Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Το παζλ που λείπει απ'τα κομμάτια μας

$
0
0




«Μου φαίνεται, Σάντσο, πως δεν υπάρχει παροιμία που να μην είναι αληθινή, γιατί όλες είναι ρητά που βγαίνουν απ'την ίδια την εμπειρία, μητέρα όλων των επιστημών. Και πιο αληθινή απ'όλες είναι εκείνη που λέει: “εκεί όπου κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη”».


…Περίπου τρεις μήνες πριν είχαμε κλείσει με Δον Κιχώτη. Σήμερα, τρεις μήνες μετά, σκέφτηκα πως αρμόζει να ανοίξω ξανά με ένα ρητό του ήρωα του Θερβάντες. Γιατί τίποτα δεν τελειώνει για πάντα και αν κλείνει κάπου μία πόρτα, να είσαι βέβαιος πως, κάπου αλλού, θα ανοίξει μία άλλη… Ίσως όχι αμέσως και ίσως όχι με τη μορφή που περιμένεις… μα θα ανοίξει – αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Κάποιες φορές μπορεί και να μοιάζει με εκείνες που είδε η Αλίκη, εκεί κάτω, στη φωλιά του κούνελου…

Είναι παράξενη η αίσθηση να γράφεις ξανά μετά από τρεις μήνες αποχής απ’ τα κοινωνικά δίκτυα. Μοιάζει λες και ανοίγεις τα παραθυρόφυλλα στο λαγούμι σου και πλημμυρίζει ξαφνικά με φως. Για λίγο δεν μπορείς να δεις – το ίδιο μπερδεύονται τα δάχτυλά σου στο πληκτρολόγιο, σχεδόν δε θυμάσαι πώς να φτιάξεις μια σωστή πρόταση. Όσο αφορά την κατάσταση του λαγουμιού σου; - χάλι μαύρο! Πεταμένα βιβλία δω κι εκεί, χαρτιά με μισοτελειωμένες φράσεις, σκονισμένα λάπτοπ, μια ακαταστασία ακατάλληλη για να υποδεχτεί ξανά επισκέπτες! Μα, τι να γίνει, προσπαθείς να βάλεις μια στοιχειώδη τάξη… είναι Οκτώβρης. Μύρισε βροχή. Είχες πει πως θα γυρίσεις. Καιρός να πιάσεις πάλι την κουβέντα για όσα συνήθως συζητάς! Λογοτεχνία, τέχνες, μουσική, κι άλλα τέτοια – και υποθέτεις πως θα τσουλήσει όπως πριν και πως ο κόσμος θα δώσει πάλι το παρόν.

Αλήθεια, υπάρχει κόσμος εκεί έξω; Νομίζω θα το συνειδητοποιήσω σύντομα…

Το φονικό κουνέλι είναι πάλι εδώ, κύριοι! Στο χέρι του, όπως βλέπετε στην εικόνα, κρατάει κάτι που μοιάζει με όπλο – μα στην πραγματικότητα είναι μια πένα. Και έχει πολλά πράγματα να μοιραστεί με τους φίλους αναγνώστες για τους επόμενους μήνες.

Γιατί υπάρχουν συνθήματα σε τοίχους που γκρεμίστηκαν… κι εμείς πρέπει να προσθέσουμε τα τούβλα.

Γιατί υπάρχουν λέξεις που δεν ειπώθηκαν σωστά… μα εμείς θα γυρίσουμε πίσω τις σελίδες και θα γράψουμε το κείμενο ξανά απ’ την αρχή.

Για το παζλ που λείπει απ’ τα κομμάτια μας. Το παζλ που θ’ αναζητήσουμε.


Καλώς βρεθήκαμε ξανά!




Η Τέχνη των Τεσσάρων Διαστάσεων: Ο Κυβισμός

$
0
0

Pablo Picasso - Girl with Mandolin-Fanny Tellier (1910)


«Ο κόσμος όπως τον έχουμε δημιουργήσει είναι προιόν της σκέψης μας. Δεν μπορεί να αλλάξει δίχως να αλλάξουμε τη σκέψη μας»

Άλμπερτ Άινσταιν


«Ζωγραφίζω τα πράγματα όπως τα σκέφτομαι, όχι όπως τα βλέπω»

Πάμπλο Πικάσο



Εισαγωγή. Ένας κόσμος που είναι πολλοί κόσμοι



Στην πραγματικότητα η όραση είναι μια μορφή πλάνης• δεν συνιστά ψέμα – μα απέχει πολύ από το να αποτελεί τη μοναδική όψη της αλήθειας.


Είμαστε ριγμένοι σ’ έναν κόσμο που διέπεται από φυσικούς νόμους. Ο εγκέφαλός μας είναι διαμορφωμένος ώστε να μεταφράζει τα ερεθίσματα της όρασης σε συγκεκριμένες οπτικές παραστάσεις. Οι οπτικές παραστάσεις, με τη σειρά τους, μας δίνουν μια εντύπωση της πραγματικότητας. Μα πόσο διαφορετική δείχνει η πραγματικότητα στα μάτια ενός μικρού παιδιού κι ενός ενήλικα! Ενός ευτυχισμένου κι ενός δυστυχισμένου• ενός νηφάλιου κι ενός μεθυσμένου• ενός ερωτευμένου κι ενός χωρισμένου• κάποιου που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός τηλεοπτικού καναλιού, μιας εφημερίδας… ή μέσα από τα μάτια της οικογένειας, του έθνους, της γλώσσας, της θρησκείας, ή των πολιτικών του.

Κάθε ένας από μας απαγκιστρώνεται από τη μικροσκοπική πραγματικότητά του, θαρρώντας τάχα πως αποτελεί τη μόνη δυνατή. Υψώνει τη μονάκριβη αλήθεια του σε είδωλο και την προσκυνά ευλαβικά. Έτσι όμως ξεχνά πως είμαστε φτιαγμένοι για να βλέπουμε ένα πράγμα τη φορά: μια ευθεία, μια νοητή γραμμή που εκτείνεται στο χώρο, κάποια ορισμένη χρονική στιγμή. Στρέφουμε το βλέμμα μας και η νοητή αυτή γραμμή εκτείνεται προς διαφορετική κατεύθυνση• το σκηνικό αλλάζει, ο χρόνος μεταβάλλεται• διαδοχικά Τώρα γυρίζουν ξέφρενα σαν σελίδες ενός ατέρμονου βιβλίου. Κάθε σελίδα και μια διαφορετική στιγμή• μια άλλη ματιά• μια νέα αίσθηση. Μα στο οπτικό πεδίο μας δεσπόζει πάντα η ευθεία, γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι: να βλέπουμε ένα πράγμα τη φορά.

Δεν είμαστε παρά οχήματα που τρέχουν ξέφρενα στη φαινομενική ευθεία λωρίδα του πολυδιάστατου χώρου, καταδικασμένα να βλέπουμε μονίμως προς τα μπρος• μέρος μιας πραγματικότητας που χωράει περισσότερες διαστάσεις από τρεις, άπειρες ευθείες, μύρια οχήματα, το κάθε ένα παρατηρώντας τον κόσμο απ’ τα δικά του μάτια, τρέχοντας στη δική του, ατέλειωτη γραμμή, σε ένα σύμπαν στο οποίο οι ευθείες δεν είναι άλλο από αφαιρέσεις.

Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα ο Άλμπερτ Αϊνστάιν παρουσίαζε τη Θεωρία της Σχετικότητας, καταρρίπτοντας τις καθιερωμένες φυσικομαθηματικές ερμηνείες του κόσμου, λίγοι συνειδητοποιούσαν τι σημαίνουν όλ’ αυτά για την καθημερινή πραγματικότητά μας. Αγνοούσαν πως οτιδήποτε θεωρούμε δεδομένο τίθεται πια σε αμφισβήτηση. Και πως ο κόσμος που βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια είναι ένας κόσμος κλειδαμπαρωμένος στον ασφυκτικό κλοιό των αισθήσεών μας. Πως αναγκαζόμαστε να ερμηνεύουμε τον κόσμο με μεθόδους που εξ’ ορισμού αδυνατούν να αποκαλύψουν την αληθινή του φύση. Πως όσο βαθύτερα προσεγγίζουμε κάποια αντικειμενική αλήθεια, τόσο περισσότερο χανόμαστε σε ένα σύμπαν που μοιάζει, σχεδόν, σαν κάποιο όνειρο…


Robert Delaunay - Window, 1912


Επέλεξα να προλογίσω με αυτόν τον τρόπο το σημερινό αφιέρωμα πάνω στην ιστορία της τέχνης. Ένα αφιέρωμα που μας φέρνει ξανά, μετά από καιρό, στην Τέχνη της Πρωτοπορίας του 20ου αιώνα και στο καλλιτεχνικό κίνημα από το οποίο, θα μπορούσαμε να πούμε, ξεκίνησαν όλα. Μιλώντας για τον Κυβισμό είναι αδύνατον να μην αναφερθείς στη Σχετικότητα – δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως οι ανακαλύψεις του Αϊνστάιν, η επαναστατική θεωρία των Κβάντα και ο Πικάσο έκαναν όλοι την εμφάνισή τους την ίδια εποχή – κάπου εκεί, στις αρχές του 20ουαιώνα.

Κι ενώ γράφω και παρατηρώ μπροστά μου την οθόνη και τα δάχτυλά μου ενώ πληκτρολογούν, στρέφω το βλέμμα μου και κοιτάζω ένα βιβλίο. Και τώρα βλέπω πάλι την οθόνη. Και συ, αναγνώστη, διαβάζεις αυτή τη στιγμή το κείμενο. Και αν σταματήσεις για λίγο, στρέφοντας το βλέμμα σου προς κάποια άλλη κατεύθυνση (δοκίμασέ το τώρα!), συνειδητοποιείς πως βλέπεις ένα πράγμα κάθε φορά. Όπως όλοι μας. Σκέψου να χωριζόταν ο περίγυρός σου σε κομμάτια και να τα προσλάμβανες όλα μαζί με τις αισθήσεις σου! Να διάβαζες ταυτόχρονα την αρχή, τη μέση και το τέλος του κειμένου (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά!) – ενώ εγώ το έγραφα παράλληλα με την ανάγνωσή σου! Φαντάσου να ενσωματώνονταν πολλαπλές οπτικές γωνίες σε μία, ποικίλοι χώροι και χρόνοι σε μια ατέλειωτη στιγμή!

Και αν οι αισθήσεις μας είναι καταδικασμένες να παραμένουν στον ίδιο πάντα ευθύγραμμο χώρο… κανείς δεν είπε το ίδιο για τη φαντασία μας.



Fernand Leger - Les Hélices 2é état (1918)


Η Τέχνη της Σκέψης



Ας μεταβούμε λίγο βαθύτερα στον πυρήνα του θέματός μας και ας θέσουμε το ερώτημα: «ποιο είναι το νόημα της τέχνης;». Γενικά – για ποιον λόγο επιλέγει για παράδειγμα κάποιος να δημιουργήσει κάτι, οτιδήποτε – ένα ζωγραφικό έργο, ένα διήγημα, ένα κόμικ, ένα τραγούδι;

Ας προσπεράσουμε τους εμπορικούς σκοπούς και ας εστιάσουμε στην τέχνη ως σκοπό, όχι ως μέσο. Κάποιοι ίσως απαντήσουν: «μα, ο σκοπός δεν είναι άλλος από την έκφραση των συναισθημάτων μας. Δημιουργούμε γιατί έτσι νιώθουμε. Γιατί η τέχνη μας απολυτρώνει, μας παρηγορεί, μας βοηθάει να εκφραστούμε».

Άλλοι, πάλι, μπορεί να πουν: «τέχνη είναι η προσπάθεια απεικόνισης εκείνου που βλέπουμε με τα μάτια μας, η απόπειρα της πιστής αποτύπωσής του στο χαρτί ή τον καμβά». Η τέχνη ως μελέτη της πραγματικότητας.

Τέλος, ορισμένοι ίσως εκφράσουν την άποψη: «ζωγραφίζω (ή γράφω, ή παράγω μουσική) για να μεταδώσω μηνύματα για τον άνθρωπο, τον κόσμο και την κοινωνία στην οποία ζω».

Πόσοι όμως ανάμεσα στους ερωτηθέντες θα έδιναν μια απάντηση σα την ακόλουθη;

«Μέσω της τέχνης επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την πραγματική φύση του κόσμου, πέρα από τους περιορισμούς των αισθήσεων, μεταβαίνοντας σε έναν αληθινό, α-χρονικό χώρο, αόρατο στο μάτι, προσεγγίσιμο με τη δύναμη της σκέψης και του νου. Κι αυτό γιατί η τέχνη αποκαλύπτει την επιστημονική ουσία του σύμπαντος».

Κάπως έτσι λοιπόν ερχόμαστε στην καρδιά του θέματός μας!

Αυτός ήταν ο Κυβισμός, κύριοι! Το κίνημα που ταρακούνησε τα θεμέλια της τέχνης, με τον ίδιο τρόπο που οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις ταρακούνησαν (για να μην πούμε, αναποδογύρισαν πλήρως) την παραδεκτή κοινή σκέψη. Πόσο απέχει εξάλλου η τέχνη απ’ την σκέψη; Σε περίπτωση άλλων καλλιτεχνικών κινημάτων, που έδιναν έμφαση στο συναίσθημα ή το μήνυμα, πολύ. Μα στην περίπτωση του Κυβισμού πολύ λίγο.

Ο Κυβισμός είναι η Σκέψη της νέας εποχής μετουσιωμένη σε Εικόνες.



Albert Gleizes - L'Homme au Balcon (1912)



Κάτι παράξενες Δεσποινίδες



Ένα αυτοκίνητο – μια νέα εφεύρεση των καιρών – διέσχιζε τον ναρκωμένο, παραδομένο στη μεσημεριανή ραστώνη, δρόμο του Παρισιού. Τα φύλλα φιδογύριζαν στον άνεμο νωχελικά, σαν υπνωτισμένα. Στα πεζοδρόμια αναδευόταν ράθυμα η σκόνη.

Μια κοπέλα κατέβαινε τα σκαλιά του νεόκτιστου παρισινού Metro, κρατώντας τον ποδόγυρο απ’ το βαρυφορτωμένο φόρεμά της. Έκανε να βγάλει το καπέλο της• είχε ζέστη σήμερα. Κοίταξε γύρω της. Ψυχή. Μόνο εκείνο το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν. Παρατήρησε τα φύλλα που μαζεύονταν συνωμοτικά σε μια γωνιά του δρόμου. Η κόρνα του αμαξιού αντήχησε από μακριά – λες και απαντούσε σε κάποιο αόρατο κάλεσμα. Ο κόσμος έδειχνε να ανταλλάσσει μηνύματα σε μια άγνωστη γλώσσα.

«Παράξενα είναι σήμερα»,σκέφτηκε η κοπέλα. «Μα ίσως είναι η ιδέα μου. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι παρά μια μέρα σαν όλες τις άλλες», επιβεβαίωσε και συνέχισε το δρόμο της, κατεβαίνοντας στο υπόγειο του Μετρό.






Κι όμως – δεν ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Γιατί την ίδια ώρα, σ’ ένα κτίριο στη γωνιά του δρόμου, στο βάθος ενός μισοφωτισμένου ατελιέ, ένας νεαρός ζωγράφος παρουσίαζε μπροστά στον απορημένο κόσμο το νέο του δημιούργημα. Ο ζωγράφος ονομαζόταν Πάμπλο Πικάσο και το έργο του λεγόταν: «Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν» (“LesDemoisellesd'Avignon”). Βρισκόμαστε στο έτος 1907.

Ο κόσμος παρατηρούσε τον καμβά με απορία• κάποιοι με δυσάρεστη έκπληξη. Πέντε γυναίκες, πέντε πόρνες, φορώντας τα εσώρουχά τους, παρουσιάζονταν παραμορφωμένες, σε πόζες σπασμένες και μια επιφάνεια δίχως προοπτική, χωρισμένη σε κομμάτια κι απότομα σχήματα. Μάλιστα τα πρόσωπα ορισμένων απ’ αυτές είχαν αντικατασταθεί από τρομακτικές, γκροτέσκες μάσκες! Το κοινό δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει αυτό που έβλεπε. Τα πρόσωπά τους ήταν συνοφρυωμένα, συγχυσμένα. Κάποιοι είχαν εμφανώς εξοργιστεί – μεταξύ των οποίων και στενοί φίλοι του ίδιου του ζωγράφου, βαθιά αναστατωμένοι, μη γνωρίζοντας πώς να αντιδράσουν.

Γιατί να αποδοθεί με έναν τόσο αντιαισθητικό τρόπο η γυναικεία ομορφιά; Ήταν αυτό άλλη μία εκδήλωση της εκκεντρικής τάσης μιας μερίδας σύγχρονων καλλιτεχνών, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες παρουσίαζαν έργα όλο και περισσότερο αντισυμβατικά, καταργώντας τους ισχύοντες κανόνες περί αισθητικής και συμμετρίας και παράγοντας τέχνη όλο και περισσότερο εξεζητημένη; Χάθηκε λοιπόν το παλιό καλό γούστο; Χάθηκε το αρχέγονο κάλλος, το μέτρο, η αρμονία, η λεπτότητα; Τι θα έλεγαν άραγε οι Αναγεννησιακοί ζωγράφοι γι’ αυτό; Τι σχέση μπορούν να έχουν τα έκφυλα, στρεβλωμένα, απειλητικά πλάσματα του έργου με τις Μαντόνες του Ραφαήλ; Καταραμένοι Ιμπρεσιονιστές! Αυτοί φταίνε, απ’ αυτούς ξεκίνησαν όλες αυτές οι παρηκμασμένες πρωτοπορίες! Πάει, η τέχνη έχασε το δρόμο της.



Pablo Picasso - Les Demoiselles d'Avignon (1907)


Μα ο νεαρός Πικάσο ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Δεν υπήρχε τίποτα τυχαίο στο έργο του. Γνώριζε πολύ καλά για ποιο λόγο παρουσίαζε τα πρόσωπα των γυναικών ταυτόχρονα σε προφίλ και σε ανφάς• ήξερε γιατί έσπαγε τη φόρμα του σώματός τους σε πολλαπλά επίπεδα• για ποιο λόγο έδινε στην καθεμιά από ένα ξεχωριστό στυλ, ενσωματώνοντας ποικίλες όψεις σ’ ένα έργο• γιατί ενοποιούσε στην ίδια επιφάνεια τους όγκους και το χρώμα, καταργώντας τις τρεις διαστάσεις και την ψευδαίσθηση του βάθους.

Και οι αφρικανικές μάσκες; Ναι, κι αυτές είχαν τη σημασία τους. Σχεδόν άκουγες τον ήχο απ’ τα τύμπανα της ζούγκλας. Η τέχνη ήταν ξανά πρωτόγονη• ο ενήλικας είχε γίνει ξανά παιδί.

Και το παιδί βλέπει τα πράγματα πάντα από μια άλλη οπτική γωνία. Και θαυμάζει τον κόσμο, όχι για εκείνη τη στενόμακρη, ευθεία (τόσο ευθεία!) γραμμή της πραγματικότητάς του• μα για τον απεριόριστο σπειροειδή του χώρο. Το χώρο που δραπετεύει απ’ τα όρια – το χώρο που καθιστά τα πάντα δυνατά.

Ας καταστήσουμε από τώρα σαφές κάτι που, ένας αμύητος στο χώρο της τέχνης, ίσως να μη θεωρεί τόσο δεδομένο: η επιλογή και η αναπαράσταση του θέματος δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με εκείνο που θα λέγαμε «τεχνική ικανότητα». Όσοι είχαν δει τα προγενέστερα έργα του Πικάσο γνώριζαν καλά πως, αν ήθελε, μπορούσενα ζωγραφίσει με περισσότερο «παραδοσιακούς» τρόπους, ικανοποιώντας τη μέση αισθητική αντίληψη της πλειοψηφίας του κοινού. Μα για τον Πικάσο και τους συνοδοιπόρους του, η περασμένη τέχνη ανήκε στο παρελθόν – σημασία είχε πλέον η αναζήτηση μιας καινούργιας φόρμας, μιας νέας μορφής έκφρασης και μαζί με αυτήν, η διεύρυνση της ίδιας της αντίληψής μας γύρω από τον κόσμο και τη θέση μας σε αυτόν. Η νέα τέχνη δεν εξυπηρετούσε πια την έκφραση, ούτε έμενε προσκολλημένη στα αντικείμενα των αισθήσεων – όχι, σκοπός της ήταν να πάει παραπέρα, να υπερβεί την παροδικότητα του χώρου και του χρόνου, να αγγίξει μία άλλη διάσταση – να μετατραπεί σε εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας και της φύσης των πραγμάτων• ήταν μία επιστημονική έκφανση του κόσμου, δοσμένη με εικόνες.


Pablo Picasso - La Driade (Nu dans une foret, 1908)


Γινόντουσαν άραγε κατανοητά αυτά από την πλειοψηφία του κόσμου; Όχι• μα δεν είχε και τόση σημασία. Για τα κινήματα της Τέχνης της Πρωτοπορίας, η επανάσταση που έφεραν στον τρόπο απεικόνισης της πραγματικότητας, η διάδοση των ιδεών τους, η γόνιμη επίδραση πάνω στο διανοητικό εποικοδόμημα των καιρών… αυτή υπήρξε η πηγή από την οποία ανάβλυζε ο δημιουργικός τους χείμαρρος.

Χείμαρρος όμοιος με την αρχέγονη δυναμική που ξεχείλιζε μέσα απ’ τα γυμνά κορμιά των πέντε Δεσποινίδων. Ήταν εξάλλου μια εποχή που μεταβαλλόταν ο ίδιος ο ρόλος της γυναίκας – η διαιρεμένη σε επίπεδα φιγούρα του πίνακα φάνταζε απειλητική απέναντι στα χρηστά ήθη μιας εποχής που έφτανε στο τέλος της. Η μάσκα της αποκάλυπτε το πρωτόγονο ένστικτο που ελλοχεύει στα θεμέλια των μοντέρνων καιρών, τα ανοιγμένα πόδια της το χάος ενός κόσμου ανεξερεύνητου. Ενός κόσμου που ήταν πολλοί κόσμοι, όπως έμελλε να φανερώσει η θεωρία της Σχετικότητας.

Και η γυναίκα εξέρχεται απ’ τις σκάλες του Metro. Ισιώνει το καπέλο της και κοιτάζει γύρω. Παρατηρεί τα φώτα που τρεμοπαίζουν στο διαμέρισμα ενός γωνιακού κτιρίου. Κόσμος μέσα• ίσως έχουν γιορτή, ποιος ξέρει.

Η νύχτα ξετυλίγει το πέπλο της. Η γυναίκα συνεχίζει να προχωρά στο δρόμο, τα βήματά της αντηχώντας στο υγρό πλακόστρωτο, οι σκέψεις της δοσμένες στη ρουτίνα της επόμενης ημέρας. Ψώνια, δουλειά, φαί, σπίτι, ύπνος.

Και ο κόσμος διαλύεται σε εκατοντάδες κομμάτια. Κομμάτια που εκτοξεύονται στα βάθη του χώρου και του χρόνου. Δες, αναγνώστη – ένα απ’ αυτά βρίσκεται μπροστά σου, είναι καρφωμένο στην οθόνη σου. Το διαβάζεις αυτή τη στιγμή.




Pablo Picasso - Seated Female Nude (1910)


Οι προάγγελοι.



Οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» θεωρούνται λανθασμένα από πολλούς ως χαρακτηριστικό έργο του Κυβισμού, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για πρωτοκυβιστικό εγχείρημα• ένα έργο που αναμειγνύει μια πληθώρα στυλ (για παράδειγμα είναι διακριτοί οι εξπρεσιονιστικοί τόνοι στις παραμορφωμένες, σχεδόν απειλητικές εκφράσεις των γυναικών) και στο οποίο το αναδυόμενο κυβιστικό στοιχείο κάνει μια πρώιμη εμφάνιση. Υπήρξε πάντως το εναρκτήριο λάκτισμα – κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, θα ΄λεγε κάποιος. Ήταν το έργο που σηματοδότησε τη γέννηση του Κυβισμού, και από πολλές απόψεις, τη γέννηση της Μοντέρνας Τέχνης.

Μα αν οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» υπήρξαν, τυπικά, η έκρηξη του ηφαιστείου… το ηφαίστειο σιγόβραζε από καιρό.

Ποιες υπήρξαν οι ρίζες του Κυβισμού; Πόσο πίσω χρειάζεται να πάμε άραγε, προκειμένου να εντοπίσουμε τους προπάτορες του κινήματος που καθόρισε όσο κανένα άλλο την Τέχνη του Εικοστού Αιώνα;

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Ιμπρεσιονιστές (Impressionists), τους πρώτους μεγάλους καινοτόμους της τέχνης του 19ου αιώνα (έχουμε μιλήσει για τους Ιμπρεσιονιστές στο αφιέρωμα για τα 100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής < κλικ για να το διαβάσετε). Μα το έργο των Ιμπρεσιονιστών, όσο επηρέασε, άλλο τόσο υπήρξε και αντικείμενο κριτικής από τους θιασώτες του Κυβισμού.

Από τη μία ο Ιμπρεσιονισμός έδινε έμφαση στην εντύπωση, την παροδική αποτύπωσή της στον καμβά, στο παιχνίδι του φωτός με τα αντικείμενα και τα χρώματα – όλα πάνω στην απόπειρα να μελετηθεί όσο πιο αντικειμενικάγίνεται ο εξωτερικός κόσμος. Αυτή ακριβώς η «επιστημονική» προσέγγιση του Ιμπρεσιονισμού στάθηκε καταλυτική, ως στάση και αντίληψη, για την εξέλιξη της τέχνης που τον διαδέχτηκε – αντίστοιχα, και για την ανάπτυξη του Κυβισμού. Από την άλλη όμως, σύμφωνα με τους Κυβιστές, οι Ιμπρεσιονιστές είχαν «μονάχα αμφιβληστροειδή και καθόλου μυαλό». Θεωρούσαν πως η καταγραφή των οπτικών δεδομένων από μόνη της είναι αρκετή – το παν ήταν εκείνο που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Μα όπως αναφέραμε ήδη, η πραγματικότητα ξεπερνάει εκείνο που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Χρειάζεται κάτι παραπάνω, κάτι που θα μας μετέφερε πέρα από την παροδικότητα της άμεσης αντίληψης. Το έργο τέχνης οφείλει να αποτυπώνει στον καμβά όχι μια στιγμή μονάχα, μα το άχρονο, το αιώνιο. Να γίνεται παράθυρο το ίδιο για έναν κόσμο Αλήθειας, πέρα από την αδιάκοπη ρευστότητα των εντυπώσεων.

Hπραγματικότητα του Ιμπρεσιονισμού ήταν εκείνη των αισθήσεων. Μα για τους Κυβιστές η πραγματικότητα των αισθήσεων δεν ήταν αρκετή.

Ένας εκπρόσωπος των Μετα-ιμπρεσιονιστών που προχώρησε πέρα από τις αρχικές τους συνιστώσες και στάθηκε καταλυτικός για την ανάπτυξη του Κυβισμού, υπήρξε ο Ζωρζ Σερά (GeorgesSeurat). Εμπνευστής ενός στυλ που ονομάστηκε Πουαντιγισμός, χαρακτηριστικό για το σπάσιμο της φόρμας σε αρίφνητες, μικροσκοπικές κουκίδες χρώματος, ένα από τα πλέον εντυπωσιακά (και δύσκολα στην εκτέλεσή τους!) ζωγραφικά στυλ.

Σε αντίθεση με τους κλασικούς Iμπρεσιονιστές, ο Σερά πρόβαινε σε μια εγκεφαλική σύνθεση όσων έβλεπε. Κάθε πινελιά χρώματος είχε σημασία στη συσχέτιση της με το Όλο. Οι Κυβιστές θαύμαζαν το έργο του Σερά για τη διανοητική του διαύγεια, την υπέρβαση του αμιγώς οπτικού δεδομένου.



 Georges Seurat - The river Seine at La Grande-Jatte (1888)


Ο Σερά υπήρξε ο πρώτος «επιστήμονας της αντίληψης». Δεν περιοριζόταν να αναπαράγει απλά αυτό που βλέπει, μα το επεξεργαζόταν με το νου του, αναζητούσε τους μαθηματικούς και γεωμετρικούς νόμους πίσω από τη συσχέτιση των χρωμάτων, στον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα σχήματα έδιναν μια συνεκτική εικόνα. Καμιά κουκίδα χρώματος δεν είναι τυχαία, ούτε συνιστά «μόνο» αποτέλεσμα άμεσης αντίληψης. Κάθε τι ταιριάζει με κάτι άλλο χάρη σε «κανόνες» που ο νους μόνο μπορεί να συλλάβει.

Το συγκεκριμένο στυλ ονομάστηκε και «αναλυτικό» (ας κρατήσουμε τη λέξη «αναλυτικό», θα τη δούμε ξανά μπροστά μας), και συνοδοιπόρος του υπήρξε το λογοτεχνικό κίνημα του Συμβολισμού. Ο Συμβολισμόςείχε φέρει μια πρωτόγνωρη ελευθερία έκφρασης στο κείμενο, αποσυνδέοντας το από τα κλασικά πρότυπα που ίσχυαν ως τότε. Ο Ζαν Μετσινγκέρ (JeanMetzinger), ένας από τους βασικούς, πρώιμους εκπροσώπους του Κυβισμού, είχε προσέξει τη σύνδεση ανάμεσα στις τεχνικές των Συμβολιστών με το αναλυτικό στυλ. Κάθε πινελιά χρώματος αντιστοιχούσε σε μια λέξη ή «συλλαβή». Στο σύνολό τους, οι πινελιές αυτές (τις οποίες έλεγαν και «κύβους») σχηματοποιούσαν φράσεις, μετέδιδαν νοήματα. Όπως οι συλλαβές ενώνονται και σχηματίζουν λέξεις• όπως οι λέξεις αποκτούν διαφορετικό κάθε φορά νόημα εντός συγκεκριμένων προτάσεων, συνδεόμενες με άλλο τρόπο κάθε φορά μεταξύ τους• αντίστοιχα οι πινελιές και ο συνδυασμός χρωμάτων και σχημάτων ενός ζωγραφικού έργου δίνουν τη σφαιρική, συνολική εικόνα του. Στο τέλος, είναι ο νους εκείνος που θα συνδέσει το πλήθος των σκορπισμένων ερεθισμάτων, προσδίδοντάς τους ένα συνεκτικό νόημα. Ο νους – ο Ηνίοχος του Πλάτωνα, εκείνος που μπορεί να βάλει σε τάξη το ακατάστατο σύμπαν των αισθήσεων.

Ο νους. Η σύνθεση των δεδομένων χάρη στη δύναμη της σκέψης. Η απογύμνωση του συναισθήματος, η επιστημονική ανάλυση. Αυτές υπήρξαν οι ιδέες που συγκίνησαν τους Κυβιστές.


Georges Braque - Violin and Candlestick (1910)


Ο Πωλ Σεζάν και το σπάσιμο της φόρμας



«Τα πάντα στη φύση υπακούνε σε τρεις βασικούς όγκους: τη σφαίρα, τον κώνο και τον κύλινδρο. Πρώτα χρειάζεται να μάθει κανείς να ζωγραφίζει τα απλούστατα αυτά σχήματα για να ζωγραφίζει μετά ό,τι θέλει».

Πωλ Σεζάν


Πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα, βαδίζοντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ο αιώνα, συναντούμε τον Πωλ Σεζάν(PaulCezanne). Εάν υπήρξε μία και μόνο καθοριστική επιρροή στο στυλ του Κυβισμού, αυτή σίγουρα εδράζεται στο έργο του. Ο Σεζάν θαύμαζε μεν τους Ιμπρεσιονιστές, μα τον βασάνιζε αυτή ακριβώς η «παροδικότητα» των έργων τους. Αποτυπώνοντας ένα τοπίο σε καμβά, δεν τον ικανοποιούσε η μελέτη των ηλιαχτίδων, όπως αυτές πέφτουν πάνω σε έναν αγρό με λουλούδια, ή οι αντανακλάσεις πάνω στο νερό, ή τα εφέ της ομίχλης και του συννεφιασμένου καιρού, ή τα παιχνίδια του φωτός με τη σκιά, κάποια ορισμένη ώρα της ημέρας… Ένιωθε πως έτσι χάνεται η ουσία πίσω από τα φαινόμενα, το στοιχείο εκείνο που μετατρέπει το έργο σε κάτι παραπάνω από απλή καταγραφή των εντυπώσεών μας.

Πως όμως να ξεπεραστεί αυτή η σύγκρουση, χωρίς να καταφύγουμε ξανά στις ψευδαισθήσεις της αλλοτινής τέχνης, η οποία στο όνομα της αρμονικής απεικόνισης παρέδιδε έργα ξεκομμένα απ’ την πραγματικότητα των ανθρώπινων αισθήσεων, έργα που, όσο όμορφα και αν έδειχναν στο μάτι, φάνταζαν εν τέλει ψεύτικα;

Ο Σεζάν θεώρησε πως βρήκε τη λύση, και αυτή ήταν η μελέτη και η απόδοση του αντικειμένου, «σπάζοντάς» το σε πολλαπλά επίπεδα και ποικίλες οπτικές γωνίες – όλες αποτυπωμένες ταυτόχρονα πάνω στην επιφάνεια του καμβά. Αυτή ήταν η νέα διάσταση που έφερε στον τρόπο παρατήρησης της φύσης. Τα πάντα μεταβάλλονται διαρκώς και οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν μόνο μία όψη της πραγματικότητας κάθε φορά. Ωστόσο, αν κατορθώσουμε να φανερώσουμε την πραγματικότητα ταυτόχρονα από πολλές οπτικές γωνίες, ξεπερνούμε την παροδικότητα των αισθήσεων και μεταβαίνουμε εγγύτερα στη βαθύτερη ουσία του κόσμου.



Paul Cezanne - Mont Sainte-Victoire (1906)


Ουσιαστικά πρόκειται για μια επαναφορά του ιδεατού κόσμου του Πλάτωνα, μεταφερμένη από τη Φιλοσοφία στη Ζωγραφική. Ο πλατωνικός κόσμος των Ιδεών, τέλειος στη γεωμετρικότητά του, απόλυτα ορθός μέσα στις αναλογίες του, συνιστά το ανώτερο επίπεδο της πραγματικότητας, εκείνο που μόνο ο Νους μπορεί να συλλάβει, άχρονος, ακίνητος και αιώνιος, η μόνη σταθερή Αλήθεια, πέρα από την μεταβλητότητα και τη φθορά των αισθήσεων, που βρίσκονται μονίμως σε κίνηση, σε αναταραχή, σε πόλεμο η μία με την άλλη. Και όπως ο Πλάτων μελετούσε τα γεωμετρικά στερεά και τις μαθηματικές αναλογίες στα σχήματα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τη βαθύτερη αλήθεια που μόνο οι αριθμοί μπορούσαν να φανερώσουν, αντίστοιχα και ο Σεζάν αποφάσισε να διασπάσει τις φόρμες του σε αντίστοιχα στερεά και σχήματα.

«Τα πάντα στη φύση υπακούνε σε τρεις βασικούς όγκους: τη σφαίρα, τον κώνο και τον κύλινδρο. Πρώτα χρειάζεται να μάθει κανείς να ζωγραφίζει τα απλούστατα αυτά σχήματα για να ζωγραφίζει μετά ό,τι θέλει».

Αυτό είπε και έτσι έπραξε ο Σεζάν. Προσέδωσε μια πλαστικότητα στα έργα του, δίνοντας έμφαση στους όγκους, στα σχήματα, ξεκινώντας από τις βάσεις και χτίζοντας μετά πάνω σε αυτές. «Πολύς κόσμος που ζωγραφίζει από ένα μπουκάλι φτιάχνει έναν κύλινδρο. Εγώ επιλέγω να κάνω το αντίθετο, να φτιάξω ένα μπουκάλι από έναν κύλινδρο».Η απλοποίηση της πολλαπλότητας των ερεθισμάτων σε ορισμένα βασικά σχήματα και όγκους, σε σφαίρες, κώνους και κυλίνδρους, ήταν το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της τέχνης από τη φθορά των αντιλήψεων. Το σπάσιμο της επιφάνειας του έργου σε πολλαπλά στρώματα χρώματος, απεικονισμένα από πολλαπλές οπτικές γωνίες, ήταν το δεύτερο βήμα.

Μεταξύ αυτών, η ίδια η προοπτική απεικόνιση έχανε το νόημά της. Το αντικείμενο, αποδιδόμενο πέρα από την παροδικότητα του χώρου και του χρόνου, δεν έχει προοπτική. Τα έργα του Σεζάν, αντίστοιχα, καταργούν τους ισχύοντες νόμους της προοπτικής και φαντάζουν σχεδόν επίπεδα.

Από κει και έπειτα ο δρόμος για τον Κυβισμό ήταν ανοιχτός.



Pablo Picasso - Le Pigeon aus Petit Pois (1911)


Πίσω στα παλιά. Στα πολύ παλιά…



Έμεναν ωστόσο ορισμένες ακόμα καθοριστικές πινελιές, προτού το νεογέννητο κίνημα πάρει την τελική μορφή του. Κάποιες φορές δεν αρκεί να βαδίζεις προς τα μπρος – χρειάζεται ταυτόχρονα να βαδίζεις προς τα πίσω. Τότε μόνο προχωράς πραγματικά. Στην περίπτωσή μας, πολύ πίσω, πάρα πολύ.

Φτάνοντας ως τις απαρχές: την τέχνη των πρωτόγονων, τις σκοτεινές μάσκες των αφρικανικών φυλών, τα αρχέγονα αγαλματίδια των Πολυνησίων, τις ζωόμορφες απεικονίσεις των Αιγυπτίων, τα μυστηριώδη γυναικεία εδώλια του Κυκλαδικού πολιτισμού. Ας φέρουμε για άλλη μια φορά στο νου μας τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» - τις τρομακτικές μάσκες που φοράνε στα πρόσωπά τους, την πρωτόγονη δυναμική από την οποία ξεχειλίζει το έργο.

Στο λυκόφως του 19ου αιώνα, οι καλλιτέχνες είχαν ανακαλύψει την προϊστορική και πρωτο-ιστορική τέχνη. Ο λεγόμενος Πριμιτιβισμόςυπήρξε κίνημα που αναπτύχθηκε στο μεταίχμιο δύο εποχών, ενώ πλήθος δημιουργών μελετούσαν και παρατηρούσαν με θαυμασμό την αφαιρετική απλότητα των πρωτόγονων έργων, την εκφραστική τους δύναμη. Ήταν η τέχνη απογυμνωμένη από τις συμβάσεις του πολιτισμού, ξεπλυμένη απ’ τη σκουριά του – ένα παράθυρο σε μια εναλλακτική μορφή αντίληψης.

Μεταξύ των καλλιτεχνών που ενσωμάτωσαν στοιχεία από την πρωτόγονη τέχνη την εποχή εκείνη, υπήρξαν οι HenriMatisse, AndreDerain, HenriRousseau, καθώς και ο PaulGauguin. Η επιρροή ιδιαίτερα του Πωλ Γκωγκένκαι των εξωτικών του έργων από τη μία, μα και η διάδοση των Φοβιστών του Ανρί Ματίςστάθηκαν καταλυτικά στη σκέψη και την αντίληψη του Πάμπλο Πικάσο.

Και μετά έκαναν την εμφάνιση τους οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν»… την ίδια περίοδο που η διαδεδομένη αντίληψη του σύμπαντος θρυμματιζόταν σε πολυάριθμα, περίλαμπρα κομμάτια.






Η εξέλιξη του κινήματος



Κάθε αρχή είναι αυθαίρετη. Στο συνεχές του χρόνου τίποτα δεν ξεκινά απ’ το μηδέν, έτσι ξαφνικά – υπάρχει πάντα κάτι που το προδιαθέτει, που το προϋποθέτει, που το περιλαμβάνει μέσα του σαν σπόρο. Μιλώντας για ιστορικά γεγονότα, όταν λέμε πως κάτι «ξεκίνησε τότε», εν μέρει αυθαιρετούμε, καθώς είναι αδύνατο να αποσπάσουμε ένα μεμονωμένο γεγονός απ’ την ολότητα των γεγονότων που προϋπήρξαν εκείνου, και έθεσαν τα θεμέλια για τον ερχομό του… Μα, τι να γίνει, πρόκειται για μια αναγκαστική αυθαιρεσία από την πλευρά μας, καθώς μόνο έτσι μπορούμε να μελετήσουμε το παρελθόν και να μάθουμε δυο πράγματα απ’ αυτό.

Ας πούμε λοιπόν (συμβατικά μιλώντας) πως ο Κυβισμός ξεκίνησε το 1907 με τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν». Ας συμπεριλάβουμε επίσης στην παρουσίασή μας εκείνη την παρατήρηση του Ανρί Ματίς, ο οποίος προσδιόρισε το έργο του Ζωρζ Μπρακ“Maisons à l'Estaque” (του 1908) ως «ένα έργο που αποτελείται από μικροσκοπικούς κύβους» - ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιείτο η λέξη «κύβος» για να προσδιορίσει αυτό το στυλ. 

Το συγκεκριμένο έργο θεωρείται το πρώτο κυβιστικό τοπίο – σαφώς επηρεασμένο απ’ τα τοπία του Σεζάν, μα εξωθώντας την αίσθηση της αφαίρεσης ακόμα παραπέρα. Η συνέχεια θα ήταν ακόμα πιο αφαιρετική.



Georges Braque - Maisons a l'Estaque (1908)


Τότε ήταν που ο κριτικός Λουί Βοξέλλ (Louis Vauxcelles) χαρακτήρισε με τα ακόλουθα λόγια το έργο του Μπρακ: «Ο Braqueκακομεταχειρίζεται τις μορφές, ανάγει τα πάντα, χώρους, φιγούρες, σπίτια, σε σχήματα γεωμετρικά, σε κύβους».Ιδού λοιπόν η επίσημη γέννηση του κινήματός μας!

Ένα χρόνο μετά, η κολλητή του Picasso, Γερτρούδη Στάιν (Gertrude Stein), αποκάλεσε «κυβιστικά» με τη σειρά τους κάποια έργα του Πικάσο – που έμοιαζαν τόσο πολύ με εκείνα του Μπρακ, που σχεδόν δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τον δημιουργό τους!

Εν έτει 1910 ένας ακόμα καλλιτέχνης προστέθηκε στο άρμα των Μπρακ και Πικάσο – ο λόγος για τον Φερνάντ Λεζέ(Fernand Léger), του οποίου τα «Γυμνά Μέσα στο Δάσος» (“Nus dans la forêt”) θεωρούνται ο πρώτος κυβιστικός πίνακας.«Με όλες τις δυνάμεις μου προχώρησα στον αντίποδα του Ιμπρεσιονισμού», είχε πει. «Είχα καταληφθεί από μια μανία, ήθελα να αποσυνδέσω τα σώματα. Είχα καταπιαστεί επί δύο χρόνια με τον όγκο των “Γυμνών στο Δάσος”, που τελειώσα το 1910. Ήθελα να τονίσω όσο το δυνατό περισσότερο τους όγκους… Αισθανόμουνα ότι δεν κατάφερνα να συνδυάσω εδώ το χρώμα. Ο όγκος μου αρκούσε.»



Fernand Leger - Nudes in the Forest (Nus dans la Foret, 1910)


Από καθαρή διαίσθηση ο Λεζέ έκανε κάτι που αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της πρώιμης μορφής του Κυβισμού: αδιαφόρησε για το χρώμα και έδωσε έμφαση στους όγκους – στο στοιχείο της γεωμετρίας.

Επόμενο στάδιο στη χαρακτηρολογία του κινήματός μας το 1912, όταν ένα ακόμα φιλαράκι του Πικάσο, ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire), χαρακτήρισε «Κυβιστές» μια ομάδα καλλιτεχνών που συμμετείχαν στις περίφημες εκθέσεις των «Ανεξάρτητων» και του «Φθινοπώρου» – τα κλασικά για την ιστορία του κινήματος Salon des Independantsκαι Salon d'Automne. Ήταν οι εκθέσεις που κατέστησαν γνωστό τον Κυβισμό στο ευρύ κοινό.

Μεταξύ άλλων, στις εκθέσεις συμμετείχαν δημιουργοί όπως ο Ζαν Μετζινγκέρ (JeanMetzinger), ο Αλμπέρ Γκλεζ (AlbertGleizes), ο Χουάν Γκρι (JuanGris), ο Ρομπέρ Ντελονέ (RobertDelaunay), ο Λουί Μαρκουσίς (Louis Marcoussis), oΦράνσις Πικαμπιά (FrancisPicabia) και ο Μαρσέλ Ντυσάν (MarcelDuchamp).

Πλέον ο Κυβισμός είχε φτερά και πετούσε! Που; Κάπου μεταξύ τρίτης και τέταρτης διάστασης, αν θέλουμε ν’ ακριβολογήσουμε.


Marcel Duchamp - Nu Descendant un Escalier no.2 (1912). Έργο που προκάλεσε σκάνδαλο

την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε


Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των καλλιτεχνών. Για παράδειγμα ο Ντελονέ ανήκε σε εκείνη την ομάδα των Κυβιστών που ο Απολλιναίρ χαρακτήρισε «Ορφικούς». Ο Ορφισμόςσυνδύαζε τη γεωμετρικότητα του Κυβισμού από τη μία, με μια έντονη χρωματική παλέτα από την άλλη. Τα έργα μοιάζουν βγαλμένα από κάποιο όνειρο. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η παραπομπή στο μύθο του Ορφέα, που τόσο κόσμο μάγευε με τη λύρα του. Υπάρχει μια ποιητική διάθεση στα έργα των Ορφικών, μια συναισθηματική απόχρωση που τα καθιστά ξεχωριστά από το (μάλλον ψυχρότερο) κυρίως ρεύμα του Κυβισμού.

«Δεν ζωγραφίζουμε πια μήλα σε μια φρουτιέρα, ή έναν πύργο του Άιφελ, ή δρόμους, ή εξωτερικές απόψεις, αλλά τον χτύπο της καρδιάς του ίδιου του ανθρώπου»,είχε πει ο Ντελονέ, περιγράφοντας τα έργα του.

Τέλος, το 1912 εκδόθηκε το βιβλίο «Κυβισμός» με συγγραφείς δύο από τους νεοφανείς καλλιτέχνες που ξεχώρισαν στις εκθέσεις των περασμένων μηνών – ο λόγος για τους Ζαν Μετζινγκέρ (JeanMetzinger) και Αλμπέρ Γκλεζ (AlbertGleizes), οι οποίοι στάθηκαν και οι βασικοί θεωρητικοί του Κυβισμού, παντρεύοντας την έμπνευση του κινήματος με τις θεωρητικές και επιστημολογικές καταβολές της εποχής.

Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκινώντας από μια απλή εντύπωση σχετική με «κύβους» λίγα χρόνια πριν, ο Κυβισμός εν έτει 1912 είχε πια λάβει το βάπτισμα του πυρός και εδραιωθεί στις συνειδήσεις του κόσμου. Η εποχή της Μοντέρνας Τέχνης ήταν εδώ.



Robert Delaunay - Eiffel Tower (1909-14)


Τα στάδια: Ι – Αναλυτικός Κυβισμός



«Η αφηρημένη τέχνη δεν υπάρχει. Πάντα χρειάζεται να ξεκινάμε από κάτι. Δεν δουλεύω πάνω στη φύση αλλά μπροστά της, μαζί της. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε ενάντια στη φύση - είναι πιο δυνατή από τον σύγχρονο άνθρωπο. Μπορούμε να αποτολμήσουμε κάποιες ελευθερίες, αλλά μόνο στα επιμέρους...»

Πάμπλο Πικάσο


Όταν είσαι μέρος της Ιστορίας, σχεδόν ποτέ δεν το γνωρίζεις. Συνήθως το καταλαβαίνεις μετά από καιρό, αφού έχουν περάσει τα χρόνια και κοιτάζεις πίσω σου, αναπολώντας τα παλιά. Τότε κρίνεις αν εκείνα που έκανες είχαν κάποιο αντίκρισμα στο πέρασμα του χρόνου, ή ήταν απλά στιγμές που πέρασαν, νερά ενός ποταμού που κύλησε. Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε αντικειμενικοί με το παρόν μας. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το ζήσουμε – να το ζήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η κρίση και η ετυμηγορία ας έρθουν αργότερα. Υπάρχει άφθονος χρόνος για δαύτες. Το να κρίνουμε εξάλλου είναι ευκολότερο απ’ το να ζούμε.

Τα χρόνια που οι καλλιτέχνες του Κυβισμού έγραφαν τη δική τους ιστορία αδιαφορούσαν παντελώς για τα βιβλία που θα γράφονταν γι’ αυτούς μετά από χρόνια. Ήθελαν απλά να λαδώσουν τις τροχαλίες της τέχνης για να κυλήσει γρηγορότερα ο μηχανισμός… Και, για δες, ο μηχανισμός όχι μόνο κύλησε, μα εξερράγη!

Αρκετό καιρό μετά, οι θεωρητικοί και μελετητές του φαινομένου διέκριναν δύο ξεχωριστά στάδια στην ανάπτυξη του Κυβισμού. Το πρώτο καλύπτει χονδρικά την περίοδο απ’ το 1908 ως το 1912 και αποκαλείται Αναλυτικός Κυβισμός. Και το δεύτερο καλύπτει τα χρόνια μετά το 1912, ως το τέλος της δεκαετίας, και αποκαλείται Συνθετικός Κυβισμός.

Ταξινομήσεις οι οποίες δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα για τους καλλιτέχνες την εποχή που έβραζε στη φωτιά του το φαινόμενο. Το μόνο που είχε σημασία γι’ αυτούς ήταν η φωτιά καθ’ εαυτή… Ωστόσο και η μεταγενέστερη ανάλυση έχει τη χάρη της – αν δεν υπήρχε, πιθανό εξάλλου να μη διαβάζατε αυτό το κείμενο!

Το στάδιο που αργότερα έγινε γνωστό ως Αναλυτικός Κυβισμόςσυντάραξε κυριολεκτικά τα θεμέλια της τέχνης. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι ίδιο μετά από αυτόν.
\


Georges Braque - Le Portugais (1911)


Στην περίοδο αυτή ξεχωρίζουν τα έργα του Μπρακ (GeorgeBraque) και του Πικάσο (PabloPicasso). Συχνά μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, που είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις ποιος έχει φτιάξει τι! Οι τεχνικές τους μοιάζουν απαράλλαχτες, η γεωμετρική αντίληψη το ίδιο, η χρωματική παλέτα επίσης. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη χωρισμένο σε δύο ανθρώπους. Ήταν ολοφάνερο πως εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με θέματα όπως η «προσωπική έκφραση», μα κάτι ολότελα διαφορετικό – κάτι που έβαζε στην άκρη τις ατομικές διαφορές για χάρη μιας ευρύτερης αντίληψης, τέτοιας που θα μπορούσαν να μοιραστούν από κοινού διαφορετικοί μεταξύ τους καλλιτέχνες. Επρόκειτο για μια καινούργια γλώσσα – μια γλώσσα στην οποία ο Πικάσο και ο Μπρακ ήταν οι πρωτοπόροι.

Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Αναλυτικού Κυβισμού είναι η γεωμετρικότητά του. Η φόρμα σπάει σε πολλαπλές επιφάνειες, κάθε μία αντιπροσωπεύοντας και μια διαφορετική οπτική γωνία του αντικειμένου. Εδώ δεν μας ενδιαφέρει η παραδοσιακή απεικόνιση του χώρου, ούτε η συμβατική όψη ενός αντικειμένου από μια καθορισμένη πλευρά, μα η μελέτη της ουσίας του – με άλλα λόγια, η ανάλυσήτου.

Αυτή, λοιπόν, η ανάλυση δεν μπορεί παρά να ξεφεύγει από το περιοριστικό πλαίσιο του τρισδιάστατου χωροχρόνου, εντός του οποίου αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας… Μα για να αγγίξεις την ουσία των πραγμάτων πρέπει να ξεφύγεις απ’ τους περιορισμούς των αισθήσεών σου, να μάθεις να σκέφτεσαι πέρα από τα όρια εκείνης της συνεχούς ευθείας γραμμής πάνω στην οποία έχεις μάθει να βαδίζεις… Πρέπει, με άλλα λόγια, να σκέφτεσαι στις τέσσερις διαστάσεις.



Pablo Picasso - Homme a la Guitare (1912)


Τα έργα του Αναλυτικού Κυβισμού χαρακτηρίζονται κυρίως από σχήματα και όγκους – όλα πάνω στην προσπάθεια των καλλιτεχνών να παρουσιάσουν το αντικείμενο στην πολλαπλότητα των εκφάνσεών του. Σε αντίθεση με τους προγενέστερους ζωγράφους που τους είχαν επηρεάσει (όπως οι Φοβιστές του Ματίς, ο Σεζάν ή ακόμα και οι Ιμπρεσιονιστές), οι θιασώτες του Αναλυτικού Κυβισμού δεν ενδιαφέρονταν για το χρώμα. Γι’ αυτό και τα έργα του Πικάσο και του Μπρακ εκείνης της εποχής είχαν περιορισμένη χρωματική παλέτα, δίνοντας έμφαση κυρίως σε τόνους του καφέ και του γκρίζου.

Από κάποιες απόψεις, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τον Κυβισμό στον αντίποδα του Εξπρεσιονισμού. Συναισθηματικός και ψυχολογικός ο δεύτερος, εγκεφαλικός και αναλυτικός ο πρώτος. Γεμάτος χρώματα ο δεύτερος (συχνά έντονα, βίαια χρώματα), δίνοντας έμφαση στους όγκους και τα σχήματα ο πρώτος. Ο Εξπρεσιονισμός ήταν η τέχνη των συναισθημάτων. Ο Κυβισμός ήταν η τέχνη του μυαλού. Μα του μυαλού που έχει μάθει να σκέφτεται αλλιώς! Εξ’ ου και η σημασία του.

Τα κύρια θέματα με τα οποία καταπιάνονται ο Πικάσο και ο Μπρακ εκείνη την άκρως πειραματική περίοδο είναι νεκρές φύσεις, ποτήρια, μπουκάλια, μουσικά όργανα, εφημερίδες, ανθρώπινα πρόσωπα και, ενίοτε, τοπία.


Pablo Picasso - Le Aficionado (Le Torero) (1912)



Τα στάδια: ΙΙ – Συνθετικός Κυβισμός



Σταδιακά τα έργα των Μπρακ και Πικάσο γίνονταν όλο και περισσότερο αφηρημένα – κάπου ελλόχευε ο κίνδυνος να χαθεί το ίδιο το αντικείμενο το οποίο μελετούσαν, μέσα σε ολοένα μεγαλύτερες αφαιρετικές συλλήψεις. Κάπου εκεί λοιπόν, γύρω στο 1912, αποφάσισαν να συμπεριλάβουν στοιχεία απ’ τον πραγματικό κόσμο πάνω στους πίνακες, γεφυρώνοντας τη ζωγραφική από τη μία, με υλικά της καθημερινότητας απ’ την άλλη… και ανοίγοντας το δρόμο για εκείνο το στάδιο που ονομάστηκε Συνθετικός Κυβισμός.

Όλα ξεκίνησαν μια μέρα που ο Μπρακ επισκέφτηκε ένα κατάστημα σιδηρικών στη Προβηγκία. Εκεί αγόρασε ένα κομμάτι ύφασμα, τυλιγμένο σε ξύλο – του φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σκέφτηκε πως θα μπορούσε να το αξιοποιήσει σε κάποιο από τα έργα του. Σε ένα από αυτά είχε σκεφτεί να ζωγραφίσει την υφή του ξύλου – πως θα ήταν όμως αν, αντί να τη ζωγράφιζε, δοκίμαζε να κολλήσει ένα κομμάτι από το κανονικό ξύλοπάνω στον καμβά, συνδυάζοντάς το έτσι με το σχέδιο; Και αν σε αυτά πρόσθετε κι ένα κομμάτι από το ύφασμα; Ξύλο, ύφασμα και σχέδιο μαζί, όλα πάνω στον καμβά;

Έτσι κι έκανε λοιπόν! Και πολύ σύντομα ο συνοδοιπόρος του, Πικάσο, έκανε το ίδιο ακριβώς. Κι έτσι ο Κυβισμός ενσωμάτωσε την τέχνη του Κολλάζ



Pablo Picasso - Still Life With Chair Caning (1912)



Πλέον δεν είχαμε να κάνουμε μόνο με σχέδια πάνω στην επιφάνεια ενός χαρτιού ή ενός καμβά… μα με αληθινά αντικείμενα που διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στον κόσμο της ζωγραφικής κι εκείνον της πραγματικότητας… Έμοιαζαν με παράξενοι πρεσβευτές ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές χώρες, δύο κόσμους που είχαν μάθει να μιλούν ο καθένας τη δική του γλώσσα, μα τώρα έρχονταν για πρώτη φορά σε επαφή. Από τη μία ο εικονικός κόσμος της ζωγραφικής, ένας κόσμος στον οποίο τα πάντα επιτρέπονται… Και από την άλλη ο αληθινός – τόσο αληθινός – κόσμος των καθημερινών αντικειμένων που μας περιβάλλουν (ένα κομμάτι ξύλο, ένα απόκομμα εφημερίδας, η υφή ενός υφάσματος, ένα μεταλλικό χερούλι).

Και να που οι δύο αυτοί κόσμοι μπορούσαν να συνδυαστούν! Ανέκαθεν η ζωγραφική έχαιρε το προνόμιο της δημιουργίας ψευδαισθήσεων – μα τώρα πια, σμίγοντας τη δύναμή της με εκείνη των αντικειμένων του αληθινού κόσμου, πόσο πιο πειστικό μπορούσε να γίνει το μήνυμά της!

OΣυνθετικός Κυβισμός, παιχνιδιάρικος και λιγότερο αφηρημένος συγκριτικά με τον Αναλυτικό, γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα. Το αντικείμενο εξακολουθεί να αναπαρίσταται από μια πληθώρα οπτικών γωνιών, μα δες, τώρα συνδυάζεται με πράγματα που μπορείς ν’ αγγίξεις, να νιώσεις, αντικείμενα που σου είναι οικεία – ένα σκοινί, γράμματα από ένα περιοδικό, υφές από υφάσματα, ή ακόμα και άμμος ή σκόνη. Πάρτε το χαμπάρι, είναι σα να μας έλεγαν οι Κυβιστές. Αυτό που βλέπετε, αυτό που αγγίζετε με τα χέρια σας και νιώθετε την υφή του, δεν είναι πια ζωγραφική – ίσως να μην είναι καν τέχνη.

Είναι μια νέα αντίληψη της πραγματικότητας.


Pablo Picasso - La Guitare (1913)


Georges Braque - Composition With Ace Of Clubs (1912-13)



Το Κολλάζ, εξάλλου, προσέδωσε αξία σε αντικείμενα που ο κόσμος θεωρούσε άχρηστα. Παλιές εφημερίδες ή κομμάτια από υφάσματα… ως τότε αόρατα για τον κόσμο της τέχνης, αδιάφορα για τον κόσμο της καθημερινότητας – κατάλληλα μόνο για κάδους σκουπιδιών ή παλιατζίδικα. Μα το Κολλάζ αποκάλυψε μια βαθιά αλήθεια, θαμμένη από καιρό: τα πάντα κρύβουν ένα δυνάμει έργο τέχνης μέσα τους. 

Κι αυτός ο κόσμος του περιθωρίου, που η καταναλωτική μας κοινωνία βιάζεται τόσο πολύ να αχρηστεύσει πάνω στη λογική του «μη-εμπορικού», αυτός ο κόσμος των απλών, κοινότυπων, ξεθωριασμένων αντικειμένων της καθημερινότητάς μας… πόσο πλούτο μπορεί να περιέχει – αρκεί να έχεις τα μάτια να τον δεις.

Αυτό ήταν ο Κυβισμός – μια νέα ματιά στα πράγματα, μια εναλλακτική ματιά σ’ έναν κόσμο που νόμιζε πως δεν επιδέχεται άλλες ματιές. Η αναδυόμενη τα επόμενα χρόνια τέχνη του Νταντά (για το οποίο Νταντά έχουμε μιλήσει παλιότερα εδώ< κλικ) θα έκανε με τη σειρά της εκτενή χρήση του Κολλάζ – μα για διαφορετικούς σκοπούς. Το Νταντά ήθελε να προκαλέσει, ν’ αμφισβητήσει, να παίξει με το τυχαίο. Ο Κυβισμός ήθελε να γνωρίσει την αλήθεια πίσω απ’ τις αλήθειες.



Jean Metzinger -  Danseuse au café, Dancer in a café - 1912


Η επιστημολογία του Κυβισμού. Το όνειρο της τέταρτης διάστασης.



«Στην προσπάθειά του ν’ αγγίξει το αιώνιο, ο κυβισμός γυμνώνει τις φόρμες από τη γεωμετρική τους πραγματικότητα, τις ισορροπεί μέσα στην μαθηματική τους αλήθεια»

Albert Gleizes



Ήδη οι Ιμπρεσιονιστές τον 19οαιώνα είχαν αποπειραθεί να μελετήσουν σε όσο το δυνατόν πιο «αντικειμενικές» βάσεις τις οπτικές εντυπώσεις και να τις αποτυπώσουν στον καμβά – τα παιχνίδια του φωτός με το χρώμα, τις σκιές, τις εναλλαγές στη διάρκεια της ημέρας. Μα ο Ιμπρεσιονισμός παρέμενε προσκολλημένος σε εκείνη ακριβώς την παροδική εντύπωση, από την οποία οι Κυβιστές ήθελαν ν’ απαλλαγούν. Δεν τους ενδιέφερε το στιγμιαίο… μα το αιώνιο. Τέτοιο, που να μπορεί να εκφραστεί ως και με μαθηματικούς όρους – γιατί τα μαθηματικά είναι η αποκρυπτογραφημένη γλώσσα του σύμπαντος.

Όσο αφορά το στοιχείο της γεωμετρίας, την αίσθηση του χώρου; Αρκεί να πούμε πως ο Κυβισμός μας εξωθεί να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε ως τώρα και να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς.

Έγραφε ο Γκιγιώμ Απολλιναίρστο κείμενό του “PeintresCubistes” (Κυβιστές Ζωγράφοι) το 1913: «Σήμερα οι επιστήμονες δεν αποδέχονται πια την τρισδιάστατη ευκλείδεια γεωμετρία. Οι ζωγράφοι οδηγήθηκαν φυσιολογικά και ας πούμε διαισθητικά στην έρευνα των νέων πιθανών μέτρων του χώρου, που στο μοντέρνο εικαστικό λεξιλόγιο αναφέρονται συνοπτικά με τον όρο τέταρτη διάσταση. Έτσι, όπως γίνεται κατανοητό, από πλαστική άποψη, η τέταρτη διάσταση προήλθε από τις τρεις γνωστές διαστάσεις, αναπαριστά δε την απεραντοσύνη του χώρου, που διαιωνίζεται προς όλες ακριβώς τις διαστάσεις με μια καθορισμένη κίνηση. Ο ίδιος ο χώρος, η διάσταση του απείρου, δίνει πλαστικότητα στα αντικείμενα.»

