Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Φανταστικά ζώα της Ανατολής. Του Χόρχε Λουίς Μπόρχες

$
0
0





«Η λαϊκή φαντασία συνδέει τον Δράκοντα με τα σύννεφα, με τη βροχή που χρειάζονται οι αγρότες και με τους μεγάλους ποταμούς. Μια κοινή έκφραση για τη βροχή είναι: «Η γη ζευγαρώνει με τον Δράκοντα».



Κάθε μύθος είναι μια κατάδυση στον ανεξάντλητο εκείνο ωκεανό των αρχέτυπων και των συμβόλων. Και ο ερευνητής του μύθου μοιάζει με δύτη, από εκείνους που εξερευνούν τα βαθιά νερά σε αναζήτηση κοχυλιών και σπάνιων ζώων. Και αν βρουν ένα κοχύλι, πιάνουν να μελετούν τις φιδογυριστές πτυχώσεις και τους αρχέγονους σχηματισμούς του, επιθυμώντας ν’ αγγίξουν κάτι απ’ το Άδηλο – ή ενδεχομένως να χαθούν πρόθυμα στους λαβυρίνθους του.

Έτσι έκανε και εκείνος ο εξερευνητής των λαβυρίνθων: o αργεντίνος Χόρχε Λουίς Μπόρχες. [Jorge Luis Borges]. Οι ιστορίες του μοιάζουν να μπλέκουν έντεχνα το ρεαλιστικό με το φανταστικό και ο ίδιος φαντάζει όχι σαν μυθοπλάστης, μα σαν κάποιος αρχέγονος μελετητής – ένας αναζητητής της γνώσης (ή της άγνοιας), ένας εκσκαφέας απαντήσεων (ή μήπως ερωτημάτων;) – ένας δύτης μυθικών βυθών, αν προτιμάτε. Το αποτέλεσμα δεν είναι μια φυγή απ’ την πραγματικότητα – μα μια πορεία εξερεύνησης σε βάθη ολοένα και βαθύτερα.

Έτσι λοιπόν το «Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» [“El libro de los seres imaginarios”, 1957] των Μπόρχες και της MargaritaGuerreroδε συνιστά κατ’ οποιονδήποτε τρόπο λογοτεχνική αφήγηση με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Περισσότερο θυμίζει εκείνα τα Ταξιδιωτικά Χρονικά του Μεσαίωνα, στα οποία ο αφηγητής αποκτά το ρόλο ενός συλλέκτη γνώσεων, συχνά μαγικών και εξωτικών.Στον αρχικό ισπανικό τίτλο του εξάλλου το βιβλίο τιτλοφορείται ως «Ζωολόγιο» - και τον παλιό καιρό, τότε που μεγάλα τμήματα του κόσμου ήταν ακόμα ανεξερεύνητα, τα Ζωολόγια που κυκλοφορούσαν εδώ κι εκεί έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην έξαψη της φαντασίας του κοινού.

Και σήμερα; Τώρα που ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό έχει απομαγευτεί, τι θα μπορούσαμε να πούμε για ένα Ζωολόγιο σαν αυτό του Μπόρχες; Ποιος ξέρει – ίσως θα μπορούσε να σκορπίσει πάλι λίγη μαγεία εδώ κι εκεί.

Για τη σημερινή παρουσίαση επέλεξα κάποια αποσπάσματα από το «Βιβλίο των Φανταστικών Όντων». Θέλοντας να δώσω μια συνεκτική θεματική, εστίασα αποκλειστικά σε Ζώα της άπω Ανατολής. Θα διαβάσουμε λοιπόν την αφήγηση του Μπόρχες για πλάσματα όπως ο κινεζικός Μονόκερως, το ιαπωνικό γατόψαρο Ναμάζου που προκαλεί σεισμούς, το ιαπωνικό Οκτάφιδο, τις Τίγρεις του Ανάμ, τον κινεζικό Κόκορα, το λάλημα του οποίου «τραντάζει τους ουρανούς και ξυπνάει τους ανθρώπους», και πλήθος άλλων, λιγότερο ή περισσότερο παράξενων. Και φυσικά ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και ο μεγάλος κινέζικος Δράκοντας, αρχέγονο σύμβολο της αρσενικής δύναμης του σύμπαντος – του Γιανγκ, σε αντιπαραβολή με το θηλυκό Γιν.

Η σκυτάλη στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες.



Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Kanō Hōgai - Two Dragons in Clouds 1885


«Η ιστορία ανάγει τους πρώτους αυτοκράτορες στους Δράκοντες. Τα δόντια τους, τα οστά τους και το σάλιο τους έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Ο Δράκοντας μπορεί να γίνει ορατός ή αόρατος κατά τη θέλησή του. Την άνοιξη ανεβαίνει στους ουρανούς, το φθινόπωρο καταδύεται στα βάθη της θάλασσας. Μερικοί Δράκοντες δεν έχουν φτερά, πετάνε όμως με τη δύναμη της ορμής τους. Η επιστήμη διακρίνει αρκετά είδη. Ο Ουράνιος Δράκοντας μεταφέρει στην πλάτη του τα παλάτια των θεών, που αλλιώς θα 'πεφταν στη γη και θα κατέστρεφαν τις πολιτείες των ανθρώπων• ο Θεϊκός Δράκοντας δημιουργεί τους ανέμους και τις βροχές για το καλό της ανθρωπότητας• ο Γήινος Δράκοντας καθορίζει τη ροή των ρυακιών και των ποταμών• ο Υπόγειος Δράκοντας φρουρεί τους θησαυρούς που είναι απαγορευμένοι στους ανθρώπους.

Οι βουδιστές βεβαιώνουν ότι οι Δράκοντες δεν είναι λιγότεροι από τα ψάρια των πολλών ομόκεντρων θαλασσών τους• κάπου στο Σύμπαν υπάρχει μια ιερή κλείδα που αποκαλύπτει τον ακριβή αριθμό τους. Οι Κινέζοι πιστεύουν σ'αυτούς περισσότερο απ'ό,τι σε άλλες θεότητες, γιατί οι Δράκοντες συχνά εμφανίζονται στα εναλλασσόμενα σχήματα που παίρνουν τα σύννεφα. Παρόμοια είναι και η παρατήρηση του Σαίξπηρ: «Πολλές φορές βλέπουμε ένα σύννεφο με τη μορφή του Δράκοντα».


***


ΤΟ ΕΚΑΤΟΝΤΑΚΕΦΑΛΟ


«Το ΕΚΑΤΟΝΤΑΚΕΦΑΛΟ είναι ένα ψάρι πλασμένο από εκατό υβριστικές λέξεις που ειπώθηκαν στη διάρκεια μιας κατά τα άλλα ανεπίληπτης ζωής. Μια μέρα ο Βούδας, όπως αναφέρει μια κινέζικη βιογραφία του, συνάντησε μερικούς ψαράδες που τραβούσαν ένα δίχτυ και, μετά από χίλιους κόπους, έβγαλαν στη στεριά ένα τεράστιο ψάρι. Το ψάρι αυτό είχε ένα κεφάλι πιθήκου, ένα κεφάλι σκύλου, ένα κεφάλι αλόγου, ένα κεφάλι αλεπούς, ένα κεφάλι γουρουνιού, ένα κεφάλι τίγρη και πάει λέγοντας ως τα εκατό.

Ο Βούδας ρώτησε το ψάρι: «Είσαι ο Καπίλα;».

«Ναι» απάντησε το Εκατοντακέφαλο πριν πεθάνει.

Τότε ο Βούδας εξήγησε στους μαθητές του ότι ο Καπίλα, σε προηγούμενη ενσάρκωσή του, ήταν ένας βραχμάνος που έγινε καλόγερος και που ήταν ασυναγώνιστος στη γνώση των ιερών κειμένων. Κάθε φορά όμως που οι μαθητές του, την ώρα της μελέτης, διάβαζαν μια λέξη λάθος, ο Καπίλα τους αποκαλούσε πιθηκοκέφαλους, σκυλοκέφαλους, αλογοκέφαλους κ.ο.κ. Μετά τον θάνατό του το κάρμα όλων αυτών των προσβολών τον έκανε να ξαναγεννηθεί ως θαλάσσιο τέρας, φορτωμένο με όλα εκείνα τα κεφάλια που κατά καιρούς είχε απονείμει στους συντρόφους του.»


***

Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΚΟΚΟΡΑΣ

Chinese Rooster by Kang Ning (康寧)


«Κατά τους Κινέζους, ο Ουράνιος Κόκορας είναι ένας όρνις με χρυσά φτερά, που λαλεί τρεις φορές την ημέρα. Την πρώτη φορά όταν ο ήλιος παίρνει το πρωινό του λουτρό στους ορίζοντες της θάλασσας• τη δεύτερη όταν μεσουρανεί• την τελευταία όταν βυθίζεται στη δύση. Το πρώτο λάλημα τραντάζει τους ουρανούς και ξυπνάει τους ανθρώπους. Ένας απ'τους απογόνους του Κόκορα είναι και το γιανγκ, η αρσενική αρχή του Σύμπαντος. Ο Κόκορας έχει τρία πόδια και φωλιάζει στο δέντρο Φου-σανγκ, που φυτρώνει στις χώρες της ανατολής και το ύψος του μετριέται σε χιλιάδες πόδια. Το λάλημα του Ουράνιου Κόκορα είναι δυνατό, κι η συμπεριφορά του αρχοντική. Γεννάει αυγά απ'όπου βγαίνουν πετεινάρια με κόκκινα λειριά, που απαντούν κάθε πρωί στο τραγούδι του. Όλοι οι πετεινοί της γης κατάγονται από τον Ουράνιο Κόκορα, που λέγεται Πουλί της Αυγής.»


***


ΖΩΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ



«Ο ακόλουθος κατάλογος παράξενων ζώων είναι παρμένος από το Τάι Πινγκ Κουάνγκ Τσι (Πλήρη αρχεία συντεταγμένα την περίοδο της ειρήνης και της ευημερίας), που ολοκληρώθηκε το έτος 978 και εκδόθηκε το 981:

Το Αιθέριο Άλογο είναι σαν άσπρος σκύλος με μαύρο κεφάλι. Έχει σάρκινα φτερά και μπορεί να πετάει.

Το Τσιάνγκ-λιάνγκ έχει κεφάλι τίγρη, πρόσωπο ανθρώπου, μακριά ποδάρια, τέσσερις οπλές κι ένα φίδι ανάμεσα στα δόντια του.

Στην περιοχή δυτικά του Κόκκινου Νερού ζει ένα θηρίο που το λένε Τσου-τι και που έχει ένα κεφάλι μπρος κι ένα κεφάλι πίσω.

Οι κάτοικοι του Τσουάν-Του έχουν ανθρώπινο κεφάλι, φτερά νυχτερίδας και ράμφος πουλιού. Τρέφονται αποκλειστικά με ωμά ψάρια.

Στη χώρα των Μακρυχέρηδων, τα χέρια των κατοίκων πράγματι φτάνουν μέχρι το έδαφος. Ζουν ψαρεύοντας στην ακροθαλασσιά.

Το Χσιάο μοιάζει με την κουκουβάγια, αλλά έχει πρόσωπο ανθρώπου, σώμα πιθήκου και ουρά σκύλου. Η εμφάνισή του προμηνύει παρατεταμένη ξηρασία.

Τα Χσινγκ-χσινγκ είναι σαν πίθηκοι. Έχουν άσπρα πρόσωπα και μυτερά αυτιά. Βαδίζουν όρθια, σαν τους ανθρώπους, και σκαρφαλώνουν στα δέντρα.

Το Χσινγκ-τιέν είναι ένα ον που αποκεφαλίστηκε επειδή πολέμησε εναντίον των θεών και παρέμεινε ακέφαλο. Τα μάτια του είναι στο στήθος του και ο αφαλός του είναι το στόμα του. Γυροφέρνει χοροπηδώντας στις μαδάρες και τα ξέφωτα και κραδαίνει ένα τσεκούρι και μιαν ασπίδα.

Το ψάρι Χούα, ή Ιπτάμενο Φιδόψαρο, δε διαφέρει σε τίποτα από ψάρι, μόνο που έχει φτερά πουλιού. Η εμφάνισή του προαναγγέλλει περίοδο ξηρασίας.

Ο ορεσίβιος Χούι μοιάζει με σκύλο με ανθρώπινο κεφάλι. Είναι δεινός άλτης και κινείται με τη σβελτάδα της σαΐτας• αυτός είναι και ο λόγος που η εμφάνισή του λένε ότι προμηνύει τυφώνες. Όταν αντικρίζει έναν άνθρωπο, ο Χούι γελάει κοροϊδευτικά.

Το Μουσικό Φίδι έχει κεφάλι φιδιού και τέσσερα φτερά. Βγάζει έναν ήχο σαν αυτόν της Μουσικής Πέτρας.

Οι Άνθρωποι του Ωκεανού έχουν ανθρώπινα κεφάλια και χέρια, αλλά σώμα και ουρά ψαριού. Βγαίνουν στην επιφάνεια όταν πιάνει καταιγίδα.

Το Πινγκ-Φενγκ, που ζει στη χώρα του Μαγικού Νερού, μοιάζει με μαύρο γουρούνι κι έχει ένα κεφάλι μπρος κι ένα πίσω.

Στην περιοχή του Παράξενου Χεριού οι άνθρωποι έχουν ένα μόνο χέρι και τρία μάτια. Είναι εξαιρετικά επιδέξιοι και κατασκευάζουν ιπτάμενα άρματα, με τα οποία ταξιδεύουν στους ανέμους.

Το Τι-Τσιάνγκ είναι ένα υπερφυσικό πουλί που ζει στα όρη του ουρανού. Το χρώμα του είναι άλικο, έχει έξι πόδια και τέσσερα φτερά, αλλά δεν έχει μήτε μάτια, μήτε πρόσωπο.»


***

ΤΟ ΚΑΜΙ [ή Ναμάζου, βλέπε υποσημείωση]

Namazu-e (1855)


«Σ’ ΕΝΑ ΕΔΑΦΙΟ του Σενέκα διαβάζουμε ότι ο Θαλής ο Μιλήσιος δίδασκε πως η γη πλέει σαν καράβι σε μια θάλασσα που το περιβάλλει, και ότι τα νερά αυτά, όταν στροβιλίζονται απ'τις θύελλες, προκαλούν τους σεισμούς. Μια μάλλον διαφορετική σεισμολογική θεωρία μας προσφέρουν οι Ιάπωνες ιστορικοί ή μυθολόγοι του 8ου αιώνα. Διαβάζουμε λ.χ. στις Ιερές Γραφές:

“Κάτω απ τη Γόνιμη-Γη-των-Καλαμιώνων ζούσε ένα Κάμι, που 'χε τη μορφή ενός μεγάλου γατόψαρου, και κάθε που κουνιόταν έκανε τη γη να τρέμει, ώσπου η Μεγάλη Θεότητα του Ελαφιού-Νησιού έμπηξε βαθιά μέσα στο χώμα το σπαθί της και διαπέρασε το κεφάλι του Κάμι. Τώρα λοιπόν, κάθε φορά που το μοχθηρό Κάμι αγριεύει, η θεότητα δεν έχει παρά να απλώσει το χέρι και ν'ακουμπήσει το σπαθί, ώσπου το Κάμι να γαληνέψει.”

Η λαβή αυτού του σπαθιού, σκαλισμένη σε γρανίτη, προβάλλει ένα περίπου μέτρο απ'το έδαφος, κοντά στον ναό της Κασίμα. Τον 17ο αιώνα ένας φεουδάρχης έσκαβε έξι μέρες χωρίς να φτάσει στη μύτη της λεπίδας.

Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, το Τζινσίν-Ου-Ουό, ή Σεισμόψαρο, είναι ένα χέλι γύρω στα επτακόσια μίλια μακρύ, που βαστάει στη ράχη του την Ιαπωνία. Εκτείνεται από βορρά προς νότο, που σημαίνει ότι το κεφάλι του βρίσκεται κάτω από το Κιότο και η ουρά του κάτω από το Αομόρι. Δε λείπουν και οι πιο λογικά σκεπτόμενοι, που υποστηρίζουν ότι το χέλι έχει αντίθετη κατεύθυνση, δεδομένου ότι οι σεισμοί είναι συχνότεροι στη νότιο Ιαπωνία, και συνεπώς είναι ευκολότερο να τους αποδώσει κανείς στα χτυπήματα της ουράς του χελιού. Το ζώο αυτό θυμίζει το Μπααμούτ της μουσουλμανικής παράδοσης ή το Μιντγκαρντσόρμεν που γράφουν οι Έδδες.

Σε ορισμένες περιοχές το Σεισμόψαρο έχει αντικατασταθεί (με ελάχιστο, κατά τα φαινόμενα, όφελος) απ'το Σεισμοσκάθαρο (Τζινσίν-Μούσι). Το σκαθάρι αυτό έχει κεφάλι δράκοντα, δέκα πόδια αράχνης και σώμα λεπιδωτό. Δεν είναι πλάσμα υποβρύχιο, αλλά υποχθόνιο.»


[Υποσημείωση δική μου: Toπλάσμα με τη μορφή του γατόψαρου που ο Μπόρχες αναφέρει ως «Κάμι», λέγεται “Namazu” []. Τα «Κάμι» στην ιαπωνική μυθολογία και την παραδοσιακή θρησκεία του Σιντοϊσμού συνιστούν μια ευρύτερη κατηγορία με βαθιές ρίζες στην ιαπωνική κουλτούρα και συνδέονται με τα πνεύματα της φύσης και όχι μόνο. Μα πολύ πιθανό οι πηγές του Μπόρχες να αποκαλούσαν το σεισμόψαρο «Κάμι» και ο Μπόρχες απλά να ακολούθησε την ονομασία των πηγών του]


***


Ο ΚΙΝΕΖΙΚΟΣ ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ



«Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ διδάσκει ότι τα Δέκα Χιλιάδες Όντα ή Αρχέτυπα (ο κόσμος) γεννήθηκαν από την εύρυθμη συνένωση των δύο συμπληρωματικών αιωνίων στοιχείων, του γιν και του γιανγκ. Στο γιν αντιστοιχούν η συγκέντρωση, το σκότος, η παθητικότητα, οι άρτιοι αριθμοί και το ψύχος. Στο γιανγκ η ανάπτυξη, το φως, η ενεργητικότητα, οι περιττοί αριθμοί και η θερμότητα. Σύμβολα του γιν είναι οι γυναίκες, η γη, το πορτοκαλί χρώμα, οι κοιλάδες, οι κοίτες των ποταμών και η τίγρη· του γιανγκ οι άντρες, ο ουρανός, το γαλάζιο, τα βουνά, οι κίονες, ο δράκοντας.

