Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Στο νέο Λαγούμι του Κούνελου

$
0
0





Να που ήρθε ξανά λοιπόν εκείνη η μέρα του χρόνου που κάνουμε όλοι τον απολογισμό μας· σκεφτόμαστε τι πήγε σωστά, τι πήγε λάθος, βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά μες στο κεφάλι μας, κάνουμε πλάνα για το Νέο Χρόνο, ο οποίος στέκεται στο κατώφλι της πόρτας και με μωρουδίστικη φωνή μας λέει «να τα πω, φίλος;». «Να τα πεις, να τα πεις», του λέμε με χαμόγελο.

Κι αρχίζει να τα λέει και μας αρέσει το τραγούδι του και είναι σύμφωνο με τα πλάνα που καταστρώσαμε μες στο κεφάλι μας και λέμε «συνέχισε, πάρ’ το έτσι» - και η φωνή του σταδιακά αλλάζει, από μωρουδίστικη γίνεται παιδική, από παιδική βραχνιάζει, σπάει, γίνεται φωνή αγχωμένου εφήβου, μετά ενός ταλαίπωρου ενήλικα – και σκεφτόμαστε «ρε συ, αυτός τραγουδάει εντελώς φάλτσα!».

Και τελικά φτάνει να στέκεται στην πόρτα ένας Γέρος με γενειάδα – και μας ζητάει τον λογαριασμό της χρονιάς που πέρασε και μας φαίνεται πολύς. «Δε βαριέσαι – του χρόνου θα ‘ναι καλύτερα!»

Ας πιούμε, λοιπόν, στο νέο χρόνο – με την ευχή το τραγούδι του να φαλτσάρει όσο το δυνατόν λιγότερο!

Εγώ πάντως, για να το γιορτάσω, αποφάσισα, ως μια μικρή συμβολική κίνηση, να ανοίξω για τους φίλους αναγνώστες τις πόρτες του Λαγουμιού μου. Γιατί υπάρχει το διαδικτυακό λαγούμι από τη μία – εκείνο που γνωρίζετε μέσα από τα κείμενα που ανεβάζω – και υπάρχει το κυριολεκτικό λαγούμι από την άλλη. Σε αυτό το δεύτερο θα πάμε σήμερα, να ρίξετε μια ματιά, να χαζέψετε τα βιβλία και τα κάδρα και το δέντρο. Πρόκειται για μια μικρή, μα βολική φωλιά που γέμισα με όλα όσα αγαπώ – ώστε να περνούν όσο ομορφότερα γίνεται οι μοναχικές ώρες της παραμονής μου σε αυτό.

Θα σας ξεναγήσω λοιπόν στον πυρήνα αυτής της φωλιάς, που δεν είναι άλλος από το καθιστικό και τις τρεις βιβλιοθήκες της, θα σας πω δυο λόγια για ορισμένα αγαπημένα μου βιβλία, θα προϊδεάσω για κάποια μελλοντικά αφιερώματα, θα σας αποκαλύψω μια ιδιαίτερη νυχτερινή επισκέπτρια και, τέλος, θα σας προσκαλέσω για κρασί.

Να τα π(ι)ούμε; Πιες τα, χρόνε που έρχεσαι! Πιες και μέθυσε. Και χάρισε λίγη υγιή τρέλα στην καθημερινότητά μας.







Στα άδυτα



Εδώ και λίγους μήνες μετακόμισα σε αυτό το λαγούμι, κάπου στο ιστορικό αθηναϊκό κέντρο. Πρόκειται κυριολεκτικά για λαγούμι – χαμηλό, το μισό σκαμμένο στο έδαφος, το άλλο μισό στην επιφάνεια. Στην αρχή η εμπειρία ήταν παράξενη, όπως κάθε τι καινούργιο – τα πάντα χρειάζονται κάποιο χρόνο προσαρμογής.

Το σπίτι είναι παλιό – πάρα πολύ παλιό. Στην οροφή βλέπεις δοκάρια που παραπέμπουν σε καράβι. Οι τοίχοι αποκαλύπτουν την παλαιότητά τους. Η ηχομόνωση είναι κακή. Η κουζίνα και το μπάνιο είναι μαζί (λίγα πράγματα συγκρίνονται με την εμπειρία να κάνεις ντους και ταυτόχρονα να απλώνεις το χέρι για να ανακατέψεις το φαί στην κατσαρόλα!). Μα διέπεται από μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, λόγω ακριβώς της θέσης και της παλαιότητάς του – την οποία επεδίωξα να διανθίσω. Είναι γραφικό. Είναι σχετικά ζεστό. Και έχει αυτά τα πανέμορφα εσωτερικά παράθυρα.







Στην πορεία, γεμίζοντας το χώρο με όλα όσα αγαπώ, δημιούργησα εκείνη την απαραίτητη ατμόσφαιρα που μου είναι αναγκαία ώστε να απολαύσω τη διαμονή μου σ’ ένα σπίτι: ατμοσφαιρικός φωτισμός, κάδρα και αφίσες με παραπομπές σε αγαπημένα πράγματα, το ενυδρείο με τα ψάρια – και φυσικά βιβλία – όσο περισσότερα μπορούσα να μεταφέρω μαζί μου στο νέο σπίτι.

Κατόρθωσα να χωρέσω τρεις βιβλιοθήκες. Αρκετά ακόμα βιβλία είναι σκόρπια πάνω στο γραφείο και στο κομοδίνο. Τα υπόλοιπα έμειναν στο πατρικό. Η ιδιοκτήτρια είχε απορήσει, βλέποντάς με να μετακομίζω και να μεταφέρω μαζί μου σωρούς και σωρούς από κούτες με βιβλία – όχι ρούχα, όχι παπλώματα, μα βιβλία. «Τι τα κάνεις όλα αυτά; Εμένα μου αρκεί να διαβάσω ένα βιβλίο, όχι να το έχω στο χώρο μου».

Και πολύ καλά κάνεις, της είπα. Μεταξύ μας, το βρίσκω απόλυτα υγιές – να μοιράζεσαι, όχι να κατέχεις. Μα πώς να εξηγήσω τη χαρά να περιβάλλεσαι από βιβλία, όπου και αν κοιτάξεις. Είμαι σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ. Εκείνος ήθελε τα λεφτά του για να κάνει βουτιές μέσα τους. Εγώ θέλω τα βιβλία για να με περιβάλλει η ατμόσφαιρά τους. Η λειτουργία τους είναι διπλή: όχι μόνο η εμπειρία της ανάγνωσης, μα και η αισθητική τους. Ένας χώρος γεμάτος βιβλία είναι ένας ζεστός χώρος – ακόμα και αν δεν έχεις θέρμανση το χειμώνα.








Μα τα βιβλία δεν ήταν αρκετά. Επιθυμούσα να γεμίσω τους τοίχους με εκείνα που αγαπώ – όσο περισσότερα χωρούσαν. Κακά τα ψέματα, φίλε αναγνώστη – βρίσκεσαι στην Κουνελοχώρα. Μια ματιά στον σχεδιασμό του Blogείναι αρκετή. Δες τις φιγούρες, δες το banner, δες πως μπλέκουν η μία με την άλλη. Πως θα μπορούσε το προσωπικό μου Λαγούμι να είναι διαφορετικό.

Έντυσα λοιπόν τους τοίχους με αγαπημένα εξώφυλλα αγαπημένων δίσκων, αφίσες από κινηματογραφικές ταινίες, παλιά γαλλικά poster, αγαπημένους μουσικούς της Jazz και παραπομπές σε λογοτεχνία και κόμικς.








Η γυναικεία παρουσία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει – είτε μιλάμε για το μνημειώδες body-paintingμε τα εξώφυλλα των PinkFloyd, είτε για το pin-upτης δεκαετίας του 50. Κάπως έτσι η θερμοκρασία του χώρου ανεβαίνει λίγο παραπάνω – και οι νύχτες του χειμώνα γίνονται περισσότερο υποφερτές.






Κάνοντας κλικ πάνω στις εικόνες μπορείς, αγαπητέ αναγνώστη, να δεις με περισσότερες λεπτομέρειες τις εικόνες, τα κάδρα και τις παραπομπές – και να διαπιστώσεις τυχών κοινές αγάπες. Μα τι λέω – για να βρίσκεσαι εδώ μέσα και να διαβάζεις αυτό το κείμενο, αυτή τη στιγμή, είναι δεδομένο πως υπάρχουν.




Κάποιες σειρές βιβλίων – και κάποιες ιδέες για μελλοντικά αφιερώματα




Η φάση με το Κουνέλι για μένα είναι σαν εκείνα τα κρασιά, που θέλουν το χρόνο τους για να τα απολαύσεις. Γράφω όποτε νιώθω και μόνο, δεν ακολουθώ κανόνες, προσπαθώ όσο γίνεται να μην εντάσσω τη δημιουργική αυτή ενασχόληση στους λοιπούς κανόνες που διέπουν τόσο την καθημερινότητά μας, όσο κι εκείνη άφθονων σελίδων του Διαδικτύου: ωράρια, πίεση, στερεότυπος λόγος, μαζικού περιεχομένου αναρτήσεις, εκείνη η καταραμένη αίσθηση πως χρειάζεται να γίνεσαι «αρεστός». Ποτέ δεν επεδίωξα να αναπροσαρμόσω το ύφος των γραπτών και το περιεχόμενο του Blogγια να προσελκύσω περισσότερο κόσμο – γιατί αν είχα τέτοιο στόχο, το κοινό εδώ και στη Σελίδα του Facebookθα ήταν άλλο. Μα δεν με ενδιαφέρει εκείνο το «άλλο» κοινό – ξέρω καλά σε ποιους επιθυμώ να απευθύνομαι.

Γράφω όποτε μπορώ λοιπόν – και όποτε αισθάνομαι. Ναι, είναι άφθονα τα αφιερώματα που ξεκινώ και έχουν ημερομηνία λήξης που εκτείνεται στο Άπειρο – μα τι σημασία έχει. Όπως δεν έχει σημασία το γεγονός πως επιθυμώ να καταπιαστώ με ένα κάρο πράγματα, για τα οποία δεν έχω βρει ακόμα το χρόνο. Νέε χρόνε που έρχεσαι, απάλλαξέ με σε παρακαλώ από το μόνιμο άγχος πως πρέπει να τα «προλάβω» όλα! Κι εσύ, φίλε αναγνώστη – αν δεν το έκανες ακόμα, ρίξε μια ματιά στην αμέσως προηγούμενη ανάρτησή μου, με τίτλο της «Οι Κλέφτες του Χρόνου». Θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ.

Ας έχει λοιπόν. Στις ακόλουθες φωτογραφίες συγκέντρωσα ορισμένες σειρές βιβλίων, για τις οποίες επιθυμώ κάποια στιγμή μελλοντικά να γράψω – και να μοιραστώ την αξία τους με τους θαμώνες της Κουνελοχώρας. Προς το παρόν, θα περιοριστώ σε κάποιες σύντομες αναφορές.

Ξεκινώντας από βιβλία κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου, ένας από τους στόχους μου είναι να ολοκληρώσω την περίφημη σειρά των «Εποχών» του EricHobsbawm– του σημαντικότερου ίσως ιστορικού του αιώνα που μας πέρασε. Ο λόγος του είναι γλαφυρός, οι αναλύσεις του διεισδυτικές και η οπτική του πέρα από τοίχους και δόγματα.






Δύο φιλόσοφοι στις θάλασσες των οποίων σεργιάνιζα από μικρός (όχι δίχως φουρτούνες) είναι ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Φρίντριχ Νίτσε. Αμφότεροι περιλαμβάνονται στην ατζέντα εκείνων για τους οποίους επιθυμώ να γράψω πολλά και διάφορα. Αμφότεροι περιλαμβάνονται σε περίοπτη θέση στο κεντρικό bannerτης Σελίδας. Δεν είναι τυχαίο.






Χοντρό βιβλίο δε σημαίνει απαραίτητα καλύτερο βιβλίο – κάποιες φορές το μικρό περιλαμβάνει μεγαλύτερη ισχύ, ενώ όλοι γνωρίζουμε (σε βαθμό υπερβολής, θα έλεγα πλέον, όσο αφορά τα κοινωνικά δίκτυα) τη δύναμη της μεμονωμένης φράσης και του συντομευμένου κειμένου. Όπως και να ‘χει πάντως – τα ακόλουθα είναι ορισμένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο μυθιστορήματα της συλλογής μου. Και στην περίπτωσή τους – ναι, πρόκειται για κορυφαία έργα. Διακρίνουμε τον Οδυσσέα του Τζόυς, την πεντάτομη έκδοση των Άθλιων, τις Χίλιες και Μια Νύχτες σε εφτά τόμους, τον Μόμπι-Ντικ, τον Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (ξέχασα να συμπεριλάβω τα Χάρι Πόττερ), το Όνομα του Ρόδου, την Αδηφαγία, τα Παιδιά του Μεσονυχτίου, τα Άπαντα του Λούις Κάρολ, το Κουρδιστό Πουλί, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, τον Δόκτωρ Φαούστους, την Ιστορία του Γκέντζι και τον Πόλεμο και Ειρήνη.

Κάποια τα έχω διαβάσει. Κάποια όχι.

Μένει το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο, θαρρώ, για να συμπληρωθεί η λίστα των Τιτάνων του Όγκου.






Να και ορισμένοι αγαπημένοι και κλασικοί τίτλοι Επιστημονικής Φαντασίας. Ένα ακόμα θέμα με το οποίο θα ήθελα πολύ να καταπιαστώ μελλοντικά. Διακρίνουμε την τριλογία Θεμέλιο του Ισαάκ Ασίμοφ, τον Αναρχικό των Δύο Κόσμων της Λε Γκεν, τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϊ, τα Χρονικά του Άρη και το Φάρεναϊτ 451 του Μπράντμπερι, τον Νευρομάντη του Γκίμπσον, μια συλλογή με κλασικές ιστορίες του Γουέλς, το Ηλεκτρικό Πρόβατο, το Ubikκαι τον Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο του Ντικ, το ChildhoodsEndτου Κλαρκ, το Παιχνίδι του Έντερ του OrsonScottCard, το Solarisτου Lem, το StrangerinaStrangeLandτου Heinlein, το Έρεβον του Μπάτλερ, τη σειρά του HitchhikersGuidetotheGalaxyτου DouglasAdams…… βαθιά ανάσα.







Να και ο Νίκος Καζαντζάκης. Έχω γράψει ήδη γι’ αυτόν αρκετά. Μα μένουν πολλά ακόμα.








Ας μετακινηθούμε και στο χώρο των κόμικς. Μακάρι μέσα στη χρονιά να μπορέσω να καταπιαστώ με τον αγαπημένο μου συγγραφέα όλων των δημιουργών της Ενάτης Τέχνης – τονAlanMoore.








Να και η σειρά που άλλαξε και αλλάζει τα φώτα της μαζικής αμερικανικής κουλτούρας εδώ και 60 σχεδόν χρόνια – και, ταυτόχρονα, αλλάζει τα μυαλά των αναγνωστών του. Ο λόγος φυσικά για το MAD.








Κλείνω με το "Ποντίκι από το οποίο άρχισαν όλα"και τα άπαντα του δημιουργού που καθιέρωσε τον σχεδιασμό του στα αμερικανικά στριπ της δεκαετίας του 30, του 40 και του 50 – τον FloydGottfredson.








Αυτές είναι κάποιες από τις σειρές για τις οποίες θα μιλήσουμε ξανά μελλοντικά. Και στις οποίες γυρνώ ξανά και ξανά, νιώθοντας πως ανταμώνω κάποιον παλιό φίλο.




Μια νυχτερινή επισκέπτης




Και επιστρέφουμε σε εκείνα που καθιστούν όμορφη τη μοναχική διαμονή σ’ ένα σπίτι. Βιβλία, μουσική, ταινίες, διακόσμηση του χώρου τέτοια που να ταιριάζει με τα γούστα σου… καλά όλα αυτά, μα παραμένεις εσύ και τα πράγματά σου.

Μέχρι μια μικροσκοπική χνουδωτή ύπαρξη να σου νιαουρίσει έξω από την πόρτα.

Η περιοχή ξεχειλίζει γάτες. Κάποιες τις έχω γνωρίσει – με ορισμένες έχουμε εξοικειωθεί. Αργά τα βράδια, στην ηρεμία, όταν ο δρόμος μας ανήκει, τους φωνάζω – και αν γυρίζουν εκεί κοντά με ακούν και έρχονται.






Μία ανάμεσά τους έχει μετατραπεί σε τακτικό θαμώνα του σπιτιού. Έρχεται κάποια βράδια, κάθεται μερικές ώρες, απολαμβάνει τη ζεστασιά και τα σκεπάσματα, γίνεται συνοδοιπόρος των οικιακών μου περιπλανήσεων – και μετά αποχωρεί, βγαίνει έξω, κάνει τα δικά της. 

Στην αρχή φοβόταν να περάσει στο Λαγούμι – πρόκειται για έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από εκείνο που είχε συνηθίσει. Μα λίγο λίγο έμαθε. Προσπαθώ να μην την περιορίσω – όποτε θέλει να βγει, της ανοίγω. Μα εκείνες οι λίγες ώρες, προς το παρόν αρκούν.








Με χαροποιεί η παρουσία της. Γιατί πάντα είναι καλύτερο να μοιράζεσαι όσα αγαπάς. Το νου σου, μικρή, να προσέχεις εκεί έξω.

Κάπου παραπέρα το βιβλίο “IAmACat” του Natsume Sōseki, με εκείνη τη γάτα που κουλουριάζει στο εξώφυλλο, μοιάζει να μιλάει με τον τίτλο του και μόνο.






Και λίγο παραπέρα στέκει το πορτραίτο της Φατσούλας. Η απώλεια αυτής της γατούλας, με την οποία είχα μάθει να ζω για μια δεκαετία, στάθηκε η πιο επώδυνη προσωπική εμπειρία της χρονιάς που φεύγει. Ήταν όμως και το καταλυτικό γεγονός που συνέβαλε ώστε να μετακομίσω στο νέο αυτό Λαγούμι. Έτσι πάει – κάποιες φορές η απώλεια γίνεται αφορμή να προχωρήσεις. Ο σπόρος φυτρώνει στο χώμα που δέχτηκε εκείνο που έχει φύγει. Ο θάνατος και η ζωή συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Επισκέπτες είμαστε όλοι, Ψιψίνα. Έτσι νιώθω κι εγώ σ’ αυτό το σπίτι, που νοικιάζω, που δεν μου ανήκει περισσότερο απ’ ότι ανήκει σε σένα, που περνάς εδώ τα βράδια. Μα και να μου ανήκε – πάλι επισκέπτης θα ήμουν. Ταξιδιώτης. Αυτό είμαστε όλοι. Ταξιδεύουμε στο μεγάλο εκείνο σκάφος της ζωής – κάποιες φορές αφοσιωνόμαστε τόσο στο εσωτερικό του, στις μικρές, καθημερινές ενασχολήσεις του, που ξεχνάμε να κοιτάξουμε έξω απ’ το παράθυρο – πέρα, στην αχανή απεραντοσύνη και στα απειράριθμα αστέρια της.

Κάποιες φορές μου φάνηκε πως είδα των φως των άστρων να καθρεφτίζεται στα μάτια μιας γατούλας.







Χαρούμενη νέα χρονιά, το λοιπόν




Ήταν μια μικρή, ψηφιακή περιπλάνηση στο Λαγούμι μου και ένα μοίρασμα κάποιων αγαπημένων πραγμάτων, άψυχων και έμψυχων (αν και, αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχουν άψυχα πράγματα, όσο τα επενδύουμε με νόημα και σημασία). Προσπάθησα να είμαι καλός οικοδεσπότης. Μα είστε όλοι ευπρόσδεκτοι να περάσετε, να τα πούμε και ζωντανά και να σας κεράσω κάποιο εκλεκτό ρόφημα – διαδικτυακώς το τελευταίο δεν γίνεται (η μέρα που θα κάνουμε shareόχι μόνο αναρτήσεις και φωτογραφίες, μα και αληθινά κρασιά μέσω διαδικτύου, θα είναι μια ευτυχισμένη μέρα για την ανθρωπότητα).


Εύχομαι καλή χρονιά, με υγεία, υγεία, υγεία και αγάπη. Και όμορφες στιγμές. Και να μάθουμε να δίνουμε αξία σε εκείνα που πραγματικά αξίζουν και μόνο. Τα λέμε!





Ο Αναστρέψιμος Άνθρωπος... μια ιστορία του Alan Moore

$
0
0





Σκέψου ο χρόνος να κυλούσε αντίστροφα. Ο πρώτος μήνας του χρόνου δεν θα ήταν ο Γενάρης, μα ο Δεκέμβρης. Θα ετοιμαζόμασταν για δουλειά τις νύχτες και θα ξεκουραζόμασταν τα πρωινά. Πρώτα θα βγαίναμε στη σύνταξη, μετά θα εργαζόμασταν, μετά θα σπουδάζαμε και μετά θα πηγαίναμε σχολείο. Πρώτα θα αποχωριζόμασταν με τα αγαπημένα μας πρόσωπα και μετά θα ζούσαμε μαζί τους – μέχρι που θα ερχόταν η στιγμή να γνωριστούμε. Και μετά από αυτό; Θα ήμασταν μόνοι μας – ξανά, όπως μετά τον αποχωρισμό εξάλλου.

Και με το πέρασμα των χρόνων θα γινόμασταν όλο και μικρότεροι, όλο και πιο αδύναμοι, όλο και περισσότερο εξαρτημένοι από τους δικούς μας – μέχρι που θα καταλήγαμε βρέφη, η άβυσσος της πηγής που μας γέννησε να χάσκει μπροστά μας και να μας καλεί μέσα της – και μεις να φοβόμαστε και να ουρλιάζουμε και να σκεφτόμαστε «όχι, δεν θέλω να φύγω!»

Σχεδόν αισθάνεσαι πως ο χρόνος προς τα μπρος και ο χρόνος προς τα πίσω… είναι ο ίδιος χρόνος.

Κάποιες φορές οι ωραιότερες ιδέες είναι και οι πιο απλές. Σήμερα λοιπόν θα σας παρουσιάσω μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες κόμικς όλων των εποχών, το θέμα της οποίας είναι αυτό ακριβώς: ένας άνθρωπος που ζει αντίστροφα τον χρόνο. Ο λόγος για την ιστορία “TheReversibleMan” του AlanMoore– δημοσιευμένη πρώτη φορά στο περιοδικό “2000 A.D.”, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, σε εικονογράφηση MikeWhite.

Οι φίλοι των κόμικς δεν χρειάζονται ασφαλώς συστάσεις για τον AlanMoore– απλά, ο σημαντικότερος συγγραφέας των τελευταίων 30-40 χρόνων – και ένας από τους αγαπημένους μου, ανεξαρτήτως μέσου. Κάποια στιγμή μελλοντικά επιθυμώ να αναφερθώ εκτενώς στο έργο του (και σε ορόσημα των graphicnovelsόμως το “Watchmen”, το “VForVendetta”, το “FromHell”, το “Batman, theKillingJoke”, το “Promethea”, το “SwampThing” και πολλά ακόμα). Προς το παρόν θα σας παρουσιάσω την ιδιαίτερη αυτή ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Μουρ συγκαταλέγει ανάμεσα στις αγαπημένες του.

«Η βασική ιδέα είναι πάρα πολύ απλή – παίρνεις απλά την φυσιολογική ζωή κάποιου και την παίζεις αντίστροφα»,είχε πει σε μια συνέντευξη ο Μουρ. «Μα ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτής της ιστορίας είναι φοβερός! Ήταν από εκείνες τις ιστορίες για τις οποίες έμαθα πως όλες οι γραμματείς που δούλευαν στην IPC– και διάβαζαν το “2000 A.D.” στη διάρκεια του διαλείμματος – τη μέρα που κυκλοφόρησε, έκλαιγαν κανονικά! Φαίνεται είχε κάτι που τις άγγιξε πολύ. Τα συνηθισμένα γεγονότα μιας ανθρώπινης ζωής, που τόσο οικεία μας είναι και δεν πολυσκεφτόμαστε τη συναισθηματική τους αξία, μοιάζουν τόσο διαφορετικά όταν τα βλέπεις να κυλούν αντίστροφα.»

Καθώς η ιστορία δεν κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά, όσο γνωρίζω, έκανα ο ίδιος τη μετάφραση – και σας την παρουσιάζω. Και όχι, αγαπητέ αναγνώστη, δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο θέμα που παρουσιάζω στο Λαγούμι μου για το νέο έτος σχετίζεται με το χρόνο – όπως με το χρόνο σχετιζόταν και η τελευταία παρουσίαση βιβλίου της χρονιάς που μας πέρασε.

Για να διαβάσετε την ιστορία, χρειάζεται να κάνετε δεξί κλικ πάνω στην κάθε σελίδα και να την ανοίξετε σε ξεχωριστό παράθυρο. Από κει μπορείτε να προσαρμόσετε το μέγεθος της σελίδας στην οθόνη σας με τα πλήκτρα ctrlκαι + (για να τη μεγεθύνετε) και ctrlκαι – (για να τη μικρύνετε). Εναλλακτικά, τη διαβάζετε με κάποιο πρόγραμμα προβολής εικόνων στον υπολογιστή σας.









© Για τη μετάφραση και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης του 18

Το επαναστατικό πρόταγμα του Κορνήλιου Καστοριάδη

$
0
0





«Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ'ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών […] 

Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.»



Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα ένα συνέδριο με αφορμή την επανέκδοση ενός βιβλίου για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Έχοντας ρουφήξει κυριολεκτικά τη βιβλιογραφία του ήδη από τα 21 μου χρόνια, ήμουν περίεργος να παρακολουθήσω τη συζήτηση – και να περιηγηθώ για άλλη μια φορά μεταξύ των Συμπληγάδων της σκέψης ενός από τους σημαντικότερους στοχαστές του αιώνα που μας πέρασε.

Μα η πραγματικότητα του «συνεδρίου» με διέψευσε οικτρά: οι παρουσιαστές έδωσαν σχεδόν μονομερή  έμφαση στην πολεμική του Καστοριάδη απέναντι στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και στα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής του. Μιλούσαν με αυταρέσκεια για την αντισυμβατική στάση του Καστοριάδη απέναντι στην «δικτατορία του κομμουνισμού», δίνοντας την αίσθηση πως αυτή η πολεμική υπήρξε το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας του.

Ασφαλώς γινόταν εδώ κι εκεί μια αναφορά στο πρόταγμα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας – τον πυρήνα της σκέψης του Καστοριάδη, ενώ αναφέρθηκε και η κριτική που άσκησε στις δυτικές κοινωνίες, την «τηλεοπτική χαύνωση» και τον καταναλωτισμό. Μα όλα αυτά έμοιαζαν με υποσημείωση στο κεντρικό θέμα, που δεν ήταν άλλο από την πολεμική των πρώην «κομμουνιστικών» καθεστώτων, ενώ παράλληλα επαινούσαν τον Καστοριάδη για τον «φιλελευθερισμό» του.

Είχα απομείνει άναυδος. Αυτό παρουσιάζουν ως κεντρική φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη; Πού είναι το ανελέητο μαστίγωμα που, επί δεκαετίες, ασκούσε όχι μόνο στα ανατολικά, μα και στα δυτικά καθεστώτα; Που είναι οι αναλύσεις του για την αυτοδιαχείριση, για τη συλλογική διεύθυνση της παραγωγής, για την κοινή θέσμιση των νόμων, για την ετερονομία, για την ψυχανάλυση και το ασυνείδητο; Που είναι οι μελέτες του για την άμεση δημοκρατία; Γιατί αναφέρθηκε τόσες φορές στο συνέδριο η λέξη «κομμουνισμός» μα ούτε μία η λέξη «καπιταλισμός»; Γιατί δεν αναφέρθηκε μια φορά ο πυρήνας της φιλοσοφίας του – οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες;

Κάποιες φορές η παρουσίαση της μερικής αλήθειας είναι χειρότερη από την αποσιώπηση όλης της αλήθειας. Είναι αλήθεια πως ο Καστοριάδης στράφηκε ενάντια στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» («γραφειοκρατικό καπιταλισμό», τα αποκαλούσε). Είναι αλήθεια πως κάποια στιγμή ο ίδιος ο μαρξισμός, σαν εργαλείο μελέτης της κοινωνικής δυναμικής, δεν ήταν αρκετός γι’ αυτόν. Μα η κριτική του έγινε στο όνομα ενός πράγματος, που στο συνέδριο φαίνεται θεώρησαν περιττό να αναφέρουν: στο όνομα της επανάστασης, στο όνομα της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, στη μεταμόρφωσή της από μια οικονομική και πολιτική ιεραρχία διευθυντών και διευθυνομένων, σε μια κοινωνία ισόνομων και αυτόνομων ανθρώπων.

Αυτή την πλευρά του Καστοριάδη επιθυμώ να υπενθυμίσω σήμερα – την επαναστατική. Γιατί ήταν η φωτιά που έκαιγε μέσα του.

Το ακόλουθο απόσπασμα, που τιτλοφορείται «Οι Υποκειμενικές Ρίζες του Επαναστατικού Προτάγματος», προέρχεται από τα χρόνια της δεκαετίας του 60 και το περίφημο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» [“Socialisme ou Barbarie”] - το περιοδικό που μεταξύ άλλων επηρέασε σημαντικά τη γέννηση του γαλλικού Μάη του 68. Σήμερα το βρίσκουμε στο βιβλίο του Καστοριάδη «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας». Σε απλό, άμεσο λόγο, ο Καστοριάδης εξηγεί για ποιο λόγο επιθυμεί την κοινωνική ανατροπή και τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας.

Είναι ο Καστοριάδης που γνώρισα και αποφάσισα, μικρός, να μελετήσω. Ένας στοχαστής πέρα από καλούπια – μα που έμεινε πιστός στην ιδέα της κοινωνικής ανατροπής μέχρι το τέλος, σε ανατολή ΚΑΙ δύση, κύριοι στο συνέδριο. Όσο αφορά τη λέξη «επανάσταση»; (αχ, αυτές οι λέξεις, τόσο μας εγκλωβίζουν κάποιες φορές). Θα αναφέρω απλά πως υπάρχουν οι «μεγάλες» επαναστάσεις (ξέρετε, πορείες, σημαίες, κατάληψη ανακτόρων, κλπ). Και υπάρχουν και οι μικρές επαναστάσεις – οι δεύτερες αφορούν την καθημερινότητά μας. Στο μεγάλο κοινωνικό ψηφιδωτό, θαρρώ, οι δεύτερες ενίοτε είναι εξίσου σημαντικές με τις πρώτες.


Ο λόγος στον Κορνήλιο Καστοριάδη.






Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος



«Ακούμε καμιά φορά να λένε: Αυτή η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας παρουσιάζεται μεν σαν ένα πρόταγμα, δεν είναι όμως στην πραγματικότητα παρά προβολή πόθων ανομολόγητων, αμφίεση κινήτρων που παραμένουν κρυμμένα γι'αυτούς που εμφορούνται από αυτά. Δεν χρησιμεύει παρά σαν όχημα που μεταφέρει τη θέληση εξουσίας των μεν, την άρνηση της αρχής της πραγματικότητας των δε, το φάντασμά τους ενός κόσμου χωρίς συγκρούσεις, όπου όλοι θα είναι συμφιλιωμένοι με όλους και καθένας με τον εαυτό του, μια παιδική ονειροπόληση που θα θελε να καταργήσει την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια φυγή που επιτρέπει να ζει κανείς ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, μια φανταστική αντιστάθμιση.

Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πώς ό,τι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε «ψυχαναλυτές» μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χοντρικά όλους τούς επαναστάτες, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την «υγεία» τους των Σουπερμάρκετ. Και δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό του κομφορμισμού τους. Γενικότερα, αυτός που πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον έναν ή τον άλλο ασυνείδητο πόθο, πρέπει ταυτόχρονα ν'αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιό βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση.

Για μας πάντως, αυτή η αναστροφή πολύ λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και, ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε, αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στη δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας: αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η σημασία και η αντικειμενική άξια των ιδεών και των πράξεων. Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπωντλαίρ υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα απ'την «υγεία» του τάδε μαγαζάτορα της εποχής. Διότι η επανάσταση, έτσι που τη συλλαμβάνουμε, αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημά της, εάν στηριζόταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενό της• το μόνο που θα μπορούσε σ'αυτή την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση για μια ακόμη φορά της προηγούμενης Ιστορίας, αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.

Η γέννηση καινούργιων κινήτρων και καινούργιων συμπεριφορών, που είναι απαραίτητες για να οδηγηθεί το επαναστατικό πρόταγμα στο τέρμα του, πρέπει να εξεταστούν στην κλίμακα των μαζών, γιατί μόνο αυτές μπορούν να πραγματοποιήσουν μια καινούργια κοινωνία. Όμως αυτή η έρευνα μπορεί να γίνει πιο εύκολη, αν προσπαθήσουμε πρώτα να δούμε τί μπορεί να είναι η επιθυμία και τα κίνητρα ενός επαναστάτη.

Ό,τι μπορούμε να πούμε πάνω σ'αυτό είναι, εξ’ ορισμού, κατ'εξοχήν υποκειμενικό. Είναι, επίσης εξ’ ορισμού, εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θα θελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ'ένα άλλο ανθρώπινο όν (έστω και μέσα στις αυταπάτες και στις πλάνες του) και μ'αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, δεν θα ήταν ανώφελο να ειπωθεί.

Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ'αυτήν και να τα βγάζω πέρα - εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ'αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία. Δεν ζητώ η κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία» • ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ'ένα πλήθος από απαράδεκτα τάγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας.

Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το όποιο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον όποιο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν'αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για μένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ'αυτή την κατεύθυνση, αν μ'άφηναν ν'αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τί έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πως να το κάνω.

Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τί γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν'αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους όποιους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ'ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.








Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκώλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανορραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ'αυτό τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει ένα νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα κι απ'την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.

Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ'ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών. Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν'αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία.

Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.

Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα • κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι'αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμιστώ, και που επωμίζομαι. Αλλά αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που κάνω τον κυρίου ενδιαφέροντος της ζωής μου, μέσα στη δουλειά που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντα που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με τη συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε – είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη – δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ'αυτό. Δεν θα καθίσω μ’ αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.






Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιό είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαζόμαστε — η μήπως ότι πρέπει αναγκαία η εργασία να μην έχει νόημα, να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, ν'αντιφάσκει με τους στόχους για τους όποιους υποτίθεται ότι γίνεται; Αυτή η αρχή ισχύει μ’ αυτή τη μορφή για ένα εισοδηματία; Ίσχυε μήπως, μ'αυτή τη μορφή, για τους ιθαγενείς των νησιών Τρομπριάντ ή Σαμόα; Ισχύει, ακόμα και σήμερα; για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού; Ως ποιό σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει τη φύση και πού αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιό σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και από ποιό σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία, τις γαλέρες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Πού μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να μου πει: σ'αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας, μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιωνίου είναι του κοινωνικού;

Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας, γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (καθόσον άλλωστε είναι πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης και μιας ψεύτικης μεταφυσικής, που εισάγει στη συγκεκριμένη ζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε δυνατότητες για τις όποιες δεν ξέρει τίποτα.

Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική; Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μας είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μας είναι δοσμένος. Στην παιδική κατάσταση η ζωή μας δίνεται για τίποτα – και ο Νόμος μας δίνεται χωρίς δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου και να δίνω ζωή, ει δυνατόν, εν πάση περιπτώσει να δίνω για τη ζωή μου. Ο Νόμος να μη μου δίνεται απλώς αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που διαρκώς βρίσκεται σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολιτικός: γιατί αποδέχεται τον Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Εκείνος που ζει μέσα στην κοινωνία χωρίς καμία θέληση που ν'άφορα τον Νόμο, χωρίς πολιτική θέληση, απλώς αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα. Η παιδική κατάσταση είναι, πρώτα, να δέχεσαι χωρίς να δίνεις και, μετά, να κάνεις ή να υπάρχεις για να δέχεσαι.

Αυτό που θέλω είναι, αρχινώντας, μια δίκαιη ανταλλαγή, και στη συνέχεια το ξεπέρασμα της ανταλλαγής. Η παιδική κατάσταση είναι η δυική σχέση, το φάντασμα της συγχώνευσης – και μ'αυτή την έννοια, η σημερινή κοινωνία παιδικοποιεί διαρκώς τους πάντες με τη συγχώνευση που πραγματοποιεί στο φαντασιακό με απραγματικές οντότητες: τους αρχηγούς, τα έθνη, τους κοσμοναύτες ή τις βεντέτες. Αυτό που θέλω είναι η κοινωνία να πάψει πια να είναι μια οικογένεια, ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για ν'αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας, ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτόνομων ενηλίκων.

Να ‘ναι τάχα η επιθυμία μου επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι η κατάργηση της εξουσίας με τη σημερινή της έννοια, είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα, κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο. Αυτός που οι άλλοι του είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα, και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για μένα ούτε για τους άλλους. Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα, δεν θα ‘ξερα τί να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους, και οι άλλοι να μ'αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα - της εξουσίας• ούτε να υπάρχω γι'αυτούς μέσα στο φαντασιακό. Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στον βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά, αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»; Μού φαίνεται περισσότερο κι από απίθανο: αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν παρά μια χαμένη μάχη, και όχι το τέλος του πολέμου • και θα ‘πρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;

Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ'αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία - αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά» - είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκράν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ'αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονοβόμβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν». Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας, το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν'αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματατης ζωής του και ο,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει αλλά κυρίως να καλύπτει.

Όταν, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση, ένας μαθητής του Βούδα ήλθε να τον πληροφορήσει πως θαυμαστά πράγματα, όργανα, φάρμακα, μέθοδοι σκέψης, θεσμοί, είχαν μεταμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο Δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια, αυτόν τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις. Εξαφάνισαν μήπως τη θλίψη, την αρρώστια, τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι, απάντησε ο μαθητής. Έ λοιπόν, τότε θα μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα στ'αυγά τους, σκέφτηκε ο Δάσκαλος. Και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει.»



Το απόσπασμα προέρχεται από το «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία» του Κορνήλιου Καστοριάδη, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» [“L'institution imaginaire de la société”], εκδόσεις Ράππα.



Στο Δρόμο του Μεταξιού, μέρος 2 - Το χρώμα της ερήμου

$
0
0





Ένα δροσερό αυγουστιάτικο πρωινό. Μπροστά μου απλώνεται η απέραντη έκταση των πελώριων αμμόλοφων Μινγκσά, καταμεσής της ερήμου Γκόμπι. Βουνά από μεταξένια, ερυθροκίτρινη άμμο, το τέλειο σκηνικό για να γίνεις ξανά παιδί, να βγάλεις το κουβαδάκι σου και να χτίσεις κάστρα με τη φαντασία σου – ξέρεις, εκείνη που ο πολιτισμός μας έχει καταχωνιάσει στο θάλαμο με τις αποσκευές του υπερσύγχρονου, παραφορτωμένου τρένου του (σίγουρα όχι στην πρώτη θέση πάντως). 

Κι εγώ ιππεύω καθισμένος αναπαυτικά στη διπλή καμπούρα μιας συμπαθέστατης λευκής καμήλας. Μπροστά μου ένας αντιπαθέστατος Κινέζος οδηγός την οδηγεί μ’ ένα σκοινί και με κοιτάζει καχύποπτα, λέγοντάς μου κάτι στη γλώσσα του. Δεν χρειάζομαι λεξικό για να καταλάβω τι λέει: “nophotos, nophotos!”.

Ok”, του γνέφω χαμογελώντας, και χαμηλώνω την κάμερα. Κοιτάζω γύρω μου. Δεκάδες άτομα ιππεύουν σαν εμένα πάνω στις καμήλες τους, απολαμβάνοντας τη διαδρομή, χαζεύοντας την έρημο. Κοντά τους μια χούφτα Κινέζοι έμποροι σε προσκαλούν να ποζάρεις για μια φωτογραφία πάνω στην καμήλα. Σκοπός τους ασφαλώς είναι να στην πουλήσουν στο τέλος της διαδρομής. Να γιατί δε θέλει ο οδηγός να βγάζω φωτογραφίες – επιθυμούν να αγοράσουμε τις δικές τους.

Βγάζω την κάμερα, τραβώ στα γρήγορα μερικές ακόμα φωτογραφίες – αμφιβάλλω αν θα προσβληθεί η έρημος ή η καμήλα. Γύρω μου αρκετοί Κινέζοι σκαρφαλωμένοι στις καμήλες τραβούν selfiesμε τα κινητά τους. Απέναντί μου ιππεύει μια Κινέζα μαμά παρέα με το παιδάκι της· μου χαμογελούν και με χαιρετούν – τους ανταποδίδω. Ο οδηγός στρέφει το αγριεμένο βλέμμα του προς το μέρος μου. Κουνάει φρενιασμένος τα χέρια του, απειλώντας πως θα μου πάρει τη μηχανή. “Ok, ok, nophotos”, του λέω και τη βάζω μέσα. Κατανοώ απόλυτα την εντολή απαγόρευσης φωτογραφιών σε συγκεκριμένους χώρους τέχνης, όπου το φλας μπορεί να κάνει ζημιά στα έργα. Μα εδώ ήταν μια ανοιχτή έρημος· σκοπός τους ήταν απλά να αγοράσεις τις δικές τους φωτογραφίες.






“Μαλάκα έμπορε, που θες να μου χαλάσεις τη μοναδική αυτή εμπειρία για το γαμημένο κέρδος σου. Από πότε η φύση έγινε ιδιοκτησία σου;” – σκέφτομαι και τραβάω στα κρυφά δυο τρεις φωτογραφίες ακόμα.

Προσπαθώ να απολαύσω τη διαδρομή. Η εμπειρία να ιππεύεις την καμήλα είναι παράδοξα αναπαυτική. Κοιτάζω την ουρά του καραβανιού που απλώνεται αριστερά και πίσω μου – κάπως έτσι ήταν λοιπόν τον παλιό καιρό, σκέπτομαι. Τότε που οι ταξιδιώτες έρχονταν από τα πέρατα της δύσης, περιπλανώμενοι βδομάδες ολόκληρες στα βάθη της ερήμου, το ρουμπινένιο άστρο της Ανατολής να αστραποβολεί στα όνειρά τους. Τότε που ο πολιτισμός σήμαινε καταφύγιο, σανίδα σωτηρίας μπρος στον ωκεανό των αφιλόξενων αμμόλοφων, ανάσα δροσιάς μπροστά στην ανελέητη κάψα της ερήμου.

Για μια στιγμή η ψευδαίσθηση πετυχαίνει. Ναι, είμαι κι εγώ μέρος ενός καραβανιού, όπως τον παλιό καιρό. Για μια στιγμή μόνο ξεχνώ τους σύγχρονους εμπόρους και το κέρδος τους, ξεχνώ τη γκρίνια των συνταξιδιωτών μου, ξεχνώ τις έγνοιές μου πίσω στην Ελλάδα, ξεχνώ τους ανθρώπους, ξεχνώ όσα με ενοχλούν. Για μια στιγμή νιώθω αληθινά ένας ταξιδιώτης που αφήνει τα ίχνη του στην έρημο…


Για όσους έχασαν το πρώτο μέρος της παρουσίασης, μπορείτε να το διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ:




Μέρα 3 – Πίσω στη Σιάν. Πέρα απ’ τον πολιτισμό.



Πίσω στη Σιάν, κάποιες μέρες πριν. Βρισκόμαστε στο νεολιθικό οικισμό του Μπανπό [Bànpō, 半坡], έναν από τους καλύτερα διατηρημένους νεολιθικούς οικισμούς του πλανήτη. Μπροστά στα μάτια μας, στο ημίφως του μουσείου, απλώνονται σκηνές από τη μητριαρχική κοινωνία που ευδοκιμούσε σε αυτή την περιοχή, πριν έξι χιλιάδες χρόνια. Κέρινα ομοιώματα αναπαριστούν γυναίκες που μαζεύουν καρπούς, άντρες στο κυνήγι, ανθρώπους σε άμεση επαφή με τη γη, πριν τα χρόνια της ατομικής ιδιοκτησίας και του πολιτισμού. 

Οι θεωρίες σχετικά με την Μητριαρχία της προ-ιστορικής εποχής ασκούσαν από παλιά μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου. Κοινωνίες στις οποίες ευδοκιμεί ο κύκλος, όχι η πυραμίδα. Κοινωνίες που έδιναν έμφαση στη συλλογικότητα, όχι στην ιεραρχία. Κοινωνίες όπου κυριαρχούσε η πανταχού παρουσία της Μάνας, που όμοια με τη Γη δίνει ζωή και τρέφει όλα τα παιδιά της. Κοινωνίες όπου η ιδέα να υπερβείς τη φύση ήταν συνώνυμη με ύβρη.






Εδώ ταιριάζει απόλυτα το ακόλουθο απόσπασμα του Χέρμαν Έσσε [HermannHesse], από το διήγημά του “Ο Μάγος της Βροχής” [μτφ: Γ. Κωνστα]:


«Αυτή η μικρή, πανάρχαια κοινωνία δε γνώριζε τίποτα από τις σημερινές ευκολίες, ομορφιές και πολιτισμένους τρόπους των καιρών μας, πράγματα που για εμάς τους σύγχρονους είναι αυτονόητα και απαραίτητα, δικαιώματα που ανήκουν και στους πιο φτωχούς ακόμα. Δεν κάτεχε τη Γνώση ούτε τις Τέχνες, δεν ήξερε άλλου είδους κατοικίες εκτός από αυτές εδώ τις στραβοφτιαγμένες λασποκαλύβες, δεν ήξερε επίσης από σιδερένια και ατσάλινα εργαλεία, ούτε είδη όπως το κριθάρι και το κρασί ήταν γνωστά. Τρόποι φωτισμού όπως τα κεριά και οι λάμπες θα ήταν εκθαμβωτικά θαύματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Όμως η ζωή του Κνεχτ και ο κόσμος της φαντασίας του δε σήμαινε πως ήταν φτωχότερες σε παραστάσεις. Το Σύμπαν τον κύκλωνε από παντού σαν ένα ατέλειωτο Μυστήριο, σαν ένα απέραντο βιβλίο με εικόνες. Ένα βιβλίο που ο Κνεχτ, κάθε καινούργια ημέρα που περνούσε, κατακτούσε κι από ένα καινούργιο μικρό του κομματάκι. Από τη ζωή των ζώων και των φυτών ως τον έναστρο ουρανό και ανάμεσα στην άφωνη, σιωπηλή, μυστηριακή φύση και την άγουρη ψυχή του που σάλευε έντρομη στο παιδικό του στήθος, πηγαινοέρχονταν τα ρεύματα της Πρωταρχικής Ενότητας και κόχλαζε η Περιέργεια και η Λαχτάρα για κατάκτηση. Οτιδήποτε για το οποίο είναι ικανή η ψυχή του ανθρώπου.

Στον κόσμο του Κνεχτ δεν υπήρχε καμιά γνώση γραμμένη, καμιά Ιστορία, κανένα βιβλίο, κανένα Αλφάβητο. Οτιδήποτε βρισκόταν πάνω από 3-4 ώρες απόσταση από το χωριό του, ήταν για κείνον τελείως άγνωστο και απλησίαστο. Ο Συνοικισμός, η κοινή καταγωγή της φυλής, του έδιναν ό,τι μπορεί να δώσει στον άνθρωπο η ύπαρξη του Λαού: Μία Γης γεμάτη χιλιάδες ρίζες που ανάμεσα στο σφιχτοδεμένο πλέξιμό τους εκείνος ήταν μια μικρή ίνα, τόσο απαραίτητη όμως στη λειτουργία του Όλου!»





Κάπως έτσι, μυθιστορηματικές σχεδόν, φαντάζουν στη σκέψη μας οι μητριαρχικές κοινωνίες της προϊστορικής και νεολιθικής εποχής, είτε μιλάμε για την αρχαία Μεσοποταμία, είτε για την Κρήτη και την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, είτε για την Κίνα. Δυστυχώς ακόμα και το ομορφότερο μυθιστόρημα μπορεί να το σπιλώσει η κρατική προπαγάνδα. Δεν θα ξεχάσω πως κάποια στιγμή, ενώ παρατηρούσα τα εκθέματα του μουσείου, ρώτησα τον Κινέζο ξεναγό να μου πει τι είδους θρησκεία είχε η κοινότητα του Μπανπό. Στη σκέψη μου παρήλαυναν εικόνες με μητρικές θεότητες, όμοιες με τις τροφαντές προϊστορικές “Αφροδίτες” ή τη Θεά με τα Φίδια της Κνωσού. Μα ο ξεναγός ήταν απόλυτος: “noreligion!”, μου απαντά.

Σύμφωνοι, μα δεν υπήρχε κάποια μορφή σεβασμού απέναντι στη Φύση ενδεχομένως, που ενσάρκωνε η παρουσία της Μητέρας, και την οποία περιέβαλλαν με κάποια μορφή θρησκευτικού δέους; “Noreligion!”.

Δεν επέμεινα. Υποθέτω στη συνείδηση του μέσου Κινέζου «κομμουνιστή» κρατικού υπαλλήλου, Μητριαρχία, Ισότητα και απουσία θρησκείας είναι το ίδιο πράγμα. Από την άλλη πλευρά, στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου γενικά, «θρησκεία» σημαίνει εκκλησίες, παπάδες, ιεραποστολές, δόγμα και κατήχηση. Απ’ αυτή την άποψη μπορώ να καταλάβω την εμφαντική στάση του ξεναγού. Αν αυτό σημαίνει η λέξη “θρησκεία”, τότε ίσως πρέπει να αλλάξουμε λέξεις… “Noreligion!”








Ο απέραντος στρατός ενός μοναχικού βασιλιά



Είναι μοναχικά στην κορυφή – λένε. Αν ο Κύκλος παρέχει ασφάλεια και εκείνη την όμορφη αίσθηση της συνάφειας με την ομάδα και το σύνολο, η Πυραμίδα, με την αυστηρή ιεραρχία της, απομακρύνει τους ανθρώπους, τον έναν απ’ τον άλλο. Στις υψηλές θέσεις χωράνε μόνο λίγοι και εκεί ψηλά, στην κορυφή των κορυφών – μόνο ένας. Και δες πόσο δύσκολα ισορροπεί εκεί πάνω στη σουβλερή γωνία, κοίτα πως παραπαίει, έτοιμος να πέσει, νιώσε το άγχος του ενώ κοιτάζει κάτω, στο χάος, στην αχανή απεραντοσύνη! Και αν πέσει; Πάει τότε! Την κορυφή την πιάνεις μόνο μια φορά – μετά έρχεται μόνο ο κατήφορος, να μη πω, το γκρεμοτσάκισμα!

Θα ‘λεγε κανείς πως η κορυφή δεν είναι για τους ανθρώπους – μόνο για τους θεούς! Εκείνους που αψηφούν το κρύο, την παγωνιά, τα ατέλειωτα χιόνια! Εκτός αν μάθεις να χορεύεις, όπως έλεγε ο Νίτσε. Αν μάθεις να ισορροπείς, σαν τον ακροβάτη στο σκοινί. Αν απολαμβάνεις τον κρύο αέρα του βουνού, την παγωνιά της μοναξιάς. Μα πόσοι μπορούν να γίνουν υπεράνθρωποι;

Τέτοιος προσπάθησε να γίνει ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ [秦始皇, Qin Shi Huang], ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας, μοναδικός βασιλιάς της Δυναστείας των Τσιν, αποπερατωτής του Σινικού Τείχους, πυρπολητής βιβλίων, στυγερός δικτάτορας και εμπνευστής του περίφημου Πήλινου Στρατού [,Terracotta Army] – ο οποίος θάφτηκε μαζί με τον αυτοκράτορα το 210 π.χ.. Ένας απέραντος στρατός πολεμιστών, παρέα με τα άρματα και τ’ άλογά τους, σκοπός των οποίων ήταν να προστατεύουν τον βασιλιά στη μετά θάνατον ζωή – κι ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα του κόσμου.






Ένα από τα χαρακτηριστικά του απέραντου μαυσωλείου που συστεγάζει τον Πήλινο Στρατό είναι η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που σου αφήνει. Αισθάνεσαι δέος όχι μόνο για τις χιλιάδες των μορφών που δεσπόζουν, βγαλμένες απ’ το χρόνο, ζωντανές σχεδόν, η καθεμιά με τα χαρακτηριστικά της, μπροστά στα μάτια σου – μα και για τις χιλιάδες εκείνων που βρίσκονται ακόμα μες στη γη. Κομμάτια από στρατιώτες εξακολουθούν να αναδύονται απ’ τις ανασκαφές, εκατοντάδες άλλοι βρίσκονται στο στάδιο της επεξεργασίας. Λες και τα σπασμένα κομμάτια του Ονείρου του Αυτοκράτορα εκτίθενται, ένα προς ένα, μπροστά στα μάτια σου – ένα ατελές ψηφιδωτό με βλέψεις στην αιωνιότητα.

Και τι όνειρο ήταν αυτό; Ένα όνειρο κορυφής. Ένα όνειρο όπου ένας άνθρωπος προσπάθησε να ισορροπήσει στην πυραμίδα της εξουσίας. Να γίνει άρχοντας του ουρανού, όμοιος με τον παντοδύναμο Δράκοντα, κυρίαρχος των πάντων. Αλίμονο. Ο Τσιν Σι Χουάνγκ κέρδισε την αιωνιότητα, μα όχι την αγάπη των συγκαιρινών του. Μέσο κυριαρχίας του υπήρξε ο φόβος. Αυτός δεν είναι ο χορευτής του Νίτσε. Ο δεύτερος έχει ελαφρά ποδάρια, ανασαίνει μοναχικά στις κορυφές, ταξιδεύει με την πνοή του ανέμου. Δεν έχει τη σιδερένια φτέρνα του δικτάτορα, δεν έχει ανάγκη από υποτακτικούς, ούτε από στρατούς να τον συνοδεύουν στο ταξίδι.

Μα εμείς οι άνθρωποι εντυπωσιαζόμαστε από το μεγαλείο των χεριών μας - είναι κι αυτό μια ματιά στην αιωνιότητα. Και ατενίζουμε τον απέραντο πήλινο στρατό του αυτοκράτορα με θαυμασμό. Αξίζει, λοιπόν, να θυσιάσεις το παρόν, για μια θέση επιβάτη στο βαγόνι του μέλλοντος;…






Μέρα 4 – Στο δρόμο για το Λαντσόου




Να και το περίφημο τρένο-βολίδα. Εκείνο που οι Κινέζοι έφεραν απ’ τις αποσκευές τους, παρέα με άφθονα ακόμα τεχνολογικά επιτεύγματα, απ’ τη γειτονική Ιαπωνία. Κάποτε ήταν η Ιαπωνία εκείνη που δανειζόταν απ’ τους Κινέζους: τη γλώσσα, την τέχνη, τη θρησκεία, τις ιδέες, την τεχνολογία. Καιρός να ξεπληρώσει το χρέος.

Απ’ όλα τα μέσα συγκοινωνίας, το ταξίδι με το τρένο είναι το αγαπημένο μου. Διατηρεί όλα τα καλά του ταξιδιού, και αφήνει τα άσχημα στην άκρη. Εδώ δεν υπάρχει η ανασφάλεια του αεροπλάνου (φαντασιακή, ασφαλώς, μα τι να κάνουμε), ούτε η μονοτονία του πλοίου. Και σε αντίθεση με το λεωφορείο ή το αμάξι, εδώ μπορείς να χαλαρώσεις, να διαβάσεις το βιβλίο σου, να πάρεις ένα καλό γεύμα, ενώ απολαμβάνεις παράλληλα το τοπίο που εναλλάσσεται διαρκώς μπροστά στα μάτια σου, έξω απ’ τα μεγάλα παράθυρα. Να μην αναφέρω φυσικά κι εκείνη την πανταχού παρούσα μυθιστορηματική διάθεση που αποπνέει ένα τρένο, φέρνοντας στη σκέψη σου τον Ηρακλή Πουαρώ και τους ήρωες του Χίτσκοκ. Δώστε μου τρένα να γυρίσω όλο τον κόσμο! (δεν θα είχα αντίρρηση και για ορισμένα δωρεάν εισιτήρια φυσικά).

Έξω απ’ τα παράθυρα το πράσινο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων εναρμονιζόταν με το καφεκίτρινο των ξερών λόφων και το γαλάζιο τ’ ουρανού. Εντός του τρένου όμως ξεχώριζε το βαθύ κόκκινο της υπαλλήλου.

Περιττό να πω πως με απασχόλησε περισσότερη ώρα το εσωτερικό παρά το εξωτερικό τοπίο.





Ήταν καλή ευκαιρία να συνδυάσω τη θέαση του τοπίου με την ανάγνωση ενός κλασικού κινεζικού μυθιστορήματος που έφερνα – όχι τυχαία φυσικά – στις αποσκευές μου. Ο λόγος για την “Ιστορία της Πέτρας” του Τζάο Σούε Τσιν, γνωστό και ως “Το Όνειρο της Κόκκινης Κάμαρας” [“Dream of the Red Chamber” / “The Story of the Stone”, 紅樓夢, by Cáo Xuěqín, 曹雪芹]. Γραμμένο στη διάρκεια του 18ουαιώνα κι ένα από τα αριστουργήματα της κινεζικής λογοτεχνίας – δεν υπάρχει μαθητής στην Κίνα που να το αγνοεί, με τον ίδιο τρόπο που δεν αγνοούμε οι ίδιοι συγγραφείς όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης (τουλάχιστον κατ’ όνομα, ας αφήσουμε την ουσία και τη διδασκαλία της για κάποια άλλη φορά…)

Διαβάζοντας το βιβλίο εντόπισα κι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που ταίριαζε απόλυτα με τη θέαση του τοπίου – και το οποίο φυλάω για τη συνέχεια της παρουσίασης, όταν το βαθύ κόκκινο της υπαλλήλου του τρένου παραχώρησε τη θέση του σ’ ένα ακόμα βαθύτερο, ακόμα πιο εκθαμβωτικό κόκκινο – τέτοιο που έμοιαζε με ριγμένο ρουμπίνι καταμεσής της ερήμου.