Η υπέρβαση της ευκλείδειας γεωμετρίας υπήρξε μία από τις βασικές συνιστώσες του Κυβισμού. Όπως δεν υπάρχει μόνο μία όψη σ’ ένα αντικείμενο, αντίστοιχα δεν υπάρχει μόνο μία στιγμή στο συνεχές του χωροχρόνου. Τα πάντα βρίσκονται σε μια αδιάκοπη κίνηση, τα πάντα υπόκεινται σε μεταβολή και ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε εικαστικά την πραγματικότητα είναι να μεταδώσουμε μια αίσθηση αυτής ακριβώς της πολλαπλότητας των αντικειμένων.






Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κίνημα στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, ο Κυβισμός ήταν επιστημολογικός – επρόκειτο για το κατεξοχήν εγκεφαλικό καλλιτεχνικό ρεύμα. Ακόμα και όταν ορισμένοι από τους βασικούς του εκπροσώπους απέρριπταν αυτόν τον «επιστημονισμό» - συγκεκριμένα, ο Πικάσο είχε εκφραστεί ενάντια σε όλη αυτή τη θεωρητική ανάλυση -, ο Κυβισμός υπήρξε το περισσότερο επιστημονικό από τα μοντέρνα καλλιτεχνικά κινήματα.

Παρέα με τον Απολλιναίρ, βασικοί θεωρητικοί εκφραστές της επιστημολογίας του Κυβισμού υπήρξαν οι Ζαν Μετσινγκέρ και Αλμπέρ Γκλεζ– οι οποίοι, πέρα από θεωρητικοί, παρέδωσαν τα δικά τους κυβιστικά έργα. Καθοριστική στη σκέψη τους στάθηκε η επιρροή του μαθηματικού και φυσικού Ανρί Πουανκαρέ (HenriPoincaré). Μεταξύ άλλων, μια φράση που συχνά επαναλάμβανε ο Πουανκαρέ ήταν πως «η κλασική προοπτική είναι μια σύμβαση».Όσο βολική και αν είναι, ώστε να καταστεί τον κόσμο καλύτερα κατανοητό στα μάτια μας, απέχει πολύ απ’ το να συνιστά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων.

Και όλη η ιστορία της ζωγραφικής, όλοι εκείνοι οι πίνακες που απ’ την εποχή της Αναγέννησης κι έπειτα βασίζονταν σε αυτήν ακριβώς την κλασική προοπτική; Μια σύμβαση, με τη σειρά τους. Όλα τα τοπία, οι νεκρές φύσεις, οι αναπαραστάσεις ανθρώπων και αντικειμένων… τα πάντα, από τη στιγμή που περιορίζονται να απεικονίσουν ένα αντικείμενο από μια ορισμένηοπτική γωνία, εντός ενός ορισμένου χώρου, μια ορισμένηστιγμή… όλα αυτά δεν συνιστούν παρά αφαιρέσεις και απέχουν πολύ από το να αποκαλύπτουν την πραγματικότητα.

Μα έτσι μάθαμε – να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από αυτές ακριβώς τις τρεις διαστάσεις. Γιατί έτσι ο κόσμος γίνεται καλύτερα κατανοητός. Μα για να καταλάβουμε κάτι συχνά αναγκαζόμαστε να το απλοποιήσουμε, σωστά; Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το έχουμε δει στην ολότητά του. Όταν ένας ζωγράφος αποτυπώνει στον καμβά ένα ανθρώπινο σώμα, ουσιαστικά ζωγραφίζει μια στιγμήαυτού του σώματος – μια ακίνητη στιγμή, εντός ενός κόσμου όπου δεν υπάρχει ακινησία.



Jean Metzinger - L'Oiseau bleu (The Blue Bird, 1912-13)


Την ίδια εποχή που οι θεωρητικοί του Κυβισμού τόνιζαν την αναγκαιότητα υπέρβασης της παραδοσιακής ευκλείδειας γεωμετρίας, ο Άλμπερτ Αϊνστάινταρακουνούσε τα επιστημονικά θεμέλια του κόσμου με τη θεωρία της Σχετικότητας. Χώρος και Χρόνος πλέον ήταν ένα, αδιαίρετοι και αλληλοεπηρεαζόμενοι, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις θεωρίες των Κυβιστών. Δεν μπορείς ν’ απομονώσεις ένα αντικείμενο απ’ το χωροχρονικό συνεχές στο οποίο εντάσσεται – τα πάντα είναι κίνηση, η πολλαπλότητα είναι η βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων και η απεικόνιση της πολλαπλότητας συνιστά το βασικό εγχείρημα της νέας τέχνης.

Η τρίτη διάσταση οφείλει να ξεπεραστεί. Παραμένει αγκυλωμένη στις κλασικές συμβάσεις της προοπτικής και της γεωμετρίας. Μόνο στην τέταρτη διάστασηθα μπορούσαμε να πάρουμε μια ιδέα της ολότητας των πραγμάτων – και το πώς είναι συνδεδεμένα το ένα με το άλλο. Στην τέταρτη διάσταση δεν βλέπεις πια μια μοναδική όψη του αντικειμένου, καθηλωμένη σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο… μα το αντικείμενο στην πολλαπλότητα των μεταβολών του, στο τώρα, το πριν και το μετά. Ο ίδιος ο χρόνος παύει να υπάρχει, τα πάντα συνιστούν μέρος ενός αιώνιου συνεχούς που απλώνεται μπροστά στα μάτια σου, σαν ένας ατέλειωτος, υπέροχος καμβάς – σαν το ωραιότερο έργο ζωγραφικής που αντίκρισες ποτέ σου…

Ναι. Σε αυτό το έργο φτάνεις να διασχίζεις τον χρόνο, μπρος πίσω, με την ίδια ευκολία που θα διέσχιζες ένα δρόμο της πόλης κάποιο δειλινό.



Μοιάζει με όνειρο. Μα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η βαθύτερη ουσία του κόσμου που ζούμε.


© Κείμενο-Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι



Albert Gleizes - L'Homme au hamac, 1913

Αν οι Συγγραφείς ήταν Μήνες του Χρόνου

$
0
0




Κάποια κείμενα εδώ στο Λαγούμι ξεκινούν από τις πιο απλές αφορμές. Ένα οπτικό ερέθισμα, κάποιο τραγούδι, ή ενδεχομένως μια ανάλαφρη συζήτηση σ’ ένα καφέ. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει η αποψινή ανάρτηση. Το θέμα της μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι – η διάθεση το ίδιο. Πόσες φορές δεν έχουμε μιλήσει για βιβλία που «ταιριάζουν» περισσότερο σε μια συγκεκριμένη εποχή; Για παράδειγμα, λέμε «ο τάδε συγγραφέας είναι για καλοκαίρι»ή «αυτό το βιβλίο προσφέρεται για χειμερινή ανάγνωση».

Θα μπορούσαμε να το επεκτείνουμε ακόμα περισσότερο: Αν οιίδιοιοι συγγραφείς ήταν μήνες και εποχές του χρόνου, τι μήνες και τι εποχές θα ήταν; Αυτό λοιπόν είναι το σημερινό μας θέμα. Εναλλακτικός του τίτλος θα μπορούσε να ήταν «Οι Τέσσερις Εποχές της Λογοτεχνίας».


Ξεκινάμε με την Πρώτη του Γενάρη, κι εδώ ταιριάζουν όλοι όσοι έκαναν πολλά σχέδια, μα έμειναν στα λίγα – γιατί πάντα την πρώτη του χρόνου σκεφτόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο. Εδώ ανήκουν όλες οι Ουτοπίες του κόσμου, τα παιδιά του Τόμας Μορ, οι επίγονοι του Πλάτωνα και οι διάδοχοι του Μαρξ. Μα αν τα σχέδιά μας διαψευστούν, γνωρίζουμε καλά πως η πρώτη του Γενάρη θα έρθει ξανά του χρόνου.

Μέσα Γενάρη, καρδιά του χειμώνα, κι εδώ συναντούμε τους Ρώσους Κλασικούς. Στα χνάρια του Πούσκιν και του Γκόγκολ, μες στο χιόνι, βαδίζει ο Ντοστογιέφσκι, ντυμένος σε βαριά ρούχα – μα τα μάτια του πετούνε σπίθες. Το κρύο έξω είναι τσουχτερό, μα στα σπίτια φεγγοβολά σταθερά το φως απ’ τα κεριά. Η ελπίδα δεν βρίσκεται στον παγωμένο κόσμο έξω, μα μέσα, στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου.

Τέλη Γενάρη, το ρολόι σημαίνει δυσοίωνα Μεσάνυχτα, ομίχλη απλώνεται παντού – και διακρίνεις με δυσκολία μέσα στο σκοτάδι τα Παιδιά της Νύχτας. Ο Πόε, ο Λάβκραφτ, η Μαίρη Σέλλεϋ, η Ανν Ράντκλιφ και τα λοιπά παιδιά της γοτθικής λογοτεχνίας. Δε φοβούνται το σκοτάδι, το ασπάζονται, το αγκαλιάζουν, πλέκουν όνειρα λεπτά σαν ιστούς αράχνης και κόκκινα σαν αίμα.






Μέσα Φλεβάρη, παρέα με τα καρναβάλια, οι συγγραφείς της μόδας, οι συγγραφείς των τηλεοπτικών διαφημίσεων. Μαζικοί, επιφανειακοί, αδιάφοροι.

Τέλη Φλεβάρη, οι πολιτικοποιημένοι συγγραφείς και οι κριτικοί της κοινωνίας. Από τον Όργουελ στον Γκόρκι, από τον Λόντον στον Ζολά, από τον Σαραμάγκου στον Χάξλεϋ. Γιατί ο χειμώνας τράβηξε πολύ και οι μάσκες είναι καιρός να πέσουν.

Τελευταία μέρα του χειμώνα, ενώ λιώνουν τα χιόνια και βλασταίνουν τα πρώτα άνθη: ο Νίτσε. Δες πως αγωνίζονται τα νεόφυτα αυτά βλαστάρια ενάντια στο κρύο, δες πως ορθώνουν το ανάστημά τους κόντρα στον αέρα! Ναι, είναι χειμώνας γύρω μου (φαίνονται να λένε), μα δεν θα με πτοήσει. Θα ζήσω, θα ανθήσω. Θα φέρω την άνοιξη.

Πρώτη μέρα του Μάρτη: ο Γκαίτε. Καθαρός αέρας γύρω σου, ένας νέος κόσμος ξημερώνει – μα οι μνήμες του παλιού κόσμου αναδεύονται ακόμα μέσα σου, συγκρούονται, σμίγουν και χωρίζουν ασταμάτητα – και από τη διαλεκτική τους σύνθεση, την ένωση του θεού και του διαβόλου, προκύπτει ο άνθρωπος.

Μέσα Μαρτίου, κάποια νύχτα με αστέρια – οι συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας. Βερν, Γουέλς, Μπράντμπερι, Φίλιπ Ντικ, Ασίμοφ. Γιατί οι κόσμοι του μέλλοντος ταιριάζουν σε μια εποχή μετάβασης όπως ο Μάρτης. Βλέπεις το καινούργιο να ξεπηδά μες’ απ’ το παλιό, με τον ίδιο τρόπο που οι προφήτες της Ε.Φ. ιστόρησαν τα μελλούμενα της γης και των πέρα πλανητών.

Επίσημη πρώτη μέρα της Άνοιξης: oΒοκάκιος, oΡαμπελαί, ο Έρασμος και τα παιδιά της Αναγέννησης. Ο στείρος κόσμος της δεισιδαιμονίας και της προκατάληψης πεθαίνει· ο κόσμος του έρωτα και των γήινων ηδονών γεννιέται πάλι από τις στάχτες του.

Τέλη Μαρτίου, όταν η άνοιξη έχει μπει μα δεν έχουν υποχωρήσει ακόμα τα κρύα: οι γυναίκες της κλασικής λογοτεχνίας. Τζέην Ώστεν, αδερφές Μπροντέ, Βιρτζίνια Γουλφ. Ανθισμένοι κήποι περιτριγυρισμένοι από φράχτες, που τις προφυλάσσουν απ’ το κρύο. Μα εκείνες θέλουν να σπάσουν το φράχτη, ν’ αψηφήσουν το κρύο, να βαδίσουν στα δικά τους πόδια πια.

Πρώτη του Απρίλη, μέρα απάτης, μέρα ψεύδους. Συγγραφείς που μας πουλάνε παραμύθια όπως ο Πάουλο Κοέλιο. Εφησυχαστικές ιδεολογίες και βολικά πιστεύω, κατάλληλα για μαζική κατανάλωση.

Γλυκοχάραμα του Απρίλη. Δροσιά, ησυχία, κόσμος που κοιμάται, ώρα περισυλλογής· τότε ξεπροβάλλουν οι Κλασικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς. Στοχάζονται για τον άνθρωπο, τον έρωτα, τη γνώση και τη λογική, μέσα σε ανθισμένα περιβόλια και δεντροφυτεμένους κήπους. Η φύση κρατάει την ανάσα της – περιμένει να τελειώσουν οι καρπεροί τους στοχασμοί για να ξυπνήσει.



Ραφαήλ - Σχολή των Αθηνών, λεπτομέρεια


Μέσα Απρίλη, ιδανική ισορροπία κλίματος, καιρός κατάλληλος για αλλαγές: οι Διαφωτιστές. Ντιντερό, Βολταίρος και οι φίλοι τους. Η εποχή του ορθού λόγου, εκεί που ο ήλιος δείχνει το φιλικό του πρόσωπο – και δε φοβάσαι να βγεις απ’ τη σπηλιά σου, να τον αντικρίσεις κατάματα, να περπατήσεις έξω στ’ ανοιχτά, ν’ ανακαλύψεις νέα μέρη. Ένας κόσμος που αντλεί πολύτιμα διδάγματα απ’ το παρελθόν και προετοιμάζεται κατάλληλα για το μέλλον.

Μίλαν Κούντερα: η Άνοιξη της Πράγας. Τέχνη, έρωτας και τανκς.

Κάποιο ματωμένο δειλινό του Απρίλη: ο Μπωντλαίρ και οι ποιητές της ηδονόφιλης λησμονιάς. Τα θύματα του έρωτα. Όμοιοι με κρασί που στάζει αίμα και ψεύδη που παραμένουν γλυκά μες στην απάτη τους.

Νίκος Καζαντζάκης: η καρδιά του Πάσχα, καταμεσής της απόλυτης κατάνυξης και της ολικής απελευθέρωσης.

Πρώτη Μαΐου, τιμή για όσους ξεσηκώθηκαν, όσους δεν τους ρούφηξαν οι καναπέδες. Μα όσο συνεχίζουν να γαβγίζουν οι σκύλες της κοινωνικής αδικίας, τόσο χρειάζεται να διατηρούμε τη σκέψη μας αλώβητη και την κριτική μας σταθερή: να μη φοβόμαστε τα δόντια τους. Ο Μπρεχτ, ο Ίψεν και οι φίλοι τους.

Εκεί που ο οργασμός της φύσης βρίσκεται στο αποκορύφωμά του κάνει την εμφάνισή του ο Χέρμαν Έσσε. Δες τα δέντρα, τα λουλούδια, τον ουρανό, τη γη, τις λίμνες και τ’ αστέρια. Άκου το κελάηδημα των πουλιών, το ζουζούνισμα των εντόμων. Γίνε ένα με τη φύση – και κατάλαβε πως είστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, πως φέρεις μέσα σου το σύμπαν όλο.

Μα λίγο πριν το καλοκαίρι, δες, ξεσπάει μια μπόρα. Είναι μία από εκείνες τις γλυκόπικρες βροχές του Μάη. Σε κάποιους θα φέρει χαρά, σε άλλους στενοχώρια – μα όλοι θα θυμούνται αυτή τη μέρα. Ο Άντον Τσέχωφ.

Αρχές καλοκαιριού, γλυκές σκέψεις μιας απόδρασης που ακόμα δεν έχει έρθει, μνήμες εποχών που πέρασαν, ένας ζωηρός κόσμος που ακροβατεί ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, το όνειρο και την πραγματικότητα. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και οι συγγραφείς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

Ιούλιος μήνας, ενώ μεστώνει μέσα σου το θέρος: ώρα για κάνεις τα πιο τρελά σου όνειρα πραγματικότητα. Καιρός ν’ αφήσεις πίσω σου τον κόσμο που ήξερες, να ζήσεις την περιπέτεια που δεν σου επέτρεψαν οι γνωστές συμβατικότητες να ζήσεις. Ακόμα κι αν αυτή η περιπέτεια υπάρχει στο κεφάλι σου και μόνο – συχνά αυτό αρκεί. Πάρε τους δρόμους λοιπόν, παρέα με τον Θερβάντες και τόλμησε τ’ αδύνατο – εσύ, ένας άλλος Δον Κιχώτης.

Νύχτα Μεσοκαλόκαιρου: ο Σαίξπηρ. Εκεί που η ποίηση αναδημιουργεί τον κόσμο όλο, τον χτίζει ξανά απ’ τα θεμέλια και ορθώνει βάσεις που αγνοούν το πέρασμα του χρόνου.

Αρχές Αυγούστου, καιρός για διακοπές. Ο Μαρκ Τουέην και οι αγαπημένοι μας συγγραφείς της ρέμπελης ανεμελιάς – εκείνοι που μας κάνουν να νιώθουμε παιδιά κι εκείνοι που μας θυμίζουν πως δίχως φαντασία δεν πας πουθενά. Η ανατρεπτική πολυχρωμία ενός Τομ Ρόμπινς, η διαστημική τρέλα ενός Ντάγκλας Άνταμς, η σουρεαλιστική μυθοπλασία ενός Τέρι Πράτσετ.



Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση του "Τομ Σόγιερ"


Κάποια μέρα του Αυγούστου με καύσωνα και ξηρασία: οι συγγραφείς του Μπιτ, η γενιά του μεγάλου αμερικανικού Δρόμου. Ο Κέρουακ, ο Μπάροουζ και οι συνοδοιπόροι. Εδώ δεν έχει ποίηση, εδώ δεν έχει παραμύθια. Μόνο η περιπλάνηση μετρά, πέρα από συμβάσεις, πέρα απ’ τα σύνορα της κοινωνίας. Εκεί που το απώτατο όριο είναι ο ορίζοντας της ερυθρόχρωμης ερήμου.

Κάποιο δειλινό, τέλη Αυγούστου: oΤένεσσι Ουίλιαμς. Ακροβατώντας ανάμεσα στα νιάτα και τον χρόνο που περνά.

Τελευταία μέρα του καλοκαιριού: οι Υπαρξιστές. Σαρτρ, Καμύ και φίλοι. Τώρα που τελειώνει το καλοκαίρι τι κάνουμε; Προσπαθούμε άραγε ν’ απαγκιστρωθούμε με νύχια και με δόντια απ’ την ανάμνησή του; Ή χτίζουμε το μοναχικό μας δρόμο προς τα μπρος, έτοιμοι να σπρώξουμε για άλλη μια φορά τον βράχο στο βουνό;

Μια μέρα του Σεπτέμβρη: ο Τζέιμς Τζόυς. Μια μέρα που περιλαμβάνει τα πάντα μέσα της, ίχνη από το χθες και άρωμα απ’ το αύριο, εκεί που οι τροχοί αρχίζουν πάλι να γυρίζουν, ο κόσμος να περιστρέφεται γύρω απ’ τον άξονά του – μα όσο συμμετέχεις σε αυτόν, άλλο τόσο βρίσκεσαι απέξω, ατενίζοντάς τον με περισυλλογή, ανασυνθέτοντάς τον απ’ τις βάσεις. Μια μέρα που άρχισε κρύα και τελείωσε ζεστή, ένα περιστατικό με χίλιες συνιστώσες, ένας μήνας που είναι όλοι μαζί οι μήνες. Η λογοτεχνία αναδημιουργημένη.

Τα φθινοπωρινά βράδια, ενώ ξεσπούν τα πρωτοβρόχια, ταιριάζουν στην νεοελληνική Γενιά του 30: Καραγάτσης, Μυριβήλης, Εμπειρίκος και η παλιοπαρέα. Το καλοκαίρι έχει παρέλθει, μα η ανάμνησή του σε κρατάει ακόμα ζεστό – αυτή και η φωτιά που σιγοκαίει στην εστία. Γύρω από το τζάκι, ενώ το εκκρεμές τραγουδά το υπνωτιστικό του βουητό, πλάθεις ιστορίες για ένα παρόν που συνεχώς αλλάζει.

Στα πρώτα κρύα του Οκτώβρη κάνουν την εμφάνισή τους οι Γάλλοι κλασικοί: Μπαλζάκ, Σταντάλ, Φλωμπέρ, Γκυ ντε Μωπασσάν. Εκεί που πέφτουν τα φύλλα και βάφονται καφετιά τα τοπία. Προμήνυμα των κρύων που θα έρθουν, μια απατηλή αίσθηση ζέστης, καιρός με δόντια, προκαλώντας τη σκέψη σου, παίζοντας με τις αισθήσεις σου, αμφισβητώντας όσα θεωρούσες δεδομένα. Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο προκλητική.



Ο Εμίλ Ζολά αποτίει φόρο τιμής στον Μπαλζάκ - σκίτσο εποχής


Κάποιο φθινοπωρινό δειλινό, στο γέρμα του ήλιου, όταν τα ξεραμένα φύλλα βάφονται στις αποχρώσεις της φωτιάς: οι Ρομαντικοί. Ο Ουγκώ, ο Μπάιρον, ο Σίλερ, ο Νοβάλις και οι άλλοι. Ενώ σιγοκαίει μέσα σου η φλόγα, η δίψα για αλλαγή, η θέληση να σπάσεις τα δεσμά. Ναι, ο χειμώνας έρχεται – μα είσαι έτοιμος γι’ αυτόν.

Οι κρύες μέρες του Νοέμβρη, παρέα με τα μουντά τοπία και τον ήχο της βροχής στα πεζοδρόμια, φέρνουν αέρα περιπλάνησης σε άδειες πολιτείες, κλειδαμπαρωμένες στις φωλιές τους – φωλιές που βράζουν από άγχος και στενάζουν από ηδονή. Εδώ ταιριάζουν συγγραφείς όπως ο Χένρι Μίλλερ και ο Μπουκόφσκι. Απορρίμματα στους δρόμους, σκάτα στην κοινωνία, μα η βροχή τα καθαρίζει. Σαν τη βροχή έπεσαν κι εκείνοι στους δρόμους. Σαν τη βροχή διώχνουν τα σκουπίδια της υποκρισίας, σαν τη βροχή ανακουφίζουν τις μοναχικές καρδιές.

Τελευταία μέρα του φθινοπώρου, κάθοδο στον Άδη: oΔάντης. Για να μπεις στον Παράδεισο πρέπει πρώτα να περάσεις απ’ την Κόλαση.

Δεκέμβρης, τελευταίος μήνας του χρόνου, μήνας περισυλλογής και αναδρομής στο παρελθόν: τι έκανα σωστά τον καιρό που πέρασε, τι έκανα λάθος. Αναμνήσεις απ’ τα παλιά που ζωντανεύουν σε κάθε μας παρόν – και παίρνουν πάντα μια καινούργια μορφή, γιατί το παρελθόν αναδημιουργείται συνεχώς: oΠρουστ και η αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου του.







Κρύο και τζάκι: καιρός για ιστορίες μυστηρίου. Η ώρα του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, της Αγκάθα Κρίστι και του Ρέιμοντ Τσάντλερ.

Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα ζωντανεύουν και οι Μύθοι. Έρχεται λοιπόν η σειρά των παραμυθάδων, όπως οι αδερφοί Γκριμ, ο Σαρλ Περώ, ο Λούις Κάρολ, οι μυθολογίες και οι θρύλοι των χωρών του κόσμου. Καθώς μάλιστα βλέπεις να παρελαύνουν γύρω σου πλάσματα από άλλους κόσμους, ξωτικά και γίγαντες, νάνοι και τελώνια, ημίθεοι και δράκοι, συνειδητοποιείς πως βρίσκεται στο μήνα της Λογοτεχνίας του Φανταστικού: καλώς ορίσατε κύριε Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, περάστε κύριε Μούρκοκ, προσοχή στο σκαλοπάτι της πόρτας κύριε Γκέιμαν. Κι εσείς, κυρία Ρόουλινγκ, καλώς ήρθατε. Ο μήνας αυτός είναι δικός σας.

Ήρθε λοιπόν η ώρα των Χριστουγέννων. Και αν με ρωτούσατε ποιος συγγραφέας αρμόζει στην πιο μαγική στιγμή του χρόνου, θα σας έλεγα ο Κάρολος Ντίκενς. Δεν είναι μόνο οι κλασικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες του – αν και σίγουρα έχουν παίξει με τη σειρά τους καθοριστικό ρόλο. Είναι όλη αυτή η αίσθηση που αναδύεται μέσα από τα έργα του, η κοινωνική ευαισθησία και οι χαρακτηριστικές ζεστές περιγραφές του – ζεστές όσο το χριστουγεννιάτικο δείπνο και μυρωδάτες σαν το καλύτερο κρασί.

[Περισσότερα για τον Κάρολο Ντίκενς και τα Χριστούγεννα μπορείτε να διαβάσετε στο ακόλουθο, εορταστικό αφιέρωμα > Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς]

Κλείνουμε με την τελευταία μέρα του χρόνου. Σαν αστέρι στον ουρανό που χάνεται, ένα αστέρι μακρινό και λαμπερό που μας παρηγορεί για όσα χάσαμε και μας δίνει ελπίδες για εκείνα που θα θέλαμε να έρθουν: ο Μικρός Πρίγκιπας του Αντουάν ντε-Σαιντ Εξυπερύ.

Εδώ λοιπόν τελειώνει το ταξίδι μας. Ασφαλώς θα μπορούσε να είχε εμπλουτιστεί ακόμα πιο πολύ, με πλήθος άλλων συγγραφέων, μα επέλεξα να μην το τραβήξω πολύ σε μάκρος. Εξάλλου ο κύκλος ποτέ δεν σταματά – ο νέος χρόνος φέρνει μαζί του νέες υποσχέσεις κι εσύ, φίλε αναγνώστη, μπορείς να διαβάσεις το κείμενο ξανά απ’ την αρχή!




Τσάρλι Τσάπλιν, Έργα και Ημέρες [Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου, μέρος 4]

$
0
0





Ήταν 1972 και η αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών προσέφερε στον Τσάρλι Τσάπλιν τιμητικό βραβείο για τη μακρόχρονη προσφορά του στην ιστορία του κινηματογράφου. Εδώ και 20 χρόνια ο ηλικιωμένος πια Τσάπλιν ζούσε αυτοεξόριστος στην Ευρώπη και, προκειμένου να παραλάβει το βραβείο, χρειαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα που τον έδιωξε. Ο Τσάπλιν δίσταζε αρχικά. «Για ποιο λόγο να πάω πίσω στη χώρα αυτή, που τόσο αχάριστη στάθηκε απέναντί μου», φαίνεται πως σκέφτηκε. «Η Αμερική ήταν κάποτε πατρίδα μου. Μα όχι πια».


Ήδη από τα χρόνια της δεκαετίας του 40 οι πολιτικές και αστυνομικές αρχές του κράτους είχαν βάλει τον Τσάπλιν στο στόχαστρό τους.Προσπαθούσαν με ποικίλους τρόπους να αποκαλύψουν σκάνδαλα σχετικά με την προσωπική και την κοινωνική του ζωή, μα στην πραγματικότητα ο λόγος που τον κυνηγούσαν ήταν πολιτικός. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της κινηματογραφικής του πορείας ο Τσάπλιν συνδύαζε την κωμωδία με την αυστηρή κοινωνική κριτική. Με το πέρασμα των χρόνων το στοιχείο της κριτικής ενισχύθηκε – τα έργα του λάμβαναν ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις. Ο Τσάπλιν καυτηρίαζε τις ανισότητες, τη φτώχεια και την εξαθλίωση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, την ανεργία, την αλλοτρίωση της βιομηχανικής εργασίας· παρουσίαζε με ευνοϊκό, συμπαθητικό μάτι τους άπορους, τους περιθωριακούς, τους μετανάστες. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι αστυνομικές δυνάμεις στα έργα του εμφανίζονταν δίχως καμιά εξιδανίκευση: ως δυνάμεις καταστολής, όχι ως προστάτες.

Μπαίνοντας λοιπόν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 40, και ενώ η ψυχροπολεμική περιπέτεια υπέγραφε τις εναρκτήριες σελίδες του μεγάλου παρανοϊκού βιβλίου της, τα δάχτυλα όλα στράφηκαν απάνω στη φιγούρα του μικροκαμωμένου αλήτη με το στρογγυλό καπέλο και τα φαρδιά παντελόνια. Και τα δάχτυλα αυτά έκραξαν με μια στριγκή φωνή: «είναι κομμουνιστής!» Μια βολική ταμπέλα προκειμένου να τον ξεφορτωθούν. Και ο κόσμος που άλλοτε τον αποθέωνε, τώρα γρύλιζε απειλητικά.





Ασφαλώς δεν μπορούσαν να αποδείξουντίποτα· μα στην ψυχροπολεμική Αμερική της εποχής δεν χρειάζονταν αποδείξεις. Η υποψία αρκούσε από μόνη της. Η ετυμηγορία ήταν σαφής: Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο άνθρωπος που δόξασε τον αμερικανικό κινηματογράφο όσο κανένας άλλος, είναι επικίνδυνος για τα χρηστά ήθη και τις αμερικανικές αξίες. Ένας γερουσιαστής το 1947, ονόματι JohnRankin, έφτασε μάλιστα να πει, ανοιχτά, στον κόσμο: «Η ίδια του η ζωή στο Χόλυγουντ είναι επιβλαβής για το ηθικό στερέωμα της Αμερικής. [Εάν απελαστεί]… οι σιχαμερές ταινίες του μπορούν να αποκρυφτούν από τα μάτια της αμερικανικής νεολαίας. Χρειάζεται άμεσα απέλαση για να τον ξεφορτωθούμε μια και καλή».

Οι αρχές αναζητούσαν αποδείξεις. Έψαχναν παντού, με κάθε δυνατό τρόπο. Ερευνούσαν τα παλιά του φιλμ. Ένα από τα ενοχοποιητικά στοιχεία στάθηκε μια σκηνή από την ταινία «Ο Μετανάστης» του 1917, στην οποία ο Τσάπλιν… κλωτσάει έναν αστυνομικό! Και αν σας φαίνεται αστείο, μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε πλέον στην Αμερική του Μακαρθισμού – το αποκορύφωμα της ψυχροπολεμικής παράνοιας. Ο Τσάπλιν με τη σειρά του υπεράσπιζε διαρκώς το δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο – μα οι Αρχές πλέον τον είχαν περικυκλώσει. Ήταν 1952, στη διάρκεια ενός ταξιδιού, όταν ο Τσάπλιν ενημερώθηκε πως δεν επιτρέπεται να επιστρέψει στην Αμερική – εκτός εάνσυμπληρώσει μια αίτηση επανένταξης και περάσει από μια διαδικασία συνεντεύξεων, στις οποίες θα ελέγχονταν εξονυχιστικά οι ηθικές και πολιτικές του αντιλήψεις. Έκλειναν την πόρτα, άφηναν όμως το παράθυρο.

Μα για τον Τσάπλιν το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει. «Είτε επέστρεφα στη δυστυχισμένη αυτή χώρα, είτε όχι, πλέον δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία για μένα»,είπε. «Θα ήθελα πολύ να τους έλεγα πως όσο το δυνατόν νωρίτερα ξεμπέρδευα με αυτή τη νοτισμένη με μίσος ατμόσφαιρα, τόσο το καλύτερο θα ήταν, πως είχα πλέον χορτάσει τις προσβολές αυτής της χώρας και την ηθική υποκρισία τους».

Και έτσι λοιπόν έφυγε. Ήταν 1952. Η ίδια χρονολογία που, στη χώρα μας, ο Νίκος Μπελογιάννης χαμογελούσε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.






Οι σημαντικότερες βωβές ταινίες του CharlieChaplin. Από τον Μακ Σένετ στους Μοντέρνους Καιρούς.



Πάμε μερικές δεκαετίες πίσω. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 10 και ο βωβός κινηματογράφος διένυε την πρώτη λαμπρή περίοδό του, μετατρεπόμενος σταδιακά στην κυρίαρχη μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τον κόσμο όλο. Ήταν ο καιρός των πρώτων επικών υπερπαραγωγών και του D.W. Griffith(για τον οποίο μιλήσαμε στο 2ομέρος του αφιερώματος στην Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου< κλικ).Ήταν η εποχή που το κέντρο βάρους της κινηματογραφικής βιομηχανίας μετατοπιζόταν από την Ευρώπη στις ΗΠΑ. Κι ενώ η ταλαίπωρη, μα πάντα ανήσυχη Ευρώπη, έδινε διέξοδο σε αναδυόμενα καλλιτεχνικά κινήματα που επηρέασαν και τον κόσμο του σινεμά (όπως ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, βλέπε το 3ομέρος του αφιερώματος< κλικ), στις ΗΠΑ ξεπρόβαλαν, ως άλλα φωσφορίζοντα άστρα στον ουρανό της νύχτας, οι κινηματογραφικοί σούπερ σταρ (θα αναφερθούμε εκτενώς στο 5ομέρος του αφιερώματος).

Μα ο μεγαλύτερος όλων – ο διασημότερος όλων – ήταν ο μικροκαμωμένος αλητάκος, που στα ελληνικά μάθαμε με το όνομα «Σαρλό». Ντυμένος με εκείνο το χαρακτηριστικό φαρδύ του παντελόνι, βαδίζοντας σχεδόν σαν πάπια, χωμένος στα μακρόστενα παπούτσια του, κραδαίνοντας το αστείο του μπαστούνι, ο Σαρλό γρήγορα μετετράπη στην πιο αναγνωρίσιμη κινηματογραφική φιγούρα του κόσμου. Διασχίζοντας τους ωκεανούς, φτάνοντας μακριά σε χώρες που είχαν μόλις αρχίσει να αναπτύσσονται, λαούς που ζούσαν στην πλειοψηφία τους στο ύπαιθρο και γνώριζαν ελάχιστα από κινηματογράφο… ακόμα και εκεί η φιγούρα του αλητάκου με το στρογγυλό καπέλο ήταν γνωστή.

Και σήμερα, έναν αιώνα μετά από τις πρώτες του εμφανίσεις, η μορφή του παραμένει η πιο αναγνωρίσιμη στο σύνολο του βωβού κινηματογράφου. Ρωτήστε κάποιον που δεν ασχολείται με παλιές ταινίες – κάποιον που αδιαφορεί πλήρως για την ιστορία του σινεμά. Ε λοιπόν, ο CharlieChaplinθα του είναι γνωστός. Η φιγούρα του κάποια στιγμή εκτοξεύτηκε πέραν του χώρου της ψυχαγωγίας – ταυτίστηκε με μια εποχή ολόκληρη, μετετράπη σε πολιτισμικό ορόσημο, σε σύμβολο της κουλτούρας του αιώνα.






Ήταν 1914 όταν έκανε πρώτη φορά την εμφάνιση του ο χαρακτήρας του Σαρλό. Η ταινία ονομαζόταν KidAutoRacesAtVeniceκαι η παραγωγή της ανήκε στον περίφημο Μακ Σένετ (MackSennett). Ποιος ήταν ο Μακ Σένετ; Ήταν ο πρώτος παραγωγός που ανέδειξε το είδος της Κωμωδίας σε εμπορικό φαινόμενο με υψηλή απήχηση. Επηρεασμένος από τις πρωτόλειες κωμωδίες-ντοκυμανταίρ των Γάλλων συναδέλφων του, ο Σένετ έκτισε μια αλυσίδα παραγωγής εκατοντάδων ταινιών μικρής διάρκειας, στο στυλ του slapstick: φαρσοκωμωδίες, με χιούμορ που πηγάζει μέσα από τις γκάφες και τις συχνά ντροπιαστικές καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται ο πρωταγωνιστής, δίνοντας έμφαση στην κινησιολογία, την παντομίμα και τα άφθονα παθήματά του. 

Οι ήρωες των ταινιών του Σένετ δρουν σε έναν σχεδόν χαοτικό κόσμο, στον οποίο πέρα από το χιούμορ, κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας. Τα ατελείωτα παθήματα των χαρακτήρων, η ταλαίπωρή τους έκφραση, το γέλιο τους, αντανακλούν τη χαμηλή κοινωνική θέση των θεατών – και εν τέλει, τον συμβιβασμό με την σκληρή πραγματικότητα. Ο πρωταγωνιστής δέχεται την τούρτα στο πρόσωπο, γελάει, και μαζί του γελάει και ο θεατής. Το ηττοπαθές χαμόγελο αντικαθιστά την κριτική. Έτσι είναι ο κόσμος, έτσι θα’ ναι πάντα, δεν έχεις λοιπόν παρά να γελάσεις.

Ο Σένετ παρήγαγε ατελείωτα μικροσκοπικά φιλμ Σλάπστικ. Βασικός πρωταγωνιστής σε πλήθος από αυτά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 10, ήταν ένας χοντροκαμωμένος τύπος χωρίς απαραίτητα υψηλό ταλέντο, ονόματι Φάτι Άρμπακλ (FattyArbuckle). OΆρμπακλ υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος σταρ της Κωμωδίας, πριν ακόμα καταξιωθεί ο Τσάπλιν. Ήταν επίσης ο πρώτος αστέρας του Χόλυγουντ που ενεπλάκη σε σκάνδαλο, το οποίο τερμάτισε απότομα την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 20. Θύμα του υπήρξε μια κοπέλα, την οποία είχε κακοποιήσει στη διάρκεια ενός σεξουαλικού οργίου σ’ ένα ξενοδοχείο. Η κοπέλα πέθανε και ο χοντρο-Άρμπακλ έφτασε στο τέλος της πορείας του.



Fatty Arbuckle


Η πραγματική φλέβα χρυσού που ανακάλυψε ο Σένετ ήταν ο Τσάπλιν. Ξεκινώντας το 1914, ο Τσάπλιν έμελλε σύντομα να καθιερώσει τον «Σαρλό» στις συνειδήσεις του κοινού. Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει – μα τα πλαίσια του Μακ Σένετ πλέον έμοιαζαν αρκετά περιοριστικά για τον νεαρό ηθοποιό. Χώρισαν λοιπόν οι δρόμοι τους και ο Τσάπλιν άρχισε να βαδίζει στο δικό του μονοπάτι – κραδαίνοντας πάντα το χαρακτηριστικό μπαστούνι του, ρίχνοντας περίεργες ματιές αριστερά και δεξιά, κόβοντας κίνηση. 

Σταδιακά ενεπλάκη όλο και περισσότερο στο σύνολο των έργων του – παραγωγή, σκηνοθεσία, ιστορία, κινησιολογία. Και η κωμωδία, στα χέρια του Τσάπλιν, μεταμορφώθηκε. Από ένα χοντροκομμένο είδος που απευθυνόταν σε κόσμο δίχως υψηλό μορφωτικό ή πνευματικό επίπεδο, μετετράπη σε μια πανέξυπνη κριτική της κοινωνίας, δοσμένη με λεπτό χιούμορ, εύστοχα γκαγκ και ευαίσθητα περάσματα.

Η μεταμόρφωση συνέβη σταδιακά. Χρόνο με το χρόνο, ενώ η δημοτικότητα του χαρακτήρα του διαρκώς σκαρφάλωνε στα ύψη, κι ενώ ο κόσμος όλος είχε αρχίσει να τον αναγνωρίζει, ο Τσάρλι Τσάπλιν προέβαινε διαρκώς σε βαθύτερες τομές στα έργα του. Στην ταινία “EasyStreet” του 1917, στην οποία υποδύεται έναν αστυνομικό, παρουσιάζονται με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα περιθωριακά κοινωνικά στρώματα, ως και οι τοξικομανείς την ώρα που παίρνουν τη δόση τους. Την ίδια χρονιά το έργο του “TheImmigrant” («Ο Μετανάστης») αντανακλά τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπιζαν τα πλήθη των μεταναστών που συνέρρεαν στη Νέα Υόρκη στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Ένας από τους μετανάστες στο φιλμ είναι ο ίδιος ο Τσάπλιν.






Κι όμως, βρισκόμαστε ακόμα στον χώρο της κωμωδίας. Ή μήπως δεν ήταν τελικά «κωμωδίες» τα συγκεκριμένα έργα; Σε αντίθεση με το γέλιο που επέφεραν τα προγενέστερα φιλμ του Μακ Σένετ, ένα γέλιο απενοχοποιητικό, ένα γέλιο απόδρασης από την πραγματικότητα, ένα γέλιο που συχνά εξευτέλιζε τους κεντρικούς χαρακτήρες, στις ταινίες του Τσάπλιν δεν γελάς με τα παθήματα του ήρωα – μα ταυτίζεσαιμαζί του, ενώ εκείνος προσπαθεί να βγάλει κάποιο νόημα σ’ έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος στα δικά του μέτρα. 

Oμικροκαμωμένος Σαρλό μοιάζει με μικρό παιδί, ριγμένο σ’ ένα παράξενο σύμπαν ενηλίκων. Και ο κόσμος παρουσιάζεται ως έχει, δίχως εξωραϊσμούς ή απόπειρες απόδρασης. Η φιγούρα του Σαρλό φαντάζει σαν φλόγα καταμεσής ενός σύμπαντος κρύου και αφιλόξενου, μια φλόγα όμως που ζεσταίνει τα πάντα στο πέρασμά της.

Έχοντας πλέον περάσει στη δεκαετία του 20, κι ενώ ο Τσάρλι Τσάπλιν είχε καταξιωθεί ως ο μεγαλύτερος αστέρας των καιρών του, ήταν πια καιρός να μεταβεί σε φιλμ μεγαλύτερης διάρκειας. Η παραγωγή των έργων του χαμήλωσε ποσοτικά, μα κέρδισε ποιοτικά. Το αποτέλεσμα ήταν μια χούφτα από τα κλασικότερα έργα στην ιστορία, όχι μόνο της κινηματογραφικής κωμωδίας, μα του κινηματογράφου στο σύνολό του. Hαρίθμηση που ακολουθεί συνεχίζει την καταμέτρηση των σημαντικότερων έργων του Βωβού Κινηματογράφου, που αφήσαμε στο προηγούμενο μέρος της παρουσίασής μας.






16 # Το Χαμίνι (“TheKid”, ΗΠΑ, 1921)
Σκηνοθεσία: CharlieChaplin


Το «Χαμίνι» θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από κάποιο μυθιστόρημα του Ντίκενς. Μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές αναλογίες ανάμεσα στον Ντίκενς και τον Τσάπλιν εξάλλου. Η ομιχλώδης Αγγλία της βικτωριανής εποχής παραχωρεί τη θέση της στους γκρίζους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολης του 1920. Και χαρακτήρες όπως ο Όλιβερ Τουίστ, ή ο μικρός Πιπ από τις «Μεγάλες Προσδοκίες» αντικαθίστανται από το αδάμαστο «χαμίνι» της ιστορίας, το οποίο υποδύεται αριστοτεχνικά ο μικρός JackieCoogan. Ένα αλητάκι που μεγάλωσε στις παρακατιανές συνοικίες, γνωρίζοντας τους δρόμους σαν το πίσω μέρος του χεριού του – η καταγωγή του οποίου όμως αποκαλύπτει πως γεννήθηκε σε κάποιο προάστιο κάποιας ανώτερης τάξης, καταμεσής απαλών μαξιλαριών και στρωμάτων από πούπουλα.

Πούπουλα σαν εκείνα που πλημμυρίζουν το όνειρο του Σαρλό, προς το τέλος της ταινίας. Πούπουλα που πέφτουν σαν το χιόνι, σ’ έναν παράδεισο με αγγέλους και χαρούμενες φωνές. Ένα όνειρο που απαλύνει τους τόνους της σκληρής πραγματικότητας, μια γέφυρα προς έναν άλλο κόσμο, μεστό ουσίας και ομορφιάς.

Δύο κόσμοι. Εκείνος του παιδιού κι εκείνος του ενήλικα. Η φαντασία κόντρα στον ρεαλισμό, το παιχνίδι ενάντια στο νόμο, το όνειρο πλάι στην πραγματικότητα. Και ο Τσάρλι Τσάπλιν να ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, πάνω στο μπαστουνάκι του, ανάμεσα στους κόσμους, μετέχοντας σ’ εκείνον του παιδιού, μα βαδίζοντας σ’ εκείνον του ενήλικα. Και το αλητάκι της ιστορίας να ελίσσεται σ’ έναν κόσμο ενηλίκων, μαθαίνοντας τους κανόνες τους προκειμένου να τους σπάσει – όπως τα σπασμένα τζάμια από τα οποία, παράνομα, κερδίζουν χρήματα μαζί με τον θετό πατέρα του.

Χρειάζεται να δει κάποιος το “TheKid” για να καταλάβει τη βαθιά ευαισθησία του. Να χαμογελάσει με τα ευρηματικά του γκαγκ και να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες του. Και όταν πια φτάσει το τέλος, να αισθανθεί μια βαθιά ικανοποίηση, όμοια με εκείνη που νιώθει ένα παιδί όταν κατατροπώνει ένα γευστικό χωνάκι παγωτό. Γιατί το έργο αυτό βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού. Και ο κόσμος είναι όμορφος, ακόμα και μέσα στην ασχήμια του.







17 # Ο Χρυσοθήρας (“TheGoldRush”, ΗΠΑ, 1925) 
Σκηνοθεσία: CharlieChaplin



Πολλά χρόνια μετά, ο Τσάρλυ Τσάπλιν έλεγε πως ο «Χρυσοθήρας» ήταν η ταινία για την οποία επιθυμούσε να τον θυμάται ο κόσμος. Το δυσκολότερο εγχείρημα που ανέλαβε ποτέ, μια παραγωγή εντός πραγματικά αντίξοων συνθηκών, συνδυάζοντας φυσικά χιονισμένα τοπία και γυρίσματα σε στούντιο, περιλαμβάνοντας πλήθη κομπάρσων και απαιτητικά για την εποχή εφέ, μεταφέροντάς μας πίσω στα χρόνια του πυρετού του χρυσού του Κλόνταϊκ, ο «Χρυσοθήρας» χαράχτηκε τελικά με χρυσά γράμματα στο βιβλίο του κινηματογράφου. Γράμματα που μοιάζουν λες και σκάφτηκαν από κάποια φλέβα, κάποιου ορυχείου, εκεί, στα χρόνια τα παλιά.

Περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο έργο του, ο «Χρυσοθήρας» αναμειγνύει περίτεχνα το κωμικό με το δραματικό στοιχείο · και το ρόφημα που προκύπτει είναι λαχταριστό και δροσερό σαν κοκτέιλ στην καρδιά του χειμώνα. Σκηνές όπως το γεύμα των παπουτσιών, στα οποία τα κορδόνια αντικαθιστούν τα μακαρόνια, ή ο χορός των πιρουνιών με τα ψωμάκια, ή η μεταμόρφωση του Σαρλό σε γευστικό κοτόπουλο στα μάτια του πεινασμένου συγκατοίκου του, ανήκουν στα ορόσημα της κινηματογραφικής ιστορίας. Η ετοιμόρροπη καλύβα που γέρνει στον γκρεμό σίγουρα άφησε πολύ κόσμο με κομμένη την ανάσα. Κι εκείνη η μάταιη αναμονή του ερωτοχτυπημένου Τσάπλιν για τον ερχομό της αγαπημένης του το βράδυ της Πρωτοχρονιάς – ένα βράδυ που τελικά το περνά μονάχος του – προκαλεί βαθειά συγκίνηση: πόσοι ανάμεσά μας δεν έχουμε νιώσει μόνοι, σε καταστάσεις που τόσοι γύρω μας φαίνονται να διασκεδάζουν;

Ασφαλώς η ταινία περιλαμβάνει χαρούμενο τέλος – όπως όλα τα φιλμ του Τσάπλιν, τα οποία, συνδύαζαν αριστοτεχνικά την κριτική μιας σκληρής πραγματικότητας με τη λεπτότητα του χιούμορ και την ευγενική απλότητα που αναδείκνυε η κεντρική φιγούρα του Σαρλό. Ένας Σαρλό που αντιμετωπίζει με αγαθή προαίρεση ακόμα και τις δυσκολότερες συνθήκες. Ναι, το τέλος είναι όμορφο, γιατί η βαρύτητα ποτέ δεν υπερέβαινε την ελαφρότητα στη ζυγαριά του Τσάπλιν. Ήταν στην ισορροπία ανάμεσά τους εκεί που έβρισκε την βαθύτερη ομορφιά και, ίσως, μια υποψία αλήθειας.

Εκεί που η πραγματικότητα ακροβατεί στα όρια του ονείρου, αποκαλύπτοντας, την αδιάσπαστή τους σύνδεση.







18 # Τα Φώτα Της Πόλης (“CityLights”, ΗΠΑ, 1931) 
Σκηνοθεσία: CharlieChaplin



Ο κινηματογράφος δίχως λόγια συχνά μοιάζει με την ποίηση. Πράγμα παράδοξο, αν το σκεφτούμε, καθώς η ποίηση συνιστά την κατεξοχήν τέχνη του λόγου και των λέξεων. Μα όπως οι κινούμενες βουβές εικόνες, έτσι και τα κωδικοποιημένα σε συλλαβές-προτάσεις-στίχους λόγια πλημμυρίζουν το νου μας με εικόνες· πλουμίζουν τη φαντασία μας με ήχους μουσικούς. Λειτουργούν σε αισθητικό επίπεδο, πέραν των τετράγωνων ορίων της λογικής και της επιχειρηματολογίας.

Να το πούμε αλλιώς: κάποιες φορές τα λόγια είναι περιττά. Κάτι που, αν μη τι άλλο, το γνωρίζουν καλά οι ερωτευμένοι του κόσμου.

Φαίνεται το ήξερε και ο Τσάπλιν, τον καιρό που αποφάσιζε να προβεί στο μεγαλύτερο ρίσκο της καριέρας του: να γυρίσει μια βουβή ταινία, τον καιρό που ο βουβός κινηματογράφος ανήκε πια στο παρελθόν! Βρισκόμαστε πλέον στη δεκαετία του 30 και τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Οι ομιλούσες ταινίες έχουν αντικαταστήσει τις βουβές – κάποιες φορές άγαρμπα, είναι η αλήθεια – και η εξέλιξη της τεχνολογίας αποκαλύπτει πως οποιαδήποτε απόπειρα προσκόλλησης στο παρελθόν δεν μπορεί παρά να είναι οπισθοδρομική – και ως τέτοια, καταδικασμένη σε αποτυχία.

Μα ο Τσάπλιν επέμενε. Ίσως προαισθανόταν πως η παρουσία ηχογραφημένης φωνής θα αφαιρούσε το στοιχείο που καθιστούσε τα έργα του ξεχωριστά. Πως ο χαρακτήρας του Σαρλό δεν γεννήθηκε για να μιλάει, μα να μιμείται. Να εκφράζεται μέσω της κίνησης, του βλέμματος και του βαδίσματος. Όταν ένας καλλιτέχνης έχει τελειοποιήσει τη μορφή των έργων του, πως γίνεται να του αφαιρέσεις τα βασικά του υλικά; Σύμφωνοι, καλή η πρόοδος. Μα η τέχνη είναι καλύτερη – και η τέχνη γνωρίζει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να εκφραστεί. Αν οι πάντες γύρω σου τρέχουν, γιατί να τρέξεις και ο ίδιος και να χάσεις την ευκαιρία να απολαύσεις τη διαδρομή, παρατηρώντας το υπέροχο τοπίο γύρω σου;






Έτσι λοιπόν «Τα Φώτα της Πόλης» συνιστούν μια ταινία του βωβού κινηματογράφου, σε μια εποχή που ο βωβός κινηματογράφος έμπαινε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και για πολύ κόσμο είναι η ωραιότερη από όλες τις ταινίες του Τσάπλιν, υπέροχη μέσα στον αναχρονισμό της, βαθιά ποιητική μέσα στις εικόνες της. Ο Όρσον Ουέλς έλεγε πως είναι η αγαπημένη του ταινία· ο Κιούμπρικ και ο Ταρκόφσκι την συμπεριέλαβαν στη λίστα με τα καλύτερα φιλμ όλων των εποχών.

Η ιστορία είναι απλή – θα λέγαμε πως ανήκει στις απλούστερες του Τσάπλιν, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τη σύνδεση ανάμεσα στην ομορφιά και την απλότητα. Ο Αλήτης γυροφέρνει, ως συνήθως, στη Μεγάλη Πόλη, μπλέκεται με έναν μεθύστακα εκατομμυριούχο και ερωτεύεται μια τυφλή κοπέλα που πουλάει λουλούδια. Προκειμένου να τη βοηθήσει να κάνει μια εγχείρηση και να βρει το φως της, αναλαμβάνει πλήθος δουλειές, μεταξύ άλλων και εκείνη του πυγμάχου. Τελικά η κοπέλα κάνει την εγχείρηση, βρίσκει το φως της και συναντάει ξανά τον Τσάπλιν, τυχαία, στο τέλος του φιλμ. Η μεταξύ τους αλληλεπίδραση και η έκφραση στο πρόσωπο του συγκινημένου Αλητάκου ανήκει στις σκηνές εκείνες που πραγματικά αδυνατώ να περιγράψω με λόγια. Μπαίνουμε, βλέπετε, στον κόσμο της ποίησης που αναφέραμε αρχικά. Δεν έχει νόημα να τετραγωνίσω με λέξεις το συναίσθημα μίας από τις εμβληματικότερες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου. Μόνο όποιος την είδε ξέρει.

Μιας σκηνής που αποδεικνύει πως είχε δίκιο ο Τσάπλιν, όταν αποφάσισε να γυρίσει την ταινία δίχως λόγια. Αυτή ήταν η μαγεία του βωβού κινηματογράφου. Η ποίηση μιας τέχνης που χάθηκε.






19 # Μοντέρνοι Καιροί (“ModernTimes”, ΗΠΑ, 1936) 
Σκηνοθεσία: CharlieChaplin



Εναρκτήρια σκηνή των «Μοντέρνων Καιρών» και βλέπουμε ένα κοπάδι πρόβατα. Η σεκάνς αλλάζει και τα πρόβατα αντικαθίστανται από ένα πλήθος εργατών, ενώ πηγαίνουν στη δουλειά τους. Τα μοντάζ θυμίζει σοβιετικό κινηματογράφο, για μια στιγμή νομίζουμε πως βλέπουμε κάποιο φιλμ του Αϊζενστάιν – κι όμως, πρόκειται για ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν. Μα ο ανέμελος αλητάκος των πρώιμων χρόνων έχει δώσει πια τη θέση του σ’ έναν σφοδρό κριτικό της κοινωνίας. Οι καιροί έχουν αλλάξει… είναι πια Μοντέρνοι.

Αν τα «Φώτα της Πόλης» αποτελούν μια ρομαντική αφήγηση που ξετυλίγεται καταμεσής μιας κοινωνικής πραγματικότητας, οι «Μοντέρνοι Καιροί» εξιστορούν μια κοινωνική πραγματικότητα που συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της κάποια αφήγηση… Με το έργο αυτό ο Τσάπλιν έθεσε την εντονότερη, ως τότε, κοινωνικοπολιτική του δήλωση. Αποπνέοντας τον αέρα της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 30, καταμεσής μιας περιόδου που μεσουρανούσαν τα φαντασμαγορικά μιούζικαλ και οι υπερπαραγωγές φυγής, ο Τσάπλιν εξέθεσε τον κοινωνικό καμβά των καιρών του, παρουσιάζοντας μια από τις σημαντικότερες σάτιρες της εποχής. Ελάχιστα φιλμ καθρέφτισαν με τόσο αποτελεσματικό τρόπο την κοινωνία τους, όσο το συγκεκριμένο.

Η σκηνή όπου ο εργάτης Τσάπλιν έχει παγιδευτεί μέσα στα πελώρια Γρανάζια της εργατικής μηχανής είναι από μόνη της τόσο εμβληματική, που θα αρκούσε για να αποδώσει το κλίμα της ταινίας. Πως γίνεται κι έμπλεξα εγώ, που μέχρι πρόσφατα γυρόφερνα ελεύθερος κι ανέμελος, μέσα σε αυτή την κατάσταση, μοιάζει να ρωτάει – δίχως να χάνει ούτε στιγμή το χιούμορ και την ελαφρά του διάθεση. Τι πελώρια μηχανή είναι αυτή; Άραγε την κατασκευάσαμε για να μας εξυπηρετεί, ή για να εξυπηρετούμε εμείς αυτήν; Και γιατί κανένας δεν μας ρώτησε ποτέ τι θέλουμε;






Μα βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του φιλμ – και ο μικροκαμωμένος μας αλήτης δε χάνει ούτε στιγμή το χιούμορ του. Αντί να μετατραπεί σε ρομπότ, στην αλυσίδα της παραγωγής, τρελαίνεται και πιάνει το χορό. Το αποτέλεσμα είναι να χάσει τη δουλειά του – μα όχι το κέφι του, και ίσως αυτό έχει πιο μεγάλη σημασία.

Η αυτοματοποίηση της εργασίας, η σειρά παραγωγής και η αλλοτρίωση του εργάτη, οι απεργίες, η ανεργία και η διαρκής αναζήτηση δουλειάς, οι φυλακές και τα ναρκωτικά, το κυνήγι με το Νόμο, η προσπάθεια ενός νεαρού ζευγαριού να ζήσουν ευτυχισμένοι καταμεσής της φτώχειας… όλα αυτά τα θέματα παρουσιάζονται στο έργο, διανθισμένα από το πάντα ευρηματικό χιούμορ του Τσάπλιν. Η ταινία μοιάζει λες και γυρίστηκε χθες, τόσο επίκαιρη μένει στην εποχή μας – δυστυχώς. Υπό αυτή την οπτική συνιστά την πιο «μοντέρνα» από τις ταινίες του Τσάπλιν… απόλυτα εύστοχος ο τίτλος της λοιπόν.

Και ο «Μεγάλος Δικτάτορας»; Θα ρωτήσετε εύλογα. Μα ο «Μεγάλος Δικτάτορας», η αντιφασιστική δήλωση του Τσάπλιν, ανήκει πια στον ομιλών κινηματογράφο. Επομένως συνιστά θέμα για κάποια άλλη, μελλοντική μας παρουσίαση.



1972. Η αναγνώριση.



Επίλογος



Κι επιστρέφουμε στο ξεκίνημα του αφιερώματος. Βρισκόμαστε στο έτος 1972 και ο ηλικιωμένος πια Τσάρλι Τσάπλιν επιστρέφει στην πατρίδα που τον έδιωξε, για να παραλάβει το τιμητικό βραβείο.

Η αίθουσα σείεται απ’ τα χειροκροτήματα. Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναγίνει. Συγκινημένος, ο Τσάρλι Τσάπλιν ανεβαίνει στη σκηνή – και για άλλη μια φορά, τα φώτα πέφτουν πάνω του.

Και η παλιά πικρία για μια στιγμή φαίνεται να λιώνει, όπως τα χιόνια στην άνοιξη.

Κλείνω με μια φωτογραφία μου, από ένα γκράφιτι στη Θεσσαλονίκη. Πέρασαν τα χρόνια, αλλάξαμε καιρούς, ο Τσάρλι Τσάπλιν έφυγε. Μα τα φώτα είναι πάντα εκεί, φωτίζοντας τη μικροκαμωμένη, μα τόσο μεγάλη του φιγούρα.







ΥΓ – Γράφοντας αυτό το αφιέρωμα παρατήρησα διάφορα ελληνικά site που αναφέρονταν όχι στο έργο του Τσάπλιν, όχι στις ιδέες, μα στην προσωπική ζωή του. Είναι η μόδα των καιρών, φαίνεται, να ασχολούμαστε με τον άνθρωπο πίσω από την κάμερα και όχι με τα έργα του. Μα λίγο με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Σημασία για μένα έχει η καλλιτεχνική και κοινωνική κληρονομιά – και σε αυτή και μόνο εστιάζω. Αυτά - και διαβάστε πάλι την εισαγωγή.


Τα προηγούμενα αφιερώματα στην Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου









Συνεχίζεται………….


© Κείμενο-Παρουσίαση-Σχεδιασμός Banner: Το Φονικό Κουνέλι




Η Βαβέλ των βιωμάτων μας

$
0
0




«Πφ! Ποιο το νόημα να εξηγείς τι σημαίνει απογοήτευση σε κάποιον που δεν έχασε ποτέ τίποτα στη ζωή του».

Τα λόγια και η εικόνα προέρχονται από την ιστορία του Καρλ Μπαρκς “SalmonDerby”, του 1954. Κι εδώ μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Ντόναλντ και να επεκτείνουμε τη σκέψη του:

Δεν μπορείς να εξηγήσεις τι σημαίνει μοναξιά σε κάποιον που ποτέ δεν ένιωσε μόνος. Ή τι σημαίνει έρωτας σε κάποιον που δεν ερωτεύτηκε ποτέ.

Μερικές φορές χρειάζεται να γνωρίζεις το αντίθετο μιας λέξης, για να καταλάβεις τη λέξη την ίδια: πρέπει να έχεις υπάρξει δειλός, για να νιώσεις τι σημαίνει θάρρος. Και να έχεις γνωρίσει την αποτυχία για να εκτιμήσεις πιο καλά την επιτυχία όταν έρθει. Και να έχεις υπάρξει λογικός, για να γνωρίζεις τι σημαίνει η άφεση στην τρέλα του αισθήματος. Και να έχεις υπάρξει τρελός για να κατανοήσεις πιο καλά τη λογική.

Νομίζω το πρόβλημα με μας τους ανθρώπους είναι πως είμαστε ή το ένα ή το άλλο συνήθως… μα όχι όλα μαζί. Τα βιώματά μας περιορίζουν στενά τον ορίζοντα της σκέψης μας – με την ίδια λογική που ένας βεδουίνος που ζει πάντα στην έρημο αδυνατεί να καταλάβει τι σημαίνει η λέξη «χιόνι». Αν δεν έχεις ζήσει ο ίδιος κάτι, σου είναι αδύνατο να το φανταστείς – άρα και να το κατανοήσεις. Μοιάζει σαν μια ξένη γλώσσα.

Να γιατί η επικοινωνία ανάμεσά μας είναι τόσο δύσκολη κάποιες φορές. Δεν είναι μόνο πως λέει ο καθένας τα δικά του – είναι και πως ερμηνεύει ο καθένας τα λόγια του άλλου μόνο με βάση τα προσωπικά του βιώματα. «Μπες στη θέση μου», λένε. Μα για να μπω στη θέση σου πρέπει να έχω ζήσει κάποιες ανάλογες εμπειρίες με σένα.

Να γιατί τα κοινά βιώματα μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά, ή αντίθετα, να μας αποξενώσουν όταν δεν τα έχουμε. Το βίωμα είναι η πρώτη κοινή γλώσσα της ανθρωπότητας.


