρποφορούν μέσα στη νύχτα. Και υπάρχουν και τα τραγούδια που δεν μπορείς ν'ακούσεις παρά μόνο τις μικρές εκείνες ώρες της νύχτας.

Και υπάρχουν τα τραγούδια που ακούς τις μικρές ώρες τυχαία, ενώ βρίσκεσαι σ'ένα αμάξι, σ'ένα υγρό, σκοτεινό δρόμο. Και το τραγούδι παίζει τυχαία στο ραδιόφωνο - και ο δρόμος πλέον παύει να σε οδηγεί στον προορισμό σου - γιατί έχεις βουτήξει βαθιά στο παρελθόν.

Θυμάσαι λοιπόν τον καιρό που μοιραζόσουν τραγούδια σαν αυτά μαζί της. Τότε που ο κόσμος όλος έπαυε να υπάρχει. Τον γκρεμίζατε και τον χτίζατε απ'την αρχή ξανά, οι δυο σας - γιατί όλος ο κόσμος σας ανήκε. Και κατανοείς βαθιά γιατί σου είναι επώδυνο να ακούς τέτοια τραγούδια, μετά από χρόνια, υπό συνθήκες σαν αυτές. Κάπου εκεί, στις τόσο μικρές ώρες της νύχτας, που τόσο μεγαλώνουν την ψυχή σου.

Και σταματάς εκεί που είσαι. Και για λίγο ο χρόνος παύει να κυλάει. Και αγκαλιάζεις τη νύχτα όλη με την ανάσα σου, το βλέμμα σου, τη σκέψη σου. Αγκαλιάζεις τη νύχτα που σου λείπει, τη νύχτα που τόσο αγαπάς, τη νύχτα που έζησες και θα ήθελες ξανά να ζήσεις. Και ευλογείς τις μικρές εκείνες ώρες της. Και ψιθυρίζεις ένα σιγανό «ευχαριστώ» σ’ εκείνη που σ’ έκανε να νιώσεις έτσι. Κάποιες μικρές, νυχτερινές ώρες.


Μα μίλησα αρκετά. Ακολουθεί μουσική.



Nights in white satin
Never reaching the end
Letters I've written
Never meaning to send
Beauty I've always missed
With these eyes before
Just what the truth is

I can't say any more



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #5: Τα πιο παλιά σου Όνειρα...

$
0
0




Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε, κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας...". 


Με αυτά τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη ανοίγουν οι πύλες της αποψινής μας λογοτεχνικής εισχώρησης στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας. 

Και, για δες, σήμερα τα φώτα είναι χαμηλότερα απ’ το συνηθισμένο. Μοιάζει λες και βαδίζεις σ’ ένα αλλότινό σου όνειρο, το οποίο ίσα και θυμάσαι. Έρχεται σα φίλος από τα παλιά, απ’ τα πολύ παλιά... αγγίζοντας την πρώιμή σου νιότη και τις προσδοκίες της, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, τον καιρό που ήσουν παιδί, μα και πιο πίσω... πριν ακόμα γεννηθείς.

Πράγμα παράξενο – μα κάποιες μνήμες σου προέρχονται από τότε. Ορισμένα απ’ τα βαθύτερά σου όνειρα... και ένα μέρος της πιο μεγάλης νοσταλγίας. Έρχονται απ’ τον καιρό που δεν είχες ακόμα γεννηθεί.



Στο απέραντο γκρίζο του ουρανού γλιστρούσε κάποιος με παγοπέδιλα






«Στο απέραντο γκρίζο του ουρανού γλιστρούσε κάποιος με παγοπέδιλα.

Ήταν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και το κασκόλ του ανέμιζε. Μπορούσε να το κάνει αυτό, επειδή ο ουρανός ήταν παγωμένος.

Με μύτες κόκκινες απ'το κρύο και στόματα ορθάνοιχτα, τον κοιτούσε το πλήθος από κάτω, απ'τη γη. Όλοι τον έδειχναν και τον χειροκροτούσαν, όταν κατάφερνε κάποια δύσκολη φιγούρα (αφού μάλιστα τα έκανε όλα ανάποδα).

Διέγραφε μεγάλα τόξα και καμπύλες, ακολουθώντας συνέχεια τον ίδιο δρόμο, ώσπου τα βήματα του χορού του χαράχτηκαν βαθιά στον ουρανό. Τώρα πια φάνηκε ότι έγραφε γράμματα: ίσως κάποιο επείγον μήνυμα. Αμέσως ύστερα γλίστρησε και χάθηκε στον ορίζοντα.

Το πλήθος εξακολουθούσε να κοιτάζει τον ουρανό, αλλά κανείς δε γνώριζε το αλφάβητο, κανείς δε μπορούσε να διαβάσει το μήνυμα. Σιγά-σιγά τα ίχνη χάθηκαν κι ο ουρανός ξανάγινε ένα απέραντο γκρίζο.

Οι άνθρωποι γύρισαν σπίτια τους και δεν άργησαν να ξεχάσουν το περιστατικό. Στο κάτω-κάτω ο καθένας έχει τις δικές του έγνοιες. Εξάλλου, ποιος ξέρει; Μπορεί το μήνυμα να μην ήταν και τόσο σημαντικό...»


Από τη συλλογή διηγημάτων του Μίχαελ Έντε, «Ο Καθρέπτης μες στον Καθρέπτη», δημοσιευμένη το 1983 (σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου). Γνωστός για τα αριστουργήματά του, "Μόμο"και "Ιστορία Χωρίς Τέλος", ο Έντε μας ταξιδεύει σε ένα σουραλιστικό σύμπαν που δίνει ερωτήματα σε απαντήσεις που ξεχάσαμε να θέσουμε... Και αν σας φάνηκε παράδοξο αυτό που μόλις διαβάσατε, είναι γιατί διαβάσατε το κείμενο ενώ είστε ξύπνιοι. Δοκιμάστε να το κάνετε ξανά την ώρα που ονειρεύεστε...


Ο αλλοτινός κόσμος των θαυμάτων






“Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που γνωρίζουν τι θαύματα ξανοίγονται μπροστά τους στις ιστορίες και τα οράματα της παιδικής τους ηλικίας. Κι αυτό διότι, όταν ακούμε και ονειρευόμαστε, όσο είμαστε παιδιά, δε σκεπτόμαστε παρά μισοδιαμορφωμένες σκέψεις και όταν πια, ως ενήλικες, προσπαθούμε να τα θυμηθούμε, γινόμαστε ανιαροί και πεζοί με το δηλητήριο της ζωής.

Ωστόσο κάποιοι από μας ξυπνούμε μες στη νύχτα με παράξενα φαντάσματα μαγεμένων λόφων και κήπων, σιντριβανιών που τραγουδούν στον ήλιο, χρυσών βουνοπλαγιών που κρέμονται πάνω από μουρμουριστές θάλασσες, πεδιάδων που απλώνονται σε κοιμωμένες πολιτείες χαλκού και πέτρας, καθώς και σκιερών παρεών από ήρωες, ιππεύοντας λευκά, πλουμιστά άλογα, στις άκρες πυκνοφυτεμένων δασών.

Και είναι τότε που γνωρίζουμε πως έχουμε κοιτάξει πίσω, πέρα από τις ελεφάντινες πύλες, σε εκείνον τον κόσμο των θαυμάτων που ήταν κάποτε δικός μας, προτού γίνουμε σοφοί και δυστυχείς.”


H.P. Lovecraft. Από το διήγημα "Celephaïs", δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1922. Στην εικόνα δεξιά ένα σχέδιο του Λάβκραφτ, και αριστερά ένα καρέ απ’ το περίφημο κόμικ “LittleNemoinSlumberland” (για το οποίο μάλιστα έχω γράψει αφιέρωμα που μπορείτε να διαβάσετε εδώ < κλικ)



Από το ημερολόγιο του Πάουλ Κλέε



Paul Klee


Ομπερχόφεν, Αύγουστος 1900. Ο Κλέε ήταν 21 χρονών.


"Τι να την κάνω τη μαγευτική πεδιάδα; Ανυπόφορη. Η φλυαρία των δρυάδων μ'έκανε να βαριέμαι. Τα κουδουνάκια των κοπαδιών ήταν εκεί στην πλαγιά. Στα νερά καρτέραγε η απελπισία της μοναξιάς. Τη νάρκωση την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από την ανάπαυση.

Με τράβαγε η πόλη. Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να μπω σε μπορντέλο, αν και ξέρω τον δρόμο να φτάσω ως εκεί. Θεωρώ αδικία την ύπαρξη φυτών, σαν κι αυτά, ας πούμε, πίσω απ'το κιγκλίδωμα του πύργου του Ομπερχόφεν. Είμαι σαν ζώο φυλακισμένο σε κλουβί. Εσωτερικά και εξωτερικά δεσμά: τα ίδια. Πόσον καιρό θα κουβαλώ τούτες τις αλυσίδες στην ψυχή; Μπορεί αίφνης κανείς να βρει στον έρωτα ειρήνη; ...Μπορείς να βρίσκεσαι μες στην δυστυχία και να μην αγαπάς δυστυχισμένα; Μαίνεται η σφοδρότατη θύελλα και οι άνθρωποι μένουν στην ακτή δίχως Θεό και κλαίνε με γόους και ουρλιαχτά μερικές ανθρώπινες ζωές, αντί να τις θυσιάζουν, να προσευχηθούν και να λατρέψουν ευλαβικά.

Σ'ένα ποίημα έψαλα τη μελαγχολία τόσο ικετευτικά και τρυφερά, ώστε προσωποποιήθηκε στην πολυπόθητη Γυναίκα, στο αγκάλιασμα της οποίας αφέθηκε να πεθάνει".


***


Απόσπασμα που οι εικόνες και οι σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη, άλλοτε αργά σαν κάποιο ατμοσφαιρικό όνειρο, άλλοτε απότομα και τσουχτερά, σαν δαγκωματιά κακής ανάμνησης. Ήταν ο νεαρός Πάουλ Κλέε (PaulKlee).

Με το πέρασμα των χρόνων η τέχνη του θα εξερευνούσε πλήθος άγνωστα μονοπάτια και θα συνδεόταν με τα ανερχόμενα κινήματα του κυβισμού, του εξπρεσιονισμού, του σουρεαλισμού, ως και της αφηρημένης τέχνης... Ανήκε σ’ εκείνους τους ζωγράφους που οι Ναζί, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30, θεώρησαν πως τα έργα τους είναι "εκφυλισμένα"και παρουσίασαν κοροϊδευτικά στο κοινό.

Έξι μέρες μετά τον θάνατό του, το 1940, κι ενώ βρισκόταν στην μαύρη λίστα των Ναζί, ο Κλέε - Γερμανός πολίτης στα χαρτιά - έλαβε την ελβετική υπηκοότητα, που επιθυμούσε βαθιά. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας απ’ τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ουαιώνα. Στις εικόνες τα έργα του «Γάτα και Πουλί» του 1928 και «Κόκκινο Μπαλόνι» (στο τέλος του κειμένου) του 1922.



Κυκλική πορεία του ανθρωπίνου είδους






«Ολόκληρο το ανθρώπινο είδος ίσως να είναι μόνο μια φάση της εξέλιξης ενός ορισμένου είδους ζώου περιορισμένης διάρκειας: έτσι ώστε ο άνθρωπος να έχει γίνει από τον πίθηκο και να ξαναγίνει πάλι πίθηκος, ενώ δεν θα υπάρχει κανένας που να αποκομίσει οποιοδήποτε κέρδος απ'αυτήν την παράξενη κωμική κατάληξη.

Όπως με την πτώση της ρωμαϊκής κουλτούρας και της ισχυρότερης αιτίας της, της διάδοσης του χριστιανισμού, όλοι οι άνθρωποι γενικά μέσα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγιναν ειδεχθείς, έτσι και μια ενδεχόμενη πτώση της γενικής κουλτούρας της γης θα μπορούσε ίσως να κάνει τους ανθρώπους πολύ περισσότερο απεχθείς και τελικά να τους κάνει τόσο ζώα, που να γίνουν πιθηκοειδείς.

Επειδή ακριβώς μπορούμε να δούμε αυτή την προοπτική, ίσως είμαστε σε θέση να αποτρέψουμε μια τέτοια μελλοντική κατάληξη».


Φρήντριχ Νίτσε. Από το "Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο" (μετάφραση Ζήση Σαρίκα). Πρώτη έκδοση, 1878.


Κάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι... Ο παντοτινός νατουραλισμός του Καρκαβίτσα



Van Gogh


«Kάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι, μισόγυμνα, ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα, εκυλιόνταν κ'έπαιζαν τα παιδιά, ανάκατα με τις κότες και τους χήρους και τ'άλλα κτήνη του χωριού. Στ'άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες, με τον κεφαλόδεσμο - το βαρύ τους γκαμαμπράνι - τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες, με το στήθος βαρυφορτωμένο από χρωματιστές χάντρες και αργυρά νομίσματα - σωστές νοικοκυρές και δουλεύτρες του χωραφιού και του σπιτιού.

Η μία εχύλιζεν εδώ το γιαπί της, χωμένη έως το γόνα στη λάσπη. Άλλη έκαιγε τον φούρνο της. Τρίτη εφάσκιωνε το κλαψιάρικο παιδί της. Παρέκει μια έμπηγε στύλους χοντρούς, ετοιμάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι. Παρεμπρός άλλη εμπάλωνε τα ρούχα του αντρός της κ'εμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι - τραγούδι ντόπιο, στον κάμπον εκεί γεννημένο, φτωχό και άχαρο σαν τη φωνή της και σαν την ίδια βάναυσο.

Άλλη παράμερα ομορφονιά, του Παπαρρίζου η κόρη, έβγαζεν από τον στάβλο και εξύστριζε δένοντας τα στον στύλο δύο άλογα, δύο ψαρήδες κοντούς και σαράβαλους. Και άλλη δίπλα στο πηγάδι, του Μαγουλά η γυναίκα, ολοστρόγγυλη από την ετοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη έτριβε με λάσπη το κούπωμα ενός λεβετιού κ'έκανε διαβολικό θόρυβο».


***


Από τον "Ζητιάνο"του Ανδρέα Καρκαβίτσα – πρώτη δημοσίευση το 1897. Το σημαντικότερο έργο του σημαντικότερου εκπροσώπου του νεοελληνικού Νατουραλισμού, οι περιγραφές του θυμίζουν φωτογραφίες του παλιού καιρού - όχι εξιδανικευμένες ή ρομαντικές, μα πιστές στην πραγματικότητα της εποχής τους - τη λιγότερο, ή περισσότερο όμορφη. Τα σχέδια των γυναικών στην εικόνα είναι του Βαν Γκογκ. Ανήκουν στα πλέον ρεαλιστικά που έφτιαξε, αποτυπώνοντας τη ζωή των χωρικών της εποχής του – μα και κάθε χωρικού, κάθε εποχής, αν το καλοσκεφτούμε... Μονόχρωμα, σχεδιασμένα με κιμωλία πάνω σε χαρτί, αμφότερα τα σχέδια είναι του έτους 1885.



Van Gogh


Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται επίσης από τον «Ζητιάνο». Οι περιγραφές του, φαινομενικά απλές, κατορθώνουν να υπερβούν τα όρια των καιρών τους. Γίνονται σκηνές διαχρονικές, αγγίζοντας το βάθος και την ουσία της πραγματικότητάς μας – του τότε, του τώρα, του πάντοτε.

"Το χωριό εφαινόταν έρημο απ'άκρη σ'άκρη. Καπνοδόχη καμμιά δεν εκάπνιζε· φούρνος δεν έκαιγεν· ανθρώπινη μορφή πουθενά δεν επρόβαλλε. Κλώσσες μόνον με τα κλωσσοπούλια τους εγύριζαν εδώ κι εκεί μυτίζοντας τη λάσπη και χοίροι καλοθρεμένοι και αγριότριχοι εκυλιόνταν μακαρίως στου δρόμου τον βόρβορο. (...)

Στον στύλο ενός γιαπιού ψαρής σαρανταπληγιάρης και τυφλός, δεμένος μ'ένα βρώμικο κουρέλι από τον λαιμό, έστεκε νυσταγμένος και ανήμπορος. Η φάκνα του - ένα δεμάτι από ξανθόχρυσο άχυρο - δεμένη και κείνη μ'ένα κουρέλι από τον στύλο, εκρεμόταν κάτω από το στόμα του, έγγιζε σχεδόν τα ρουθούνια και τα πλαδαρά χείλη του, λες και ήθελε να του θυμίση πως έπρεπε να φάγη. Αλλ'εκείνος τόσο ήταν άρρωστος, ώστ'εβαρυνόταν και ν'ανοίξει το στόμα και να φρυμάξη ακόμη, για να διώξη υ'άχυρα που τον αγκύλωναν. Οι χαλκόμυγες σύγνεφο εκάθονταν στις κόκκινες και υδροπικιασμένες πληγές του· αλλά δεν είχε τη θέληση να κουνήση την ουρά και να τις διώξη από πάνω του. Περικυκλωμένος με ράθυμη έκφραση μέσα κ'έξω του, έδειχνε πως δεν είχε δύναμη, αλλ'ούτε και τη θέληση να ζήση.

Όμως, για φυσική αντίθεση του ταλαίπωρου αυτού ζωντανού, επέρασε μια στιγμή τετραποδίζοντας απ'εκεί τετραμηνιάτικο γαϊδουράκι, ολόχαρο και παιγνιδιάρικο. Ζωηρό και πηδηχτό, με τ'αυτάκια του ολόσειστα, την ουρά του μισοσηκωμένη, επλησίασε στο παλιάλογο και εμυρίσθηκε τη φάκνα του. Έπειτα εκίνησε τα χείλη με μορφασμό δυσαρέσκειας, σαν να εταλάνιζε τον ψαρή και την κατάστασή του. Κ'έξαφνα, σαν να αισθάνθηκε κανένα πίσω του, επρόγγιξεν ολόκορμο, εφτερνοκόπησε τη γη, ετίναξεν εμπρός το κεφάλι του κ'ελάκησε πέρα, τρανολαλώντας με την μεταλλική φωνή του στον αιθέρα την πύρινη ζωή και την λαχτάρα, που διαδέχεται παντού στη φύση τη ραθυμία και την κακομοιριά κάθε ζωντανού".


Πίνακας: George Morland “Old horses with a dog in a stable”, 1791




Σαν τον σπουργίτη...



«Για να δώσεις ζωή πρέπει πρώτα να πάρεις.
Καθώς η θλίψη μας σωριάζεται
στη χιλιοματωμένη θάλασσα,
προσπερνώ μυριάδες αυτοσπαραζόμενα κοπάδια
πλασμάτων με άσπρα πόδια και ξασπρισμένες κοιλιές.
Σαπίζουν ολοένα πεθαίνοντας. Ξεφωνίζουν
σε άγριους καβγάδες.
Καλό μου παιδί, σου πρόσφερα
μονάχα ό,τι κι ένας σπουργίτης.
Είμαι γέρος, όταν είναι της μόδας να 'σαι νέος.
Κλαίω, όταν είναι της μόδας να γελάς. Σε μίσησα,
όταν χρειαζόταν πολύ λιγότερο κουράγιο ν'αγαπάς.»


CharlesBukowski. "Σαν τον Σπουργίτη". Από τη συλλογή ποιημάτων του "Τρόμου και Αγωνίας Γωνία" (μετάφραση, Γιώργος Μπλανάς)






Μια ψαρόβαρκα η αγάπη μου...



Ήταν βράδυ· το βιβλίο στα χέρια μου φάνταζε βαρύ και τα μάτια μου σιγόκλειναν. Τότε ήταν που έπεσα σ’ ένα μικροσκοπικό διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη, με τίτλο "Η Βαρκούλα". Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1894 - πριν 120 χρόνια.

Ξεκίνησα να το διαβάζω στα γρήγορα, η σκέψη μου στον ύπνο που θα ακολουθούσε μόλις το τελείωνα. Μα μόλις έφτασα στο τέλος, για δες – δε νύσταζα πια. Ένα τόσο δά κείμενο, που έμοιαζε να μιλάει απλά για μια βάρκα στη θάλασσα, μα στο βάθος ξεχείλιζε νοήματος...

Ας το μοιραστώ λοιπόν μαζί σας.


"Είναι τώρα τρία χρόνια που έβλεπα μια βαρκούλα, μακριά μακριά, στου πελάγου την άκρη. Έν'άσπρο σημαδάκι, και τίποτις άλλο. Μα τι ομορφιά που την είχε στα γαλάζια νερά! Το κοίταζα και δεν το χόρταινα! Σιγά σιγά από σημαδάκι έγινε σωστό πανί, ένα πανί και καλό το είχε η αξέχαστη εκείνη βαρκούλα.

Άλλος ένας χρόνος, κ'έβλεπες και το χαριτωμένο σκαφάκι της, που τάσκιζε τα κύματα κι όλο ήρχουνταν, ήρχουνταν. Ακόμα λιγάκι, κ'έβλεπες και το ναύτη μες στη βαρκούλα. Τι μαγευτικό πράμα. Τι Θεός εκείνος που αρμένιζε εκεί μέσα! Έλεγες κ'έπαιζε με τη θάλασσα το σκαφάκι, καθώς επλησίαζε την ακρογιαλιά. Έτσι σου ερχότανε να τρέξης και να το αγκαλιάσης. Τάκουγες τώρα το γλυκό μουρμουρητό του αφρού που σήκωνε η πεταχτή πλώρη του, τάκουγες και το πανάκι που πετούσε στ'αγέρι καθώς κατέβαινε.

Κατέβηκε το πανί. Σηκώνετ'ο ναύτης, το δένει, παίρνει το κοντάρι, και φέρνει τη βάρκα κατά την ακρογιαλιά. Τρέχω να πηδήξω μέσα και να τη χαρώ τη βαρκούλα. Τι πράμα είταν εκείνο! Τι ανυπόφερτη σιντίνα και ψαρίλα, τι παλιόξυλα και κατραμωμένα σκοινιά ριγμένα δω και κεί! Και ο ναύτης! Τι χαμένο κορμί, που μήτε με καλημέρισε!

Αχ, είταν η αγάπη μου κ'η ελπίδα μου! Κατάλευκη βαρκούλα στα μακριά και στάραγμά της - ψαρόβαρκα!"






Η Μεγάλη Νοσταλγία



«Τ'άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: "Φίλιππε,
θεία Ρόζα, Άννα..."

αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι
ξένοι και το σκοτάδι έρχεται καθώς νυχτώνει
αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.

Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας..."


Τάσου Λειβαδίτη, "Η Μεγάλη Νοσταλγία". 

Ο πίνακας στην εικόνα είναι του Νορβηγού Ιμπρεσιονιστή FritsThaulow.







Μα κάπου εδώ ο χρόνος μας τελειώνει – και μαζί του κλείνουν οι πύλες στο Λαγούμι μας. 


Η συνέχεια, φίλε αναγνώστη, στις σελίδες κάποιου δικού σου βιβλίου... και στα κοινά μονοπάτια των ονείρων μας. Καλή αντάμωση.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»









Paul Klee

Το Χρονικό της Τζαζ, μέρος IV: Τα Τρελά Χρόνια

$
0
0




Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 20 κι ένας Ιός έχει καταλάβει τις ΗΠΑ – και τον κόσμο. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια επικίνδυνη αρρώστια, σύμφωνα με τους ειδικούς της εποχής. Εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα, από σπίτι σε σπίτι. Ένα άγγιγμα αρκεί, συχνά ακόμα κι ένας ψίθυρος! Και το μεγαλύτερό του θύμα είναι η νεολαία. Η καθώς πρέπει νεολαία των πόλεων, που παραδίδεται δίχως αντίσταση στους εκμαυλιστικούς ρυθμούς της μαύρης μουσικής! «Η ηθική καταστροφή επέρχεται για εκατοντάδες κορίτσια της χώρας, λόγω της παθολογικής και σεξουαλικά προκλητικής μουσικής της τζαζ», έγραφε μια εφημερίδα των καιρών. Ναι, ήταν η Τζαζ – ο μέγας διαφθορέας της γενιάς του Μεσοπολέμου. 

Μα ήταν πια αργά για τους συντηρητικούς γονείς, όσο και αν προσπαθούσαν να προφυλάξουν τα παιδιά τους. Σαν άλλος Αυλητής με το μαγικό του φλάουτο, η τζαζ είχε μαγέψει τον πληθυσμό – και τον είχε παρασύρει σ’ έναν ξέφρενο, καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο παραδομένο στις απολαύσεις και το γλέντι. Έναν κόσμο που αγαπούσε το ποτό και τον έρωτα, εντός μιας κοινωνίας που είχε απαγορεύσει το πρώτο και είχε στιγματίσει τον δεύτερο. Και το χειρότερο όλων: έναν κόσμο δίχως διαχωρισμούς τάξης και χρώματος, στον οποίο λευκοί και μαύροι, πλούσιοι και φτωχοί, χόρευαν δίπλα δίπλα. Αυτό δεν ήταν μουσική –ήταν ένα γεφύρι που έστεκε ανάμεσα σε φυλές και τάξεις. Ένα γεφύρι που οι συντηρητικοί των καιρών προσπάθησαν με κάθε μέσο να γκρεμίσουν.

Η Τζαζ είχε πάψει να είναι μουσική για έναν ακόμα λόγο: στα χρόνια της δεκαετίας του 20 οτιδήποτεκαινούργιο, ξέφρενο και διασκεδαστικό ήταν Jazz. Jazzήταν τα πάρτυ, που τόσο γλαφυρά απεικόνισε ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ στο μυθιστόρημά του «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Jazzήταν τα δημοφιλή τραγούδια των καιρών. Jazzήταν οι ξέφρενοι χοροί, τα αεράτα νυχτερινά φορέματα, τα μακριά κολιέ, τα γκαρσόν κουρέματα, τα ανδρόγυνα look. Jazzήταν η νεαποκτηθείσα ελευθεριακότητα των γυναικών – οι κορσέδες ανήκαν πια στο παρελθόν, όπως και η βικτωριανή ηθική. Jazzήταν οι κουβέντες για την ψυχανάλυση, τον σουρεαλισμό, την πολιτική επικαιρότητα – καταμεσής της μουσικής και του γλεντιού. Jazzήταν το διάχυτο άρωμα της ηδονής, που έπεφτε βαρύ (για κάποιους) και ελαφρύ (για κάποιους άλλους) πάνω σε όλα.


The Jazz Singer - 1927


Το 1927 προβλήθηκε η πρώτη ομιλούσα ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου: ήταν ο «Τραγουδιστής της Τζαζ» (“TheJazzSinger”) με πρωταγωνιστή τον Αλ Τζόλσον. Ένας νέος κόσμος ξημέρωνε για την ιστορία της τέχνης και δεν είναι καθόλου τυχαίο που περιελάμβανε τη λέξη «Τζαζ» στον κεντρικό του τίτλο. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία πως η μουσική του έργου ελάχιστη (ως μηδαμινή) σχέση έχει με την αληθινή Τζαζ μουσική. Πως κάθε άλλο παρά «τζαζ» τραγουδάει ο πρωταγωνιστής του φιλμ. Για τον κόσμο των καιρών από τη στιγμή που κάτι ήταν καινούργιο, ήταν τζαζ. Η τζαζ είχε γίνει συνώνυμο ενός lifestyle. Ήταν το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα χρόνια της δεκαετίας του 20 καθιερώθηκαν ως τα «χρόνια της Τζαζ» - TheJazzAge. Ή όπως λέω στον τίτλο του αφιερώματος – τα τρελά χρόνια.

Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο, ελαφρώς διαφορετικές «Τζαζ», στα χρόνια εκείνα. Η πρώτη περιελάμβανε τη δεύτερη, μα ήταν κάτι πολύ ευρύτερο στην πραγματικότητα. Από τη μία υπήρχε η «Τζαζ» όπως την εννοούσαν οι μάζες – η Τζαζ ως διασκέδαση, ως μαζική κουλτούρα, ως το άρωμα της νέας εποχής· και από την άλλη υπήρχε η κυριολεκτική Τζαζ – η μουσική. Συχνά μάλιστα ο κόσμος που κατέκρινε την πρώτη, έφτανε να αγνοεί εντελώς τη δεύτερη. Στα μάτια των λευκών συντηρητικών Αμερικάνων η «Jazz» ήταν ταυτόσημη με την κουλτούρα των μαύρων – και στα μάτια τους η συγκεκριμένη κουλτούρα έφτανε να απειλεί τις πατροπαράδοτες αξίες. Το όνειρό τους ήταν μια επιστροφή στις GoodOldDays– όταν (όπως φαντάζονταν) οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε φυλές και τάξεις ήταν καλώς ορισμένοι, η προτεσταντική ηθική δέσποζε στο βάθρο της, και επικρατούσε το γνωστό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Μα η τζαζ υπήρξε η κατεξοχήν πολυφυλετική και πολυσυλλεκτική μουσική. Στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος μιλήσαμε για τις πολύμορφες ρίζες της, τη σύνδεσή της τόσο με την αφρικανική όσο και την ευρωπαϊκή παράδοση, την εξάπλωσή της από το Νότο στο Βορρά, από τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο, καθώς και για τους πρωτομάστορες του είδους. Για όσους τα έχασαν, μπορείτε να διαβάσετε τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος στους ακόλουθους συνδέσμους:










Η Τζαζ στην Ευρώπη. Η λαϊκή βάση της Αγγλίας. Η εξέλιξη του χορού.



Φτάνοντας πια στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 20, η τζαζ είχε πάψει πλέον να είναι μόνο μουσική. Ήταν η τρέλα των σύγχρονων καιρών, το μαύρο διαμάντι που έλαμπε στον κόρφο τους. Το έξ’ Αμερικής κύμα δεν άργησε να απλωθεί και στην Ευρώπη στα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν στις ΗΠΑ υπήρξε μια μουσική που συνδέθηκε με τις μάζες, στην Ευρώπη ήταν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες εκείνοι που συνέβαλαν στην εξάπλωσή της – γοητευμένοι από το στοιχείο της νεωτερικότηταςαπό το οποίο ξεχείλιζε.

Πρώτη γέφυρα της Αμερικής με την Ευρώπη υπήρξε η Αγγλία. Εκεί η τζαζ απέκτησε έναν ισχυρό λαϊκό χαρακτήρα και συνδέθηκε με την εργατική τάξη της χώρας. ‘Οπως αναφέρει ο ιστορικός EricHobsbawm[στο δοκίμιο, «Η Τζαζ Φτάνει στην Ευρώπη», 1994, από το “Ξεχωριστοί Άνθρωποι”, μετάφραση Π. Ματαλάς, εκδ. Θεμέλιο]: «Η βρετανική τζαζ είχε μια πλατιά λαϊκή βάση, γιατί η ιδιαίτερα μεγάλη βρετανική εργατική τάξη είχε αναπτύξει έναν μοναδικό, για την Ευρώπη, αναγνωρίσιμο, αστικοποιημένο, μη παραδοσιακό τρόπο ζωής. Ήδη πριν το 1914 είχαν χτιστεί τεράστιες λαϊκές αίθουσες χορού για τις ανάγκες των διακοπών στα προλεταριακά παραθαλάσσια θέρετρα [...].Η μεταπολεμική μανία του χορού καλύφθηκε αμέσως από το νέο θεσμό των λεγόμενων Παλαί ντε Ντανς, το πρώτο από τα οποία, το Παλαί του Hammersmith, έγινε αμέσως στέκι της τζαζ όταν το 1919 έφερε από την Αμερική την OriginalDixielandJazzBand. Βέβαια η μουσική με την οποία χόρευαν οι πληβείοι σήμερα δε θα θεωρείτο πάντοτε τζαζ. [...] Παρόλ’ αυτά η τζαζ καθιερώθηκε σαν όνομα, σαν ιδέα και σαν ένας ευρέως διαδεδομένος ήχος».

Η τζαζ στην Ευρώπη απέκτησε μέσα σε λίγα χρόνια έναν ευρέως δημοκρατικό χαρακτήρα, που οδήγησε το δημοφιλές περιοδικό MelodyMakerστη διαπίστωση πως «δεν απευθύνεται μόνο στα θεωρεία, αλλά και στη γαλαρία. Δεν κάνει ταξικές διακρίσεις». Και αν στην Αγγλία εξάπλωθηκε κυρίως μεταξύ των εργατικών στρωμάτων, στη Γαλλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν η μεσαία αστική τάξη εκείνη που την αγκάλιασε, καθώς και τα ανώτερα μορφωτικά στρώματα. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες είδαν στη Τζαζ την ανάδυση του καινούργιου, την υπέρβαση του συντηρητισμού, το χτίσιμο μιας νέας γέφυρας με τον κόσμο. Πλην αξιομνημόνευτων εξαιρέσεων (όπως για παράδειγμα η σχολή της Φρανκφούρτης), η καλλιτεχνική και πνευματική πρωτοπορία, με κεντρική έδρα το Παρίσι, αγκάλιασε τη νέα μουσική – και την ελευθεριακή διάθεση που αναδείκνυε.






Η εξέλιξη της τέχνης του χορούέπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση της νέας μουσικής – δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις πρώτες δεκαετίες της η τζαζ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή της νύχτας, τη διασκέδαση και τα χορευτικά κέντρα. Μα για την εποχή εκείνη επρόκειτο για κάτι αληθινά επαναστατικό: ο χορός είχε πάψει πλέον να ταυτίζεται με τις «ευγενείς» μορφές του παρελθόντος (όπως το βαλς), με τους αυστηρούς βηματισμούς και τις υψηλές τους απαιτήσεις, και γινόταν ολοένα και περισσότερο δημοκρατικός. 

Πρώτα το βαθιά ερωτικό Τάνγκο είχε έρθει απ’ την Αργεντινή και είχε κατακτήσει τις καρδιές του κόσμου· έπειτα το Φόξτροτχορευόταν υπό τους ήχους πρώιμων Τζαζ ορχηστρών· κατά τρίτο εισχωρούσε ολοένα και περισσότερο στη χορευτική αντίληψη το στοιχείο του ρυθμού – ένας ρυθμός απελευθερωτικός, δίχως περιορισμούς, πέρα από όρια και κανόνες. Ένας χορός που δεν απευθυνόταν πια σε αριστοκράτες, μα στις πλατιές μάζες του κόσμου. Στη δεκαετία του 20 το Τσάρλεστον αντανακλούσε μια εποχή που ανάσαινε ηδονή και ελευθερία. Ο ρυθμός του θα γινόταν προάγγελος του LindyHopστα επόμενα χρόνια – και φυσικά του Swing. Χοροί που ο μοναδικός ουσιώδης κανόνας τους ήταν ένας: δεν υπάρχουν κανόνες, αρκεί να έχεις το ρυθμό.

Πώς να μην απαρνηθούν τη τζαζ οι συντηρητικοί των καιρών. Τζαζ ρυθμός σημαίνει αδιάκοπη κίνηση, αδιάκοπη αλλαγή. Και γνωρίζουμε καλά πως οι συντηρητικοί κάθε εποχής θα ήθελαν ο κόσμος να σταματήσει να κινείται, να σταματήσει να δημιουργεί – να σταματήσει να χορεύει.


Otto Dix - μέρος από το τρίπτυχο "Metropolis"


Το μαύρο διαμάντι της Γαλλίας



Πώς να μη γίνει αγαπητή η τζαζ στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας των καιρών: την ηδονόφιλη και καλλιτεχνική Γαλλία. Τα παρισινά καμπαρέ αγκάλιασαν το νέο ρυθμό και τον εμπότισαν με το χαρακτηριστικό τους άρωμα – ελαφρά ενδεδυμένο, ξέχειλο υποσχέσεις και αναστεναγμούς. 

Εν έτει 1926, η Ζοζεφίν Μπέικερ (JosephineBaker) αποτελούσε το νέο μεγάλο αστέρι του παρισινού Folies Bergère. Καλύπτοντας το γυμνό κορμί της με μια αρμαθιά μπανάνες κι ένα μακρύ κολιέ, η Ζοζεφίνα, μαύρη αίλουρος της νύχτας, χόρευε το τσάρλεστονκαι σκόρπιζε πλατιά χαμόγελα στους μαγεμένους θαμώνες του κέντρου. Ήταν ένα θέαμα αρκετά προχωρημένο για το μέσο κοινό των ΗΠΑ, μα στη Γαλλία τα πάντα επιτρέπονταν – γι’ αυτό και το καμπαρέ ξεχείλιζε από κόσμο που συνέρεε για να τη δει.

Κατά μία έννοια η Ζοζεφίν αντιπροσώπευε όλα όσα συμβόλιζε η νέα μουσική – την πρωτοπορία, την ελευθερία, την απόλαυση, την εξέγερση απέναντι στην παλαιά τάξη πραγμάτων. Εξέφραζε μια τέχνη με λαϊκές βάσεις και ποικίλες επιρροές, γνήσια πολυπολιτισμική και πολύχρωμη – μια μουσική που έφτιαξαν οι μαύροι, οι μιγάδες και οι μετανάστες, συνδυάζοντας την παράδοση με την πρωτοπορία, το μαζικό συναίσθημα με την υψηλή κουλτούρα, τη διασκέδαση με την τέχνη. 

Αν η Τζαζ στα “Τρελά 20s” είχε ανθρώπινη μορφή, θα ήταν σίγουρα εκείνη της Ζοζεφίν Μπέικερ.






Ήταν εξάλλου η πρώτη μαύρη γυναίκα που έμελλε να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία μεγάλου μήκους (το “Zouzou”, γαλλική παραγωγή του 1934). Η επιρροή της όμως δεν σταματάει εδώ. Η Ζοζεφίν Μπέικερ συμμετείχε ενεργά στους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων – επανειλημμένα είχε αρνηθεί να χορέψει μπροστά από φυλετικά διαχωρισμένο κοινό, όπως της πρότειναν ανά διαστήματα στις ΗΠΑ, αδιαφορούσε μπροστά σε εκφοβισμούς της Κου Κλουξ Κλαν, συνεργαζοταν με την NAACP (Εθνική Ένωση για τα Δικαιώματα των Έγχρωμων), ενώ στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 έφτασε να συνοδεύει τη μεγάλη εκστρατεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ – όταν μάλιστα δολοφονήθηκε ο δεύτερος, πρότειναν στη Ζοζεφίνα να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Πράγμα που αρνήθηκε - «είναι πολύ μικρά ακόμα τα παιδιά μου, για να χάσουν τη μητέρα τους», είχε πει.

Να μην παραλείψουμε πως συμμετείχε ενεργά στη γαλλική Αντίσταση, στη διάρκεια του πολέμου, για το οποίο και τιμήθηκε – και πως έφτασε να υιοθετεί παιδιά από ποικίλες εθνότητες, τα οποία και περιέγραφε ως «Η Φυλή του Ουράνιου Τόξου».

Αυτή ήταν η Ζοζεφίν Μπέικερ. Ένα παιδί της εποχής της τζαζ, στο λευκό χαμόγελο της οποίας άστραφταν οι υποσχέσεις ενός καινούργιου κόσμου. Και ας απέστρεφαν κάποιοι με αγανάκτηση το πρόσωπό τους απ’ το υπέροχο γυμνό της στήθος – πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν από αληθινή τέχνη... και για ποιο λόγο τέχνη, εξέγερση και ηδονή είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος.






Σίντνεϋ Μπεσέ. Ο μοναχικός καβαλάρης της Νέας Ορλεάνης



Μεταξύ των αντρών με τους οποίους συνδέθηκε ερωτικά η Ζοζεφίν Μπέικερ ήταν και ο Σίντνεϋ Μπεσέ (SidneyBechet). Ένας Αμερικάνος που αγάπησαν βαθιά οι Γάλλοι, ένας μιγάς που κανείς δεν ήξερε αν ήταν λευκός ή μαύρος, ένας μουσικός της Νέας Ορλεάνης που δεν ακολούθησε ποτέ τις μουσικές τάσεις των καιρών, μια παράταιρη, μοναχική φιγούρα στην ιστορία της τζαζ – καθώς και ένας απ’ τους κορυφαίους μουσικούς που γέννησε ο εικοστός αιώνας.

Είναι ξακουστή η φράση που είχε γράψει για τον Μπεσέ ο ποιητής PhilipLarkin: «Η φωνή σου πέφτει πάνω όπως λένε πως πέφτει ο έρωτας. Σαν ένα πελώριο ναι».