Ο Κινέζικος Δράκοντας, ο Λουνγκ, είναι ένα από τα τέσσερα μαγικά ζώα. (Τα άλλα τρία είναι ο μονόκερως, ο φοίνικας και η χελώνα.) Στην καλύτερη περίπτωση ο Δράκοντας της Δύσης σκορπίζει τον τρόμο· στη χειρότερη είναι μια καρικατούρα. Ο Λουνγκ όμως της κινέζικης μυθολογίας είναι θείος και μοιάζει με άγγελο που είναι και λιοντάρι. Διαβάζουμε στο Ιστορικό αρχείο του Σου-μα Τσιέν ότι ο Κομφούκιος πήγε να συμβουλευτεί τον αρχειοφύλακα ή βιβλιοθηκάριο Λάο-Τσε, και μετά την επίσκεψη του είπε:

“Τα πουλιά πετούν, τα ψάρια κολυμπούν, τα ζώα τρέχουν. Το ζώο που τρέχει μπορούμε να το πιάσουμε με μια παγίδα, αυτό που κολυμπάει μ'ένα δίχτυ, κι αυτό που πετάει με μια σαΐτα. Να όμως που υπάρχει και ο Δράκοντας· κι ούτε που ξέρω πώς καβαλάει τον άνεμο ή πώς φτάνει στους ουρανούς. Σήμερα συνάντησα τον Λάο-Τσε και μπορώ να πω πως είδα τον Δράκοντα.” […]

Στο “I Τσινγκ”, ή Βιβλίο των αλλαγών, ο Δράκοντας συμβολίζει τη σοφία. Υπήρξε για αιώνες το αυτοκρατορικό έμβλημα. Ο θρόνος του αυτοκράτορα ονομαζόταν Θρόνος του Δράκοντα· το πρόσωπό του Πρόσωπο του Δράκοντα. Όταν ανήγγελλαν τον θάνατο ενός αυτοκράτορα, έλεγαν ότι ανέβηκε στους ουρανούς καβάλα σ'έναν Δράκοντα.

Η λαϊκή φαντασία συνδέει τον Δράκοντα με τα σύννεφα, με τη βροχή που χρειάζονται οι αγρότες και με τους μεγάλους ποταμούς. Μια κοινή έκφραση για τη βροχή είναι: «Η γη ζευγαρώνει με τον Δράκοντα». Γύρω στον 6ο αιώνα ο Τσανγκ Σενγκ-γιου απεικόνισε σε μια τοιχογραφία τέσσερις Δράκοντες. Όσοι είδαν την τοιχογραφία τού προσήψαν ότι είχε παραλείψει να ζωγραφίσει τα μάτια των Δρακόντων. Ενοχλημένος, ο Τσανγκ ξανάπιασε τους χρωστήρες του και συμπλήρωσε τις δύο από τις τέσσερις συσπειρωμένες μορφές. Τότε «ο αέρας γέμισε βροντές και αστραπές, ο τοίχος ράγισε κι οι Δράκοντες αναλήφθηκαν στους ουρανούς. Όχι όμως και οι δύο αόμματοι Δράκοντες - αυτοί έμειναν στη θέση τους».

Ο Κινέζικος Δράκοντας έχει κέρατα, νύχια γαμψά και λέπια, κι η ραχοκοκαλιά του είναι γεμάτη αγκάθια. Κατά κανόνα τον εικονίζουν μ'ένα μαργαριτάρι, που το καταπίνει ή το εξεμεί. Σ'αυτό το μαργαριτάρι κρύβεται η δύναμή του· αν του το πάρουν, ο Δράκοντας εξημερώνεται.»


***


ΤΟΟΚΤΑΦΙΔΟ [Yamata no Orochi, 大蛇]


Yamata no Orochi (大蛇) by Kitao Masayoshi


«Το Οκτάφιδο του Κόσι δεσπόζει στη μυθική κοσμογονία της Ιαπωνίας. Είχε οκτώ κεφάλια και οκτώ ουρές• τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν τα κεράσια, πεύκα και βρύα βλάσταιναν στη ράχη του, ενώ στο καθένα απ'τα οκτώ κεφάλια του φύτρωνε κι από ένα έλατο. Καθώς σερνόταν, κάλυπτε οκτώ κοιλάδες και οκτώ λόφους, η δε κοιλιά του πάντα έσταζε αίμα. Μέσα σε επτά χρόνια το θηρίο αυτό είχε καταβροχθίσει επτά παρθένες, τις κόρες ενός βασιλιά, και τον όγδοο χρόνο ετοιμαζόταν να φάει και τη μικρότερη, που την έλεγαν Χτενάκι-Ρυζοχώραφο. Η πριγκιποπούλα σώθηκε την τελευταία στιγμή από έναν θεό που λεγόταν Γενναίος-Γρήγορος-Σφοδρός-Αρσενικός. Ο ιππότης αυτός έχτισε έναν κυκλικό περίβολο από ξύλο με οκτώ πύλες και οκτώ ικριώματα, ένα σε κάθε πύλη. Πάνω σε κάθε ικρίωμα έβαλε κι από έναν κάδο με μπίρα από ρύζι. Το Οκτάφιδο ήρθε, βούτηξε από ένα κεφάλι σε κάθε κάδο, κατέβασε όλη την μπίρα μονορούφι και έπεσε σε ύπνο βαθύ - Τότε ο Γενναίος-Γρήγορος-Σφοδρός-Αρσενικός του 'κοψε όλα τα κεφάλια. Ένα ποτάμι αίμα ξεχύθηκε από τους λαιμούς. 

Στην ουρά του Οκτάφιδου βρέθηκε ένα ξίφος, που ακόμα και σήμερα επιβάλλει τον σεβασμό μας στον Μέγα Ναό της Ατσούτα. Όλα αυτά συνέβησαν στο βουνό που κάποτε λεγόταν Βουνό του Φιδιού, και τώρα Βουνό των Οκτώ Συννέφων. Στην Ιαπωνία ο αριθμός οκτώ θεωρείται μαγικός και σημαίνει «πολύς», όπως ακριβώς ο αριθμός σαράντα στην ελισαβετιανή Αγγλία («Όταν σαράντα χειμώνες θα έχουν βαρύνει τα βλέφαρά σου»). Η σφαγή του Οκτάφιδου είναι αποτυπωμένη σ'ένα απ'τα χαρτονομίσματα της Ιαπωνίας.

Είναι περιττό να πούμε ότι ο λυτρωτής παντρεύτηκε τη λυτρωθείσα, ακριβώς όπως και στον αρχαιοελληνικό μύθο ο Περσέας την Ανδρομέδα.

Στην αγγλική απόδοση των κοσμογονικών και θεογονικών μύθων της αρχαίας Ιαπωνίας (Οι ιερές γραφές των Ιαπώνων), ο Ποστ Ουίλερ καταγράφει θρύλους αντίστοιχους με τη Λερναία Ύδρα της ελληνικής μυθολογίας, με τον Φάφνιρ της σκανδιναβικής και με την αιγυπτιακή θεά Αθώρ, που ένας θεός τη μέθυσε με ζύθο κόκκινο σαν αίμα, για να σωθεί το ανθρώπινο γένος απ’ τον αφανισμό.»


***


ΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΜ

Chinese Tiger by Cai Heting (蔡鶴汀)


«Για τους Αναμίτες οι τίγρεις (ή πνεύματα που ζουν μέσα σε τίγρεις) κυβερνούν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Κόκκινος Τίγρης κυβερνά τον Νότο (που είναι πάνω πάνω στους χάρτες)• του ανήκουν το θέρος κι η φωτιά. Ο Μαύρος Τίγρης κυβερνά τον Βορρά• του ανήκουν ο χειμώνας και το νερό. Ο Γαλάζιος Τίγρης κυβερνά την Ανατολή• του ανήκουν η άνοιξη και τα φυτά. Ο Άσπρος Τίγρης κυβερνά τη Δύση• του ανήκουν το φθινόπωρο και τα μέταλλα.

Πάνω απ'αυτούς τους Πρωτεύοντες Τίγρεις υπάρχει ένας πέμπτος, ο Κίτρινος Τίγρης, που στέκεται στο μέσον και κυβερνά τους άλλους, ακριβώς όπως ο αυτοκράτορας στέκεται στο μέσον της Κίνας και η Κίνα στο μέσον του κόσμου. (Να γιατί αποκαλείται «Μέσο Βασίλειο»•  να γιατί κατέχει το μέσον του χάρτη που σχεδίασε ο ιησουίτης πατήρ Ρίτσι, στα τέλη του 16ου αιώνα, για τη διαπαιδαγώγηση των Κινέζων.)

Ο Λάο-Τσε εμπιστεύτηκε στους Πέντε Τίγρεις την αποστολή να διεξαγάγουν πόλεμο κατά των διαβόλων. Μια προσευχή του Ανάμ, που μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Λουί Τσο Τσοντ, ικετεύει τη συνδρομή των Πέντε Ουρανίων Τίγρεων. Αυτή η δεισιδαιμονία είναι κινέζικης προέλευσης• οι σινολόγοι μιλούν και για έναν Άσπρο Τίγρη που κυβερνά τη μακρινή περιοχή των δυτικών άστρων. Στον νότο οι Κινέζοι τοποθετούν ένα Κόκκινο Πουλί• στην ανατολή έναν Γαλάζιο Δράκοντα• στον βορρά μια Μαύρη Χελώνα. Όπως βλέπουμε, οι Αναμίτες διατήρησαν τα χρώματα, αλλά περιόρισαν τα ζώα σε ένα.

Οι Μπιλ, μια φυλή της κεντρικής Ινδίας, πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και για τους Τίγρεις• οι Μαλαίοι μιλάνε για μια πολιτεία στην καρδιά της ζούγκλας που τα δοκάρια της είναι από ανθρώπινα οστά, οι τοίχοι από ανθρώπινο δέρμα και τα γείσα από ανθρώπινα μαλλιά, που την έχουν χτίσει και την κατοικούν Τίγρεις.»



Ο ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ [Qilin, 麒麟]

Qilin - Chinese unicorn (麒麟)


«Ο Μονόκερως της Κίνας, ο Κι-λιν, είναι ένα από τα τέσσερα ζώα που θεωρούνται καλοί οιωνοί• τα άλλα είναι ο δράκοντας, ο φοίνικας και η χελώνα. Ο Μονόκερως είναι το εξοχότερο από τα 360 πλάσματα που ζουν στη στεριά. Έχει σώμα ελαφιού, ουρά βοδιού και οπλές αλόγου. Το κοντό του κέρας, που φυτρώνει στο μέτωπο του, είναι σάρκινο• το τρίχωμα της ράχης του έχει πέντε ανάμεικτα χρώματα, ενώ η κοιλιά του είναι καφετί ή κίτρινη. Είναι τόσο ευγενικός, που όταν βαδίζει προσέχει μην πατήσει το παραμικρό ζωντανό πλάσμα, και δεν τρώει καν φρέσκο γρασίδι, παρά μόνον ό,τι είναι νεκρό. Η εμφάνιση του προμηνύει τη γέννηση ενός δίκαιου άρχοντα. Είναι γρουσουζιά να τον τραυματίσεις ή να συναντήσεις το κουφάρι του. Η διάρκεια της φυσικής ζωής του είναι χίλια χρόνια.

Όταν η μάνα του Κομφούκιου τον κυοφορούσε, τα πνεύματα των πέντε πλανητών της έφεραν ένα ζώο που είχε σχήμα αγελάδας, φολίδες δράκοντα κι ένα κέρατο μέτωπό του». Έτσι περιγράφει ο Σούτχιλ τον ευαγγελισμό – μια παραλλαγή που μας δίνει ο Βίλχελμ μας λέει ότι το ζώο εμφανίστηκε μόνο του και εξέμεσε ένα πλακίδιο από νεφρίτη, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο:

Γιε του κρυστάλλου του βουνού [ή της ουσίας του νερού], όταν η δυναστεία θα καταρρεύσει, εσύ θα κυβερνήσεις, σαν βασιλιάς δίχως θρόνο.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα κάποιοι κυνηγοί σκότωσαν έναν Κι-λιν ο οποίος είχε ακόμη τυλιγμένο στο κέρατο του το κομμάτι της κορδέλας που του είχε δέσει η μάνα του Κομφούκιου. Ο Κομφούκιος πήγε να δει τον Μονόκερω κι αναλύθηκε σε λυγμούς, όχι μόνο γιατί κατάλαβε τι προμηνούσε ο θάνατος εκείνου του αθώου και μυστηριώδους ζώου, αλλά και γιατί σ'εκείνη την κορδέλα ήταν όλο το παρελθόν του.

Τον 13ο αιώνα οι άντρες μιας ανιχνευτικής αποστολής του αυτοκράτορα Τζένγκις Χαν που είχαν αναλάβει να εισβάλουν στην Ινδία συνάντησαν στην έρημο ένα πλάσμα «σαν ελάφι, με κεφάλι σαν του αλόγου, πράσινο τρίχωμα κι ένα κέρατο στο μέτωπο», που τους είπε: «Είναι πια καιρός να γυρίσει ο αφέντης σας στη χώρα του». Ο Τζένγκις Χαν συμβουλεύτηκε τους υπουργούς του, κι ένας απ αυτούς του εξήγησε ότι το ζώο ήταν ένα Τσιό-τουάν, μια ποικιλία του Κι-λιν. «Τέσσερα χρόνια τώρα η μεγάλη στρατιά πολεμάει στα δυτικά» είπε. «Οι ουρανοί, που αποστρέφονται τις αιματοχυσίες, μας προειδοποιούν μέσω του Τσιό-τουάν. Λυπήσου την αυτοκρατορία, για όνομα του ουρανού• η σύνεση θα φέρει αμέτρητη χαρά». Ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε τα πολεμικά του σχέδια.

Είκοσι δύο αιώνες προ Χριστού, ένας από τους δικαστές του αυτοκράτορα Σουν είχε στην κατοχή του μια «μονόκερη αίγα» η οποία αρνιόταν να επιτεθεί στους αδίκως κατηγορουμένους, δε δίσταζε όμως να κερατίζει τους ενόχους.

Η Anthologieraisonné delalittératurechinoise(1948) του Μαργκουλιές περιλαμβάνει αυτή τη μυστηριώδη, χαμηλόφωνη αλληγορία, έργο ενός πεζογράφου του 9ου αιώνα:

Είναι καθολικά παραδεκτό ότι ο μονόκερως είναι ένα ον υπερφυσικό και γούρικο• το λένε οι ωδές, τα χρονικά, οι βιογραφίες των επιφανών και άλλα κείμενα που το κύρος τους είναι αδιαφιλονίκητο. Ως και οι χωριάτισσες και τα παιδιά το ξέρουν πως ο μονόκερως είναι τυχερό σημάδι. Να όμως που το ζώο αυτό δεν καταλέγεται στα ζώα του σπιτιού, μήτε είναι πάντα εύκολο να το απαντήσεις, δεν προσφέρεται για ζωολογική ταξινόμηση. Ούτε είναι σαν τον ταύρο ή τ'άλογο, τον λύκο ή το ελάφι. Έτσι μπορεί να βρεθούμε κάποτε καταπρόσωπο με έναν μονόκερω και να μην είμαστε σίγουροι πως πρόκειται γι'αυτόν. Ξέρουμε πως ένα συγκεκριμένο ζώο με χαίτη είναι άλογο και πως ένα συγκεκριμένο ζώο με κέρατα είναι ταύρος. Ο μονόκερως δεν ξέρουμε πώς μοιάζει.»



Μετάφραση: Γιώργος Βέης

Επιλογή κειμένων/παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 18



Περπάτησε

$
0
0




Το βλέπεις αυτό το οροπέδιο που απλώνεται μπροστά σου; Βλέπεις τις απόκρημνες κορφές και τους γκρεμούς; Ίσως η ζωή σε πετάξει ξαφνικά σε ένα τέτοιο σκηνικό και σου πει «περπάτησε!» Και συ θ’ αντικρίσεις, ζαλισμένος, το αφιλόξενο τοπίο και θα νιώσεις αποθαρρυμένος. «Πως θα τα καταφέρω;», ίσως σκεφτείς. «Το έδαφος είναι σκληρό, ο καιρός άγριος, τέτοια τοπία δεν φτιάχτηκαν για να βαδίζουμε πάνω τους ξυπόλητοι.»

«Περπάτησε!», θα ακούσεις πάλι να σου λένε. «Τέτοια τοπία φτιάχτηκαν ΑΚΡΙΒΩΣ για να τα περπατήσεις. Φόρα τα σκληρότερα παπούτσια σου και πάρε μαζί σου εφόδια για το δρόμο. Βρες σπηλιές να φυλαχτείς απ’ τους ανέμους και χτίσε γέφυρες που ενώνουν τους γκρεμούς. Και ο νους σου να είναι στην κοιλάδα που δεσπόζει πίσω απ’ τις βουνοκορφές – στην κοιλάδα να ‘ναι η σκέψη σου και μόνο!»

«Πως θα τα καταφέρω μοναχός μου;», θα ρωτήσεις προβληματισμένος.