Ωστόσο θα κλείσω με μια απορία: όταν ΕΧΟΥΜΕ κοινά βιώματα και παρόλ’ αυτά ζούμε απομονωμένοι, ο καθένας στη φωλιά του, και δεν ερχόμαστε ποτέ κοντά… Τι φταίει τότε;



Ο Οδοστρωτήρας της Ομορφιάς

$
0
0




«Κάλυψε τη στενοχώρια της κάτω από ένα στρώμα makeupκαι κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Τώρα ήταν έτοιμη για τη βραδινή έξοδο.» -Μια καθημερινή αφήγηση


«Πάρε την πιο καλή σου πόζα… ένα, δύο, τρία, κλικ!» - Σκέψη πριν από μια selfie


«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» - Ντοστογιέφσκι



Η σημερινή ανάρτηση έχει χαρακτήρα ανολοκλήρωτο. Θα έλεγα πως αποτελεί περισσότερο μια σειρά σκέψεων, στις οποίες αποπειράθηκα να δώσω κάποια συνοχή. Είναι γραμμένη από την οπτική γωνία ενός άντρα και δεν αξιώνει χαρακτήρα αντικειμενικότητας – ωστόσο θεωρώ πως υπάρχουν κάποιες μικρές αλήθειες εδώ μέσα.


Ξεκινώ με κάποια «αξιώματα».


Αξίωμα 1: Ανεβάζω selfies, άρα υπάρχω. Κορίτσια στον σταθμό του τρένου με το κινητό στο χέρι, παίρνοντας πόζες μπροστά στην κάμερα, τουρλώνοντας τα χείλη. Ένας συρφετός φωτογραφιών, ο πολιτισμός του κλικ και της εικόνας. Πρόσωπα σκυμμένα πάνω απ’ τα κινητά τους. Εξώφυλλα περιοδικών, τηλεοπτικές εκπομπές, λαμπρά χαμόγελα παντού, μια κοινωνία που ανασαίνει άρωμα οδοντόκρεμας. Άντρες που εκστασιάζονται μπροστά σε διάσημες ντίβες των Media, ονειροβατώντας στα πελώρια στήθη τους. Γυναίκες που θέλουν να μοιάσουν στις ίδιες αυτές ντίβες, μιμούμενες το στυλ τους, αντιγράφοντας τις κινήσεις τους. Κι άλλες φωτογραφίες, κι άλλα κλικ, κι άλλα like.

Η ομορφιά ως επιδειξιομανία.

Αξίωμα 2: Ο οδοστρωτήρας της ομορφιάς. Μπροστά σε μια πολύ όμορφη γυναίκα εξομοιώνονται όλες οι διαφορές των επίδοξων κατακτητών. Τρέχουν πίσω της οι πάντες: όμορφοι, άσχημοι, έξυπνοι, ανόητοι, ευαίσθητοι, αναίσθητοι, καλλιεργημένοι, ακαλλιέργητοι, πλούσιοι και φτωχοί. Μοιάζει με την αναζήτηση εργασίας – μπαίνει μια αγγελία και μεμιάς εμφανίζονται δεκάδες υποψήφιοι. Κάποιοι είναι καλύτεροι από τους άλλους, μα όπως ο εργοδότης συχνά δεν επιλέγει με τα καλύτερα κριτήρια, αντίστοιχα η γυναίκα σπάνια κάνει τη σωστή επιλογή. Ο μαλάκας επικρατεί του νοήμονα. Αντίστοιχα, όπως η γυναίκα δεν κάνει την καλύτερη επιλογή, έτσι και ο άντρας δείχνει να κρίνει μόνο με βάση το οπτικό ερέθισμα. Εκεί που η φύση καταργεί την ελευθερία. Εκεί που η ομορφιά σέρνει καράβι.

Η ομορφιά ως πηγή εξουσίας.

Αξίωμα 3: Κόσμος κλεισμένος σε κλουβιά, άνθρωποι που ζουν μονάχοι. Παράπονα για έλλειψη επικοινωνίας, αδυναμία κατανόησης, πολλαπλές γλώσσες, έλλειψη ουσιώδους επαφής, αδυναμία διαμόρφωσης προσωπικότητας.

Η ομορφιά ως υποκατάστατο.


Δείτε τώρα τα τρία αξιώματα – και σκεφτείτε αν συνδέονται το ένα με το άλλο.



"Vanity" by Auguste Toulmouche

"All Is Vanity", by Charles Allan Gilbert



Ερωτοτροπίες και σεξολογίες



Μια καλή φίλη μου ανέφερε πως ένας γεράκος ταξιτζής της είπε πρόσφατα το εξής: «Άνθρωπος που δεν ερωτοτροπεί είναι νεκρός και σήμερα οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να το κάνουν. Αντί αυτού απλά σεξολογούν.»

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το ταξίδι μου στη Ρώμη, πριν τρία χρόνια. Δεν θα ξεχάσω τα βλέμματα των γυναικών στο δρόμο, το πετάρισμα των ματιών τους, το αστραποβόλημα του βλέμματος, εκείνο το ανεπαίσθητο χαμόγελο. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το κορίτσι με τη βεντάλια στο τρένο – δεν ήταν απαραίτητα όμορφη, μα ήξερε τι σημαίνει στυλ. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ την κοπέλα που με χαιρέτησε, χαρίζοντάς μου ένα γλυκό χαμόγελο, ενώ περίμενα σε μια πλατεία. Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει πως μια άγνωστη με χαιρέτησε στα καλά του καθουμένου. Απλά με κοίταξε, χαμογέλασε, είπε “Ciao!” και συνέχισε το δρόμο της. Μα θα θυμάμαι πάντα αυτό το Ciao– τόσο αυθόρμητο, τόσο πηγαίο, τόσο αυθεντικό. Τόσο γνήσια ερωτικό.

Πίσω στην ελληνική πραγματικότητα. Εδώ που τόσες γυναίκες φοβούνται να φλερτάρουν, μη τυχών και «πάρει πολύ θάρρος ο άλλος». Εδώ που παρερμηνεύουν κάθε μορφής προσέγγιση για «πέσιμο». Εδώ που αδυνατούν να διαχωρίσουν το «πάμε για καφέ;» από το «πάμε να πηδηχτούμε;». Εδώ που είναι μονίμως διχασμένες ανάμεσα στις επιταγές της φύσης τους (μια φύση που τις θέλει ελεύθερες στον έρωτα, όπως κάθε πλάσμα στον κόσμο) και στις επιταγές μιας κοινωνίας που βάζει τα πάντα σε καλούπια. Τι θα πουν οι φίλες μου, τι θα πουν οι δικοί μου, τι θα πουν οι γνωστοί και τα λοιπά. Μιας κοινωνίας που μέχρι πριν 40 χρόνια τις παραχωρούσε σαν αντικείμενα προς πώληση, από πατέρα σε σύζυγο, παρέα με την προίκα τους. Και τώρα είναι ελεύθερες – μα η ελευθερία έχει νόημα μόνο αν ξέρεις τι να την κάνεις.

Αρκετές γυναίκες αδυνατούν να χειριστούν το φλερτ. Καταλήγουν να φέρονται απαίσια, υποτιμώντας τους άντρες που τις προσέγγισαν, ξεχνώντας το εξής πολύ σημαντικό: ο άντρας συχνά νιώθει αδύναμος τη στιγμή που κάνει την προσέγγιση. Εκτίθεται. Κόντρα στην παραδοσιακή αντίληψη που θέλει τους άντρες να είναι «κυνηγοί», πολλοί δεν αισθάνονται άνετα με αυτό το ρόλο. Κάτι απολύτως λογικό – σημασία έχει να είσαι ο εαυτός σου, όχι να ακολουθείς τυφλά τις επιταγές και τα πρέπει μιας παράδοσης. Σκεφτείτε λοιπόν πόσο άσχημα νιώθει ένας άντρας που δεν αισθάνεται «κυνηγός», όταν φλερτάρει μια γυναίκα κι εκείνη αποκρούει με αγένεια το φλερτ του. Σκεφτείτε ο ίδιος άντρας να έχει βιώσει το ίδιο αίσθημα απόρριψης πολλές φορές. Με τι θάρρος θα επιδιώξει μετά, για άλλη μια φορά, να προσεγγίσει μια γυναίκα; Πόσες φορές πια να φάει τα μούτρα του;

Μα πολλές γυναίκες αδυνατούν να το κατανοήσουν αυτό. Ξέρουν μόνο να πιπιλάνε τη γνωστή καραμέλα: «δεν υπάρχουν άντρες πια». Ή «οι άντρες δεν μας προσεγγίζουν όπως άλλοτε».

Το φλερτ είναι η φύση η ίδια. Μα η φύση καταλήγει να βιάζεται στα χέρια του γενικευμένου μαζικού κομπλεξισμού. Βλέπω και ακούω συχνά να μιλάνε για το σεξ (να μιλάνε, όχι να το κάνουν), μα ο έρωτας λες και τον κατάπιε ο βούρκος της λήθης. Μα ας αφήσω τον έρωτα – το φλερτ από μόνο του δείχνει να έχει θαφτεί κάτω από ένα συρφετό selfies, likeκαι απρόσωπων γραπτών μηνυμάτων. Δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις το γνήσιο από το κάλπικο ανάμεσά τους. Ευκολότερα δύο άνθρωποι θα κάνουν σεξ, παρά θα ερωτοτροπήσουν. Ευκολότερα θα σου «την πέσει» κάποιος, ή εσύ «θα κάτσεις» σε κάποιον, παρά θα φλερτάρετε. Είναι λες και πέφτεις με τα μούτρα στο κύριο γεύμα, δίχως καν να έχεις ζεστάνει το φαγητό πριν. Προφανώς κάθε εποχή μεταμορφώνει το ίδιο το περιεχόμενο των σχέσεων – μα προς ποια κατεύθυνση άραγε.



Kim Kardashian - Το "πρότυπο"άφθονων γυναικών και αντρών


Μη με παρεξηγήσουν οι γυναίκες αναγνώστριες – η πλειοψηφία των αντρών είναι εξίσου υπεύθυνοι για όσα γίνονται. Όταν τόσοι άντρες συγχέουν το φλερτ και την προσέγγιση με τη χυδαιότητα, τη χοντράδα και τις καγκουριές, πώς να μη βγει κακό όνομα στο φλερτ. Όταν τόσοι άντρες φέρουν ως πρότυπο την KimKardashian, πώς να μη χάσουν τα μυαλά τους τα κοριτσάκια των ατελείωτων selfies. Ο ένας πόλος τρέφει τον άλλο και αν οι γυναίκες σήμερα έχουν χάσει τη μπάλα, είναι επειδή οι άντρες δίνουν έμφαση στα λάθος πρότυπα. Όλα αυτά σε μια ναρκισσευόμενη, βαθιά κομπλεξική κοινωνία.

Φυσικά στο τέλος την πληρώνει εκείνη η κατηγορία του κόσμου που δεν φταίει σε τίποτα και που επιζητούν κάτι αυθεντικό επιτέλους στη ζωή τους.

Το κόμπλεξ παίρνει πολλαπλές μορφές. Υπάρχει ο κομπλεξισμός της «αιώνια δύσκολης γυναίκας». Και υπάρχει και το ακριβώς αντίθετό του, ο κομπλεξισμός της υπερβολικά εύκολης. Υπάρχουν εκείνες που κρατούν το πάνω χέρι σε μια επαφή υψώνοντας τείχη, κρατώντας αποστάσεις, αποφεύγοντας ακόμα και το στοιχειώδες φλερτ… και υπάρχουν εκείνες που κρατούν το πάνω χέρι με όπλο τους το σεξ – παραχωρώντας τον εαυτό τους με το παραμικρό. Πολύ φοβάμαι πως καταλήγουμε απλά σε συσχετισμούς δύναμης, και τίποτ’ άλλο… Sexandpower.

Κι εδώ επανερχόμαστε στον τίτλο της ανάρτησης. Μπροστά στην ακατανίκητη ομορφιά μοιάζουν να ισοπεδώνονται οι προσωπικότητες, τόσο των υποψηφίων «κυνηγών», όσο και της ίδιας της γυναίκας που τη φέρει. Δεν έχει σημασία αν είσαι χαζός ή έξυπνος, αν έχεις πλούσιο ή ανύπαρκτο πνευματικό υπόβαθρο, αν έχεις καλό χαρακτήρα ή χιούμορ ή τίποτα απ’ αυτά… εν τέλει μπαίνεις στον ίδιο σωρό μαζί με όλους τους άλλους – και η επιλογή, να ξέρεις, δεν είναι δική σου.

Με ποια κριτήρια επιλέγει η γυναίκα; Μακάρι να ήξερα να σου πω.

Μακάρι να ήξερε και η ίδια.

Όσο αφορά την προσωπικότητα της γυναίκας; Κάποια πολύ όμορφη δεν έχει ανάγκη να χτίσει προσωπικότητα, να αναπτύξει απόψεις, να θρέψει το μυαλό ή το χαρακτήρα της. Ο δρόμος της μοιάζει στρωμένος με ροδοπέταλα. Θα σπουδάσει, θα βρει μια δουλειά, θα κάνει οικογένεια. Ποτέ δε θα νιώσει πραγματικά μόνη, γιατί πάντα θα υπάρχουν άφθονοι «επίδοξοι εραστές», ακόμα και στο ενδεχόμενο ενός χωρισμού. Θα περιβάλλεται από άντρες – αν και οι γυναίκες πιθανό να την αντιπαθούν, από ζήλεια και μόνο.

Μα είναι στις αντιξοότητες εκεί που οικοδομείς, τούβλο προς τούβλο, την προσωπικότητά σου. Όχι στα εύκολα. Η γυναίκα που δεν έχει βιώσει απόρριψη, που δεν γνωρίζει τι σημαίνει μοναξιά, καταλαβαίνει λιγότερα από σχέσεις συγκριτικά με εκείνη που έχει δει και τις δύο όψεις του νομίσματος. Και όταν έρθει η στιγμή, χρόνια μετά, που η ομορφιά της θ’ αρχίσει να φθίνει, ίσως νιώσει πως κάτι της λείπει. Μα δεν θα ξέρει τι – γιατί δεν έχει έρθει ποτέ σε ουσιαστική επαφή με τον εαυτό της, σαν εκείνη που ερχόμαστε όταν είμαστε μόνοι.

Τον καιρό των μεγάλων λογοτεχνικών ηρωίδων, τύπου Άννα Καρένινα ή Έμμα Μποβαρύ, η ομορφιά συχνά συμπλήρωνε την προσωπικότητα. Κάποιες φορές έφτανε ως το βάθος της ψυχής – εδώ φυσικά αναφερόταν ο Ντοστογιέφσκι όταν έλεγε πως «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Όχι στα κάλπικα χαμόγελα του ίντερνετ ή στα εξώφυλλα των περιοδικών του lifestyle.



Αν ο Ντα Βίντσι ζωγράφιζε τη Μόνα Λίζα σήμερα, θα ήταν κάπως έτσι


Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο



Αισθάνεσαι μόνη σου; Σου φέρθηκε άσχημα ο φίλος σου; Διαπίστωσες πως πήρες 2 κιλά παραπάνω; Κανένα πρόβλημα! Πάρε μια μοιραία πόζα, ανέβασέ τη στο Facebookή το Instagram, μάζεψε μερικές εκατοντάδες likeκαι μερικές δεκάδες αιτήματα φιλίας από επίδοξους εραστές (τους οποίους φυσικά θα απορρίψεις) – και η ζωή είναι ωραία.

Γιατί λοιπόν να χαραμίζεις το χρόνο σου αναπτύσσοντας απόψεις – άχρηστες οι τελευταίες. Φόρα απλά την άποψη που φοριέται περισσότερο, σαν τα καπέλα, και είσαι καλυμμένη.

Κάνε μου μια χάρη μόνο. Μη μου λες πως «κατά βάθος» αναζητάς κάτι ουσιώδες στη ζωή σου, πως «σε ενδιαφέρουν άντρες με προσωπικότητα», πως «γυρεύεις την επικοινωνία» κι άλλες τέτοιες κουταμάρες. Γιατί οι πράξεις σου, σε καθημερινή βάση, λένε το αντίθετο. Το ίδιο και οι επιλογές σου.

Κρύβεσαι πίσω από μια μάσκα, όπως τόσες. Απλά η δική σου μάσκα τυχαίνει να είναι από τις όμορφες. Μα πίσω από αυτήν, λυπάμαι που το λέω… δεν υπάρχει τίποτα.

Δεν σε κατηγορώ. Μέρος ενός συστήματος είσαι κι εσύ, που προτιμά την εικόνα απ’ τη σκέψη και το λόγο. Ενός συστήματος που θα κατέρρεε αν δινόταν έμφαση στην ουσία, όχι στην επιφάνεια. Γιατί τότε θα συνειδητοποιούσαμε πως δεν έχουν αξία οι βαθμοί στις εξετάσεις… και δεν έχουν νόημα οι διαφημίσεις στην τηλεόραση... και δεν υπάρχει περιεχόμενο στις διασημότητες του Lifestyle… και δεν είναι ανώτερα τα ακριβά ρούχα ή τα πολυτελή αμάξια.

Να ξέρεις, αγαπώ την ομορφιά. Την αγαπώ βαθιά και με προσελκύει ως τον πυρήνα της φύσης μου. Να είσαι βέβαιη πως θα στρέψω τα μάτια μου σε μια όμορφη γυναίκα, αν τη δω στο δρόμο. Το κείμενο αυτό είναι ένας ύμνος στην ομορφιά, όχι το αντίθετό του – αν σου δίνει άλλη εντύπωση, μάλλον δεν διάβασες ανάμεσα στις γραμμές.

Ίσως σου φανεί παράξενο – μα αγαπώ και τις selfies, όταν είναι καλού γούστου! Η ιστορία της τέχνης ξεχειλίζει με ατομικά πορτραίτα - και μου αρέσει να βλέπω το ωραίο. Μα κάπου μεταξύ των χιλιάδων selfies, της κενότητας των επαφών, της αδυναμίας στο φλερτ, των επιφανειακών σχέσεων και της γενικότερης μοναξιάς – θα συμφωνήσεις μαζί μου πως κάπου χάθηκε η μπάλα.

Και αυτές οι άσχημες συμπεριφορές... εξήγησέ μου, για ποιο λόγο να υπάρχουν. Γιατί να δημιουργείς περιττές στενοχώριες εκεί που δεν χρειάζονται. Και αυτό το αδικαιολόγητο ψώνιο - χάθηκε λίγη απλότητα λοιπόν; Λίγη γαμημένη απλότητα.

Στην πραγματικότητα το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν η ομορφιά. Είναι η ανασφάλεια. Την οποία προσπαθούμε να καλύψουμε, βάζοντας όμορφα χαλιά πάνω σε σκονισμένα πατώματα.

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο – αρκεί να τεθεί ξανά στις σωστές βάσεις της. Αρκεί να διώξει τα υποκατάστατα και να θυμηθεί πως είναι να φλερτάρει, να ερωτοτροπεί, να ξεχωρίζει το γνήσιο από το κάλπικο. Να βάλει στην άκρη τους κομπλεξισμούς και τα συμπλέγματα εξουσίας και να αφεθεί στη φύση της – απλή και ελεύθερη.


Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο – όταν γίνει ξανά όμορφη.

Ως τότε, ας προσπαθήσουμε να δίνουμε αξία μόνο εκεί που πρέπει... και να κάνουμε υπομονή! Κλείνω με ένα παλιό μου σκίτσο.


Η Εύθυμη Κόλαση του Ραμπελαί. Ένα πολιτικό σχόλιο.

$
0
0




Στην επαύριο των αποτελεσμάτων στις αμερικανικές εκλογές ήμουν σε δίλημμα: Να κάνω κάποιο σχετικό σχόλιο ή όχι;

Ψευτοδίλημμα, για να είμαι ειλικρινής. Δεν επιθυμώ να μπολιάσω το μικρό μου καταφύγιο με την ηλιθιότητα της πολιτικής πραγματικότητας. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Μα θα μοιραστώ μαζί σας ένα λογοτεχνικό απόσπασμα που είμαι βέβαιος πως θα ευχαριστηθείτε! Hεπιλογή του φυσικά δεν είναι τυχαία. Πηγή ο “Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ” (“La vie de Gargantua et de Pantagruel”), το ιστορικό έργο του Ραμπελαί που τόσο κόσμο ταρακούνησε στα χρόνια της Αναγέννησης. Στο απόσπασμα ένας από τους χαρακτήρες, ο «Επιστήμων», επιστρέφει από την Κόλαση – και μας περιγράφει τις εμπειρίες του:

«Και τότε ο Επιστήμων άρχισε να μιλάει, λέγοντας πως είχε δει τους διαόλους, πως είχε μιλήσει με οικειότητα με τον Εωσφόρο κι ότι είχε καλοπεράσει στην κόλαση και στα Ηλύσια Πεδία. Διαβεβαίωνε όλους πως οι διάολοι ήταν καλοί σύντροφοι.

«[Οι κολασμένοι] Δεν έχουν τόσο κακή μεταχείριση»είπε ο Επιστήμων, «όπως θα νομίζατε, «Η κατάστασή τους όμως έχει αλλάξει περίεργα, δεδομένου ότι είδα τον Μέγα Αλέξανδρο να μπαλώνει παλιά βρακιά κι έτσι να κερδίζει την άθλια ζωή του.

»Ο Ξέρξης ξεφώνιζε πουλώντας μουστάρδα, ο Ρωμύλος πουλούσε αλάτι, ο Νουμάς ήταν καρφοποιός, ο Ταρκίνιος, βαστάζος. ο Πίσων, χωριάτης, ο Σύλλας, καϊκτσής, ο Κύρος ήταν βουκόλος, ο Θεμιστοκλής, υαλουργός. ο Επαμεινώνδας, καθρεφτοποιός, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, χωρομέτρες, ο Δημοσθένης, αμπελουργός, ο Κικέρων κρατούσε το φυσερό του σιδερά, ο Φάβιος περνούσε χάντρες στα κομποσκοίνια, ο Αρταξέρξης, σχοινοποιός, ο Αινείας, μυλωνάς, ο Αχιλλέας, κασιδιάρης, ο Αγαμέμνων, φαταούλας, ο Ηρακλής, θεριστής, ο Νέστωρ, χρυσοθήρας, ο Δαρείος άδειαζε τις χέστρες […], ο Αννίβας, αβγουλάς, ο Πρίαμος πουλούσε κουρελαρίες, ο Λανσελότος της Λίμνης ήταν γδάρτης ψόφιων αλόγων, όλοι οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ήταν κάτι κακόμοιροι που κέρδιζαν δεκάρες, κωπηλατώντας, όπως κάνουν οι βαρκάρισσες της Λυών. […]

»Έτσι, όσοι υπήρξαν τρανοί αφεντάδες, στον Άδη κέρδιζαν μέσα στην αθλιότητα τη δύστυχη και κακόμοιρη ζωή τους. Αντίθετα, οι φιλόσοφοι και όσοι υπήρξαν ενδεείς σ'ετούτο τον κόσμο, στον κάτω κόσμο ήταν με τη σειρά τους τρανοί αφεντάδες.

»Είδα τον Διογένη που σεργιανούσε μεγαλοπρεπώς, μ'έναν σπουδαίο πορφυρό χιτώνα κι ένα σκήπτρο στο δεξί του χέρι, κι έκανε τον Μέγα Αλέξανδρο να λυσσομανάει, όταν δεν είχε μπαλώσει καλά τα βρακιά του και τον πλήρωνε με γερές μπαστουνιές.

»Είδα τον Επίκτητο ντυμένο κομψά α λα γαλλικά, κάτω από μια πέργκολα, παρέα με μπόλικες δεσποινίδες, να γελάει, να πίνει, να χορεύει και —εν πάση περιπτώσει— να καλοζεί. Κι είχε κοντά του ένα σωρό σκούδα με τον ήλιο. Και πάνω από την κρεβατίνα, ήταν χαραγμένοι για έμβλημά του ετούτοι οι στίχοι:


Πήδα, χόρευε, βόλτες δώσε στο χορό,
πίνε καλό κρασί κόκκινο και λευκό,
για τίποτα ολημερίς μη χολοσκάς,
παρά σκούδα με τον ήλιο να μετράς.»


***


Κάπως έτσι λοιπόν φαντάστηκε τον Κάτω Κόσμο, στη διάρκεια του 16ουαιώνα, ο Ραμπελαί! Ένας τόπος όπου υποφέρουν οι φορείς της εξουσίας και γλεντάνε οι φιλόσοφοι! Τον φαντάζομαι να γράφει πίνοντας ένα πελώριο κανάτι κρασί – και να ρεύεται ενώ περνούν από μπροστά του διάφοροι άρχοντες, γκρινιάζοντας πως του χαλούν τη χώνεψη!

Δεν είναι τυχαίο που ο Ραμπελαί (FrançoisRabelais) υπήρξε ένας από τους στυλοβάτες του ανθρωπισμού σε μια Ευρώπη που τίναζε ακόμα από πάνω της τις στάχτες ενός μακρόχρονου Μεσαίωνα. Κόντρα στον σκοταδισμό της οργανωμένης θρησκείας, των προκαταλήψεων και της μισαλλοδοξίας, μίλησε δίχως φραγμούς για την απόλαυση των φυσικών ηδονών, την αναζήτηση της γνώσης και την αγάπη της ζωής – ακόμα και όταν η τελευταία μοιάζει με φάρσα.

Μην ξεχνάμε λοιπόν. Για κάθε ενδεχόμενο Μεσαίωνα του μέλλοντος… εμείς θα φιλοσοφούμε και θα γυρεύουμε απολαύσεις και θα πηγαίνουμε κόντρα στη μιζέρια…. Γιατί οι φλόγες της Κόλασης δεν έγιναν για να φοβάσαι ή να προσεύχεσαι – μα να χορεύεις μέσα τους!


* Η μετάφραση του «Γαργαντούα και Πανταγκρυέλ» είναι του Φίλιππου Δρακονταειδή. Στην πρώτη εικόνα ο πίνακας του Ζαν Μπρέγκελ «Ο Αινείας και η Σίβυλλα στον Κάτω Κόσμο» του 1598. Κάτω, παλιά εικονογράφηση από τον «Γαργαντούα».


Ο Ιησούς και ο Ταρζάν. Μια ιστορία του Τομ Ρόμπινς

$
0
0




«Ο Ιησούς καθόταν πάνω σ'ένα βράχο στην έρημο, κάνοντας διαλογισμό και διαβάζοντας το Νόμο, όταν πλησίασε ο Ταρζάν καβάλα σε μια κατσίκα. Ο Ταρζάν μασουλούσε σπόρους από μοσχοκάρυδο και έπαιζε φυσαρμόνικα. «Ε, Ιησού», φώναξε.

Ο Ιησούς αναπήδησε σαν να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός. «Με τρόμαξες», τραύλισε. «Για μια στιγμή νόμισα πως ήσουνα ο Παν».


Ο Ταρζάν γέλασε. «Καταλαβαίνω γιατί έπαθες την πλάκα σου. Όταν γεννήθηκες εσύ, σ'όλο τον κόσμο φώναξαν, [Ο Μεγάλος Παν πέθανε], και τρόμαξες τώρα νομίζοντας πως τον είχες μπροστά σου. Όπως βλέπεις όμως, εγώ είμαι παντού τριχωτός, σαν πίθηκος. Ο Παν ήταν τριχωτός από τη μέση και κάτω. Πάνω από τον αφαλό του έμοιαζε πολύ με σένα».

Ένα ρίγος ταρακούνησε το λιπόσαρκο σώμα του Ιησού. «Σαν εμένα;» ρώτησε. «Όχι, πρέπει να κάνεις λάθος. Δεν μου λες, τι είναι αυτό που τρως;»

«Σπόροι από μοσχοκάρυδο», είπε ο Ταρζάν, χαμογελώντας. «Να, τσίμπα κι εσύ μερικούς». «Όχι, ευχαριστώ», είπε ο Ιησούς. «Νηστεύω». Σάλια μαζεύτηκαν στο στόμα του. Έσφιξε με δύναμη τα χείλια του, αλλά λίγο σάλιο ξέφυγε από το ροζ φράγμα των σκασμένων χειλιών του και κύλησε σε μια ακανόνιστη διαδρομή πάνω ση γενειάδα του. «Κι έπειτα, οι σπόροι του μοσχοκάρυδου δεν είναι ναρκωτικό;»

«Να σου πω, σε φτιάχνουνε, αν αυτό εννοείς. Γιατί λες να κάθομαι και να τους μασουλάω όταν στη σέλα μου έχω χουρμάδες, περιστέρια κι ένα σταμνί σούπα από αρνάκι; Πάντως, αν θέλεις τη γνώμη μου, δεν θα σου 'κανε κακό να βαρείς κι εσύ κάτι τις για ν'απογειωθείς».

Μόλις άκουσε για τη σούπα, ο Ιησούς έχασε τον έλεγχο του σάλιου του. Σκούπισε το πηγούνι του με το σκονισμένο του μανίκι, ενώ η ντροπή χρωμάτιζε τα μελαμψά του μάγουλα όπως η ροδοδάκτυλη αυλή χρωματίζει τόσα εδάφια του Ομήρου. «Όχι. όχι», είπε εμφατικά. «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής με είχε φτιάξει κάποτε με ρίζα μαυραγόρα. Ήταν μια όμορφη εμπειρία, αλλά δεν πρόκειται να το ξανακάνω». Έκλεισε τα μάτια του για να τα προστατέψει από τη φωτεινή ανάμνηση των οραμάτων του. «Τώρα, θα μπορούσες να πεις ότι είμαι φυσικά μαστουρωμένος».

Ο Ταρζάν, που είχε κατεβεί από την κατσίκα του, χαμογέλασε και είπε, «Και πολύ μπράβο σου». Κάθισε δίπλα στον Ιησού κι έφερε τη φυσαρμόνικα στο στόμα του. Έπαιξε ένα μπλουζ της ζούγκλας. «Σ'αυτές τις φυσαρμόνικες πρέπει να φυσήξεις ντο για να σου βγάλουνε σολ», είπε κι έκανε μια μικρή επίδειξη.

Ο Ιησούς τον διέκοψε, φανερά ανήσυχος, «Τι εννοούσες όταν είπες ότι ο Παν έμοιαζε πολύ με μένα;»

«Μόνο από τη μέση και πάνω», τον διόρθωσε ο Ταρζάν. , «Πάνω απ’ τη μέση, ο Παν ήταν πολύ πνευματικός τύπος. Τραγουδούσε κι έπαιζε μουσική καλύτερα κι από κορυδαλλό. Και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο χαρά, σαν λειβάδι την άνοιξη. Είχε πολύ αγάπη αυτός ο παλαβιάρης, όπως έχεις κι εσύ. Βέβαια, είχε και κέρατα, ξέρεις. Και πόδια τράγου. Αλλά το τι χορό έκανε μ'αυτά τα πόδια, αδερφέ μου, άλλο να σου το λέω κι άλλο να το βλέπεις! Αλλά βρωμοκοπούσε, αυτό είναι σίγουρο. Την εποχή της βαρβατίλας, τον μύριζες από ένα μίλι μακριά. Και ήταν ικανός να πηδήξει οτιδήποτε. Αν δεν έβρισκε καμιά νύμφη, θα μπορούσε να πηδήξει κι αυτή τη γριά κατσίκα που βλέπεις». Ο Ταρζάν γέλασε κι έπαιξε μια κλίμακα στη φυσαρμόνικα.

Αυτές οι αναφορές σε σαρκικά πράγματα δεν άρεσαν στον Ιησού. Έκανε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί και πάλι στο Νόμο. Αλλά όπου κι αν ταξίδευε η φοβερή του διάνοια μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του εβραϊκού Νόμου, έβρισκε κρυμμένη από πίσω την εικόνα του Παν. Τελικά, παραμέρισε τον Μωυσή και ρώτησε: «Είπες όμως ότι έμοιαζε πολύ με μένα».

«Ναι, το είπα, έτσι είναι. Είπα ότι σου έμοιαζε, αλλά ήταν και διαφορετικός. Ο Παν ήταν ο θεός των δασών και των λειβαδιών, η θεότητα των κοπαδιών και των βοσκών. Την έβρισκε με την ερημιά αλλά την έβρισκε και με τη βροχή. Ήταν μισός άνθρωπος και μισός ζώο. Πολλές φορές γελούσε με την ίδια του την ουρά. Ο Παν αντιπροσώπευε την ένωση ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα. Την ένωση, μάγκα μου. Γι’ αυτό σε μας τους παλιούς δεν άρεσε καθόλου που έφυγε».

Οι εφημεριδοπώλες της παράνοιας άρχισαν να διαλαλούν τις ένοχες εφημερίδες του μέσα στα μάτια του Ιησού. Ήταν οι ίδιοι φωνακλάδες αλήτες που θα έβγαιναν στους δρόμους όταν ο Ιησούς θα πρόβλεπε την προδοσία και την άρνηση των μαθητών του• όταν, στα προτελευταία λόγια του, θα κατηγορούσε τον Θεό πως τον ξέχασε. «Κατηγορείς εμένα γι'αυτό;» ρώτησε. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό και νευρικό, σαν ποντικοπαγίδα.

Στο μεταξύ, ο Ταρζάν είχε φτιαχτεί για καλά. Δεν ήθελε τώρα δυσάρεστες συζητήσεις. «Εγώ ξέρω μονάχα αυτά που διαβάζω στις εφημερίδες», είπε. Κούνησε τη φυσαρμόνικα μπρος πίσω, κάνοντάς την ν'αστράφτει στο φως του ήλιου. «Σου αρέσει κανένα ιδιαίτερο τραγουδάκι;»

«Μου αρέσει οτιδήποτε έχει ψυχή μέσα του», απάντησε ο Ιησούς. «Αλλά όχι τώρα. Πες μου, Ταρζάν, τι σχέση είχε η γέννησή μου με την αποδημία του Παν;»

«Ιησού, παλιόφιλε, δεν είμαι κανένας εβραίος διανοούμενος και δεν μπορώ να σου ρίξω καμιά από 'κείνες τις ασήκωτες θεολογικές κουβέντες που έχεις συνηθίσει ν'ακούς στους ναούς. Αλλά αν μου υποσχεθείς, στην Προσκοπική σου τιμή, να μη μου την πέσεις με βαριές συζητήσεις, θα σου πω τι ξέρω».

«Έχεις το λόγο μου», είπε ο Ιησούς. Κοίταξε προς τη συμφωνημένη κατεύθυνση του Παραδείσου, και ξαφνικά πρόσεξε για πρώτη φορά έναν άγγελο που πετούσε από πάνω τους, κάνοντας τεμπέλικα λούπινγκ στον άγριο ουρανό της ερήμου. «Αυτός ο άγγελος θα αναφέρει όλα όσα θ'ακούσει», σκέφτηκε ο Ιησούς. «Καλά θα κάνω να προσέχω τα λόγια μου».

Ο Ταρζάν είδε κι αυτός τον άγγελο, αλλά δεν έδωσε προσοχή. Την τελευταία φορά που είχε φάει σπόρους μοσχοκάρυδου είχε δει έναν ολόκληρο περιστερώνα από δαύτους. Ένας μάλιστα προσγειώθηκε στο κεφάλι του και τον κατούρησε στην πλάτη.


«Τον παλιό καιρό», άρχισε ο Ταρζάν, «οι άνθρωποι ήταν συγκεκριμένοι. Θέλω να πω ότι δεν είχαν πολλά πάρε δώσε με αφηρημένες ιστορίες και πνευματισμούς. Ήξεραν πως όταν ένα σώμα αποσυντίθεται, κάνει τα φυτά να μεγαλώνουν. Έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια ότι η κοπριά βοηθούσε κι αυτή τα φυτά. Και δε χρειάζονταν την Αντέλ Ντέιβις για να καταλάβουν ότι τρώγοντας φυτά τρέφονταν και μεγάλωναν κι οι ίδιοι. Έτσι μπήκαν στο νόημα ότι  υπήρχαν συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στο αίμα, τα σκατά και τη βλάστηση. Ανάμεσα στα ζώα, τα φυτά και τον άνθρωπο.

Όταν θυσίαζαν ένα ζώο στη σοδειά του καλαμποκιού, αυτό ήταν μια αναγνώριση της φανερής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στο θάνατο και τη γονιμότητα. Όλα αυτά τα έκαναν χωρίς καμιά σχέση με μυστικισμούς και τέτοια. Εντάξει, το πασπάλιζαν το πράμα και με μερικές τελετές, αλλά λίγο σόου είναι καλό για το ηθικό.

Ήμαστε συνδεμένοι με τη βλάστηση. Και στο φυτικό κόσμο τίποτα δε χάνεται. Απλώς αποτραβιέται και μετά επιστρέφει. Η ενέργεια δεν καταστρέφεται ποτέ. Φυτεύαμε τους νεκρούς μας με τον ίδιο τρόπο που φυτεύαμε τους σπόρους μας. Μετά από μια περίοδο ανάπαυσης, η ενέργεια του πτώματος ή του σπόρου επέστρεφε με τη μία ή την άλλη μορφή. Από το θάνατο προερχόταν περισσότερη ζωή. Αγαπούσαμε τη γη εξαιτίας της χαράς και της διασκέδασης και της γαλήνης που νιώθαμε αγαπώντας την. Δεν χρειαζόμαστε να [σωθούμε] απ'αυτή. Ποτέ δεν οργανώσαμε αποδράσεις για τον Παράδεισο. Δεν φοβόμαστε το θάνατο γιατί συμμορφωνόμαστε με τη φύση και τους κύκλους της. Στη φύση βλέπαμε ότι ο θάνατος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής.

Μόνον όταν μερικοί άνθρωποι - οι πρώτες φυλές του Ιούδα σταμάτησαν να οργώνουν το χώμα και αλλοτριώθηκαν από τους κύκλους της βλάστησης, έχασαν την πίστη τους στην υλική ανάσταση του σώματος. Φύτευαν το νεκρό τους ταύρο ή το νεκρό τους πρόβατο και δεν έβλεπαν να φυτρώνει τίποτα από τον τάφο: ούτε καινούργιος ταύρος, ούτε καινούργιο πρόβατο. Έτσι άρχισαν να ανησυχούν, ξέχασαν το μάθημα της βλάστησης και μέσα στην απελπισία τους ανέπτυξαν την έννοια της πνευματικής επαναγέννησης.

Η ιδέα της πνευματικής - ή αόρατης - ύπαρξης ήταν το αποτέλεσμα του νέου και αφύσικου φόβου του θανάτου. Και η ιδέα ενός Υπέρτατου Πνευματικού Όντος είναι το αποτέλεσμα της αλλοτρίωσης από τις διεργασίες της φύσης: όταν ο άνθρωπος δεν μπορούσε πια να παρατηρήσει τις απτές, υλικές διαδικασίες της ζωής και να ταυτιστεί μαζί τους, αναγκάστηκε να εφεύρει τον Θεό για να εξηγήσει πώς εμφανίστηκε η ζωή και γιατί υπάρχει ο θάνατος».






«Για περίμενε μια στιγμή», είπε κοφτά ο Ιησούς.

«Κοίτα, εγώ λέω να πηγαίνω σιγά σιγά», είπε ο Ταρζάν, χώνοντας τη φυσαρμόνικα στο λερωμένο από μύρο αραβικό μεταξωτό που είχε τυλιγμένο γύρω από τη μέση του.

«Όχι», είπε ο Ιησούς. «Αν έχεις να πεις κι άλλα. πες τα. Τι σχέση έχει ο Παν μ'αυτή τη βλασφημία; Κι εγώ;»

«Αν είσαι σίγουρος ότι θέλεις να τ'ακούσεις, εντάξει. Μεταξύ μας. πάντως, φιλαράκο, μου φαίνεσαι λιγάκι πεσμένος. Ξέρεις τι θα σου χρειαζόταν τώρα; Μισό κιλό μπριζόλες και κάμποσες τηγανητές πατάτες».

«Έλα. συνέχισε», είπε ο Ιησούς μέσα στα σάλια του.

«Το θέμα είναι, μάγκα μου, ότι τότε βλέπαμε τη ζωή με ένα ενιαίο τρόπο. Καταφέραμε, μάλιστα, με το δικό μας χαζό τρόπο, να ανακαλύψουμε τι ρόλο παίζουν σ'αυτή τη διεργασία ο ήλιος και η σελήνη και τ'αστέρια. Δεν κάναμε διακρίσεις ανάμεσα στην αναπαραγωγική λειτουργία των σπόρων και τους αναπαραγωγικούς κύκλους των ζώων. Παρατηρήσαμε ότι η ανάπτυξη και η αλλαγή ήταν ουσιαστικά και απαραίτητα στοιχεία για τη ζωή και επειδή γουστάραμε τη ζωή, όταν ήρθε η ώρα να ικανοποιήσουμε τις εσωτερικές μας ανάγκες, βασίσαμε φυσικά τη θρησκεία μας στους μετασχηματισμούς της φύσης. Αυτό είχε αμεσότητα. Πήγαμε κατευθείαν στην πηγή. Βλέπαμε γύρω μας τη δύναμη της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού, δεν την αποδώσαμε σε αφηρημένα πνεύματα - σε κάποια μεγεθυμένη προέκταση του εγώ που υπήρχε στον ουρανό - αλλά την είδαμε να υπάρχει στη γονιμότητα της φύσης. Λατρεύαμε τα αναπαραγωγικά όργανα των φυτών και των ζώων. Γιατί εκεί βρίσκεται η δύναμη της ζωής».

Ο Ιησούς κλώτσησε μια πέτρα με τη λιωμένη μύτη του σανταλιού του. «Ναι, έχω ακούσει για τη λατρεία του φαλλού και της βλάστησης», είπε. «Δεν είναι και πολύ εξελιγμένη σαν θρησκεία. Ο πατέρας μου περιμένει περισσότερα πράγματα απ'τον άνθρωπο και όχι μια πρωτόγονη λατρεία ης σαρκικής του φύσης. Πρέπει να ανυψωθεί πάνω από...»

«Να εξυψωθεί για να φτάσει πού, ρε φίλε; Σε αφηρημένες έννοιες; Και στην αλλοτρίωση; Οι περγαμηνές σου εδώ, το βιβλίο της Γένεσης, λέει ότι στην αρχή ήταν ο Λόγος. Ακόμη και ο πιο απλός άγριος ξέρει ότι στην αρχή ήταν ο οργασμός. Η ζωή αναπαράγεται απ’ τη ζωή, ενώ η ανάσταση – η αναπαραγωγή των σπόρων, η επιστροφή, την άνοιξη, των φύλλων που έπεσαν το φθινόπωρο – είναι κάτι το υλικό, και όχι πνευματικό. Δεν είναι εξελιγμένη σαν θρησκεία; Ίσως δεν είναι εξελιγμένο να λατρεύεις βουνά και να θεωρείς τους ποταμούς ιερούς, αλλά όταν ο άνθρωπος βλέπει σαν ιερό το φυσικό του περιβάλλον, θα το σεβαστεί και δε θα προσπαθήσει να το πουλήσει ή να το καταστρέψει.

Δεν είναι εξελιγμένη; Η επιστήμη θα χρειαστεί άλλα δύο χιλιάδες χρόνια για να ανακαλύψει ότι η ζωή εμφανίστηκε όταν ένα φλυτζάνι θαλασσινό νερό που περιείχε μόρια αμμωνίας παγιδεύτηκε σε ένα βράχο στη στεριά και θερμάνθηκε από τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου. Αλλά εμείς οι παγανιστές διαισθανόμαστε πάντα ότι οι ρίζες του ανθρώπου είναι ανόργανες. Γι’ αυτό σεβόμαστε ακόμη και τις πέτρες».

Ο Ιησούς σήκωσε το κεφάλι από τις πέτρες που κλωτσούσε και τον κοίταξε μπερδεμένος. «Δεν σωθήκατε όμως», διαμαρτυρήθηκε.

«Δεν μας χρειαζόταν να σωθούμε», είπε ο Ταρζάν. «Δεν είχαμε ανάγκη από σωτηρία.

Τον παλιό καιρό, η κεντρική θρησκευτική μορφή ήταν το θηλυκό αρχέτυπο. Ο άντρας είχε τη δύναμη της δημιουργίας, αλλά μόνο στις γυναίκες παρατηρούσαμε το ξετύλιγμα του κύκλου της ζωής: την αναπαραγωγή, το θάνατο και την επαναγέννηση. Έτσι γιορτάζαμε την αισθησιακότητα της Θεάς Μητέρας. Η γεωργία συνδέεται μέσα από τον ομφάλιο λώρο με τη Μεγάλη Κοιλιά. Ενώ η εξημέρωση των ζώων και η μετατροπή τους σε κατοικίδια, κάτι που έγινε αργότερα, είναι μια πιο φαλλική δραστηριότητα – ήταν ένα βήμα που μας απομάκρυνε από τη Θεά Μητέρα και μας έφερε πιο κοντά στο Θεό Πατέρα. Και πάλι, όμως, είχε διατηρηθεί μια αρμονική ισορροπία. Και ο Παν ήταν η προσωποποίηση αυτής της ισορροπίας. Αυτός κρατούσε τα πράγματα ενοποιημένα, αυτός με την όμορφη μουσική του τον μακρύ κατακόκκινο καυλό του.

Όταν ήρθες εσύ όμως, απ'ό,τι ξέρω, ο ερχομός σου αντιπροσώπευε το θρίαμβο του Θεού Πατέρα πάνω στη Θεά Μητέρα. τη νίκη του ιουδαϊκού Θεού του πνεύματος πάνω στον παλιό Θεό που ήταν μέσα στη σάρκα. Η γέννησή σου σήμανε το τέλος του παγανισμού και τον τελικό διαχωρισμό του ανθρώπου από τη φύση. Από τώρα και στο εξής, ο πολιτισμός θα κυριαρχεί πάνω στη φύση, ο φαλλός θα κυριαρχεί πάνω στη μήτρα, η μονιμότητα θα κυριαρχεί την αλλαγή, και ο φόβος του θανάτου θα κυριαρχεί τα πάντα. 

Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, γιατί ξέρω ότι είσαι θαρραλέα ψυχή, γεμάτη αγάπη. Έχεις καλές προθέσεις. Αλλά απ'τη δική μου μεριά, μου φαίνεται ότι από δω και μπρος αρχίζουν δυο χιλιάδες μίλια πολύ άσχημου δρόμου».

Ο Ιησούς κοίταξε στον ουρανό για καθοδήγηση, αλλά είδε μόνο τον άγγελο, που κρεμόταν από πάνω τους, όπως μια ταμπέλα κρέμεται μπροστά από ένα κατάστημα επισκευής τηλεοράσεων. «Τότε έτσι εξηγείται γιατί αποσύρθηκες στην προσωπική σου νιρβάνα», είπε τελικά.

«Κάπως έτσι», είπε ο Ταρζάν. Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε. «Γιατί να πάω να κοπανάω το κεφάλι μου πάνω στα αφηρημένα κατασκευάσματα ενός φαλλού; Κι εσύ, τι κάνεις μέσα σ'αυτή την ερημιά - πέρα απ'το να τηγανίζεις τον πισινό σου πάνω στον καυτό βράχο;»
«Προετοιμάζομαι για την αποστολή μου».

«Και ποια είναι η αποστολή σου;»

«Να αλλάξω τον κόσμο».

Ο Ταρζάν χτύπησε τα πλευρά του τόσο δυνατά που στράβωσε τη φυσαρμόνικα. «Ο κόσμος αλλάζει συνέχεια», φώναξε γελώντας. «Δεν κάνει και τίποτε άλλο από το να αλλάζει από εποχή σε εποχή, από νύχτα σε μέρα, από τους πάγους στους τροπικούς. Άλλαξε από ένα σύννεφο κοσμικής σκόνης κι έγινε αυτή η περίπλοκη μπάλα από βλακεία και δόξα που είναι σήμερα. Αλλάζει κάθε ουράνιο δευτερόλεπτο, χωρίς καμιά απολύτως βοήθεια. Γιατί θέλεις να χώσεις τη μύτη σου σ'όλα αυτά;»

«Οι άνθρωποι του κόσμου έχουν γίνει φαύλοι και κακοί», είπε σοβαρά ο Ιησούς. «Πιστεύω, με κάθε ταπεινοφροσύνη, ότι μπορώ να ξεριζώσω αυτό το κακό».

«Το κακό είναι αυτό που κάνει δυνατή την ύπαρξη του καλού», είπε ο Ταρζάν, ελπίζοντας αυτό που έλεγε να μην ακουστεί πολύ τετριμμένο. «Το καλό και το κακό πρέπει να συνυπάρχουν για να μπορεί ο κόσμος να επιβιώσει. Οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει κακοί, έχουν χάσει απλώς την ισορροπία τους και έχουν μπερδευτεί - δεν ξέρουν τι πραγματικά είναι».

Πήδησε στην πλάτη της κατσίκας του και της έδωσε ένα χτύπημα από πίσω. «Πολύ φοβάμαι, αδερφέ μου, ότι θα τους μπερδέψεις ακόμη χειρότερα».

Ο γιόγκι της ζούγκλας ξεκίνησε να φύγει, ο Ιησούς όμως τινάχτηκε όρθιος και άρπαξε την κατσίκα απ'την ουρά της. 

«Ωω, ωω», φώναξε με την πλούσια βαρύτονη φωνή του. Το ζώο σταμάτησε και ο Ταρζάν κοίταξε τον Ιησού κατάματα, ο Ιησούς όμως δυσκολευόταν να διατυπώσει τις σκέψεις του. «Αν σκέφτεσαι σαρκικά τότε είσαι σάρκα, αλλά αν σκέφτεσαι πνευματικά τότε είσαι πνεύμα», είπε. Το είχε πετάξει χωρίς να το σκεφτεί, αλλά δεν ακουγόταν άσχημα, και η μυρωδιά της κατσίκας του έπνιγε κάθε επιθυμία να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του.

Ο Ταρζάν χτύπησε τα πλευρά της κατσίκας με τις φτέρνες του κι αυτή άρχισε να τρέχει, ξεφεύγοντας από το κράτημα του προφήτη. «Υπάρχει κανένας νόμος που να απαγορεύει να σκέφτεσαι και με τους δυο τρόπους;» ρώτησε. Έστριψε την κατσίκα κι άρχισε να προχωρεί προς το νότο.

«Ή είσαι με μένα ή είσαι εναντίον μου», φώναξε ο Ιησούς.

«Γειαχαραντάν, τότε. Πρέπει να γυρίσω στο Κογκό. Η Τζέιν μου υποσχέθηκε να μου κάνει φιέστα όταν γυρίσω. Λείπω δυο βδομάδες τώρα, τριγυρίζοντας εδώ κι εκεί και παίζοντας για όποιον θέλει να μ'ακούσει. Βάζω στοίχημα ότι η Τζέιν θα είναι καυλωμένη σαν κουνέλα. Εμπρός, γιαγιά, τρέχα!» είπε στην κατσίκα του.

Η κατσίκα απομακρύνθηκε με καλπασμό, τινάζοντας σύννεφα σκόνης. Ο Ιησούς γύρισε στο βράχο τους και έδιωξε με το πόδι του ένα μπλεγμένο ζευγάρι πεταλούδες που είχαν καθίσει πάνω στο Νόμο. Ένιωθε την καρδιά του σαν μια σκηνή που πάνω της κάποιοι Έλληνες είχαν παίξει μια αιματοβαμμένη τραγωδία. Ήταν τόσο απασχολημένος με το σφουγγάρισμα από τις σανίδες της σκηνής που πέρασαν αρκετά λεπτά πριν σκεφτεί να κοιτάξει για τον άγγελο. Τον είδε να φτεροκοπάει άστατα ψηλά στον αέρα, πότε ορμώντας προς τη μουσική που άφηνε πίσω της η φυσαρμόνικα του Ταρζάν και πότε γυρίζοντας για να πετάξει πάνω από τον Ιησού.

Συνέχισε να πηγαίνει από τον ένα στον άλλο, ξανά και ξανά, λες και δεν ήθελε να χωρίσουν οι δυο τους - λες και δεν ήξερε ποιον να ακολουθήσει.»



***********



Η ιστορία που διαβάσατε περιλαμβάνεται στο πρώτο μυθιστόρημα του Τομ Ρόμπινς, “AnotherRoadsideAttraction” που κυκλοφόρησε το 1971 – τα ωραία εκείνα χρόνια που ένιωθες πως ο κόσμος είναι δυνατό να αλλάξει. Η επιρροή του πνεύματος των Sixtiesείναι ολοφάνερη στο έργο του Τομ Ρόμπινς. Στη χώρα μας μεταφράστηκε ως “Αμάντα, το Κορίτσι της Γης”. Η παρούσα μετάφραση είναι του Γιώργου Μπαρουξή και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αίολος.



“Το βιβλίο της Γένεσης, λέει ότι στην αρχή ήταν ο Λόγος. Μα ακόμη και ο πιο απλός άγριος ξέρει ότι στην αρχή ήταν ο οργασμός.”




Τρεις Δόσεις Ουτοπίας

$
0
0

"Η Χρυσή Εποχή", έργο του Λούκας Κράναχ του Πρεσβύτερου, 1530


Άραγε πόσες δόσεις ουτοπίας χρειαζόμαστε για την καθημερινή πνευματική μας διατροφή;

Η απάντηση δεν είναι όμοια για όλους. Στους μίζερους θα πρότεινα να μπολιάσουν το κεφάλι τους με όση ουτοπία χωράει εκεί μέσα, καταμεσής των σκονισμένων, τετραγωνισμένων γωνιών του. Στους αιθεροβάμονες θα συνιστούσα να αφαιρέσουν μερικές στάλες, γιατί εκεί ψηλά τα σύννεφα δείχνουν πάντα ροζ – και η πτώση είναι σφοδρή. Μα κι αυτό δεν είναι απόλυτο: κάποιες φορές χρειάζεται να τετραγωνίσεις τη σκέψη σου, ώστε να αντεπεξέλθεις στις απαιτήσεις της πραγματικότητας· άλλες φορές πρέπει να πετάξεις, ίσα για να μάθεις τη σημασία της πτώσης.

Και υπάρχουν κι εκείνες οι φορές που πέφτοντας μαθαίνεις να πετάς.

Ου-τοπία σημαίνει ο Μη Τόπος. Μα κάποιοι θα έλεγαν «ο τόπος που δεν εμφανίστηκε ακόμα». Το να μπορείς να φέρνεις την ουτοπία στο μυαλό σου σημαίνει καταρχάς πως έχεις την απαιτούμενη φαντασία γι’ αυτό – γιατί φαντασία είναι να εικονίζεις με το νου σου εκείνο ακριβώς που δεν υπάρχει.

Και αν διαπιστώνω κάτι, παρατηρώντας γύρω μου, είναι μια ολική έλλειψη φαντασίας. Ξεκινώντας απ’ τις προσωπικές σχέσεις και φτάνοντας στα μεγάλα κοινωνικά οράματα.

Θα μου άρεσε πολύ αν άνοιγα ένα απόγευμα την τηλεόραση και έβλεπα τον παρουσιαστή στις Ειδήσεις να λύνει την γραβάτα του, ν’ απλώνει τα πόδια του πάνω στο γραφείο και ν’ αναφωνεί μπροστά στην κάμερα: «παιδιά, τέρμα η μαλακία. Έχουμε και καλύτερα πράγματα να κάνουμε.» Και να φύγει. Έτσι απλά.

Να ένας άνθρωπος με φαντασία! – θα σκεφτόμουν. Γιατί αυτό είναι η Ουτοπία, κύριοι.

Ήταν 1516 όταν ο Τόμας Μόρ (ThomasMore) δημοσίευσε για πρώτη φορά την «Ουτοπία». Ένα έργο ορόσημο για την εξέλιξη τόσο της λογοτεχνίας, όσο και της φιλοσοφικής/κοινωνιολογικής σκέψης – ήταν εξάλλου εκείνο που καθιέρωσε τον όρο «ουτοπία». Στο βιβλίο περιγράφεται μια χώρα τόσο διαφορετική στα έθιμα και τις συνθήκες συγκριτικά με την κοινωνία των καιρών του Μορ, που φάνταζε εντελώς εξωπραγματική. Μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι δουλεύουν τόσο όσο χρειάζεται για να παράγουν τα αναγκαία (και ποτέ παραπάνω), το χρήμα είναι άχρηστο και η δόξα πηγαίνει στους ειρηνοποιούς, όχι τους πολεμοκάπηλους.

Σκάνδαλο τότε. Σκάνδαλο και τώρα.

Τρεις δόσεις από αυτή, την αρχέγονη Ουτοπία των νεότερων χρόνων (γιατί και οι αρχαίοι είχαν τις δικές τους ουτοπίες), αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Τρία από τα πιο ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου, αποσπάσματα του βιβλίου. Διαβάζοντάς τα θα κάνετε συγκρίσεις με τη νεότερη εποχή και θα σκεφτείτε πόσο επίκαιρα φαίνονται.







Τρία αποσπάσματα από την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ



«Στην Ουτοπία δεν εξαντλούνται στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο και το οποίο μοιάζει με σκλαβιά. Χωρίζουν την ημέρα και την νύχτα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τις οποίες δουλεύουν τις έξι, τρεις πριν το φαγητό και τρεις μετά περνούν το δείπνο και μετά πέφτουν για ύπνο στις οκτώ για οκτώ ώρες. Τις υπόλοιπες ώρες είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά δεν σπαταλούν τον χρόνο τους τεμπελιάζοντας και γλεντώντας, αλλά τον αξιοποιούν ο καθένας ανάλογα με την κλίση του. Οι περισσότεροι επιλέγουν να αυξήσουν τις γνώσεις τους. […]

Θα πρέπει όμως να σας πω λίγο περισσότερο για τον τρόπο που δουλεύουν γιατί ίσως να νομίζετε ότι οι έξι ώρες είναι πολύ λίγες και ότι ίσως να δημιουργεί πρόβλημα πλήρωσης βασικών αναγκών. Αντίθετα λοιπόν το εξάωρο, όχι μόνο φτάνει, αλλά και περισσεύει για να εξασφαλίσουν υπερεπάρκεια τόσο στα αναγκαία όσο και στα αγαθά πολυτελείας, το γιατί θα τα καταλάβετε αμέσως αν λογαριάσετε το μεγάλο μέρος του πληθυσμού που μένει άνεργο σε άλλες χώρες. 

Πρώτα απ’ όλα οι γυναίκες, δηλαδή η μισή ανθρωπότητα, δε δουλεύουν και όπου δουλεύουν το κάνουν γιατί τεμπελιάζουν οι άνδρες τους, σε αυτό μπορείτε να προσθέσετε το πλήθος των αργόσχολων παπάδων και όλων όσων ασχολούνται με την ιεροσύνη. Συνυπολογίστε και όλους τους πλούσιους, κυρίως τους μεγαλοκτηματίες, τους λεγόμενους ευγενείς και τους ανθρώπους του καλού κόσμου, με τους παρατρεχάμενους. Τέλος, βάλτε όλους τους υγιείς δυνατούς ζητιάνους που κάνουν τους αρρώστους για να για δικαιολογήσουν την τεμπελιά. 

Βάλτε όλους αυτούς μαζί και θα δείτε ότι οι άνθρωποι που τελικά εργάζονται για να παράγουν όλα όσα καταναλώνει ολόκληρη η κοινωνία είναι τελικά πολύ λιγότεροι από ότι νομίζουμε. Επίσης σκεφτείτε πόσοι από αυτούς κάνουν δουλειές πραγματικά χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο καθώς υπολογίζοντας τα πάντα με μέτρο το χρήμα δημιουργήσαμε πάρα πολλά περιττά επαγγέλματα που περιστρέφονται γύρω από την πολυτέλεια.

Αν όμως οι άνθρωποι που δουλεύουν, εργάζονταν αποκλειστικά για να παράγουν όσα χρειάζονται για μια άνετη διαβίωση, η υπερπαραγωγή που θα υπήρχε θα έριχνε τόσο χαμηλά τις τιμές που οι έμποροι δεν θα μπορούσαν να συντηρηθούν από την πώλησή τους. Αν όσοι δουλεύουν σε παρασιτικά επαγγέλματα εργάζονταν πραγματικά και παραγωγικά και όσοι τώρα τεμπελιάζουν και ξοδεύουν για δύο, υποχρεώνονταν να δουλέψουν, θα διαπιστώνατε ότι λίγες ώρες δουλειάς την ημέρα είναι υπεραρκετές για να παράγουμε όσα είναι απαραίτητα και ευεργετικά για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν αυτά δεν αγγίζουν την υπερβολή. Αυτό το βλέπει κανείς πολύ καθαρά στην Ουτοπία, αφού σε ολόκληρες πόλεις και διοικητικές περιφέρειες, είναι ζήτημα αν βρεις πεντακοσίους υγιείς νέους ανθρώπους να μην δουλεύουν».



Ένας χάρτης της Ουτοπίας


***


«Στην Ουτοπία αισθάνονται ενόχληση και ντροπή για τις αιματηρές νίκες τους ενάντια στους εχθρούς τους. Για καμία νίκη δεν καμαρώνουν παραπάνω, από αυτές που επιτεύχθηκαν με δεξιοτεχνία, χωρίς αιματοχυσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις το γιορτάζουν πανηγυρικά, με δημόσιους θριάμβους, και φτιάχνουν τρόπαια γι’ αυτούς που πέτυχαν μια τόσο σημαντική νίκη• γιατί θεωρούν ότι ο άνθρωπος λειτουργεί σύμφωνα με τη φύση του όταν νικά έναν εχθρό με τρόπο που μόνον εκείνος μπορεί – και αυτό είναι με την δύναμη και την εξυπνάδα του. Οι αρκούδες, τα λιοντάρια, τα αγριογούρουνα, οι λύκοι και τα σκυλιά και όλα τα άλλα ζώα χρησιμοποιούν τη φυσική τους δύναμη, πολλά μάλιστα είναι πιο δυνατά και από τον άνθρωπο, παρόλ’ αυτά εκείνος υπερτερεί λόγω του πνεύματος και της λογικής του».


***


«Είναι γεγονός πως, όσο περισσότερο διαφέρουν οι συνήθειές μας από τις συνήθειες των άλλων, τόσο πιο απίστευτες μας φαίνονται. Αφού το σύστημα της Ουτοπίας διαφέρει τόσο πολύ από το δικό μας, δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο που αξιολογούν τον χρυσό και το ασήμι με διαφορετικά κριτήρια από ότι εμείς.