HΠολιτεία του Κίτρινου Ποταμού




Κάποια στιγμή φτάσαμε στον επόμενο σταθμό μας – μια ιστορικά πόλη του Δρόμου του Μεταξιού, στην οποία ανεφοδιάζονταν οι έμποροι μετά το ταξίδι τους στην έρημο: το Λαντσόου [Lanzhou, ]. Η φωτογραφία που βλέπετε είναι από το εσωτερικό του σιδηροδρομικού σταθμού. 








Πελώριες εσωτερικές εκτάσεις, αχανείς διάδρομοι, πολυδαίδαλοι σχηματισμοί, χαρακτηριστικό της απέραντης έκτασης αυτής της χώρας (συνολικά η έκταση της Κίνας είναι τριπλάσια σχεδόν της Ευρώπης), που ως και οι σταθμοί του τρένου της εκτείνονται στο άπειρο. Θα μπορούσες να διασχίζεις πεζός αυτή τη χώρα, να ξεκινήσεις νέος και να γεράσεις περπατώντας – δίχως να έχεις φτάσει ακόμα στα μισά.

Η εξωτερική εικόνα της πόλης δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτική. Το Λαντσόου απέπνεε μια ξεραΐλα, το πράσινο ήταν αισθητά λιγότερο συγκριτικά με τη Σιάν – μα το κλίμα ομολογουμένως ήταν περισσότερο υποφερτό. Πανύψηλες και κακόγουστες πολυκατοικίες, σπαρμένες εδώ κι εκεί σαν ζιζάνια στη μέση ενός αγρού, αποκάλυπταν το πανταχού παρόν στεγαστικό πρόβλημα της Κίνας: ο ατελείωτός της πληθυσμός, ο μεγαλύτερος της γης, και η προσπάθεια να χωρέσουν όλοι αυτοί στις πόλεις – με αποτέλεσμα να χτίζονται ολοένα και ψηλότερα κτίρια, εκατοντάδες ορόφων, ικανά να στεγάσουν χιλιάδες ενοίκων. 

Και όπως έλεγα και στο προηγούμενο μέρος της παρουσίασης, φαντάζει οξύμωρο το γεγονός πως εμείς που ζούμε σε πολυκατοικίες των 10 και των 20 διαμερισμάτων φτάνουμε ν’ αγνοούμε τον ίδιο μας τον γείτονα και ζούμε τόσο απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον, κλεισμένοι στα μικροσκοπικά μας χαρτόκουτα.

Κύριοι, δεν ξέρετε τι θα πει χαρτόκουτο αν δεν δείτε τις κινεζικές αυτές πολυκατοικίες.

Πολλά κτίρια ήταν στριμωγμένα και απεριποίητα – παρά τις εμφανείς διαφορές τους, η αισθητική τους ανεπάρκεια μου θύμισε κάποιες γνωστές πυκνοκατοικημένες γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου, που τόσο όμορφες υπήρξαν πριν μερικές δεκαετίες – και τόσο πολύ τις αφήσαμε στη μοίρα τους έκτοτε. Αναρωτιέμαι μέχρι πότε.

Εκεί, στο Λαντσόου, προστέθηκε στο γκρουπ μας και η Τζάο [Zhao]. Ταξιδιωτική πράκτορας απ’ το Πεκίνο και συνεργάτης του Tropical– μα τώρα ερχόταν μαζί μας σαν τουρίστρια, θέλοντας να επισκεφτεί τη χώρα της και να κάνει η ίδια τη διαδρομή του Μεταξιού. 



Η Τζάο



Η παρουσία της Τζάο στην ομάδα προσέδωσε μια άλλη δυναμική στο γκρουπ: ένα γκρουπ αποτελούμενο από ένα ανομοιογενές, παράξενο και αταίριαστο μίγμα ανθρώπων, που έμοιαζε περισσότερο με σαλάτα που ανακατεύτηκε άσχημα, παρά με ομάδα – ξέρετε, από εκείνες τις σαλάτες στις οποίες πέφτει πάντα περισσότερο ξύδι απ’ ότι πρέπει, ή λιγότερο αλάτι. Μα στο τέλος βγαίνουν πάντα άνοστες και άγευστες.

Γκρουπ Ελλήνων ταξιδιωτών φυσικά, μιας ηλικίας και πάνω οι περισσότεροι (ήμουν με διαφορά ο νεαρότερος), η μιζέρια και η γκρίνια ορισμένων με έκανε πολλές φορές να σκεφτώ πως εμείς οι Έλληνες είμαστε εκείνα ακριβώς τα υλικά της κακοφτιαγμένης σαλάτας: καταδικασμένα απ’ τη μοίρα να βρίσκονται σε μια ατελείωτη διαμάχη, επιθυμώντας να επικρατήσει το ένα του άλλου, και να μη σμίγουν ποτέ σε αρμονία μεταξύ τους.

Ε, λοιπόν, η Τζάο προσέδωσε σε αυτό το αταίριαστο και γκρινιάρικο γκρουπ μια δροσερή, εξωτική γεύση: ήταν το λαχανικό που γλίτωσε το μπαστάρδεμα των υλικών και δε χάλασε η γεύση του. Χαμογελαστή, επικοινωνιακή και συνεργάσιμη, παρέα με τον πατέρα μου και μια καλή γυναίκα που πιάσαμε φιλίες στη διάρκεια του ταξιδιού, στάθηκαν οι μοναδικοί άνθρωποι με τους οποίους μπόρεσα να επικοινωνήσω. Πέραν εκείνων – είχα το προσωπικό μου τετράδιο με τις σημειώσεις, που καθημερινά κρατούσα, γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή οι σημειώσεις αυτές θα αξιοποιηθούν και θα γίνουν αφιέρωμα εδώ, στο Λαγούμι. Όταν το έδειξα στην Τζάο την εντυπωσίασε ο «δυτικός» του χαρακτήρας και η αισθητική του. Υποθέτω το ίδιο θα σκεφτόμουν και ο ίδιος παρατηρώντας ένα τετράδιο με πυκνογραμμένη κινεζική γραφή.

Εξίσου μεγάλη εντύπωση έκανε στην Τζάο και το βιβλίο που κρατούσα: η “Ιστορία της Πέτρας”. «Δεν ήξερα ότι κυκλοφορεί μεταφρασμένο», είπε όταν το είδε και το επεξεργάστηκε φυλλομετρώντας τις σελίδες του. Υποθέτω της έκανε εντύπωση, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μας εντυπωσίαζε αν βλέπαμε κάποιον ντόπιο Κινέζο να διαβάζει Όμηρο μεταφρασμένο στα κινέζικα.

Με αφορμή το βιβλίο, πιάσαμε κάποια στιγμή κουβέντα για τα κινεζικά ιδεογράμματα – που τόσο μακρινά και αλλόκοτα φαντάζουν σε μας τους δυτικούς (ας πούμε, αγαπητέ αναγνώστη, για χάρη συντομίας και για να αποφύγουμε τις περιττές αναλύσεις, πως ανήκουμε κι εμείς σαν χώρα, στη Δύση – τουλάχιστον μένοντας στο θέμα της γλώσσας!). Σε αντίθεση με το δυτικό λεξιλόγιο, στο οποίο μία λέξη συνδέεται με μια συγκεκριμένη σημασία, στην κινεζική γραφή μία λέξη μπορεί να σημαίνει πολλές διαφορετικές ιδέες – εξ’ ού και η ονομασία “Ιδεογράμματα”. Είναι το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η λέξη εκείνο που της προσδίδει την τελική της σημασία, και όχι η λέξη από μόνη της. 

Οι δυτικοί έχουμε φτάσει να λησμονούμε τη σημασία του πλαισίου, μετατρέποντας τα πάντα σε μονάδες, τάχα απομονωμένες η μία απ’ την άλλη, αγνοώντας πως οι λέξεις εξελίσσονται κι αυτές με τη σειρά τους – το ίδιο και το νόημά τους, που μπορεί να μεταβάλλεται σαν τα νερά ενός ποταμού, ανάλογα με την οπτική γωνία θέασής του. Μα στους Κινέζους δεν υπάρχει ανάλογη σύγχυση – γνωρίζεις εξαρχής πως καμία λέξη δεν σημαίνει ένα μόνο πράγμα.








Εδώ ταιριάζει να επιστρέψω στον Νίκο Καζαντζάκη και στις δικές του περιγραφές, από τις εμπειρίες του τα χρόνια που είχε ταξιδέψει στην Κίνα. Ακολουθεί η περιγραφή, δια στόματος ενός Κινέζου, της κινεζικής γλώσσας:


«Εχουμε δύο γλώσσες· η μια γράφεται, η άλλη μιλιέται. Η γραφόμενη γλώσσα μας δεν είναι αλφαβητική, οι λέξες της δεν είναι συνδυασμοί όπως οι δικές σας γλώσσες. Έχουμε εμείς χιλιάδες ιδεογράμματα, και καθένα τους αντιπροσωπεύει μιαν ιδέα ή ένα πράγμα. Τα πρώτα μας ιδεογράμματα είναι χοντροκομμένα σχέδια που παρίσταναν τον ουρανό, τη γης, τον άνθρωπο, τα κατοικίδια ζώα, το σκύλο, τη γάτα, το βόδι. Άλλα, τα πουλιά, τα δέντρα, τα ψάρια, τα μέταλλα. Ήταν όλα όλα διακόσια δεκατέσσερα. Μα ολοένα τα ιδεογράμματα αυτά δεν μπορούσαν πια να χωρέσουν τον πνευματικό μας πλούτο. Έπρεπε να τελειοποιηθεί η γραφή μας, να βρεθεί νέος τρόπος γραφής, γιατί βέβαια ήταν αδύνατο να γράφουμε ζωγραφίζοντας το κάθε αντικείμενο. Πώς θα ξεχώριζες σε μιαν τέτοια αναγκαστικά χοντροειδή αναπαράσταση το σκύλο από το λύκο ή την αλεπού; Πώς θα ξεχώριζες μια μηλιά από μιαν αχλαδιά ή μιαν κερασιά; Κι έπειτα, πως θα μπορούσες να εκφράσεις αφηρημένες έννοιες ή συναισθήματα; Την οργή, τον έρωτα, την ελπίδα; Δύσκολο πρόβλημα, και ποτέ δεν ήρθε στο νου μας να το λύσουμε, όπως κάματε σεις, με το αλφαβητικό ή το συλλαβικό σύστημα.

Τί κάμαμε λοιπόν; Συνδυάσαμε τα πρώτα 214 ιδεογράμματα και σχηματίσαμε νέα σημάδια, αυθαίρετα βέβαια, μα πολύ βολικά κι εκφραστικά. Κάθε μας λέξη είναι ένας μικρός γρίφος, κι οι μορφωμένοι μονάχα μπορούν να τον λύσουν. Κι όσο και πιο μορφωμένος είσαι, τόσο μπορείς να λύσεις περισσότερους γρίφους. Διαιρέσαμε λοιπόν σε κατηγορίες τα ζώα και τα φυτά. Ο τύπος του σαρκοβόρου ζώου παριστάνεται με το γενικό ιδεόγραμμα του σκύλου· το βόδι είναι το γενικό Ιδεόγραμμα για τα μηρυκαστικά· το ποντίκι για τα τρωκτικά· ο χοίρος για τα παχύδερμα. Όταν θέλουμε λοιπόν να γράψουμε τη λέξη «τίγρης», γράφουμε πρώτα το γενικό ιδεόγραμμα του σαρκοβόρου, το σκύλο, και δίπλα του ένα σημαδάκι που συνδυαζόμενο παριστάνει τον τίγρη.

— Μα τις αφηρημένες έννοιες ; Πώς μπορέσατε ;

— Δύσκολο πολύ, αποκρίθηκε η πριγκίπισσα γελώντας, μα εδώ φάνηκε η σοφία κι εξυπνάδα της ράτσας μας. Για να εκφράσουμε την οργή, ζωγραφίζουμε μιαν καρδιά με το σημάδι της σκλαβιάς από πάνω της· δύο γυναίκες κάτω από μια στέγη, θα πει : φιλονικία· ένα χέρι με ισοζυγισμένη ζυγαριά, θα πει: ιστορικός* δύο όμοια μαργαριτάρια: φιλία.

Εννοείτε λοιπόν τώρα γιατί σε μας η καλλιγραφία θεωρείται εφάμιλλη με τη ζωγραφική. Για να ‘σαι καλός σοφός, πρέπει να ‘σαι καλός ζωγράφος. Όταν η ράτσα μας ήταν στην ακμή της, η γραφή ήταν πράξη ιερή. Έπρεπε να λούσεις το κορμί, να βάλεις καθαρά ρούχα και να πιάσεις το πινέλο. Να κρατάς ανασηκωμένο το μπράτσο παράλληλα με το χαρτί, να μην ακουμπάει ποτέ ο αγκώνας. Η κορφή του πινέλου ν’ αποτελεί τρίγωνο με τη μύτη και με την καρδιά σου. Δύσκολος άθλος. Πολλοί Κινέζοι σοφοί το χειμώνα, όταν δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν, πιάνουν και γράφουν· μετά δέκα λεφτά είναι μουσκίδι στον ίδρωτα. Όταν είσαι θυμωμένος ή λυπημένος, γράφεις, κι ο θυμός κι η θλίψη σου εξαφανίζουνται. Και να σκεφτείτε πως από 214 ιδεογράμματα που είχαμε στην αρχή, έχουμε τώρα χιλιάδες. Το περίφημό μας κλασικό λεξικό, που γράφτηκε τώρα και δύο αιώνες, περιέχει 44.449 ιδεογράμματα! Μα κανένας δεν τα ξέρει όλα. Μαθαίνουμε όσα μπορούμε· πέντ’ έξι χιλιάδες φτάνουν.»

[Νίκου Καζαντζάκη, “Ταξιδεύοντας, Ιαπωνία-Κίνα”]


Πρώτος μας σταθμός στο Λαντσόου ήταν το Μουσείο της Επαρχίας του Κανσού [, Gānsù] – της επαρχίας στην οποία ανήκε το Λαντσόου. Το σπουδαιότερο έκθεμα στο μουσείο δεν ήταν άλλο από το “Ιπτάμενο Άλογο του Γκανσού” [Gansu Flying Horse, 銅奔馬], ένα υπέροχο ορειχάλκινο αγαλματίδιο που χρονολογείται από τον 2οαιώνα μ.Χ., επί Δυναστείας των Χαν. Χαρακτηριστικό του η αέρινη, ολοζώντανη τρισδιάστατη στάση του, που δίνει την αίσθηση πως πετάει.









Άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα ήταν η ορειχάλκινη τίγρης που κατασπαράζει ένα ταλαίπωρο ζωντανό (χρονολογείται μεταξύ 770 και 476 π.Χ.), και η αναπαράσταση μιας παλαιολιθικής κοινωνίας κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, μέσα από πανέμορφα κέρινα ομοιώματα και πληθωρικές μακέτες.

Ήταν όμως ώρα ν’ αφήσουμε πίσω μας το ημίφως των μουσείων - ένα περιβάλλον κοινό σε όλες τις χώρες του κόσμου – και να αφεθούμε στην εξωτερική φυσική πραγματικότητα – μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική συγκριτικά με οτιδήποτε είχαν δει τα μάτια μου ως τότε.

Ο λόγος φυσικά για τον Κίτρινο Ποταμό.








Ένας θεός με δύο πρόσωπα



Η δύναμη είναι πέρα απ’ το καλό και το κακό. Μπορεί να σκορπίσει ευλογίες, μπορεί να σπείρει κατάρες. Το αληθινό πρόσωπο ενός θεού της Δύναμης είναι ένα πρόσωπο εξίσου υπέροχο και τρομαχτικό· σου εμπνέει σεβασμό, υπακοή, δέος, φόβο και λατρεία – μα όχι αγάπη. Η αγάπη είναι κάτι άλλο – κάτι πέραν της δύναμης. Μία από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις της μονοθεϊστικής θρησκείας (ή των εκπροσώπων και ερμηνευτών της) είναι πως αποπειράθηκε να συνενώσει την αγάπη με τη δύναμη, σ’ ένα και μοναδικό υπερουράνιο ον και να ταυτίσει μεταξύ τους τις συχνά αντικρουόμενες αυτές ιδιότητες. Μα η αγάπη συχνά ξεδιπλώνεται μέσα απ’ την αδυναμία, την κατανόηση και την αμοιβαιότητα – όχι από τη δύναμη, όχι από την ανισότητα. Η δύναμη… η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό. Αν αγαπάς κάποιον εξαιτίας της δύναμής του, ίσως είναι η δύναμη εκείνο που αγαπάς πραγματικά – και όχι αυτόν τον ίδιο. Αγαπάς την εξουσία – όχι τον εκπρόσωπό της. Αγαπάς – και ταυτόχρονα φοβάσαι. Άρα δεν αγαπάς πραγματικά.

Ένας θεός της δύναμης – ένας θεός με δύο πρόσωπα – υπήρξε και ο Κίτρινος Ποταμός, γνωστός και ως Χουάνγκ Τσε [YellowRiver, Huang He, 黄河] για τους Κινέζους. Ζωοδότης και καταστροφέας, ευλογία και κατάρα. Πηγή ζωής, η κοιτίδα του κινεζικού πολιτισμού από αρχαιοτάτων χρόνων – μα και υπαίτιος καταστροφικών πλημμύρων και ασθενειών, σπορέας θανάτου. Τέτοιος που ονομάστηκε “Οδύνη της Κίνας” και “Μάστιγα των Χαν”.

Έπρεπε να τον δω με τα μάτια μου για να συνειδητοποιήσω πως η ονομασία «κίτρινος» μόνο τυχαία δεν είναι. Ο λόγος φυσικά για το χαρακτηριστικό αυτό κίτρινο-καφέ χρώμα του, που οφείλεται στη λάσπη, στον αργιλώδη πηλό που παρασέρνει στο διάβα του και γίνεται ένα με τα νερά του – πουθενά αλλού στον κόσμο γη και ύδωρ δεν έσμιξαν τόσο στενά, τόσο ασφυκτικά μεταξύ τους, σαν αδιάσπαστοι εραστές, που το ύδωρ έφτασε ν’ αποκτήσει το χρώμα της γης.

Σαν τα δύο πρόσωπα του Κίτρινου Θεού που σμίγουν σε μια ενιαία, αδιάσπαστη ενότητα. Θεός δημιουργίας, θεός καταστροφής, η πεμπτουσία της φύσης, που όση ζωή χαρίζει, άλλη τόση παίρνει πίσω.








Η βόλτα στις όχθες του Κίτρινου Ποταμού στο Λαντσόου στάθηκε μια από τις πλέον ευχάριστες και αναζωογονητικές του ταξιδιού για μένα. Πλήθος κόσμου γυρόφερναν εδώ κι εκεί, άλλοι γυροφέρνοντας τη μεγάλη γέφυρα που ένωνε τις όχθες, άλλοι τραβώντας selfiesκαι αναμνηστικές φωτογραφίες (οι 9 στους 10 Κινέζους είχαν από ένα κινητό στο χέρι), άλλοι παρατηρώντας την κίνηση, άλλοι κάνοντας βαρκάδα στα νερά. 

Ένα άγαλμα κάποιας μητρικής θεότητας, εκεί κοντά, έμοιαζε ν’ αποκαλύπτει την αληθινή ουσία του ποταμού, για την οποία μιλήσαμε: την πανταχού παρούσα δύναμη της φύσης, ικανή να δώσει ζωή και να πάρει.

Μα η σημερινή βόλτα έμοιαζε περισσότερο με τσαλαβούτημα στα ρηχά, ίσα για να βρέξεις τα ποδάρια σου. Ήταν μια συντομευμένη καρτ ποστάλ, μια selfieσε αξιοθέατο, ένα ανάλαφρο αστικό tourστην επιφάνεια των πραγμάτων. Η επόμενη μέρα θα μας έφερνε πολύ εγγύτερα στην αληθινή φύση του Κίτρινου Θεού της Κίνας.









Μέρα 5 – Οι σπηλιές του Μπινγκλίνγκ Σι



“Toto, I’ ve got a feeling we’ re not in Kansas, anymore”. 

Η ξακουστή ατάκα της Ντόροθυ όταν αντικρίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά της η Χώρα του Οζ. Ένα τοπίο ολότελα διαφορετικό από οτιδήποτε είχε συνηθίσει μέχρι τότε. Ένας άλλος κόσμος.

Έτσι ένιωσα παρατηρώντας τα θεόρατα βουνά και τους αλλόκοτους βραχώδεις σχηματισμούς που περιέβαλαν τις βουδιστικές σπηλιές του Μπινγκλίνγκ Σι, τα βάθη των οποίων χάνονταν στα λασπερά άδυτα του Κίτρινου Ποταμού. Πόσο διαφορετική τοπογραφία συγκριτικά με τα γαλανά νερά και τα γνώριμα ορεινά τοπία μας! Μα αυτές οι εικόνες δεν απέκλιναν μόνο από την ελληνική, μα και από την ευρωπαϊκή τοπογραφία στο σύνολό της. Μόνο στα βάθη της αχανούς Ανατολής μπορεί κανείς να συναντήσει μορφές όπως αυτές. Φάνταζαν σαν αρχαίοι πέτρινοι θεοί που τρέφονταν με τα νερά ενός ποταμού καμωμένου από λάσπη, και στον οποίο απουσίαζε πλήρως το γαλάζιο. Όχι, αυτό δεν ήταν γήινο τοπίο, δεν μπορεί να ήταν. Περισσότερο έμοιαζε με σκηνικό από κάποιον άλλο πλανήτη.

Ιδού, λοιπόν, η φυσική, άγρια και αδάμαστη μορφή που είχαν οι όχθες του μεγάλου Κίτρινου Θεού. Δίχως πόλεις να εξημερώνουν το τοπίο, δίχως κτίρια να σπιλώνουν τον ουρανό. Και το ποτάμι δίπλα άφριζε, βούιζε, τα νερά απλώνονταν απέραντα, τρομακτικά – ένιωθες την αρχέγονη βοή τους, τον υπόκωφό τους βρυχηθμό. Αυτά τα νερά δεν συγχωρούν όσους τα αντιμετωπίζουν δίχως σεβασμό.







Η διαδρομή στον ποταμό έγινε με σκάφος. Είχαμε φορέσει όλοι σωσίβια και διατηρούσαμε τα παράθυρα ερμητικά κλειστά – γιατί η επιφάνεια του νερού βρισκόταν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με μας· και ο Ποταμός φούσκωνε και άφριζε και χρεμέτιζε απειλητικά, ενώ σκίζαμε τα νερά του στα δυο, σαν κάποιο θηρίο που το ξυπνάμε από τον ύπνο του.

Στην πρύμνη του σκάφους η κινεζική σημαία έσμιγε στον χορό του ανέμου. Ύψωνε περήφανα το ανάστημά της, κόντρα στο αφιλόξενο τοπίο, πάνω απ’ τα αφρίζοντα νερά. Έμοιαζε με το κοντάρι του κατακτητή στη γη που ανακάλυψε, σύμβολο της κυριαρχίας του ανθρώπου. Μα η γη στα βάθη συνεχίζει να βουίζει, όπως έκανε χιλιάδες χρόνια τώρα.

Γνώριζαν καλά τι έκαναν, οι βουδιστές μοναχοί του Μεσαίωνα, όταν αποφάσισαν να χτίσουν τις σπηλιές τους σε ένα τόσο άγριο και απόμακρο τοπίο. Γύρευαν απομόνωση, κάποιο χώρο που θα μπορούσαν να στοχαστούν και να προσευχηθούν με την ησυχία τους, μακριά από την ανθρωπομάζα της πόλης. Τον παλιό καιρό εδώ δεν μπορούσε να νοικιάσει κάποιος ένα σκάφος και να έρθει· ούτε ερχόταν κανείς ιππεύοντας ένα άλογο, ή μια καμήλα. Η διαδρομή ήταν επικίνδυνη, σχεδόν αδιάβατη, και για να έρθεις έπρεπε να καίει μέσα σου μια ιερή φλόγα. Τέτοια που ώθησε μια χούφτα ανθρώπων να κάνουν το επικίνδυνο ταξίδι, με μόνα σύνεργά τους τα βιβλία και την πίστη τους.








Οι σπηλιές Μπινγκλίνγκ Σι [Bǐnglíng Sì, 炳灵寺] ξεκίνησαν να κατασκευάζονται, σκάβοντας στα βάθη των βράχων, ήδη από το 420 μ.Χ., και σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν, καλύπτοντας ένα χρονικό διάστημα που έφτασε να ξεπεράσει τα χίλια χρόνια. Συνολικά απαριθμούνται 183 σπηλιές, άλλες μεγαλύτερες και άλλες μικρές σαν τρύπες, πλαισιωμένες με γλυπτά και τοιχογραφίες. Ένα μεγάλο μέρος των σπηλαίων χρονολογούνται από την κλασικότερη περίοδο της μεσαιωνικής Κίνας, εκείνης της Δυναστείας των Τανγκ, μεταξύ 618 και 907 μ.Χ., και της Δυναστείας των Σονγκ, μεταξύ 960 και 1279 μ.Χ. 

Μα είναι αμφίβολο αν οι βουδιστές μοναχοί, παραδομένοι στην τέχνη και την περισυλλογή τους, χαμένοι στα βάθη του εξωγήινου βράχου, παραδομένοι στο βουητό του υδάτινου κίτρινου θεού και αφουγκραζόμενοι το αιώνιο τραγούδι του ανέμου όπως διαπερνούσε τα φυλλώματα των δέντρων… είναι αμφίβολο κατά πόσο οι βουδιστές αυτοί μοναχοί απασχολούνταν με τη μία ή την άλλη δυναστεία.

Η διαδρομή στο φιδογυριστό μονοπάτι που έσμιγε τα σπήλαια ήταν βαθύτατα αναζωογονητική. Τα δέντρα, οι βράχοι, το ποτάμι, οι σπηλιές… έμοιαζαν όλα να αποκαλύπτουν το ευγενικό τους πρόσωπο τώρα. Είχαν αφήσει στην άκρη την αγριάδα της υποδοχής και λιάζονταν αναπαυτικά στον ήλιο. Μια παρέα βουδιστών μοναχών γυρόφερναν εκεί κοντά – ήταν νεαροί, μικρότεροι από μένα, και ο ένας απ’ τους δύο κουβαλούσε μια φωτογραφική μηχανή. Τράβαγαν φωτογραφίες και μιλούσαν στη γλώσσα τους, λέγοντας αστεία και γελώντας.








Κι εγώ γυρόφερνα και σκεπτόμουν πως ένα περιβάλλον σαν αυτό συνέβαλε ώστε να ευδοκιμήσει μία από τις ευγενέστερες θρησκείες του κόσμου, ο βουδισμός. Περισσότερο φιλοσοφία παρά θρησκεία στην καταγωγή του (κάθε θρησκεία συνιστά μορφή απλοποιημένης φιλοσοφίας, διατηρώντας μόνο τις απαντήσεις της δεύτερης και βάζοντας στην άκρη τα ερωτήματα), έχοντας τις ρίζες της στην Ινδία και στη μορφή του Σιντάρτα Γκαουτάμα, ο βουδισμός αναπτύχθηκε πέρα απ’ την φθοροποιό τριβή της ανόδου και της πτώσης των ανθρωπίνων παιχνιδιών δύναμης. 

Μη-εξουσιαστικός στη φύση του, αδιάφορος να κυριαρχήσει ή να προσηλυτίσει, πέρα από πατρίδες και σύνορα, ο βουδισμός μπόρεσε να διατηρήσει εκείνο το χαρακτηριστικό γνώρισμα που έπρεπε να συνιστά επίκεντρο κάθε θρησκείας: πολύ απλά, πώς να κάνει τη ζωή του ανθρώπου περισσότερο υποφερτή, όχι μόνο για τον εαυτό του, μα και για τη σχέση του με τη φύση και τον συνάνθρωπό του.

Ανεξαρτήτως αν οι απαντήσεις που έδωσε ή δίνει ικανοποιούν τον καθένα, παραμένει η πρακτική ουσία του: η καλυτέρευση της ζωής. Η αποδοχή πως όλοι ανεξαιρέτως συνιστούν σταγόνες ενός μεγάλου, ενός πελώριου ωκεανού – τίποτα πάνω και πέρα από αυτόν.







Και να που ξεπρόβαλε, θεόρατος μπροστά στα μάτια μου, ο Βούδας. Ένα πελώριο άγαλμα, το μεγαλύτερο που είδα στο ταξίδι, σκαμμένος στο βράχο, ένα με αυτόν, ένα με τη φύση και τον κόσμο – μέρος του ωκεανού και ο ίδιος, ένας αδιάσπαστος συνεκτικός κρίκος. Ας θυμηθούμε, γι’ ακόμα μια φορά, τον Καζαντζάκη, και τις σκέψεις που έκανε μόλις αντίκρισε ένα Βούδα, όχι στο βράχο, όχι στο ηλιόφως, μα στο ημίφως ενός μικρού επαρχιακού ναού:

«Μα τη στιγμήν εκείνη ένας καλόγερος, που ήταν στη γωνιά και δεν τον έβλεπα, άπλωσε το χέρι του κι άναψε ένα μικρό ηλεκτρικό. Και μονομιάς φάνηκε στο βάθος του ναού να κάθεται διπλοπόδι, πελεκημένος σε διάφανο πολύτιμο αλάβαστρο, στον ανθό της νιότης του, με βυσσινή χιτώνα που του άφηνε ξέσκεπο το αφράτο στήθος, όλο δροσιά και χαμόγελο, ο Βούδας! Ποτέ άγαλμα δε μου ‘δωκε χαρά μεγαλύτερη· όχι χαρά, λύτρωση, ελευτεριά, συναίστηση πως γλίτωσες από το μισητόν εαυτό σου, έσπασες το φράχτη κι ενώθηκες με το απέραντο διάφανο Τίποτα. Ό,τι μονάχα ο χορός, η μουσική κι ο έναστρος ουρανός μπορούν να δώσουν, το δίνει η πολύτιμη τούτη, ασάλευτη φλούδα της ύλης. Το πρώτο κύμα που σε κυριεύει αντικρίζοντας το Βούδα τούτον, είναι η χαρά που νιώθει ο κολυμπητής όταν σμίγει απλωτά τα χέρια, τεντώνει τ’ αντικνήμια, ζυγιάζεται μιαν αστραπή στ’ ακροδάχτυλα και ρίχνεται μέσα στη θάλασσα. Έτσι χιμάς και συ μέσα στον αλάβαστρο τούτον και χάνεσαι.

Νιώθεις να κολυμπάς αθόρυβα, όπως μέσα σε όνειρο, σε διάφανα πράσινα νερά, κι είναι πανσέληνος. Πρώτη φορά κατάλαβα τη διδασκαλία του Βούδα. Τί είναι νιρβάνα; Η απόλυτη εξαφάνιση ή η αθάνατη ένωση με το σύμπαντο; Δυο χιλιάδες τώρα χρόνια μαλώνουν οι σοφοί κι οι θεολόγοι, σχολιάζουν, αναλύουν, μάχουνται να βρουν την έννοια της νιρβάνας. Βλέπεις τον αλαβάστρινο τούτον Βούδα, κι ο νους σου ξεχειλίζει βεβαιότητα. Ζεις τη νιρβάνα: Μήτε εξαφάνιση, μήτε αθανασία· αφανίζεται ο καιρός κι ο τόπος, το πρόβλημα αλλάζει μορφή, φτάνει στην ανώτατή του μορφή που ξεπερνάει τον ανθρώπινο λόγο. Κοιτάζεις το διάφανο τούτον Βούδα και το σώμα σου δροσίζεται, γλυκαίνεται η καρδιά, κι ο νους σου γίνεται ένας ήσυχος λύχνος μέσα στο χάος. Έως τώρα σάλευε τρικυμισμένος από τα πάθη, φώτιζε δόξες, συμφέροντα, πρόσωπα αγαπημένα, πατρίδες. Κι άξαφνα βλέπεις τον Βούδα τούτον κι ο νους σου σβήνει. Δε σβήνει· γίνεται Βούδας.

Ώρες έμεινα ακίνητος και κοίταζα το αλαβάστρινο τούτο κέντρο του κόσμου. Ένιωθα πως εδώ, στο αυτόφωτο τούτο μάρμαρο που φωσφορίζει, καταλήγουν όλες οι αχτίδες της γης. Όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου.»

[Νίκου Καζαντζάκη, «Ταξιδεύοντας, Ιαπωνία-Κίνα»]


Αργά το απόγευμα, κι ενώ ο ήλιος βρισκόταν στη δύση του, προσπαθήσαμε να τον ακολουθήσουμε, εγκαταλείποντας το Λαντσόου και τον Κίτρινο Ποταμό, πηγαίνοντας προς τα δυτικά – μας πρόλαβε όμως και νύχτωσε πριν μπορέσουμε να τον πιάσουμε. Θα επιστρέψω, είπε, μην ανησυχείτε. Πάντα επιστρέφω.



Μέρα 6 – Όταν το Ουράνιο Τόξο έσμιξε με τη Γη



Σκέψου ο μεγάλος Μάστορας της Φύσης, μια μέρα που έχει κέφια, να παίρνει ένα μεγάλο πινέλο, να το βρέχει καλά καλά με νέκταρ, να το βουτάει καταμεσής του ουράνιου τόξου, να ανακατεύει τα χρώματα και… να ζωγραφίζει. Ή ενδεχομένως σκέψου ένα μπόμπιρα με θεϊκές ιδιότητες, εκεί ψηλά στα σύννεφα, να κλέβει το κουτί με τα λαδοπαστέλ απ’ τη συρτάρι της θεϊκής μαμάς του («είναι του μπαμπά Ουρανού αυτό, μη το πειράζεις, τα χρειάζεται για το Ουράνιο Τόξο») και να δοκιμάζει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες πάνω στο φόρεμα της ανυποψίαστης μαμάς του – της Γης.

Το αποτέλεσμα είναι το φόρεμα της μαμάς να χάνει τα αρχικά του γεωκίτρινα χρώματα και να εμπλουτίζεται με κόκκινες, πράσινες και θαλασσιές ραβδώσεις. Και ο άτακτος μικρός ν’ απολαμβάνει το έργο του και να σκέφτεται πως θέλει να το επεκτείνει ακόμα παραπέρα – μέχρι που οι γονείς τον πιάσανε στα πράσα («Ιιιι, πάει το φόρεμα της μαμάς!»), του πήρανε τα χρώματα και τον έβαλαν τιμωρία για μερικούς αιώνες. Και ο μικρός έπιασε το κλάμα – ένας ακόμα παρεξηγημένος καλλιτέχνης, μα το έργο του θ’ αναγνωριστεί, που θα πάει.








Να γιατί κάθε φορά που βρέχει οι λόφοι στο Γεωλογικό Πάρκο της Τζανγκγιέ [Zhangye National Geopark, 掖国家地公园] αποκτούν εκείνες τις μοναδικές χρωματικές αποχρώσεις, τέτοιες που όμοιές τους σπάνια συναντάς στον πλανήτη. 

Οι γεωλόγοι θα σου πουν πως το φαινόμενο οφείλεται στη διάβρωση των ψαμμιτικών πετρωμάτων που έγινε σε διάρκεια εκατομμυρίων ετών και πως τα πετρώματα αναδεικνύουν τα εντυπωσιακά αυτά χρώματα με το πέρας της βροχής – μα ας αφήσουμε αυτές τις ιστορίες για το μάθημα Γεωλογίας. Εγώ προτιμώ την εκδοχή με τον θεϊκό μπόμπιρα που έκλεψε τα λαδοπαστέλ του μπαμπά του. Και η βροχή που αναδεικνύει τα χρώματα στους βράχους δεν είναι άλλη από το κλάμα του, εκεί που στέκεται τιμωρία στη γωνία και αναλογίζεται πως κάποια μέρα θ’ αναγνωριστεί η αξία του σαν καλλιτέχνης.

Ε, λοιπόν, μικρέ, έκανες απίστευτη δουλειά, σου το αναγνωρίζω!

Σκέφτομαι και μια άλλη εκδοχή της ιστορίας, βέβαια, κατάλληλη για μεταμεσονύχτιες αναγνώσεις: εκεί που η μαμά-Γη και ο μπαμπάς-Ουρανός σμίγουν, σείεται η Γη, βροντά ο Ουρανός… και στο κορύφωμα της σεξουαλικής πράξης, στη στιγμή του οργασμού, ο Ουρανός ξεχύνει το περιεχόμενό του πάνω στην κοιλιά της ερωμένης του – και να πως το ουράνιο τόξο έσμιξε με τη γη.



Το ρουμπίνι στο στόμα του Δράκοντα



Ήταν εκεί. Έστεκε σαν αρχέγονη θεότητα σ’ ένα ύψωμα με φόντο τους πολύχρωμους λόφους. Φορούσε το βαθυκόκκινο του αίματος – το χρώμα της Κίνας. Τα μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν σαν νυχτόβια πουλιά. Το αλαβάστρινο δέρμα της ήταν άσπρο σαν το γάλα που ρέει, παρέα με το μέλι, στη γη της Επαγγελίας. Και οι καμπύλες του κορμιού της έμοιαζαν με τα φιδογυριστά δρομάκια που διασχίζουν την ολάνθιστη έκτασή της.

Ήταν η στιγμή που έπαψα να παρατηρώ το τοπίο – όσο εντυπωσιακό και αν ήταν – και εστίασα στην ολοζώντανη φιγούρα, παλλόμενη σάρκα, που έστεκε μπροστά μου. Ήταν εντυπωσιακή μέσα στο κατακόκκινό της φόρεμα και το κατάμαυρο μαλλί της. Τα χρώματα των λόφων δεν είχαν πια σημασία για μένα. Μόνο το κόκκινο και μαύρο της γυναίκας. Γέννησε μέσα μου την επιθυμία – περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα, από όσες είδα στο ταξίδι.






Την φωτογράφισα. Μια φορά, δύο φορές. Μα δεν έφυγα – περιδιάβαινα κοντά, μπρος πίσω, ανήσυχος, σαν τον λύκο που παρατηρεί τη λεία του. Πόζαρε στο φακό για μια φίλη της. Έμοιαζε λες και οι λόφοι πήραν σάρκα και οστά – και μεταμορφώθηκαν σε μια γυναίκα, καρπό, ίσως, της ένωσης της γης και τ’ ουρανού.

Ήταν η κόρη τ’ ουρανού. Το ρουμπίνι στο στόμα του Δράκοντα.

Συγκέντρωσα λίγο θάρρος (ομολογώ δεν το έχω πολύ με αυτά, αγαπητέ αναγνώστη). Την πλησίασα. Της έδειξα τη φωτογραφική μου μηχανή και της ζήτησα αν γινόταν να μας τραβήξει η φίλη της, μαζί, μια φωτογραφία. Δέχτηκε με προθυμία – μιλούσε αγγλικά, κάτι που σπάνια συνάντησα στη διάρκεια του ταξιδιού. Στηθήκαμε – αφού περιποιήθηκε ένα ολόκληρο λεπτό το μαλλί της, παρέα με τη φίλη της – και το αποτέλεσμα είναι η φωτογραφία που βλέπετε.

Στη συνέχεια μου ζήτησε η ίδια να φωτογραφηθώ μαζί με την κόρη της – ένα κοριτσάκι 8-9 χρονών, που φαντάζομαι θα το είχε κάνει πολύ νέα. Σύζυγος δεν υπήρχε πουθενά εκεί κοντά, για να μου χαλάσει τη φαντασίωση. Γιατί όχι, λοιπόν. Φωτογραφήθηκα παρέα με την κόρη της, μια φωτογραφία που την κράτησε η ίδια – σκέφτηκα πως υπάρχει ένας συμβολισμός εδώ. Την χαιρέτησα κι έφυγα κρατώντας τη φωτογραφική μου μηχανή σφιχτά, λες και είχα εξορύξει ένα πολύτιμο λίθο από κάποιο ορυχείο και τον έσφιγγα στη χούφτα μου, φοβούμενος μη τυχόν τον χάσω.







Ίσως ακούγεται απλή, σαν συναναστροφή. Ήταν απλά μια κοινή φωτογραφία και μερικές ανταλλαγές λέξεων και βλεμμάτων. Μα για την επόμενη μία ώρα του ταξιδιού ένιωθα λες και με έχουν βουτήξει σε μια κολυμπήθρα όπιο.

Σε αυτή τη γυναίκα λοιπόν, το ρουμπίνι της ερήμου, αφιερώνω το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο που διάβαζα εκείνες τις μέρες: την «Ιστορία της Πέτρας» [紅樓夢] του Τζάο Σούε Τσιν:

«Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του το πέρασε δυτικά της Λάμψης του Ηλιοβασιλέματος, εξερευνώντας τις όχθες του Μαγικού Ποταμού. Εκεί, πλάι στον Βράχο της Αναγέννησης, εντόπισε το πανέμορφο Λουλούδι του Άλικου Μαργαριταριού, το οποίο του άρεσε τόσο, που το πότιζε καθημερινά με γλυκιά δροσιά, μεταδίδοντάς της έτσι το δώρο της ζωής.

Η ουσία του Άλικου Μαργαριταριού αποτελούνταν από τις αγνότερες κοσμικές ουσίες, επομένως ήταν ήδη θεϊκή κατά το ήμισυ. Και τώρα, χάρη στις αναζωογονητικές επιδράσεις της γλυκιάς δροσιάς, έγινε ικανή να ρίξει το φυτικό της σχήμα και ν’ αποκτήσει τη μορφή ενός κοριτσιού.

Το νεραϊδίσιο αυτό κορίτσι γυρόφερνε έξω από το Βασίλειο του Αποχωρισμού, τρώγοντας το Μυστικό Φρούτο του Πάθους όταν πεινούσε, και πίνοντας από το Ύδωρ της Λύπης όταν διψούσε. Η συνείδηση που χρωστούσε στην πέτρα και στην ευγένειά της που την πότιζε, άρχισε να καταλαμβάνει τη σκέψη της και να μετατρέπεται σε εμμονή:

“Δεν διαθέτω εδώ γλυκιά δροσιά, με την οποία θα μπορούσα να τον ξεπληρώσω”, έλεγε στον εαυτό της. “Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσα ίσως να τον ξεπληρώσω, θα ήταν με τα δάκρυα που θα έπεφταν στη διάρκεια μιας θνητής ζωής, αν εκείνος κι εγώ έμελλε ποτέ ν’ αναγεννηθούμε σαν άνθρωποι στον κόσμο κάτω.”»

[Τζάο Σούε Τσιν, “Η Ιστορία της Πέτρας”]



Από τη γη στον άνθρωπο. Πέρα από τις λέξεις.



Το θέαμα των μοναδικών αυτών λόφων ήταν αναμφισβήτητα μία από τις εντυπωσιακότερες στιγμές του ταξιδιού μας. Χιλιάδες Κινέζων επισκεπτών προσέρχονται σε καθημερινή βάση για να απολαύσουν το σπάνιο αυτό γεωλογικό φαινόμενο – μα εντόπισα ελάχιστους επισκέπτες που δεν ήταν Κινέζοι, ή Ασιάτες. Και όσο παράξενο και αν ακούγεται, φίλε αναγνώστη, φαίνεται το θέαμα των λόφων έκανε εξίσου εντύπωση σε ορισμένους, όσο και το θέαμα που παρουσιάζαμε εμείς, οι δυτικοί τουρίστες, τους οποίους δεν έχουν συνηθίσει – ακόμα. 

Ο εγχώριος τουρισμός σε μέρη όπως το Τζανγκγιέ είναι πελώριος, μα η Δύση σε μεγάλο ποσοστό δεν έχει εμβαθύνει ακόμα σε αυτές τις περιοχές της Κίνας. Δύο φορές με σταμάτησαν χαμογελαστοί Κινέζοι έφηβοι, το κινητό στο χέρι, θέλοντας να βγάλουν… selfieμαζί μου. Μα υπήρξαν αρκετοί ακόμα που επέλεγαν να με φωτογραφήσουν εξ’ αποστάσεως, μέρος του αξιοθέατου κι εγώ, παρέα με τους λόφους. Ήταν κάτι που το συνάντησα ήδη από την πρώτη μέρα του ταξιδιού και έμελλε να το παρατηρώ ως το τέλος.

Το αποκορύφωμα ήταν δυο μέρες πριν, στη διάρκεια της επίσκεψής μας στο μουσείο που συστέγαζε τον Πήλινο Στρατό, όταν με προσέγγισε ένας δάσκαλος και, με σπαστά αγγλικά, μου ζήτησε να… μιλήσω με τους μαθητές του – ένα τσούρμο δεκαπεντάχρονα, αγόρια και κορίτσια, που με είχαν κυκλώσει και με κοιτούσαν λες και ήμουν κάποια διασημότητα! Κι εγώ να χαμογελώ αμήχανος και να μην έχω ιδέα τι να πω – με έπιασαν απροετοίμαστο! Έχω κάνει διάφορα ταξίδια, εδώ κι εκεί, μα τέτοιο πράγμα δεν το έζησα ποτέ ξανά – και αμφιβάλλω αν θα το ζήσω πάλι.







Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι είναι μέρος του τοπίου – κάθε τοπίου, κάθε περιοχής. Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωντάνιας του, το γιανγκ που τροφοδοτεί το γιν του (και αντίστροφα), το αλατοπίπερο που νοστιμίζει το φαί του, ο μοχλός που πυροδοτεί τον μηχανισμό της κίνησής του, το πνεύμα που διαποτίζει το φυσικό περίβλημά του. Παρατηρώντας τη φύση μελετάς το άχρονο· μελετώντας όμως τους ανθρώπους βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα – βλέπεις στα μάτια σου μπροστά να ξετυλίγεται η σκυταλοδρομία ανάμεσα στους χρόνους, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Είσαι μέσα στην κίνηση, ζεις την πραγματικότητα της εποχής σου, αφουγκράζεσαι τον ολοζώντανο παλμό της.

Να γιατί μου αρέσει να φωτογραφίζω όχι μόνο τις φυσικές εκτάσεις, όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά έργα, τα βουνά, τις πόλεις, τους ναούς… μα και τους ανθρώπους, ειδικά αν πρόκειται για ντόπιους. Προσπαθώ ν’ αποτυπώσω στην κάμερα μια απόχρωση της καθημερινότητάς τους, μια ιδέα όσων τους καθιστούν διαφορετικούς και αξιοπερίεργους στα μάτια μου – και να καταλήξω στο συμπέρασμα, βλέποντας ένα χαμογελαστό βλέμμα, μια μαμά να ταΐζει ένα μωρό, δυο παιδιά να με κοιτούν με περιέργεια, μια πωλήτρια πίσω απ’ τον πάγκο με τις πραμάτειές της, έναν ηλικιωμένο ποδηλάτη, μια κοπέλα μ’ ένα σκυλάκι… πως οι άνθρωποι, παντού και πάντα, είναι ίδιοι.

Είναι ο πολιτισμός εκείνος που τους διαφοροποιεί, η ιστορία, η κουλτούρα. Μα στο βάθος των πραγμάτων, στην ουσία της φύσης τους… οι άνθρωποι, κάθε εποχής, κάθε πολιτισμού, κάθε εθνότητας, κάθε φυλής… είναι ίδιοι.







Αγάπησα εκείνους τους απλούς ανθρώπους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού – σε κάποιες περιοχές περισσότερο από άλλες. Όσο απλούστεροι ήταν, όσο πιο καθημερινοί, τόσο ομορφότεροι ήταν. Στις μικρότερες πόλεις το συνάντησα σε μεγαλύτερη έκταση, παρά στις μεγάλες. Όσο λιγότερο εκδυτικισμένη ήταν μια περιοχή, τόσο πιο ξεχωριστοί οι άνθρωποί της – γιατί εκεί που είχε εισχωρήσει για τα καλά η κουλτούρα της κατανάλωσης και της σύγχρονης τεχνολογίας, δεν εντόπιζες καμία διαφορά απολύτως: σε προσπερνούσαν το ίδιο αδιάφορα στους δρόμους, όσο θα σε προσπερνούσαν μια καθημερινή μέρα σ’ έναν δρόμο της Αθήνας. Μόνο οι επιγραφές στα καταστήματα άλλαζαν.

Μα όταν εισχωρούσες σε περιοχές που δεν είχαν παραδοθεί απόλυτα (ακόμα) στη δυτική κουλτούρα και δεν ήταν συνηθισμένες τόσο σε τουρίστες, έβλεπες κάτι διαφορετικό: σε παρατηρούσαν με βλέμμα ευπρόσδεκτο, σε έκαναν να νιώθεις ιδιαίτερος, ξεχωριστός. Δεν επικοινωνούσαμε παρά με βλέμματα, χειρονομίες και χαμόγελα – μα τα σκόρπιζαν απλόχερα, δίχως να τσιγκουνεύονται. Τα βλέμματά τους απέναντί σου δεν ήταν βλέμματα καχυποψίας, μα ζεστά, φιλόξενα. Δεν ένιωθες ξένος – μα επισκέπτης. Φιλοξενούμενος. Με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σπουδαία είναι αυτή η αίσθηση: να ταξιδεύεις, ξένος σ’ έναν τόπο, μα να μη νιώθεις ξένος· να μη σε κάνουννα νιώθεις ξένος.

Για πόσους λαούς και πόσα έθνη μπορούμε να πούμε άραγε σήμερα πως ισχύει κάτι τέτοιο; Να ταξιδεύεις και να μην αισθάνεσαι παρείσακτος; Να ζεις αλλού και να μη νιώθεις ξένο σώμα; Πόσο άραγε διατηρούμε οι ίδιοι αυτή τη στάση απέναντι στους ξένους που επισκέπτονται τη χώρα μας; Υφίσταται ακόμα άραγε η «ελληνική φιλοξενία» για την οποία τόσο καμαρώναμε παλιά;

Δεν θα ξεχάσω τις μαμάδες με τα μωράκια τους – τους χαμογέλασα και μου ανταπέδωσαν το χαμόγελο, βάζοντας το μωράκι τους να χαιρετήσει στην κάμερα. Από τις χιλιάδες των φωτογραφιών που τράβηξα, αυτές ανήκουν στη χούφτα των αγαπημένων μου. Με κατέκλυσε με ζεστασιά το βλέμμα τους, το χαμόγελό τους – και δεν ανταλλάξαμε ούτε μια λέξη, γιατί δεν γνωρίζαμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου.







Ο μύθος της Βαβέλ είναι λάθος τελικά. Δεν είναι η διαφορετικότητα της γλώσσας εκείνη που αποξενώνει τους ανθρώπους – μα τα βλέμματά τους που αποξενώθηκαν το ένα από το άλλο. Τα τεχνητά σύνορα που έκτισαν για να φυλάξουν τους καρπούς της ματαιοδοξίας τους. Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε τους μη-λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας – σαφώς ανώτεροι και βαθύτεροι από τους άλλους. Σαν τη μουσική κι αυτοί, σμίγουν, υπενθυμίζοντάς μας όσα έχουμε κοινά – όχι όσα μας χωρίζουν. Μα εμείς συνεχίζουμε να εγκλωβίζουμε τους εαυτούς μας πίσω από οχυρά λέξεων και σημασιών – κάποιες εκ των οποίων έχουν πια σαπίσει, μα εμείς τις επιδεικνύουμε σαν όπλα και ασπίδες, αντί να τις πετάξουμε μια ώρα αρχύτερα στον κάλαθο των αχρήστων.

Αν η γλώσσα, αν οι λέξεις (προφορικές ή γραπτές) δεν χρησιμεύουν σε τίποτα πια παρά να μας αποξενώνουν, τότε καλύτερα να τις ξεφορτωθούμε – και να θυμηθούμε πως «επικοινωνώ» δεν σημαίνει απαραίτητα «μιλώ με λέξεις». Κι εγώ ο ίδιος, που τόσο πολύ εκφράζομαι μέσω των λέξεων, που τόσες και τόσες ώρες θα μπορούσα να συζητώ μαζί σου από κοντά, φίλε αναγνώστη, μιλώντας για ένα κάρο πράγματα… θα τα πετούσα όλα στην άκρη, κάθε γλώσσα, κάθε λέξη, για να έχω στη θέση τους μια άλλη, περισσότερο αρχέγονη μορφή επικοινωνίας.

Να ξέρεις, μου λείπει πραγματικά.

Να ‘στε καλά, όμορφοι άνθρωποι, εσείς που συνάντησα στο ταξίδι μου, που μου την υπενθυμίσατε.







Δυο λόγια για το κινέζικο φαγητό



Το στομάχι εδρεύει στην ενδοχώρα της Μνήμης· στην καρδιά, στον πυρήνα της. Είναι πιθανό να ξεχάσεις κάτι που είδες, κάποια συζήτηση που έκανες, κάποια πληροφορία που απέσπασες… μα αποκλείεται να ξεχάσεις κάτι που έφαγες και δεν είχες φάει ποτέ ξανά. Μπορεί να το καταβρόχθισες ή ενδεχομένως να το έβαλες στην άκρη μετά από μια μπουκιά – μα σίγουρα θα το θυμάσαι μετά από καιρό. Όχι το όνομά του – μα την αίσθηση που σου άφησε.

Γιατί οι αισθήσεις, περισσότερο από τις πληροφορίες, χαράζουν βαθύτερα ίχνη στην άμμο της μνήμης – η όσφρηση (η πλέον αρχέγονη των αισθήσεων), η ακοή, η αφή… και φυσικά η γεύση. Μην αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί δεν έπιασες ποτέ ξανά να φας εκείνο το παράξενο γλυκό που είχες φάει μια φορά πριν από πολλά χρόνια και ποτέ άλλοτε – εσύ μπορεί να μην γνωρίζεις το λόγο, μα η μνήμη σου (η ασυνείδητη μνήμη σου) δεν σε ξεγελά!

Κινέζικο φαγητό: ας ξεχάσουμε τα άφθονα καταστήματα που σερβίρουν «κινέζικο» εδώ στη χώρα μας – κάποια προσεγγίζουν περισσότερο την πραγματικότητα συγκριτικά με άλλα, μα επί της ουσίας μόνο στην ίδια την πηγή μπορείς να κατανοήσεις ποια είναι η πραγματικότητά του. Μιλώντας φυσικά για την Κίνα, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας το αχανές της χώρας – δεν υπάρχει ένα ενιαίο «κινέζικο φαγητό», μα εκατοντάδες, μια πελώρια ποικιλία από γεύσεις, διαφορετικές από τη μία επαρχία στην άλλη, από την ανατολή στη δύση και από τον βορά στο νότο, με λίγους μόνο συνδετικούς κρίκους – όπως τα ξυλάκια, το ρύζι, οι πελώριες πίτες, ή τα χαρακτηριστικά εκείνα μικρά μπολάκια σερβιρίσματος.







Πέραν αυτών όμως οι διαφορές είναι πελώριες. Το φαγητό στην ανατολική και κεντρική Κίνα προσεγγίζει περισσότερο την γενική ιδέα που έχουμε περί «κινέζικου»: άφθονες μερίδες σε μπολάκια, ρύζι, τα γνωστά σε όλους μας “noodles”, απουσία ψωμιού, ψιλοκομμένο κρέας (ξεχάστε τις μεγάλες μερίδες με μπριζόλες που μοιάζουν με το παπούτσι σας, εκεί το κρέας σερβίρεται πάντα ψιλοκομμένο), πλήθος λαχανικών (πολλά εκ των οποίων είναι μαγειρευτά ή βραστά), ζωμοί και ποικιλία φρούτων (κάποια εκ των οποίων άγνωστα σε μας).

Πηγαίνοντας δυτικά όμως στη διάρκεια του ταξιδιού μας, και φτάνοντας σε μουσουλμανικά επί το πλείστον εδάφη (μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πλευρά της Κίνας, για την οποία θα μιλήσω στο επόμενο μέρος του αφιερώματος) οι κυρίαρχες γευστικές αποχρώσεις διαφοροποιούνταν αισθητά. Το φαγητό στη δύση προσεγγίζει περισσότερο τις παραδόσεις της Μέσης Ανατολής – άρα και τις δικές μας. Δεν θα ξεχάσω τα πεντανόστιμα εκείνα σουβλάκια του Κασγκάρ.

Πέραν αυτών η Κίνα αποτελεί κυριολεκτικά ένα γευστικό χάος. Η διαδρομή στις κατάμεστες με κόσμο υπαίθριες αγορές, για παράδειγμα (όπως η αγορά της Σιάν, για την οποία μίλησα στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος, ή η αγορά του Κασγκάρ, για την οποία θα μιλήσω στο μέλλον), με τους ξέχειλους πάγκους και τις εκατοντάδες διαφορετικές μυρωδιές που διαδέχονταν στο πέρασμα δευτερολέπτων η μία την άλλη, υπήρξε μια πολύ διαφορετική εμπειρία συγκριτικά με το φαγητό που μας σέρβιραν στα εστιατόρια ή στο ξενοδοχείο. Κάποια φαγητά οπτικά και μόνο δεν σε προσέλκυαν ούτε να τα πλησιάσεις – προτίμησα αντί αυτών να τα τραβήξω φωτογραφίες, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για την ποιότητά τους.