Αν ιχνηλατήσουμε τη μουσική του διαδρομή, θα διαπιστώσουμε πως ήταν εκεί απ’ την αρχή: ήδη τον καιρό που ο Λούις Άρμστρονγκ έκανε τα πρώτα του βήματα στη Νέα Ορλεάνη και το Σικάγο, ο Μπεσέ φάνταζε σε πολύ κόσμο σαν το μεγάλο αντίπαλό του δέος – ο μοναδικός μουσικός που μπορούσε, με το ταλέντο του, να τον συναγωνιστεί, να σταθεί επάξια δίπλα του. Είχαν μάλιστα παίξει ο ένας πλάι στον άλλο, μαζί με τους BlueFiveτου ClarenceWilliams, κάπου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 20. Κάποτε ο Άρμστρονγκ είχε παρομοιάσει τον ήχο του με «μια κανάτα χρυσαφένιου μελιού» - λόγια σαν αυτά, όταν προέρχονται από έναν Λούις Άρμστρονγκ, καταλαβαίνουμε πως κατέχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.






Μα ο Μπεσέ ήταν δύσκολος τύπος - δεν συνεργαζόσουν εύκολα μαζί του. Εκρηκτικό ταμπεραμέντο, επιθετικός χαρακτήρας, κουβαλούσε μαζί του ένα σκυλί κι ένα μαχαίρι. Δεν σε συνέφερε να μπλέξεις σε καβγά μαζί του – κάποτε, στη Μονμάρτρη της Γαλλίας, είχε εμπλακεί σε πιστολίδι, πράγμα που συνέβαλε στην παροδική απέλασή του από τη χώρα!«Αν σχημάτιζε την εντύπωση ότι δεν τον συμπαθούσες, ήταν επικίνδυνος», ανέφερε κάποτε ο πιανίστας SammyPrice. Ήταν εξάλλου βαθιά εγωκεντρικός και ίσως λιγάκι παρανοϊκός. Γράφει ο EricHobsbawm[στο δοκίμιο, «Ο Καρούζο της Τζαζ», 1988, από το “Ξεχωριστοί Άνθρωποι”, μετάφραση Π. Ματαλάς, εκδ. Θεμέλιο]: «Ήταν σίγουρος ότι οι άλλοι συνωμοτούσαν διαρκώς εναντίον του, κάνοντάς του – σε μία τουλάχιστον περίπτωση – μάγια, ενάντια στα οποία πήρε τα μέτρα του, μελοποιώντας τον Τρίτο Ψαλμό».Όπως έγραψε ένας μουσικός: «η πιο δυνατή ανάμνησή μου είναι να βλέπω τον Μπεσέ καθισμένο στα παρασκήνια σαν βασιλιάς στο θρόνο του. Εκεί δεχόταν τους πιστούς του υπηκόους, και ήταν κάμποσοι, με αυτοκρατορική συγκατάβαση».

Όσο αφορά τη συνύπαρξή του με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, αναφέρει ο Hobsbawm: «Ενώ φυσικά κατανοούσε το συλλογικό χαρακτήρα της μουσικής του, ο Μπεσέ έδειχνε να απεχθάνεται κάθε εκδοχή της τζαζ που είτε δεν έστηνε τη συλλογικότητα γύρω από τη δική του κεντρική και κυρίαρχη φωνή, είτε δεν του έδινε τουλάχιστον την ευκαιρία να κάνει τακτικά τη σόλο επίδειξη της δεξιοτεχνίας του. Είναι σχεδόν σίγουρο μάλιστα, ότι άφησε το κλαρινέτο για το σοπράνο σαξόφωνο, στο οποίο κανένας άλλος δεν ειδικεύτηκε εφ’ όρου ζωής, λόγω της μεγαλύτερης δυνατότητας που είχε αυτό το όργανονα οδηγεί ή να επιβάλλεται σε ένα σύνολο».

Κι όμως – ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε το σαξόφωνο, σαν σημαντικό όργανο της τζαζ. Και ήταν ένας μουσικός μπροστά απ’ την εποχή του – ένας σολίστας σε μια εποχή συλλογικού παιξίματος, όπως ήταν το πρώιμο στυλ της Νέας Ορλεάνης. Ο Μπεσέ δεν ακολούθησε ποτέ τις μουσικές τάσεις των καιρών του – ποτέ δεν πέρασε από το Swingή απ’ το Bebop. Σε καιρούς που τα πάντα άλλαζαν, απ’ τη μια δεκαετία στην άλλη, η μουσική του φάνταζε αγκιστρωμένη στα παλιά. Μα αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Θύμιζε φάρο που φωτίζει τη θάλασσα με ερυθρές ανταύγειες ενός ζεστού παρελθόντος. Όταν μάλιστα, στα χρόνια της δεκαετίας του 40 και του 50, η Ευρώπη ανακάλυψε εκ νέου την αυθεντική μουσική της Νέας Ορλεάνης, ο Σίντνεϋ Μπεσέ ξεχώριζε σαν το λαμπρότερό της είδωλο. Η Γαλλία τον αγκάλιασε μ’ ένα τρόπο που ποτέ δεν έκανε η πατρίδα του. Και όταν οι Γάλλοι φίλοι του τον κάλεσαν επίσημα, εν έτει 1949, ο Μπεσέ εγκατέλειψε μόνιμα τη χώρα του και μετακόμισε, μόνιμα πια, στη Γαλλία. Έζησε εκεί ευτυχισμένος ως το τέλος – γιατί σπίτι σου είναι εκεί που νιώθεις όμορφα.

Και – ναι – του έστησαν και ανδριάντα οι Γάλλοι! Ικανοποιώντας έτσι το – δίκαιο, αν θέλετε τη γνώμη μου! – ψώνιο του.

Πολλά χρόνια μετά, η Αμερική θα ανακάλυπτε εκ νέου τον Μπεσέ στο πρόσωπο του Γούντι Άλεν...






Η Τζαζ στη δεκαετία του 20



Σκέψου να έχεις δώσει το όνομά σου σε μια ολόκληρη δεκαετία. Τα “RoaringTwenties” καθιερώθηκαν στιη συλλογική συνείδηση ως «η εποχή της Τζαζ». Μα όπως αναφέραμε στον πρόλογο του αφιερώματος, η λέξη «τζαζ» εκείνα τα χρόνια σήμαινε κάτι πολύ ευρύτερο της μουσικής και των συγκροτημάτων της. Ήταν ο αέρας των καιρών, η αίσθηση ανανέωσης, το στοιχείο της νεωτερικότητας που έφερε ο νέος ρυθμός – σε συνδυασμό με τη ζωή της νύχτας, τα πάρτι, το χορό, τη μόδα, την αυξημένη ελευθερία των γυναικών, την άφεση στις απολαύσεις. Η Ποτοαπαγόρευση όχι μόνο δεν ανέστειλε την κυρίαρχη τάση, μα αντίθετα την ενίσχυσε ακόμα περισσότερο. Μεγάλα νυχτερινά κέντρα έκαναν τρελές «μπίζνες» διακινώντας παράνομα ποτό, το χρήμα έδινε κι έπαιρνε, οι μουσικοί έβρισκαν δουλειές συχνότερα από ποτέ και...letthegoodtimesroll. Θα ερχόταν κάποια στιγμή και η ημερομηνία λήξης... μα όχι ακόμα. Προς το παρόν ο κόσμος χόρευε – χόρευε τρελά.

Σε μουσικό επίπεδο η Τζαζ είχε αρχίσει να αποκτά διάφορα πρόσωπα. Το συλλογικό στυλ της Νέας Ορλεάνης παραχώρησε τη θέση του στο «χοτ» ρυθμό, και όσο περνούσε ο καιρός αναδυόταν όλο και περισσότερο η ατομική φωνή του σολίστα. Η τρομπέτα (ή η κορνέτα) και το κλαρινέτο κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, με τα τρομπόνια και το πιάνο να συνιστούν τη ραχοκοκαλιά του rhythmsection. Τα ντραμς και τα κρουστά ήταν παρόντα μεν, ωστόσο ήταν πολύ δύσκολο να ηχογραφηθεί πιστά ο ήχος τους – ακούγοντας σήμερα παλιές ηχογραφήσεις ίσα που διακρίνουμε τον ήχο των τυμπάνων. 

Εξάλλου η δισκογραφική τεχνολογία της εποχής έθετε περιορισμούς στη διάρκεια των ηχογραφήσεων – βασικός λόγος για τον οποίο κανένα τζαζ κομμάτι των καιρών δεν ξεπερνάει σε διάρκεια τα δυομισι με τρία λεπτά. Πρόκειται για κάτι που θα άλλαζε ραγδαία στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν – ώστε σήμερα να θεωρούμε σχεδόν ταυτόσημη τη τζαζ με τη μεγάλη διάρκεια. Μα οι μικροσκοπικές σε διάρκεια τζαζ συνθέσεις των καιρών μοιάζουν με μαργαριτάρια σε κοχύλια – μικρά, μα λαμπερά.






Οι μπάντες ήταν αυστηρά διαχωρισμένες σε μπάντες λευκών και μπάντες μαύρων – ποτέ δεν έβλεπες τον καιρό εκείνο λευκούς και μαύρους να τζαμάρουν μαζί στην ίδια σκηνή. Τί ειρωνεία, αν σκεφτούμε πως οι μεν είχαν ανάγκη τους δε για να υπάρξουν – και αντίστροφα. 

Ανάμεσα στους μαύρους ξεχωρίζουν ονόματα όπως του πιανίστα BennieMoten, ο οποίος έδρασε στο Κάνσας και ανέδειξε πρώτος τον ιδιαίτερο αέρα μιας περιοχής που θα εκτινασσόταν στις συνειδήσεις του τζαζόφιλου κόσμου μια δεκαετία αργότερα. Ήταν ακόμα ο τρομπετίστας JabboSmith, ένας απ’ τους πρώτους αληθινούς βιρτουόζους της τρομπέτας, καθώς και ο ντράμμερ WilliamMcKinney, γνωστός για τη μπάντα του McKinneysCottonPickers. Οι τελευταίοι ανήκουν στα δημοφιλέστερα σχήματα των καιρών, ενώ από τις τάξεις τους πέρασε και ο σαξοφωνίστας DonRedman– που έμελλε σε λίγα χρόνια να παίξει καθοριστικό ρόλο στη συνεργασία του με τον FletcherHendersonκαι στη δημιουργία του BigBandSwing– θα επανέλθουμε στον κύριο σε κάποια απ’ τις συνέχειες του αφιερώματός μας.

Τα χρόνια της δεκαετίας του 20 έφεραν έναν αέρα πειραματισμού στο σύνολο των τεχνών – αρκεί να σκεφτούμε πόσα καλλιτεχνικά κινήματα είχαν αναπτυχθεί την εποχή εκείνη. Αντίστοιχα στο χώρο της μουσικής ξεχώρισε ένα αυτοδημιούργητο κίνημα που έκανε χρήση καθημερινών αντικειμένων για την παραγωγή ήχων – αντικειμένων όπως κανάτες, δοχεία, χτένες, κουτάλια, σφυρίχτρες και σανίδες μπουγάδας. Οι μπάντες που έπαιζαν με αυτό το στυλ έγιναν γνωστές ως “JugBands” («Μπάντες της Κανάτας» είναι η κυριολεκτική τους μετάφραση) και αρκετές ανάμεσά τους αναδείχτηκαν στην περιοχή του Memphis. Διάφοροι μουσικοί της τζαζ ενσωμάτωσαν στοιχεία από αυτό το στυλ στις μπάντες τους, προσδίδοντας έναν όμορφο αέρα αυτοδημιούργητου στον ήχο τους και θυμίζοντας στον κόσμο πως τα πάντα, γύρω μας, είναι δυνάμει μουσικά όργανα – αρκεί να έχεις μέσα σου το ρυθμό και την απαραίτητη φαντασία.



Joe Venuti - Eddie Lang

Μεταξύ των άφθονων πειραματισμών, μπορούμε να αναφερθούμε σε εκείνους του πιανίστα TinyParhamμε το washboard– τη σανίδα μπουγάδας, η οποία δίνει ένα πολύ χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα ρυθμικό ήχο. Κι αν νομίζετε πως η χτένα είναι μόνο για τις τρίχες, κάνετε μεγάλο λάθος – αρκεί να δείτε πως την χρησιμοποιούσε ο RedMcKenzie, ο οποίος καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος παίχτης χτένας στην ιστορία. Ο McKenzieέκανε εκτενή χρήση και του kazoo (καζού) – ένα μικροσκοπικό μεταλλικό πραγματάκι που μιλάς μέσα του και αλλοιώνει τη φωνή, το οποίο χρησιμοποιείται και στις μέρες μας.

Ανάμεσα στους λευκούς τρομπετίστες την εποχή εκείνη ξεχωρίζει ο  PhilNapoleon. Μέλος του γκρουπ TheOriginalMemphisFive, ήταν ένας απ’ τους πρώτους επιδραστικούς λευκούς τρομπετίστες – το παίξιμό του είχε έναν αέρα από εκείνο που αργότερα θα ονομαζόταν Swing. Μα ακόμα πιο ιδιαίτερη υπήρξε η μουσική συνύπαρξη ενός τρίο που ανήκει στους αγαπημένους μου μουσικούς της δεκαετίας. Ο λόγος για τον JoeVenutiστο βιολί και τον EddieLangστην κιθάρα, καθώς και για τον AdrianRolliniσε πλήθος οργάνων – μεταξύ άλλων και στο (ιδιαίτερα σπάνιο και ζόρικο) μπάσο σαξόφωνο. Οι τρεις τους τζάμαραν τόσο σε μικρά σχήματα (μπάντες των τριών ή και των δύο ατόμων) ως και στο άλλο άκρο: σε μεγάλες ορχήστρες. Κομμάτια όπως το “BeatingTheDog” του 1927 είναι χαρακτηριστικά της μουσικής τους.

Ο Τζο Βενούτι και ο Έντι Λανγκ εξάλλου επανέφεραν στο προσκήνιο μία απ’ τις παλαιότερες παραδόσεις της πρωτόλειας τζαζ – εκείνη των ομάδων από έγχορδα, αντί για πνευστά. Οι λεγόμενες “StringBands” χάνονται στα βάθη της προϊστορίας της Τζαζ και φέρουν μέσα τους εκείνο τον αέρα της ευρωπαϊκής παράδοσης, που μαζί με το πιάνο, προσέδωσε στη τζαζ ένα ηχητικό αντίβαρο, σε σχέση με τον περισσότερο «θορυβώδη» ήχο των πνευστών. Τα ντουέτα βιολιού και κιθάρας μεταξύ του Βενούτι και του Λανγκ ανήκουν στις ομορφότερες μουσικές στιγμές της εποχής. Ανάλαφρα, φευγάτα, ταξιδιάρικα. Αξίζει να τα ακούσετε ενώ πίνετε ένα ποτήρι δροσερό κρασί.

Αν η μουσική συγκροτημάτων όπως οι “HotFive” του Άρμστρονγκ και οι RedHotPeppersτου JellyRollMortonσυμπυκνώνουν όλη τη μαγεία της νύχτας των καιρών, η μουσική των Βενούτι και Λανγκ μοιάζει περισσότερο με ανάλαφρο πρωινό ξημέρωμα. Εκεί που πλέον χαλαρώνεις, έπειτα από μια ξέφρενη βραδιά, και απολαμβάνεις την ανατολή του ήλιου.







Από τους HotFiveστους HotSeven. Η εκτόξευση του LouisArmstrong



Κάποιοι ανάμεσά σας ίσως θυμάστε τις κλασικές σειρές παιδικών βιβλίων της EnidBlyton– τους «Πέντε Φίλους» και τους «Μυστικούς Εφτά»! Βιβλία που μεγάλωσαν ουκ ολίγες γενιές παιδιών, εδώ και πολλές δεκαετίες – και τα οποία είχα ξεζουμίσει όταν ήμουν μικρός! Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό στον όμορφο κόσμο της Τζαζ ξεχώρισαν δύο άλλες παρέες, που άφησαν πίσω τη δική τους ιστορία. HotFiveκαι HotSevenτα ονόματά τους – μα μπορούμε να τους πούμε «Οι Μαγικοί Πέντε» και οι «Λαμπροί Εφτά»! Ήταν τα γκρουπ με τα οποία καθιερώθηκε το άστρο του Λούις Άρμστρονγκ– και μαζί με αυτόν άλλαξε ρότα όλη η πορεία της μουσικής του εικοστού αιώνα.

Στο περασμένο μέρος του αφιερώματός μας (το οποίο διαβάζετε εδώ – κλικ) μιλήσαμε για τα πρώτα βήματα του Άρμστρονγκ – πως μετακόμισε απ’ τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο, πως γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, Λιλ Χάρντιν, πως ξεκίνησε να παίζει στη μπάντα του KingOliver. Μα αυτά δεν ήταν αρκετά – το ταλέντο του έμοιαζε με ήλιο που κρύβεται πίσω από κάποιο σύννεφο. Προκειμένου ν’ αναδειχτεί, χρειαζόταν να εγκαταλείψει τις μπάντες άλλων μουσικών και να δημιουργήσει μια δική του – έχοντας έτσι ελεύθερο πεδίο να ξετυλίξει το νήμα των ικανοτήτων του. Έτσι κι έκανε λοιπόν, έπειτα από παρακίνηση της γυναίκας του, Λιλ. Ήταν 1925 όταν δημιούργησε τους “HotFive”: ο ίδιος στην τρομπέτα, η Λιλ στο πιάνο, ο JohnnyDoddsστο κλαρινέτο, oKidOryστο τρομπόνι και ο JohnnySt. Cyrστο μπάντζο και την κιθάρα. Και αν στα πρώτα τους βήματα οι HotFiveθύμιζαν κατά πολύ όλες τις υπόλοιπες μπάντες του «χοτ» στυλ της Νέας Ορλεάνης, στην πορεία άρχισαν να παρουσιάζουν ολοένα και περισσότερες καινοτομίες – με προεξέχουσα την ανάδειξη του σόλο παιξίματος.

Ήταν ο Άρμστρονγκ εκείνος που καθιέρωσε το αυτοσχέδιο σόλο στην ιστορία της τζαζ, ξεφεύγοντας από το περισσότερο συλλογικό παίξιμο των πρώτων καιρών. Η συνταγή αποδείχτηκε τόσο πετυχημένη, που έμελλε πια να συνδεθεί άρρηκτα με τη τζαζ στο σύνολό της. Πλέον η τζαζ θα καθιερωνόταν ως μια μουσική ατομικού αυτοσχεδιασμού εντός μιας συλλογικής οντότητας – εκεί που συνδυάζεται αρμονικά η ατομική φωνή με εκείνη της ομάδας, και η δημιουργία του ενός τρέφεται και τρέφει παράλληλα το έργο του συνόλου.

OArmstrongκαι η παλιοπαρέα του εξάλλου προσέδωσαν μια περισσότερο καλλιτεχνική διάσταση στην – τόσο πιασάρικη, στα χρόνια της δεκαετίας του 20 – νέα μουσική. Οι συνθέσεις τους, αν και μικρές σε διάρκεια (λόγω των τεχνικών περιορισμών των δίσκων της εποχής), ξεχειλίζουν στιγμές έμπνευσης και αυτοσχέδιας δημιουργίας. Όσο μεταβαίνουμε στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 20, το στοιχείο αυτό έμελλε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Εν έτει 1927 ο – πάντα χαμογελαστός – Άρμστρονγκ έκανε ένα μικρό «λίφτινγκ» στη μπάντα του, και από πέντε τους έκανε εφτά. Πλέον είχαν προστεθεί ο μικρός αδερφός του JohnnyDodds, ο BabyDodds, στα τύμπανα και ο PeteBriggsστην τούμπα, ενώ ο JohnThomasαντικατέστησε τον KidOryστο τρομπόνι. 

Η προσθήκη τυμπάνων και τούμπας ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το rhythmsectionτης μπάντας, προσδίδοντάς της μεγαλύτερο ηχητικό όγκο και επιτρέποντας στον Άρμστρονγκ να ελιχθεί ακόμα περισσότερο – ο ήχος της τρομπέτας του γινόταν περισσότερο ρυθμικός, περισσότερο ανεβαστικός, περισσότερο... swing.



Earl Hines

Την ίδια εποχή ο Άρμστρονγκ συνεργάστηκε με τον πιανίστα EarlHines. OΕρλ Χάινς είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο αυτής της μουσικής από μόνος του – ένας απ’ τους επιδραστικότερους πιανίστες των καιρών του, βαθιά πρωτοπόρος ως προς το στυλ παιξίματός του. Ήταν ένας γνήσιος βιρτουόζος που άλλοτε έπαιζε με τη σιωπή και την αλλαγή των μέτρων, άλλοτε πάλι προσέδιδε έναν ιδιαίτερο ρυθμό, προετοιμάζοντας το δρόμο για την έλευση του Swing, μα εισάγοντας τεχνικές καινοτομίες τέτοιες που πήγαιναν ακόμα παραπέρα – και έμελλε να επηρεάσουν καθοριστικά τους πιανίστες της σύγχρονης εποχής. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει τον εαυτό του με εξερευνητή – έπαιζε δίχως όρια, όντας σε μια διαρκή αναζήτηση εκείνου που θα σπρώξει τον ήχο του ακόμα παραπέρα. Το στυλ του εξάλλου έγινε γνωστό και ως “trumpetstyle” – το στυλ της τρομπέτας, προς μεγάλη ικανοποίηση του Άρμστρονγκ, ο οποίος βρήκε στον Χάινς τον ιδανικό συμπαίχτη.

Η συνεργασία Χαίνς-Άρμστρονγκ άφησε πίσω της ορισμένα απ’ τα λαμπρότερα δείγματα τζαζ της δεκαετίας του 20 – για ορισμένο κόσμο, τα ωραιότερα των καιρών. Για παράδειγμα το ταξιδιάρικο “WestEndBlues” – ένα κομμάτι που σε μεταφέρει στους δρόμους και τις αλέες μιας αστικής γειτονιάς του παλιού καιρού, ξεχειλίζοντας άρωμα μιας εποχής που λες και καταγράφτηκε ολάκερη στις νότες του. Ή το περίφημο ντουέτο μεταξύ του Άρμστρονγκ και του Χάινς – το “Weatherbird”. Ποτέ άλλοτε στη τζαζ δεν είχαν συμπληρώσει τόσο αρμονικά δυο μουσικοί ο ένας τον άλλο, όσο στη διάρκεια αυτού του κομματιού, που ξεχειλίζει χάρη και γλύκα, θυμίζοντας πουλί που πετάει ανέμελο πάνω από ταράτσες και στέγες σπιτιών, ατενίζοντας την πελώρια πόλη – που τόσο μικρή και εύθραυστη φαίνεται στα μάτια του.





Οι Συμμορίες της Νύχτας



Η τρομπέτα αντανακλά τη λάμψη απ’ τα μπουκάλια. Τα βλέπεις να στοιβάζονται κατά δεκάδες, ξέχειλα παράνομο ποτό, υποσχόμενα νύχτες λήθης και ηδονής. Η μπάντα παίζει μια ταξιδιάρικη μπαλάντα – από εκείνες που καρποφορούν περικοκλάδες στη σκέψη σου, παρασύροντάς τη σε φευγάτους στοχασμούς. Κάποια παλιά σχέση, ένα ταξίδι, μια προσδοκία για το μέλλον, αχνή σαν το ανταριασμένο τοπίο που σε περιβάλλει – το ξέχειλο καπνούς από τσιγάρα.

Με την άκρη του ματιού του ο τρομπετίστας ρίχνει μια ματιά στο πλαϊνό τραπέζι – είναι εκεί, εδώ και κάποια ώρα, καπνίζοντας το μυτερό του πούρο, κοιτάζοντας τους θαμώνες κάτω από το σκιερό καπέλο του. Ο τρομπετίστας του ρίχνει μια γρήγορη ματιά και στρέφει πάλι το βλέμμα στον κόσμο – στον κόσμο που ταξιδεύει με τη μουσική του, στον κόσμο που διασκεδάζει αμέριμνος. Μια ματιά μόνο στο Αφεντικό είναι αρκετή – όχι περισσότερες. Είναι εκείνος που κάνει το κουμάντο, βλέπετε. Εκείνος που διακινεί το χρήμα, εκείνος που φέρει το ποτό, εκείνος στον οποίο χρωστάει τη δουλειά του – και αν οι συμμορίες του γυρνούν τις νύχτες σα νυφίτσες, με όπλα καλά κρυμμένα κάτω απ’ τα κομψά κοστούμια τους, αυτό δεν είναι δική του δουλειά...

Έτσι σκέφτεται ο τρομπετίστας και παίζει τη μπαλάντα του.







Πρόκειται για ένα από τα αξιοπερίεργα της μουσικής ιστορίας: Όσο η νόμιμη Αμερική της δεκαετίας του 20 περιθωριοποιούσε τους μαύρους μουσικούς, λόγω των φυλετικών διαχωρισμών που επικρατούσαν, άλλο τόσο τους προωθούσε και τους έδινε δουλειά η παράνομη Αμερική. Η Αμερική των γκάνγκστερ και των συμμοριών, στους οποίους και ανήκαν τα σημαντικότερα νυχτερινά στέκια των καιρών. Τα νυχτερινά κέντρα έκαναν χρυσές δουλειές στα χρόνια της δεκαετίας του 20 και οι «Νονοί» τους είχαν αναδειχτεί σε άτυπους... πάτρωνες των τεχνών. Η τζαζ δεν θα είχε αναπτυχθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό αν δεν είχε υπάρξει η ποτοαπαγόρευση... και αν, με τη σειρά της, δεν είχε πάρει τα ηνία, ως αντιπερισπασμός, η παράνομη Αμερική της νύχτας.

Στο περίφημο CottonClub, το διασημότερο στέκι της Νέας Υόρκης στο οποίο δούλευε ο DukeEllington, ιδιοκτήτης ήταν ο OwneyMadden– ένας απ’ τους πλέον ξακουστούς γκάνγκστερ της εποχής, γνωστός με το ψευδώνυμο “TheKiller”. Όσο αφορά το TheGrandTerraceτου Σικάγο, στο οποίο έπαιζε πιάνο ο EarlHines, ιδιοκτήτης δεν ήταν άλλος από τον Αλ Καπόνε. Είχε πει μάλιστα μια φορά ο Χάινς:

«Ο Αλ είχε έρθει εκεί ένα βράδυ, και μας κάλεσε όλους στη μπάντα και στο σόου και μας είπε: “Θέλουμε τώρα να σας ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας. Το μόνο που ζητάμε είναι να κάνετε τη δουλειά σας, τίποτα παραπάνω. Θα σας παρέχουμε όλη τη Προστασία που ζητάτε, μα θέλουμε να είστε σαν τις τρεις μαϊμούδες: δεν άκουσες τίποτα, δεν είδες τίποτα και δεν είπες τίποτα”. Και αυτό ακριβώς κάναμε. Και ο ίδιος τύχαινε ν’ ακούσω πολλά από τα πράγματα που έλεγαν πως θα κάνουν, μα δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Κάποιες φορές μάλιστα ερχόταν η αστυνομία και με ρωτούσαν “Ερλ, για ποιο πράγμα μιλούσαν αυτοί;”… μα εγώ έλεγα “δεν ξέρω – όχι, δεν θα με καρφώσετε εμένα”, κι αυτό γιατί είχαν τη τάση να βάζουν φωτογραφίες των ανθρώπων που παρείχαν πληροφορίες στις εφημερίδες – και την επόμενη μέρα έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους να επιπλέουν σε κάποια λίμνη, με τα πόδια τους δεμένα σε μια αλυσίδα – αν ξέρεις τι εννοώ».






Ο ευτυχής Γάμος της Τζαζ με την Κλασική μουσική



Βρισκόμαστε στο έτος 1924, όταν αποφασίστηκε να διεξαχθεί ένα «νέο πείραμα στη μουσική» - όπως το αποκάλεσαν. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα των καιρών, ανήκουστο για κάποιους, αγγίζοντας τα όρια του σκανδάλου: μια πλήρης κλασική ορχήστρα θα ενσωμάτωνε στη μουσική της στοιχεία από τζαζ! Την ίδια αυτή τζαζ, τη μουσική που ξεπήδησε απ’ τα μπουρδέλα (όπως έλεγαν οι κατήγοροί της), τη μουσική που έπαιζαν στα παράνομα νυχτερινά κέντρα, την «εκφυλισμένη έκφραση του πνεύματος των νέγρων», που τόσο αποστρεφόταν η καθώς πρέπει συντηρητική κοινωνία – η ίδια αυτή μουσική θα άφηνε πίσω τις κακόφημες αλέες και τα νυχτερινά κέντρα και θα εισχωρούσε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας. Τζαζ μαζί με Κλασική Μουσική; Σκάνδαλο!

Πού να γνωρίζουν, βλέπετε, οι εχθροί της πως η ίδια αυτή «εκφυλισμένη μουσική» ήταν απότοκη πολυσύνθετων μουσικών επιρροών, μεταξύ των οποίων και η ίδια η ευρωπαϊκή κλασική παράδοση. Και πως να αναγνωρίσουν την καλλιτεχνική ιδιοφυία πίσω από το παίξιμο των σημαντικότερών της εκπροσώπων, τους δρόμους που άνοιξε στην τέχνη του εικοστού αιώνα. 

Γι’ αυτούς παρέμενε μια «μαύρη μουσική» - και ως τέτοια, αδύνατο να αναμιχθεί με ένα «ευγενές» είδος, όπως η συνθετική μουσική. Πρόκειται για ρατσισμό εφαρμοσμένο στις τέχνες – όπως αντίστοιχα ένας φυλετικός ρατσιστής υπεραμύνεται της «εθνολογικής καθαρότητας» - μιας καθαρότητας η οποία φυσικά δεν υπάρχει παρά μόνο στο (όχι και τόσο καθαρό) κεφάλι του.






Μα το πείραμα διεξήχθη – και η επιτυχία του ήταν τέτοια, που μεταμόρφωσε τις αντιλήψεις πλήθους κόσμου γύρω από την αξία της τζαζ. Παράλληλα άνοιξε νέους μουσικούς ορίζοντες και άφησε πίσω του ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα μουσικά μνημεία των καιρών: oλόγος για το “RhapsodyInBlue” του GeorgeGershwin, εκτελεσμένο απ’ την Ορχήστρα του PaulWhiteman.

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν ανήκει στα μεγάλα κεφάλαια της μουσικής του 20ουαιώνα – απ’ τους συνθέτες εκείνους που χάραξαν τη μουσική και το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Είχε από νωρίς αγαπήσει τη τζαζ – το ρυθμό της, το συλλογικό της αυτοσχεδιασμό, το πνεύμα ελευθερίας που ανέβλυζε απ’ αυτήν. Όντας γνήσια δημιουργικό πνεύμα, έβλεπε μπροστά απ’ τον καιρό του – και κατανόησε πως το μέλλον βρίσκεται σε νέα, τολμηρά πειράματα, όχι σε μια διαρκή προσκόλληση σε γνωστές και επαναλαμβανόμενες φόρμουλες. Κάτι που ασφαλώς ισχύει για κάθε μορφή τέχνης, κάθε εποχής. 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου πως, έπειτα από την επιτυχία του “RhapsodyInBlue” θα συνέχιζε να φλερτάρει με τη τζαζ, παραδίδοντάς μας ορισμένα απ’ τα διαχρονικότερα τραγούδια στην ιστορία της – αρκεί να αναφέρουμε το θρυλικό μιούζικαλ “PorgyandBess” και το τραγούδι του “Summertime”, στους μαγικούς ρυθμούς του οποίου θα συνεχίσει να αφήνεται ο κόσμος και μετά από αιώνες ολόκληρους...



George Gershwin


Ο αμφιλεγόμενος «Βασιλιάς της Τζαζ»



Όσο αφορά τον Πολ Γουάιτμαν; Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια απ’ τις πλέον πολυσυζητημένες, διάσημες (τον καιρό εκείνο) και αμφιλεγόμενες (στις επόμενες δεκαετίες) φιγούρες της ιστορίας της τζαζ. Ένας πληθωρικός λευκός με κλασική παιδεία, ένας αριστοκράτης της μουσικής, ο οποίος ανακάλυψε κάποτε τη τζαζ και επιθύμησε να την «εξωραΐσει», να γυαλίσει τις σκιερές πτυχές της, να γλυκάνει το σκληροτράχηλό της πρόσωπο - ή όπως είχε πει χαρακτηριστικά tomakealadyoutofjazz”.Να πάρει την πόρνη των δρόμων και να την μετατρέψει σε κυρία.

Έκτισε λοιπόν την περίφημη Ορχήστρα του, στην οποία συμμετείχε πλήθος σπουδαίων μουσικών (όλοι τους λευκοί – oκαιρός ακόμα δεν επέτρεπε προσμίξεις), κάποιοι απ’ τους οποίους έμελλε να συνδεθούν καταλυτικά με την εξέλιξη της τζαζ στα 20s. Ανάμεσά τους ήταν ο JoeVenuti, ο EddieLang, oFrankieTrumbauerκαι ο BixBeiderbecke. Στα φωνητικά εξάλλου δεν ήταν άλλος από τον BingCrosby– τον καιρό που έκανε τα πρώτα του βήματα. Σε μια εποχή που αρκετός κόσμος είχε ταυτίσει τη τζαζ με τη φτηνή διασκέδαση, ο Πολ Γουάιτμαν και η Ορχήστρα του προσέδωσαν μια άλλη διάσταση σε αυτή τη μουσική. Τέτοια που είχε περισσότερη απήχηση στο μέσο λευκό κοινό της εποχής· ένα κοινό που επιθυμούσε μια μουσική ευχάριστη και μοντέρνα μεν, ποιοτική δε – και με «καλογυαλισμένα» τα «νέγρικα» στοιχεία της. Τέτοια ήταν η μουσική του Γουάιτμαν. Η επίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη, που έφθασε ν’ αποκαλείται “Ο Βασιλιάς της Τζαζ” – TheKingofJazz.

Μα αρκεί να ακούσει κάποιος αρκετά απ’ τα τραγούδια της ορχήστρας του για να αναρωτηθεί: είναι, άραγε, Τζαζ, αυτό που ακούω; Στην ορχήστρα του Γουάιτμαν, βλέπετε, δεν χωρούσαν μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Οι συνθέσεις ήταν όλες καταγεγραμμένες και προσεκτικά δομημένες, οι ρόλοι των μουσικών ξεκάθαροι, οι αυτοσχεδιασμός ελάχιστος. Έμοιαζε περισσότερο με κλασική ορχήστρα που είχε τζαζ περίβλημα, παρά με ουσιαστική τζαζ μπάντα. Αρκετά μάλιστα απ’ τα τραγούδια του θυμίζουν περισσότερο γλυκανάλατες μπαλάντες των καιρών, παρά τζαζ. Σαν μπύρα δίχως αλκοόλ, κατάλληλη για σερβίρισμα σε πάρτι κάποιας θρησκευτικής νεολαίας.



Paul Whiteman' s Orchestra


Όσο λοιπόν δοξάστηκε στις μέρες του, τόσο αμφισβητήθηκε στις δεκαετίες που έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Είναι δίκαιο να αποκαλείται «Βασιλιάς της Τζαζ» ένας λευκός που πήρε τη μουσική των μαύρων και την άλλαξε τόσο όσο χρειαζόταν, ώστε να γίνει αποδεκτή απ’ τους λευκούς; Θα τολμούσε ποτέ το αμερικανικό κατεστημένο να βαπτίσει «Βασιλιά» αυτής της μουσικής ένα μαύρο; - κάπως έτσι σκέφτονταν εκείνοι που τον αμφισβήτησαν.

Στην πραγματικότητα η περίπτωση του Πολ Γουάιτμαν δεν προσφέρεται ούτε για δοξολογίες (όπως έγινε τον καιρό του), ούτε για αφορισμούς (όπως έγινε μετά). Ο Whitemanμπορεί να προσέμιξε τη τζαζ με περισσότερο εύπτεπτες μουσικές, μα συνέβαλε καθοριστικά στην απόσπασή της από τις φτωχικές συνοικίες, τα μπαρ και τα μπουρδέλα και στην εδραίωση μιας θετικής, κοινώς αποδεκτής εικόνας γι’ αυτήν – το τελευταίο με τη σειρά του απέβη καθοριστικό στην εξάπλωση της μουσικής σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα και στην καλλιτεχνική αποδοχή της από μια σημαντική μερίδα κόσμου. Υπήρξε εξάλλου ο πρώτος που χώρισε την ορχήστρα του σε ξεχωριστούς τομείς, όπως τομέας με σαξόφωνα ή τομέας με τρομπέτες/τρομπόνια – τομείς που έφταναν ν’ αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο, κάτι που έθεσε τις βάσεις για τη δημουργία, στα χρόνια της δεκαετίας του 30, των BigBands. Ήταν εξάλλου ένας λευκός που αγαπούσε βαθιά και σεβόταν το μουσικό δημιούργημα των μαύρων – και αν δεν περιελάμβανε στην ορχήστρα του, ήταν όχι επειδή δεν το επιθυμούσε ο ίδιος, μα γιατί τον περιόριζαν οι σφιχτοί κανόνες των καιρών.

Αν λοιπόν ο Πολ Γουάιτμαν δεν ήταν ο «Βασιλιάς της Τζαζ»... ήταν σίγουρα κάποιος που της έστρωσε βασιλικό χαλί για να κάνει, με περηφάνια, το επόμενό της βήμα.

Είναι ένα απ’ τα αξιοπερίεργα που συναντούμε, ξανά και ξανά, στη διάρκεια αυτού του μεγάλου αφιερώματός μας... Καμία άλλη μουσική δεν αποκάλυψε στον κόσμο τη βαθιά φυλετική πόλωση και το ρατσισμό που επικρατούσε στην κοινωνία των καιρών – μα ταυτόχρονα καμία άλλη μουσική δεν ενσωμάτωσε τόσο πολλά στοιχεία και απ’ τους μεν και απ’ του δε, χτίζοντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, στο οποίο ο καθένας – λευκός, μαύρος ή μιγάς, Αμερικάνος ή Ευρωπαίος, μοντέρνος ή κλασικός – έβαλε το δικό του λιθαράκι...






Επίλογος. Η πιο γλυκιά τρομπέτα



Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 10 κι ένας λεπτοκαμωμένος έφηβος έτυχε ν’ακούσει στο γραμμόφωνο του σπιτιού του το δίσκο μιας νέας μπάντας. Η μπάντα ονομαζόταν OriginalDixielandJazzBand. Ο νεαρός, μαγεμένος, έβαλε το δίσκο να παίξει ξανά και ξανά. “Τί πρωτότυπη μουσική είναι αυτή!”,φαίνεται να σκέφτηκε. Δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά τζαζ, βλέπετε. Ήταν ένας λευκός αστός και η τζαζ ήταν ακόμα μια μουσική άγνωστη σε ‘κείνον. Μα στα τέλη της δεκαετίας του 10, και με τις πρώτες ηχογραφήσεις συγκροτημάτων όπως η OriginalDixielandJazzBand, ο νέος αυτός ήχος έφτασε στ’αυτιά πλήθους νεαρών όπως αυτός, σε όλο το μήκος της Αμερικής. Δεν είχε σημασία αν τα πρώτα συγκροτήματα που ηχογραφήθηκαν απαρτίζονταν όλα από λευκούς μουσικούς και πως η τζαζ που παρέδιδαν στον κόσμο ήταν απλά ένα υποδεέστερο αντίγραφο της αυθεντικής τζαζ των μαύρων. Αρκούσε μόνο πως αυτή η καινούργια μουσική, επιτέλους, γινόταν γνωστή στον κόσμο.

Ο νεαρός ονομαζόταν BixBeiderbecke. Και τη μέρα εκείνη αποφάσισε πως θέλει να γίνει μουσικός της τζαζ ο ίδιος. Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα, ένας έφηβος μπορεί ν’ακούσει κάποιο δίσκο των Metallicaή των Radiohead, για παράδειγμα, και ν’αποφασίσει ν’ασχοληθεί με τη ροκ μουσική.

Οι γονείς του Bixέφεραν πολλές αντιρρήσεις. Τζαζ; Δεν είναι αυτός ο δρόμος για σένα. Αυτές είναι παρακμιακές μουσικές, εσύ πρέπει ν’ασχοληθείς με κάτι σοβαρό στη ζωή σου. Μα ο Μπιξ πείσμωσε – αγόρασε στα κρυφά μια μεταχειρισμένη κορνέτα και άρχισε να εξασκείται μόνος του τα βράδια. Οι γονείς του αποφάσισαν τότε να τον γράψουν σε μια Ακαδημία, ελπίζοντας πως θα εγκαταλείψει το κακό του πάθος και θ’αποκτήσει πειθαρχία. Για κακή τους τύχη όμως, η Ακαδημία βρισκόταν κοντά στο Σικάγο – και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 20, το Σικάγο ήταν το πιο καυτό μέρος για κάθε επίδοξο τζαζ μουσικό...