«Δεν είσαι μοναχός σου. Ποτέ δεν ήσουν. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίταξε γύρω σου – είστε πολλοί. Κάθε αγώνας που δίνεις για τον εαυτό σου είναι αγώνας που δίνεις για όλους. Κάθε εμπόδιο που περνάς, είναι εμπόδιο που περνούν κι άλλοι μαζί σου. Μην επιτρέψεις να σε καταβάλει – δεν είσαι μόνος σου σ’ αυτό, περπατούν πολλοί τον ίδιο δρόμο, αυτό μη το ξεχνάς. Μοιράσου την καρδιά και τη σκέψη σου και θα δεις πως έχω δίκιο.»

Αγωνίσου ενάντια στην αρρώστια. Πέρασε πάνω από την αδικία. Μάθε να μη φοβάσαι την αντιξοότητα. Δες το σαν πρόκληση και μόνο. Σαν μια περιπέτεια. Σαν τη δίψα του ταξιδιώτη της ερήμου, στην αναζήτηση της όασης. Ύψωσε τη φωνή σου, αν χρειάζεται. Μα μη ξεχνάς πως οι βαθύτεροι αγώνες πηγάζουν πρώτα από μέσα σου – είναι σιωπηλοί, το βλέμμα τους προσανατολισμένο στο στόχο, αποφασισμένο.


Όσα βουνά και αν προκύψουν – ξέρεις πως η κοιλάδα βρίσκεται εκεί και μαζί της το γευστικό, σα νέκταρ, νερό της, ικανό να ξεδιψάσει και τον πιο ταλαιπωρημένο ταξιδιώτη. Εκείνον που θα κοιτάξει πίσω του χαρούμενος και θα πει «τι περιπέτεια κι αυτή!» Εκείνον που, αποφασισμένος, σκαρφαλώνει έναν-έναν τους βράχους που στέκονται μπροστά του, κόντρα στη μιζέρια, κόντρα στο φόβο, κόντρα στην ηττοπάθεια: μαθαίνοντας ως και να γελάει στην πορεία. Μη μοιράζεσαι πόνο – να μοιράζεσαι γνώση! Η γνώση του αέρα των βουνών και των κρυφών μονοπατιών τους. Γιατί ξέρεις πως κανένα απόκρημνο βουνό δεν είναι αιώνιο και κάθε έρημος κάποια στιγμή συναντά την όασή της. 

Φτιάχτηκαν λοιπόν βουνά σαν αυτά για να τα περπατούμε; Δεν έχει σημασία… Σημασία έχει, από τη στιγμή που βρέθηκες πάνω τους, να περπατήσεις.




1.282 Λογοτεχνικά Αποσπάσματα (ως τώρα)

$
0
0

Μέρος από τη λίστα του Κούνελου με τα υποψήφια προς ανάρτηση συγκεντρωμένα λογοτεχνικά αποσπάσματα




Αυτή εδώ η παράξενη εικόνα παρουσιάζει μέρος από μια καταγεγραμμένη λίστα σε Εξέλ - είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη λίστα, γεμάτη ονόματα και αριθμούς και χρώματα. Και αυτή η πολύ σημαντική λίστα συνιστά ένα μέρος από εκείνα με τα οποία απασχολούνταν ο υπογράφων Κούνελος τους τελευταίους δύο μήνες, καταχωνιασμένος στο Λαγούμι του.

Εδώ είναι καταγεγραμμένα όλα τα λογοτεχνικά αποσπάσματα που έχω συγκεντρώσει μέχρι σήμερα, μεταφέροντάς τα λέξη προς λέξη μέσα από τα βιβλία τους, ταξινομημένα ανά συγγραφέα, τίτλο βιβλίου, τίτλο αποσπάσματος και σειρά κατάταξης. Όλα μαζί τα αποσπάσματα έχουν μεταφερθεί σε ένα μεγαααλο αρχείο Word. Τα μικρότερα σε έκταση καταλαμβάνουν μία-δυο παραγράφους και τα μεγαλύτερα καλύπτουν άφθονες σελίδες.

Για πόσα αποσπάσματα μιλάμε συνολικά; Λοιπόν, έχουν καταγραφεί ως τώρα... 1.282 λογοτεχνικά αποσπάσματα, που καλύπτουν 1.721 σελίδες Word και αριθμούν 519.342 λέξεις. ΚΑΘΕ ΕΝΑ από αυτά τα αποσπάσματα αντιστοιχεί σε μια πιθανή ανάρτηση, εδώ ή στη σελίδα του Facebook. Τα 1.282 αποσπάσματα, λοιπόν, ισοδυναμούν με 1.282 πιθανές αναρτήσεις!

Αν λοιπόν ανεβάζω ένα κείμενο ανά τρεις ημέρες, τότε (χμ, μέθοδος των τριών), το σύνολο αυτών των αποσπασμάτων θέλει 3.846 μέρες εκ μέρους μου για να το μοιραστώ! Αν λοιπόν ένας χρόνος περιλαμβάνει 364 μέρες, οι 3.846 μέρες αντιστοιχούν σε (ωχ, ωχ)... δέκα χρόνια και μισό!

Με λίγα λόγια, αγαπητοί, έχω συγκεντρώσει βιβλιογραφικό υλικό για την... επόμενη ΔΕΚΑΕΤΙΑ! Και αυτό μένοντας μόνο στο κομμάτι που αφορά λογοτεχνικά αποσπάσματα... σκέψου εδώ να συμπεριλάβουμε άλλου τύπου κείμενα, σαν αυτά που ανεβάζω, με θέματα κινηματογράφου, μουσικής, αφιερώματα ή κείμενα δικά μου. Για να μην αναφέρω τα αποσπάσματα από νεότερα βιβλία που θα έχω διαβάσει στο μεταξύ. Και αν μάλιστα είμαι ενεργός όχι 12 μήνες το χρόνο (που ποτέ δεν συμβαίνει), μα 9 ή 10, τότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως έχω συγκεντρώσει υλικό για 15-20 χρόνια τουλάχιστον!

Καλά να είμαστε, με άλλα λόγια, και από υλικό για διαδικτυακές κουβέντες έχουμε άφθονο...!

Μην ανησυχείτε πάντως - τα έχω κάνει back up όλα αυτά. Δεν παίζουμε με κάτι τέτοια!

Το τελικό συμπέρασμα είναι πως... ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε πάλι να τα λέμε εδώ μέσα. Σα να αρχίζει να πέφτει και η θερμοκρασία, επομένως, ναι - είναι η ώρα που ο κούνελος ξεμυτίζει πάλι απ'το λαγούμι του!


~

Η σημασία της ερωτικής αποτυχίας

$
0
0


Η σημασία της ερωτικής αποτυχίας - ένα κείμενο από το φονικό κουνέλι




«Θες να μάθεις να πετάς; Μάθε πρώτα να πέφτεις!»



Ζούμε σ’ έναν πολιτισμό που εκθειάζει την ατομική επιτυχία• υπνωτισμένοι από τον μύθο του «αμερικανικού ονείρου» τραβάμε για την τύχη μας προσπαθώντας να ανελιχθούμε ολοένα και ψηλότερα, να χτίσουμε ένα όνομα, να αποκτήσουμε κέρδη και δύναμη και φήμη – ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι σε βάρος ο ένας του άλλου. Και φυσικά σ’ έναν πολιτισμό όπως αυτός ο έρωτας τείνει να μετατραπεί ο ίδιος σε δείκτη μέτρησης της δύναμης: οι επιτυχίες στον έρωτα μοιάζουν σαν σφραγίδες σε συστατική επιστολή, από κείνες που συγκεντρώνεις για να εμπλουτίσεις το βιογραφικό σου. Όσο περισσότερες επιτυχίες έχεις να επιδείξεις, τόσο περισσότερο είσαι «κάποιος», τόσο περισσότερο «μετράς».

Αρκεί να μελετήσουμε τη θεματολογία όλων εκείνων των “lifestyle” περιοδικών για να επιβεβαιώσουμε πως η ερωτική επιτυχία ταυτίζεται με το κοινωνικό status: «Συμβουλές για να γίνετε φοβερός εραστής», «Τι χρειάζεται να γνωρίζει ένας άντρας», «Πώς να τον εντυπωσιάσετε στο κρεβάτι», «Τι πρέπει να αποφεύγετε στην πρώτη έξοδο» και άλλα. Μοιάζει λες και το πεδίο του έρωτα έχει μετατραπεί σ’ ένα πελώριο σύστημα Εξετάσεων – όπου μια χούφτα «ειδικοί» αναλαμβάνουν τον ρόλο της Καθοδήγησης κι εσύ πασχίζεις να μελετήσεις όλες τις οδηγίες, μπας και πάρεις καλό βαθμό και περάσεις στο Πανεπιστήμιο.

Παράλληλα η ερωτική αποτυχία ή η απώλεια αντιμετωπίζεται λες και ήρθε το τέλος του κόσμου. Ο χωρισμός χρίζει την ανάγκη «συμβουλών», μη πω και θεραπείας, ώστε να μπορέσεις να τον «ξεπεράσεις», ενώ η ερωτική απόρριψη (η χυλόπιτα, κοινώς) μοιάζει λες και έμεινες μετεξεταστέος στην τάξη – και ντρέπεσαι γι’ αυτό, προσπαθώντας να αποκρύψεις τον βαθμό απ’ τους γνωστούς και φίλους σου. Γιατί ποιος θέλει να είναι «αποτυχημένος» σε μια κοινωνία που θέλει μονίμως να σε βλέπει με το χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη – σαν κακή εκδοχή του Τζόκερ. Με τι μούτρα θα βγεις στα κοινωνικά δίκτυα, αν δεν ανεβάζεις φωτογραφίες αγκαλιά με τον δεσμό σου; Πως θα παρουσιαστείς σ’ ένα πιθανό καινούργιο φλερτ, αν δεν κουβαλάς πίσω σου μια προϊστορία άφθονων ερωτικών κατακτήσεων – μοιάζει με εκείνες τις θέσεις εργασίας που ζητούν «προϋπηρεσία», αγνοώντας το απλό γεγονός πως πάντα, όλοι, χρειάζεται να ξεκινήσουν από το μηδέν.



Μοιάζει λες και το πεδίο του έρωτα έχει μετατραπεί σ’ ένα πελώριο σύστημα Εξετάσεων – όπου μια χούφτα «ειδικοί» αναλαμβάνουν τον ρόλο της Καθοδήγησης.



Και όπως συμβαίνει στο «αμερικανικό όνειρο», αμφότερες η «επιτυχία» και η «αποτυχία» στον ερωτικό τομέα χρεώνονται σε ΣΕΝΑ – στην ικανότητά σου, στην εμπειρία σου, στο ακατανίκητό σου σεξ-απίλ. Όχι στην τύχη, όχι στις συγκυρίες, όχι στις κοινωνικές νόρμες, όχι σε παράγοντες που υπερβαίνουν απολύτως τον έλεγχό σου – όχι, σε σένα και μόνο. Είσαι υπεύθυνος για τις επιτυχίες σου όπως και για τις αποτυχίες σου. Η ερωτική επιτυχία χρίζει επαίνων, σα να βρήκες μια καλή δουλειά ή να έχεις πάρεις προαγωγή. Η ερωτική αποτυχία από την άλλη… σηκώνει κάποιες παρήγορες συμβουλές ή συγκαταβατικά βλέμματα, μα ως εκεί. Καλύτερα να μην την προβάλλουμε και τόσο – μη μας πούνε και χαμένους σε τελική ανάλυση.

Η θέση που υποστηρίζω σε αυτό το κείμενο είναι η αντίθετη: πως αμφότερες η «επιτυχία» και η «αποτυχία» στηρίζονται σε παράγοντες που συχνά υπερβαίνουν τον έλεγχό μας – άρα δεν είμαστε τόσο «υπεύθυνοι» γι’ αυτές όσο νομίζουμε. Και, κατά δεύτερον, πως η «αποτυχία» στον ερωτικό τομέα δεν είναι τόσο «αποτυχία» όσο νομίζουμε – ή όσο μας κάνουν να νομίζουμε.



Οι κοινωνικές νόρμες της ερωτικής επιτυχίας




Μια κοινωνία που δίνει μονόπλευρη έμφαση στην ατομικότητα, τείνει να υπερεκτιμά τον ρόλο του «προσωπικού ελέγχου» που ασκούμε στα πράγματα και τις καταστάσεις. Σχεδόν ψυχαναγκαστικά, θα λέγαμε, νομίζεις πως τα πάντα εξαρτώνται από σένα τον ίδιο – από όσα κάνεις, ή, ακόμα χειρότερα, από όσα ΔΕΝ κάνεις, και εν τέλει καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Αν κάτι δεν πάει καλά στην ερωτική σου ζωή, μάλλον κάτι «κάνεις λάθος», σωστά; Μάλλον δεν διάβασες σωστά τις οδηγίες. Ίσως χρειάζεται να «αλλάξεις» ορισμένες συμπεριφορές – τον τρόπο που επιλέγεις να επικοινωνήσεις, τον κόσμο που προσεγγίζεις τον κόσμο, τα ενδιαφέροντά σου ή την εξωτερική σου εμφάνιση. Μήπως αν έβαφες με άλλο χρώμα τα μαλλιά σου; (αν είσαι γυναίκα). Εννοείται τα παραπανίσια κιλά πρέπει να φύγουν. Αν κόψω το μακρύ μαλλί (αν είσαι άντρας), πόσοι άντρες έχουν μακρύ μαλλί σήμερα. Μήπως να φορέσω άλλα ρούχα; Μπα, μάλλον φταίνε τα μέρη που συχνάζω, ή τα ενδιαφέροντά μου. Κι ένα αμάξι δεν θα έβλαπτε. Ίσως πάλι είναι ο τρόπος προσέγγισης – πρέπει να αναπροσαρμόσω το στυλ που φλερτάρω, να κάνω «κινήσεις» με διαφορετικό τρόπο, να την προσεγγίζω αλλιώς. Μπα, ό,τι και να λέμε, το χρήμα είναι, πρέπει να μαζέψω λεφτά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Σε περίπτωση, πάλι, που διανύεις μια φάση χωρισμού, και εφόσον είσαι εσύ εκείνος/η που βιώνει την εγκατάλειψη, τότε τα βάφεις μαύρα. Τι έκανα λάθος; Γιατί με άφησε; Μήπως έπρεπε να είχα διαφορετική στάση; Μήπως δεν έπρεπε να είχα πει αυτό ή εκείνο; Είμαι λοιπόν καταδικασμένος να ζω μόνος/η;

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι πως τα πάντα «πρέπει» να ξεκινούν και να τελειώνουν σε σένα και μόνο. Κάτι «έκανες λάθος», γι’ αυτό και δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως έπρεπε. Ακόμα χειρότερα: ΕΙΣΑΙ λάθος ο ίδιος ή η ίδια! Η εμφάνισή σου είναι λάθος, ο χαρακτήρας σου είναι λάθος, τα γούστα σου είναι λάθος! Λυπάμαι, φίλε μου, μα στην χώρα των Κινέζων πρέπει να ομιλείς κινέζικα για να τα βγάλεις πέρα – ακόμα καλύτερα, να γίνεις ο ίδιος Κινέζος, σαν τους άλλους. Αλλιώς ξέχασε το πολύτιμό σου τρόπαιο και κάτσε στη μοναξιά σου να μαραζώσεις.

Μα αν η ερωτική σου ζωή είναι επιτυχημένη – ε ρε γλέντια! Δεν έχεις να ντραπείς το παραμικρό, είσαι αξιοζήλευτος/η! Φυσικά αν έχεις επιτυχίες στον ερωτικό τομέα, αυτές οφείλονται εξίσου και πρωτίστως σε ΣΕΝΑ και στις μοναδικές σου ικανότητες – στην ασυναγώνιστη εμφάνισή σου, στο μοναδικό σου λέγειν, σε αυτό το φοβερό σου στυλ, στα κόλπα που γνωρίζεις στο κρεβάτι, στην ικανότητά σου να εξυψώνεις το/τη σύντροφό σου και να τον/την κάνεις να αισθάνεται μοναδικός/η! Εξ’ άλλου η αυτοπεποίθηση μοιάζει με εκείνα τα αρώματα που μαγνητίζουν τον κόσμο από μακριά – έχε πίστη στον εαυτό σου, σε ΣΕΝΑ, και όλοι οι δρόμοι θα ανοίξουν ως δια μαγείας!

Ε, λοιπόν… αρχίδια, αγαπητοί. Αρχίδια πασπαλισμένα με χρυσόσκονη. Λυπάμαι που καταρρίπτω τους μύθους σας, μα αυτά τα ροζ συννεφάκια μοιάζουν με νέφη που παρεμποδίζουν τον δρόμο μου – και μου προκαλούν ασταμάτητο βήχα. Επιτρέψτε μου λοιπόν να τα απομακρύνω από μπροστά μου. Και αν ο δρόμος δείχνει λίγο άδειος κι έρημος δίχως σύννεφα… τον προτιμώ έτσι. Σε τελική ανάλυση, αν έχω σύννεφα, προτιμώ να είναι δικής μου παραγωγής και όχι ετοιμοπαράδοτα από κάποια εξωτερική πηγή.

Αλήθεια, πόσο «επιλέγουμε» οι ίδιοι τη συμπεριφορά μας; Ακόμα περισσότερο, πόσο «επιλέγουμε» αυτό που είμαστε; Επιλέγουμε μήπως την εμφάνισή μας; Ναι – θα πει κάποιος. Επιλέγουμε αν θα κάνουμε μια δίαιτα, αν θα αλλάξουμε το μαλλί μας, αν θα φορέσουμε άλλα ρούχα, ακόμα και αν αποφασίσουμε να αλλάξουμε το σχήμα της μύτης μας. Επιλέγουμε αν θα φερθούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αν θα συχνάζουμε σε εκείνα ή τα άλλα μέρη, αν θα προσεγγίζουμε έτσι ή αλλιώς την/τον σύντροφό μας. Και θα συμφωνήσω – ναι, εν μέρει τα επιλέγουμε όλα αυτά. Ας πούμε ότι τα επιλέγουμε, ως έναν βαθμό.