Γιατί, σε γενικές γραμμές, το φαί στην Κίνα ήταν ομολογουμένως νόστιμο. Όχι όλα όσα δοκίμασα – μα κάποια ανάμεσά τους ήταν πραγματικά πεντανόστιμα, είτε μιλάμε για τα εξαιρετικά λαχανικά, είτε για τις μερίδες με κρέας.

(ο αναγνώστης πιθανό ν’ αναρωτιέται αν φάγαμε τίποτα… σκύλους και τέτοια. Όχι, αγαπητέ αναγνώστη, θα σε απογοητεύσω. Στα μέρη που πήγαμε – και διασχίσαμε πελώριες εκτάσεις – δεν έτυχε να συναντήσουμε κάτι τέτοιο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υφίστανται ακόμα τέτοιες διατροφικές συνήθειες μεταξύ του πληθυσμιακού χάους των Κινέζων – μα δεν είδαμε πουθενά κάτι τέτοιο στα μέρη που πήγαμε)








Τρία αξιοσημείωτα όσο αφορά το φαγητό: Ένα, το πόσο καυτερό ήταν. Δεν φαντάζεστε, όλοι εσείς οι φίλοι του «καυτερού»! Κάποια στιγμή ο οργανισμός μας, μην έχοντας συνηθίσει σε τέτοιες γεύσεις, αντέδρασε. Για δυο-τρεις μέρες προσωπικά είχα περιοριστεί σε πρωινό, φρούτα και φαγητό απ’ το σουπερμάρκετ (όπως μπισκότα).

Δύο, το καυτό, ζεματιστό νερό, με το οποίο συνόδευαν τα γεύματα! Έπρεπε να το δω για να το πιστέψω: αντί να σερβίρουν ένα ποτήρι δροσερό νεράκι, να πάει κάτω η κάψα απ’ το φαί, σου φέρνουν αντίθετα νερό που βράζει και κοχλάζει! Για να πιεις κρύο νερό έπρεπε να κάνεις ειδική παραγγελία. Αυτό συμβαίνει κυρίως για λόγους υγιεινής – το νερό στην Κίνα δεν είναι πόσιμο, ενώ το καυτό νερό με τη σειρά του θεωρείται ιαματικό. Μπορεί και να είναι… μα δυστυχώς αυτή την πλευρά της κινεζικής διατροφής δεν μπόρεσα να τη χωνέψω. Ευτυχώς που το εμφιαλωμένο κρύο νερό βρισκόταν παντού, σε όλα τα καταστήματα. Πρόκειται πάντως για ένα μείζον ζήτημα για την Κίνα και τη σχέση της με το περιβάλλον – το ζήτημα του νερού.







Τρία, (κι εδώ ερχόμαστε στα όμορφα) τα λαχταριστά εκείνα φρούτα! Ειλικρινά, φίλοι, δεν έχω φάει ποτέ νοστιμότερα πεπόνια, από τα υπέροχα κινεζικά πεπόνια Χέμι! Το ξηρό κλίμα της ερήμου ευνοεί την καλλιέργεια των φρούτων – και εδώ η κινεζική διατροφή βρίσκεται στα καλύτερά της. Αξίζει να σημειώσω πως το Χέμι [Hami, 哈密], η πόλη από την οποία πηγάζει η καλλιέργεια των συγκεκριμένων πεπονιών, φέρει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο: Λέει ο Μάρκο Πόλο πως ανήκε στις παραδόσεις του Χέμι, ο άντρας οικοδεσπότης να παραχωρεί για μια βδομάδα τη γυναίκα του στον φιλοξενούμενο ταξιδιώτη – κι εκείνη του ανήκε απόλυτα για εκείνο το διάστημα. Στο μεταξύ ο σύζυγος αποχωρούσε διακριτικά και άφηνε το νέο ζευγάρι να ευχαριστηθεί την απουσία του με την ησυχία του!

Όταν αναφέραμε την ιστορία στην Τζάο, την Κινέζα συνοδό μας στο ταξίδι, διαμαρτυρήθηκε σθεναρά – αρνούμαι να δεχτώ πως υπήρξε κάτι τόσο εξωφρενικό για μια γυναίκα στη χώρα μου, έκανε χαμογελώντας. Ωστόσο το έψαξε η ίδια, διασταύρωσε τις πηγές – και επιβεβαίωσε το αληθές του πράγματος. Δε βαριέσαι, Τζάο – αν κρίναμε κάθε λαό από τις παραδόσεις του και μόνο, ζήτω που καήκαμε. Το θέμα είναι τώρα, στο παρόν, τι κάνουμε (και πάλι, βλέποντας πως είναι τώρα τα πράγματα… ζήτω που καήκαμε, αγαπητοί).

Αυτά τα ολίγα για το φαγητό στην Κίνα!



Μέρα 7 – Μια ειδυλλιακή στιγμή.



Η συνέχεια της διαδρομής μας προς τη δύση μας έφερε στο Τζιαγιουγκουάν [Jiayuguan, 嘉峪], μια μικρή (για τα πληθυσμιακά δεδομένα της Κίνας) πόλη του στρατηγικού Διαδρόμου Γκενσού (ή Χεξί), κύριος δρόμος επικοινωνίας απ’ τα παλιά μεταξύ ανατολικής και δυτικής Κίνας. Βασικό αξιοθέατο σε αυτή την πόλη είναι το Φρούριο στην άκρη της ερήμου, το δυτικότερο στα σύνορα της παλιάς Κίνας. Πέραν του εντυπωσιακού αρχιτεκτονικά οικοδομήματος η περιήγηση στο φρούριο συνοδεύτηκε από πλήθος παραστάσεων folkloreαισθητικής, με σκοπό να δώσουν στον επισκέπτη μια ιδέα της κινεζικής μεσαιωνικής παράδοσης, στρατιωτικής και καλλιτεχνικής.

Έβλεπες λοιπόν λυγερές χορεύτριες σε ασκήσεις ισορροπίας και χορευτές να επιδίδονται σε στρατιωτικά νούμερα ντυμένοι όπως οι πολεμιστές του Μεσαίωνα, ενώ μεταξύ άλλων ξεχώρισε και μια αναπαράσταση παραδοσιακού κινεζικού θεάτρου. Το τελευταίο μου απέσπασε ιδιαίτερα την προσοχή. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που προσπάθησα να αφεθώ στη δίνη του χρόνου – να σκεφτώ πως θα ήταν το βίωμα τότε, στα παλιά χρόνια. Αυτό ενώ πλήθος επισκεπτών έρχονταν κι έφευγαν γύρω μου, κάμερες και κινητά υψώνονταν στον ουρανό και ο οδηγός του γκρουπ μας φώναζε να κάνουμε γρήγορα για να πάμε στον επόμενο προορισμό μας.

Η ψευδαίσθηση κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Μα εσείς μπορείτε, αν μη τι άλλο, να πάρετε μια ιδέα βλέποντας τις φωτογραφίες. Στιγμές σαν αυτές όσο αποτυπώνονται μέσα σου, άλλο τόσο σε κάνουν να αισθάνεσαι «τουρίστας» με όλη τη σημασία της λέξης.









Κοντά στο Φρούριο δέσποζε εντυπωσιακό και το δυτικότερο όριο του περίφημου Σινικού Τείχους. Πρόκειται για μια όψη του Τείχους που λίγοι ξένοι επισκέπτες στην Κίνα αντικρίζουν – οι περισσότεροι γνωρίζουν την πλευρά του Τείχους που βρίσκεται ανατολικότερα, στο Πεκίνο.

Αναμφισβήτητα ήταν όλα εντυπωσιακά – νομίζω οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Μα αν με ρωτάς προσωπικά, φίλε αναγνώστη, θα έλεγα πως σημαντικότερο βίωμα στην συγκεκριμένη πόλη, για μένα, στάθηκε όχι η πρωινή μας περιήγηση στα φρούρια και στα τείχη… μα ένας βραδινός περίπατος που έκανα το προηγούμενο βράδυ, σε ένα πάρκο που εκτεινόταν απέναντι απ’ το ξενοδοχείο που διαμέναμε.

Δεν επρόκειτο για κάποιο ιστορικό αξιοθέατο – δεν θα βρεις να γράφουν γι’ αυτό τα βιβλία ιστορίας και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Μα κατόρθωσα να βιώσωαυτόν τον περίπατο, να ζήσω τη στιγμή, να ρουφήξω κάθε ανάσα απ’ τον νυχτερινό αέρα και κάθε στάλα απ’ τη δροσιά των φυλλωμάτων των δέντρων.

Το πάρκο σου έδινε σχεδόν την εντύπωση μιας ειδυλλιακής στιγμής – θα μπορούσε να ήταν θέμα κάποιου αναγεννησιακού πίνακα, ή ενδεχομένως ενός έργου του Μπρέγκελ, από εκείνα που απεικονίζουν καθημερινές στιγμές απ’ τη ζωή του απλού λαού. Περιδιαβαίνοντας στα στενά του και παρατηρώντας τους θαμώνες μου έρχονταν κατά νου εικόνες από κάποια γραπτή Ουτοπία: αν μπορούσε να υπάρξει μια ιδανική κοινωνία, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του λαού, δίχως βασιλείς, αφέντες και εξουσιαστές – έτσι θα ήταν, σκέφτηκα.

Αυτό καθ’ εαυτό το πάρκο από μόνο του ήταν πανέμορφο – μου θύμισε αντίστοιχα πάρκα και άλση που έχω δει στα ταξίδια μου σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – και σκέφτηκα με θλίψη πόσες ευκαιρίες είχαμε ως τώρα να επιδείξουμε κάτι αντίστοιχο στην πρωτεύουσά μας, και πως τις έχουμε σκορπίσει. Μεγάλη έκταση, εκατοντάδες στενά που μπορούσες να κάνεις τον περίπατό σου ανάμεσα στα δέντρα, σιντριβάνια και μικρά ποταμάκια με βράχους, χαμηλός ατμοσφαιρικός φωτισμός, μια παιδική χαρά κρυμμένη κάπου, παγκάκια εδώ κι εκεί όπου έβλεπες νεαρούς εραστές ν’ ανταλλάσουν ερωτόλογα, μια μεγάλη τεχνητή λίμνη στο κέντρο και στο βάθος ένα πελώριο μεταλλικό δελφίνι – στο οποίο μπορούσες ν’ ανέβεις με ασανσέρ και να δεις τη θέα.

Ήταν όλα καθαρά, δεν υπήρχε ίχνος σκουπιδιών – και ήταν όλα γαλήνια. Με κάθε βήμα μου αποτίνασσα τη σκόνη απ’ την ταλαιπωρία των πρωινών περιηγήσεων και το θόρυβο της πολυκοσμίας. Ήμουν μόνος και ήμουν ελεύθερος, βάδιζα δίχως προορισμό, δίχως σχέδιο, απολαμβάνοντας τη θαλπωρή της νύχτας.







Μα το πάρκο από μόνο του δεν θα μετέδιδε την εικόνα της «ειδυλλιακής στιγμής» που σας περιέγραψα, αν δεν συνοδευόταν από χαρακτηριστικές ανθρώπινες σκηνές: σ’ ένα σημείο δυο ομάδες νεαρών έπαιζαν ένα παιχνίδι με ρακέτες· αλλού ένα γκρουπ με γυναίκες έκαναν γυμναστική· κάποια κυρία είχε συγκεντρώσει κοντά της μια ομάδα ανθρώπων και ορισμένους μουσικούς και τραγουδούσε παραδοσιακά κινεζικά τραγούδια· ένας τύπος, σκυμμένος μ’ ένα κουβά μπογιά κι ένα πινέλο, ζωγράφιζε στο πλακόστρωτο λέξεις (εδώ σκέφτηκα πως η κινεζική γραφή δεν γράφεται – αλλά ζωγραφίζεται!)· παρέες νεαρών γυρόφερναν ανέμελοι. Άλλοι χάζευαν τη λίμνη.

Έμοιαζαν όλα τέλεια. Καμία παραφωνία, κανένας θόρυβος, καμιά αίσθηση ανησυχίας. Ήταν λες και ο κόσμος όλος είχε συρρικνωθεί σ’ έναν μικροσκοπικό Κήπο της Εδέμ, στον οποίο γυρνούσες ήσυχος κι ένιωθες ένα με τα νερά του ποταμού – και αν γινόταν χαλασμός κόσμου έξω δεν σε απασχολούσε, όσο γυρόφερνες ήσυχος στο πάρκο σου.

Περισσότερο απ’ τα εντυπωσιακά μνημεία, η απλή αυτή περιήγησή μου στο πάρκο (σ’ ένα σύγχρονο πάρκο που δεν θα βρείτε στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, μα που τόσο σημαντικό είναι για τη σύγχρονη εικόνα μιας πόλης) μου υπενθύμισε ποιος είμαι και τι αναζητώ στο βάθος. Έμοιαζε λες και επέστρεψα σπίτι, μετά από μακρόχρονη διαδρομή στα ξένα – έφερε μαζί του εκείνο το γαλήνιο αίσθημα της ηρεμίας, της φυσικότητας, της οικειότητας και της αποδοχής.

Κλείνοντας, θα μοιραστώ μαζί σας ένα μυστικό: το πάρκο αυτό υπάρχει – σε μύριες εκδοχές. Μπορεί να παίρνει διαφορετικά ονόματα – μα υπάρχει και μπορείς να το βρεις, συχνά δίχως να χρειαστεί καν να ταξιδέψεις. Κάποιες φορές δεν μοιάζει καν με πάρκο – δεν έχει δέντρα ή σιντριβάνια ή πλατείες. Μα είναι το ίδιο πάντα πάρκο.

Η ίδια πηγή στην οποία επιστρέφεις και νιώθεις μέσα σου γαλήνη.







Μέρα 8 – Πίσω στην Έρημο



Τέλος, επιστρέφω στην αρχή. Στους απέραντους αμμόλοφους της ερήμου Γκόμπι. Στα καραβάνια με τις καμήλες. 

Είμαι πάλι εκεί – πάνω στην συμπαθέστατη λευκή καμήλα, πίσω απ’ τον αντιπαθέστατο Κινέζο οδηγό που απειλεί να μου πάρει τη  φωτογραφική μηχανή, δίπλα μου δεκάδες ντόπιοι να τραβούν selfies, κι εγώ να προσπαθώ να νιώσω – για λίγο έστω – πως ήταν τον παλιό καιρό… δίχως εμπόρους, δίχως τουρίστες, δίχως κινητά τηλέφωνα, δίχως γκρινιάρηδες συνταξιδιώτες, δίχως να υπολογίζεις το διαθέσιμο χρόνο της διαδρομής με το σταγονόμετρο – 100 γιουάν τα 20 λεπτά. Τότε που το ταξίδι ήταν τρόπος ζωής, τότε που το καραβάνι χάραζε στην άμμο λέξεις επικοινωνίας μεταξύ λαών, τότε που ενέδρευε ο κίνδυνος σε κάθε βήμα, τότε που στο βάθος της ερήμου λαμποκοπούσε σαν διαμάντι ο ποθητός προορισμός: η όαση.

Και πέρα από την όαση, βαθύτερα και από τους βαθύτερους αμμόλοφους, πίσω απ’ την ποθητή πολιτεία του ορίζοντα… ίσως να βρίσκεται το μεγαλύτερο διαμάντι όλων – ο ίδιος σου χαμένος εαυτός, στην αναζήτηση του οποίου εξορμάς.

Μάλλον εκεί οδηγούν τα ίχνη της ερήμου – κάθε ερήμου, σε κάθε σημείο του κόσμου.






Μα νομίζω ήρθε η ώρα να βάλω μια άνω τελεία – και να αφήσω την καμήλα να βοσκήσει λίγο. Ήδη είπαμε πολλά. Θα επανέλθουμε – στην έρημο και στους αμμόλοφους και στο Δρόμο του Μεταξιού, ο οποίος θα μας πάει δυτικότερα, όλο δυτικότερα, σε μέρη άγνωστα για την πλειοψηφία του κόσμου, σε μια Κίνα που μοσχοβολάει μπαχαρικά και δονείται από συγκρούσεις.

Κλείνοντας, θα αναφερθώ ξανά στον άνθρωπο που έκανε δυνατό αυτό το ταξίδι για μένα: στο Νίκο Μαρκουλάκη και στο TropicalTours [Πλατεία Καπνικαρέας 3, Αθήνα]. Περισσότερα για το Tropicalεδώ: ΚΛΙΚ

Υπάρχουν άφθονοι διοργανωτές ταξιδιών και πλήθος ταξιδιωτικών πρακτορείων, μα ελάχιστοι έχουν την εμπειρία, τη γνώση, την ικανότητα να κάνουν τη διαφορά και – κυρίως – το μεράκι και την αγάπη γι’ αυτό που κάνουν, όσο ο Νίκος Μαρκουλάκης.


Στο προσεχές μέλλον θα επανέλθω με τη συνέχεια της παρουσίασης… Ο Δρόμος του Μεταξιού δεν έχει ακόμα ξετυλίξει ορισμένα απ’ τα συναρπαστικότερά του μυστικά.

Για όσους έχασαν το πρώτο μέρος της παρουσίασης, μπορείτε να το διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ:



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


 © Κείμενο και φωτογραφίες: Το Φονικό Κουνέλι. Φλεβάρης 18



Καημός. Ένα διήγημα του Άντον Τσέχωφ

$
0
0

Anton Chekhov, Sorrow - illustration by the Kukryniksy artists


Κάποιες φορές μία από τις εγγενείς ιδιότητες που μας καθιστά ανθρώπινους είναι η επιθυμία μας να επικοινωνήσουμε. Όχι απλά να μιλήσουμε… μα ν’ ανοίξουμε την ψυχή μας, και από μέσα της να ξεχυθούν ποτάμια οι σκέψεις και τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν. Σαν χύτρα που ξεφυσά από την πίεση, αντίστοιχα αναστενάζουμε και ξεφυσούμε στην προσπάθειά μας ν’ απελευθερώσουμε από πάνω μας τις έγνοιες, ν’ αποτινάξουμε από μέσα μας το βάρος των σκέψεων. Να μιλήσουμε – ελεύθερα, δίχως περιορισμό, δίχως φιλτράρισμα, ν’ αφεθούμε στη ροή των συναισθημάτων μας. Τότε είναι που χρειαζόμαστε έναν αποδέκτη, κάποια ανάλαφρη ψυχή ικανή ν’ απορροφήσει σαν σφουγγάρι τον εσωτερικό μας χείμαρρο, και, αν είναι δυνατόν, να μας προσφέρει μια μικρή παρηγοριά.

Ποιος, όμως, είναι ικανός γι’ αυτό το τελευταίο; Αλίμονο – ο καθένας φέρει μέσα του τις έγνοιές του και σπάνια επιθυμεί ν’ αφουγκραστεί τον άλλον. Και αν σε ακούσουν, πόσοι θα το κάνουν δίχως να γυρεύουν κάποιο όφελος, κάποια μορφή ανταμοιβής; Πόσοι, τέλος, μπορούν αληθινά να σε κατανοήσουν; Να μιλήσουν στην ίδια γλώσσα μαζί σου;

Ανθρώπινος, εν τέλει, δεν είναι μονάχα εκείνος που μπορεί να μιλάει… μα κι εκείνος που μπορεί ν’ ακούει.

Το διήγημα που θα δούμε σήμερα έχει απόχρωση κρύου ρωσικού χειμώνα και γράφτηκε από τον Άντον Τσέχωφ. Η γλώσσα του είναι καθαρή σαν χιόνι, «απλή όπως λες “δώσ’ μου ένα ποτήρι νερό”», όπως είχε πει για τον Τσέχωφ ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ο τίτλος του είναι “Καημός”. Θέμα του; Ένας φτωχός αμαξάς, ο Ιωνάς, που επιθυμεί να μοιραστεί την έγνοια που τον βασανίζει με κάποιον άνθρωπο. Η μετάφραση είναι του Κ. Σιμόπουλου.

Ας μεταφερθούμε νοερά, λοιπόν, στην καρδιά μιας παγερής ρωσικής πολιτείας του 19ουαιώνα… και ας παραδώσουμε τη σκυτάλη του λόγου στον Τσέχωφ.



Illumination in St. Petersburg, 1869 - Fyodor Vasilyev



ΚΑΗΜΟΣ



Σε ποιον να πω τον πόνο μου



Σουρουπώνει. Πηχτό νερόχιονο πέφτει απαλά απαλά στα αναμμένα φανάρια του δρόμου. Απλώνει ένα λεπτό, φουρφουριστό τραπεζομάντιλο στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στους ώμους και τα καπέλα των περαστικών. Ο άμαξάς Ιωνάς Ποτάπωφ είναι κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ένα ανθρώπινο κορμί. Στέκεται εκεί κουρνιασμένος ασάλευτος. Και ολόκληρη στοίβα χιόνι να κυλούσε πάνω του δε θα κουνούσε το χέρι να τιναχτεί...

Η φοράδα του κάτασπρη και κείνη και ασάλευτη. Στεκόταν στην άκρη του δρόμου ξεπαγιασμένη, όλο γωνιές, με τα κοκαλιάρικα πόδια της ίδια μπαστούνια. Σίγουρα ήταν βυθισμένη σε σκέψεις. Πως να μη συλλογιέται έτσι όπως είναι ζεμένη στο αμάξι, χαμένη μέσα στις ίδιες εικόνες της κάθε μέρας, μέσα σ'αυτό το στρόβιλο των αποκρουστικών φυτών, του ατέλειωτου βουητού και των βιαστικών ανθρώπων;

Ο Ιωνάς και το άλογό του στέκονται πολλή ώρα ακίνητοι στη άκρη του δρόμου. Έχουν από το μεσημέρι να πάρουν αγώι και δεν είναι διόλου σίγουρο πως θα παρουσιαστεί απόψε πελάτης. Το σκοτάδι της νύχτας κατεβαίνει και τυλίγει την πολιτεία. Το χλωμό φως των φαναριών ζωντανεύει και η κίνηση στο δρόμο όλο και μεγαλώνει.

—Έ! Αμαξά! Πήγαινέ με στο Βιμπόργκ, ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!

Ο Ιωνάς τινάζεται και ανάμεσα από τα βλέφαρά του που έχουν γεμίσει χιόνι ξεχωρίζει έναν αξιωματικό κουκουλωμένο στο μαντύα του.

— Συνοικία Βιμπόργκ! ξαναλέει ο αξιωματικός. Μίλα, λοιπόν, κοιμάσαι; Συνοικία Βιμπόργκ!

Για απάντηση ο Ιωνάς κουνάει πέρα δώθε τα χαλινάρια και τινάζει το χιόνι από τα καπούλια της φοράδας και τον ώμο του... Ο αξιωματικός θρονιάζεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κάνει ένα «κλάκ» με τη γλώσσα του, απλώνει μπροστά το λαιμό, μακρύ σαν του κύκνου, ανασηκώνεται και έτσι από συνήθειο περισσότερο παρά από ανάγκη, κάνει μια στράκα με το καμιτσίκι. Η φοραδίτσα απλώνει και αυτή το λαιμό, διπλώνει τα κοκαλιάρικα πόδια και ξεκινάει ανόρεχτα.

— Που πας μωρέ να χωθείς, που να σε πάρει ο διάολος!... Ο Ιωνάς ακούει τις οργισμένες φωνές που ανεβαίνουν από τη μαύρη πήχτρα των διαβατών. Κόσμος πάει κι έρχεται γύρω του.

— Που διάολο ξεφύτρωσες εσύ, μωρέ!... Τράβα δεξιά!...

— Μα δεν ξέρεις να οδηγήσεις; Τράβα δεξιά! γκρινιάζει ο αξιωματικός.

Ο αμαξάς πετάει μια βλαστήμια. Ένας πελάτης του ρίχνει αγριεμένα βλέμματα και τινάζει το χιόνι από το μανίκι του. Περνούσε το δρόμο και ο ώμος του σκόνταψε στα ρουθούνια της φοράδας. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στην κούρνια του σα να κάθεται στα καρφιά, σκουντάει με τον αγκώνα και τα μάτια του παίζουν σαν χαμένα, λες και δεν καταλαβαίνει που βρίσκεται και γιατί.

— Είδες τους μασκαράδες! κοροϊδεύει ο αξιωματικός. Όλοι απάνω σου πέφτουν και μπερδεύονται στα πόδια της φοράδας. Συνωμοσία!...

Ο Ιωνάς γυρίζει το κεφάλι προς τον πελάτη και τα χείλη του σαλεύουν. Είναι ολοφάνερο πως κάτι θέλει να πει, μα τίποτα δε βγαίνει από το λαιμό, μονάχα ένα βραχνό βογκητό.

— Πως; ρώτησε ο αξιωματικός.

Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα, έτσι σαν να θέλει να χαμογελάσει. Πνίγεται, ξεροβήχει για να ανοίξει ο λαιμός του, ξεφυσάει, αγκομαχάει.

— Ξέρετε, κύριε, να... δηλαδή... ο γιος μου πέθανε αυτή τη βδομάδα.

—Χμ!... Και από τι πέθανε;

Ο Ιωνάς γυρίζει τώρα ολόκληρο το πανωκόρμι προς τον πελάτη και αποκρίνεται:

— Και ποιος ξέρει; Από θέρμες φαίνεται... Έμεινε τρεις μέρες στο νοσοκομείο, υστέρα πέθανε. Έτσι θέλει ο θεός...

— Στρίψε, ανάθεμά σε! Ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Που πας ζωντόβολο! Άνοιξε τα στραβά σου!...

— Άντε, λοιπόν! φωνάζει ο πελάτης. Όπως πάμε δε θα φτάσουμε ούτε το πρωί. Κουνήσου λιγάκι!...

Ο αμαξάς ξαναπλώνει το λαιμό, ανασηκώνεται και με μια χαριτωμένη κίνηση αλλά κάπως βαριά τινάζει το καμιτσίκι. Ύστερα ρίχνει ένα βλέμμα στον πελάτη, ξαναγυρίζει, ξανακοιτάζει, μα κείνος έχει κλείσει τα μάτια και φαίνεται πως δεν έχει όρεξη για κουβέντα.

Ο αξιωματικός βγήκε στη συνοικία Βιμπόργκ και ο Ιωνάς σταματάει μπροστά στην πόρτα κάποιου καμπαρέ, διπλώνεται ξανά στα δυο, αμπαρώνεται στον εαυτό του και στέκει εκεί στην κούρνια του ασάλευτος... Και να που το νερόχιονο αρχίζει να τον ξαναβάφει κάτασπρο κι αυτόν και τη φοράδα του. Περνάει μια ώρα, περνάνε δυο...

Τρεις νεαροί πλησιάζουν χτυπώντας δυνατά τις γαλότσες στο καλντερίμι και καβγαδίζουν. Οι δυο είναι ψηλοί και αδύνατοι, ο άλλος καμπούρης και κοντοστούπης.

— Αμαξά, στη Γέφυρα της 9 Αστυνομίας, φωνάζει ο καμπούρης με τρεμουλιαστή φωνή. Και οι τρεις μας είκοσι καπίκια!

Ο Ιωνάς τινάζει τα γκέμια, κάνει «κλάκ!» με τη γλώσσα του. Είκοσι καπίκια, δεν είναι αγώι αυτό, μα τι τον νοιάζει για λεφτά; Τι ένα ρούβλι, τι ένα καπίκι! Γι’ αυτόν όλα καλά είναι, φτάνει να παίρνει πελάτες... Οι νεαροί ζυγώνουν στο έλκηθρο, σπρώχνονται, βλαστημάνε και αδράχνουν και οι τρεις μαζί το παραπέτο. Άρχισε συζήτηση ποιος θα καθίσει και ποιος θα μείνει όρθιος. Αφού καβγάδισαν ώρα πολλή αποφάσισαν να μείνει ο καμπούρης όρθιος επειδή ήταν ο πιο κοντός.

— Άντε, τράβα! πρόσταξε ο καμπούρης με μια ψιλή φωνούλα. Βολεύτηκε κει μπροστά και ξεφυσάει στο σβέρκο του Ιωνά. Δίνε του!

— Ωχ! Τι κούκος είναι αυτός μωρέ γέρο: Τέτοια παλιατσούρα δεν τη βρίσκεις, αδερφέ μου, σε όλη την Πετρούπολη!...

— Χι! Χι! Χι! έκανε ο Ιωνάς. Καθένας φοράει τον κούκο που έχει...

— Άντε, «τον κούκο που έχει», βάρα του! Έτσι θα πάμε, μωρέ; Έ; Θέλεις να σου κοπανίσω καμία;

— Το κεφάλι μου πάει να σπάσει, λέει ο ένας από τους ψηλούς. Χτες ήπιαμε οι δυο μας, εγώ και ο Βάσκα τέσσερα μπουκάλια βότκα.

— Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί λες ψέματα, πετιέται ο άλλος αγανακτισμένος. Μωρέ αυτός όλο την ψευτιά έχει στο στόμα του σαν οδοντογιατρός!

— Να ρίξει ο θεός αστραπή να με κάψει αν δε λέω την αλήθεια...

— Αν αυτό είναι αλήθεια τότε και οι ψείρες τραγουδάνε...

— Χι! Χι! έκανε ο Ιωνάς και η καρδιά του μαλάκωσε. Οι κύριοι έχουν κέφι!

— Ουφ! Ο διάολος να σε... νευριάζει ο καμπούρης. Θα κουνηθείς γέρο φαφούτη η όχι; Έτσι θαρρείς πως θα μας πας; Δώσ'της μια καμιτσικιά που να πάρει ο διάολος. Άντε λοιπόν. Δώσ'της μια!

Ο Ιωνάς νιώθει στη ράχη του το κορμί του καμπούρη που όλο αναδεύεται και τη βραχνή τρεμουλιαστή φωνή του. Χωνεύει τις βρισιές, αγναντεύει τους διαβάτες και σιγά σιγά νιώθει πως δεν είναι τόσο μόνος. Ο καμπούρης ξεκουκκίζει τις βρισιές του. Κάποια στιγμή πνίγηκε καθώς πετούσε μια μπερδεμένη βλαστήμια έξι πατώματα και τον έπιασε φοβερός βήχας. Οι δυο καθισμένοι μιλούσαν για κάποια Ναντέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς γύρισε το κεφάλι του στους πελάτες, περίμενε λίγο, βρήκε ευκαιρία που έγινε μια μικρή διακοπή, τους ξανακοίταξε και μουρμούρισε:

— Να, δηλαδή... πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.

— Όλοι θα πεθάνουμε, αναστέναξε ο καμπούρης σφουγγίζοντας τα χείλη του υστέρα από το βήχα. Άντε! Δώσ'της! Χτυπά λοιπόν! Κύριοι είναι αδύνατο να συνεχιστεί αυτό το βιολί. Δεν θα φτάσουμε ούτε το πρωί...

— Βοήθησέ τον και συ λίγο... ξέρεις, στο λαιμό!

— Τ’ ακούς γέρο φαφούτη; Θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο… Τ’ ακούς παλιόμουτρο; Ή μας κοροϊδεύεις κιόλας;

Και ο Ιωνάς άκουσε, περισσότερο άκουσε παρά ένιωσε, το σβούριγμα μιας καρπαζιάς στο σβέρκο του.

— Χι! Χι! γέλασε. Οι κύριοι έχουν κέφι! Ο θεός να τους δίνει υγεία...

—Έ! άμαξά, παντρεμένος είσαι; ρώτησε ένας από τους ψήλους.

— Ποιος; Εγώ; Χι! Χι! Έχουν κέφι οι κύριοι. Τώρα έχω γυναίκα τη μαύρη γη... Χο! Χο! Χο! Το μνήμα! Ο γιος μου πέθανε και γω ζω. Παράξενο πράμα! Ο χάρος έκανε λάθος στην πόρτα. Αντί να 'ρθει σε μένα πήγε στο γιό μου...

Και ο αμαξάς γυρίζει ξανά για να διηγηθεί πως έχασε το γιό του. Μα κείνη τη στιγμή, ο καμπούρης αναστενάζει με ανακούφιση και λέει πως, δόξα να ‘χει ο θεός, φτάσαμε επί τέλους. Ο Ιωνάς παίρνει τα είκοσι καπίκια και παρακολουθεί ώρα πολλή τους τρεις γλεντζέδες, ώσπου τρύπωσαν σε μια σκοτεινή πόρτα.

Είναι πάλι ολομόναχος και τον κυκλώνει η σιωπή. Ο καημός του που για μια στιγμή είχε καταλαγιάσει και του βαραίνει τώρα πιο πολύ την καρδιά. Τα μάτια του Ιωνά, ανήσυχα, πονεμένα, ψάχνουν τους διαβάτες που πάνε κι έρχονται στα δυο πεζοδρόμια. Δεν θα βρεθεί κανείς ανάμεσα στις χιλιάδες των περαστικών που να θέλει να ακούσει τον πόνο του; Μα όλοι τρέχουν βιαστικοί, κανείς δεν τον προσέχει, κανείς δεν λογαριάζει τον καημό του. Και ο πόνος του είναι βαθύς, απέραντος. Αν μπορούσε να σπάσει η καρδιά του Ιωνά, και να κυλήσει ο πόνος του, θα μαύριζε όλος ο κόσμος. Και όμως, κανείς δεν τον βλέπει!... Κρύβεται καταχωνιασμένος σ’ ένα μικρό, τιποτένιο καρυδότσουφλο, τόσο μικρό, που τα μάτια σου δε θα το ‘βλεπαν και να το φώτιζες ακόμα.

Ο Ιωνάς βλέπει κάποιον πορτιέρη που κουβαλάει στον ώμο ένα σακί και αποφασίζει να πιάσει κουβέντα.

— Δε μου λες, φίλε, τι ώρα είναι; ρωτάει.

— Εννιά. Τι σταμάτησες εδώ; Προχώρα!...

Ο Ιωνάς αποτραβιέται κάμποσο, ξαναδιπλώνεται, κλείνεται στον εαυτό του και απομένει με τον καημό του. Τώρα πια, συλλογιέται, είναι μάταιο να μιλήσω σε άνθρωπο. Μα σε πέντε λεπτά, ανασηκώνεται, σαλεύει το κεφάλι λες και τον περόνιασε κάποιος σουβλερός, ξαφνικός πόνος. Έπειτα τινάζει τα γκέμια. Δεν αντέχει πια!

— Να γυρίσω! λέει. Να γυρίσω!...

Και η φοραδίτσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, χίμηξε στο σοκάκι τριποδίζοντας. Σε μιάμιση ώρα, ο Ιωνάς κάθεται μπροστά σε ένα βρώμικο πατάρι. Κόσμος κοιμάται στο πατάρι, κατά γης και σε πάγκους. Ο καπνός ανεβαίνει τούφες τούφες... Πνίγεται κανείς εδώ μέσα. Ο Ιωνάς κοιτάζει τους κοιμισμένους, ξύνει το κεφάλι του και στενοχωριέται που γύρισε τόσο νωρίς...

«Δεν έβγαλα ούτε τη βρώμη της φοράδας σήμερα!» σκέφτεται. «Γι’ αυτό τα βλέπω όλα μαύρα. Ο αμαξάς που ξέρει τη δουλειά του, που είναι χορτάτος και έχει και το άλογό του ταϊσμένο είναι πάντοτε ήσυχος».

Στη γωνιά ανασηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, μουρμουρίζει μισοκοιμισμένος ακόμα και τραβάει κατά τον κουβά με το νερό.

— Διψάς; ρωτάει ο Ιωνάς.

— Έ! Ναι...

 — Ωραία! Στην υγειά σου... Και γω φίλε. Ο γιος μου πέθανε. Τ’ άκουσες πουθενά; Ναι, αυτή τη βδομάδα στο νοσοκομείο… Τι τράβηξα!...

Ο Ιωνάς τον κοίταζε με αγωνία στα μάτια να δει τι εντύπωση θα κάνουν τα λόγια του. Μα δεν είδε τίποτα. Ο νεαρός τράβηξε την κουβέρτα στο κεφάλι και αποκοιμήθηκε αμέσως. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνει το σβέρκο του. Ο νεαρός διψούσε για νερό, αυτός διψάει για κουβέντα. Είναι τώρα μια βδομάδα που πέθανε ο γιος του και δεν μπόρεσε ακόμα να ανοίξει σε κανένα την καρδιά του. Πρέπει να τα πει όλα καθαρά, έτσι όπως έγιναν. Να διηγηθεί πως αρρώστησε ο γιος του, τα βάσανά του, τι έλεγε την ώρα που ψυχορραγούσε, πως πέθανε. Πρέπει να μιλήσει σε κάποιον για την κηδεία και πως πήγε στο νοσοκομείο να ψάξει για τα ρούχα του πεθαμένου. Στο χωριό έχει ακόμα μια κόρη, την Ανίσσια... Έπρεπε να μιλήσει και γι’ αυτή. Καλύτερα θα ήταν να πει τον πόνο του σε καμιά γυναίκα, γιατί οι γυναίκες είναι πονόψυχες. Είναι αρκετά δυο λόγια για να τις πάρουν τα δάκρυα...

— Δεν πάω να δω τη φοράδα μου; σκέφτηκε ο Ιωνάς. Έχουμε καιρό για ύπνο.

Ντύνεται και κατεβαίνει στο στάβλο. Συλλογιέται τη βρώμη, το άχερο, τι καιρό θα κάνει... Όταν είναι μονάχος δεν μπορεί να σκεφτεί το γιό του. Μπορεί να μιλήσει με κάποιον, μα να τον σκεφτεί όταν είναι μονάχος, να τον θυμηθεί έτσι πεθαμένο, αχ, δε μπορεί, είναι φοβερό...    

— Μασάς; ρωτάει ο Ιωνάς τη φοράδα του και κοιτάζει τα μάτια της που γυαλίζουν. Ωραία! Τρώγε! Τρώγε! Αφού δεν έχουμε λεφτά για βρώμη, τι να κάνουμε, θα μασάμε άχερο. Ναι... Αρχίζω και γερνάω, δε βαστάνε πια τα χέρια μου... Θα την είχε παραλάβει πια ο γιος μου τη δουλειά. Αυτός ήταν αληθινός αμαξάς! Ας ήτανε μονάχα στη ζωή...

Ο Ιωνάς στέκεται λίγο σιωπηλός, ύστερα ξαναρχίζει.

— Έτσι είναι, φοραδίτσα μου. Δεν υπάρχει πια ο γιος του Ιωνά. Δε πρόλαβε να ζήσει. Ναι, έτσι χάθηκε, για το τίποτα. Και τώρα ας πούμε πως εσύ έχεις ένα πουλαράκι και πως είσαι η μάνα που γέννησε αυτό το πουλαράκι. Και ξαφνικά να το χάσεις αυτό το πουλαράκι. Θα πονούσες, δεν είναι έτσι;

Η φοραδίτσα μασάει, αφουγκράζεται και ξεφυσάει στα χέρια του αφεντικού της.

Και ο Ιωνάς, που τον παίρνει το παράπονο, κάθεται και τα διηγιέται όλα…»



Μετάφραση: Κ. Σιμόπουλου
Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Φλεβάρης του 18


Άλλες παρουσιάσεις του έργου του Άντον Τσέχωφ από το φονικό κουνέλι:



Vasily Surikov - Bronze horseman in st Petersburg - 1870

Μπρεχτ: Επιλογές από τις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ

$
0
0





«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»



Ιστορίες γραμμένες μεταξύ τριών δεκαετιών, στη διάρκεια των οποίων άλλαξε ο κόσμος·οι περισσότερες μικρές σε έκταση, κάποιες λίγες αράδες όλες κι όλες· δίχως απαραίτητα συνοχή μεταξύ τους, καλύπτοντας μια ποικιλία θεμάτων, συχνά φέροντας την προσωπίδα της αλληγορίας.

Πρωταγωνιστής τους; Ένας ανώνυμος χαρακτήρας της καθημερινότητας με το όνομα «Κόυνερ» [Keuner] - παραπέμποντας στο γερμανικό “keiner”, που σημαίνει «κανένας».

Μέθοδος του Κόυνερ; Η σωκρατική διαλεκτική.

Σκοπός του; Το ξεσκέπασμα του πέπλου της κοινωνικής υποκρισίας. Η σπουδή μιας κοινωνίας στη βάση της οποίας εδράζεται, σαν φίδι στη φωλιά του, η αδικία. Όπως ο Αίσωπος μια φορά κι έναν καιρό, μέσα από τους Μύθους του, αποκάλυπτε με αλληγορικά κείμενα τις αλήθειες της ανθρώπινης φύσης, αντίστοιχα ο «Κανένας» των ιστοριών μας φανερώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Μια εποχή που είδε – με τα μάτια του συγγραφέα της – το Μεσοπόλεμο, την άνοδο του φασισμού, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το διχασμό του κόσμου σε δύο αντίπαλα ψυχροπολεμικά στρατόπεδα.

Φυσικά το πανταχού παρόν βλέμμα, πίσω από τον «κανένα», δεν είναι άλλο από εκείνο του Μπέρτολτ Μπρεχτ [BertoltBrecht]… Και οι «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» ανήκουν στα πλέον χαρακτηριστικά κείμενα που άφησε πίσω του ο γερμανός συγγραφέας της «Όπερας της Πεντάρας» και του «Κύκλου με την Κιμωλία». Διαφορετικά συγκριτικά με τα θεατρικά του, περισσότερο αλληγορικά, ως και αινιγματικά σε σημεία, μα προτάσσοντας πάντα την αιχμή της μαρξιστικής διαλεκτικής κριτικής του. Αν κάποιοι δημιουργοί ενδιαφέρονται να τυλίξουν τον κόσμο σε εξιδανικευμένα πέπλα ωραιοποίησης, ο Μπρεχτ κάνει ακριβώς το αντίθετο: μέσα από το μύθο επιθυμεί να απογυμνώσει την πραγματικότητα, να φανερώσει τις αντιφάσεις της, να καταδείξει τους αληθινούς σκοπούς της. Και με τον δικό του τρόπο να ωθήσει τον αναγνώστη του σε προβληματισμό και γόνιμη κοινωνική κριτική.

Στο παρόν αφιέρωμα επέλεξα τις αγαπημένες μου από τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ». Εκείνες που με προβλημάτισαν περισσότερο, εκείνες στις οποίες, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας τους έσκαψε βαθύτερα στις ρίζες – ή απλά εκείνες που μου άρεσαν πιο πολύ. Μεταξύ άλλων θα βρείτε και το κλασικό «Αν Ήταν Άνθρωποι οι Καρχαρίες» (από τα γνωστότερα και πιο αγαπημένα κείμενα του Μπρεχτ).


Ας παραδώσω τη σκυτάλη στον κύριο Κόυνερ λοιπόν.








Μέτρα κατά της βίας



«Μια φορά, καθώς ο κύριος Κ., ο στοχαστής, έβγαζε λόγο σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταφερόταν κατά της βίας, πρόσεξε ξαφνικά πως ο κόσμος άρχισε να οπισθοχωρεί και να φεύγει. Γύρισε τότε και είδε να στέκει πίσω του η Βία αυτοπροσώπως.

«Τι τους έλεγες;» τον ρώτησε η Βία.

«Τους μιλούσα υπέρ της Βίας», απάντησε ο κύριος Κ.

Την ώρα που έφευγε ο κύριος Κ., τον ρώτησαν οι μαθητές του γιατί υποχώρησε. Ο κύριος Κ. απάντησε: «Υποχώρησα για να μπορέσω να προχωρήσω. Εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».

Και ο κύριος Κ. τους διηγήθηκε μια ιστορία:

Στο σπίτι του κυρίου Έγκε, που ήξερε να λέει όχι, μπήκε μια μέρα, στα χρόνια της παρανομίας, ένας πράκτορας και του έδειξε ένα χαρτί. Το χαρτί, στο όνομα εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη, όριζε ότι ο πράκτορας θα είχε στη δικαιοδοσία του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και κάθε λογής τροφή που θα ζητούσε, και πως θα είχε υπηρέτη του όποιον έβρισκε μπροστά του.

Ο πράκτορας πήρε καρέκλα και κάθισε, του ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, ξάπλωσε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, και πριν τον πάρει ο ύπνος ρώτησε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου;»

Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κι άγρυπνος παραστάθηκε στον ύπνο του. Εφτά ολόκληρα χρόνια τον υπάκουγε όπως την πρώτη εκείνη μέρα, κι έκανε για τον πράκτορα τα πάντα, εκτός από ένα: δεν του είπε ποτέ λέξη. Κι ο πράκτορας όλο και πάχαινε απ’ το πολύ φαγητό, κοιμόταν και έδινε διαταγές, και πάνω στα εφτά χρόνια πέθανε. Τον τύλιξε τότε ο κύριος Έγκε στην τριμμένη κουβέρτα, τον έβγαλε σέρνοντας από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, έβαψε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά και απάντησε:

«ΟΧΙ».



Το ανυπεράσπιστο παιδί



«Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε, και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:

«Κάποιος περαστικός είδε ένα αγόρι που έκλαιγε και το ρώτησε τι είχε πάθει.

"Είχα δυο γρόσια για να πάω σινεμά"είπε το αγόρι, "κι ένα παιδί που περνούσε, μου άρπαξε το ένα γρόσι απ’ το χέρι", και του έδειξε ένα παιδί λίγο πιο πέρα.
"Και δεν φώναξες βοήθεια;"ρώτησε ο περαστικός.

"Πως δεν φώναξα!"είπε το αγόρι και οι λυγμοί του δυνάμωσαν.

"Και δεν σ’ άκουσε κανείς;"ρώτησε πάλι ο περαστικός, και το χάιδεψε τρυφερά.

"Όχι"είπε μέσα στ’ αναφιλητά του το αγόρι.

"Και γιατί δεν φώναξες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;"ξαναρώτησε ο περαστικός.

"Όχι"ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει.

"Τότε, δώσ’ μου το κι αυτό!"είπε ο περαστικός, και αρπάζοντάς του και το άλλο γρόσι από το χέρι, συνέχισε ανέμελα τον δρόμο του».








Ο κύριος Κ. και η φύση



«Όταν ερωτήθηκε για τη σχέση του με τη φύση, ο κύριος Κ. είπε: «Θα μου άρεσε να βλέπω κάνα δυο δέντρα βγαίνοντας από το σπίτι μου. Κυρίως γιατί αλλάξουν όψη κάθε μέρα και κάθε εποχή, και δίνουν έτσι μια εντελώς άλλη αίσθηση πραγματικότητας. Στις πόλεις, χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, γιατί βλέπουμε πάντοτε αντικείμενα χρηστικά, τα σπίτια, που θα ήταν άδεια αν δεν τα κατοικούσε κανείς, και τους δρόμους, που θα ήταν άχρηστοι αν κανένας δεν τους χρησιμοποιούσε. Η ιδιόμορφη τάξη που επικρατεί στην κοινωνία μας, μας επιτρέπει να συνυπολογίζουμε και τους ανθρώπους σ’ αυτά τα χρηστικά αντικείμενα, κι έτσι τα δέντρα, τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι ξυλουργός, έχουν μια καθησυχαστική αυθυπαρξία, εντελώς ανεξάρτητη από τον εαυτό μου, αλλά ελπίζω πως και για τον ξυλουργό έχουν κάτι που αντιστέκεται στην αξιοποίηση».

«Κι αφού θέλετε να βλέπετε δέντρα, γιατί δεν πηγαίνετε καμιά φορά στην εξοχή;» τον ρώτησαν.

Ο κύριος Κ. απάντησε ξαφνιασμένος: «Εγώ είπα ότι θέλω να τα βλέπω όταν βγαίνω από το σπίτι μου».

(Ο κύριος Κ. είπε και κάτι άλλο: «Είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε τη φύση με μέτρο. Όταν τριγυρνάς άσκοπα στη φύση, κινδυνεύεις να βρεθείς σε νοσηρή κατάσταση, σαν να έχεις ανεβάσει πυρετό».)



Η συνάντηση



«Ένας άνθρωπος που είχε καιρό να δει τον κύριο Κ., τον χαιρέτησε λέγοντας:

«Δεν αλλάξατε καθόλου»,

«Αχ!» έκανε ο κύριος Κ. και χλόμιασε.»



Συνομιλίες



«Εμείς οι δύο δεν μπορούμε να συζητήσουμε πια», είπε ο κύριος Κ. σ’ έναν άνθρωπο.

«Γιατί;», ρώτησε τρομαγμένος ο άλλος.

«Όταν σας βλέπω, δεν μου ‘ρχεται τίποτα λογικό», παραπονέθηκε ο κύριος Κ.

«Ά, δεν με πειράζει καθόλου», τον παρηγόρησε ο άλλος.

«Σας πιστεύω», είπε πικρόχολα ο κύριος Κ., «αλλά πειράζει εμένα.»



Ο κύριος Κ. οδηγεί αυτοκίνητο



«Ο κύριος Κ. έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο, αλλά στην αρχή δεν οδηγούσε πολύ καλά. «Μόλις έμαθα να οδηγώ ένα αυτοκίνητο» έλεγε απολογητικά, «αλλά τώρα πρέπει να μάθω να οδηγώ δύο, δηλαδή και το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά από το δικό μου. Μόνο όταν παρατηρήσεις τις κυκλοφοριακές συνθήκες για το προπορευόμενο αυτοκίνητο και εκτιμήσεις σωστά τις δυσκολίες του, ξέρεις πως να οδηγείς σε σχέση με το αυτοκίνητο αυτό».








Οι δύο οδηγοί



«Ο κύριος Κ. ρωτήθηκε κάποτε για τη δουλειά δυο ανθρώπων του θεάτρου, και απάντησε με την εξής παραβολή: «Ξέρω έναν οδηγό που γνωρίζει καλά τον κυκλοφοριακό κώδικα, τον εφαρμόζει πιστά και τον εκμεταλλεύεται επωφελώς. Τα καταφέρνει περίφημα να ανοίγει ταχύτητα, κι έπειτα πάλι να επανέρχεται στην κανονική, και να μην κουράζει τη μηχανή του, κι έτσι με προσοχή αλλά και τόλμη ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ξέρω όμως κι έναν άλλον οδηγό που οδηγεί διαφορετικά. Πιο πολύ απ’ τη δική του διαδρομή τον ενδιαφέρει όλη η κυκλοφορία, και θεωρεί ότι ο ίδιος δεν είναι παρά ένα μικρό της κομμάτι. Τα δικαιώματά του δεν τα εκμεταλλεύεται, ούτε προσπαθεί να διακριθεί ατομικά. Οδηγεί συντονισμένος με το αυτοκίνητο που προπορεύεται και με το αυτοκίνητο που ακολουθεί, και με μια σταθερή ευχαρίστηση: πως όλα τα αυτοκίνητα και όλοι οι πεζοί τραβούν μπροστά».



Ο κύριος Κ. και οι ελεύθερες ασκήσεις



«Ένας φίλος είπε στον κύριο Κ. ότι η υγεία του είχε βελτιωθεί από το φθινόπωρο, από τότε που έκοψε όλα τα κεράσια μιας μεγάλης κερασιάς στον κήπο του.

Σκαρφάλωσε, είπε, ως την άκρη των κλαδιών, και οι πολύπλοκες κινήσεις που έκανε προσπαθώντας να φτάσει τα κεράσια γύρω του και πάνω απ’ το κεφάλι του, πρέπει να του έκαναν καλό.

«Τα κεράσια τα φάγατε;» ρώτησε ο κύριος Κ., κι όταν έλαβε καταφατική απάντηση, είπε:

«Τέτοιες σωματικές ασκήσεις πολύ ευχαρίστως θα τις έκανα κι εγώ».



[Ο κύριος Κ. και η παλίρροια]



«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»



[Περί αλήθειας]



«Ο μαθητής Τιφζίνιχ έπιασε τον κύριο Κ., τον στοχαστή, και του είπε: «Θέλω να γνωρίσω την αλήθεια».

«Ποιαν αλήθεια; Η αλήθεια είναι γνωστή. Θέλεις να γνωρίσεις την αλήθεια της ψαραγοράς ή την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια της ψαραγοράς πάψεις ν’ ακριβοπληρώνεις τα ψάρια τους, τότε δεν θα τη μάθεις ποτέ», είπε ο κύριος Κ.»



Αγάπη για ποιον;



«Είπαν στον κύριο Κ. πως η ηθοποιός Ζ αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση. Ο κύριος Κ. είπε: «Από αγάπη για τον εαυτό της σκοτώθηκε. Τον Χ πάντως, αποκλείεται να τον αγαπούσε, γιατί τότε δεν θα του το ‘κανε αυτό. Αγάπη είναι η επιθυμία να δώσεις κάτι, κι όχι να το κρατήσεις. Αγάπη είναι η τέχνη να παράγεις κάτι με τις ικανότητες του άλλου. Γι’ αυτό χρειάζεσαι και τον σεβασμό και τη συγκατάθεση του άλλου. Αυτά πάντα μπορείς να τα εξασφαλίσεις. Η υπέρμετρη επιθυμία ν’ αγαπηθείς δεν έχει μεγάλη σχέση με την αληθινή αγάπη. Η φιλαυτία κρύβει πάντα μέσα της κάτι το αυτοκτονικό».








Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες



«Ρώτησε κάποτε τον κύριο Κ. η κόρη της οικονόμου του:

«Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα φερόντουσαν καλύτερα στα μικρότερα ψάρια;»

«Α βέβαια», είπε ο κύριος Κ. «Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα 'χτιζαν μέσα στη θάλασσα πελώρια κουτιά για τα μικρά ψάρια, και μέσα θα 'βαζαν κάθε είδους τρόφιμα, φυτά και ζώα. Θα φρόντιζαν να υπάρχει πάντα τρεχούμενο νερό στα κουτιά, και θα έπαιρναν όλα τα μέτρα υγιεινής. Κι όταν, ας πούμε, κανένα ψαράκι χτυπούσε στο πτερύγιό του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως επίδεσμο, για να μην τους ψοφήσει πριν της ώρας του. Και για να μην πλήττουν τα ψαράκια, θα γίνονταν κάθε τόσο μεγάλα νεροπανηγύρια, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα λυπημένα.

Στα μεγάλα αυτά κουτιά θα υπήρχαν, φυσικά, και σχολεία, και τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπούν στο στόμα του καρχαρία. Θα χρειάζονταν όμως και λίγη γεωγραφία, π.χ. να ανακαλύπτουν τα μέρη όπου τεμπελιάζουν οι μεγάλοι καρχαρίες.

Το κυριότερο θα ήταν η ηθική διαπαιδαγώγηση των ψαριών. Θα τα δίδασκαν πως το Μέγιστο και το Άριστο για κάθε ψαράκι, είναι η αυτοθυσία, και πως όλα τους πρέπει να πιστεύουν τυφλά τους καρχαρίες – αυτοί τους υπόσχονται ένα σίγουρο μέλλον. Τα ψαράκια θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον αυτό θα εξασφαλιζόταν μόνο με τη δική τους υπακοή. Τα ψαράκια θα 'πρεπε να αποβάλουν κάθε ευτελή, υλιστική, εγωιστική και μαρξιστική τάση, και να αναφέρουν επί τόπου στους καρχαρίες κάθε ψαράκι που θα τύχαινε να εκδηλώσει παρόμοιες αδυναμίες.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα έκαναν φυσικά και πολέμους για να κατακτήσουν ξένα ψαροκούτια και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς θα πολεμούσαν τα ψαράκια, στο πλευρό του καρχαρία τους. Τα ψαράκια θα μάθαιναν ότι τα χωρίζουν τεράστιες διαφορές από τα ψαράκια των άλλων καρχαριών. Είναι γνωστό, θα τους έλεγαν, ότι τα ψαράκια δεν μιλούν. Σωπαίνουν όμως σε ένα σωρό γλώσσες, γι’ αυτό και είναι αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Κι όταν κάποιο ψαράκι θα σκότωνε στον πόλεμο άλλα ψαράκια, εχθρικά, που σώπαιναν σε ξένη γλώσσα, θα του καρφίτσωνε ένα μικρούτσικο παράσημο από φύκι και θα το αναγόρευαν σε ήρωα.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα είχαν βέβαια και καλές τέχνες. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα έδειχναν τα δόντια των καρχαριών με εξαίσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σωστοί παραδείσιοι κήποι για εξαίσιους περιπάτους.

Στα θέατρα του βυθού ηρωικά ψαράκια θα κολυμπούσαν πασίχαρα στο λαρύγγι του καρχαρία, και θα 'παιξε τόσο ωραία μουσική, ώστε τα ψαράκια, τυλιγμένα στους ήχους της, θ’ ακολουθούσαν την ορχήστρα σαν υπνωτισμένα, σαν ονειροπαρμένα από σκέψεις υπέροχες, τραβώντας γραμμή για τ’ ανοιγμένα στόματα.

Θα είχαν όμως και θρησκεία οι καρχαρίες, αν ήταν άνθρωποι. Κι η θρησκεία τους θα δίδασκε στα ψαράκια πως η αληθινή ζωή αρχίζει μόνο στην κοιλιά του καρχαρία.

Κατά τα άλλα, το σημερινό καθεστώς θα καταργούνταν αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες, και τα ψαράκια δεν θα ήταν όλα ίσα κι όμοια. Μερικά θα έπαιρναν αξιώματα, και θα ήταν ανώτερα από τ'άλλα ψαράκια, κι ακόμη τα λίγο μεγαλύτερα θα είχαν το δικαίωμα να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα βόλευε τους καρχαρίες γιατί έτσι θα έτρωγαν συχνότερα μεγάλα κομμάτια. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, αυτά που θα είχαν πιάσει τα πόστα, θα επέβαλλαν την τάξη στα υπόλοιπα ψαράκια, και θα γίνονταν στα ψαροκούτια δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί, και άλλα πολλά.