Ο Μπιξ κατευθυνόταν τις νύχτες στα διάφορα νυχτερινά στέκια του Σικάγο, παρακολουθώντας με θαυμασμό τους μουσικούς της τζαζ – κάπου εκεί πιθανό ν’αντίκρισε και το νεαρό Λούις Άρμστρονγκ. Προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του, εγκατέλειψε τελικά τη σχολή του και δημιούργησε μια μπάντα. Όση πίεση και αν δεχόταν απ’ τους δικούς του, ο ίδιος είχε αποφασίσει πια πως ο δρόμος του είναι μόνο ένας: αυτός της μουσικής... το μόνο που ζητούσε απ’ τους γονείς του είναι να τον στηρίξουν. Μα εκείνοι αδιαφόρησαν.



Wolverines


Στα μισά των 20sο Μπιξ Μπαϊντερμπέκε έπαιζε σ’ένα γκρουπ, τους Wolverines. Δούλευε πολύ σκληρά, μα ακόμα δεν είχε κατορθώσει να βγει απ’ το καβούκι του – ν’αναπτύξει ένα δικό του, προσωπικό στυλ. Κάποια στιγμή εντάχτηκε στο γκρουπ του JeanGoldkette, ενώ στα μισά της δεκαετίας έφθασε να συμπεριληφθεί στη μεγάλη ορχήστρα του PaulWhiteman– ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή για τον ίδιο. Εκεί ήρθε σ’επαφή με σπουδαίους μουσικούς όπως ο JoeVenuti, ο EddieLangκαι ο FrankieTrumbauer. Ειδικότερα με τον Frankieανέπτυξαν σταδιακά ένα απ’ τα πρώτα μεγάλα μουσικά ντουέτα της τζαζ: ο Μπιξ στη τρομπέτα, ο Φράνκι στο σαξόφωνο. Ο Μπιξ ήταν μικροκαμωμένος, εσωστρεφής και απόλυτα αφοσιωμένος στο σκοπό του. Ο Φράνκι ήταν μεγαλόσωμος, οικογενειάρχης και με ποικίλα ενδιαφέροντα. Μα στο συνδυασμό τους προσέδωσαν κάτι εντελώς καινούργιο για τα δεδομένα των καιρών – έναν γλυκό, ευαίσθητο ήχο δεν είχε ακούσει ξανά ο κόσμος μέχρι τότε. Και ο Μπιξ εξελίχθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, που έφτασε να θεωρείται ένας απ’τους σημαντικότερους τρομπετίστες των καιρών του – το λευκό αντίστοιχο του Λούις Άρμστρονγκ.

Είχε μάλιστα πει ο Άρμστρονγκ, ακούγοντας μια παράσταση του Μπιξ στο Σικάγο: “Σου λέω, αυτές οι όμορφες νότες κατόρθωσαν και μπήκαν μέσα μου”.Η μουσική του Μπιξ είχε αποκτήσει πια κάτι απ’ το χαρακτήρα του: κι όπως αναφέρει ένας μουσικός της εποχής, oήχος του ήταν “σαν μια κοπέλα που λέει Ναι”.

Ναι – ο νεαρός με το ντροπαλό βλέμμα είχε φαίνεται κατορθώσει το σκοπό του. Μα οι γονείς του παρέμεναν απόντες. Σε κάποια φάση ο Μπιξ ανακάλυψε πως του είχαν επιστρέψει όλους τους δίσκους που τους έστελνε – ποτέ δεν είχαν μπει στη διαδικασία να τους ακούσουν. Ποτέ δεν αναγνώρισαν την αξία του, ποτέ δεν ενίσχυσαν το όνειρό του.

Ο Μπιξ πέθανε μόνος στο διαμέρισμά του το έτος 1931. Οι γιατροί θεώρησαν πως τον επιβάρυνε το αλκοόλ, στο οποίο είχε καταφύγει εδώ και χρόνια. Ήταν 28 χρονών.






Η Ιστορία της Τζαζ συνεχίζεται.................



Βασική Βιβλιογραφία



Για τη μεγάλη αυτή σειρά αφιερωμάτων έχω χρησιμοποιήσει ποικίλες ιστορικές πηγές – βιβλία, ντοκυμανταίρ και websites. Οι βασικότερες είναι οι ακόλουθες:


“The History Of Jazz” – Ted Gioia, Oxford University Press

“A New History Of Jazz” – Alyn Shipton, The Continuum Publishing

“The Great Jazz Interviews” – Downbeat Magazine, Hal Leonard Books

“Αντίσταση, Εξέγερση και Τζαζ” – EricHobsbawm, εκδόσεις Θεμέλιο

JazzAFilmbyKenBurns” – Σειρά ντοκυμανταίρ για την ιστορία της Τζαζ



Μουσικές επιλογές για το 4ομέρος του αφιερώματος



















© Κείμενο-παρουσίαση-σχεδιασμός banner: Το Φονικό Κουνέλι



Ένας Φόρος Τιμής στον Καρλ Μπαρκς, μέρος δεύτερο

$
0
0



"Ποτέ δεν κατέβασα το επίπεδο της δουλειάς μου επειδή υποτίθεται ότι έγραφα ιστορίες για παιδιά. Πάντα έγραφα κάτι που να μου αρέσει εμένα και υπέθετα ότι αυτό θα άρεσε και στα παιδιά". Καρλ Μπαρκς



Γνωρίζεις το ρητό που λέει: “μη μεγαλώσεις, είναι παγίδα”; Ε λοιπόν, ο Καρλ Μπαρκς μόνο φαινομενικά έγραφε ιστορίες «για παιδιά». Επί της ουσίας έγραφε ιστορίες για όλους όσους δεν ψάρωσαν. Για εκείνους που δεν έπεσαν στην παγίδα – στην παγίδα ν’ αποτινάξουν εκείνα τα ωραία που τους χαρακτήριζαν μικρούς. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που ξεχωρίζει τους καλύτερους παραμυθάδες όλων των εποχών και όλων των τόπων: μπορούν να τους απολαύσουν εξίσου τα παιδιά και οι ενήλικες. Οι δεύτεροι γιατί δεν εγκατέλειψαν τη παιδική τους φαντασία, τη λαχτάρα τους για εξερεύνηση και γνώση – όσοι υπάρχουν τέτοιοι, όσοι δεν ξεπουλήθηκαν στο βωμό της τετραγωνισμένης – τόσο τετραγωνισμένης – «ωριμότητας». Πιο τετράγωνης και απ’ τους τετράγωνους ανθρώπους στη χαμένη πόλη των Άνδεων. Και τα πρώτα γιατί αυτή είναι η φύση τους.

Πέρασαν τα χρόνια, οι γενιές άλλαξαν σκυτάλη, τα παιδιά του παρελθόντος έγιναν ενήλικες, νέα παιδιά πήραν τη θέση των παλιών – και η ιστορία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για καιρό. Και κάπου εκεί, μέσα στα ξεχειλισμένα ράφια, χωμένα σε παλιά συρτάρια ή βαλμένα σε κουτιά, θα εντοπίσεις για άλλη μια φορά τα έργα του θείου Καρλ. Και διαβάζοντάς τα απ’ την αρχή ξανά, θα συνειδητοποιήσεις πόσο ξεχειλίζουν με πανέξυπνα μηνύματα, πόσο εύστοχα σατιρίζουν την κοινωνία που τ’ ανέθρεψε. Όχι, κύριοι, αυτά δεν είναι έργα για παιδιά. Είναι πολιτισμικά κειμήλια μιας εποχής.

Μήπως ήταν «παιδικός» ένας χαρακτήρας σαν τον Ντόναλντ Ντακ; Για τον οποίο ο Μπαρκς είχε πει: «Είναι εγωιστής, φανφαρόνος, κωμικός, συχνά παιδαριώδης... Η ερώτηση όμως παραμένει πάντα: πρόκειται για παπί ή για άνθρωπο;»Ή μήπως είναι «παιδικός» ο χαρακτήρας του θείου Σκρουτζ; Πόσες και πόσες φορές δεν είδες να ενσαρκώνεται στη δίψα του για χρήμα μια πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας; Σκέψου όμως και πόσες φορές δεν έπεφτε ο ίδιος θύμα της αλαζονείας του, πόσο ρηχά έμοιαζαν τα πλούτη του τη στιγμή που αδυνατούσε ν’ απολαύσει ένα απλό παγωτό, όπως τ’ ανίψια του. Σκέψου επίσης πως εκείνο που αγάπησες στο γεροπαράξενο αυτό πάπιο δεν ήταν το χρήμα, μα η λαχτάρα του για περιπέτεια και εξερεύνηση – σκέψου πόσο βαρετός θα σου φαινόταν αν κέρδιζε τα πλούτη του μέσα από τράπεζες και επενδύσεις!

Με το δεύτερο αυτό μέρος του αφιερώματος ολοκληρώνω της παρουσίασή μου στο έργο και τις αγαπημένες ιστορίες του “Παπιάνθρωπου”. Ένα αφιέρωμα που είναι ταυτόχρονα και ένας προσωπικός φόρος τιμής, σε έναν από τους αγαπημένους μου παραμυθάδες, όλων των εποχών – κάποιον που στέκει εκεί δίπλα στον Αίσωπο, τον Περώ, τους Γκριμ, τον Βερν, τον Έντε, ή τον Τόλκιν. Και όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας, η ανάλυση μόνο σε παιδιά δεν απευθύνεται – γιατί προνόμιο του σωστού παραμυθά είναι το πολυεπίπεδο των έργων του. Σε ένα αρχικό επίπεδο μπορεί να τον απολαύσει ένα παιδί· μα σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο ενήλικας θα εντοπίσει άφθονα στοιχεία που προσφέρονται για κριτική σκέψη.

Για όσους το έχασαν, διαβάζετε το πρώτο μέρος της παρουσίασης εδώ:




Είχαμε ξεκινήσει την καταμέτρηση των 30 προσωπικών αγαπημένων ιστοριών του Καρλ Μπαρκς και είχαμε μείνει στη θέση 21. Καιρός λοιπόν να δούμε τη συνέχεια της καταμέτρησης!





Οι 30 Ωραιότερες Ιστορίες του Καρλ Μπαρκς (θέσεις 20-1)



20 # Το Μεγάλο Τσίρκο (Big Top Bedlam, 1950)






Καταμεσής μιας συγγραφικής περιόδου ξέχειλης με εξωτικές περιπέτειες, το «Μεγάλο Τσίρκο» μοιάζει με ένα ευχάριστο, ανάλαφρο διάλειμμα για τον Καρλ Μπαρκς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως συνιστά μια εκτεταμένη δεκασέλιδη ιστορία του: το χιούμορ, τα γκαγκ, οι ανατροπές, όλη εκείνη η τρελή διάθεση που χαρακτηρίζει τις ωραιότερες δεκασέλιδες ιστορίες του βρίσκεται εδώ. Το κυνήγι μιας καρφίτσας που έχασε ο Ντόναλντ, η οποία ανήκει στη Νταίζυ, και η επανεμφάνισή της καταμεσής ενός θιάσου τσίρκου, γίνονται αφορμή για μια παλαβή ιστορία που θυμίζει τον Ντόναλντ Ντακ των κινουμένων σχεδίων – μα και το παλιό κινηματογραφικό slapstick. Ακόμα και τα ανιψάκια του μοιάζουν περισσότερο με τους ταραξίες που γνώρισε ο κόσμος στη Μεγάλη Οθόνη, παρά με τους υπεύθυνους Μικρούς Εξερευνητές που είδαμε στα κόμικς. 

Πρόκειται λοιπόν για μια επαναφορά του κλασικού με τη μορφή μιας ατελείωτης φάρσας. Η ιστορία εξάλλου ανήκει στις εικαστικά ωραιότερες του Μπαρκς· το όμορφο αρχικό καρέ, η βαθιά εκφραστικότητα των χαρακτήρων, μα και οι ανθρωπόμορφες φιγούρες που παρελαύνουν στο τσίρκο, αποκαλύπτουν την εξέλιξη του δημιουργού μέσα στα χρόνια. Εν έτει 1950 τα κόμικς του Ντόναλντ Ντακ είχαν πια ωριμάσει και ακροβατούσαν αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό, το σοβαρό και το κωμικό – ή στην περίπτωση του «Μεγάλου Τσίρκου», το στοιχείο της φαρσοκωμωδίας. Κινητήριος μοχλός της τελευταίας είναι η ατελείωτη σειρά των μεταμφιέσεων του ανθρώπινου κατόχου της καρφίτσας, οι απανωτές μάσκες που διαδέχονται η μία την άλλη, την ίδια ώρα που ο Ντόναλντ, ντυμένος κλόουν, δέχεται έναν καταιγισμό από τούρτες.


Σαν τον παλιό καλό καιρό.


19 # ΈναΦτωχόΓεροντάκι (Only A Poor Old Man, 1952)





“Τελικά θείε Σκρουτζ τα χρήματά σου είναι ένας κακός μπελάς. Δεν είσαι παρά ένα φτωχό γεροντάκι!”,λένε τα ανίψια στον καταπονημένο θείο τους, ενώ αποχωρούν στο φινάλε της ιστορίας. Κι εκείνος για μια στιγμή μένει απορημένος, το βλέμμα του εστιασμένο στο κενό. “Φτωχό γεροντάκι;”,διερωτάται. “Ανοησίες!”,λέει τότε αποφασισμένος. Aφού μπορώ κι απολαμβάνω τα λεφτά μου! Κάνω βουτιές μέσα τους σαν το δελφίνι· σκάβω λαγούμια σαν τυφλοπόντικας· τα πετάω κι εκείνα πέφτουν στο κεφάλι μου!”.Κι έτσι επιδίδεται, χαρούμενος, σε ένα ακόμα μπάνιο μες στα χρήματά του.

Κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία «Ένα Φτωχό Γεροντάκι»· και κάπως έτσι αρχίζει η βιβλιογραφία των κόμικς του Θείου Σκρουτζ. Πρόκειται πραγματικά για μια ιστορική στιγμή: ο θείος Σκρουτζ είχε, για πρώτη φορά, δικό του περιοδικό. Και η συγκεκριμένη ιστορία του 1952 υπήρξε η πρώτη περιπέτεια στην οποία το όνομά του φιγούραρε με κεντρικά γράμματα στον τίτλο. Στα επόμενα δέκα χρόνια ο Σκρουτζ έμελλε να γίνει όχι μόνο ο δημοφιλέστερος ήρωας του Μπαρκς, μα το ίδιο το περιοδικό “ScroogeMcDuck” να εκτιναχθεί στην κορυφή των πωλήσεων κόμικς στη χώρα του.

Η εξέλίξη του χαρακτήρα του Σκρουτζ ήταν πραγματικά συναρπαστική. Εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα του Μπαρκς, τον πρώτο καιρό θύμιζε πολύ περισσότερο τον γεροτσιφούτη του Ντίκενς, παρά τον ριψοκίνδυνο πάπιο που έμελλε να γυρίσει τα πέρατα του κόσμου, όπως τον γνωρίσαμε. Από την πρώτη του εμφάνιση το 1948, στην ιστορία «Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας»μέχρι το 1952, η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία. Χρόνο με το χρόνο ο Μπαρκς συμπλήρωνε όλο και περισσότερα στοιχεία στο χαρακτήρα του, καθιστώντας τον έναν από τους περισσότερο σύνθετους ήρωες στο σύμπαν της Ντίσνεϋ. Από τον μισάνθρωπο Σκρουτζ της πρώτης ιστορίας στον αναποφάσιστο Σκρουτζ του «Μυστικού του Παλαιού Πύργου» και από τον αδίστακτο Σκρουτζ της «Μαγικής Κλεψύδρας» στον κρυφό αισθηματία της «Επιστροφής στο Κλοντάικ», η εξέλιξη ήταν συναρπαστική. Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του πρώτου καιρού είχε δώσει τη θέση του σε έναν αληθινά μυθιστορηματικό ήρωα.

Εδώ για πρώτη φορά αποκαλύπτεται πως ο Σκρουτζ δεν κέρδισε την περιουσία του σε τράπεζες και χρηματιστήρια, μα σε ερήμους και χιονισμένα βουνά. «Ήμουν πιο σκληρός απ’ τους σκληρούς και πιο έξυπνος απ’ τους έξυπνους. Και πάντα ήμουν τίμιος».

Το «Φτωχό Γεροντάκι» σηματοδοτεί τη στιγμή που ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο. Τίποτε δεν θα ήταν ξανά ίδιο μετά.


18 # Ο Σπάταλος Τσιγκούνης  (TheThriftySpendthrift, 1964)




Κάποιες φορές ο κόσμος του Καρλ Μπαρκς γίνεται αληθινά αστείος – σουρεαλιστικά αστείος, τρελά, θεότρελα αστείος. Συνήθως οι περισσότερο χιουμοριστικές στιγμές του Μπαρκς εστιάζονται στις άφθονες δεκασέλιδες ιστορίες του – μα πού και πού άφηνε να εισχωρήσει κάτι απ’ το πνεύμα τους και σε πολυσέλιδα εγχειρήματα, όπως ο «Σπάταλος Τσιγκούνης». Πρόκειται για μια θεότρελη φάρσα, μια ιστορία που προέκυψε από μια μεγάλη παρεξήγηση: ο θείος Σκρουτζ πέφτει θύμα υπνωτισμού και αποφασίζει να κάνει μεγαλοπρεπή δώρα σ’ ένα κατοικίδιο σκύλο. Μα κοινότυπα υλικά δώρα δεν αρκούν για να δείξει την αγάπη του – όχι, χρειάζεται κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να δωρίσει στον άμοιρο σκύλο όλα όσα αναφέρονται στο χριστουγεννιάτικο τραγούδι “TheTwelveDaysOfChristmas”… Λόρδους που χοροπηδούν και κυράδες που αρμέγουν γελάδες και πέρδικες στην αχλαδιά – και άλλα σαν αυτά.

Ο θείος Σκρουτζ δεν γνωρίζει για ποιο λόγο λατρεύει τόσο πολύ αυτό το ζωντανό – το μόνο που ξέρει είναι πως πρέπει να του πάρει όλα αυτά τα αγαθά! Στην πραγματικότητα ο υπνωτισμός προοριζόταν για τον ανιψιό του, Ντόναλντ, μα κάτι πήγε λάθος και αντί για τον Ντόναλντ, ο Σκρουτζ αποφάσισε να λατρέψει το σκυλί.

Η ιστορία ανήκει στις πλέον ξεκαρδιστικές του Μπαρκς, μα ταυτόχρονα ενέχει και μια βαθιά σατιρική διάθεση. Η παροιμιώδης ευκολία με την οποία ο Σκρουτζ πέφτει θύμα του υπνωτισμού και αποφασίζει να ξοδέψει τα χρήματά του για να ικανοποιήσει την «ακατανίκητή του επιθυμία» θυμίζει κατά πολύ τις σύγχρονες τεχνικές της διαφήμισης και της κατανάλωσης. Αρκεί ένα πετυχημένο ασυνείδητο μήνυμα για να γεννηθεί η επιθυμία και να γίνει εμμονή – μέχρι την υλοποίησή της. 

Τον καιρό που γραφόταν η ιστορία – στα μισά της δεκαετίας του 60 – η τηλεόραση είχε εισέλθει για τα καλά πλέον στα σπίτια και τα νοικοκυριά και οι τεχνικές της διαφήμισης γίνονταν ολοένα και περισσότερο υποχθόνιες, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους: να μετατρέψουν τον αποδέκτη σε αδηφάγο καταναλωτή – δίχως απαραίτητα να ξέρει για ποιο λόγο το κάνει, μα πεπεισμένος πως τού είναι αναγκαίο.


Έτσι λοιπόν, ο «Σπάταλος Τσιγκούνης» αποτελεί μια πανέξυπνη – ασυνείδητη, άραγε; – προβολή της πραγματικότητας των καιρών του.


17 # Το Άγγιγμα Του Μίδα (The Midas Touch, 1961)






«Μάτζικα Ντε Σπελ, Μάγισσα». Κάπως έτσι συστήνεται στην ιδιαίτερη γραμματέα του Σκρουτζ Μακ Ντακ μια μυστηριώδης, μαυρομάλλα γυναίκα με σχιστά μάτια – και της δίνει την κάρτα της!

Κάπως έτσι, εν έτει 1961, δημιουργήθηκε ένας απ’ τους συναρπαστικότερους χαρακτήρες που γέννησε η φαντασία του Καρλ Μπαρκς – η Μάτζικα Ντε Σπελ, η οποία στο «Άγγιγμα του Μίδα» έκανε την πρώτη της εμφάνιση. Σε αυτή την ιστορία συνοψίζονται όλα όσα καθιερώθηκαν τα επόμενα χρόνια: η τυχερή πρώτη δεκάρα, η λαχτάρα της Μάτζικα να την αποκτήσει και να τη ρίξει στο Βεζούβιο, η ευρωπαϊκή καταγωγή, η παρέλαση των μεταμφιέσεων και η απαράμιλλη γοητεία της.

Όπως όλοι οι κακοί του Μπαρκς, έτσι και η Μάτζικα είναι κατά βάθος... συμπαθέστατη! Όπως είχε πει εξάλλου ο δημιουργός της: "Οι κακοί είχαν πάντα μια καλή πτυχή στον χαρακτήρα τους και οι καλοί μια δόση κακεντρέχειας... Οι χαρακτήρες μου δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατοι... ήταν ανθρώπινοι".

Η εμφάνιση της Μάτζικα, εξάλλου, παραπέμπει στο «βαμπ» λουκ των γυναικών, εκείνο που ήδη απ’ τα χρόνια της δεκαετίας του 1910 είχε γίνει συνώνυμο με τη θελκτική, μοιραία, μα επικίνδυνη συνάμα γυναίκα – τη γυναίκα που σα βαμπίρ είναι ικανή να σου ρουφήξει το αίμα... ή στην περίπτωση του θείου Σκρουτζ, την τυχερή πρώτη σου δεκάρα!


16 # H ΣπηλιάΤουΑλήΜπαμπά (The Cave Of Ali Baba, 1962)





Όσο μακριά και αν φτάσουμε, όσο βαθιά και αν σκάψουμε, πουθενά δε θα βρούμε περισσότερη μαγεία μαζεμένη απ’ ότι στις «Χίλιες και Μια Νύχτες». Το σημαντικότερο ίσως έργο του Μεσαίωνα, η καταγραφή των θρύλων μιας εποχής που ξεπέρασε το χρόνο, ο υπνωτιστικός καπνός που βγαίνει απ’ το λυχνάρι και σε παρασύρει σ’ έναν ύπνο όλο όνειρα. Πώς γίνεται λοιπόν το μεγαλύτερο από τα Παραμύθια να μην επηρεάσει όλους τους παραμυθάδες που το διαδέχτηκαν;

Η συνάντηση του σύμπαντος από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες» με τον κόσμο του θείου Σκρουτζ είναι πραγματικά συναρπαστική. Ασφαλώς το πάντρεμα των ιστοριών της Ανατολής με τα κινούμενα σχέδια και τα κόμικς δεν είναι κάτι καινούργιο – μα στην περίπτωση του Καρλ Μπαρκς εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι η αντιπαράθεση δύο τόσο διαφορετικών κόσμων: του τότε με το τώρα, του ρεαλισμού με την ψευδαίσθηση και τ’ όνειρο.

Από τη μία συναντούμε τον πραγματισμό του θείου Σκρουτζ, ο οποίος έχει ταξιδέψει στο Ιράν με τ’ ανιψάκια για να επιθεωρήσει τις πετρελαιοπηγές του. Από την άλλη όμως κάτι φαίνεται να υποβόσκει, θαμμένο κάτω από τους ατελείωτους αμμόλοφους... μοιάζουν με ερείπια πόλεων,«γεμάτα τρούλους και αψίδες, όπου Ντζιν και τζίνια πετούσαν αριστερά και δεξιά» - όπως ονειροπολούν τα ανιψάκια.

Σταδιακά τα ονειρικά στοιχεία διεισδύουν όλο και περισσότερο στην ιστορία – αρχικά με τη μορφή κάποιων παράξενων ακροβατών, οι οποίοι εξαφανίζονται στο μέσο της παράστασης. Στη συνέχεια κάνει την εμφάνισή του ένας αρχαιολόγος, που μοιάζει να έχει ανακαλύψει τη χαμένη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, ξέχειλη με θρυλικούς θησαυρούς. Και τώρα, πλέον, έχουμε εισέλθει για τα καλά στο σύμπαν του ονειρικού – στον κόσμο από τις «Χίλιες και μια Νύχτες». Περιπλανιόμαστε παρέα με τους ταξιδιώτες σε ερήμους και σπηλιές, ανακαλύπτουμε το θησαυρό και πετάμε με τα πελώρια πουλιά Ροκ.

Μέχρι που οι ταξιδιώτες μας κάποια στιγμή... ξυπνούν και συνειδητοποιούν πως έπεσαν θύμα μιας ομαδικής παραίσθησης – θύμα των ακροβατών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, τους έκλεψαν και το πορτοφόλι! Και ο θείος Σκρουτζ επιστρέφει στην... κοινή πραγματικότητα και διαπιστώνει πως δεν κέρδισε τίποτα από αυτή την ιστορία.


Κάπως έτσι ο κόσμος του φανταστικού έκλεισε με νόημα το μάτι στον κόσμο του ρεαλισμού – για μια στιγμή τα όρια ανάμεσά τους φάνηκαν να χάνονται. Και ο θείος Καρλ μας έδωσε μια από τις πλέον μαγικές του ιστορίες.





15 # Το Κυνήγι Των Κατασκόπων (Dangerous Disguise, 1950)




Λίγες ιστορίες του Καρλ Μπαρκς αποκαλύπτουν τόσα για την εποχή τους, όσο το «Κυνήγι των Κατασκόπων». Γραμμένη καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου και της παράνοιας του Μακαρθισμού, η ιστορία διακωμωδεί με αριστοτεχνικό τρόπο το κλίμα των καιρών. Ήδη στο ξεκίνημα, κι ενώ ο Ντόναλντ απολαμβάνει τις διακοπές του σε μια υπέροχη μεσογειακή παραλία, τα ανιψάκια με έντρομο βλέμμα εντοπίζουν παντού ανάμεσα στους λουόμενους «κατασκόπους»· άλλος φαίνεται να κρύβει τα μυστικά μέσα στη γενειάδα του· άλλος σε ένα μυστήριο βιβλίο που διαβάζει· άλλος παίρνει τη μορφή μιας πανέμορφης γυναίκας. Επί της ουσίας τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, καθώς ο καθένας θα μπορούσε να κρύβει μέσα του έναν κατάσκοπο – η παραπομπή στην τρέλα του Μακαρθισμού και στην αντικομμουνιστική υστερία είναι εμφανής. Ο Ντόναλντ ωστοσο προσπαθεί ν’ αγνοήσει τους φόβους και ν’ απολαύσει τον ήλιο, τη θάλασσα και τις καλλίγραμμες παρουσίες.

Μα η ειρωνεία είναι πως η παραλία ξεχειλίζει όντωςμε κατασκόπους, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια – ο ένας κατασκοπεύει τον άλλον και ο άλλος τον τρίτο και ο τρίτος τον τέταρτο και τελειωμό δεν έχει. Σχεδόν όλοι είναι κατάσκοποι!

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκινάει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπέτειες του Μπαρκς. Μα σα να μην έφτανε το αφηγηματικό πλαίσιο, το εικαστικό κομμάτι συμπληρώνει μοναδικά την ιστορία: παρέα με τα ανιψάκια απολαμβάνεις κι εσύ τη μαγευτική θέα της παραλίας στο πρώτο καρέ, νιώθεις πάνω σου τον ήλιο, μυρίζεις την αλμύρα· και δεν χορταίνεις να παρατηρείς τις φιγούρες των ανθρώπων και τη μοναδική τους ποικιλία. Οι άνθρωποι στο «Κυνήγι των Κατασκόπων» είναι σχεδιασμένοι με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά κι όχι ζωόμορφα, όπως ήταν ο κανόνας στα κόμικς της Ντίσνεϋ. Παραπέμπουν ίσως στις παλιότερες εικονογραφήσεις του Μπαρκς στο περιοδικό “CalgaryEyeOpener” – ιδιαίτερα οι καλίγραμμες, πανέμορφες γυναίκες της ιστορίας και η μυστηριώδης Μαντάμ Τριπλό Χ. 






Πρόκειται για μια συναρπαστική είσοδο των παπιών στον κόσμο των ρεαλιστικών κόμικς, η οποία δυστυχώς έμελλε να κρατήσει λίγο – ήταν, βλέπετε, η πολιτική της εταιρείας να σχεδιάζονται οι άνθρωποι με χαρακτηριστικά ζώων. Ήταν ένα ρίσκο για τον Μπαρκς να παρουσιάσει τέτοια σχέδια (ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τις σεξουαλικές γυναικείες παρουσίες, που τόσο σπάνια συναντούμε στον κόσμο της Disney) και η ιστορία κινδύνεψε με λογοκρισία. 

Πολύ λίγες ιστορίες του Μπαρκς προσμιγνύουν τα παπιά με ρεαλιστικά σχεδιασμένους ανθρώπινους χαρακτήρες, μα όλες ανήκουν στα ωραιότερα εικαστικά εγχειρήματα του δημιουργού τους. Όπως εξάλλου είχε πει ο ίδιος ο Μπαρκς σε μια συνέντευξή του το 1975: «Η πρώτη μου αγάπη θα ήταν να σχεδιάζω ανθρώπινους χαρακτήρες – περίπου όπως ο “PrinceValiant” – θα μου άρεσε πολύ να σχεδίαζα πρόσωπα και φιγούρες από την αρχή».


Με ιστορίες όπως το «Κυνήγι των Κατασκόπων», με τη σατιρική ματιά τους απέναντι στην πραγματικότητα, τα ρεαλιστικά περιβάλλοντα και τους ανθρωπόμορφους χαρακτήρες, ο Μπαρκς προσέγγισε περισσότερο από ποτέ άλλοτε τα σύνορα του καλλιτεχνικού ρεαλισμού.


14 # ΗXώραΤωνΠυγμαίωνΙνδιάνων (Land Of The Pygmi Indians, 1957)






Τον καιρό που γραφόταν «Η Χώρα των Πυγμαίων Ινδιάνων» εκείνο που ονομάζουμε «Οικολογία» βρισκόταν ακόμα σε πολύ πρώιμο, σχεδόν εμβρυακό στάδιο. Η συγκριτική Ανθρωπολογία εξάλλου, η μελέτη άλλων πολιτισμών, όχι με σκοπό την καταπάτηση, μα την κατανόησή τους, ανήκε σε εκείνους τους επιστημονικούς κλάδους που αναπτύσσονταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήμαστε ακόμα στη δεκαετία του 50 εξάλλου, και oθόρυβος απ’ τα πιστολίδια στις ταινίες Γουέστερν – εκείνες με τους «καλούς καουμπόυς» και τους «κακούς ινδιάνους» ηχούσε πάντα δυνατή στα αυτιά του μέσου κόσμου.

Συν τοις άλλοις, βρισκόμαστε στην Αμερική – την πατρίδα του καπιταλισμού, της βιομηχανίας του κέρδους. Σκεφτείτε λοιπόν πόσο ιδιαίτερος φαντάζει για την εποχή που γράφτηκε ο διάλογος ανάμεσα στον αρχηγό των Ινδιάνων και το θείο Σκρουτζ, ο οποίος καταφεύγει στη γη τους κατέχοντας ένα κομμάτι χαρτί – την ιδιοκτησία της. Πόσο διαχρονικά επίκαιρος – και ας μην υπάρχουν πλέον οι Μικράτσι...

ΙΝΔΙΑΝΟΣ: «Εσύ που ήρθες από τα μακρινά μέρη, από τις βρωμερές πόλεις, πώς μπορείς ν’ αποδείξεις πως είναι δικά σου αυτά τα δάση και οι λίμνες;»

ΣΚΡΟΥΤΖ: «Τα αγόρασα! Έχω το αντίγραφο του πωλητηρίου ακριβώς εδώ στην τσέπη μου!»

ΙΝΔΙΑΝΟΣ: «Και ποιος σου έδωσε αυτό το πωλητήριο; Ποιανού χέρια έκαναν αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα; Μήπως ο ήλιος από ψηλά σου πούλησε όλη αυτή τη γη και τα νερά; Μήπως ο άνεμος που λυγά τα πεύκα; Μήπως το χιόνι που πέφτει τον χειμώνα; Μήπως η βροχή, η αστραπή ή η βροντή, έγραψαν σε σένα τούτα δώ τα δάση;»

ΣΚΡΟΥΤΖ: «Μπορώ να σε πάω στο γραφείο του! Ήταν ο Πεζοδρόμης Σαμ, ο μεσσίτης!»

ΙΝΔΙΑΝΟΣ (σκίζοντας το χαρτί): «Μπαχ, μπαχ... Εμείς δεν πιστεύουμε πως ένα τέτοιο πωλητήριο θα σεβαστούν τα ψάρια, τα ζώα του δάσους, τα πουλιά που αποκαλούμε αδέρφια μας στη γη των Μικράτσι».






13 # ΤοΔώρο (You Can't Guess, 1950)






«Το Δώρο» ανήκει σε εκείνες τις ιστορίες που είχα λατρέψει όταν τη διάβασα μικρός – και δεν είναι καθόλου δύσκολο να μαντέψουμε τους λόγους: το αρχικό μεγάλο καρέ, με τα ανιψάκια που κοιτάζουν στις βιτρίνες με τα δώρα· η ποικιλία των παιχνιδιών· το χριστουγεννιάτικο κλίμα· το καστ του σύμπαντος των παπιών, που εδώ εμφανίζεται σχεδόν σε απαρτία· και το απλό, μα τόσο λειτουργικό σενάριο, πάντα επίκαιρο για κάθε παιδί, κάθε εποχής που λαχταρά με αγωνία να ανοίξει το δώρο των χριστουγέννων...

Η ιστορία είναι απλή. Τα ανιψάκια επιθυμούν να αγοράσουν ένα κουτί με «συναρμολογούμενα» για τα φετινά Χριστούγεννα και ο Ντόναλντ υπόσχεται να τους πάρει, αρκεί να μαντέψουν τί δώρο επιθυμεί ο ίδιος. Σκεφτείτε πως βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50 και παιχνίδια όπως τα Legoβρίσκονταν ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο – για τα παιδιά της εποχής λοιπόν παιχνίδια που μπορούσαν να συναρμολογηθούν (κτίρια, κατασκευές και οχήματα) θα φάνταζαν συναρπαστικά. Ξημέρωνε εξάλλου για το μεταπολεμικό δυτικό κόσμο η εποχή μιας ξέφρενης κατανάλωσης... Μα όσο και αν ριζώνουν στον καιρό τους οι ιστορίες του Μπαρκς, άλλο τόσο κατορθώνουν να τον ξεπεράσουν, παρουσιάζοντας διαχρονικές επιθυμίες και συνήθειες. Ανεξαρτήτως αν ονομάζονται «συναρμολογούμενα», «κουκλάκια», «επιτραπέζια», ή «βιντεοπαιχνίδια», κάθε παιδί κάθε γενιάς λαχταρά δώρα τα Χριστούγεννα... Μπορεί να είναι κάτι απλό, μα το παιδί θα το θυμάται για πάντα. Και αν μάλιστα αποκτάς κάτι έπειτα από κόπο ή προσπάθεια... όπως τ’ ανιψάκια της ιστορίας... τότε η ανταμοιβή είναι ακόμα μεγαλύτερη.


Με ανάλογη λαχτάρα θυμάμαι και ο ίδιος να σκίζω τα περιτυλίγματα και ν’ ανοίγω τα κουτιά με τα δώρα στις Γιορτές, ενώ λαμποκοπούσαν τα στολίδια απ’ το δέντρο, αντηχούσε η μουσική και μοσχομύριζαν το κρασί και οι κουραμπιέδες... Αλήθεια, σε αυτήν εδώ την ιστορία του Μπαρκς έχει εισχωρήσει κάτι απ’ την αέναη χριστουγεννιάτικη μαγεία.


12 # ΟΧρυσόςΓίγας (The Gilded Man, 1952)





Καθώς οδεύουμε πλέον προς την τελική δεκάδα της κατάταξης, διαπιστώνουμε πως οι ιστορίες προέρχονται όλες από την περίοδο μεταξύ 1948 και 1954 – η ωριμότερη περίοδος του Καρλ Μπαρκς, η πλέον πειραματική και εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας τα κόμικς του Ντόναλντ Ντακ έμελλε να «σοβαρέψουν» περισσότερο από ποτέ άλλοτε – τότε ήταν που ξεπέρασαν για τα καλά το αλλοτινό καρτουνίστικο πλαίσιο και μετατράπηκαν σε ολοκληρωμένες περιπέτειες που σε ταξίδευαν ως τα πέρατα της γης – και κάποιες φορές ως τα βάθη του χρόνου.

Ο «Χρυσός Γίγας» ανήκει στις συναρπαστικές αυτές περιπέτειες, οι οποίες παντρεύουν αριστοτεχνικά το παλαιό με το μοντέρνο, το ρεαλιστικό με το μυθικό, το περιβάλλον της σύγχρονης μεγαλούπολης με εκείνο της άγριας ζούγκλας, και φαινομενικά ανώδυνα χόμπι όπως εκείνο του συλλέκτη γραμματοσήμων με χαμένους ναούς και επικίνδυνους θρύλους του παρελθόντος. Η εξέλιξη της ιστορίας και η μετάβαση απ’ το σύγχρονο αστικό πλαίσιο σε εκείνο της εξωτικής Βρετανικής Γουιάνας, η αντιπαράθεση δύο τόσο διαφορετικών μορφών όπως του ευγενικού και ζάμπλουτου (και βαθιά αφηρημένου) κυρίου Φίλ Ο’ Τέλλη και του θεόμορφου και επικίνδυνου Χρυσού Γίγαντα από την άλλη, η αντιπαραβολή του κοινότυπου με το θρυλικό – μοιάζει να γεφυρώνει αριστοτεχνικά τον κόσμο της πραγματικότητας με εκείνου των μύθων...

Ενδεχομένως όμως και να αποκαλύπτει τα ρευστά όρια του πρώτου – πόσο εύκολα μπορεί να γίνει η μετάβαση στο δεύτερο, πόσο μικρότερες είναι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους απ’ ότι ενδεχομένως νομίζουμε. Τί είναι ο μύθος εξάλλου, τί είναι η ονειροφαντασία, αν όχι εκείνη ακριβώς η πόρτα που χάσκει στο μικροσκοπικό καλούπι του ρεαλισμού μας.


Κάποιες φορές ένα παλιό γραμματόσημο αρκεί για να κάνεις το ταξίδι.


11 # ΣτηνΑρχαίαΠερσία (In Ancient Persia, 1950)





Από το πρώτο κιόλας καρέ του «Στην Αρχαία Περσία» συνειδητοποιείς πως πρόκειται να διαβάσεις κάτι ξεχωριστό. Αριστερά βλέπουμε τον τίτλο καταμεσής αρχαίων ανατολίτικων ερειπίων, θαμμένων μες στην έρημο... και δεξιά τα ανιψάκια φαίνεται να κοιτάζουν προς το μέρος του με τρεμάμενο βλέμμα – λες και τρέμουν στην προοπτική της ιστορίας που ανοίγεται. Λίγα καρέ αργότερα παρατηρούμε το μυστηριώδη ένοικο ενός απομονωμένου σπιτιού, κοντά στον Ντόναλντ – το βαθουλωμένο, ζοφερό του πρόσωπο και η παραδομένη στις σκιές ματιά του μοιάζουν να έχουν βγει από κάποια ταινία τρόμου των καιρών.

Η περιπλάνηση των ανιψιών «Στην Αρχαία Περσία» αποκαλύπτει όσο ελάχιστες στιγμές στη βιβλιογραφία του την έλξη που ασκούσαν στον Καρλ Μπαρκς οι ιστορίες τρόμου. Η αναζήτηση χαμένων ερειπίων στην περσική έρημο· ο μισότρελος επιστήμονας· ο σκοτεινός ναός με τα τρομακτικά γλυπτά· η αναβίωση ανθρώπων μιας άλλης εποχής· ο εντοπισμός ενός υλικού που μετατρέπει τους ανθρώπους σε σκόνη· και η ίδια η παρουσία ενός σωσία του Ντόναλντ (και όλοι ξέρουμε πόσο τρομακτικός μπορεί να είναι ένας αναπάντεχος σωσίας) – όλα αυτά συνεισφέρουν στη βαθιά ατμοσφαιρική αυτή ιστορία, μία από τις πλέον ατμοσφαιρικές του Μπαρκς.