Τα πολύτιμα μέταλλα δεν τους χρησιμεύουν παρά μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες και κρίσιμες καταστάσεις. Αξιολογώντας τα λοιπόν με βάση τη χρησιμότητα, είναι λογικό να προτιμούν το σίδερο από το χρυσάφι. Ο άνθρωπος δε μπορεί να κάνει χωρίς σίδερο όπως δεν μπορεί να κάνει χωρίς φωτιά και νερό, είναι το πιο χρήσιμο και σημαντικό μέταλλο στη φύση. Ο χρυσός και το ασήμι έχουν υπερεκτιμηθεί από την ανοησία του ανθρώπου και λόγω της σπανιότητάς τους. Στην Ουτοπία όμως πιστεύουν ότι η φύση, σαν ανεκτικός γονιός, παρέχει στον άνθρωπο τις μεγαλύτερες ευλογίες της απλόχερα, όπως το νερό και τον αέρα, και κρύβει ό,τι είναι μάταιο και άχρηστο. […]

Οι κάτοικοι της Ουτοπίας απορούν πως είναι δυνατόν να γοητεύεται κανείς από την αδύναμη λάμψη μιας πέτρας όταν είναι σε θέση να θαυμάζει τη λάμψη των αστεριών και πως είναι δυνατόν να θεωρείται κάποιος καλύτερος από τους άλλους επειδή φορά καλύτερα ρούχα. Στο τέλος δεν είναι τίποτε άλλο από κατεργασμένο μαλλί προβάτου και το πρόβατο είναι πρόβατο όσο καλό μαλλί και να κάνει. Απορούν το ίδιο όταν ακούν ότι άλλοι λαοί αγαπούν ένα μέταλλο τόσο άχρηστο όσο ο χρυσός, σε τέτοιο βαθμό που να το θεωρούν πιο σημαντικό από τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ο ίδιος που του έδωσε αξία. Εκπλήσσονται ακούγοντας ότι ένας άνθρωπος με την ευφυΐα ξύλου και όσο κακός όσο και ανόητος, έχει στην υπηρεσία τόσους πολλούς έξυπνους και καλούς ανθρώπους, μόνο επειδή τυχαίνει να έχει πολύ από αυτό το μέταλλο. […]

Περισσότερο όμως απορούν με αυτούς τους ηλίθιους που μόλις δουν πλούσιο, χωρίς να του χρωστούν ή να έχουν εξάρτηση από αυτόν, τρέχουν από πίσω, έστω και αν γνωρίζουν ότι είναι τόσο τσιγκούνης που δεν πρόκειται να τους δώσει δεκάρα. […]



"Ιδανική Πόλη", έργο που αποδιδόταν στον Piero della Francesca και τώρα αποδίδεται σε έναν εκ των Luciano Laurana, Francesco di Giorgio Martini και Melozzo da Forlì


Ενώ όλα τα πιάτα και τα ποτήρια [στην Ουτοπία] είναι φτιαγμένα από πηλό ή γυαλί, όμορφα σε εμφάνιση αλλά από φθηνά υλικά, τα ουροδοχεία στα σπίτια στα σπίτια και στους δημόσιους χώρους είναι φτιαγμένα από χρυσό και ασήμι. Το ίδιο και οι αλυσίδες και οι χειροπέδες των δούλων. Σε μερικούς μάλιστα, για διαπόμπευση, φορούν ένα χρυσό σκουλαρίκι, μια χρυσή αλυσίδα ή ένα χρυσό στεφάνι στα μαλλιά. Κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να ευτελίσουν τα συγκεκριμένα μέταλλα. Έτσι εκεί που σε όλο τον κόσμο προτιμούν να χάσουν το χέρι τους παρά τον χρυσό και το ασήμι τους, στην Ουτοπία αδιαφορούν για αυτά σαν να ήταν μια δεκάρα! Μαργαριτάρια βρίσκουν στην ακρογιαλιά, διαμάντια και ρουμπίνια ανάμεσα στις πέτρες.

Δεν σκοτίζονται να τα ψάξουν, αν όμως τα βρουν κατά τύχη, τα γυαλίζουν και με αυτά στολίζουν τα παιδιά, που τους αρέσει να τα φορούν. Μόλις όμως μεγαλώσουν και καταλάβουν ότι είναι απλώς μπιχλιμπίδια, τα πετούν από μόνα τους, χωρίς να τους το πει κανένας, με τον ίδιο τρόπο, που εμείς παρατάμε τα παιχνίδια και τις κούκλες μας. […]

[Μια μέρα] έκαναν την εμφάνιση τους τρεις ξένοι πρεσβευτές και εκατό ακόλουθοι ντυμένοι οι περισσότεροι με μεταξωτά στα χρώματα της ίριδας. Οι δε πρεσβευτές στην χώρα τους φορούσαν χρυσοκέντητα μεταξωτά και μεγάλες καδένες, σκουλαρίκια και δαχτυλίδια και καπέλα κεντημένα με σειρές από μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα πετράδια. Με λίγα λόγια, ήρθαν με ό,τι στην Ουτοπία είναι χαρακτηριστικό της δουλείας, σύμβολα διαπόμπευσης και μπιχλιμπίδια για μωρά. Ήταν πολύ αστείο να τους βλέπεις να κορδώνονται από την μία συγκρίνοντας τα πανάκριβα ρούχα τους με τα φτωχά ενδύματα των ντόπιων που είχαν βγει στους δρόμους και από την άλλη να κάνουν ακριβώς την αντίθετη εντύπωση από αυτή που ήθελαν να δημιουργήσουν. Φάνταζαν τόσο γελοίοι στα μάτια των κατοίκων της Ουτοπίας, που χαιρετούσαν με σεβασμό τους ταπεινά ντυμένους υπηρέτες και αγνόησαν τους πραγματικούς, γεμάτους χρυσάφι, πρεσβευτές.

Μακάρι να βλέπατε τα παιδιά, που είχαν μεγαλώσει αρκετά για να περιφρονούν τα στολίδια, να λένε στις μανάδες τους: «κοίτα αυτόν τον ανόητο φοράει μαργαριτάρια και διαμάντια λες και είναι μωρό» και εκείνες να απαντούν αθώα:

«ησύχασε, νομίζω ότι είναι ένας από τους γελωτοποιούς των πρεσβευτών».


* Η μετάφραση της «Ουτοπίας» του Μ. Βουτσίνου, εκδόσεις Αργοναύτης.



"Τόμας Μορ"έργο του Χανς Χολμπάιν του νεότερου

Οι 300 Καλύτεροι Δίσκοι της Δεκαετίας του 80 - μέρος 1

$
0
0




3… 2… 1… BacktotheEighties!!!

Αυτό είναι ένα αφιέρωμα που ήθελα από καιρό να κάνω. Ένα αφιέρωμα-κολοσσός, με δεκάδες φωτογραφίες, άφθονα linkγια videoclipκαι χιλιάδες λέξεις, που θα διαρκέσει μήνες και μήνες και μήνες ώσπου να ολοκληρωθεί! Η μουσική της δεκαετίας του 80 έχει τόσες και τόσες πτυχές, βλέπετε, που θα ήταν αδύνατο να τη χωρέσω σε ένα και μόνο άρθρο. Αντί να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο λοιπόν, σκέφτηκα να το ευχαριστηθώ – και πιστεύω οι μουσικόφιλοι εκεί έξω θα το απολαύσετε παρέα μου. Και ας τραβήξει όσο καιρό θέλει – δεν βιαζόμαστε.

Τα Eighties– η εποχή του Ρέιγκαν και της Περεστρόικα, τα χρόνια της περιβόητης «Αλλαγής» (προς το χειρότερο), η αλαζονεία των Γιάπηδων, ο καιρός των πρώτων οικιακών υπολογιστών, τα Videoclub, τα μπλιμπλίκια, οι Σαπουνόπερες, οι καλτ ελληνικές ταινίες, το κιτς, η φριχτή μόδα των καιρών! Μα και μια κάποια αθωότητα, μια χαριτωμένη αφέλεια, συγκριτικά με τα ασύγκριτα πιο κυνικά Ninetiesπου θα ακολουθούσαν…

Έχουμε ταξιδέψει ξανά στο παρελθόν στη Δεκαετία του 80 μέσα από το Λαγούμι, μα αυτή τη φορά αποφάσισα να εστιάσω αποκλειστικά στα μουσικά δρώμενα της συναρπαστικής αυτής δεκαετίας – αναμφίβολα η πιο αντιφατική και πολύχρωμη δεκαετία του 20ουαιώνα.

Ήμουν μικρός στα Eighties– η πρώτη δεκαετία της ζωής μου. Ίσα που ανέπνευσα τον αέρα των καιρών, ίσα που φέρνω στο μνημονικό μου εικόνες και αρώματα που μοιάζουν χαραγμένα σε κάποιο ασυναίσθητο βάθος μέσα μου. Μα έχω την αίσθηση πως ακόμα κι εκείνοι που δεν έζησαν καθόλου τα 80’sφέρουν κάτι από αυτά μέσα τους. Από πολλές απόψεις η σύγχρονη εποχή δεν είναι παρά η μακρόστενη ουρά εκείνων των χρόνων.

Μιλώντας με μουσική γλώσσα, η δεκαετία του 80 ήταν τα χρόνια του NewWaveκαι της Synthpop· η εποχή της Euro-Popκαι ItaloDiscoσκηνής – που έλαβε την τιμητική της στον ελληνικό καλτ κινηματογράφο των καιρών· τα χρόνια της καταξίωσης του HeavyMetalκαι των βασικών παρακλαδιών του· η εποχή του GothicRockκαι του Darkwave· η περίοδος που αναδείχτηκε, σταδιακά, η AcidHouse· η περίοδος που οι Popstarsεγιναν starτου MTV· μα και τα χρόνια που αναπτύχθηκε, υπόγεια, η εναλλακτική/indieμουσική σκηνή· ήταν, τέλος, η εποχή που ανέδειξε την κουλτούρα του Χιπ Χοπ. Το τελευταίο ίσως αποτελεί και τη διαχρονικότερη μουσική κληρονομιά των καιρών.

Όσο αφορά τη δική μας, ελληνική μουσική σκηνή, τα 80sέφεραν σημαντικές ανακατατάξεις, αντανακλώντας το γενικότερο διχασμό μιας κοινωνίας σε μετάβαση. Από τη μία ήταν η ελαφρά (μα ακόμα χαριτωμένη) ποπ των καιρών, αλλά και η καταξίωση του θλιβερού φαινομένου των «Σκυλάδικων» (με τα οποία δεν θα ασχοληθώ). Από την άλλη η πλούσια σε βάθος (μα παραγνωρισμένη) ελληνική εναλλακτική και ροκ μουσική σκηνή, αλλά και κάποια στολίδια του λεγόμενου «Έντεχνου» χώρου. Στη διάρκεια του αφιερώματος (κυρίως στα επόμενα μέρη) θα μιλήσουμε για κάποιους απ’ τους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής ροκ, punkκαι εναλλακτικής σκηνής που είδαν στα 80’s (υπό αντίξοες συχνά συνθήκες) το φως του ήλιου.

Αυτά για εισαγωγή! Πάμε λοιπόν πίσω, κουρδίζοντας το ρολόι πίσω στην αρχή – στο έτος 1980. Λάβετε θέσεις… το ταξίδι ξεκινά!






I - 1980. Νέο κύμα, νέοι καιροί



Κάθε δεκαετία έχει την τάση να μπαίνει αισιόδοξα – το τελευταίο ίσως αποτελεί ψυχολογικό χαρακτηριστικό μας, αντίστοιχο με τις «υποσχέσεις για το Νέο Χρόνο» που συχνά δίνουμε (και εξίσου συχνά παραβλέπουμε στη συνέχεια).

Για τον κόσμο τα Eightiesμπήκαν μάλλον άγαρμπα, σαν το πρωινό ξύπνημα που αισθάνεσαι πιασμένος. Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν τεταμένες, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί όξυνε τη σύγκρουσή του με τη Δύση, η Μάργκαρετ Θάτσερ συνέχιζε τη σκληρή πολιτική της, ενώ στον Περσικό Κόλπο Ιράκ και Ιράν εμπλέκονταν σ’ έναν μακροχρόνιο, επώδυνο πόλεμο. Η χώρα μας παρακολουθούσε τις εξελίξεις μουδιασμένη, μη γνωρίζοντας ως συνήθως που ανήκει, διχασμένη ανάμεσα στις παραδόσεις και την εξέλιξη.

Μα η μουσική των καιρών ήταν ανεβαστική – εδώ κι εκεί άκουγες μια φωνή να υφαίνει σκοτεινούς ψίθυρους στον άνεμο, μα δεν ήταν ο κανόνας. Η κυρίαρχη τάση της δεκαετίας θα ήταν εκείνη της διασκέδασης, του γλεντιού, των χρωμάτων και των φώτων. Είτε μιλάμε για τις ξέχειλες αρένες στις συναυλίες των BonJoviκαι των Motley Crüe, είτε για τα ποπ χιτ των Whamκαι της Madonna, είτε για τα ανεβαστικά συνθεσάιζερ της Synthpop, είτε ακόμα και για τα εγχώρια τραγούδια του Πασχάλη και της Αλέξιας, η ουσία είναι η ίδια. Τα 80sπολιτισμικά συνέχισαν εκείνο που αναδείχτηκε στο δεύτερο μισό των 70s: μια παράδοση στις απολαύσεις και τα πάρτι, στο χορό και το συναίσθημα. Τα 80sήταν μια δεκαετία σε κίνηση, μια δεκαετία που ήθελε μονίμως να λικνίζεται (όχι πάντα με γούστο). ADecadeInMotion.

Λες και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να αποτινάξει τους βαρείς προβληματισμούς των περασμένων δεκαετιών. Φαινομενικά η πολιτικοποίηση παραχωρούσε τη θέση της στις απολαύσεις, η δεξιοτεχνία και τα πομπώδη μουσικά έργα των 70sστην αίγλη των μουσικών χιτ. Με την εμφάνιση του MTVη εικόνα άρχισε να παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο, σε βάρος συχνά της μουσικής της ίδιας. Το τραγούδι των BugglesVideoKilledTheRadioStar” ταυτίζεται με το νέο πνεύμα των καιρών, και όχι άδικα.

HDiscoστα χαρτιά είχε πεθάνει – τουλάχιστον στην αυθεντική, αφροαμερικάνικη εκδοχή της. Μα το πνεύμα της ήταν ακόμα ζωντανό στις μουσικές τάσεις των καιρών και σύντομα έμελλε να μεταλαμπαδευτεί στην Ευρώπη. Πολλά από τα pophitsτων καιρών φανερώνουν πως η επιρροή της Discoήταν ακόμα αναμφισβήτητη.

Στη χώρα μας τα Eightiesήταν μια εποχή μουσικών φυλών, συνήθως αυστηρά διαχωρισμένων – μια τάση που έμελλε να ελαττωθεί μόνο στην εποχή του Ίντερνετ. Οι πανκς, οι ποπάδες, οι λαϊκοί, οι new-waveαδες, οι γότθοι, τα μέταλλα. Συχνά ενημερώνονταν για τις μουσικές εξελίξεις από τις λιγοστές μουσικές εκπομπές της τηλεόρασης και τον μουσικό τύπο των καιρών, μα και από στόμα σε στόμα – η ανταλλαγή κασετών έπαιζε το ρόλο που θα έπαιζε, στην εποχή μας, το μοίρασμα αρχείων στο διαδίκτυο. Στο σημερινό αφιέρωμα δεν θα μιλήσουμε πολύ για τις ελληνικές μουσικές εξελίξεις, μα θα επεκταθούμε στα επόμενα μέρη.




Pink Floyd



Μα τα 80sδεν ήταν μόνο χιτ και γλέντια. Με τον ερχομό της νέας δεκαετίας δύο δίσκοι μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της σκεπτόμενης ροκ κοινότητας: Το “Wall” των PinkFloydκαι το “LondonCalling” των Clash. Αμφότεροι είχαν κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά (το “LondonCalling” μόλις τον Δεκέμβρη του 1979), και για τυπικούς λόγους δεν τα περιλαμβάνω στη λίστα με τα 300 άλμπουμ. Μα, επί της ουσίας, ήταν δίσκοι που ανήκουν στη νέα εποχή και το 1980 ήταν η χρονιά τους.

ToWall” υπήρξε δίσκος που ταρακούνησε όσο λίγοι τα θεμέλια της μουσικής βιομηχανίας, θέτοντας σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα πάνω στο οποίο έχει βασιστεί – και αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα της μοναξιάς και της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Όλα αυτά σε ένα μουσικό περίβλημα που έκανε (και κάνει ακόμα) θραύση στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα μουσικά κλαμπ. Αυτή είναι και η παράδοξη αντίφαση αυτού του άλμπουμ. Όσο αφορά το “LondonCalling”, υπήρξε ένας πανκ δίσκος για μη πανκ ακροατές, ένα άλμπουμ που υπερέβη στερεότυπα και κατηγορίες και μπόλιασε τη μουσική δημιουργικότητα με ορισμένους απ’ τους εξυπνότερους πολιτικοποιημένους στίχους που γράφτηκαν ποτέ.

Το ανακάτεμα μουσικών ειδών από πολλές απόψεις υπήρξε χαρακτηριστικό της νέας εποχής και το κατεξοχήν μουσικό στυλ που επιδόθηκε σε αυτό το ανακάτεμα ήταν το NewWave. Συγκροτήματα όπως οι Blondie, οι TalkingHeads, οι Policeκαι οι AdamAndTheAntsείναι απόλυτα χαρακτηριστικοί της νέας δεκαετίας που ξημέρωνε. Συνεχίζοντας τις πειραματικές διαθέσεις του PostPunkμα φέροντας ένα Popμουσικό περίβλημα και ξεπερνώντας τους μουσικούς διαχωρισμούς, επρόκειτο για ένα στυλ που είχε τόσες μορφές όσα και τα συγκροτήματά του. Δεν ήταν ροκ, δεν ήταν ποπ, δεν ήταν πανκ, δεν ήταν φανκ ή ρέγκε ή electro… ήταν NewWaveκαι ενίοτε ήταν όλα αυτά μαζί. Εν έτει 1980 βρισκόταν στο απόγειό του.

Το 1980 ήταν η χρονιά που βγήκε από το τσόφλι του και ο νεοσσός του HeavyMetal– ένας νεοσσός με φωνή βροντερή σαν κεραυνό! Ασφαλώς η μέταλ μουσική δεν περίμενε τα 80sγια να εμφανιστεί, όντας αναπόσπαστο μέρος μιας μεγάλης μερίδας των ροκ μεγαθηρίων των 70s– μα στα 80sήταν που ανδρώθηκε, καταξιώθηκε, έχτισε την ταυτότητά της. Ποτέ δεν θα έφτανε ξανά την αίγλη εκείνων των καιρών.

Τυπικά λοιπόν το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε με την κυκλοφορία της συλλογής “MetalForMuthas” του 1980 από την EMI. Η συλλογή περιελάμβανε κάποια νέα βρετανικά συγκροτήματα, ο ήχος των οποίων συνδύαζε τη μουσική τεχνική των hardrockgroupsτων 70sμε την ορμή του Punkκαι καθιερώθηκε ως “NewWaveOfBritishHeavyMetal” – γνωστό με τη συντομογραφία ΝWOBHM. Ο νέος αυτός ήχος υπήρξε εξίσου ορμητικός με το πανκ, μα χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη μουσική δεξιοτεχνία, ενώ οι στίχοι του έδιναν λιγότερη έμφαση στον κοινωνικοπολιτικό παράγοντα και περισσότερη στην ατομική ελευθερία και τις τάσεις φυγής. Μεταξύ των συγκροτημάτων που έκαναν εκείνο τον καιρό την εμφάνισή τους ήταν οι AngelWitch, οι TygersOfPanTang, οι DiamondHead, οι Girlschool, οι Saxonκαι οι IronMaiden.

Τελικά δεν είχαν μπει άσχημα τα 80s– και αυτό ήταν μόνο η αρχή.




Iron Maiden - 1980


Τα Χιτ. Τι ακουγόταν το 1980



Οι σελίδες του ημερολογίου οδεύουν με ταχείς ρυθμούς προς τα πίσω. Ο υπολογιστής σου έχει παροδικά χαθεί, οι δεκάδες φάκελοι με τα mp3 το ίδιο, και τη θέση τους έχουν πάρει το πικάπ και οι δίσκοι. Δεν έχεις κινητό τηλέφωνο, δεν έχεις ίντερνετ και η τηλεόραση σου θυμίζει για ποιο λόγο την ονόμαζαν «το χαζοκούτι»: είναι ένα μεγάλο ξύλινο κουτί. Ομολογουμένως με την ξύλινη αυτή τηλεόραση και το πικάπ το σαλόνι του σπιτιού σου δείχνει περισσότερο γεμάτο.

Ανοίγεις την τηλεόραση. Τι είναι αυτό; Που βρίσκονται οι τηλεοπτικοί σταθμοί! Δύο κανάλια όλα κι όλα; Άσε που το πρόγραμμά τους είναι αλλόκοτο! Ούτε πρωινάδικα, ούτε παράθυρα στις ειδήσεις, και οι διαφημίσεις είναι ελάχιστες! Δεν έχεις καταλήξει αν προτιμάς αυτή την τηλεόραση από εκείνη που είχες συνηθίσει. Όσο βλακώδης είναι εκείνη που γνώριζες, άλλο τόσο βαρετή μοιάζει αυτή.

Κοιτάγεσαι στον καθρέπτη: δες τι μαλλί έχεις! Για πότε φούσκωσε έτσι; Και αυτά τα πολύχρωμα μπλουζάκια, αυτά τα στενά παντελόνια! Τελικά έχει γούστο αυτή η εποχή, ή όχι;

Μέχρι που αποφασίζεις να ανοίξεις το μαγικό ραδιόφωνο – εκείνο που βρήκες καταχωνιασμένο σε κάποιο Λαγούμι της Κουνελοχώρας. Μεμιάς σε κατακλύζουν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του έτους στο οποίο έχεις βρεθεί: του 1980. Και αφήνεσαι στο ρυθμό τους.




Debbie Harry

Οι Blondieμε το Call Meσημείωναν τη μεγαλύτερη επιτυχία τους – και αυτή η DebbieHarry, ω θεοί, τι μωρό που ήταν. Ο GaryNumanμε το Carsέμενε πιστός στη φουτουριστική διάθεση που τόσο αγαπητή ήταν εκείνα τα χρόνια: πραγματικά ένιωθες πως η δεκαετία του 80 σηματοδοτούσε την είσοδο στον κόσμο του Μέλλοντος – αρκεί να θυμηθούμε πως βρισκόμαστε στα χρόνια του «Πολέμου των Άστρων» και των διαστημικών ρούχων στις συναυλίες… αν και για μια μερίδα κόσμου, ο κόσμος του Μέλλοντος έμοιαζε περισσότερο με το “1984” του Όργουελ.

Another Brick In The Wall, λοιπόν, έλεγαν οι PinkFloyd, καλώντας μας να βγούμε απ’ το κοπάδι, να μη γίνει κιμάς η σκέψη μας. Και ο κόσμος υποδέχτηκε το μήνυμα των Floydχορεύοντας το τραγούδι. Enola Gayτραγουδούσαν με εκείνο το χαρακτηριστικό, παιδικό σχεδόν ρυθμό οι OrchestralManoeuvresInTheDark (OMD) – δες εξάλλου πόσο προσεγμένοι, πόσο καλοντυμένοι δείχνουν στο videoclip– μα οι στίχοι του τραγουδιού μιλούσαν για το πυρηνικό ολοκαύτωμα. Αγαπημένα Eighties!

Δεν ήταν λίγα τα αγαπησιάρικα τραγούδια που έφταναν στην κορυφή των chartsτον καιρό εκείνο – αναμφισβήτητα περισσότερα συγκριτικά με τις μέρες μας. Ο πειρασμός να σκεφτούμε πως ήταν περισσότερο ρομαντικοί οι καιροί τότε είναι μεγάλος – πολύ μεγάλος. Μα δεν θα το ομολογήσουμε – αρνούμαστε να το κάνουμε.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα το All Out of Loveτων AirSupplyκαι το Do That To Me One More Timeτων CaptainandTennille. Ακούστε τα. Αφήστε τον εαυτό σας να φανταστεί πως τα αφιερώνει σε κάποια ύπαρξη – ή ακόμα καλύτερα, πως τα ακούτε μαζί, οι δυο σας.

Να και ο Μιχαλάκης, τον καιρό που ήταν ακόμα μαύρος – και φυσιολογικός. Rock With Youμας λέει, κι εμείς αποδεχόμαστε το αίτημά του. Η δεκαετία που ξημέρωνε θα του ανήκε δικαιωματικά – μα ο κόσμος ακόμα δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Τον βλέπουμε στο βίντεο να τραγουδάει εντός ενός απόλυτα μινιμαλιστικού πλαισίου, με ορισμένα φώτα και κάποιους καπνούς – τίποτα περισσότερο. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός που το Videoclipθα γινόταν τέχνη και υπερπαραγωγή ταυτόχρονα… μα το 1982 ήταν κοντά.




Michael Jackson meets Brian May - 1980


Να και η μούσα του Michael, DianaRoss, στο πιο ανεβαστικό από τα τραγούδια της: Upside Down! Ο αέρας της Discoήταν ακόμα διάχυτος. Κάτι που φανερώνεται σ’ ένα ακόμα μεγάλο χιτ των καιρών, το Funky Townτων Lipps, Inc. Τι λέτε, πάμε στην «παλιά τη Ντισκοτέκ»;

Ο κυρίαρχος ρυθμός των καιρών ήταν το δίχως άλλο χορευτικός. Δεν ήταν λίγες οι ροκ μπάντες των 70sπου επιδίωξαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Queen. To 1980 ήτανηχρονιάτου“Crazy Little Thing Called Love”καιτου“Another One Bites The Dust”.Το δεύτερο ανήκε στα αγαπημένα τραγούδια του MichaelJackson. Οι φίλοι του παλαιότερου, συμφωνικού ροκ ήχου τους στράβωσαν με τη μουσική αυτή στροφή των Queen… μα τα 80sθα ήταν φτωχότερα δίχως τραγούδια σαν αυτά.

Ο κινηματογράφος της δεκαετίας του 80 αποτελεί θέμα για ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνο του, ωστόσο, μένοντας στο μουσικό κομμάτι και στον πρώτο χρόνο της δεκαετίας, θα αναφερθούμε σε δύο ταινίες που χάρισαν ένα διαχρονικό soundtrack– πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο ομολογουμένως. Η πρώτη ταινία είναι το Fame– με πρωταγωνίστρια και ερμηνεύτρια την IreneCara. Η θεματική του άσημου ήρωα της καθημερινότητας που αγωνίζεται και κατορθώνει τελικά να πετύχει το όνειρό του θα λέγαμε πως αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία των καιρών – αυτά ήταν τα Eighties, ονειροπόλα, αισιόδοξα και αφελή συνάμα. Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσω ταινίες με ανάλογη θεματολογία, όπως η σειρά των “Rocky” και τα “KarateKid”;

Άραγε οι καιροί μας έχουν ανάγκη από κάποια ανάλογη ψυχολογική ώθηση; Ή μήπως είναι αδύνατον να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι όταν έχεις πια ξυπνήσει;

Θέλω να πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει ένας συνδυασμός των δύο…








Η δεύτερη ταινία δεν ήταν άλλη από το περίφημο Blues Brothers– που αποδόθηκε στη χώρα μας με τον… ευφυέστατο τίτλο “Οι Ατσίδες Με Τα Μπλε”. Μια υπενθύμιση και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στην τόσο πλούσια παράδοση της αμερικανικής μαύρης μουσικής, από την παλιά Jazzστα Bluesκαι τη Soul. Τα 80sδεν ήταν η δεκαετία τους, μα οι μουσικόφιλοι του κόσμου γνωρίζουν καλά πως οι συγκεκριμένες μουσικές ούτως ή άλλως είναι αξεπέραστες. [για τους φίλους της Jazz, θυμίζω πως η μεγάλη μου παρουσίαση στην ιστορία της συνεχίζεται – και θα επανέλθουμε στη διάρκεια του χειμώνα, εδώ, μέσα από τις σελίδες της Κουνελοχώρας].

Άλλες επιτυχίες του 1980; Η PatBenatarκάνει την εμφάνισή της με το “HitMeWithYourBestShot”, η ιδιαίτερα δημοφιλής τον καιρό εκείνο OliviaNewtonJohn (που τη μάθαμε από το “Grease”) έκανε ντουέτο με τους ElectricLightOrhestraερμηνεύοντας το “Xanadu”, η BetteMidlerαναδεικνυόταν «τραγουδίστρια της χρονιάς» με τραγούδια όπως το “TheRose”, η BarbraStreisandμας έκανε να σιγοψιθυρίζουμε (και ας είμαστε άντρες) το Woman In Love, oBillyJoelτόνιζε πως “ItsOnlyRocknRollToMe”, οι BrothersJohnsonσυνέχιζαν τη αφροαμερικανική χορευτική παράδοση των 70sμε το “Stomp!” και ο ChristopherCrossμε το Ride Like The Windμας έδινε ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια των καιρών.

Μα εκείνο που έχει περισσότερο ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Δεν έχουμε ακόμα περάσει στην καταμέτρηση των σημαντικότερων δίσκων της χρονιάς! Ήρθε η ώρα, το λοιπόν… Συνεχίστε την ανάγνωση μαζί μου… και στο τέλος ας αναλογιστούμε πόσο πλούσια, μουσικά, υπήρξε αυτή η χρονιά. Και δεν βρισκόμαστε παρά στο ξεκίνημα της δεκαετίας.




Diana Ross - 1980



II– 1980. Τα Σημαντικότερα Άλμπουμ της Χρονιάς.



Προτού ξεκινήσω με την παρουσίαση των δίσκων, να διευκρινίσω πως η αρίθμησή τους στη λίστα είναι τυχαία, και γίνεται έχοντας ως κύριο άξονα το μουσικό τους στυλ. Όσο αφορά τις επιλογές; Τα κριτήρια επιλογής μου είναι η επιδραστικότητα των δίσκων, ο «αέρας» που άφησαν στην εποχή τους, μα και το προσωπικό γούστο– αναπόφευκτο το τελευταίο. Ένας από τους λόγους που επέλεξα να συμπεριλάβω, σε όλη τη διάρκεια του αφιερώματος, όχι 100, όχι 200, μα 300 δίσκους ήταν αυτή ακριβώς η επιθυμία μου να «χωρέσω» όσο το δυνατόν περισσότερα στυλ και ιδιώματα. 

Μα ακόμα κι εδώ, σε ένα αφιέρωμα 10.000 λέξεων, δεν χωράνε "τα πάντα", επομένως ζητώ να το κατανοήσετε αυτό. Εν τέλει οι επιλογές αντανακλούν τα προσωπικά μου γούστα και κριτήρια.


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, ταξιδεύοντας προς Αγγλία μεριά με το…




1 # Adam And The Ants - Kings Of The Wild Frontier






Το πρώτο άλμπουμ της παρουσίασής μας είναι και από τα πιο παράξενα των καιρών. Ιθύνων νους ένας ιδιόμορφος μουσικός, ο AdamAnt, κινητήριος μοχλός της παραγωγής ο MalcolmMcLaren (των SexPistols) και μέλη της μπάντας ένα… σινάφι πειρατών και μούτρων! Ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση έδινε στον κόσμο, που αγκάλιασε με θέρμη τον δίσκο, καθιστώντας τον έναν απ’ τους δημοφιλέστερους της εποχής του.

Μουσικά πρόκειται για ένα σύμφυρμα πολλαπλών στυλ, που μόνο μια επιφανειακή προσέγγιση θα μπορούσε να ταυτίσει με το PostPunkρεύμα των καιρών. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα μουσικό έργο πέρα από ταμπέλες. Ρυθμοί που αλλού θυμίζουν Rockabilly, αλλού κάποιο soundtrackτου EnnioMorricone, αλλού φέρνουν κατά νου το Punkκαι αλλού μοιάζουν με ταινία τρόμου. Όλα δοσμένα με μια αναρχική, πειραματική, πειρατική διάθεση. Ο Adamκαι η παλιοπαρέα του κατέφυγαν στη χρήση πολλαπλών μουσικών υφών, αντλώντας στοιχεία από δω κι από κει, εξωθώντας ως και τον MichaelJacksonνα τηλεφωνήσει στον Adamκαι να τον ρωτήσει πως ηχογράφησε τους ιδιόμορφους ήχους των κρουστών του. Όσο αφορά την επιρροή του δίσκου, αυτή εξαπλώθηκε από το χώρο της mainstreampopως τον MarilynMansonκαι τους Slipknot.

Όχι και άσχημα για μια συμμορία πειρατών.


Επιλογές:Antmusic, Ants Invasion, Kings Of The Wild Frontier, Jolly Roger



2 # TalkingHeadsRemainInLight






Σκέψου να έχεις φτάσει κοντά στην ηλικία των 40, να έχεις μια σταθερή δουλειά, αμάξι, οικογένεια και όλα… και ξαφνικά να αναρωτιέσαι: “πως έφτασα ως εδώ;”. Και όλος αυτός ο κόσμος, αυτό το τακτοποιημένο αστικό σύμπαν, το καθημερινό εργατικό ωράριο, η γυναίκα και τα παιδιά και όλα, να σου φαντάζουν σχεδόν ψεύτικα… Άραγε επέλεξα ο ίδιος να έχω αυτή τη ζωή; - μπορεί να σκεφτείς. Και που πάω τώρα; Ποιο είναι το νόημα, τέλος πάντων; Ποιος κινεί τα νήματα σε αυτό τον κόσμο, σε αυτή τη μικρή – την τόσο μικρή – ζωή μου; Όχι – δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε όλα αυτά – δεν είμαι εγώ αυτός!

Γιατί όλα μοιάζουν ίδια… όλα μοιάζουν ίδια και ίδια και ίδια.

Αυτό υπήρξε το επίκεντρο της θεματικής του “OnceInALifetime” των TalkingHeads. Το γνωστότερο τραγούδι του δίσκου τους “RemainInLight” και ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια των καιρών.

Ουσιαστικά επρόκειτο για το αλλοτινό πνεύμα της Punk, δίχως την επιθετικότητα του Punkόμως, δοσμένο με έναν ωριμότερο, περισσότερο εγκεφαλικό τρόπο. Αυτοί ήταν οι TalkingHeadsκαι η μουσική τους συμπλήρωνε απόλυτα το πνεύμα αναζήτησης που τους χαρακτήριζε. Ίσως το χαρακτηριστικότερο από τα συγκροτήματα του NewWave, σε αυτόν εδώ τον τέταρτο δίσκο τους συνδυάζουν το post-punk, το φανκ, τη ροκ, το ποπ, το worldbeat, τους ethnicρυθμούς, παρουσιάζοντας ένα αμάλγαμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το απόλυτο ξεπέρασμα των ορίων – λες και ο σαραντάρης της ιστορίας μας κατορθώνει επιτέλους να βγει απ’ το καβούκι του, ν’ αποδράσει απ’ την εικονική πραγματικότητά του…

Και όλα αυτά σε παραγωγή BrianEno. Toαποτέλεσμα – μουσικά και στιχουργικά – δεν μπορεί παρά να είναι διαχρονικό όσο ελάχιστα.

Same as it ever was?


Επιλογές: Once In A Lifetime, Crosseyed and Painless, The Great Curve, Houses In Motion








3 # UltravoxVienna





Λένε να μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, μα στην περίπτωση των δίσκων δεν ισχύει αυτό. Και στην περίπτωση του “Vienna” των Ultravoxτο περιεχόμενο του δίσκου είναιτο εξώφυλλό του: σικάτο, στιλάτο, προσεγμένο, ατμοσφαιρικό και βαθιά καλλιτεχνικό. Ένας δίσκος που εναλλάσσει με μαεστρία μεταξύ των συνθεσάιζερ και των κλασικών οργάνων, που πλέει αρμονικά ανάμεσα στα στενά περάσματα της ηλεκτρονικής και της ποπ, της συνθετικής και της ροκ.

Ανήκει και αυτός στο μεγάλο εκείνο ρεύμα των NewWavealbumsπου κατέκλυσαν την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 80 – και ξεχωρίζει ως ένα από τα ωραιότερα του είδους, βαθιά χαρακτηριστικό της εποχής του από τη μία, μα παρέχοντας και άφθονες δόσεις διαχρονικής μουσικής απόλαυσης από την άλλη. Ο ήχος του “Vienna” είναι φουτουριστικός, με εκείνο τον τόσο χαρακτηριστικό τρόπο που εννοούσαν τον φουτουρισμό τα 80’s. Και είναι βαθιά λυρικός, θερμός στο άκουσμά του, κόντρα στην παράδοση των ψυχρών ηλεκτρονικών δίσκων ανάλογου περιεχομένου. Αν σε αυτά προσθέσουμε το πολυεπίπεδο των συνθέσεων, τις μουσικές εναλλαγές και τη ποικιλομορφία που φτάνουν να θυμίζουν ως και σχήματα του ProgressiveRockχώρου (ακούστε για παράδειγμα το εναρκτήριο ορχηστρικό “Astradyne” που ανοίγει το δίσκο), τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό άλμπουμ.

Οι Ultravoxαγαπήθηκαν βαθιά στην Ευρώπη (και στη χώρα μας), μα αγνοήθηκαν στις ΗΠΑ – ίσως να μην είναι τυχαίο το τελευταίο. Ο ήχος τους φέρει στοιχεία από γερμανικό Krautrock, Synthpopκαι ευρωπαϊκή συνθετική μουσική. Ο συνδυασμός των συνθεσάιζερ με τα έγχορδα και το πιάνο ίσως ήταν πολύ εγκεφαλικός για να πιάσει στις ΗΠΑ. Μα αυτό είναι και το σημαντικότερο προνόμιο του “Vienna”: η ικανότητά του να σμίγει μουσικά ιδιώματα και γούστα που φαινομενικά είναι αταίριαστα. Πέρα από ταμπέλες, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν από τους πιο προοδευτικούς δίσκους της δεκαετίας.

Θα παρομοίαζα το δίσκο με ένα θερμό δειλινό, ενώ ο ήλιος ξετυλίγει τις τελευταίες του ακτίνες πάνω σε μια πόλη που καρδιοχτυπά. Πάνωσεκτίριαπουφλέγονταιστηνπροσμονήτηςνύχτας.


Επιλογές:Passing Strangers, New Europeans, Mr. X, Vienna, Private Lives, Astradyne




4 # David Bowie – Scary Monsters (And Super Creeps)






Στο μεταξύ ο DavidBowieυποδέχεται τη δεκαετία του 80 με βρυχηθμούς, διαπεραστικές κιθάρες και γιαπωνέζικα – αυτές είναι οι εντυπώσεις από το εναρκτήριο “ItsNoGame (No. 1)”. Κι έναν δίσκο για τον οποίο μια μερίδα κόσμου είπε πως είναι ο «τελευταίος αναγκαίος Bowieδίσκος». Ασφαλώς δεν ισχύει το τελευταίο· μα ενώ ο διάδοχος του παρόντος δίσκου, το “LetsDance” του 1983 παρουσίαζε μια περισσότερο φιλική ραδιοφωνικά όψη του Bowie, το “ScaryMonsters” μένει απολύτως πιστό στις δημιουργικές ανησυχίες του, που τόσο χάραξαν τη μουσική της δεκαετίας του 70.

Το “ScaryMonsters” συνιστά ένα βήμα προς τα μπρος και μια ματιά προς τα πίσω. Υπερβαίνει την πειραματική ατμόσφαιρα της προγενέστερης «Τριλογίας του Βερολίνου», όντας αμεσότερο και κατέχοντας μια πιο χύμα ροκ αισθητική, μα ταυτόχρονα αντλεί στοιχεία όχι μόνο από τους συγκεκριμένους δίσκους, μα και από την πρώιμη περίοδο του Bowie– φτάνοντας ως τα χρόνια του “SpaceOddity”. Τραγούδια όπως το σαρωτικό ομότιτλο ανήκουν στις πιο δυναμικές στιγμές της καριέρας του, ενώ στιγμές όπως το “AshesToAshes” υπενθυμίζουν την άλλη, γλυκύτερη όψη του Bowie.

Οι δυνατές κιθάρες του δίσκου δεν είναι τυχαίες: ο RobertFrippτων KingCrimsonδίνει το παρόν στα “ScaryMonsters”, “UpTheHillBackwards” και “Fashion”, ενώ ο PeteTownsendτων Whoκάνει την εμφάνισή του στο “BecauseYoureYoung”.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το στιχουργικό και ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο περιεχόμενο του άλμπουμ μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμα αναγκαίο Bowieδίσκο.


Επιλογές: Scary Monsters, It’s No Game (No 1), Ashes To Ashes, Fashion, Teenage Wildlife



5 # EchoAndTheBunnymenCrocodiles





Κόντρα στο κυρίαρχο ανεβαστικό ρεύμα που έμελλε να χαρακτηρίσει τα Eighties, αναπτύχθηκε στη Βρετανία – σαν φυτό που βλασταίνει στα σκοτάδια – ένα μουσικό κίνημα εσωστρεφές και υποχθόνιο. Ήταν οι εκπρόσωποι της Punkπου αντί να κοιτάζουν προς τα έξω, κοίταζαν πλέον προς τα μέσα. Η μουσική τους δεν ήταν τόσο επιθετική, μα ό,τι έχανε σε οργή το κέρδιζε σε εκείνο που θα λέγαμε «Υπαρξιακό Άγχος». Ήταν η νέα γενιά των Eightiesπου μόρφαζε απέναντι στην επίπλαστη πραγματικότητα των καιρών, που δεν καλύπτονταν από τις τεχνητές ανάγκες της εποχής – μα ούτε έβρισκε ανακούφιση στις άφθονες ιδεολογίες που επικρατούσαν.

Το εξώφυλλο του ντεμπούτου των EchoAndTheBunnymenCrocodiles” είναι απόλυτα χαρακτηριστικό. Νεαροί σ’ ένα δάσος που μοιάζει ψεύτικο, δέντρα ξεγυμνωμένα, ένας φωτισμός σχεδόν αλλότριος, τρομακτικός. Μα ταυτόχρονα – και αυτό ίσως είναι και το πιο τρομακτικό όλων – δείχνει παράξενα φιλόξενος.

«Δεν ξέρω τι θέλω, έλα να με σώσεις»,μας εξομολογείται στους στίχους ο Ian McCulloch, τραγουδιστής και κιθαρίστας της μπάντας. Η ειλικρίνειά του είναι γυμνή όσο τα δέντρα στο εξώφυλλο. Αυτή ήταν η άλλη πλευρά των χαρούμενων 80’s, σκοτεινή όσο η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Η βρετανική σκηνή του Post-Punkθα συνέχιζε σε αυτό τον ομιχλώδη δρόμο στα επόμενα χρόνια, χαράζοντας σε μεγάλο βαθμό τις μουσικές εξελίξεις της εναλλακτικής σκηνής. Δεν ήταν για όλους και ενίοτε θα έφτανε να μετατραπεί σε στερεότυπο – μα η πρώιμη αυτή εκδοχή του υπήρξε αυθεντική, αν μη τι άλλο. Με τον ίδιο τρόπο που είναι αυθεντικό το λογοτεχνικό άγχος ενός Κάφκα, η υπαρξιακή αναζήτηση ενός Καμύ, και οι εφηβικές αμφιταλαντεύσεις ενός Σάλιντζερ.


Επιλογές:Stars Are Stars, Monkeys, Crocodiles, Villiers Terrace



6 # TheCureSeventeenSeconds





Υπάρχουν δίσκοι που μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί μέσα σε συγκεκριμένα καιρικά φαινόμενα, με πρώτη ύλη τους το φως του ήλιου, τα σύννεφα, τη βροχή… ή το σκοτάδι. Το “SeventeenSeconds” των Cureείναι ό,τι ακριβώς βλέπουμε στο εξώφυλλό του: ομίχλη μετουσιωμένη σε ήχο. Συννεφιά πλασμένη σε νότες. Καταχνιά υποδυόμενη στίχους.

Είναι επίσης ο τέλειος δίσκος του Νοέμβρη. Όταν βλέπεις τον χειμώνα να ‘ρχεται και κλειδαμπαρώνεις το παράθυρο σου, γνωρίζοντας πως η συνέχεια θα είναι κρύα, πολύ κρύα.

Μα όχι ακόμα – όχι ακόμα. Ετοιμάζεις να πιεις ένα ζεστό ρόφημα, τρυπώνεις στο ζεστό σου πάπλωμα και… αναπολείς. Αφήνεσαι στο παρελθόν, θυμάσαι στιγμές που χάθηκαν, πλάθεις σκέψεις για στιγμές που θα ήθελες να έρθουν. Και προσπαθείς να εμποδίσεις την ομίχλη να διαπεράσει το κλειστό παντζούρι, να κλείσεις έξω τον χειμώνα – να διατηρήσεις ένα ζεστό, πάντα ζεστό καταφύγιο στη σκέψη σου. Μα η ομίχλη έρχεται και σου χαρίζει όνειρα…

Και χάνεσαι σε δάση που οι κορμοί των δέντρων μοιάζουν θαμμένοι σε μια θάλασσα καταχνιάς. Και αποζητάς εκείνο το κορίτσι που για μια στιγμή και μόνο είδες τη μορφή της – κι ύστερα χάθηκε, κι εσύ τρέχεις ξωπίσω να την πιάσεις, γνωρίζοντας πως αν τη χάσεις, θα χάσεις το όνειρο – θα ξυπνήσεις. Μα όσο την κυνηγάς τόσο βυθίζεσαι στον λαβύρινθο του ονείρου σου… και όσο βυθίζεσαι, να ξέρεις, τόσο πιο επώδυνο θα είναι το ξύπνημα.

Μα προς το παρόν το όνειρο είναι γλυκό, σχεδόν ευχάριστο. Και ας εισχωρεί, λίγο λίγο, ο χειμώνας απ’ το παράθυρο που άνοιξε…

Ναι – με αυτά τα λόγια θέλησα να περιγράψω αυτόν εδώ, τον δεύτερο δίσκο των Cure, κι ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ της δεκαετίας. Γιατί κάποιες φορές μπορείς να μιλήσεις μόνο μέσα από μεταφορές και παρομοιώσεις, πλάθοντας εικόνες σαν εκείνες που σου χαρίζει η μουσική του δίσκου.

Περισσότερα για τους Cureκαι την ιστορία τους μπορείτε να διαβάσετε σεαυτό εδώ το αφιέρωμά μου.


Επιλογές:A Forest (από ένα liveπου θα ήθελα πολύ να είχα ζήσει – το περίφημο RockInAthensτου 1985), PlayForToday, Three, M, AtNight



7 # JoyDivision - Closer




Το περιεχόμενο αυτού του δίσκου δεν είναι μουσική· είναι ένα εισιτήριο για τις βαθύτερες, τις πιο καταχωνιασμένες γωνιές της ψυχής. «Ένα ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου»,όπως τον περιέγραψε ο κιθαρίστας BernardSumner. Εκεί που έχει πάντα κρύο. Εκεί που είσαι πάντα μόνος. Δεν μπορείς ν’ ακούσεις αυτό το άλμπουμ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες – τα αισθήματα με τα οποία ξεχειλίζει είναι υπερβολικά γυμνά, υπερβολικά ειλικρινή.

Είναι αδύνατο να αποσυνδέσεις το περιεχόμενο αυτού του δίσκου από τη μοίρα του στιχουργού τους, Ian Curtis, ο οποίος δεν έζησε για να δει τα τραγούδια αυτά να κυκλοφορούν υπό το φως του ήλιου. Αυτοκτόνησε λίγο καιρό πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Στη σκιά της ψυχής του έζησαν, στη σκιά έμειναν για πάντα για εκείνον.

Το ειρωνικό είναι πως κανένας από τα υπόλοιπα μέλη των JoyDivisionδεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε μέσα στην ψυχή του τραγουδιστή τους. Σύμφωνοι, οι στίχοι φανέρωναν μια ψυχή βασανισμένη, έναν άνθρωπο που αγωνιζόταν να υπερκεράσει τη θλίψη του μέσω της τέχνης… μα δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως ήταν τόσο σοβαρό. Πως όλα αυτά τα εννοούσε. Ίσως να μην προσπάθησε και ο ίδιος να τους εξηγήσει – κουβαλούσε μέσα του τον πόνο του σαν κάτι βαθιά προσωπικό. Τον εξωτερίκευε έμμεσα με στίχους, μα παρέμενε κλειστός και απρόσιτος στην καθημερινότητά του. Ίσως η μοναδική του έκκληση για βοήθεια να ήταν αυτοί οι στίχοι, που και σήμερα τους ακούμε ανατριχιάζοντας.







Το “Closer” καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους δίσκους της Post-Punkσκηνής, μα η επιτυχία του δεν στηρίχτηκε μόνο στο θάνατο του IanCurtis– ούτε στη φήμη που εξάπλωσε, αγγίζοντας τα όρια της μυθοποίησης. Υπάρχει πραγματικά καλή μουσική εδώ μέσα. Το ατμοσφαιρικότερο άλμπουμ των JoyDivision, ένας δίσκος που ντύνει την εσωστρέφεια με νότες, η επιδραστικότητα του οποίου έμελλε να είναι καθοριστική για όλη τη μεταγενέστερη εναλλακτική βρετανική σκηνή. Δεν πρέπει να παραλείπουμε, εξάλλου, πως η μουσική ήταν δημιούργημα των εναπομεινάντων, πλην του IanCurtis, μελών του συγκροτήματος – η εκτενής χρήση των πλήκτρων και του συνθεσάιζερ αποκαλύπτει εν μέρει την κατεύθυνση που θα έπαιρναν στο μέλλον, ως NewOrder. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε πως θα ήταν το μελλοντικό συγκρότημα αν είχαν τον IanCurtisανάμεσά τους.

Μα τον καιρό που γράφονταν αυτά τα τραγούδια κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Ακόμα και αυτό το εξώφυλλο, το τόσο θλιβερό και όμορφο, κανείς δεν είχε φανταστεί πόσο αληθινό θα φάνταζε μετά την κυκλοφορία του – η επιλογή του είχε γίνει καιρό πριν.

Ευτυχώς, οι εναπομείναντες JoyDivisionσυνέχισαν – η επιθυμία τους να ζήσουν και να δημιουργήσουν ήταν που μας αποκάλυψε τα τραγούδια ενός δίσκου που θα μπορούσε να είχε μείνει για πάντα καταχωνιασμένος στη σκιά. Ένας δίσκος που ξεκίνησε ως ένα μουσικό άλμπουμ… και κατέληξε ένας αποχαιρετισμός.

Pushed to the limit, we dragged ourselves in,
Watched from the wings as the scenes were replaying,
We saw ourselves now as we never had seen.
Portrayal of the trauma and degeneration,
The sorrows we suffered and never were free.


Επιλογές: Decades, Twenty Four Hours, The Eternal, A Means To An End, Isolation



8 # BauhausInTheFlatField







Ναι λοιπόν, έχεις πεθάνει. Είσαι νεκρός, το ξέρεις πως είσαι. Θυμάσαι καλά τις τελευταίες σου στιγμές. Μα τότε πως γίνεται και σκέφτεσαι; Πως γίνεται και κοιτάζεις γύρω σου, πως αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο;

Δεν είσαι πνεύμα – έχεις σάρκα και οστά, το βλέπεις με τα μάτια σου. Μα – πράγμα παράξενο – η σάρκα σου έχει μια ωχρή, σχεδόν ασπρουλιάρικη απόχρωση.

Οι πρώτες νότες και τα εναρκτήρια φωνητικά του “DarkEntries” δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για αμφιβολίες: είναι η ώρα μετά τις ώρες, όταν ο ήλιος πια δεν έχει δύναμη. Η ώρα που οι βρικόλακες αλωνίζουν τη γη που μακάρια ονειρεύεται.

Κι όμως – το ντεμπούτο των Bauhaus, ο δίσκος που θα λέγαμε πως γέννησε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την σκηνή του GothicRock, δεν απέσπασε καλές κριτικές όταν κυκλοφόρησε. Ανούσιο τον χαρακτήρισαν, αδιάφορο, επιτηδευμένο. Και σήμερα δεν υπάρχει κριτικός που να μην πίνει κρασί στο όνομά του – πράγμα που μας λέει λιγότερα για τον ίδιο το δίσκο και περισσότερα για τους επονομαζόμενους κριτικούς που υπάρχουν γύρω μας.

Καμία φωνή δεν έμοιαζε με του PeterMurphy– πραγματικά νομίζεις πως τραγουδάει ένα βαμπίρ. Αλλού βαθιά και σχεδόν αισθαντική – και αλλού οξεία, διαπεραστική, αλλοπαρμένη, σχεδόν στριγγλίζοντας. Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε η μουσική ταμπέλα του “gothic”. Το “InTheFlatField” υπήρξε εκείνη η πλευρά του Post-Punkπου ερωτεύτηκε το σκοτάδι. Σύντομα θα άνοιγε στο Λονδίνο το περίφημο “Batcave”, όπου θα συνασπίζονταν, σαν ορδή νυχτερίδων, τα παιδιά της νύχτας. Οι punksπου εγκατέλειψαν το πανκ για χάρη ενός σκοτεινού ρομαντισμού. Ενός ρομαντισμού που ξυπνάει πάντα μετά τις Δώδεκα τα Μεσάνυχτα.

Επιλογές: Dark Entries, Double Dare, Stigmata Martyr, Nerves



9 # SiouxsieAndTheBansheesKaleidoscope





Οι πρώτες ανατριχιαστικές εκείνες νότες του “HappyHouse” – το τραγουδιού με το οποίο ανοίγει ο δίσκος – θα αρκούσαν από μόνες τους για να τον συμπεριλάβω στη λίστα με τα κορυφαία της δεκαετίας. Η μορφή της Siouxsie, του ανθρωπόμορφου θηλυκού πάνθηρα που έθεσε τα θεμέλια για ολόκληρο το κατοπινό “gothlookστις γυναίκες θα ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος. Μα αυτά δεν αποτελούν παρά το κερασάκι στην τούρτα.

Μια τούρτα καταμεσής ενός ολάνθιστου γαμήλιου τραπεζιού, στο μέσο μιας αραχνιασμένης αίθουσας, στα άδυτα ενός παρανοϊκού σπιτιού. Ενός σπιτιού γεμάτο από ηχώ, άδειο από ανθρώπους.

Το “Kaleidoscope” είναι ο τρίτος δίσκος των SiouxsieandtheBanshees– και ο σκοτεινότερός τους μέχρι τότε. Αρκεί να ακούσετε κομμάτια όπως το “Tenant” και το “LunarCamel” για να αισθανθείτε πως τα φώτα χαμηλώνουν γύρω σας και πυκνώνουν οι σκιές. Τραγούδια σαν το “RedLight” θυμίζουν κάποιο παγωμένο βιομηχανικό θάλαμο. Κρύο, μηχανικό, μα και βαθιά ερωτικό. Βαθιά ερωτική η φωνή της Siouxsie (προφέρεται: Σούζι) και παγωμένο το φιλί της.

Βρισκόμαστε σε μια κομβική περίοδο. Δίσκοι όπως αυτός, το “SeventeenSeconds” των Cureκαι το “InTheFlatField” των Bauhaus (όλοι του 1980) γέννησαν το Goth– τότε, που ακόμα δεν ονομαζόταν έτσι και γι’ αυτό ήταν αυθεντικό. Αν μάλιστα σε αυτούς προσθέσουμε το ολικό ξεγύμνωμα ψυχής που ονομάζεται “Closer”, έχουμε μπροστά μας το απόλυτο αντίβαρο στην εύθυμη πλευρά της δεκαετίας του 80 – κι έναν από τους συναρπαστικότερους προλόγους στη μουσική της.

Κλείνω με το “Christine”. Κατά τη γνώμη μου το τραγούδι-επιτομή της Siouxsie, ένα κομμάτι χαμηλών τόνων και κολλητικού, σχεδόν υπνωτικού ρυθμού, που σε ανατριχιάζει περισσότερο για εκείνα που δεν αποκαλύπτει, παρά για όσα αποκαλύπτει. Ποια είναι λοιπόν η Christine, το “strawberrygirl”, η “bananasplitlady”;

Επιλογές: Christine, Happy House, Tenant, Red Light



10 # KillingJokeKillingJoke





Λένε να μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του – μα στην περίπτωση της μουσικής μάλλον δεν ισχύει αυτό. Το ομότιτλο ντεμπούτο των KillingJokeΕΙΝΑΙ το εξώφυλλό του: μετά-αποκαλυπτικό, ατμοσφαιρικό, κρύο, σκληρό, αντισυμβατικό. Ένα ακατέργαστο διαμάντι της undergroundPost-Punkπου έφτασε να επηρεάσει μια πανσπερμία καλλιτεχνών του σκληρού ήχου – από τους Soundgardenκαι τους NineInchNails, στους Metallicaκαι τον MarilynManson.

Η μουσική του δίσκου θυμίζει κάποιο παγωμένο θάλαμο που γίνονται γενετικά πειράματα. Ίσως πάλι μοιάζει με βόμβα που εξαπολύεται σε γραφείο κάποιας πολυεθνικής. Ίσως και να παραπέμπει σε έναν κόσμο μετά την καταστροφή – εκεί που οι άνθρωποι ζουν σε κλειστές ομάδες, σκόρπιοι εδώ κι εκεί, κάτω από το έδαφος, ενώ η γη ψήνεται στον πυρετό ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Οι KillingJokeαγνοούν τις μουσικές κατηγοριοποιήσεις. Είτε περιγράψεις αυτόν τον δίσκο ως Post-Punk, είτε ως πρώιμο Metal, είτε ως Proto-Industrial, είτε ακόμα και ως Funk (ο ρυθμός του μπάσου αρκεί) μέσα θα πέσεις.

Το απόλυτα βιωματικό soundtrackτης ολικής καταστροφής.


Επιλογές: Wardance, The Wait, Complications, Primitive



11 # Dead Kennedys – Dead Fruit for RottingVegetables






Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής μέχρι τον ερχομό της Χιπ Χοπ, το Punkήταν περισσότερο οι στίχοι του, παρά η μουσική του. Ο λόγος είναι απλός: μπορείς να κατανοήσεις το Punkχωρίς τη μουσική – μα χωρίς τους στίχους, όχι. Είναι η γροθιά με νότες στο καλοφτιαγμένο μούτρο του κάθε βολεμένου, η ροχάλα που εκσφενδονίζεται στην αστραφτερή βιτρίνα του πολιτικού εφησυχασμού.

Δεν ήταν απαραίτητα όλα τα Punkσυγκροτήματα σκεπτόμενα – κάποιες φορές η αντίδραση έμοιαζε περισσότερο με τυφλά αντανακλαστικά κάποιου οργισμένου εφήβου, παρά με ενσυνείδητη κριτική τοποθέτηση. Μα οι DeadKennedysδεν ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Οι στίχοι του JelloBiafraείναι πανέξυπνοι, βαθιά σαρκαστικοί, εναρμονίζοντας το χιούμορ με τον πολιτικό ακτιβισμό. Και αυτός εδώ, ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος, ανήκει δικαιωματικά στα σημαντικότερα άλμπουμ στην ιστορία της Punkμουσικής.

Το “KillThePoor” προτείνει μια «λύση» για εκείνα τα… ενοχλητικά ζητήματα, που σαν μύγες ταλαιπωρούν τους πολιτικούς αρχηγούς, όπως η ανεργία και η φτώχεια: πολύ απλά, να ξεπαστρέψουν όλους τους φτωχούς και να ησυχάσουν με δαύτους.

The sun beams down on a brand new day
No more welfare tax to pay
Unsightly slums gone up in flashing light
Jobless millions whisked away
At last we have more room to play
All systems go to kill the poor tonight








Το “WhenYaGetDrafted” αποκαλύπτει τις αρετές της στρατιωτικής ζωής.

Economy is looking bad
Let's start another war when ya get drafted
Fan the fires of racist hatred
We want total war when ya get drafted

Όσο αφορά το “CaliforniaÜberAlles”… εδώ αποκαλύπτεται πως ο φασισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές – ακόμα κι εκείνη ενός χαρούμενου προσώπου. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο τίτλος παραπέμπει στους εναρκτήριους στίχους του γερμανικού εθνικού ύμνου:“ Deutschland, Deutschland über alles” (“Η Γερμανία υπεράνω όλων”) –στίχοι οι οποίοι καταργήθηκαν μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ το 1945.

Αναρωτιέμαι πόσοι εθνικοί ύμνοι περιλαμβάνουν αντίστοιχους στίχους, που τονίζουν την υποτιθέμενη ανωτερότητα του συγκεκριμένου έθνους, έναντι των άλλων.

Zen fascists will control you
100% natural
You will jog for the master race
And always wear the happy face


Επιλογές: Holiday In Cambodia, Kill The Poor, When Ya Get Drafted, California Über Alles, Drug Me.




12 # XLosAngeles





Αυτό δεν είναι το ηλιόλουστο L.A. των Media, κύριοι. Δεν είναι το L.A. με τις ηλιοκαμένες παραλίες, τους αστραφτερούς ουρανοξύστες και τις κοπέλες με τα πελώρια στήθη. Δεν είναι το L.A. των λευκών χαμόγελων και των αιώνιων υποσχέσεων. Όχι.

Αυτό το L.A. είναι σάπιο. Ζέχνει μπόχα υποκρισίας, αποφορά ναρκωτικών, κακοσμία πουλημένου σεξ, μυρωδιά κάλπικων Media, αέρα βίας και αδικίας. Μόνο η φωτιά μπορεί να βάλει τέρμα στη μιζέρια του.

SexandDyingInHighSociety” δηλώνουν ευθαρσώς οι Xσε αυτόν εδώ, τον πρώτο τους δίσκο – μία φράση που αρκεί για να περιγράψει το περιεχόμενό του.

Αυτό είναι το αμερικανικό Punkσε μία από τις διαχρονικότερες στιγμές του. Παρέα με τους DeadKennedysοι Xξεχώρισαν από νωρίς ως μία μπάντα με σκεπτόμενους στίχους και ουσιώδεις μουσικές ικανότητες – συγκριτικά με άφθονους άλλους θιασώτες της punk. Αρκεί να ακούσετε την κιθάρα σε τραγούδια όπως το “TheUnheardMusic” ή τις βαθιές επιρροές από Rockabillyπου διέπουν το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου – ενός δίσκου φλογερού στο περιεχόμενο, μα και απίστευτα ευχάριστου στο άκουσμα. Ενός δίσκου που σε κάνει να θες να χορέψεις και να τα διαλύσεις όλα – ταυτόχρονα. Για να μην αναφερθώ στην παρουσία του RayManzarek (των Doors) στα πλήκτρα μα και την παραγωγή του άλμπουμ – δεν είναι καθόλου τυχαία η διασκευή στο “SoulKitchen”. Αν οι Doorsεπαιζαν punkκαι είχαν περισσότερο κοινωνικό στίχο, ίσως ηχούσαν κάπως έτσι.

Κλείνω μεταφράζοντας ένα στιχάκι, που ομολογώ γουστάρω πολύ. “Δεν υπάρχουν άγγελοι… Μα οι διάβολοι παίρνουν πολλές μορφές”.


Επιλογές: Johnny Hit and Run Paulene, Nausea, Soul Kitchen, The Unheard Music, The World's a Mess; It's in My Kiss



13 # WipersIsThisReal?






Το “IsThisReal” ολοκληρώνει την τριάδα των punkδίσκων που επέλεξα για το έτος 1980 – μια χρονιά που δεν ήταν καθόλου άσχημη για το αμερικανικό πανκ τελικά.