Με δυο λόγια, η θάλασσα θα αποκτούσε πολιτισμό μόνο αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες.»



Εισαγωγή και επιλογή κειμένων: το φονικό κουνέλι, Μάρτιος του 18


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #9... Ο χορός των εφτά πέπλων

$
0
0





«Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;»...Πωλ Γκωγκέν


Όλοι αναζητούμε κάποια μορφή απόδρασης. Όσο προσκολλημένοι και αν είμαστε στην πραγματικότητα του κόσμου που ζούμε, άλλο τόσο ρίχνουμε κλεφτές ματιές σε εκείνα που μπορούν να μας ταξιδέψουν σε κάποια άλλη μορφή πραγματικότητας. Θες γιατί ο πολιτισμός που έχουμε χτίσει ενίοτε μας πνίγει κάτω από το σωρό των καταναλωτικών αγαθών και τα ασφυκτικά όρια της καθημερινής ρουτίνας; Θες γιατί είμαστε λιγότερο ή περισσότερο φαντασιόπληκτοι, προσπαθώντας να υποκαταστήσουμε με τη φαντασία μας (όση μας έχει μείνει) εκείνα που μας λείπουν από την πραγματική ζωή; (ή αδυνατούμε να διεκδικήσουμε;) Θες απλά γιατί είναι η φύση της ύπαρξης να επιζητά μονίμως το κάτι παραπάνω – είναι ατελής και ανολοκλήρωτη γιατί μονάχα έτσι μπορεί να προχωρήσει και να θέσει στόχους που υπερβαίνουν το παρόν;

Η ουσία είναι πως η απόδραση συνιστά μέρος της καθημερινότητάς μας. Μας τρέφει, μας αναζωογονεί και – ενίοτε – μας υπνωτίζει. Μέσω της διέγερσης της φαντασίας είναι ικανή να μας ωθήσει να οραματιστούμε ένα καλύτερο παρόν (όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, με τους Ρομαντικούς του 19ουαιώνα), είτε να μας βυθίσει σε μια χοάνη αποχαύνωσης (όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας). Σας άλλη Σαλώμη, χορεύει εμπρός μας τον Χορό των Εφτά Πέπλων – και μεις απομένουμε να τη θαυμάζουμε με ανοιχτό το στόμα, ξεχνώντας κάθε πραγματικότητα, παραδομένοι στη δίνη της απόλαυσης και της επιθυμίας.

Έτσι θα χορέψουμε και μεις στο σημερινό «Λαγούμι της Λογοτεχνίας». Εφτά πέπλα, εφτά αποδράσεις. Κάθε πέπλος που φεύγει θα μας πηγαίνει όλο και πιο κοντά στην πηγή – και θα μας αποκαλύψει κάποιες κρυφές αλήθειες… Θα αναβιώσουμε μια παιδική εμπειρία του Νίκου Καζαντζάκη, όταν χόρευε μπρος του μια ανατολίτισσα – και η ψυχή του έμοιαζε να παίζει με το θάνατο. Θα πιούμε το μεθυστικό πιοτό από τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Θα ταξιδέψουμε παρέα με τον Πωλ Γκωγκέν στα νησιά του Ειρηνικού, αναζητώντας (μάταια;) να ξεφύγουμε από τον σύγχρονο πολιτισμό. Θα μιλήσουμε για τη μυστήρια εκείνη φυλή των «Nacirema» - και θα διερωτηθούμε για τη σχετικότητα των αξιών ανάμεσα στους πολιτισμούς του κόσμου και κατά πόσο όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Θα αγγίξουμε τις απαρχές της ιστορίας της λογοτεχνίας, με το σουμεριακό «Έπος του Γκίλγκαμες» - γραμμένο πριν χιλιάδες χρόνια. Λίγο πριν την αφαίρεση του τελευταίου πέπλου, θα διερωτηθούμε, παρέα με τον Φρίντριχ Νίτσε, για τη σημασία της αλήθειας και της πλάνης…

Όσο αφορά το τελευταίο πέπλο; Αυτό το φύλαξα για τον «Σιντάρτα» του Χέρμαν Έσσε – και την αποκάλυψη μιας αλήθειας πέρα από το χρόνο, πέρα από την πολλαπλότητα των οπτικών γωνιών, πέρα από το καλό και το κακό…

Ας θέλετε να παρακολουθήσετε μαζί μου αυτόν τον ιδιαίτερο Χορό των Εφτά Πέπλων, ως τη μεγάλη αποκάλυψη του τέλους… δεν έχετε παρά να συνεχίσετε την ανάγνωση.



1οΠέπλο: Η αφύπνιση του αισθησιασμού






«Βαστούσε ο κατακλυσμός όλη τη μέρα, είχε πλακώσει η νύχτα, σκοτείνιασε έξω ο κόσμος, ουρανός και γης έσμιξαν, έγιναν κι οι δύο λάσπη. Άναψαν κι άλλα λυχνάρια, τραβήχτηκαν όλοι κατά τον τοίχο, αναμέρισαν τα σκαμνιά και τα τραπέζια, να κάμουν τόπο, οι νέοι κι οι νιές κι οι γέροι θα χορέψουν (...)

Και πήγαινε μπροστά μια γυναίκα χλωμή, λιγνή, μια σαρανταριά χρονών, με χείλια πορτοκαλιά, γιατί τα χε τρίψει με καρυδόφυλλο, και τα κορακάτα μαλλιά της γυαλοκοπούσαν, αλειμμένα με δαφνόλαδο. Στράφηκα, την είδα και τρόμαξα. Γιατί γύρα τα μάτια της είχαν δύο σκούρους, γαλάζιους κύκλους και μέσα βαθιά έλαμπαν, όχι έλαμπαν, έκαιγαν τα δυό θεοσκότεινα μάτια. Μια στιγμή μου φάνηκε πως με κοίταξε. Πιάστηκα απ'την ποδιά της μάνας μου, ήθελε να με αρπάξει η γυναίκα αυτή, μου φάνηκε, να με πάρει να φύγουμε...

- Γειά σου Σουρμελίνα!, ακούστηκε ένας γέρος βαρβάτος με γένια τραγίσια, πετάχτηκε μπροστά της, έβγαλε το μαύρο κεφαλομάντιλο, έδωκε τη μιάν άκρα στη γυναίκα, πήρε αυτός την άλλη και ρίχτηκαν κι οι δυό αλλοπαρμένοι, με το κεφάλι αψηλά, με το κορμί λαμπάδα, στον χορό.

Η γυναίκα φορούσε ξύλινα τσόκαρα, τα χτυπούσε στο σανιδένιο πάτωμα, τ'αντιχτυπούσε με δύναμη κι όλο το σπίτι κουνιόταν. Λύθηκε η άσπρη μπολίδα της, φάνηκαν τα χρυσά φλουριά που στόλιζαν το λαιμό της, έπαιζαν τα ρουθούνια της, μυρίζουνταν τον αέρα, λάχνιζαν τα χνότα γύρω της των αντρών, λύγιζε, στρούφιζε, έκανε να πέσει στον άντρα μπροστά της, μα μονομιάς, μ'ένα λύγισμα των γοφιών της, αφανίζουνταν από μπρος του. (...) Κι ο κόσμος βούλιαξε κι απόμεινε μονάχα απάνω στο χάος η γυναίκα αυτή, η Σουρμελίνα, που χόρευε.

Είχε αγριέψει το πρόσωπο του γέρου, κατακοκκίνησε, κοίταζε τη γυναίκα, τα χείλια του έτρεμαν κι έλεγα τώρα θα της χυθεί να την κάμει κομμάτια. Θα το ψυχανεμίστηκε ο λυράρης, κι απότομα στάθηκε το δοξάρι. Κόπηκε ο χορός, απόμειναν οι δυο χορευταράδες με το πόδι ανάερα, ακίνητοι. Έτρεχε κρουνός ο ιδρώτας απάνω τους, έτρεξαν οι άντρες, πήραν τον γέρο και τον έτριβαν με ρακή, κι οι γυναίκες τριγύρισαν τη Σουρμελίνα, να μη βλέπουν οι άντρες. Χώθηκα κι εγώ ανάμεσά τους, δεν ήμουν ακόμα άντρας, με αφήκαν. Της άνοιξαν το μπολκάκι, της έριχναν ανθόνερο στο λαιμό, στις αμασκάλες και στα μελίγγια. Κι αυτή είχε κλειστά τα μάτια και χαμογελούσε. […]

Χορός και Σουρμελίνα και τρόμος έσμιξαν από τότε μέσα μου, έγιναν ένα. Χορός, γυναίκα και θάνατος. Ύστερα από σαράντα χρόνια στην Τιφλίδα, στην αψηλή ταράτσα του ξενοδοχείου "Οριέντ", μια Ιντιάνα σηκώθηκε να χορέψει. Έλαμπαν τ'άστρα από πάνω της, αφώτιστη η ταράτσα και γύρα μια δεκαριά άντρες και δεν έβλεπες παρά τις μικρές, κόκκινες φωτίτσες από τα τσιγάρα τους. Φορτωμένη βραχιόλια, σκουλαρίκια, πετράδια, χρυσούς χαλκάδες στους αστραγάλους της, η γυναίκα χόρευε αργά, με μια τρομάρα μυστικιά, θαρρείς και χόρευε στην άκρα του γκρεμού ή του Θεού, κι έπαιζε μαζί του, ζύγωνε, τον προκαλούσε, αλάργαινε κι έτρεμε σύγκορμη, μην πέσει.

Κάποτε απόμενε ασάλευτη και μονάχα τα μπράτσα της, σαν δυο φίδια, τυλίγουνταν και ξετυλίγουνταν κι έσμιγαν ερωτικά στον αέρα. Οι κόκκινες φωτίτσες έσβησαν, απόμειναν μονάχα σε όλη την απέραντη νύχτα η γυναίκα ετούτη που χόρευε κι από πάνω της τ'άστρα. Χόρευαν κι αυτά μαζί της, ακίνητα. Κρατούσαμε όλοι την ανάσα.

Κι άξαφνα με κυρίεψε τρόμος. Δεν ήταν ετούτη μια γυναίκα που χόρευε στην άκρα του γκρεμού, ήταν η ίδια η ψυχή μας που ερωτοτροπούσε κι έπαιζε με το θάνατο.»


Νίκου Καζαντζάκη. Από την "Αναφορά στον Γκρέκο". Ο πίνακας στην εικόνα είναι ο "Χορός των Εφτά Πέπλων"του Gaston Bussière (1925).



2οΠέπλο: Οι επίγειες απολαύσεις






«Πίνε, πίνε το γλυκό πιοτό: πίνε ελεύθερα και με καλή καρδιά.

Πίνε το θεϊκό πιοτό που γιατρεύει κάθε λύπη και πόνο.

Μην αδειάζεις το ποτήρι, παρά με ένα φίλο μπιστικό, μ'ένα φίλο που έχει ευγενικιά καρδιά και μεγάλη αξία.

Μη δέχεσαι το ποτήρι, παρά από ένα χέρι αγαπητό σαν το δικό σου: το ποτήρι θυμίζει τις χάρες εκείνης που το προσφέρει, κι εκείνη που το προσφέρει θυμίζει τις γλύκες του κρασιού.

Καθώς ο αέρας που περνά απάνω από τα μυροβόλα λουλούδια φέρνει μιάν ευωδιά μεθυστική και γλυκιά, έτσι και τούτο το πιοτό, και γλυκό κρασί, ερχόμενο από τα μοσχομυρισμένα σου χεράκια, μου φέρνει μαζί του της σάρκας σου το μύρο και των χειλιών σου τη γλύκα.»



Από τις "Χίλιες και μια Νύχτες"και την "Ιστορία του Βαστάζου και των Τριών Κυράδων της Βαγδάτης"– γραμμένη στα βάθη του Μεσαίωνα. Η μετάφραση του Κ. Τρικογλίδη. Η εικονογράφηση στην εικόνα του Γάλλου Léon Carré.

Γιατί ποια μορφή απόδρασης είναι διαχρονικότερη, από την απόδραση και τη λησμονιά της τέρψης.



3οΠέπλο: Αναζήτηση ενός άλλου πολιτισμού






Από τα κείμενα που έγραψε ο Πωλ Γκωγκέν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ουαιώνα.



«Τα Σκανδιναβικά σου μπλε μάτια κοίταξαν με προσοχή τους πίνακες που κρέμονταν στον τοίχο. Tότε ένιωσα την διέγερση της επανάστασης – μια πλήρη σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό σου και στον βαρβαρισμό μου. Τον πολιτισμό, από τον οποίο υποφέρεις. Τον βαρβαρισμό, ο οποίος, για μένα είναι μια αναζωογόνηση.»


***


«Φεύγω προκειμένου να βρω ειρήνη και ησυχία, να απαλλαγώ από τις επιδράσεις του πολιτισμού. Θέλω μόνο να κάνω απλή, πολύ απλή τέχνη και προκειμένου να τα καταφέρω, θα χρειαστεί να αφήσω τον εαυτό μου να απορροφηθεί από την παρθένα φύση, να μην βλέπω κανέναν παρά μόνο ιθαγενείς, να ζω τη δική τους ζωή, με καμία άλλη σκέψη στο νου πέρα από το απεικονίσω τα σχήματα που θα πάρουν μορφή μες στο μυαλό μου - με τον τρόπο ενός παιδιού..."


***


«Η ζωή στο νησί σύντομα έγινε δυσβάσταχτη.

Ήταν η Ευρώπη, εκείνη η Ευρώπη από την οποία επιθυμούσα να απαλλαγώ. Και αυτό υπό τις εκνευριστικές συνθήκες του αποικιακού σνομπισμού και τη μίμηση, γκροτέσκα συχνά στα πρόθυρα της καρικατούρας, των εθίμων μας, της μόδας, των διαστροφών και των παραλογισμών του πολιτισμού...

Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;»...


***


Λόγια για την απόδραση από τον πολιτισμό και την αναζήτηση ενός καταφυγίου σ'έναν άλλο κόσμο, πέρα από τις επιδράσεις της Δύσης – έναν κόσμο που πλέον δεν υπάρχει, μα, όπως θα διαπίστωνε ο ίδιος ο Γκωγκέν, και τότε ακόμα είχε αρχίσει να χάνεται. Σήμερα οι ιθαγενείς στα νησιά φοράνε t-shirts, πίνουν και τρώνε στις γνωστές αλυσίδες και στέλνουν μηνύματα σε Ipad.

Και εμείς βλέπουμε τα έργα του Γκωγκέν εδώ, στην οθόνη του υπολογιστή μας. Το έργο της εικόνας είναι η "Arearea"του 1892.



4οΠέπλο: Η σχετικότητα






Υπήρχε από παλιά η τάση να αντιμετωπίζουμε ως "αξιοπερίεργες"τις συνήθειες και τα έθιμα διαφορετικών λαών και πολιτισμών από τους δικούς μας - σε αντίθεση με τον δικό μας πολιτισμό και την δική μας κουλτούρα, που θεωρούμε "φυσιολογικά". Εν έτει 1956, ο ανθρωπολόγος Horace Miner παρουσίασε μια περίφημη μελέτη σχετικά με τις αντιλήψεις και τις περίεργες σωματικές τελετουργίες μιας φυλής, των Nacirema... Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Κοινωνιολογία» του AnthonyGiddens.


«Η βασική αντίληψη που φαίνεται να διατρέχει ολόκληρο το σύστημα των Naciremaμοιάζει να είναι ότι το ανθρώπινο σώμα είναι άσχημο, και ότι η φυσική του τάση είναι η εξασθένιση του και η αρρώστια. Όντας φυλακισμένος σε ένα τέτοιο σώμα, ο άνθρωπος δεν έχει άλλη ελπίδα από το να απομακρύνει τα χαρακτηριστικά αυτά με την χρήση των ισχυρών επιδράσεων του τελετουργικού και της τελετής... Κάθε νοικοκυριό διαθέτει ένα ή περισσότερα ιερά αφιερωμένα σε αυτόν τον σκοπό. [...]

Το κεντρικό σημείο ενός τέτοιου ιερού είναι ένα εντοιχισμένο κουτί ή ερμάριο, στο οποίο φυλάγονται τα διάφορα φυλαχτά ή μαγικά καταπότια, χωρίς τα οποία κανένας ιθαγενής δεν πιστεύει ότι μπορεί να επιβιώσει. Τα παρασκευάσματα αυτά τα προμηθεύονται από διάφορους εξειδικευμένους θεραπευτές. Οι πιο ισχυροί από αυτούς είναι οι γιατροί, η βοήθεια των οποίων πρέπει να ανταμειφθεί με σημαντικά δώρα. Καθορίζουν τα συστατικά τους και τα γράφουν σε μια αρχαία και μυστική γλώσσα. Την γλώσσα αυτή την γνωρίζουν μόνο οι γιατροί και οι παρασκευαστές, οι οποίοι, αμειβόμενοι με πρόσθετα δώρα, παρασκευάζουν τα απαιτούμενα φυλαχτά. [...]

Οι Naciremaέχουν έναν παθολογικό σχεδόν φόβο και μια έλξη για το στόμα, η κατάσταση του οποίου θεωρείται ότι ασκεί υπερφυσικές επιδράσεις σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Οι ιθαγενείς πιστεύουν ότι, αν δεν υπήρχαν τα τελετουργικά του στόματος, θα έπεφταν τα δόντια τους, θα μάτωναν τα ούλα τους, θα μάζευαν τα σαγόνια τους, οι φίλοι τους θα τους εγκατέλειπαν και οι εραστές τους θα τους απόδιωχναν. Πιστεύουν ακόμη ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ των στοματικών και των ηθικών χαρακτηριστικών. Υπάρχει, παραδείγματος χάρη, μια τελετουργική πλύση του στόματος για τα παιδιά, που πιστεύεται ότι βελτιώνει την ηθική τους υπόσταση.

Οι καθημερινές τελετουργίες που κάνουν όλοι περιλαμβάνουν και μια στοματική τελετουργία. Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο σχολαστικοί για την φροντίδα του στόματος, το τελετουργικό αυτό συνεπάγεται κάποιες πρακτικές που μοιάζουν αηδιαστικές στον αμύητο. Μου αναφέρθηκε ότι το τελετουργικό συνίσταται στην εισαγωγή στο στόμα ενός μικρού μάτσου γουρουνότριχες και στην μετακίνησή του μέσα στο στόμα με εξαιρετικά τυποποιημένες κινήσεις.» [Miner, 1956]


***


Αυτή ήταν η περιγραφή της αξιοπερίεργης τελετουργίας της φυλής των Nacirema.

Ας δοκιμάσουμε τώρα να γράψουμε το όνομα στα αγγλικά: Nacirema... και να το αντιστρέψουμε.

Nacirema > American

Η περιγραφή που διαβάσατε δεν είναι άλλη από την καθημερινή συνήθεια του πλυσίματος των δοντιών, στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Και αφορά όλους εμάς, τους "δυτικούς"... από τα μάτια ενός τρίτου. Γιατί όπως εμάς μας φαίνονται συχνά παράδοξες και "αφύσικες"οι συνήθειες και πρακτικές διαφορετικών λαών και πολιτισμών... το ίδιο φαντάζουν και οι δικές μας πρακτικές σε αυτούς.



5οΠέπλο: Η μεταμόρφωση του έρωτα






Ας μετακινηθούμε μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Πολύ πριν την ρωμαϊκή εποχή, πολύ πριν τα έπη του Ομήρου, πολύ πριν τις ιστορίες της Βίβλου. Ας ταξιδέψουμε στην αρχαία Μεσοποταμία, στις ερήμους και στις αχανείς πεδιάδες της. Εκεί ζούσε ένας αγριάνθρωπος. Ονομαζόταν Ενκιντού. Η γλώσσα του ήταν εκείνη των ζώων, το ίδιο και οι συνήθειες του.

Ώσπου τον προσέγγισε μια πόρνη, ιέρεια της θεάς Ιστάρ - η Σάμχατ. Η Σάμχατ θέλησε να κάνει το ζώο άνθρωπο. Θέλησε να του χαρίσει τον έρωτά της. Έτσι λοιπόν:


«Τα άγρια ζώα ήρθανε να ξεδιψάσουν στο νερό.
Τότε ο Ενκιντού, ο γεννημένος στα βουνά,
Που τρέφεται με τα ζαρκάδια αντάμα χόρτα,
Σίμωσε στην ποτίστρα, για να πιεί αντάμα με τ'αγρίμια,
Με τ'άγρια ζώα στο νερό τη δίψα του να σβήσει.
Η Σάμχατ κοίταξε τον άξεστο,
Τον αγριάνθρωπο από τα βάθη της ερήμου,

"Νάτος, Σάμχατ! Γύμνωσε τα στήθη σου,
Τα σκέλια σου άνοιξε και άσ'τονε τα κάλλη σου ν'αδράξει.
Μην τραβηχτείς! Δέξου το πάθος του!
Όταν σε δει κοντά σου θά'ρθει.
Το ρούχο σου άνοιξε και απάνω σου άσ'τονε να ξαπλώσει.
Κάνε στον άμαθο ό,τι οι γυναίκες κάνουν.
Τ'αγρίμια που μεγάλωσαν στην έρημο μαζί του
θα τον απαρνηθούν.
Τον έρωτά του σε σένα θα χαρίσει!" [...]

Για έξι μέρες κι εφτά νύχτες ο Ενκιντού ξεσηκωμένος
Πλάγιαζε με τη Σάμχατ.
Κι όταν τα θέλγητρά της χόρτασε,
Κίνησε για τ'αγρίμια του στην έρημο.
Μα τα ζαρκάδια έφυγαν, τον Ενκιντού σαν είδαν,
Μακριά του φύγανε τ'αγρίμια της ερήμου.
Κατάπληκτος ο Ενκιντού τέντωσε το κορμί του,
Κοκάλωσαν τα γόνατα, τ'αγρίμια του είχαν φύγει.
Κατάκοπος ο Ενκιντού σιγάνεψε το βήμα του
- σαν πριν να τρέξει δεν μπορούσε.

Είχε όμως τώρα ωριμάσει και γνώση απόκτησε πλατειά.
Γυρίζει πίσω, κάθεται στα πόδια μπρος της πόρνης.
Το βλέμμα του σ'αυτήν σηκώνει,
Τ'αυτιά του τεντωμένα, καθώς μιλά η πόρνη
Και λέει σ'αυτόν, τον Ενκιντού:
Ενκιντού, είσαι σοφός, θεός μου μοιάζεις!"



***



Από το "Έπος του Γκίλγκαμες", σε μετάφραση της Aύρα Ward. Το παλαιότερο έπος στην ιστορία της ανθρωπότητας, με ρίζες ως την εποχή των αρχαίων Σουμερίων, πάνω από 2000 χρόνια π.χ.

Συνοψίζοντας το απόσπασμα που διαβάσατε με δυο προτάσεις: Ο άντρας στην αρχική μορφή του ήταν ίδιος με ζώο. Μια γυναίκα όμως, μια ιερόδουλη, του έμαθε τον έρωτα - και έγινε άνθρωπος και "γνώση απόκτησε πλατειά".



6οΠέπλο: Η αναγκαιότητα της πλάνης;






«Τώρα σου φαίνεται πλάνη κάτι που άλλοτε το αγαπούσες ως αλήθεια ή πιθανότητα. Το πετάς μακριά σου κι έχεις την ψευδαίσθηση ότι το λογικό σου κέρδισε μια νίκη. Ίσως όμως αυτή η πλάνη να ήταν απαραίτητη για σένα τότε, τότε που ήσουν ακόμα διαφορετικός άνθρωπος – όπως είναι όλες οι τωρινές σου "αλήθειες", κάτι σαν δέρμα, που σου έκρυβε και σου κάλυπτε πολλά που δεν έπρεπε να δεις ακόμη.

Η καινούργια σου ζωή κι όχι το λογικό σου σκότωσε αυτή τη γνώμη για λογαριασμό σου: ΔΕΝ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΠΙΑ, και τώρα καταρρέει, και το α-λογο βγαίνει έρποντας σαν σκουλήκι από μέσα της στο φως. Όταν ασκούμε κριτική, αυτό δεν είναι αυθαίρετο και απρόσωπο γεγονός – είναι, τουλάχιστον πολύ συχνά, απόδειξη πως υπάρχουν μέσα μας ζωτικές δυνάμεις έτοιμες να κάνουν το φλοιό τους να σκάσει.

Αρνούμαστε και πρέπει να αρνούμαστε, επειδή κάτι μέσα μας ΘΕΛΕΙ να ζήσει και να επιβεβαιωθεί – κάτι που ίσως δεν το ξέρουμε, ή δεν το βλέπουμε ακόμη!»


Φρίντριχ Νίτσε. Από την "Χαρούμενη Επιστήμη". Πρώτη έκδοση το 1882.



7οΠέπλο: Πέρα από τις αυταπάτες






«OΓκοβίντα είπε: "Σε πιστεύω πως δεν ακολούθησες κανέναν δάσκαλο. Αλλά δεν έχεις ανακαλύψει εσύ ο ίδιος, αν όχι μία διδαχή, μερικές γνώσεις, μερικές εμπειρίες, που σου ανήκουν και σε βοηθούν να ζεις; Αν ήθελες να μου πεις κάτι γι'αυτές θα μου έδινες μεγάλη χαρά".

Ο Σιντάρτα είπε: "Ναι, είχα σκέψεις και βιώματα, που και που. Ένιωσα κάποτε, για μια ώρα ή για μια μέρα, τη γνώση μέσα μου όπως νιώθει κανείς τη ζωή μέσα στην καρδιά του. Ήταν μερικές σκέψεις, μα μου είναι δύσκολο να τις μοιραστώ μαζί σου. Δες, Γκοβίντα μου, αυτή είναι μία από τις σκέψεις που ανακάλυψα: Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα".

"Αστειεύεσαι;", ρώτησε ο Γκοβίντα.

"Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να ενισχυθεί από αυτήν, να κάνει μ'αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να την διδάξει. Αυτό ήταν που υποψιαζόμουνα καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτός ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους.

Έχω ανακαλύψει μια σκέψη, Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό! Δηλαδή: μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και να περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη. Μονόπλευρα είναι όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον κύκλο, από την ενότητα.

Όταν ο φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σανσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση. Ο κόσμος όμως, όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος. Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σανσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός.

Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό. Κι αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και την μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό".»



Από το "Σιντάρτα"του Χέρμαν Έσσε [HermanHesse]. Μετάφραση: Μ. Παξινού. Πρώτη έκδοσητο 1922.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)










Dance of the Seven Veils by Otto Pilny

Απόδραση από το Μαουτχάουζεν... του Ιάκωβου Καμπανέλλη

$
0
0




«Ο φετινός χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Χιόνισε πολύ... Το Κομμανταντούρ ήταν ενθουσιασμένο με την αφθονία του χιονιού και την παγωνιά. Αφ'ενός πολλαπλασίαζε τους θανάτους, εύκολα, γρήγορα, ανέξοδα, άφ’ ετέρου εξασφάλιζε «ψύξη» για τα χιλιάδες πτώματα που είχαν συσσωρευθεί στην πλατεία και αλλού.»



Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε σε βάθος τι σημαίνει ο ναζισμός, τι σημαίνει oπόλεμος, τι σημαίνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης… γιατί δεν ήμασταν εκεί. Η γενιά μας και η γενιά των γονιών μας δεν έζησαν τη φρίκη παρά μέσω των αφηγήσεων εκείνων που την έζησαν – διαμεσολαβημένος τρόμος, μεταμφιεσμένο θέαμα, συχνά μέσα από κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές οθόνες. Και όταν μάλιστα βλέπεις ν’ αναβιώνουν μορφές του ναζισμού στη σημερινή εποχή και σε λαούς όπως ο δικός μας, που τόσο υπέφεραν, είναι ν’ απορείς: τόσο αδύναμα βαστάει η μνήμη;

Κάποιοι, όμως, ήταν εκεί. Όχι μόνο έζησαν, μα βγήκαν ζωντανοί μέσα απ’ τη φωτιά. Είδαν με τα μάτια τους και κατέγραψαν τη φρίκη.

Τη φρίκη των πτωμάτων που συσσωρεύονταν στα φορτηγά, έτοιμα να ριχτούν στους φούρνους• τη φρίκη των ανθρώπων που μετατρέπονταν σε παιχνίδια στις πιο αποτρόπαιες σαδιστικές ορέξεις, μόνο για να εξοντωθούν όταν είχαν πάψει πια να «διασκεδάζουν»• τη φρίκη να μη γνωρίζεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα, η επόμενη ώρα, το επόμενο λεπτό, και να εξαρτιέται η ζωή σου όλη από κάποιο παραστράτημα, κάποιο λάθος βλέμμα, κάποια κουβέντα που ξέφυγε• τη φρίκη ενός συνένοχου λαού που προσκυνούσε ευλαβικά τον Μεγάλο Αρχηγό, έτοιμος να σκοτωθεί σε ένα και μοναδικό πρόσταγμα των ανωτέρων του, έτοιμος να σκοτώσει για την τιμή και δόξα του έθνους και της εκλεκτής φυλής.

Μα όχι, αυτή η φρίκη στην οποία αναφέρομαι δεν αφορά το ναζισμό και μόνο. Δεν αφορά τον πόλεμο και μόνο… Όχι. Αφορά τις εσχατιές του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν διαιρεί τον κόσμο σε ανώτερους και κατώτερους… Μα δεν έχουμε να κάνουμε με γουρούνια και πρόβατα εδώ. Οι ναζί ήταν άνθρωποι, το ίδιο και τα θύματά τους.

Ένας απ’ τους συγγραφείς που επέζησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν ο δικός μας, Ιάκωβος Καμπανέλλης, «ο γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου». Έχοντας ζήσει αιχμάλωτος τρία χρόνια, απ’ το 1942 ως το 1945, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, κατέγραψε σε ένα χρονικό τις εμπειρίες του – τις δικές του και εκείνων που έζησαν μαζί – που έμελλε να γίνει το ομότιτλο έργο (το μοναδικό του πεζογράφημα) και να εκδοθεί πρώτη φορά το 1963. Τρία χρόνια μετά ο Μίκης Θεοδωράκης θα αφιέρωνε στο «Μαουτχάουζεν» έναν απ’ τους σημαντικότερούς του δίσκους – λίγο πριν την εμφάνιση της Χούντας.

Από το «Μαουτχάουζεν», δια στόματος Καμπανέλλη, επέλεξα να σας παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δυνατότερα, κατά τη γνώμη μου, κεφάλαιά του. Το θέμα του είναι η μαζική απόδραση πεντακοσίων περίπου Ρώσων αιχμαλώτων – και τα επακόλουθά της. Διαβάζοντας το απόσπασμα (και το βιβλίο, στο σύνολό του), θα χρειαστεί να επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά στον εαυτό μας, ένα πράγμα – ένα πράγμα και μόνο:

Αυτά που διαβάζω συνέβησαν πραγματικά. Δεν είναι φανταστικά. Όλα αυτά που διαβάζω… είναι αληθινά.

Και να μην το ξεχνάμε αυτό.



Η πιο μεγάλη απόδραση



«Ανασηκώθηκα και κάθισα στο κρεβάτι. Ύστερα από τόσο καιρό στο Μαουτχάουζεν, η ελευθερία μέσα σου δεν είναι εύκολη κατάσταση. Θ'αργήσει να 'ρθει. Εκτός κι αν πάθεις αμνησία. Αλλιώς;...

Είναι πια Ιούνιος κι όμως ονειρεύτηκα πως χιόνιζε πάλι. Δεν είναι τυχαίο. Οι Ρώσοι δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί που μαζεύουν πληροφορίες για τη «μεγάλη απόδραση», ήρθαν και σήμερα στο Μαουτχάουζεν. Απ’ όσα λέγανε, επιβεβαιώθηκε πως πράγματι κάπου ογδόντα ρώσοι δραπέτες τα είχαν καταφέρει να πάνε μέχρι κι εκατό χιλιόμετρα μακριά. Εκεί τους βρήκαν και τους «καθάρισαν» χωροφύλακες και οπλισμένοι πολίτες. Στα χωράφια και στα λιβάδια του Βάρτσμπεργκ, του Πρεγκάρτεν, του Σβέρτμπεργκ, του Πέργκ, του Γκαλλνοϊκίρχεν. Την είπανε «η μεγάλη απόδραση», αλλά θα μπορούσε να ονοματιστεί κι αλλιώς: «η μεγάλη σφαγή», «η μεγάλη απόγνωση».

Μόνο πέντε μήνες έχουν περάσει από τότε. Και η θρυλική, τώρα, παράγκα αριθμός 20 είναι λίγες μόνο παράγκες πιο πέρα. Τώρα είναι άδεια. Άδειασε στις 5 Μαΐου και κανείς δε θέλησε να την κατοικήσει πια. Έμεινε σαν ιερός αλλά και ξορκισμένος τόπος. Και τα δυο μαζί. Άμα περνάς νύχτα από κει, νιώθεις και δέος και φόβο. Το ίδιο, όπως στη σκάλα που ανηφορίζει από το βαθύ τεράστιο λάκκο του λατομείου.

Στην 20 οι Ές-Ές χώνανε όσους ήταν «υπό εκκαθάρισιν», ακολουθώντας την «οδηγία κούγκελ». Κούγκελ στα γερμανικά σημαίνει σφαίρα, κι όπως και όλες οι προηγούμενες παρεμφερείς οδηγίες, είχε σταλεί και αυτή απ'το Βερολίνο. «Άους Μπερλίν.» Την πόλη που, όταν οι Ές-'Ες αξιωματικοί λέγανε τ’ όνομά της, πάθαιναν κάτι σαν έκσταση. Νιώθανε να επικοινωνούν με τις ανώτερες δυνάμεις και τις θεότητες του ναζισμού. Η «οδηγία σφαίρα» ήταν περίπτωση τέτοιας επικοινωνίας, εντελώς ξεχωριστή και τιμητική. Όχι μόνο συνιστούσε «την με όλα τα μέσα μαζική και σε ταχύ ρυθμό εξόντωση των Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου», κάτι που όλοι οι Ές-Ές του Μαουτχάουζεν επίσης το ήθελαν, αλλά επιπλέον:

α) Ήταν πρότασις του επικεφαλής στην Ανωτάτη Διοίκηση της Βέρμαχτ στρατάρχη Κάιτελ.

β) Την είχε ασπασθεί ο Ές-Ές ράιχσφύρερ Χίμμλερ.

γ) Έφερε την υπογραφή του υπαρχηγού των Ές-Ές γκρουπενφύρερ Καλτενμπρούννερ.

δ) Για την οδηγία συμφωνούσε και ο ίδιος ο Φύρερ.

Ο Σνάιντερ που είχε δει το έγγραφο στα χαρτιά των ανακριτών, έλεγε «αυτό είναι ένα σπάνιο ιστορικό στοιχείο, πρέπει να μπει σε μουσείο». Για την «οδηγία» εμείς είχαμε, φυσικά, αγνοία. Βλέπαμε όμως ότι στην απομονωμένη με συρματόπλεγμα παράγκα αριθμός 20, κάτι άλλο άρχισε να γίνεται. Σαν να την γέμιζαν με ζωντανούς και να την άδειαζαν από ισάριθμους νεκρούς κάθε μία δυο βδομάδες. Η αρχή έγινε το περασμένο φθινόπωρο.

Ο φετινός χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Χιόνισε πολύ. Η πιο σκληρή χιονιά ήρθε κατά το τέλος Ιανουαρίου και κράτησε μέρες. Όταν σταμάτησε να πέφτει αυτός ο υγρός, άσπρος, μπαμπακερός και ύπουλος εχθρός μας, ήταν 2 Φεβρουαρίου. Το Κομμανταντούρ ήταν ενθουσιασμένο με την αφθονία του χιονιού και την παγωνιά. Αφ'ενός πολλαπλασίαζε τους θανάτους, εύκολα, γρήγορα, ανέξοδα, άφ’ ετέρου εξασφάλιζε «ψύξη» για τα χιλιάδες πτώματα που είχαν συσσωρευθεί στην πλατεία και αλλού.

«Ναι, αλλά τι θα γίνει άμα ζεστάνει ο καιρός; Το κρεματόριουμ δεν επαρκεί πια, πρέπει να επεκταθεί», τόνιζε με ύφος αδικημένου ο τεχνικός υπεύθυνος για την «καύση» Ές- Ές σαρφύρερ Χάνς Κάμμλερ. Αλλά η φιλοδοξία του για επέκταση σκόνταφτε στη δήλωση του Τσιράις, «δεν υπάρχει πετρέλαιο γι’ άλλους φούρνους. Κάνε υπομονή, Χάνς, η τελική νίκη είναι κοντά και τότε θα ‘χεις όσες προεκτάσεις και πετρέλαιο θέλεις». Ακόμα και ο Κάμμλερ απορούσε: «μα τότε δε θα χρειάζονται πια...». Ο κύριος διοικητής απαντούσε λακωνικά «αντιθέτως» και έκλεινε τη συζήτηση μ'ένα πονηρό χαμόγελο, δίνοντας στους παρευρισκόμενους αξιωματικούς να φανταστούν πως «ίσως να ξέρει πράγματα, για τα οποία δεν μπορεί τώρα να πει περισσότερα».


Ακόμα και στην κόλαση μια ηλιόλουστη μέρα θα μπορούσε να ‘ναι μια καλύτερη μέρα. 


Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει, όταν κάναμε παράταξη για το βραδινό προσκλητήριο. Είχε στολίσει με γιρλάντες ακόμα και τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Σταθήκαμε μία ολόκληρη ώρα ακίνητοι, με τα πόδια χωμένα στο χιόνι μέχρι τις γάμπες, γιατί κάποιο εξωτερικό συνεργείο καθυστέρησε στο γυρισμό. Ύστερα, άρχισε να φυσά παγωμένος αέρας που έφερνε πόνο σ'όλο το σώμα. Δύσκολα τον ανέπνεες, οι μύξες στέκανε παγωμένες στην άκρη της μύτης. Όταν τέλειωσε το προσκλητήριο, το απάνω στρώμα του χιονιού είχε αρχίσει κιόλας να κρουσταλλιάζει. Χωθήκαμε τρέχοντας στις παράγκες μας. Τί ευτυχία! Ναι, ευτυχία, αφού όλα εδώ ήταν έως παραλογισμού σχετικά. Με τον αέρα που είχε πάρει, ο ουρανός καθάρισε, πλημμύρισε άστρα, υπόσχεση από ψηλά πως «αύριο θα ‘χουμε ήλιο». Ακόμα και στην κόλαση μια ηλιόλουστη μέρα θα μπορούσε να ‘ναι μια καλύτερη μέρα. Αλλά εμείς που τη βολεύαμε με τέτοια ψίχουλα παρηγοριάς ήμασταν έξω απ’ την «οδηγία κούγκελ».






Θα πρέπει να κοντεύανε μεσάνυχτα. Μας ξυπνήσανε ντουφεκιές που πέφτανε κατά τη μεριά του δεύτερου φράχτη, εκεί που ήταν τα περάσματα για το δάσος. Οι σειρήνες σήμαναν συναγερμό της φρουράς. Ακούσαμε και τα πολυβόλα στους πέτρινους πύργους να ρίχνουν. Ποδοβολητά από μπότες κύκλωναν τις παράγκες. Σταμάτησαν με τ’ αυτόματα αντίκρυ στα παράθυρα. «Όλοι στα κρεβάτια», φώναζαν. «Μη σαλέψει κανείς.»

Μείναμε στα κρεβάτια ασάλευτοι κι άγρυπνοι. Κάθε τόσο κάποιος δεν άντεχε και ρωτούσε: «Τί τρέχει;... Εσείς που είστε κοντά στα παράθυρα... Τί τρέχει;...» Η απάντηση ερχόταν απ'έξω κομμάτι κομμάτι. Οι προβολείς απ’ τους πύργους ανασηκώθηκαν κι άρχισαν να χτενίζουν μπρος πίσω το δάσος. Μοτοσικλέτες ακούστηκαν να τρέχουν στον περιφερειακό δρόμο, κάνοντας συνέχεια τον ίδιο γύρο. Φορτηγά αυτοκίνητα ανέβαιναν μουγκρίζοντας απ’ τη στρατώνα. Μια φωνή, που δεν καταλαβαίναμε τί έλεγε, έδινε διαταγές με τηλεβόα. Τ’ αυτοκίνητα πήγαν και στάθηκαν έξω από το φράχτη του δάσους. Άφησαν τα μεγάλα τους φώτα αναμμένα και μαζί με τους προβολείς των πύργων κάμανε ένα μακρύ φράχτη από φως. Και τίποτα άλλο.

Από δω και πέρα, ό,τι ακούγαμε, ήταν κάθε λίγο και λιγάκι η ίδια φωνή:

«Όλοι στα κρεβάτια. Μη σαλέψει κανείς».

Πήγε μία η ώρα!

Πήγε δύο.

Πήγε τρεις.

«Όλοι στα κρεβάτια. Μη σαλέψει κανείς.»

Πήγε τέσσερις.

Πήγε πέντε η ώρα.

Πήγε έξι. Άρχισε να φωτίζει.


Η καμπάνα δε χτύπησε εγερτήριο. Οι Ές-Ές που είχαν κυκλώσει τις παράγκες, είπαν για τελευταία φορά «να μη σαλέψει κανείς», μπήκαν βιαστικά στη γραμμή και φύγαν. Θα ήταν εφτά η ώρα, όταν στο δάσος ξανάρχισαν οι ντουφεκιές. Αραιές όμως, έτσι σα να είχαν έρθει κυνηγοί στο δάσος. Κάπου κάπου ακούγαμε γαβγίσματα, γέλια η ένα ξεφωνητό που μας ανατρίχιαζε. Αρχίσαμε να μαντεύουμε τί θα ‘χε γίνει τη νύχτα. Αλλά μόνο να μαντεύουμε. Ακόμα δεν ξέραμε τίποτα.

Ήρθε διαταγή να σηκωθούμε απ'τα κρεβάτια και να παραταχτούμε αμέσως στην πλατεία. Ό,τι είχαμε μαντέψει, άρχισε να βγαίνει αληθινό. Τα νέα τα φέρανε αυτοί που μένανε στις απάνω παράγκες κοντά στην 20. Στο μεταξύ είχαμε παραταχτεί στην πλατεία. Η πύλη άνοιξε κι ένα φορτηγό αυτοκίνητο μ’ ανατρεπόμενη καρότσα, απ'αυτά που κουβάλαγαν πέτρα στο χωριό, πέρασε αργά από μπροστά μας. Στην καρότσα είχαν φορτώσει ίσα με σαράντα ντουφεκισμένους. Μερικοί δεν είχαν τελειώσει και σάλευαν. Απ’ τ’ αυτοκίνητο έτρεχε αίμα.

Έφτασε στο κρεματόριουμ, έκανε μανούβρα κι έφερε την καρότσα του προς τη μεριά της γούρνας του φούρνου που ήταν μεγάλη σαν αυλή. Η ανατρεπόμενη καρότσα ανέβηκε ψηλά κι άδειασε τους ανθρώπους στην τσουλήθρα της γούρνας. Ένας έμπλεξε ή γραπώθηκε σε κανένα σιδερικό και δεν έπεφτε. Ο οδηγός έκανε ένα ανεβοκατέβασμα με τράνταγμα κι έπεσε κι αυτός. Το αυτοκίνητο ξαναπέρασε μπροστά μας κι έφυγε για έξω. Το αίμα που έσταζε απ’ την καρότσα, άφηνε πάνω στο κρουσταλλιασμένο χιόνι μία ροδαλή γραμμή.


Έφτασε στο κρεματόριουμ, έκανε μανούβρα κι έφερε την καρότσα του προς τη μεριά της γούρνας του φούρνου που ήταν μεγάλη σαν αυλή. Η ανατρεπόμενη καρότσα ανέβηκε ψηλά κι άδειασε τους ανθρώπους στην τσουλήθρα της γούρνας. 


Οι αραιές ντουφεκιές, οι μακρινές φωνές και τα γαβγίσματα ακούγονταν ως το μεσημέρι. Κι ως εκείνη την ώρα, πάνω από δέκα τέτοια φορτία πέρασαν από μπροστά μας, κάμανε τη μανούβρα τους κι άδειασαν ανθρώπους στην τσουλήθρα της γούρνας.

Ένα τελευταίο φορτίο ήρθε αργά το απόγεμα. Είδαμε το χέρι ενός να βγαίνει πάνω απ’ τους νεκρούς που τον πλάκωναν και να γυρεύει βοήθεια.

Σιγά σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν και πληροφορίες. Αν και οι πιο πολλές, εκείνη την ώρα, ήταν σκέτες εικασίες, όλες τελικά αποδείχτηκαν αληθινές, ακόμα και σε λεπτομέρειες. Οι τετρακόσιοι ενενήντα μελλοθάνατοι της παράγκας αριθμός 20 είχαν αποφασίσει ομαδική απόδραση. Ήταν που ήταν χαμένοι. Έ, λοιπόν, όσοι γλιτώσουν. Μέσα στην παράγκα ήταν τρεις επιστάτες. Όταν η καμπάνα χτύπησε σιωπητήριο και τα φώτα σβήσανε, οι κρατούμενοι πιάστηκαν χέρι χέρι από κρεβάτι σε κρεβάτι και δίνανε ο ένας στον άλλον σιωπηλά σινιάλα.

Δόθηκε το σινιάλο πως οι επιστάτες κοιμήθηκαν. Τρεις ομάδες κρατούμενοι ρίχτηκαν και τους καθάρισαν, πριν προλάβουν να βγάλουν άχνα. Ύστερα όλοι μαζί άρχισαν τη μιλημένη δουλειά. Βγάλαν τα στρώματα απ’ τα κρεβάτια, τις σανίδες, τυλίξανε τα στρωσίδια σε μπόγους και τα συγκεντρώσανε κοντά στις πόρτες. Οι εκατό που θα βγαίνανε πρώτοι, κάμανε τα σακάκια τους ποδιές και βάλανε μέσα τα ξυλοπάπουτσα. Η παράγκα τους έβλεπε προς το δάσος. Αλλά είχε μπροστά έναν τοίχο τρία μέτρα ψηλό και στη ράχη ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα. Λίγα μέτρα πέρα απ'τον τοίχο, ήταν δυο ξύλινοι πύργοι με πολυβόλα. Εκατό μέτρα πιο μακριά ήταν ο πρώτος εξωτερικός φράχτης προς τη μεριά του δάσους, καμωμένος από πυκνό συρματόπλεγμα με σκοπιές κάθε εξήντα μέτρα. Ίσα μ’ ένα χιλιόμετρο πέρα, μέσα στο δάσος, ήταν κι άλλος φράχτης. Αυτός δεν είχε σκοπιές. Κι έπειτα άρχιζαν τα χωράφια, τα περιβόλια, τα χωριά, τα αγροτόσπιτα, οι εξοχικές μπιραρίες, τα πανδοχεία, οι δημοσιές, τα μονοπάτια, οι διαβάτες, οι ξωμάχοι, οι παπάδες, τα παιδιά που πάνε σχολείο, οι ποδηλάτες ταχυδρόμοι, οι ελεύθεροι πολίτες, οι άνθρωποι χωρίς στολή, οι ελεύθεροι άνθρωποι, η ελεύθερη χώρα.

Οι κρατούμενοι της παράγκας αριθμός 20 άφησαν το σκοπό που παράλαβε στις δώδεκα να βαρεθεί λιγάκι. Και μόλις τον είδαν ν'ακουμπά στο παραπέτο του πολυβολείου, οι εκατό με τα ξυλοπάπουτσα όρμησαν έξω. Βροχή τα βαριά ξυλοπάπουτσα σφεντονίστηκαν κατά τον πύργο κι ο φρουρός χτυπημένος απανωτά, κατάμουτρα, κρεμάστηκε λιπόθυμος στο παραπέτο. Με τα στρώματα, τις σανίδες, τους μπόγους, τα στρωσίδια κι ό,τι άλλο μπορούσαν να κουβαλήσουν, άρχιζαν τώρα να βγαίνουν όλοι και να τρέχουν προς τον τοίχο. Οι πέρα σκοπιές ακούσανε το σαματά, αλλά δεν καταλάβανε τί γίνεται.

Οι κρατούμενοι ρίχναν τα κουβαλημένα στα πόδια του τοίχου, φεύγανε τρέχοντας και φέρνανε κι άλλα, κι άλλα. Ο σωρός έφτασε ως τη ράχη του τοίχου. Άρχισαν τώρα να γεφυρώνουν με στρώματα το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα.

Οι σκοποί είδαν επιτέλους τί γίνεται κι άρχισαν να πυροβολούν. Τότε οι κρατούμενοι χύθηκαν όλοι μαζί για να βγουν. Πολλοί μένανε κάτω και πάνω τους πατούσαν και περνούσαν οι πιο γεροί. Πολλοί απ'όσους ανέβαιναν ως πάνω σπρώχνονταν στα πλάγια απ’ το συνωστισμό, πέφτανε πάνω στα αγεφύρωτα ηλεκτροφόρα και πέθαιναν σπαρταρώντας πάνω στα σύρματα. Οι πρώτοι που τα κατάφερναν να πηδήσουν έξω, μέναν στον τόπο απ’ τις σφαίρες που ρίχναν οι κοντινές σκοπιές. Απ’ τις άλλες που ήταν εξήντα μέτρα μακριά η καθεμιά, κανείς στρατιώτης δεν έτρεξε προς τα δω, θες από φόβο, θες γιατί ο Γερμανός δεν αφήνει ποτέ το πόστο του, αν δεν έχει διαταγή.

Έτσι οι σφαίρες τους που έρχονταν από εξήντα, από εκατόν είκοσι, από εκατόν ογδόντα μέτρα μακριά, δεν κάνανε μεγάλη ζημιά. Οι κρατούμενοι πέσανε πολλοί μαζί πάνω στους κοντινούς σκοπούς που ανάμεσά τους ήταν το ανοιχτό πέρασμα προς το δάσος, τους αχρηστέψανε και τους πήρανε τα όπλα. Όλ'αυτά γίνανε μέσα σε λίγα λεπτά και παρ'όλη την αταξία και το κακό, κοντά τετρακόσιοι κρατούμενοι τρέχανε τώρα μέσα στο σκοτεινό κι αφύλαχτο δάσος.



Ρώσος αιχμάλωτος στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Death of a soviet prisoner.



Το μήνυμα όμως της απόδρασης είχε κιόλας φτάσει στον Ές-Ές αξιωματικό ασφαλείας. Σήμανε συναγερμό. Ές-Ές στρατιώτες κυκλώσανε τις παράγκες. Νόμιζαν πως ολόκληρο το Μαουτχάουζεν «άδειαζε». Ταυτόχρονα, οι μοτοσικλετιστές και τ’ αυτοκίνητα της φρουράς κυκλώνανε τον περιφερειακό δρόμο και το δάσος. Όταν εξακριβώσανε πως οι φυγάδες είχαν σκορπίσει, αναπτύχθηκαν στην πέρα μεριά και κάνανε το φωτεινό φράχτη. Οι κρατούμενοι εξαντλημένοι αποκαμωμένοι, φοβισμένοι, ίσως για πρώτη φορά, κρυφτήκανε όπου κι όπως ήταν δυνατόν, για να μην τους βρίσκουν οι προβολείς. Οι Ές-Ές στρατιώτες κι οι υπαξιωματικοί με τα όπλα έτοιμα, περιμένανε να ξημερώσει. Με το πρώτο φως ξεκίνησαν για κει και οι ανώτεροι αξιωματικοί. Ήτανε κι αυτοί ταραγμένοι κι ανήσυχοι όσο ποτέ. Αυτό που έγινε ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να τους συμβεί. Μια μαζική απόδραση χωρίς προηγούμενο και συνάμα, ο εξευτελισμός μιας «οδηγίας» χωρίς προηγούμενο. Τρέμανε για το πως θ’ αντιδρούσε το Βερολίνο. Είπανε στους στρατιώτες να σκοτώνουν φυγάδες μόνο σε περίπτωση που δε βρισκόταν αξιωματικός εκεί κοντά. Έπρεπε τώρα να αποδείξουν στο Βερολίνο πως οι αξιωματικοί του Μαουτχάουζεν ήταν εις θέσιν να διορθώσουν εις το ακέραιον το λάθος τους. Και το κυνήγι άρχισε.



Στο ανθρωποκυνήγι, ο ίδιος και ο σκύλος του θριαμβεύσανε... Είκοσι οχτώ κεφάλια! Στο κούτελο κάθε «κεφαλιού» έβαζε την υπογραφή του με μολύβι μελάνης, για να μην του κλέψουν τα θηράματα οι συνάδελφοι. 


Οι φυγάδες, όσο δεν είχαν μπορέσει ν’ απομακρυνθούν, κι ήταν οι περισσότεροι αυτοί, προσπάθησαν να κρυφτούν στις ρηχές ρεματιές του λόφου, στις συστάδες των θάμνων, σε λάκκους για σκουπίδια. Κάποιοι σκαρφαλώσανε σε βελανιδιές που το φύλλωμά τους ήταν πυκνό. Μάταιες προσπάθειες, βέβαια, που τις έκανε ακόμα πιο μάταιες το χιόνι που πάνω του είχαν αποτυπωθεί τα πάντα. Οι πατημασιές τους, η πορεία τους, οι δυσκολίες τους, οι αναζητήσεις, όλες τους οι σκέψεις και οι κινήσεις. Μέχρι το απομεσήμερο, είχαν «καθαρίσει» τους φυγάδες που παγιδεύτηκαν στην περικυκλωμένη περιοχή. Συνεχίσανε το κυνήγι οι μισοί, ενισχυμένοι από τη χωροφυλακή και εθελοντές πολίτες, και οι άλλοι γύρισαν πίσω για να μη μείνει το στρατόπεδο αφύλαχτο. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πήγανε κατευθείαν για φαΐ. Ο καθαρός αέρας και η σφαγή θα τους είχαν ανοίξει την όρεξη. Αλλά επιπλέον τους περίμενε εκεί ο διοικητής. Έδωσε θερμά συγχαρητήρια σε όλους και ιδιαίτερα στον ομπερστούρμφυρερ Σπατσενέγκερ. Επιπλέον, του υποσχέθηκε μισή ντουζίνα μπουκάλια κρασί από την προσωπική του κάβα και τη διάκριση να πάει αυτός στο Βερολίνο, για αναφορά στον Καλτενμπρούννερ, ευθύς μόλις εξοντωθεί κι ο τελευταίος φυγάδας. 

Ο Σπατσενέγκερ ήταν ένας σκέτος «φόβος και τρόμος», γνωστός συν τοις άλλοις για την αδυναμία του στους ανθρωποφάγους σκύλους. Στο ανθρωποκυνήγι, ο ίδιος και ο σκύλος του θριαμβεύσανε... Είκοσι οχτώ κεφάλια! Στο κούτελο κάθε «κεφαλιού» έβαζε την υπογραφή του με μολύβι μελάνης, για να μην του κλέψουν τα θηράματα οι συνάδελφοι. Τα επιδειχτικά συγχαρητήρια από το διοικητή στον Σπατσενέγκερ είχαν δυο λόγους: να παινέσει τον «φόβο και τρόμο» για τα είκοσι οχτώ κεφάλια και ταυτόχρονα να μειώσει τον υποδιοικητή Μπαχμάγερ που βασική του αρμοδιότητα ήταν η ασφαλής φρούρηση των κρατουμένων. Και πολύ θα χαιρόταν, αν η απόδραση γινόταν αφορμή να τον μεταθέσουν.


Οι ανώτεροι αξιωματικοί πήγανε κατευθείαν για φαΐ. Ο καθαρός αέρας και η σφαγή θα τους είχαν ανοίξει την όρεξη. 


Τη νύχτα, κάθε μία ώρα, μας βγάζανε έξω απ'τις παράγκες, χωρίς παπούτσια και χωρίς ρούχα. Το πρωί δε μας δώσανε το μαυροζούμι, τον ψευδοκαφέ. Δεν είχε ούτε γεύση ούτε μυρουδιά, όμως ήταν ζεστός. Εκτός που βάζαμε κάτι ζεστό μέσα μας, κολλούσαμε τα χέρια μας στα καζάνια και τα ζεσταίναμε.

Στο προσκλητήριο ανακοινώθηκε πως ούτε και σήμερα θα βγουν για δουλειά τα εξωτερικά συνεργεία. Θα σταθούν όλοι όρθιοι στην πλατεία ως το μεσημέρι. Δε θα μοιραστεί η μεσημεριανή σούπα, ούτε η βραδινή ξηρά τροφή.

Το απομεσήμερο ακούγονταν πυροβολισμοί απ’ τη μεριά της φυλακής. Μάθαμε ότι σκότωσαν όσους είχαν στα κελιά για να τα αδειάσουν και να συγκεντρώσουν στη φυλακή τους ρώσους αιχμαλώτους, ώσπου να ξαναφτιάξουν τους φράχτες στην παράγκα αριθμός 20.

Στο βραδινό προσκλητήριο είδαμε να περνάνε μπροστά μας σουρνάμενοι οι υπόλοιποι από τη «στράφ-κομπανί», «συνεργείο τιμωρημένων». Δεν ήταν ούτε πενήντα, απ'τους διακόσιους που είχαμε δει το πρωί. Γι’ αυτό, ως φαίνεται, τους πήγαν και σήμερα στο λατομείο.