Σημαντική στάθηκε η επιρροή τόσο του μύθου του Φράνκεσταϊν, όσο και ταινιών με τον BorisKarloff– ιδιαίτερα του φιλμ «Η Μούμια», το οποίο καταπιάνεται επίσης με την ανάσταση των νεκρών. Ασφαλώς παραμένουμε πάντα εντός των ορίων του σύμπαντος της Ντίσνεϋ, γι’ αυτό και τα στοιχεία τρόμου προσεγγίζονται με το απαραίτητο χιούμορ – μα στιγμές όπως εκείνη όπου ο Ντόναλντ αναζητά ίχνη στα θεοσκότεινα ερείπια και αισθάνεται πάνω του να καρφώνονται μάτια από αόρατες παρουσίες, ενσαρκωμένες στα τρομακτικά αρπακτικά αγάλματα – στιγμές όπως αυτή εντάσσουν μια γνήσια αισθητική τρόμου στο σύμπαν των παπιών.






Καθοριστικό ρόλο στην απόδοση της ατμόσφαιρας ασφαλώς παίζει και το λεπτομερές σχέδιο του Μπαρκς. Βρισκόμαστε στη «ρεαλιστική» περίοδό του, όταν οι σχεδιασμοί εμπνέονται από το NationalGeographicκαι αναπαράγουν πιστά τους κόσμους αλλοτινών εποχών – από τα βαβυλωνιακά ερείπια ως τις ανθρωπόμορφες φιγούρες, τα πάντα αποκαλύπτουν τη σχεδιαστική ωριμότητα του δημιουργού τους. Οι αντιθέσεις σκιάς και φωτός και τα ατμοσφαιρικά πλάνα χαρίζουν μια κινηματογραφική αισθητική, ενώ η φιγούρα του τρελού επιστήμονα ανήκει στις πλέον ζοφερές και «σοβαρές» που είδαμε ποτέ σε κόμικς της Ντίσνεϋ.

Σύμφωνα με τον TomAndraeη συγκεκριμένη ιστορία είναι η σκοτεινότερη του Μπαρκς και ο επιστήμονας, στη μανία καταστροφής που τον διακατέχει, ενδεχομένως παραπέμπει στην καταστροφική λαίλαπα της ατομικής βόμβας – δεν είναι τυχαίο εξάλλου που σε κάποια φάση διαβάζει ένα βιβλίο με θέμα του την ατομική ενέργεια. Όσο αφορά τη σκηνή όπου οι Πέρσες και ο επιστήμονας μετατρέπονται σε στάχτη; Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που βλέπουμε κόσμο να πεθαίνει στο σύμπαν των παπιών – ένα θέμα που σπάνια εμφανιζόταν στη Ντίσνεϋ.

Δεν έμελλε να δούμε πολλές φορές τόσο ατμοσφαιρικές ιστορίες στην εργογραφία του Μπαρκς – οι περισσότερες, αν όχι όλες, ανήκουν στην προ-Σκρουτζ περίοδό του – πριν δηλαδή ο πλούσιος θείος λάβει τη σκυτάλη και γίνει κεντρικός ήρωας. Ίσως γιατί ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια, όντας εγγύτερα σε εκείνο που θα ονομάζαμε «κοινοί θνητοί», αρμόζουν περισσότερο σε ένα σενάριο θρίλερ – διότι χρειάζεται να έχεις ταυτιστεί με τον ήρωα προκειμένου να τρομάξεις! Κοινής αισθητικής με την «Αρχαία Περσία» είναι και το «Μυστικό του Παλαιού Πύργου», το «Φάντασμα του Σπηλαίου» και το «Δαχτυλίδι της Μούμιας» (για το οποίο μιλήσαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος < κλικ). Η «Αρχαία Περσία» όμως παραμένει η σκοτεινότερη όλων.Μια αισθητική που έμελλε εξάλλου να τη συναντήσουμε σε ορισμένες από τις πλέον ατμοσφαιρικές ιστορίες με τον Μίκυ Μάους, με δημιουργούς τον Φλόυντ Γκότφρεντσον ή τον Ρομάνο Σκάρπα – μα αυτό είναι θέμα για κάποιο άλλο αφιέρωμα στο μέλλον.


10 # ΤοΜυστικόΤουΠαλιούΠύργου (The Old Castle's Secret, 1948)





Πρόκειται για μία από τις πλέον «γοτθικές» ιστορίες στο σύμπαν του Καρλ Μπαρκς, λόγω της ζοφερής σε σημεία ατμόσφαιράς της και των άφθονων στοιχείων τρόμου που παρουσιάζει. Ένας παλιός πύργος, διάδρομοι παραδομένοι στο ημίφως με υποψίες σκελετών ανάμεσα στις πέτρες, βάλτοι μισοθαμμένοι στην ομίχλη, η εμφάνιση ενός φαντάσματος και η απεικόνιση ενός θανάτου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη – στοιχεία με τα οποία ο Μπαρκς σχεδόν ξεπέρασε τα επιτρεπτά «όρια» για τα δεδομένα των κόμικς της Ντίσνεϋ.

Μα η εμπειρία τον είχε διδάξει πώς μπορεί να παίξει με τα όρια, δίχως να τα υπερβεί – αρκεί να μπολιάσεις τα ζοφερά στοιχεία με άφθονο χιούμορ και να φανερώσεις στην εξέλιξη της ιστορίας πως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φάνηκαν εκ πρώτης όψεως: το φάντασμα δεν ήταν «αληθινό» φάντασμα τελικά, μα ένα τέχνασμα, και ο θάνατος ήταν υποκριτικός.«Στις ιστορίες του Φλόυντ Γκότφρεντσον υπήρχε πάντα μια λογική εξήγηση»,ανέφερε κάποτε ο Μπαρκς. «Όταν το Μαύρο Φάντασμα και οι υπόλοιποι κακοποιοί έβγαιναν από τα ρούχα τους, ήταν απλοί άνθρωποι. Από αυτές τις ιστορίες έμαθα πως είναι καλό να μην αναμειγνύω πολύ το υπερφυσικό στοιχείο – ούτως ή άλλως δεν πιστεύω ο ίδιος σε αυτά τα κόλπα».


Μα «Το Μυστικό Του Παλιού Πύργου» ανήκει στις σημαντικότερες ιστορίες του Μπαρκς για έναν ακόμα λόγο: πρόκειται για την δεύτερη, μόλις, εμφάνιση του θείου Σκρουτζ – και την πρώτη φορά που παρουσιάζεται ως συμπαθής ήρωας (σε σχέση με το ντεμπούτο του, όταν δεν ήταν παρά ένα στριμμένος και ύπουλος γεροπαράξενος). 

Συνιστά εξάλλου την πρώτη φορά που παίρνει τ’ ανίψια του μαζί για περιπέτεια, καθώς και την πρώτη φορά που παρουσιάζεται το ιστορικό του υπόβαθρο στην παλιά Σκωτία – ο Ντον Ρόσα έμελλε ν’ αντλήσει άφθονο υλικό αργότερα από τη συγκεκριμένη ιστορία. Ασφαλώς ο Σκρουτζ του «Παλιού Πύργου» απέχει πολύ ακόμα από το θείο Σκρουτζ που γνωρίσαμε τα επόμενα χρόνια – ήταν δειλός, δίχως το πνεύμα εκείνο της περιπέτειας που έμελλε να ταυτιστεί μαζί του – μα πρόκειται για ένα σημαντικό στάδιο στην εξέλιξη του χαρακτήρα του, όπως και να ‘χει.






9 # ΣτηνΠαλιάΚαλιφόρνια (In Old California, 1951)






Μιλώντας για ταξίδια... νά ένα από τα πλέον ιδιαίτερα στη βιβλιογραφία του Καρλ Μπαρκς. Ο Ντόναλντ και τα ανιψάκια ταξιδεύουν κυριολεκτικά πίσω στο χρόνο, ζουν στις μέρες της παλαιάς Άγριας Δύσης, συγκατοικούν στα περίφημα αρχοντικά των Ισπανών αποίκων, γλεντούνε σε φιέστες, συμμετέχουν σε ροντέο, ταξιδεύουν ως την Καλιφόρνια τον καιρό που ήταν απλό χωριό, γνωρίζουν τους πρώτους χρυσοθήρες, και συγκρίνουν τους Ινδιάνους του παρελθόντος με τους απόγονούς τους...

«Αισθάνομαι λες και βυθίζομαι σ’ ένα όνειρο»,λέει ο Ντόναλντ ενώ παραδίνεται στη δίνη ενός υπνωτικού – μιας παράξενης ουσίας που του χαρίζει ο Ινδιάνος και γίνεται αιτία να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. «Νιώθω λες και ζω σε μια παλιά εποχή...», συμπληρώνει ένα ανιψάκι, ενώ γύρω του το τοπίο παραδίδεται στην ομίχλη... και ο ινδιάνικος χορός μοιάζει να σπάει τα όρια του χρόνου, σμίγοντας παρόν με παρελθόν.

Κι όμως, ένα κόμικ που ανατρέχει στα βάθη του χρόνου ξεκινάει με ένα μποτιλιάρισμα σε ένα σύγχρονο δρόμο κάποιας κεντρικής λεωφόρου... Η «Παλιά Καλιφόρνια» ζει πλέον μέσα από τα ερείπιά της, όπως τα χαλάσματα ενός περήφανου, κάποτε, αρχοντικού, στο οποίο κανένας πια δεν δίνει σημασία – εκτός απ’ τα πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους. Οι λίγοι εναπομείναντες Ινδιάνοι πλέον ζουν σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, τις οποίες και αξιοποιούν τουριστικά. Όσο αφορά τους θρύλους από τα ρομάντζα του παρελθόντος; Τί να απέγιναν άραγε ο Ρολάνδος ο βακέρο και η ευγενική Παντσίτα;

Ίσως έγιναν τραγούδι, από εκείνα που φυσά ο άνεμος στο πέρασμα των αιώνων.


8 # ΗΜαγικήΚλεψύδρα (The Magic Hourglass, 1950)






Υπάρχουν φορές που η μαγεία βρίσκεται ακριβώς δίπλα σου – δεν χρειάζεται να ψάξεις μακριά για να την βρεις. Δες τη γάτα που κοιμάται νωχελικά πάνω στο πάπλωμα· αφουγκράσου το νυχτοπούλι· παρατήρησε τη φλόγα του κεριού· σκέψου εκείνο το στίχο· άφησε να κυλήσουν οι μικρές ώρες της νύχτας. Σου φαίνονται κοινότοπα αυτά; Συνηθισμένα;

Σκέψου να έχεις μια παλιά κλεψύδρα κάπου σ’ ένα ράφι. Έχει πάψει πια να λειτουργεί και σκέφτεσαι πως σου είναι άχρηστη – κάπως έτσι σκέφτηκε και ο θείος Σκρουτζ και αποφάσισε να χαρίσει την παλιά αυτή κλεψύδρα του στον Ντόναλντ. Χρήσιμο, εξάλλου, είναι ό,τι είναι λειτουργικό, σωστά; Συνηθισμένη σκέψη για τον πρακτικό αυτό πολιτισμό μας.

Μα υπάρχουν φορές που η μαγεία βρίσκεται ακριβώς δίπλα σου – αρκεί να έχεις τα μάτια να τη δεις.

Νά λοιπόν που στην ιστορία του αυτή ο Καρλ Μπαρκς μεταχειρίζεται για άλλη μια φορά το τέχνασμα της σύζευξης δύο κόσμων – του ρεαλιστικού με το μυθικό, του πραγματιστικού με το φανταστικό. Μα για τη σύζευξη αυτή χρειάζεται κάποιο «μεταβατικό αντικείμενο», κάποιος κοινός συνδετικός κρίκος: στην περίπτωσή μας, αυτή η «άχρηστη πια» κλεψύδρα, η οποία αποκαλύπτεται πως έχει ιδιαίτερες δυνατότητες – και γίνεται αφορμή για να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι τα ανιψάκια ως τη μακρινή Ανατολή.

Στο αρχικό, εντυπωσιακό πρώτο πάνελ της ιστορίας, τα ανιψάκια ατενίζουν καμαρώνοντας τη μεγαλούπολη που «ανήκει» (όπως λένε) στο «θείο τους το Σκρουτζ». Σιδηρόδρομοι, βιομηχανίες, τράπεζες, «όλα του ανήκουν» - εδραιώνοντας έτσι την πρώιμη ακόμα μορφή του Σκρουτζ Μακ Ντακ ως το σύμβολο του αμερικανικού καπιταλισμού. Μα τον καιρό εκείνο ο Σκρουτζ δεν ήταν ο συμπαθής κοσμοταξιδιώτης που έμελλε να γίνει – το πορτραίτο που του ζωγραφίζει ο Μπαρκς στην «Μαγική Κλεψύδρα» είναι σκληρό και βαθιά εκμεταλλευτικό – δεν διστάζει να προβεί σε απάνθρωπα μέσα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την άντληση κέρδους.






Η Κλεψύδρα μετατρέπεται σε πηγή πλούτου, «αρκεί» να γεμίσει με μια ειδική άμμο που βρίσκεται καταχωνιασμένη κάπου στην έρημο της Σαουδικής Αραβίας. Όπως σημειώνει ο μελετητής του Μπαρκς, ThomasAndrae [στο βιβλίο του CarlBarksandtheDisneyComicBook: UnmaskingtheMythofModernity], η «ειδική άμμος» παραπέμπει ουσιαστικά στο πετρέλαιο – και η εξάρτηση του θείου Σκρουτζ από αυτήν σχετίζεται με την αντίστοιχη εξάρτηση του αμερικανικού κεφαλαίου από τις μεσανατολικές πηγές πλούτου. Και όπως ο θείος Σκρουτζ στην ιστορία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο, δίχως συναισθηματισμούς ή ηθικά όρια, προκειμένου να αντλήσει την πολύτιμη άμμο, αντίστοιχα μέσα χρησιμοποίησε στην ιστορία και ο δυτικός καπιταλισμός προκειμένου να κυριαρχήσει στον κόσμο και να αντλήσει τα πολύτιμά του κέρδη. Άλλοτε με συμμαχίες και ανάπτυξη... και άλλοτε με καταπάτηση.

Μα το φινάλε της ιστορίας είναι ακόμα περισσότερο αποκαλυπτικό. Ο Σκρουτζ έχει αποκτήσει πλέον την πολυπόθητη κλεψύδρα και η δύναμή του ν’ αποκτήσει πλούτο είναι απεριόριστη. Ωστόσο στην αχανή έρημο, κι ενώ υποφέρει από δίψα, διαπιστώνει πανικόβλητος πως η κλεψύδρα αδυνατεί να του χαρίσει το πολυτιμότερο αγαθό όλων: το νερό. Τότε μόνο συνειδητοποιεί πως η κλεψύδρα του είναι, ουσιαστικά, άχρηστη... Κάπως έτσι λοιπόν, επαναφέροντας το μύθο του Μίδα σ’ ένα σύγχρονο πλαίσιο και μπολιάζοντάς τον με αναφορές στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, ο Καρλ Μπαρκς μας έδωσε μια από τις διδακτικότερες και εξυπνότερές του ιστορίες.


7 # ΤοΜυστικόΤηςΑτλαντίδας (The Secret Of Atlantis, 1954)







Το «Μυστικό της Ατλαντίδας» ανήκει στις πλέον εμπνευσμένες στιγμές του Καρλ Μπαρκς, όχι μόνο σε επίπεδο σεναρίου, μα και όσο αφορά την ίδια τη δόμηση και την εξέλιξή της. Σχεδόν μοιάζει σαν δύο ξεχωριστές ιστορίες, οι οποίες αναμίχθηκαν πετυχημένα η μία με την άλλη. Ως τα μισά παρατηρούμε ένα ξεκαρδιστικό κυνήγι μιας δεκάρας, ξέχειλο γκαγκ που παραπέμπουν σε φαρσοκωμωδία, ανατροπές, καθώς και μια σκηνή με τουρτοπόλεμο – όλα στο γνώριμο πλαίσιο της Λιμνούπολης. Μα από τη μέση κι έπειτα η ιστορία δένεται με μια ευρύτερη πλοκή που μας ταξιδεύει ως τα βάθη της αβύσσου – και το χαμένο πολιτισμό της Ατλαντίδας.

Εκεί γνωρίζουμε τους σύγχρονους κατοίκους της Ατλαντίδας, παίρνουμε μια γεύση απ’ τις πόλεις και τον τρόπο ζωής τους, και μαθαίνουμε για την εξέλιξή τους – πως έφτασαν να μεταμορφωθούν σταδιακά σε ανθρώπους-ψάρια, ικανούς να αναπνέουν κάτω απ’ το βυθό και δημιουργώντας έναν πολιτισμό που θυμίζει σε πολλά τον αντίστοιχο των ανθρώπων πάνω από τη γη – δίχως όμως τα πολεμικά και επιθετικά στοιχεία του δεύτερου.

Ουσιαστικά με την «Ατλαντίδα» ο Μπαρκς καταπιάνεται με ένα θέμα στο οποίο έμελλε να δώσει ορισμένες απ’ τις κλασικότερές του ιστορίες: εκείνο της Ουτοπίας. Σε αντίθεση όμως με τους κατοίκους των Άνδεων ή της Τράλλα Λα, οι ψαρόμορφοι κάτοικοι της Ατλαντίδας δεν φαίνεται να έχουν αδυναμίες  – το μόνο που επιθυμούν είναι να ζήσουν ειρηνικά, απολαμβάνοντας τη ζωή τους, χορεύοντας και τραγουδώντας (και χρησιμοποιώντας εξηλεκτρισμένα ψάρια για ν’ ανάβουν τα τζουκ μποξ τους). Γι’ αυτόν το λόγο εκλαμβάνουν το Σκρουτζ και τ’ ανίψια ως εισβολείς του πάνω κόσμου – ένας κόσμος που στα δικά τους μάτια είναι συνώνυμος με την καταστροφή και τη λεηλασία.

Στο τέλος της ιστορίας τους βλέπουμε να παρακαλούν τ’ ανιψάκια να μην αποκαλύψουν ποτέ και σε κανέναν το μυστικό της τοποθεσίας τους. Τ’ ανιψάκια τους δίνουν το λόγο της τιμής τους. Σε αντίθεση με το θείο Σκρουτζ, που πάντα θα συμβολίζει το επεκτατικό πνεύμα του καπιταλισμού, εκείνα ξέρουν να κρατούν το λόγο τους. Κάπως έτσι λοιπόν η χαμένη Ατλαντίδα γλίτωσε από το αρπαχτικό πνεύμα των κατακτητών – και ο Μπαρκς παρέδωσε μία ακόμα κλασική ιστορία.


6 # ΗΧρυσήΠερικεφαλαία (The Golden Helmet, 1952)





Δεν είναι μικρό το ποσοστό εκείνων που τοποθετούν τη «Χρυσή Περικεφαλαία» στην κορυφή των ιστοριών με ήρωα τον Ντόναλντ – υπήρξε, εξάλλου, και η αγαπημένη ιστορία του DonRosa. Πρόκειται για μία από τις σοβαρότερες και διδακτικότερες ιστορίες του Μπαρκς – μα και μία από τις τελευταίες μεγάλες περιπέτειες του Ντόναλντ, ο οποίος σύντομα θα παρέδιδε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θείο Σκρουτζ.

Πηγή έμπνευσης υπήρξαν οι ιστορίες των Βίκινγκς σχετικά με την ανακάλυψη της Αμερικής, ενώ κινητήριος δύναμη ήταν η επιθυμία του Μπαρκς να σχεδιάσει ιστορίες που παρέπεμπαν στο περιβάλλον του αγαπημένου του “PrinceValiant” του HalFoster. Το σενάριο εξάλλου θυμίζει την τετραλογία του Βάγκνερ με το “Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν” – το δαχτυλίδι της δύναμης, ικανό να ελέγχει τους πάντες, πηγή κάθε εξουσίας (και ο Βάγκνερ με τη σειρά του εμπνεύστηκε την περίφημή του όπερα από τους κλασικούς σκανδιναβικούς μύθους και ενέπνευσε με τη σειρά του συγγραφείς όπως ο Τόλκιν). 

Το ρόλο του δαχτυλιδιού στην ιστορία επιτελεί η περικεφαλαία, η κατοχή της οποίας συνιστά μια νομικά κατοχυρωμένη μορφή ιδιοκτησίας – όποιος κατέχει την περικεφαλαία είναι ο ιδιοκτήτης της Βορείου Αμερικής. Αυτό «αποδεικνύεται» μέσα από μια πολύπλοκη, σχεδόν ακαταλαβίστικη, νομική ορολογία – και με τον τρόπο αυτόν ο Μπαρκς σατιρίζει εύστοχα τα αδιέξοδα ενός νομικού συστήματος, το οποίο συχνά κατορθώνει να βγάλει το φίδι από την τρύπα, μέσα από ποικίλα κόλπα και τεχνάσματα.

Η ιστορία δεν είναι καθόλου φειδωλή όσο αφορά τα πορτραίτα των χαρακτήρων που παρουσιάζει: σχεδόν όλοι ορέγονται την εξουσία, ξεκινώντας από τους παραδοσιακούς «κακούς» και φτάνοντας ως τ’ ανιψάκια. Παρουσιάζει με κυνική διάθεση την εναλλαγή της εξουσίας από το ένα χέρι στο άλλο – και φανερώνει πως ο καθένας ορέγεται την εξουσία για τους δικούς του, ιδιοτελείς σκοπούς, τους οποίους ασφαλώς εξιδανικεύει με δήθεν ιδεαλιστικά κίνητρα. Και ασφαλώς για τον κάθε έναν που γίνεται κύριος της περικεφαλαίας (άρα και της δύναμης), ο δικηγόρος στέκει δίπλα του, εξασφαλίζοντάς του την απαραίτητη «νομική κατοχύρωση».

Θα ήταν πολύ εύκολο να κάνουμε την παραπομπή σε ένα κοινωνικό σύστημα που δημιούργησε νόμους προκειμένου να κατοχυρώσει νομικά όλα εκείνα που εξασφάλισε, πρώτα, με την αρπαγή.






5 # ΕπιστροφηΣτοΚλοντάικ (Back To The klondike, 1953)




Μία από τις πρώτες περιπέτειες του νεογέννητου περιοδικού “UncleScrooge” παραμένει μία από τις κλασικότερες στο πάνθεον των ιστοριών του. Η «Επιστροφή στο Κλοντάικ» συνιστά όχι μόνο μία από τις πιο ευαίσθητες και ανθρώπινες ιστορίες που γέννησε η φαντασία του Καρλ Μπαρκς, μα και τη στιγμή εκείνη που σφραγίστηκε, θα λέγαμε, ο χαρακτήρας του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Πλέον, μετά από αυτή την ιστορία, ήταν ένας ολοκληρωμένος ήρωας – και μάλιστα ένας από τους συναρπαστικότερους που γέννησαν τα κόμικς του 20ουαιώνα.

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων βλέπαμε σταδιακά την εξέλιξη του θείου Σκρουτζ: ύπουλος γεροτσιφούτης στα «Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας», συμπαθής μα δειλός πλούσιος στο «Μυστικό του Παλαιού Πύργου», έξυπνο επιχειρηματικό πνεύμα στα «Μαθήματα Οικονομίας», υποχθόνιος καπιταλιστής στη «Μαγική Κλεψύδρα». Η ιστορία «Ένα Φτωχό Γεροντάκι» αποτέλεσε σημαντική καμπή, όντας όχι μόνο η πρώτη ιστορία στην οποία κατείχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μα και η πρώτη φορά που ξετυλίγονται κάποιες απ’ τις βασικές πτυχές του παρελθόντος του. Μα ήταν στην «Επιστροφή στο Κλοντάικ» που ξεπρόβαλλε, επιτέλους, ο «άνθρωπος» μέσα από τον, συχνά σκληρόπετσο, χαρακτήρα του.

Για πρώτη φορά βλέπουμε, μέσα από φλας μπακ, στιγμές από τα νεανικά χρόνια του Σκρουτζ. Γυρνάμε στα χρόνια του πυρετού του χρυσού στο Κλοντάικ και παίρνουμε μια γεύση της σκληρής ζωής που έκανε ο νεαρός χρυσοθήρας. Γνωρίζουμε επίσης τη Χρυσή Γκόλντυ, το αστέρι των σαλούν – τον πρώτο και μοναδικό έρωτα του Σκρουτζ.


Με πρόσχημα την είσπραξη ενός παλαιού χρέους, ο Σκρουτζ επιστρέφει στο χιονισμένο Κλοντάικ και αποζητά τη – γερασμένη, πλέον – Γκόλντυ. Κάπως έτσι λοιπόν ξετυλίγεται το νήμα μίας από τις συναισθηματικότερες ιστορίες του Μπαρκς, στην οποία αναδύεται το ερώτημα: υπάρχει χώρος για συναίσθημα σε έναν γερο-πάπιο που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην αναζήτηση χρυσού;

Στα χέρια ενός μετρίου συγγραφέα το θέμα θα μπορούσε εύκολα να μεταπηδήσει στο μελό ή το κλισέ. Μα στα χέρια του Μπαρκς καταλήγει σε μία από τις συγκινητικότερες στιγμές στην ιστορία των κόμικς – ο λόγος για το κλείσιμο της ιστορίας. Βαθύ, νοσταλγικό και τρυφερό, σαν ηλιοβασίλεμα πίσω από κρύα, χιονόλευκα βουνά.







4 # Περιπέτεια Στην Τράλλα Λα (Adventure In Tralla La, 1954)







Η ιδιοφυής αυτή ιστορία συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την κορυφαία από όλες τις περιπέτειες του θείου Σκρουτζ. Πηγή έμπνευσης υπήρξε το βιβλίο (και η ταινία) «Χαμένος Ορίζοντας», στο οποίο παρουσιάζεται η χαμένη στα βάθη των Ιμαλα ΐων πολιτεία της Σάνγκρι-Λα. Ένας επίγειος παράδεισος καταμεσής απόκρημνων βουνών, μια ουτοπία που κατόρθωσε να ξεφύγει απ’ τα αρπαχτικά χέρια του χρόνου, ένας τόπος που ζει στους δικούς του αιώνιους ρυθμούς, πέρα από την ατελέσφορη «πρόοδο», τους εξαντλητικούς ρυθμούς και το αιώνιο άγχος της Δύσης.

Στο ξεκίνημα της ιστορίας παρατηρούμε το θείο Σκρουτζ στα πρόθυρα ολοκληρωτικής ψυχικής κατάρρευσης. Οι αδιάκοπες έγνοιες γύρω από το χρήμα του, οι συνεχείς πιέσεις, οι υποχρεώσεις που τον βομβαρδίζουν από αριστερά και δεξιά, τα χρέη, οι οφειλές, οι λογαριασμοί, το συνεχές τρέξιμο... όλα συντείνουν στην ψυχολογική του εξόντωση και στην κατάληξη σε κάποιο ιατρικό κέντρο. Κάποια στιγμή ο Σκρουτζ παρατηρεί έναν σκίουρο που κοιμάται, χαλαρός πάνω στο κλαδί ενός δέντρου, και τον ζηλεύει. «Πόσο θα ήθελα να ήμουν σαν εσένα, σκίουρε»,σκέφτεται. Για πρώτη ίσως φορά συνειδητοποιεί πόσο μεγάλος μπελάς είναι το χρήμα του και επιθυμεί να αποδράσει – να καταφύγει σ’ ένα μέρος μακριά απ’ τον πολιτισμό, μακριά από τους εξαντλητικούς ρυθμούς της Δύσης. Ένα μέρος όπου «το χρήμα δεν σημαίνει τίποτα».

«Δε νομίζω πως υπάρχει τέτοιο μέρος στον κόσμο, θείε»,απαντά σκεπτικός ο Ντόναλντ.

Μέχρι που τα παπιά ανακαλύπτουν τη χαμένη κοιλάδα Τράλλα Λα – μια παραπομπή στη Σάνγκρι-Λα. Μα κόντρα στο αισιόδοξο μύνημα του βιβλίου, ο Μπαρκς αποφασίζει να υιοθετήσει μια περισσότερο κυνική ματιά – αυτή η τελευταία είναι που καθιστά την «Περιπέτεια στην Τράλλα Λα» μια από τις εξυπνότερες ιστορίες κόμικς που γράφτηκαν ποτέ. Γιατί οι κάτοικοι της Τράλλα Λα δεν είναι αλώβητοι – συχνά μια μικρή επαφή με τους δυτικούς είναι αρκετή για να τους αλλοιώσει και να φθείρει το εύθραυστο (όπως αποδεικνύεται) προκάλυμμα της διαφορετικότητάς τους...

Ο Σκρουτζ έχοντας εγκατασταθεί πια στην Τράλλα Λα δεν κουβαλά μαζί του χρήμα – κατέχει όμως κάποια άλλα αντικείμενα που στα μάτια των ιθαγενών κατοίκων φαντάζουν ξεχωριστά: τα καπάκια από τα μπουκάλια του φαρμάκου του. Οι κάτοικοι της Τράλλα Λα ποτέ ξανά δεν είχαν δει καπάκια σαν αυτά και τα θαυμάζουν. Και θα ήθελαν όλοι να έχουν από ένα – μόνο που τα καπάκια δεν αρκούν για όλους... Αρχίζουν λοιπόν να τσακώνονται μεταξύ τους, για το ποιος θα κατέχει τα πολύτιμα καπάκια... και ξεδιπλώνεται ο κρυμμένος μέσα τους εγωισμός, η πλεονεξία και η απληστία που τόσο χαρακτηρίζαν τους ανθρώπους της Δύσης – και από τα οποία ο Σκρουτζ ήλπιζε πως θα γλιτώσει για πάντα.

Το καπάκι μετατρέπεται πλέον σε αντικείμενο-φετίχ, μέσω του οποίου ο Μπαρκς προβαίνει σε μια κυνική δήλωση για την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τελικά ο μόνος τρόπος να μη διαφθαρούν οι κάτοικοι της υπέροχης Ουτοπίας από τον κόσμο της Δύσης (τον κόσμο του χρήματος και του ανταγωνισμού) είναι να μην έρθουν ποτέ σε επαφή μαζί τους – γιατί από τη στιγμή που η Ουτοπία ανοίγει τα παράθυρά της στον έξω κόσμο, ο τρόπος ζωής της ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι ίδιος.





3 # Καιρός Για Διακοπές (Vacation Time, 1950)





Η εντυπωσιακότερη, σχεδιαστικά, απ’ όλες τις ιστορίες του Καρλ Μπαρκς, ο «Καιρός Για Διακοπές» ξεχειλίζει με το άρωμα της φύσης, των πεύκων και των πουρναριών, τη γλυκιά αίσθηση της πρωινής δροσιάς, το τραγούδι των ζώων και τον ήχο του κελαρυστού ποταμιού που γυρνά φιδογυρίζοντας μέσα από τα δέντρα. Η ιστορία συνιστά κυριολεκτικά ένα φόρο τιμής στο δάσος, την υπέροχη φύση – και μια προειδοποίηση για τους κινδύνους της ανθρώπινης παρέμβασης.

Το σενάριο είναι απλό – μα κάποιες φορές τα απλά σενάρια αποδεικνύονται και τα πιο λειτουργικά. Ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια καταφεύγουν για κάμπινγκ στο δάσος. Εκεί παρατηρούμε τις ατελέσφορες προσπάθειες του Ντόναλντ να φωτογραφίσει ένα ελάφι – και γνωρίζουμε έναν αντιπαθή γείτονα που έχει κατασκηνώσει κοντά και καταλήγει, από αμέλεια, να βάλει φωτιά στο δάσος. Τέλος, παρατηρούμε την προσπάθεια του Ντόναλντ να σώσει τ’ ανιψάκια του καταμεσής της πυρκαγιάς και βλέπουμε τη θλιβερή κατάληξη: κατόρθωσαν οι ίδιοι να σωθούν, μα το υπέροχο δάσος μετατράπηκε σε στάχτη.

Σε μια χώρα όπου τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν έχουμε γνωρίσει τις καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς τα καλοκαίρια, και στην οποία συχνά κυριαρχεί η αντίληψη μιας ολικής αδιαφορίας για τις φυσικές καταστροφές, η ιστορία αυτή του Μπαρκς φαντάζει, δυστυχώς, παντοτινά επίκαιρη. Ο αντίζηλος του Ντόναλντ, υπεύθυνος για την πυρκαγιά, μοιάζει κατά πολύ με τον τύπο του μέσου «βαρύμαγκα» Έλληνα. Μαγκιά και τσαμπουκάς από τη μία, μα απόλυτη ανευθυνότητα από την άλλη – εν τέλει το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πως θα σώσει το τομάρι του, πως θα βολευτεί, πως θα πετύχει ακόμα και με πλάγιους τρόπους το σκοπό του.

Η οικολογική συνείδηση και ευαισθησία που ξεχειλίζει από την ιστορία, μα και το απόλυτα πετυχημένο πορτραίτο του μέσου ανεύθυνου πολίτη που ζωγραφίζει, συνιστούν τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, ιστορίες σαν αυτή να διδάσκονται στα σχολεία.

Κι μια προσωπική πινελιά: διάβασα πρώτη φορά αυτή τον «Καιρό για Διακοπές» 7 χρονών, στην περίοδο των διακοπών. Πόσο με είχε συναρπάσει! Σχεδόν ανάσαινα το αναζωογονητικό αεράκι του δάσους μέσα απ’ τις εικόνες! Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως έφτασα ν’ αγαπώ τα δάση, μετά από αυτήν εδώ την ιστορία.





2 # ΧριστούγενναΣτηνΠαραγκούπολη (A Christmas For Shacktown, 1952)





Δίχως αμφιβολία, το πρώτο καρέ από τα «Χριστούγεννα στην Παραγκούπολη» συνιστά το εμβληματικότερο γενικό καρέ που σχεδίασε ποτέ ο Καρλ Μπαρκς – κι ένα από τα κλασικότερα στην ιστορία των κόμικς. Είναι η περίοδος των Χριστουγέννων και παρατηρούμε τα ανιψάκια να κόβουν δρόμο μέσα από τη χιονισμένη Παραγκούπουλη – μέσα από τις φτωχικές κατοικίες της, τους εγκαταλειμμένους λασπόδρομους, κι ενώ τα παιδιά της πόλης τα παρατηρούν με κενό βλέμμα. «Αισθάνομαι σαν καλοθρεμμένο και αναίσθητο παχύδερμο»,λέει ένα από τα ανιψάκια, εκφράζοντας το αίσθημα του μέσου αστού που αντικρίζει συνθήκες εξαθλίωσης. Αυτή η εικόνα από μόνη της συνιστά μια ολοκληρωμένη κατάθεση εικαστικού ρεαλισμού από την πλευρά του Καρλ Μπαρκς – θα μπορούσε να γίνει πίνακας σε έκθεση με θέμα της τη φτώχεια και την ανισότητα.

Το κεντρικό θέμα της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια του Ντόναλντ, της Νταίζυ και των ανιψιών να συγκεντρώσουν χρήματα για ν’ αγοράσουν για τα φτωχά παιδιά της Παραγκούπολης ένα τρενάκι. Μα ο δρόμος για το χρήμα περνάει – όπως αναμενόταν – μέσα από τις διαθέσεις του θείου τους του Σκρουτζ. Και εκείνος μόνο διατεθειμένος δεν είναι να «σκορπίσει» τα λεφτά του με αυτόν τον τρόπο...

Η ιστορία δεν συνιστά απλά μια απολογία της φιλανθρωπίας – και της αστικής υποκρισίας που συχνά ελλοχεύει πίσω από τέτοιες πράξεις. Γιατί στην πραγματικότητα που ζούμε ο μέσος «φιλάνθρωπος» έχει συνδεθεί κατά κύριο λόγο με τους έχοντες – αρκεί να θυμηθούμε φιλανθρωπικές λέσχεις οργανωμένες από εύπορα πρόσωπα ή εκστρατείες συγκέντρωσης χρήματος από τα ΜΜΕ. Μα στα «Χριστούγεννα στην Παραγκούπολη» δεν είναι ο Σκρουτζ εκείνος που αναλαμβάνει το έργο της φιλανθρωπίας, μα ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια – στερούμενοι έτσι των λίγων διαθέσιμων χρημάτων που είχαν εξασφαλίσει για τον εαυτό τους. Από την άλλη ο Σκρουτζ (ενσαρκώνοντας στο πρόσωπό του τα φράγματα του πλουτοκρατικού συστήματος) είναι εκείνος που παρεμποδίζει την προσπάθεια των ανιψιών να συγκεντρώσουν χρήματα – ή είναι διατεθειμένος να τα δώσει «υπό όρους».

Έτσι η πράξη των ανιψιών και ιδιαίτερα οι ατελείωτες, συχνά αγωνιώδεις, προσπάθειες του Ντόναλντ να συγκεντρώσει χρήματα, συνιστούν μια γνήσια στιγμή ανθρωπισμού.

Η πλοκή και η παρουσίαση των χαρακτήρων μοιάζουν σχεδόν με ηθογραφία των καιρών – ή ενδεχομένως με κάποιο φιλμ του Φρανκ Κάπρα, που τόσο αρεσκόταν να αντιπαραβάλλει τη σκληρή αμερικανική πραγματικότητα με μια γνήσια ρομαντική διάθεση, δίνοντας έμφαση σε όσα πραγματικά αξίζουν και μόνο. Στην περίπτωση της ιστορίας μας, το σφύριγμα ενός παιδικού τρένου.


1 # ΧαμένοιΣτιςΆνδεις (Lost In The Andes, 1949)



Αισίως λοιπόν φτάσαμε στην πρώτη θέση της κατάταξης! Για την κορυφή επέλεξα το «Χαμένοι στις Άνδεις» - την κλασικότερη, κατά τη γνώμη μου, από όλες τις περιπέτειες του Ντόναλντ Ντακ και ένα από τα ευφυέστερα σενάρια που γράφτηκαν ποτέ για ιστορία κόμικς.

Όλα ξεκινούν με την ανακάλυψη, από ατύχημα, ορισμένων αξιοπερίεργων τετράγωνων αυγών. Το νέο διαδίδεται από την επιστημονική κοινότητα ως τους εμπόρους και τον απλό κόσμο και οι πάντες ενθουσιάζονται στις προοπτικές που τους ανοίγονται: προοπτικές για κέρδη και για φήμη, αρκεί ν’ ανακαλύψουν τη μυστήρια πηγή αυτών των αυγών. Κάπως έτσι ο Ντόναλντ και τ’ ανιψάκια καταλήγουν ν’ αναλάβουν το φορτίο και να ξανοιχτούν στα ομιχλώδη όρη των Άνδεων, σε αναζήτηση τετράγωνων αυγών. Κάποιοι τους παίρνουν για τρελούς, άλλοι προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν πουλώντας δήθεν τετράγωνα αυγά – στην πραγματικότητα ζωγραφισμένους κύβους.

Μέχρι που κάποια στιγμή, έπειτα από μεγάλη περιπλάνηση, οι εξερευνητές ανακαλύπτουν μια κρυμμένη κοιλάδα καταμεσής των βουνών – και μια πολιτεία στην οποία τα πάντα, άνθρωποι, ζώα και κτίρια, είναι τετράγωνα. Μια πολιτεία που ζει ανεπηρέαστη απ’ την εξέλιξη του έξω κόσμου, ακολουθώντας τους δικούς της ρυθμούς, σαν απομεινάρι ενός πολιτισμού που χάθηκε. Από τις τετράγωνες κότες αυτής της κοιλάδας προέρχονται και τα αντίστοιχα αυγά...

Για πρώτη φορά στο έργο του ο Μπαρκς εισάγει τη θεματολογία της «Χαμένης Πολιτείας» - μια μορφή ουτοπίας που αντιπαραβάλλει στον κόσμο της Δύσης – τον κόσμο της ξέφρενης ανάπτυξης, του κέρδους και των υλικών απολαύσεων. Μα οι κάτοικοι της Μονοτονίας (όπως ονομάζεται η πολιτεία) κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστοι στέκουν στην εμφάνιση των «εισβολέων». Όσο συντηρητικοί δείχνουν στις αντιλήψεις και τους κανονισμούς τους, άλλο τόσο πρόθυμοι είναι να ενσωματώσουν στοιχεία από τον κόσμο έξω από αυτούς – φτάνοντας εν τέλει να απομιμούνται τυφλά όσα εισέρχονται στον κόσμο τους, από τη μουσική ως τον τρόπο ντυσίματος. Ίσως ο Μπαρκς να είχε κατά νού το εύθραυστο της αντίστασης απέναντι στην ιστορική αποικιοκρατία – οι κατακτημένοι λαοί αν δεν υποκύψουν αριθμητικά (οδηγώντας στην εξάλειψή τους), πιθανό να ενσωματώσουν τόσα στοιχεία από τους εισβολείς όσα χρειάζεται, για να γίνουν σαν αυτούς. Η κυριαρχία δεν είναι μόνο εδαφική – μα πολιτισμική εξίσου.