Μα επιλέγουμε εξίσου την επίδραση που θα έχουν όλα αυτά στο άτομο πάνω στο οποίο στοχεύουμε; Επιλέγουμε τα γούστα του ανθρώπου με τον οποίο φλερτάρουμε; Επιλέγουμε τις αντιδράσεις του/της συντρόφου μας σε κάποια συμπεριφορά μας; Τον τρόπο που εκείνος ή εκείνη θα ερμηνεύσει τις κινήσεις μας; Ακόμα και την επίδραση εκείνης της μίας, της φαινομενικά ασήμαντής μας κίνησης;

Μπορεί να σου πουν 100 γυναίκες πως προτιμούν ο άντρας να είναι «ορμητικός» και «αποφασιστικός» και «χύμα» και εσύ να την πέσεις με αυτόν τον τρόπο σε εκείνη τη ΜΙΑ που την προσελκύουν οι ντροπαλοί και μαζεμένοι άντρες. Μπορεί να χάσεις όλα εκείνα τα παραπανίσια κιλά και να γνωρίσεις εκείνον τον ΕΝΑΝ άντρα που του αρέσουν οι παχουλές. Μπορεί να είσαι τρυφερός και συγκαταβατικός στη διάρκεια μιας σχέσης και να πέσεις πάνω στη ΜΙΑ γυναίκα που τη βρίσκει με τους αγριάνθρωπους.

Μα γι’ αυτόν τον ΕΝΑ ή γι’ αυτήν τη ΜΙΑ… πες μου, δεν θα πέταγες στον κάλαθο των αχρήστων όλες εκείνες τις «συμβουλές», όλα τα lifestyle, όλες τις κυρίαρχες κοινωνικές τάσεις; Δες λοιπόν, πάσχισες τόσο καιρό να γίνεις σαν τους άλλους… και έπεσες πάνω στο ένα και μοναδικό πρόσωπο που δεν σε θέλει έτσι!

Γιατί στον έρωτα, αγαπητοί, δεν χωράνε υπολογισμοί και βολικά καλούπια! Σαν τον δραπέτη απ’ το κλουβί, πάντα θα βρίσκει τρόπο να σπάει το κέλυφος κάθε κοινωνικού καταναγκασμού, κάθε επικρατούσας νόρμας, κάθε «πρέπει» - τα «θέλω» του είναι πάντα ισχυρότερα! Ο έρωτας δεν προσαρμόζεται στις γαμημένες σας στατιστικές και στα γαμημένα τετράγωνα κουτιά σας. Εδώ δεν έχουμε συστατικές επιστολές και «100 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν». Εδώ δεν μετράει πάντα η γνώμη της πλειοψηφίας, ούτε οι συμβουλές των «ειδικών». Και αν εκατό «ειδικοί» με προτρέψουν να αλλάξω εκείνο το χαρακτηριστικό πάνω μου που «απωθεί» τις γυναίκες και τύχει να συναντήσω εκείνη τη ΜΙΑ, τη ΜΟΝΑΔΙΚΗ που της αρέσει ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ το χαρακτηριστικό; Και αν αυτή η μία είναι η γυναίκα της ζωής μου; Τι θα μου πουν μετά οι συμβουλές σας, τι θα κάνει για μένα η κοινή σας γνώμη;



 Γιατί στον έρωτα, αγαπητοί, δεν χωράνε υπολογισμοί και βολικά καλούπια!



Νομίζεις πως έχεις τον έλεγχο, πως τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν σε σένα. Μωρέ, σάμπως και αυτή την εμφάνισή σου την επέλεξες ο ίδιος/η ίδια; Αν είσαι γυναίκα και οι άντρες σε γουστάρουν επειδή έχεις ωραία μούρη, είναι λόγος αυτός να ψωνίζεσαι και να χρεώνεις την επιτυχία στον «εαυτό σου»; Μα δεν κίνησες ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι! Αν είσαι άντρας και προσελκύεις τα θηλυκά επειδή ξεχειλίζεις «αυτοπεποίθηση», σάμπως επέλεξες ο ίδιος αυτή την αυτοπεποίθησή σου; Ξύπνησες ένα ωραίο πρωινό και είπες «λοιπόν, τώρα θα νιώθω καλά με τον εαυτό μου!» και, ως δια μαγείας, άλλαξαν τα πάντα;

Αυτό είναι το «αμερικανικό όνειρο» μεταφρασμένο στη γλώσσα του έρωτα, αγαπητοί! Εκεί που νομίζουμε πως τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν σε μας – πως ασκούμε έλεγχο σε όλα όσα επηρεάζουν τη ζωή μας. Αν επιτυγχάνουμε, είναι επειδή ΕΜΕΙΣ το θέλαμε και το αποφασίσαμε. Αν αποτυγχάνουμε, είναι πάλι επειδή ΕΜΕΙΣ κάτι δεν κάναμε «σωστά».

Θα το ξαναπώ. Αρχίδια πασπαλισμένα με χρυσόσκονη.

Εδώ, ρε, η κοινωνία η ίδια σε καθημερινή βάση επιβεβαιώνει πως το «αμερικανικό όνειρο» είναι ένας μύθος και μισός – ένας μύθος που χτίστηκε ίσα για να δίνει την ψευδαίσθηση πως είμαστε κάποιοι, ίσα για να ανυψώνει το Εγώ μας. Αν δεν κατορθώνεις να βρεις μια καλή δουλειά ή αν είσαι καιρό άνεργος, δεν «φταις» εσύ, μα οι κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων έχεις ριχτεί. Αν αισθάνεσαι μοναξιά, δεν «φταις» εσύ, μα η κοινωνία που επιβάλλει συγκεκριμένες νόρμες και αναγκάζει τον κόσμο να ζει κλειδαμπαρωμένος στα σπιρτόκουτα-διαμερίσματά του, παρέα με τις εικονικές του απολαύσεις. Είναι αξιοπερίεργο πως μια κοινωνία που τα πάντα είναι αλληλένδετα σε αυτήν δίνει τόση έμφαση στον ατομικό έλεγχο.

Και φυσικά εκείνος ο γελοίος οπτιμιστικός μύθος της «ατομικής θέλησης». «Αρκεί να θέλεις κάτι πραγματικά για να το αποκτήσεις». Σα να λέμε, δεν ήθελες κάτι κατά βάθος, γι’ αυτό και δεν το απέκτησες. Το αποκαλώ και «Μύθος του Κοέλιο». Προσθέστε μερικές τρούφες στη χρυσόσκονη που ανέφερα πριν.




Είναι αξιοπερίεργο πως μια κοινωνία που τα πάντα είναι αλληλένδετα σε αυτήν δίνει τόση έμφαση στον ατομικό έλεγχο.



Συμπέρασμα: δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν όλα σε σένα, ούτε στην κοινωνία, ούτε στον έρωτα. Δεν υπάρχουν μονόπλευρες αιτίες και αποτελέσματα, ούτε μπορούμε να μαθηματικοποιήσουμε τις αντιδράσεις των άλλων στις πράξεις μας και να εξάγουμε μόνιμα συμπεράσματα από αυτές.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχεις επιλογές – δεν δίνω άφεση στην παθητικότητα και στη ματαιότητα. Επιλογές πάντα υπάρχουν και διαφοροποιείται αισθητά ο δραστήριος από εκείνον που τα περιμένει όλα έτοιμα και σερβιρισμένα στο πιάτο του. Μα τίποτα μόνιμο και βέβαιο δεν μπορεί να βγει από αυτές τις επιλογές. Ίσως εδώ εδράζεται η γενναιότητα, κατά τη γνώμη μου: να επιλέγεις, να μη στέκεσαι παθητικός, να μην υπομένεις τη μοίρα σου… μα ταυτόχρονα να γνωρίζεις πως οι επιλογές σου αυτές δεν σου εξασφαλίζουν καμία βεβαιότητα, καμία σιγουριά, πως είναι αδύνατο να προκαθορίσεις τις αντιδράσεις του άλλου της άλλης – και προχωράς παρόλ’ αυτά.

Πώς προχωράς; Πώς αλλιώς. Επιλέγοντας να είσαι ο εαυτός σου, αδερφέ μου. Απλά και όμορφα – και όπως τα φέρει η τύχη ή η μοίρα, για την οποία δεν μπορείς να προκαθορίσεις το παραμικρό. Να είσαι ο εαυτός σου. «Γιατί όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι», όπως είχε πει ο Όσκαρ Ουάιλντ.



Πώς προχωράς; Πώς αλλιώς. Επιλέγοντας να είσαι ο εαυτός σου



Η αποτυχία δεν είναι πάντα αποτυχία



Τελικά, ποιος βαπτίζει με τίτλους τις πράξεις της ζωής μας; «Επιτυχία», «αποτυχία» - ποιος έδωσε αυτά τα ονόματα, τα εμποτισμένα με αξίες;

Φέρνω στο νου μου μια παρέα, σ’ ένα μπαρ. Ανάμεσά τους είναι ένα ζευγάρι – το ζευγάρι φιλιέται, αγκαλιάζεται, χουφτώνεται, αδιαφορώντας πλήρως για την υπόλοιπη παρέα τους, που στέκεται και τους παρατηρεί δίχως να έχουν κάποιο θέμα να συζητήσουν. Μια σκηνή σαν αυτή είναι αρκετή για να αποκαλύψει τον αχαλίνωτο εγωκεντρισμό που περικλείεται σ’ ένα ερωτικό ζευγάρι. Είναι αυτό «επιτυχία»;

Φέρνω στο νου μου ένα ερωτικό ζευγάρι – στα μάτια του κόσμου δείχνουν ιδανικοί, όμορφοι, πετυχημένοι. Μα η σχέση τους πασχίζει από έλλειψη επικοινωνίας και συχνούς τσακωμούς. Μα αν τους ρωτήσεις τι φταίει, αδυνατούν να δώσουν μια συγκεκριμένη εξήγηση, πέρα από το να τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Μα δεν θέλουν να χωρίσουν – φοβούνται τον χωρισμό και τη μοναξιά. Και έτσι συνεχίζουν ν’ αναλώνονται, ο ένας με τον άλλον, ανίκανοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, και ανίκανοι να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους. Σάμπως γνώρισαν και ποτέ τον εαυτό τους, σάμπως ξέρουν τι θέλουν; Είναι αυτό «επιτυχία»;

Φέρνω στο νου μου ένα νεαρό αγόρι, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας – τότε που ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει και όλοι καταλήγουν να μοιάζουν σαν σταγόνες ο ένας με τον άλλον. Σε αντίθεση με τους δημοφιλείς συμμαθητές του, που έχουν ήδη μπαρκάρει στις θάλασσες του έρωτα και έχουν προσαράξει τα καράβια τους στις ωραίες της τάξης, εκείνος είναι μόνος. Και αισθάνεται άσχημα γι’ αυτό. Οι κοπέλες δεν του ρίχνουν δεύτερη ματιά και αγνοεί πως είναι να φιλάς, ή να βγαίνεις με ένα κορίτσι της επιλογής σου. Μα στη μοναξιά του στρέφεται σε έναν καλό φίλο: τα βιβλία. Μεγαλώνοντας καταλήγει να αποκτήσει γνώσεις και πνεύμα και στέρεους φίλους, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των «δημοφιλών» της τάξης του, που έμειναν στα ίδια – αμάξια και τιβί, εργασία και χαρά. Ποιος είναι, λοιπόν, ο πετυχημένος και ποιος ο αποτυχημένος;

Μια κοινωνία που μοναδικό κριτήριό της είναι το χρήμα, θα σου πει: πετυχημένος είναι αυτός με τα λεφτά. Μα άσ’ τη να μιλάει. Έχουμε δει πίσω από τους μύθους της.

Σκέψου πού θα ήταν η τέχνη, η λογοτεχνία, η μουσική, όλα όσα αγαπάμε και μας ευφραίνουν τις καρδιές, δίχως τις ερωτικές απογοητεύσεις. Φαντάζεσαι μια παγκόσμια τέχνη που θα μιλάει μόνο για επιτυχίες; Μια τέχνη στην οποία θα απουσιάζει ο καημός, η λαχτάρα, η απώλεια, η μοναξιά, το πάθος του ανεκπλήρωτου; Τι θα έμενε, λοιπόν, από τις τέχνες μας δίχως την ερωτική «αποτυχία» και την ικανότητα να ταυτιστούμε με αυτήν; Απαντήστε μου σε αυτό, αν μπορείτε, εσείς, οι κήρυκες του lifestyle και των πρωτοσέλιδων «συμβουλών».

Και αν ο ίδιος γνώριζες μόνο επιτυχίες, για πες μου – τι θα είχες οικοδομήσει μέσα στα θεμέλια της καρδιάς σου; Ξεχνάς πως κάθε οικοδομή για να ανυψωθεί χρειάζεται βάσεις; Και πως οι βάσεις μπήγονται βαθιά μέσα στο χώμα, στη λάσπη – στα σκατά; Ναι, αγαπητέ, στα σκατά! Τι θα κάνεις όταν έρθουν τα δύσκολα, αν έχεις μάθει μια ζωή να παίρνεις αυτό που θες δίχως προσπάθεια, δίχως αποτυχία, δίχως να νιώσεις μια στιγμή μονάχος ή μονάχη σου;

Η ερωτική επιτυχία είναι αναγκαία για να σε φέρει κοντά σε ένα άλλο πρόσωπο. Μα η ερωτική αποτυχία είναι αναγκαία για να σε φέρει κοντά στον εαυτό σου.

Και τα δύο είναι αναγκαία – γι’ αυτό και οι λέξεις «επιτυχία» και «αποτυχία» είναι παραπλανητικές, με τον ίδιο τρόπο που ένα Μετεωρολογικό Δελτίο είναι παραπλανητικό όταν λέει «θα έχουμε κακοκαιρία αύριο» και βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα. Λες και δεν είναι φυσικό να έχει «κακοκαιρία» τον χειμώνα.




Η ερωτική επιτυχία είναι αναγκαία για να σε φέρει κοντά σε ένα άλλο πρόσωπο. Μα η ερωτική αποτυχία είναι αναγκαία για να σε φέρει κοντά στον εαυτό σου.



Είναι αναγκαία η επιτυχία – γιατί ζωή δίχως έρωτα είναι πάντα φτωχότερη, και γιατί ο έρωτας συνιστά μια δύναμη που κινεί τα πάντα γύρω μας. Μα είναι αναγκαία και η, κακώς ονομαζόμενη, «αποτυχία»… Και λέγοντας «αποτυχία» δεν εννοώ το να επιλέγεις να είσαι μόνος σου. Εννοώ να βιώνεις την απόρριψη, την απώλεια, την απόκρουση, το φτύσιμο, την αδιαφορία, τον χωρισμό, την απομάκρυνση, τη μοναξιά! Να τα βιώνεις στο πετσί σου! Τόσο όσο χρειάζεται για να χαλυβδώσουν εκείνο το «κάτι» μέσα σου.

Μα υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος που θεωρώ αναγκαία την απόκρουση, την απομάκρυνση, τη μοναξιά: για να εκτιμήσεις καλύτερα το ποθητό, όταν τύχει και έρθει σε σένα. Σαν τον άνθρωπο που επέστρεψε σπίτι του, μετά από ένα μακρύ και κουραστικό ταξίδι, και απολαμβάνει ένα ζεστό γεύμα. Πόσο εύγευστο είναι αυτό το γεύμα, πόσο υπέροχο! Άραγε θα το απολάμβανες το ίδιο αν δεν το είχες στερηθεί καθόλου;

Τι είναι, λοιπόν, επιτυχία. Τι είναι αποτυχία. Για πες μου.



© Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18



~

Αποξένωση ενός ζευγαριού σε μια κοινωνία του μέλλοντος. Aπό το "Φαρενάιτ 451"του Ρέι Μπράντμπερι

$
0
0


Ένα απόσπασμα με θέμα την αποξένωση ενός παντρεμένου ζεύγους, από το Φάρεναϊτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι




«Έπεσε στο κρεβάτι και η γυναίκα του αναφώνησε, ξαφνιασμένη. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος κάπου πολύ μακριά της στο δωμάτιο, σε ένα χειμερινό νησί που χωριζόταν από μια άδεια θάλασσα. Εκείνη του μιλούσε πολλή ώρα – όπως τουλάχιστον του φάνηκε – και του μιλούσε γι’ αυτό και το άλλο, αλλά όλα ήταν απλώς λέξεις, σαν τις λέξεις που είχε ακούσει κάποτε από ένα νήπιο σε κάποιο φιλικό σπίτι, ένα δίχρονο παιδί να σχηματίζει προτάσεις, να μιλάει τη δική του γλώσσα, να φτιάχνει ωραίους ήχους στον αέρα. […]

Δεν υπήρχε ένα παλιό ανέκδοτο για μία γυναίκα που μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο, ώσπου κάποια στιγμή ο απελπισμένος σύζυγός της πήγε σε ένα κοντινό μαγαζί και της τηλεφώνησε για να τη ρωτήσει τί φαγητό είχαν; […]

Και ξαφνικά του φάνηκε τόσο ξένη, που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι την ήξερε καν. Βρισκόταν σε ένα ξένο σπίτι, όπως στο άλλο ανέκδοτο που είχε ακούσει να λένε, για έναν ευυπόληπτο κύριο, ο οποίος γύρισε σπίτι μεθυσμένος πολύ αργά τη νύχτα, έβαλε το κλειδί σε λάθος πόρτα, μπήκε σε λάθος δωμάτιο, κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με μια άγνωστη, σηκώθηκε το πρωί, πήγε στη δουλειά του και κάνεις από τους δυο τους δεν κατάλαβε τελικά τίποτα.