      Πώς και τους βγάλανε αυτούς;

      Για να δούμε πόσοι θα γυρίσουν...

Την άλλη μέρα, τους οδηγούς των φορτηγών που κουβάλησαν τους νεκρούς φυγάδες, τους σκότωσαν πίσω απ'τα λουτρά με μία σφαίρα στο κούτελο. Πάνω απ'τα πτώματα στήσανε μία επιγραφή σε χαρτόνι: «Είναι κακό να βλέπεις, αλλά χειρότερο να λες ό,τι βλέπεις». Κάποιος τρελός κάτι θα ξεστόμισε.

Την παράλλη, όλα τα συνεργεία βγήκαν για δουλειά. Όμως, αυτό που έγινε στα εξωτερικά συνεργεία, ήταν σωστό μακελειό. Λοξά να κοίταζες, οι Ές-Ές το θεωρούσανε «απόπειρα απόδρασης» και πυροβολούσαν. Σκοτώσανε κρατούμενους που πήγαν πιο πέρα για να κατουρήσουν, παρ’ όλο που είχαν ζητήσει την άδεια. Ο ένας έλεγε «πήγαινε», ο άλλος σκότωνε. Άλλους τους σκότωσαν, επειδή απλά και μόνο μίλησαν μεταξύ τους.


Λοξά να κοίταζες, οι Ές-Ές το θεωρούσανε «απόπειρα απόδρασης» και πυροβολούσαν. Σκοτώσανε κρατούμενους που πήγαν πιο πέρα για να κατουρήσουν, παρ’ όλο που είχαν ζητήσει την άδεια. 


Όσο περνούσαν οι μέρες, μαθαίναμε για την απόδραση κι άλλα. Τα νέα τα φέρνανε οι Α'και Β'«καμαριέρες». Οι Α'ήταν κρατούμενοι, κυρίως Γερμανοί, τσιγγάνοι και ομοφυλόφιλοι, που δουλεύανε μάγειροι, σερβιτόροι, λαντζιέρηδες, καθαριστές στα εστιατόρια και στις καντίνες των Ές- Ές. Οι Β'ήταν υπηρέτες στην παράγκα που μένανε οι επιστάτες. Πηγαίνανε μετά το βραδινό προσκλητήριο στην παράγκα τους και για λίγο φαΐ, ψωμί, κανένα τσιγάρο, τους πλένανε τα ρούχα, τους μαγειρεύανε, σκουπίζανε και σφουγγαρίζανε το πάτωμα. Από συγκολλημένα μισόλογα που είχαν ακούσει οι καμαριέρες απ’ τους Ές-Ές και τους επιστάτες, βγήκε μία σπουδαία πληροφορία... Φαίνεται πως ογδόντα τουλάχιστον φυγάδες είχαν περάσει όλους τους φράχτες του Μαουτχάουζεν και τον κλοιό με προβολείς και περιπολίες κι είχαν σκορπίσει στην «ελεύθερη» χώρα. Αυτό έγινε στο διάστημα που οι Ές-Ές νομίζανε πως είχαν περικυκλώσει τους πάντες και περιμένανε το φως της μέρας, για να πιάσουν δουλειά.



Πάνω: Επιζήσαντες μετρούν τα πτώματα στο Μαουτχάουζεν. Survivors counting the corpses of prisoners killed in the Mauthausen concentration camp. Κάτω: Νεκρός του Μαουτχάουζεν στο χιόνι. Mauthausen inmate lies dead in the snow


Όταν διαπιστώσανε το λάθος τους, οι φυγάδες που σκοτώσανε στον κλοιό ήταν κάπου τριακόσιοι πενήντα, άρα έλειπαν καμιά εκατοσταριά, ο διοικητής ζήτησε τη συνδρομή του γκαουλάιτερ Άουγκουστ Άϊγκρούμπερ. Ο γκαουλάιτερ του Ομπερντόναου, με έδρα το Λίντς, ήταν ο κομματικός και διοικητικός περιφερειάρχης στον Άνω Δούναβη. Αφού κατσάδιασε τον Τσιράις, που άλλα του έλεγε τη νύχτα και άλλα τώρα, κινητοποίησε τις μονάδες της χωροφυλακής και της χιτλερικής νεολαίας. Διέταξε τους δημάρχους σε πόλεις και χωριά να οπλίσουν όλους τους ικανούς πολίτες, γυναίκες κι άντρες και να λάβουν μέρος στη δίωξη, στη σύλληψη, στην επί τόπου εκτέλεση.

Το μήνυμα του γκαουλάιτερ ειδοποιούσε ότι «άγνωστος αριθμός ειδεχθών κακούργων και εχθρών της γερμανικής πατρίδας, του Ράιχ και του Φύρερ, δραπέτευσαν τη νύχτα από... είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τον πληθυσμό και υπάρχουν πληροφορίες πως κατευθύνονται βορειοδυτικά προς την περιοχή που κατοικούν Τσέχοι». Ειδοποιούσε ακόμα ότι αρκετοί απ’ τους ειδεχθείς κακούργους είχαν τουφέκια και πιστόλια. Αυτό ήταν ψέμα. Τα τρία όλα κι όλα τουφέκια που οι δραπέτες πήραν απ'τους χτυπημένους Ές-Ές στρατιώτες βρέθηκαν στο δάσος, ευθύς μόλις άρχισε η καταδίωξη. Όμως το ψέμα επέτρεπε στον Αϊγκρούμπερ τη σύσταση «κάθε πατριώτης και υπεύθυνος πολίτης να πυροβολεί οτιδήποτε κινείται ύποπτα και να εκτελεί χωρίς δισταγμό, κυρίως για την προσωπική του ασφάλεια, κάθε κτήνος...».Οπλίστηκαν πολλοί και με μεγάλη προθυμία. Πήγαν μαζί και πολλοί που δεν είχαν όπλο, αλλά είχαν τσεκούρια, ρόπαλα, μαχαίρια. Ήθελαν οι άνθρωποι να κάνουν κι αυτοί κάτι καλό για τη γερμανική πατρίδα και το Φύρερ.

Έτσι, το ανθρωποκυνήγι που άρχισε στα όρια του Μαουτχάουζεν, απλώθηκε ως τα παλιά σύνορα με την Τσεχοσλοβακία. Και ήταν τόσο το πάθος των κυνηγών να διαπρέψουν και τόση η ευσυνειδησία «να πυροβολούν οτιδήποτε κινειται», που σκοτώνονταν και μεταξύ τους. Ένα αγόρι της χιτλερικής νεολαίας, μόνο αυτό, σκότωσε τρεις πολίτες. Ένας ταχυδρομικός διανομέας σκότωσε το δήμαρχο του διπλανού χωρίου. Συνολικά, τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, κυνηγός και αυτή, ήταν τα θύματα της αλληλοσφαγής τους στο βωμό της μανίας τους να έχουν να πουν «εγώ σκότωσα έναν απ’ το Μαουτχάουζεν». «Θεία Δίκη», θα το ‘λεγε ο κύριος Βαγγέλης. «Αλλά γιατί, Θεέ μου, τόση οικονομά; Θα πείραζε αν ήταν πενήντα αντί πέντε; Δε βλέπεις τί γίνεται στη μεριά μας;»


Και ήταν τόσο το πάθος των κυνηγών να διαπρέψουν και τόση η ευσυνειδησία «να πυροβολούν οτιδήποτε κινειται», που σκοτώνονταν και μεταξύ τους.


Αυτό μας το είπαν οι Ρώσοι δημοσιογράφοι που είχαν πάει μαζί με αμερικάνους στρατιωτικούς ανακριτές στο Σβάρτσμπεργκ... Ένας φυγάδας, τέλεια εξαντλημένος πια, και ξεγελασμένος ποιος ξέρει από τί, τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα σ’ ένα αγροτόσπιτο. Ο αγρότης ιδιοκτήτης κι η γυναίκα του άνοιξαν την πόρτα. Ο φυγάδας, με νοήματα παρακάλεσε για ψωμί και τίποτα κουρέλια να τυλίξει τα πόδια του. Και ενώ θα μπορούσαν, εάν νομίζανε πως κινδυνεύουν να τον φοβερίσουν και να κλείσουν την πόρτα, αυτοί αντίθετα τον καλέσανε μέσα. Τον βάλανε να καθίσει στο τραπέζι, ακούμπησαν κοντά ένα πιάτο φαΐ, ψωμί, κουτάλι, μία κούπα μηλόκρασο... Κι όταν με δάκρυα ευγνωμοσύνης άρχισε να τρώει, του ρίχτηκαν κι οι δυο με μαχαίρια και με τέτοια λύσσα, που το κεφάλι του κρέμασε στο πλάι, σαν του σφαγμένου αρνιού.

Μπορεί να σφάχτηκαν κι άλλοι κάνοντας το ίδιο λάθος. Όμως, Θεέ και Κύριε, γιατί να 'ναι λάθος; Είδε ένα σπίτι, κι είναι ωραία τα σπίτια στα αυστριακά χωριά, με κεντητά κουρτινάκια στα παράθυρα, με καλομπογιαντισμένη πόρτα. Με απλωμένα ρούχα στην αυλή, με κούνια από σκοινί στο κλαδί της φλαμουριάς, για να παίζουνε τα παιδιά. Γιατί να μη ζητήσει λίγο ψωμί και κουρέλια; Που είναι το λάθος;...

Από τη μεγάλη απόδραση, απόγνωση, σφαγή, μόνο για έναν μάθαμε ότι στα σίγουρα διέφυγε. Ο στρατιώτης Σεμιόν Στσακώβ. Για δώδεκα άλλους δε μαθεύτηκε ποτέ τί απόγιναν. Ο Γιοζέ Μπαλλίνα, που δούλευε κι αυτός στην Πολιτική Διεύθυνση, το 'χε βάλει τάμα να βρει την καρτέλα του Σεμιόν και άμα τελικά τη βρήκε, έλεγε συγκινημένος έως δακρύων για το «συντροφάκι» Σεμιόν: «σκέψου, μι κάγο δίος, είναι μονάχα είκοσι χρονών, κοντός, μαυρομάλλης, μαυρομάτης, τ’ αριστερό του χεράκι κομμένο απ'τον καρπό». Φανατικός κομμουνιστής και μαζί φανατικός καθολικός, όπως και άλλοι «εσπανιόλες ρόχος» του Μαουτχάουζεν, χάραξε τ’ όνομα του Στσακώβ σ’ ένα σανίδι του κρεβατιού του και το στόλισε μ'ένα σταυρό κι ένα σφυροδρέπανο. «Να τον φυλάνε και τα δύο» είπε, «το ένα δε φτάνει... εμείς γι'αυτό τα κάναμε σκατά στην Ισπανία».

Ο φίλος του Καζιμίρ Κλεμέντες έφριξε άμα το είδε, «πάει, αυτουνού του ‘στριψε τελείως». Πήρε το σανίδι και το 'καψε στη σόμπα, κάνοντας ότι ψήνει δυο κλεμμένες πατάτες. Κλεμέντες και Μπαλλίνα είχαν πλάι πλάι πολεμήσει στο Τερουέλ τους «κοχόνες και μιέρδας φασίστες του χιτλερίσιμο του Φράνκο».



Από το βιβλίο "Μαουτχάουζεν"του Ιάκωβου Καμπανέλλη [εκδ.Κέδρος]. Πρώτη έκδοση το 1963. Για τη μεταφορά και την εισαγωγή, το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης του 18.




Αιχμάλωτοι του Μαουτχάουζεν μετά την απελευθέρωση. Prisoners mill about at Mauthausen after liberation

O Υποχόνδριος. Ένα λογοτεχνικό απόσπασμα και κάποιες σκέψεις

$
0
0




«Πράγμα πολύ παράξενο, μα δεν μπορώ να διαβάσω μια φαρμακευτική ρεκλάμα χωρίς να συμπεράνω πως πάσχω από την εν λόγω ασθένεια και μάλιστα κάτω απ’ τη χειρότερή της μορφή. Η διάγνωση μου φαίνεται, κάθε φορά, να ταιριάζει ακριβώς με όλα τα συμπτώματα που αισθάνομαι.

Θυμάμαι κάποια μέρα που είχα πάει στο Βρετανικό Μουσείο για να διαβάσω τις λεπτομέρειες μιας ελαφριάς αδιαθεσίας που με βασάνιζε... κάποιο συνάχι, υποθέτω. Μου έφεραν τον τόμο και διάβασα όλα το άρθρο που είχα έρθει για να συμβουλευτώ. Έπειτα, έτσι για να περάσω την ώρα μου, άρχισα να το ξεφυλλίζω και να ρίχνω ματιές στη μια αρρώστια μετά την άλλη. Δεν ξέρω πια από που άρχισα, — ήταν κάποια τρομερή και καταστροφική μάστιγα,— μα προτού διαβάσω τα μισά απ’ τα «προειδοποιητικά συμπτώματα», ήμουνα πεπεισμένος πως την είχα αρπάξει.

Στην αρχή έμεινα παγωμένος από φρίκη. Έπειτα, στην εγκατάλειψη της απελπισίας, ξανάρχισα να γυρίζω τα φύλλα. Έφτασα στον τύφο, διάβασα τα συμπτώματα, ανακάλυψα πως είχα τύφο και πως έπασχα από καιρό χωρίς να το έχω καταλάβει, αναρωτήθηκα τί άλλο μπορούσα να έχω, έφτασα στη χολέρα, — και διαπίστωσα, όπως το περίμενα, πως έπασχα κι απ'αυτήν. Η περίπτωσή μου άρχιζε να γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και ξανάρχισα απ'την αρχή, κατ'αλφαβητική σειρά, διάβασα το άρθρο για την αλωπεκίαση κι έμαθα πως την είχα κι αυτήν και πως η κρισιμότερη περίοδος θ'άρχιζε σε δεκαπέντε μέρες. Τη χολέρα, την είχα, με σοβαρές περιπλοκές• κι όσο για τη διφθερίτιδα, θα ‘πρεπε να την σέρνω μαζί μου εκ γενετής. Εξέτασα προσεχτικά τα γράμματα του αλφαβήτου απ'την αρχή ως το τέλος και, τελειώνοντας, η μόνη αρρώστια που δεν είχα ήταν η «υδράρθρωση της καμαριέρας».

Στην αρχή, ένιωσα προσβλημένος. Γιατί να μην πάσχω κι απ'αυτή την «υδράρθρωση της καμαριέρας»; Γιατί αυτή η αδικία; Όμως, σιγά-σιγά, κατάφερα να πνίξω την αγανάκτησή μου. Σκέφτηκα πως είχα ήδη όλες τις άλλες ασθένειες που γνώριζε η φαρμακολογία και, προσπαθώντας να είμαι λιγότερο εγωιστής, έπαψα να συλλογίζομαι την «υδράρθρωση της καμαριέρας». Είχα τη σοβαρότερη μορφή της αρθρίτιδας και η ψώρα, που την είχα κολλήσει από τότε που ήμουνα έφηβος, δε θ’ άρχιζε να εκδηλωθεί. Καθώς η ψώρα ήταν η τελευταία ασθένεια του βιβλίου, έβγαλα το συμπέρασμα πως δεν είχα τίποτ'άλλο.






Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Τί ενδιαφέρουσα περίπτωση που ήμουνα, από ιατρικής απόψεως! Τι απόκτημα για το πανεπιστήμιο! Αν είχαν εμένα, οι φοιτητές, δε θα χρειάζονταν να τριγυρνάνε στα νοσοκομεία! Μόνος μου ήμουνα ένα ολόκληρο νοσοκομείο! Θα τους αρκούσε να μου κάνουν μια γενική εξέταση κι έπειτα θα ‘παιρναν οπωσδήποτε το πτυχίο τους!

Στη συνέχεια, αναρωτήθηκα πόσο καιρός μου απόμενε να ζήσω. Προσπαθούσα να εξεταστώ μόνος μου. Έπιασα το σφυγμό μου. Στην αρχή δεν κατάφερα να τον βρω. Έπειτα, ξαφνικά, πήρε μπροστά. Έβαλα το ρολόι μου και χρονομέτρησα τους παλμούς του. Βρήκα εκατόν σαράντα εφτά το λεπτό. Έπειτα, προσπάθησα να κάνω το ίδιο και με τους παλμούς της καρδιάς μου. Αδύνατο να διακρίνω τούς χτύπους της. Είχε σταματήσει. Φυσικά, κάπου θα ήταν και θα χτυπούσε, μα δεν ήμουνα σίγουρος. Άρχισα να ψάχνω όλο το μπροστινό μέρος του κορμιού μου, απ'τη μέση ως το κεφάλι, προχώρησα λίγο προς τα πλάγια κι έφτασα σχεδόν ως την πλάτη. Η καρδιά μου δε βρισκόταν πουθενά. Προσπάθησα να δω τη γλώσσα μου. Την έβγαλα όσο περισσότερο μπορούσα, κι έκλεισα το ένα μου μάτι για να μπορέσω να τη δω με το άλλο. Είδα μόνο την άκρη της, και το μόνο που κέρδισα ήταν να πειστώ ακόμη περισσότερο πως είχα σκαρλατίνα.

Μπαίνοντας σ'αυτό το αναγνωστήριο, ήμουνα ένας άνθρωπος ευτυχισμένος και γεμάτος υγεία. Βγήκα διπλωμένος στα δυο και σε αξιοθρήνητη κατάσταση.

Πήγα κατευθείαν στο γιατρό μου. Είναι ένας παλιός μου φίλος που μου πιάνει το σφυγμό, κοιτάζει τη γλώσσα μου και μου μιλάει για τον καιρό, όλα δωρεάν, φυσικά, κάθε φορά που φαντάζομαι πως είμαι άρρωστος. Σκέφτηκα πως η επίσκεψή μου αυτή θα του ερχόταν σαν αληθινό δώρο. «Αυτό που χρειάζεται ένας γιατρός», είπα μέσα μου, «είναι η πρακτική, θα του προσφέρω τον εαυτό μου. Κι από μένα θα μάθει όσα δε θα του πρόσφεραν όλοι οι ασθενείς του μαζί».

Χτύπησα περήφανος την πόρτα του και κείνος, βλέποντας με, μου είπε:

— Λοιπόν, τί έχεις;

Του απάντησα:

— Δε θα σ'αφήσω να χάσεις τον καιρό σου, αγαπητέ μου, αρχίζοντάς να σου απαριθμώ τα όσα έχω. Η ζωή είναι μικρή και κινδυνεύεις να μην προλάβεις να τ’ ακούσεις όλα. Γι’ αυτό θα σου πω τι δεν έχω. Δεν έχω την «υδράρθρωση της καμαριέρας». Το γιατί δεν την έχω, δεν μπορώ να στο εξηγήσω.  Όλα τ’ άλλα, εκτός απ'αυτό βρίσκονται πάνω μου και μέσα μου.

Και του διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια πώς είχα φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα.

Μου είπε να βγάλω τη γλώσσα μου, της έριξα μια ματιά, έπιασε το σφυγμό μου, κι έπειτα με χτύπησε στο στήθος τη στιγμή που δεν τον περίμενα καθόλου, — αυτό το ονομάζω μπαμπεσιά— κι αμέσως μετά κόλλησε σ'αυτό το αυτί του. Τέλος, κάθισε στην πολυθρόνα του, έγραψε μια συνταγή και μου την έδωσε. Την έβαλα στην τσέπη μου κι έφυγα.

Δεν την άνοιξα. Πήγα ίσια στο φαρμακοποιό και του την έδωσα. Τη διάβασε, και μου την επέστρεψε λέγοντας, πως δεν είχε όσα έγραφε. Τον ρώτησα:

— Είστε ή δεν είστε φαρμακοποιός; Μου απάντησε:

— Πραγματικά, είμαι, θα μπορούσα να σας ικανοποιήσω αν είχα κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά σαν φαρμακοποιός, μου είναι αδύνατο να σας εξυπηρετήσω.

Τότε, διάβασα και γω τη συνταγή:

“Ένα κιλό μπιφτέκια, και ένα μπουκάλι μπύρα κάθε έξη ώρες.
“Ένας περίπατος δεκαπέντε χιλιομέτρων κάθε πρωί.
“Ένας γερός ύπνος την ήμερα, από τις έντεκα το βράδυ.

Και μη γεμίζεις το κεφάλι σου με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.»

Ακολούθησα τις οδηγίες του, με το ευτυχές αποτέλεσμα — κατά τη γνώμη μου, πάντα — να σώσω τη ζωή μου, που κρατάει ακόμη.»





Ο υποχόνδριος και η ιατρικοποίηση. Κάποιες σκέψεις



Το απόσπασμα που διαβάσατε δεν είναι άλλο από την εισαγωγή του απολαυστικού μυθιστορήματος “ThreeMenInABoat” [Τρεις σε μια Βάρκα] του Βρετανού JeromeK. Jerome. Ο υποχόνδριος της αφήγησής μας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, όπως παρατηρεί τα υποτιθέμενα «συμπτώματά» του και αισθάνεται πως πλησιάζει το τέλος του κόσμου!

Για όσους δεν γνωρίζουν, το “ThreeMenInABoat” χρονολογείται από το 1889. Κι αν το περιεχόμενο της αφήγησης δεν μαρτυρά καμία απολύτως ένδειξη της παλαιότητάς του, ο λόγος έγκειται στο βαθιά διαχρονικό του χιούμορ – τέτοιο που έχει καταστήσει το βιβλίο ως ένα από τα ορόσημα της χιουμοριστικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο που σημείωσε πελώρια επιτυχία κατά τη δημοσίευσή του, όπως δεν είναι τυχαίο που φιγουράρει και σήμερα σε περίοπτη θέση ποικίλων δημοσιεύσεων σε λίστες με τα αγαπημένα βρετανικά μυθιστορήματα όλων των εποχών – παρά το γεγονός πως το βιβλίο δεν είναι εξ’ ολοκλήρου κωμικό ανάγνωσμα, ούτε ήταν η πρόθεση του συγγραφέα να δημιουργήσει κάτι κατεξοχήν χιουμοριστικό (περισσότερο ο συγγραφέας επιδίωκε να γράψει έναν τουριστικό οδηγό για τα διάφορα αξιοθέατα γύρω από τον Τάμεση!). Παρά τα σοβαρά περάσματά του όμως, ήταν το χιούμορ του εκείνο που ξεχώρισε και κατέστησε το βιβλίο αγαπητό στα πλήθη. Όσοι έχουν διαβάσει άλλα έργα του συγγραφέα με το πανομοιότυπο όνομα και επίθετο (Τζερόμ Τζερόμ, σα να λέμε Γιάννης Γιάννης) ξέρουν πως το χιούμορ συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της γραφής του – και δεν είναι εύκολο να γελάσεις διαβάζοντας ένα βιβλίο, όπως πιθανό γνωρίζετε.

Παρά το γεγονός πως το κύριο θέμα του βιβλίου είναι το ταξίδι δύο εβδομάδων του συγγραφέα (παρέα με δυο φίλους του κι έναν σκύλο) στον Τάμεση, για σήμερα επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας μόνο την εισαγωγή – περισσότερο για να πάρουμε μια γεύση της χιουμοριστικής του διάθεσης, όσο και γιατί βρίσκω πως το θέμα της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για ανάπτυξη. Αλήθεια, ποιος κατορθώνει να μην είναι έστω και λίγο υποχόνδριος ειδικά στην εποχή μας! Μπορεί να αισθάνεσαι τέλεια, να απολαμβάνεις κάθε λεπτό της καθημερινότητάς σου… μα μια μικρή ενόχληση, ή κάποια αρνητική σκέψη ίσως σε ωθήσουν να διερευνήσεις τις πιθανές πηγές τους. Και αλίμονο αν δεν γνωρίζεις που χρειάζεται να ψάξεις! Ανοίγεις ένα παράθυρο στον κόσμο και μεμιάς ξεχύνονται μέσα κύματα πανικού! Ένα λάθος κλικ στο διαδίκτυο, μια λάθος επιλογή στην εγκυκλοπαίδεια με τα ιατρικά ζητήματα, η παρακολούθηση μιας αμφιβόλου επιστημονικής εγκυρότητας τηλεοπτικής εκπομπής, ή μια κακή συμβουλή από κάποιον «φίλο που ξέρει»… και αυτό ήταν, νιώθεις άρρωστος, νιώθεις κομμάτια, νιώθεις τελειωμένος!



A hypochondriac surrounded by doleful spectres. Coloured etching by T. Rowlandson after J. Dunthorne, 1788.


Προσοχή, δεν αναφέρομαι μόνο σε σωματικά/οργανικά προβλήματα, με τα οποία συνήθως ταυτίζουμε τους υποχόνδριους… μα και σε προβλήματα ψυχολογικού ή ψυχοσωματικού τύπου. Μπορεί να πετάξεις ένα εξάνθημα και αμέσως πανικοβάλλεσαι πως κόλλησες κάτι που δεν έπρεπε. Μπορεί όμως και να περνάς μια στενάχωρη φάση και να σκέφτεσαι πως έχεις «κατάθλιψη». Μπορεί να έχεις ταχυπαλμία και να σε πιάνει κρίση πανικού. Μπορούμε εξάλλου να επεκτείνουμε αυτές τις σκέψεις και στο επίπεδο της «ομαλότητας». Κάποιος μπορεί να νιώθει πως είναι «προβληματικός» ακόμα και αν κάνει σκέψεις που «δεν έπρεπε να κάνει» ή αν παρατηρεί μέσα του πτυχές που συγκρούονται με την πρέπουσα ηθική ή τις κατηγορικές κοινωνικές προσταγές. Εν τέλει εκείνο που αναζητεί απεγνωσμένα είναι η αίσθηση της σιγουριάς που μόνο ένας «ειδικός» μπορεί να του διασφαλίσει. «Έχω πρόβλημα, γιατρέ; Και αν ναι, σε τι βαθμό;»

Το χειρότερο είναι πως – ενίοτε – ακόμα και η επίσκεψη στον γιατρό (σε συγκεκριμένους γιατρούς) μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι έτσι: άρρωστος, αδύναμος, προβληματικός.

Ασφαλώς υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες όντως υπάρχει πρόβλημα, όπως ασφαλώς υπάρχει και ασθένεια. Μα η ευκολία με την οποία η εποχή μας βιάζεται να κολλήσει ταμπέλες κι ετικέτες, αριστερά και δεξιά, σε ωθεί στον ακόλουθο προβληματισμό: είναι λύση η επικόλληση άλλης μιας ταμπέλας, «θεραπευτικού» τύπου αυτή τη φορά, τέτοια που να κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεσαι συνέχεια πως χρίζει θεραπείας;

Αναφέρομαι στο φαινόμενο της «ιατρικοποίησης»  (ή, μεταβαίνοντας στο ψυχολογικό επίπεδο, της «ψυχιατρικοποίησης») που τόσο χαρακτηρίζει τους καιρούς μας. Hτάση να μετατρέπονται τα πάντα σε δυνάμει ιατρικά – ή ψυχιατρικά – φαινόμενα. Κάποτε πίσω από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά δέσποζε η θρησκεία και η κυρίαρχη ηθική – και ασφαλώς το κλειδί της σωτηρίας βρισκόταν στους παπάδες. Τη θέση τους τώρα έχουν πάρει οι γιατροί. Υγεία, υγεία, υγεία, ακούμε να λένε παντού, λέμε κι εμείς το ίδιο – και ασφαλώς η υγεία συνιστά το βάθρο της ζωής μας. Είναι όμως «υγιεινό» να ασχολούμαστε διαρκώς με την υγεία, σε βαθμό εμμονής; Είναι η μόνιμη ανησυχία ένδειξη υγιούς ζωής; Ποιος ορίζει αυτή την τέλεια «ομαλότητα» λοιπόν, αν όχι εσύ ο ίδιος, και ποια είναι τα κριτήριά της;






 Νομίζω πως ο καλύτερος γιατρός ξέρει πως η υγεία συνιστά όχι μόνο οργανικό, μα και ψυχολογικό ζήτημα. Και πως κάθε άνθρωπος διαφέρει από τον άλλο – δεν είναι νούμερα σε μια λίστα ή κατηγορίες σε κάποιο επιστημονικό εγχειρίδιο. Σαν τον γιατρό του αποσπάσματος του Τζερόμ, αναγνωρίζει πως, ενίοτε, η ίδια η ζωή περιέχει μέσα της τις απαντήσεις της:

«Ένα κιλό μπιφτέκια, και ένα μπουκάλι μπύρα κάθε έξη ώρες.
“Ένας περίπατος δεκαπέντε χιλιομέτρων κάθε πρωί.
“Ένας γερός ύπνος την ήμερα, από τις έντεκα το βράδυ.

Και μη γεμίζεις το κεφάλι σου με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.»

Ναι, η υγεία είναι σπουδαίο πράγμα – δίχως αυτή δεν γίνεται τίποτα και το γνωρίζουμε καλά. Μα άλλο πράγμα η υγεία, και άλλο η εμμονή. Αν η ασθένεια συνεπάγεται τη βιολογική εξάρτηση και την αντίστοιχη αδυναμία που επιφέρει, αντίστοιχη εξάρτηση μπορεί να δημιουργήσουν οι ταμπέλες, οι ετικέτες και τα παιχνίδια του μυαλού.

Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη αρρώστια μας: η τάση να γεμίζουμε το κεφάλι μας με πράγματα που δεν εξυπηρετούν τίποτα άλλο, πέρα από το να μας κάνουν δυστυχισμένους. Και αυτή η τάση σήμερα είναι ασφαλώς μεγαλύτερη, απ’ ότι ήταν την εποχή του Τζέρομ.

Κλείνω με μια χιουμοριστική νότα (γιατί ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις είναι το χιούμορ, και ο Τζερόμ το ήξερε καλά): Το ακόλουθο εξώφυλλο «περιοδικού» που βλέπετε ανήκει στα «περιοδικά των μοντέρνων καιρών» που είχα δημιουργήσει προ λίγων χρόνων για το Blog, στο πλαίσιο αυτού εδώ του σατιρικού αφιερώματος. Ο τίτλος του περιοδικού είναι «ΜΙΚΡΟΒΙΟ». Όχι, δεν θα το βρείτε στα περίπτερα! Μα αμφιβάλλει κάποιος πως θα σημείωνε πελώρια επιτυχία αν κυκλοφορούσε σήμερα;

Σας αφήνω τώρα, γιατί ένιωσα μια ενόχληση στο στομάχι και θέλω να ερευνήσω τι έχω πάθει. Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό.



© το φονικό κουνέλι

Το λογοτεχνικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τζερόμ Τζερόμ "Τρεις σε μία Βάρκα". Για το συνοδευτικό κείμενο και τον σχεδιασμό του περιοδικού, το Φονικό Κουνέλι, 2014-2018.

Η ρωγμή στον τοίχο της εξουσίας... Το "Λάθος"του Αντώνη Σαμαράκη

$
0
0



«Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ'αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η έξης: με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς».


Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη βροχερή μέρα του Γενάρη, πριν δέκα περίπου χρόνια. Ήμουν νεοσύλλεκτος φαντάρος στην Άρτα και ο καιρός είχε σταθεί εμπόδιο στην εκπαίδευσή μας. Καθόμασταν μέσα λοιπόν και μια αξιωματικός είχε αναλάβει τον άκρως εποικοδομητικό ρόλο να μας διαβάσει κάποιες «οδηγίες» σχετικές με την ορθή στρατιωτική διαγωγή. Τα λόγια της έχουν αποτυπωθεί στη σκέψη μου: «ο στρατιώτης όταν δέχεται μια εντολή δεν πρέπει να σκέφτεται ή να την επεξεργάζεται κατ’ οποιονδήποτε τρόπο στο νου του, μα να την εκτελεί».

Θυμάμαι εξάλλου το μηχανισμό της ιδανικής Γραφειοκρατίας, όπως τον περιέγραψε ο περίφημος κοινωνιολόγος MaxWeber, η ουσία του οποίου είναι να εκτελείς κατά γράμμα και δίχως καμία απολύτως παρέκκλιση τις οδηγίες, αφήνοντας τον όποιο προβληματισμό και τις συναισθηματικές αποκλίσεις στην άκρη. Όσο περισσότερο ψυχρά και κατά γράμμα εκτελείς τις οδηγίες, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συνολική απόδοση του οργανισμού. Αρκεί να σκεφτούμε κάθε μεγάλο σύγχρονο οργανισμό (για παράδειγμα, κάποια μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων) και τον τρόπο που λειτουργεί – εκεί όπου σημασία δεν έχουν οι άνθρωποι και η διαφορετικότητά τους, μα οι θέσεις και τα καθήκοντα της κάθε μιας. Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται, οι θέσεις όμως μένουν.

Είχε δίκιο ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν έθετε τη διάκριση ανάμεσα σε «διευθύνοντες και εκτελεστές» (και όχι μόνο ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες) στο επίκεντρο της πολιτικής προβληματικής του. Από τη μία βρίσκονται εκείνοι που παρέχουν τις οδηγίες… και από την άλλη εκείνοι που οφείλουν να τις εκτελέσουν κατά γράμμα. O κυρίαρχος κοινωνικός μηχανισμός είναι ένα καλούπι στο οποίο οφείλουμε να μπούμε και να πάρουμε το σχήμα του, ανεξαρτήτως αν μας ταιριάζει ή όχι. Ή όπως έλεγε ο ψυχαναλυτής Έριχ Φρομ: “Κάποτε ο κίνδυνος ήταν μήπως οι άνθρωποι μετατρεπόμασταν σε σκλάβους… τώρα όμως ο κίνδυνος είναι μήπως μετατραπούμε σε ρομπότ”.

Ένας τοίχος: σκληρός σαν πέτρα, ψηλός σαν φρούριο. Κι εσύ τον σκαρφαλώνεις και αλίμονο αν πέσεις!

Κι όμως… δες αυτά τα λουλούδια που φυτρώνουν στις χαραγματιές του τοίχου. Κι εκείνη τη ρωγμή… δες, ο τοίχος έχει μια ρωγμή! Κι άλλη, κι άλλη… Και οι πέτρες κινούνται. Δες, ο τοίχος δεν είναι τόσο σκληρός και σταθερός όσο ήθελαν να σε κάνουν να πιστέψεις! Χάσκει μια τρύπα στην τετράγωνη μαθηματική λογική του «τέλειου συστήματος»!

Ή όπως έλεγε ο Αντώνης Σαμαράκης: «Στο Σχέδιο υπάρχει ένα Λάθος. Στο Καθεστώς υπάρχει ένα Λάθος»…

Γι’ αυτό ακριβώς το «Λάθος» θα μιλήσουμε σήμερα λοιπόν.



Graffiti by Ganzeer


Ο όρκος της Ειδικής Υπηρεσίας



«Στη συνείδησή μου, έχουνε χαραχτεί για πάντα όσα μας είπε ο προϊστάμενος την ώρα — ορόσημο στη ζωή μου — πού οι οχτώ δόκιμοι ανακριτές της σειράς μου δώσαμε τον όρκο :

“Οφείλετε να γνωρίζετε πως για την Ειδική Υπηρεσία και για κείνους που την υπηρετούν ισχύει μία εντελώς αλλιώτικη φιλοσοφία. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με την εν λόγω φιλοσοφία, δε χωρίζονται σε καλούς και κακούς, τίμιους και μη, και τόσες άλλες ανεδαφικές και άχρηστες διακρίσεις, υπόλοιπα του παρελθόντος. Ο ανακριτής της Ειδικής Υπηρεσίας παραδέχεται μία και μόνη διάκριση : με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς.

Η απλούστευση αυτή είναι πολύτιμη και για την Ειδική Υπηρεσία και για τον καθέναν από σας χωριστά. Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ'αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η έξης: με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς».



Αφανέρωτος ολοκληρωτισμός



Το «Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1965. Ήταν μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για τα ελληνικά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά δεδομένα – η εποχή του «Ζ» και του Λαμπράκη, η εποχή του Θεοδωράκη και του Νέου Κύματος, μεταξύ άλλων. Βρισκόμαστε εξάλλου δύο μόλις χρόνια πριν τη Χούντα – και το μυθιστόρημα του Σαμαράκη αποκτά τρομακτικά προφητικό χαρακτήρα.

Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος βρίσκεται ένα σκληροπυρηνικό «Καθεστώς». Ο Σαμαράκης δεν διευκρινίζει καμία απολύτως λεπτομέρεια σχετικά με τη φύση και τις προεκτάσεις αυτού του Καθεστώτος. Το μόνο που γνωρίζουμε (και το μόνο που αρκεί) είναι πως το συγκεκριμένο Καθεστώς κυριαρχεί επί της κοινωνίας, κυνηγάει αμείλικτα τους εχθρούς του, σκορπάει παντού πράκτορες και ασφαλίτες και διαχωρίζει τον κόσμο σε «φίλους και εχθρούς».

Προσοχή όμως: δεν αρκεί καν να τηρείς κάποια φιλήσυχη στάση, τύπου ουδετερότητας. Πρέπει έμπρακτα να δείχνεις τη φιλία και την αφοσίωσή σου. Αλλιώς εύκολα μπορεί να ενταχθείς και ο ίδιος στους «υπόπτους».

Το Καθεστώς δεν επιζητά μόνο σιωπηλούς αποδέκτες, μα και ενεργούς υποστηρικτές. Είναι εκείνοι που θα επανδρώσουν την κρατική μηχανή, τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τις υπηρεσίες, τον στρατό. Είναι τα καλολαδωμένα γρανάζια του μηχανισμού και οι μοχλοί που τον θέτουν σε κίνηση.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα σκηνικό εφάμιλλο ενός «1984» - μα σε αντίθεση με το κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ, ο Σαμαράκης δεν εμβαθύνει στους σκοτεινούς μηχανισμούς και την ιδεολογία του Καθεστώτος. Προτιμά να δείξει στιγμές από την καθημερινή ζωή της εποχής – την πόλη, την παραλία, την κίνηση στους δρόμους, τα λούνα παρκ, τις καφετέριες, τη διασκέδαση του κόσμου. Πρόκειται για μια πραγματικότητα όμοια με τη δική μας, σαν αντανάκλαση ενός καθρέπτη, που μοιάζει να ρέει στους ρυθμούς της κανονικότητας.

Αν το «Λάθος» ήταν ένα μυθιστόρημα που αρκείται στην εξωτερική εμφάνιση και στην περιγραφή των συμπεριφορών των χαρακτήρων του (σαν άλλος μπιχεβιοριστής ψυχολόγος), θα μιλούσαμε για μια ρεαλιστική, σχεδόν, αποτύπωση μιας καθημερινής μέρας τριών αντρών που οι συνθήκες τους έφεραν σε επαφή. Τίποτα το ασυνήθιστο, ως εδώ.

Μα ο πλούτος του «Λάθους» έγκειται όχι στην εμφάνιση, μα στις υπόγειες διεργασίες που λαμβάνουν τόπο κάτω απ’ τα φαινόμενα. Σαν το νερό που σκάβει και διαβρώνει τον βράχο, σταδιακά και σε μικρές δόσεις, σαν τον κορμό του δέντρου που αφαιρεί, μία μία, τις κρούστες του, σαν τις σταγόνες που πέφτουν, λίγο λίγο, σε κάποια χημική ουσία – μέχρι που στο τέλος ο βράχος χάνεται, το δέντρο πέφτει, και η χημική ουσία εκρήγνυται σε ένα ντελίριο θορύβου και φωτιάς.
Πίσω απ’ τα φαινόμενα, λοιπόν, δεν υπάρχει η ομαλή κοινωνική κανονικότητα, μα ένα καθ’ όλα ολοκληρωτικό καθεστώς. Πίσω απ’ τις φιλικές συμπεριφορές, την άνετη εμφάνιση και τους αστεϊσμούς δεν υπάρχουν τρεις άντρες που περνούν τη μέρα τους, μα δύο πράκτορες της Ειδικής Ασφάλειας… και ένας ύποπτος καταζητούμενος για πράξεις ανατροπής του καθεστώτος.







Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου



«— Δεν αρκεί να είσαστε ένας “φιλήσυχος πολίτης” […] Το γνωρίζουμε, αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα! Και βασικά, δεν αποδεικνύει πως είσαστε αθώος. Για την Ειδική Υπηρεσία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο αποκλειστικά κατηγορίες : όσοι είναι με το Καθεστώς — όσοι δεν είναι με το Καθεστώς. Δε χρειάζεται να είναι κανείς δεδηλωμένος εχθρός του Καθεστώτος, φτάνει να μην είναι με το Καθεστώς, και τότε, αυτομάτως, φυσιολογικά, είναι εχθρός του. Η φιλοσοφία της Ειδικής Υπηρεσίας είναι απλή και αμείλικτη : “Ο μη ων μετ'εμού κατ’ εμού εστί”.

Είδε τα μάτια του προϊσταμένου καρφωμένα πάνω του.

— “Ο μη ων μετ'εμού κατ’ εμού εστί”, ξαναείπε ο προϊστάμενος. Το ξέρετε αυτό; Γνωρίζετε ποιός το είπε;

— Ναι, ο Χίτλερ.

Γέλασε δυνατά ο προϊστάμενος.

— Όχι, δεν το είπε ο Χίτλερ. Το είπε ο Χριστός• Μην ανοίγετε τα μάτια σας και με κοιτάτε έτσι! Το είπε ο Χριστός.»


Οι υπόγειες διεργασίες της αλλαγής



Είναι όντως ένοχος ο ύποπτος ή πρόκειται απλά για έναν φιλήσυχο πολίτη, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος; Ο Σαμαράκης αποκαλύπτει σταδιακά την πραγματικότητα, ξεδιπλώνοντας αριστοτεχνικά μία μία τις πτυχές της, που σαν άλλες Μπάμπουσκες – οι γνωστές ρωσικές κούκλες – βλέπεις να ξεπηδούν η μία μέσα από την άλλη. Πέρα από βιβλίο αμείλικτης κοινωνικής κριτικής, το «Λάθος» συνιστά ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα (δεν είναι τυχαίο πόσο άρεσε το έργο στην Αγκάθα Κρίστι).

Η υποχθόνια ξεδίπλωση της πραγματικότητας εδράζεται στον πυρήνα όχι μόνο της γραφής του έργου, μα και στην ίδια τη φιλοσοφία (και τις πρακτικές) των πρωταγωνιστών του. Πίσω από τη φαινομενικά άνετη και φιλική συμπεριφορά των πρακτόρων απέναντι στον ύποπτο βρίσκεται η εφαρμογή ενός τέλειου «Σχεδίου», μαθηματικά υπολογισμένο από τις διάνοιες του Καθεστώτος, σκοπός του οποίου είναι η σταδιακή διάβρωση του υπόπτου, ένα συγκρουσιακό παιχνίδι με την ψυχολογία του, η πρόκληση σταδιακά αυξανόμενου άγχους και πίεσης πάνω του (πάντα εσωτερικό, πάντα ψυχολογικό, ποτέ άμεσο), τέτοιο που θα οδηγήσει στην τελική «έκρηξη» - και την αποκάλυψη της αλήθειας εκ μέρους του, δίχως οι πράκτορες να έχουν ασκήσει την παραμικρή βία.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η μαεστρία του Σαμαράκη: ο λόγος του είναι απλός, οι περιγραφές άμεσες, οι σκηνές του έργου μοιάζουν καθ’ όλα φυσιολογικές… Μα είναι στις εσωτερικές διεργασίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του το πεδίο που γίνεται η αληθινή μάχη. Το «Λάθος», λοιπόν, συνιστά πρωτίστως ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα, ενδεδυμένο με το μανδύα κάποιου ντετέκτιβ. Ένα έργο που ψιθυρίζει στο αυτί σου (ίσα που ακούς τη φωνή, μια που δρα υπόγεια, σαν τους μηχανισμούς του): πρόσεχε, γιατί τα φαινόμενα απατούν. Ή μήπως όχι;



Buenos Aires graffiti of the Argentina dictatorship. Link


Όσο αφορά το φινάλε; Δεν θα το αποκαλύψω, αγαπητέ αναγνώστη, καθώς σκοπός της παρουσίασής μου είναι να σε ωθήσω να διαβάσεις το βιβλίο και να το ανακαλύψεις μόνος σου. Θα επαναλάβω μόνο τα λόγια της εισαγωγής: πως κάθε «τέλειο» σύστημα εμφανίζει ρωγμές στον τοίχο του. Το ίδιο ισχύει με κάθε απόπειρα να βάλουμε τα πράγματα σε μια ιδανική σειρά μες στο κεφάλι μας, και, κατ’ επέκταση, στον κόσμο έξω. Κάθε συντηρητικός θα ήθελε ο κόσμος να πάψει να κυλάει, κάθε υπέρμαχος του ολοκληρωτισμού θα επιθυμούσε η κοινωνία να λειτουργεί σαν μια τέλεια μηχανή. Μα ο κόσμος κυλάει και διαφοροποιείται είτε μας αρέσει είτε όχι – συχνά προς άγνωστες και απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Και η τέλεια μηχανή αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει τα σημάδια της σκουριάς. Δεν υπάρχει «τέλος της Ιστορίας», ούτε «τελικά κοινωνικά στάδια», όσο και αν πολλοί θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο.

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, ο τέλειος μηχανισμός είναι ένα σύστημα κλειστό στον εαυτό του, που αναπαράγει διαρκώς το ίδιο και το ίδιο. Πατάς μια φορά ένα κουμπί και αυτό ήταν – τα πάντα λειτουργούν όπως τα όρισες εξ’ αρχής. Το όνειρο κάθε δικτάτορα, με άλλα λόγια. Μα στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα δεν υπάρχει επανάληψη ή τέλος – όπως στη φύση δεν υπάρχουν οι τέλειες μαθηματικές αναλογίες.

Κλείνω με ένα αγαπημένο μου απόσπασμα του Νίτσε, από το «Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο» (σε μετάφραση Ζ. Σαρίκα):

«Το αργό βέλος της ομορφιάς. – Το ευγενέστερο είδος ομορφιάς δεν είναι εκείνο που μας πάει μακριά ξαφνικά, που κάνει μια βίαιη και μεθυστική επίθεση πάνω μας (μια τέτοια ομορφιά μπορεί να προκαλέσει αηδία), αλλά εκείνο που εισέρχεται αργά σε μας, που το κουβαλούμε μαζί μας μακριά δίχως να το παρατηρήσουμε και το συναντάμε πάλι στα όνειρα, και που τελικά, αφού έχει μείνει για πολύ καιρό με διακριτικότητα στην καρδιά μας, μας κυριεύει εντελώς, γεμίζοντας τα μάτια μας με δάκρυα και την καρδιά μας με λαχτάρα».



Επίμετρο – Είπαν για το «Λάθος»



Το «Λάθος» σημείωσε μεγάλη διεθνή επιτυχία τον καιρό που κυκλοφόρησε, βραβεύτηκε και έγινε ταινία. Ακολουθούν κάποιες από τις διθυραμβικές κριτικές που απέσπασε τον καιρό που κυκλοφόρησε. Τι ειρωνεία – δύο μόλις χρόνια μετά έμελλε να ακούσουμε στη χώρα τα τανκ να βρυχώνται και τους εγχώριους δικτάτορες να ξερνούν δημόσια την παράνοια του μυαλού τους. Τουλάχιστον η ανώνυμη Εξουσία του «Λάθους» έχει κάποιο «σχέδιο», έχει μια κάποια ομάδα εγκεφάλων. Ακόμα και αν το σχέδιό της έχει ρωγμές στον τοίχο, τουλάχιστον κάνει υπολογισμούς. Η δική μας Χούντα των συνταγματαρχών και λοιπών δικτατορίσκων ήταν απλά ανεγκέφαλη.

Κι όμως… η ίδια αυτή ανεγκέφαλη και ηλίθια Χούντα έμεινε στην εξουσία για 7 ολόκληρα χρόνια. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν στη θέση της υπήρχε μια δικτατορία σαν εκείνη που περιγράφεται στο «Λάθος»… λες τελικά να έσπαγε, υπό το βάρος των ίδιων των τέλειων υπολογισμών της, όπως έσπασε η δική μας Χούντα υπό το βάρος της βλακείας της;…

Νομίζω – και μένοντας στο κεντρικό μήνυμα του Αντώνη Σαμαράκη – πως η απάντηση είναι θετική.






GrahamGreene: «Αληθινό αριστούργημα. Με ιδιοφυία, δύναμη φαντασίας, και εντελώς έξοχη τεχνική, δίνει την ψυχολογική πάλη ανάμεσα σε δύο πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και στον ύποπτο που έχει συλληφθεί».

ArthurKoestler: «Μου δίνει βαθιά ικανοποίηση ότι εγώ παρουσιάζω τον Σαμαράκη στο αγγλόφωνο κοινό• To λάθος έχει γρανάζια μέσα σε γρανάζια που σε φέρνουν σ'έναν Καφκικό εφιάλτη, και η λύτρωση έρχεται με το αριστουργηματικό τέλος».

ArthurMiller: «Συγκλονιστικό. To μόνο πού εύχομαι είναι να διαβάσουν To Λάθος όσοι καπηλεύονται τη δημοκρατία και να δουν τί είναι αυτά πού σήμερα υποστηρίζουν. Ζούμε όλοι σε μία εποχή όπου οι λέξεις δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα — έτσι πού να μην έχουν πια κανένα νόημα».

AgathaCristie: «Θαυμάσιο. Έχει τεράστιο ψυχολογικό ενδιαφέρον. Συγχαρητήρια στoν Σαμαράκη. Ολοένα και λιγότεροι είναι οι συγγραφείς πού έχουν γνήσια πρωτοτυπία και δύναμη φαντασίας. To λάθος το χάρηκα».

LuisBuñuel: «Αφάνταστα μου άρεσε Το λάθος. Η δομή του είναι συγχρόνως και μυθιστορηματική και κινηματογραφική, αληθινά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. To λάθος είναι ιδεώδες για τον κινηματογράφο».

TheNewYorkTimes, Νέα Υόρκη: «Ένα σκληρό χτύπημα κατά του ολοκληρωτισμού. To Λάθος συγκλονίζει άλλα συγχρόνως δίνει κουράγιο. Η τέχνη του Σαμαράκη ποτέ δεν ξεπέφτει σε αυτοεπίδειξη αλλά προχωρεί ανεπαίσθητα και χωρίς να πιέζει τον αναγνώστη». RaymondA. Sokolov

LeMonde, Παρίσι: «O Σαμαράκης επέτυχε κατά τρόπο υποδειγματικό. O αναγνώστης, παρασυρμένος από τη δεξιοτεχνία της αφήγησης, νομίζει ότι προχωρεί σε στέρεο έδαφος. Νά όμως πού έρχεται το μεγάλο απρόοπτο, που δε θα το αποκαλύψουμε γιατί το βάθος του Λάθους το συναγωνίζεται η έκπληξη. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα την ίδια, δε χωράει συζήτηση». GabrieleRolin

DerTagesspiegel, Βερολίνο: «Έξοχο. Μια φωνή από την Ελλάδα εναντίον του ολοκληρωτισμού». Helmut Salzinger

NewStatesman, Λονδίνο: «Μία εξαιρετικής τέχνης και ευφυΐας διερεύνηση της ψυχολογίας του διώκτη και του διωκομένου, και η κατάφαση της ελευθερίας που και οι δύο έχουν χάσει. 'Ιδιοφυία, ευστοχία ύφους, εναλλαγή τραγικού και κωμικού, και αλλεπάλληλες εκπλήξεις». Clive Jordan

The Associated Press, ΝέαΥόρκη: «Συγκλονιστικόψυχολογικόsuspense. Έξοχο. Πολύ δυνατό. Ένα τοπίο Όργουελ. Δημοφιλές στις Η.Π.Α.». MilesA. Smith

LesNouvellesLitteraires, Παρίσι: «Αριστούργημα. Συγκλονιστικό. Θαυμαστά ζωντανό. Σε αναστατώνει. To ύφος του Σ. είναι ο δικός του τρόπος που βλέπει αλλά συγχρόνως και ο τρόπος πού εκφράζεται». BoileauNarcejac

Epoca, Μιλάνο: «Προφητικό. Εντελώς πρωτότυπο. Ξεπερνάει όλες τις ως τώρα λογοτεχνικές φόρμες. To λάθος επιβεβαιώνει πώς η Ιδέα της ανθρωπιάς δεν πεθαίνει μαζί με τους ανθρώπους». Luigi Baldacci


© Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης του 18






Ο μικρός καθημερινός φασισμός

$
0
0




Εκατό μικροί φασισμοί άραγε συνθέτουν ένα μεγάλο φασισμό;

Ας διευκρινίσω όμως τι εννοώ με τα επίθετα «μικρός» και «μεγάλος». Ο «μικρός, καθημερινός φασισμός», όπως τον φαντάζομαι, είναι όλες εκείνες οι καθημερινές πράξεις ή συνήθειες που μας φέρνουν εγγύτερα σε μια κατάσταση απανθρωποίησης. Εκείνα τα μικρά πράγματα που προσθέτουν κι από ένα τούβλο στον Μεγάλο Τοίχο της ανθρώπινης αποξένωσης – ένας τοίχος όμοιος με το “TheWall” των PinkFloyd, που μεταδίδει μεν μια αίσθηση ασφάλειας (είναι ασφαλής η ζωή μέσα στο τείχος σου), μα ταυτόχρονα απομακρύνει τους έγκλειστους θαμώνες του από κάθε δυνατότητα ουσιώδους επαφής και επικοινωνίας, ο ένας με τον άλλον.

Η επικοινωνία, όπως την εννοώ εδώ, δεν είναι εκείνη η επαφή που προϋποθέτει κοινή γλώσσα. Μπορείς να επικοινωνείς μια χαρά με ανθρώπους με τους οποίους δεν μοιράζεστε ούτε μια κοινή λέξη στο λεξιλόγιό σας – όπως μπορείς να επικοινωνείς σε βάθος με τα ζώα. Οι λέξεις συχνά είναι διεφθαρμένες περισσότερο και από πολιτικούς. Λες μια λέξη και εννοείς άλλη, η οποία με τη σειρά της εκλαμβάνεται αλλιώς, από κάποιον που θέλει να πει κάτι άλλο. Οι ωραιότερες λέξεις του κόσμου (αγάπη, ελευθερία, δημοκρατία, αλήθεια, δίκαιο, και μερικές ακόμα) έχουν διαφθαρεί και μπολιαστεί με μια κρούστα ψεύδους και παραπληροφόρησης. Η κατανόηση μιας γλώσσας και η κατανόηση του νοήματος των λέξεων είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Συχνά δεν καταλαβαίνεις ο ίδιος τον εαυτό σου. Ναι, ο Μύθος της Βαβέλ ήταν λάθος – δεν είναι η έλλειψη κοινής γλώσσας εκείνη που αποξενώνει τους ανθρώπους, ούτε η παρουσία της εκείνη που τους φέρνει πάντα πιο κοντά.

Τι μας αποξενώνει λοιπόν; Και γιατί η αποξένωση συνθέτει, ένα προς ένα, τα τούβλα εκείνου που αποκαλώ «ο μικρός καθημερινός φασισμός»;

Θα μιλήσω αρχικά με κάποια δυσάρεστα παραδείγματα από την πολύ πρόσφατη καθημερινότητά μου. Το ένα αφορά ένα περιστατικό που είδα στον ηλεκτρικό και το ονομάζω «ο τραμπούκος και ο γέρος». Το άλλο συνέβη έξω από το σπίτι μου και συμμετείχα άμεσα ο ίδιος. Θα παραθέσω τα συγκεκριμένα περιστατικά (τα οποία νιώθω μεγάλη ανάγκη να μοιραστώ εδώ με τον κόσμο) και στη συνέχεια θα προσπαθήσω να επεκταθώ σε γενικότερα φαινόμενα που συναντούμε – ενώ είμαι σίγουρος πως ο κάθε αναγνώστης θα μπορεί να φέρει στο μυαλό του αντίστοιχες καταστάσεις που έχει δει ή ζήσει ο ίδιος (θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον όποιοι αναγνώστες έχετε να μοιραστείτε παραπλήσιες εμπειρίες «μικρού, καθημερινού φασισμού», να τις μοιραστείτε εδώ στα σχόλια – κι εγώ μπορώ ακόμα και να τις προσθέσω στο κεντρικό κείμενο, σαν επίμετρο).

Ας ξεκινήσω λοιπόν με τα πρόσφατα παραδείγματα που έζησα.






Περίπτωση ένα: Ο τραμπούκος και ο γέρος



Ήμουν στον ηλεκτρικό, μεσημέρι. Όχι πολύς κόσμος. Ένας μεγαλόσωμος τύπος, μεταξύ τριάντα και σαράντα χρόνων, καθόταν απέναντί μου. Φορούσε ένα ξεβαμμένο στρατιωτικό τζάκετ. Ο τύπος (έτσι θα τον αποκαλώ στο εξής, «ο τύπος») είχε αγοράσει ένα τραπέζι από κάποιο κατάστημα και το τραπέζι βρισκόταν στο κουτί του – ένα μεγάλο ορθογώνιο κουτί, που στεκόταν όρθιο στη γωνία του βαγονιού, δίπλα στην πόρτα. Ο τύπος καθόταν λίγο παραπέρα, σε μια από τις θέσεις – είχε αφήσει δηλαδή το κουτί, όρθιο, εκτός επίβλεψης.

Ένας ηλικιωμένος κύριος, μεταξύ 70 και 80 χρόνων, μικρόσωμος, αδύνατος, με αραιά μαλλιά, στεκόταν μπροστά στην πόρτα (και στο κουτί) περιμένοντας να φτάσει στη στάση του και να βγει. Μόλις όμως το τρένο έφτασε στην στάση έκανε ένα ελαφρώς απότομο φρενάρισμα – και το κουτί έφυγε από τη θέση του και – παφ! – έπεσε πάνω στα πόδια του ηλικιωμένου.