Μα προς το παρόν οι εισβολείς είναι μόνο μια χούφτα άνθρωποι. Η Μονοτονία μπορεί ακόμα να διαφυλάξει την ιδιαιτερότητά της. «Οι άνθρωποι στη Μονοτονία δεν έχουν δει ποτέ τον ήλιο», αναφέρει ο Ντόναλντ. «Μα η ζέστη προέρχεται από τις καρδιές τους. Είχαν τόσο λίγα πράγματα, κι όμως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι που γνωρίσαμε ποτέ».






Οι Δεκασέλιδες Ιστορίες του Καρλ Μπαρκς



Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να καταπιαστούμε με τις υπέροχες δεκασέλιδες ιστορίες του Μπαρκς. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που τις παρέλειψα από την κατάταξη – αν συμπεριελάμβανα και δεκασέλιδες ιστορίες, τριάντα δεν θα αρκούσαν ούτε για να καλύψω τις μισές!

Θα περιοριστώ λοιπόν ν’ αναφέρω δύο από τις αγαπημένες μου: Το «Περί Στριφτολογίας» (Flip Decision, 1953),  μια πανέξυπνη αλληγορία γύρω από τα γυρίσματα της τύχης και το ρόλο της προσωπικής ευθύνης για τις επιλογές μας... ένα θέμα που έμελλε να επαναληφθεί 20 χρόνια μετά στο μυθιστόρημα “TheDiceMan” του LukeRhinehart. Και το κλασικό «Μαθήματα Οικονομίας» (Financial Fable, 1951),όπου βλέπουμε για πρώτη φορά να ξεδιπλώνεται τόσο αποτελεσματικά το επιχειρηματικό πνεύμα του θείου Σκρουτζ – θυμίζοντας κάποιον απ’ τους ηθοπλαστικούς μύθους των παλιών καιρών.

Μα είναι πολλές, πολλές ακόμα. Ας τις αναφέρω επιγραμματικά λοιπόν, μένοντας απλά στους τίτλους και στην ημερομηνία. Η αρίθμηση είναι τυχαία.


1) ΟΝυχτοφύλακας (Watching the Watchman - 1948)

2) Ομελέτα (Omelet, 1952)

3) Aτίθασο Μελίσσι (Bee Bumbles, 1953)

4) Tο Aερικό του Βάλτου (Wispy Willie 1953)

5) «Η χρυσή σκαλα», άτιτλο στο αυθεντικό, 1953

6) Διακοπές στη Λίμνη (TheHouseboat, 1952)

7) ΕπάγγελμαΑισθητικός (The Beauty Business, 1966)

8) Αλευρομανία (Flour Follies, 1954)







9) Άλλη Μία, Ως Συνήθως, Τυχερή Χρονιά Για Τον Γκαστόνε (gladstone'susualverygoodyear, 1952)

10) ΜεγάληΦαντασία(Donald's big Imagination, 1957)

11) Το Τηλεπαιχνίδι (TvQuizShow, 1953)

12) Τα Άνθη του Κακού (Fearsome flowers, 1958 – η ιστορια στο πρωτο τευχος του ελληνικού Μίκυ Μάους)

13) ΟιΠέτρεςτηςΤούκουΤίβα (the wishing stone island, 1958)

14) Η αστραφτερή πανοπλία του σερ ντοναλντ (knightinshiningarmor, 1957)

15) Οι παιδονόμοι (TruantOfficers, 1951)

16) Δαιμόνιος Φωτορεπόρτερ (camera crazy, 1944)

17) ΤοΔείπνοΧριστουγέννων(turkey with all the shemings, 1953)

18) Μουσκουλομανία (Musclebound Mania, 1946)

19) Χειμερινά Στοιχήματα (winterwagers, 1948 – η πρώτη εμφάνιση του Γκαστόνε)

20) Αντίσταση κατά των πολιτών (sales resistance, 1947)



Τα παπιά του Copyright



Κάποτε ο Μπαρκς είχε έρθει σε κόντρα με τη Disneyπάνω στο θέμα των παπιών και το ζήτημα του copyright– τί ανήκει σε ποιον και τα λοιπά. Σχεδίασε τότε το σκίτσο που βλέπετε στην ακόλουθη εικόνα, που απεικονίζει μια μάλλον άσχημη πάπια να διερωτάται ποιο το νόημα.

Το σχέδιο κοσμεί τον τοίχο της φίλης και αναγνώστριας Δέσποινας και την ευχαριστώ πολύ που μου το έστειλε.







CarlBarks– Λόγια και Ρητά



"Οι κακοί είχαν πάντα μια καλή πτυχή στον χαρακτήρα τους και οι καλοί μια δόση κακεντρέχειας... Οι χαρακτήρες μου δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατοι... ήταν ανθρώπινοι".

"Ο Ντόναλντ δεν είχε κανένα κοινό με τους δημοφιλείς μυώδεις ήρωες της εποχής του, αλλά κατάφερε να γίνει εξίσου, αν όχι περισσότερο, δημοφιλής με εκείνους. Αυτό
αποτελεί μοναδικό φαινόμενο! Είναι εγωιστής, φανφαρόνος, κωμικός, συχνά παιδαριώδης... Η ερώτηση όμως παραμένει πάντα: πρόκειται για παπί ή για άνθρωπο;"

"Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την υψηλή σχεδιαστική ευκρίνεια των στριπ. Δημιουργοί όπως ο Χαλ Φόστερ, ο Φλόυντ Γκόντφρεντσον, ο Ρόυ Κρείν, είναι τρεις μόνο από πολλούς άλλους που κατόρθωσαν με τις πρωτοποριακές γραμμές των σχεδίων τους να χαρίσουν στα ασπρόμαυρα σκίτσα κίνηση και αρμονία σαν γλυκιά μουσική".

"Πάντοτε είχα την αίσθηση ότι το να σχεδιάζω καρτούν ήταν πολύ πιο εύκολο από τις άλλες δουλειές που ήμουν αναγκασμένος να κάνω: αγρότης, κτηνοτρόφος, ή κάουμπόυ του γλυκού νερού".

"Πριν φτιάξω μια ιστορία σκεφτόμουν πάντα τι περιβάλλον ήθελα να σχεδιάσω. Δάσος, θάλασσα, υπόγεια σπήλαια, την Άγρια Δύση, ή κάτι άλλο; Με το που έβρισκα τον τόπο, έβρισκα και το θέμα της ιστορίας...".







"Υπήρχαν και φορές που, ό,τι και αν έκανα, δεν μπορούσα να κατεβάσω καμιά καινούργια ιδέα. Καθόμουν στο σχεδιαστήριό μου και έβλεπα τις μέρες να περνούν και τη... θηλιά να σφίγγει!"

"Η σύνθεση μιας ιστορίας είναι σαν να γράφεις μουσική. Πρέπει να πιάνεις τον ρυθμό και να κάνεις την ιστορία να κυλάει από μόνη της".

"Όσα χρόνια κι αν περάσουν, μπορεί να έχω ξεχάσει κάποιες λεπτομέρειες για μια ιστορία, αλλά θυμάμαι πάντοτε τα λάθη και τις γκάφες που μπορεί να έγιναν".

"Πολύ εποικοδομητική για μένα ήταν η κριτική της συζύγου μου. Μελετούσε τις ιστορίες μου πιο προσεκτικά απ'όλους. Χρόνια ολόκληρα έγραφε τα κείμενα στα μπαλονάκια και περνούσε με μελάνι το φόντο τους".

"Ποτέ δεν κατέβασα το επίπεδο της δουλειάς μου επειδή υποτίθεται ότι έγραφα ιστορίες για παιδιά. Πάντα έγραφα κάτι που να μου αρέσει εμένα και υπέθετα ότι αυτό θα
άρεσε και στα παιδιά".

"Ένας λόγος που ο θείος Σκρουτζ αγαπήθηκε τόσο, ήταν ότι οι ιστορίες του σε ταξίδευαν στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Αργότερα έμαθα πως τα παιδιά αγάπησαν το μάθημα της γεωγραφίας μέσα από αυτές τις ιστορίες".

"Σύμφωνα με τα γράμματα που λαμβάνω, μπορώ να πω ότι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες των ιστορών μου είναι ενήλικοι. Δικηγόροι, γιατροί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, καθηγητές κολλεγίων, αθλητές... Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτούς, τα σενάρια και οι διάλογοί μου απευθύνονται σε αναγνώστες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Επιτρέψτε μου να πω ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο! Δεν μου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσω παιδί που να μην έχει την ελάχιστη γνώση ή το ενδιαφέρον σχετικά με τη φυσική, την τεχνολογία ή την γεωγραφία".


Οι εικόνες από τις ιστορίες σε ελληνική μετάφραση προέρχονται από τεύχη του περιοδικού ΚΟΜΙΞ.

© Κείμενο-παρουσίαση-σχεδιασμός banner: Το Φονικό Κουνέλι



Χάρτινα Όνειρα

$
0
0




Από φετινό αναμνηστικό λεύκωμα της Έκτης Δημοτικού. Η ερώτηση είναι «πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας όταν μεγαλώσετε». Ένας μαθητής απάντησε πως θα επιθυμούσε, αφού αποφοιτήσει από σχολή ναυπηγών, να εργαστεί σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία, να βγάλει τόσα χρήματα όσα χρειάζεται ώστε να αγοράσει τρία αμάξια (εκ των οποίων το ένα θα είναι αγωνιστικό), καθώς κι ένα πολυτελές σπίτι με πισίνα.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα διαβάζοντας αυτό το κείμενο ήταν πως μάλλον λίγα ζητάει το παιδί. Ας προσθέσουμε και μια παραθαλάσσια βίλα, ή μερικά αυτοκίνητα επιπλέον – ένα για κάθε μέλος της οικογένειάς του, ως δώρο. Δεν θα ήταν άσχημα και μια γερή δόση χρυσαφικά για τη γυναίκα, ή ένα δωμάτιο πανάκριβα ρούχα. Μα και πάλι, λίγα είναι – κρίμα να υποφέρει το παιδί. Ας γίνει ιδιοκτήτης μιας ολόκληρης αλυσίδας ρούχων και αυτοκινήτων, να μη νιώσει πως του λείπουν.

Μα αυτές οι σκέψεις δεν κράτησαν για πολύ. Σύντομα η χιουμοριστική διάθεση παραχώρησε τη θέση της στην κριτική. Γιατί η επιθυμία του παιδιού να αποκτήσει άφθονο χρήμα, τρία αμάξια κι ένα σπίτι με πισίνα δεν είναι στην πραγματικότητα επιθυμία ενός παιδιού που σκέφτεται σαν παιδί – αλλά ενός παιδιού που σκέφτεται σαν ενήλικας.

Δεν υπάρχει τίποτα το «παιδικό» σε αυτή τη φιλοδοξία του. Ούτε καν εφηβικό. Εδώ μιλάει ένας ενήλικας της εποχής μας, εμποτισμένος από την υλιστική νοοτροπία της απόκτησης αγαθών, που έχει πάρει τη μορφή ενός παιδιού.

Αν με ρωτούσε ένα παιδί «τί μπορώ να ονειρευτώ;» θα του έλεγα «τα πάντα». Κάνε όνειρα δίχως κανένα όριο, φτάσε ως το φεγγάρι και ακόμα πιο μακριά. Θες να γίνεις αστροναύτης; Να θεραπεύσεις τον καρκίνο; Να φέρεις την παγκόσμια ειρήνη; Να γίνεις μεγάλος αθλητής ή καλλιτέχνης; Να διαπρέψεις στις επιστήμες; Ν’ αγοράσεις το μεγαλύτερο παιχνιδάδικο του κόσμου; Να μάθεις να πετάς; Να μάθεις ν’ αναπνέεις κάτω απ’ το νερό; Να ζήσεις μαγικές περιπέτειες; Να ανακαλύψεις άγνωστες χώρες; Να χτίσεις αποικίες στον Άρη; Να γυρίσεις τον κόσμο σε σκέιτμπορντ; Να ονειρεύεσαι δίχως όρια! Να ζητάς τα πάντα!

Μα τρία αμάξια κι ένα σπίτι με πισίνα; Αυτό είναι τα «πάντα» για σένα; Ως εκεί φτάνει η φαντασία σου; Εκεί τερματίζει το σύμπαν των ονείρων σου;

Φιλαράκο μου, ποιος να ευθύνεται που στέρεψε έτσι η σκέψη σου; Μήπως μιλούν οι γονείς σου πίσω από σένα; Οι γονείς που ανησυχούν από τώρα πώς θα «βολέψουν» το βλαστάρι τους – όλα χρειάζεται να είναι καλώς καθορισμένα, ο δρόμος ξεκάθαρος, ο στόχος συγκεκριμένος. Θα περάσεις σε εκείνη τη σχολή και θα βγάλεις τα αναγκαία χρήματα για να νιώσεις «ασφαλής». Γιατί τα όνειρα είναι άχρηστα, κύριοι, αν δεν αφορούν χειροπιαστά, ξεκάθαρα υλικά. Υλικά που μπορούμε ν’ αγοράσουμε (γιατί ως γνωστόν κάτι αξίζει μόνο αν μπορείς να το αγοράσεις). Και η ασφάλεια δεν είναι ψυχολογικό θέμα – αλλά οικονομικό. Τα παιδιά πλέον χρειάζεται από τα 12 τους χρόνια να σκέφτονται τον τρόπο που θα «τακτοποιηθούν». Από τα 11 – από τα 10, τα 9, τα 8. Μπα – από τη γέννησή τους κιόλας! Με το πού μάθουν να βαδίζουν στα δυο τους πόδια, είναι πια καιρός να καταστρώσουν τα σχέδιά τους για το μέλλον – ένα σπίτι, μια δουλειά, μια οικογένεια.

Μήπως μιλούν τα πολιτισμικά πρότυπα μιας κοινωνίας στηριγμένης στην κατανάλωση, την επιδειξιομανία και τις υλικές ανέσεις; Που θεωρεί ένδειξη κύρους την κατοχή ενός πολυτελούς σπιτιού ή ενός ταχύτατου αμαξιού, μα αδιαφορεί πλήρως αν τυχαίνει να είσαι γεννημένος μουσικός ή ζωγράφος, αν αγαπάς την έρευνα και τη μάθηση;

Πόσες φορές έχω δει εφήβους μες στα τρένα να γυροφέρνουν με το κινητό στο χέρι. Μα ποτέ δεν έχω δει εφήβους να κρατάνε κάποιο μουσικό όργανο.

Δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από την παιδική φαντασία, κύριοι! Επειδή ακριβώς γυρεύει το αδύνατο, επειδή ακριβώς στερείται ρεαλισμού! Αλίμονο αν μετατραπούν και τα παιδιά σε μικρογραφίες ενηλίκων! Αλίμονο σε όλους όσους τους περνάνε τέτοια πρότυπα!

Φίλε μου, η πισίνα και τα τρία αμάξια θα ‘πρεπε να είναι πολύ λίγα για σένα. Και τα τέσσερα και τα πέντε και τα εκατό αμάξια το ίδιο. Φαντάσου το αδύνατο! Γιατί αυτό θα μεταφέρεις μέσα σου, μια ζωή, όταν θα έχεις πλέον μεγαλώσει. Αυτό θα συνιστά την ψυχολογική κληρονομιά σου. Και άσε τα όνειρα για αμάξια και πισίνες στους γονείς σου – ως εκεί φτάνει η φαντασία τους.

Και αν η πραγματικότητα γύρω μας σας ενοχλεί, κύριοι... Να θυμάστε πως δεν χτίζεται ο μελλοντικός κόσμος στις εκλογικές διαδικασίες και στις γνωστές συγκρούσεις των πάντων με τους πάντες... μα στη σκέψη κάθε παιδιού, σήμερα, που απαντάει στην ερώτηση «πως φαντάζεσαι τον εαυτό σου όταν μεγαλώσεις»...



Don't Worry Be Happy

$
0
0




Ήταν το έτος 1673 όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο «Κατά Φαντασίαν Ασθενής» (“Le Malade Imaginaire”) του Μολιέρου. Κεντρικός του ήρωας ο Αργκάν, ένας υποχόνδριος, πεπεισμένος πως είναι άρρωστος με ένα κάρο διαφορετικούς τρόπους και πως η μοίρα του επαφίεται στα χέρια των γιατρών – τους οποίους και αντιμετωπίζει ως σωτήρες.

Ας δούμε ένα απόσπασμα απ’ το θεατρικό (σε μετάφραση Δημ.Χαρτουλάκη), στο οποίο ο Αργκάν έχει μόλις λάβει μια κακή διάγνωση και, απελπισμένος, συνομιλεί με τον – ψυχραιμότερο – αδερφό του, τον Μπεράλδο:


“ΑΡΓΚΑΝ: Α! Θεέ μου, πεθαίνω! Με κατάστρεψες, αδερφέ μου!

ΜΠΕΡΑΛΔΟΣ: Τι είναι; Τι τρέχει;

ΑΡΓΚΑΝ: Δεν αντέχω πια. Η εκδίκηση της γιατρικής πέφτει καταπάνω μου!

ΜΠΕΡΑΛΔΟΣ: Μα την πίστη μου! Αδερφέ μου, είσαι τρελός. Και πολύ στενοχωριέμαι για τούτα που κάνεις. Έλα, σε παρακαλώ, στα λογικά σου. Έλα στα συγκαλά σου. Μη γίνεσαι παίγνιο της φαντασίας σου.

ΑΡΓΚΑΝ: Είδες, αδερφέ μου, τι τρομερές αρρώστιες μου αράδιασε [ο γιατρός]; Eίπε πως ύστερα από τρεις μέρες δεν υπάρχει πια θεραπεία.

ΜΠΕΡΑΛΔΟΣ: Κι επειδή το είπε, είναι κιόλας καμωμένο; Τι είναι αυτός; Προφητης; Άμα σ’ ακούει κανείς νομίζει πως ο γιατρός κρατάει στα χέρια του το νήμα της ζωής σου και πως από θεϊκή εξουσία το μακραίνει και το κονταίνει όπως του αρέσει. Σκέψου πως οι πρώτες αρχές της ζωής σου είναι μέσα σου και πως η οργή του γιατρού είναι ανίκανη να σε κάνει να πεθάνεις, όπως είναι ανίκανα και τα φάρμακά του να σου δώσουν ζωή.”


***


Τί θα έλεγε ο υποχόνδριος ήρωάς μας αν ζούσε άραγε σήμερα; Τον φαντάζομαι να διαβάζει αγωνιωδώς ιατρικά περιοδικά ή συνδέσμους στο ίντερνετ, να νιώθει πως τον περιτριγυρίζουν από παντού κίνδυνοι και ασθένειες και να βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση άγχους για τα πάντα. Δεν είναι δύσκολο το τελευταίο σε μια εποχή που προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε κάνει να αγχώνεσαι – και που ιατρικοποιεί και το παραμικρό πρόβλημα, παρουσιάζοντάς το ως δυνάμει «πάθηση».

Μα όπως λέει ο Μολιέρος «οι πρώτες αρχές της ζωής σου είναι μέσα σου»... Η υγεία και η αρρώστια (ως ένα βαθμό!) πηγάζουν από τον εαυτό σου. Όσο πιστεύεις πως είσαι άρρωστος, τόσο περισσότερο αρρωσταίνεις. Και αν είσαι πραγματικά άρρωστος, όσο αποζητάς τη θεραπεία σου μονίμως «έξω» από σένα (σε φάρμακα, γιατρούς, κλπ), αγνοώντας την ψυχολογία σου, τόσο πιο εξαρτημένος νιώθεις – άρα και αδύναμος, άρα και άρρωστος.

Αιώνες μετά τον Μολιέρο θα αποδεικνυόταν πως ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουμε είναι ψυχοσωματικά - εκεί δηλαδή που η ψυχή τα βρόντηξε με το σώμα, λέγοντάς του, «πάρ’ τα λοιπόν, αφού με έχεις γραμμένη»...

Συμπέρασμα: Απομάκρυνε τυχών αγχογόνους παράγοντες, διώξε άτομα που σου τη δίνουν, στείλε στο διάολο τα ξέχειλα κατάθλιψη μέσα ενημέρωσης, κουβάλα λιγότερα βάρη πάνω στη ράχη σου και πάρε μερικές ανάσες πού και πού.


Και να γουστάρεις την πάρτη σου, γιατί αν δεν το κάνεις εσύ, τότε ποιος.



Το Θηρίο Μέσα σου... Ένα αφιέρωμα στον "Άρχοντα των Μυγών"

$
0
0





«Το θέμα είναι: Υπάρχουν φαντάσματα, Πίγκυ; Ή θεριά;», ρώτησε ο Ραλφ.

 «Βεβαίως και δεν υπάρχουν».

«Γιατί όχι;»

«Γιατί τότε τίποτα δεν θα είχε νόημα. Τα σπίτια και οι δρόμοι και... η τηλεόραση... δεν θα λειτουργούσαν».

«Σε τούτο το νησί, όμως, δεν υπάρχουν όλα αυτά. Αν μας παρακολουθούν και περιμένουν;»



Ήταν 1954 όταν ο κόσμος, τινάσσοντας ακόμα από πάνω του τις στάχτες ενός Πολέμου, είδε να δημοσιεύεται ένα παράξενο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο Άρχοντας των Μυγών» [“LordOfTheFlies”]. Συγγραφέας του ένας Βρετανός, ο WilliamGoldingΤον πρώτο καιρό το βιβλίο δεν σημείωσε ιδιαίτερη απήχηση, μα με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του εξαπλώθηκε – και τελικά καταξιώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της βρετανικής λογοτεχνίας του 20ουαιώνα. Θέμα του μυθιστορήματος μια μεγάλη ομάδα παιδιών που πέφτουν από ένα αεροπλάνο και καταλήγουν, μόνα, σ’ ένα ακατοίκητο νησί, καταμεσής του μεγάλου ωκεανού...

Ο συγγραφέας δεν μας εξηγεί πως βρέθηκαν τα παιδιά στο αεροπλάνο, ή ποια υπήρξε η προηγούμενη ζωή τους. Γνωρίζουμε μόνο πως προέρχονται από καλοστεκούμενες βρετανικές οικογένειες της αστικής τάξης – έχοντας συνηθίσει σ’ έναν άνετο τρόπο ζωής, πηγαίνοντας σχολείο, συμμετέχοντας σε μουσικές ή αθλητικές ομάδες, παίζοντας παιχνίδια και πίνοντας το τσάι τους στις πέντε.

Οι γονείς τους όμως φαίνεται πως πολεμούν σε κάποιο απροσδιόριστο πόλεμο, κάπου μακριά, πέρα απ’ τα ήσυχα νερά του ωκεανού... έναν πόλεμο που αναφέρεται έμμεσα, σαν κάτι μακρινό, κάτι που δεν σχετίζεται με το δικό τους κόσμο – μα αφορά τον κόσμο «των μεγάλων». Και τα παιδιά, ντυμένα ακόμα στις σχολικές στολές τους, έχοντας πια βρεθεί καταμεσής ενός άγνωστου νησιού, καλούνται να επιβιώσουν μοναχά τους.






Στην αρχή όλα μοιάζουν με παιχνίδι – και ο συγγραφέας, γράφοντας σε μια απλή, σχεδόν παιδική γλώσσα, μας δημιουργεί μια αντίστοιχη διάθεση. “Σύμφωνοι, είμαστε μόνοι μας στο νησί, μα όπου νά ‘ναι θα έρθουν οι Μεγάλοι να μας σώσουν. Στο μεταξύ λοιπόν ας το φχαριστηθούμε!”. Έτσι φαίνεται να σκέφτονται τα παιδιά του βιβλίου... συστήνονται λοιπόν ο ένας στον άλλο, χτίζουν πρόχειρες (από φυτά και ξύλα) κατασκευές για διαμονή, εκλέγουν έναν «αρχηγό» ανάμεσά τους και ζουν μαζεύοντας φρούτα, πίνοντας νερό και παίζοντας ανέμελα στην παραλία... Τι ωραίο που είναι να είσαι παιδί! σκέφτεσαι.

Μέχρι που οι σκιές πυκνώνουν στο νησί... και τα παιδιά σταδιακά αποκαλύπτουν μια βαθύτερη πτυχή τους. Ως τώρα είχαν μάθει να ζουν εντός ενός πολιτισμένου πλαισίου. Μα τώρα που το πλαίσιο αυτό απέχει· τώρα που δεν υπάρχουν γύρω τους τα σπίτια, το σχολείο, η τηλεόραση, οι ειδήσεις, το πρόγραμμα της καθημερινότητας·τώρα που απουσιάζουν οι Μεγάλοι και ο κόσμος τους·τώρα που λείπουν οι κανόνες συμπεριφοράς, τα «σωστά» και τα «λάθος», οι κώδικες ηθικής, η αίσθηση συμμετοχής σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο...

Τώρα που καλούνται να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό πλαίσιο αναμεταξύ τους, μια δική τους μικρή κοινωνία εκ του μηδενός – τί κοινωνία θα είναι αυτή;

Και αν ο «πολιτισμός» δεν είναι κάτι που μας χαρακτηρίζει, σε βάθος, σαν ανθρώπινα όντα... μα συνιστά μονάχα ένα προκάλυμμα; Απόκρυψη μιας βαθύτερης τάσης που δε γνωρίζει όρια, που ρέπει τόσο προς την απόλυτη ελευθερία, όσο και προς την απόλυτη βαρβαρότητα; Και αν τα φαντάσματα που φοβούνται τα παιδιά, πως κρύβονται κάπου μέσα στο νησί, δεν κρύβονται παρά μέσα στους ίδιους τους εαυτούς τους;

Το έργο αυτό, φαινομενικά ένα βιβλίο που μιλάει για παιδιά, είναι στην πραγματικότητα μια δήλωση γύρω απ’ την ανθρώπινη κατάσταση. Και το γεγονός πως ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί αποκλειστικά παιδιά ως χαρακτήρες εντείνει ακόμα περισσότερο τον προβληματισμό. Γιατί συχνά μέσα από τον αυθορμητισμό ενός παιδιού μπορούμε να δούμε τον ενήλικα σε ακατέργαστη μορφή – δίχως τα διάφορα «φίλτρα» του πολιτισμού. Μακριά από ταινίες, βιβλία ή απλά τα νέα στις ειδήσεις, η εικονική βία των οποίων φτάνει να μας δημιουργεί μια ευχάριστη ψευδαίσθηση: πως όλα αυτά είναι «πέρα και έξω» από μας, κι εμείς, οι «πολιτισμένοι», τα σχολιάζουμε εξ’ αποστάσεως...

Μέχρι να βρεθούμε οι ίδιοι καταμεσής μιας κατάστασης όπου τα μέσα του πολιτισμού απέχουν εντελώς. Όπως τα παιδιά του βιβλίου. Τί μένει τότε από όλα εκείνα που μας έκαναν πολιτισμένους; Τί μένει από εκείνα που μας έκαναν ανθρώπους;

Υπάρχουν φαντάσματα λοιπόν; Υπάρχει κάποιο θηρίο που κρύβεται εκεί πέρα στα δέντρα, πίσω από τους θάμνους και περιμένει να έρθει η νύχτα για να επιτεθεί;






Η Λεπτή Γραμμή μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης



«Κύμα το κύμα, ο Ραλφ παρακολουθούσε τη θάλασσα να σηκώνεται και να πέφτει, μέχρι που του φάνηκε πως το μυαλό του είχε μουδιάσει. Μετά, σιγά σιγά, το σχεδόν άπειρο μέγεθος αυτής της έκτασης επιβλήθηκε στην προσοχή του. Αυτό ήταν το χώρισμα, το φράγμα. Στην άλλη πλευρά του νησιού, τυλιγμένος το μεσημέρι από τους αντικατοπτρισμούς, προστατευμένος από την ασπίδα της γαλήνιας λιμνοθάλασσας, μπορούσες να φαντάζεσαι τη διάσωση· αλλά εδώ, βλέποντας την ωμή δύναμη του ωκεανού, τα μίλια που σε χώριζαν από την πατρίδα, ένιωθες ανίσχυρος, ένιωθες καταδικασμένος, ένιωθες...»


Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε ονειρευτεί ένα νησί σαν εκείνο του μυθιστορήματος. Φοίνικες, φρούτα σε αφθονία, παραλίες με παρθένα λευκή άμμο, πλούσια βλάστηση, και μια θάλασσα γαλάζια σαν πίνακας ζωγραφικής.

Μα ακόμα και το ωραιότερο μέρος του κόσμου δύναται να μεταμορφωθεί σε σκηνικό ενός εφιάλτη – γιατί δεν είναι το περιβάλλον καθ’ εαυτό που έχει σημασία, μα η θέση μας σε αυτό. Είναι πολύ διαφορετικό να επισκέπτεσαι ένα τόσο μαγευτικό νησί σαν επισκέπτης ή τουρίστας... ή να έχεις κάποιο σπίτι όπου μπορείς να δραπετεύεις απ’ τη βαβούρα της καθημερινότητας... και πολύ διαφορετικό αν καλείσαι να ζήσεις εκεί πέρα, δίχως κανένα μέσο στη διάθεσή σου που θα μπορούσε να σου κάνει τη ζωή ευκολότερη. Εδώ δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, δεν υπάρχουν Μέσα, δεν υπάρχει ίντερνετ – το οποίο δίνει την αίσθηση μιας «επαφής» ακόμα και στον πιο απομονωμένο άνθρωπο του κόσμου. Όχι – εδώ είσαι εσύ και η φύση, στην πιο πρωτόγονη μορφή της.

Οι άνθρωποι ασφαλώς έζησαν για εκατομμύρια χρόνια σε συνθήκες σαν αυτές, στη διάρκεια της εξέλιξής τους. Έμαθαν να επιβιώνουν, μα ακόμα σημαντικότερο – έμαθαν να ζουν συλλογικά, μέσα σε κοινωνίες, καταμεσής των συνανθρώπων τους και σε αρμονία με τη φύση. Λέγοντας «κοινωνίες» δεν αναφερόμαστε φυσικά σε σπίτια και δρόμους... «Κοινωνία» είναι οποιαδήποτε μορφή συλλογικής συμβίωσης – τέτοια υπάρχει και στα ζώα. Μα στον άνθρωπο έπαιξε καθοριστικό ρόλο το στοιχείο της Εξέλιξης – και οι κοινωνίες του έγιναν κάποια στιγμή πολιτισμοί...






Τί γίνεται όμως αν ρίξεις τον σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο καταμεσής των ίδιων εκείνων συνθηκών που έζησαν κάποτε οι μακρινοί του πρόγονοι; Τον άνθρωπο που έχει μάθει να ζει στις πόλεις του, στα διαμερίσματά του, με το καθημερινό του πρόγραμμα, τις δουλειές, τις ειδήσεις και τον υπολογιστή του;

Σε αντίθεση με εκείνους που έχτισαν άλλοτε βήμα βήμα το δρόμο τους, που έμαθαν μέσα από χιλιάδες χρόνια την αξία της συνεργασίας και της συλλογικότητας, δίχως την οποία δεν θα είχαν επιβιώσει, ο πολιτισμένος άνθρωπος τα θεωρεί όλα δεδομένα. Ποτέ δεν προσπάθησε να οικοδομήσει κάτι από αυτά, γιατί τα είχε πάντα έτοιμα. Θεωρεί πως «φέρει» μέσα του τον πολιτισμό – και ως ένα βαθμό το κάνει. Οι συνήθειες, η γλώσσα και ο τρόπος σκέψης του τον ακολουθούν, ακόμα και στην πιο έρημη βραχονησίδα.

Μα «πολιτισμός» δεν είναι μόνο οι εφημερίδες, τα λεωφορεία και το χτύπημα κάρτας στη δουλειά. Πολιτισμός είναι και τα ήθη, οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι συλλογικές αξίες. Αν λοιπόν ο πολιτισμένος αυτός φίλος μας βρεθεί καταμεσής ενός νησιού, παρέα με άλλους σαν αυτόν και προσπαθήσει να οικοδομήσει μια στοιχειώδη μορφή συλλογικής οργάνωσης, το εύλογο ερώτημα είναι: θα τα καταφέρει άραγε; Ή θα διαπιστώσει στην πορεία πως θεώρησε υπερβολικά δεδομένα κάποια πράγματα;

Γιατί αν δεν τα καταφέρει, θα διαπιστώσει πως με τρομακτική ευκολία ο παραδεισένιος αυτός τόπος μπορεί να μετατραπεί σε κόλαση... Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και την περίφημη εκείνη στιγμή όπου ο Ζαν Πολ Σαρτρ δήλωνε πως «Η Κόλαση είναι οι Άλλοι»...






Μια γνωριμία με τους βασικούς χαρακτήρες



«Σοβαρά μιλάω», ψιθύρισε ο Πίγκυ. «Αν δεν γυρίσουμε γρήγορα στην πατρίδα, θα μας στρίψει εντελώς».

«Θα παλαβώσουμε», είπε ο Ραλφ.

«Θα 'μαστε για δέσιμο».

«Θα τρελαθούμε».

Ο Ραλφ έσπρωξε τις υγρές μπούκλες απ'τα μάτια του. «Δεν γράφεις κάνα γράμμα στη θείτσα σου;» Ο Πίγκυ εξέτασε σοβαρά την πρότασή του. «Δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Και δεν έχω φάκελο, ούτε γραμματόσημο. Και δεν υπάρχει γραμματοκιβώτιο. Ούτε ταχυδρόμος».

Η επιτυχία του μικρού του αστείου ενθουσίασε τον Ραλφ. Αρχισε να χασκογελάει τόσο ασυγκράτητα, που το κορμί του χοροπηδούσε και τρανταζόταν ολόκληρο.

Ο Πίγκυ τον αποδοκίμασε, χωρίς όμως να χάσει την αξιοπρέπειά του.

«Δεν ήταν και τόσο αστείο αυτό που είπα...»


Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου είναι πως οι χαρακτήρες του δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την κατάστασή τους. Μπορεί να προέρχονται όλοι από το ίδιο «πολιτισμένο» πλαίσιο, μα στα πλαίσια της νέας τους ζωής η συμπεριφορά τους ποικίλλει. Και αυτό θα μπορούσαμε να το δούμε ως μια ενθαρρυντική ένδειξη: δεν αρκούν οι συνθήκες από μόνες τους για να τροποποιήσουν έναν άνθρωπο. Σημασία έχει και αυτό που, ήδη, κουβαλάει μέσα του από πριν.






Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του βιβλίου ξεχωρίζει ο κεντρικός ήρωας, Ραλφ – κυρίως μέσα από τα δικά του μάτια βλέπουμε να ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας. Είναι ο εκλεγμένος αρχηγός της ομάδας και μέλημά του, πρωτίστως, είναι η συλλογική τους διάσωση. Βάζει την ομάδα πάνω από τον εαυτό του και προσπαθεί να σκεφτεί ορθολογικά. Μα δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του – έχει ανάγκη από κάποιο στιβαρό βράχο, πάνω στον οποίο να μπορεί να στηρίζεται πού και πού.

Ο βράχος αυτός θα μπορούσε να λέγεται Πίγκυ. Ο χοντρούλης με τα γυαλάκια που όλοι κοροϊδεύουν, ο Πίγκυ αποδεικνύεται ο πλέον ορθολογιστής της ομάδας. Δεν πιστεύει σε φαντάσματα και θηρία, παρέχει τις πλέον ψύχραιμες συμβουλές, ενώ συχνά στα μάτια του η συμπεριφορά των υπολοίπων παιδιών φαντάζει υπερβολικά... παιδική. 

Από κάποιες απόψεις ο Πίγκυ είναι ένας ώριμος, λογικός ενήλικας μεταμφιεσμένος σε παιδί. Μα αυτό δεν είναι αρκετό για να κερδίσει το σεβασμό της ομάδας... στα δικά τους μάτια παραμένει «εκείνος ο χοντρός με τα γυαλιά». Ίσως αυτή να είναι και η εκδίκησή τους, απέναντι στο γεγονός και μόνο πως είναι διαφορετικός. Ή απέναντι στο γεγονός πως είναι υπερβολικά λογικός για ένα παιδί.

Στα μάτια της πλειοψηφίας δεν μετράει η λογική, η γνώση και η σύνεση. Μετρούν το νταηλίκι, οι μεγάλες κουβέντες και το στιβαρό ανάστημα. Ο εύκολος εντυπωσιασμός. Ένα πρόσωπο σαν τον Πίγκυ μοιάζει παράταιρο στην ομάδα – απλά και μόνο γιατί εκφράζει μια ψύχραιμη άποψη, ασύμφωνη με εκείνη της πλειοψηφίας. Και φυσικά γιατί δεν μοιάζει εξωτερικά με αυτούς. Και αν κάνετε παραλληλισμούς με τη δική μας, ενήλικη και σύγχρονη πραγματικότητα, τότε κάνετε πολύ καλά. Γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο στον «Άρχοντα των Μυγών».






Ο τύπος που κατορθώνει να εντυπωσιάσει τα πλήθη με την παρουσία του ονομάζεται Τζακ. Είναι το αντίπαλο δέος του Ραλφ, τον οποίο και ανταγωνίζεται στο θέμα της αρχηγίας. Είναι ψηλός και δυναμικός – μα πάνω απ’ όλα κατέχει την ικανότητα του κυνηγού. Στη μορφή του τα παιδιά βλέπουν έναν παροχέα τροφής – άρα ένα σημαντικό πρόσωπο, άξιο για αρχηγία. Είναι ένας εξαιρετικός δημαγωγός που κατορθώνει να εκμεταλλευτεί τις αρχέγονες επιθυμίες της ομάδας για να αναδειχτεί – τα ζωικά τους ένστικτα. Δεν απευθύνεται στη λογική – μα στο θυμικό τους.

Πάνω απ’ όλα είναι Δυνατός. Και αυτό, στα μάτια των παιδιών, μοιάζει να αρκεί. Στα μάτια τους σημασία δεν έχει τόσο η λογική, όσο η δύναμη και ο εντυπωσιασμός... Αναρωτιέμαι: Αν δούμε το θέμα της «δύναμης» από τη δική μας ενήλικη σκοπιά, που διαμεσολαβείται μέσα από παράγοντες όπως το χρήμα, η κοινωνική επιρροή, το εξωτερικό περίβλημα, ή το κοινωνικό status… τότε πόσοι αφήνονται να κατευθυνθούν από τη «δύναμη» αυτού του τύπου στις μέρες μας... και πόσοι από τον ορθό λόγο; Μπορεί άραγε η δύναμη του δεύτερου να υπερνικήσει την επιρροή που ασκούν οι πρώτοι παράγοντες;

Τέταρτος σημαντικός χαρακτήρας είναι ο Σάιμον. Το πιο μυστήριο από τα παιδιά, βαθιά εσωστρεφές, που μοιάζει να έχει κάποια περίεργη μορφή ψύχωσης – ή ενδεχομένως ένα ιδιαίτερο χάρισμα να αφουγκράζεται τη «βαθύτερη ουσία» των όντων που τον περιβάλλουν. Ο διάλογός του με την αποκεφαλισμένη κεφαλή του γουρουνιού ανήκει στις κλασικότερες στιγμές του έργου.

Είναι εξάλλου ο πρώτος που δηλώνει πως ίσως τελικά να μην υπάρχει κάποιο «θηρίο» εκεί έξω. Ίσως το «θηρίο να είμαστε εμείς»...

Μα τα υπόλοιπα παιδιά γελούν με τη δήλωσή του.






Η Πηγή του Φόβου



«Υπάρχουν γιατροί για το καθετί, ακόμη και για το μυαλό. Δεν φαντάζομαι να πιστεύετε στ'αλήθεια ότι πρέπει συνέχεια να φοβόμαστε; Η ζωή», είπε ο Πίγκυ, «είναι επιστημονική, αυτό είναι. Σε κάνα δυο χρόνια, όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πηγαινοερχόμαστε στον Άρη. Ξέρω ότι δεν υπάρχει θεριό - όχι με δόντια και τέτοια δηλαδή -, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχει και φόβος». Ο Πίγκυ έκανε μια παύση. «Εκτός κι αν...»

Ο Ραλφ, ανήσυχος, έκανε μια χειρονομία.

«Εκτός κι αν τι;»

«Εκτός κι αν αρχίσουμε να φοβόμαστε τους ανθρώπους».


Λένε πως οι φόβοι της παιδικής μας ηλικίας είναι οι μεγαλύτεροι φόβοι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί αποκλειστικά παιδιά για το μυθιστόρημά του. Διαβάζοντας την ιστορία τους γινόμαστε κι εμείς παιδιά και ζούμε τους φόβους τους – γιατί ένα φαινόμενο που στα μάτια ενός εξορθολογισμένου ενήλικα θα απορριφθεί ως φαντασίωση, στα μάτια ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει γνήσιο αίσθημα τρόμου.