«Μίλι...;» ψιθύρισε.

«Τι; »

«Συγγνώμη που σε ανησυχώ. Θα ήθελα απλώς να σε ρωτήσω... »

«Ναι;»

«Πότε συναντηθήκαμε; Και που;»

«Πότε συναντηθήκαμε για ποιο πράγμα;» τον ρώτησε.

«Εννοώ... για πρώτη φορά ».

Ο Μόνταγκ την αισθανόταν τώρα συνοφρυωμένη, μέσα στο σκοτάδι. Ανέλαβε να διασαφηνίσει. «Η πρώτη φορά που γνωριστήκαμε, που ήταν και πότε; »

«Έ, να, ήταν...»

Σταμάτησε.

«Δεν ξέρω » του είπε.

Ο Μόνταγκ πάγωσε.

«Δεν μπορείς να θυμηθείς;»

«Έχει περάσει τόσος καιρός ».

«Μόλις δέκα χρόνια, όλα κι όλα, μόλις δέκα!»

«Μην εκνευρίζεσαι. Προσπαθώ να σκεφτώ». Η Μίλντρεντ γέλασε με ένα περίεργο πνιχτό γέλιο που γινόταν ολοένα πιο οξύ. «Τι αστείο! Είναι αστείο να μην μπορείς να θυμηθείς που ή πότε γνώρισες τον άντρα ή τη γυναίκα σου».

Ο Μόνταγκ, ξαπλωμένος, έτριβε αργά τα μάτια του, το μέτωπό του, τον αυχένα του. Έπιασε και με τα δύο χέρια το κεφάλι του, πάνω από τα μάτια, ασκώντας μία συνεχή πίεση σαν να προσπαθούσε να επαναφέρει διά της βίας τη μνήμη στη θέση της. Ξαφνικά, το πιο σημαντικό πράγμα γι'αυτόν στον κόσμο ήταν να θυμηθεί που είχε γνωρίσει τη Μίλντρεντ.

«Δεν έχει σημασία». Η Μίλντρεντ είχε ήδη σηκωθεί κι ήταν στο μπάνιο, ενώ ο Μόνταγκ άκουγε το νερό να τρέχει κι εκείνη να καταπίνει.

«Έτσι νομίζω κι εγώ» της είπε.»


*** 


Απόσπασμα από το βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι, «Φαρενάιτ 451» [Ray Bradbury, “Fahrenheit 451”].

Το «Φαρενάιτ 451» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1953 και ανήκει στα κλασικά έργα της Επιστημονικής Φαντασίας. Όπως συμβαίνει συχνά με τους τίτλους της Επιστημονικής Φαντασίας, περιγράφεται μια δυστοπική κοινωνία του μέλλοντος, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αυξανόμενη αποξένωση και απομόνωση των ανθρώπων. Άνθρωποι που φτάνουν να αγνοούν την επικοινωνία και να μην γνωρίζονται ούτε στο ελάχιστο μεταξύ τους, ακόμα και αν είναι παντρεμένοι χρόνια – όπως το ζεύγος του βιβλίου. Πώς υποκαθιστούν αυτή την έλλειψη ουσιαστικής επαφής; Πως αλλιώς. Παραδίδοντας τον εαυτό τους σε μικρές, εξατομικευμένες απολαύσεις, όπως η τηλεόραση, τα ναρκωτικά χάπια και τα διεγερτικά. Όσο λιγότερο σκέφτεται κανείς, τόσο το καλύτερο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η εχθρότητα αυτής της οργανωμένης κοινωνίας απέναντι στα βιβλία – τα οποία αναζητούν και καίνε σε μαζικές πυρκαγιές.

Και αν όμως δεν γνωρίζαμε πως το απόσπασμα που διαβάσαμε αναφέρεται σε μια κοινωνία του μέλλοντος; Σάμπως απέχει πολύ το παντρεμένο ζευγάρι που είδαμε από πλήθος ανθρώπων της εποχής μας;

Η μετάφραση του «Φαρενάιτ 451» είναι του Βασίλη Δουβιτσα [εκδ. Άγρα].

Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την επεξεργασία της εικόνας: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18.



~

Χένρι Μίλερ: Ο εφιάλτης της Αμερικής

$
0
0


Ο Χένρι Μίλερ και η Αμερική. Αποσπάσματα από τον Τροπικό του Αιγόκερω



Αποσπάσματα από τον «Τροπικό του Αιγόκερω» του Χένρι Μίλερ



Η αποξένωση της Αμερικής



«Περιπλανήθηκα στους δρόμους πολλών χωρών του κόσμου, πουθενά όμως δεν ένιωθα τόσο ξεπεσμένος και ταπεινωμένος, όσο στην Αμερική. Όλοι μαζί αυτοί οι δρόμοι της Αμερικής μου φέρνουν στο νου μου την εικόνα μιας τεράστιας καταβόθρας, μιας καταβόθρας του πνεύματος, που απορροφά και διοχετεύει τα πάντα στο βασίλειο του αιώνιου σκατού. Και πάνω απ’ αυτή την καταβόθρα, το πνεύμα της δουλειάς, πλέκει κι απλώνει ένα μαγικό υφάδι: Παλάτια κι εργοστάσια φυτρώνουν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εργοστάσια πολεμοφοδίων και χαλυβουργεία και σανατόρια και φυλακές και φρενοκομεία. Ολόκληρη η ήπειρος είναι ένας εφιάλτης που παράγει όσο γίνεται μεγαλύτερη αθλιότητα για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Κι εγώ ήμουν ένας, ένα μοναχικό ον μέσα στο μεγαλύτερο γλεντοκόπι του πλούτου και της ευτυχίας, — (μιας ευτυχίας και ενός πλούτου στατιστικά εξακριβωμένων) — χωρίς όμως να συναντήσω ποτέ μου έναν άνθρωπο που να ’ναι πραγματικά πλούσιος και πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά τουλάχιστον, εγώ ήξερα πως ήμουν δυστυχισμένος, φτωχός, παράταιρος και παράτονος. Αυτή ήταν τουλάχιστον η μοναδική μου παρηγοριά, η μοναδική μου χαρά.

Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν αμερικάνικο δρόμο, ούτε έναν κάτοικο αυτών των δρόμων, ικανό να οδηγήσει κάποιον στην ανακάλυψη του εαυτού του».



Η κενότητα της Νέας Υόρκης




«Οποιοσδήποτε έχει αγαπήσει πάρα πολύ, κι αυτό είναι τερατώδες, και πεθαίνει απ’ τη δυστυχία αυτού του έρωτα, όταν ξαναγεννιέται, δεν ξέρει τίποτα ούτε από αγάπη, ούτε από μίσος. Το μόνο που ξέρει είναι να τ’ απολαμβάνει. Κι αυτή χαρά της ζωής, επειδή έχει επιτευχθεί μ’ αφύσικο τρόπο, είναι ένα δηλητήριο που καταλήγει να φαρμακώσει ολόκληρο τον κόσμο. Ό,τι δημιουργείται πέρα απ’ τα κανονικά όρια της ανθρώπινης οδύνης, ενεργεί σαν μπούμεραγκ και φέρνει μαζί του την καταστροφή.

Τη νύχτα οι δρόμοι της Νέας Υόρκης αντικαθρεφτίζουν τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού: το χιόνι έχει σκεπάσει τη γη και η σιωπή είναι απόλυτη, ξεπετιέται απ’ τα φριχτά κτίρια της Νέας Υόρκης μια μουσική που φανερώνει τόση σκυθρωπή απόγνωση και χρεοκοπία, ώστε ανατριχιάζεις ολόκληρος. Καμιά πέτρα δεν έχει χτιστεί πάνω στην άλλη με αγάπη ή με σεβασμό. Κανένας απ’ αυτούς τους δρόμους δε χαράχτηκε για το χορό ή για τη χαρά. Το καθετί έχει προστεθεί δίπλα στο άλλο, σ’ ένα τρελό ανακάτεμα, με μοναδικό σκοπό το γέμισμα της κοιλιάς. Κι οι δρόμοι μυρίζουν αδειανές κοιλιές, κοιλιές γεμάτες και κοιλιές μισογεμάτες. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν απ’ τη μυρωδιά μιας πείνας που δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Μυρίζουν την αχόρταγη κοιλιά. Έχουν τη μυρωδιά των δημιουργημάτων της αδειανής κοιλιάς, που ‘ναι τιποτένια και κενά.»




Ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 40, LIFE magazine
Αμερική. Από τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 40
Photo source



Ο τωρινός κόσμος όπως θα φαίνεται σ’ ένα παιδί στο μέλλον




«Μια νύχτα κοίταζα απ'την κορφή του Εμπάιρ Σταίητ Μπίλντιγκ την πόλη που ήξερα από κάτω: αυτά ήταν, στην πραγματική τους προοπτική, τα ανθρώπινα μερμήγκια, που μαζί τους είχα συρθεί, οι ανθρώπινες ψείρες, που μαζί τους είχα παλέψει. Προχωρούσαν με την ταχύτητα των σαλιγκαριών, εκπληρώνοντας ο καθένας τους τη μικροσκοπική του μοίρα. Μέσα στην άκαρπη απόγνωσή τους, είχαν γεννήσει αυτό το γιγάντιο οικοδόμημα, που ‘ταν η περηφάνια και το καμάρι τους. Κι απ’ την κορφή αυτού του κολοσσιαίου οικοδομήματος είχαν κρεμάσει μια σειρά από κλουβιά, όπου τα φυλακισμένα καναρίνια τιτίβιζαν το χωρίς νόημα κελάηδημά τους. Και στην πιο ψηλή κορφή των φιλοδοξιών τους είχαν κρεμάσει αυτά τα μικρά όντα, μικροσκοπικά σαν στιγμές, που τιτίβιζαν, τιτίβιζαν ως την τελευταία τους πνοή, το τραγούδι του έρωτά τους γι’ αυτήν την αγαπημένη μικροζωούλα.

Μέσα στα εκατό επόμενα χρόνια, είπα μέσα μου, θα κλείσουν ίσως μέσα σε κλουβιά και ανθρώπινα όντα, εύθυμα, τρελά όντα, που θα τραγουδούν το μελλοντικό κόσμο. Ίσως να κατασκευάσουν μια ράτσα κελαηδιστών, που θα τιτιβίζουν, ενώ οι άλλοι θα δουλεύουν. Ίσως σε κάθε κλουβί να βρίσκεται κι από ένας ποιητής ή μουσικός, για να μπορεί η αποκάτω ζωή να κυλάει ανεμπόδιστη, χωνευμένη μέσα στην πέτρα, χωνευμένη μέσα στο δάσος, στριγγλιάρικη σαν ένα χάος από σχισμές και τριγμούς, από μηδαμινότητα και κενό.

Κι ίσως σε χίλια χρόνια, μπορεί να ‘χουν όλοι τους, εργάτες και ποιητές παραφρονήσει, κι όλα να ‘χουν ξαναγίνει ερείπια, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν τόσες και τόσες φορές. Και σε άλλα χίλια χρόνια, ή και σε πέντε, σε δέκα χιλιάδες χρόνια, στο μέρος ακριβώς όπου στέκομαι και κοιτάζω τη σκηνή, ένα μικρό αγόρι μπορεί ν'ανοίξει ένα βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα που ακόμα δεν έχει ακουστεί και που θα διαβάσει γι’ αυτή τη ζωή που περνάει τώρα, μια ζωή που ο άνθρωπος που έγραψε αυτό το βιβλίο ποτέ του δε θα την έχει γνωρίσει απ'την προσωπική του πείρα, μια ζωή που ο ρυθμός και η μορφή της θα περιγράφονται μόνο υποθετικά, με μίαν αρχή και μ’ ένα τέλος. Και το παιδί, ξανακλείνοντας το βιβλίο, θα σκέφτεται μέσα του: «Τι θαυμάσια ράτσα να 'ταν αυτοί οι Αμερικάνοι, τι θαυμάσια ζωή ζούσαν σ'αυτή την ήπειρο, που τώρα είναι ακατοίκητη!»

Αλλά καμιά μελλοντική φυλή, εκτός ίσως απ'τη φυλή των τυφλών ποιητών, δε θα ‘ναι ικανή ποτέ της να φανταστεί τη χύτρα που ‘βραζε το χάος, μέσα στο οποίο χωνεύτηκε η μελλοντική αυτή ιστορία.»



Πλήθος στην Αμερική, Νέας Υόρκη, της δεκαετίας του 40



Η τρέλα της πόλης



«Και πάλι η νύχτα, η ανυπολόγιστα μηχανοποιημένη, γυμνή, εχθρική, παγερή, χωρίς καταφύγιο και εγκαρδιότητα νύχτα της Νέας Υόρκης. Τεράστια παγωμένη μοναξιά του αμέτρητου πλήθους, κρύα, σπαταλημένη σε ηλεκτρικές φωταψίες, φωτιά καταθλιπτική χωρίς νόημα, τελειότητα των γυναικών, που οδηγημένες απ'αυτήν, έχουν ξεπεράσει το σεξ, φτάνοντας στην ίδια του την άρνηση, σ'αυτή την άρνηση που ‘ναι όμοια με τον ηλεκτρισμό, όμοια με την ουδετερότητα του αρσενικού, όμοια με τους άσκοπα περιστρεφόμενους πλανήτες, τα προγράμματα ειρήνης και τις ερωτικές ραδιοφωνικές εκπομπές.

Το να 'χεις λεφτά στην τσέπη σου, ενώ βρίσκεσαι στο κέντρο της λευκής ουδέτερης ενέργειας, το να περπατάς στείρος, χωρίς σκοπό, στους λαμπρά φωταγωγημένους δρόμους, το να σκέφτεσαι φωναχτά, ολότελα μόνος σου, στα πρόθυρα της τρέλας, το να 'σαι ένα κομμάτι μιας πόλης, μιας απέραντης πόλης, το ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, κι όμως να νιώθεις ολότελα χωρισμένος απ'αυτήν, είναι σαν να 'χεις μεταμορφωθεί εσύ ο ίδιος σε μια πόλη, σ'έναν κόσμο νεκρών λιθαριών, σπαταλημένων φώτων, ακατανόητης κίνησης, ανυπολόγιστων και άπιαστων πραγμάτων και μυστικής τελειότητας κάποιας απόλυτης άρνησης.

Το να περπατάς μέσα στο νυχτερινό πλήθος έχοντας λεφτά στην τσέπη σου, προστατευμένος απ'αυτά, νανουρισμένος απ'αυτά, βαριεστημένος απ'αυτά, μ'έναν ολόκληρο κόσμο γύρω σου που δεν αντιπροσωπεύει τίποτ'άλλο από λεφτά, που δε ζει παρά για τα λεφτά, που γι'αυτόν δεν ‘χει τίποτα έξω απ'τα λεφτά, τα λεφτά, τα λεφτά, αυτά τα ολοένα πολλά λεφτά, ή λίγα λεφτά και πάντα, ανεξάρτητα αν έχεις ή δεν έχεις, να λογαριάζεις μόνο τα λεφτά και τον τρόπο που θα φέρουν κι άλλα λεφτά. Τι είναι όμως εκείνο που κάνει το χρήμα να φτιάχνει χρήμα;

Στο νυχτερινό κέντρο πάλι ο ίδιος ρυθμός των χρημάτων, το ερωτικό ρίγος που σκορπίζεται απ'το ραδιόφωνο, η απρόσωπη, πεζή επαφή του πλήθους, η απελπισία που σ'αγγίζει ως το κόκαλο, η πλήξη, η απογοήτευση ενώ βρίσκεσαι καταμεσής της πιο τέλειας μηχανοποιημένης τελειότητας, ο χορός χωρίς ευχαρίστηση, η απόλυτη μοναξιά, σχεδόν απάνθρωπος μόνο και μόνο γιατί ‘σαι άνθρωπος. Αν υπήρχε ζωή στο φεγγάρι δεν θα μπορούσε να μοιάζει παρά μ’ αυτήν εδώ γύρω, την σχεδόν τέλεια, τη στερημένη εντελώς από χαρά. Αν η προσπάθεια να ξεφύγεις απ’ τον ήλιο σημαίνει να φτάσεις στην παγωμένη ηλιθιότητα, τότε έχουμε πετύχει τον σκοπό μας και η ζωή δεν είναι πια παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου. Κι αυτό είναι ο χορός της παγωμένης ζωής, που σαλεύει μες στο κοίλωμα του ατόμου, κι όσο περισσότερο χορεύεις, τόσο περισσότερο παγώνεις.

Έτσι παραδομένοι σ’ έναν παγωμένο ξέφρενο ρυθμό χορεύουμε σε μακρά και βραχέα κύματα, μες στην κούπα του τίποτα, αποτιμώντας κάθε γουλιά ηδονής σε δολάρια και σεντς. Περιπλανιόμαστε απ ’το ’να τέλειο θηλυκό στο άλλο, ψάχνοντας ν'ανακαλύψουμε το πρώτο του σημείο, αυτά όμως τα θηλυκά είναι όλα πρώτα κι αδιαπέραστα, οχυρωμένα πίσω απ’ την αναμάρτητη ψυχρή τους σκληρότητα. Αυτό είναι η παγερή λευκή παρθενία της λογικής του έρωτα, το όριο της άμπωτης, το σύνορο της απόλυτης κενότητας.