Αρκετός κόσμος έμαθε τους Wipersστα 90’s, όταν ο KurtCobainδιασκεύασε τα “ReturnOfTheRat” και “D-7” και συμπεριέλαβε τους Wipersστη λίστα των συγκροτημάτων που τον επηρέασαν. Δεν ήταν λίγοι τότε εκείνοι που ανέτρεξαν στα περασμένα και ανέσυραν την τριάδα των Wipersαπό την άγνοια, τοποθετώντας τη εκεί που της αξίζει: στο βάθρο των κορυφαίων πανκ συγκροτημάτων της αμερικανικής σκηνής.

Το “IsThisReal?” είναι το ντεμπούτο τους. Ωμό και ακατέργαστο (όπως οφείλει να είναι ένα πανκ ντεμπούτο), παρέχοντας ωστόσο στιγμές γνήσιας πανκ ευδαιμονίας. Ομολογουμένως η παραγωγή του δίσκου μειώνει ως ένα βαθμό τη δύναμη του περιεχομένου του. Μα και ο πιο αυστηρός ακροατής οφείλει να αναγνωρίσει την δύναμη συνθέσεων όπως τα “UpFront”, “AlienBoy”, “D-7”, και “WindowShopForLove” (το τελευταίο ανήκει στα top-10 αγαπημένα μου πανκ τραγούδια όλων των εποχών).

Ακούγοντας τους Wipersεν έτει 1980 νομίζεις πως βλέπεις μια μικρογραφία εκείνου που θα εξελισσόταν κάποια χρόνια μετά σε συγκροτήματα όπως οι Melvins, οι Mudhoneyκαι οι Nirvana. Με άλλα λόγια, εδώ βρίσκεται η ουσία του μελλοντικού Grunge. Όλη η ορμή, όλο το χυμαδιό, όλη η γνησιότητα – πριν γίνει κι αυτό ένα εμπόρευμα.


Επιλογές:Window Shop For Love, Up Front, Alien Boy, D-7, Return Of The Rat



14 # TheClashSandinista!






Μετά το “LondonCalling” ο κόσμος ήταν δικός τους. Τα όρια είχαν γκρεμιστεί, τα σύνορα αποκαλύφτηκαν μια πλάνη. Πίσω από τους τεχνητούς διαχωρισμούς των κρατών, της γλώσσας και της πολιτικής δεσπόζει η μία, πάντα ενιαία, κοινή ανθρώπινη λαλιά. Και αν έχει ένα σκοπό η μουσική είναι να αποκαλύψει αυτή ακριβώς την ψευδαίσθηση των ορίων, να σπάσει τους διαχωρισμούς, να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά.

Κάποιες φορές το ίδιο το μέσο είναι το μήνυμα. Πως γίνεται να μιλάς μια διεθνή – ή διεθνιστική, αν προτιμάτε – γλώσσα, επιμένοντας σε ένα και μόνο είδος μουσικής; Γιατί να μην ενσωματώσεις άφθονες από τις μουσικές του κόσμου στο προσωπικό σου ύφος; Αν επιθυμείς να σπάσεις τις διαχωριστικές ταμπέλες ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί να μην αρχίσεις από την ίδια σου τη μουσική.

Αυτό έκαναν οι Clashλοιπόν. Αναμφισβήτητα η πιο πολυδιάστατη από τις αυθεντικές punkμπάντες, σε αυτόν εδώ τον τέταρτο δίσκο τους αποφάσισαν να ξεπεράσουν κάθε μουσικό όριο, συνδυάζοντας στοιχεία από rockabilly, reggae, dub, calypso, disco, funk, jazz, gospelκαι rap. Το αποτέλεσμα ήταν ένας κολοσσός τριών δίσκων και 36 συνολικά κομματιών και ένα από τα πιο συναρπαστικά εγχειρήματα στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Όσο αφορά τον τίτλο του δίσκου; Να θυμώσουμε πως βρισκόμαστε στο 1980, τον καιρό που οι Sandinistasείχαν πάρει τα ηνία στη Νικαράγουα – και οι Clash, πάντα πολιτικοποιημένοι, πάντα σκεπτόμενοι, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με ενδιαφέρον.

Σε αντίθεση με την σαρωτική κριτική αποδοχή του “LondonCalling”, το “Sandinistas!” άφησε μεικτές εντυπώσεις στην αρχή. Κάποιοι θεώρησαν το εγχείρημα των Clashυπερφίαλο και υπερβολικά μεγάλο σε έκταση – ο δίσκος θα ήταν εξαιρετικός αν κοβόταν κατά το ήμισυ περίπου και τα υπόλοιπα τραγούδια έμεναν απέξω. Ωστόσο οι όποιες κριτικές δεν εμπόδισαν το άλμπουμ να κατακτήσει τις πρωτιές του – και με το πέρασμα των χρόνων να ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο στην εκτίμηση του κόσμου, καθιστώντας το ένα από τα απόλυτα crossoverάλμπουμ όλων των εποχών.

Προσωπικά, αν με ρωτάτε, αν έπρεπε να επιλέξω 30-40 αγαπημένους δίσκους από τους 300 που θα συμπεριλάβω σε αυτό το αφιέρωμα, το “Sandinistas!” θα βρισκόταν ανάμεσά τους. Δεν είναι μόνο η μουσική ποικιλομορφία του δίσκου… ούτε η βαθιά κοινωνική ευαισθησία του… μα η γενικότερη αντίληψη που το χαρακτηρίζει. Πέρα από όρια, πέρα από σύνορα, πέρα από ταμπέλες – εκεί που η μία και ενιαία γλώσσα της τέχνης μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους.


Επιλογές:Washington Bullets, The Magnificent Seven, Hitsville UK, Police On My Back, The Call Up, Somebody Got Murdered, The Leader, Broadway, Let’s Go Crazy







15 # TheSpecialsMoreSpecials





Αν αυτός ο δίσκος ήταν ζώο, υποθέτω θα ήταν μία από εκείνες τις ραβδωτές καμήλες των εξωτικών νησιών, οι οποίες τρέφονται με εκλεκτή μεξικάνικη τροφή και δροσίζουν το λαρύγγι τους με πίνα κολάντα. Δεν έχει σημασία που δεν υπάρχει ζώο σαν αυτό που σας περιέγραψα – το γεγονός πως το φανταστήκατε και μόνο αρκεί.

Η Skaγεννήθηκε στα 60’s, μα η δεκαετία του 70 και του 80 αγκάλιασε εκ νέου τους τζαμαϊκανούς μουσικούς ρυθμούς, όπως είχε κάνει με τη Reggae. Ο άνεμοςελευθερίας που έφεραν αυτές οι μουσικές προσέλκυσαν το νεαρόκοσμο των καιρών, πολλοί δε ανάμεσά τους ανήκαν στην πρώτη εκείνη γενιά της Punk, που αναζητούσε στη μουσική τόσο μια διέξοδο, όσο και μια μορφή αντίδρασης στην αυξανόμενη καταπίεση της θατσεριανής/νεοφιλελεύθερης εποχής. Αν το Πανκ ήταν η θρυμματισμένη βιτρίνα της απογυμνωμένης κοινωνίας, η Σκα – παρέα με το ξαδερφάκι της, τη Ρέγκε – υπήρξε το παράθυρο με θέα στη θάλασσα που δρόσιζε τους εξαγριωμένους αντιρρησίες. Και οι Specialsανήκαν στα συγκροτήματα εκείνα που αποτέλεσαν τον τέλειο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα μουσικά αυτά είδη.

Με αυτόν εδώ το δεύτερό τους δίσκο, οι Specialsαποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη μουσική ποικιλομορφία, συνδυάζοντας τη Ska, τη Reggae, τον ρετρό ήχο των Fifties, στοιχεία από Mariachiκαι Western, μια υποψία 60’sJamesBond, ως και ορισμένες δόσεις από μουσική lounge, μα και μια γενικότερη διάθεση πειραματισμού. Όλα αυτά ενδεδυμένα με εκείνη την απαραίτητη punkαισθητική, αντιπολεμικούς στίχους και extra-coolδιάθεση. Περισσότερο coolκι από εκείνη την παγωμένη πίνα κολάντα.

Δίσκος που όσο ακούς, τόσο μεθάς με τη μουσική του. Ακόμα και αν οι Specialsδεν έμελλε να αγγίξουν ξανά τα ύψη που άγγιξαν με τα πρώτα δυο άλμπουμ τους, το εισιτήριο για την Ουτοπία αν μη τι άλλο πρόλαβαν να μας το χαρίσουν. Μένει να επιχειρήσουμε εκ νέου το ταξίδι λοιπόν. Hραβδωτή καμήλα μας περιμένει.

Επιλογές:Hey Little Rich Girl, Rat Race, Enjoy Yourself, Sock It To Em J.B., International Jet Set



16 # TheB-52’sWildPlanet





Οι βιβλιοφάγοι και ειδικά οι φίλοι της Επιστημονικής Φαντασίας γνωρίζετε σίγουρα το “HitchhikersGuideToTheGalaxy” – την ανεπανάληπτη αυτή σειρά του DouglasAdams (πρέπει κάποια μέρα να γράψω ένα αφιέρωμα) που αναποδογύρισε το Σύμπαν, του αφαίρεσε την πάνα και του έδωσε μερικές ξυλιές στον πισινό – επειδή τόλμησε να είναι τόσο μεγάλο και απέραντο. Και έπειτα έριξε λίγη πούδρα πάνω του, για να δείξει πως παρόλ’ αυτά το αγαπά.

Έχω την αίσθηση πως ο πρώτοι δύο δίσκοι των B-52’sθα ήταν ιδανικό συνοδευτικό soundtrackγια την αναφερόμενη σειρά βιβλίων. Το “WildPlanet” είναι το δεύτερο άλμπουμ τους και το μενού περιλαμβάνει: 60’sπερούκες, surfguitarρυθμοί, διαστημική ποπ αισθητική, σεξουαλικά προκλητικές πινελιές και μια ατελείωτη δόση τρέλας. Εκεί που το πολύχρωμο πνεύμα της δεκαετίας του 60 σμίγει με το υγιές κιτς των 80’s. Το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό.

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των B-52’s: η αισιόδοξη και αλλοπαρμένη συνάμα διάθεση που σου προκαλεί η μουσική τους· και η μοναδικότητά τους. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλη μπάντα σαν αυτούς.

Επίσης: είναι από τους δίσκους που ακούς και θες να χορέψεις, ή ακόμα καλύτερα, να κάνεις σεξ. Και αν δεν έχεις σύντροφο διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή, έστω, όπως τη βολέψεις. Πόσες και πόσες φορές δεν χορεύουμε μονάχοι, εξάλλου. Ναι, για χορό μιλάμε, σωστά; Party out of bounds!

Επιλογές:Private Idaho, Party out Of Bounds, Strobe Light, Give Me Back My Man



17 # Pretenders – Pretenders






Attitude! Νατοπρώτοπουσκέφτεσαιότανφέρνειςκατάνουτηντραγουδίστριατων Pretenders, Chrissie Hynde. Να μια γυναίκα που δε μασάει, λες. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η επιρροή που άσκησε ως και στη Madonna– μένοντας στο θέμα της αίσθησης ανεξαρτησίας και της δυναμικής που ανέδυε. “Να μια γυναίκα που δε μασάει, σ’ έναν κόσμο αντρών”, όπως την είχε χαρακτηρίσει. Παρέα με τη Blondieκαι τη Siouxsieέδειχναν το δρόμο προς μια εναλλακτική προσέγγιση στο ροκ της δεκαετίας του 80.

Ή όπως λέει η ίδια η Chrissieστον παρών δίσκο: “Baby, FuckOff”.

Το παρόν ντεμπούτο των Pretendersθεωρείται από πολύ κόσμο ως ένα από τα κορυφαία ντεμπούτα της δεκαετίας. Και είναι γεγονός πως οι ίδιοι οι δημιουργοί του δεν το ξεπέρασαν. Η αυθεντικότητα του Punkσυναντάει τους πειραματισμούς του NewWaveκαι την πιασάρικη δόμηση της Ποπ. Οι αεράτες ερμηνείες της ChrissieHyndeτις κιθάρες του JamesHoneyman-Scott. Το αποτέλεσμα είναι ένας εξαιρετικά ποικιλόμορφος δίσκος, του οποίου κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το άλλο. Από την έκρηξη του “ThePhoneCall”, στην ευαισθησία του “Kid” και από τον υπνωτικό, σχεδόν αισθησιακό ρυθμό του “PrivateLife” στο απόλυτα ανεβαστικό “BrassInPocket” – το τελευταίο θα μπορούσε να ιδωθεί και ως το τέλειο ραδιοφωνικό χιτ.

Μα μην σας παρασέρνει το popπερίβλημα – μέσα του ο δίσκος κοχλάζει.


Επιλογές: The Phone Call, Precious, Kid, Space Invader, Brass In Pocket



18 # REOSpeedwagonHighInfidelity





Οι REOSpeedwagonέχαιραν ήδη μια σχεδόν δεκαετή πορεία στο χώρο της ροκ μουσικής – μα ήταν σε αυτόν εδώ το δίσκο που εκτοξεύτηκαν στο mainstreamκαι κατέκλυσαν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου. Λιγότερο σκληροί συγκριτικά με τον παλιότερό τους ήχο, περισσότερο εμπορικοί, μα κατέχοντας το κοκαλάκι της νυχτερίδας – εκείνο που γνωρίζει πώς να γράφει τα τέλεια χιτ. Ξέρετε – εκείνα τα τραγούδια που τα ακούς μια φορά και σου κολλάνε και μετά σιγοτραγουδάς όλη τη μέρα, ξανά και ξανά και ξανά.

Τέτοιαυπήρξανλοιπόντα“Keep On Loving You”, “Take It On The Run”, “Tough Guys”, “Out Of Season” και“Follow My Heart”. Τραγούδια που μοιάζουν πασπαλισμένα με κάποια από εκείνες τις ξυλόκολλες, που αν κολλήσουν κάτι δεν ξεκολλάει με τίποτα – αντίστοιχα μένουν κι αυτά σε σένα αν τα ακούσεις.

Λίγα χρόνια μετά οι REOSpeedwagonθα παρέδιδαν κι ένα “CantFightThisFeeling” αποτελειώνοντάς μας πλήρως. Γλυκανάλατα; Ίσως. Μα άντε να σου ξεκολλήσουν έτσι και τ’ ακούσεις μια φορά…


Επιλογές: Keep On Loving You, Out Of Season, Follow My Heart, Take It On The Run



19 # IronMaidenIronMaiden





Στενά νυχτερινά σοκάκια κάποιας αστικής γειτονίας· ο αντίλαλος από το τρεχαλητό κάποιου παρανόμου· αχτίδες που μόλις δραπέτευσαν απ’ το φεγγάρι· το μεγάλο ρολόι που χτυπά υπόκωφα στη σιγαλιά· ομίχλη που ξεχύνεται σαν αίμα από πληγή· μια πόρτα που τρίζει· μουσικές συμφωνίες κάποιου μασκοφόρου· η Μάργκαρετ Θάτσερ νεκρή από το χτύπημα ενός τέρατος· ένας κόσμος που αλλάζει· το τέρας που ξυπνά και σε κοιτάζει. Τώρα όλα ξεκινούν.

Το ντεμπούτο των IronMaidenπαραμένει ένας από τους κορυφαίους δίσκους στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Καταμεσής του σκληροπυρηνικού πολιτικού κλίματος των αρχών της δεκαετίας του 80, δεν ήταν λίγοι οι νέοι στα αστικά κέντρα και τις εργατικές γειτονιές της Βρετανίας που έπιασαν μια κιθάρα και αναζήτησαν μια διέξοδο μέσω της μουσικής. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη μπολιασμένη από τον χείμαρρο του Punk– το μόνο που έμενε ήταν μια επιστροφή στις μουσικές ρίζες των 70’sκαι μια απόπειρα να συνταιριάξουν η ορμητικότητα του πρώτου, με τις μουσικές αναζητήσεις των κλασικών συγκροτημάτων της περασμένης δεκαετίας. Κάπως έτσι λοιπόν, καταμεσής της ομιχλώδους, υγρής βρετανικής νύχτας, γεννήθηκε το NewWaveOfBritishHeavyMetal (NWOBHM). Oι IronMaidenυπήρξαν οι σημαιοφόροι του και ο Eddieη μασκότ του.

Ο πρώτος δίσκος των Maidenδιατηρεί μια αίσθηση φρεσκάδας και μια γνήσια διάθεση αλητείας, εφάμιλλη με εκείνη των συγκροτημάτων του Punk, που δεν έμελλε να δούμε στη συνέχεια του συγκροτήματος. Σε αυτό παίζουν ρόλο αφενός το κλίμα των καιρών και αφετέρου η χαρακτηριστική χροιά του τότε τραγουδιστή, PaulDiAnno– η φωνή του θυμίζει διάλεκτο κάποιας συμμορίας των δρόμων. Οι στίχοι του μπασίστα SteveHarrisαποτίνουν φόρο τιμής στην ατομική ελευθερία, πέρα από δεσμούς και όρια, ενώ παράλληλα φανερώνουν μια διάθεση απόδρασης σε κάποιον άλλο, βαθύτερο και πιο αυθεντικό κόσμο, εκεί που η φαντασία σμίγει με την πραγματικότητα. Τα τελευταία έμελλε να γίνουν σήματα κατατεθέντα του HeavyMetal.

Όσο αφορά τη μουσική; Από τον πηγαίο αυθορμητισμό ενός “RunningFree” στην αμεσότητα ενός “Prowler”, από τον λυρισμό ενός “RememberTomorrow” στη συμφωνική πανδαισία ενός “PhantomOfTheOpera” και από τη μελαγχολία ενός “StrangeWorld” στην ανόθευτη εφηβική διάθεση ενός “IronMaiden”… δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό έργο υψηλότατων προδιαγραφών. Οι ίδιοι οι Maidenέμελλε να δώσουν πολλά ακόμα κλασικά άλμπουμ, μα κανένα δεν έμοιαζε στο στυλ και τη διάθεση του ντεμπούτου τους.

Ναι – η νύχτα που για πρώτη φορά ξεχύθηκε ο Eddieστα στενά και τα σοκάκια της Αγγλίας ήταν μια χαρμόσυνη νύχτα για την ιστορία της μουσικής.


Επιλογές:The Phantom Of The Opera, Prowler, Remember Tomorrow, Strange World, Running Free



20 # BlackSabbathHeavenAndHell





Αν περάσεις απ’ τον Παράδεισο μια μέρα… αν διασχίσεις τα στενά που οι θνητοί απαγορεύεται να βλέπουν… και αν πετύχεις εκείνους τους αγγέλους που καπνίζουν, κάνοντας ρεπό απ’ την καταναγκαστική θεάρεστη εργασία τους και σχολιάζοντας πώς να αναποδογυρίσουν την τάξη των πραγμάτων… σε παρακαλώ τότε να θυμηθείς τα ακόλουθα λόγια ενός σοφού – που δεν ήταν ούτε άγγελος, ούτε διάβολος, μα κάτι καλύτερο και απ’ τα δυο μαζί:

“Ο εραστής της ζωής δεν είναι ποτέ αμαρτωλός” – έτσι αντήχησαν τα λόγια του, σκορπίζοντας με κόκκινο κρασί  τα στεγνά, ανηδονικά ως τότε σύννεφα. Και συνέχισε ως εξής:

“Η ζωή, λένε, είναι ένα καρουζέλ. Γυρίζει τόσο γρήγορα κι εσύ πρέπει να το καβαλήσεις σωστά για να μην πέσεις. Και ο κόσμος είναι γεμάτος βασιλείς και βασίλισσες, που τυφλώνουν τα μάτια σου και κλέβουν τα όνειρά σου… Και σου λένε πως το άσπρο είναι μαύρο και πως το φεγγάρι δεν είναι παρά ο ήλιος μες στη νύχτα… Και αν βαδίσεις, λένε, σε χρυσοστολισμένες αίθουσες θα κρατήσεις όλο το χρυσό που ρέει…

Κι εσύ, ανόητε, τους πίστεψες! Ανόητε, δεν ήξερες πως πρέπει να χορέψεις – και να ματώσεις, να ματώσεις χορεύοντας; Δεν ήξερες πως πρέπει να χύσεις αίμα ενώ χορεύεις… να χύσεις αίμα όσο αγαπάς;

Ανόητε… συνεχίζεις να τους πιστεύεις.

Συνεχίζεις να πετάς στα σύννεφα και να αγνοείς τους αγγέλους που καπνίζουν στη γωνιά τους – κάνοντας σχέδια πώς να ανατρέψουν την τάξη των πραγμάτων… ποτίζοντας με κρασί, κόκκινο σαν αίμα, πηχτό σαν σπέρμα, τα τόσο λευκά, τόσο μονότονα, τόσο βαρετά σύννεφα.

Κι εγώ, κύριοι, μόλις σας περιέγραψα το “HeavenandHell” των BlackSabbath. Με το μόνο τρόπο που ένιωσα πως με εκφράζει. Εκεί που η φαντασία του RonnieJamesDioέσμιξε με τη μουσική ιδιοφυία ενός TonyIommi… Εκεί που οι BlackSabbathχαιρέτησαν τη δεκαετία του 80 με ένα τόσο διαφορετικό, μα τόσο Sabbathδίσκο… και τα υπόλοιπα είναι μουσική ιστορία.

Μουσική, είπα; Με συγχωρείτε – ξέρουμε καλά πως είναι κάτι παραπάνω.

“The closer you get to the meaning
The sooner you'll know that you're dreaming”


Επιλογές: Heaven And Hell, Neon Knights, Children Of The Sea, Die Young






21 # OzzyOsbourneBlizzardOfOzz





Κι ενώ η παλιοπαρέα του συνέχιζε το δρόμο της με μπροστάρη τον RonnieJamesDio, oOzzyOsbourneγύριζε τη σελίδα στο προσωπικό του μουσικό βιβλίο. Το “BlizzardOfOzz” αφενός ξεδίπλωσε τον metalήχο της νέας δεκαετίας… και αφετέρου εκτόξευσε τον Ozzyσε νέα ύψη δημοσιότητας. Ο χωρισμός του με τους Sabbathείχε αποδώσει καρπούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως ο συγκεκριμένος, πρώτος δίσκος του, παραμένει αξεπέραστος – τουλάχιστον μεταξύ των σόλο δίσκων της δεκαετίας του 80, μια που τα “NoMoreTears” και “Ozzmosis” των 90’sομολογουμένως είναι καταπληκτικά άλμπουμ.

Μα το “BlizzardOfOzz” ανήκει στα Eighties– και αποπνέει αέρα Eighties. Αυτό είναι το metalτης νέας δεκαετίας: δυναμικό και μελωδικό ταυτόχρονα, ικανό να γεμίζει στάδια, να ξεσηκώνει πλήθη κόσμου με τα περίτεχνά του σόλο και να συγκινεί με τις χαρακτηριστικές του μπαλάντες. Τα 80’sυπήρξαν η χρυσή δεκαετία του HeavyMetalκαι το ντεμπούτο του Ozzyανήκει στους κλασικότερούς της δίσκους. Όσο αφορά τον ίδιο τον Ozzy; Η εικόνα της Metalμουσικής δεν θα μπορούσε να είχε βρει πιο αντιπροσωπευτικό μπροστάρη – και οι συντηρητικοί γονείς του κόσμου δεν θα μπορούσαν να είχαν βρει καλύτερο παράδειγμα προς αποφυγή για τα τρυφερά τους βλαστάρια.

Ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας του δίσκου – και συνάμα, της σόλο πορείας του Ozzy– ανήκει στον κιθαρίστα RandyRhoads, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Ozzyστα δύο πρώτα studioalbumτου. Δίχως τον Randyκλασικοί ύμνοι όπως το “CrazyTrain” και το “Mr. Crowley” δύσκολα θα είχαν υπάρξει. Δυστυχώς έφυγε νωρίς – αφήνοντας όμως πίσω του μια πολύτιμη κληρονομία.

Επιλογές:Mr. Crowley, Goodbye To Romance, Crazy Train, Revelation (Mother Earth)



22# JudasPriestBritishSteel





Όταν ένας δίσκος περιλαμβάνει ένα από τα πιο τέσσερα ή πέντε πιο χιλιοπαιγμένα (σε ροκάδικα, κλαμπ, ραδιόφωνα και καφετέριες) τραγούδια στην ιστορία της σκληρής μουσικής, είναι αδύνατο να απουσιάζει από το παρόν αφιέρωμα. Ακόμα και αν έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να επαναλαμβάνουμε για εκατομμυριοστή φορά BreakingTheLaw, BreakingTheLaw…”, ακόμα και αν έχουμε απομνημονεύσει νότα προς νότα το τόσο χαρακτηριστικό εκείνο ριφ του τραγουδιού, σε σημείο κορεσμού… αυτό, αν μη τι άλλο, σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με τον ορισμό του κλασικού.

Το “BritishSteel” κατά τη γνώμη μου δεν είναι ο κορυφαίος δίσκος των Priest– είναι όμως ο κλασικότερός τους. Και σε αυτή την πρόταση δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση. Πρόκειται για τον περισσότερο χαρακτηριστικό Priestδίσκο – εκείνον που θα έδινες ν’ ακούσει κάποιος που δεν έχει ιδέα από τη μουσική τους. Το “SadWingsOfDestiny” περιλαμβάνει καταπληκτικές συνθέσεις, μα ο ήχος του ριζώνει ακόμα γερά στα 70’s. ToPainkiller” είναι κλασικό, μα διαδέχεται την δεκαετία του 80 – μοιάζει περισσότερο με κύκνειο άσμα μιας εποχής, παρά με το κάλεσμα μιας νέας. Όσο αφορά τα “ScreamingForVengeance” και “DefendersOfTheFaith”, συνιστούν το απόγειο του ήχου τους στα 80’s– μα όπως και να το κάνουμε αυτό το ξυράφι στο εξώφυλλο του “BritishSteel” είναι αξεπέραστο.

Hιστορία έγραψε πως ο RobHalfordείναι ο αρχετυπικός 80’smetalfrontman– το πρότυπο πάνω στο οποίο άφθονοι metalheadsτον καιρό εκείνο αποπειράθηκαν να χτίσουν την εικόνα τους. Τότε – που το metalήταν συνώνυμο με τα δερμάτινα και τις αλυσίδες. Και το κιθαριστικό δίδυμο των GlennTiptonκαι K.K. Downingοικοδόμησε μουσικούς ογκόλιθους που χιλιάδες αποπειράθηκαν να μιμηθούν – ελάχιστοι όμως τα κατάφεραν εξίσου καλά.

Πέραν του “BreakingTheLaw” ο δίσκος περιλαμβάνει κλασικά τραγούδια όμως τα “United”, “MetalGods”, “Grinder” – και φυσικά το μεταμεσονύχτιο ύμνο των απανταχού μεταλλάδων της οικουμένης, τότε, τώρα και για πάντα: “LivingAfterMidnight”.

Με δίσκους όπως το “BritishSteel” και τα προαναφερθέντα ντεμπούτα του Ozzyκαι των Maidenήταν πλέον φανερό πως η δεκαετία του 80 θα ανήκε – σε σημαντικό βαθμό – στη μέταλ μουσική.


Επιλογές:Living After Midnight, Breaking The Law, Metal Gods, United






23 # Motörhead – Ace Of Spades






Φτάσαμε, αισίως, στονκόσμοτωνMotörhead. Καιρός να βάλουμε τους καλούς τρόπους στην άκρη και τις γλυκανάλατες διαθέσεις στη λεκάνη της τουαλέτας. Να κατεβάσουμε μια μπουκάλα οινόπνευμα με ολίγο από ποτό μέσα του και να αναζητήσουμε τη γκόμενα της αρεσκείας μας. Και να κάνουμε βρώμικο, βρώμικο, βρώμικο έρωτα ως το πρωί. Να γαμηθούμε σαν τα ζώα ενώ η μουσική αλωνίζει τις παραδομένες μας ορέξεις. Να ξεσκιστούμε σαν τα σκυλιά στη λάσπη, σκοτώνοντας το χθες, αδιαφορώντας για το αύριο, εξαϋλώνοντας το σήμερα στην κάθε του στιγμή.

Το “AceOfSpades” είναι ο τέταρτος δίσκος των Motörhead– και ο δίσκος που τους καταξίωσε στα πλήθη του κόσμου. Ήταν η εποχή του NWOBHMκαι τοποθέτησαν τους Motörheadυπό την ίδια ταμπέλα που είχαν συμπεριλάβει συγκροτήματα όπως οι Maiden, οι Priestκαι οι Saxon– αν και στην πραγματικότητα η μουσική των Motörheadδεν μοιάζει με εκείνη των προαναφερθέντων συγκροτημάτων. Παραείναι ωμή, παραείναι πρωτόλεια, παραείναι ακατέργαστη, παραείναι ενεργητική… για δες, ποιος είναι ο σωστός όρος;

Α, ναι. Rock ‘n Roll. Αυτός είναι ο όρος. Αυτές ήταν οι μαγικές λέξεις με τις οποίες ήθελε ο Lemmyνα περιγράφουν τη μουσική του. Justafuckinrocknrollband. Και μία από τις κορυφαίες που υπήρξαν.

Ο παρών δίσκος περιλαμβάνει όλα εκείνα που έκαναν τη μουσική των Motörheadτόσο χαρακτηριστική. Η μουσική μοιάζει με οδοστρωτήρα πρωταρχικής ενέργειας, ικανή να ισοπεδώσει κάθε εφησυχασμένο αυτί και να ερεθίσει κάθε καυλωμένη ύπαρξη. Χρειάζεταινααναφερθώεκτενώςσεκομμάτιαόμωςτο“Love Me Like A Reptile”, “Jailbait”, “Live To Win”, The Chase Is Better Than The Catch” καιτοομότιτλο; Όχι, δεν χρειάζεται.

Κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και άκου αυτόν τον οργασμικό δίσκο. Ξανά και ξανά. Η επανάληψη είναι μητέρα κάθε μάθησης και κάθε ηδονής.


Επιλογές:Ace Of Spades, The Chase Is Better Than The Catch, The Hammer, Jailbait, Live To Win, (We Are) The Road Crew








24 # AC/DCBackInBlack





Ομολογουμένως αν έχεις ακούσει έναν δίσκο των AC/DCείναι λες και τους έχεις ακούσει όλους. Μα αυτή η κριτική θα μπορούσε να αντιστραφεί ως εξής: αν δεν έχεις ακούσει αυτόν τον έναν – ανάμεσα σε όλους – δίσκο δεν ξέρεις τι χάνεις.

Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή τη σκέψη ως εξής: σύμφωνοι, η μουσική των AC/DCδεν χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία της… μα αν την αφαιρέσεις από την ιστορία της ροκ μουσικής μοιάζει λες και άνοιξε κάποια μαύρη τρύπα στο χωρόχρονο. Ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ναι – τόσο σημαντική είναι αυτή η μπάντα.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον «ένα δίσκο». Η επιλογή θα μπορούσε να γίνει μεταξύ του “HighwayToHell” και του παρόντος, “BackInBlack”. Εδώ περιλαμβάνεται το νέκταρ και η αμβροσία του rocknroll. Ή αν προτιμάτε, το ACκαι το DCτου rocknroll. Δύο από τις βασικότερές του λέξεις. Ασφαλώς δεν μπορείς να μείνεις σε αυτές τις λέξεις και μόνο – μα κάπου πρέπει να γίνει η αρχή. Και τι καλύτερο από αυτόν εδώ το δίσκο.

Ο θλιβερός θάνατος του BonScottδεν πτόησε την παρέα των αιώνιων μαθητών με τα κοντά σορτς και τις γραβάτες. Ο ερχομός του BrianJohnsonέμοιαζε με κάλεσμα κάποιου παλιού φίλου – σχεδόν νιώθεις πως ήταν πάντα εκεί. Τα τραγούδια του άλμπουμ ορίζουν την έννοια του κλασικού. Ο δίσκος σημείωσε πελώρια επιτυχία και καταξίωσε για πρώτη φορά τους AC/DCστις ΗΠΑ. Και τα απανταχού κορίτσια στις συναυλίες του κόσμου σήκωσαν τις μπλούζες τους και αποκάλυψαν τα υπέροχά τους στήθη. Έτσιαπλά.

Γιαλίγοοκόσμοςέμοιαζειδανικός.

Επιλογές: Back In Black, Hells Bells, Givin’ The Dog A Bone, You Shook Me All Night Long, Rock ‘N Roll Ain’t Noise Pollution



25 # Tom Waits – Heartattack And Vine






“Don't you know there ain' t no devil… There’s just god when he's drunk”

Μόνο ο θεός υπάρχει που μεθάει… και παίρνει τότε τη μορφή διαβόλου και μας ξεγελά – μας αποκαλύπτει ο TomWaits, χαρίζοντάς μας ένα από τα κορυφαία δίστιχα στην ιστορία της μουσικής.

Το “HeartattackandVine” είναι ένας από τους πρώτους δίσκους του Waitsπου έτυχε να ακούσω. Δεν θα ξεχάσω πόση εντύπωση μου έκανε ο βαθύς συναισθηματικός του λυρισμός – όμοιος με πηγάδι που ξεχειλίζει ποίηση και αλκοόλ. Μοιάζει με νύχτα που επιδίδεται σε ανελέητο στριπτίζ, ξεγυμνώνοντας τον ουρανό από τα σύννεφά του, αποκαλύπτοντας την ολόγυμνη σελήνη – κι εσύ την παρατηρείς και αναπολείς και μελαγχολείς – και γράφεις τραγούδια για πάρτη της.

Το παρόν άλμπουμ σηματοδοτεί εξάλλου το κύκνειο άσμα της πρώτης μουσικής περιόδου του Waits– εκείνη που θα χαρακτηρίζαμε ως την “μποέμ-τζαζ” περίοδό του. Τον καιρό εκείνο που δεν ήταν ακόμα ευρύτερα γνωστός – και τα τραγούδια του ένιωθες πως απευθύνονται σε μεμονωμένες υπάρξεις – μοναχικές, συναισθηματικές και αιώνια μεθυσμένες – από αλκοόλ, ποίηση ή χαμένες προσδοκίες.








Πλάι στις κλασικές πιάνο μπαλάντες του Waitsκαι σε βαθιά λυρικές στιγμές όπως το “JerseyGirl” ξεχωρίζουν τραγούδια όπως το ομότιτλο, το “Mr. Siegal” και το “InShades”, στα οποία τον πρώτο λόγο πλέον παίρνουν οι κιθάρες και η Bluesαισθητική. Εν μέρει αποκαλύπτουν το δρόμο που θα ακολουθούσε ο Waitsστο μέλλον.

Μεθύστε λοιπόν ακούγοντας τον υπέροχο αυτό δίσκο… Και κάντε μια συμφωνία με τη σελήνη, ώστε το επόμενο στριπτίζ της να είναι για σας και μόνο.


Επιλογές: Heartattack and Wine, Mr Siegal, Saving All My Love For You, Jersey Girl

Κλείνω με έναν ελληνικό δίσκο.



26 # Μάνος Λοΐζος – Για Μια Μέρα Ζωής






Ήταν το 80 που ο Μάνος Λοΐζος κυκλοφόρησε το «Για Μια Μέρα Ζωής». Ήταν τότε που η Δήμητρα Γαλάνη δήλωνε πως «σε ψάχνω στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων, στις νευρωτικές διαδρομές, στη θάλασσα που δε θα ‘ρθει ξανά… στη θάλασσα που βαρέθηκε ν’ αλλάζει χρώματα για να την αγαπάνε».

Ήταν τότε που ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ανέφερε στη διάρκεια κάποιας νύχτας δίχως ύπνο «κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι».

Ήταν τότε που η Δώρα Σιτζάνη αφιέρωνε ένα από τα γλυκύτερα τραγούδια αγάπης σε κάποιο «πουλάκι του δρόμου».

Ήταν τότε που η Δήμητρα Γαλάνη – πάλι – εξομολογούνταν το «τραγούδι της νοικοκυράς» - και για πρώτη φορά μια γυναίκα μιλούσε στην καρδιά τόσων και τόσων γυναικών της πόλης, σκυμμένες πάνω στο νοικοκυριό τους, φορτωμένες τις έγνοιες της καθημερινότητας. «Ποια λεφτεριά ονειρεύτηκες κι εσύ»...

Ήταν τότε – τέλος – που ο Μάνος Λοΐζος έκανε την ακόλουθη εξομολόγηση:

Σ'ακολουθώ, στην τσέπη σου γλιστράω,
σα διφραγκάκι τόσο δα μικρό.
Σ'ακολουθώ και ξέρω πως χωράω,
μες στο λακκάκι που 'χεις στο λαιμό.

Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό.
Πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου,

μη μ'αφήνεις μόνο, θα χαθώ…







Τα Χριστούγεννα ενός Παιδιού από την Ουαλία. Του Ντύλαν Τόμας

$
0
0

Original illustration by Peter Bailey


Τον παλιό καιρό, τότε που τα Χριστούγεννα δεν είχαν ακόμα καταξιωθεί ως η επίσημη παγκόσμια γιορτή της κατανάλωσης· τότε που τα κάλαντα αποσκοπούσαν περισσότερο στη χαρά της περιπλάνησης – και τα παιδιά δεν κλείνονταν σπίτι τους, μα έβγαιναν στο κρύο να τα πουν· στην εποχή που χιόνιζε που και που μες στις γιορτές και αισθανόσουν περισσότερο τη θαλπωρή της φωτιάς και του σπιτιού· τον καιρό εκείνο που δεν ακούγαμε για εκατομμυριοστή χιλιοστή φορά το γνωστό popάσμα που παίζει κάθε χρόνο στα ραδιόφωνα (και, πλέον, στους σταθμούς του ηλεκτρικού)· τον καιρό, εκείνο, που λέτε, ο Ουαλός ποιητής Ντύλαν Τόμας (DylanThomas) έγραψε τα “Χριστούγεννα Ενός Παιδιού Από Την Ουαλία”.

Η ιστορία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1955 – άρα η εποχή που περιγράφει τοποθετείται κάπου στα χρόνια του Μεσοπολέμου, τον καιρό που ο Τόμας ήταν παιδί. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφική ματιά στα Χριστούγεννα μιας αλλοτινής εποχής – δίχως πλοκή, μα ξεχειλίζοντας εικόνες, φαντασία και πανέξυπνο χιούμορ. Η ιστορία αντηχεί ήχους από καμπανάκια και μοσχομυρίζει γλυκό. Διαβάζοντάς τη γίνεσαι για λίγο ξανά παιδί και νιώθεις πως μεταφέρεσαι πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια – και βάζεις παροδικά τον κυνισμό σου στην άκρη.

Αυτή τη μικρή ιστορία θέλησα απόψε να μοιραστώ μαζί σας. Τα λόγια συνοδεύουν εικονογραφήσεις από διαφορετικές εκδόσεις τις ιστορίας (μιας από τις δημοφιλέστερες του Τόμας) ανά τις δεκαετίες. Περιλαμβάνονται σχέδια των εικονογράφων Fritz Eichenberg, EllenRaskin, TrinaSchartκαι PeterBailey.

Πάμε λοιπόν πίσω στο χρόνο. Και ας βαδίσουμε, παρέα με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, στη λευκοντυμένη από χιόνι εκείνη παραλία, πλάι στη θάλασσα, ενώ θέτουμε το ερώτημα: “καταλαβαίνουν τα ψάρια ότι χιονίζει;” Ίσως στην ερώτηση αυτή, βγαλμένη από τη σκέψη ενός παιδιού, περικλείεται πολύ μεγαλύτερο νόημα στις Γιορτές, συγκριτικά με τα γνωστά και χιλιοειπωμένα λόγια που ακούμε κάθε χρόνο.



Illustration: Ellen Raskin



Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία




«ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ ΤΟΣΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ εκείνα τα χρόνια, στην άλλη γωνιά της παραθαλάσσιας πόλης· σιωπή παντού, εκτός από τον μακρινό ψίθυρο των φωνών που ακούω, καμιά φορά, μια στιγμή πριν από τον ύπνο, έτσι που δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχε χιονίσει έξι μέρες κι έξι νύχτες όταν ήμουν δώδεκα χρονών, ή δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες, όταν ήμουν έξι.

Όλα τα Χριστούγεννα κυλάνε προς τη δίγλωσση θάλασσα σαν ένα κρύο και ξεροκέφαλο φεγγάρι που τρεκλίζει κατηφορίζοντας τον ουρανό, δηλαδή το δρόμο μας· και σταματάνε στον αφρό των κρυσταλλιασμένων κυμάτων που παγώνουν τα ψάρια κι εγώ βυθίζω τα χέρια μου στο χιόνι και βγάζω στην επιφάνεια ό, τι βρω. Βουλιάξει το χέρι μου σ’ αυτή την λευκόμαλλη καμπανόγλωσση μπάλα των διακοπών που φτάνει ως την άκρη της καλαντίστρας θάλασσας και ... να τους! αναδύονται η κυρία Πρόδερο κι οι πυροσβέστες.

Ήταν το απόγευμα της παραμονής κι εγώ βρισκόμουν στον κήπο της κυρίας Πρόδερο και παραφύλαγα τις γάτες, μαζί με τον γιό της, τον Τζιμ. Χιόνιζε. Πάντοτε χιόνιζε τα Χριστούγεννα. Ο Δεκέμβρης στη μνήμη μου, είναι λευκός όπως η Λαπωνία, μ'όλο που δεν υπήρχαν τάρανδοι. Αλλά υπήρχαν γάτες. Υπομονετικοί, παγωμένοι και άκαμπτοι, με τα χέρια μας τυλιγμένα σε κάλτσες, περιμέναμε ν'αρχίσουμε τις γάτες στις χιονιές. Λείες και λυγερές σαν πάνθηρες, με τρομερά μουστάκια, φτύνοντας και νιαουρίζοντας θα τινάζονταν και θα γλιστρούσαν στους άσπρους τοίχους της πίσω αυλής και οι γερακομάτηδες κυνηγοί, ο Τζιμ κι εγώ, οι παγιδευτές με τα γούνινα σκουφιά και τις γαλότσες από το Χάντσον Μπει, πέρα από την οδό Μαμπλ, θα εκσφενδονίζαμε τις θανατηφόρες χιονιές μας στο πράσινο των ματιών τους.

Οι σοφές γάτες δεν εμφανίζονταν ποτέ. Ήμασταν τόσο σιωπηλοί, τόσο ακίνητοι, εσκιμοπόδαροι αρκτικοί ανιχνευτές στην προστατευτική σιωπή του αιώνιου χιονιού - αιώνιου μολονότι το είχε στρώσει μόλις την Τετάρτη - που δεν ακούσαμε την πρώτη κραυγή της κυρίας Πρόδερο από το ιγκλού της στο βάθος του κήπου. Ή, αν την ακούσαμε, μας φάνηκε σαν μακρινή πρόκληση από εκείνη - αντίπαλο και θήραμα μαζί - την πολική γάτα της γειτόνισσας. Σύντομα, όμως, η φωνή δυνάμωσε: «Φωτιά!» κραύγαζε η κυρία Πρόδερο, χτυπώντας το γκονγκ του δείπνου.

Κι εμείς ξεχυθήκαμε στον κήπο, με τις χιονόμπαλες στα χέρια· και, πράγματι, καπνός έβγαινε από την τραπεζαρία και το γκονγκ βροντούσε και η κυρία Πρόδερο διαλαλούσε την καταστροφή σαν ντελάλης στην Πομπηία. Κι αυτό ήταν καλύτερο κι από το να στέκονταν στη σειρά πάνω στη μάντρα όλες οι γάτες της Ουαλίας μαζί. Ορμήσαμε στο σπίτι, φορτωμένοι τις χιονόμπαλες και σταματήσαμε στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου, που είχε ντουμανιάσει απ'τον καπνό.

Κάτι καιγόταν ήταν σίγουρο. Ίσως ο κύριος Πρόδερο, που πάντοτε έπαιρνε έναν υπνάκο μετά το μεσημεριανό, με την εφημερίδα απλωμένη στο πρόσωπό του. Όμως εκείνος στεκόταν στη μέση του δωματίου λέγοντας: «Σπουδαία Χριστούγεννα!» και δέρνοντας τον καπνό με μια παντόφλα.

«Φώναξε την Πυροσβεστική!» ούρλιαξε η κυρία Πρόδερο, καθώς χτυπούσε το γκονγκ.

«Δεν θα'ρθει», είπε ο κύριος Πρόδερο, «είναι Χριστούγεννα».

Δεν υπήρχε φωτιά, μόνο σύννεφα καπνού και ο κύριος Πρόδερο όρθιος ανάμεσα τους, ανεμίζοντας την παντόφλα του, σαν να διεύθυνε ορχήστρα.

«Κάντε κάτι», είπε.

Και πετάξαμε όλες τις χιονόμπαλες στον καπνό - νομίζω πως δεν πέτυχε καμιά τον κύριο Πρόδερο - και τρέξαμε έξω απ'το σπίτι, στον τηλεφωνικό θάλαμο.

«Να φωνάξουμε και την αστυνομία», είπε ο Τζιμ.

«Και το Πρώτων Βοηθειών».

«Και τον Έρνι Τζένκινς, του αρέσουν οι πυρκαγιές».

Αλλά φωνάξαμε μόνο την Πυροσβεστική και σύντομα ήρθε το όχημα και τρεις ψηλοί άνδρες με κράνη έβαλαν μια κάνουλα μέσα στο σπίτι και ο κύριος Πρόδερο μόλις που πρόλαβε να βγει πριν την ανοίξουν. Σπάνια τυχαίνει τέτοιος σαματάς παραμονιάτικα. Κι όταν οι πυροσβέστες έκλεισαν την κάνουλα και τους είδαμε να στέκονται μέσα στο μουσκεμένο, κατακαπνισμένο δωμάτιο, η θεία του Τζιμ, η δεσποινίς Πρόδερο, κατέβηκε και τους περιεργάστηκε απ'την κορφή ως τα νύχια. Ο Τζιμ κι εγώ περιμέναμε, χωρίς να μιλάμε, ν'ακούσουμε τι θα τους έλεγε. Πάντα έλεγε το σωστό. Κοίταξε τους τρεις ψηλούς άνδρες με τ'αστραφτερά τους κράνη, όρθιους ανάμεσα στους καπνούς και τις στάχτες και τις χιονόμπαλες που έλιωναν και είπε: «Θέλετε να διαβάσετε κάτι;»



Illustration: Trina Schart Hyman


Χρόνια και χρόνια και χρόνια πριν, όταν ήμουν παιδί, όταν υπήρχαν λύκοι στην Ουαλία και πουλιά, στο χρώμα των κόκκινων φανελένιων μεσοφοριών, πετάγονταν μέσα από τους μυτερούς βράχους, όταν τραγουδούσαμε και κυλιόμασταν μερόνυχτα ολόκληρα σε σπηλιές που μύριζαν σαν κυριακάτικα απογεύματα σε υγρές σάλες χωριατόσπιτων και κυνηγούσαμε τους Άγγλους και τις αρκούδες, πριν από το αυτοκίνητο, πριν από τον τροχό, πριν από το άλογο με το πρόσωπο της δούκισσας, όταν χιμούσαμε δίχως σέλλα στους αθώους, ευτυχισμένους λόφους, χιόνιζε και χιόνιζε. Αλλά εδώ ένα μικρό αγόρι λέει: «Χιόνισε και πέρσι. Έφτιαξα ένα Χιονάνθρωπο και ο αδελφός μου τον κλώτσησε και τον γκρέμισε, κι ύστερα κλώτσησα κι εγώ τον αδελφό μου και μετά πήγαμε για τσάι».

«Όμως δεν ήταν το ίδιο χιόνι», λέω εγώ. «Το χιόνι μας δεν χυνόταν μονάχα απ'τα μεγάλα κατάλευκα μαστέλα του ουρανού, μα αναδευόταν σαν σάλι μέσα απ'το χώμα κι ύστερα ξεπηδούσε και τιναζόταν από τα μπράτσα και τα χέρια και τα κορμιά των δένδρων· χιόνι φύτρωνε όλη τη νύχτα στις σκεπές των σπιτιών σαν καθαρό, γέρικο μούσκλο, λεπτοκεντούσε σαν λευκός κισσός τις μάντρες και προσγειωνόταν στους ώμους του ταχυδρόμου που εκείνη τη στιγμή άνοιγε την αυλόπορτα, σαν μουγκή, μουδιασμένη χιονοθύελλα από άσπρες, σκισμένες, χριστουγεννιάτικες κάρτες.

«Υπήρχαν και ταχυδρόμοι τότε;»

«Με ψιχαλιστά μάτια και κερασένιες από τον άνεμο μύτες· με φαρδιά, παγωμένα πόδια. Τσαλαπατούσαν τα πορτάκια και τα τράνταξαν λες κι ήταν σάκοι πυγμαχίας, όμως το μόνο που άκουγαν τα παιδιά ήταν ένα κουδούνισμα καμπάνας».

«Εννοείς πως οι ταχυδρόμοι έκαναν τοκ-τοκ κι οι πόρτες κουδούνιζαν;»

«Εννοώ πως τα κουδουνάκια που άκουγαν τα παιδιά βρίσκονταν μέσα τους».

«Εγώ ακούω βροντές καμιά φορά, ποτέ κουδουνίσματα».


«Υπήρχαν και καμπάνες».

«Μέσα τους;»

«Όχι, όχι, όχι, στα μαύρα σαν τις νυχτερίδες, χιονόλευκα καμπαναριά· τραβούσαν το σκοινί τους επίσκοποι και πελαργοί. Κι έστελναν τις ειδήσεις τους πάνω απ'την τυλιγμένη μ'επιδέσμους πόλη, πάνω από τον παγωμένο αφρό των λόφων από πούδρα ή παγωτό, πάνω απ'τη ραγισμένη θάλασσα. Θαρρούσα τότε πως όλες οι εκκλησιές βροντοφώναζαν χαρούμενα κάτω από το παράθυρο μου, και πως τα κοκόρια έκραζαν για τα Χριστούγεννα πάνω στο φράχτη μας».



Illustration: Trina Schart Hyman


«Πες μου πάλι για τους ταχυδρόμους».

«Ήταν συνηθισμένοι ταχυδρόμοι που αγαπούσαν το περπάτημα και τους σκύλους και τα Χριστούγεννα και το χιόνι. Χτυπούσαν τις πόρτες με μελανιασμένα δάχτυλα...»

«Η οικία μας είχε ένα μαύρο ρόπτρο...»

«Και μετά στέκονταν στο άσπρο χαλάκι της εισόδου, στις μικρές, γερτές βεράντες και λαχάνιαζαν και βαριανάσαιναν, φτιάχνοντας φαντάσματα με την ανάσα τους και ταλαντεύονταν από το ένα πόδι στο άλλο, σαν παιδιά που θέλουν να βγουν από την τάξη».

«Και μετά, τα δώρα;»

«Και μετά τα Δώρα, αφού είχαν ανταλλάξει ευχές οι μεγάλοι. Και ο παγωμένος ταχυδρόμος, μ'ένα ρόδο στην άκρη της μύτης, τσουλούσε αναψοκοκκινισμένος στο γλιστερό, σαν δίσκο του τσαγιού, μονοπάτι, στον αστραφτερό, από τον πάγο, λόφο. Βάδιζε με τις κρουσταλλιασμένες βαριές του μπότες, σαν άνθρωπος που ισορροπεί στη σχεδία ενός ψαρά.

«Κι ενώ η τσάντα του λικνιζόταν σαν την παγωμένη καμπούρα μιας καμήλας, έστριβε, παραζαλισμένος, τη γωνία στο ένα πόδι, και, μα το Θεό, εξαφανιζόταν στη στιγμή».

«Πες μου πάλι για τα Δώρα».

«Υπήρχαν τα Χρήσιμα Δώρα: μάλλινα κασκόλ που σε κατάπιναν ολόκληρο και γάντια χωρίς δάχτυλα, φτιαγμένα για γιγάντια αρκουδάκια· μαντήλια με σχέδια ζέβρας από ένα υλικό σαν τσίχλα μεταξωτή, που μπορούσαν να σε τυλίξουν μέχρι κάτω, στις γαλότσες· σκουφιά που έφταναν μέχρι τα μάτια και θύμιζαν πολύχρωμες τσαγιέρες και μπαλακλάβες για θύματα άγριων φυλών που συρρικνώνουν τα κεφάλια των αιχμαλώτων τους. Από θείες που πάντοτε φορούσαν κατάσαρκα τα μάλλινα, έρχονταν άγριες γενειοφόρες φανέλες που σ'έκαναν ν'αναρωτιέσαι πώς και οι θείες είχαν ακόμη δέρμα στο σώμα τους· και κάποτε, πήρα μια σαλιάρα πλεγμένη με το βελονάκι, από μια θεία που τώρα, αλίμονο, δεν μας κλαίγεται πια. Και βιβλία χωρίς εικόνες, όπου μικρά αγόρια, μολονότι είχαν προειδοποιηθεί με στίχους και παροιμίες, είχαν τελικά πατινάρει στη λιμνούλα και είχαν πράγματι πνιγεί· και βιβλία που μου έλεγαν τα πάντα για τη σφήκα, εκτός από το γιατί».

«Πάμε τώρα στα Άχρηστα Δώρα».

«Σακουλίτσες με πολύχρωμες καραμέλες και μια διπλωμένη σημαιούλα και μια ψεύτικη μύτη κι ένα καπέλο οδηγού στα τραμ και μια μηχανή που έκοβε εισιτήρια και χτυπούσε ένα καμπανάκι· ούτε μια φορά σφεντόνα· κάποτε, από λάθος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει, ένα μικρό τσεκούρι· και μια πλαστική πάπια που έκανε, όταν τη ζουλούσες, τον πιο άσχετο με τις πάπιες ήχο, ένα νιαουριστό μιάου ταιριαστό σε κάποια φιλόδοξη γάτα που θα 'θελε να είναι αγελάδα· κι ένα μπλοκ ζωγραφικής, οπού μπορούσα να χρωματίσω το γρασίδι, τα δένδρα, τη θάλασσα και τα ζώα σε όποια απόχρωση μου άρεσε κι ακόμα να βάλω αστραφτερά ουρανογάλαζα πρόβατα να βοσκάνε στο κόκκινο λιβάδι κάτω από πουλιά πράσινα σαν τα μπιζέλια με ράμφη σαν ουράνια τόξα. Σοκολάτες, καραμέλες βουτύρου, φοντάν, κριτσίνια, μπισκότα, φρουί γκλασέ, αμυγδαλωτά και μπισκότα. Και στρατιές από λαμπερά μολυβένια στρατιωτάκια, που, αν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, μπορούσαν πάντοτε να τρέξουν. Και Φιδάκια και Γκρινιάρηδες. Και μεκανό για μικρούς μηχανικούς, με τις οδηγίες τους. Α, εύκολα για ένα Λεονάρντο! Και μια σφυρίχτρα για να προκαλείς τους σκύλους να γαβγίζουν για να ξυπνάς τον γέρο από δίπλα και να τον κάνεις να χτυπάει τον τοίχο με τη μαγκούρα του και το κάδρο στον τοίχο μας να τρέμει. Κι ένα πακέτο τσιγάρα: έβαζες ένα στο στόμα σου και στεκόσουν στη γωνιά του δρόμου και περίμενες ώρες ολόκληρες, μάταια, την ηλικιωμένη κυρία που θα σε μάλωνε γιατί κάπνιζες και τότε εσύ, μ'ένα χάχανο, θα άρχιζες να το μασάς. Και μετά, τρώγαμε πρωινό κάτω από τα μπαλόνια.



Illustration: Trina Schart Hyman


«Υπήρχαν Θείοι όπως στο σπίτι μας;»

«Υπάρχουν πάντα Θείοι τα Χριστούγεννα. Οι ίδιοι Θείοι. Και τα χριστουγεννιάτικα πρωινά, με τη σφυρίχτρα μου που αναστάτωνε τα σκυλιά και με τις ζαχαρένιες γόπες στα χείλη, σάρωνα τη μπα-λωμένη πόλη για νέα από τον μικρόκοσμο κι έβρισκα πάντα ένα νεκρό πουλί πλάι στο λευκό Ταχυδρομείο, ή κοντά στις έρημες κούνιες· ίσως έναν κοκκινολαίμη, μ'όλες του τις φωτιές, πλην μιας, σβησμένες. Άνδρες και γυναίκες άνοιγαν δρόμο σκυφτοί, με κόπο, μέσα απ'το χιόνι, γυρνώντας απ'την εκκλησία, με μύτες μπεκρήδων και ανεμοδαρμένα μάγουλα, όλοι αλμπίνοι, με κουβαριασμένα τα μαύρα τους δύσκαμπτα φτερά ενάντια στο άθρησκο χιόνι. Γκυ κρεμόταν από τις στρόφιγγες του γκαζιού σ'όλα τα μπροστινά σαλόνια· και υπήρχε σέρι και καρύδια και εμφιαλωμένη μπύρα και κράκερς πλάι στα κουταλάκια του γλυκού· και γάτες με τα γουναρικά τους χάζευαν τη φωτιά· και ο σωρός των κούτσουρων που φλέγονταν έτριξε, έτοιμος για τα κάστανα και τις μασιές. Κάτι μεγαλόσωμοι άνδρες κάθονταν στα μπροστινά σαλόνια χωρίς τα κολάρα τους, Θείοι ασφαλώς, δοκιμάζοντας τα φρέσκα τους πούρα, τεντώνοντας το μπράτσο τους όσο έπαιρνε για να τα εξετάσουν από μακριά, ξαναφέρνοντάς τα στο στόμα τους, βήχοντας, ύστερα κρατώντας τα και πάλι μακριά, σαν να περίμεναν την έκρηξη - και κάτι μικρούλες θείες ανεπιθύμητες στην κουζίνα όπως και οπουδήποτε αλλού, κάθονταν άκρη άκρη στις καρέκλες τους, τεντωμένες κι εύθραυστες, τρέμοντας μην σπάσουν, σαν ξεθωριασμένα φλυτζανάκια και πιατάκια».

Δεν κυκλοφορούσαν πολλοί εκείνα τα πρωινά στους φορτωμένους με χιόνι δρόμους· πάντοτε ένας γέρος με γκριζοκίτρινο μπόουλερ και καναρινί γάντια και, με τέτοιο καιρό, έχοντας πάντα χιονισμένες τις γκέτες του, έκανε τον περίπατο του ως τη χιονισμένη πρασιά του μπόουλινγκ και πάλι πίσω, όπως θα την έκανε, ο κόσμος να χαλούσε, όχι μόνο ανήμερα τα Χριστούγεννα αλλά και την Ημέρα ακόμη της Κρίσεως• καμιά φορά δυο λεβέντες, με τις μεγάλες πίπες τους να καπνίζουν, χωρίς πανωφόρια, με τα κασκόλ τους ν'ανεμίζουν, θα κατηφόριζαν αμίλητοι ως την παραμελημένη θάλασσα, για να τους ανοίξει η όρεξη, για να καθαρίσει το κεφάλι τους, ποιος ξέρει, κι ύστερα θα προχωρούσαν ίσια στα κύματα, ώσπου να μη μείνει τίποτα απ'αυτούς, παρά μονάχα τα δυο σγουρά σύννεφα του καπνού πάνω από τα ολόιδια τσιμπούκια τους. Μετά θα ορμούσα φουριόζος στο σπίτι, με τις μυρωδιές από τις σάλτσες των ψητών των άλλων, με τη μυρωδιά του πουλιού, του κονιάκ, της πουτίγκας και της γέμισης να μου τρυπάνε τα ρουθούνια, όταν πίσω από ένα χιονόφραχτο στενό θα εμφανιζόταν ένα αγόρι φτυστό εγώ, μ'ένα τσιγάρο με τριανταφυλλί επιστόμιο και με το βιολετί παρελθόν ενός μαυρισμένου ματιού, κορδωμένο σαν κοκόρι, να στραβοκοιτάζει τον εαυτό του τον ίδιο.

Θα τον μισούσα με την πρώτη ματιά και θα ετοιμαζόμουν να φέρω την σκυλοσφυρίχτρα μου στα χείλη και να φυσήξω τόσο που να τον κάνω να εξαφανιστεί από προσώπου Χριστουγέννων, όταν ξαφνικά εκείνος, μ'ένα βιολετί βλεφάρισμα, θα έβαζε τη δική του σφυρίχτρα στα δικά του χείλη και θα φυσούσε τόσο απότομα, τόσο τσιριχτά, τόσο εξαίσια δυνατά, που αλαφιασμένα πρόσωπα, με τα μάγουλα μπουκωμένα από τη χήνα, θα κολλούσαν στα στολισμένα τους παράθυρα, σ'όλο το μήκος του λευκού δρόμου που αντιλαλούσε.

Για δείπνο είχαμε γαλοπούλα και γυαλιστερή πουτίγκα και μετά το φαγητό οι Θείοι κάθονταν μπροστά στη Φωτιά, χαλάρωναν όλα τα κουμπιά, απόθεταν τα μεγάλα υγρά τους χέρια πάνω στις αλυσίδες των ρολογιών τους, έβγαζαν ένα δυο μουγκρητά κι αποκοιμούνταν. Μητέρες, θείες και αδελφές, έτρεχαν πάνω κάτω, κουβαλώντας γαβάθες. Η θείτσα Μπέσυ, που είχε ήδη τρομάξει δυο φορές από ένα κουρδιστό ποντίκι, κλαψούριζε ακουμπισμένη στο μπουφέ και σερβιριζόταν λίγο κρασί από βατόμουρο. Ο σκύλος ήταν άρρωστος. Η θείτσα Ντόζι έπρεπε να πάρει τρεις ασπιρίνες, αλλά η θείτσα Χάννα, που αγαπούσε το πόρτο, στεκόταν στη μέση της φρακαρισμένης από το χιόνι πίσω αυλής τραγουδώντας σαν μεγαλόστηθη τσίχλα. Εγώ φούσκωνα μπαλόνια για να δω πόσο μπορούσαν να φουσκώσουν· και, όταν έσκαγαν, πράγμα που πάντα συνέβαινε, οι Θείοι αναπηδούσαν και μουρμούριζαν. Μέσα στο πλούσιο και βαρύ απόγευμα, ενώ οι θείοι ανάσαιναν σαν δελφίνια και το χιόνι κατέβαινε απαλά, καθόμουν ανάμεσα σε γιρλάντες και κινέζικα φαναράκια και τσιμπολογούσα χουρμάδες και προσπαθούσα να φτιάξω ένα συναρμολογούμενο πολεμικό σκάφος, ακολουθώντας τις Οδηγίες για τους Μικρούς Μηχανικούς και τελικά σκάρωνα κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί υποθαλάσσιο τραμ.



Illustration by Fritz Eichenberg


Ή έβγαινα έξω, με τις ολοκαίνουργιες μπότες μου να τρίξουν, στον λευκό κόσμο, στο λόφο που έβλεπε τη θάλασσα, για να φωνάξω τον Τζιμ και τον Νταν και τον Τζακ και να βολτάρουμε στα νύχια των ποδιών στους ήσυχους δρόμους, αφήνοντας τεράστια, βαθιά ίχνη στα κρυμμένα πεζοδρόμια.

«Στοίχημα πως οι άνθρωποι θα νομίσουν ότι πέρασαν ιπποπόταμοι».