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως το βιβλίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για έναν μεταγενέστερο συγγραφέα ιστοριών τρόμου: τον Στήβεν Κίνγκ. Ο Κινγκ ανήκε στους μεγαλύτερους θαυμαστές του «Άρχοντα των Μυγών» και μπορούμε να δούμε την επιρροή που του άσκησε σε βιβλία όπως το «Αυτό» - εκεί που οι φόβοι της παιδικής ηλικίας εμπνέουν μια απ’ τις μεγαλύτερες ιστορίες τρόμου της νεότερης λογοτεχνίας.

Σχεδόν απ’ το ξεκίνημα του «Άρχοντα των Μυγών» γίνεται λόγος για ένα μυστήριο πλάσμα που κατοικεί κάπου στο βάθος του νησιού – ένα πλάσμα που δεν είναι άνθρωπος και η σκέψη του σκορπίζει τον τρόμο στα παιδιά. Λένε πως έχει πλοκάμια και τερατώδες βλέμμα. Λένε πως ξυπνά τις νύχτες και γυροφέρνει στο βαθύτερο σημείο του νησιού... εκεί όπου τα παιδιά αποφεύγουν να πάνε. Το αποκαλούν «Θηρίο» και η σκιά της ιδέας του και μόνο απλώνεται πάνω απ’ την ήσυχη ακρογυαλιά σα μαύρο σύννεφο.






Δύο παιδιά μόνο αντιστέκονται στην ιδέα του «θηρίου»: ο ορθολογιστής Πίγκυ· και ο εσωστρεφής Σάιμον. Προσπαθούν να βρουν μια λογική εξήγηση, καταμεσής ενός κόσμου όπου δεν έχει πια καμία βάση για να υποστηρίξει τη λογική. Γιατί εδώ πια δεν υπάρχουν οι Μεγάλοι... και δεν υπάρχει ο πολιτισμός που έκτισαν.

Μα η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών παραδίδονται στο αντικείμενο του φόβου τους. Και σταδιακά τα βλέπουμε να μεταμορφώνονται, κραδαίνοντας όπλα, βάφοντας τα πρόσωπά τους με τρομακτικά χρώματα, χορεύοντας φρενήρεις χορούς και βγάζοντας έξαλλες κραυγές μέσα στη νύχτα. Στην προσπάθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν το Άγνωστο που τους τρομάζει, υιοθετούν σταδιακά τη μορφή Του. Μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με αρχέγονους Ιθαγενείς, σαν εκείνους που ξόρκιζαν άλλοτε το Κακό με θυσίες και τελετουργικά.

Πλέον δεν έχει σημασία η λογική, μα η συλλογική ισχύς, το κύρος του δυνατότερου και ο αρχέγονος νόμος της βίας. Σκοπός πλέον δεν είναι η συμφιλίωση με τη φύση, μα η κυριαρχία πάνω της. Και για να υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται ο ίδιος σε θηρίο – πιο τρομακτικό από κάθε άλλο.

Κι ενώ η κεφαλή του σφαγμένου γουρουνιού δείχνει να χαχανίζει με νόημα πάνω στον ξύλινο στύλο. Κι ενώ οι μύγες γυροφέρνουν βουίζοντας το υπνωτιστικό τραγούδι τους.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο  «Άρχοντας των Μυγών»;



by Sam Weber


Επίλογος



«Το μυαλό του γλίστρησε στη σκέψη μιας πολιτισμένης πόλης, όπου η αγριότητα δεν θα τολμούσε να πατήσει το πόδι της. Τί θα μπορούσε να είναι πιο ασφαλές απ’ τον σταθμό των λεωφορείων με τα φώτα του και τους τροχούς του;»


Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Ραλφ, συχνά πιάνει τον εαυτό του ν’ αναπολεί τα περασμένα – την εφησυχαστική ασφάλεια της πόλης, τον κόσμο όπου όλα έμοιαζαν σε τάξη, τη προγενέστερη ζωή του στον πολιτισμό.

Μήπως όμως ακόμα και αυτή η ασφάλεια που παρέχει η πολιτισμένη, αστική ζωή, δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα; Μήπως είναι απλά το παχουλό χαλί που στρώνουμε πάνω από ένα πελώριο στρώμα σκόνης και βρωμιάς, ώστε να καλύψουμε τα ίχνη της;

Και αν τελικά καταλήξουμε ν’ αντιπαραβάλλουμε την «άγρια» ζωή του νησιού με την «πολιτισμένη» ζωή της πόλης... Το «Εκεί» και το «Εδώ», το «Αυτοί» και το «Εμείς»... Αν φτάσουμε να τα διαχωρίζουμε αναμεταξύ τους, λες και πρόκειται για δύο εντελώς διαχωρισμένους κόσμους... Μήπως τελικά δημιουργούμε ένα ακόμα Θηρίο, «πέρα και μακριά από εμάς»; Μήπως αρνούμαστε ν’ αντικρίσουμε το θηρίο μέσα στους εαυτούς μας;

Ωστόσο επιτρέψτε μου να κλείσω αυτό το αφιέρωμα με μια σχετικά αισιόδοξη νότα – αν και η τελευταία συνιστά αποκλειστικά προσωπική ερμηνεία σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό έργο. Γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου του Γκόλντινγκ είναι πως δενμετατρέπονται όλα τα παιδιά σε «μικρούς άγριους». Δεν υποτάσσονται όλα στα χαρίσματα του «Ηγέτη», δεν ακολουθούν τυφλά τις επιταγές της Ομάδας, δεν εγκαταλείπουν κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας, δεν παραδίδονται στη λαίλαπα, στη δύναμη της ρουφήχτρας. Κάποια αντιστέκονται στη μαγική αυτή επίδραση.

Θα ‘λεγε κανείς πως σε κάποια παιδιά τα αληθινά γνωρίσματα του Πολιτισμού – η συνεργασία, η επικοινωνία, ο ορθός λόγος, η κριτική και ο νόμος που πηγάζει μέσα από τη συλλογική αποδοχή, όχι τον καταναγκασμό – επιζούν μέσα τους.


Νομίζω αυτός είναι ένας καλός τρόπος να κλείσω αυτή την παρουσίαση. Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου.


* Τα αποσπάσματα από το βιβλίο σε μετάφραση Ρένας Χατχουτ, εκδόσεις Καστανιώτη. Οι κινηματογραφικές φωτογραφίες από τη μεταφορά σε ταινία του 1963.


© Παρουσίαση και σχεδιασμός banner: Το Φονικό Κουνέλι




Μια ανάρτηση που έμεινε ανολοκλήρωτη

$
0
0




Κάθε ανάρτηση έχει κι ένα θέμα· μα η αποψινή σκέφτηκα να μην έχει κάποιο θέμα. Ή μάλλον, να έχει για θέμα της κάτι δίχως εξέλιξη και τέλος – κάτι που στην ουσία του μένει πάντα ανολοκλήρωτο.

Όλα ξεκίνησαν ακούγοντας μουσική – υπάρχουν ορισμένες ιστορίες που προκύπτουν μέσα από τραγούδια. Ακούγοντας λοιπόν στο τρένο το soundtrackτου NinoRotaαπό το «Νονό» – αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία soundtrackπου γράφτηκαν ποτέ, για μία από τις κορυφαίες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ – πλημμύριζαν τη σκέψη μου άφθονες εικόνες. Εικόνες δίχως συνοχή που έμοιαζαν περισσότερο με σκηνές από βίντεοκλιπ ή ενδεχομένως σκόρπιες καρτ ποστάλ: εύφορες εκτάσεις με σπιτάκια που λιάζονται σαν ικανοποιημένες γάτες... περαστικοί με καπέλα και ξεβαμμένα κοστούμια στις αποχρώσεις του σέπια... η μοναχική μορφή ενός ανθρώπου που παλεύει να τα βγάλει πέρα σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο... το θερμό χαμόγελο μιας γυναίκας που ένας νέος τη βλέπει στους δρόμους κάποιας γειτονιάς – και ορισμένες φορές στα όνειρά του... κάποιο παιδί μ’ ένα σκυλί ίσως, που τρέχουν στα σοκάκια, και απ’ το τρεχαλητό και τα παιχνίδια τους γίνονται ένα... εικόνες ενός κόσμου που χάθηκε... σκηνές μιας ζωής που πάντα υπήρξε, που πάντα θα υπάρχει, ίδια και απαράλλαχτη.

Κι ενώ οι νότες ξετύλιγαν το νήμα τους, σκέφτηκα πως ορισμένες από τις εικόνες αυτές θα μπορούσαν να δώσουν το υλικό για μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η ιστορία βρίσκεται εκεί, μέσα τους, όπως το γλυπτό βρίσκεται μέσα στην ακατέργαστη πέτρα... όπως ο πίνακας βρίσκεται μέσα στις μπογιές. Μένει το χέρι και ο συνθετικός νους ενός μαέστρου για να τα αναδείξει... Ένας οικοδόμος που χτίζει σπίτια με υλικά τη φαντασία, τα βιώματα και τις εικόνες που γεννούν διάφορες καταστάσεις μέσα του – ο δημιουργός.

Μα αμέσως μετά ακολούθησε μια διαφορετική σκέψη: Τόσες και τόσες ιστορίες δεν χτίζονται ποτέ. Τόσες και τόσες εξελίξεις μένουν στον αρχικό τους σπόρο – μένουν πάντα μια πιθανότητα, μια νοερή κατάσταση, μια πέτρα που δεν έγινε ποτέ γλυπτό.

Και αυτές οι ιστορίες είναι πολλαπλάσιεςσε σχέση με τις άλλες – χιλιάδες, εκατομμύρια... άπειρες. Γιατί να μη μιλήσουμε γι’ αυτές λοιπόν; Τις ιστορίες που όλοι πήγαμε να δημιουργήσουμε – μα ποτέ δεν έφτασαν στο τέλος τους.


Σκέψου τον έρωτα. Τόσοι μιλούν γι’ αυτόν και για τις σχέσεις και για την ομορφιά της εκπλήρωσής τους και όλα αυτά... Μα είναι ο άλλοςέρωτας εκείνος που έχει εμπνεύσει περισσότερο τις τέχνες... εκείνος για τον οποίο δεν θα δεις συμβουλές στα περιοδικά, δεν θα δεις εικόνες στα κοινωνικά δίκτυα και δεν θα παρατηρήσεις στα ζευγάρια γύρω σου: ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Ο έρωτας που κουβαλά κάθε άνθρωπος μέσα του, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακόμα κι εκείνος που δεν ερωτεύτηκε ποτέ – μα όντας ένας σιωπηλός έρωτας, ένας έρωτας μοναχικός, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του. Κρύβεται στη μοναξιά των ανθρώπων, στην απατηλή ατομικότητά τους.

Μπορεί να ήταν το βλέμμα εκείνης που είδες μια φορά μόνο και δεν ανταλλάξατε ποτέ κουβέντα· μπορεί να είναι εκείνη που γνώρισες σε λάθος φάση της ζωής σου... ή της δικής της ζωής· μπορεί να ήταν κάποια που υφάνατε στα γρήγορα κάτι με προοπτικές, μα το αφήσατε για κάτι άλλο – κι εκείνο ξέφτισε πριν καλά καλά αρχίσει. Τόσες ιστορίες. Μα καμιά δεν είχε τέλος – αρκετές δεν είχαν καν αρχή. Μα βρίσκονταν όλες εκεί, μέσα σου, σαν σπόρος, μια δυνάμει πραγματικότητα.

Σκέψου τις φιλοδοξίες μας. Θυμήσου τον καιρό, μικρή, που τραγουδούσες μόνη σου και έφερνες νοερά στη σκέψη το κοινό σου από κάτω να ζητωκραυγάζει... Φαίνεται πως η ιστορία της «Μεγάλης Τραγουδίστριας» που θα γινόσουν έμεινε καταχωνιασμένη στη μπανιέρα. Θυμήσου πάλι τον καιρό που διάβαζες ένα αγαπημένο σου βιβλίο και έπλαθες σχέδια για το «Βιβλίο» που κάποτε θα έγραφες ο ίδιος... Νά ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας που δεν εκκολάφθηκε ποτέ. Σκέψου πόσο πελώρια θα ήταν η Βιβλιοθήκη της ανθρωπότητας αν περιελάμβανε τα έργα που δεν γράφτηκαν ποτέ! Τα έργα που έμειναν στα σχέδια, νοερές εικόνες στη φαντασία μας και τίποτα περισσότερο! Θα άπλωνε πέρα, ως τα πέρατα του ηλιακού μας συστήματος!

Κι εκείνο το γραφικό «σπιτάκι στην εξοχή»; Κι εκείνο το ταξίδι σε «εκείνα τα εξωτικά νησιά»; Και το μεγάλο roadtripπου προγραμμάτιζες; Και αυτές οι «περιπέτειες»που φώλιαζαν μέσα σου, μα για κάποιο λόγο δεν ξεπρόβαλλαν; Μήπως ανήκες σ’ εκείνους που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο; Να ηγηθούν μιας επανάστασης; Μήπως επιθυμούσες να ανακαλύψεις άλλους κόσμους – μα διαπίστωσες πως τους έχουν πια ανακαλύψει όλους;

Αναρωτιέμαι. Υπάρχουν ακόμα ανεκπλήρωτες ιστορίες μέσα σου; Ή τις άφησες όλες να χαθούν;


***


Ακούω τη μουσική. Το soundtrackτου Νίνο Ρότα και για τις τρεις ταινίες είναι μαγικό, μα αν υπάρχει κάποιο κομμάτι που αγαπώ περισσότερο απ’ όλα, αυτό είναι αναμφίβολα το θέμα του “LoveTheme” – γι’ αυτό και επέλεξα να το συμπεριλάβω στο τέλος της ανάρτησης. Μια ανάρτηση που σκέφτομαι να την αφήσω δίχως γραπτό τέλος – ακόμα καλύτερα, να την κόψω απότομα. Να μοιάζει το κείμενο λες και κόπηκε στη μέση. Πως πήγε να πει κάτι, μα τελικά δεν το είπε ακριβώς με τον τρόπο που ήθελε – όπως κι εσύ δεν είπες ακριβώς με τον τρόπο που είπες τα λόγια που έπρεπε να πεις σ’ εκείνην την κοπέλα· όπως δεν εξελίχθηκαν αυτά τα όνειρα που έτρεφες με τον τρόπο που είχες φανταστεί· όπως τόσα και τόσα πράγματα γύρω μας συμβαίνουν κάθε μέρα.

Γιατί στον κόσμο που ζούμε τα περισσότερα γλυπτά μένουν αγκυλωμένα στην αρχική τους πέτρα. Και οι νοερές σκέψεις τις περισσότερες φορές δεν γίνονται ιστορίες – μένουν σκέψεις, εικόνες, σπίθες μιας φωτιάς που δεν άναψε.

Μα δεν επιθυμώ να μεταδώσω την αίσθηση κάποιας παραίτησης ή μιας παθητικότητας – λέξη που δεν συγκαταλέγεται στις αγαπημένες μου. Γιατί υπάρχει διαφορά σ’ εκείνον που ονειρεύεται... και σ’ εκείνον που έχει σταματήσει. Τί είναι εξάλλου η ζωή, αν όχι οι άπειρες εκείνες απιθανότητες που αγωνίζονται να γίνουν πιθανότητες – και έπειτα να υλοποιηθούν σε πράξεις. Μοιάζει με τα άφθονα εκείνα σπερματοζωάρια που παλεύουν να τρυπώσουν σ’ ένα ωάριο – μα τελικά μόνο ένα καταφέρνει. Κι έτσι χτίζεται η ζωή. Και τα υπόλοιπα; Τί να γίνει παιδιά – στα τυχερά παιχνίδια δεν υπάρχει παρά ένας μεγάλος νικητής.

Κάποιες φορές αρκεί να παίζεις το παιχνίδι.


Το ανεκπλήρωτο είναι η βάση των πάντων γύρω μας. Πάνω στα ερείπια του χτίζουμε κόσμους. Πάνω στα θεμέλιά του οικοδομούμε όνειρα. Είναι η φωτιά που καίει μέσα σου. Και δεν έχει τέλος, δεν μπορεί να έχει τέλος – γιατί γνωρίζει πως κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή. Και αν τελικά εκπληρωθεί ένα όνειρο, είναι μόνο για να δώσει τη θέση του σε άλλο. Έτσι τσουλάει η φάση.

Ό,τι ολοκληρώνεται τελειώνει. Ό,τι τελειώνει πεθαίνει. Μα στο ατελείωτο βρίσκεται ο σπόρος της συνεχούς δημιουργίας. Σκέψου τα έργα του Ντα Βίντσι – πόσο λίγα πρόλαβε να ολοκληρώσει· πόσα άφησε στη μέση.


Ίσως τελικά εκείνο που μπορούμε να – 



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #6: Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι

$
0
0




Για μια τελευταία φορά μέσα στο καλοκαίρι, το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει τη μικροσκοπική του πύλη – για να περάσεις από κει στον πελώριο κόσμο των βιβλίων.


Τα σημερινά αποσπάσματα χαρακτηρίζονται από την έντονη κριτική τους διάθεση και τις κοινωνικές τους προεκτάσεις. Κάποια μας ταξιδεύουν στο παρελθόν... άλλα στο μέλλον. Μα η κριτική είναι πανταχού παρούσα.

Θα μεταβείς σ’ έναν κόσμο όπου καίνε τα βιβλία και προάγουν τα τηλεπαιχνίδια και τα σόου – έναν κόσμο που εγκατέλειψε τη γνώση για χάρη της ανούσιας πληροφορίας και της διέγερσης των αισθήσεων. Θα φτάσεις σ’ έναν τόπο όπου η ομορφιά κατέληξε να εξαλείψει την ατομικότητα – καθώς όταν τα πρότυπα είναι πάντα Ίδια, η ομορφιά είναι πάντα Μία και η τεχνολογία πλέον την καθιστά δυνατή για όλους.

Θα ταξιδέψεις σε μια σκοτεινή, βρώμικη πολιτεία που εκπορνεύεται τη μιζέρια της. Θα αναλογιστείς πάνω στην ισοτιμία των δύο φύλων. Θα διαπιστώσεις πόσο χρήσιμες υπήρξαν οι γυναίκες στον Πόλεμο. Θα διαπιστώσεις πως οι βρυκόλακες δεν παίρνουν πάντα ανθρώπινη μορφή – μα συχνότερα, αποκτούν τη μορφή ιδεών και τρόπου σκέψης. Και, τέλος, θα πεις ένα τραγούδι – που όπως όλα τα τραγούδια, είναι πιο όμορφο από τους ανθρώπους.



Ο πολιτισμός της μόνιμης ικανοποίησης






Κάποτε στο μέλλον, οι άνθρωποι κατόρθωσαν τελικά ν’ αποκτήσουν μια αίσθηση μόνιμης χαράς. Το κράτος εξασφάλισε γι’ αυτό, γεμίζοντας την καθημερινότητά τους με Ψυχαγωγία και απομακρύνοντας μια για πάντα έναν απ’ τους πλέον αποσταθεροποιητικούς παράγοντες: τα βιβλία, τα οποία πλέον δεν χρειάζονται – γι’ αυτό και τα καίνε.


«Οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι χαρούμενοι, σωστά; Δεν το έχεις ακούσει, μέχρι τώρα στη ζωή σου; Θέλω να είμαι χαρούμενος, λένε οι άνθρωποι. Ε λοιπόν, δεν είναι; Δεν τους κάνουμε να βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, δεν τους παρέχουμε διασκέδαση; Γι'αυτόν τον σκοπό δε ζούμε, στο κάτω κάτω; Για ευχαρίστηση, για διέγερση; Οφείλεις λοιπόν να παραδεχθείς πως ο πολιτισμός μας παρέχει άφθονα από δαύτα". [...]

Δώσε στους ανθρώπους διαγωνισμούς και παιχνίδια στα οποία μπορούν να κερδίζουν, με το να θυμούνται τις λέξεις σε δημοφιλή τραγούδια, ή τις ονομασίες διάφορων πρωτευουσών, ή πόσο αυξήθηκε η παραγωγή του καλαμποκιού τη χρονιά που πέρασε. Γέμισε τους με δεδομένα, σφήνωσε τους μέχρι διαόλου με "γεγονότα", έτσι ώστε να αισθάνονται παραφουσκωμένοι, μα "ευφυείς", γεμάτοι πληροφορίες. Τότε θα νομίζουν πως σκέπτονται, θα τους παρέχεται μια αίσθηση κίνησης χωρίς να κινούνται καθόλου. Και θα είναι χαρούμενοι, καθώς δεδομένα σαν αυτά δε μεταβάλλονται.

Μη τους δώσεις μόνο γλιστερά, ρευστά πράγματα, όπως φιλοσοφία ή κοινωνιολογία, με τα οποία θα μπορούσαν ίσως να δουν πιο σφαιρικά. Εκεί βρίσκεται ο δρόμος της μελαγχολίας».


Από το βιβλίο "Fahrenheit 451"του Ray Bradbury, δημοσιευμένο το 1953. Στη θαυμαστή κοινωνία του “Φάρεναϊτ” τα βιβλία και το διάβασμα είναι απαγορευμένα. Ειδικά πυροσβεστικά σώματα ασφαλείας αναλαμβάνουν τον εντοπισμό τυχόν κρυμμένων βιβλίων και τα καίνε. Στους ανθρώπους συνίσταται να διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούνται με σόου, παιχνίδια και θεάματα, όχι να διαβάζουν, καθώς το δεύτερο (όπως αναφέρεται και στο απόσπασμα) "καλλιεργεί τη μελαγχολία".

Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε σε ταινία το 1966 από τον Φρανσουά Τρυφό. Αριστερά στην εικόνα το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, δεξιά η αφίσα της ταινίας.

Όσο αφορά τον τίτλο; "Φάρεναϊτ 451"θεωρείται ο βαθμός αυτοανάφλεξης των βιβλίων - το σημείο στο οποίο η αυξημένη θερμότητα τα τυλίγει μες στις φλόγες.

Θα επανέλθω στο συγκεκριμένο βιβλίο – και το θέμα – κάποια στιγμή μελλοντικά.



Ομορφιά και Ατομικότητα






Ένα επεισόδιο της κλασικής σειράς sci-fi "Η Ζώνη του Λυκόφωτος" (με τον τίτλο “Number12 LooksJustLikeYou”) περιέγραφε μια φουτουριστική κοινωνία στην οποία η τεχνολογία καθιστά δυνατό τον ολικό μετασχηματισμό της εξωτερικής εμφάνισης του ανθρώπου, έτσι ώστε να προσεγγίσουν όλοι το "τέλειο πρότυπο ομορφιάς" - μαθηματικά υπολογισμένο και σχεδιασμένο από υπερσύγχρονους υπολογιστές.

Οι υπολογιστές είχαν καταλήξει σε δύο "ιδανικά μοντέλα". Αψεγάδιαστα σε κάθε τους λεπτομέρεια, αγγίζοντας την ιδεατή τελειότητα των αρχαίων αγαλμάτων. Κάθε άνθρωπος, από την εφηβική του κιόλας ηλικία, καλούνταν να επιλέξει ανάμεσά τους - υπήρχαν αντίστοιχα δύο ανδρικά μοντέλα, και δύο γυναικεία. Σε αυτά είχαν δοθεί οι αριθμοί "8"και "12".

Το άτομο έκανε την επιλογή του και εν συνεχεία, χάρη στην εκπληκτική εξέλιξη της τεχνολογίας και των ιατρικών μεθόδων, γινόταν μια απίστευτη αλλαγή: Βγαίνοντας απ'τον ιατρικό θάλαμο, είχε μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά, έχοντας γίνει ίδιος σε κάθε λεπτομέρεια, με τα τέλεια εκείνα πρότυπα. Τώρα ήταν πια κι αυτός ιδανικός και αψεγάδιαστος! Τώρα ήταν όλοι τους πια τέλειοι, όμοιοι με αγάλματα θεών!

Tέλειοι - και απόλυτα ίδιοι, ο ένας με τον άλλον.

Αυτό το επεισόδιο σκέφτηκα, διαβάζοντας το ακόλουθο απόσπασμα του Μίλαν Κούντερα:


«Τι είναι η ομορφιά από μαθηματική σκοπιά; Υπάρχει ομορφιά όταν ένα αντίτυπο μοιάζει όσο γίνεται περισσότερο στο αυθεντικό πρωτότυπο. Ας φανταστούμε ότι έχουν βάλει στον υπολογιστή τις ελάχιστες και τις μέγιστες διαστάσεις όλων των μερών του σώματος: μεταξύ τριών και επτά εκατοστών για το μήκος της μύτης, μεταξύ τριών και οκτώ για το ύψος του μετώπου, και ούτω καθεξής. Άσχημος είναι ο άνθρωπος που το μέτωπό του έχει μήκος έξι εκατοστών και η μύτη του τρία μόνο. Ασχήμια: ιδιότροπη ποίηση του τυχαίου.

Σ'έναν ωραίο άνθρωπο, το παιχνίδι των τυχαίων έχει διαλέξει έναν μέσο όρο όλων των μέτρων. Ομορφιά: πεζότητα του ακριβούς μέσου. Στην ομορφιά, περισσότερο ακόμα παρά στην ασχήμια, εκδηλώνεται ο μη ατομικός, μη προσωπικός χαρακτήρας του προσώπου.»


Από την "Αθανασία" [“Nesmrtelnost”, 1990, μετάφραση Κ.Δασκαλάκη, εκδόσεις Εστία]



H φάμπρικα των ζητιάνων






«Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιωνάθαν Ιερεμίας Πήτσαμ της Α.Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα... η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχει τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο.

Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι άντε και το συνηθίσει ο άλλος δεν του λέει πια τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη προς κακοφανισμός σας, γίναμε γουρούνια. Πάρε παράδειγμα. Βλέπεις στη γωνιά του δρόμου έναν ωραίο, γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχωνο και κομμένο το δεξί του χέρι. Τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά νάσου πάλι ο κουλός στη γωνιά του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί μπροστά σου ο κουλός για τρίτη φορά σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). “ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ”. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δυο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε. Θυμόσαστε εκείνο το σπουδαίο: “ΔΩΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΟΥΝ”; Αυτό χάλασε κόσμο έναν ολόκληρο χειμώνα. Πάει κι αυτό, τέλειωσε. Το μπουχτίσανε και τώρα μόνο που πιάνει τόπο στα ράφια.

Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.»


Μπέρτολτ Μπρεχτ. Από την κλασική "Όπερα της Πεντάρας", σε μετάφραση Σ.Ματζίρη, εκδόσεις Δωδώνη. Πρώτο ανέβασμα το 1928.

Ενα έργο στο οποίο, μεταξύ άλλων, η ζητιανιά παρουσιάζεται ως μια κερδοφόρος επιχείρηση – αρκεί να γνωρίζεις τις απαιτήσεις της «Αγοράς». Ποια μορφή οίκτου λοιπόν «πουλάει» περισσότερο; Και πόσο καιρό θα έχει πέραση σε μια κοινωνία που έχει πλέον συνηθίσει σε όλα;



Τζέην Έυρ. Γυναίκες και Σουλτάνοι


Charlotte Brontë


Το μυθιστόρημα μας μεταφέρει κάπου στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Μια νεαρή γυναίκα, καλλιεργημένη, μα φτωχή και άσημη, βγαίνει με τον υποψήφιο σύζυγο της, εύπορο και αναγνωρισμένο. Η αγάπη τους είναι αμοιβαία. Ωστόσο οι διαφορές ανάμεσά τους μεγάλες. Εκείνος την κατευθύνει στα καλύτερα καταστήματα της πόλης, διατεθειμένος να της κάνει τα ωραιότερα δώρα - πλούσια ενδύματα και λαμπερά κοσμήματα. Η γυναίκα όμως μας αφηγείται:


«Χάρηκα πολύ όταν επιτέλους τον έβγαλα από το κατάστημα με τα μεταξωτά και ύστερα από ένα κοσμηματοπωλείο. Όσο πιο πολύ μου ψώνιζε, τόσο πιο πολύ ένιωθα το πρόσωπο μου να καίει από μια αίσθηση ενόχλησης και εξευτελισμού. Όταν μπήκαμε πάλι στην άμαξα και έγειρα πίσω αναψοκοκκινισμένη και εξαντλημένη, θυμήθηκα κάτι που μες στη φούρια των γεγονότων, ζοφερών και λαμπρών, το είχα λησμονήσει εντελώς: την επιστολή του θείου μου και την πρόθεση του να με ορίσει κληρονόμο του.

"Θα με ανακούφισε πολύ", σκέφτηκα, "αν είχα έστω και την ελάχιστη ανεξαρτησία. Αυτό το πράγμα, να με ντύνουν σαν να είμαι καμιά κούκλα, ή να κάθομαι σαν δεύτερη Δανάη και να λούζομαι καθημερινά από τη χρυσή βροχή, δεν τ'αντέχω καθόλου. [...] Αν είχα την προοπτική να συνεισφέρω κάτι στην περιουσία του, θα υπέφερα πιο εύκολα να συντηρούμαι τώρα απ'αυτόν".

Ανακουφισμένη κάπως απ'αυτή την ιδέα, τόλμησα να κοιτάξω πάλι τον κύριο και μνηστήρα μου στα μάτια, τα οποία αναζητούσαν επίμονα το βλέμμα μου, παρόλο που εγώ τ'απέφευγα, τόσο αυτά όσο και το πρόσωπό του. Όπως μου χαμογέλασε, σκέφτηκα ότι το χαμόγελό του ήταν ίδιο μ'αυτό που θα πρόσφερε ένας σουλτάνος, σε μια τρυφερή κι ευτυχισμένη στιγμή, σε μια δούλα που μόλις την είχε γεμίσει χρυσάφια και πετράδια. [...]

"Μη περιμένετε από μένα να αναπληρώσω το κενό του χαρεμιού σας", του είπα. "Ούτε να με θεωρείτε ισοδύναμη μ'ένα χαρέμι. Αν η όρεξη σας τραβάει τέτοια πράγματα, κύριε, εμπρός, μη κάθεστε. Τραβάτε στα παζάρια της Ισταμπούλ να σκορπίσετε σε αγορές δούλων τα χρήματα που σας περισσεύουν και που μου φαίνεται ότι εδώ δυσκολεύεστε να τα ξοδέψετε με ικανοποιητικό τρόπο".

"Κι εσύ τι θα κάνεις, Ζανέτ, όσο εγώ θα παζαρεύω τόσους τόνους σάρκας και μια τέτοια ποικιλία από μαύρα μάτια;"

"Θα προετοιμαστώ να γίνω ιεραπόστολος και να διδάξω την ελευθερία σ'όλους τους υπόδουλους ανθρώπους, των εγκλείστων του χαρεμιού σας συμπεριλαμβανομένων. Θα παρεισφρήσω εκεί και θα υποκινήσω στάση. Κι εσείς κύριε, ο μέγας σουλτάνος, πριν καλά καλά καταλάβετε τι συμβαίνει, θα είστε δεμένος και χειροπόδαρα στο έλεός μας. Κι εγώ δεν πρόκειται να δεχτώ να λύσω τα δεσμά σας, αν πρώτα δεν υπογράψετε έναν χάρτη, τον πιο φιλελεύθερο που παραχώρησε ποτέ δεσπότης".


Απόσπασμα από τη "Τζέην Έυρ"της Σάρλοτ Μπροντέ [μετάφραση Δ.Κικιζα, εκδόσεις Σμίλη]. Έργο δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1847 κι ένα από τα κλασικότερα λογοτεχνικά έργα του 19ουαιώνα.

Εν έτει 2014, πόσες άραγε να είναι οι ομοιότητες και πόσες οι διαφορές, όχι μόνο της στάσης των αντρών απέναντι στα "πολύτιμά τους τρόπαια", μα και των ίδιων των γυναικών απέναντι στον εαυτό τους και στη σχέση τους με το αντρικό φύλο;

Θα είχαν πολλά να διδαχτούν, και οι μεν και οι δε, από τη Τζέην Έυρ...



Γυναίκες στον Πόλεμο






Από το ημερολόγιο της Βιρτζίνια Γουλφ. 7 Ιουνίου του 1918, κι ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διένυε το τελικό του στάδιο...


«Είπαν στον Λ(έοναρντ) ότι οι επιδρομές γίνονται από γυναίκες. Σώματα γυναικών βρέθηκαν στα κατεστραμμένα αεροπλάνα. Είναι πιο κοντές και πιο ελαφρές, κι έτσι αφήνουν περισσότερο χώρο για τις βόμβες.

Ίσως είναι συναισθηματισμός, όμως η σκέψη αυτή μου φαίνεται ότι προσθέτει ένα ιδιαίτερο άγγιγμα τρόμου στη φρίκη".


Στην εικόνα, πάνω αριστερά, γυναίκες της αεροπορίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου, ποζάροντας μπροστά από πολεμικά αεροπλάνα... Κάτω, γυναίκες εργαζόμενες σε εργοστάσιο παραγωγής πολεμικών ειδών - εργοστάσια που οι ίδιες "επάνδρωναν" (πόσο χαζή, ειρωνική λέξη) τον καιρό εκείνο, καθώς οι άντρες εργαζόμενοι, συνήθως, ή πολεμούσαν, ή ήταν νεκροί. Δεξιά, η Βιρτζίνια Γουλφ.



Βρυκόλακες της σκέψης






«ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΝΓΚ: Ακούστε τι θέλω να πω. Ο λόγος που είμαι τόσο άτολμη και δειλή , είναι γιατί νιώθω κάτι το βρικολακιασμένο μέσα μου, που δε θα μπορέσω ποτέ να το ξεριζώσω όλως διόλου.

ΜΑΝΤΕΡΣ: "Πως το είπατε;"

ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΝΓΚ: "Βρικολακιασμένο. [...] Αλήθεια, Μάντερς, πάω να πιστέψω πως όλοι είμαστε βρικόλακες. Δε βρικολακιάζει μονάχα μέσα μας ό,τι έχουμε κληρονομήσει από μάνα και πατέρα. Παρά κι ένα σωρό παλιές, νεκρές θεωρίες, ένα σωρό παλιές, νεκρές ιδέες, κι άλλα πολλά ακόμα. Δε ζούνε μέσα μας, κι όμως τα 'χουμε στο αίμα μας, και δε μπορούμε να τα πετάξουμε από πάνω μας.

Μόλις πάρω να διαβάσω καμιά εφημερίδα, μου φαίνεται σα να ξεπετιούνται βρικόλακες, ανάμεσα από τις γραμμές. Θα είναι γεμάτος ο τόπος βρικόλακες. Αμέτρητοι θα είναι θαρρώ - σαν την άμμο της θαλάσσης. Κι από την άλλη μεριά όλοι μας, μικροί-μεγάλοι, έχουμε τέτοιον ελεεινό φόβο για το φως!»


Απόσπασμα από τους "Βρικόλακες"του Ερρίκου Ίψεν [σε μετάφραση Γ.Ν.Πολίτη, εκδόσεις Δωδώνη]. Θεατρικό που γράφτηκε το 1881 και διαπραγματευόταν την άλλη όψη της καθώς πρέπει κοινωνίας - την σκοτεινή πλευρά της, πέρα από τα σύνορα της συμβατικής ηθικής των καιρών. Έργο που χαρακτηρίστηκε "εμετικό", "νοσηρό"και "βλάσφημο"από μεγάλη μερίδα των κριτικών της εποχής.

Μα το σκοτεινό τους είδωλο μέσα στον καθρέπτη τους έκλεινε με νόημα το μάτι...Και, για δες, πράγμα παράξενο. Το είδωλο έδειχνε να μοιάζει με βαμπίρ...



Τα τραγούδια των ανθρώπων είναι πιο όμορφα απ’ τους ίδιους



banner design: το φονικό κουνέλι


«Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όμορφα από τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.

Πιότερο απ'τους ανθρώπους
τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια
μου 'τυχε ν'απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου,
όμως ποτέ μου στο τραγούδι
που τραγούδησα για αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια
μ'απατήσανε.

Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.

Σ'αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ'όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ'όσες χώρες γνώρισα
απ'όσα μπόρεσα να αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ'έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια...»


Ναζίμ Χικμέτ , "Τα τραγούδια των ανθρώπων". Απόδοση στα ελληνικά, Γιάννης Ρίτσος.




Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)
















Τα όρια της επιθυμίας μας

$
0
0




Ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς των τελευταίων 20-30 χρόνων έγινε διάσημος, μεταξύ άλλων, για ένα ρητό που θα το χαρακτήριζα ως μία από τις μεγαλύτερες... απάτες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο λόγος για τον Πάουλο Κοέλιο και τη ξακουστή εκείνη φράση: «όταν θέλεις πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το κατορθώσεις».

Έτσι έλεγε ο Κοέλιο, πουλώντας εύκολη αισιοδοξία και ελπίδα στον κόσμο. Και ο κόσμος το εκτίμησε δεόντως – ο συγγραφέας έγινε διάσημος κι έμαθε πως να κάνει μακροβούτια στα λεφτ... εε, στα βιβλία, ήθελα να πω.

Ας λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν ενδιαφέρονται για γνώση – μόνο για εύκολη παρηγοριά. Όταν μια φορά κι έναν καιρό ο Νίτσε έλεγε πως ο άνθρωπος μετριέται από το βάρος της γνώσης που μπορεί ν’ αντέξει, δεν μιλούσε τυχαία. Στο νιτσεϊκό σύμπαν ο κόσμος συνιστά αέναο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ αντίθετων δυνάμεων – δίχως σκοπό ή τελικό προορισμό, δίχως κάποια θεία πρόνοια που επιβλέπει τα πάντα. Μα σ’ ένα σύμπαν όπως εκείνο του Κοέλιο, τα πάντα ρυθμίζονται από μια ανώτερη δύναμη που θέλει το καλό μας – αρκεί να το επιθυμήσουμε πραγματικά και οι ίδιοι.

Ακόμα και αν δεχτούμε πως υπάρχει κάτι βαθύτερο στη φύση που μας περιβάλλει – μια αίσθηση αρμονίας, μια ομορφιά που ξεπερνά εκείνη των αισθήσεων, κάτι που ίσως αδυνατούμε να εκφράσουμε με λόγια – αυτό απέχει πολύ από το να παραδοθούμε οι ίδιοι σε μια μαγική σκέψη και να θεωρήσουμε πως τα πάντα εξαρτώνται από τη βούλησή μας και μόνο. Σκέψεις σαν αυτές θυμίζουν εκείνη την αίσθηση «μαγικής παντοδυναμίας» που οι ψυχαναλυτές απέδωσαν στην πρώιμη παιδική ηλικία – στα πρώτα 1-2 χρόνια της ζωής. Τότε που το μωρό θεωρεί πως ο κόσμος συνιστά προέκταση του εαυτού του και είναι φτιαγμένος σύμφωνα με τις επιθυμίες του και μόνο – αρκεί να κλάψει για να έρθει τρέχοντας η μαμά να το ταΐσει.

Μα μεγαλώνοντας μαθαίνει κάποιος πως ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος μόνο με βάση τις δικές του επιθυμίες... μα με βάση τις επιθυμίες όλων. Επιθυμίες που συχνά μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση. Δεν υπάρχει μόνο αυτό που θες εσύ – μα κι εκείνο που θέλουν οι άλλοι.

Όταν για πρώτη φορά το μικρό παιδί ακούει τους γονείς του να του λένε «Όχι», δέχεται ένα μεγάλο πλήγμα στον εγωκεντρισμό του. Εν συνεχεία όμως αυτό το «όχι» μετατρέπεται σε πολύτιμο εφόδιο: μαθαίνοντας να το χρησιμοποιεί, ενσωματώνοντάς το, το παιδί διαφοροποιεί τον εαυτό του απ’ τους άλλους – και συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά του. Λέω Όχι – άρα υπάρχω. Μέσα από τη σύγκρουση, προβάλλοντας τη δική του θέληση κόντρα σε εκείνη των άλλων, το παιδί καταλαβαίνει πως η ζωή αποτελεί ένα πεδίο όπου πλήθος θελήσεων πάνε κόντρα η μία στην άλλη. Άλλες συμμαχούν μεταξύ τους... άλλες πάλι βρίσκονται μονίμως σε σύγκρουση.

Πού καταλήγουμε λοιπόν; Στην επικράτηση της «θέλησης του ισχυρότερου»; Ή μήπως στην επικράτηση της «ισχυρότερης θέλησης»; Προσοχή – δεν είναι το ίδιο αυτά τα δύο!

Η σκέψη του Κοέλιο θα λέγαμε πως αρμόζει μάλλον περισσότερο στη δεύτερη εκδοχή: εκεί όπου «αρκεί» να επιθυμείς κάτι πολύ για να το αποκτήσεις. Ένα μεγάλο παραμύθι που μας επαναφέρει στην πολύ πρώιμη παιδική μας ηλικία. Και ποιος δεν θέλει να γίνει ξανά παιδί.