Και σε τούτο το σύνορο της παρθενικής λογικής της τελειότητας χορεύω το χορό της δοσμένης στη λευκή απελπισία ψυχής μου, εγώ, ο στερνός λευκός άνθρωπος, που αφανίζω τη στερνή μου συγκίνηση, εγώ ο γορίλας της απελπισίας που χτυπώ το στήθος μου με τις άσπιλες γαντοφορεμένες μου γροθιές. Ναι, είμαι ο γορίλας που νιώθει να μεγαλώνουν φτερά στη ράχη του, ένας γορίλας χαμένος στη μέση ενός μεταξωτού κενού. Μαζί τους μεγαλώνει κι η νύχτα σαν ηλεκτρικό φυτό, σπέρνοντας κάτασπρα ζεστά μπουμπούκια μέσα στο μαύρο βελούδινο διάστημα. Κι είμαι εγώ αυτό το παγωμένο διάστημα, που μέσα του σκάζουν πυρετικά τα λευκά ζεστά μπουμπούκια, κι είμαι εγώ ο αστερίας που κολυμπά στην παγωμένη δροσιά του φεγγαριού. Αποτελώ το σπέρμα ενός νέου παραλογισμού, ένα εκτόπισμα που μεταχειρίζεται μια κατανοητή γλώσσα, ένας στεναγμός μπηγμένος σαν θραύσμα στην εγρήγορση της ψυχής. Χορεύω τον υγιή και χαριτωμένο χορό του αγγελικού γορίλα. Ολόγυρά μου βρίσκονται τ’ αδέρφια μου, παράλογοι, δαιμονικοί γορίλες. Χορεύουμε μες στην άδεια κούπα του τίποτα, όλοι μαζί, κι όμως ξέχωροι ο ένας απ'τον άλλον, όπως τ'αστέρια.

Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα για μένα. Η σωτηρία δε βρίσκεται στη λογική. Η ίδια η πόλη είναι η υψηλότερη μορφή της τρέλας και κάθε κομμάτι της, ζωντανό ή άψυχο, η έκφραση αυτής της τρέλας.»



Σκηνή από την ταινία Γυμνή Πόλη, του Ζυλ Ντασέν
Σκηνή από την ταινία Γυμνή Πόλη, του Ζυλ Ντασέν



Επίμετρο – Η Αμερική του Χένρι Μίλερ




Ήταν 1939 όταν ο Χένρι Μίλερ [Henry Miller] εξέδωσε τον δεύτερο από τους περίφημους «Τροπικούς» του – ο λόγος για τον «Τροπικό του Αιγόκερω [“Tropic of Capricorn”], από τον οποίο προέρχονται και τα αποσπάσματα που διαβάσατε. Με αυτό το βιβλίο ο – αυτοεξόριστος την εποχή εκείνη στην Ευρώπη – Μίλερ, λύνει τους λογαριασμούς του με την πατρίδα του, την Αμερική. Και όχι μόνο με την Αμερική• με τον «Τροπικό του Αιγόκερω» ο Μίλερ λύνει τους λογαριασμούς του με ολάκερο τον σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό της εποχής του και την κοιτίδα του, την υπέρλαμπρη (στα μάτια των ξένων) Νέα Υόρκη. Όσο ο υπόλοιπος κόσμος πάσχιζε να βιομηχανοποιηθεί και να ενταχθεί στο σύγχρονο δυτικό μοντέλο ανάπτυξης, ο Μίλερ έστρεφε με αηδία του βλέμμα του από μια κοινωνία που έμοιαζε στα μάτια του ολοένα και ρηχότερη, ολοένα και πιο ξένη.

Αν η Αμερική ήταν το σύμβολο του μοντερνισμού και η Νέα Υόρκη το έμβλημα του διεθνούς κοινωνικού πλούτου, μια πόλη στους υπέρλαμπρους προβολείς της οποίας ο κόσμος άπλωνε με λαχτάρα το βλέμμα του προκειμένου ν’ αντλήσει όνειρα και ελπίδες, ο Μίλερ δεν έβλεπε πλούτο – παρά φτώχεια, φτώχεια και απομόνωση. Η φτώχεια του αχανούς έρημου πλήθους σε αναζήτηση του δολαρίου.

Και αυτός, ο «στερνός λευκός άνθρωπος», έμοιαζε να κάνει βουτιές σε μια θάλασσα κενότητας, πάντα ρηχή, πάντα παγωμένη. Ένας ξένος στην πατρίδα του – και στον κόσμο που πάσχιζε και πασχίζει να τη μιμηθεί.

Έτσι και έφυγε λοιπόν. Μετέβη στο Παρίσι και άνοιξε ένα νέο, περιπετειώδες κεφάλαιο της ζωής του. Και η Αμερική συνέχισε τον δρόμο της χωρίς αυτόν – και ο κόσμος βρέθηκε μπλεγμένος γι’ άλλη μια φορά στις δαγκάνες ενός παγκοσμίου πολέμου και αναστέναξε – αχ, να μπορούσα να γίνω σαν την Αμερική!

Οι δεκαετίες που θα ακολουθούσαν θα επιβεβαίωναν αυτή την επιθυμία του.


Τα αποσπάσματα από τον «Τροπικό του Αιγόκερω» είναι σε μετάφραση του Βαγγέλη Κατσάνη. Μπορείτε να διαβάσετε πλούσιο αφιέρωμά μου στον «Τροπικό του Αιγόκερω» στον ακόλουθο σύνδεσμο:

Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω

Για την ψηφιοποίηση, τον σχεδιασμό της εικόνας και το επίμετρο: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18



Μόνος στο πλήθος. Από την ταινία "The Crowd" του King Vidor
Μόνος στο πλήθος. Από την ταινία "The Crowd"του King Vidor

Οι 12 Ένορκοι. Μια κοινωνική ψυχολογική μελέτη

$
0
0


Οι 12 Ένορκοι (12 Angry Men). Ένα αφιέρωμα και μια μελέτη των κοινωνικών και ψυχολογικών προεκτάσεων της ταινίας. Από το φονικό κουνέλι



12 Angry Men. Η αντίληψη της πραγματικότητας, η επιρροή της μειονότητας, οι ψυχολογικοί τύποι, η δημοκρατία και ο ολοκληρωτισμός




«Θα έλεγε κανείς πως η φαντασιοκοπία δεσμοφυλάκων και δημίων διεύθυνε μέχρι τώρα την παιδεία του ανθρώπινου γένους!» - Φρίντριχ Νίτσε, «Χαραυγή»



Δεν χωράει αμφιβολία πως οι «12 Ένορκοι» [“12 Angry Men”, 1957], σε σκηνοθεσία Sidney Lumet και σενάριο του Reginald Rose, συγκαταλέγεται στις καλύτερες κινηματογραφικές ταινίες όλων των εποχών. Είναι μια σπουδή στην ανθρώπινη και κοινωνική ψυχολογία και ένα έργο που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να διδάσκεται σε σχολεία και πανεπιστήμια. Είναι ένα από εκείνα τα φιλμ που φανερώνουν τη δύναμη του κινηματογράφου όχι μόνο ως μέσο ψυχαγωγίας και απόδρασης, αλλά ως μέσο ικανό να προβληματίσει και να θίξει διαχρονικά κοινωνικά και πανανθρώπινα ζητήματα.

Πρόκειται επίσης, φαινομενικά τουλάχιστον, για μια ταινία χαμηλού προφίλ: γυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε μια κλειστή αίθουσα δικαστηρίου, με ανύπαρκτη «δράση», δίνοντας αποκλειστική έμφαση στον διάλογο και στη σκιαγράφηση ανθρώπινων τύπων, οι 12 Ένορκοιστρέφουν περιφρονητικά την πλάτη στις δημοφιλείς υπερπαραγωγές της εποχής τους (πόσο μάλλον της δικής μας!) και ιχνηλατούν με μαεστρία τα ζενίθ και τα ναδίρ της ανθρώπινης ψυχής – και αυτό το τελευταίο είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη πρόκληση, η μεγαλύτερη περιπέτεια και η μεγαλύτερη υπερπαραγωγή όλων.

Η υπόθεση είναι απλή: στο πέρας μιας δίκης ένας νεαρός κατηγορείται για τη δολοφονία του πατέρα του• μια ομάδα ετερόκλητων μεταξύ τους πολιτών, που απαρτίζουν το σώμα των Ενόρκων, συνέρχονται για να αποφασίσουν αν ο νεαρός είναι αθώος ή ένοχος• ομόφωνη απόφαση και των 12 Ενόρκων θα σημάνει την καταδίκη του νεαρού – και την μεταφορά του στην ηλεκτρική καρέκλα• κατά τα φαινόμενα και τη γνώμη της ισχυρής πλειοψηφίας, με 11 προς μία ψήφους, ο νεαρός είναι ένοχος• ένας μόνος ένορκος, τον ρόλο του οποίου υποδύεται ο Henry Fonda, αμφιβάλλει για την ενοχή του: δεν υποστηρίζει με βεβαιότητα πως ο νεαρός είναι «αθώος» - απλά οι ενδείξεις δεν τον έχουν πείσει και για το αντίθετο. Μόνος αυτός, κόντρα στο ρεύμα, επιθυμεί να συζητήσουν για την πιθανότητα της μη-ενοχής του. Έτσι λοιπόν, με κάποια απροθυμία (γιατί έχουν και δουλειές να κάνουν!) οι υπόλοιποι ένορκοι αναγκάζονται να κάνουν εκείνο που μοιάζει να είναι το δυσκολότερο πράγμα όλων: να συζητήσουν μεταξύ τους.

Ο νόμος είναι σαφής: χρειάζεται ομόφωνη απόφαση και των 12 ενόρκων προκειμένου να βγει η ετυμηγορία. Μόνο ο συγκεκριμένος ένορκος δείχνει να προβληματίζεται για την ευκολία με την οποία μια κοινωνία ολόκληρη καταδικάζει έναν άνθρωπο σε θάνατο. Και αν δεν είναι ένοχος τελικά; Αν υπάρχει μία πιθανότητα στις εκατό να καταδικάσουν έναν αθώο; Ποιος μπορεί να σηκώσει το βάρος της ευθύνης μιας τέτοιας απόφασης;



Οι 12 Ένορκοι
Οι 12 Ένορκοι στο δικαστήριο στην αρχή του έργου



Η ταινία δεν αποκαλύπτει αν ο νεαρός είναι αθώος ή ένοχος τελικά. Μα δεν είναι αυτό το θέμα της. Φαινομενικά, οι «12 Ένορκοι» αποκαλύπτουν τα όρια και τις τρύπες του συστήματος δικαιοσύνης. Επί της ουσίας όμως, το έργο αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς με βάση τους οποίους κρίνουμε την πραγματικότητα γύρω μας: τι είναι αληθινό, τι ψεύτικο, τι είναι σωστό και τι άδικο. Πως καταλήγουμε στην «αλήθεια» και πόσο εκείνη επηρεάζεται από ασυνείδητες σε μας ψυχολογικές διεργασίες, με κυρίαρχες την επιρροή της πλειοψηφίας («κάτι είναι αληθινό γιατί το υποστηρίζουν οι περισσότεροι») και την επιρροή του συναισθήματος («κάτι είναι αληθινό επειδή το νιώθω μέσα μου»).

Κάθε ένορκος συνιστά και έναν ψυχολογικό ανθρώπινο τύπο– δεν είναι τυχαίο που δεν μαθαίνουμε τα ονόματά τους, καθώς εδώ δεν έχουν σημασία τα ονόματα, μόνο οι τύποι, σαν εκείνους που συναντούμε σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία. Μεταξύ τους θα βρεις τον αισθηματία, τον επιπόλαιο, τον ανασφαλή, τον γνωστικό, τον σκεπτικιστή, τον ψυχρό ορθολογιστή, τον τραμπούκο και εκείνον που άγεται και φέρεται. Ο τρόπος με τον οποίο συζητούν μεταξύ τους και καταλήγουν σε συμπεράσματα μπορεί να παραλληλιστεί με κάθε κοινωνική διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων, από τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ως την απόφαση πολιτικής ψήφου. Το σημαντικότερο είναι πως όλοι φέρουμε μέσα μας τον έναν ή τον άλλο τύπο, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις – οι χαρακτήρες του έργου, λοιπόν, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της κοινωνίας μας και του εαυτού μας.

Εξίσου σημαντική στο έργο είναι η διαδικασία της επιρροής της μειονότητας πάνω σε μια πλειοψηφία – πώς η πρώτη, αργά αλλά σταθερά, ταρακουνά το στέρεο έδαφος στο οποίο πατάει η δεύτερη, πως διαβρώνει την αρχική της ψευδαίσθηση της απόλυτης γνώσης, πως σταδιακά συμβάλλει στο να αναδιαμορφώσει την άποψή της και να δει υπό άλλη οπτική γωνία τα πράγματα. Έτσι λοιπόν στο έργο βλέπουμε, σταδιακά και μέσα από έντονες διαπροσωπικές συγκρούσεις, την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του νεαρού: οι 11 προς μία ψήφοι γίνονται 10 προς 2, μετά 9 προς 3 – και ούτω καθεξής.

Με άλλα λόγια το έργο συνιστά μια ανεκτίμητη εμβάθυνση πάνω στην κοινωνική ανθρώπινη ψυχολογία.

Στο σημερινό μεγάλο αφιέρωμα θα επιδιώξω μια εμβάθυνση στις κύριες, κατά τη γνώμη μου, ψυχολογικές προεκτάσεις της ταινίας: 1) στη μελέτη των ψυχολογικών τύπων του έργου και τον τρόπο με τον οποίο φτάνουν να καταλήγουν σε συμπεράσματα, και 2) στη διαδικασία της επιρροής της μειονότητας πάνω στην πλειοψηφία. Τέλος θα κάνουμε μια αντιπαραβολή του ολοκληρωτισμού με τη δημοκρατία, όπως διαφαίνονται μέσα από τη συμπεριφορά των χαρακτήρων.



12 Angry Men. Η αφίσα της ταινίας



12 Angry Men: Οι ψυχολογικοί τύποι της ταινίας, η διαδικασία λήψης αποφάσεων και η αντίληψη της πραγματικότητας




12 Ένορκοι, 12 άνθρωποι σαν όλους εμάς – θα μπορούσαμε να ήμασταν κι εμείς ανάμεσά τους. Κι όμως, πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, ο κάθε ένας από αυτούς ξεχωριστά! Αν στην αρχή του έργου οι περισσότεροι δείχνουν να καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα, στην πορεία συνειδητοποιούμε πως διαφέρουν σημαντικά οι γνωστικές και ψυχολογικές διεργασίες μέσω των οποίων κατέληξε ο καθένας στο συμπέρασμα αυτό. Ο τρόπος σκέψης τους (ή ο τρόπος μη-σκέψης τους) ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας εκείνες τις διεργασίες που δρουν υπόγεια μέσα μας και καταλήγουν να διαμορφώσουν την οπτική γωνία μας πάνω στα πράγματα. Παντού και πάντα, σε κάθε κοινωνία, κάθε εποχή. Ελάχιστα φιλμ μπορούν να θεωρηθούν τόσο διαχρονικά όσο αφορά τη σκιαγράφηση της ανθρώπινης σκέψης, όσο αυτό.

Ας βάλουμε στην άκρη το θέμα του έργου (τη δικαστική απόφαση πάνω στην ενοχή ή μη του νεαρού) και ας επεκτείνουμε το σκεπτικό μας πάνω σε κάθε μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς και κάθε διαμόρφωση κοινής γνώμης. Πώς καταλήγουμε, για παράδειγμα, στη διαμόρφωση πολιτικής άποψης και στην επιλογή εκλογικής συμπεριφοράς; Πως διαμορφώνουμε τη γνώμη μας πάνω σε ένα καταναλωτικό ζήτημα, ή πάνω σε ένα θέμα που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη; Πώς κρίνουμε την κοινωνία και τον εαυτό μας μέσα σε αυτήν, πώς καταλήγουμε σε αξίες πάνω στο «καλό» και το «κακό», το «σωστό» και το «λάθος», το «δίκαιο» και το «άδικο»;

Άραγε μας καθοδηγεί η λογική; Αν επιλέγουμε να ψηφίσουμε ένα κόμμα, για παράδειγμα, ή να αγοράσουμε ένα καταναλωτικό προϊόν, είναι επειδή ζυγίσαμε ορθολογικά τα υπέρ και τα κατά και καταλήξαμε στο σωστότερο, κατά τη γνώμη μας, συμπέρασμα; Αν μοιραζόμαστε μια άποψη πάνω σε ένα κοινωνικό ζήτημα (για παράδειγμα, τους αλλοδαπούς, το περιβάλλον, τα εργασιακά) συνιστά η άποψή μας αυτή αποτέλεσμα ορθολογικής επεξεργασίας και μόνο; Είναι ο ψυχρός ορθολογισμός ικανό εργαλείο, από μόνο του, για να εξηγήσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω μας;

Και αν μας επηρεάζουν άφθονοι ακόμα παράγοντες, τους οποίους αγνοούμε; Μπορεί, για παράδειγμα, να είμαστε συναισθηματικά προκατειλημμένοι υπέρ της μίας ή της άλλης θέσης – και το συναίσθημά μας αυτό να καθοδηγεί την κρίση μας. Μπορεί πάλι να φέρουμε πίσω μας συγκεκριμένα προσωπικά βιώματα – τέτοια που να διαμορφώνουν την εικόνα μας για τα πράγματα και την υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων έναντι άλλων. Μπορεί ενδεχομένως να καθοδηγούμαστε από τη γνώμη της πλειοψηφίας, ή κάποιων «σημαντικών άλλων» (συχνά με τη μορφή μιας «αυθεντίας») – στην περίπτωση αυτή βαπτίζουμε ως «άποψή μας» μια γνώμη που δεν είναι καν δική μας, μα τη λάβαμε ετοιμοπαράδοτη και την αποδεχτήκαμε τυφλά, δίχως κριτική και δίχως αναστοχασμό. Μπορεί, τέλος, η γνώμη της πλειοψηφίας να είναι αόρατη – να καλύπτεται πίσω από κοινωνικές διεργασίες όπως η διαφήμιση, το lifestyle, οι κυρίαρχες αξίες ή η πρέπουσα ηθική.