«Ααα! Ποιος μαλάκας το άφησε…!», έκανε ο γέρος.
Ο τύπος σηκώθηκε, σήκωσε το κουτί από το πάτωμα που είχε πέσει και… άρχισε να βρίζει τον ηλικιωμένο. «Ποιον είπες μαλάκα ρε!». Ο γέρος, σχεδόν σε απολογητικό τόνο, απάντησε: «Με πόνεσες!» Μα ο τύπος, μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα του, άρχισε να τον φοβερίζει. «Άντε τράβα, θείο, μη βρεις το μπελά σου! Το καλό που σου θέλω, θείο, ακούς; Φύγε!»

Ο ηλικιωμένος βγήκε έξω. Μα ο τύπος συνέχισε να του φωνάζει, απ’ τα παράθυρα, υψώνοντας το κωλοδάχτυλο και γελώντας χαιρέκακα: «Θα σε γαμήσω, μαλάκα! Θα σε γαμήσω!» Ταυτόχρονα κοιτούσε αριστερά και δεξιά του, τους υπόλοιπους επιβάτες του τρένου, που παρακολουθούσαν τη σκηνή, το χαμόγελο στα χείλη του, λέγοντας συνέχεια «ρε τον μαλάκα», γυρεύοντας ίσως κάποια λεκτική υποστήριξη, κάποιο χαμόγελο τύπου «τι κωλόγεροι υπάρχουν στον κόσμο» ή κάτι σχετικό, ως επιβεβαίωση των απειλών του.

Μα δεν εισέπραξε κάποιο. Ο κόσμος δεν του έδωσε σημασία. Μόνο εγώ τον αγριοκοίταγα κάτω απ’ τα γυαλιά μου. Χτυπάς τον γέρο, τον βρίζεις και από πάνω, επειδή «τόλμησε» να ενοχληθεί που μια κούτα που είχες παρατήσει έπεσε πάνω του.

Μα κάτι έλειπε για να σφραγίσει το περιστατικό. Το κερασάκι στην τούρτα. Να που ήρθε όμως, λίγα δευτερόλεπτα μετά, κι ενώ το τρένο είχε ξεκινήσει πάλι. Περάσαμε μπροστά από μια εκκλησία και ο τύπος – ο ίδιος τύπος που λίγες στιγμές πριν απειλούσε τον γέρο πως «θα τον γαμήσει» – έκανε ευλαβικά… τον σταυρό του.

Ε, φυσικά. Ο σταυρός. Αυτό έλειπε για να δέσει το γλυκό. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.



Περίπτωση δύο: Η παρέα και η γάτα






Το περιστατικό που θα σας περιγράψω τώρα σπίλωσε τουλάχιστον για ένα εικοσιτετράωρο την ψυχολογία μου. Το σκεφτόμουν συνέχεια, δεν με έπαιρνε ο ύπνος, ένιωθα την ανάγκη να το συζητήσω – και τώρα να το μοιραστώ. Με ενόχλησε βαθιά και, ως ένα βαθμό, με προβλημάτισε με τις προεκτάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει.

Ήταν δύο περίπου τη νύχτα και ακούω έξω ακριβώς από το σπίτι μου, δίπλα στο παράθυρο (το παράθυρο βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από το ύψος του δρόμου) την εύθυμη φωνή ενός νεαρού και τον ήχο ενός υγρού που πέφτει. «Δείτε, κατουράω τη γάτα», τον άκουσα να λέει.

Τινάχτηκα από τη θέση μου, το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Η συγκεκριμένη γάτα είναι μία από εκείνες που ταΐζω σε καθημερινή βάση – και η οποία συχνά στέκεται και νιαουρίζει έξω από την πόρτα μου, ώστε να της ανοίξω. Έχει γούστο, σκέφτομαι, και ανοίγω απότομα την πόρτα.

Ένας τύπος γύρω στα 25 στεκόταν έξω ακριβώς από το σπίτι, το πουλί του στο χέρι, και κατουρούσε. Το έδαφος είχε γεμίσει ούρα, που είχαν φτάσει σχεδόν στην εξώπορτα. Η γάτα είχε γίνει καπνός.

«ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΡΕ!», φωνάζω.

Ο τύπος δεν περίμενε προφανώς να ανοίξει ο ένοικος την πόρτα και να τον πιάσει στα πράσα. Σήκωσε μεμιάς το παντελόνι του και κίνησε να φύγει. Μαζί του ήταν ακόμα ένας ή δύο φίλοι του και δυο κοπέλες. Λίγο παραπέρα είχε παρκάρει το αμάξι του και κίνησε προς τα κει.

Είχα κοκκινίσει απ’ το θυμό μου. Φώναζα. Παραφερόμουν. «Καλά ρε, κατουράς πάνω στα σπίτια των ανθρώπων!», φώναζα. «Πάνω στη γάτα! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ!»

«Εντάξει, μη δίνεις τόση σημασία» μου είπε ο φίλος του, που θα τον αποκαλώ στο εξής «ο δικηγόρος», μια που είχε την τάση να τον υπερασπίζεται. «Είναι μεθυσμένος», είπε προς δικαιολογία του.

Όρμησα στο σπίτι, βγήκα έξω με μια κάμερα στο χέρι, και άρχισα να τραβάω τη σκηνή και τα πρόσωπα. «Παίρνω τώρα τον αριθμό του αυτοκινήτου σου!», φώναξα, ενώ τα μάτια μου πετούσαν σπίθες. Ήμουν εξοργισμένος. Μα ο πρωταγωνιστής μας, ψύχραιμος, δίχως να δείχνει στο ελάχιστο μεθυσμένος, μου είπε τα εξής:

«Χάνεις τον καιρό σου με αυτό που κάνεις. Πάρε όσες πινακίδες θες. Δεν μπλέκω εγώ. Είμαστε δίπλα με τους μπάτσους, βλέπεις. Είμαι στα Ο.Υ.Κ. Εμείς σας προστατεύουμε. Μη το κάνεις αυτό, γιατί θα βρεις τον μπελά σου».

«Απλά άστο», να μου λέει παράλληλα ο φίλος του ο «δικηγόρος», παρακινώντας με σε ψύχραιμο ύφος.

Στο μεταξύ είχαν πλησιάσει στη σκηνή οι δυο κοπέλες και ένας τύπος – αγνοώ αν ήταν ή δεν ήταν στην ίδια παρέα. Με είδαν που τραβούσα πρόσωπα με την κάμερα και θύμωσαν: «σβήσε τώρα αυτά που έγραψες στην κάμερα, αυτά είναι προσωπικά δεδομένα!» μου κάνουν. Άγγιξα φευγαλέα τον ώμο της κοπέλας κι εκείνη άρχισε να ωρύεται: «ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ; ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ;!»

(μα την αλήθεια, το σουρεαλιστικό περιστατικό που σου περιγράφω, φίλε αναγνώστη, συνέβη όπως ακριβώς το διαβάζεις)

Α, δεν πάει καλά ο κόσμος, σκεφτόμουν. Μα ήμουν μόνος σε όλο αυτό. Η γειτονιά κοιμόταν.

«Ναι, σε άγγιξα, μα ήταν λες και αγγίζω γλίτσα», είπα στην κοπέλα – που δεν απάντησε. Στράφηκα στους άλλους. «Θα καθαρίσετε προτού φύγετε!», έκανα.

Ο τύπος που κατούρησε αρνήθηκε. «Δεν κάνω τίποτα». Οι κοπέλες είχαν ήδη απομακρυνθεί. Μόνος του, ο «δικηγόρος» προσφέρθηκε να καθαρίσει. «Θα το κάνω», είπε.

«Μισό λεπτό, λοιπόν», του λέω, «να φέρω έναν κουβά… και να ενημερώσω την ιδιοκτήτρια του σπιτιού». Με το που ανέφερα την ιδιοκτήτρια και κίνησα προς το σπίτι της οι τύποι έφυγαν στο λεπτό.

Και αυτό ήταν.





***


Δεν γνωρίζω τι είναι εκείνο που με εξόργισε περισσότερο σε αυτή την ιστορία. Ο τύπος που αδιάφορος για την καημένη τη γάτα, κατουρούσε γύρω της; Η υστερική που φώναζε πως «την άγγιξα»; (λυπάμαι τους άντρες που πραγματικά αγγίζουν γυναίκες σαν αυτή). Οι έμμεσες απειλές τους, όταν με είδαν να τραβάω με την κάμερα, ώστε να σβήσω αυτά που τράβηξα; Ή το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής της πράξης μου είπε απαθώς πως «δεν έχει να φοβηθεί τίποτα απ’ τους μπάτσους, γιατί είναι το ίδιο μαγαζί»;…

Μήπως ήταν οι αντιδράσεις που, εκ των υστέρων (γιατί πάντα έτσι γίνεται) σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είχα; Λιγότερο οργισμένες, περισσότερο υπολογιστικές ενδεχομένως. (edit: όχι - μια χαρά ήταν οι αντιδράσεις μου... ο τύπος κατουρούσε πάνω στη γάτα! όσο το σκέφτομαι, τόσο θυμώνω ξανά απ'την αρχή). Όσο αφορά τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα (κάποια εξ’ αυτών) στην προσωπική μου κάμερα; Εκ των υστέρων έμαθα πως ο χώρος, όντας κοντινός σε μουσείο, βιντεοσκοπείται ούτως ή άλλως…

Τι ήθελα να πετύχω; Σε αρχική βάση, σίγουρα να σταματήσω τα χειρότερα – φοβήθηκα για τη γάτα και ήθελα να αποτρέψω οποιαδήποτε ζημιά σε βάρος της. Εν συνεχεία ήθελα να ορθώσω μια κάποια αντίδραση στην πράξη τους, έστω σπασμωδική και συναισθηματική. Ήμουν διατεθειμένος να τρέξω στην αστυνομία; Μεταξύ μας, δύσκολα θα έφτανα ως εκεί, από τη στιγμή που δεν έπαθε κανένας τίποτα. Σκέφτομαι επίσης πως θα μπορούσαν να είχαν πάρει χειρότερη τροπή τα πράγματα.

Και αν το αντιμετώπιζα περισσότερο "χαλαρά"; Σε τελική ανάλυση, "χαβαλέ"έκαναν τα παιδιά. Σύμφωνοι... Θα επιστρέψω όμως εκεί που άρχισα. Στη γάτα. Αφήνω στην άκρη τους τραμπούκους και τις απειλές και τους μπάτσους και τις κάμερες και τις υστερικές γυναίκες – μα η γάτα τι φταίει ρε παιδιά. Γιατί να μπλέκει σε αυτόν τον παράλογο κόσμο των ανθρώπων;



Ο φασισμός της καθημερινότητας



Τι είναι ο μικρός, καθημερινός φασισμός; Σε αρχική βάση είναι όλα όσα υψώνουν τείχη ανάμεσά μας. Σε δεύτερη βάση, είναι τα συρματοπλέγματα ανάμεσα στα τείχη. Η αδυναμία της επικοινωνίας·η ωμή σύγκρουση του δυνατού με τον ασθενέστερο·οι τακτικές εκφοβισμού·η επιβολή δια της εξουσίας·η στέρηση του λόγου· ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε φατρίες και ομάδες·ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.

Ο αρχέγονος νόμος της ζούγκλας που διασπά κάθε κοινωνικό συμβόλαιο, κάθε προσπάθεια ομαδικής συμβίωσης.

Μήπως να αναφέραμε μερικά παραδείγματα ακόμα; Νομίζω κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να σκεφτεί κάποια δικά του βιώματα – θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν τα μοιραζόταν, εδώ, μαζί μας, δημιουργώντας από κοινού ένα ψηφιδωτό «μικρών καθημερινών φασισμών». Θα αναφερθώ παρακάτω σε ορισμένες γενικές περιπτώσεις, από τις οποίες ο καθένας θα μπορούσε να συνθέσει συγκεκριμένα – πολύ συγκεκριμένα – παραδείγματα.







Τα παιδιά που δέχονται bullyingστο σχολείο και αντιδρούν υποτακτικά, με φόβο – αντλώντας το λανθασμένο συμπέρασμα πως η φυγή είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης… ενώ υπάρχει και η πάλη.

Ο εργοδότης που θεωρεί πως η εταιρία είναι τσιφλίκι του και οι εργαζόμενοι δουλοπάροικοί του – ορίζοντας μόνος του νόμους και κανόνες, αψηφώντας στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα και νομικές υποχρεώσεις – και, αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι που αντιδρούν σπασμωδικά, μεμονωμένα, φοβισμένα, δίχως να σμίγουν τις φωνές τους, δίχως να λειτουργούν συλλογικά, ξεχνώντας πως οι ίδιοι συνιστούν την πηγή κάθε πλούτου.

 Οι εταιρίες που κρύβουν την ολική αδιαφορία τους για το ανθρώπινο προσωπικό τους πίσω από έναν πέπλο ανωνυμίας, απρόσωπης ιεραρχίας και αριθμών σε μία λίστα – και αντίστοιχα οι εργαζόμενοι που είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν τα έσχατα μέτρα υποβιβασμού τους για ένα κομμάτι ψωμί.

Οι τακτικές εκφοβισμού της αστυνομίας.

Το κύμα άγχους και τρόμου που αναπαράγεται, σε καθημερινή βάση, από κάθε τηλεοπτικό κανάλι και ένα σημαντικό μέρος του Τύπου (έντυπου και διαδικτυακού) της χώρας. Γιατί τι είναι ο φόβος, αν όχι μέσο ψυχολογικής βίας – άρα και καταστολής.

Η συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων στην ουρά στις υπηρεσίες ή στα μέσα συγκοινωνίας· των ανεύθυνων οδηγών στους δρόμους· όσων ρυπαίνουν με σκουπίδια ή βρωμιές τη γειτονιά, τα κτίρια και τη φύση· όλων αυτών που λένε «η πάρτη μου και χέστηκα για όλους τους άλλους». Μια νοοτροπία ιδιαίτερα αγαπητή στον μέσο Έλληνα, θαρρώ.

Η αδιαφορία των περαστικών, όταν μπροστά στα μάτια τους μια ομάδα ντόπιων ξυλοφορτώνουν έναν μετανάστη, έναν νεαρό με μακρύ μαλλί, ή το μέλος κάποιας μειονότητας.

Ο αδιάκοπος αυνανισμός του κινητού, της selfie, της ατάκας στο Facebook, των check-in, της κατανάλωσης και – κυρίως – της επίδειξής της. Και μη με ρωτήσετε ποια η σχέση αυτών με τα παραπάνω… ασφαλώς και έχουν σχέση και το ξέρετε καλά. Γιατί ο «μικρός, καθημερινός φασισμός» δεν αφορά μόνο τον περιορισμό δικαιωμάτων, το κλείσιμο φωνών και τον εκφοβισμό… μα σχετίζεται με κάθε μορφή απώλειας της επικοινωνίας και οχύρωσης των ανθρώπων πίσω από τείχη. Και τι είναι η εικονική πραγματικότητα της επίδειξης και των κυρίαρχων συμπεριφορών στο διαδίκτυο, αν όχι ένας ακόμα τοίχος που υψώνεται και παρεμποδίζει την ουσιώδη επαφή ανάμεσά μας;



Graffiti by Mr. Thomas in Ferentino, Italy

 
Όπως εξάλλου έχω αναφέρει ο ίδιος, κατά καιρούς, στη σελίδα μου στο Facebook… μην πατάτε μόνο like. Μιλήστε. Επικοινωνήστε. Στείλτε ένα ρημάδι μήνυμα. Μην κρύβεστε πίσω από μάσκες… Ελάτε σε επαφή. Γνωριστείτε από κοντά. Και αν δεν ταιριάζετε… δεν χάσατε και κάτι. Τουλάχιστον το επιδιώξατε. Μα πρέπει να γίνει κάπου η αρχή – και δεν θα γίνει όταν κρύβεστε μονίμως πίσω από μια οθόνη. Χαίρομαι που κάποιοι ιδιαίτερα αγαπητοί μου φίλοι προήλθαν από αυτόν ακριβώς τον «ανώνυμο» αρχικά, χώρο του διαδικτύου και από τα κοινωνικά δίκτυα. Μα θλίβομαι όταν βλέπω πως τόσος κόσμος αγνοεί την αληθινή δυναμική τους και περιορίζεται σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι της επίδειξης και του στείρου μιμητισμού.

Αν έπρεπε να φανταστώ μια συμβολική εικόνα για το «φασισμό της καθημερινότητας», εκείνη θα ήταν η εξής: πελώριες γυάλες, η μία δίπλα στην άλλη, ασφυκτικά κλειστές και αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Κάθε γυάλα περιλαμβάνει έναν άνθρωπο και το μικρόκοσμό του. Οι γυάλες είναι βουτηγμένες όλες σ’ ένα παχύρρευστο χυλό «πληροφορίας» - και αυτός ο χυλός συνιστά τον κοινωνικό τους χώρο. Ο χυλός εδράζεται σ’ ένα καζάνι που βράζει – το καζάνι λέγεται κράτος και οικονομία.

Και αυτά τα καζάνια, το ένα παραταγμένο δίπλα στο άλλο, αυστηρά διαχωρισμένα μεταξύ τους… είναι τα έθνη του κόσμου.

Και η φωτιά που σιγοβράζουν… εκείνη που, κατά τη γνώμη μου, συνιστά τη ρίζα κάθε «μικρού φασισμού της καθημερινότητας» (από τον νταή που βρίζει τον ηλικιωμένο στο τρένο, στον μπάτσο που κατουράει τις γάτες, στον εργοδότη που αδιαφορεί για το προσωπικό του, στον οδηγό που αδιαφορεί για τους κανόνες ασφαλείας, στον τύπο που πετάει σκουπίδια, στον αδιάφορο περαστικό των δρόμων, στον παθητικό δέκτη των Μέσων Ενημέρωσης, στον αιώνιο καταναλωτή…)

Η φωτιά αυτή που σιγοβράζουν τα καζάνια θα μπορούσε να ονομάζεται και «ο καθένας για την ομάδα ή την πάρτη του και χεστήκαμε για όλους τους υπόλοιπους».

Θέλω να πιστεύω πως αυτή δεν είναι η κυρίαρχη τάση των καιρών μας.


@ Το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης του 18



Street Art, Exarxeia, by INO

Άνθρωποι και Χρήματα. Του Τομ Ρόμπινς

$
0
0




«Τα λεφτά είναι κάτι το ανεξήγητο. Από την εποχή της επινόησής τους σχεδόν, είχαν μπερδέψει και σαστίσει αυτούς που τα χρησιμοποιούσαν και παρ'όλο που οι σύγχρονοι άνθρωποι τα είχαν συνηθίσει, παρ'όλο που ασχολούνταν μ'αυτά σε καθημερινή, αν όχι ωριαία, βάση, και παρ'όλο που τα χρήματα επηρεάζουν την κάθε σκέψη τους με τον ίδιο τρόπο που η μαγιά επηρεάζει το ψωμί, δεν είχαν καταφέρει ακόμη να τα καταλάβουν περισσότερο απ'όσο τα καταλάβαιναν όταν πρωτοεμφανίστηκαν.Οι άνθρωποι βλέπουν απορημένοι τα λεφτά να κυριαρχούν πάνω τους και να θολώνουν τον τρόπο που εκείνοι βλέπουν τον κόσμο σαν... ναι, το μαντέψατε, σαν ένα πέπλο.

Όταν πέσει το πέμπτο πέπλο, και μαζί του η ψευδαίσθηση της οικονομικής αξίας, οι άνθρωποι μπορεί να αρχίσουν να αναγνωρίζουν πάλι τον εαυτό τους, μπορεί να ξαναβρούν τις παλιές αξίες και να ξαναδούν ένα τοπίο που έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό.

Στο μεταξύ, μπορούμε να πούμε με κάποια εγκυρότητα ότι, παρ'όλη τη φασαρία και τις φοβίες που δημιουργεί το χρήμα, στην πραγματικότητα σχεδόν δεν υπάρχει. Δεν είναι παρά ένα αφηρημένο επινόημα, ένα σύμβολο, μια πράξη πίστης, ένα γραμμάτιο που στηρίζεται μόνο στο λόγο ενός τραπεζίτη. Ουσιαστικά, τα λεφτά είναι ένα υποκατάστατο. Το αστείο σ’ αυτή την περίπτωση είναι πως τα λεφτά είναι ένα υποκατάστατο για πράγματα που συχνά δεν υπάρχουν.

Τόσο τα χρήματα όσο και η τέχνη, πασπαλισμένα όπως είναι με το ρομαντισμό και την ποίηση της εποχής μας, είναι μια μαγεία. Ή μάλλον, τα λεφτά είναι ταχυδακτυλουργία, ενώ η τέχνη είναι μαγεία. Τα λεφτά είναι θεατριλίκι, είναι εξαπάτηση, είναι ένα έξυπνο κόλπο. Η τέχνη είναι ένα πλέγμα δυνάμεων και επιδράσεων που ασκούνται πάνω στις αισθήσεις μέσα από ορισμένους πρακτικούς αλλά και μονίμως ανεξήγητους δεσμούς. Βέβαια, η γραμμή που ενώνει αυτά τα δύο μπορεί να είναι λεπτή σαν δίφραγκο. Επιπλέον, οι μάγοι του καπιταλισμού ενισχύουν τη δύναμη που ασκούν πάνω στο ακροατήριό τους χρησιμοποιώντας καλλιτεχνικές εικόνες. […]
 
Είναι όμως φανερό πως ούτε τα λεφτά ούτε η αγάπη για τα λεφτά είναι η ρίζα των ανθρώπινων κακών. Οι ρίζες του κακού είναι πιο βαθιές. Άλλωστε, τα λεφτά δεν είναι «ρίζες», τα λεφτά είναι «φύλλα». Για την ακρίβεια, είναι δισεκατομμύρια φύλλα. Ένα πυκνό, θαμνώδες, πράσινο φύλλωμα που αποκρύπτει τα άστρα της πραγματικότητας με τον πλαστό του θόλο. Ποιος λέει ότι τα λεφτά δεν φυτρώνουν στα δέντρα;

Η εμφάνιση του χρήματος, με τις δελεαστικές, αν και αόριστες, υποσχέσεις του προσέθεσε μια νέα ζωντάνια στο σπορ της ζωής. Η ζωντάνια όμως γρήγορα μετατράπηκε σε σύγχυση όταν οι παίχτες, αποβλακωμένοι από αστάθμητους και ανεξήγητους παράγοντες, άρχισαν να μπερδεύουν τις μάρκες του παιχνιδιού με το ίδιο το παιχνίδι.

Έτσι, το πέμπτο πέπλο θα πέσει σίγουρα, ακόμη και για κείνους από μας που δεν μπορούν να δουν το χορό της Σαλώμης. Θα πέσει τη στιγμή του θανάτου μας. Καθώς θα κειτόμαστε ανήμποροι και ανεπηρέαστοι πια από όλα εκείνα τα μπιχλιμπίδια που μας αποσπούσαν την προσοχή, και ενώ ο ηλεκτρισμός θα την κοπανάει από τα κυκλώματα του εγκεφάλου μας σαν απατεώνας που την κοπανάει από τη γειτονιά του κορόιδου, πολλοί από μας θα συνειδητοποιήσουμε ότι όλα όσα κάναμε στη ζωή μας, τα κάναμε για τα λεφτά. Εκείνη τη στιγμή, λίγο προτού σβήσουν τα αστέρια (και ανάλογα με το τι άλλο έχουμε μάθει στη ζωή μας) θα μας κυριέψει μια αφόρητη λύπη και πικρία για ό,τι κάναμε – ή, αλλιώς, μπορεί να ρίξουμε ένα γερό, βουβό γέλιο σε βάρος μας.»


Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς «Ο Χορός των Εφτά Πέπλων» [TomRobbins, “SkinnyLegsandAll”, 1990]. Μετάφραση: Γ. Μπαρουξης.



Ο ρυθμός της λήθης

$
0
0





«Ο βαθμός της ταχύτητας είναι αντιστρόφως ανάλογος προς την ένταση της λήθης. Η εποχή μας παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι’ αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτό τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία·επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη θυμόμαστε πια·ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της·έχει σιχαθεί τον εαυτό της·ότι θέλει να σβήσει τη μικρή, τρεμάμενη φλόγα της μνήμης.»


Τα λόγια ανήκουν στον Μίλαν Κούντερα και στο μυθιστόρημα-δοκίμιό του με τίτλο «Η Βραδύτητα» [“LaLenteur”, 1995]. Κεντρικός άξονας της θεματικής του βιβλίου είναι η συσχέτιση/σύγκρουση μεταξύ δύο αντιφατικών υπαρξιακών ρυθμών: της ταχύτητας από τη μία και της βραδύτητας από την άλλη. Στην αρχή του βιβλίου ο Κούντερα αντιπαραβάλλει την έκσταση που αισθάνεται ένας μοτοσικλετιστής, παραδομένος στην ταχύτητα της μηχανής του, με τους αργούς ρυθμούς ενός δρομέα ή ενός περιπλανώμενου. Η μηχανική έκσταση του πρώτου απαλείφει το παρελθόν, ζει στο Εδώ και Τώρα. Ο ρυθμός του δεύτερου όμως είναι ο ρυθμός της μνήμης: «Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών στο σώμα του·όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του.»

Ένα παράδειγμα από την καθημερινότητά μας αρκεί για να διασαφηνίσει ακόμα περισσότερο την αντιπαραβολή ταχύτητας/βραδύτητας: Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αν περπατάς και αναπολείς το παρελθόν η κίνησή σου, ασυναίσθητα, επιβραδύνεται· όσο συλλογίζεσαι τα περασμένα, το βήμα σου γίνεται βραδύτερο. Χάνεσαι στις σκέψεις και τις μνήμες και βαδίζεις αργά, ονειροπόλα. Από την άλλη, αν βρίσκεσαι σε κάποια κατάσταση υπερέντασης, πιάνεις τον εαυτό σου να προχωράει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο νευρωτικά: είτε διότι βιάζεσαι να φτάσεις κάπου (άρα σημασία έχει ο προορισμός και όχι η διαδρομή), είτε διότι επιθυμείς να απαλλαγείς από κάτι που σε τρώει· να ξεχάσεις· να μη σκέφτεσαι άλλο πια.

Ζούμε, άραγε, σε μια τέτοια εποχή; Σε μια εποχή ολοένα αυξανόμενης τεχνητής ταχύτητας – πίσω από την επιφανειακή ηδονή της οποίας βρίσκεται κάποια ασυναίσθητη επιθυμία μας να παραδοθούμε σε μια μορφή λήθης; Να πάψουμε να σκεφτόμαστε – άρα και να απαλλαγούμε από το άγχος και τους προβληματισμούς;

Στη συνέχεια του κειμένου, βασιζόμενος στην κεντρική προβληματική του Κούντερα, θα επιχειρήσω να επεκτείνω αυτές τις σκέψεις, φέρνοντας διάφορα παραδείγματα από την καθημερινότητά μας. Ξεκινάω παραθέτοντας το ολοκληρωμένο απόσπασμα του ίδιου του συγγραφέα.






Μίλαν Κούντερα: Ο ρυθμός της ταχύτητας και της βραδύτητας



«Η ταχύτητα είναι μορφή έκστασης πού την έκανε δώρο στον άνθρωπο η τεχνολογική επανάσταση. Ο άνθρωπος που σκύβει πάνω στη μοτοσυκλέτα του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί παρά μόνο στην παρούσα στιγμή της πτήσης του·γαντζώνεται πάνω σ’ ένα κλάσμα χρόνου αποκομμένο και από το παρελθόν και από το μέλλον·αποσπάται από τη συνέχεια του χρόνου·είναι εκτός χρόνου·μ’ άλλα λόγια, βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης·σ’ αυτή την κατάσταση, δεν ξέρει τίποτα για την ηλικία του, δεν ξέρει τίποτα για τη γυναίκα του, τίποτα για τα παιδιά του, τίποτα για τις σκοτούρες του, και ως εκ τούτου δεν φοβάται, διότι η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, και οποίος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών στο σώμα του, αφού είναι αναγκασμένος να σκέφτεται ασταμάτητα τις φουσκάλες του, το λαχάνιασμά του·όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του. Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και παραδίδεται σε μια ταχύτητα πού είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση.

Περίεργη συμμαχία: η απρόσωπη ψυχρότητα της τεχνολογίας και οι φλόγες της έκστασης. Θυμάμαι εκείνη την Αμερικανίδα πού, πριν από τριάντα χρόνια, με όψη σοβαρή και ενθουσιώδη, μου έκανε μάθημα (παγερά θεωρητικό) για τη σεξουαλική επανάσταση·η λέξη πού επανερχόταν συχνότερα στο λόγο της ήταν η λέξη οργασμός·μέτρησα: σαράντα τρεις φορές. Η λατρεία του οργασμού: προβολή της πουριτανικής χρησιμοθηρίας στη σεξουαλική ζωή· αποδοτικότητα εναντίον αργίας· αναγωγή της συνουσίας σε εμπόδιο προς υπερπήδηση προκειμένου να φτάσει κανείς σε μια εκστατική έκρηξη, τον μόνο αληθινό στόχο του έρωτα και του σύμπαντος.

Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, που είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τούς χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του κάλου Θεού. Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δεν βαριέται· είναι ευτυχής.

Στον κόσμο μας η αργία μεταβλήθηκε σε αεργία, που είναι τελείως άλλο πράγμα: ο άεργος είναι στερημένος, βαριέται, αναζητάει μονίμως την κίνηση που του λείπει. […]

Ο βαθμός της ταχύτητας είναι αντιστρόφως ανάλογος προς την ένταση της λήθης. Απ’ αυτή την εξίσωση μπορούμε να βγάλουμε διάφορα πορίσματα, λόγου χάρη το έξης: η εποχή μας παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι’ αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτό τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία·επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη θυμόμαστε πια·ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της·έχει σιχαθεί τον εαυτό της·ότι θέλει να σβήσει τη μικρή, τρεμάμενη φλόγα της μνήμης.»

Μίλαν Κούντερα, «Η Βραδύτητα», μετάφραση: Σ.Βελεντζας.

H εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία.




Η ταχύτητα στη σύγχρονη καθημερινότητα



Τρέχουμε γιατί επιθυμούμε να ξεχάσουμε; Είναι η ηδονή της ταχύτητας μια ηδονή που αποσκοπεί σ’ ένα αέναο παρόν, απαλείφοντας τη μνήμη, ξεριζώνοντας τη σχέση μας με το παρελθόν; Τρέχεις με σκοπό να φτάσεις κάπου– και αυτό το «κάπου» είναι άραγε το μόνο που μετράει, κόντρα στην ίδια τη διαδρομή; Αξίζει μόνο το φινάλε, όχι η πορεία προς αυτό;

Τι συμβαίνει λοιπόν στο πάρτι όταν οι καλεσμένοι έχουν φύγει και έχουν κλείσει πια τα φώτα; Όταν δεν παραδίδεσαι πια στην έκσταση του χορού ή του ποτού; Μη μου πεις – ξέρω τι θα κάνεις. Θα ανεβάσεις selfiesστα κοινωνικά δίκτυα. Και έτσι ποτέ δεν είσαι μόνος – ποτέ δεν χρειάζεται να μείνεις μόνος με τις σκέψεις σου. Τα φώτα του πάρτι έχουν σβήσει – μα μένει πάντα αναμμένο το φως του υπολογιστή.

Δεν γνωρίζω πόσοι άνθρωποι περπατούν σήμερα για τη χαρά της βόλτας, δίχως προορισμό. Οι «πλάνητες» που αναφέρει νοσταλγικά ο Κούντερα. Να βγεις, να περπατήσεις, να χαζέψεις, να αφεθείς στις σκέψεις σου. Είχα διαβάσει παλιότερα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο σε μια εφημερίδα: αναφερόταν στους σύγχρονους περιπλανώμενους, εκείνους που περπατούν για τη χαρά της περιπλάνησης – και τόνιζε πως σε αυτούς τους ανθρώπους ζυμώνεται μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία – ακόμα και για την πολιτική. Κόντρα στην αντίληψη των μέσων και των σκοπών, κόντρα στον ψυχαναγκασμό του «τελικού προορισμού», κόντρα στην εργαλειακή λογική της «αποδοτικότητας» - στην οποία σημασία έχει μόνο η κατάληξη (λιγότερο ή περισσότερο οργασμική), όχι η πορεία προς αυτήν.

Αποδοτικότητα: η μηχανοποίηση του ανθρώπου και της φύσης στο όνομα των «τελικών σκοπών». Εκεί που έχει σημασία μόνο το αποτέλεσμα – και η ταχύτητα με την οποία επιτελείται. Οι τελίτσες πάνω στο νοητό χάρτη της καθημερινότητας με τα κομβικά σημεία – όχι οι γραμμές που τις ενώνουν. Περπατάς ΓΙΑ να φτάσεις κάπου: να πας σπίτι, στη δουλειά σου, να κάνεις τα ψώνια σου. Εργάζεσαι ΓΙΑ να πληρωθείς – η εργασία δεν επιτελεί κανένα άλλο νόημα για σένα, πέρα από αυτό. Βγαίνεις ΓΙΑ να διασκεδάσεις – η «διασκέδαση» είναι κάτι που βρίσκεται «έξω» από σένα και συ την κυνηγάς, σαν επίδοξος εραστής κάποιας νύμφης του δάσους, που όσο τρέχεις ξωπίσω της, τόσο εκείνη σου ξεφεύγει.




 

Κυνηγάς μονίμως κάτι «πέρα» και «έξω» από την παρούσα στιγμή. Και η διασκέδασή σου αντανακλά ακριβώς αυτή την καθημερινότητα προσφέροντάς σου το ακριβώς αντίθετο: μια αποθέωση της παρούσας στιγμής, μια εκστατική παράδοση στο εδώ και τώρα. Αυτός είναι ο ρυθμός της ταχύτητας: τρέχω ΓΙΑ να φτάσω κάπου ΑΛΛΟΥ. Και ταυτόχρονα αφήνομαι σε μια πραγματικότητα που με απαλλάσσει από τις σκέψεις, με απαλλάσσει απ’ το χθες και απ’ το αύριο. Ζω στο Τώρα, μα αυτό το Τώρα είναι ένα παρόν δίχως σκέψη, δίχως αναπόληση, δίχως προβληματισμό. Ένα μηχανικό παρόν.

Αυτός είναι ο ρυθμός της ταχύτητας: τρέχω ΓΙΑ να φτάσω κάπου ΑΛΛΟΥ. Και ταυτόχρονα αφήνομαι σε μια πραγματικότητα που με απαλλάσσει από τις σκέψεις.

Ο σύγχρονος εμπορικός κινηματογράφος αντανακλά τους ξέφρενους ρυθμούς ταχύτητας. Αρκεί να σκεφτούμε μια νεότερη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή και πόσο πολύ βασίζεται στον εντυπωσιασμό του εφέ και της ταχύτητας: τα πλάνα διαδέχονται αστραπιαία το ένα το άλλο, το μοντάζ στοχεύει στη συρραφή ολοένα και περισσότερων εικόνων σε ολοένα και λιγότερο χρονικό διάστημα, τα πάντα μοιάζουν να έχουν μπει σ’ ένα υπερηχητικό ρόλερ κόστερ – με σκοπό την απογείωση του θεατή, την εκτόξευσή του σ’ έναν κόσμο όπου δεν θα χρειάζεται να σκέφτεται. Πόσο παράταιρα μοιάζουν εκείνα τα φιλμ που στηρίζονται περισσότερο στο διάλογο ή την ανάλυση των χαρακτήρων, κόντρα στη δράση. «Είναι βαρετό» - θα πουν αμέσως κάποιοι.

Οι κυρίαρχες τάσεις στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebookή το Instagram, ενισχύουν ακόμα περισσότερο αυτούς τους ρυθμούς. Αρκεί ν’ ανοίξουμε την κεντρική σελίδα για να κατακλυστούμε από μια υπερπληθώρα πληροφοριών, οι περισσότερες εκ των οποίων περιορίζονται σε κάποιες μεμονωμένες ατάκες ή φωτογραφίες που στοχεύουν να σου τραβήξουν την προσοχή. Ασφαλώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ανίκανος να επεξεργαστεί όλα αυτά τα ερεθίσματα ταυτόχρονα – κάνεις λοιπόν scrolldown, μέχρι να βρεις κάτι που να σου ερεθίσει το ενδιάφερον, να αφιερώσεις κάποια δευτερόλεπτα (όχι πολύ χρόνο, προσοχή!) για να το δεις, να πατήσεις ένα like, και μετά να συνεχίσεις. Που χρόνος για ανάγνωση ή μελέτη ή εμβάθυνση. Ακόμα και ο τρόπος που επικοινωνείς στο διαδίκτυο πρέπει να είναι συντομευμένος – που χρόνος για διάλογο ή κριτική. Ποιος κάθεται να γράφει και να αναλύει.

Που χρόνος για ανάγνωση ή μελέτη ή εμβάθυνση. Ακόμα και ο τρόπος που επικοινωνείς στο διαδίκτυο πρέπει να είναι συντομευμένος – που χρόνος για διάλογο ή κριτική.





Εν τέλει μοιάζεις με έναν καταναλωτή σ’ ένα Πελώριο Σουπερμάρκετ. Παντού γύρω σου απλώνονται μυριάδες ερεθίσματα προς κατανάλωση, μα ο χρόνος (και το χρήμα) που διαθέτεις για να τα καταναλώσεις είναι περιορισμένος. Απλώνεις εδώ κι εκεί τα χέρια σου, λοιπόν, παίρνεις λίγο απ’ το καθένα, δίνεις έμφαση στις Νέες Προσφορές και στα Περισσότερο Πετυχημένα, και αυτό ήταν – τα καταναλώνεις και αναζητάς τα επόμενα. Γρήγορα, από το ένα στο άλλο. Μα η κατανάλωση αυτού του τύπου δεν υπηρετεί παρά το εδώ και τώρα: την αποθέωση της στιγμής, τίποτα περισσότερο.

Η παράδοση στο Εδώ και Τώρα μοιάζει να επεκτείνεται ακόμα και στον τομέα των σχέσεων. Το χτίσιμο μοιάζει να έχει λιγότερη σημασία από την άμεση απόλαυση. Γιατί να οικοδομείς, πέτρα προς πέτρα, μια σχέση, τη στιγμή που μπορείς (και πρέπει) να τα κάνεις όλα όσο το δυνατόν συντομότερα; Γιατί να επιδίδεσαι σε μια αργόσυρτη προσέγγιση, τη στιγμή που όλα «πρέπει» να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα – αλλιώς, πάει, «πέταξε το πουλί».

Η εποχή μας μοιάζει με πελώριο φαστφουντάδικο. Και μην έχετε καμιά αμφιβολία: αν μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες – θα τα έκανε. Τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε – για να φτάσουμε, πού, άραγε;

Τρέξε, λοιπόν, κυρία! Τρέξε να κατέβεις τις σκάλες του μετρό – μη τυχόν και χάσεις τον συρμό των 12.15 και χρειαστεί μετά να περιμένεις πέντε ολόκληρα λεπτά για τον επόμενο. Τρέξε κι εσύ, φίλε μου στη δουλειά, τρέξε ν’ αποδώσεις όσο το δυνατόν περισσότερα, μπας και εξοικονομήσεις δεκαπέντε λεπτά στο φινάλε, σχολάσεις νωρίτερα, γυρίσεις σπίτι σου ένα τέταρτο πιο πριν – και σκοτώσεις το ίδιο τον έξτρα χρόνο που κέρδισες στο τέλος.

Η εποχή μας μοιάζει με πελώριο φαστφουντάδικο. Και μην έχετε καμιά αμφιβολία: αν μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες – θα τα έκανε. 

Δεν υποτιμώ την ηδονή της ταχύτητας. Κάποιες φορές η παράδοση στο Εδώ και Τώρα είναι το ζητούμενο – σε μια εποχή που τείνει ακόμα και το Εδώ και Τώρα να το εξαλείφει, στο όνομα ενός υποθετικού (μα πάντα απραγματοποίητου) μέλλοντος. Μα το Εδώ και Τώρα που κυριαρχεί σήμερα, εκείνο για το οποίο μίλησε ο Κούντερα, δεν είναι εκείνο της απόλαυσης, μα της λήθης. Τρέχεις ΓΙΑ ΝΑ μην σκέφτεσαι και ΕΠΕΙΔΗ δεν σκέφτεσαι. Είναι η επιθυμία για λήθη που οδηγεί στην αναζήτηση της έκστασης – δεν είναι η ίδια η έκσταση το ζητούμενο.

Διότι η σκέψη είναι κακή – αν σκέφτεσαι πιάνεις τον εαυτό σου ν’ αμφισβητεί όλα όσα κάνει, όλα εκείνα στα οποία συμμετέχει. Και ποιος θέλει κάτι τέτοιο. Η σκέψη οδηγεί στην κριτική και η κριτική στην αμφισβήτηση – ενίοτε και του ίδιου σου του εαυτού, της καθημερινότητάς του, των σκοπών του. Γιατί να μπαίνεις σε τέτοιες δύσκολες διαδικασίες, τη στιγμή που τα πάντα γύρω σου μοιάζουν μπλεγμένα σ’ έναν ιστό προκαθορισμένων αναγκών και συμβατικών υποχρεώσεων; Όταν ο κόσμος κινείται σε ρυθμούς ρόλερ-κόστερ είναι ευκολότερο να επιβιβαστείς κι εσύ μαζί του – παρά να μένεις παραπέρα και να κοιτάς, σωστά;

Tο Εδώ και Τώρα που κυριαρχεί σήμερα δεν είναι εκείνο της απόλαυσης, μα της λήθης. Τρέχεις ΓΙΑ ΝΑ μην σκέφτεσαι και ΕΠΕΙΔΗ δεν σκέφτεσαι

Και αν το ρόλερ-κόστερ πιάσει κάποια στιγμή ταχύτητες που αδυνατεί ο οργανισμός σου να χειριστεί – τότε μάλλον το πρόβλημα βρίσκεται σε σένα, ναι; Σε σένα που νοσταλγείς, παρέα με τον Μίλαν Κούντερα, τους πλάνητες των παλιών καιρών. Και επαναλαμβάνεις, ξανά, τα λόγια του: «Α, που είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τούς χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;»

Βέβαια, υπάρχει και η άλλη λύση. Να δοκιμάσεις να προσαρμόσεις το ρόλερ-κόστερ στους δικούς σου ρυθμούς… και όχι το αντίστροφο. Στους ρυθμούς της φύσης – όχι της υπέρβασής της. Στους ρυθμούς που αρέσκονται ν’ απολαμβάνουν το κρασί σταγόνα-σταγόνα, κόντρα στα υπερεκτιμημένα και γρήγορα φιξάκια.

Δεν είναι εύκολη μια τέτοια αναπροσαρμογή στην εποχή μας, το ξέρω. Μα – θέλω να πιστεύω – δεν είναι και ακατόρθωτη.


© Το Φονικό Κουνέλι, Μάιος ‘18

"Monastiraki"© Artwork: to foniko kouneli

Τα κοινωνικά μηνύματα του "Χάρι Πότερ"

$
0
0





«Είναι παράξενο, Χάρι, αλλά οι πιο κατάλληλοι για την εξουσία είναι αυτοί που δεν την επιδίωξαν ποτέ.»



Χάρι Πότερ. Από πού να ξεκινήσει κανείς. Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο νεανικό λογοτεχνικό φαινόμενο της τελευταίας εικοσαετίας, μια σειρά που σημείωσε κατακλυσμιαία επιτυχία, μετετράπη σε πολιτισμικό ορόσημο της εποχής και έφερε πλήθος παιδιών σε επαφή για πρώτη φορά με τον κόσμο του βιβλίου. Έχει επίσης βρεθεί στην κορυφή της λίστας με τα περισσότερο απαγορευμένα βιβλία όλων των εποχών, πλάι σε έργα όπως το «1984» και ο «Φύλακας στη Σίκαλη».

Δεν είναι τυχαίο το τελευταίο. Όσο περισσότερο εξαπλώνεται ένα βιβλίο, τόσο αυξάνει η επιρροή του – άρα και ο τυχών «κίνδυνος» από τα μηνύματα που μεταδίδει. Όταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας, Τσιν Σι Χουάνγκ (219-210 π.χ.), διέταζε να πυρποληθούν όλα τα βιβλία των ιδεολογικών του αντιπάλων Κομφουκιανιστών (η πρώτη καταγεγραμμένη μαζική πυρά βιβλίων στην ιστορία, 2 χιλιάδες χρόνια πριν τον Χίτλερ) ήξερε καλά τι έκανε. Δεν υπάρχει εδραιωμένο καθεστώς ή κυρίαρχη ιδεολογία που να μη φοβάται το βιβλίο – και τις φλεγόμενες ιδέες του, ικανές να βάλουν φωτιά σε μύρια νοητικά (άρα) και κοινωνικά οικοδομήματα.

Ποιοι ήταν οι λόγοι που συνέτειναν στην απομάκρυνση της σειράς του «Χάρι Πότερ» από πλήθος αμερικάνικων βιβλιοθηκών και στην καταδίκη της ως «επικίνδυνη» για τα παιδιά; Οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες μίλησαν για «προτροπή στη μαγεία και τον κόσμο του αποκρυφισμού», κάτι αντίθετο στα θρησκευτικά παραγγέλματα. Μίλησαν ακόμα και για… σατανισμό. Προσωπικά δεν έχω πετύχει ακόμα κάποιον αναγνώστη του «Χάρι Πότερ» που να διαπράττει νυχτερινές τελετές, πίνοντας αίμα από κρανία και θυσιάζοντας κατσίκες πλάι στο σύμβολο του Γκρίφιντορ, μα ποτέ δεν είναι αργά – υπάρχει πάντα η ελπίδα.





Πολύ αμφιβάλλω βέβαια αν όλοι εκείνοι που καταδίκασαν τον «Χάρι Πότερ» έχουν διαβάσει έστω μία σελίδα από τις άφθονες χιλιάδες των βιβλίων. Μα το ίδιο ισχύει και για εκείνους που παρέλειψαν να ασχοληθούν με τη σειρά, θεωρώντας τη απλά ένα «νεανικό εμπορικό ανάγνωσμα» και τίποτα παραπάνω. Και οι μεν και οι δε, αν έμπαιναν στη διαδικασία να διαβάσουν τη σειρά στο σύνολό της (προσοχή, αναφέρομαι στα βιβλία, όχι στις ταινίες) θα διαπίστωναν πως τα μηνύματα που μεταδίδει είναι πολύ βαθύτερα και περισσότερο ουσιώδη σε σχέση με σατανισμούς και λοιπές κουταμάρες.
Μέσα από τις περιπέτειες του Χάρι, του Ρον, της Ερμιόνης και των λοιπών εφήβων του Hogwarts, η συγγραφέας J.K. Rowlingμίλησε για θέματα όπως: η προκατάληψη, ο φυλετικός και κοινωνικός αποκλεισμός, η εξέγερση απέναντι στην αυθεντία και η αμφισβήτηση της εξουσίας, η επικίνδυνη δύναμη του Τύπου και των ΜΜΕ, η πολιτική χρησιμοθηρία και ο κίνδυνος της διαφήμισης, η σύγκρουση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό συμφέρον, η σημασία της συλλογικής δράσης, η ουσία της διαφορετικότητας, η σχετικότητα του καλού και του κακού.

Αν οι αμφισβητίες του «Χάρι Πότερ» γνώριζαν καλά το περιεχόμενό του θα καταλάβαιναν πως ο όποιος «κίνδυνος» παρουσιάζουν τα βιβλία εδράζεται στους άφθονους παραλληλισμούς με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας – και στην αμφισβήτησή της, στο κάλεσμα για εξέγερση απέναντι στις σαθρές ιδεολογικές κατασκευές της. Οι «σκοτεινοί μάγοι» της σειράς δεν είναι παρά εκείνες οι όψεις της σύγχρονης πραγματικότητας που μας απομυζούν από τον ανθρωπισμό μας και μας διαχωρίζουν σε καλούπια και φατρίες: ο ρατσισμός, ο δογματισμός, ο φανατισμός, η τυφλή προσκόλληση σε ηγέτες, τα συμφέροντα των λίγων έναντι των πολλών. Και ο αγώνας που πρέπει να δώσουμε, παρέα με τους μαθητές του Hogwarts, είναι ένας αγώνας για περισσότερη αλήθεια και περισσότερη δικαιοσύνη.

Γι’ αυτά, λοιπόν, τα κοινωνικά μηνύματα των βιβλίων του “HarryPotter” θα σας μιλήσω αναλυτικότερα στη συνέχεια της παρουσίασης.






Τα κοινωνικά μηνύματα του “HarryPotter



1 # Ανώτερες και κατώτερες φυλές


«Το “λασποαίματος” είναι μια πολύ κακή λέξη για κάποιον που γεννήθηκε από Μαγκλ – ξέρεις, που οι γονείς του δεν είναι μάγοι», είπε ο Ρον. «Ορισμένοι μάγοι θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους άλλους, γιατί έχουν αυτό που λέμε “ανόθευτο αίμα” […] Είναι απαράδεκτη βρισιά. Δηλαδή βρόμικο αίμα. Κοινό ανθρώπινο αίμα. Είναι τρελό. Άλλωστε, στην εποχή μας οι περισσότεροι μάγοι είναι μιγάδες. Αν δεν παντρευόμασταν με Μαγκλ, το είδος μας θα είχε εκλείψει.» [Ο Χάρι Πότερ και η Κάμαρα με τα Μυστικά”]


Περισσότερο και απ’ την ίδια την ιδέα της μαγείας, περισσότερο από μια συμβατική σύγκρουση απέναντι σε κάποιο εξιδανικευμένο «Καλό» και σε κάποιο απρόσωπο «Κακό», στον πυρήνα της σειράς του “Χάρι Πότερ” εδράζεται η σύγκρουση ανάμεσα στους υπέρμαχους της αιματολογικής καθαρότητας – και στους αντιπάλους τους. Ήδη από τον δεύτερο τόμο της σειράς (όταν ακόμα μιλούσαμε για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε «παιδιά») αναφέρεται εκείνη η λέξη που έμελλε να σημαδέψει τη σειρά στο σύνολό της: Mudblood, δηλαδή, Λασποαίματος. Δηλαδή ακάθαρτος, νοθευμένος, μπάσταρδος. Και γίνεται φανερό πως η μεγάλη σύγκρουση δεν αφορά το «καλό» και το «κακό» μα: την αποδοχή της διαφορετικότητας κόντρα στην ατσάλινη γροθιά της προκατάληψης.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες μάγων: οι «καθαρόαιμοι» από τη μία· και όσοι φέρουν μέσα τους αίμα από “Μαγκλ” – κοινό, ανθρώπινο αίμα. Οι πρώτοι θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους, συγκριτικά με τους δεύτερους – και επιθυμούν οι δεύτεροι να τους υπηρετούν, μέχρι σταδιακά να περιοριστεί και να εκλείψει το είδος τους. Ο μεγάλος πόλεμος που μέλλει να ξεσπάσει (και να φτάσει στο αποκορύφωμά του στο τελευταίο βιβλίο της σειράς) είναι ένας πόλεμος μεταξύ των υπέρμαχων της «καθαρότητας» από τη μία και όσων αντιστέκονται απ’ την άλλη.

Και φυσικά οι υπέρμαχοι της «καθαρότητας» έμελλε να έχουν ένα μεγάλο Ηγέτη που τους εμπνέει σεβασμό μαζί με φόβο. Είναι ο Ηγέτης εκείνος που θα εξαπολύσει τις στρατιές του ενάντια στις ορδές των «ακάθαρτων», προκειμένου να χτιστεί μια νέα, σιδερένια Τάξη Πραγμάτων – στην οποία θα επικρατεί η απόλυτη ιεραρχία ανώτερων και κατώτερων φυλών.

Και αν όλα αυτά σας θυμίζουν Γερμανία και Ευρώπη της δεκαετίας του 30 – καλά κάνουν. Και – δυστυχώς – αν όλα αυτά σας θυμίζουν και κάτι απ’ τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητά μας… αλίμονο, έχετε πέσει μέσα.






Η συγγραφέας J. K. Rowlingζει στην Αγγλία – μια χώρα πολυπολιτισμική από πολλές απόψεις. Στους δρόμους του Λονδίνου βλέπεις να παρελαύνουν πλήθη από άφθονες χώρες και λαούς. Μα πέρα από την επιφανειακή ανομοιογένεια και αποδοχή, υποθάλπουν και στη χώρα της ο ρατσισμός και οι κοινωνικές διακρίσεις – όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου. Και η διάκριση δεν είναι μόνο φυλετικής μορφής: υπάρχουν διακρίσεις φύλου, διακρίσεις σεξουαλικής ταυτότητας, και – σε επικίνδυνο βαθμό – διακρίσεις εθνολογικής “καθαρότητας”. Η Αγγλία στους “γνήσιους” Άγγλους, η Γερμανία στους γνήσιους “Γερμανούς”, η… Ελλάδα στους γνήσιουςΈλληνες. Αλίμονο, θα ‘λεγε κανείς πως δεν έχουμε διδαχτεί τίποτα από την (τόσο πρόσφατη) Ιστορία.

Γίνεται να διδάσκει στο Hogwartsένας μάγος με νοθευμένο αίμα; Γίνεται να κραδαίνει την ελληνική σημαία ένας Έλληνας μη-ελληνικής καταγωγής; Και αν εκείνο που καθιστά έναν μάγο άξιο δεν είναι το «αίμα», μα οι ικανότητες και η σοφία του; Και αν εκείνο που καθιστά έναν σύγχρονο Έλληνα άξιο απόγονο εκείνου του σπουδαίου αρχαίου λαού δεν είναι το «όνομα» και η ιστορική (τάχα) «συνέχεια», μα ο πολιτισμός και η παιδεία;…

Αφήνω τα συμπεράσματα σε σας.


2 # Η αποδοχή της ιδιαίτερης ταυτότητάς σου


«ΠΕΤΟΥΝΙΑ: Εκεί πηγαίνεις… Σ’ ένα ειδικό σχολείο για τέρατα. Γι’ αυτό σας απομακρύνουν από τους φυσιολογικούς ανθρώπους. Για την ασφάλειά μας.» [“Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου”]

«ΧΑΓΚΡΙΝΤ: Ο Ντάμπλντορ εμπιστεύεται τους άλλους. Τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία… αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους διευθυντές. Κι αν έχεις ταλέντο, θα σε δεχτεί στο “Χόγκουαρτς” χωρίς να σε ρωτήσει από πού κρατάει η σκούφια σου. Ορισμένοι όμως δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Σε κατηγορούν γι’ αυτό που είσαι ή… προσποιούνται ότι είναι χοντροκόκαλοι, αντί να πουν με τόλμη: Είμαι αυτό που είμαι και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό. Ποτέ να μην ντραπείς γι’ αυτό που είσαι, μου έλεγε ο μακαρίτης ο μπαμπάς, μερικοί θα σε κατηγορούν, αλλά δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθείς μαζί τους.» [“Ο Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς”]


Καθ’ όλη της πολυσέλιδη έκταση του “Χάρι Πότερ” διαβάζουμε για χαρακτήρες που ξεχωρίζουν… και ενίοτε ντρέπονται γι’ αυτό. Γιατί πάντα θα βρεθεί κάποιος ή κάποιοι που θα στρέψουν πάνω τους το δάχτυλο και θα τους κατηγορήσουν για τη διαφορετικότητά τους – μια διαφορετικότητα την οποία δεν επέλεξαν, μα συνιστά αναπόσπαστο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα.






Οι θετοί συγγενείς του Χάρι τον αντιμετωπίζουν σαν φρικιό, απλά και μόνο επειδή είναι μάγος και διαφέρει από τους ίδιους. Η σχολή Hogwartsγι’ αυτούς δεν είναι ένας τόπος στον οποίο θα μπορούσε ο ανιψιός τους να εξελίξει τις ιδιαίτερες ικανότητές του – μα τόπος αποκλεισμού, ένα μέρος στο οποίο πρέπει να πηγαίνει προκειμένου να τους αφήσει στην ησυχία τους. Όσο μια μερίδα μάγων αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους Μαγκλ, αντίστοιχα μια μερίδα Μαγκλ αντιμετωπίζουν τους μάγους σαν τέρατα της φύσης – από εκείνα που πρέπει να κλειδαμπαρώνουμε σε ιδρύματα, για να ερχόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο σε επαφή μαζί τους. Ο θείος Βέρνον, ένας τυπικός ανώτερος υπάλληλος της εποχής μας, λίγο πολύ ενσαρκώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μικροαστού που επιζητά την «ησυχία» του. Οτιδήποτε διαφορετικό τον ενοχλεί, γιατί ταρακουνά το έδαφος κάτω από τα πόδια του: φανερώνει πόσο επισφαλής είναι η αίσθηση «ασφάλειας» που γυρεύει.

Μα το σύμπαν του “Χάρι Πότερ” βρίθει από χαρακτήρες που υφίστανται διακρίσεις. Ο γίγαντας Χάγκριντ αντιμετωπίζει πολλαπλή προκατάληψη λόγω της φυσικής ιδιαιτερότητας και του παρελθόντος του είδους του. Είναι μεγαλόσωμος, ως και αποκρουστικός σε κάποιους – μα δεν επέλεξε ο ίδιος το παρουσιαστικό του. Έτσι τον ήθελε η φύση – και παλεύει να επιβιώσει, όπως όλοι, σε αυτή την κοινωνία των μάγων, που κάθε άλλο παρά ανεκτική είναι: μια κοινωνία που καυχιέται για τη «φύση» όταν αφορά τη δική τους, υποτιθέμενη, «υπεροχή» - μα για τα φυσικά προσόντα και δικαιώματα των άλλων, ούτε λόγος να γίνεται.