Art by Thomas Subtil


Αν λοιπόν δεν κατορθώσουμε κάτι, είναι επειδή... δεν το «επιθυμήσαμε» αρκετά; Κατά βάθος, φίλε αναγνώστη, δεν... επιθύμησες πολύ εκείνη τη δουλειά που δεν σου έκατσε. Ή εκείνα τα εύκολα θέματα στις εξετάσεις. Ή εκείνο το φλερτ που δεν είχε αίσια εξέλιξη. Ή εκείνη τη σχέση που απέτυχε. Αν τα... ήθελες πραγματικά, αν τα επιθυμούσες πολύ, πάρα πολύ, ΠΑΡΑ πάρα πολύ, τα πράγματα θα είχαν πάει πολύ διαφορετικά! Μα τι να σου κάνω κι εγώ – δεν έχεις μάθει να επιθυμείς σωστά!

Και αν ξυπνήσεις ένα πρωινό, πατήσεις το πόδι έξω απ’ το κρεβάτι σου στο πάτωμα και, ΤΣΟΥΠ, βουτήξεις σε μια σκατούλα που αμόλησε ο σκύλος σου... είναι επειδή δεν επιθυμούσες να πάνε τα πράγματα αλλιώς! Και αν βγεις έξω και φας μια μεγαλοπρεπέστατη γλίστρα στο δρόμο, προσγειώνοντας τον πισινό σου στο σκληρό πεζοδρόμιο, είναι επειδή το σύμπαν γελάει με την ατυχία σου! Να πρόσεχες και να μην ήσουν γεμάτος με τόσο αρνητικές σκέψεις.

Για να μη μιλήσω για όλες εκείνες τις κατηγορίες πληθυσμών στον κόσμο που μαστίζονται από βαριά προβλήματα, που τους χτυπάει η κρίση, ο πόλεμος, και όλα αυτά τα... μικροπράγματα. Νά κάποιοι άνθρωποι που δεν επιθυμούν αληθινά και σε βάθος! Αχ, να ρίχναμε με αεροπλάνα το βιβλίο του Κοέλιο στους πληθυσμούς της Συρίας ή της Αφρικής – τότε θα διαπίστωναν πως είναι όλα θέμα θέλησης και μόνο! Μα δεν ξέρουν, οι κουτοί, γι’ αυτό και υποφέρουν.

Ας μη με κατηγορούν οι φίλοι του συμπαθέστατου, κατά τ’ άλλα, συγγραφέα. Η αλήθεια είναι πως προτιμώ τους αισιόδοξους ανθρώπους σε σχέση με τους μίζερους – οι πρώτοι είναι ευχάριστοι στην παρέα, ενώ οι δεύτεροι δεν χωνεύονται με τίποτα. Μα τόση πια ονειροπόληση δίνει κακό όνομα στα παραμύθια – που, στο βάθος τους, διέπονται από μηνύματα δίχως βολικές απαντήσεις.

Μιλώντας από την ψυχολογική και όχι τη μυθιστορηματική σκοπιά, μπορώ να δώσω μια βάση αλήθειας στο ρητό του Κοέλιο. Γιατί είναι γεγονός πως κάποιες φορές οι επιθυμίες μας καθοδηγούν τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Και ορισμένες φορές αν αποτυγχάνουμε, είναι επειδή οι ίδιοι, ασυναίσθητα, καθοδηγήσαμε τη συμπεριφορά μας προς τα κει. Στην Ψυχολογία αυτό ονομάζεται «Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία» - εκείνο που θα λέγαμε αλλιώς: «είδες, στο ΕΙΠΑ πως θα αποτύχω!».

Υπάρχουν περιστάσεις που μπορεί να μην πιστεύεις στις προοπτικές της επιτυχίας σου. Για παράδειγμα να βγαίνεις με μια κοπέλα, μα να μην πιστεύεις στις δυνατότητές σου – ή να δίνεις συνέντευξη για μια δουλειά, μα να μην θεωρείς κατά βάθος άξιο τον εαυτό σου. Μπορεί τότε να «καθοδηγήσεις» πλάγια τα γεγονότα, ώστε να καταλήξουν στην αποτυχία που εξαρχής περίμενες: με την κοπέλα θα είσαι υπερβολικά αμήχανος ή άγαρμπος και στη συνέντευξη θα μεταδίδεις μειωμένη αυτοπεποίθηση. Εν τέλει αποτυγχάνεις και αυτό, εν μέρει, οφείλεται σε σένα τον ίδιο που ουδέποτε πίστεψες στις δυνατότητές σου. Όλα για να επιβεβαιώσεις στον εαυτό σου την κοσμοθεωρία που έχεις διαμορφώσει, ακόμα και αν αυτή είναι σε βάρος σου.

Μα σε περιπτώσεις σαν αυτές είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «μειωμένη επιθυμία». Σωστότερο είναι να μιλάμε για περιορισμένη αυτοπεποίθηση, ή έλλειψη πίστης στο σκοπό σου. Ίσως πάλι συνιστά ζήτημα προσωπικής ταυτότητας: κάποιος προτιμά να επιβεβαιώνει μια αρνητική ταυτότητα που έχει χτίσει για τον εαυτό του (εκείνη του «αποτυχημένου», για παράδειγμα), παρά να μην έχει καμία απολύτως ταυτότητα.



Rene Magritte, "La tentative de'impossible", 1928


Ισχύει απόλυτα πως αν κάποιες φορές δεν φτάσαμε στ’ αστέρια, είναι επειδή θεωρήσαμε πως είναι αδύνατο να φτάσουμε σ’ αυτά. Μα το ίδιο έλεγαν κάποτε και για το φεγγάρι – και νά που τα κατάφερε ο άνθρωπος. Ναι, κύριοι – κάποια πράγματα είναι όντως θέμα θέλησης. Μα όχι μόνο – είναι επίσης θέμα στόχου, αγώνα, επιμονής, προσπάθειας – και φυσικά τύχης!

Γιατί κάποιες φορές δεν αρκεί να επιθυμείς – μα πρέπει να αγωνιστείς, να κοπιάσεις, να επιμείνεις... και δεν αποκλείεται στο τέλος να δεις το βράχο σου να κατρακυλάει απ’ το βουνό, κι εσύ, σαν άλλος Σίσυφος, να πρέπει να τον σπρώξεις πάλι απ’ την αρχή...

Και κάποιες άλλες φορές δεν φταις εσύ που δεν παίρνεις την κοπέλα – μα τα γούστα της, που είναι τόσο διαφορετικά απ’ τα δικά σου. Και δεν φταις εσύ που δεν παίρνεις τη δουλειά – μα τα μυαλά του εργοδότη σου και οι απαιτήσεις της αγοράς. Και δεν φταις εσύ αν ξεσπά πόλεμος ή κάποια βαριά κρίση – μα ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα που τρέφεται έξω και πέρα από σένα και δεν λογαριάζει καθόλου τις προσωπικές επιθυμίες σου.

Και δεν φταις εσύ αν, ΤΣΟΥΠ, πάτησες μες στη σκατούλα πρωινιάτικα! Απλά έτυχε, αδερφέ μου! Απλά έτυχε!

Τό να συνειδητοποιούμε πως αρκετά πράγματα βρίσκονται πέρα και έξω από το φάσμα των επιθυμιών μας συνιστά ένδειξη ωρίμανσης. Γιατί αναγνωρίζουμε πως υπάρχουν πολλαπλές θελήσεις στον κόσμο, όχι μόνο η δική μας. Αν εσύ θέλεις κάτι πολύ... μπορεί κάποιος άλλος να θέλει το ακριβώς αντίθετο, το ίδιο πολύ με σένα. Δεν αρκεί να θες κάτι. Δεν είσαι μόνος σου στον κόσμο. Επιτέλους πια – δεν είσαι μωρό παιδί.

Μα αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορείς να επηρεάσειςκάποια πράγματα με τη θέλησή σου. Η τελευταία πάντα παίζει το ρόλο της – και αν μάλιστα ενώσει τη φωνή της με πολλές άλλες σαν αυτήν, τότε θα τη δεις να δυναμώνει, ν’ αποκτά σάρκα και οστά! Έτσι προχωρά ο κόσμος. Όχι, δεν πρόκειται απλά για μια αέναη τάση «επιβίωσης του ισχυρότερου» - γιατί εκείνο που ονομάζουμε «δύναμη» ποικίλλει, ανάλογα με τις ερμηνείες... Κάποιοι για παράδειγμα βρίσκουν δύναμη στον ατομικισμό... άλλοι στην αλληλεγγύη. Κάποιοι στο συναίσθημα... και άλλοι στη λογική. Κάποιοι στη γνώση... και άλλοι στην άγνοια.

Ίσως τελικά το λάθος του Κοέλιο ήταν πως απλοποίησε υπερβολικά μια σύνθετη πραγματικότητα. Δεν είπε ψέματα – απλά μίλησε πολύ απλοϊκά, απευθυνόμενος σε όλους εκείνους που βαριούνταν να ψάξουν και πολύ τα πράγματα.

Κλείνοντας, θα σας εκμυστηρευτώ ένα μυστικό: είναι ωραίο που δεν γίνονται τα πράγματα πάντα όπως τα θες! Γιατί θα βαριόσουν υπερβολικά γρήγορα έτσι – πίστεψέ με. Σκέψου πόσο ομορφότερο είναι όταν πραγματοποιείται μια επιθυμία σου, ενώ τόσες άλλες είχαν αποτύχει... σκέψου πόσο περισσότερο την απολαμβάνεις! Σκέψου πόσο λιγότερη χαρά θ’ αντλούσες αν έβρισκες ικανοποίηση σε όλες!


Γιατί μέσα από την απώλεια και την έλλειψη μαθαίνουμε να εκτιμούμε καλύτερα εκείνα που, εν τέλει, αποκτούμε... Εκείνα που αποκτούμε μέσα από την τύχη, την προσπάθεια, την επιμονή και... κάποιες φορές, απλά και μόνο γιατί το επιθυμούμε βαθιά.



"Η Αθήνα Σήμερα"... του Νίκου Τσιφόρου

$
0
0




Το αποψινό μας κείμενο – το τελευταίο λογοτεχνικό αφιέρωμα για το καλοκαίρι – θα μας ταξιδέψει μερικές δεκαετίες πίσω: στα χρόνια μεταξύ της δεκαετίας του 50 και του 60, καταμεσής της Αθήνας των καιρών. Μιας πόλης σε διαδικασία μεταμόρφωσης, ανάμεσα στο Παλαιό και το Μοντέρνο. Αφηγητής είναι ο Νίκος Τσιφόρος. Μέσα από τη δική του ματιά θα ζήσουμε μια τυπική μέρα της καθημερινότητας ενός «μέσου αστού», όπως τον χαρακτηρίζει – από την ώρα που ξυπνάει για να πάει στη δουλειά, ως τη βραδινή του έξοδο με το κορίτσι του... Το διήγημα είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες: Πρωί, Μεσημέρι, Απόγευμα, Βράδυ – κάθε ενότητα αντανακλά και μια διαφορετική φάση της καθημερινότητας της εποχής.

Διαβάζοντας την ιστορία έπιασα τον εαυτό μου αφενός να απολαμβάνει το μοναδικό χιούμορ και τις πανέξυπνες περιγραφές του Τσιφόρου, αφετέρου να προβληματίζεται. Πόσο έχουμε αλλάξει από τότε; Πόσο έχουμε μείνει ίδιοι; Ποιος είναι άραγε ο συνδετικός κρίκος του τότε με το τώρα;

Άραγε η «Αθήνα» που περιγράφει ο Νίκος Τσιφόρος και η σημερινή «Αθήνα» είναι οι ίδιες πόλεις; Στο βιβλίο του «Οι Αόρατες Πόλεις» ο Ιτάλο Καλβίνο είχε γράψει πως «μερικές φορές διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους». Υπάρχουν πόλεις που δεν έχουν άλλα κοινά μέσα στο χρόνο, παρά μόνο το όνομα και τη γεωγραφική τους θέση. Γιατί οι άνθρωποι που ζουν εκεί – οι άνθρωποι εκείνοι έχουν αλλάξει εντελώς.

Τί είναι εξάλλου η πόλη, κάθε πόλη, αν όχι η ζωή όσων κατοικούν εκεί – οι επιθυμίες, τα όνειρά τους, οι φιλοδοξίες, τα τρεχάματα, οι απογοητεύσεις...

Μέσα από το πανέμορφο αυτό διήγημα του Νίκου Τσιφόρου – το οποίο έχω συμπεριλάβει κατά το μεγαλύτερό του μέρος, πλην μερικών αποσπασμάτων – θα αναπνεύσουμε τον αέρα μιας εποχής που πέρασε – μα χνάρια της οποίας πιθανό να μπορούμε να εντοπίσουμε και σήμερα. Αυτό εξάλλου συνιστά και το πλέον ενδιαφέρον μέρος της σημερινής ανάρτησης, κατά τη γνώμη μου: σκοπός δεν είναι να «αναπολήσουμε τα περασμένα που δεν έρχονται ξανά» (γιατί αυτά πέρασαν, πάνε), μα να δούμε τί από αυτά κουβαλάμε ακόμα μέσα μας και τί όχι. Σε τί γίναμε καλύτεροι... σε τί χειρότεροι... και σε τί μένουμε ίδιοι όπως τότε. Γιατί γνωρίζουμε καλύτερα το Τώρα μόνο όταν το αντιπαραβάλλουμε με το Άλλοτε.

Διαβάστε, λοιπόν, το κείμενο μαζί μου – στο τέλος κάθε ενότητας θα επανέρχομαι με κάποια σύντομα σχόλια. Και αναλογιστείτε κατά πόσο «τίποτα δεν έχει αλλάξει – και τίποτα δεν είναι όπως παλιά»...




1 - ΠΡΩΙ




Επιμένω ότι το ξυπνητήρι είναι η πιο εκνευριστική επινόηση της ανθρωπότητας. Κοιμάμαι με τον γλυκό ύπνο του πρωινού, εκείνον τον υπνο που άφησε πίσω του τους εφιάλτες και που ρουφάει την ξεκούραση σταγόνα σταγόνα. Είναι η σκούρα ώρα, ανάμεσα στο τίποτα και στο κάτι, η ώρα που στέλνει τα κίτρινα τρόλεϊ να οδεύσουν μαχμουρλίδικα στο καθήκον, τους γαλατάδες να πουλήσουνε τη λευκή νοθεία τους, τους εφημεριδοπώλες να διαλαλήσουνε τη φρεσκάδα των χτεσινών νέων. Αυτήν την ώρα αδιαφορώ για το σπιτονοικοκύρη, τον προϊστάμενο, την ευθύνη των ντοσιέ στο γραφείο. Και ξαφνικά ο διάβολος που τρύπωσε μέσα στο ξυπνητήρι βάζει σ’ ενέργεια το σατανικό του καμπανάκι.

Η πολυκατοικία έχει ξυπνήσει. Μια χοντρή υπηρέτρια δέρνει με μανία τα νυκτερινά στρώματα, τα παιδιά των διαμερισμάτων ωρύονται με πληθωρική ζωτικότητα, κάποιο ράδιο μεταδίδει στη διαπασών «οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους», την ώρα που πλένω τα δόντια μου, μαθαίνω ότι ένας φάρος σε τόσο πλάτος, τόσο μήκος επανήρχισε την λειτουργίαν του και είμαι κατενθουσιασμένος. Κάποιος μαντράχαλος με φωνή μαγιάτικη τραγουδάει φάλτσα τους πρωινούς του ενθουσιασμούς, απ'όλα τα γειτονικά σπίτια, χτισμένα σε στυλ Βαβυλωνιακής Πυραμίδας, καταφθάνουν κατεπειγόντως όλων των ειδών οι θόρυβοι, εριστικοί θόρυβοι ανδρογύνων, θριαμβικοί θόρυβοι νεότητος, κυμβαλικοί θόρυβοι κουζινικών σκευών. 

Έξω στο δρομο, τα υπόλοιπα του περιπατητή του εμπορίου διαλαλούν ζαρζαβατικά και καστανόχωμα, στο επάνω διαμέρισμα κάποιος χορεύει ή γυμνάζεται ή κάνει οτιδήποτε για να μ'ενοχλήσει με το θόρυβο από τις πατούσες του, όλα είναι ωραία, η αυγή ένα ποίημα και το κορμί μου μηρμυκιασμένο από νεύρα και άτονο από κούραση.

Αυτή τη στιγμή, πολύ θα ήθελα να μαλώσω με εκείνον που ισχυρίζεται ότι το πρωινό ξύπνημα είναι υγεία. Όλα τα ζώα ξυπνούν το πρωί κι εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να εξομοιώνω τον εαυτό μου με δαύτα. Εγώ καθαρίζω τις μασέλες μου με οδοντόπαστα, ξυρίζομαι με ξυραφάκια, παίρνω μισθό, φοράω πουκάμισα, δε βρίσκω για ποιο λόγο να ξυπνάω την ίδια ώρα με τ'άλογα και τις χήνες. Όμως στις οκτώ και μισή πρέπει να υπογράφω στο δελτίο παρουσίας, ο τμηματάρχης μου είναι στεγνός σαν την αποβιταμίνωση και σχολαστικός σαν κανόνας συντακτικού, το πρωί δεν θα 'πρεπε να κυκλοφορούν οι τμηματάρχες, ένας τέτοιος νόμος θα ήτανε σωτήριος και φιλάνθρωπος.







Έξω ο ουρανός κρύβεται μέσα στα σύννεφα, όλος ο θόλος είναι μια μπαμπακαποθήκη, η άσφαλτος περιμένει να πάρει ένα ντους από βροχή, οι άνθρωποι τρέχουνε με τα κεφάλια κάτω, λες και χάσανε την ευτυχία και τώρα φάχνουνε να τη βρούνε στο δρόμο. 

Ψήνω καφέ στο ηλεκτρικό μάτι που δεν βιάζεται ποτέ, τα ηλεκτρικά μάτια είναι θανάσιμοι εχθροί της υπαλληλικής καριέρας, έχουν όλη την αναισθησία του οδοντογιατρού, που σου βγάζει ένα δόντι και σε διαβεβαιώνει ότι δεν πονάς, γιατί απλούστατα δεν πονάει εκείνος. Στο ψυγείο, που είναι ένα κομμάτι χειμώνας μέσα στο καλοκαιρινό σπίτι, βρίσκω κάτι υπόλοιπα φαγητού που μου θυμίζουνε τα άθλια ρέστα της γκίνιας ενός χαρτοπαίκτη. Τρώω, φοράω τη σημαία της αξιοπρέπειας, που λέγεται γραβάτα, βιάζομαι αφάνταστα, κάθε μέρα την ίδια ώρα βιάζομαι το ίδιο, κλείνω την πόρτα του διαμερίσματος, λέω «καλημέρα» στο θυρωρό που τον απεχθάνομαι θανάσιμα και περιμένω στη στάση του λεωφορείου. [...]

Το λεωφορείο φτάνει γεμάτο σαν λαβράκι που περιμένει να γεννήσει τ'αβγοτάραχά του. είναι ο ίδιος εισπράκτωρ, εύθυμος, γαβριάς και σπινθηροβόλος, αργότερα είναι ο ίδιος ελεγκτής, που με τη βαρύτητα δυο σιριτιών στο καπέλο παίρνει τα εισιτήρια μας, εξετάζει τα κοινωνικά τους φρονήματα, βεβαιώνεται για τη νομιμοφροσύνη τους και μας τα επιστρέφει με ύφος καγκελαρίου πρωσικής σοβαρότητας. [...]

Συλλογίζομαι ότι θα 'ναι πολύ όμορφο να είναι κανείς χασομέρης. Να ξυπνάει στις έντεκα, να ντύνεται ραλαντί, να χαζεύει με τις βιτρίνες, με τα ντεκολτέ των γυναικών, με τα επεισόδια του δρόμου, να μην υποβάλει «τα σέβη του » σε κανένα, γιατί αυτά τα σέβη που υποβάλλουμε κλείνουνε μέσα τους χάπια νιτρογλυκερίνης  που μπορούν με το μίσος τους να κατακερματίσουν το «αξιοσέβαστον πρόσωπον». 

Συλλογίζομαι μια γελοιογραφία που είδα κάποτε, τον υπάλληλο που κερδίζει τον πρώτο αριθμό του λαχείου και μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή του, τον τραβάει από τη μύτη, τον λέει παλιάνθρωπο, του φοράει καπέλο το καλάθι των άχρηστων, είναι η πιο χαριτωμένη γελοιογραφία που γίνηκε ποτέ, εγώ θά ‘σφιγγα με ευγνωμοσύνη το χέρι του γελοιογράφου της. Μετά δεν προλαβαίνω να συλλογιστώ τίποτ’ άλλο, είναι και είκοσι οχτώ, βρίσκομαι μπρος στην πόρτα των τανταλικών μου απασχολήσεων.

Το γραφείο μυρίζει παλιά σανίδια, μουχλιασμένα χαρτια και αρτηριοσκλήρωση. [...] Στα άλλα τραπέζια υπάρχουνε μανσέτες, στέρηση και χαρτιά. Κάποιος μιλάει για τη Βουλή, ένας άλλος για τον τιμάριθμο, για πιθανές αυξήσεις, ένας τρίτος για κάποιο βαρέλι με καλή ρετσίνα που άνοιξε προχτές μόλις, ανθρώπινα μερμυγκάκια κουβαλάνε καθένα το σπόρο του, μετά ανοίγουνε τα χαρτιά, ο καφετζής κουβαλάει τους πρωινούς του, κάνει ζέστη, οι μύγες πετούν χωρίς να κουράζονται, οι θόρυβοι της πόλης έρχονται από το ανοιχτό παράθυρο, και μεις εδώ καθόμαστε παθητικά ηλίθιοι, γιατί οι υπάλληλοι δεν πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους, αλλά για τις ώρες που είναι υποχρεωμένοι να κάθονται σε μια καρέκλα.

Κουδούνι. 0 κύριος διευθυντής. Ο Ποντίφιξ Μάξιμους. Ρίγος. Τρεις φορές. Είναι για μένα. Σηκώνομαι γεμάτος τύψεις, προσπαθώ να θυμηθώ όλα μου τα τελευταία αμαρτήματα, κάνω μια χριστιανική ανασκόπηση, το σταυρό μου, θάρρος, χτυπάω την πόρτα του.

Ο κύριος διευθυντής έχει το μεγαλείο και το βάρος ενός ανδριάντος. Με κοιτάζει ιεροεξεταστικά, προσπαθεί να ψυχολογήσει αν είμαι άξιος του μισθού μου, που δεν τον πληρώνει από την τσέπη του και για τον οποίον ισχυρίζεται ότι είναι υπόλογος, μόνο τις ωρες που με βλέπει τα συλλογίζεται όλα αυτά, τις άλλες στιγμές δεν θα έδινε ούτ’ ένα μεταχειρισμένο πενάκι, έστω κι αν τον πληροφορούσαν ότι με κρέμασαν υπέρ πατρίδος. Τώρα μου εμπιστεύεται δυο έγγραφα και σαράντα δύο εντολές, αμέσως μετά αναλογίζεται ότι του είμαι ενοχλητικός σαν έντομο και προστάζει: «Πηγαίνετε».

Οι συνάδελφοι έχουνε περιέργειες: «Τί σε ήθελε;». «Τί συμβαίνει;». Τους δείχνω τα έγγραφα, όλη τους η ανησυχία μετατρέπεται σε ζήλια, λες και κάποιος ταχυδακτυλουργός τους άλλαξε τα συναισθήματα. Γιατί να μου αναθέσουν εμένα μια δουλειά που θα μπορούσε να την πάρει ο καθένας απ'αυτούς; Στα μάτια τους βλέπω μοχθηρά ερωτηματικά. «Μήπως πάρω προαγωγή;». «Μήπως έχω μέσα;». «Μήπως αποκτήσω εύνοιες;».






Έξω είν'όλα όμορφα, βγήκε ήλιος, τα κοριτσόπουλα θα πηγαίνουν στα μπάνια με μαγιό μπικίνι, στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία οι μακάριοι θα παίρνουνε τα απεριτίφ τους, κάπου κάτι θα γίνεται, τα καράβια θα σκίζουν τα πελάγη, αυτοκίνητα Γιώτα Χι θα μεταφέρουν κόσμο στις παραλίες, όμορφες γυναίκες θα ψωνίζουνε στην οδόν Ερμού, ίσως μια μεγαλοπρεπής κηδεία να οδεύει με μουσικές στο νεκροοταφείο, εμείς καθόμαστε δω φυλακισμένοι του μισθού, δεν πρόκειται να βγούμε παρά αν πάρει φωτιά το μέγαρο, τα ρολόγια μόνο καθορίζουν πια την πορεία μας, τα λογιστικά βιβλία καθορίζουν το οπτικό μας πεδίο, κι είμαστε οι ίδιοι απέναντι αλλήλων, οι ίδιοι τοίχοι, το ίδιο γκαρσόνι, οι ίδιες μύγες, η δεσποινίς Κική, τα ίδια σχέδια για την Κυριακή, η ίδια χτεσινή σκόνη που την σκουπίσανε το πρωί και ξανακατακάθισε σήμερα, και «να είμαστε κι ευτυχείς που έχουμε μια μόνιμη θέση, άλλοι φτυνουνε αίμα για ν'αποκτήσουνε ένα τέτοιο αγαθό».

Μέσα στις προσθέσεις και τα λογιστικά, τρέχουνε τα σκαθάρια της αγανάκτησης. Νεότης, σπουδές, όνειρα, διανοητικός τυχοδιωκτισμός κι όλ'αυτά για να βλέπεις τους παντρεμένους συναδέλφους, λιπόσαρκους, φτωχούς, ζηλιάρηδες, όσοι δεν έχουν ρολόι να ρωτάνε κάθε τόσο την ώρα σε κείνους που έχουνε, όσοι  καπνίζουνε να να κόβουνε στη μέση το τσιγάρο και να το τοποθετούνε σε πίπες από χαρτί, δήθεν για λόγους υγείας, όλοι γεμάτοι προσποιητή αγανάκτηση για τη μοίρα τους, ελπίδες για τα παιδιά τους, ανύπαρκτο ενδιαφέρον για το πολιτικό μέλλον του τόπου και κρυμμένη μοχθηρία για τους συναδέλφους. [...]

Και το ρολόι τρέχει και μεις στεκόμαστε... Δύο η ώρα, δελτίο αναχωρήσεως, τώρα θα σχολάει και η Έλλη. Ο δρόμος, ο ήλιος, ο αέρας... καλημέρα ζωή!



Σχόλια



Έαν έπρεπε να κρατήσω κάτι από το πρώτο μέρος του διηγήματος, εκείνο θα ήταν οι τεράστιες αναλογίες ανάμεσα στο τότε και το τώρα. «Εμείς, οι φυλακισμένοι του μισθού»,περιγράφει ο Τσιφόρος, αντανακλώντας εύστοχα μια κοινωνία μισθωτών και υπαλλήλων, εξαρτημένων από το ωράριο και μπλεγμένοι στη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας – αυτή είναι η κοινωνία που ανέδειξε ο 20οςαιώνας, αυτή είναι η κοινωνία του εκμοντερνισμού, στα χνάρια αυτής της κοινωνίας βαδίζουμε και σήμερα.

Μια ουσιώδης διαφορά στις μέρες μας είναι πως το ωράριο και ο μισθός μόνο δεδομένα δεν είναι πλέον. Η γενικευμένη ανασφάλεια έχει αντικαταστήσει τη βαρετή ρουτίνα του παρελθόντος – για ένα σημαντικό ποσοστό κόσμου.

Θα μπορούσαμε εξάλλου να εντοπίσουμε μια επιπλέον διαφορά στη φιγούρα του «σκληρού διευθυντή» που τρομοκρατεί τους υπαλλήλους με τον αέρα εξουσίας του – γνωστή φυσιογνωμία και απ’ τις παλιές ελληνικές ταινίες. Σήμερα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο αυστηρός διευθυντής έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια ανωνυμία, κρυμμένη πίσω από χαρτιά και αριθμούς... Τότε η εξουσία ήταν περισσότερο ορατή – σε ενοχλούσε, μα την έβλεπες με τα μάτια σου. Τώρα η εξουσία γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, όλο και πιο δυσνόητη για το μέσο πολίτη, που αδυνατεί να καταλάβει τί του φταίει και στρέφει συχνά τα πυρά του σε πρόσωπα (γιατί αυτά είναι η εύκολη λύση), αντί για καταστάσεις...



2 - ΜΕΣΗΜΕΡΙ



Οι λευκές κάσκες των «τροχαίων» κάνουνε κινήσεις σε στυλ σουηδέζικης γυμναστικής, απελπισμένη προσπάθεια για να συγκρατηθούνε οι μάζες των πεζών και η ταχύτητα των οχημάτων. Τα Χαυτεία ψήνονται από τον ήλιο του Ιουνίου, έναν ήλιο σκαρφαλωμένου στο ζενίθ, σαδιστή, κολασμένον, που διασκεδάζει να τηγανίζει τα ξεκαπέλωτα κεφάλια του ταλαιπωρημένου κοσμάκη.

Στις αφετηρίες των συγκοινωνιών οι άνθρωποι περιμένουνε τη μετακίνηση, μυρίζουν ιδρώτες και μόχθους, συλλογίζονται τις παντόφλες τους, το μεσημεριανό φαΐ, την ξεκούραση μέσα σ'ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, όλοι μαζί βιάζονται, σπρώχνονται, αλληλομισούνται, βρίζουνε την εταιρεία, μερικοί νοικοκύρηδες κρατάνε χαρτοσακούλες που γράφουνε με σταμπαρισμένα γράμματα«αγαπάτε τα φρούτα», καμιά απ'αυτές δεν αναφέρει απάνω την τιμή της φρουτολατρείας σε χρήμα. Οι πιο νέοι κοιτάνε τις πιο νέες με μάτια πυρωμένης καλοκαιριάτικης λαύρας, οι πιο γέροι βρίζουνε τη νεότητα, όχι γιατί τους πείραξε αλλά γιατί την περάσανε πια. Ένας εισπράκτωρ βιάζεται να κόψει εισιτήρια πάνω στο πεζοδρόμιο. Αυτό λέγεται «διευκόλυνσις των επιβατών», αλλά είναι φανερή διευκόλυνσις της εταιρείας.

Στα μικρά ύποπτα μπαρ ύποπτοι τύποι πίνουν ύποπτα ποτά και κουβεντιάζουνε ύποπτες κουβέντες. Είναι άνθρωποι χωρίς ωράρια με περίεργα επαγγέλματα, οι περισσότεροι από δαύτους έχουνε ξυπνήσει μόλις πριν μισή ώρα, έχουνε για γραφείο ολόκληρη την πόλη, για σπίτι όλα τα κέντρα και για ηλίθιους όλους τους τακτικούς Αθηναίους. Κάτι φυστικοπώλες με χοντρές κοιλιές περιτριγυρίζουνε αυτές τις συντροφιές, έτσι όπως περιτριγυρίζουνε οι γλάροι τ’ αραγμένα βαπόρια περιμένοντας να πέσει κάποιο ξεροκόμματο.

Αναπνέω δύσκολα, λες και τ’ οξυγόνο θα απολυμάνει τη μούχλα του γραφείου. Περπατάω με ρυθμό Προφήτη που μπήκε μέσα στην απολύτρωση. Τώρα πια αισθάνομαι ότι μπορώ να ειρωνευτώ τους άλλους και τον εαυτό μου, δηλαδή αισθάνομαι δυνατός. [...]






Ένας κύριος μού κατεβάζει μια καπέλαδούρα με σεβασμό, δεν τον θυμάμαι, αλλά για να φοράει καπέλο και να με χαιρετάει σίγουρα είναι κατώτερός μου. Νά λοιπόν που υπάρχουνε άνθρωποι κατώτεροι κι από έναν υπάλληλο.

Μπαίνω στο εστιατόριο που παρφουμαρίστηκε με μια μυρωδιά  βρασμένων πτωμάτων. Το γκαρσόνι μου λέγεται Σταμάτης, έχει δυο χρυσά δόντια στην πρόσοψη κι ένα σακάκι από αλπακά, τόσο μαύρο που να κρύβει κάθε είδος βρόμας. Μου λέει καλημέρα με το γελαστό ύφος των γκαρσονιών και προσθέτει «τι θα φάμε σήμερα;».Κλασική φράση που την ακούω κάθε μεσημέρι και που -για ειρωνεία- δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, γιατί αυτός με κανένα τρόπο δεν θα δεχότανε να βάλει στο στόμα του μια μπουκιά απ'όλα εκείνα τα μπαγιάτικα πράματα που σερβίρει.

Εμείς οι ταχτικοί άνθρωποι έχουμε πάντα το ίδιο εστιατόριο, το ίδιο τραπέζι, το ίδιο γκαρσόνι κι αισθανόμαστε ένα είδος συμφοράς την ημέρα που κάνει το «ρεπό» του. Μ'αυτούς τους Σταμάτηδες, ύστερα από ένα μήνα σερβιρίσματος, αποκτάς ένα είδος συγγενείας, τους ακούς να σου λένε κουτσομπολιά, δέχονται να σου κάνουνε πίστωση, σου φανερώνουνε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, στο τέλος καταντάνε να σου μιλάνε στον ενικό και να σου διηγούνται ερωτικές ιστορίες τους, που όλες μυρίζουνε γιαχνί και που έχουνε κάποιες λαδιές στις ψυχολογικές τους αφετηρίες. [...]

Το εστιατόριο έχει τη μονοτονία του γραφείου. Οι ίδιοι τύποι στα ίδια τραπέζια. 0 μονόχνοτος κύριος, ντυμένος σκούρα, σε ηλικία λίγο πριν από πτώμα, που σκουπίζει τα μαχαιροπίρουνα στην πετσέτα, πλένει επιμελώς τα χέρια του και κόβει τη μερίδα του ψωμιού σε μπουκιές με το μαχαίρι, ο χοντρός τύπος της αγοράς που προσπαθεί να χορτάσει με ταχύτητα γουρουνιού, σπρώχνει το φαί του με μπύρα και λύνει τη ζώνη του, ο σχολαστικός κύριος που μασάει κάθε μπουκιά του δεκαεννέα φορές γιατί έτσι διάβασε στο εβδομαδιαίο περιοδικό, ο πελάτης που κουβαλάει κάθε μέρα κι ένα παρδαλό κοριτσόπουλο, του λέει αστεία και το τσιμπολογάει ανάμεσα σε δυο γιουβαρλάκια, οι επαρχιώτες, κινητός πληθυσμός του ρεστοράν, που κάθονται σεμνά, λες και βρίσκονται σε κήρυγμα και συμπληρώνουν το λογαριασμό με τρύπια κέρματα, ο κύριος που έχει φάει και διαβάζει εφημερίδα καταπίνοντας χάπια για το συκώτι, ο μόρτης μ'αυτοπεποίθηση που τα κονομάει καλά και μπαίνει γεμάτος φωνάρες και σαματά, ο «εκείνος που τα 'χει καλά με τον μάγερα», του ξεσκεπάζει τους τετζερέδες, δείχνει με το δάχτυλο τη μερίδα και τρώει λαίμαργα ψωμί πριν τον σερβίρουνε, ένα σωρό, όλοι με το «κασέ» τους, τις συνήθειές τους, την ανατροφή τους, τον τρόπο τους που τους ξέρει καλά ο Σταμάτης μου και μου λέει τα δικά τους, όπως θα λέει τα δικά μου σε κείνους, έτσι που γνωριζόμαστε καλά μεταξύ μας απαξάπαντες, χωρίς να 'χουμε αλλάξει ποτέ μας μια λέξη, όλοι στην ίδια τραπεζαρία, μια οικογένεια που δε μιλάει στο φαγητό, λες και τη χωρίζουν κληρονομικές έριδες.






Τρώω όχι γιατί πεινώ, αλλά γιατί έτσι συνήθισα να κάνω κάθε μεσημέρι. Κανονικά οι άνθρωποι θα ‘πρεπε να τρώνε όταν αισθάνονται πείνα, να κοιμούνται όταν νυστάζουνε και να παντρεύονται όταν αηδιάζουν. Και οι άνθρωποι και οι υπάλληλοι. Όμως εδώ και τριάντα εφτά χρόνια έμαθα ότι στρώνουνε το τραπέζι το μεσημέρι κι ότι η κοινωνική δυστυχία μεταφράζεται στο να μην έχεις τί να βάλεις πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι. Από αυτά τα άδεια τραπέζια ξεκινήσανε οι μεγάλοι επαναστάτες που τουφεκιστήκανε και γίνανε ήρωες ή πετύχανε και γεμισανε το τραπέζι τους, όλα τ'άλλα είναι θεωρίες.

Βάζω μιαν οδοντογλυφίδα στο στόμα, πιστοποιητικό ότι γευμάτισα και βγαίνω στο δρόμο. Ο κόσμος έχει αραιώσει, εμείς οι άνθρωποι διαφέρουμε από τα ζώα ακριβώς σ'αυτό το σημείο. Πάμε στη φωλιά μας να φάμε, τα ζώα τρώνε κι ύστερα πάνε στη φωλιά τους κι εδώ ακριβώς διακρίνεται η ανθρώπινη ανωτερότης. 

Στα καφενεία οι μεσημεριανοί τεμπέληδες σπαταλάνε τον ύπνο τους σε πούλια ταβλιού, συντροφιές από κοριτσόπουλα σε χρώμα φραντζόλας γυρίζουνε από το μπάνιο στη θάλασσα, τα φαντάζομαι όλα με πικάντικη αρμυρή γεύση, θα 'ναι ο ιδανικότερος πασατέμπος για να πέρασει τις πυρωμένες μεσημεριάτικες ώρες. Κάποιοι τουρίστες, ξένοι, που δεν ξέρουνε τι θα πει ύπνος το μεσημέρι, γυρίζουνε μπαφιασμένοι με κουτές φυσιογνωμίες που θυμίζουνε λακέρδα, βαδίζουνε μέσα στον ήλιο διψασμένοι για λιακάδα, συμβουλεύονται τυπωμένους οδηγούς, φοράνε κάτι ρεζίλικα σορτς που θα κλείνανε και την πιο εξευτελισμένη πόρτα σε οποιονδήποτε Ρωμιό, κι έχουνε τέτοιαν εμφάνιση που να τους προσέχουνε όλοι, λες και δεν ήρθανε από μακριά για να δούνε, αλλά για να τους δούνε.

Βρίσκω θέση στο τρόλεϊ της επιστροφής, το συναίσθημα που λέγεται στη λαϊκή γλώσσα «μουριέλα» έχει θρονιαστεί μέσα μου, έχω την ψυχολογία ενός μοναστηριακού ηγουμένου την επομένη της Μεγάλης Σαρακοστής, αυτή τη στιγμή είμαι τόσο υπερβολικά χορτάτος που δεν έχω ούτε καν τη δύναμη να ευλογήσω τον Κύριον, αν δεν λυπόμουν το τάλιρο θα βαριόμουν να πάρω τα ρέστα από τον εισπράκτορα, μια μέρα πρέπει ν'αποχτήσω το θάρρος και να την κάνω αυτήν τη χειρονομία, όχι τίποτ'άλλο, για ν'αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι ανώτερος χρημάτων, έτσι όπως λένε οι «ιδεολόγοι» που κηδεύονται δημοσία δαπάνη κι αφήνουνε του κόσμου την περιουσία στους κληρονόμους τους.






Τα καλοκαιριανά μεσημέρια είναι δίχως άλλο μια εφεύρεση για γκαμήλες. Σκέφτεσαι διαρκώς οάσεις με παγωμένα νερά και είσαι γεμάτος υπομονή για τ'απογευματάκι που θα 'ρθει. Από τη στάση μέχρι την πόρτα μου ο δρόμος λέγεται Γολγοθάς, η σκιά της κάμαράς μου είναι σωστό ένα κομμάτι Γροιλανδίας που πετάχτηκε μέσα στην Κένυα. Την ταχύτητα του γδυσίματός μου θα τη ζήλευε μια επαγγελματίας κυρία που γδύνεται τοις μετρητοίς. Υπάρχει ακόμα ένα ραδιόφωνο που δε θα ξεθυμάνει παρά την ήμερα που θα καούν επιτέλους οι λάμπες του. 

Σκέφτομαι τη μεσημβρινή ησυχία, τις αστυνομικές διατάξεις, μια μήνυση, όλους εκείνους τους προστατευτικούς τοίχους που τους γκρεμίζει η αναισθησία των γειτόνων, όμως το μισοΰπνι έρχεται να καθίσει στα μάτια μου, λίγο ακόμη και θα κοιμόμουν αν δεν είχε αντιρρήσεις μια μύγα, μια και μόνη που δεν της αρέσουν τα δεκαέξι κυβικά μέτρα του δωματίου, αλλά προτιμάει τη μύτη μου για τις πειρατικές εξορμήσεις της. [...]