Robert Webber in 12 Angry Men
Οι 12 Ένορκοι, ένας εναντίον όλων



Δεν είναι λίγα τα πειράματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας πάνω στο θέμα της επιρροής της Αυθεντίας ή της Πλειονότητας πάνω στη Μειονότητα. Πιθανό κάποια στιγμή μελλοντικά να επανέλθω στο Blog με κάποια παράθεση των σημαντικότερων από αυτά, μια που το θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Η ουσία αυτών των διεργασιών είναι πως αποκαλύπτει πόσο ασταθής και εύθραυστη είναι, επί της ουσίας, η «γνώση» μας πάνω στα πράγματα και τις καταστάσεις. Πείθουμε αυτάρεσκα τους εαυτούς μας πως «κατέχουμε την αλήθεια και τη γνώση», κρίνουμε αβίαστα το σωστό και το λάθος, γινόμαστε όλοι δικαστές μιας πραγματικότητας της οποίας, εν τέλει, δεν βλέπουμε παρά ένα μικρό κομμάτι.

Οι 12 Ένορκοι ανήκουν σε εκείνα τα έργα που σπάνε αυτό το κέλυφος της επίπλαστης πραγματικότητάς μας – που αποκαλύπτουν πως η «αλήθεια» μας για τον κόσμο όσο στηρίζεται σε «αντικειμενικά γεγονότα», άλλο τόσο στηρίζεται σε υπόγειες ψυχολογικές και γνωστικές διεργασίες – και πως οι μεν είναι αδιάσπαστες από τις δε. Με άλλα λόγια, η αλήθεια συνιστά μια κατασκευή.

Αυτό δεν συνηγορεί υπέρ μιας σχετικότητας τύπου «δεν υπάρχουν αλήθειες» και «όλα είναι το ίδιο», ούτε υπέρ μιας ισοπέδωσης των αξιών. Απλά συμβάλλει στο να μας προσγειώσει από την αλαζονική μας πεποίθηση πως «τα ξέρουμε όλα». Και φανερώνει πως, εν τέλει, είμαστε άνθρωποι και ως τέτοιοι, οι κρίσεις μας πάντα επηρεάζονται από το συναίσθημά μας και πως η οπτική γωνία μας για τα πράγματα είναι πάντα μια οπτική γωνία – και όχι μια «απόλυτη αλήθεια».

Άντε, λοιπόν, μετά, να στείλεις έναν άνθρωπο στην ηλεκτρική καρέκλα. Μπορεί και να είναι ένοχος – μπορεί, όπως λέει εξ’ αρχής ο πρωταγωνιστής του φιλμ, Χένρυ Φόντα. Μπορεί. Μα είμαστε σίγουροι γι’ αυτό; Είμαστε απολύτως βέβαιοι; – ή μήπως υπάρχει κάποιο ίχνος αμφιβολίας μέσα μας; Και αν υπάρχει αυτό το ελάχιστο ίχνος, γιατί να μη το θρέψουμε, γιατί να μην συζητήσουμε γι’ αυτό, γιατί να μην προβληματιστούμε γι’ αυτό, προτού πάρουμε την καταδικαστική απόφαση;

Ποιοι είναι, λοιπόν, οι ψυχολογικοί τύποι που συναντούμε στο φιλμ; Για να τους δούμε. Προσοχή – ίσως ανάμεσά τους δούμε κάτι από τον ίδιο τον εαυτό μας.



12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αστόχαστου και του επιπόλαιου - το φονικό κουνέλι



1 # Ο Αστόχαστος



Στην αρχή του έργου παρουσιάζεται μαζεμένος και η άποψή του μοιάζει να αντανακλά τυφλά εκείνη της πλειοψηφίας. Στο ερώτημα «γιατί είναι ένοχος;» απαντάει «απλά νομίζω πως είναι ένοχος» - μα αδυνατεί να στηρίξει την άποψή του με κάποιο επιχείρημα. «Απλά το νομίζει». Έτσι δείχνουν οι ενδείξεις, έτσι λέει το πλήθος – επομένως «νομίζει πως είναι ένοχος». Η άποψή του, επί της ουσίας, είναι μια μη-άποψη.

Είναι ωστόσο καλόκαρδος και ανοιχτός στην επικοινωνία. Ο νους του μοιάζει με δοχείο, έτοιμο να δεχτεί κάθε καινούργια γνώμη, αρκεί να έχει σοβαρά επιχειρήματα. Από αυτή την οπτική ο χαρακτήρας του ανήκει στους σημαντικότερους του έργου – δεν παρουσιάζεται δογματικός, μα ανοιχτόμυαλος, ικανός για επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων. Δίχως χαρακτήρες σαν αυτόν θα ήταν αδύνατο να λυγίσει ο σκληροπυρηνικός πυρήνας της πλειοψηφίας και να μάθει να σκέφτεται διαφορετικά.

Συμπέρασμα; Το πρώτο βήμα για την κατάρρευση του δογματισμού είναι η καλή καρδιά και η θέληση για διάλογο.


2 # O Επιπόλαιος



 Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας εξ’ αρχής δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον αθλητικό αγώνα, παρά για το αποτέλεσμα της δίκης. Μόνο του μέλημα είναι να τελειώνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να μη χάσει το ματς. Περιφρονεί τον διάλογο, τον οποίο και θεωρεί «χάσιμο χρόνου» και ο μόνος τρόπος να αλλάξει άποψη είναι αν δει πως μπορεί να κερδίσει περισσότερο χρόνο για τον εαυτό του με αυτόν τον τρόπο.

Η κρίση του ποδηγετείται τυφλά από τις εγωιστικές του ενορμήσεις – και οι ενορμήσεις αυτές είναι κοινές και ευτελείς: ξεπουλάει εύκολα την τύχη ενός νέου ανθρώπου προκειμένου να χαρεί το πολυπόθητο ματς.

Ο Επιπόλαιος μοιάζει με τον τσαρλατάνο που χοροπηδάει ανέμελος στα ερείπια του ορθολογισμού μας. Ζει χωρίς αξίες, περιφρονεί τον διάλογο, γελάει στα μούτρα όσων προσπαθούν να κάνουν τη διαφορά. Αν ήταν περισσότερο μυαλωμένος θα τον λέγαμε κυνικό – μα εδώ δεν έχουμε μυαλό, μόνο αντανακλαστικά και εγωιστικά ένστικτα. Από πολλές απόψεις ο Επιπόλαιος ενσαρκώνει τον κυρίαρχο τύπο του πολιτισμού μας: βαθιά επιφανειακός και καθοδηγούμενος από τις μικρές, ταπεινές του απολαύσεις.



12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αερολόγου και του ευμετάβλητου - το φονικό κουνέλι



3 # Ο Αερολόγος 



Θα πουλήσει τσαμπουκά, θα ορθώσει το ανάστημά του, θα προσβάλλει τον συνομιλητή του, θα υψώσει περισσότερο από όλους τους άλλους τη φωνή του – μα από επιχειρήματα; Μηδέν. Κοπανιστός αέρας.

Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό;

Ω, πόσοι αερολόγοι υπάρχουν γύρω μας! Και για κάποιο λόγο όλοι έχουν ανάγκη να υψώσουν τη φωνή τους – με τον ίδιο τρόπο που υψώνει τη φωνή του ο ανασφαλής έφηβος, προκειμένου να ακουστεί μες στην παρέα, προκειμένου να αισθανθεί πως είναι «κάποιος». Ό,τι λείπει σε επιχειρηματολογία προσπαθούν να το αναπληρώσουν με τη φωνή. Αυτή είναι η μαγκιά τους. Κάποιοι θα ψαρώσουν, που θα πάει. Εκεί που η δύναμη υποκαθιστά τη λογική.

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις τον Αερολόγο και τον τσαμπουκά του; Πολύ απλά – να τον αγνοήσεις.


4 # Ο Ευμετάβλητος 



Είναι διαφημιστής στο επάγγελμα – και το επάγγελμα ταιριάζει γάντι στον τύπο του, που δείχνει να άγεται και να φέρεται, σαν τον αέρα – δίχως ουσία, σκορπώντας χαμόγελα αριστερά και δεξιά, φιλικός μα κενός στο βάθος. Είναι ο κοσμικός τύπος, εκείνος που θα κοινωνικοποιείται στα πάρτι, αυτός που θα κερδίσει με το γοητευτικό του χαμόγελο και τα αστεία του γυναίκες και άντρες – μα αν γυρέψεις κριτική σκέψη, δύσκολα θα την βρεις.

Ο Ευμετάβλητος αδυνατεί να κάνει από μόνος του διαφορά. Έχει υπερβολικά μεγάλη ανάγκη την αποδοχή των άλλων για να πάει κόντρα στο ρεύμα. Μα αν το ρεύμα αλλάξει, τότε θα προσαρτηθεί κι αυτός με τη σειρά του πάνω του – δεν θέλει να χάσει την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου.

Όπου φυσάει ο άνεμος – εκεί θα συναντήσεις και άφθονους τύπους σαν αυτόν. Δίχως γνώμη – μα με λαμπρά χαμόγελα.




12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αισθηματία και του τεχνοκράτη - το φονικό κουνέλι



5 # Ο Αισθηματίας 



Ο βασικός αντίπαλος του πρωταγωνιστή και ο τελευταίος που αλλάζει γνώμη. Από πολλές απόψεις ο αισθηματίας συνιστά τον κυρίαρχο τύπο του φιλμ, εκείνον που ενσαρκώνει το μεγάλο αντίπαλο δέος κάθε απόπειράς μας να εξιχνιάσουμε την πραγματικότητα γύρω μας: ο λόγος για το Συναίσθημα, που όσο φωτίζει τις ζωές μας, άλλο τόσο κατορθώνει να συσκοτίσει συχνά τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα.

Ο Αισθηματίας καταλήγει σε παθιασμένα συμπεράσματα για τα οποία δεν έχει καμία αμφιβολία – το συναίσθημά του, βλέπετε, είναι τόσο ισχυρό που τον πείθει για την ορθότητα της κρίσης του. Πίσω από το συναίσθημά του κρύβονται συγκεκριμένα προσωπικά βιώματα, τα οποία εσκεμμένα όμως αποφεύγει να θίξει. Θέλει να νομίζει πως η ορθότητα της άποψής του στηρίζεται στη λογική, ενώ στην ουσία συνιστά προϊόν σημαντικών ψυχολογικών βιωμάτων. Είναι εκείνο που στην Ψυχολογία ονομάζουμε «εκλογίκευση»: να αποκρύβεις και από τον ίδιο τον εαυτό σου τις ψυχολογικές αιτίες των αποφάσεών σου και να τις ντύνεις με ορθολογικά, τάχα, επιχειρήματα.

Ο Αισθηματίας συνιστά το κλειδί του έργου, κατά τη γνώμη μου, και τον σημαντικότερο από τους 12 Ενόρκους, και ο λόγος είναι επειδή όλοι μας φέρουμε έναν τέτοιο μέσα μας. Είναι αδύνατο να βγάλουμε τα προσωπικά βιώματα από την κρίση μας και να δούμε τον κόσμο με ψυχρά, απογυμνωμένα από το συναίσθημα, μάτια.

Μα εκείνο που είναι εφικτό, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, είναι να αναγνωρίσουμε τον ρόλο που παίζει αυτό το συναίσθημα και το προσωπικό βίωμα στην κρίση μας – αναγνωρίζοντάς το, αν μη τι άλλο, ίσως γίνουμε λιγότερο δογματικοί και απόλυτοι στην κρίση μας.


6 # Ο Τεχνοκράτης



Στον αντίποδα του Αισθηματία, στους μηχανισμούς εκφοράς συμπερασμάτων και όχι στο συμπέρασμα καθ’ εαυτό, συναντούμε τον Τεχνοκράτη. Αν ο Αισθηματίας κινείται με βάση το συναίσθημα και το προσωπικό βίωμα, ο Τεχνοκράτης θέλει να υπολογίζει τα πάντα σαν μηχανή – δίχως συναίσθημα, ψυχρά, αντλώντας από τα δεδομένα και μόνο, καταλήγοντας σε συμπεράσματα απογυμνωμένα από κάθε περιττό συναισθηματισμό.

Μα ο κίνδυνος εδώ είναι εξίσου μεγάλος: διώχνοντας κάθε συναισθηματισμό κινδυνεύεις να απολέσεις εξίσου κάθε ανθρώπινο στοιχείο μέσα σου. Ο Τεχνοκράτης κρύβεται πίσω από τη μαθηματική αλήθεια του «2 + 2 = 4» προσπερνώντας το γεγονός πως η πραγματικότητα δεν είναι μόνο γεγονότα – μα και ερμηνείες. Και οι ερμηνείες συνδέονται με αξίες και προσωπικές κρίσεις.

Από πολλές απόψεις ο Τεχνοκράτης φανερώνει τους κινδύνους του ακραίου ορθολογισμού – όταν ο ορθολογισμός μετατρέπεται σε εργαλείο, απογυμνωμένο από κάθε αξία, τότε ο κόσμος μας κινδυνεύει να χάσει την ίδια την ανθρωπιά του. Ουσιαστικά εδώ έχουμε τον Ιδανικό Γραφειοκράτη, για τον οποίο μίλησε ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ [Max Weber]. Ψυχρός και αφοσιωμένος στο καθήκον, όλα με σκοπό να τσουλήσει αποτελεσματικότερα η Μηχανή. Ιδανικός για ένα κοινωνικό σύστημα που γυρεύει ανθρώπους-ρομπότ, απογυμνωμένους από συναίσθημα, αφοσιωμένους στο καθήκον.

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως στις πλάτες και στα επιχειρήματα του Τεχνοκράτη στηρίζονται οι αισθηματίες, οι επιπόλαιοι και οι τραμπούκοι του έργου. Αμφότερος ο Αισθηματίας, ο Ευμετάβλητος και ο Αερολόγος πιάνονται από κάθε επιχείρημά του, κρέμονται κυριολεκτικά απ’ τα χείλη του, επιβραβεύοντάς τον για εκείνο που είναι αδύνατο να κάνουν οι ίδιοι: να σκεφτούν ορθολογικά. Ο Τεχνοκράτης, λοιπόν, γίνεται η φωνή τους, το Ευαγγέλιό τους.

Αν τροχοί ενός ολοκληρωτικού κοινωνικού συστήματος είναι οι αισθηματίες και οι αερολόγοι, τότε οι τεχνοκράτες συνιστούν την κεφαλή και την δικαιολογία του.

Ο καλύτερος – και μοναδικός – τρόπος να λυγίσεις τον Τεχνοκράτη είναι να του επιτεθείς με τα ίδια του τα όπλα. Με σοβαρά και ορθολογικά επιχειρήματα, ικανά να χαράξουν μια ρωγμή στον φαινομενικά αψεγάδιαστο τοίχο του ορθολογισμού του. Μια τόσο δα ρωγμή αρκεί.




12 Ένορκοι: Η κοινή γνώμη και ο σκεπτικιστής - το φονικό κουνέλι



# 7-11 Η Κοινή Γνώμη



Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου ενσαρκώνουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την «κοινή γνώμη». Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι πως κατέληξαν σ’ ένα συμπέρασμα δίχως να το έχουν σκεφτεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες – μα όλοι τους, λίγο πολύ, είναι πρόθυμοι να συζητήσουν το θέμα. Είναι εκείνοι που συμβάλλουν στο να γύρει, σταδιακά, η πλάστιγγα υπέρ του κατηγορούμενου.

Παρέα με τον συμπαθέστατο Αστόχαστο, για τον οποίο ήδη μιλήσαμε, έχουμε ακόμα τον Ηλικιωμένο (ο πρώτος σοφός, που αρνείται να καθοδηγηθεί τυφλά από τους άλλους), τον Μετανάστη (θέλοντας να προσαρμοστεί μεν στην αμερικανική πραγματικότητα, μα χωρίς να ξεχνάει την διαφορετικότητά του), τον Εργάτη (που καθοδηγείται από την πλειοψηφία στην αρχή, μα έχει στέρεες αρχές και δεν αρνείται τον διάλογο), τον Μεγαλωμένο σε Σκληρό Περιβάλλον (που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε θέματα διακρίσεων), και, τέλος, τον Συντονιστή (που μοιάζει με εκείνους τους δημοσιογράφους που καλύπτουν ένα ρεπορτάζ, δίχως ισχυρή προσωπική άποψη μα πρόθυμος να κατανοήσει την πραγματικότητα αν δει πως γέρνει σε βάρος της μίας ή της άλλης πλευράς).

Τέλος, μένει ένας ένορκος, ένας ανθρώπινος τύπος, που συμβάλλει καθοριστικά στη μεταστροφή αυτής της κοινής γνώμης.


12 # Ο Σκεπτικιστής



Πρόκειται για τον καταλύτη του έργου. Σκοπός του Σκεπτικιστή δεν είναι η απόρριψη της αλήθειας, μα η θραύση του δογματισμού. Επειδή ακριβώς αγαπάει την αλήθεια και την έρευνα, αρνείται τα ψευτοεπιχειρήματα των συνομιλητών του – και, μόνος του αρχικά, παλεύει να αγωνιστεί ενάντια σε όλους τους άλλους, με σκοπό να τους εμφυσήσει κάτι από τον προβληματισμό του.

Ο Σκεπτικιστής ενσαρκώνει το πνεύμα της Επιστήμης. Όχι της ψυχρής, εργαλειακής επιστήμης (αυτή θα λέγαμε πως την ενσαρκώνει ο Τεχνοκράτης) – μα της άλλης, εκείνης που εξακολουθεί ν’ αμφισβητεί και ν’ αμφιβάλλει, ακόμα και για τα ίδια της τα ευρήματα, εκείνης που δεν αρκείται σε δόγματα που γυρεύει πάντα να σκάψει λίγο βαθύτερα, να επεκταθεί λίγο παραπέρα. Ο σκεπτικισμός της είναι υγιής σκεπτικισμός – δεν επιδιώκει την κατάρρευση της γνώσης, μα τον εμπλουτισμό της. Είναι στη φύση του Σκεπτικιστή να αμφιβάλλει, όπως είναι στη φύση του και να συνδιαλέγεται, να επικοινωνεί. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί τυφλά κάποια «αλήθεια» δίχως να την εξετάσει από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Και θα αρνούνταν κάθε μορφή δόγματος – μια που τα δόγματα δεν επιτρέπουν περαιτέρω έρευνα και περαιτέρω αναστοχασμό. Η φράση-κλειδί του, όπως ακούμε να λέει ο Χένρι Φόντα στην αρχή του έργου, είναι: “it’s possible”. Είναι πιθανό – μα όχι βέβαιο.