Αντίστοιχη είναι η μοίρα των σπιτικών ξωτικών: καταδικασμένα να εργάζονται δουλικά, σαν υπηρέτες των μάγων, τρέφοντας μέσα τους το μίσος για την περιφρόνηση που συναντούν. Στο μεταξύ άλλες φυλές, όπως οι κένταυροι, περιφρονούν με τη σειρά τους τους μάγους, όπως και τη μερίδα εκείνη των ομοφύλων τους που δέχονται να συνεργαστούν μαζί τους.

Στον κόσμο του “Χάρι Πότερ”, όπως και στον κόσμο πέρα απ’ τις σελίδες του βιβλίου, oΆλλος, ως ετερότητα, ως διαφορετικότητα, συνιστά πεδίο απειλής. Είναι το φυσικό σύνορο στο οποίο καταλήγει η ανεκτικότητά μας, το συρματόπλεγμα που ξεσκίζει την ανοιχτομυαλιά μας. Οικοδομούμε την ταυτότητά μας σύμφωνα με εκείνο που μας ξεχωρίζει από τον Άλλο – μα η ταυτότητα είναι επισφαλής, τα θεμέλιά της είναι σαθρά, στο βάθος αμφιβάλλουμε για τους εαυτούς μας και τη θέση μας στην κοινωνία. Αισθανόμαστε από παντού απειλές, μα αδυνατούμε να εστιάσουμε και να εντοπίσουμε την πηγή τους. Μας ζώνει η ανασφάλεια και το άγχος: αποτέλεσμα; Φταίει ο Άλλος. Ο διαφορετικός. Ο εύκολα δακτυλοδεικτούμενος, απλά και μόνο διότι ξεχωρίζει.

Ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Το μήνυμα είναι σαφές. Και ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουν οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι πολύ συγκεκριμένος. «Γίνε αυτός που είσαι» - έλεγε ο Νίτσε.



3 # Η αποδοχή της εκμετάλλευσης, ή αλλιώς – Παίρνεις αυτό που Διεκδικείς




«Δηλαδή ένα σπιτικό ξωτικό δεν μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του για τον αφέντη του;», ρώτησε ο Χάρι.

«Α, όχι, κύριε, όχι», είπε σοβαρά ο Ντόμπι. «Το σπιτικό ξωτικό πρέπει να είναι ένας αφοσιωμένος σκλάβος, κύριε. Να κρατάει το στόμα του κλειστό, να φυλάει τα μυστικά του αφέντη του, να προστατεύει την τιμή της οικογένειας και να μη μιλάει ποτέ άσχημα γι’ αυτούς.» [Ο Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς]

Κανένα κοινωνικό καθεστώς δεν θα έστεκε όρθιο ούτε ένα λεπτό – αν δεν είχε τη σιωπηλή αποδοχή και συναίνεση, μερική έστω, των πολιτών που το συναποτελούν. Κανένα εργασιακό περιβάλλον, όσο μεγάλο και τρανό και αν είναι, δεν θα έστεκε στα πόδια του δίχως την αποδοχή των εργασιακών του όρων από την πλειοψηφία των εργαζομένων – νυν και υποψηφίων. Κανένας πολιτικός δεν θα έπαιρνε αποφάσεις δίχως τη μάζα των ψηφοφόρων από πίσω του να τον στηρίζουν.

Δεν υπάρχει εξουσία δίχως τους αποδέκτες της, όπως δεν υπάρχει θεατρική παράσταση δίχως κοινό.

Μα πόσοι το αναγνωρίζουν αυτό στην εποχή μας; Πόσοι συνειδητοποιούν πως είναι κάτι περισσότερο από απλά γρανάζια σε μια πελώρια μηχανή; Πως βρίσκεται στα χέρια τους και η μηχανή και οι τροχαλίες που την ενεργοποιούν και την κάνουν να κινείται; Λίγοι, θαρρώ. Ερχόμαστε σε μια κοινωνική πραγματικότητα που, λίγο πολύ, τη θεωρούμε δεδομένη, και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα σε αυτή – λησμονώντας πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, πως εκείνο που τώρα είναι κάποτε δεν ήταν, και πως εκείνο που θα είναι αύριο πιθανό να διαφέρει πολύ από το σήμερα. Γινόμαστε παθητικοί αποδέκτες μιας πραγματικότητας που βρίσκεται στα ίδια μας τα χέρια – και τι κάνουμε; Σκύβουμε ευλαβικά το κεφάλι και ακολουθούμε.

Τέτοια είναι και η στάση των σπιτικών ξωτικών στον κόσμο του “Χάρι Πότερ”. Έχοντας μάθει μια ζωή να υπηρετούν τους αφεντάδες τους, τους μάγους, έφτασαν να θεωρούν δεδομένη την κατάστασή τους. Και αν κάποιος επιχειρήσει να τους βγάλει από τη μόνιμή τους δουλοπρέπεια (όπως επιχειρεί, μάταια ίσως, η Ερμιόνη), τότε εκείνα θα αντιδράσουν: γιατί αγαπούν τις αλυσίδες που τους δένουν – και φοβούνται την ελευθερία τους.

Γιατί η ελευθερία φέρει μαζί της και ευθύνες. Και πόσοι θέλουν να παίρνουν απάνω τους ευθύνες; Καλύτερα δεν είναι να ορίζει πάντα τη ζωή σου κάποιος άλλος;

Ένα μόνο ξωτικό εξεγείρεται σε αυτή την κατάσταση: ο ηρωικός Ντόμπι. Η ιστορία του είναι από τις συγκινητικότερες του βιβλίου. Μα στην αδιαφορία των υπολοίπων ξωτικών να αντιδράσουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, μπορούμε να βγάλουμε ένα ακόμα συμπέρασμα: η ελευθερία δεν σου χαρίζεται, ούτε μπορεί κάποιος να σου την παραχωρήσει σαν σωτήρας. Ή τη διεκδικείς, εσύ ο ίδιος – ή δεν τη διεκδικείς καθόλου. Τα δικαιώματά σου ανήκουν πρώτα σε σένα και είναι στο δικό σου χέρι αν θα τα υπερασπίσεις ή όχι. Αλλιώς, απομένουμε να φωνάζουμε, μάταια, παρέα με την Ερμιόνη:

«Για τ’ όνομα του Θεού!», ξέσπασε οργισμένη η Ερμιόνη. «Ακούστε με όλοι σας! Έχετε τα ίδια δικαιώματα με τους μάγους στην ευτυχία και τη δυστυχία! Έχετε δικαίωμα ν’ αμείβεστε για την εργασία σας, να παίρνετε άδεια, να φοράτε κανονικά ρούχα και να μην κάνετε ό,τι σας λένε!» [Ο Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς”]






4 # ΜΜΕ, δημοσιότητα και διαμόρφωση της αλήθειας


«ΕΡΜΙΟΝΗ: Θυμάσαι, Χάρι, που ο “Ημερήσιος Προφήτης” έγραψε για σένα ότι είσαι διαταραγμένος ψυχολογικά και παραπονιέσαι ότι σε πονάει το σημάδι στο μέτωπό σου; Τώρα γράφουν για σένα σαν να είσαι ένα ψώνιο που θεωρεί τον εαυτό του ήρωα αρχαίας τραγωδίας και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Πετάνε ειρωνικές σπόντες εναντίον σου. Αν εμφανιστεί κάποια απίθανη ιστορία λένε: “Μια ιστορία αντάξια του Χάρι Πότερ”, κι αν πάθει κανείς κάποιο παράξενο ατύχημα γράφουν: “Ας ευχηθούμε να μην του μείνει κανένα σημάδι στο μέτωπο, γιατί θα έχει την απαίτηση να τον λατρέψουμε…»

«Δε θέλω να με λατρεύουν…», αντέτεινε παθιασμένα ο Χάρι.

«Το ξέρω», τον διέκοψε ταραγμένη η Ερμιόνη. «Το ξέρω, Χάρι. Δεν καταλαβαίνεις τι προσπαθούν να κάνουν; Θέλουν να μη σε παίρνει κανείς στα σοβαρά.» [“Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα”]


Ο κόσμος του Χάρι Πότερ δεν είναι ένας απλοϊκός κόσμος με παντοδύναμα μαγικά όντα και εξιδανικευμένες φαντασμαγορικές δυνάμεις. Καμία μαγική δύναμη δεν μπορεί να υπερσκελίσει τη πανταχού παρούσα δύναμη του Τύπου: ικανός να πλέξει το εγκώμιό σου όσο και να σε συκοφαντήσει, να στήσει αγάλματα σε ήρωες τη μία στιγμή όσο και να τα σαρώσει απ’ τα θεμέλιά τους την άλλη, να υπηρετήσει την αλήθεια όσο και το ψεύδος – το δεύτερο στο βωμό του κέρδους, της εμπορικής απήχησης και των πολιτικών συμφερόντων.

Είναι ένας βρώμικος κόσμος, ένας κόσμος με πηχυαίες εντυπωσιακές λεζάντες και φανταχτερούς τίτλους ειδήσεων, ικανούς να σοκάρουν και να μαγνητίσουν το βλέμμα – τόσο όσο χρειάζεται για να μετατραπείς σε καταναλωτή τους. Ο Χάρι Πότερ βρίσκεται καταμεσής ενός πολέμου όχι μόνο απέναντι σε αδυσώπητους μάγους και τερατόμορφα πλάσματα – μα και απέναντι στην ίδια τη δημόσια εικόνα του, που άλλοι κατασκευάζουν γι’ αυτόν, με σκοπό να υπηρετήσουν πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Στην πορεία των βιβλίων θα διαπιστώσει πως απέναντι στην παντοδυναμία του Τύπου, τις φτηνές τακτικές και τον κιτρινισμό του, κανένα ξόρκι δεν είναι ισχυρό. Ο δρόμος του είναι ένας δρόμος πέρα και έξω από το δισυπόστατο χέρι βοήθειας που του προσφέρουν τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης – ένα χέρι ικανό να σε απογειώσει, όσο και να σε καταδικάσει.






Η εξουσία των καιρών μας είναι μια εξουσία που διαμορφώνει την πραγματικότητα κατά τη θέλησή της. Και τι καλύτερος τρόπος να διαμορφώσεις την πραγματικότητα (και την εικόνα του κόσμου γι’ αυτήν, διότι τι είναι η πραγματικότητα αν όχι η εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν;) από το να διατηρείς υπό τον έλεγχό σου τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης.

Πρώτα ο έλεγχος των ΜΜΕ. Και – στη συνέχεια – ο έλεγχος του κεντρικού συστήματος παιδείας. Στην προκειμένη περίπτωση, η σχολή μάγων του Hogwarts. Όλα αυτά βλέπουμε να γίνονται στις σελίδες του βιβλίου.

Μια σειρά βιβλίων που μια μερίδα κόσμου εξακολουθεί να θεωρεί «παιδική».

«ΕΡΜΙΟΝΗ: Χάρι, έχει κυριεύσει το Υπουργείο, τις εφημερίδες και τη μισή κοινότητα των μάγων! Μη τον αφήσεις να μπει και στο μυαλό σου!» [“Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου”]






5 # Η εκμετάλλευση της δημόσιας εικόνας για εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων


«ΧΑΡΙ: Θέλετε λοιπόν να δίνω την εντύπωση ότι δουλεύω για το Υπουργείο;»

«Θα είναι για όλους μια ένεση αισιοδοξίας, αν πιστέψουν ότι είσαι ενεργά αναμεμειγμένος», επιδοκίμασε ο Σκρίμτζεουρ, ανακουφισμένος που ο Χάρι μπήκε τόσο γρήγορα στο νόημα. «Ο Εκλεκτός!... Καταλαβαίνεις… Για να δώσουμε στον κόσμο ελπίδα, να νιώσουν πως γίνονται σημαντικά πράγματα…»

«Μα αν αρχίσω να μπαινοβγαίνω στο Υπουργείο», ρώτησε ο Χάρι, πασχίζοντας να διατηρήσει φιλικό τον τόνο της φωνής του, «δεν θα είναι σαν να εγκρίνω ό,τι κάνει το Υπουργείο;» [Ο Χάρι Πότερ και ο Ημίαιμος Πρίγκιψ”]


Η σειρά βιβλίων του “Χάρι Πότερ” έχει παρομοιαστεί με την εξελικτική πορεία ενός παιδιού σε ενήλικα. Στην αρχή έχουμε το θαυμαστό, όλο δέος και όνειρα, κόσμο ενός παιδιού που εισέρχεται στο θαυμαστό περιβάλλον των μάγων – και ατενίζει με το στόμα ανοιχτό όλα τα μεγαλειώδη σκηνικά γύρω του. Σταδιακά όμως το παιδί γίνεται έφηβος – και αρχίζουν να απλώνονται σκιές αμφιβολίας για όλα όσα θεωρούσε δεδομένα. Τέλος, το παιδί γίνεται ενήλικας – και ο θαυμαστός κόσμος του παιδιού έχει παραχωρήσει τη θέση του στον γεμάτο ιδιοτελή συμφέροντα και ματαιόδοξες φιλοδοξίες κόσμο των ενηλίκων.

Αυτοί οι ενήλικες των βιβλίων του “Χάρι Πότερ” είναι μάγοι – ναι, ικανοί να κάνουν ξόρκια και να μεταμορφώνονται και να πετούν σε σκουπόξυλα. Όλα όσα περιμένει κανείς από ένα παιδικό βιβλίο δηλαδή. Οι ίδιοι όμως άνθρωποι συντηρούν γραφειοκρατίες, θέτουν υποψηφιότητες σε υπουργεία, υπακούουν σε άτυπους κανόνες ιεραρχίας και συνάπτουν προσεγμένες δημόσιες σχέσεις – τόσες όσες χρειάζεται για να διατηρήσουν το σκήπτρο της δύναμής τους και να μη χάσουν την επιρροή τους πάνω στον κόσμο. Αν λοιπόν ένας πολιτικός χρειάζεται να συνάψει μια παροδική συμμαχία με τον πρώην εχθρό, προκειμένου να διατηρήσει τη θετική εικόνα του στα μάτια του κοινού – θα το κάνει. Και αν χρειάζεται να φωτογραφηθεί παρέα με μια ομάδα γελαστών παιδιών, ώστε να φανεί καλόβολος και συμπονετικός – θα το κάνει. Και αν χρειάζεται να κάνει κάποια δωροδοκία, ώστε να διατηρήσει τα οφέλη μιας τυχών συνεργασίας – θα το κάνει και αυτό.

Ναι – η σειρά του “Χάρι Πότερ” ξεκίνησε σαν παιδικό βιβλίο. Μα ήδη μετά από τρία μέρη είχε πια φανεί πως εξελίσσεται σε κάτι πολύ ευρύτερο. Μαζί με τους ήρωές της ενηλικιώθηκε και η ίδια. Και – αλίμονο – ο αρχικός θαυμαστός κόσμος του βιβλίου έχασε λίγη απ’ τη μαγεία του – κερδίζοντας όμως σε ρεαλισμό και φανερώνοντας πως οι μάγοι μπορούν να είναι το ίδιο ιδιοτελείς, υποκριτές και συμφεροντολόγοι, όπως και οι καλύτεροι πολιτικοί μας.

Μένει στον πρωταγωνιστή του βιβλίου και στην παρέα του αν θα δεχτεί τη βοήθειά τους – με αντίτιμο τη μόνιμη εξάρτησή του – ή αν θα ακολουθήσει το δικό του δρόμο…



6 # Διαίρει και Βασίλευε. Η παντοτινή τακτική της Εξουσίας






«ΚΑΤ’ ΕΝΤΟΛΗΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΡΙΑΣ ΤΟΥ “ΧΟΓΚΟΥΑΡΤΣ”

Απαγορεύονται  από τούδε και στο εξής όλες οι μαθητικές οργανώσεις, λέσχες, ομάδες και όμιλοι.

Από τούδε και στο εξής, οργανώσεις, λέσχες, ομάδες, και όμιλοι θεωρούνται όλες οι συγκεντρώσεις μαθητών άνω των τριών ατόμων.

Οι μαθητές που συλλαμβάνονται να ιδρύουν ή να συμμετέχουν σε οργανώσεις, λέσχες, ομάδες και ομίλους μη εγκεκριμένους από τη Μεγάλη Επιθεωρήτρια, αποβάλλονται.»


«[ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ]
Αν και πρέπει να σας χωρίσω χωρίς φόβο και πάθος,
Προαισθάνομαι ότι ετούτ’ η κίνηση είναι λάθος.
Αναρωτιέμαι αν το μοίρασμα στα τέσσερα συμφέρει,
Ή αν ο διαχωρισμός τη διάλυση θα φέρει.
Ω, ναι, ξέρω τους κινδύνους, διάβασα τους οιωνούς
Το “Χόγκουαρτς” κινδυνεύει από υποχθόνιους εχθρούς.
Αν όλοι εμείς σφιχτά δεν ενωθούμε,
Να δείτε που απ’ τα μέσα ευθύς θα διαλυθούμε.»

[“Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα”]


Την εποχή της Χούντας, εδώ στη χώρα μας, είχε βγει ένα διάταγμα που απαγόρευε τις δημόσιες συναθροίσεις ενός αριθμού ατόμων και πάνω – κάτι απόλυτα λογικό για ένα δικτατορικό καθεστώς. Κάθε εξουσία, κάθε εποχής, φοβάται την ενωμένη συλλογικότητα. Βούτυρο στο ψωμί της είναι η διάσπαση, ο διαχωρισμός – και εν συνεχεία το αλληλοφάγωμα των διασπασμένων, που αντί να στραφούν ενάντια στην εξουσία στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλον.

Έτσι τα μικρότερα κράτη στρέφουν τους λαούς τους τον έναν ενάντια στον άλλο και οι γείτονες αντιμάχονται τους γείτονες, όσο οι ισχυροί του κόσμου διατηρούν όλα τα προνόμιά τους· έτσι οι καταπιεσμένες κοινωνικές τάξεις στρέφονται ενάντια στους περισσότερο καταπιεσμένους (τους φτωχούς ή τους ξένους), αντί να στρέψουν τα πυρά τους στους καταπιεστές· έτσι διαχωρίζονται σε ομάδες και φατρίες όσοι αντιστέκονται, αγνοώντας τις ομοιότητες και εστιάζοντας μόνο στις διαφορές τους – με αποτέλεσμα η αντίσταση να μένει διασπασμένη και αδύναμη, μπρος στην ενωμένη σιδηρά γροθιά της εξουσίας· έτσι οι εργαζόμενοι δεν διεκδικούν από κοινού τα δικαιώματά τους, προτιμώντας να σκαρφαλώσουν ο ένας πάνω στο κουφάρι του άλλου για ένα κομμάτι ψωμί· έτσι διαιωνίζεται η ίδια πάντα τάξη πραγμάτων σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Διαίρει και βασίλευε.

Στα βιβλία της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ ο δρόμος είναι σαφής: ή προχωράμε ενωμένοι, ή χαθήκαμε. Μπρος στον κοινό εχθρό χρειάζεται να βάλουμε τις διαφορές μας στην άκρη και να αγωνιστούμε από κοινού. Και αν το τέλος του βιβλίου αφήνεται, εν μέρει, στα γνωστά (και προβλέψιμα) στερεότυπα των ηρωικών μυθιστορημάτων (με την κλασική όσο και στερεότυπη διαμάχη του Ήρωα ενάντια στον Μεγάλο Κακό), η πορεία προς τα εκεί δεν είναι καθόλου δεδομένη και στερεότυπη. Τι θα έκανε ο Χάρι δίχως τη στήριξη όλων εκείνων που ένωσαν μαζί του τις δυνάμεις του, άραγε; Τι θα είχε απογίνει; Τι θα είχε απογίνει το Hogwartsδίχως την ομάδα εκείνη που ενωμένη επέλεξε να αντισταθεί, κόντρα στους κανόνες και τις απαγορεύσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή της;

Και αν ο Χάρι δεν είχε συνέχεια στο μυαλό του εκείνους που αγαπούσε – αν δεν ήταν ενωμένος στην καρδιά του μαζί τους – ποια θα ήταν τότε η δύναμή του;






7 # Εξουσία στο όνομα του «Κοινού Καλού»






«Ναι, μας έχει δοθεί δύναμη, και, ναι, αυτή η δύναμη μας δίνει το δικαίωμα να κυβερνήσουμε, αλλά μας δημιουργεί και ευθύνες απέναντι στους κυβερνώμενους… Αναλάβαμε την εξουσία για το ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όταν θα βρίσκουμε αντίσταση, πρέπει να χρησιμοποιούμε μόνο την απολύτως απαραίτητη βία και όχι περισσότερη» [από γράμμα του Άλμπους Ντάμπλντορ τον καιρό που ήταν νέος, στο “OΧάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου”]


Στο τελευταίο (και ωριμότερο) βιβλίο της σειράς, η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ καταπιάνεται με ένα θέμα με το οποίο έχουν ασχοληθεί συγγραφείς από τον Ρουσσώ ως τον Ντοστογιέφσκι. Θέτει δύσκολα κοινωνικά και ηθικά ερωτήματα και οι απαντήσεις σπάνια έχουν τις αποχρώσεις του μαύρου και του άσπρου. Συγκεκριμένα: ποια πρέπει να είναι η στάση της εξουσίας απέναντι σε εκείνο που ονομάζουμε «γενικό καλό»; Ποιος ορίζει αυτό το “ευρύτερο συμφέρον”, στο όνομα του οποίου τόσα και τόσα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί – και το οποίο φυσικά επικαλούνται οι πάντες;

Στο απόσπασμα που παραθέσαμε πάνω, ο νεαρός (ανώριμος, ακόμα, και επηρμένος) Άλμπους Ντάμπλντορ, φαίνεται πως θεωρεί δεδομένη την ανώτερη ιεραρχικά θέση των μάγων, στο όνομα ενός «γενικού συμφέροντος» που πιστεύει πως θα υπηρετήσουν καλύτερα χάρη στα προνόμια της εξουσίας τους. Μα στο όνομα εκείνου ακριβώς του «γενικού συμφέροντος», που τόσο ιδεαλιστικά επικαλέστηκε ο Ντάμπλντορ, διαπράχθηκαν φρικαλέες πράξεις από τους συνεργάτες του. Μήπως τελικά στο όνομα του «κοινού συμφέροντος» καταλήγεις να υπηρετείς το δικό σου συμφέρον και μόνο; - εκείνο που διασφαλίζει τη διαιώνιση της δύναμης και της κυριαρχίας σου;

Ευτυχώς για μας όμως, ωριμάζοντας ο Ντάμπλντορ έμελλε ν’ αποκτήσει εκείνη την τόσο χαρακτηριστική σοφία του – και να δει τα πράγματα υπό μια άλλη προοπτική:

«Είναι παράξενο, Χάρι, αλλά οι πιο κατάλληλοι για την εξουσία είναι αυτοί που δεν την επιδίωξαν ποτέ.» [Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου]






8 # Το ατομικό κόντρα στο γενικό συμφέρον


«Μερικές φορές ΠΡΕΠΕΙ να σκεφτείς κάτι περισσότερο από την ατομική σου ασφάλεια! Μερικές φορές ΠΡΕΠΕΙ να σκεφτείς το ευρύτερο συμφέρον! Έχουμε πόλεμο!» [Ο Χάρι Πότερ, στο “OΧάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου”]


Ναι, έρχονται εκείνες οι στιγμές που – αναγκαστικά – πρέπει να επιλέξεις ένα δρόμο. Και εδώ δεν χωράνε αποχρώσεις – διαλέγεις ή τον ένα ή τον άλλο. Κάποιες φορές η ζωή σε καλεί να βγεις από το βόλεμά σου και να βάλεις στην άκρη το παντοδύναμο ένστικτο της αυτοσυντήρησής σου – γιατί αισθάνεσαι πως υπάρχει κάτι άλλο, κάτι ακόμα πιο πολύτιμο.

Αυτή είναι η στιγμή που διαχωρίζει εκείνον που αγωνίζεται από εκείνον που σιωπά. Μερικές φορές αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο. Μερικές φορές η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους είναι πολύ λεπτή – μια κουβέντα όμως, μια κίνηση, μπορεί στο τέλος να κάνει όλη τη διαφορά.



9 # Δεν υπάρχουν μαύροι και άσπροι χαρακτήρες






«Γνώριζε από προσωπική πείρα τι σημαίνει να σε ξεφτιλίζουν μπροστά στους άλλους και μπορούσε να καταλάβει πλήρως πως ένιωθε ο Σνέιπ όταν τον ταπείνωνε ο πατέρας του». [Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα]


Πλησιάζοντας στο τέλος της παρουσίασης, να κάνω μια παρένθεση και να σας πω πως θεωρώ δεδομένη την ανωτερότητα των βιβλίων, συγκριτικά με τις ταινίες. Με εξαίρεση την τρίτη ταινία (τον «Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν», με την εξαιρετική της σκηνοθεσία και ατμόσφαιρα), και ίσως κάποιες πτυχές της τελευταίας, λίγα από τα στοιχεία που παραθέσαμε ως τώρα εξυφαίνονται σε βάθος στα έργα. Δίχως να είναι κακές ταινίες (κάθε άλλο, βλέπονται πολύ ευχάριστα), απλοποιούν σε μεγάλο βαθμό ορισμένες από τις περισσότερο συναρπαστικές πτυχές των βιβλίων, με μεγαλύτερη όλων ίσως τη σκιαγράφηση των βασικών του χαρακτήρων.

Τι πιο συναρπαστικό από την αναδρομή στη νεανική ηλικία του Βόλντεμορτ, όπως παρουσιάζεται στον «Ημίαιμο Πρίγκιπα»; Πόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτήρας του Ντάμπλντορ στο τελευταίο βιβλίο, όταν αποκαλύπτονται εκείνες οι άγνωστες πτυχές του παρελθόντος του – φανερώνοντας πως ακόμα και ο μεγαλύτερος σοφός μπορεί να κάνει λάθη; Πόσα θραύσματα στον στερεότυπο ρόλο των «καλών» προκαλούν εκείνες οι αναδρομές στα νεανικά χρόνια του Τζέιμς Πότερ, πατέρα του Χάρι, και του κολλητού του Σείριου – καθώς και η στάση που βλέπουμε να έχουν απέναντι στον Σνέιπ;

Αα. Ο Σνέιπ. Αγαπημένος χαρακτήρας πλήθους φίλων της σειράς, και όχι τυχαία. Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα κείμενο μόνο γι’ αυτόν.

Προσωπικά λυπάμαι που η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ δεν εντρύφησε ακόμα βαθύτερα στους «κακούς» της σειράς της – και στις αφανέρωτες πλευρές της ζωής τους. Δε θέλουμε ένα ή δυο κεφάλαια αφιερωμένα στον Σνέιπ, μα ένα ολόκληρο βιβλίο. Και γιατί να μην εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο στο συγχυσμένο νου του εκκολαπτόμενου μικρού φασίστα – του Ντράκο Μαλφόι; Ή να μην έχουμε μια εμβάθυνση στον χαρακτήρα της Μπέλατριξ – που δεν κατάφερε να αποφύγει το στερεότυπο της γραφικής «κακιάς». Νομίζω εδώ η Ρόουλινγκ έχασε μια ευκαιρία.

Ένα όμως είναι βέβαιο: διαβάζοντας τα “Χάρι Πότερ” βλέπεις, βιβλίο με βιβλίο, να καταρρέει μπρος τα μάτια σου ο στερεότυπος ρόλος των «καλών» και των «κακών» - με εξαίρεση λίγους χαρακτήρες. Ως και ο ίδιος ο Χάρι μοιάζει πολύ κωλόπαιδο, ώρες ώρες. Πράγμα λογικό, αν το καλοσκεφτούμε. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, όχι εξιδανικεύσεις.





Λίγο πριν το τέλος



Κάπου εδώ λέω να κλείσω αυτήν την (πελώρια, όπως αναμενόταν) παρουσίαση. Να καταθέσω και μια προσωπική εμπειρία: δεν έζησα μικρότερος την «τρέλα» του HarryPotter, που τόσοι και τόσοι έζησαν, σε βαθμό να συνδεθεί με την παιδική ή νεανική τους ηλικία. Για κάποιο λόγο με άφησε ανεπηρέαστο το φαινόμενο τον καιρό της έκρηξής του. Διάβασα όλα τα βιβλία και είδα τις ταινίες πολύ αφού είχαν τελειώσει, χάρη στην προτροπή ενός φίλου.

Δεν το μετάνιωσα καθόλου. Ήταν μια απολαυστική διαδρομή – και το κείμενο που διαβάσετε είναι η δική μου προσωπική κατάθεση. Γιατί ένας ενήλικας θα δει με άλλο τρόπο μια σειρά βιβλίων, συγκριτικά με ένα παιδί ή έναν έφηβο.

Ένα από τα επιτεύγματα της Rowlingείναι πως έκανε απολύτως πιστευτή μια φανταστική πραγματικότητα, γεμάτη μάγους και τέρατα, εντάσσοντάς τους όλους στην φυσική καθημερινότητα του κόσμου που ζούμε. Ο Χάρι, ο Ρον, η Ερμιόνη… δεν είναι εξιδανικεύσεις, μα αληθινοί έφηβοι, με όλες τις ανησυχίες και τις εντάσεις που χαρακτηρίζουν τόσο την ηλικία, όσο και την εποχή τους.

Και τα προβλήματα που θίγει η συγγραφέας στο έργο – εκείνα που ήδη κάναμε μια προσπάθεια να απαριθμήσουμε – είναι προβλήματα με σάρκα και οστά, ενός απόλυτα αληθινού και κάθε άλλο παρά φανταστικού κόσμου.

Είναι η δική μας πραγματικότητα, ιδωμένη υπό ένα άλλο πρίσμα. Αν οι μύθοι είχαν πάντα σαν σκοπό να μας ωθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα κάποια πράγματα γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση, τότε ο μύθος του “Χάρι Πότερ” δικαιωματικά ανήκει στους σημαντικότερους των καιρών μας.

Τι λέτε όμως, να βάλουμε κι ένα στρογγυλό «10» στην απαρίθμηση των κοινωνικών μηνυμάτων των βιβλίων; Για πάμε λοιπόν. Θα κλείσουμε με το χρυσό δεκάρι – μια φράση του Ντάμπλντορ, από το τελευταίο βιβλίο της σειράς. Και με αυτή τη φράση θα σας αποχαιρετήσω.



10 # Μια προτροπή


«Μη λυπάσαι τους νεκρούς, Χάρι. Λυπήσου τους ζωντανούς και κυρίως αυτούς που ζουν χωρίς αγάπη.»


Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων από την Καίτη Οικονόμου.

Για την παρουσίαση: © Το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος 18




Η Χώρα της Επαγγελίας... Μια αλληγορία του Σαρλ Μπωντλαίρ

$
0
0

Shangri-La artwork από το παιχνίδι Far Cry 4


«Υπάρχει, λένε, μια χώρα υπέροχη, μια γη της επαγγελίας, που ονειρεύομαι να επισκεφθώ με μια παλιά μου φίλη. Χώρα παράξενη, πνιγμένη στην πυκνή ομίχλη του Βορρά μας, χώρα που θα μπορούσαμε ν'αποκαλέσουμε Ανατολή της Δύσης, και Κίνα της Ευρώπης, έτσι καθώς καλπάζει εκεί η θερμή και παιχνιδιάρα φαντασία, έτσι καθώς με υπομονή και πείσμα την στόλισε με τη σοφή και χαριτωμένη βλάστησή της. Μια αληθινή γη της επαγγελίας, όπου όλα είναι όμορφα, πλούσια, ήσυχα, ευγενικά• όπου η πολυτέλεια αγαπά να καθρεφτίζεται στην τάξη• όπου αναπνέεις τη ζωή, χυμώδη και γλυκιά• όπου η αταξία, η ταραχή και το απρόοπτο δεν έχουν θέση• όπου η ευτυχία παντρεύτηκε την ηρεμία• όπου η ίδια η κουζίνα είναι ποιητική, βαριά και ερεθιστική συνάμα• όπου όλα σας μοιάζουν, ακριβέ μου άγγελε.

Γνωρίζεις αυτήν την εμπύρετη αρρώστεια που μας αρπάζει μέσα στην ψυχρή αθλιότητα, αυτήν τη νοσταλγία της άγνωστης χώρας, αυτήν την αγωνία της περιέργειας; Υπάρχει ένας τόπος που σου μοιάζει, όπου όλα είναι όμορφα, πλούσια, ήσυχα κι ευγενικά, όπου η φαντασία έχτισε και κόσμησε μια Κίνα της Δύσης, όπου αναπνέεις τη ζωή γλυκιά, όπου η ευτυχία παντρεύτηκε την ηρεμία. Εκεί πρέπει να πάμε, εκεί να ζήσουμε, εκεί πρέπει να πάμε να πεθάνουμε!

Ναι, εκεί πρέπει να πάμε ν'αναπνεύσουμε, να ονειρευτούμε, και να μεγαλώσουμε τις ώρες με των αισθήσεων το άπειρο. Κάποιος μουσικός έγραφε την Πρόσκληση σε βαλς• ποιος θα συνθέσει την Πρόσκληση σε ταξίδι, που θα προσφέρουμε στην αγαπημένη γυναίκα, στην διαλεγμένη αδελφή;

Ναι, μέσα σ'αυτήν την ατμόσφαιρα η ζωή θα ήταν ευχάριστη, - εκεί πέρα, όπου οι ώρες κυλούν πιο άγρια και είναι γεμάτες σκέψεις, όπου τα ρολόγια σημαίνουν την ευτυχία με μια επισημότητα πιο βαθιά και πιο ουσιαστική.

Πάνω σε στιλπνές επιφάνειες, πάνω σε επιχρυσωμένα δέρματα μελαγχολικού πλούτου, ζούνε διακριτικά ζωγραφιές μακάριες, ήρεμες και ουσιαστικές, σαν τις ψυχές των καλλιτεχνών που τις δημιούργησαν. Οι δύοντες ήλιοι, που χρωματίζουν τόσο πλούσια την τραπεζαρία ή το σαλόνι, ρίχνουν ένα μαλακό φως μέσα από ωραία υφάσματα ή μέσα από αυτά τα ψηλά καλοδουλεμένα παράθυρα, που ο μόλυβδος χωρίζει σε πολλά τμήματα. Τα έπιπλα είναι πολύ μεγάλα, περίεργα, ακαθόριστα, ενισχυμένα με κλειδαριές και μυστικά σαν τις εκλεπτυσμένες ψυχές. Οι καθρέφτες, τα μέταλλα, τα υφάσματα, τα ασημικά και η φαγέντσια παίζουν για τα μάτια μια συμφωνία σιωπηλή και μυστηριώδη• και από κάθε αντικείμενο, από κάθε γωνιά, από τις χαραμάδες των συρταριών κι από των υφασμάτων τις πτυχές, ξεχύνεται ένα μοναδικό άρωμα, μια νοσταλγίαγια την Σουμάτρα, που μοιάζει σαν να είναι η ψυχή του σπιτιού.

Μια αληθινή γη της επαγγελίας, σου λέω, όπου όλα είναι πλούσια, καθαρά και στιλπνά, όπως μια ωραία συνείδηση, όπως τα πολυτελή κουζινικά, όπως τα αστραφτερά ασημικά, όπως τα ποικιλόχρωμα κοσμήματα! Όλοι του κόσμου οι θησαυροί ρέουν εκεί, όπως στο σπίτι ενός φιλόπονου ανθρώπου που πρόσφερε λαμπρές υπηρεσίες στον κόσμο ολόκληρο. Χώρα παράξενη, ανώτερη απ'τις άλλες, όπως η τέχνη είναι ανώτερη απ'τη Φύση, που την αναμορφώνει με τ'όνειρο, που την διορθώνει και την ομορφαίνει και την μετουσιώνει.

Ας ψάχνουν, ας ψάχνουν ακόμη, ας διευρύνουν αδιάκοπα τα όρια της ευτυχίας τους αυτοί οι αλχημιστές της κηπουρικής! Ας προσφέρουν έπαθλα, εξήντα και εκατό φλορίνια, γι'αυτόν που θα επιλύσει τα φιλόδοξα προβλήματά τους! Εγώ, βρήκα την μαύρη τουλίπαμου και τη γαλάζια ντάλια μου.

Άνθος ασύγκριτο, τουλίπα που σε ξαναβρήκα, ντάλια αλληγορική, σ'αυτήν την όμορφη, την τόσο ήρεμη και ονειροπόλα χώρα, εκεί δεν θα έπρεπε να πάμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε; Δεν θα έβρισκες εκεί την αναλογία σου, δεν θα μπορούσες να καθρεφτίζεσαι, για να μιλήσουμε όπως οι μυστικιστές, μέσα στην ίδια την αντιστοιχίασου;

Όνειρα! Πάντα όνειρα! Και όσο πιο φιλόδοξη κι ευαίσθητη είναι μια ψυχή, τόσο απομακρύνονται από την πραγματικότητα τα όνειρά της. Μέσα του, ο κάθε άνθρωπος κουβαλά τη δόση του από φυσικό όπιο, που ακατάπαυστα εκκρίνεται και ανανεώνεται; από τη γέννηση ως το θάνατο, πόσες να είναι οι ώρες που ζούμε γεμάτες θετική απόλαυση, γεμάτες πράξεις επιτυχείς και αποφασισμένες; Θα ζήσουμε ποτέ, θα περάσουμε ποτέ μέσα σ'αυτόν τον πίνακα που ζωγράφισε το πνεύμα μου, σ'αυτόν τον πίνακα που σου μοιάζει;

Αυτοί οι θησαυροί, αυτά τα έπιπλα, αυτή η πολυτέλεια, αυτή η τάξη, αυτά τα αρώματα, αυτά τα θαυμάσια λουλούδια, είσαι εσύ. Εσύ είσαι αυτοί οι μεγάλοι ποταμοί και αυτά τα ήσυχα κανάλια. Αυτά τα μεγάλα καράβια που πλέουν εκεί φορτωμένα με πλούτη κι απ'όπου ανεβαίνουν τα μονότονα τραγούδια της μανούβρας, είναι οι σκέψεις μου που κοιμούνται ή κυλούν πάνω στα στήθη σου. Τα οδηγείς απαλά προς την θάλασσα που είναι το Άπειρο, και στη διαύγεια της ωραίας ψυχής σου αντανακλώνται τα βάθη τ'ουρανού• και όταν, κουρασμένα από τις φουρτούνες και παραγεμισμένα με της Ανατολής τα προϊόντα, γυρνούν στο γενέθλιο λιμάνι, είναι πάλι οι σκέψεις μου που εμπλουτισμένες επιστρέφουν από το Άπειρο σ'εσένα.»



Σαρλ Μπωντλαίρ «Πρόσκληση σε Ταξίδι» [Charles Baudelaire, “L'invitation au voyage”]. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων “Le Spleen de Paris” [«Η Μελαγχολία του Παρισιού»]. Πρώτη δημοσίευση το 1869. Μετάφραση: Στ. Βαρβαρούσης.


The Siesta by Frederick Arthur Bridgman

Το Θαλασσοπούλι

$
0
0




Χθεσινή φωτογραφία, στη διάρκεια μιας μοναχικής εξόρμησής μου σε μια όμορφη παραλία κάπου στα περίχωρα της Αττικής. Το θαλασσοπούλι γύριζε κοντά μου κι εγώ το παρατηρούσα με ενδιαφέρον, τραβώντας διακριτικά φωτογραφίες, μη θέλοντας να το αποσπάσω από την περιήγησή του στα βράχια. Κάποια στιγμή στάθηκε ακίνητο και έμεινε να παρατηρεί τη θάλασσα. Το βλέμμα του στητό, περήφανο – σαν καπετάνιος σε κάποιο αρχέγονο βαπόρι, πέρα από τις απαρχές του χρόνου.

Έδειχνε μόνο, μα δεν ήταν. Η παρουσία του έσμιγε με τη θάλασσα, τον ήχο του κύματος, το ανεπαίσθητο αεράκι, την άμμο, τις πέτρες, τα μικροσκοπικά ζωύφια που γύριζαν ανάμεσά τους, τα βότσαλα μέσα στο νερό, τους αχινούς, τα ψάρια. Όλα ένα. Στην ολοζώντανη, παλλόμενη φύση δεν υπάρχει μοναξιά – η μοναξιά είναι ανθρώπινη κατασκευή, δημιούργημα μιας κοινωνίας που μας απομακρύνει από το φυσικό στοιχείο, που έχει λησμονήσει να μιλάει στη γλώσσα του, που μας μετατρέπει σε νησίδες καταμεσής ενός ωκεανού – ανθρώπινες νησίδες που παλεύουν να σμίξουν η μία με την άλλη ή να διαχωριστούν, αγωνιώντας για το παρόν και το παρελθόν και το μέλλον τους, ενώ στο μεταξύ ο ωκεανός γύρω τους μοιάζει να χορεύει σε κάποιον αναλλοίωτο, αιώνιο ρυθμό – τον οποίο ίσα που παίρνουμε χαμπάρι.

Είχα πάει μόνος στην παραλία, μα εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα μόνος. Το βιβλίο στο πλάι μου από τη μία και η άχρονη γλώσσα του συγγραφέα, το θαλάσσιο πουλί από την άλλη – και η άχρονη γλώσσα της φύσης: η αρχέγονη γλώσσα, που ενίοτε προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε, μα πάντα μας διαφεύγει.

Κάποια στιγμή το πουλί κινήθηκε παραπέρα. Ένα κοριτσάκι, τριών-τεσσάρων χρονών το εντόπισε. «Γλάρος!» έκανε και κίνησε ενθουσιασμένο, τρέχοντας, σχεδόν χοροπηδώντας, να πάει προς το μέρος του. Το πουλί, βλέποντας το παιδί να τρέχει καταπάνω του, τίναξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.



From Her to Eternity... Ένα κουβάρι σκέψεων μετά τη συναυλία του Nick Cave

$
0
0





“I don't believe in an interventionist God… but I believe in love. So keep your candles burning, and make her journey bright and pure, that she will keep returning, always and evermore”



Δεν ξεκίνησα χθες απόγευμα για το liveτου NickCaveκαι των BadSeedsμε την καλύτερη διάθεση. Πέντε λεπτά περπάτημα αρκούσαν για να με καταβάλλει η απαίσια υγρασία της ατμόσφαιρας , ενώ τα βαριά γκρίζα σύννεφα στον ουρανό δεν προμήνυαν καλούς οιωνούς. Η άφιξη στη στάση του λεωφορείου με προορισμό την πλατεία Νερού επεφύλασσε μία ακόμα δυσάρεστη έκπληξη: η συγκοινωνία είχε διακοπεί παροδικά και χρειαζόταν να επιλέξω μια εναλλακτική διαδρομή, μέσω μετρό και τραμ – σχεδόν διπλάσια στη διάρκεια.

Τα σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν με μαλλί της γριάς – όχι κάποιας αγαθής γιαγιούλας, μα μιας καταραμένης μάγισσας, μαύρα και άραχλα. Κάποιες αστραπές στον ορίζοντα λες και φώτιζαν τις σκοτεινές γωνιές της σκέψης μου – και οι σκέψεις μου, ενοχλημένες, βαθιά αντικοινωνικές, στριμώχνονταν στη γωνιά τους φωνάζοντας: «αστραπές, είστε ανεπιθύμητες εδώ, φύγετε». Μάταια όμως. Η βροχή άρχισε να πέφτει απότομα, ορμητικά, λες και κατέρρευσε μπουχτισμένο το μεγάλο φράγμα τ’ ουρανού. Ίσα που πρόλαβα να μπω στο τραμ, ενώ έξω πλημμύριζαν οι δρόμοι. Έχει γούστο να ακυρωθεί το live, σκέφτηκα – στην Ελλάδα ζούμε, έχουν ακυρωθεί συναυλίες για λιγότερο από αυτό.

Η έλλειψη παρέας δεν βοήθησε – οι αρνητικές σκέψεις άρχισαν να ξεχειλίζουν μέσα μου και γύρευαν κάποια διέξοδο, μια εκτόνωση. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις, η μία αρνητική σκέψη έφερνε την άλλη: από τα γεγονότα της ημέρας στα προσωπικά, τα επαγγελματικά, τα υπαρξιακά – όλα μαζί, λες και χτύπησε ένα βράδυ η πόρτα του σπιτιού σου, την ώρα που γύρευες να χαλαρώσεις, και ήρθαν ακάλεστοι ένα κάρο ανεπιθύμητοι, λέγοντας με μια φωνή: «εδώ είναι το πάρτι;». Και πριν καταλάβεις τι έγινε πιάνουν ο καθένας από έναν καναπέ και αράζουν.

Έξω απ’ τα παράθυρα του τραμ μαύρη μαυρίλα. Και αν είχαν ξαποστείλει ένα νέο κατακλυσμό οι ουρανοί και το τραμ διέσχιζε την άβυσσο, μόνο καταμεσής ενός πνιγμένου κόσμου; Η μαυρίλα μέσα μου έμοιαζε να συσσωρεύεται σαν το νερό στους δρόμους. Μια καταπιεσμένη οργή φούσκωνε σα μαύρο σύννεφο, έτοιμο με τη σειρά του να ξεχυθεί με την παραμικρή αφορμή – δεν ήταν η επικείμενη απώλεια της συναυλίας ο λόγος, όχι. Ήταν οι πάντες και τα πάντα.








Κάποια στιγμή έφτασε το τραμ. Κατέβηκα και περίμενα κάτω από τη σκεπή της στάσης, περιμένοντας μπας και κοπάσει η βροχή. Δεν ήμουν μόνος – η παρουσία άλλων σαν εμένα άνοιξε με ανακούφισε ως ένα βαθμό. Μα η διάθεσή μου παρέμενε κακή. Ακόμα και όταν η βροχή έπαψε πια (γιατί, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια καλοκαιρινή μπόρα), ακόμα και όταν κίνησα επιτέλους προς τον χώρο του φεστιβάλ (πλατεία «νερού» με όλη τη σημασία της λέξης σήμερα), τα σύννεφα βάραιναν ακόμα το λογισμό μου. Ήθελα να γυρίσω πίσω. Ήθελα να κλειστώ στο καβούκι μου. Ήθελα να κλείσω έξω τον κόσμο. Τον κόσμο που ένιωθα (εντελώς παράλογα και αδικαιολόγητα) να με έχει παρατήσει. Παρατήστε με όλοι, δε σας θέλω, με τη σειρά μου.




Το πλήθος στο φεστιβάλ έδειχνε μουδιασμένο – ή μήπως πρόβαλα πάνω του τις δικές μου συγχυσμένες σκέψεις; Που τελειώνει η αντικειμενική συμπεριφορά των άλλων όταν τους παρατηρείς και που αρχίζουν οι υποκειμενικές σου προβολές; Η μουσική είχε διακοπεί, μα ο κόσμος προσερχόταν. Αφέθηκα στην παρατήρησή του – κάτι που ανέκαθεν απολάμβανα να κάνω, να παρατηρώ τους ανθρώπους. Η χύτρα μέσα μου σιγόβραζε, μα τουλάχιστον το φαί είχε σωθεί. Τι γεύση θα είχε βέβαια είναι άλλο θέμα. Μάλλον κάτι νερόβραστο.

Και να που βγήκαν οι Editors. Απρόσμενα καλό timing, αν σκεφτεί κανείς πως είχα προσέλθει μόλις πριν λίγα λεπτά στον χώρο του φεστιβάλ – το πρώτο τυχερό γεγονός της βραδιάς. Οι γιγαντοοθόνες έδειχναν να παραπέουν, μα ο ήχος ομολογουμένως ήταν κρυστάλλινος – και η απόδοση της μπάντας εξαιρετική. Κατόρθωσε να ανεβάσει τον (μουδιασμένο ακόμα) κόσμο και να ξεπλύνει λίγο τη δυσαρέσκεια που φώλιαζε μέσα μου. Αγαπημένη στιγμή του liveτο “Papillon”.

Μα η αναμονή μεταξύ των Editorsκαι του Caveήταν απροσδόκητα μεγάλη. Μία ώρα, στη διάρκεια της οποίας στέκαμε… και περιμέναμε. Και ο εκνευρισμός άρχισε ξανά να σωρεύεται μέσα μου (πάνω που είχε αρχίσει να υποχωρεί). Και με ενοχλούσε η αναμονή, και με ενοχλούσε ο ψηλός που στήθηκε μπροστά μου και δεν μπορούσα να δω, και με ενοχλούσαν τα βρεγμένα μου πόδια, και με ενοχλούσε ένα ζευγάρι δίπλα μου που απολάμβανε ο ένας την παρουσία του άλλου, και με ενοχλούσε που ήμουν μόνος, μα και παρέα να είχα χειρότερα θα ήταν – τι τα θες, αναγνώστη, ήταν κακή βραδιά.

Και αισθανόμουν κυνικός. Παρέες, σχέσεις, έρωτας, κοινωνία, φίλοι. Τίποτα. Συσχετισμοί δύναμης, εμπορικές συναλλαγές και δημόσιες σχέσεις. Τίποτα άλλο.







Μπορούσε άραγε ο NickCaveνα μου φτιάξει τη διάθεση; Αλίμονο, το ξεκίνημα της συναυλίας δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Δυσκολευόμουν να δω, οι γιγαντοοθόνες είχαν χαλάσει, ένιωθα κουρασμένος. Ακόμα και η ερμηνεία ενός “DoYouLoveMe?” (η πρώτη στιγμή που έπιασα τον εαυτό μου να τραγουδάω, έστω μαζεμένα, παρέα με το πλήθος) δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει την ψυχολογία μου.

Ο Caveστη σκηνή κινητικότατος – μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά, έδειχνε να ζει κάθε στιγμή. “Areyouwet?”, ρωτάει. “Yes”, απαντάει ξερά το πλήθος. “I’ m not”, λέειεκείνος– “but I will be soon”. Οι θρυλικοί BadSeedsεξαιρετικοί, με πρωταγωνιστή τον μουσάτο βιολιστή της μπάντας. Η ερμηνεία του “FromHerToEternity” ήταν η πρώτη στιγμή στη διάρκεια του liveπου έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται χαμηλόφωνα: “wow”. Μια υπέροχη μουσική παράνοια, βγαλμένη από τα άδυτα της δεκαετίας του 80, φτάνοντας ως και στις πρώτες εκείνες μέρες των BirthdayParty. Είχα αρχίσει να αναγνωρίζω, σε εγκεφαλικό επίπεδο, πως βλέπω ένα εξαιρετικό live– μα η καρδιά μου ακόμα δεν είχε παραδοθεί. Τουλάχιστον η σκοτεινιά των στίχων και της μουσικής έμοιαζε ν’ αντανακλά τον νωπό εσωτερικό μου κόσμο, όπως είχε διαμορφωθεί εκείνη την τσαλαπατημένη βραδιά. Ακόμα και το πανέμορφο “TheShipSong” δεν κατάφερε να στεγνώσει τις υγρές μου σκέψεις.

Μέχρι που ο Cave, καθισμένος στο πιάνο του, είπε τους πρώτους στίχους από το “IntoMyArms”.


“I don't believe in an interventionist God
But I know, darling, that you do
But if I did I would kneel down and ask Him
Not to intervene when it came to you
Not to touch a hair on your head
To leave you as you are
And if He felt He had to direct you
Then direct you into my arms”


Ω, θεοί. Τι συνέβη ξαφνικά;…

Οι σκέψεις μεμιάς έσπασαν μέσα μου, λες και γκρεμίστηκε εκείνο το φράγμα (το φράγμα που με αποξένωνε από τους ανθρώπους και από τον εαυτό μου) και παρέσυρε μακριά τη σκοτεινιά. Που πήγε ο κυνισμός; Που πήγε ο θυμός; Πως γίνεται να πλάθονται ρομαντικές σκέψεις μέσα μου; Πως είναι δυνατόν να κάνω σκέψεις για έρωτα και αγάπη και αλήθεια; Εγώ, που πριν λίγο σκεφτόμουν τα αντίθετα;

Μα συνέβη. Δεν ξέρω πως, μα συνέβη. Κοίταξα γύρω μου – ο κόσμος που με περιέβαλε ως τότε είχε αντικατασταθεί από άλλον. Δεν εντόπισα ούτε ένα πρόσωπο από εκείνα που είχα ξεχωρίσει ως τότε γύρω μου. Ούτε ο ψηλός που μου την έσπαγε, ούτε εκείνο το ζευγάρι, ούτε κανένας άλλος. Λες και είχα μετακινηθεί σε άλλο σημείο του συναυλιακού χώρου – μα όχι, ήμουν ακίνητος. Ο κόσμος απλά είχε αλλάξει. Δεν ξέρω πως, μα ο κόσμος είχε αλλάξει.

Και ο Caveτραγουδούσε, η ψυχή του ένα με τις νότες που απλώνονταν ιαματικά στον αέρα και αγκάλιαζαν τις σκέψεις μας.


“But I believe in love
And I know that you do too
And I believe in some kind of path
That we can walk down, me and you
So keep your candles burning
And make her journey bright and pure
That she will keep returning
Always and evermore”


Και ταξίδεψα. Και φαντάστηκα τα μάτια της – τα μάτια εκείνης, της απροσδιόριστης. Και για λίγο τα χρόνια συσσωρευμένου κυνισμού έλιωσαν μέσα μου, σαν παγωτό στον ήλιο. Και έγινα 18 χρονών – ελπίζοντας, προσδοκώντας, ονειροπολώντας σαν έφηβος. Ταξιδεύοντας σε κόσμους άσπιλου έρωτα και ανεξερεύνητου μυστηρίου. Και σκέφτηκα πέρα από τον κυνισμό. Και είδα τη μαυρίλα της βραδιάς να κυλάει και να φεύγει και να κατρακυλάει στον υπόνομο… παρέα με τη βροχή που, από ώρα, είχε υποχωρήσει, ξεπλύνοντας τους δρόμους.

Ξεπλύνοντας τις καρδιές μας. Γιατί κάθε βροχή αυτό κάνει. Ξεπλύνει τις καρδιές.





Wings of Desire, by Wim Wenders


Όλα είχαν αλλάξει. Δεν περίμενα πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, μα είχαν αλλάξει. Πλέον τίποτα δεν με ενοχλούσε. Ο Caveερμήνευσε αριστοτεχνικά τραγούδια όπως το “Tupelo” και το “StaggerLee” και απολάμβανα κάθε στιγμή. Δεν με πείραζαν οι ψηλοί, δεν με πείραζε η κούραση ή τα βρεγμένα πόδια ή η πολύωρη ορθοστασία. Οι μαύρες σκέψεις είχαν εξανεμιστεί, λες και φύσηξε κάποιος πελώριος ανεμιστήρας και σήκωσε τη σκόνη.

Επιτέλους, συνέβη εκείνο που έπρεπε να είχε συμβεί εξαρχής: απολάμβανα έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες των καιρών μας. Έναν άνθρωπο που έδωσε δίσκους σκοτεινού, ρομαντικού μεγαλείου όπως το “MurderBallads”, το “HenrysDream” και το “TenderPrey”, χαράζοντας την ευρύτερη μουσική σκηνή της δεκαετίας του 80 και του 90 και συνεχίζοντας να μας αγγίζει στις μέρες μας. Κινητικός, γεμάτος ενέργεια, πάντα σμίγοντας με το πλήθος, παρά τις τόσες δυσκολίες που έχει βιώσει σε προσωπικό επίπεδο, ο NickCaveδεν πτοείται – συνεχίζει, δημιουργεί, προχωράει. Ξέρει πως ο κόσμος τον αγαπάει και ανταποδίδει την αγάπη του.

Και ναι, αναγνωρίζει τη σκοτεινή πλευρά του – την αφουγκράζεται, την αποδέχεται, δεν την απαρνείται. Μα την κάνει στίχο, την κάνει τραγούδι – δημιουργεί. Και έτσι και το σκοτεινότερο αίσθημα μπορεί να μετατραπεί σε έργο τέχνης. Γιατί η σκοτεινιά είναι μέρος της ύπαρξής μας – αδύνατο να την απαρνηθούμε. Στο χέρι μας είναι αν θα δημιουργήσουμε κάτι από αυτήν – αν θα τη μετατρέψουμε σε κάρβουνο ικανό να θρέψει τη φωτιά της ζωής μας. Ή αν θα την αφήσουμε να μας καταβάλλει.

Πέρα από το θυμό υπάρχουν τα δάκρυα. Και πέρα από τα δάκρυα η λύτρωση. Και πέρα από τη λύτρωση… ποιος ξέρει. “Thereisakingdom”, μας λέει ο ίδιος.

Μα χρειάζεται να ζήσεις. Μην σε καταβάλει εκείνο το βαρύ, παχύρευστο, μαύρο υγρό – χτίσε μια βάρκα και μάθε να επιπλέεις πάνω του. Φτιάξε ένα πανί και μάθε να σαλπάρεις στην καταιγίδα.

Και αν βρέχει συνεχώς… μάθε να γελάς μέσα στη βροχή. Γιατί είναι όμορφες οι καλοκαιρινές μπόρες.

Και κράτα τον ουρανό μακριά σου. Εδώ είναι ο χώρος σου – η γη, οι άνθρωποι.

PushtheSkyAway”.