Δύο ώρες χλωροφορμισμένο μαρτύριο. Όταν ανοίγω τα μάτια μου, ο ήλιος κι η ζέστη έχουνε μαλακώσει. Το χρυσό απόγεμα της Αθήνας έρχεται σαν αποζημίωση. Δεν υπάρχει γραφείο, τα παιδιά παίζουνε, η άσφαλτος κρυώνει από τη βράση της.

Απόγεμα! Η χρυσή ώρα των υπαλλήλων! Ύστερ'από την ανία του μεσημεριού, η χαρά μπήκε πλησίστια! Επιτέλους! Είμαι δικός μου!



Σχόλια



Το «Μεσημέρι», περισσότερο συγκριτικά με το «Πρωί», ξεχειλίζει αναφορές σε μια κοινωνία που δείχνει πια να χάθηκε: Οι περαστικοί με τα καπέλα που χαιρετούν στο δρόμο, σε ένδειξη σεβασμού· το καθημερινό σχόλασμα στις 2· το γεύμα στο εστιατόριο, όπου όλοι δείχνουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον· η έκπληξη που προκαλούν οι τουρίστες με το ντύσιμό τους· ακόμα και αυτή η αναμονή του «χρυσού απογεύματος»... Όλα αυτά μοιάζουν καθηλωμένα στην εποχή τους.

Μα εδώ κι εκεί ξεχωρίζουν αναλαμπές μιας πραγματικότητας που δείχνει να υπερβαίνει το φάσμα του χρόνου... Οι ανθρώπινοι «τύποι» που ζωγραφίζει ο Τσιφόρος ξεχειλίζουν ρεαλισμό, μοιάζουν λες και τους γνωρίσαμε οι ίδιοι σε κάποια έξοδό μας. Παράλληλα, αποσπάσματα όπως το ακόλουθο ξεπερνούν κάθε χρονικό περιορισμό, αποκαλύπτοντας διαχρονικές αλήθειες, για κάθε άνθρωπο, κάθε τόπου και κάθε εποχής:

«Κανονικά οι άνθρωποι θα ‘πρεπε να τρώνε όταν αισθάνονται πείνα, να κοιμούνται όταν νυστάζουνε και να παντρεύονται όταν αηδιάζουν. Και οι άνθρωποι και οι υπάλληλοι. Όμως εδώ και τριάντα εφτά χρόνια έμαθα ότι στρώνουνε το τραπέζι το μεσημέρι κι ότι η κοινωνική δυστυχία μεταφράζεται στο να μην έχεις τί να βάλεις πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι. Από αυτά τα άδεια τραπέζια ξεκινήσανε οι μεγάλοι επαναστάτες που τουφεκιστήκανε και γίνανε ήρωες ή πετύχανε και γεμισανε το τραπέζι τους, όλα τ'άλλα είναι θεωρίες».







3 - ΑΠΟΓΕΥΜΑ




Εμείς οι Έλληνες είμαστε ζώα απογευματινά. Περιμένουμε να τυλιχτεί ο ουρανός μέσα στις δυτικές του πορφυρές και περιμένουμε τους αγγέλους καβάλα πάνω σε χρυσαφιά σύννεφα να τραβήξουνε την αυλαία της ημέρας για να πάρουμε τα χάπια που λέγονται «ξεκούραση» και «μακαριότητα» πάνω σε μια πάνινη πολυθρόνα.

Βγαίνω στο δρόμο που έχει πασπαλιστεί με μια πούντρα χαρούμενης τεμπελιάς. Ύστερ'απ'το ηλιοβασίλεμα τίποτα πια δε γίνεται επαγγελματικά, όλα βαδίζουνε με κείνον τον αργό ρυθμό που σε οδηγεί στο χαρούμενο τίποτα, τα βαποράκια των πασατεμπάδων καπνίζουνε, στέλνοντας τη θυσιαστική τσίκνα τους στο θεό των αργόσχολων, ένα σωρό παιδιά, που σε κάνουνε ν'αγανακτείς για τη γονιμότητα της φυλής, τρέχουνε ενοχλητικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τα ποδήλατα των μπακαλόγατων πάνε αργά, μ'όλη τη διάθεση να πειράξουνε τις υπηρέτριες, εργάτες με τα φτυάρια ριγμένα στον ώμο οδεύουνε στις ακραίες συνοικίες και πριν φτάσουνε σπίτια τους θα σταθούνε σε κάποιο ταβερνάκι με κιμάδες και ρετσίνα, να ποτίσουνε το μόχθο τους, οι συνοικιακοί μπακάληδες χαϊδεύουνε με λατρεία πατρότητας τον γκαστρωμένο μπεζαχτά τους, στα παράθυρα των παλιών ανθίζουνε βασιλικοί, αγριόμεντες και κοριτσόπουλα που λαχταράνε την την επικίνδυνη ελευθερία των δρόμων, στα μπαλκόνια ξεκουράζεται ένας αστρονομικός αριθμός από γριές, που είναι ατελείωτες σ’ όλη τη Γη και που παρακολουθούσε από το ψηλό τους παρατηρητήριο όλες τις «ανηθικότητες» της αμαρτωλής εποχής του επιλόγου τους.

Περπατάω με ρυθμό χελώνας, τα κοριτσόπουλα, φρεσκοντυμένα, όμορφα, μυρίζουνε φρέσκο γιασεμί, ποτισμένη γη, γονιμότητα και με κάνουνε να σκέφτομαι πιο πονηρά κι από έναν ηθικολόγο που πνίγηκε στο «κόμπλεξ» και το 'ριξε στις «υψηλές έννοιες». Όλα μαζί, ζαρκαδάκια χαρούμενα, καμαρώνουνε τις καμπύλες του στήθους και τη φρέσκια τους θηλυκότητα, στα ματάκια τους λάμπει σε φλόγες το σκάνδαλο, κοιτάνε τα κοντομάνικα αγόρια με ψεύτικη αδιαφορία και κουβεντιάζουνε μεταξύ τους χαμηλόφωνες ερωτικές ιστορίες που απασχολούνε όλη τη χωρητικότητα της μικρής τους υπόστασης. [...]

Κοιτάζω τα κοριτσόπουλα και θυμάμαι την Έλλη. Σίγουρα θα κάνει τον περίπατο της στο δρόμο με τα παρτέρια. Είν'ένας δρόμος σπαρμένος ζαχαροπλαστεία, ένας δρόμος που μοιάζει με τούρτα, απάνω του μυρμηκιάζει η αριστοκρατία των αστών και οι καμαρωτές νέες μαμάδες που σέρνουνε περήφανα καροτσάκια φορτωμένα με μικρούς ζωντανούς νόμιμους καρπούς.






Η Αθήνα αρχίζει ν'ανάβει τις χρωματιστές της επιγραφές. Κύριοι με νοθευμένη σοβαρότητα δεκαοχτώ καρατιών ακουμπάνε τις ράχες της πολυθρόνας τους, μιλάνε για την οικονομική κατάσταση της χώρας και καταπίνουνε γρανίτες. Κυρίες, άρτι εξελθούσαι από κομμωτήρια, καμαρώνουνε το μεγαλείο της περούκας τους, εκθέτουνε κάτι ντεκολτέ μεγάλα όσο το λιμάνι της Σούδας, χαριεντίζονται μέσα στην υπερώριμη σαρκότητά τους και τρώνε παγωτά με διακοπές ανάμεσα σε δυο κουταλιές για να κρύψουνε τη λιχουδιά τους. Νεαροί που το χαρτζιλίκι τους δεν ξεπερνάει ένα γλυκό κι ένα ανήλικο πακετάκι, παίρνουνε πόζες μεγάλου κεφαλαιούχου και κορτάρουνε τις μικρές αστές δεσποινίδες που νοσταλγούνε ροκ εν ρολ και κινηματογραφικούς πρωταγωνι- στες. Συνταξιούχοι, στεγνοί σαν άλατα δυσκοιλιότητος, σχεδιάζουνε εξορμήσεις σε ιαματικές πηγές που θα ζωντανέψουνε την αρτιοσκληρυνθείσα τους δράση. Κυρίες με μαλλιά σε χρώμα  λουλάκι ξεχνάνε μέσα στην πόζα τους τις μπουγάδες της νεότητάς τους. Ολος εκείνος ο κόσμος που θέλει να λέγεται καλός και που εξαντλεί τα εισοδήματά του σε δόσεις και βεγγέρες με κουμκάν και κολόνες, γλεντάει το μεγάλο απόγευμα του καλοκαιριού με τον αξιοπρεπέστατο τρόπο του, τον γεμάτο αηδιαστικές υποκρισίες.

Η Έλλη φοράει ένα άσπρο φουστάνι και άσπρα παπούτσια, έτσι που να με κάνει να την παρομοιάζω με γαρδένια. Φιλώ το χέρι της μαμάς της που μυρίζει τσιγαριστό κρεμμυδάκι, όπως όλα τα χέρια των καλών μαμάδων που μαγειρεύουνε γιατί η κορούλα τους εργάζεται.Υπάρχει και μια θεία, μια από κείνες τις απαραίτητες αντιπαθητικές θείες, που φυτρώνουνε σαν μανιτάρια μέσα στα ειδύλλια και που χαλάνε κάθε ωραία στιγμή σε συμβουλές και υπονοούμενα. [...]

Η θεία είναι ενοχλητική, κάθε της ερώτηση αποτελείται από μια σκνίπα που με τσιμπάει αόρατη κι αιμοβόρα. Όταν παραγγέλνω καφέ, η θεία επιμένει να πάρω παγωτό, με τον αντιβραζιλιακό ισχυρισμό ότι ο καφές βλάπτει στην καρδιά. Αν έπαιρνα παγωτό, θα το θυσίαζα να της το πασαλείψω στα μούτρα. Κάνει έλεγχο στο κάθε τι. Στα τσιγάρα μου, στα εισοδήματά μου, στην οικογένειά μου που ξεκουράζεται σε κάποια επαρχία. Είμαι βέβαιος ότι θα με χαρακτηρίσει για περίφημο νέο, αλλά πάντα θα ξέρει κάποιον καλύτερο και πλουσιότερον «που θα μπορούσε να...». [...]

Απάνω στο καντράν τους γυρίζουνε οι δείκτες του δειλινού, κάποιοι νοικοκυραίοι φορτωμένοι πακέτα έρχονται να παραλάβουνε την παρασιτική ευζωία της κυρίας τους και να την οδηγήσουνε στη χλιαρή τους εστία. Τα παιδιά ιδρωμένα και κατακόκκινα εξακολουθούνε να τρέχουνε πέρα δώθε, όλες οι μαμάδες έχουνε μεταβληθεί σε συμβουλευτικές πινακίδες, «μην τρέχεις», «πρόσεχε  τα αυτοκίνητα»,« θα ιδρώσεις», «θα πέσεις», τα κακομοίρα τα παιδιά των αστών που μεγαλώνουνε με γάλα του κουτιού και συμβουλές έτσι που καταντάνε να γίνουν το ίδιο ασήμαντοι με τους γονιούς τους, τρομοκρατημένα σ'όλη τους τη ζωή από τον ιδρώτα, το πέσιμο, τ'αυτοκίνητα...

Μου δίνουν το χέρι. Η Έλλη αφήνει το δικό της πολλήν ώρα μέσα στο δικό μου. Δεν ξέρω τι μου 'ρχεται να της προτείνω σινεμά ύστερ'από το φαγητό. Ψιθυρίζει «έλα να με πάρεις»και τρέχει να προλάβει τους δικούς της. Σίγουρα δεν θα δυσκολευτεί να τους πείσει για μια άδεια, αλλά θα προσποιηθούνε όλοι ότι έχουνε δισταγμούς. [...]






Σχόλια



Κύριο χαρακτηριστικό του «Απογεύματος» είναι η περιγραφή εκείνου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: ζωή της γειτονιάς. Αυτό από μόνο του αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε.

Οι γειτονίες έμοιαζαν με χωριά-εντός-της-πόλης. Και η Αθήνα τον καιρό εκείνο ήταν μια πόλη με γειτονιές – όχι αυτό το ανώνυμο θηρίο που είναι σήμερα. Και όπως συμβαίνει σε κάθε μικροκοινωνία, τις γνωριμίες συνόδευαν τα κουτσομπολιά και η επίδειξη. Όπως βλέπουμε στο κείμενο, το απόγευμα συνιστούσε ώρα κοινωνικοποίησης: η ώρα που οι γυναίκες επιδείκνυαν τα καινούργια τους look, η ώρα που οι άντρες ξεκινούσαν τα καθημερινά τους φλερτ. Μα πρωταγωνιστής εδώ είναι ο δρόμος και η κίνησή του.

Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν περισσότερο ανώνυμα, περισσότερο κλεισμένα εντός των τοιχών ενός σπιτιού. Τα απογεύματα έχουν πια αντικαταστήσει τα μεσημέρια ως ώρα χαλάρωσης – και ο κόσμος που επιλέγει να βγει, θα το κάνει συνήθως το βράδυ.

Πάντως ο κόσμος εξακολουθεί να βγαίνει – η Αθήνα, όπως κάθε μεγάλη πόλη, δεν έχει χάσει τη ζωή της. Ακόμα και αν χάθηκαν κάπου τα μεγέθη, ακόμα και αν ενισχύθηκε η ανωνυμία, ακόμα και αν λιγόστεψαν οι γειτονίες... δεν έπαψε η ζωή. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε με βορειότερες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου κυριολεκτικά τα πάντα ερημώνουν από μια ώρα κι έπειτα, για να το καταλάβουμε απόλυτα... Ευτυχώς, παρά τις μεγάλες διαφορές του τότε με το τώρα, η πόλη ακόμα ανασαίνει.

Όσο αφορά το ακόλουθο απόσπασμα του Τσιφόρου:

“Τα παιδιά ιδρωμένα και κατακόκκινα εξακολουθούνε να τρέχουνε πέρα δώθε, όλες οι μαμάδες έχουνε μεταβληθεί σε συμβουλευτικές πινακίδες, «μην τρέχεις», «πρόσεχε  τα αυτοκίνητα»,« θα ιδρώσεις», «θα πέσεις», τα κακομοίρα τα παιδιά των αστών που μεγαλώνουνε με γάλα του κουτιού και συμβουλές έτσι που καταντάνε να γίνουν το ίδιο ασήμαντοι με τους γονιούς τους, τρομοκρατημένα σ'όλη τους τη ζωή από τον ιδρώτα, το πέσιμο, τ'αυτοκίνητα...”

Αν μιλούσε τότε ο κόσμος για «υπερπροστασία», αναρωτιέμαι τί θα έλεγε σήμερα: τώρα που τα παιδιά κλείνονται σπίτια τους περισσότερο από ποτέ, χωμένα στην οθόνη ενόςtabletή ενός κινητού τηλεφώνου. Τώρα που οι γονείς τρέμουν στην ιδέα και μόνο μη βγουν έξω τα βλαστάρια τους και γρατζουνίσουν κάποιο γόνατο...

Αναρωτιέμαι σε τί είδους ενήλικες μπορεί να εξελιχθούν παιδιά σαν αυτά.




4 - ΝΥΧΤΑ




Ένα αστέρι βαρέθηκε τη μονοτονία των ουρανών, το 'σκασε και πήδηξε μέσα στο άπειρο για να γίνει διάττοντας. Φώτισε πρασινογάλαζο τον ορίζοντα και χάθηκε κάπου προς Νότον.

Ζηλεύω τ'αστέρια που δραπετεύουνε και περπατάω να πάρω την κοπέλα για τον βραδινό κινηματογράφο. Εκατοντάδες μάντρες μέσα στην Αθήνα προσφέρουνε δυο ώρες φυγή με πέντε τιποτένιες κερμάτινες δραχμές. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από μια κορδέλα του σινεμά που τρέχει με ταχύτητα είκοσι τεσσάρων εικόνων το δευτερόλεπτο κι από μια χιλιάδα χαζούς που αντιδρούνε στο ξετύλιγμά της. Όμως το σινεμά είναι το θέαμα του αιώνα, έθαψε την όπερα και χαρίζει το μεγάλο αγαθό της λησμονιάς στον αγαθό πληθυσμό των πιστών του.

Η Έλλη με περιμένει. Όλες οι Έλλες της Γης περιμένουνε κάποιον που θ'αρχίσει πηγαίνοντάς τες στο σινεμά και θα τελειώσει πηγαίνοντάς τες στην εκκλησία. Στο διάστημα ανάμεσα σινεμά και εκκλησία είναι χαριτωμένες, χωρίς ελαττώματα κι αξιώσεις, είναι σεμνές σαν υπόσχεση πίστης και σαν υπόσχεση ρόδινης μητρότητας. Μόλις παντρευτούνε αρχίζουνε να καπνίζουνε, να παίζουνε χαρτιά και να ‘χουνε αξιώσεις.

Η μαμά έχει χλιαρές αντιρρήσεις για να ενισχύσει την καλή μου εντύπωση για τις ηθικές βάσεις της οικογενείας. «Πού θα πάτε; «Μην αργήσετε...». Όλη η ηθική των αστών είναι καθαρά ζήτημα αργοπορίας, λες και υπάρχει κάποιος νόμος στην ατμόσφαιρα που απαγορεύει στα κορίτσια να διαφθαρούνε δύο με τέσσερις το μεσημέρι και τα απειλεί μόνο με τους μεταμεσονύκτιους δράκους. Της δίνουμε όλες τις διαβεβαιώσεις που απαιτούνται να ησυχάσουνε τα προσχήματα στην ψυχή μιας καλής μαμάς και φεύγουμε μόνοι όπως οι απογοητευμένοι και οι νεόνυμφοι.

Δε λέω τίποτα για την είσοδο του σινεμά που θυμίζει είσοδο σε λαϊκό ναό ρωμαϊκού θεού. Οι κυρίες της συνοικιακής αριστοκρατίας με γοβάκια χωρίς πισινό ποντίνι, με μαλλιά οντουλαρισμένα στο κουρείο της γειτονιάς, με ρουζ που έβαψε βιαστικά τη γιαχνιστή σάλτσα του βραδινού φαγητού. Έρχονται υπέροχες, όπως οι πυργοδέσποινες στις κονταρομαχίες, και δίνουνε διαταγές σ'έναν πολύ ταπεινόν σύζυγο, που καμαρώνει αφάνταστα το μεγαλείο της συνύπαρξης μ'ένα τόσο σπουδαίο μπιμπελό. Οι γυναικούλες του λαού, σκαμμένες από παρελθόν και ευτυχισμένες από το μέλλον ενός θεάματος, κοιτάνε λιμάρικα τον πασατέμπο και τ'αρμυρά φιστίκια της αραπιάς που θα συμπληρώνανε τη μακαριότητα της βραδιάς. Παιδιά, αφάνταστα σε αριθμό, παίζουνε κυνηγητό στην είσοδο, στα χαλίκια των διαδρόμων, παντού όπου μπορούνε να βρούνε χώρο για να ικανοποιήσουνε την ξύπνια τους ζωτικότητα. Γκαρσόνια με άσπρες μπλούζες και με αναιδέστατην φρασεολογία, κουβαλάνε κρύους καφέδες και ζεστές λεμονάδες, δεν έχουνε ψιλά ποτέ τους και παρατάνε τα ποτήρια κατά γης, καρπαζώνουνε τα παιδιά και γκρινιάζουνε για το μεροκάματο.







Η Έλλη κάθεται κοντά μου έτσι σαν να ζητάει την προστασία μου, σαν να φοβάται το σκοτάδι. Σε τέτοιες περιστάσεις εκείνος που πρέπει να φοβάται είναι ο άντρας, στο τέλος αυτός καλείται  να πληρώσει τις αποζημιώσεις των πολεμικών επιχειρήσεων και  καμαρώνει ηττημένος με ύφος νικητή. Πίσω από το πανί τα μεγάφωνα διαλαλούνε ένα σωρό διαφημίσεις για κρέμες καλλυντικές, για στρωματέξ, για ραπτικούς οίκους, κανένας δεν τα προσέχει, τα πιο πεταμένα λεπτά είν'εκείνα που ξοδεύονται στις κινηματογραφικές διαφημίσεις των συνοικιακών σινεμά. Δύο κορίτσια με αλογοουρές, ψημένα από ήλιο κάποιας αμμουδιάς, μιλάνε μπροστά μου για τη Λολό και για τη Σοφία, λες και ήτανε συγγενείς τους. Είμαι σίγουρος ότι τα όνειρά τους φτάνουνε μέχρι το Χόλυγουντ κι ότι το χαρτζιλίκι τους ξοδεύεται για ν’ αγοράζουνε κάρτες αστέρων. [...]

Το έργο αρχίζει με τίτλους, σαν άφιξη προσωπικότητας σε μεγάλη δεξίωση. Ένα μωρό γκρινιάζει, συλλογίζομαι τον Ηρώδη και την ωφελιμότητά του στην κοινωνία από γενικής απόψεως, το χέρι της Έλλης χώνεται μέσ'στο δικό μου, είναι κοντά μια κουβέντα που μου λέει «είμαι υπό την κατοχήν σου»,στην πραγματικότητα εγώ είμαι κάτω από τη δική της κατοχή, αυτό αρχίζει να μ'ενθουσιάζει και να μου δίνει ελπίδες για το μέλλον. Σφίγγω τα δάχτυλά της, είμαι βέβαιος ότι κανείς από μας δεν κατάλαβε ούτε ένα μέτρο από την ταινία, η μαμά σίγουρα δεν θα έχει την αξίωση να της διηγηθεί το έργο, αυτή τη στιγμή ξέρει πολύ καλά ότι εμείς ενώνουμε τα χέρια μας με πρόγραμμα συνεχίσεως αυτής της ένωσης εφ'όρου ζωής. Με πιάνουν οι ρομαντικές διαθέσεις, κοιτάζω ψηλά, χιλιάδες αστέρια να με κοροϊδεύουνε με φωτεινά σημεία και ξεκαρδισμένους σελαγισμούς. [...]

Φεύγουμε όλοι μαζί, μια αγέλη ικανοποιημένων ανθρώπων που γεμίσανε θέαμα και περάσανε τη βραδιά τους με κάτι ουσιαστικό. Στο δρόμο όλα είναι μισοφωτισμένα με κείνο το φως που τρέφει πολύ τη φαντασία και λίγο τα μάτια. Της προτείνω ένα παγωτό και λίγη κουβέντα, λέει «α πα πα», αλλά έρχεται να το πάρει, με διαβεβαιώνει ότι είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται τέτοιαν ώρα τετ α τετ μ'ένα νέο κι εγώ το πιστεύω, μόλο που για τις γυναίκες είναι πάντα η «πρώτη φορά». 

Στο ζαχαροπλαστείο έχουν αγκυροβολήσει μεσόκοπες τεμπελιές που χασμουριούνται και συλλογίζονται τα πλεονεκτήματα ενός κρεβατιού, παρακάτω μια παρέα από θορυβώδεις νυκτερινούς ανθρώπους ξεκαρδίζεται μ’ αστεία. Είναι ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, όλα κείνα τα προνομιούχα όντα που εμείς οι αστοί τα περιφρονούμε και τα ζηλεύουμε γιατί είναι διάσημοι, κερδίζουν περισσότερα, βλέπουν τα ονόματά τους στα έντυπα και δεν μας λογαριάζουνε. [...]

Στο δρόμο της επιστροφής η Έλλη τρέμει γιατί είναι πολύ αργά, και δεν είναι ακόμα ούτε μιάμιση, και με παίρνει μπράτσο. Μια σκοτεινή γωνία είναι ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται, τα σκοτάδια τα νομίζω απαραίτητα για τις σκοτεινές σκέψεις. Σταματώ, την πιάνω από το κεφάλι και την φιλώ στο στόμα. Τα χείλη της μυρίζουν κουφέτο και είναι υγρά και σαρκωμένα, σημάδι ότι περίμενε οπωσδήποτε το φιλί. Μόλο που είναι πάλι «πρώτη φορά», διαπιστώνω ότι ξέρει να φιλήσει με αξιοθαύμαστην εμπειρία.

Οι δρόμοι των φιλιών είναι μακρινοί. Όταν φτάνουμε στην πόρτα της έχει γίνει δύο και μισή. [...] Δεν ξέρω γιατί ένα μικρό βάρος φεύγει από το στή¬θος μου μόλις μένω μόνος πάνω στο μεταμεσονύκτιο πεζοδρόμιο.

Περπατάω. Δεν υπάρχει άλλος από τη νύχτα κι εμένα. Αυτό, η νύχα κι εγώ είναι κάτι που με τρέλαινε από τον καιρό της παιδικότητάς μου. Η Αθήνα τη νύχτα είναι ολόκληρη σαν το σπίτι σου, όλα είναι δικά σου, η σιωπή της, οι αναπνοές των δέντρων, η σκόνη που τρίζει κάτω από τις πατούσες σου, οι αραιοί διαβάτες είναι αδέρφια σου, τα σκυλιά που ψάχνουν τους σκουπιδοτενεκές υποτακτικά σου. Αυτήν την ώρα έχεις και τον εαυτό σου κάτω απότην απόλυτη κυριαρχία σου, αυτή η ασφάλεια της Αθήνας που δε διαθέτει ούτε έναν κακοποιό, ούτε έναν ομιχλώδη δολοφόνο, ούτε έναν μεθυσμένο με φάλτσα τραγούδια είναι μοναδική σ'όλη  τη γη για να σου χαρίσει τ'αστέρια που θα 'ρθουνε φωτεινοί εθελοντές να φωτίσουνε τα σχέδιά σου.

Τώρα πάει πια. Ύστερα απ’ το φιλί στη σκοτεινή γωνία δεν είμαι μόνος, έγινα απότομα από αριθμός ένα, αριθμός δύο, δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι σε λίγες βδομάδες θα κυκλοφορώ μ’ έναν χρυσό κύκλο στο αριστερό μου χέρι και θα πηγαίνω να τρώω σε συγγενείς «κατενθουσιασμένους για τη γνωριμία μου». Κάτι θ’ αλλάξει τη μονοτονία μου και μόλο που ξέρω ότι αυτό το κάτι θα ‘ναι μια καινούργια μονοτονία, χαίρουμαι προκαταβολικά. Νομίζω ότι η ανθρώπινη απληστία δεν μεταφράζεται στο «να αποκτήσεις πολλά», αλλά στο «ν’ αλλάξει κάτι στο καλύτερο».

Κάνω βόλτες στο δρόμο πριν αποφασίσω να βάλω το κλειδί στην πόρτα μου. Το αύριο έρχεται καλπάζοντας πάνω στ’ άλογα της νύχτας και θα 'ναι σίγουρα το ίδιο με το σήμερα, όμως τώρα υπάρχει ένα φιλί και μια Έλλη, κάτι θα χω να σκέφτομαι τις μονότονες ώρες του γραφείου, έτσι σαν τα παιδιά που τους περίσσεψε μισή σακούλα καραμέλες και θα χουνε κάτι να μασάνε την ώρα της παραδόσεως.

Το κρεβάτι μου είναι ζεστό. Δεν κοιμάμαι. Κάτι έρχεται. Το αύριο που περιμένουμε όλοι οι άνθρωποι με το δισάκι της ψυχής γεμάτο ελπίδες. Φτάνει ένα τόσο δα φιλί για να σου γεμίσει το δισάκι κι ένα τόσο δα ξυπνητήρι για να σου τ’ αδειάσει.

Κουρντίζω το ξυπνητήρι...»



Σχόλια



Ο παλιός κινηματογράφος απ’ τη μία, το ζαχαροπλαστείο απ’ την άλλη. Και τ’ ανθισμένα πάρκα της γειτονιάς. Ιδού οι βασικοί τόποι σύναξης των νεαρών ζευγαριών της εποχής. Τότε που το κορίτσι υποσχόταν να γυρίσει στο σπίτι του «νωρίς». Τότε που τα φλερτ σύντομα παραχωρούσαν τη θέση τους στο γάμο.

Το ελεύθερο πνεύμα μέσα μου με πείθει πως έχουμε αλλάξει προς το καλύτερο: λιγότερη καταπίεση, λιγότερη ηθικολογία, μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογών και για τα δύο φύλα. Μα το κριτικό πνεύμα μέσα μου μου φανερώνει πτυχές ενός ρομαντισμού που χάθηκε.

Και προσπαθώ κάπως να συνταιριάξω το ένα με το άλλο. Να βρω μια χρυσή τομή. Δεν είναι εύκολο.

Θα κρατήσω το αίσθημα εκείνο που αποπνέει η νύχτα – το ζεστό, φιλόξενο αίσθημα που νιώθει ο χαρακτήρας του Τσιφόρου, ενώ κάνει το νυχτερινό του περίπατο. Και ας βαδίζει εντός μιας πόλης που του αποπνέει τόση «ασφάλεια», όπως περιγράφει... μιας πόλης που πλέον δεν υπάρχει. Μα θα κρατήσω την αίσθηση και μόνο, εκείνου του απελευθερωτικού περιπάτου. Όταν φυσάει το καλοκαιρινό αεράκι και σε παρασέρνει στις θάλασσες της σκέψης σου, ένα μικρό καΐκι που μπαρκάρει για νέες εξορμήσεις.

Κάπως έτσι μας ταξίδεψε ο Νίκος Τσιφόρος. Κάπως έτσι πήραμε μια γεύση της παλιάς Αθήνας και κάναμε κάποιες συγκρίσεις με το σήμερα. Και το ταξίδι συνεχίζεται...



Πηγές φωτογραφιών παλιάς Αθήνας:






20 Εικονογραφήσεις για 20 Βιβλία... από το φονικό κουνέλι

$
0
0




Έχουμε τόσες φορές μιλήσει μέσα από μακροσκελή κείμενα και λέξεις – και θα το κάνουμε πολλές φορές ακόμα στο μέλλον. Μα σήμερα, κλείνοντας τη φετινή σειρά αναρτήσεων για το Φονικό Κουνέλι, θα σας μιλήσω κυρίως μέσα από εικόνες. Συγκεκριμένα, μια σειρά από εικονογραφήσεις δικές μου, με θέμα τους – τί άλλο; – κλασικά και αγαπημένα βιβλία.

Ακολουθούν 20 σχέδια, κάθε ένα και μια εικονογράφηση για ένα βιβλίο. Καθώς τα σχέδια προορίζονταν για ένα παιδικό ανθολόγιο, οι επιλογές των βιβλίων αφορούν σημαντικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας, ή κλασικά βιβλία που έγιναν διασκευές για παιδικό κοινό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τίτλοι όπως ο Πινόκιο, η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ο Εγωιστής Γίγαντας, τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, ο Τρελαντώνης, τα Ψηλά Βουνά και άλλα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τίτλοι όπως οι Άθλιοι, ο Δον Κιχώτης και ο Ροβινσώνας Κρούσος.

Ασφαλώς όσοι αγαπούν το διάβασμα ξέρουν καλά πως τα κλασικά έργα της «παιδικής» λογοτεχνίας δεν διαχωρίζονται επί της ουσίας από τα κλασικά έργα της «ενήλικης» λογοτεχνίας. Τα μηνύματα που φέρουν είναι τόσο βαθιά, που ένας ενήλικας θα είχε πολλά να διδαχτεί από αυτά – ίσως περισσότερα και απ’ ότι ένα παιδί. Αρκεί να πάρουμε για παράδειγμα βιβλία όπως ο «Τομ Σόγιερ», η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και ο «Μικρός Πρίγκιπας» – έργα που θα ήταν καλό να διαβάζαμε ξανά και ξανά, κάθε δεκαετία της ζωής μας.

Με αυτή την ανάρτηση η Κουνελοχώρα κλείνει παροδικά τα παντζούρια της – να μείνει λίγο στη σκιά, να δροσιστεί, να πάρει ανάσες. Θα επανέλθουμε με το καλό από Οκτώβρη πια. Και έχουμε πολλά πράγματα να πούμε – για τέχνες, για λογοτεχνία, για κινηματογράφο, για μουσική και για κόμικς... και οτιδήποτε τυχόν εμβόλιμο!

Αυτά λοιπόν. Ακολουθούν οι εικονογραφήσεις, και μια μικρή περιγραφή για κάθε μία. Με ενδιαφέρει ασφαλώς να μου πείτε ποιες σας αρέσουν περισσότερο. Και αν απέχω για το επόμενο διάστημα, το emailτο έχω πάντα ανοιχτό, επομένως όποιος επιθυμεί μπορεί να επικοινωνεί μαζί μου από κει.

Να είστε καλά και τα λέμε πάλι σύντομα (γιατί ο καιρός, ομολογουμένως, περνάει πολύ γρήγορα!)


1 # ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ (DonQuixote) του Μιγκέλ Ντε Θερβάντες





Ομολογώ πως σχεδίασα ομορφότερο το άλογο του Δον Κιχώτη σε σχέση με εκείνο που ήταν στην πραγματικότητα – μα η εικόνα που βλέπουμε θα μπορούσε να προέρχεται από κάποια φαντασίωσή του! Εκεί που όλα έμοιαζαν όμορφα και ιδανικά – επομένως γιατί όχι.




2 # Ο ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ της Πηνελόπης Δέλτα






Προσπάθησα να δώσω όλη την έμφαση στο σχεδιασμό του μικρού και στην αποτύπωση της έκφρασής του.



3 # ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΕ ΤΟ ΘΗΣΑΥΡΟ (TreasureIsland) του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον





Σε πρώτο πλάνο διακρίνουμε έναν από τους διασημότερους πειρατές στην ιστορία της λογοτεχνίας – αν όχι τον διασημότερο όλων. Ο λόγος για τον περίφημο LongJohnSilver.



4 # Ο ΕΓΩΙΣΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ (TheSelfishGiant) του Όσκαρ Ουάιλντ





Ένα από τα ωραιότερα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ, από έναν συγγραφέα που ήξερε τόσο να σατιρίζει, όσο και να συγκινεί, όσο λίγοι.



5 # ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΟΚΙΟ (TheAdventuresOfPinocchio) του Κάρλο Κολόντι






Ο Πινόκιο ανήκε στις πρώτες μεγάλες αγάπες της παιδικής μου ηλικίας. Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω ξανά το αυθεντικό έργο του Κάρλο Κολόντι και συνειδητοποίησα πόσο βάθος έχει.




6 # ΡΟΒΙΣΝΩΝΑΣ ΚΡΟΥΣΟΣ (ROBINSONCRUSOE) του Ντάνιελ Ντεφόε





Πασίγνωστο από τις δεκάδες διασκευές του. Στην αυθεντική του εκδοχή έχει καταξιωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας.




7 # ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (SansFamille) του Εκτόρ Μαλό





Μια κοπέλα που είδε αυτή την εικονογράφηση σε μια έκθεση μου είπε πως την είχε συγκινήσει. Ομολογώ μου άρεσε πολύ που το άκουσα.



8 # ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ του Ζαχαρία Παπαντωνίου





Κάποτε αυτό το βιβλιαράκι αποτελούσε αναγνωστικό για το δημοτικό – όλα τα παιδιά μιας γενιάς, παλιότερης απ’ τη δική μου, το είχαν διαβάσει. Σήμερα τα παιδιά που το γνωρίζουν είναι λιγότερα. Ο ίδιος το διάβασα ενήλικας. Νά κάτι που δεν έπρεπε ν’ αλλάξει.



9 # ΠΙΤΕΡ ΠΑΝ (PeterPan) του Τζέιμς Μάθιου Μπάρι





Βιβλίο που οι περισσότεροι (συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου) γνώρισαν μέσα από την κινηματογραφική διασκευή της Disney. Μα τόσα έργα της Disneyβασίστηκαν σε διασκευές – αυτό ήταν ένα από αυτά.



10 # Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ (AliceInWonderland) του Λούις Κάρολ






Αν κάνετε το λάθος να θεωρήσετε αυτό το βιβλίο (και το διάδοχό του, την «Αλίκη Μέσα στον Καθρέφτη») απλά ως ένα «βιβλίο για παιδιά», θα έχετε χάσει μία από τις πλέον σουρεαλιστικές εκτοξεύσεις που μπορεί να επιφυλάσσει στη φαντασία σας ο κόσμος των βιβλίων.

Σε περίοπτη θέση στην εικόνα φυσικά έχω συμπεριλάβει το Λευκό Κουνέλι – λένε πως είναι μακρινός μου πρόγονος.



11 – ΣΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ του Νίκου Καζαντζάκη






Κι όμως, με αφορμή αυτό το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη σχεδίασα τη πάλη ανάμεσα στο Θησέα και το Μινώταυρο – φυσικά ο Θησέας ανήκε στους αγαπημένους μου μυθολογικούς ήρωες όταν ήμουν μικρός. Όσο αφορά το Μινώταυρο; - σκοπός μου ήταν να τον δείξω τερατώδη, ένα αληθινό θηρίο.



12 – ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΜ ΣΟΓΙΕΡ (TheAdventuresofTomSawyer) του Μαρκ Τουέιν





Αν με ρωτούσε ένα παιδί θα του έλεγα «κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και διάβασε Μαρκ Τουέιν».


Αν με ρωτούσε ένας ενήλικας θα έλεγα το ίδιο ακριβώς.




13 – ΝΤΕΝΕΚΕΔΟΥΠΟΛΗ της Ευγενίας Φακίνου






Όλη η θεματολογία και η εικονογράφηση εδώ ανήκουν στην δημιουργό του έργου, Ευγενία Φακίνου. Με βάση τις δικές της κατασκευές σχεδίασα αυτή την εικόνα.





14 – ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ της Διδώς Σωτηρίου






Το κλασικό αυτό βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου μιλάει για τη Σμύρνη – και τους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ σαν κύματα μιας ανεμοδαρμένης θάλασσας.




15 – ΤΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΤΗΣΑΝΝΑΦΡΑΝΚ(The Diary of A Young Girl, by Anne Frank)






Η ιστορία της μικρής Εβραιοπούλας που κρύβεται από τους Ναζί είναι γνωστή σε πολύ κόσμο (αν και όχι, δυστυχώς, σε όλους). Στην εικόνα επέλεξα να σχεδιάσω κάτι περισσότερο αλληγορικό.



16 – ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ (LesMiserables) του Βίκτωρ Ουγκώ




Μιλάμε ασφαλώς για ένα βιβλίο που έχει διασκευαστεί πάρα πολλές φορές σε πάρα πολλά μέσα, και φυσικά υπάρχουν εκδοχές και για παιδιά – μα θα πρότεινα να καταπιαστείτε και με τις 2 και βάλε χιλιάδες σελίδες του αυθεντικού κειμένου, δίχως περικοπές. Τότε θα συνειδητοποιήσετε για ποιο λόγο έχουμε να κάνουμε με ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα όλων των εποχών.



17 – ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ (AesopsFables)





Εδώ βρισκόμαστε στις ρίζες. Και οι αρχαίοι γνώριζαν καλά πως οι ιστορίες του Αισώπου δεν αφορούν επί της ουσίας τα παιδιά, μα τους πάντες. Αποπνέουν κάτι απ’ τη διαχρονική ουσία του ανθρώπου. Όσο αφορά την εικόνα, επέλεξα την ιστορία με την Αλεπού και τον Κόρακα – μία από τις αγαπημένες μου μικρός.



18 – ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜ (GrimmsFairyTales)





Δυο αδέρφια που συγκέντρωσαν μύθους και παραδόσεις αιώνων, ανασυνθέτοντάς τους, οικοδομώντας κόσμους στους οποίους χορεύουν αρμονικά το φως και το σκοτάδι, η φαντασία και η πραγματικότητα, το όνειρο και ο εφιάλτης.

Με την εικονογράφηση αυτή – βασισμένη φυσικά στο παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ – προσπάθησα να αποτυπώσω το ονειρικό και τρομακτικό συνάμα πνεύμα των παραμυθιών.



19 – ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ [ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ] (AChristmasCarol) του Τσαρλς Ντίκενς




Αγαπημένη όσο λίγες, η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς από πολλές απόψεις συνέβαλε στο να χτιστεί ο ίδιος ο μύθος των Χριστουγέννων, όπως τα φανταζόμαστε σήμερα. Περισσότερα για τον Ντίκενς και τα Χριστούγεννα στο ακόλουθο αφιέρωμα:





20 – Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ (LePetitPrince) του Αντουάν ντε-Σαιντ Εξυπερύ


Ένα τόσο δα βιβλιαράκι, που περικλείει τόση και τόση ουσία. Θα έπρεπε να διαβάζεται κάθε χρόνο, συνέχεια, απ’ τους πάντες.


Φυσικά έχω κάνει και στο «Μικρό Πρίγκιπα» αναλυτικό αφιέρωμα, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ:




Αυτά ήταν λοιπόν! Ξανά μαζί από Οκτώβρη! 



© All artworks copyright ΤοΦονικόΚουνέλι– the Lethal Rabbit


Viewing all 184 articles
Browse latest View live