«Τι θα έκανες αν έβλεπες έναν ιπποπόταμο να κατεβαίνει το δρόμο μας;»

«Θα 'κανα έτσι, μπανγκ! Θα τον πετούσα πάνω απ'τα κάγκελα και θα τον άφηνα να κατρακυλήσει στο λόφο και μετά θα τον γαργαλούσα κάτω απ'το αυτί και θα κουνούσε την ουρά του».

«Τι θα έκανες αν έβλεπες δύο ιπποπόταμους;»

Αρρενωποί ιπποπόταμοι με σιδερένιες λαγόνες, βροντούσαν και γκρέμιζαν τα πάντα καθώς έρχονταν προς το μέρος μας μέσα απ'τις ριπές του χιονιού, την ώρα που προσπερνούσαμε το σπίτι του κ. Ντάνιελ.

«Να ταχυδρομήσουμε στον κ. Ντάνιελ μια χιονόμπαλα μέσα απ'το γραμματοκιβώτιο του».

«Να γράφουμε "ο κύριος Ντάνιελ είναι σαν σπάνιελ"σ'όλη του την πρασιά».

Ή περπατούσαμε στη λευκή παραλία. «Καταλαβαίνουν τα ψάρια ότι χιονίζει;»



Illustration: Peter Bailey


Οι σιωπηλοί νεφόπληκτοι ουρανοί έβγαζαν στη θάλασσα. Τώρα ήμασταν ταξιδιώτες τυφλωμένοι από το χιόνι χαμένοι, στους βορινούς λόφους· και τεράστια σκυλιά με πλαδαρά προγούλια, με φλασκιά γύρω απ'το λαιμό τους, σκουντουφλούσαν πλησιάζοντας μας, με την υλακή “Excelsior”. Γυρνούσαμε σπίτι μέσα από τους φτωχούς δρόμους όπου κάτι παιδιά ψαχούλευαν με γυμνά κόκκινα δάχτυλα μέσα στο αυλακωμένο από τις ρόδες χιόνι και μας γιουχάιζαν καθώς απομακρυνόμαστε, με τις φωνές τους να σβήνουν καθώς σερνόμασταν προς την κορφή του λόφου, μέσα στα κρωξίματα των γλάρων και το σφύριγμα των πλοίων στον περιδινούμενο κόλπο. Κι ύστερα, στο τσάι, οι ξανανιωμένοι Θείοι ήταν κεφάτοι· και το γλασαρισμένο κέικ δέσποζε στη μέση του τραπεζιού σαν μαρμάρινο μνήμα. Η θείτσα Χάννα έβαζε στο τσάι της και λίγο ρούμι, γιατί Χριστούγεννα έχουμε μόνο μια φορά το χρόνο.

Ας θυμηθούμε τώρα τις ιστορίες που λέγαμε πλάι στο τζάκι, ενώ η λάμπα του γκαζιού ανάδινε φυσαλίδες όπως ο δύτης. Φαντάσματα ούρλιαζαν σαν κουκουβάγιες τις μακριές νύχτες που δεν τολμούσα να κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου- ζώα παραμόνευαν κάτω απ’ τις σκάλες, όπου χτυπούσε ο μετρητής του γκαζιού. Και θυμάμαι ότι μια φορά βγήκαμε για να πούμε τα κάλαντα, και δεν υπήρχε η φέτα του φεγγαριού για να φωτίζει τα ιπτάμενα στενά. Στο τέλος ενός μεγάλου δρόμου ήταν ένα μονοπάτι που οδηγούσε σ'ένα μεγάλο σπίτι και σκοντάψαμε στο σκοτάδι του μονοπατιού εκείνη τη νύχτα, όλοι μας φοβισμένοι, όλοι μας κρατώντας μια πέτρα στο χέρι για κάθε ενδεχόμενο και όλοι μας πολύ γενναίοι για να βγάλουμε άχνα. Ο άνεμος μέσα απ'τα δένδρα έκανε ένα θόρυβο λες και κάποιοι γέροι και δυσάρεστοι και αραχνοπόδαροι άνδρες ξεφυσούσαν μέσα σε σπηλιές. Πλησιάσαμε τον μαύρο όγκο του σπιτιού.

«Τι θα τους πούμε; Το "Ακούσατε τον Αγγελο";»

«Όχι», είπε ο Τζακ, «τον "Καλό Βασιλιά Γουενσεσλάς". Με το τρία».

Ένα, δύο, τρία και αρχίσαμε να τραγουδάμε, με τις φωνές μας ψηλές και σαν μακρινές στη φοδραρισμένη με χιόνι σκοτεινιά γύρω από το σπίτι, όπου δεν κατοικούσε κανείς απ'όσους ξέραμε. Στεκόμασταν σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κοντά στη σκοτεινή πόρτα.

Ο Καλός Βασιλιάς Γουενσεσλάς κοιτούσε
Του Αγίου Στέφανου το πανηγύρι

Και τότε μια εύθραυστη, ξερή φωνή, σαν τη φωνή κάποιου που έχει να μιλήσει πολύ καιρό, άρχισε να τραγουδάει μαζί μας· μια εύθραυστη, ξερή, σαν τσόφλι αυγού φωνή, από την άλλη πλευρά της πόρτας• μια μικρή ξερή φωνή μέσα από την κλειδαρότρυπα. Κι όταν σταματήσαμε να τρέχουμε βρισκόμασταν έξω από το δικό μας σπίτι· το μπροστινό δωμάτιο ήταν υπέροχο· μπαλόνια έλαμναν κάτω από το γκάζι που κόχλαζε σαν θερμοφόρα· τα πάντα ήταν καλά και πάλι και έλαμπαν πάνω από την πόλη.

«Μπορεί να ήταν φάντασμα», είπε ο Τζιμ.

«Μπορεί να ήταν ξωτικά», είπε ο Νταν, που συνέχεια διάβαζε.

«Πάμε να δούμε αν έμεινε καθόλου πηχτή», είπε ο Τζακ. Και αυτό κάναμε.

Τη νύχτα των Χριστουγέννων υπήρχε πάντα μουσική. Ένας Θείος έπαιξε βιολί, ένας ξάδελφος τραγουδούσε το "Ώριμο κεράσι"και ένας άλλος τον "Μικρό τυμπανιστή". Ήταν πολύ ζεστά στο σπιτάκι. Η θείτσα Χάννα που είχε περάσει στο κρασί από κοκκινογούλια, τραγουδούσε ένα τραγούδι για Αιμάσσουσες Καρδιές και θάνατο και μετά ένα άλλο που έλεγε πως η καρδιά της ήταν σαν Φωλιά Πουλιού· και τότε όλοι γελούσαν ξανά· και μετά πήγαινα για ύπνο. Κοιτάζοντας μέσα από το παράθυρο του δωματίου μου το φεγγαρόφωτο και το ατέλειωτο χιόνι με το χρώμα του καπνού, διέκρινα τα φώτα στα παράθυρα όλων των άλλων σπιτιών στο λόφο μας και άκουγα τη μουσική ν'ανεβαίνει μέσα απ'αυτά στη μεγάλη νύχτα που πύκνωνε όλο και πιο πολύ. Χαμήλωνα το γκάζι, ξάπλωνα στο κρεβάτι. Έλεγα λίγα λόγια στο βαθύ και άγιο σκοτάδι και αποκοιμιόμουν.»



* Η ιστορία περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Ερατώ. Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Σχινά.



Illustration: Peter Bailey

It's (still) A Wonderful Life

$
0
0





«Παράξενο, δεν είναι; Η ζωή κάθε ανθρώπου αγγίζει τόσες άλλες ζωές. Όταν δεν βρίσκεται γύρω μας αφήνει πίσω του μια φοβερή τρύπα…»


Σήμερα, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας ένα αφιέρωμα για μια χριστουγεννιάτικη ταινία – συγκεκριμένα, μία από τις ωραιότερες χριστουγεννιάτικες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.

Τα Χριστούγεννα είθισται να θεωρούνται μια γιορτή χαράς. Μα όλοι ξέρουμε πως η ευτυχία δεν πέφτει ουρανοκατέβατη τις περισσότερες φορές από τον ουρανό, σαν κάποιο φωτεινό αστέρι ή τις νιφάδες του χιονιού – τις οποίες ούτως ή άλλως δεν βλέπουμε συχνά. Κάποιες φορές μπορεί η τύχη να μην είναι με το μέρος σου και να διαπιστώσεις πως το χαρμόσυνο κλίμα των ημερών δεν απαλύνει τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζεις. Τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια ηχούν αδιάφορα στ’ αυτιά σου και τα χριστουγεννιάτικα γλυκά χρησιμεύουν ίσα για να κερδίσεις μια στιγμή λησμονιάς από τις έγνοιες. Μπορεί να έχεις οικονομικά προβλήματα, δυσκολίες με σχέσεις, ή απλά να έχεις χάσει το δρόμο σου.

Ο GeorgeBailey, πρωταγωνιστής της ταινίας μας, βρίσκεται στα πρόθυρα της απόγνωσης. Μια επικείμενη οικονομική καταστροφή μαίνεται βαριά από πάνω του, σαν κάποιο μαύρο σύννεφο. Σκέφτεται να δώσει τέλος στη ζωή του. Τότε όμως παρουσιάζεται ένας άγγελος και του φανερώνει πως θα ήταν η ζωή των υπολοίπων ανθρώπων, αν αυτός δεν είχε γεννηθεί ποτέ. Ξεδιπλώνει μπρος στα έκπληκτα μάτια του μια εναλλακτική πραγματικότητα, ενός κόσμου στον οποίο ποτέ δεν είχε υπάρξει. Και αυτός, ο GeorgeBailey– ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος – διαπιστώνει πως η μικρή, ασήμαντη ζωή του δεν είναι τόσο μικρή, ούτε τόσο ασήμαντη τελικά.

Είναι μια «Υπέροχη Ζωή».






Ασφαλώς το “ItsAWonderfulLife” του Φρανκ Κάπρα είναι παραμύθι – σε σημεία μοιάζει εξιδανικευμένο και ουτοπικό. Κανένας άγγελος δεν θα εμφανιστεί στις σκοτεινότερες στιγμές μας για να προσφέρει μια χείρα βοηθείας. Και η εναλλακτική πραγματικότητα που επισκέπτεται ο ήρωας της ιστορίας μας, με τους φιλοχρήματους ανθρώπους, τις φιέστες, την αποξένωση και την αδιαφορία… μοιάζει περισσότερο με την πραγματικότητα όπως τη ζούμε σήμερα. Που είναι οι άγγελοι λοιπόν;

Μα σκέψου λίγο – μπορεί να μην σ’ επισκεφτεί άγγελος, μα ίσως είναι κάποιος φίλος· ή μια κουβέντα που άκουσες και σου έδωσε δύναμη· ίσως μια φράση από ένα βιβλίο· οι παρηγορητικοί στίχοι ενός τραγουδιού· το ζεστό βλέμμα μιας περαστικής στο δρόμο· ή ενδεχομένως μια όμορφη ανάμνηση απ’ τα παλιά, τέτοια που σε κάνει να σκεφτείς πως, ναι, υπήρξαν οι καλές στιγμές – και όπως υπήρξαν άλλοτε, έτσι γίνεται να υπάρξουν ξανά.

Γιατί τα πάντα είναι κύκλος. Και αν θα έπρεπε να έχουν ένα ουσιαστικό νόημα τα Χριστούγεννα, πέρα από το θρησκευτικό περίβλημά τους (και τη μεταμόρφωσή τους σ’ ένα σύγχρονο όργιο κατανάλωσης), είναι αυτό: όλα γυρίζουν· ο χειμώνας δίνει τη θέση του στην άνοιξη· το αστέρι θα φωτίσει τη σκοτεινότερη νύχτα – και ο ήλιος θα αναδυθεί ξανά. 

Αυτό είναι τα Χριστούγεννα στην ουσία τους: η υπόσχεση του φωτός που θα νικήσει το χειμώνα. Η φύση που θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της…







ItsaWonderfulLife (afterall)



Μοιάζει σχεδόν ειρωνικό, μα η ταινία που σήμερα θεωρείται η κλασικότερη από τις παλιές  χριστουγεννιάτικες ταινίες  - και λέγοντας «παλιές» αναφέρομαι ασφαλώς στη προ-“Μόνος Στο Σπίτι” εποχή! – αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες τον πρώτο καιρό που προβλήθηκε στους κινηματογράφους. Το κόστος παραγωγής ήταν κατά πολύ υψηλότερο από τα έσοδα, ενώ αρκετές από τις κριτικές ήταν αρνητικές. Συγκριτικά με τις παλιότερες μεγάλες επιτυχίες του σκηνοθέτη FrankCapra– όπως τα “ItHappenedOneNight” και “Mr. SmithGoesToWashington” – το “ItsAWonderfulLife” φάνηκε να λυγίζει μπροστά στην υπερβολικά φιλόδοξη παραγωγή του και το ιδεαλιστικό του σενάριο.

Ο GeorgeBaileyζει καταμεσής μιας κοινότητας που θυμίζει περισσότερο κάποια εξιδανικευμένη πραγματικότητα, παρά τον αληθινό κόσμο που ζούμε. Οι κάτοικοι γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους και είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο σε στιγμές ανάγκης. Σα να μην έφταναν αυτά, ένας άγγελος παρουσιάζεται στον πρωταγωνιστή και τον βοηθάει να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Όσο αφορά το τέλος;… Πρόκειται για ένα κλασικό HappyEndingαπό εκείνα που συναντούμε συχνά στα παραμύθια.

Δεν είναι δύσκολο να αντιμετωπίσεις το φιλμ με μια κυνική ματιά – γιατί ξέρουμε καλά πως οι κοινωνίες όπως τις ζούμε απέχουν πολύ από το εξιδανικευμένο, προ-αστικό πρότυπο, που παρουσιάζει ο Κάπρα. Και στις στιγμές της ανάγκης σου όχι μόνο δεν θα έρθουν καλπάζοντας οι άγγελοι… μα μπορεί να απέχουν ακόμα και οι φίλοι – ή τουλάχιστον όσοι δηλώνουν τέτοιοι.

Σα να μην έφταναν αυτά, το φιλμ έφτασε ως και να κατηγορηθεί από το FBIγια χρήση αρνητικών στερεοτύπων όσο αφορά τους τραπεζίτες και την ανώτερη αστική τάξη. Ο τραπεζίτης (και «κακός» της ιστορίας») Mr. Potter“παρουσιάζεται ως ένας ακόμα τύπος “Scrooge”, με σκοπό να υποβαθμιστεί έτσι η τάξη του – συχνό κόλπο που χρησιμοποιούν οι Κομμουνιστές”,σύμφωνα με κείμενο του FBIπου εκδόθηκε το Μάιο του 1947.

Αρκεί φυσικά να θυμίσουμε πως βρισκόμαστε στην πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο, όταν και ξέσπασε η παράνοια του Μακαρθισμού. Έργα όπως του Φρανκ Κάπρα – με την εμφανή αντικαπιταλιστική τους ηθική – έμοιαζαν “κομμουνιστικά” στα μάτια κάποιων.



Frank Capra

Κι όμως, παρά τις κριτικές – ή ίσως εξαιτίας αυτών – το έργο όχι μόνο άντεξε, μα έφτασε να υπερκεράσει το πέρασμα του χρόνου. Η ταινία γνώρισε μια σημαντική άνθηση από τα χρόνια της δεκαετίας του 70 και έπειτα· στην εποχή που η τηλεόραση είχε πάρει τα σκήπτρα από τον κινηματογράφο, και το έργο προβαλλόταν κάθε χρόνο στη διάρκεια των Εορτών. Και αν η παλαιότερη γενιά – η γενιά του Πολέμου και των ψυχροπολεμικών αντιλήψεων – την αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό, δεν συνέβη το ίδιο με τη γενιά που τη διαδέχτηκε.

Ο νεότερος κόσμος φαίνεται είδε σε αυτό το έργο πράγματα που δεν είχαν αντιληφθεί οι παλιότεροι. Είχαμε πια περάσει στη μοντέρνα εποχή και η «Υπέροχη Ζωή» φάνταζε σαν κειμήλιο μιας αλλοτινής πραγματικότητας – με τον ίδιο τρόπο που η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Τσαρλς Ντίκενς (για την οποία μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικό αφιέρωμά μου εδώ) φανέρωνε την εικόνα των Χριστουγέννων που πάντα φανταζόμασταν – μα ποτέ δεν είχαμε τη δυνατότητα να ζήσουμε. Η «Υπέροχη Ζωή» δεν ήταν πια μια εξιδανικευμένη ονειροφαντασία – μα ένα τεκμήριο αυθεντικότητας, εντός μιας εποχής που έδειχνε να χάνει την αυθεντικότητά της ολοένα και περισσότερο.

Τι σημασία έχει που το φιλμ μοιάζει πιο πολύ με παραμύθι – σάμπως τα παραμύθια δεν εμπεριέχουν τα δυνατότερα μηνύματα; Και ποιος είπε πως ήταν σκοπός του Φρανκ Κάπρα να γυρίσει ένα «ρεαλιστικό» έργο; Συχνά μέσα από θεατρικά σκηνικά και αλληγορίες παρουσιάζονται οι βαθύτερες αλήθειες για την πραγματικότητα που ζούμε.

Στην πραγματικότητα η «Υπέροχη Ζωή» ακολουθεί τα χνάρια που πρώτος χάραξε, εκεί στο πυκνό, λευκό χιόνι, ο Τσαρλς Ντίκενς. Πρόκειται για μια ταινία «μαγικού ρεαλισμού», στην οποία το όνειρο συμπλέκεται με την πραγματικότητα και η κοινωνική κριτική βαδίζει αρμονικά με τη φανταστική αφήγηση. Ίσως αυτό ακριβώς το στοιχείο – ο συνδυασμός της καθημερινής πραγματικότητας με τη μαγεία – είναι εκείνο που προσδίδει τον ιδιαίτερο «χριστουγεννιάτικο» αέρα στην ταινία. Γιατί τι θα ήταν τα Χριστούγεννα αν δεν είχαν κάτι από εκείνη την αρχέγονη μαγεία μέσα τους; Ένα κούφιο γλέντι κατανάλωσης και θρησκευτικής κατήχησης και μια ευκαιρία να πάρουμε λίγες μέρες άδεια από τη δουλειά…







Με το πέρασμα των χρόνων το “Μια Υπέροχη Ζωή” καταξιώθηκε όχι μόνο ως ένα από τα σημαντικότερα φιλμ του Φρανκ Κάπρα· όχι μόνο ως η κλασικότερη από τις χριστουγεννιάτικες ταινίες· μα και ως ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της ιστορίας του κινηματογράφου.

Η κοινωνική κριτική του Κάπρα είναι αμείλικτη – δίκιο είχε το FBIπου ανησυχούσε, μα για τους λάθος λόγους. Ακόμα και αν οι τραπεζίτες δεν ομοιάζουν στο «στερεότυπο του κακού Σκρουτζ» του Mr. Potter, παραμένει το γεγονός πως το κοινωνικό σύστημα το οποίο υπηρετούν – ο καπιταλισμός – αποσκοπεί στο μεγαλύτερο δυνατό κέρδος και στη δημιουργία μονοπωλίων – σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων, κόντρα στις ανθρώπινες ανάγκες και αδιαφορώντας για τυχόν συναισθηματικές παρεκτροπές. 

Η μάχη του GeorgeBaileyενάντια στον Mr. Potterείναι η μάχη του μικρού κόντρα στον μεγάλο, ο αγώνας του καθημερινού ανθρώπου ενάντια σ’ ένα σύστημα που επιθυμεί να καταβροχθίσει τα πάντα με το πελώριο, αδηφάγο του στόμα. Και όπως αναφέρουν οι φίλοι του GeorgeBaileyστη διάρκεια της ταινίας, «χρειάζεται να είμαστε ενωμένοι για να αντισταθούμε». Γιατί μόνο έτσι αντιμετωπίζεις εκείνο που θεσμικά είναι ισχυρότερο από σένα: ενώνοντας τη φωνή σου με τους άλλους. Χτίζοντας ομάδες. Λειτουργώντας συλλογικά.







Εν τέλει οι αξίες που κυριαρχούν στο φιλμ είναι οι ίδιες εκείνες αξίες που θα θέλαμε να κυριαρχούν όχι μόνο τις μέρες των Γιορτών – μα και όλο τον υπόλοιπο χρόνο: η συντροφικότητα, η φιλία, η αλληλεγγύη, η αυθεντικότητα, η ζεστασιά της οικογένειας, η θαλπωρή του σπιτιού – και η ελπίδα.

Η ελπίδα, ναι. Κακά τα ψέματα, αν έχουν ένα νόημα οι άγγελοι στην εποχή μας, είναι αυτό. Γιατί ελπίζοντας πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, κάνεις και το πρώτο βήμα για την αλλαγή αυτή.

Ο ήρωας του έργου – ο GeorgeBailey, τον οποίο υποδύεται υποδειγματικά ο JamesStewart, σε έναν από τους πλέον αξιομνημόνευτους ρόλους του – είναι ο ήρωας της διπλανής πόρτας. Από μικρός ξεχείλιζε με όνειρα, μα μεγαλώνοντας βλέπει τα όνειρά του, ένα προς ένα, να καταρρέουν. Ήθελε να σπουδάσει – μα αναγκάστηκε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Επιθυμούσε να ταξιδέψει, να γυρίσει τον κόσμο – μα τελικά παρέμεινε μια ζωή στο μέρος που γεννήθηκε, στη μικρή εκείνη πολιτεία του BedfordFalls. Μαζί με τη γυναίκα του (τη γλυκύτατη DonnaReed) γιορτάζουν μια ιδιόμορφη βροχερή νύχτα του μέλιτος σ’ ένα παλιό σπίτι, περιβαλλόμενοι από εικονικά σκηνικά κι ενώ αντηχεί χαβανέζικη μουσική από ένα ξεφτισμένο γραμμόφωνο.

Αυτός λοιπόν ο καθημερινός άνθρωπος, με τις προσδοκίες και τα χαμένα όνειρά του, τα άγχη και τα ξεσπάσματά του, τις εντάσεις, τους αγώνες και τα αδιέξοδά του… αυτός που φτάνει στα πρόθυρα της πιο έσχατης απελπισίας… αυτός είναι ο ήρωας που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Εκείνος που συνειδητοποιεί στο τέλος πως η βαθύτερη αξία βρίσκεται σ’ εκείνα τα πράγματα που δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται… στα απλά, μικρά πράγματα και στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν και μας αγαπούν γι’ αυτό που είμαστε.

Αυτός είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής του Φρανκ Κάπρα: όλοι εμείς, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του. Εμείς που αγωνιζόμαστε, επιθυμούμε, ονειρευόμαστε, θυμώνουμε, απογοητευόμαστε – και κάποιες στιγμές χάνουμε την ελπίδα μας.


Για μας είναι που χτυπούν τα καμπανάκια. Για μας είναι που βγάζουν οι άγγελοι φτερά. Για να συνειδητοποιούμε που και που πως, παρά τις δυσκολίες της (ή ίσως εξαιτίας αυτών) είναι «μια υπέροχη ζωή» τελικά.



© Κείμενο-παρουσίαση: το φονικό κουνέλι



Χριστούγεννα στην πόλη

$
0
0




Χριστούγενναστην πόλη, παραμονές 2017. Κοσμοπλημμύρα στους δρόμους ενός πολυδαιδάλου κέντρου που μοιάζει με λαβύρινθο. Εκεί συχνάζει κάποιος σύγχρονος Θησέας (μεταμφιεσμένος σε υπάλληλο γραφείου), εκεί μαίνεται το άρωμα κάποιας χαμένης Αριάδνης – κι εκεί θα συναντήσεις άφθονους μινώταυρους, να γυρίζουν αποζητώντας κάποια διέξοδο – ο μύθος τους θέλει άγριους, μα εκείνοι το μόνο που γυρεύουν (το μόνο που πάντα αναζητούσαν) είναι μια απόδραση – κάποια αλλαγή.

Λιγοστά τα παιδιά που μας είπαν τα κάλαντα στη γειτονιά – με στεναχώρησε αυτό. Μπορεί να έτυχε. Μα οφείλω να παρακινήσω τους γονείς να μη κάνουν τα παιδιά τους μαλθακά – ας βγει έξω το βλαστάρι τους, ας χτυπήσει πόρτες, ας περιπλανηθεί, ας κρυώσει επιτέλους. Τα κάλαντα υπήρξαν από τις ωραιότερες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας και σκέφτομαι πως θα ήταν θλιβερό ένας μελλοντικός ενήλικας να μην έχει αντίστοιχες αναμνήσεις σαν αυτή. Ευτυχώς, κάποια παιδιά στο Μετρό το αναπλήρωσαν – το τραγούδι είναι ίδιο, μόνο που αντί για το κουδούνι της πόρτας άκουσα το “Μπιιιζ” ενώ ανοιγοκλείνουν οι πόρτες του Μετρό.

ΣτοΣύνταγμα είδα μια πελώρια ρόδα. Μεγάλη, στρογγυλή και ακίνητη – υπερβολικά ακίνητη για παραμονή Χριστουγέννων. Κόσμος περνούσε με παιδιά (με σκοπό να ανέβουν στη ρόδα) και έφευγε απορημένος. Πότε σκοπεύει να λειτουργήσει; Κάποιος τη σύγκρινε με το Μάτι του Λονδίνου. Στην ιδέα της σύγκρισης πόνεσε το Μάτι μου, κυριολεκτικά.

Μα υπήρξαν και οι ευχάριστες εκπλήξεις. Σε μια στάση λεωφορείου, απέναντι απ’ την πλατεία, έπαιζε μουσική τζαζ – η ΙΔΙΑ η στάση είχε ενσωματωμένο μηχανισμό, και πατώντας ένα κουμπί μπορούσες να διαλέξεις από ένα μενού το τραγούδι της επιλογής σου. Έπρεπε να το δω για να το πιστέψω. Αυτές λοιπόν είναι οι μικρές ομορφιές της μεγάλης πόλης. Κάποιος ρώτησε αν «παίζει ελληνικά». Ευτυχώς για μας, δεν έπαιζε.

Ερμού, Αιόλου, Κολοκοτρώνη. Παραδοσιακά κοσμοπλημμυρισμένη η πρώτη, νεότερη μόδα οι δεύτερες. Καφετέριες και φαγάδικα, άφθονα σαν μανιτάρια, ανύπαρκτα πριν μια δεκαετία – και πλήθη να ζουζουνίζουν απ’ το ένα στο άλλο. Κάποια στέκια με άποψη και αισθητική, κάποια δίχως καμία αισθητική – εξίσου γεμάτα με κόσμο και τα μεν και τα δε. Οι καφετέριες είναι σαν τους ανθρώπους. Θα βρεις εκείνες με προσωπικότητα κι εκείνες που είναι ρηχές και αδιάφορες – μα στις μοδάτες περιοχές του κέντρου το πλήθος δεν κάνει διακρίσεις.

Οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Βλέπω πλήθος μαζεμένο σε μια γωνιά του δρόμου, ακούω ένα τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου. Κάποιο υπαίθριο γεγονός, σκέφτηκα, με ηχογραφημένη μουσική. Κι όμως – ήταν ο ίδιος ο Σαββόπουλος που τραγουδούσε ζωντανά – όχι σε πλατεία, όχι σε εξέδρα, μα σε μια γωνιά του δρόμου, έχοντας απλά στήσει ένα μικρόφωνο και δυο ηχεία. Σαν πλανόδιος μουσικός. Αρκεί να σκεφτούμε όλα εκείνα τα γνωστά ονόματα της μουσικής βιομηχανίας που για να δεις ζωντανά πρέπει να πληρώνεις τραπέζια και ποτά… ναι, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι αυθεντικό, κάτι που μου άρεσε πολύ. Ο ίδιος ο Σαββόπουλος έχει κάνει και πράγματα που δεν μου άρεσαν – μα αυτό θύμισε τον Σαββόπουλο απ’ τα παλιά, τα πολύ παλιά.

Τα καταστήματα ανοιχτά. Πωλήτριες με σκουφάκια Αϊ Βασίλη – μα η δουλειά τους είναι ίδια όπως και των υπολοίπων ημερών. Φαντάζομαι η πρώτη σκέψη τους είναι πότε θα έρθει η ώρα να σχολάσουν – και να ξεκουραστούν επιτέλους.

Επιστροφήμε τον ηλεκτρικό. Άγνωστος κόσμος, κάποιες φάτσες συμπαθητικές, άλλες όχι τόσο, όπως συμβαίνει πάντα. Κι εκείνες οι κλασικές ανταλλαγές βλεμμάτων με εκείνες τις κλασικές άγνωστες του ηλεκτρικού, που μιλάνε δίχως την παραμικρή ανταλλαγή κουβέντας – μα είναι ικανές να σου ανεβάσουν τη διάθεση. Κάποια μέρα πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο γι’ αυτό το τόσο σημαντικό θέμα.

Πίσω στο σπίτι. Ανεβάζω αυτό το μικρό κείμενο και βάζω κάτι να φάω. Το βράδυ προβλέπει παρακολούθηση κάποιας ταινίας (καιρός να θυμηθώ τον «Πολίτη Κέιν»), και άφθονη κατανάλωση κουραμπιέδων.


Καλέςγιορτές σε όλους!



Έχε Γεια Πριγκίπισσα

$
0
0




Μικρός, πολύ μικρός, και έχοντας γεννηθεί στα 80ς, δύο ήταν οι κινηματογραφικές μορφές που είχαν χαραχτεί μέσα μου. Στους άντρες ήταν ο Ίντυ. Μεγάλωσα βλέποντας τις περιπέτειες του αρχαιολόγου με το μαστίγιο, ενώ γύριζε σε ζούγκλες και σπήλαια και κατατρόπωνε τους ναζί. Ήθελα να μεγαλώσω και να του μοιάσω. Ακόμα θέλω.

Όσο αφορά τις γυναίκες... εκείνη που είχα ερωτευτεί παράφορα... εκείνη που με μάγεψε κι έκανε να ξεπηδήσουν για πρώτη φορά μέσα μου αυτές οι αόρατες καρδούλες - καρδιές που με ακολουθούν εκ τοτε σαν κάποια ουρά, ή κάποια πυξίδα που δείχνει προς την επιθυμητή κατεύθυνση... Η γυναίκα αυτή ήταν η Princess Leia, οπως την ερμήνευσε η Carrie Fisher.

Αν ο Ίντυ ήταν το πρότυπο άντρα που ήθελα να του μοιάσω, η Πριγκίπισσα Λέια ήταν η γυναίκα που πάντα ήθελα να βρω.

Η Carrie Fisher έφυγε σε ηλικία 60 χρονών. Another one bites the dust. Ναι, ήταν σκληρή χρονιά το 16...

Έχε γεια Πριγκίπισσα. Ο πόλεμος των άστρων έχασε το ομορφότερό του άστρο.




Το Γκαντεμόζαρο (και πως να το αντιμετωπίσεις με τον καινούργιο χρόνο)

$
0
0




«Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν.»

Βιτσέντζος Κορνάρος – οι πρώτες φράσεις από τον «Ερωτόκριτο»



Κάθε χρονιά που φεύγει τείνουμε να κάνουμε τον απολογισμό μας – τι πήγε σωστά, τι πήγε λάθος, που φταίξαμε οι ίδιοι, που έφταιξαν οι άλλοι… και που έφταιξε η τύχη. Η τύχη – η τυφλή αυτή θεά που γυρίζει αιώνια τον Τροχό της κι εμείς προσπαθούμε να εναρμονιστούμε με τον πάντα απρόβλεπτο ρυθμό της. 

Η τύχη – για την οποία ο Λα Ροσφουκώ είπε πως, παρέα με την ψυχική διάθεση «κυβερνά τον κόσμο». Η τύχη – που άλλοι ταύτισαν με το πεπρωμένο, άλλοι με τη θεία βούληση, και άλλοι με μια γυναίκα – που ευνοεί τους τολμηρούς. Η τύχη – την οποία ο Λάο Τσε είχε προτρέψει να αποδεχόμαστε ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της. Η ίδια τύχη – την οποία ο Νίκος Καζαντζάκης προέτρεπε να πολεμούμε, να αγωνιζόμαστε ενάντια στις τυφλές βουλές της. Η τύχη – για την οποία τόσα και τόσα έχουν λεχθεί και πάντα θα λέγονται, γιατί τόσο σημαντικό μερίδιο έχει (καλώς ή κακώς) στις ζωές μας.

Ή όπως λέει ένα γνωμικό: «Ο Θεός άλλους έπλασε, και άλλους έκλασε».

Σήμερα, ενώ διεξάγεται η σκυταλοδρομία ανάμεσα στους Χρόνους, το Γέρο και το Νέο, επέλεξα να σας μιλήσω για την Τύχη. Μα και για εκείνο το Ζάρι που, για κάποιο λόγο, όλες οι πλευρές του έχουν μόνο άσους. Ούτε εξάρια, ούτε πεντάρια – μόνο άσους. Γι’ αυτό και όποτε το ρίχνεις, φέρνεις πάντα Ένα. Το ονομάζω «Το Γκαντεμόζαρο». 

Και αν, φίλε μου, σου έλαχε αυτό το άτιμο ζάρι, οι επιλογές σου είναι δύο: ή το ξεφορτώνεσαι… ή το αντιμετωπίζεις. Με το σημερινό μου κείμενο θα προσπαθήσω να μιλήσω γι’ αυτές ακριβώς τις επιλογές, θέτοντας κατά πρώτο λόγο το ερώτημα: πώς να αντιμετωπίσουμε την κακοτυχία; Είναι θέμα αποδοχής; Χρειάζεται δύναμη και αγώνας; Μια εναλλακτική αντίληψη; Μήπως πρέπει να της γυρίσουμε την πλάτη; Ή μήπως κάνοντας υπομονή, μπας και το ρημάδι το Γκαντεμόζαρο φέρει πάλι καλές ζαριές;

Με αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να ξορκίσω την κακοτυχία –επικαλούμενος ίσως και εκείνο το τυχερό κουνελοπόδαρό μου. Θα μιλήσω για εκείνα τα μικρά πράγματα που χρειάζεται να κάνουμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τυχών φουρτούνες της τύχης – γιατί εξοπλίζεσαι καλύτερα απέναντι σε μια ενδεχόμενη πλημμύρα αν έχεις μπαλώσει τις τρύπες του σπιτιού σου. Και, πάνω απ’ όλα, ελπίζω αυτά τα λόγια να συμβάλλουν, έστω λίγο, ώστε να μας πάει καλύτερα ο νέος χρόνος. Γιατί πήξαμε στο Γκαντεμόζαρο, αδερφέ μου…

Ας ξεκινήσω επικαλούμενος τη σοφία του παρελθόντος – να είστε βέβαιοι πως θα αποδειχτεί πολύτιμός μας σύμμαχος.







Περί Τύχης ο λόγος



Τα γνωμικά με θέμα τους την τύχη είναι εκεί από τα αρχαία κιόλας χρόνια – από τον καιρό που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε πως κάποια άλλη δύναμη, πέραν των θεών, παίζει σημαίνοντα ρόλο στη ζωή του.


«Όν η τύχη προπηλακίζει ούτος και παρά των πράων μάστιγας ευρίσκει.» - [Όποιον τον κατατρέχει η τύχη, ακόμα κι από τους καλούς ανθρώπους βρίσκει δυστυχίες]

Σωκράτης


«Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον.» - [Προτιμώ μια σταλαγματιά τύχης, παρά ένα πιθάρι μυαλά]

Μένανδρος


«Την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι.» - [Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του]

Πλάτων


Άλλοι μίλησαν για πεπρωμένο, άλλοι για τυφλή τύχη, μα η ουσία είναι πάντα ίδιο: πρόκειται για μια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον έλεγχό μας, μα παίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές μας.


“Audaces fortuna iuvat” – [Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς]

Βιργίλιος


«Η τύχη είναι γυναίκα και γι’ αυτό ευνοεί τον νέο που την χειρίζεται με τόλμη.»

Νικολό Μακιαβέλι


Σύμφωνα με τον Βιργίλιο και τον Μακιαβέλι, λοιπόν, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς. Δεν χωράει αμφιβολία πως ο άτολμος άνθρωπος δημιουργεί λιγότερες συνθήκες που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την τύχη του – και οι συνθήκες είναι για την τύχη όπως ο ήλιος για το φυτό που βλασταίνει.

Μα κάποιες φορές ακόμα και οι συνθήκες δεν αρκούν, ενώ η τόλμη μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε απερισκεψία – κάτι που γνωρίζουν καλά οι χαρτοπαίχτες και τζογαδόροι του κόσμου.


Fortunavitreaest :tumcumsplendetfrangitu” – [Η τύχη είναι γυαλί: εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται]

PubliliusSyrus, 1οςαιώνας μ.Χ., Ρωμαίος γνωμικογράφος



Ο τροχός της τύχης, από μεσαιωνικό χειρόγραφο



Τύχη και αποδοχή της πραγματικότητας



«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να είσαι δυσαρεστημένος με την τύχη σου.»

Λάο Τσε, 6ος αιώνας π.Χ.


Η φιλοσοφία του Λάο Τσε είναι μια φιλοσοφία εναρμόνισης με την πραγματικότητα. Σε χτυπάει η τύχη; Βρέθηκες ξανά με το Γκαντεμόζαρο στα χέρια σου; Αποδέξου το! Μην αντιστέσεσαι – γιατί να αντιστέκεσαι στην τύχη είναι λες και πας κόντρα στον άνεμο, ενώ δεν είσαι παρά ένα τόσο δα μικρό φυλλαράκι.

Πρόκειται για μια αντίληψη που θυμίζει κατά πολύ τη στάση των Στωικών: η μοίρα/τύχη είναι μεγαλύτερη από μας και δεν ωφελεί να ματαιοπονούμε για την ενδεχόμενη αλλαγή της, ούτε ν’ αναστενάζουμε για τις άδικες ροπές της. Αν κάτι πήγε στραβά, χάνεις τον καιρό σου πολεμώντας το. Θα περάσεις καλύτερα αν το αποδεχτείς και αν προσπαθήσεις να ζήσεις μαζί του. Η αποδοχή της πραγματικότητας συνιστά ένδειξη ωρίμανσης.

Κανείς εξάλλου δεν αρνείται πως ο τροχός της τύχης συνεχίζει να γυρνά… πάντα γυρνά, πέρα και μακριά από τα βλέμματα του κόσμου. Ίσως λοιπόν να έρθει εκείνη η μέρα που θα γυρίσει και αυτή η κακή τύχη σου. Μα κανείς δεν ξέρει πότε – και αν θα γίνει αυτό. Γι’ αυτό το λόγο δεν ωφελεί να σκας και να αγχώνεσαι. Ζήσε την καθημερινότητά σου, αποδέξου τα στραβά σου και μη σε νοιάζει η ζαριά… ούτως ή άλλως πρόκειται για κάτι που βρίσκεται πέρα και έξω από τον έλεγχό σου. Γιατί λοιπόν να σκας;

Μπορείς να το δεις και λίγο εγωιστικά εξάλλου: εσείς, οι ευνοημένοι απ’ την τύχη, θα έχετε όλη τη χαρά, ενώ εγώ τίποτα; Όχι, κύριοι, δεν το δέχομαι αυτό! Είμαι καλύτερος από σας και θα σας το αποδείξω! Θα αντλώ ικανοποίηση από τα μικρά πράγματα που επιλέγω ο ίδιος, και ας μην έχω τη δική σας τύχη. Γιατί εγώ δεν στηρίζομαι σε πήλινα ποδάρια – ποδάρια που στην πρώτη βροχή μπορεί να λιώσουν! Βασίζομαι στον εαυτό μου και σε όσα επιλέγω να μ’ ευχαριστούν – και αν η τύχη η πόρνη πάει πάντα με τους άλλους… ε, λοιπόν, άσ’ τη να ξοδεύεται στον κάθε άχρηστο. Θεόστραβη είναι, ούτως ή άλλως.






Τύχη και μοιρολατρεία



«Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτήν.»

Simone De Beauvoir


«Η τύχη δεν είναι τυχαία, είναι μόχθος. Το χαμόγελο της επιτυχίας κερδίζεται.»

Emily Dickinson


«Πρέπει να χτυπούμε, να χτυπούμε τη μοίρα μας, ως ν'ανοίξουμε πόρτα, να γλιτώσουμε!»

Νίκος Καζαντζάκης, από την «Αναφορά στον Γκρέκο»



Η αποδοχή της πραγματικότητας ενέχει πάντα τον κίνδυνο της μοιρολατρίας. Γιατί είναι διαφορετικό αν συμβιβαζόμαστε με μια κατάσταση που αδυνατούμε, ούτως ή άλλως, να αλλάξουμε… και διαφορετικό αν αρνούμαστε να μεταβάλλουμε μια κατάσταση που θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο. Κάποιες φορές μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον σοφό από τον άτολμο, τον ορθολογικό απ’ τον παθητικό, τον γνώστη από τον μοιρολάτρη.

Υπάρχουν άνθρωποι που απλά δεν προσπαθούν. Αν τους λάχει η κακή ζαριά, θα διαμαρτυρηθούν για την κακοτυχία τους – μα δεν θα κάνουν το παραμικρό να την αλλάξουν. Από κάποιες απόψεις θυμίζουν εκείνη τη μερίδα του μέσου Νεοέλληνα που προσωπικά με ενοχλεί πολύ: γκρινιάζω με το παραμικρό, μα αρνούμαι να δραστηριοποιηθώ ώστε να αλλάξω την πραγματικότητά μου. Μου αρκεί να κλαίγομαι και να ρίχνω τις ευθύνες πάντα στους άλλους.

Φταίει λοιπόν η Κοινωνία, φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι ξένοι, φταίνε οι ντόπιοι, φταίνε οι φίλοι, φταίνε οι εχθροί, φταίνε οι πάντες… εκτός από μένα.

Ορισμένες φορές η «Κακοτυχία» δεν είναι παρά το άλλοθι για την έλλειψη προσπάθειας.


«Μιλάμε για τη μοίρα μας σαν να είναι κάτι που μας επισκέπτεται. Ξεχνάμε ότι εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας, κάθε μέρα της ζωής μας.»

Henry Miller



Graffiti by Banksy



Τύχη και χαρακτήρας



«Η μοίρα και ο χαρακτήρας είναι διαφορετικές ονομασίες του ίδιου πράγματος.»

Novalis


«Τύχη μερικές φορές είναι η θέληση των άλλων.»

Alfred Capus


«Αυτό που δε θέλει κανείς να ξέρει για τον εαυτό του καταλήγει να επέρχεται σαν πεπρωμένο.»

Karl Jung


«Η τύχη και η ψυχική διάθεση κυβερνούν τον κόσμο.»

Λα Ροσφουκώ


Μοίρα και χαρακτήρας είναι ένα και το αυτό, έλεγε ο Νοβάλις, ένας εκ των κλασικών Γερμανών Ρομαντικών. Έναν αιώνα μετά, ο Σίγκμουντ Φρόυντ τόνιζε πόσο καθοριστική για την εξέλιξη της ζωής μας είναι η διαμόρφωση του χαρακτήρα, όπως σχηματίζεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μας. Γιατί στην τύχη, πες, μπορούμε να πάμε κόντρα. Στο χαρακτήρα μας όμως;

Σκέψου πόσες φορές έπραξες με τον ένα και όχι τον άλλο τρόπο, όχι γιατί το επιθυμούσες, ή γιατί θεώρησες πως είναι η σωστότερη επιλογή, μα γιατί κάτι «βαθύτερο» σε έσπρωχνε προς εκείνη την κατεύθυνση. Σκέψου πόσες φορές φέρθηκες έτσι που να επιβεβαιώνεις  ξανά και ξανά εκείνο που είσαι – και όχι εκείνο που οι άλλοι νομίζουν για σένα, ή εκείνο που θα ήθελαν για σένα.

Αν η τύχη είναι το άρμα μέσα στο οποίο επιβαίνεις… ο χαρακτήρας είναι το άλογο που το καθοδηγεί.

Όσο βαθύτερα γνωρίζεις τον εαυτό σου λοιπόν, τόσο καλύτερα μπορείς να κατανοήσεις την πραγματικότητά σου. Να δεις που έπραξες σωστά, που έπραξες λάθος, ποια είναι τα όρια, ποιες οι αντοχές, ποιες οι επιθυμίες και ποιες οι αντιστάσεις σου. Ποια τα θέλω και ποια τα μπορώ σου – και να κατανοήσεις πως διαχωρίζονται τα μεν από τα δε. Να δεις που τελειώνει η δική σου θέληση και που αρχίζει των άλλων – γιατί ορισμένες φορές «τύχη είναι η θέληση των άλλων». Και να διαπιστώσεις πόσο σημαντικό μερίδιο διαδραματίζει αυτή η «θέληση των άλλων», σε μια κοινωνία που μοιάζει να έχει χτιστεί στα μέτρα μιας συγκεκριμένης μερίδας κόσμου και μόνο – ενώ οι υπόλοιποι πασχίζουν να εναρμονίσουν τους ρυθμούς τους με αυτή τη μικροσκοπική, μα ισχυρή καθώς φαίνεται, μερίδα.

Ο Νίτσε τόνιζε τη σημασία των αλληλοσυγκρουόμενων θελήσεων. Κάποιες από αυτές τις θελήσεις είναι ισχυρότερες από τις άλλες – και εν τέλει κυριαρχούν πάνω στις άλλες. Οι τελευταίες μπορεί να αποδεχτούν μια κατάσταση ως αποτέλεσμα «κακής τύχης» ή «κακής μοίρας», ενώ δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της επιβολής μιας βούλησης πάνω στην άλλη. Επιβολή που, σε κοινωνικό επίπεδο, φτάνει συχνά να μετατραπεί σε θεσμό.

Μα ο χαρακτήρας δεν είναι πάντα συνειδητός – συχνά το συνειδητό κομμάτι δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Κι εδώ επιστρέφουμε στους φίλους μας, τον Φρόυντ, τον Γιουνγκ και την παλιοπαρέα τους. Σκέψου πόσο βαθιά είναι τα ορμέφυτα του χαρακτήρα μας, πόσο έντονο το μελάνι που αποτυπώνουν στο χαρτί της καθημερινότητάς μας. Η ίδια η βούληση συχνά είναι τυφλή – μας καθοδηγεί δίχως να ασκούμε έλεγχο πάνω της. Πόσο μοιάζει με τη μοίρα τελικά!

Ή, αν προτιμάτε: πόσο μοιάζει με την τύχη.



Salvator Rosa - Αλληγορία της Τύχης, 1659



Συμπεράσματα: Πώς αντιμετωπίζουμε το Γκαντεμόζαρο, λοιπόν;



Ως τώρα σκιαγραφήσαμε το θέμα της τύχης από διαφορετικές πτυχές του. Μιλήσαμε για την αναγκαιότητα της αποδοχής εκείνου που αδυνατούμε να αλλάξουμε… για την εξίσου μεγάλη σημασία της αντίστασης απέναντι στις καταστάσεις που επιδέχονται αλλαγής… μα και για τον καθοριστικό ρόλο του χαρακτήρα και της συλλογικής βούλησης, που δρα συμπληρωματικά και παράλληλα με την τύχη.

Ας προσπαθήσω να συνοψίσω – και να συνταιριάξω κάπως τις πολλαπλές αυτές οπτικές ματιές πάνω στο ζήτημα της τύχης. Σκοπός μου να αμβλύνω τις συνέπειες του όποιου Γκαντεμόζαρου βρίσκεται στα χέρια μας – ελπίζω να τα καταφέρω, ως ένα βαθμό τουλάχιστον.

Κάποιες φορές χρειάζεται να αποδέχεσαι την πραγματικότητα. Κάποιος σοφότερος ίσως έλεγε «να την αγαπήσεις» - μα εγώ θα μιλήσω απλά για αποδοχή. Αποδέχεσαι την πραγματικότητα, όπως αποδέχεσαι τον χαρακτήρα σου. Αποδέχεσαι την πραγματικότητα, όπως ζητείς και από τους άλλους να σε αποδεχτούν – με τα καλά και τα κακά σου. Γιατί δεν είναι φίλος εκείνος που σε δέχεται μόνο για τα θετικά στοιχεία σου, μα γυρεύει μονίμως να διορθώσει τα κακά. Αγνοεί πως η θετική και η αρνητική όψη είναι συμπληρωματικές στο νόμισμα – και πως τα αρνητικά συχνά λειτουργούν ως καύσιμο που βάζει μπρος στα θετικά σου και καθιστά ικανή την ύπαρξή τους.

Θεωρείς λοιπόν πως είσαι άτυχος; Ας είναι, φίλε μου! Μη σε πάρει από κάτω. Μη δίνεις πάτημα στον κάθε κωλόφαρδο εκεί έξω, για να κοκορεύεται και να καμαρώνει. Από την πηγή της χαράς έχουν όλοι δικαίωμα να πιουν. Αν η τύχη σου γυρνά την πλάτη – προσπάθησε να την αγνοήσεις κι εσύ με τη σειρά σου! Δέξου την κατάσταση ως έχει και άντλησε ικανοποίηση από εκείνα τα πράγματα που γνωρίζεις πως δεν θα σε απογοητεύσουν… εκείνα που δεν θα σου γυρίσουν την πλάτη, δεν θα σε εγκαταλείψουν, δεν θα σου κάνουν τα γλυκά μάτια τη μία, για να σε ποδοπατήσουν την άλλη. Αν η τύχη είναι γυναίκα, άφησέ τη να γυρίζει με τον ένα και τον άλλο! Μη προσδοκάς το γλυκό της το χαμόγελο, γιατί μπορεί να είναι απατηλό.

Ναι, ξέρω. Πόσο πιο εύκολα είναι τα πράγματα όταν η τύχη είναι με το μέρος σου. Το γνωρίζω, φίλε μου. Μα σκέψου πόσο εύκολα η ίδια αυτή τύχη μπορεί να σου στρέψει ξαφνικά την πλάτη. Μη χτίζεις το οικοδόμημά σου στις ράχες της, λοιπόν! Χτίσε ανεξάρτητα από αυτή, βάλε τούβλα και πέτρες και τσιμέντο! Η τύχη οικοδομεί με πούπουλα και άμμο κι ένα απλό φύσημα τα ρίχνει όλα χάμω… Γι’ αυτό κι εσύ θα χτίσεις με τούβλα, με πέτρες και τσιμέντο…

Κάποιες φορές η αλλαγή είναι στα χέρια σου. Υπάρχει χάσμα μεταξύ της αποδοχής εκείνου που δεν αλλάζει… και της παθητικής υποταγής στο πεπρωμένο. Στην πρώτη περίπτωση γνωρίζεις ποια είναι τα όρια των πράξεών σου – στη δεύτερη δεν πράττεις το παραμικρό, απλά καταπίνεις τα πάντα.

Δεν υπάρχει κάποια χρυσή τομή εδώ – για τον καθένα από μας το όριο ανάμεσα στην αποδοχή και την παθητικότητα είναι διαφορετικό. Η συμβουλή μου είναι αυτή: προσπάθησε ν’ αλλάξεις εκείνο που βρίσκεται στο χέρι σου ν’ αλλάξεις… και να κατανοήσεις εκείνο που δεν βρίσκεται. Και λάβε υπόψη σου πως μιλώ πάντα για σένα και μόνο – απέναντι στους άλλους οφείλεις πρωτίστως να δείχνεις κατανόηση για τη διαφορετικότητά τους. Αν κάτι σε δυσαρεστεί, φανέρωνε μεν τη δυσαρέσκειά σου (γιατί δεν είναι καλό ποτέ κανείς να κρύβεται) – μα μην προσπαθείς να τους διορθώσεις. Στη χειρότερη περίπτωση, απλά δεν συμβαδίζουν οι δρόμοι σας. Ας πάρει ο καθένας το δικό του.

Ενεργητικότητα δε συνεπάγεται απαραίτητα πράξεις. Η δραστηριότητα είναι πρωτίστως εγκεφαλική και ψυχολογική κατάσταση. Ενεργητικός είναι ο άνθρωπος που σκέπτεται, που ερμηνεύει, που παίρνει αποφάσεις σε διαλεκτική με τα συμβάντα της καθημερινότητάς του. Παθητικός είναι εκείνος στον οποίο η σκέψη έχει αδρανήσει. Όπως καταλαβαίνετε, λειτουργεί πολύ διαφορετικά η «αποδοχή της πραγματικότητας» σε κάποιον που σκέφτεται ενεργητικά και σε κάποιον που απλά πάει με το ρεύμα. Ο πρώτος κάνει την πραγματικότητα κτήμα του. Ο δεύτερος εγκλωβίζεται μέσα της.

Η γνώση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τύχη – οι συνέπειες της κακοτυχίας μπορούν όμως να μετριαστούν από τη γνώση των συνθηκών που την προκάλεσαν. Γνωρίζοντας κάτι το αποδέχεσαι καλύτερα – ή, ενδεχομένως, πράττεις όσα χρειάζεται να πράξεις για να το μεταβάλλεις. Και η γνώση δεν αφορά μόνο τις εξωτερικές συνθήκες μιας κατάστασης  -συχνότερα σχετίζεται με τον εσωτερικό σου κόσμο, τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου. Πόσα πράγματα πάνε στραβά γύρω μας απλά γιατί ο κόσμος δεν ξέρει τι θέλει – ή πώς να το θέλει σωστά! Πόσα στραβά αποδίδουμε στην κακή μας τύχη, ενώ στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα της άγνοιας του κόσμου, της αδυναμίας του να κατανοήσει και να εκφράσει τις ανάγκες του;

Εδώ ερχόμαστε λοιπόν και στο θέμα του χαρακτήρα – που κάποιοι ταύτισαν με την ίδια τη μοίρα. Όσο καλύτερα γνωρίζεις τον εαυτό σου, τόσο περισσότερο κατανοείς πόση απ’ την κακοτυχία σου οφείλεται σε σένα, πόση οφείλεται στους άλλους… και πόση, εν τέλει, απομένει στη μεγάλη αυτή Δεξαμενή της Τύχης, πέρα από θελήσεις και επιθυμίες.



August Wilde - Ο Τροχός της Τύχης, 1861



Επίλογος



Να που ξέμεινες λοιπόν με το Γκαντεμόζαρο στα χέρια σου. Μα έτσι είναι τα ζάρια, φίλε μου! Τι περιμένεις απ’ αυτά.

Σου κλείνουν την πόρτα; Άνοιξε παράθυρο. Σου κλείνουν το παράθυρο; Άνοιξε μια τρύπα μες στον τοίχο. Είναι φτιαγμένοι από πέτρα οι τοίχοι; Κάλυψε την πέτρα με μια όμορφη κουρτίνα.

Φτιάξε ένα καθημερινό πρόγραμμα, τέτοιο που να γεμίζει τις ώρες σου, όχι να τις αδειάζει. Πες μια καλή κουβέντα εκεί που πιστεύεις πως αξίζει να την πεις… Μοιράσου όσα αγαπάς με όσους αξίζει να τα μοιράζεσαι μαζί τους. Κοίτα να αντλείς ικανοποίηση από τα μικρά πράγματα που ξέρεις πως δεν θα σε απογοητεύσουν ποτέ – και να κρατάς κοντά σου μόνο τους ανθρώπους που σε καταλαβαίνουν και σε εκτιμούν, με τα καλά και τα κακά σου. Αρκεί να καταλαβαίνεις και ο ίδιος τον εαυτό σου.

Και άσε την τύχη να πάει στο καλό… σαν την παλίρροια και την άμπωτη η τελευταία, φουσκώνει, ξεφουσκώνει, δεν βγάζεις άκρη.

Όσο αφορά το Γκαντεμόζαρο; Δεν χρειάζεται να το αγαπήσεις, ούτε να το αποδεχτείς ντε και καλά. Απλά δέξου το σαν μέρος της πραγματικότητας και, ταυτόχρονα, αγνόησέ το. Γράψε συνθήματα στα τείχη της εξουσίας του. Μην αφήνεις να σου κρύβουν τον ουρανό τα σύννεφά του.

Και μην ξεχνάς: ρόδα είναι και γυρίζει…

Καλή χρονιά σε όλους… και με καλύτερη τύχη, παιδιά!






Επίμετρο: Λίγα ακόμα λόγια για την τύχη



«Κοίτα να μη σε καταβάλει η Τύχη, όποια χτυπήματα και βάσανα κι αν φέρει, γιατί δεν υπάρχει δυνατός και άξιος μαχητής που δεν θα πολεμήσει με την Τύχη, όταν εκείνη επιδιώξει να τον νικήσει και να τον εξουθενώσει. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να παραδοθούμε, μα να αμυνόμαστε με σθένος, κι αυτό γιατί [η Τύχη] γνωρίζει τόσο λίγα από μάχες, που οποιοσδήποτε την αντιμετωπίσει, σε παλάτι ή κατακόμβη, μπορεί να την κερδίσει από τον πρώτο κιόλας γύρο. Κανείς άνθρωπος που έχει θάρρος δεν θα τη φοβηθεί… εκτός αν ρίξει ο ίδιος τον εαυτό του στο έδαφος.

Άφησέ τη να γυρίζει τον Τροχό της, αδιάκοπα και ασταμάτητα, καθήμενη στο κέντρο σαν κάποιος που δεν βλέπει. Κάποιους τους τυφλώνει με πλούτη, τιμές και αξίες, ενώ σε άλλους δίνει φτώχεια – ενώ όποτε την ευχαριστεί, τα παίρνει όλα πίσω. Γι’ αυτό λοιπόν είναι ανόητο να νιώθεις στεναχώρια ή χαρά για οτιδήποτε [απ’ όσα κάνει η Τύχη], τη στιγμή που μπορείς με βεβαιότητα να αποτρέψεις τον εαυτό σου από κάτι τέτοιο, αρκεί να έχεις τη θέληση. Είναι ξεκάθαρο επιπλέον το ότι μετατρέπεις την Τύχη σε θεά και την ανυψώνεις στους ουρανούς, κάτι που οφείλεις να μην κάνεις, γιατί δεν είναι ούτε σωστό ούτε λογικό να ενεδρεύει η Τύχη στον παράδεισο.»


JeandeMeun, «Το Ρομάντζο του Ρόδου», γραμμένο το 1269-78, ένα απ’ τα κλασικότερα λογοτεχνικά έργα του Μεσαίωνα.


«Οι περιστάσεις μας ορίζουν. Μας σπρώχνουν προς τον ένα δρόμο ή προς τον άλλον, και μετά μας τιμωρούν γι’ αυτό.»

Ιβάν Τουργκένιεφ


«Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε;»

Jean Cocteau


«Αν και οι άνθρωποι κολακεύονται για τις μεγάλες τους πράξεις, συχνά αυτές δεν είναι τα αποτελέσματα ενός μεγάλου σχεδίου, αλλά της τύχης.»

Λα Ροσφουκώ


«Αν τον κόσμο τον κυβερνούσε, στ’ αλήθεια, η τύχη, δεν θα υπήρχε αδικία. Επειδή η τύχη είναι δίκαιη.»

Ferdinand Galiani, 1728-1787


«Οι πιο σταθερές αρχές στο σύμπαν είναι το τυχαίο και το σφάλμα.»

Frank Herbert, γνωστός για τη λογοτεχνική σειρά του “Dune


«Ο Θεός άλλους έπλασε και άλλους έκλασε.»

γνωμικό


«Οι ακαμάτρες και οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές.»

γνωμικό


«Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.»

Γνωμικό


«Τι γνωρίζω σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα; Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα σχετικά με τα ραδίκια!»

Samuel Beckett


«Χρειάζεται πάντα μια δόση τρέλας για να αντιμετωπίσεις το πεπρωμένο.»

Marguerite Yourcenar, 1903-1987, Γαλλίδα συγγραφέας


«Ξεκίνα. Και θα ξυπνήσεις την τύχη σου»

Περσική παροιμία


Τιτσιάνο - Ο Έρωτας και ο Τροχός της Τύχης, 1520

Are You Lost In The World Like Me?

$
0
0



Ανέκαθεν εκτιμούσα βαθιά τον Moby– όχι μόνο σαν καλλιτέχνη, μα σαν άνθρωπο. Ένας από τους πλέον πολύμορφους μουσικούς της τελευταίας εικοσαετίας, έχοντας αφήσει το δικό του στίγμα στη μουσική εξέλιξη των 90’sκαι των 00’sκαι δίνοντας ορισμένα από τα ωραιότερα liveπου έχει τύχει να δω, ο Mobyανήκει στην κατηγορία εκείνη των δημιουργών που δεν περιορίζονται στο αμιγώς καλλιτεχνικό κομμάτι – μα επεκτείνουν παραπέρα τη σκέψη και το λόγο τους, όντας αδιάκοποι φορείς κοινωνικού προβληματισμού και ουσιώδους παιδείας.

Η τέχνη δεν παράγεται σε κοινωνικό κενό, μα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας που ζούμε. Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες ανέκαθεν το γνώριζαν αυτό, γι’ αυτό και τα έργα τους (είτε μιλάμε για βιβλία, πίνακες ή μουσική) συνιστούν ψηφίδες αφύπνισης, πολύχρωμες και λαμπερές εντός ενός άχρωμου και νυσταγμένου κοινωνικού μωσαϊκού. Δεν προορίζονται απλά για να σε ψυχαγωγήσουν – μα να σε ταρακουνήσουν, να σου ψιθυρίσουν: «ε, φίλε, κοίτα να μη σε πάρει ο ύπνος και σένα». Και στη σημερινή εποχή, που τόση και τόση σαβούρα γύρω μας αυτοπλασάρεται ως «τέχνη» (και, δυστυχώς, έχει απήχηση στον κόσμο), σκεπτόμενοι δημιουργοί όπως ο Mobyβάζουν τα πράγματα στη θέση τους, υπενθυμίζοντάς μας ποιο είναι το χρέος και η σημασία ενός καλλιτέχνη.

Αφορμή για το κείμενό μου αυτό το videoclipγια το νεότερο τραγούδι του, “AreYouLostInTheWorldLikeMe”. Κάποιοι ανάμεσά σας σίγουρα το έχουν δει – οι υπόλοιποι μπορείτε να το μάθετε τώρα.

Μέσα σε 3 λεπτά όλα κι όλα αποτυπώνεται – με ένα εξαιρετικό animation– ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης διαδικτυακής πραγματικότητας. Το φοβερό αυτό φαινόμενο που είμαστε όλοι καλωδιωμένοι, όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ μας, όλοι σε επαφή ο ένας με τον άλλο πίσω απ’ τις οθόνες μας – και όλοι μόνοι.

Κόσμος στα τρένα σκυμμένος πάνω από τα κινητά του· η παρέλαση της εικόνας· ο ναρκισσισμός του φαίνεσθαι· η απουσία λόγου ή ουσιώδους επαφής· η ανάπτυξη μιας συλλογικής μοναξιάς που καλύπτει τα κενά της πίσω από likeκαι γραπτά μηνύματα. Και που μπορεί να οδηγήσουν όλα αυτά; Δείτε σας παρακαλώ το video.