Και ίσως να συναντήσεις εκείνο το χαμόγελο, εκείνα τα μάτια, που σε κάνουν να πιστεύεις στη δύναμη του έρωτα – πέρα από τον κυνισμό, πέρα από την απογοήτευση, πέρα από τον στείρο ορθολογισμό. Γιατί αυτό είναι η ζωή: η καταιγίδα, η μπόρα, η αστραπή – και τα αστέρια που λάμπουν στο σκοτάδι. Το παντοτινό λουλούδι με τα παντοτινά αγκάθια. Και τι είσαι συ; Εκείνος που τρυπώνει μέσα στον κήπο και προσπαθεί, απλώνοντας το χέρι, να κόψει ένα από αυτά τα λουλούδια. Και το χέρι σου ματώνει – και συνεχίζεις να το απλώνεις.




Η συναυλία είχε τελειώσει. Μέχρι την επόμενη φορά, φίλε Νίκο.






Επίμετρο



Επιστροφή στην καθημερινή πραγματικότητα. Ισορροπία σκέψεων. Οι θετικές και οι αρνητικές έμοιαζαν να αντισταθμίζουν η μία την άλλη. Τραμ δεν υπήρχε και ήταν υψηλή η προοπτική να μείνω μέχρι το ξημέρωμα στον σταθμό, διαβάζοντας το βιβλίο μου – γιατί δεν επιθυμούσα να πάρω ταξί. Ήμουν μόνος – όπως είχα έρθει. Ούτε μαύρες σκέψεις, ούτε πολύχρωμες. Μόνο κούραση. Καθόμουν στη στάση και περίμενα το τραμ που δεν θα ερχόταν.

Μέχρι που, σαν από μηχανής θεοί, εκεί στην ερημιά μου, έκαναν την εμφάνισή τους ένα ζευγάρι Ισπανών. Ο Δαβίθ και η Πούρι. Είχαν έρθει για πενθήμερες διακοπές στην Αθήνα – με πρώτο στόχο τους τη συναυλία του Cave, την οποία και απόλαυσαν. Αποφασίσαμε να πάρουμε από κοινού ταξί και να μοιράσουμε τα έξοδα. Πιάσαμε την κουβέντα στο δρόμο της επιστροφής. Είναι από τη Μαδρίτη. Μου είπαν πως τους άρεσε πολύ η Αθήνα και, μεταξύ άλλων, ξεχώρισαν τα Αναφιώτικα στην Πλάκα και τα Εξάρχεια. Μου έκανε θετική εντύπωση το τελευταίο. Τα αγαπημένα Εξάρχεια, τα ταλαίπωρα Εξάρχεια, τα Εξάρχεια που τόσο αρέσκονται να πολεμούν τα Μέσα – μα ποτέ δεν θα τα καταφέρουν να εξαλείψουν την άγρια ομορφιά τους. Όχι όσο τουρίστες σαν τον Δαβίθ και την Πούρι τα επισκέπτονται και τα τοποθετούν στις αγαπημένες περιοχές τους.

Γύρισα σπίτι, τα πόδια μου κομμένα, γύρω στις 4 τα ξημερώματα. Τι θύελλα συναισθημάτων και αυτή η βραδιά. Και τώρα τελειώνω τη συγγραφή αυτού του κειμένου, στο οποίο επιχείρησα να αποτυπώσω κάτι από τον χθεσινό ψυχολογικό ανεμοστρόβιλο. Ένα κουβάρι σκέψεων, αρνητικών και θετικών, που προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά. Όλα υπό τη μουσική του NickCave.


From Her to Eternity… and the road goes on



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #10: Λογοτεχνία και Σπορ

$
0
0




«Έπειτα από πολλά χρόνια, και έχοντας δει πολλά πράγματα, εκείνα που γνωρίζω με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα για την ηθική και τα καθήκοντα του ανθρώπου τα οφείλω στα σπορ.» - Αλμπέρ Καμύ


«Κι ακόμα τούτο το σημαντικότατο, που αποτελεί το πιο κρυφό, το πιο πανανθρώπινο πνεύμα του παιχνιδιού: να ξέρεις πως κι η αντίθετη ομάδα στο βάθος δεν είναι αντίμαχη, συνεργάζεται μαζί σου, γιατί χωρίς αυτή δε θα υπήρχε παιχνίδι.» - Νίκος Καζαντζάκης


«Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών» - Ντμίτρι Σοστακόβιτς



Λογοτεχνία και ποδόσφαιρο, και, σε ευρύτερο επίπεδο, λογοτεχνία και αθλητισμός. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει δύσκολο, σαν θέμα: τι σχέση μπορεί να έχουν οι τέχνες και η μπάλα. Φύσει αντισυμβατικές και ελευθεριακές οι πρώτες, μαζικό και υποταγμένο σε κανόνες το δεύτερο. Στη μοναχική εποπτεία του συγγραφέα, του καλλιτέχνη ή του φιλοσόφου αντιτίθεται το συλλογικό παιχνίδι της ομάδας – και η συσχέτιση του δεύτερου με τα Μέσα, τους ομίλους και τα κέρδη. Θεωρητικά δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίθεση από την εικόνα ενός βιβλιοφάγου, σκυμμένου στο βιβλίο του, από τη μία – με την εικόνα ενός φανατισμένου οπαδού που βρυχάται σ’ ένα γήπεδο, απ’ την άλλη.

Κι όμως, τα σπορ δεν είναι μόνο αυτό – ή δεν ήταν πάντα αυτό. Στο σημερινό, λοιπόν, «Λαγούμι της Λογοτεχνίας», έκανα μια μικρή έρευνα και επέλεξα ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα γνωστών και αγαπημένων συγγραφέων, που μιλούν για αθλητισμό και για μπάλα.

Η παρουσίαση χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Στο πρώτο περιλαμβάνονται μερικά χαρακτηριστικά αποφθέγματα – σαν προθέρμανση, πριν την έναρξη του παιχνιδιού. Στο δεύτερο μέρος το παιχνίδι αρχίζει και συναντούμε τον Αλμπέρ Καμύ να θυμάται τον καιρό που ήταν τερματοφύλακας στην κολεγιακή ομάδα της Αλγερίας, και να σχολιάζει τη σχέση του με το ποδόσφαιρο – και εντοπίζουμε κοινά μεταξύ του ποδοσφαίρου και της φιλοσοφίας του. Στο τρίτο μέρος παραθέτουμε το χαρακτηριστικό κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για τα σπορ και τη σημασία του συλλογικού παιχνιδιού, γραμμένο στην Αγγλία στις αρχές της δεκαετίας του 40 – κι ενώ ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος επιλέγουμε να κλείσουμε σουρεαλιστικά – με το πιο σουρεαλιστικό κλασικό μυθιστόρημα όλων: την Αλίκη. Γιατί όλη αυτή η συλλογική μανία με τη μπάλα και τα σπορ ενίοτε φτάνει να υπερβεί και τον μεγαλύτερο μυθιστορηματικό σουρεαλισμό – και εδώ δεν αναφέρομαι στο Μουντιάλ, που ως τώρα μοιάζει να κυλάει όμορφα, αν μη τι άλλο.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν. “Αρχίζει το ματς, αδειάσαν οι δρόμοι…”



Συγγραφείς και μπάλα: μια σειρά από αποφθέγματα





«Σ’ έναν αγώνα ποδοσφαίρου, τα πάντα γίνονται πολύπλοκα από την παρουσία της άλλης ομάδας» - Ζαν Πωλ Σαρτρ


«Το ράγκμπι είναι ένα παιχνίδι για βαρβάρους που παίζεται από τζέντλεμεν… Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι για τζέντλεμεν που παίζεται από βαρβάρους». – Όσκαρ Ουάιλντ


«Η ζωή η ίδια είναι ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου» - Σερ Ουόλτερ Σκοτ


«Πέντε μέρες θα εργάζεσαι, όπως λέει η Βίβλος. Η έβδομη μέρα είναι η μέρα του Κυρίου, του Θεού σου. Η έκτη μέρα είναι για το ποδόσφαιρο» - AnthonyBurgess[γνωστός για το «Κουρδιστό Πορτοκάλι»]


«Ο τερματοφύλακας είναι ο μοναχικός αετός, ο άνθρωπος του μυστηρίου, ο τελευταίος υπερασπιστής» - Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ


«Είναι σαν το ποδόσφαιρο: οι δύο πλευρές μπορεί να θέλουν να νικήσουν η μία την άλλη, μπορεί ακόμα και να φτάσουν να μισούν η μία την άλλη, μα αν κάποιος ερχόταν και τους έλεγε πως το ποδόσφαιρο είναι ανόητο και δεν αξίζει να παίζεις ή να ασχολείσαι μαζί του, τότε θα αισθάνονταν ο ένας για τον άλλον. Εκείνο που μετράει είναι το αίσθημα.» - JohnFowles


«Το πράγμα με το ποδόσφαιρο – εκείνο που είναι αληθινά σημαντικό με το ποδόσφαιρο – είναι πως ποτέ δεν είναι μόνο “για το ποδόσφαιρο”» - Terry Pratchett


Κι ένα ρητό που δεν ανήκει σε λογοτέχνη, μα στο μεγάλο συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς:

«Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών» - Dmitri Shostakovich




Ο Αλμπέρ Καμύ για το ποδόσφαιρο: η εποπτεία του τερματοφύλακα






Ο Καμύ [AlbertCamus] έτρεφε μια ιδιαίτερη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Στα νιάτα του φορούσε τη φανέλα με τον αριθμό «1» και είχε διακριθεί ως τερματοφύλακας στην Αλγερία, μα εγκατέλειψε νωρίς το παιχνίδι λόγω ενός προβλήματος υγείας. Ωστόσο η αίσθηση εκείνη του «αγώνα» έμελλε να παραμείνει μαζί του, καθώς φαίνεται: έγινε βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας και των γραπτών του.

Στο βιβλίο του «Η Πτώση» [“LaChute”, 1956] λοιπόν, γράφει, μεταξύ άλλων:

«Ασφαλώς κάποιες φορές προσποιούμουν πως έπαιρνα τη ζωή στα σοβαρά. Μα αυτή η επιπολαιότητα της σοβαρότητας γρήγορα μου αποκαλύφτηκε και ίσα που συνέχιζα να παίζω το ρόλο μου, όσο καλύτερα μπορούσα. Έπαιξα το ρόλο μου στο να είμαι ικανός, έξυπνος, δίκαιος, ένας ανήσυχος πολίτης, αγανακτισμένος, ανεκτικός, υποστηρικτικός, ένα καλό παράδειγμα… Εν ολίγοις, δε χρειάζεται να συνεχίσω. […] Ποτέ δεν υπήρξα πραγματικά ειλικρινής και ενθουσιώδης, παρά μόνο όταν έπαιζα σπορ, και, στον στρατό, όταν έπαιρνα μέρος σε παραστάσεις που στήναμε για προσωπική μας ευχαρίστηση. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε ένα σετ κανονισμών, που δεν ήταν σοβαρό, μα προσποιούσουν πως το έπαιρνες στα σοβαρά. Και σήμερα ακόμα, τα ποδοσφαιρικά κυριακάτικα ματς σ’ ένα κατάμεστο γήπεδο, και το θέατρο, που έχω αγαπήσει μ’ ένα μοναδικό πάθος, είναι οι μοναδικοί τόποι όπου αισθάνομαι αθώος.»

Ιδιαίτερα δημοφιλής είναι η ακόλουθη φράση του Καμύ:

«Έπειτα από πολλά χρόνια, και έχοντας δει πολλά πράγματα, εκείνα που γνωρίζω με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα για την ηθική και τα καθήκοντα του ανθρώπου τα οφείλω στα σπορ και τα έμαθα στη RUA» [RUA = AlgiersRacingUniversityfootballteam– την κολεγιακή ποδοσφαιρική ομάδα της Αλγερίας στην οποία συμμετείχε].


Τον βλέπετε το νεαρό τερματοφύλακα με το καπέλο και τη μαύρη μπλούζα, στο κέντρο της ομάδας; Είναι ο Αλμπέρ Καμύ


Μάλλον δεν είναι τυχαίο πως ο Καμύ είχε αναλάβει το ρόλο του τερματοφύλακα: εκείνος που στέκεται λίγο απόμακρα και εποπτεύει, για το καλό της ομάδας. Ο μοναχικός επόπτης, ο φύλακας του τέρματος, εκείνος που στέκεται στη διαχωριστική γραμμή. Δίχως να σμίγει με την υπόλοιπη ομάδα, κρατώντας τις αποστάσεις του, μα ταυτόχρονα ένα μαζί τους, μέρος του συνόλου. Βασικός υπεύθυνος για την τύχη της ομάδας του, εκείνη ακριβώς η αίσθηση της ευθύνης και της ελευθερίας που έμελλε να τον συνοδέψει στη φιλοσοφία του.

Στη διάρκεια του αγώνα, εξάλλου, είσαι παρών κάθε στιγμή που περνάει: παρατηρείς τον κόσμο που τρέχει, τους δικούς σου και τους άλλους, και δεν αφήνεις λεπτό να πέσει χαμένο – πρέπει να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, τη συνείδηση απλωμένη στα βάθη του γηπέδου, να εστιάζεις στο Εδώ και Τώρα. Κάθε κίνησή σου μετράει, κάθε βλέμμα, κάθε απόφαση. Δεν έχει σημασία το χθες ή το μετά: μόνο το παρόν, η κάθε στιγμή που κυλάει σαν τη μπάλα στο χορτάρι – κι εσύ την παρατηρείς με τα μάτια καρφωμένα στο στόχο.

Αντίστοιχα, στον Υπαρξισμό μετράει το Εδώ και Τώρα: οι αποφάσεις σου, οι επιλογές σου, η ατομική σου στάση απέναντι στον κόσμο και απέναντι στον εαυτό σου. Πουθενά αλλού δεν γίνεται τόσο σαφής αυτή η αίσθηση της ατομικής ύπαρξης, θα ‘λεγε κάποιος, της στιγμής που μοιάζει παντοτινή, παρά τα δευτερόλεπτα εκείνα που ο τερματοφύλακας ατενίζει τον αντίπαλο και ετοιμάζεται να αποκρούσει – ή να μην αποκρούσει – τη μπάλα που έρχεται καταπάνω του.

Σε αυτή τη δέσμευσή σου – στην επιλογή σου, στη γυμνή μοναξιά της ατομικότητάς σου και στο βλέμμα σου που εστιάζει στον κινούμενο στόχο, στη διάρκεια εκείνων των αιώνιων δευτερόλεπτων: κάπου εκεί βρίσκεται η ελευθερία.




Νίκος Καζαντζάκης: για τον αθλητισμό και τα ομαδικά παιχνίδια





«Τα ομαδικά παιχνίδια υπηρετούν μεγάλο ηθικό σκοπό: σε συνηθίζουν να υποτάξεις την ατομικότητά σου σε μια γενική ενέργεια. Να μη νιώθεις πως είσαι άτομο ανεξάρτητο, παρά μέλος μιας ομάδας. Να υπερασπίζεσαι όχι μονάχα την ατομική σου τιμή παρά ολόκληρη την τιμή της ομάδας όπου ανήκεις: σχολή, Πανεπιστήμιο, πόλη, έθνος. Έτσι, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, το παιχνίδι μπορεί να σε ανεβάσει στις πιο αψηλές κι αφιλόκερδες κορυφές της ενέργειας. […]

Στα σπορτ δε γυμνάζεις το σώμα σου μονάχα·γυμνάζεις, πάνω απ’ όλα, την ψυχή σου. «Στα τερραίν του Ήτον», είπε πολύ σωστά ο Ουέλλιγκτον, «κερδήθηκε η μάχη του Βατερλώ.»

Στα ομαδικά αυτά σπορτ μαθαίνεις να ‘σαι έτοιμος, να συγκρατιέσαι, να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, να θυσιάζεις τις ατομικές χαρές ή προτίμησες για τα συμφέροντα της ομάδας. Μαθαίνεις να προσαρμόζεις τις ιδιότητές σου στις ανάγκες του συνόλου, να εκμεταλλεύεσαι, όσο μπορείς, για τη νίκη τα ελαττώματα και τα προτερήματά σου. Με τη μέθοδο αυτή μονάχα μπορείς ν'ασκηθείς για το μεγάλο παιχνίδι, αργότερα, της δημόσιας ζωής.

Για να φτάσεις στο υψηλό αυτό κορύφωμα της άσκησης, πρέπει καλά να ξέρεις τον εαυτό σου, να ξέρεις το διπλανό σου, να ξέρεις κι αλάκερη την ομάδα, όπου ανήκεις. Κι όχι μονάχα αυτό·να ξέρεις και την αντίπαλή σου ομάδα. Να μην την περιφρονάς, να τη σπουδάζεις με αμεροληψία και σέβας, να ξέρεις καλά τις αρετές και τις δυνάμες της, για να οργανώσεις ανάλογα και συ τις αρετές και τις δυνάμες σου και να μη χάσεις το παιχνίδι.

Κι ακόμα τούτο το σημαντικότατο, που αποτελεί το πιο κρυφό, το πιο πανανθρώπινο πνεύμα του παιχνιδιού: να ξέρεις πως κι η αντίθετη ομάδα στο βάθος δεν είναι αντίμαχη, συνεργάζεται μαζί σου, γιατί χωρίς αυτή δε θα υπήρχε παιχνίδι.

Ό,τι αγνότατα ηθικό μπορεί να μας μάθει το παιχνίδι είναι τούτο: Ο ανώτατος σκοπός τού παιχνιδιού δεν είναι η νίκη παρά πώς, από ποιούς δρόμους, με ποιάν προπόνηση, με τί πειθαρχία, ακλουθώντας αυστηρά τούς νόμους του παιχνιδιού, να μάχεσαι για τη νίκη. […]

Η ζωή είναι παιχνίδι σαν το τένις, σαν το γκολφ. Δεν παίζεις μόνος σου, παίζεις με άλλους. Έχεις ευθύνη απέναντι σε όλους τούς συντρόφους σου, όλοι σου οι σύντροφοι έχουν ευθύνη απέναντί σου. Άτομο κι ομάδα είναι ένα. […]






Το παιχνίδι έχει νόμους·όποιος θέλει να παίζει, οφείλει να ξέρει τους νόμους αυτούς και να τους σέβεται. Αν δεν ξέρει τους νόμους ή αν δε θέλει να τους σέβεται, δεν είναι άξιος να λάβει μέρος στο παιχνίδι. Μέσα στον κύκλο πού χαράζουν οι νόμοι είναι απόλυτα λεύτερος·κανένας, μήτε ο βασιλιάς, δεν έχει δικαίωμα να επέμβει. Μπορεί οι νόμοι αυτοί να ‘ναι παλιωμένοι ή στραβοί ή αυθαίρετοι· δεν έχει σημασία· το σπουδαίο είναι, κι αυτό γυμνάζει την ψυχή του ανθρώπου, να τους υπακούς.

Δεν πρέπει να ντρέπεσαι πως νικήθηκες·πρέπει να ντρέπεσαι μονάχα όταν έπαιξες κακά και γι'αυτό νικήθηκες·ή — κι αυτό , είναι το χειρότερο — πρέπει να ντρέπεσαι όταν νίκησες παίζοντας κακά η άτιμα.

Το fair-play, νά το ανώτατο χρέος. Να παίζεις καλά το παιχνίδι, είτε φουτμπόλ είναι είτε πόλεμος είτε ολόκληρη ζωή, αυτή είναι η πρώτη αυστηρότατη εντολή στον εγγλέζικο δεκάλογο. «Να 'σαι δυνατός και να παίζεις τον άντρα!» Κάνε το χρέος σου αυτό και μη σε μέλει για τίποτα άλλο. Αν πετύχεις, αν αποτύχεις, αυτό έχει μονάχα πραχτική, όχι ψυχική άξια·έκαμες το χρέος σου, τί άλλη αμοιβή θες;

Αν περιμένεις οποιαδήποτε αμοιβή, αν εργάζεσαι για να ικανοποιείς όχι εσωτερικές σου επιταγές, παρά για να πλερωθείς, είσαι μιστοφόρος·δεν είσαι λεύτερος πολεμιστής.

«Όποιος δε βρίσκει την άνταμοιβή μέσα του είναι σκλάβος·η λαχτάρα ν'αρέσει σε άλλους τρικυμίζει τα πέντε δηλητήρια, τις πέντε αίστησες του ανθρώπου». Τα υπερήφανα τούτα λόγια του μεγάλου Θιβετανού ασκητή, του Μιλαρέπα, φτερώνουν με λευτεριά την καρδιά του ανθρώπου και τέλεια ταιριάζουν στις πράσινες τούτες παλαίστρες του Ήτον. Μονάχα όποιος ζει τα λόγια τούτα και τα κάνει πράξη στην καθημερινή του ζωή, είναι λεύτερος άνθρωπος.

Μια Εγγλέζα μητέρα, πού ο γιός της σκοτώθηκε καλά πολεμώντας στον περασμένο πόλεμο, έγραψε στον τάφο του γιου της τούτον τον απλούστατο εγγλέζικο επιτάφιο ύμνο: «Έπαιξε καλά το παιχνίδι.»


***


Τέτοια έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, στις αρχές της δεκαετίας του 40, κι ενώ παρατηρούσε τους αθλητές σ’ ένα γήπεδο του Ήτον. Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο «Ταξιδεύοντας: Αγγλία».

Τα λόγια αυτά γράφονταν σε περίοδο Παγκοσμίου Πολέμου – χρειάζεται λοιπόν να τα δούμε υπό αυτό το πρίσμα για να τα κατανοήσουμε καλύτερα. Είναι απορίας άξιο τι θα έλεγε ο Καζαντζάκης για τον αθλητισμό και τα σπορ στην εποχή μας: μια εποχή όπου οι πάντες (κυριολεκτικά) είναι «μιστοφόροι»…



Ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι κρόκετ


Εικονογράφηση: John Tenniel


«Η Αλίκη σκέφτηκε ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει τέτοιο αλλόκοτο γήπεδο του κρόκετ· ήταν γεμάτο λακούβες και προεξοχές· τα μπαλάκια του κρόκετ ήταν ζωντανοί σκαντζόχοιοι,οι στέκες ήταν ζωντανοί ερωδιοί κι οι στρατιώτες έπρεπε να διπλωθούν στα δύο και να σταθούν στα τέσσερα για να παραστήσουν τις καμάρες.

Η πρωταρχική δυσκολία της Αλίκης ήταν πως να τα βγάλει πέρα με τον ερωδιό της· τα κατάφερε να μαγκώσει το σώμα του, αρκετά άνετα, κάτω από το μπράτσο της, ενώ τα πόδια του κρέμονταν στον αέρα, αλλά, γενικά, μόλις κατάφερνε να του ισιώσει το λαιμό και ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον σκαντζόχοιρο με το κεφάλι του, ο ερωδιός γυρνούσε και την κοίταζε με μια τέτοια έκφραση απορίας, που δεν μπορούσε να μην ξεσπάσει σε γέλια·κι όταν πια του έφερνε το κεφάλι στην κατάλληλη θέση κι ήταν έτοιμη να ξαναρχίσει, διαπίστωνε, φουρκισμένη, πως ο σκαντζόχοιρος είχε ξετυλιχτεί κι έφευγε έρποντας· άσε πια, που σ'όποιο μέρος και να σημάδευε για να ρίξει τον σκαντζόχοιρο υπήρχε πάντα μέσα στη μέση μια λακκούβα η μια προεξοχή, και καθώς οι διπλωμένοι στρατιώτες συνέχεια σηκώνονταν και πήγαιναν σ'άλλα σημεία του γηπέδου, έφτασε η Αλίκη γρήγορα στο συμπέρασμα πως αυτό ήταν, στ'αλήθεια, ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι.

Οι παίκτες έπαιζαν όλοι μαζί, χωρίς να περιμένουν τη σειρά τους, λογοφέρνοντας όλη την ώρα και καβγαδίζοντας για τους σκαντζόχοιρους· και τη Βασίλισσα δεν άργησε να την πιάσει μια φοβερή λύσσα, έτσι, που να χτυπάει τα πόδια της και να ουρλιάζει, τουλάχιστον μια φορά το λεπτό:

-  Κόψτε του το κεφάλι! η Κόψτε της το κεφάλι!

Η Αλίκη άρχισε να νιώθει πολύ άσχημα·ακόμα, βέβαια, δεν είχε έρθει σε καμία σύγκρουση με τη Βασίλισσα, αλλά ήξερε πως αυτό μπορούσε κάθε λεπτό να συμβεί, και τότε σκέφτηκε, «τι θ'απογίνω; Εδώ πέρα τρελαίνονται να κόβουν κεφάλια - είναι να απορεί κανείς πως έχει απομείνει και κανένας ζωντανός!».


***


Λιούις Κάρολ, «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» [“AliceinWonderland”], πρώτη έκδοση 1865, μετάφραση: Γ. Δεπάστας.

Μάλλον το πιο εξωφρενικό αθλητικό παιχνίδι στην ιστορία της κλασικής λογοτεχνίας… Ωστόσο δεν έχουμε παρά να φέρουμε στο νου μας το φανατισμό των οπαδών απανταχού της γης, την ψύχωση με τις ομάδες τους, την ευκολία με την οποία κατηγοριοποιούν στερεότυπα τον κόσμο σε φίλους και εχθρούς, τη βαθιά χαρά με την επιτυχία της ομάδας και την ανείπωτη θλίψη – σε βαθμό δακρύων! – με την αποτυχία της, τα ποσά που παίζονται σε στοιχήματα, τη σύνδεση των σπορ με τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, τις διαφημίσεις και τα κέρδη (άρα με τη συλλογική ψευδαίσθηση της διαφήμισης και την απατηλή γοητεία του χρήματος), τα πουλημένα παιχνίδια, τις αστυνομικές δυνάμεις που περιφρουρούν τα ματς και τους οργισμένους που ξεσπάνε αριστερά και δεξιά, επειδή δεν γνωρίζουν που αλλού να διοχετεύσουν το θυμό τους… δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε αυτά και άλλα πολλά για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως τα σπορ, όπως περιγράφονται στην «Αλίκη», είναι λιγότερο σουρεαλιστικά και ακραία από την ίδια την πραγματικότητά μας.


Άντε – καλή συνέχεια με το Μουντιάλ και είθε να κερδίσει ο καλύτερος!






Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)













© Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 18



Once a Maiden fan, Always a Maiden fan

$
0
0




“Don't waste your time always searching for those wasted years,
Face up; make your stand and realize you're living in the golden years”



Όλα ξεκινούν τη νύχτα, καταμεσής κάποιου δρόμου θαμμένου στη βαριά βρετανική ομίχλη. Τα πεζοδρόμια υγρά, σκορπώντας αντανακλάσεις από το φως του δρόμου – μοναχική παρουσία που στέκει και παραφυλά, προσπαθώντας να σπρώξει προς τα πίσω το σκοτάδι – το μόνο που πετυχαίνει όμως είναι να εντείνει τις σκιές: γιατί πάντα έτσι γίνεται, όσο μεγαλώνει το φως, τόσο απλώνει η σκιά. Στους τοίχους σκισμένες προεκλογικές αφίσες της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος προ των πυλών. Μια νυχτερίδα τινάζει τα φτερά της και φεύγει.

Κι εσύ. Κάπου ριγμένος σε αυτόν τον κόσμο, νέος, έφηβος, ένα πουλί μες στο κλουβί του – ή μια νυχτερίδα που ξέπεσε και αποζητά τ’ αδέρφια της που στάθηκαν περισσότερο τυχερά.

Οι λιγοστοί περαστικοί σε κοιτούν με φοβισμένο βλέμμα και επιταχύνουν το βήμα τους. Τι φταις που είσαι νυχτερίδα – όπως όλα τα πουλιά, θες απλά να τινάξεις τα φτερά σου. Να είσαι ελεύθερος.

Ο νόμος είναι εχθρός σου. Η πολιτική είναι εχθρός σου. Η κοινωνία – αυτή η κοινωνία της ανθρωπομάζας με τα κοστούμια και τις τηλεοράσεις, τις μετοχές και τα γρήγορα αμάξια – είναι εχθρός σου. Φίλοι σου οι απόκληροι: οι καλλιτέχνες, οι μοναχικοί, οι πόρνες. Και οι φιγούρες του παλιού καιρού, σαν αυτόν τον μασκοφορεμένο οργανοπαίχτη που ζούσε στα υπόγεια της παρισινής Όπερας και συνέθετε ουράνιες μελωδίες για την εκλεκτή της καρδιάς του. Να ‘χες μια εκλεκτή κι εσύ ο ίδιος, να συνθέτεις ουράνιες μελωδίες, κι ας είναι όλος ο κόσμος εναντίον σου!

Μα έχεις ένα πράγμα: την ελευθερία σου. Και αυτό δεν το αλλάζεις με τίποτα.







Κλείνεις τα μάτια. Χάνεσαι στη φαντασία σου – το παντοτινό σου καταφύγιο. Οι σκιές ξεδιπλώνονται αργόσυρτα στο δρόμο, σα φίδι που ζητά τη λεία του. Τα σπίτια μοιάζουν ρευστά, οι μορφές τους ρέουν η μία μες την άλλη, το παρόν με το παρελθόν συμπλέκονται λες και συνυπάρχουν όλα μαζί την ίδια στιγμή. Αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι το Λονδίνο της δεκαετίας του 80 – μα είναι και το Παρίσι του 19ουαιώνα. Και – ίσως – είναι και το δωμάτιό σου, το καταφύγιό σου, με τις κουρτίνες τραβηγμένες, τα φώτα χαμηλά, τον υπολογιστή αναμμένο και τη μουσική να παίζει. Ίσως είναι όλα αυτά μαζί. Τι είναι χώρος, τι είναι χρόνος – εξήγησέ μου.

Και αυτός ο ημιφωτισμένος δρόμος που διακρίνεται μπροστά σου θυμίζει ένα παλιό μυθιστόρημα του Ένγκαρ Άλαν Πόε. Όδος Μοργκ. Κάτι είχε συμβεί σε αυτή την οδό – προσπαθείς να θυμηθείς. Μέχρι που μια σπαραχτική στριγκλιά σκίζει στα δυο τη σιγαλιά της νύχτας. Και πιάνεις τον εαυτό σου να ουρλιάζει μαζί της – μα είναι ουρλιαχτό φρίκης ή ουρλιαχτό ηδονής;

Κυκεώνας. Ανεμοστρόβιλος. Η καμπή του χρόνου λύγισε. Γυρνάς σα σβούρα, χάνεσαι στη δίνη. Φωτιές γύρω σου παντού, νιώθεις τη φλόγα τους, σε τσουρουφλίζει το άγγιγμά τους. Μάτια που αστράφτουν στο σκοτάδι – και γέλια, φρικτά γέλια, σατανικά γέλια! Γύρω σου οι δικαστές, η φυλακή, οι δήμιοι, τα αυτάρεσκα καλοβολεμένα πρόσωπά τους. Που είναι η συμμορία της νεότητάς σου; Που είναι εκείνο το μπουρδέλο στην 22ηλεωφόρο που πήγαινες κρυφά; Που είναι η Σάρλοτ η πόρνη; Είσαι ζωντανός ή νεκρός; Μήπως βλέπεις τη ζωή να κυλάει μπρος στα μάτια σου; Αλίμονο, διανύεις τις τελευταίες σου στιγμές: βαδίζεις αργά προς το εκτελεστικό απόσπασμα, προς την καρέκλα, την κρεμάλα – και βλέπεις τη ζωή να κυλάει μπρος τα μάτια σου! Γι’ αυτό και όλες αυτές οι εικόνες, γι’ αυτό όλες οι αναμνήσεις. Όχι, αφήστε να με φύγω, δεν είμαι εγώ ο ένοχος, δεν είμαι περισσότερο ένοχος από όλους εσάς! Γιατί με στιγματίζετε; Γιατί με εγκαταλείπετε; Ήθελα μόνο να είμαι ελεύθερος, ελεύθερος, τίποτα παραπάνω!

Θεέ μου, που βρίσκεσαι; Και αυτή η πεταλούδα που είδα να πετάει – μήπως είναι η ψυχή μου που γυρεύει να σκορπίσει; Να τινάξει τα φτερά της και ν’ αποτινάξει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας που ζω; Την πραγματικότητα που ζείτε όλοι σας;Μια εικονική πραγματικότητα!

Ελευθερία! Ελευθερία!

Σιωπή. Σπαρακτική σιωπή.

Μέχρι που μια φωνή απλώνεται μες στο σκοτάδι – μια φωνή που σκορπά ανατριχίλες: «ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ αὐτοῦ ἑξακόσιοι ἑξήκοντα ἑξ – 666»






Και να γύρω σου οι διάβολοι που χορεύουν! Και να ο Σατανάς ο ίδιος, στρογγυλοκαθισμένος στο θρόνο του! Θεέ μου, είναι αλήθεια όλα αυτά; Ή μήπως ονειρεύομαι κάποιο όνειρο ενός τρελού; Το όνειρο μιας ανθρωπότητας που τρελάθηκε; Και οι διάβολοι χορεύουν, κραδαίνοντάς τις τρίαινές τους! Ένας χορός, ένας ασταμάτητος χορός στα έγκατα της κόλασης!

Φύγε! Τρέξε μακριά! Και αν αυτοί οι δαίμονες μεταμορφωθούν μπροστά στα μάτια σου – αν τους δεις να μετατρέπονται σε εκείνους τους Λευκούς Κατακτητές, εκείνους τους καταπατητές, εκείνους τους σφετεριστές της γης σου… μην απορήσεις! Οι δαίμονες και οι παπάδες, δυο όψεις του ίδιου νομίσματος! Γιατί θα έρθουν κρατώντας το σπαθί στο ένα χέρι, τη Βίβλο στο άλλο! Αυτά είναι τα δύο πρόσωπά τους! Τρέξε, εσύ υπερασπιστή της λεφτεριάς, γενναίε ιθαγενή, φύγε μακριά απ’ τον πολιτισμό του Λευκού Κατακτητή! Τρέξε στους λόφους να σωθείς! Πάρε γυναίκες και παιδιά και τρέξε στους λόφους να σωθείς!

Μα αν χρειαστεί να πολεμήσεις… αν χρειαστεί ν’ αγωνιστείς, τότε να το κάνεις! Γιατί μόνο για ένα πράγμα αξίζει να πολεμάς: για τη λεφτεριά σου – τίποτα άλλο! Πάρε αεροπλάνα και πέτα εκεί που οι αετοί χτίζουν τις φωλιές τους! Πέτα πιο ψηλά και από τον Ίκαρο – να προσέχεις μόνο μη κάψεις τα φτερά σου! Πολέμα, χύμα στον εχθρό της λεφτεριάς! Εσύ δε γνωρίζεις να περπατάς στρατιωτικά, δεν αγαπάς να περπατάς στρατιωτικά – θέλεις μόνο να χορεύεις! Κρούσε το μουσκέτο σου, άστραψε το ατσάλι σου, βρόντα το κανόνι σου – φωτιά και ατσάλι και αγώνας μέχρι τέλους!




Ίσως να κουραστείς κάποια στιγμή. Να γυρέψεις κάποια γαλήνη. Λίγη ειρήνη στην ψυχή σου. Αχ, να μπορούσα ν’ απομακρυνθώ απ’ το θόρυβο, ν’ απαλλαγώ απ’ τη βοή του πλήθους, απ’ όλες τις φρικτές φωνές τους. Να χαθώ στην ποίηση, την ομορφιά, την τέχνη. Αχ, θέλω να με παρασύρει μια θάλασσα ποίησης, ομορφιάς και τέχνης. Να γλιτώσω απ’ όλο αυτό το ατέρμονο Παιχνίδι της Δύναμης. Να αφεθώ σε άλλους κόσμους. Ποια θάλασσα θα με πάρει μαζί της; Πάρε με, Θάλασσα, μαζί σου, να γλιτώσω απ’ τους ανθρώπους!

Και να που βρίσκεσαι καταμεσής της θάλασσας. Και να που σαλπάρεις σ’ ένα καράβι του παλιού καιρού, στις παρυφές του παγωμένου Νότου. Εσύ – ο γέρο ναυτικός και το ακούραστό σου πλήρωμα! Και τα άλμπατρος πετούν στον ουρανό – κι εσύ, αλίμονο, τοξεύεις το πουλί και το σκοτώνεις! Μα ποτέ σου δε θα μάθεις; Έτσι είπε ο ποιητής που λεγόταν Κόουλριτζ, έτσι βλέπεις κι εσύ τον αιώνιο κύκλο ν’ αναδημιουργείται απ’ την αρχή ξανά. Η γέννηση και ο αγώνας και η φθορά και ο θάνατος – πάλι απ’ την αρχή!

Χαμένος στη δίνη του χρόνου. Δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον, όλα είναι εδώ και τώρα – αλίμονο, που θα σε προσγειώσει η νέα πτήση σου;

Να σε καταμεσής μιας φουτουριστικής πολιτείας. Μα όπως συμβαίνει με κάθε φουτουριστική πολιτεία (γιατί άραγε;) σου είναι παράξενα οικεία. Εκεί βρίσκεται το μπαράκι “AcesHigh”, πλημμυρισμένο στα φώτα νέον, εκεί στέκουν φρουροί οι πύργοι Bradbury(συγγραφέας δεν ήταν αυτός;), λίγο παραπέρα το ολονύχτιο σινεμά “PhilipΚ. Dick” (κι αυτός συγγραφέας δεν είναι;). Να και το κτίριο “AsimovFoundation” – ε, αυτός είναι σίγουρα συγγραφέας, δεν σε γελά η μνήμη σου! Είχε γράψει εκείνη την ωραία τριλογία… για δες, πως τη λένε.

Και μια αναγγελία ενός αγώνα ποδοσφαίρου, σε κάποια φωτεινή πινακίδα που σκορπά την παιχνιδιάρικη λάμψη της στο δρόμο: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ… WESTHAM 7, ARSENAL 3».

Τώρα είσαι βέβαιος πως ονειρεύεσαι.






Κάθε μέλλον που έρχεται φέρνει μαζί του ένα καινούργιο παρελθόν. Μεταμορφωμένο, ιδωμένο με καινούργια μάτια. Που πήγαν λοιπόν τα χρόνια; Πότε μεγάλωσες, πότε έφτασες σε αυτή την ηλικία; Κατάφερες άραγε εκείνα που είχες επιθυμήσει – ή απέμεινες να σκέφτεσαι τα χρόνια που έφυγαν και δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά πίσω;

Μην απελπίζεσαι! – υψώνει ο βάρδος τη φωνή του. Μη χαραμίζεις το χρόνο σου με το να σκέφτεσαι εκείνα που έφυγαν – πάνε, τέλειωσαν πια! Μα το τώρα είναι εδώ, το εδώ και τώρα! Αυτά είναι τα χρυσά χρόνια – δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει παρελθόν – μόνο το εδώ και τώρα! Ζήσε το!

Αυτό εξάλλου είναι και το βαθύτερο νόημα κάθε ταξιδιού στο χρόνο: η επιστροφή στο παρόν – και η επανεκτίμησή του. Να γυρίζεις πίσω όπως επιστρέφεις από κάποιο μακρύ ταξίδι και να λες: είμαι σπίτι – δηλαδή είμαι στο εδώ και τώρα. Και είμαι έτοιμος να ζήσω.

Και αν ο δρόμος σου είναι ξανά μοναχικός – μη το βάζεις κάτω! Και αν υψώνεται πάντα εκείνος ο ανήφορος, ο ίδιος πάντα ανήφορος – να σκέφτεσαι εκείνο το μοναχικό δρομέα! Να σκέφτεσαι τον αιώνιο μαραθωνοδρόμο! Τον πιο μοναχικό, τον πιο αγωνιστικό, εκείνον που πετυχαίνει το ακατόρθωτο – με όπλο του την επιμονή, την αφοσίωση, τη δύναμη ψυχής, την πίστη στον σκοπό, την αγάπη.

Και έτσι ο ανήφορος ποτέ δεν θα είναι ο ίδιος πάντα – γιατί τα πόδια σου θα έχουν αλλάξει.







Τώρα που ησύχασες επέτρεψέ μου να σου πω ένα παραμύθι – μια ιστορία του παλιού καιρού. Μιλά για τους πάγους των δύο πόλων. Μιλά για την αιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Μιλά για τους καλούς που φεύγουν πάντα νέοι. Μιλά για το κακό που αναδημιουργείται πάντα από τις στάχτες του. Μιλά για τα βασανισμένα όνειρα μιας ανήσυχης ψυχής, ταλαντευόμενη αιωνίως μεταξύ αντιφατικών δρόμων. Μιλά για το παιχνίδι με την τρέλα. Μιλά για μια απόκρυφη προφητεία, γραμμένη σ’ ένα αραχνιασμένο βιβλίο.

Μιλά για τον Έβδομο Γιο του Εβδόμου Γιού.

Εσύ λοιπόν ποιο δρόμο θα διαλέξεις; Θα καταλήξεις στην κόλαση, τον παράδεισο – ή σε κανένα από τα δύο;


“Give me the sense to wonder, to wonder if I'm free
Give me a sense of wonder, to know I can be me”


Και αν κόλαση και παράδεισος δεν είναι παρά δυο όψεις του ίδιου νομίσματος; Και αν δεν βρίσκονται κάπου πέρα, μακριά – μα εδώ, στη γη που πατάς και περπατάς; Αν η κόλαση είναι από εδώ ως την αιωνιότητα; Σκέψου για παράδειγμα εκείνο τον Πόλεμο στην έρημο – σου διαφεύγει το όνομά του, μα εδώ που τα λέμε, κάθε πόλεμος είναι ίδιος με τον άλλον. Σκέψου που δεν ήθελες να πιάσεις όπλο στα χέρια σου – γιατί φοβόσουν να πυροβολήσεις ξένους. Μα σε ανάγκασαν – είπαν πως είναι για «την ελευθερία, τη δημοκρατία, την πατρίδα». Μα δεν ήθελες να γίνεις κριτής των άλλων. Ζήσε και άφησε να ζήσουν – αυτή ήταν η αξία που πίστευες. Μα πήρες τ’ όπλο. Είσαι λοιπόν συνένοχος στο έγκλημα;

Στο τέλος απομένει το σκοτάδι. Το σκοτάδι έξω από σένα. Και το σκοτάδι μέσα σου. Λοιπόν, τι έχεις να πεις – φοβάσαι το σκοτάδι;






Και αν δεν αντικρίσεις την ίδια τη σκιά σου να σε κοιτάζει με μάτια φλογερά – ίσως έρθουν να σε βρουν κάποιοι τύποι με κουκούλες, κραδαίνοντας σταυρούς. Θα κάνουν πάνω σου το σήμα του σταυρού και θα προσευχηθούν στο Όνομα του Ρόδου. Για άλλη μια φορά ο χρόνος πάει κι έρχεται, μπρος πίσω, κι εσύ μαζί του.


“Questions are a burden,
And answers are a prison for oneself”


Και να σε πάλι, υπερασπιστής της λεφτεριάς – της μόνης αξίας για την οποία αγωνίζεσαι. Μα από τις φυλές των αυτόχθονων Αμερικάνων τώρα βρίσκεσαι καταμεσής των σκωτσέζικων clan– και είσαι έτοιμος ν’ αντισταθείς στους καταπατητές Άγγλους. Ίσως τελικά να μην έχει σημασία το μέρος ή ο χρόνος – Αμερική, Βρετανία, Λατινική Αμερική, Ασία, Αφρική – ο αγώνας για την ελευθερία είναι πάντα και παντού ο ίδιος.

Και αν ηττηθείς; Αν παραδώσεις τα όπλα; Αν υποχωρήσεις στην εφησυχαστική παρηγοριά μιας θεσμικής ασφάλειας; Εκεί που το Κράτος αποφασίζει για σένα χωρίς εσένα; Εκεί που έχεις μετατραπεί σε ένα πρόθυμο υπηρέτη του, έναν αιώνιο καταναλωτή ηδονής και προϊόντων, ικανών να κοιμίζουν το νου και να αποχαυνώνουν τη σκέψη; Τότε, φίλε μου, δεν έχω παρά να σε καλώς ορίσω: Καλώς όρισες στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο.

(μια φωνή μέσα σου ξανά: και αυτό βιβλίο είναι! Όπως και πολλά που δεν ανέφερα. Που τελειώνει λοιπόν η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία του μυθιστοριογράφου; Μα τι θα ήταν η δεύτερη δίχως την πρώτη; Τι είναι το βιβλίο, αν όχι η συμπύκνωση σε απλοποιημένο τρόπο ορισμένων πτυχών της απόλυτα υπαρκτής πραγματικότητάς μας; Τι είναι οι στίχοι, τι είναι τα τραγούδια;)





Μα θα έρθει η στιγμή που η ανθρώπινη κοινωνία – όσο τεχνητή και τέλεια και αποστειρωμένη και αν είναι – θα υποχωρήσει μπρος στον αιώνιο χορό της Φύσης. Η άμμος θα ρουφήξει τα ερείπια των θαμμένων πόλεων και τα χνάρια όσων σφαγιάστηκαν για να τις υπερασπιστούν ή να τις κατακτήσουν. Και ο Χορός του Θανάτου θα στήσει το δικό του πανηγύρι. Δες τους μασκοφορεμένους, κοίτα πως χορεύουν! Αληθινά το διασκεδάζουν. Σκέφτεσαι ξανά λοιπόν πως ονειρεύεσαι;

Μα όταν ξυπνήσεις θα δεις πως ο κόσμος συνεχίζει να γυρνά – αιώνιος και απαράλλακτος. Κυβερνήσεις θ’ ανεβαίνουν και θα πέφτουν, νευρωτικοί εργαζόμενοι θα τρέχουν στις δουλειές τους, οικονομίες θα σκάνε σαν τις φούσκες, και πολεμόχαροι άνθρωποι θα σφαγιάζονται στο όνομα των θεών τους.

Και ο κύκλος συνεχίζεται. Και η δίνη στην οποία έχεις αφεθεί σε παρασέρνει, σε κάποια νέα αρχή, σε ένα καινούργιο τέλος.



Η μουσική που έβγαινε από τα ηχεία τελείωσε. Ανοίγεις τα μάτια σου. Είσαι στο δωμάτιό σου. Οι δίσκοι σου, ο υπολογιστής σου, οι αφίσες, τα βιβλία σου. Είναι νύχτα και ο κόσμος κοιμάται και συ είσαι στο δωμάτιό σου. Ίσως ονειρεύτηκες – μα τώρα έχεις ξυπνήσει, και ο κόσμος γύρω σου κοιμάται. Μια γαλήνια σιγαλιά απλώνεται παντού – ο ήχος των τριζονιών σου θυμίζει πως είναι καλοκαίρι. Μια γλυκιά νύχτα ενός ζεστού καλοκαιριού.

Νιώθεις όμορφα. Κατά κάποιο τρόπο, αισθάνεσαι βαθύτερος. Λες και ταξίδεψες στην κόλαση και τον παράδεισο και πίσω πάλι.

Θα ξανακάνεις αυτό το ταξίδι. Κάποια άλλη μέρα. Δεν έχεις παρά να πατήσεις το μαγικό κουμπί του “play”. Και η δισκογραφία των IronMaidenθα ξετυλίξει πάλι το μαγικό, διαχρονικό της νήμα.


“Oh there is beauty and surely there is pain,
But we must endure it to live again”




Επίμετρο


Ήταν Σεπτέμβρης του 99, είχα μόλις τελειώσει το σχολείο, και βρέθηκα με μια παρέα στη συναυλία των IronMaidenστο Περιστέρι. Ήταν η πρώτη μου συναυλία ξένης μουσικής. Πριν λίγες μέρες, 19 χρόνια μετά, τους είδα πάλι – παρέα με μια κοσμοθαλασσιά φίλων της μουσικής τους, οι μεγαλύτεροι των οποίων ξεπερνούσαν τα 60 και οι μικρότεροι ήταν μόλις 3 χρονών. Και κατάλαβα ξανά για ποιο λόγο ανήκουν σε εκείνα τα συγκροτήματα που κατορθώνουν να σμίξουν τις γενιές – είναι τέτοια η κληρονομιά τους.

Γι’ αυτούς λοιπόν, τους Maiden, έγραψα αυτό το αφιέρωμα – μα το έγραψα με το δικό μου τρόπο. Για τον Bruceκαι τον SteveHarris, τον AdrianSmith, τον DaveMurray, τον JanickGers, τον NickoMcBrain, μα και τον PaulDiAnno, τον BlazeBayley, τον DougSampson, τον DennisStrattonκαι τον CliveBurr. Και φυσικά τον Eddieκαι τους ιδιαίτερους δημιουργούς του: τον DerekRiggs(αναγνωρίζω τον κλασικότερο όλων) και την παρέα τους.

Once a Maiden fan, always a Maiden fan, κύριοι.


“Dream on brothers while you can,
Dream on sisters, I hope you will find the one,
All of our lives, covered up quickly by the tides of time”


© Ένα κείμενο που γράφτηκε από το φονικό κουνέλι μια ζεστή μέρα του Ιουλίου του 18



Κάποιες σκέψεις

$
0
0





Οι περισσότεροι από μας ζήσαμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, τα δυσάρεστα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Όσο περνούν οι μέρες, τόσο φαίνεται πως επανερχόμαστε σε μια γνώριμη κατάσταση «ομαλότητας» - όσο και αν «ομαλότητα» μοιάζει να σημαίνει εκείνο το χαλί που σπρώχνουμε πάνω από τη σκόνη, ώστε να μπορέσουμε να βαδίσουμε ξανά πάνω του αβίαστα. Μα θα συμβεί και το ξέρουμε πως θα συμβεί – είναι αναπόφευκτο όσο είναι και ανθρώπινο. Όσο ανθρώπινες (με την αμφίσημη, καλή και κακή τους σημασία) υπήρξαν οι αντιδράσεις που πλημμύρισαν τα Μέσα τις περασμένες μέρες.

Θα μοιραστώ εδώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, όχι πάνω στα γεγονότα – μα πάνω στις αντιδράσεις που προκάλεσαν. Τα γεγονότα ήταν αυτά που ήταν και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι πλέον. Μόνο να παραδειγματιστούμε ώστε να αποφευχθεί τυχών επανάληψή τους στο μέλλον – αν και κάποιες φωνές με νόημα τονίζουν «δεν θα αλλάξει τίποτα» και πως «πάντα έτσι γίνεται». Το πόσο θα τις λάβουμε σοβαρά υπόψη μας (και δεν πρέπει να τις περιφρονούμε) ή όχι εξαρτάται από μας. Μα, όπως έγραψα, δεν επιθυμώ να κάνω κάποια ανάλυση στα γεγονότα – τα έκαναν άλλοι, περισσότερο αρμόδιοι από μένα.

Μα επιθυμώ να σταθώ για λίγο στις αντιδράσεις του πλήθους. Πάντα σε καταστάσεις κινδύνου το πλήθος τείνει να αντιδρά πρώτα με το θυμικό του και μετά με τη λογική. Λιγότεροι θα σκεφτούν ψύχραιμα και θα προσπαθήσουν να τιθασεύσουν το άτακτο παλιρροϊκό κύμα των αντιδράσεων του κόσμου. Βρίσκω απόλυτα λογικές τις ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις – άντε να σκεφτείς ορθολογικά σε τέτοιες καταστάσεις· μα το συναίσθημα δεν παρέχει λύσεις – συχνά, μάλιστα, κάνει την κατάσταση χειρότερη. Υπάρχουν περιστάσεις στην καθημερινή ζωή μας που το συναίσθημα είναι πολύτιμος οδηγός… μα σε περιστάσεις κινδύνου μπορεί να σε τυφλώσει.

Είναι απόλυτα κατανοητό το ξέσπασμα και η επίρριψη ευθυνών. Πρόσεξε όμως, γιατί σε έναν κόσμο που είμαστε όλοι «καλωδιωμένοι» μεταξύ μας, το ξέσπασμα ενός μπορεί να μετατραπεί σε ντόμινο – και να παρασύρει τους πάντες σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων δίχως αντίκρισμα. Και σε αυτό δε βοηθούν οι πηχυαίοι στερεότυποι τίτλοι των εφημερίδων, οι δακρύβρεχτες τηλεοπτικές εκπομπές και οι οργισμένες αναρτήσεις. Περισσότερο εκφορτίζουν τη συσσωρευμένη ένταση, παρά οδηγούν σε λύσεις. Μα από τα κυρίαρχα Μέσα ενημέρωσης δεν περιμένω και πολλά, όπως δεν περιμένω και πολλά από τα πολιτικά κόμματα. Ακόμα και το βαθύτερο γεγονός χάνει κάτι απ’ το νόημά του όταν μετατρέπεται σε θέμα διαξιφισμού μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων – και, αλίμονο, σε κίνητρο κέρδους για κάποιους.

Θα ήθελα όμως να δω κάτι διαφορετικό στον υπόλοιπο κόσμο – για παράδειγμα, εκείνον του διαδικτύου. Περισσότερη ψυχραιμία, λιγότερο συναίσθημα. Κάποιος χρήστης του Facebookμοιράστηκε χθες μια φωτογραφία με την έκλειψη της πανσέληνου και ένας χρήστης τον κριτίκαρε επειδή δεν σέβεται τους νεκρούς! Ένας άλλος ξεσπάει αλύπητα αριστερά και δεξιά, σκορπώντας θλίψη και οργή. Λες και η καταστροφή ξεσήκωσε ένα πελώριο μαύρο κύμα, λες και ο καπνός της φωτιάς μπήκε στα πνευμόνια του κόσμου και τους μαύρισε τις καρδιές. Να μην αναφερθώ σε εκείνους που γίνονται ρήτορες του μίσους και της μισαλλοδοξίας, στο όνομα των διεστραμμένων πιστεύω τους.

Τελικά κάθε καταστροφή – μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, ένας πόλεμος – αναδεικνύουν το καλύτερο και το χειρότερο στους ανθρώπους. Θα δεις πράξεις ηρωισμού (οι περισσότερες εκ των οποίων σιωπηλές και ανώνυμες), θα δεις πράξεις αλληλεγγύης (άφθονες εκ των οποίων στα κοινωνικά δίκτυα που έδειξαν για άλλη μια φορά την ανεξαρτησία τους απ’ τα μαζικά μέσα ενημέρωσης), μα θα δεις και πράξεις μίσους, πράξεις επιβολής, πράξεις ψυχολογικού εκφοβισμού. Οι δεύτεροι είναι όσοι προσπαθούν να επιβάλλουν τα «πρέπει» τους στον κόσμο, συχνά στο όνομα της ηθικής ή του «κοινού καλού». Στους δεύτερους εξάλλου θα συναντήσεις και άπλετα κροκοδείλια δάκρυα – γιατί ποιος τολμάει να μη δείχνει «θλιμμένος» στα μάτια του κόσμου, μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.

Γνώμη μου: αν θες να κάνεις κάτι θετικό, αν μπορείς να κάνεις κάτι θετικό – κάνε το. Κάνε το και δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Οι πολιτικοί είναι αυτοί που είναι, το κράτος είναι αυτό που είναι, η κοινωνία είναι αυτή που είναι. Κι εσύ είσαι εσύ. Αν δεν συμβαδίζουν μαζί σου, προχώρα δίχως αυτούς – βρες άλλους σαν εσένα και προχωρήστε μαζί. Μα ο θυμός δεν οδηγεί πουθενά. Και, επιτέλους, άφησε τον άνθρωπο να μοιραστεί αυτή την όμορφη πανσέληνο! Γιατί αυτή η συλλογική ενοχή; Γιατί αυτό το μοίρασμα της μαυρίλας; Γιατί αυτή η απολυταρχία στο όνομα μιας εξοργισμένης «ηθικής»; Η ζωή συνεχίζεται, μας αρέσει δε μας αρέσει. Προχώρα όπως εσύ θεωρείς σωστό – και άσε τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Και ποιος ξέρει – ίσως κάποιοι να μιμηθούν το παράδειγμά σου.

Και αν επιθυμείς να γίνεις δικαστής – γίνε, μα μην απαιτείς οι πάντες να σε ακολουθήσουν εδώ.

Ελπίζω τα καμένα εδάφη να αναδασωθούν, όπως πρέπει. Για τους ανθρώπους που υπέφεραν ή χάθηκαν φοβάμαι πως αδυνατώ να πω το οτιδήποτε. Ειλικρινά, αδυνατώ. Μακάρι να μη ζήσουμε ξανά κάτι αντίστοιχο – αυτό μόνο. Και όποιος μπορεί να λάβει μέτρα για να αποφευχθούν τέτοια περιστατικά (επίσημος ή ανεπίσημος φορέας ή ομάδα πολιτών) – ας το κάνει.

Οι υπόλοιποι – ψυχραιμία και λογική.

Μια όμορφη εικόνα που είδα στα κοινωνικά δίκτυα τις περασμένες μέρες ήταν ενός πυροσβέστη που έδινε νερό σε μια διψασμένη χελώνα. Με άγγιξε. Στέκεται στον αντίποδα των «τραγικών» δελτίων ειδήσεων και των ανθρώπων με τις κατάμαυρες καρδιές.

Όσο αφορά το πουλί στο θαλασσινό βράχο, που επέλεξα ως κεντρική εικόνα του κειμένου; Αυτή ένιωθα να με εκφράζει, φίλε αναγνώστη. Νιώθω μικρός μπροστά σε αυτά που έγιναν - δεν επιθυμώ να μεγαλοποιώ τις αντιδράσεις μου.

Συνεχίζουμε σύντομα με τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά μας θέματα.

~
Viewing all 184 articles
Browse latest View live