***


ToΊντερνετ δεν είναι μόνο αυτό και το ξέρουμε. Η σημαντικότερη εφεύρεση των σύγχρονων καιρών, έχει τα μέσα τόσο να μας φέρει σε επαφή όσο και να μας αποξενώσει· μπορεί να αποτελέσει φορέα παιδείας και συλλογικής αφύπνισης – μα και να αποβλακώσει. Εν τέλει σημασία έχει πως το χρησιμοποιείς. Είναι ένα πολύτιμο εφόδιο, ένα εργαλείο σπάνιας χρησιμότητας, ικανό να μας φέρει κοντά όσο ποτέ άλλοτε – και είναι τρομερό το γεγονός πως, πολλοί ανάμεσά μας, το χρησιμοποιούμε για το ακριβώς αντίθετο.

Ο ίδιος χρησιμοποιώ το ίντερνετ με σκοπό την επαφή και το μοίρασμα – όχι την αποξένωση. Γράφω για να με διαβάζουν άνθρωποι, όχι ηλεκτρονικά ψηφία – και σε αυτούς τους ανθρώπους απευθύνομαι. Είναι ευχάριστο για μένα το γεγονός πως έχω γνωρίσει, ανά διαστήματα, κόσμο μέσα από τη Σελίδα και το Blogμου – είναι κάτι που το επιδιώκω και ο ίδιος, με μια μερίδα αναγνωστών και φίλων. Μου αρέσει να έρχομαι σε επαφή με τους φίλους αναγνώστες και να ανταλλάσουμε απόψεις και ιδέες, όχι μόνο πίσω απ'τις οθόνες μας, μα από κοντά. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συνάντησα θέρμη και διάθεση για μοίρασμα. Υπήρξαν όμως και κάποιες περιπτώσεις που συνάντησα τείχη. Άνθρωποι που βολεύονταν μια χαρά με τα μυνήματα πίσω απ'τις οθόνες - και μόνο με αυτά. Οι τελευταίες αυτές περιπτώσεις με απογοήτευσαν και με προβλημάτισαν.

Αν κάποια μέρα θεωρήσω πως ό,τι κάνω εδώ μέσα αποτελεί περισσότερο μέρος του προβλήματος, παρά της λύσης του, να είστε βέβαιοι πως θα σταματήσω να το κάνω. Μα είναι στο χέρι μας πιστεύω. Το Ίντερνετ είναι ένα πελώριο θησαυροφυλάκιο – το ερώτημα είναι: πως το αξιοποιείς; Κοιτάς να ανταλλάξεις τους θησαυρούς του για ουσιώδη αγαθά; Ή περιορίζεσαι να κοιτάζεις την αντανάκλασή σου στη γυαλιστερή επιφάνεια του καθρέφτη του;



Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω

$
0
0




«Εδώ είναι η Χώρα της Συνουσίας, όπου δε βρίσκονται ούτε δέντρα, ούτε άστρα, ούτε προβλήματα. Υπέρτατος άρχοντας είναι το σπερματοζωάριο. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, το μέλλον είναι απόλυτα αβέβαιο, το παρελθόν ανύπαρκτο. Σε κάθε εκατομμύριο καινούριων υπάρξεων οι εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα εννέα είναι καταδικασμένες να πεθάνουν χωρίς ελπίδα να ξαναγεννηθούν ποτέ. Ο ένας όμως που κατορθώνει να φτάσει στο τέρμα, είναι βέβαιος για την αιώνια ζωή.

Ολόκληρη η ζωή, θέλοντας μη θέλοντας, έχει συμπυκνωθεί σ'ένα σπόρο, που 'ναι μια ψυχή. Τα πάντα έχουν ψυχή, μέταλλα, φυτά, λίμνες, βουνά, οι βράχοι ακόμα. Το καθετί μπορεί και αισθάνεται, ακόμα κι αν βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο του συνειδητού.

Μιας και συνειδητοποιήσετε αυτό το γεγονός, δε θα ξέρετε πια τι είναι η απελπισία. Στο τελευταίο σκαλί της κλίμακας, εκεί όπου βρίσκεται το σπερματοζωάριο, βασιλεύει η ίδια κατάσταση ευφροσύνης που βασιλεύει και στο ψηλό της, εκεί που βρίσκεται ο Θεός. Ο Θεός είναι η αθροιστική κορυφή όλων μαζί των σπερματοζωαρίων που ‘χουν φτάσει στην πληρότητα της συνείδησης.»



Ξανά, λοιπόν, στον κόσμο του 
Henry Miller. Πίσω στους Τροπικούς. Μα αν θες να τους επισκεφτείς μαζί μου, πρέπει να βάλεις φωτιά σ’ ότι θεωρούσες ως τώρα δεδομένο. Ν’ ανατινάξεις τα γκρίζα εκείνα κτίρια που σου κρύβουνε τον ήλιο και να φτύσεις την καθημερινότητα που σου πνίγει την ψυχή. Μια καταβόθρα είναι η ζωή που οικοδομήσανε για σένα, ένα χρυσό κλουβί μέσα στο οποίο προσπαθείς να τινάξεις τα φτερά σου – μα δεν έμαθες πως οι πτήσεις ξεκινούν απ’ την ψυχή, για ν’ ασπαστούν εν συνεχεία ολόκληρο τον κόσμο, ως το μικρότερό του φυλλαράκι;

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εφησυχασμένες συνειδήσεις. Είναι ένα ταξίδι γνώσης ως τα κατάβαθα του είναι σου, και η γλώσσα του δεν γνωρίζει όρια, μα εκτείνεται στο άπειρο.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που κλειδαμπαρώνονται σε σύνορα – γιατί θρυμματίζει κάθε τεχνητό όριο που έφτιαξε ποτέ η ανθρώπινη ανοησία.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που περιμένουν να διαβάσουν μια συνεκτική πλοκή. Γιατί δεν υπάρχει συνοχή στο είναι, μόνο άτακτο, οργασμικό χάος.

Αυτό δεν είναι βιβλίο για εκείνους που θίγονται εύκολα. Γιατί ορθώνει περήφανα τον ολόστητο Φαλλό του και εκσπερματώνει με χαρά στο γόνιμο χώμα κάθε ηδονής. Είναι ένα ταξίδι στον πυρήνα της γης, μια διείσδυση στο Υπεραιδοίο της ύπαρξης.

Αυτός είναι ο δεύτερος από τους «Τροπικούς» του Χένρι Μίλλερ. Δημοσιευμένος στα τέλη της δεκαετίας του 30 και απαγορευμένος για πολλά χρόνια στην πατρίδα του, όπως ο πρώτος. Και αυτό είναι το αφιέρωμά μου σε αυτόν – αντίστοιχο με εκείνο που έγραψα για τον «Τροπικό του Καρκίνου» και στο οποίο μπορείτε να ανατρέξετε εδώ:


Μα αν ο Καρκίνος παρέδωσε τη σκυτάλη στον Αιγόκερω, η αναζήτηση μένει πάντα ίδια. Πίσω, λοιπόν, στον Τροπικό του Αιγόκερω…



Man Ray - Nude Portrait of Lee Miller, 1929


Το Χρυσό Κλουβί της Καθημερινότητας



«Ως τα δέκα μου χρόνια, ποτέ μου δεν είχα αντιληφθεί πως υπήρχαν και «θερμές» χώρες, μέρη όπου δεν έχεις ανάγκη να ιδροκοπάς, για να βγάλεις το ψωμί σου, ούτε να τρέμεις απ’ το κρύο και να λες πως είναι τονωτικό και σου φτιάχνει τη διάθεση. Παντού όπου βασιλεύει το κρύο, υπάρχουν άνθρωποι που τσακίζονται στη δουλειά, κι όταν γεννάν παιδιά, κηρύσσουν σ'αυτά το ευαγγέλιο της εργασίας —που κατά βάθος, δεν είναι τίποτ'άλλο απ’ τη θεωρία της αδράνειας.

Τα μέλη της οικογένειάς μου ήταν άνθρωποι του βορρά, δηλαδή ηλίθιοι. Κάθε λαθεμένη ιδέα που έτυχε να διατυπωθεί ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο, την έκαναν δική τους. Μέσα στις ιδέες τους ήταν και η ιδέα της καθαριότητας, για να μη μιλήσουμε και για την ιδέα της χρησιμότητας. Ήταν όλοι τους καθαροί σε βαθμό που να καταπονούνται, για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα. Απομέσα τους όμως ήταν όλο βρόμα και δυσωδία. Ποτέ τους, ούτε για μια φορά δεν είχαν ανοίξει την πόρτα που οδηγεί στην ψυχή. Ποτέ τους, ούτε για μια φορά δεν ονειροπόλησαν να κάνουν στα τυφλά ένα πήδημα μέσα στο σκοτάδι. Μόλις τέλειωνε το βραδινό φαγητό, τα πιάτα πλένονταν γρήγορα και ταχτοποιούνταν στο ντουλάπι, ύστερα διάβαζαν την εφημερίδα, τη δίπλωναν προσεχτικά και την τοποθετούσαν σ’ ένα ράφι και αμέσως μετά την πλύση τα ρούχα σιδερώνονταν, απλώνονταν και κρύβονταν μέσα στα συρτάρια. Όλα γίνονταν για το αύριο, αυτό όμως το αύριο δεν ερχόταν ποτέ. Το παρόν ήταν μοναχά μια γέφυρα, κι αυτοί βρίσκονται ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γέφυρα, βογκώντας, όπως βογκά όλος ο κόσμος, χωρίς ποτέ ένας απ’ αυτούς τους ηλίθιους να σκεφτεί ν’ ανατινάξει αυτή τη γέφυρα.

Συχνά, μέσα στην πίκρα μου, ψάχνω να βρω λόγους για τους καταδικάσω, για να μπορέσω έτσι να καταδικάσω καλύτερα τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί και εγώ, από πολλές απόψεις, είμαι σαν αυτούς. Για πολύ καιρό νόμιζα πως είχα ξεφύγει, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, βλέπω πως δεν είμαι καλύτερος, και μάλιστα πως είμαι λιγάκι χειρότερος, γιατί βλέπω τα πράγματα καθαρότερα απ'όσο τα είδαν αυτοί ποτέ τους, κι όμως εξακολουθώ να μην έχω τη δύναμη ν'αλλάξω τη ζωή μου».


King Vidor - The Crowd


Το Βασίλειο του Αιώνιου Σκατού



«Περιπλανήθηκα στους δρόμους πολλών χωρών του κόσμου, πουθενά όμως δεν ένιωθα τόσο ξεπεσμένος και ταπεινωμένος, όσο στην Αμερική. Όλοι μαζί αυτοί οι δρόμοι της Αμερικής μου φέρνουν στο νου μου την εικόνα μιας τεράστιας καταβόθρας, μιας καταβόθρας του πνεύματος, που απορροφά και διοχετεύει τα πάντα στο βασίλειο τον αιώνιου σκατού. Και πάνω απ’ αυτή την καταβόθρα, το πνεύμα της δουλειάς, πλέκει κι απλώνει ένα μαγικό υφάδι: Παλάτια κι εργοστάσια φυτρώνουν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εργοστάσια πολεμοφοδίων και χαλυβουργεία και σανατόρια και φυλακές και φρενοκομεία. Ολόκληρη η ήπειρος είναι ένας εφιάλτης που παράγει όσο γίνεται μεγαλύτερη αθλιότητα για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Κι εγώ ήμουν ένας, ένα μοναχικό ον μέσα στο μεγαλύτερο γλεντοκόπι του πλούτου και της ευτυχίας, —(μιας ευτυχίας και ενός πλούτου στατιστικά εξακριβωμένων)— χωρίς όμως να συναντήσω ποτέ μου έναν άνθρωπο που να’ ναι πραγματικά πλούσιος και πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά τουλάχιστον, εγώ ήξερα πως ήμουν δυστυχισμένος, φτωχός, παράταιρος και παράτονος. Αυτή ήταν τουλάχιστον η μοναδική μου παρηγοριά, η μοναδική μου χαρά.

Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν αμερικάνικο δρόμο, ούτε έναν κάτοικο αυτών των δρόμων, ικανό να οδηγήσει κάποιον στην ανακάλυψη του εαυτού του».


***


«Τη νύχτα οι δρόμοι της Νέας Υόρκης αντικαθρεφτίζουν τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού: το χιόνι έχει σκεπάσει τη γη και η σιωπή είναι απόλυτη, ξεπετιέται απ’ τα φριχτά κτίρια της Νέας Υόρκης μια μουσική που φανερώνει τόση σκυθρωπή απόγνωση και χρεοκοπία, ώστε ανατριχιάζεις ολόκληρος. Καμιά πέτρα δεν έχει χτιστεί πάνω στην άλλη με αγάπη ή με σεβασμό. Κανένας απ’ αυτούς τους δρόμους δε χαράχτηκε για το χορό ή για τη χαρά. Το καθετί έχει προστεθεί δίπλα στο άλλο, σ’ ένα τρελό ανακάτεμα, με μοναδικό σκοπό το γέμισμα της κοιλιάς. Κι οι δρόμοι μυρίζουν αδειανές κοιλιές, κοιλιές γεμάτες και κοιλιές μισογεμάτες. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν απ’ τη μυρωδιά μιας πείνας που δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Μυρίζουν την αχόρταγη κοιλιά. Έχουν τη μυρωδιά των δημιουργημάτων της αδειανής κοιλιάς, που ‘ναι τιποτένια και κενά.»





***
  

«Και πάλι η νύχτα, η ανυπολόγιστα μηχανοποιημένη, γυμνή, εχθρική, παγερή χωρίς καταφύγιο και εγκαρδιότητα νύχτα της Νέας Υόρκης. Τεράστια παγωμένη μοναξιά του αμέτρητου πλήθους, κρύα, σπαταλημένη σε ηλεκτρικές φωταψίες, φωτιά καταθλιπτική χωρίς νόημα, τελειότητα των γυναικών, που οδηγημένες απ'αυτήν, έχουν ξεπεράσει το σεξ, φτάνοντας στην ίδια του την άρνηση, σ'αυτή την άρνηση που ‘ναι όμοια με τον ηλεκτρισμό, όμοια με την ουδετερότητα του αρσενικού, όμοια με τους άσκοπα περιστρεφόμενους πλανήτες, τα προγράμματα ειρήνης και τις ερωτικές ραδιοφωνικές εκπομπές.

Το να 'χεις λεφτά στην τσέπη σου, ενώ βρίσκεσαι στο κέντρο της λευκής ουδέτερης ενέργειας, το να περπατάς στείρος, χωρίς σκοπό, στους λαμπρά φωταγωγημένους δρόμους, το να σκέφτεσαι φωναχτά, ολότελα μόνος σου, στα πρόθυρα της τρέλας, το να 'σαι ένα κομμάτι μιας πόλης, μιας απέραντης πόλης, το ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, κι όμως να νιώθεις ολότελα χωρισμένος απ'αυτήν, είναι σαν να 'χεις μεταμορφωθεί εσύ ο ίδιος σε μια πόλη, σ'έναν κόσμο νεκρών λιθαριών, σπαταλημένων φώτων, ακατανόητης κίνησης, ανυπολόγιστων και άπιαστων πραγμάτων και μυστικής τελειότητας κάποιας απόλυτης άρνησης.

Το να περπατάς μέσα στο νυχτερινό πλήθος έχοντας λεφτά στην τσέπη σου, προστατευμένος απ'αυτά, νανουρισμένος απ'αυτά, βαριεστημένος απ'αυτά, μ'έναν ολόκληρο κόσμο γύρω σου που δεν αντιπροσωπεύει τίποτ'άλλο από λεφτά, που δε ζει παρά για τα λεφτά, που γι'αυτόν δεν ‘χει τίποτα έξω απ'τα λεφτά, τα λεφτά, τα λεφτά, αυτά τα ολοένα πολλά λεφτά, ή λίγα λεφτά και πάντα, ανεξάρτητα αν έχεις ή δεν έχεις, να λογαριάζεις μόνο τα λεφτά και τον τρόπο που θα φέρουν κι άλλα λεφτά. Τι είναι όμως εκείνο που κάνει το χρήμα να φτιάχνει χρήμα;

Στο νυχτερινό κέντρο πάλι ο ίδιος ρυθμός των χρημάτων, το ερωτικό ρίγος που σκορπίζεται απ'το ραδιόφωνο, η απρόσωπη, πεζή επαφή του πλήθους, η απελπισία που σ'αγγίζει ως το κόκαλο, η πλήξη, η απογοήτευση ενώ βρίσκεσαι καταμεσής της πιο τέλειας μηχανοποιημένης τελειότητας, ο χορός χωρίς ευχαρίστηση, η απόλυτη μοναξιά, σχεδόν απάνθρωπος μόνο και μόνο γιατί ‘σαι άνθρωπος. Αν υπήρχε ζωή στο φεγγάρι δεν θα μπορούσε να μοιάζει παρά μ’ αυτήν εδώ γύρω, την σχεδόν τέλεια, τη στερημένη εντελώς από χαρά. Αν η προσπάθεια να ξεφύγεις απ’ τον ήλιο σημαίνει να φτάσεις στην παγωμένη ηλιθιότητα, τότε έχουμε πετύχει τον σκοπό μας και η ζωή δεν είναι πια παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου. Κι αυτό είναι ο χορός της παγωμένης ζωής, που σαλεύει μες στο κοίλωμα του ατόμου, κι όσο περισσότερο χορεύεις, τόσο περισσότερο παγώνεις.

Έτσι παραδομένοι σ’ έναν παγωμένο ξέφρενο ρυθμό χορεύουμε σε μακρά και βραχέα κύματα, μες στην κούπα του τίποτα, αποτιμώντας κάθε γουλιά ηδονής σε δολάρια και σεντς. Περιπλανιόμαστε απ ’το ’να τέλειο θηλυκό στο άλλο, ψάχνοντας ν'ανακαλύψουμε το πρώτο του σημείο, αυτά όμως τα θηλυκά είναι όλα πρώτα κι αδιαπέραστα, οχυρωμένα πίσω απ’ την αναμάρτητη ψυχρή τους σκληρότητα. Αυτό είναι η παγερή λευκή παρθενία της λογικής του έρωτα, το όριο της άμπωτης, το σύνορο της απόλυτης κενότητας.

Και σε τούτο το σύνορο της παρθενικής λογικής της τελειότητας χορεύω το χορό της δοσμένης στη λευκή απελπισία ψυχής μου, εγώ, ο στερνός λευκός άνθρωπος, που αφανίζω τη στερνή μου συγκίνηση, εγώ ο γορίλας της απελπισίας που χτυπώ το στήθος μου με τις άσπιλες γαντοφορεμένες μου γροθιές. Ναι, είμαι ο γορίλας που νιώθει να μεγαλώνουν φτερά στη ράχη του, ένας γορίλας χαμένος στη μέση ενός μεταξωτού κενού. Μαζί τους μεγαλώνει κι η νύχτα σαν ηλεκτρικό φυτό, σπέρνοντας κάτασπρα ζεστά μπουμπούκια μέσα στο μαύρο βελούδινο διάστημα. Κι είμαι εγώ αυτό το παγωμένο διάστημα, που μέσα του σκάζουν πυρετικά τα λευκά ζεστά μπουμπούκια, κι είμαι εγώ ο αστερίας που κολυμπά στην παγωμένη δροσιά του φεγγαριού. Αποτελώ το σπέρμα ενός νέου παραλογισμού, ένα εκτόπισμα που μεταχειρίζεται μια κατανοητή γλώσσα, ένας στεναγμός μπηγμένος σαν θραύσμα στην εγρήγορση της ψυχής. Χορεύω τον υγιή και χαριτωμένο χορό του αγγελικού γορίλα. Ολόγυρά μου βρίσκονται τ’ αδέρφια μου, παράλογοι, δαιμονικοί γορίλες. Χορεύουμε μες στην άδεια κούπα του τίποτα, όλοι μαζί, κι όμως ξέχωροι ο ένας απ'τον άλλον, όπως τ'αστέρια.

Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα για μένα. Η σωτηρία δε βρίσκεται στη λογική. Η ίδια η πόλη είναι η υψηλότερη μορφή της τρέλας και κάθε κομμάτι της, ζωντανό ή άψυχο, η έκφραση αυτής της τρέλας.»


King Vidor - "The Crowd"


Πρώτο Ιντερλούδιο. Ο HenryMillerκαι η Αμερική


Όπως θα παρατήρησες, φίλε αναγνώστη, επέλεξα ένα διαφορετικό τρόπο να παρουσιάσω το σημερινό αφιέρωμα, συγκριτικά με άλλα. Συμπεριλαμβάνοντας ολοκληρωμένα αποσπάσματα από το βιβλίο δίχως καμία παρέμβαση δική μου στο ενδιάμεσο – πέραν ενός εισαγωγικού τίτλου – θεώρησα πως μπορείς να εισχωρήσεις βαθύτερα στον κόσμο του βιβλίου και να σου κινήσω το ενδιαφέρον να το διαβάσεις, αν δεν το έχεις ήδη κάνει.

Μα είναι καιρός να πω δυο λόγια δικά μου. Αν και γράφτηκε δεύτερος, μετά τον «Τροπικό του Καρκίνου», ο «Τροπικός του Αιγόκερω» (“Tropic of Capricorn”, 1938) παρουσιάζει γεγονότα που προηγούνται του πρώτου Τροπικού. Πριν ο Χένρι Μίλλερ μεταβεί στο Παρίσι και ζήσει εκείνη την τόσο χαρακτηριστική μποέμικη ζωή της άβαν-γκαρντ που περιγράφει στον «Τροπικό του Καρκίνου», ανήκε στα εκατομμύρια των συνηθισμένων Αμερικάνων που ζούσαν και εργάζονταν σε μία από τις χιλιάδες εταιρίες του κόσμου, ως υπάλληλοι. Ήταν μάλιστα παντρεμένος – με μια γυναίκα που συνέβαλε να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σ’ εκείνη την ανηλεή καθημερινότητα από την οποία ποθούσε ν’ αποδράσει.

Είχε δουλειά, ναι. Λεφτά στην τσέπη; Ναι. Σπίτι, γυναίκα; Ναι. Μα όποτε περιέφερε το βλέμμα γύρω του, έβλεπε πουλιά που τινάζουν τα φτερά τους καταμεσής χρυσών κλουβιών. Και αυτό τον έπνιγε. Περιφερόμενος στους δρόμους της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 20, μιας εποχής οικονομικής ευημερίας (επίπλαστης, έστω, λίγο πριν το μεγάλο Κραχ) για την πατρίδα του, ο Χένρι Μίλερ δεν ονειρευόταν τα όνειρα του πλήθους – δεν τον ενδιέφερε ένα καλύτερο αμάξι, ή μια προαγωγή, ή μια απόδραση ολίγων ημερών σε κάποιο παρθενικό (μα βιασμένο απ’ τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις) νησί.

Και η Νέα Υόρκη; Η πόλη των πόλεων, η οικονομική κοιτίδα του σύγχρονου πολιτισμού, το αμερικανικό όνειρο μετουσιωμένο σε ύλη, σε δρόμους και σε κτίρια; Δεν είναι παρά η υψηλότερη μορφή της τρέλας – μιας συλλογικής τρέλας εκατομμυρίων.

O Μίλλερ κοίταζε γύρω του και έβλεπε πλήθη που αγωνίζονται να πνίξουν τη μοναξιά τους οικοδομώντας κάστρα κοινωνικής ανόδου πάνω στην άμμο της αιωνιότητας – μια άμμος που τόσο εύκολα παρασέρνεται απ’ το παραμικρό κύμα. Και έπειτα, τι έχει μείνει; Η ίδια άμμος, νωπή από το κύμα, με τα χνάρια της σβησμένα. Τα όνειρα της δύναμης και οι φιλοδοξίες της ένας σωρός από λάσπη.

Το πρότυπο του αστικού, καταναλωτικού πολιτισμού έμοιαζε ψυχρό και ψεύτικο στα μάτια του συγγραφέα. Και τα όνειρα αυτού του πολιτισμού φενάκες. Να γιατί ο Μίλερ αποφάσισε να εγκαταλείψει γυναίκα, σπίτι και πατρίδα και να μετοικήσει στο Παρίσι – στο καλλιτεχνικό κέντρο των καιρών, εκεί που θεωρούσε πως μπορεί να ζήσει πραγματικά ελεύθερος. Και ακόμα περισσότερο: ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του. Γιατί τα έργα του Χένρυ Μίλερ συνιστούν, πρωτίστως, ταξίδια αυτογνωσίας.

Μα στον «Τροπικό του Αιγόκερω» η ώρα της μεγάλης περιπλάνησης δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την αναζήτησή του δίχως ακόμα να γνωρίζει τι είναι εκείνο που αναζητά. Κι εμείς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πασχίζουμε να το ανακαλύψουμε μαζί του. Είμαστε ακόμα στην αρχή – ακόμα στην Αμερική της δεκαετίας του 20. Παρακολουθούμε την εξέλιξη του χαρακτήρα, μέσα από αυτοβιογραφικά περάσματα και άλματα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση – και, παράλληλα, από το έξω προς το μέσα.

Πατρίδα είναι αυτή που νιώθεις περισσότερο φιλόξενος. Για τον συγγραφέα πατρίδα του δεν ήταν η Αμερική. Μα δεν ήταν ούτε το Παρίσι που έμελλε να πάει. Πατρίδα του Χένρι Μίλλερ είναι ο κόσμος. Και συμπολίτες του οι άνθρωποι, πέρα από φυλή, εθνότητα και τάξη.


«Η πόλη μεγαλώνει σαν τον καρκίνο. Πρέπει να μεγαλώσω σαν τον ήλιο. Κατατρώγει ολοένα και πιο βαθιά, μέχρι να καταστρέψει τα πάντα. Είναι μια αχόρταγη άσπρη ψείρα, που θα πεθάνει τελικά από ασιτία. Θα κάνω την άσπρη ψείρα, που με καταβροχθίζει, να πεθάνει από πείνα. Θα πεθάνω σαν μια πόλη, για να ξαναγεννηθώ σαν άνθρωπος.»



King Vidor - The Crowd

Η Γη, καθάρματα, δεν σας Ανήκει



«Σαν σκέφτομαι ορισμένους απ’ αυτούς τους Ινδούς, τους Άραβες που γνώρισα, σαν σκέφτομαι το χαρακτήρα που φανέρωναν, τη χάρη τους, την τρυφερότητά τους, την εξυπνάδα τους, την αγιοσύνη τους, φτύνω στο πρόσωπο τη λευκή φυλή των καταχτητών του κόσμου, τους εκφυλισμένους Βρετανούς, τους γουρουνοκέφαλους Γερμανούς, τους αυτάρεσκους και ευχαριστημένους με την άνεσή τους Γάλλους.

Η γη είναι ένα μεγάλο ενιαίο και αισθαντικό ον, ένας πλανήτης κορεσμένος απ'τη μιαν άκρη του ως την άλλη απ'το ανθρώπινο γένος, ένας ζωντανός πλανήτης, που εκφράζεται τσεβδίζοντας και τραυλίζοντας. Δεν είναι η κατοικία της λευκής φυλής ή της μαύρης φυλής, ή της κίτρινης, ή της εξαφανισμένης φυλής των γαλάζιων ανθρώπων, αλλά η κατοικία του ανθρώπου, κι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στο Θεό και θα βρουν οπωσδήποτε τη θέση τους, αν όχι τώρα, σ'ένα εκατομμύριο χρόνια. Οι μικροσκοπικοί μελαχρινοί αδελφοί μας απ'τις Φιλιππίνες μπορεί κάποια μέρα να ξανάνθιζαν και οι δολοφονημένοι Ινδιάνοι της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, μπορεί κι αυτοί να ξαναζωντάνευαν μια μέρα και να κάλπαζαν στις πεδιάδες, όπου ανυψώνονται σήμερα οι πολιτείες μας, που ξερνάνε τη φωτιά μαζί με την πανούκλα.

Ποιος θα 'χει τον τελευταίο λόγο; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Η γη είναι δική του, γιατί αυτός ΕΙΝΑΙ η γη, η φωτιά της, το νερό της, ο αέρας της, η ορυκτή και φυτική της ύλη, το πνεύμα της που είναι κοσμικό, που είναι το πνεύμα όλων αυτών των πλανητών, που μεταμορφώνεται δια μέσου αυτού, με ατέλειωτα σημεία και σύμβολα, με ατέλειωτες εκδηλώσεις».

Έγνοια σας τηλεγραφικοκοσμοκοκκικά σκατά, εσείς δαίμονες αφ’ υψηλού, που περιμένετε την κατάλληλη στιγμή, για να διορθώσετε τις υδραυλικές εγκαταστάσεις, έγνοια σας, σεις βρομεροί λευκοί κατακτητές, που 'χετε μολύνει τη γη με τις διχαλωτές οπλές σας, με τα εργαλεία σας, τα όπλα σας, τα μικρόβια που σπέρνουν αρρώστιες. Έγνοια σας και θα δείτε όλοι εσείς, που κυλιόσαστε στο τριφύλλι και μετράτε τις μάρκες σας, ακόμα δεν τελειώσαμε, θα γελάσει καλά όποιος γελάσει τελευταίος. Πρέπει ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη, ως το τελευταίο μόριο που αισθάνεται, και θ'ΑΠΟΔΟΘΕΙ! Κανένας δε θα μπορέσει να φύγει με γεμάτα τα χέρια, και λιγότερο απ'όλους, σεις, τα κοσμοκοκκικά σκατά της Βόρειας Αμερικής.»







Χαμένος στη θάλασσα της ωριμότητας 



«Μες στο σταρένιο ψωμί υπάρχει κάτι που μάταια προσπαθώ να το διερευνήσω, κάτι αόριστα γλυκό, κάτι που σε τρομάζει και σε λευτερώνει, κάτι συνδεμένο με τις πρώτες ανακαλύψεις. Θυμάμαι μια φέτα ψωμιού συνδεμένη με κάποιαν άλλη πιο παλιά περίοδο της ζωής μου, όταν εγώ κι ο φίλος μου Στάνλεϋ συνηθίζαμε να λεηλατούμε το ψυγείο. Αυτό ήταν κλεμμένο ψωμί και γι’ αυτό ακόμα πιο ωραίο απ'το ψωμί που μας έδιναν μ’ αγάπη. Όταν όμως το τρώγαμε αυτό το ψωμί, ενώ περπατούσαμε και φλυαρούσαμε, κάτι σαν αποκάλυψη γινόταν μέσα μας. Νιώθαμε σαν να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση Θείας Χάρης, μια κατάσταση τέλειας άγνοιας, μια κατάσταση αυταπάρνησης. Όσα έχω κερδίσει απ’ αυτές τις στιγμές μένουν άθικτα βαθιά μου και δεν υπάρχει κίνδυνος να τα χάσω ποτέ. Ίσως ακριβώς το γεγονός πως δεν ήταν η γνώση με τη μορφή που την ξέρουμε, να μ’ έκανε να τα δέχομαι σαν μιαν αλήθεια, αν κι η λέξη αλήθεια είναι πολύ ακριβολόγα για να τα εκφράσει. Εκείνο που ναι αληθινά σπουδαίο είναι ότι όλες αυτές οι ψωμοκουβέντες γίνονταν μακριά απ’ το σπίτι, μακριά απ’ τα μάτια των γονιών μας, που πάντα τους φοβόμασταν, αλλά που ποτέ δεν τους σεβόμασταν. Μένοντας μόνοι η φαντασία μας δε γνώριζε όρια. […]

Με το σταρένιο ψωμί ο κόσμος ήταν αυτό που ‘ναι στ’ αλήθεια. Ένας κόσμος πρωτόγονος, κυβερνημένος απ’ τη μαγεία […] Τίποτα δε γινόταν δεχτό σαν δοσμένο. Η κάθε μέρα αποτελούσε μια νέα επιβεβαίωση νίκης ή ήττας. Έτσι ίσαμε την ηλικία των εννιά δέκα χρονών γευόμασταν ολοκληρωτική τη ζωή. Δεν ανήκαμε παρά μονάχα στον εαυτό μας, όσοι τουλάχιστον από μας ήταν αρκετά τυχεροί, ώστε να μην τους έχουν χαλάσει οι γονιοί τους, όσοι από μας ήταν αρκετά λεύτεροι να περιπλανιούνται, λεύτεροι το βράδυ και ν’ ανακαλύπτουν μόνοι τους τα πράγματα.

Αυτό που κυρίως με γιομίζει νοσταλγία και θλίψη είναι ότι αυτή η εντελώς καθορισμένη ζωή των παιδικών χρόνων μοιάζει μ'έναν περιορισμένο κόσμο κι ότι η ζωή που την ακολουθεί, η ενήλικη ζωή, μ'ένα χώρο που συνεχώς μικραίνει. Απ'τη στιγμή που μπαίνει κανένας στο σχολείο, χάνεται. Είναι σα να του βάζουν ένα βρόγχο στο λαιμό. Το ψωμί, όπως και η ζωή, χάνει τη γεύση του. Το να κερδίζεις το ψωμί καταντά σημαντικότερο απ’ το να το τρως. Καθετί είναι υπολογισμένο κι έχει την τιμή του. […]

Ο ξάδερφος ο Τζων έγινε ένα θαυμάσιο τίποτα. Ο Στάνλεϋ μια τέλεια αποτυχία. Κάθε φορά που σκέφτομαι πως τους κατάντησε η ζωή, μου ‘ρχεται να μπήξω τα κλάματα. […]

Όλοι μας γίναμε λίγο πολύ όμοιοι μεταξύ μας κι εντελώς διαφορετικοί απ’ τους εαυτούς μας. Κι ίσως αυτή η απώλεια του ιδιαίτερου εαυτού μας, της πιθανόν όχι σπουδαίας εξατομίκευσής μας, να 'ναι αυτό που με λυπεί πιότερο από καθετί και μεγαλώνει στα μάτια μου την αίγλη του σταρένιου ψωμιού, αυτού του θαυμάσιου ψωμιού, που βοηθούσε στη δημιουργία του ιδιαίτερου εαυτού μας, μοιάζοντας με το ψωμί της Θειας Κοινωνίας, που’ ναι όμοιο για όλους, αλλά που απ'αυτό καθένας παίρνει τη δική του
Θεία Χάρη.

Τώρα εξακολουθούμε να τρώμε το ίδιο αυτό ψωμί, χωρίς όμως να παίρνουμε απ'αυτό καμιά μετάληψη, καμιά Χάρη. Τρώμε απλώς για να γιομίσουμε τις κοιλιές μας κι οι καρδιές μας παραμένουν άδειες και κρύες. Είμαστε ξεχωριστοί ο ένας απ'τον άλλον, αλλά δεν είμαστε άτομα.»






Σε αναζήτηση του δικού σου Κόσμου



«Το θαύμα και το μυστήριο της ζωής, αυτό που καταπίνουμε καθώς γινόμαστε υπεύθυνα άτομα! Μέχρι που να βγούμε για δουλειά ο κόσμος ήταν πολύ μικρός και μεις ζούσαμε στην άκρη του, στα σύνορα κατά τα φαινόμενα του αγνώστου. Ένας μικρός κόσμος, σαν τον ελληνικό, αρκετά βαθύς, ωστόσο, για να μας προσφέρει κάθε είδος παραλλαγές, κάθε είδος περιπέτειες και θεωρίες, κι ούτε πάλι τόσο ελάχιστος αφού κρατούσε σ'εφεδρεία ένα τεράστιο δυναμικό.

Η μεγέθυνση του κόσμου δε μ'έκανε να κερδίσω τίποτα. Απεναντίας έχασα. Θα 'θελα να γινόμουν ολοένα και πιο παιδί, να περνούσα πέρ'απ'την παιδική ηλικία, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα 'θελα το μέστωμά μου να συνεχιστεί σε κατεύθυνση αντίθετη με την κανονική. Θα 'θελα να βυθιστώ στο υπερπαιδικό βασίλειο του όντος, που θα ‘ναι τόσο παλαβό και χαώδες, όσο ο κόσμος που με περιβάλλει αλλά κατά διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να ενηλικιώθηκα, να 'γινα πατέρας και υπεύθυνο μέλος μιας κοινωνίας, να 'βγαλα το καθημερινό μου ψωμί και να προσαρμόστηκα σ'έναν κόσμο που δε μου ταίριαζε, αλλά πάντα επιθυμώ να ξεφύγω απ'αυτόν το μεγεθυμένο κόσμο και να σταθώ στα σύνορα του άγνωστου κόσμου, που θα σπρώξει αυτόν το χλομό και μονότονο κόσμο, που μέσα του ζω τώρα, στη σκιά.»


***


«Θέλω να περάσω απ'την ευθύνη του γονιού στην ανευθυνότητα του αναρχικού ανθρώπου, που δεν μπορεί μήτε να καταπιαστεί, μήτε να κολακευτεί, μήτε να εξαγοραστεί με χάδια, μήτε να δωροδοκηθεί, μήτε καν να ξευτελιστεί, κι αν μπορούσα θα διάλεγα για οδηγό μου τον Ομπερόν, τον καβαλάρη της νύχτας, που στη σκιά των φτερών του σβήνει ταυτόχρονα την ομορφιά και τον τρόμο του παρελθόντος. Επιθυμία μου είναι να ξεφύγω προς την αιώνια ανατολή, με τη σβελτάδα και την ευλυγισία που δεν αφήνει καιρό για τύψεις και μετάνοια, και να ξεπεράσω τον εφευρέτη άνθρωπο, αυτόν που 'ναι μια κατάρα για η γη, και να σταθώ μια φορά μπροστά στο απύθμενο βάραθρο, που μήτε οι πιο δυνατές φτερούγες δεν είναι ικανές να το διασκελίσουν. Ακόμα κι αν πρόκειται να καταντήσω ένα φυσικό πάρκο, γιομάτο απ’ τους τεμπέληδες ονειροπόλους, δεν πρέπει να σταματήσω και ν’ αναπαυτώ σ’ αυτή την έκτακτη ηλιθιότητα της υπεύθυνης και ώριμης ζωής. Χρειάζεται να το κάνω σ’ ανάμνηση μιας ασύγκριτης ζωής σε σχέση μ’ εκείνη που μου ‘χαν υποσχεθεί, σ’ ανάμνηση της ζωής ενός παιδιού που το στραγγάλισαν, που το 'πνιξαν με την αμοιβαία συγκατάθεση οι άνανδροι που 'χαν συνθηκολογήσει.

Αρνούμαι καθετί που δημιούργησαν οι γονιοί μας. Γυρνώ πίσω σ’ έναν κόσμο πιο μικρό ακόμα κι απ'τον Αρχαίο ελληνικό, σ’ έναν κόσμο που μπορώ πάντα να τον αγγίξω αρκεί ν'απλώσω τα χέρια μου σ’ έναν κόσμο πραγμάτων που ξέρω κάθε στιγμή να τ’ αναγνωρίζω. Κάθε άλλος κόσμος μου ‘ναι αδιάφορος, ξένος κι εχθρικός. […] Δεν ξέρω με τι θα μοιάζει κι ούτε είμαι σίγουρος πως θα τον βρω. Είναι όμως ο δικός μου κόσμος, ο μόνος που μπορεί να μ’ ερεθίσει.»



Δεύτερο Ιντερλούδιο. Αιδοία και Φαλλοί



 Ή αλλιώς, η αρχή και το τέλος των πάντων. Το αιδοίο είναι η κατασκότεινη σπηλιά, ο φαλλός ο πυρσός με τη φωτιά. Και η συνουσία το φως που σκορπά από το τούνελ και με το οποίο γυρεύεις να γίνεις ένα, να σκορπίσεις μέσα του, να χαθείς στο κρεσέντο της ηδονής του.

Κάπου εκεί ίσως ανακαλύψεις τον εαυτό σου – στο σύντομο εκείνο διάστημα που ο χρόνος παύει να κυλά και η στιγμή γίνεται αιώνια. Εδώ δεν κάνει κουμάντο η Ηθική και οι ευνουχισμένες της θεότητες – μα ο ταυρόμορφος Άπις, ο θεός της Συνουσίας. Εδώ ο ψηλότερος ουρανοξύστης μοιάζει με φτηνό υποκατάστατο φαλλού σε στύση, και ο χρόνος του αστικού υπολογισμού ένα ξεκούρδιστο ρολόι, που μάταια πασχίζει να συγχρονίσει το ρυθμό του με τους χτύπους της καρδιάς.

Το σεξ διαδραματίζει προεξέχοντα ρόλο στα βιβλία του Χένρι Μίλλερ. Μα οι λογοκριτές (πάντα ευνούχοι στο μυαλό και τη φαντασία) το μόνο που μπόρεσαν να δουν στα κείμενά του είναι αισχρολογίες και πορνολογήματα. Λέξεις όπως ΠΕΟΣ και ΜΟΥΝΙ φάνταζαν χυδαίες για το χυδαίο τους μυαλό. Δεν τους ψιθύρισε κανένας, φαίνεται, πως το νόημα των πραγμάτων βρίσκεται στην ΚΑΥΛΑ τους.

Και ο πολιτισμός μας, βαθιά υποκριτής, πίνει νερό στο όνομα του σεξ, το πουλά και το πλασάρει σε κάθε του κουβέντα – ξεφτυλίζοντας παράλληλα κάθε νόημα και κάθε του ουσία, ευνουχίζοντας τη δύναμή του, καλύπτοντας με κακόγουστα φύλλα συκής το θεόμορφό του μέλος.


Man Ray - Prayer, 1930


Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι «Τροπικοί» ξεσήκωσαν τόσες αντιδράσεις στις ΗΠΑ τον καιρό που δημοσιεύτηκαν ήταν οι γραφικές σεξουαλικές τους περιγραφές και η ανενδοίαστη γλώσσα του συγγραφέα. Δίχως φύλλα συκής και χωρίς περιστροφές. Ο «Τροπικός του Αιγόκερω» δίνει λιγότερη έμφαση στο σεξουαλικό στοιχείο, συγκριτικά με εκείνον του Καρκίνου – ίσως γιατί τον καιρό που περιγράφει ο Μίλλερ στο βιβλίο οι ευκαιρίες για σεξουαλικές περιπέτειες ήταν λιγότερες. Όπως και να το κάνουμε, άλλο ζωή ως υπάλληλος στη Νέα Υόρκη και άλλο ζωή ως περιθωριακός μποέμ στο Παρίσι. Μα και στον δεύτερο από τους «Τροπικούς» το σεξ είναι εκεί. Λιγότερο ή περισσότερο αυτοβιογραφικό (και αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως ο συγγραφέας θεωρεί το βιβλίο ημι-αυτοβιογραφικό και όχι εξ’ ολοκλήρου), το σεξ στον τετραγωνισμένο εκείνο κόσμο της ζωής στην Αμερική μοιάζει με κλειδί που δείχνει την έξοδο: το δρόμο προς τα έξω, μα και το δρόμο προς τα μέσα.

Λίγοι κατανόησαν τον καιρό εκείνο πως ο Μίλερ έγραφε έτσι γιατί επιθυμούσε να αποδράσει οριστικά και αμετάκλητα απ’ τον πολιτισμό των περιορισμών και των ταμπού, στον οποίο ένιωθε εγκλωβισμένος στην πατρίδα του. Και το Παρίσι, ελευθεριακό και ηδονόφιλο, του παρείχε αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από κάθε άλλη πόλη. Λίγοι επίσης κατανόησαν την επιρροή που άσκησε στον συγγραφέα η τέχνη των καιρών, με κύρια τα κινήματα του Νταντά και του Υπερρεαλισμού – και είναι γνωστό πόσο καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το σεξ ειδικά στον δεύτερο.

Η επιρροή των άνω καλλιτεχνικών κινημάτων φαίνεται εξάλλου στη γλώσσα του συγγραφέα. Τα βιβλία του μοιάζουν με βουτιές απ’ το ξύπνιο στο όνειρο, και πίσω πάλι. Ο κόσμος της καθημερινότητας διαδέχεται – συχνά απρόσμενα – τον κόσμο της φαντασίας, της ποίησης και του ονείρου. Χρειάζεται, άραγε, να υπενθυμίσω στον αναγνώστη τη σημασία που είχαν για τους Σουρεαλιστές τα όνειρα – και η σύνδεση των ονείρων με το Σεξ, όπως πρώτος την παρουσίασε ο Φρόυντ;

Η γλώσσα του Μίλερ αλλού είναι άμεση και εύπεπτη – και αλλού ποιητική και δυσνόητη. Από τη μία περιγράφει εμπειρίες και συμβάντα της καθημερινότητας, καθώς και τις σκέψεις που του επιφέρουν. Και από την άλλη μεταπηδά σε έναν άλλο κόσμο, υπεραισθητό και ονειρικό, και η γλώσσα του μεμιάς αλλάζει. Όλα είναι μέρος ενός ταξιδιού, μιας πορείας προς το βαθύτερο είναι – και σε αυτή την πορεία το σεξ διαδραματίζει ρόλο οδηγού. Είναι η γλώσσα της ποίησης, της αίσθησης, της δημιουργίας, του χάους – και της ηδονής. Μια γλώσσα πέρα από σύνορα, ικανή να μιλήσει το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους – η μόνη τέτοια γλώσσα που υπάρχει. Είναι η γέφυρα μεταξύ κόσμων, που απολήγει στο ηδονικό βογκητό του οργασμού. Ή, όπως λέει ο συγγραφέας:


«Γνωρίζω από πικρή πείρα, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι μόνες που ενώνουν όλους τους ανθρώπους.»


Egon Schiele - Two_Female Nudes One Reclining One Kneeling - 1912


Ο Μικρός Νέμο ονειρεύεται σε Στύση



«Υπάρχουν αιδοία που γελάνε και αιδοία που φλυαρούν, αιδοία τρελά, υστερικά με το σχήμα της φυσαρμόνικας και αιδοία εύκαρπα και σεισμογραφικά που μετρούν την ύψωση και την πτώση του χυμού. Αιδοία κανιβαλικά που ανοίγουν σαν τα σαγόνια της φάλαινας και σας καταπίνουν ζωντανούς. Αιδοία μαζοχιστικά επίσης, που σφαλούν σαν στρείδια, προικισμένα όστρακα και που κλείνουν, ίσως, μέσα τους ένα δυο μαργαριτάρια. Υπάρχουν ακόμα αιδοία διθύραμβα που μόλις τα πλησιάσει το πέος βυθίζονται σ'έκσταση, και αιδοία όμοια με σκαντζόχοιρους που αμολούν τ'αγκάθια τους και υψώνουν σ'αυτά σημαιάκια τα Χριστούγεννα. Αιδοία τηλεγραφικά που χρησιμοποιούν τα σήματα Μορς, κι αφήνουν το μυαλό γεμάτο από τελείες και παύλες, κι αιδοία πολιτικά που κορεσμένα από ιδεολογίες δεν παραδέχονται ούτε καν την παύση των εμμήνων τους. […] 

Αιδοία θηλαστικά, φοδραρισμένα με δέρμα ενυδρίδων, που πέφτουν σε ναρκη όλο το χειμώνα και αιδοία ιστιοπλοϊκά που αρματωμένα σαν κότερα είναι καλά για τους μοναχικούς και τους επιληπτικούς. Αιδοία από πάγο που μπορείς να τα καταποντίσεις με βροχές από διάττοντες χωρίς να κατορθώσεις να τρεμουλιάσουν και αιδοία λογής-λογής που δεν ανήκουν σε καμιά κατηγορία, που δεν μπορείς να τα περιγράψεις, πάνω στα οποία μπορεί να σκοντάψεις μια φορά στη ζωή σου και που σ'αφήνουν μαραμένο και σημαδεμένο με πύρινο σίδερο. Και αιδοία χωρίς όνομα και προγόνους, κι αυτά είναι τα καλύτερα απ'όλα. Που να βρίσκονται όμως;

Κι έπειτα είναι το αιδοίο των αιδοίων που περικλείει όλα τ’ άλλα και που θα τ’ ονομάσουμε το υπεραιδοίο, μιας και δεν ανήκει σ'αυτήν εδώ τη γη, αλλά σε κείνη τη φωτεινή χώρα, όπου χρόνια τώρα μας έχουν προσκαλέσει να πραγματοποιήσουμε το φτερούγισμά μας. Στη χώρα εκείνη όπου η δροσιά λάμπει με μια αιώνια λάμψη και τα ψηλοκαλάμια λυγίζουν στον άνεμο. Εκεί κατοικεί ο μεγάλος πατέρας κάθε συνουσιασμού. Ο πατέρας Άπις, ο μαντικός ταύρος που δείχτηκε ικανός ν’ ανοίξει με τα κέρατά του τον αιμάτινο δρόμο προς τον ουρανό, κι απ’ όπου ξεθρόνιασε τις ευνουχισμένες θεότητες της Αρετής και της Κακίας.






Απ'αυτόν τον Άπι ξεπετάχτηκε η φυλή των μονόκερων, αυτό το γελοίο ζώο, για το οποίο γράφουν τ'αρχαία κείμενα, και του οποίου η πολύξερη κεφαλή προεκτεινόταν σ'ένα γυαλιστερό πέος. Και σε διαδοχικά στάδια απ'το μονόκερο δημιουργήθηκε ο σημερινός άνθρωπος των πόλεων, που γι'αυτόν μιλάει ο Όσβαλντ Σπέγκλερ. Κι απ'το νεκρό πέος του αξιολύπητου αυτού είδους ξεπετάχτηκε με τη σειρά του ο γιγαντιαίος ουρανοξύστης, με τους ανελκυστήρες αστραπιαίας ανόδου και τους πύργους παρατηρήσεων. Φτάσαμε στο τελευταίο δεκαδικό ψηφίο του σεξουαλικού υπολογισμού. Ο κόσμος γυρίζει σαν κλούβιο αβγό μέσα στ'αχυρένιο κοφίνι του, κι εμείς έχουμε πια αλουμινένια φτερά, για να πετάξουμε σ'αυτή τη μακρινή χώρα οπού κατοικεί ο Άπις, ο πατέρας όλων των συνουσιών.

Τα πάντα ροχαλίζουν και το καθετί λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Σε κάθε λεπτό της πλάκας του ρολογιού εκατομμύρια άλλα σιωπηλά ρολόγια μετρούν τις φλούδες του χρόνου. Ταξιδεύουμε γρηγορότερα απ'τον υπολογιστή της αστραπής, γρηγορότερα από το φως των άστρων, γρηγορότερα απ'τη σκέψη του μάγου. Κάθε δεύτερο λεπτό είναι ένα ολόκληρο χρονικό σύμπαν και κάθε χρονικό σύμπαν δεν είναι παρά ένα λεπτό ύπνου στην κοσμογονία της ταχύτητας.

Όταν αυτή φτάσει στο νεκρό σημείο, θα βρισκόμαστε εκεί, ακριβείς όπως πάντοτε, ευφρόσυνα ανώνυμοι. Θ'απογυμνωθούμε απ'τα φτερά μας, τα ρολόγια μας και τα μάρμαρα των τζακιών μας που μας χρησιμεύουν για στήριγμα. Και θα σταθούμε όρθιοι, ανάλαφροι και πασίχαροι, όπως ένας πίδακας αίματος, χωρίς να υπάρχει μνήμη που θα μας ξαναφέρει πίσω. Αυτό το είδος του χρόνου τ’ ονομάζω βασίλειο του υπεραιδοίου, γιατί μπορεί και κατανικά την ταχύτητα, τον υπολογισμό και τη φαντασίωση. Εξάλλου το πέος δεν έχει ορισμένο μέγεθος ή βάρος. Υπάρχει μονάχα η συνεχής αίσθηση της ανούσιας, της ιλιγγιώδους φυγής, του εφιάλτη που καπνίζει το αθόρυβο πούρο του. Ο μικρός Νέμο περιφέρεται με στύση επτά ημερών και μ'ένα θαυμάσιο ζευγάρι μελανιασμένων όρχεων που του κληροδότησε η λαίδη Μπάουντιφουλ.»






Το Βασίλειο της Συνουσίας



«Διατηρούσα λεύτερο το πνεύμα μου, χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να χωριστεί απ'το σώμα. Έτσι αν το θηλυκό ζώο άρχιζε ξαφνικά να μουγκρίζει από ηδονή, να σπαράζει από ηδονική υστερία, σαλεύοντας μανιακά τα σαγόνια του και βαριανασαίνοντας, ενώ έτριζαν τα πλευρά του, αν ακόμα το ακόλαστο θηλυκό κατάρρεε ξαφνικά πάνω στο πάτωμα από ακρότατη χαρά και ηδυπάθεια, εκείνη τη στιγμή, στο ίδιο δευτερόλεπτο, η γη της επαγγελίας, με τα εκτεταμένα της οροπέδια, πρόβαλε στον ορίζοντα, σαν καράβι που λικνιζόταν τη στιγμή που πρόβαλε μέσ'απ'την ομίχλη. Τότε δεν είχα παρά να στήσω την Αστερόεσσα και να το προσαρτώ στ’ όνομα του Μπάρμπα Σαμ κι όλων των Αγίων.

Όλες αυτές οι μικροπεριπέτειες συνέβαιναν τόσο συχνά, που δεν μπορούσες ν'αρνηθείς την ύπαρξη του βασιλείου της Συνουσίας, μια και δεν μπορούσες να τ'ονομάσεις διαφορετικά, κι ήταν κάτι το παραπλήσιο, και γιατί μονάχα με τη βοήθεια της συνουσίας θα μπορούσες να το πλησιάσεις. Καθένας έχει τουλάχιστον μια φορά πατήσει το πόδι του σ'αυτή την περιοχή. Κι όμως κανείς δε στάθηκε ικανός να τη διεκδικήσει για πάντα σαν δική του. Εξαφανιζόταν μέσα σε μια βραδιά, μέσα σ’ ένα λεπτό. Ο τόπος ήταν μια νεκρή ζώνη, που δεν ανήκε σε κανέναν και μύριζε απ’ τις ακαθαρσίες αόρατων νεκρών, με τους οποίους ήταν σπαρμένη. Όταν κηρυσσόταν ανακωχή οι πάντες συναντιόνταν σ'αυτή για να χαιρετιστούν και ν'αλληλοκεραστούν. Οι ανακωχές όμως αυτές ήταν σύντομες. Ένα μονάχα πράγμα φαινόταν να 'χει κάποια διάρκεια: Η ιδέα της «ενδιάμεσης ζώνης». Εκεί σφύριζαν οι σφαίρες και σωρεύονταν τα πτώματα. Έπειτα ερχόταν η βροχή και δε θ'απόμενε παρά η μυρωδιά των νεκρών.

Βέβαια όλ’ αυτά αποτελούν ένα σχηματικό τρόπο, για να εκφράσουμε αυτό που δεν έχουμε το δικαίωμα να το πούμε. Κι αυτό το ανείπωτο δεν είναι παρά η ερωτική πράξη αυτή καθαυτή και το γυναικείο αιδοίο αυτό καθαυτό. Μπορούμε να τ'αναφέρουμε μονάχα σ'εκδόσεις πολυτελείας, αλλιώτικα ο κόσμος θα διαλυόταν. Γνωρίζω από πικρή πείρα, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι μόνες που ενώνουν όλους τους ανθρώπους. Αλλά η σεξουαλική πράξη, σαν πραγματικότητα, το γυναικείο αιδοίο αυτό καθαυτό, φαίνεται να περιέχουν ένα μυστικό στοιχείο πολύ πιο επικίνδυνο απ'τη νιτρογλυκερίνη.»


***


«Και να με τώρα, να κατεβαίνω με το μικρό μου κανό τον ποταμό. Οτιδήποτε μου ζητήσετε να κάνω για σας, θα το κάνω. Εδώ είναι η Χώρα της Συνουσίας, όπου δε βρίσκονται ούτε δέντρα, ούτε άστρα, ούτε προβλήματα. Υπέρτατος άρχοντας είναι το σπερματοζωάριο. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, το μέλλον είναι απόλυτα αβέβαιο, το παρελθόν ανύπαρκτο. Σε κάθε εκατομμύριο καινούριων υπάρξεων οι εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα εννέα είναι καταδικασμένες να πεθάνουν χωρίς ελπίδα να ξαναγεννηθούν ποτέ. Ο ένας όμως που κατορθώνει να φτάσει στο τέρμα, είναι βέβαιος για την αιώνια ζωή.

Ολόκληρη η ζωή, θέλοντας μη θέλοντας, έχει συμπυκνωθεί σ'ένα σπόρο, που 'ναι μια ψυχή. Τα πάντα έχουν ψυχή, μέταλλα, φυτά, λίμνες, βουνά, οι βράχοι ακόμα. Το καθετί μπορεί και αισθάνεται, ακόμα κι αν βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο του συνειδητού.

Μιας και συνειδητοποιήσετε αυτό το γεγονός, δε θα ξέρετε πια τι είναι η απελπισία. Στο τελευταίο σκαλί της κλίμακας, εκεί όπου βρίσκεται το σπερματοζωάριο, βασιλεύει η ίδια κατάσταση ευφροσύνης που βασιλεύει και στο ψηλό της, εκεί που βρίσκεται ο Θεός. Ο Θεός είναι η αθροιστική κορυφή όλων μαζί των σπερματοζωαρίων που ‘χουν φτάσει στην πληρότητα της συνείδησης. Ανάμεσα στο τελευταίο σκαλοπάτι και το υψηλότερο δεν υπάρχει αναχαίτισμα, δεν υπάρχει ενδιάμεσος σταθμός. Ο ποταμός πηγάζει κάπου στα βουνά και κυλάει ως τη θάλασσα. Σ'αυτόν τον ποταμό που κυλάει προς το Θεό, το κανό έχει την ίδια χρησιμότητα με το θωρηκτό. Απ'την αρχή το ταξίδι είναι ταξίδι γυρισμού.»






Τελευταίο Ιντερλούδιο. Η παντοτινή αναζήτηση


Κάποια στιγμή ο συγγραφέας χάνεται. Ακούμε τη φωνή του, μα δεν είναι η δική του φωνή εκείνη που ακούμε. Έχει γίνει ένα με τον κόσμο, έχει δρασκελίσει το πέρασμα του χρόνου, είναι φύλλο και βράχος και δέντρο και νερό και ζώο και άνθρωπος και θεός και ενέργεια – και πίσω πάλι. Και μαζί με αυτόν, προσπαθώντας ν’ αποκρυπτογραφήσουμε τα λόγια του, να σπάσουμε τα δεσμά που μας περιορίζουν, να συμμετάσχουμε στον αιώνιο χορό της ηδονής, πασχίζουμε να γίνουμε κι εμείς το ίδιο. Να γίνουμε ενέργεια και θεός και άνθρωπος και ζώο και νερό και δέντρο και βράχος και φύλλο.

Και κάποια στιγμή, ανύποπτη και απρόσμενη, ο συγγραφέας επανέρχεται. Ανασαίνοντας βαριά, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του, πασχίζοντας να βρει ξανά εκείνο που για μια στιγμή είχε ανακαλύψει. Ο οργασμός τελείωσε. Η πραγματικότητα μας πλημμυρίζει με το γνώριμό της φως. Μα το πρόσωπο εκείνης – την οποία ο συγγραφέας δεν κατονομάζει – παραμένει κρυμμένο πίσω από το φως του ήλιου.

Και η αναζήτηση ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.


«Ξέρω τι σημαίνει να ‘σαι άνθρωπος. Ξέρω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που τον συντροφεύουν. Αυτή η γνώση με κάνει να υποφέρω και ταυτόχρονα μ’ ευχαριστεί. Αν μου δινόταν η ευκαιρία να γίνω άστρο, πάλι θα τ’ αρνιόμουν. Η πιο θαυμάσια ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή είναι το να γίνεις άνθρωπος. Αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν, περιλαμβάνοντας τη γνώση του θανάτου, αυτή, που μήτε ο Θεός ο ίδιος δεν έχει.»






Το πρόσωπο που αναζητάς



«Σ’ αυτόν τον τάφο που ‘ναι η μνήμη μου, βλέπω τώρα χαμένη αυτήν που αγάπησα, πιότερο από καθετί άλλο, πιότερο απ'τον κόσμο, πιότερο απ'το Θεό, πιότερο απ'τον ίδιο τον εαυτό. Τη βλέπω να σαπίζει εκεί στο αιματηρό τραύμα της αγάπης, τόσο κοντά σε μένα, που να μην μπορώ να τη διακρίνω απ'το ίδιο το τραύμα. Τη βλέπω να παλεύει να λευτερωθεί, να καθαριστεί απ'τον πόνο της αγάπης και σε κάθε προσπάθειά της να ξαναβυθίζεται μες στο τραύμα λασπωμένη, πνιγμένη, βουτηγμένη στο αίμα. Βλέπω το τρομερό βλέμμα της, την άφωνη άθλια αγωνία της, την έκφραση του παγιδευμένου ζώου, τη βλέπω ν'ανοίγει τα πόδια της σε προσφορά κι ακούω σε κάθε της οργασμό ένα βογκητό αγωνίας.

Ακούω τους τοίχους να γκρεμίζονται, τους βλέπω να μας πλακώνουν, βλέπω το σπίτι να καίγεται. Ακούω τους ανθρώπους να μας φωνάζουν απ'το δρόμο, να μας προσκαλούν στη δουλειά, να μας καλούν στα όπλα, ενώ μένουμε ξαπλωμένοι στο πάτωμα κι οι ποντικοί μας κατατρώνε. Ο τάφος και η μήτρα της αγάπης μας κρατούν στα βάθη τους, η νύχτα γιομίζει τα σπλάχνα μας και τ'άστρα λάμπουν πάνω απ’ τη μαύρη απύθμενη λίμνη. Η μνήμη των λέξεων μ'εγκαταλείπει. Δε θυμάμαι καν τ'όνομά της που το προφέρω ολοένα σαν μανιακός. Έχω ξεχάσει τη μορφή της, έχω ξεχάσει τη μυρωδιά της, το πώς αισθανόταν, το πώς έκανε έρωτα, καθώς εισχωρώ όλο και βαθύτερα μες στη μαύρη σπηλιά.

Την ακολούθησα ως το βαθύτερο σπήλαιο της ύπαρξής της, μέχρι το οστεοφυλάκιο της ψυχής της, μέχρι την ανάσα που δεν είχε σβήσει ακόμα απ’ τα χείλη της. Έψαχνα αδιάκοπα γι’ αυτή, που το όνομά της δεν ήταν πουθενά γραμμένο. Μπήκα στο άδειο όστρακο του τίποτα, σαν ένα φίδι με πύρινες φολίδες. Για έξι ολόκληρους αιώνες έμεινα ακίνητος, χωρίς ν’ αναπνέω, ενώ τα γεγονότα του κόσμου κοσκινίζονταν κι έπεφταν στον πυθμένα, σχηματίζοντας ένα γλοιώδες στρώμα από βλέννα. Είδα τους αστερισμούς να στριφογυρίζουν μες στην τεράστια τρύπα της οροφής του σύμπαντος. Είδα τους πιο μακρινούς πλανήτες και το μαύρο αστέρι που θα με λύτρωνε. Είδα το δράκο ν’ απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του, είδα τη νέα ράτσα των ανθρώπων να μαγειρεύεται στον κρόκο του αβγού της ματαιότητας, είδα τα πάντα ως το τελευταίο σημάδι και σύμβολο, αλλά δεν μπόρεσα να διερευνήσω το πρόσωπό της. Μπορούσα μονάχα να δω τα μάτια της ν'αστράφτουν σαν τεράστια σαρκώδη στήθια κι ήταν σαν να κολυμπούσα πίσω απ’ αυτά μέσα στην ηλεκτρισμένη αναθυμίαση του πυρακτωμένου της οράματος.

Πώς είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ξεπερνώντας όλα τα όρια της συνείδησης; Ακολουθώντας ποιο τερατώδη νόμο είχε απλωθεί πάνω στο πρόσωπο του κόσμου, αποκαλύπτοντας τα πάντα, κρύβοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της; Ήταν κρυμμένη μέσα στο πρόσωπο του ήλιου σαν ένα φεγγάρι σ’ έκλειψη. Ήταν ένας καθρέφτης που ‘χε χάσει τον υδράργυρό του, ο καθρέφτης που την ίδια στιγμή φανερώνει το είδωλο και τη φρίκη. […]

Την άκουσα να φωνάζει τ’ όνομά μου, που ακόμα εγώ ο ίδιος δεν είχα προφέρει. Την άκουσα να ξεφωνίζει και να καταριέται με μανία. Άκουσα τα πάντα μεγεθυμένα χιλιάδες φορές, σαν να 'ταν ένας πυγμαίος που φώναζε φυλακισμένος στην κοιλιά ενός οργάνου και συνέλαβα την πνιγμένη ανάσα του κόσμου σαν να 'ταν καρφωμένη στ’ αληθινά σταυροδρόμια του ήχου.»






Το νόημα του ταξιδιού



«Λαφραίνω, γίνομαι λαφρύς σαν φτερό και το βήμα μου γίνεται σταθερό, πιο ήσυχο, πιο κανονικό. Τι ωραία βραδιά! Τ'άστρα σπιθιρίζουν λαμπρά, ειρηνικά, απόμακρα. Δε με κοροϊδεύουν. Μου θυμίζουν μόνο τη ματαιότητα του καθετί. Ποιος είσαι συ νεαρέ μου που μιλάς για τη γη, και που θες ν'ανατινάξεις τα πάντα; Α! νεαρέ, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια χρόνια κρεμόμαστε δω και τα 'χουμε δει όλα, κι εξακολουθούμε να λάμπουμε πάντα, φέγγοντας τους δρόμους και γαληνεύοντας τις καρδιές. Κοίταξε, λοιπόν, γύρω σου και κοίταξε τι ήσυχα, τι όμορφα είναι όλα. Το βλέπεις. Στο φως μας ακόμα και οι σωροί απ'τα σκουπίδια στις γωνιές φαίνονται όμορφοι.

Σήκωσε το μικρό λαχανόφυλλο, κράτησε το στο χέρι σου απαλά. Σκύβω και σηκώνω μέσ'απ'τα σκουπίδια το λαχανόφυλλο. Μου φαίνεται κάτι εντελώς καινούργιο, που κουβαλά μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο. Κόβω ένα κομμάτι του και το κοιτάζω προσεκτικά. Εξακολουθεί να 'ναι πάντα, ακόμα κι αυτό, ένας ολόκληρος κόσμος. Πάντα απερίγραπτα όμορφος και μυστηριώδης. Σχεδόν ντρέπομαι να το ξαναπετάξω στα σκουπίδια. Σκύβω και τ'αφήνω απαλά πίσω.

Γίνομαι σκεφτικός και πολύ-πολύ ήρεμος. Αγαπώ όλους σ'αυτόν τον κόσμο. Γνωρίζω πως κάπου, αυτή την ίδια στιγμή, βρίσκεται μια γυναίκα που με περιμένει, και αν προχωρήσω ήρεμα, απαλά, θα τη συναντήσω. Ίσως να στέκεται στη γωνιά και χωρίς άλλο μόλις παρουσιαστώ θα με γνωρίσει αμέσως. Μα το Θεό, το πιστεύω. Πιστεύω πως τα πάντα είναι δίκαια κι ορισμένα από μια ανώτερη δύναμη. Και το σπίτι μου; Το σπίτι μου είναι ο κόσμος, ολόκληρος ο κόσμος. Όπου και να βρεθώ είμαι στο σπίτι μου. Μόνο που δεν το 'ξερα από πριν. Το ξέρω όμως τώρα. Δεν υπάρχει πια συνοριακή γραμμή. Ποτέ δεν υπήρξε. Την είχα δημιουργήσει μόνος μου. […]

Συχνά ξεχνώ ποιος πραγματικά είναι ο αληθινός μου εαυτός. Συχνά στα όνειρά μου παίρνω αυτό που ονομάζουν φάρμακο της λησμονιάς και περιπλανιέμαι εγκαταλειμμένος και απελπισμένος να βρω το πραγματικά δικό μου σώμα και πνεύμα. Και μερικές φορές, μιας και τ'όνειρο κι η πραγματικότητα χωρίζονται από μια λεπτότατη γραμμή, τυχαίνει, ενώ μου μιλάει κάποιος, να βγαίνω απ'τον εαυτό μου και ο ίδιος μ'ένα φυτό παρασυρμένο απ'το ποτάμι αρχίζω το ταξίδι του χωρίς ρίζες εαυτού μου.

Όντας σ'αυτή την κατάσταση εξακολουθώ πάντα να είμαι αρκετά ικανός για ν'ακολουθώ τις συνηθισμένες απαιτήσεις της ζωής, δηλαδή να βρίσκω μια γυναίκα, να γίνομαι πατέρας, να συντηρώ την οικογένειά μου, να προσκαλώ φίλους μου, να διαβάζω βιβλία, να πληρώνω φόρους, να εκτελώ τα στρατιωτικά μου καθήκοντα και τα παρόμοια. Έτοιμος πάντα να δολοφονήσω εν ψυχρώ, εν ονόματι της οικογένειας και της πατρίδας ή οτιδήποτε άλλου. Είμαι ένας συνηθισμένος κοινότοπος πολίτης που ακούει σ'ένα όνομα. Είμαι ολοκληρωτικά ανεύθυνος για την τύχη μου.

Ώσπου φτάνει κάποια μέρα, όπου ξυπνώ χωρίς καμιά προειδοποίηση και κοιτάζω γύρω μου, μην μπορώντας να καταλάβω τίποτ'απολύτως απ'όσα συμβαίνουν, ολότελα ανίκανος να εξηγήσω τη δική μου συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των γειτόνων και το γιατί τα διάφορα κράτη έχουν πόλεμο ή ειρήνη, ανάλογα με την περίπτωση. Σε τέτοιες στιγμές νιώθω πως ξαναγεννιέμαι με το πραγματικό μου όνομα Γκότλιμπ Λέμπρεχτ Μίλλερ. Καθετί που κάνω με το πραγματικό μου όνομα, οι άλλοι το θεωρούν κουτό. Οι άνθρωποι μορφάζουν κοροϊδευτικά πίσω μου και πολλές φορές ακόμα και μπρος μου. Αναγκάζομαι να ξεκόψω απ'τους φίλους μου και την οικογένειά μου, τους αγαπημένους μου. Είμαι υποχρεωμένος να φύγω, κι έτσι καθώς περπατώ στις δημοσιές με την όψη μου γυρισμένη κατά το δύοντα ήλιο, βρίσκω τον εαυτό μου, φυσικά, όπως σ'ένα όνειρο, να κυλά στην κοινή κοίτη, μαζί μ'όλους τους άλλους. 

Όλες μου οι αισθήσεις είναι σ'επιφυλακή. Είμαι το πιο ευγενικό, το πιο λεπτεπίλεπτο, πονηρό ζώο και ταυτόχρονα εκείνο που θα τ'ονόμαζαν έναν άγιο άνθρωπο. Ξέρω πώς να φροντίσω τον εαυτό μου. Ξέρω πώς ν'αποφύγω τη δουλειά, τις δεσμευτικές σχέσεις, τον οίκτο και τη συμπάθεια, τη γυναικότητα και όλες τις άλλες παγίδες. Μένω σ'έναν τόπο ή με κάποιον άνθρωπο, τόσο μόνο όσο φτάνει για ν'αποκτήσω αυτό που χρειάζομαι και μετά ξεκινώ πάλι. Δεν επιδιώκω τίποτα. Η άσκοπη περιπλάνηση μου είναι αρκετή και με παραφτάνει. Είμαι λεύτερος σαν πουλί, βέβαιος σαν τον ακροβάτη. Απ'τον ουρανό πέφτει το μάννα και το μόνο που 'χω να κάνω είναι ν'απλώσω τα χέρια μου και να το δεχτώ. […]

Ξέρω τι σημαίνει να ‘σαι άνθρωπος. Ξέρω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που τον συντροφεύουν. Αυτή η γνώση με κάνει να υποφέρω και ταυτόχρονα μ’ ευχαριστεί. Αν μου δινόταν η ευκαιρία να γίνω άστρο, πάλι θα τ’ αρνιόμουν. Η πιο θαυμάσια ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή είναι το να γίνεις άνθρωπος. Αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν, περιλαμβάνοντας τη γνώση του θανάτου, αυτή, που μήτε ο Θεός ο ίδιος δεν έχει.»



* Η μετάφραση των αποσπασμάτων του βιβλίου είναι του Β. Κατσάνη, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.


© Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι


«Ο Σπιούνος» του Μπέρτολτ Μπρεχτ

$
0
0




Το φαινόμενο της ιστορικής ανάδυσης του φασισμού στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου αποτελεί διαχρονικό θέμα αναλύσεων και μελέτης. Το προεξέχον ερώτημα που ξεπροβάλλει πάντα στον πυρήνα κάθε συζήτησης είναι το εξής: πως είναι δυνατόν καθεστώτα τόσο σκληροπυρηνικά να αναδείχτηκαν εντός ανεπτυγμένων κοινωνιών, που κάθε άλλο παρά οπισθοδρομικές υπήρξαν; Πως είναι δυνατόν ο φασισμός να άγγιξε τόσο τις μάζες του κόσμου, ώστε να στηρίξουν ένα καθεστώς που βασίζεται στην ολική έλλειψη ατομικής ελευθερίας και στην απόλυτη υποταγή στη βούληση κάποιου παρανοϊκού ηγέτη;

Για το θέμα έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά. Ασφαλώς τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια της ανάδυσης του φασισμού βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή κάθε συζήτησης: το γεγονός πως ο φασισμός αναδείχτηκε (και αναδεικνύεται πάντα) εντός κοινωνιών που μαστίζονται από οικονομική κρίση και οι οποίες, στην αρπακτικότητά του, οραματίζονται μια μορφή διεξόδου και ανάκτησης της χαμένης δύναμής τους.

Μα ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κοινωνικο-ψυχολογικές μελέτες: πως ο φασισμός (και το φύλλο συκής του, ο σύγχρονος εθνικισμός) μετατρέπει τον κάθε μικρό, καθημερινό ανθρωπάκο σε δυνάμει δικτάτορα, φουσκώνοντας το κεφάλι του με ρητορείες εθνικής δύναμης και μεγαλείου• πως οι μάζες καταλήγουν να προβάλλουν στις μειονότητες τους ενδόμυχούς τους φόβους και να τις μετατρέπουν σε αποδιοπομπαίους τράγους• πως μέσα από μηχανισμούς ψυχολογικής ταύτισης και ψευδαισθήσεις μαγικής παντοδυναμίας το κύμα του φασισμού καταλήγει να πνίγει κάθε ίχνος λογικής.

Έχουμε μιλήσει μέσα από το Blogγια τις αναλύσεις του Βίλχελμ Ράιχ [μπορείτε να διαβάσετε την μελέτη για το φασισμό και τον Βίλχελμ Ράιχ εδώ]. Σήμερα θα πάμε ένα βήμα παραπέρα και θα εξετάσουμε το φαινόμενο του ΦΟΒΟΥ, ως ένα από τα ψυχολογικά γνωρίσματα που βρίσκονται στον πυρήνα κάθε ολοκληρωτισμού. Γιατί αν ο φασισμός στηρίζεται από τη μία στους μηχανισμούς ταύτισης και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου, αυτά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν πως κατέληξε να γίνει αποδεκτός από εκείνες τις κατηγορίες του πληθυσμού που, ενδόμυχα, διαφωνούσαν μαζί του. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: αρκεί να σκεφτούμε τη δική μας Δικτατορία του 67-74. Να θυμηθούμε πως, μέχρι να φτάσουμε στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, είχαν προηγηθεί 6 χρόνια σιωπής και αποδοχής του καθεστώτος, από μια ισχυρή πλειοψηφία του πληθυσμού. Ήταν όλοι τους υποστηρικτές της Χούντας; Όχι βέβαια. Μα από την άλλη, πόσοι τόλμησαν να αντισταθούν; Και πόσοι ήταν εκείνοι που αποδέχτηκαν σιωπηλοί την πραγματικότητα;

Καμία δικτατορία και κανένας φασισμός δεν θα επιζούσε ούτε για μια βδομάδα αν δεν γινόταν αποδεκτός από τη σιωπηλή εκείνη κατηγορία του πληθυσμού, που το μόνο που γυρεύουν είναι «η ησυχία τους». Εκείνοι που «διαφωνούν μεν», αλλά… «τι μπορείς να κάνεις».






Ένας από τους λόγους για τους οποίους ένα μέρος του πληθυσμού καταλήγει να αποδέχεται καθεστώτα με τα οποία διαφωνεί είναι ο φόβος. Ο φόβος πως η αντίσταση θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Και γι’ αυτόν ακριβώς το φόβο θα σας μιλήσω σήμερα, όχι μέσα από κάποια κοινωνική ανάλυση, μα μέσα από ένα θεατρικό έργο. Ο λόγος για τη περίφημη σειρά μονόπρακτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ». Πρόκειται για το πρώτο από τα αντιναζιστικά έργα του Γερμανού συγγραφέα, γραμμένο στη διάρκεια της δεκαετίας του 30 – πριν τον Πόλεμο, κι ενώ η Γερμανία παραδινόταν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, όλο και βαθύτερα στη σκιά του ναζισμού.


Καμία δικτατορία και κανένας φασισμός δεν θα επιζούσε ούτε για μια βδομάδα αν δεν γινόταν αποδεκτός από τη σιωπηλή εκείνη κατηγορία του πληθυσμού, που το μόνο που γυρεύουν είναι «η ησυχία τους». 


Εκείνο που είναι τρομερό με το παρόν έργο του Μπρεχτ είναι η αμεσότητά του: σχεδόν νιώθεις πως παρακολουθείς ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ της σταδιακής καταβαράθρωσης του γερμανικού πληθυσμού και της παράδοσής του, ολοένα και περισσότερο, στις πλεκτάνες του ναζισμού. Το έργο δεν παρουσιάζει ηγέτες ή στρατηλάτες – μα τον απλό λαό, εκείνον που αποδέχτηκε το ναζισμό είτε μέσω της ενθουσιώδους υποστήριξης – είτε μέσω της σιωπής του.

Το μονόπρακτο που θα σας παρουσιάσω εξ’ ολοκλήρου ονομάζεται «Ο Σπιούνος». Θέμα του, μια μέση αστική οικογένεια, από εκείνες που δεν ταυτίζονταν απόλυτα με το ναζιστικό καθεστώς – μα ούτε μπορούσαν να του αντισταθούν. Οι γονείς, λοιπόν, έχουν αφήσει το μικρό τους γιο να ενταχθεί στη Χιτλερική Νεολαία – όχι επειδή συμφωνούσαν, μα γιατί «αυτό έκαναν όλοι» και γιατί δεν ήθελαν να φανούν αντιφρονούντες. Σταδιακά όμως φτάνουν να φοβούνται πως ο γιος τους – το ίδιο τους το παιδί – μπορεί να τους καταδώσει, απλά και μόνο γιατί έχουν εκφράσει κάποιες αμφιβολίες για το κοινωνικό καθεστώς.

Περισσότερα λόγια από την πλευρά μου νομίζω πως είναι περιττά. Η ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, εκ μέρους του Μπρεχτ, είναι ανατριχιαστική. Ας παραδώσουμε λοιπόν τη σκυτάλη στο συγγραφέα – και ας μεταφερθούμε, νοερά, στα χρόνια της δεκαετίας του 30. Με την ευχή να μη ζήσουν ξανά οι κοινωνίες μας στιγμές από αυτή.


Στο χέρι μας είναι.



Play by Ursinus College, 2014


Μπέρτολτ Μπρεχτ – «Ο Σπιούνος»

Από τη σειρά μονόπρακτων «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ» [BertoltBrecht - Furcht und Elend des Dritten Reiches], σε μετάφραση Α.Βερυκοκάκη [από τις εκδόσεις Κάλβος]



Να και οι καθηγητές,
απ’ τ’ αυτί οι μαθητές
τους αρπάζουν και τους στήνουν
προσοχή.

Κάθε μαθητής κατάσκοπος.
Η μόρφωση η γνώση είναι άσκοπος.
Μα ποιος γνωρίζει τίποτα στη σημερινή εποχή;

Ύστερα, να τα νιάτα τα χρυσά
που με το δήμιο τα 'χουνε καλά.
Τον παίρνουν και τον φέρνουν σπίτι.
Καρφώνουν τον πατέρα τους με μια
καταγγελία
και τον κατηγορούν για έσχατη
προδοσία
δεμένος βγαίνει ο πατέρας απ'το σπίτι.



(Κολωνία, 1935. Βροχερό κυριακάτικο απόγευμα. Ο άντρας, η γυναίκα και το αγόρι μετά το γεύμα. Μπαίνει η υπηρέτρια.)



ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο κύριος και η κυρία Κλίμπτς ρωτούν αν οι κύριοι είναι σπίτι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ (απότομα) : Όχι.

(Η υπηρέτρια βγαίνει.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έπρεπε να πας στο τηλέφωνο. Αφού ξέρουν πως δεν μπορεί να 'χουμε βγει ακόμα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν μπορεί να 'χουμε βγει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή βρέχει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτός δεν είναι λόγος.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και που θα μπορούσαμε να 'χουμε πάει; Θ'αναρωτηθούν αμέσως.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Υπάρχουν ένα σωρό μέρη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί δε βγαίνουμε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να πάμε που;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον αν δεν έβρεχε.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θα πηγαίναμε αν δεν έβρεχε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον άλλοτε μπορούσε χάνεις να βρεθεί με κάποιον".

(Παύση.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ήταν σωστό που δεν πήγες στο τηλέφωνο. Τώρα ξέρουν πως δεν τους θέλουμε εδώ.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρουν δεν το ξέρουν!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι άσχημο που τους αποφεύγουμε τώρα
που τους αποφεύγουν όλοι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν τους αποφεύγουμε.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί να μην έρθουν να μας δουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αυτόν τον Κλίμπτς τον βαριέμαι φοβερά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άλλοτε δεν τον βαριόσουνα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Άλλοτε! Μου δίνουν στα νεύρα τα «άλλοτέ» σου!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως, άλλοτε δεν θα τον απέφευγες επειδή εκκρεμεί εναντίον του μια δίκη του σχολικού επιθεωρητή.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή θες να πεις πως φοβάμαι;

(Παύση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τότε τηλεφώνησε και πες του: πως μόλις γυρίσαμε, εξ’ αιτίας της βροχής.

(Η γυναίκα μένει καθισμένη.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πούμε στους Λέμκε, αν θέλουν να 'ρθουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να μας κάνουνε πάλι παρατήρηση ότι δεν αγαπάμε αρκετά την αεράμυνα;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο αγόρι) : Κλάους-Χάινριχ, άφησε ήσυχο το ραδιόφωνο!






(Το αγόρι αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καταστροφή αυτή η βροχή σήμερα. Όμως σε μια χώρα που η βροχή είναι καταστροφή, δεν μπορεί κανείς να ζήσει.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πως είναι πολύ λογικό να λες δυνατά τέτοιες σκέψεις;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου θα λέω ότι θέλω. Δεν πρόκειται μέσα στο ίδιο μου το σπίτι ν'αφήσω να...

(Τον διακόπτει η είσοδος της υπηρέτριας, που φέρνει το σερβίτσιο του καφέ. Όσο είναι στο δωμάτιο, δεν μιλάει κανείς.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι ανάγκη να ‘χουμε για υπηρέτρια την κόρη του θυρωρού;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό το συζητήσαμε αρκετά νομίζω. Το τελευταίο πράγμα που είπες ήταν πως αυτό είχε και τα υπέρ του.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι δεν έχω πει εγώ! Πες μονάχα κάτι τέτοιο στη μητέρα σου και γινόμαστε αμέσως σαλάτα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όταν μιλάω με τη μητέρα μου...

(Μπαίνει η υπηρέτρια με τον καφέ.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε, Έρνα, εσύ μπορείς να φύγεις, το κάνω γω αυτό.

Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ευχαριστώ πολύ, κυρία.

(Βγαίνει.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: (σηκώνοντας το κεφάλι από την εφημερίδα): Τα κάνουν αυτά οι όλοι οι παπάδες, μπαμπά;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ποια;

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτά που γράφει εδώ.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι διαβάζεις εσύ;

(Του αρπάζει από τα χέρια την εφημερίδα.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα ο Ομαδάρχης μας μας είπε πως μπορούμε όλοι να διαβάζουμε όλα όσα γράφει αυτή η εφημερίδα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δε μ'ενδιαφέρει τι είπε ο ομαδάρχης σας. Τι επιτρέπεται να διαβάζεις και τι όχι, τ’ άποφασίζω εγώ.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να, πάρε δέκα πφέννιγκ, Κλάους-Χάινριχ, και πήγαινε απέναντι κι αγόρασε ό,τι θέλεις.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα βρέχει.

(Τριγυρίζει αναποφάσιστος κοντά στο παράθυρο.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Αν δεν σταματήσουνε τα άρθρα αυτά για τις δίκες των παπάδων θα την σταματήσω αυτή την εφημερίδα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και ποιαν θα παίρνεις; Αυτά τα γράφουν όλες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αν όλες οι εφημερίδες γράφουν τέτοιες αηδίες, θα σταματήσω να διαβάζω εφημερίδα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα μαθαίνω λιγότερα για το τι γίνεται στον κόσμο.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι και τόσο κακό να ξεκαθαρίζουν αυτά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξεκαθαρίζουν! Αυτά είναι μόνο πολιτική.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως εμάς δε μας ενδιαφέρει, αφού είμαστε προτεστάντες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το λαό όμως τον ενδιαφέρει, να μη μπορεί να σκεφτεί το δωμάτιο ενός παπά, χωρίς να σκέφτεται κι αυτά τα αίσχη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να κάνουνε αφού αυτά συμβαίνουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να κάνουνε; Να κοιτάζουν τα δικά τους. Και στο δικό τους «φαιό σπίτι» δεν θα πρέπει να είναι όλα εντελώς καθαρά, όπως ακούω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό είναι μια απόδειξη της εξυγιάνσεως του λαού μας, Καρλ!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εξυγίανση. Ωραία εξυγίανση. Αν η υγεία είναι έτσι, τότε εγώ προτιμώ την αρρώστια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είσαι πολύ νευρικός σήμερα. Έγινε τίποτα στο σχολείο;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να 'γινε στο σχολείο; Και σε παρακαλώ σταμάτα να μου λες πως είμαι νευρικός, μου χτυπάει στα νεύρα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν θα 'πρεπε να τσακωνόμαστε συνέχεια, Καρλ. Άλλοτε...

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό μου 'λειπε τώρα! Άλλοτε! Ούτε άλλοτε ήθελα, ούτε σήμερα θέλω να δηλητηριάζεται η φαντασία του παιδιού μου!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα που είναι το παιδί;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Που θες να ξέρω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τον είδες να φεύγει;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όχι.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν καταλαβαίνω Που μπορεί να ‘χει πάει.
(Φωνάζει:) Κλάους-Χάινριχ!



Phil Willmott production, Union Theatre, 2016, credit: Scott Rylander


(Τρέχει έξω από το δωμάτιο. Την ακούμε να φωνάζει. Ξαναγυρίζει.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έφυγε στ’ αλήθεια.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί να μη φύγει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα χαλάει ο κόσμος απ'τη βροχή!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ επειδή το παιδί βγήκε έξω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για τι πράγμα μιλούσαμε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ Τι σχέση έχει αυτό;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν συγκρατιέσαι καθόλου τον τελευταίο καιρό.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν είν'αλήθεια, αλλά ακόμα κι αν ήτανε, τι σχέση έχει με τ'ότι Έφυγε ο μικρός;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα ξέρεις ότι βάζουν αυτί.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ε, και;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε, και; Κι αν το συζητήσει; Ξέρεις τι μαθαίνουν τώρα στη Χιτλερική Νεολαία. Τους λένε στα ίσια να τα μαρτυράνε όλα. Είναι περίεργο που έφυγε τόσο αθόρυβα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ανοησίες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είδες πότε έφυγε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τριγύριζε αρκετή ώρα στο παράθυρο.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ήθελα να 'ξερα τι πρόλαβε ν’ ακούσει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα ξέρει τι συμβαίνει στους ανθρώπους που τους καταγγέλλουν.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και το παιδί που μας έλεγαν οι Σμούλκες; Φαίνεται πως ο πατέρας του είναι ακόμα στο στρατόπεδο. Αν ξέραμε πόσο έμεινε στο δωμάτιο.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ολ'αυτά είναι κουταμάρες.

(Τρέχει στα άλλα δωμάτια φωνάζοντας το αγόρι.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορώ να καταλάβω πως φεύγει χωρίς να πει λέξη. Δεν είναι τέτοιο παιδί.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πήγε σε κανένα συμμαθητή του;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο στο Μούμμερμαν μπορεί να χει πάει. Θα τηλεφωνήσω.

(τηλεφωνεί.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζω πως άδικα αναστατωθήκαμε.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο τηλέφωνο): Εδώ η σύζυγος του καθηγητού Φούρκε. Καλημέρα, κυρία Μούμμερμαν. Μήπως είναι 'κει ο Κλάους-Χάινριχ; —Όχι; —Δεν καταλαβαίνω. Που μπορεί να πήγε αυτό το παιδί. —Πέστε μου, κυρία Μούμμερμαν, την Κυριακή είναι ανοιχτά τα γραφεία της Χιτλερικής Νεολαίας; —Ναι; —Ευχαριστώ πολύ, τότε θα ρωτήσω κι εκεί.

(Κλείνει το τηλέφωνο. Κι οι δυο τους κάθονται σιωπηλοί.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα τι μπορεί ν'άκουσε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μίλησες για την εφημερίδα. Και δεν έπρεπε να πεις εκείνο για το «φαιό σπίτι». Έχει τόσο εθνικιστικά αισθήματα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι είπα δηλαδή για το «φαιό σπίτι»;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να μη θυμάσαι! Πως εκεί δεν είναι όλα τόσο καθαρά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κατηγορία. Δεν είναι όλα καθαρά, η μάλλον όπως είπα, δεν είναι όλα εντελώς καθαρά, πράγμα που διαφέρει, και μάλιστα ουσιαστικά, αυτό είναι μάλλον μια χιουμοριστική παρατήρηση λαϊκού τύπου, δηλαδή στην καθομιλουμένη, αυτό δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από το ότι εκεί μερικά πράγματα δεν φαίνονται να είναι πάντα και υπό όλες τις συνθήκες ακριβώς όπως τα θέλει ο Φύρερ. Πάντως εξέφρασα με απόλυτη επίγνωση τον υποθετικό χαρακτήρα, λέγοντας, όπως θυμάμαι πολύ καλά, «δεν πρέπει» — το πρέπει εδώ με την υποθετική του έννοια — να είναι όλα εντελώς καθαρά.

Δεν θα πρέπει να είναι! Όχι: δεν είναι! Δεν μπορώ να πω πως υπάρχει κάτι το όχι καθαρό, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν ατέλειες. Δεν εννοούσα τίποτε περισσότερο. Και πέρα απ'αυτό, σε κάποια περίπτωση, ο ίδιος ο Φύρερ εξαπέλυσε μια πολύ πιο αυστηρή κριτική προς την ίδια κατεύθυνση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν σε καταλαβαίνω. Σ'εμένα δεν είναι ανάγκη να μιλάς έτσι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι ανάγκη, θέλω να σου μιλάω έτσι. Δεν είμαι σίγουρος για το πόσο εσύ η ίδια φλυαρείς γι’ αυτά που ίσως λέγονται κάποτε μέσα σ'αυτούς τους τοίχους, σε μια στιγμή εκνευρισμού. Κατάλαβέ με, δεν προσπαθώ να σου προσάψω οποιεσδήποτε επιπολαιότητες εις βάρος του συζύγου σου, ακριβώς όπως δεν πιστεύω στιγμή ότι ο μικρός θα κάνει κάτι εναντίον του πατέρα του. Αλλά ανάμεσα στο κακό και στην επίγνωσή του, υπάρχει δυστυχώς τεράστια διαφορά.






Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για σταμάτα τώρα! Καλύτερα θα 'κανες να πρόσεχες τη γλώσσα σου. Όλη αυτή την ώρα σπάω το κεφάλι μου, αν είπες πριν ή μετά από κείνο για το φαιό σπίτι, ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς στη Χιτλερική Γερμανία.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν το είπα καθόλου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ κάνεις σαν να 'μουνα εγώ η αστυνομία! Εγώ απλώς βασανίζω το μυαλό μου τι μπορεί ν'άκουσε ο μικρός.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η λέξη Χιτλερική Γερμανία δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιό μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι αυτό για το θυρωρό, κι ότι όλες οι εφημερίδες είναι γεμάτες ψέματα, κι αυτό που είπες μετά για την αεράμυνα, το παιδί δεν ακούει απολύτως τίποτα θετικό. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό για μια νεανική  ψυχή, την καταστρέφει, κι ο Φύρερ λέει πως το μέλλον της Γερμανίας είναι η νεολαία της. Στ’ αλήθεια δεν είναι τέτοιο παιδί να πάει εκεί να καταδώσει κάποιον. Δεν αισθάνομαι καλά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι όμως εκδικητικός.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και γιατί θα 'θελε να εκδικηθεί;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο Θεός ξέρει, όλο και κάτι θα ‘χει. Ίσως επειδή του πήρα το βάτραχό του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό έγινε εδώ και μια βδομάδα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως αυτά τα θυμούνται τα παιδιά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι εσύ γιατί να του τον πάρεις;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γατί δεν του έπιανε μύγες. Τον άφηνε να πεθάνει της πείνας.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα είναι αλήθεια πως έχει πολλά μαθήματα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο βάτραχος όμως δεν έφταιγε τίποτα γι’ αυτό.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα δεν μίλησε καθόλου γι’ αυτό, και μόλις του 'δωσα δέκα πφέννιγκ. Του παρέχουμε ό,τι ζητήσει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αυτό είναι δωροδοκία.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι εννοείς;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Θα πούνε αμέσως ότι δοκιμάζαμε να τον δωροδοκούμε για να κρατάει τη γλώσσα του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δηλαδή, τι νομίζεις ότι μπορούν να σου κάνουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οτιδήποτε. Εδώ δεν υπάρχουν όρια! Θεέ μου! Και να 'σαι και δάσκαλος! Εκπαιδευτής της νεολαίας: Τη φοβάμαι!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα ένα παιδί δεν μπορεί να 'ναι αξιόπιστος μάρτυρας. Ένα παιδί δεν ξέρει τι λέει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό το λες εσύ. Μα από πότε χρειάζονται μάρτυρες για οτιδήποτε;






Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι εννοούσες με τις παρατηρήσεις σου; Θέλω να πω ότι μπορεί απλώς να σε παρεξήγησε.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι είπα; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Για όλα φταίει αυτή η άτιμη η βροχή. Γίνεσαι κακοδιάθετος. Τελικά είμαι ο τελευταίος, που θα 'λεγα κάτι εναντίον της ψυχικής ανατάσεως που ζει σήμερα ο γερμανικός λαός. Εγώ τα είχα προβλέψει όλ'αυτά από το τέλος του 1932.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν έχουμε τώρα καιρό να μιλάμε γι'αυτά. Πρέπει τα να ξεκαθαρίσουμε όλα με ακρίβεια, και αμέσως μάλιστα. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό από τον Κλάους-Χάινριχ.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν πρώτα αυτό για το «φαιό σπίτι» και τα αίσχη.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν είπα λέξη για αίσχη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είπες πως η εφημερίδα είναι γεμάτη αίσχη και θα την σταματήσεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, η εφημερίδα! Όχι όμως το φαιό σπίτι!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να πες πως αποδοκιμάζεις αυτά τα αίσχη των παπάδων; Κι ότι το θεωρείς πολύ πιθανό ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι κατηγορούμενοι σήμερα, έβγαλαν τα απαίσια παραμύθια για το φαιό σπίτι κι ότι εκεί δεν είναι όλα καθαρά; Κι ότι καλύτερα θα 'καναν να κοίταζαν τα δικά τους; Κι ότι είπες στο παιδί, ν'αφήσει το ραδιόφωνο και να πάρει καλύτερα την εφημερίδα, γιατί έχεις τη γνώμη ότι η νεολαία του Τρίτου Ράιχ πρέπει να παρατηρεί μ'ανοιχτά μάτια τι γίνεται γύρω της.

ΑΝΤΡΑΣ: Όλ'αυτά δεν βοηθάνε σε τίποτα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν πρέπει τώρα να σκύψεις το κεφάλι. Πρέπει να 'σαι δυνατός, όπως λέει κι ο Φύρερ...

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν μπορώ να παρουσιαστώ στο δικαστήριο και σα μάρτυρας κατηγορίας να καταθέσει η ίδια η σάρκα από τη σάρκα μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να το παίρνεις έτσι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι σχέσεις με τους Κλίμπτς ήταν μεγάλη επιπολαιότητα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτονών δεν τους έκαναν τίποτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι αλλά οι έρευνες συνεχίζονται.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν απελπίζονταν όλοι που γίνονται γι'αυτούς έρευνες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο θυρωρός, λες να ‘χει τίποτα εναντίον μας;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εννοείς αν τον ρωτήσουν; Του κάναμε δώρο ένα κουτί πούρα για τα γενέθλιά του, και το δώρο του της Πρωτοχρονιάς ήταν αρκετό.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι Γκάουφς από δίπλα του 'δωσαν δεκαπέντε μάρκα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, μα αυτοί διάβαζαν ως το 32 το «Εμπρός», και το Μάη του 33 είχαν βάλει σημαία μαύρη-άσπη-κόκκινη!

(Χτυπάει το τηλέφωνο.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το τηλέφωνο!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πάω;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος μπορεί να 'ναι;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε. Αν χτυπήσει ξανά πηγαίνεις.

(Περιμένουν. Το τηλέφωνο σταματάει.)






Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι πια ζωή αυτή.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έναν Ιούδα μου γέννησες. Κάθεται στο τραπέζι, τρώει το φαί που του δίνουμε και στηνει αυτί και θυμάται όλα όσα λένε οι γονείς του, ο χαφιές.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να μιλάς έτσι!

(Παύση.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πως θα πρέπει να κάνουμε τίποτα
προετοιμασίες;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λες να τους φέρει μαζί του αμέσως;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι απίθανο, ε;

(Εκείνος φέρνει το παράσημο και το φοράει με τρεμάμενα χέρια.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως στο σχολείο δεν υπάρχει τίποτα εναντίον σου;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θες να ξέρω; Είμαι πρόθυμος να διδάξω ό,τι θέλουν, αλλά τι θέλουν να διδάξω; Μακάρι να ‘ξερα! Που να ξέρω πως θέλουν να ήταν ο Μπίσμαρκ; Αφού αργούν τόσο να βγάλουν τα σχολικά βιβλία! Δεν μπορείς να κάνεις αύξηση άλλα δέκα μάρκα στην υπηρέτρια; Κι αυτή κρυφακούει συνέχεια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ (γνέφει καταφατικά): Και τη φωτογραφία του Χίτλερ, να την κρεμάσουμε πάνω απ'το γραφείο σου; Φαίνεται καλύτερα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, να το κάνεις αυτό.

(Η γυναίκα πάει να της αλλάξει θέση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως, αν το παιδί τους πει ότι της αλλάξαμε θέση επίτηδες, θα συμπεράνουν ένοχη συνείδηση.

(Η γυναίκα ξανακρεμάει τη φωτογραφία στην παλιά της θέση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η πόρτα δεν ήταν αυτή;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν άκουσα τίποτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι όμως!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!

(Τον αγκαλιάζει.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μη χάνεις την ψυχραιμία σου. Ετοίμασέ μου μερικά εσώρουχα.

(Άλλη πόρτα ακούγεται. Ο άντρας κι η γυναίκα στέκουν ο ένας δίπλα στον άλλο, κοκαλωμένοι, στη γωνιά του δωματίου. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει το αγόρι με μια χαρτοσακούλα στο χέρι. —Παύση.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα τι έχετε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Που ήσουνα;

(Το αγόρι δείχνει τη σακούλα με τις σοκολάτες.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο σοκολάτες αγόρασες;

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τι άλλο; Φυσικά.

(Διασχίζει το δωμάτιο μασουλώντας. Οι γονείς του τον κοιτάζουν ερευνητικά.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις πως λέει αλήθεια;


(Η γυναίκα σηκώνει τους ώμους.)



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #7: "We' re All Mad Here"

$
0
0





Το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει ξανά μετά από καιρό τις δρύινές του πόρτες. Και, για δες, η κατάσταση στο εσωτερικό του είναι χαοτική: σωροί από βιβλία, μπερδεμένες σημειώσεις, πεταμένα χαρτιά, διάδρομοι που ξεκινούν από παντού για να καταλήξουν κάπου και πόρτες που ανοίγουν κάπου για να καταλήξουν πουθενά.

Μα δεν παύει να είναι ένας κόσμος γνώριμος και οικείος σε σένα. Είναι το καταφύγιό σου, σε τελική ανάλυση. Όσο χαώδες και αν είναι, δείχνει πάντα γαλήνιο και περιποιημένο συγκριτικά με το χάος του εξωτερικού κόσμου…


Αυτού του τρελού κόσμου που τυχαίνει και βρισκόμαστε…



Είμαστε όλοι τρελοί εδώ






«"Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, ποιόν δρόμο θα έπρεπε να πάρω από εδώ;"

"Aυτό εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, προς τα που θέλεις να πας", είπε η Γάτα.

"Δε με νοιάζει τόσο -", έκανε η Αλίκη.

"Τότε δεν έχει καμία σημασία ποιόν δρόμο να πάρεις", είπε η Γάτα. […]

"Mα δε θέλω να πάω ανάμεσα σε τρελούς!"

"Α, δε μπορείς να κάνεις τίποτα γι'αυτό", έκανε η Γάτα. "Είμαστε όλοι τρελοί εδώ. Εγώ είμαι τρελή. Εσύ είσαι τρελή".

"Που το ξέρεις ότι είμαι τρελή;", ρώτησε η Αλίκη.

"Για να ξεκινήσουμε", είπε η Γάτα. "Ένας σκύλος δεν είναι τρελός. Το δέχεσαι αυτό;"

"Yποθέτω", αποκρίθηκε η Αλίκη.

"Ε λοιπόν", συνέχισε η Γάτα, "ένας σκύλος γρυλίζει όταν θυμώνει και κουνάει την ουρά του όταν είναι ικανοποιημένος. Εγώ από την άλλη γρυλίζω όταν είμαι ικανοποιημένη και κουνάω την ουρά μου όταν θυμώνω. Επομένως, είμαι τρελή".


***


Από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» ["Alice'sAdventuresInWonderland"] του LewisCarroll. Ένα βιβλίο για ενήλικες μεταμφιεσμένο σε βιβλίο για παιδιά. Η εικονογράφηση στην εικόνα του John Tenniel, από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, το 1865.



Who watches the Watchmen?






Ηπόλησεχάος. Δρόμοι ξέχειλοι με διαδηλωτές, καπνοί πνίγουν τις φωνές τους. Γιατί αυτές οι διαδηλώσεις; Γιατί ο κόσμος αντιδρά; Θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι. Τα καλύτερα βρίσκονται μπροστά μας. Λίγη υπομονή χρειάζεται μονάχα. Εξάλλου, κανείς δεν είναι τέλειος.

Δες τους. Άκου πως φωνάζουν. Θα λεγε κανείς πως μας μισούν. Ποιους, εμάς... που τόσα έχουμε προσφέρει για το καλό αυτού του τόπου. Αγνώμονες μάζες... Αν δε καταλαβαίνουν με το καλό, θα τους δείξουμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού... Δες τους. Δες τους πως σκορπίζουν μπροστά στα χημικά μας. Έτσι, φύγετε, τρέξτε σαν τις κότες!

....Ο δρόμος άδειασε. Ένα ψοφίμι από τσιμέντο που ζέχνει καπνό. Τα καταφέραμε και πάλι. Οι μάζες δε γνωρίζουν πως ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για το καλό τους. Ο κόσμος δεν ξέρει. Εμείς όμως ξέρουμε τι είναι καλό γι'αυτόν. Είμαστε οι προστάτες του, σε τελική ανάλυση.

Δρόμος που αναβρύζει αντίλαλους φωνών. Σε άδεια πεζοδρόμια και μυστικές γωνίες. Στοιχειωμένο πεδίο μάχης. Πολεμήσαμε τον κόσμο. Το κάναμε για το καλό του. Τον προστατεύουμε.

Σιωπή, διαπεραστική σαν ουρλιαχτό.

Ένα ερώτημα ξεπετάγεται στη στιγμή. Ενοχλητικό... Τους προστατεύουμε, ναι...

Μα από ποιόν;


***


Αφήγησή μου βασισμένη στο "Watchmen"του Alan Moore και στο απόσπασμα που βλέπετε στην εικόνα.



Ο φόβος της ελευθερίας






«Δεν υπάρχει έγνοια πιο βασανιστική και πιο συνεχής για τον άνθρωπο, όταν μείνει ελεύθερος, από το να βρει το γρηγορότερο κάποιον να προσκυνήσει.

Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει να προσκυνήσει κάποιον που είναι κιόλας αναμφισβήτητος, τόσο αναμφισβήτητος που όλοι οι άνθρωποι θα συμφωνήσουν αμέσως να τον προσκυνήσουν όλοι μαζί. Γιατί η έγνοια που βασανίζει αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που να το προσκυνήσω εγώ ή κάποιος άλλος, αλλά να βρουν κάτι που θα το πιστέψουν όλοι και που θα το προσκυνήσουν, αλλά που θα το προσκυνήσουν οπωσδήποτε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ.

Αυτή λοιπόν, η ανάγκη της γενικής λατρείας, είναι το κυριότερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά, όπως και ολόκληρης της ανθρωπότητας από την αρχή του κόσμου. Εξαιτίας της γενικής λατρείας εξολόθρευαν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιούργησαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: "Παρατήστε τους θεούς σας και ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, ειδεμή θα πεθάνετε και σεις και οι θεοί σας!"Κι αυτό θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, ακόμα και τότε, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι θεοί στον κόσμο: και τότε ακόμα θα πέσουν γονατιστοί μπροστά σε είδωλα. [...]

Σου λέω πως ο άνθρωπος δεν έχει πιο βασανιστική έγνοια, όταν βρεθεί ελεύθερος, από το να βρει εκείνον, στον οποίο θα παραδώσει πιο γρήγορα το δώρο της ελευθερίας, που μ'αυτό γεννιέται αυτό το δύστυχο πλάσμα...»


***


Ένα μικρό απόσπασμα από τον ξακουστό μονόλογο του Μέγα Ιεροεξεταστή , όπως αποτυπώθηκε στους "Αδερφούς Καραμαζόφ"του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι [μετάφραση, Κ. Σίνου]. Στην εικόνα το πορτραίτο του πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.



Περί Ηρώων – του Νίκου Τσιφόρου






«Η βιολογία λέει ότι ο άντρας είναι από τη φύση του «πολεμιστής, εραστής και κυνηγός». Στα πολύ παλιά χρόνια και οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν γινόντουσαν με το μυαλό, αλλά με τα αντίστοιχα όργανα του σώματος και της ψυχής. Ο αληθινός άντρας ήταν εκείνος που μπορούσε να αντιμετωπίζει τον εχθρό, γερός πολεμιστής που μπορούσε να προμηθεύεται την τροφή τη δική του και των εξαρτωμένων του, γερός κυνηγός που μπορούσε ν’ ανταποκρίνεται στον έρωτα σαν γερός εραστής.

Σήμερα ακόμα, τα κοριτσάκια ανάμεσα στα 13 και στα 18 χρόνια τους, κατά κανόνα, έλκονται από τον «ωραίον και δυνατόν» άντρα, κι όχι από τον διανοητικό, αλλά αδύνατον σε σωματική ανάπτυξη άρρενα. Οι αθλητές, οι πρωταγωνιστές, οι επιφανειακές διασημότητες, τραβάνε το ένστικτο που ξυπνάει κι ακόμα και οι ώριμες γυναίκες, με λιγότερη πνευματική ανάπτυξη, προτιμάνε έναν γερό κι όμορφο άντρα από έναν δυνατό στο μυαλό.

Το ίδιο γίνεται και με τους λαούς, στο σύνολο, που σαν ομαδική ψυχολογία, είναι «ψυχολογία ενστίκτου», όπως λέει ο Ντε Μπον. Θεοποιούνε τους δυνατούς, τους ηρωικούς, τους πολεμιστές τους, αυτοί είναι που «τους χτυπάνε στο μάτι κατευθείαν», τον Κανάρη που ανατινάζει με το μπουρλότο του την Τουρκική ναυαρχίδα, τον κάνει θεό, τον Φούλτωνα που την ίδια εποχή ανακαλύπτει με το μυαλό το καράβι με τον ατμό ούτε τον καλοξέρει ο απλοϊκός άνθρωπος.

Έτσι, ήρωας είναι ο μεγαλοπρεπής, ο ρωμαλέος κι ο ωραίος και δεν είναι ο πνευματικός που στην πραγματικότητα αυτός εξυψώνει και εξελίσσει την ανθρωπότητα.

Στην πραγματικότητα όμως και με την εξέλιξη, την κοινωνία την παίρνουνε στα χέρια τους οι άνθρωποι με το μυαλό, σε καλή ή κακή χρήση. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ήτανε ένας βασιλιάς-ήρωας και τον καμαρώνανε όλοι για τα μεγάλα του κατορθώματα, ο αδερφός του Ιωάννης ο Ακτήμων ήτανε ένας βασιλιάς-μυαλό, που έφτιασε τη Μάγκνα Κάρτα κι’ έδωσε δικαιώματα στους δούλους, μέχρι τότε καλλιεργητές, όμως δεν τον χωνέψανε γιατί η λάμψη του ηλίθιου ήρωα αδερφού του σκότισε τη δική του, σοφή ενέργεια. Οι λαοί προτιμάνε να θεοποιούνε τους κούφιους ήρωες και να αδικούνε, μέσα στην αφάνεια ή την λησμονιά, τους ευεργέτες τους. Οι λαοί θαμπώνονται από τα φανταχτερά λιλιά και αγνοούνε το σκούρο φόρεμα ενός σοβαρού και ωφέλιμου πολιτικού. Σήμερα ακόμα, οι μεγάλοι, οι ηγεμόνες, οι παπάδες, οι ξέρω γω τι, το γνωρίζουνε τούτο το μυστικό και παρουσιάζονται στο λαό χρυσοφορεμένοι και μεγαλοπρεπείς για να κάνουν εντύπωση. [...]

Οι ήρωες είναι ένα είδος προγόνων που κάνανε μεγάλα κατορθώματα. Τούτα τα κατορθώματα περάσανε από στόμα σε στόμα, μείνανε, γίνανε παραμύθια, στο τέλος καταντήσανε να φτιάξουνε τον ήρωα-πρόγονο, ένα είδος μικρού θεού και να τον αφήσουνε στην ανθρώπινη μνήμη μ’ αυτή τη μορφή. Από κει και πέρα ο ήρωας καταντάει να είναι το «θύμα» του ίδιου του λαού του κι επειδή πολλές φορές τυχαίνει να είναι ένας ασυλλόγιστος παλικαράς, που κάνει τρέλες, ή ένα «τυχαίο κατόρθωμα», έφτασε να χαρακτηρίζεται σαν κοινό κορόιδο, που παραδίνει την πράξη του στον κοινό θαυμασμό και στην εκμετάλλευση των επιτηδείων, γιατί στο τέλος αυτουνού του δίνουνε ένα παράσημο και μια σύνταξη πείνας, την πράξη όμως «κοινής ωφελείας» που έκανε, την εκμεταλλεύονται προς όφελος τους οι έξυπνοι και τον ρίχνουνε κανονικά, σε σημείο που να υπάρχουνε ήρωες καρπαζωνόμενοι και στο τέλος καταντάει να μη ξέρεις αν ο ήρωας είναι ήρωας.

Όσοι ήρωες ξεπεράσανε τούτον τον σκόπελο και μπήκανε στην αθανασία, σημαίνει ότι «υπήρχε κοινό συμφέρον να τον ξεπεράσουνε και δεν ήτανε κατόρθωμα δικό τους, αλλά κατόρθωμα εκείνων που τους δώσανε το χέρι σε τούτο το ξεπέρασμα». Ένα σωρό παραμύθια πλέκονται γύρω από τον δράστη μιας ηρωικής πράξης, που οι έξυπνοι την στρέφουνε απάνω τους, την οικειοποιούνται και σύμφωνα με το συμφέρον τους την παραδίνουνε να γίνει παραμύθι, θρύλος, παράδοση...»


***


Nίκου Τσιφόρου, από την "Ελληνική Μυθολογία".



Η εξουσία του ψέματος






Σε έναν κόσμο που είναι τόσο μακρινός όσο τα όρια της φαντασίας μας (άρα η απόστασή του είναι διαφορετική για τον καθένα), ένα αγόρι συναντάει έναν επικίνδυνο, μαύρο λύκο. Το αγόρι ονομάζεται Ατρέγιου. Ο λύκος ονομάζεται Γκμορκ. Κι εγώ, δίχως άλλη χρονοτριβή, παραδίδω τη σκυτάλη στο συγγραφέα του βιβλίου:


«Γκμορκ», τραύλισε ο Ατρέγιου και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα χείλη τουπου 'τρεμαν, «μπορείς να μου φανερώσεις τον δρόμο που τραβάει για τον Κόσμο των Ανθρώπων;»

Στα μάτια του Γκμορκ άναψε μια μικρή, πράσινη σπίθα.΄Ηταν σα να γελούσε μέσα του.

«Για σένα και τους δικούς σου ο δρόμος που σε βγάζει εκεί είναι πολύ απλός. Υπάρχει όμως μία και μόνη δυσκολία: δε θα μπορέσετε να γυρίσετε πίσω ποτέ. Πρέπει να μείνετε εκεί για πάντα. Το θες αυτό;»

«Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε αποφασιστικά ο Ατρέγιου.

«Αυτό που 'κάναν εδώ όλοι οι άλλοι πριν από σένα, γιόκα μου. Πρέπει να πηδήξεις στο Τίποτα. [...] Και όταν μπεις πια στον Κόσμο των Ανθρώπων, δε 'θα σαι αυτό που είσαι εδώ. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό που δεν μπορεί να ξέρει κανένας σας στην χώρα της Ονειροφαντασίας».

Ο Ατρέγιου έμεινε ακίνητος, με κρεμασμένα χέρια.

«Και τι θα είμαι εκεί;», ρώτησε. «Πες μου το μυστικό». […]

Έπειτα από μια στιγμή σιωπής, ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Με ρωτάς τι θα είσαι εκεί; Και τι είσαι εδώ; Τι είσαστε λοιπόν όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ονειροφαντασίας; Όνειρα είστε, γεννήματα της ποιητικής φαντασίας, πρόσωπα της ιστορίας χωρίς τέλος! Μήπως περνάς τον εαυτό σου για πραγματικό, γιόκα μου; Καλά, στον δικό σου τον κόσμο είσαι. Όταν όμως περάσεις μέσα από το Τίποτα δε θα 'σαι πια. Τότε θα 'χεις γίνει αγνώριστος, θα βρίσκεσαι σ'έναν άλλο κόσμο. Αυταπάτες και τύφλωση κουβαλάτε στον Κόσμο των Ανθρώπων. Για μάντεψε, γιόκα μου, τι γίνονται όλοι οι κάτοικοι της Στοιχειωμένης Πόλης, που πήδησαν στο Τίποτα;»

«Δεν ξέρω», ψιθύρισε ο Ατρέγιου.

«Γίνονται φαντασιώσεις στα κεφάλια των ανθρώπων: Παραστάσεις του φόβου, εκεί που στην αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούν. Επιθυμίες για πράγματα που τους αρρωσταίνουν. Ιδέες της απελπισίας, εκεί που δεν υπάρχει λόγος ν'απελπίζονται».

«Έτσι γινόμαστε όλοι;», ρώτησε τρομαγμένος ο Ατρέγιου.

«Όχι», απάντησε ο Γκμορκ. «Υπάρχουν ειδών ειδών φαντασιώσεις και αυταπάτες. Ανάλογα με το τι είστε εδώ, ωραίοι ή άσχημοι, έξυπνοι ή κουτοί, γίνεστε ένα ψέμα ωραίο ή άσχημο, έξυπνο ή κουτό». […]

Ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Γι'αυτό οι άνθρωποι μισούν και φοβούνται την Ονειροφαντασία και ό,τι προέρχεται απ'αυτή. Και θέλουν να την καταστρέψουν, χωρίς να ξέρουν πως έτσι ίσα ίσα πληθαίνουν τον χείμαρρο της ψευτιάς, που αδιάκοπα πλημμυρίζει τον κόσμο τους, αυτόν τον χείμαρρο που 'χει γίνει απ'τα αγνώριστα πλάσματα της Ονειροφαντασίας, που ζουν εκεί μια ψεύτικη ζωή ζωντανών πτωμάτων και φαρμακώνουν τις ανθρώπινες ψυχές με μια μυρωδιά σαπίλας που αναδίνουν. [...]

Και εσείς πια με τη σειρά σας, θα τους εξουσιάζετε. Και τίποτα δε δίνει μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους ανθρώπους, από το ψέμα. Γιατί οι άνθρωποι, γιε μου, ζουν όλο με φαντασιώσεις. Κι αυτές μπορεί να τις κατευθύνει κανείς. Αυτή η δύναμη είναι η μόνη που λογαριάζεται. Γι'αυτό κι εγώ στεκόμουν στο πλευρό της εξουσίας και την υπηρετούσα, για να μπορώ να 'χω το μερίδιό μου».

«Εγώ δε θέλω να παίρνω μέρος στην εξουσία», φώναξε ο Ατρέγιου.

«Σώπα, σώπα, ανόητο παιδί», γρύλισε ο Λύκος. «Μόλις έρθει η σειρά σου να πηδήξεις μες στο Τίποτα θα γίνεις κι εσύ ένας άβουλος κι αγνώριστος υπηρέτης της εξουσίας. Ποιος ξέρει σε τι θα την ωφελήσεις! Ίσως με τη βοήθειά σου θα καταφέρουν να παρακινήσουν τους ανθρώπους ν'αγοράσουν πράγματα που δεν τους είναι χρήσιμα, ή να μισούν κάτι που δεν το ξέρουν. Να πιστεύουν σ'ότι τους μεταβάλλει σε πειθήνια όργανα, ή ν'αμφιβάλλουν για κάτι που θα μπορούσε να τους σώσει. Με σας, μικροί υπήκοοι της Ονειροφαντασίας, γίνονται στον Κόσμο των Ανθρώπων μεγάλες δουλειές, ξεσπούν πόλεμοι, ή θεμελιώνονται αυτοκρατορίες...»


***


Ήταν ένα απόσπασμα από την "Ιστορία Χωρίς Τέλος"του Γερμανού συγγραφέα Μίχαελ Έντε [“Die unendliche Geschichte” - “The Neverending Story”, σε μετάφραση Ρ. Καρθαίου, Λ. Λάμπρου]. Πρώτη δημοσίευση το 1979. Ένα βιβλίο στο οποίο θα επανέλθω σίγουρα κάποια στιγμή, μέσα από τα λαγούμια της Κουνελοχώρας.



Υποκατάστατο μιας παλιάς συνήθειας






«H πρώτη σκέψη της ημέρας.

Ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις καλά τη μέρα σου, είναι να σκεφτείς, αμέσως μόλις ξυπνήσεις, αν μπορείς να δώσεις χαρά σ'έναν τουλάχιστον άνθρωπο αυτή τη μέρα.

Αν αυτή η πρακτική μπορούσε να γίνει υποκατάστατο της θρησκευτικής συνήθειας της προσευχής, οι συνάνθρωποι μας θα είχαν όφελος απ'αυτή την αλλαγή».


***


Φρήντριχ Νίτσε, Από το "Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο" (μετάφραση Ζ.Σαρίκα). Πρώτη έκδοση το1878.



Μια θεραπευτική διέξοδος. Το βυζί και το γάλα



«Πεινάς για να μάθεις,
πεινάς για να μεγαλώσεις,
πεινάς για να γνωρίσεις,
πεινάς για να πετάξεις...
Μπορεί σήμερα
εγώ να είμαι το βυζί
που σου δίνει γάλα,
που καταλαγιάζει την πείνα σου...
Μην ξεχνάς, όμως:
δεν είναι το βυζί
που σε τρέφει.
Είναι το γάλα!»


Χόρχε Μπουκάι. Αργεντινός συγγραφέας και ψυχοθεραπευτής.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)


















Με τη ματιά του Πωλ Όστερ

$
0
0




Είναι μεγάλο το μέρος του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου που έχει ταχθεί ανοιχτά ενάντια στην εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ – μεταξύ των οποίων και ο Πωλ Όστερ, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στη “Guardian” πως: «το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ “Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη” σημαίνει στην πραγματικότητα να την ξανακάνουμε λευκή»,και ότι: «Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει τόση απελπισία για το ποιοι είμαστε και πού πάμε. Φαίνεται ότι ήμασταν πάντα ένας διχασμένος λαός, από τη μια αυτοί που βάζουν πάνω από όλα τον εαυτό τους, από την άλλη όσοι νιώθουν ότι έχουν ευθύνη για τον άλλο».

Στο μεταξύ ας θυμηθούμε τις απαρχές του Πωλ Όστερ, με το έργο που τον καθιέρωσε… ο λόγος για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» και την πρώτη από τις ιστορίες της, τιτλοφορούμενη «Γυάλινη Πόλη» - βρισκόμαστε στο έτος 1985 και στην καρδιά της μεγαλύτερης πόλης του κόσμου – στον πυρήνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής:

«Οι ζητιάνοι και οι καλλιτέχνες αποτελούν μονάχα ένα μικρό κομμάτι του περιπλανώμενου πληθυσμού. Αυτοί είναι η αριστοκρατία, η ελίτ των αποτυχημένων. Πολλοί περισσότεροι είναι αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, που δεν έχουν να πάνε πουθενά. Πολλοί από αυτούς είναι πότες, εντούτοις ο όρος αυτός δεν δικαιολογεί την καταστροφή που ενσαρκώνουν. Απελπισμένα κουφάρια, ρακένδυτοι, με τα πρόσωπά τους γεμάτα μώλωπες και καταματωμένα, σέρνουν τα πόδια τους στους δρόμους λες κι είναι δεμένοι με αλυσίδες. Κοιμούνται στα κατώφλια, παραπατάνε σαν τρελοί ανάμεσα στα αυτοκίνητα, πέφτουν ξεροί στα πεζοδρόμια• λες και βρίσκονται παντού τη στιγμή που τους αναζητάς. Μερικοί απ'αυτούς θα πεθάνουν από την πείνα, άλλοι θα πεθάνουν απ'το κρύο, ενώ άλλοι θα πάνε ξυλοκοπημένοι, θα καούν ή θα βασανιστούν.

Για κάθε χαμένη ψυχή σε τούτη την ξεχωριστή κόλαση, υπάρχουν πολλές άλλες κλειδωμένες μέσα στην τρέλα, ανίκανες να βγουν στον κόσμο που στέκεται στα κατώφλια των κορμιών τους. Έστω κι αν δείχνουν ότι βρίσκονται εκεί, δεν μπορούν να θεωρηθούν παρούσες. Ο άντρας, για παράδειγμα που πάει παντού με ένα ζευγάρι μπαγκέτες, χτυπώντας μ'αυτές το λιθόστρωτο σ'έναν αδιάφορο, δίχως νόημα ρυθμό, σκύβοντας άγαρμπα καθώς προχωρεί κατά μήκος του δρόμου, κοπανώντας ξανά και ξανά το τσιμέντο ίσως νομίζει ότι κάνει ένα σημαντικό έργο. Αν αυτός δεν έκανε ό,τι κάνει, τότε η πόλη θα κατέρρεε. Ίσως η σελήνη έβγαινε από την τροχιά της και ερχόταν να συντριβεί πάνω στη γη.

Υπάρχουν αυτοί που μονολογούν, που μουρμουρίζουν, που κραυγάζουν, που καταριούνται, που στενάζουν, που διηγούνται στον εαυτό τους ιστορίες σαν να τις λένε σε κάποιον άλλον. Ο άντρας που είδα σήμερα να κάθεται σαν σωρός από σκουπίδια απέναντι στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ, με τα πλήθη του κόσμου να τον προσπερνούν βιαστικά, να λέει με δυνατή, πανικόβλητη φωνή: “Το τρίτο σύνταγμα Πεζοναυτών... τρώω μέλισσες... οι μέλισσες βγαίνουν από το στόμα μου...” Ή η γυναίκα που φωνάζει σε έναν αόρατο σύντροφο: “Και τι έγινε που δεν το θέλω; Και τι έγινε που δεν το θέλω, γαμώτο;”

Υπάρχουν οι γυναίκες με τις τσάντες για ψώνια και οι άντρες με τα χαρτόκουτά τους, που σέρνουν τα υπάρχοντά τους απ'το ένα μέρος στ'άλλο, βρισκόμενοι διαρκώς σε κίνηση, λες κι έχει καμιά σημασία που βρίσκονται. Ένας άντρας είναι τυλιγμένος με την αμερικανική σημαία. Μια γυναίκα φορά μια μάσκα του Χάλογουιν. Υπάρχει ένας άντρας με φθαρμένο πανωφόρι και παπούτσια τυλιγμένα με κουρέλια, που κουβαλάει ένα λευκό πουκάμισο τέλεια σιδερωμένο και κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα, τυλιγμένο ακόμη με την πλαστική σακούλα του καθαριστηρίου. Ένας άντρας με κοστούμι επιχειρηματία και ξυπόλυτος φορά ένα κράνος ποδοσφαίρου στο κεφάλι του. Υπάρχει μια γυναίκα που τα ρούχα της είναι καλυμμένα από την κορυφή ως τα νύχια με κονκάρδες της εκστρατείας για την εκλογή Προέδρου. Ένας άντρας περπατά με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του, κλαίει υστερικά και λέει ξανά και ξανά: “Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε. Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε”.»


[«Γυάλινη Πόλη» από την Τριλογία της Νέας Υόρκης, πρώτη έκδοση 1985, το απόσπασμα σε μετάφραση Σ.Αργυροπούλου]

~
Viewing all 184 articles
Browse latest View live