Αυτή η σπίθα της αμφιβολίας πυροδοτεί το φιλμ. Αυτή η σπίθα της αμφιβολίας, πάντα ταπεινή στο βάθος, γνωρίζοντας τα όριά της, είναι η ελπίδα μας απέναντι σε κάθε μορφή φανατισμού και προσκόλλησης σε τυφλές αλήθειες.



Οι 12 Ένορκοι της ταινίας
Lee J. Cobb in Twelve Angry Men
Σκηνή από τους 12 Ένορκους



Η επιρροή της μειονότητας σε μια πλειοψηφία και οι διεργασίες της κοινωνικής αλλαγής




Γίνεται μια σπίθα να πυροδοτήσει ολόκληρη πυρκαγιά; Ασφαλώς και γίνεται – στην πραγματικότητα δεν υπάρχει φωτιά που να μην έχει ξεκινήσει από μια σπίθα μόνο.

Η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα αντανακλούν τη φυσική πραγματικότητα. Κάθε κοινωνικό γεγονός ξεκινάει από ένα μικρό, φαινομενικά, περιστατικό, κάθε ιστορικό συμβάν πηγάζει από μια αφορμή. Είναι δύσκολο, ως αδύνατο, να κατανοήσουμε σε βάθος τη μακρά (ατελείωτη!) εκείνη αλυσίδα των γεγονότων, πώς επηρεάζει το ένα το άλλο, πώς καταλήγει το ένα να επιδρά πάνω στο άλλο και όλα μαζί να διαμορφώνουν την πορεία των πραγμάτων. Τείνουμε να ερμηνεύουμε τον κόσμο και τα γεγονότα με μονόπλευρες αντιλήψεις πάνω στις «αιτίες» και τα «αποτελέσματα», μα η πραγματικότητα είναι πάντα περισσότερο σύνθετη από αυτό.

Να γιατί λοιπόν ένα φαινομενικά μικρό και ασήμαντο γεγονός μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στη συνέχεια – χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα έχει καταλυτική επίδραση ούτως ή άλλως. Μα υπάρχει μια πιθανότητα να συμβεί. Κόντρα στην αποκαρδιωτική εκείνη αίσθηση της ασημαντότητας που νιώθουμε όταν αντιλαμβανόμαστε τη μικρότητα του εαυτού μας σε μια μαζική και ξένη απέναντί μας κοινωνία, υπάρχει πάντα εκείνο το «κάτι» που μας υπενθυμίζει πως τα πράγματα ίσως να μην είναι τόσο σκούρα όσο νομίζουμε: ίσως και να μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει τη διαφορά κάποιες φορές. Ίσως μπορεί να γύρει η πλάστιγγα. Ίσως μπορεί να αλλάξει κάτι γύρω μας. Ίσως. Υπάρχει μια μικρή, μπορεί ελάχιστη, πιθανότητα – μα υπάρχει.

Αρκεί να δούμε την Ιστορία ως τώρα για να το επιβεβαιώσουμε αυτό: όλα αλλάζουν. Ίσως όχι με τον ρυθμό που θέλουμε και ίσως όχι προς την κατεύθυνση που θέλουμε. Μα αλλάζουν. Εδώ μια πεταλούδα σηκώνει τα φτερά της και ξεσπά τυφώνας στην άλλη πλευρά του κόσμου και νομίζετε πως οι πράξεις μας είναι τόσο, πια, ασήμαντες;



12 Ένορκοι κατά τη διαδικασία της ψήφου
Αλλαγή και μειονότητα, από τους 12 Ένορκους



Το πρώτο βήμα για να αλλάξει μια γενική κοινωνική κατεύθυνση – η κατεύθυνση της πλειοψηφίας – είναι να αλλάξει μια μειονότητα ανθρώπων. Κάθε αλλαγή πάντα ξεκινάει από τους λίγους και επηρεάζει στην πορεία τους πολλούς – τα παραδείγματα είναι άφθονα αν δούμε τις ιστορικές αλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει πως αλλαγή της μειονότητας συνεπάγεται, αυτόματα, αλλαγή και της γενικής πορείας των πραγμάτων! Η μειονότητα μπορεί να μείνει τέτοια που είναι: μια μειονότητα και να μην αλλάξει τίποτα απολύτως. Είναι εκείνο που θα ονομάζαμε, με κοινωνιολογικούς όρους, Ενσωμάτωση, ή Αφομοίωση. Ο σύγχρονος καπιταλισμός ξεχειλίζει με τέτοια παραδείγματα – από πολλές απόψεις μάλιστα, τέτοιες μειονότητες που πάνε «κόντρα στο ρεύμα» χρησιμεύουν και ως τροφή του συστήματος, ως αέρας ανάμεσα στα γρανάζια του – αναγκαίες για να μπορεί το σύστημα να ελίσσεται δίχως να ασφυκτιά, να ενσωματώνει τη διαφορετικότητα και με αυτόν τον τρόπο να εμπλουτίζεται το ίδιο.

Μα μια μειονότητα μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα γύρω της, όπως έχουν δείξει άφθονες μελέτες της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Σκοπός του παρόντος κειμένου, βέβαια, δεν είναι να εξαντλήσω αυτό το πελώριο θέμα – θα ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Ίσα να θίξω κάποιες πτυχές του, με αφορμή πάντα το “12 Angry Men”.

Πώς επηρεάζει ο ήρωας και πρωταγωνιστής της ταινίας μας τους υπόλοιπους ένορκους; Το πρώτο βήμα είναι εκείνη η σπίθα του σκεπτικισμού, που ήδη αναφέραμε. Δίχως αυτόν δεν θα είχε γίνει τίποτα εξ’ αρχής. Κάθε αλλαγή χρειάζεται να πυροδοτηθεί από μια αντίστοιχη σπίθα. Αυτή η σπίθα με τη σειρά της μπορεί να γίνει λόγος, μπορεί να γίνει σκέψη, μπορεί να γίνει πράξη. Μα όλα ξεκινούν από αυτή τη σπίθα.

Δεύτερο βήμα στην επιρροή της μειονότητας είναι η σταθερότητα της άποψης. Σταθερότητα όχι με την έννοια του δογματισμού, μα με την έννοια της υγιούς αμφισβήτησης. Αν ο ήρωάς μας έδειχνε να μην έχει επιχειρήματα και ήταν ανασφαλής σαν τους άλλους, δεν θα είχε γίνει τίποτα. Κανείς δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά. Μα εκείνος έχει λόγο, έχει άποψη και έχει διάθεση να τη μοιραστεί. Δεν κρύβεται, δεν φοβάται, δεν διστάζει. Έχω τις αμφιβολίες μου, εκφράζει, και έχει επιχειρήματα για να τις στηρίξει. Δεν είναι ο λόγος ενός κενού αμφισβητία, που αμφισβητεί τυφλά για να «πάει κόντρα στο σύστημα» - μα ενός υγιούς σκεπτικιστή που θέλει να επικρατήσει η αλήθεια.

Κι εδώ ερχόμαστε στο αμέσως ακόλουθο βήμα: το σθένος. Γιατί χρειάζεται θάρρος να ορθώσεις τη διαφορετικότητά σου και να την υπερασπίσεις με επιχειρήματα. Πολλοί θα δίσταζαν να το κάνουν. Όχι όμως ο πρωταγωνιστής μας. Ο φόβος και η σιωπή είναι το όπλο κάθε ολοκληρωτισμού. Το να μιλάς όμως, να υψώνεις τη φωνή σου και να ορθώνεις το ανάστημά σου – αυτό είναι η πνοή της ελευθερίας.



Ο Χένρυ Φόντα στους 12 Ένορκους
12 Angry Men, δημοκρατία και ολοκληρωτισμός




Είναι όμως αρκετά αυτά; Πόσες ηρωικές πράξεις ανθρώπων έγιναν και έφυγαν, δίχως αντίκρισμα; Δυστυχώς δεν αρκεί να κάνεις μόνος σου τη διαφορά – χρειάζεσαι και συνοδοιπόρους στο δρόμο σου. Όπως εξάλλου ομολογεί ο Χένρι Φόντα στην αρχή του έργου: «θα εκθέσω τα επιχειρήματά μου – μα αν ψηφίσουμε και εξακολουθείτε να έχετε άλλη άποψη από μένα, θα παραδώσω τα όπλα, δεν θα επιμείνω άλλο».

Ευτυχώς, όμως, στην περίπτωση της ταινίας, θα βρεθούν εκείνοι οι συνοδοιπόροι που θα κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα, πάνω που πάει να σβήσει. Και σταδιακά η γνώμη της μειονότητας (ενός ανθρώπου αρχικά) αρχίζει και εξαπλώνεται – αργά μα σταθερά μετατρέπεται στη γνώμη των πολλών.

Πρόκειται για μια αργή και επίμοχθη διαδικασία, γεμάτη συγκρούσεις και πισωγυρίσματα. Καμία αλλαγή της προκοπής δεν ακολουθεί εντελώς ευθεία γραμμή, και όσες επεδίωξαν να το κάνουν έφαγαν τα μούτρα τους. Μα η φωτιά εξαπλώνεται, λίγο προς λίγο – οι σπόροι έχουν φυτευτεί.



Επίλογος. Δημοκρατία και διάλογος εναντίον ολοκληρωτισμού




Όπλα της μειονότητας στην ταινία είναι ο διάλογος, η επιχειρηματολογία, η ελεύθερη άποψη, η έρευνα, η αμφισβήτηση, η ευαισθησία – αντίπαλοί τους είναι ο δογματισμός, ο φανατισμός, η προκατάληψη, η αδιαφορία, η στενομυαλιά, ο τσαμπουκάς, η χλεύη. Με άλλα λόγια έχουμε μια κλασική σύγκρουση του υγιούς πνεύματος της δημοκρατίας από τη μία, με το πνεύμα του ολοκληρωτισμού από την άλλη. Ας μην κάνουμε παραλληλισμούς με την «δημοκρατία» σαν καθεστώς, όπως ισχύει στην εποχή μας. Εδώ αναφέρομαι στην υγιή δημοκρατία, σαν άποψη, σαν στάση ζωής – κατά πόσο υφίσταται αυτό και σε τι βαθμό υφίσταται στον κόσμο που ζούμε είναι άλλο θέμα.

Μα σάμπως αυτό δεν είναι και το σημαντικότερο μήνυμα του έργου; Δεν έχει σημασία αν μια πλειοψηφία άγεται και φέρεται. Αρκεί να υπάρχουν λίγοι που κάνουν τη διαφορά – που έχουν το θάρρος να σκεφτούν και να ορθώσουν το ανάστημά τους. Ίσως αυτοί οι λίγοι να αρκούν τελικά. Ίσως να μην χρειάζεται να αλλάξουν οι πολλοί – αρκεί να υπάρχουν αυτοί οι λίγοι.


Γιατί, σε τελική ανάλυση, κάθε φωτιά ξεκινάει από μια τόσο δα σπίθα.


© Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Οκτώβρης του 18



Ταινία 12 Ένορκοι, μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι

Γιασουνάρι Καβαμπάτα - Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς

$
0
0

Το κορίτσι στον δρόμο της φωτιάς, ένα διήγημα του Γιασουνάρι Καβαμπάτα [Yasunari Kawabata]. Σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι




ΟΓιασουνάρι Καβαμπάτα [ 川端 康成, Yasunari Kawabata ] υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Οι ιστορίες του μοιάζουν βγαλμένες από έναν άλλο κόσμο – έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Ο λόγος για την παλιά Ιαπωνία, την ποιητική Ιαπωνία, την Ιαπωνία πριν τον εκδυτικισμό. Η γραφή του συχνά μοιάζει παράξενη σε μας τους δυτικούς – που έχουμε τόσο εξοικειωθεί με τις λογοτεχνικές φόρμες της «πλοκής» και της «δράσης» και απορούμε αν διαβάζουμε σελίδες ολόκληρες με περιγραφές ενός ομιχλώδους τοπίου στα βουνά, ή με μια γκέισα που παίζει μουσική με το σαμισέν της.

Υπάρχουν λογοτέχνες που σε βυθίζουν στα άδυτα του κόσμου και της πραγματικότητας που ζεις· σου αποκαλύπτουν τις κρυφές πτυχές της και ξεδιπλώνουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής: είναι οι μεγάλοι λογοτέχνες της δυτικής παράδοσης. Μα υπάρχουν κι εκείνοι που σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους – όχι φανταστικούς, υπαρκτούς πέρα ως πέρα. Μα, για κάποιον λόγο, είχες ξεχάσει πως υπάρχουν αυτοί οι κόσμοι – ή πως έχουν υπάρξει μια φορά. Όπως έχεις ξεχάσει τη σημασία που μπορεί να έχει ο ήχος μιας πηγής σε κάποιο σκιερό δασάκι, ή η αχτίδα του φεγγαριού που μόλις ξεπροβάλλει απ’ τα σύννεφα και σκορπά ένα αχνό ασημένιο φως, τέτοιο που κάνει τα μάτια των ζώων να γυαλίζουν.

Ίσως ποτέ στην Δύση δεν εκτιμήσαμε αυτά τα πράγματα. Αυτά τα μικρά πράγματα, που τόσο μεγάλα αποκαλύπτονται στη διαχρονικότητά τους. Ίσως γι’ αυτό χρειάζεται να μελετήσουμε τους κλασικούς Ιάπωνες λογοτέχνες – ακόμα και αν καταλάβουμε τα μισά απ’ όσα γράφουν.

Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας ένα μικρό διήγημα του Καβαμπάτα, με τίτλο «Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς». Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες της Παλάμης» [Palm-of-the-Hand Stories / 掌の小説 tenohira / tanagokoro no shōsetsu]. Το συγκεκριμένο διήγημα ανήκει στα παλαιότερα του συγγραφέα – γράφτηκε το 1924. Το θέμα του είναι ερωτικό. Μια ανάμνηση ονείρου, ρευστή, σχεδόν εξωπραγματική, από κείνες που προσπαθείς να συγκρατήσεις μόλις ξυπνάς ένα πρωί – κι ενώ το όνειρο αργοκυλά στις παλάμες σαν νερό και χάνεται, πέφτει στο έδαφος. Ή σαν την όμορφη ρευστή ομίχλη μιας αυγής που διαλύεται στο σκληρό φως του ήλιου.



Γιασουνάρι Καβαμπάτα – Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς [1924]




«Μακριά αχνοφέγγει το νερό της λίμνης. Έχει το χρώμα βαλτωμένης πηγής σε παλιό κήπο ένα φεγγαρόλουστο βράδυ.

Το δάσος στην αντίπερα όχθη της λίμνης καίγεται σιωπηλά. Η φωτιά, όσο κοιτάζω, απλώνει. Πυρκαγιά στο δάσος.

Οι αντλίες της πυροσβεστικής, που τρέχουν πλάι στην όχθη σαν παιδικά παιχνίδια, καθρεφτίζονται πεντακάθαρα στην επιφάνεια του νερού.

Ατέλειωτα πλήθη ανθρώπων ανηφορίζουν τον λόφο μαυρίζοντας την πλαγιά.

Αποκτάω συνείδηση του εαυτού μου. Βρίσκομαι μέσα σε μια φωτεινή και άνυδρη άπνοια.

Το κομμάτι της πόλης στα πόδια του λόφου είναι μια θάλασσα φωτιάς.

Μια κοπέλα ξεκόβει επιδέξια απ'το ανθρώπινο πλήθος και μόνη της κατεβαίνει τον λόφο. Απ'όλους μόνο αυτή κατεβαίνει τον λόφο.

Μ'έναν τρόπο μυστηριώδη όλος αυτός ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σιωπή.

Βλέποντας το κορίτσι να πηγαίνει κατευθείαν στη θάλασσα της φωτιάς με κυριεύει ένα ανυπόφορο συναίσθημα.

Εκείνη τη στιγμή, χωρίς λέξεις, αρχίζω μια πραγματική, καθαρή συνομιλία με την καρδιά της.

«Γιατί μόνη εσύ κατεβαίνεις τον λόφο; Για να πεθάνεις μες στη φωτιά;»

«Δεν θέλω να πεθάνω. Το σπίτι σου όμως βρίσκεται προς τα δυτικά. Γι'αυτό κι εγώ βαδίζω προς την ανατολή».

Η μορφή της μες στο οπτικό μου πεδίο, ένα σημαδάκι σκούρο μπροστά στις φλόγες, τρύπησε με οδύνη τα μάτια μου και ξύπνησα.

Απ'τις γωνίες των ματιών μου έτρεχαν δάκρυα.

Ήξερα ήδη πως είχε πει ότι δεν ήθελε να περπατήσει προς την πλευρά που βρισκόταν το σπίτι μου. Δεν πειράζει ό,τι και να σκεφτόταν. Απ'τη μεριά μου εγώ, μαστιγώνοντας τη λογική μου, είχα καταφέρει, επιφανειακά τουλάχιστον, να αποδεχτώ την ιδέα πως τα αισθήματά της για μένα είχαν κρυώσει, μέσα μου όμως, άσχετα με το τί αισθανόταν ή πραγματική κοπέλα, έτρεφα αυτάρεσκα την ιδέα πως κάπου στην καρδία της υπήρχε μια σταγόνα αγάπης για μένα. Αν και χλεύαζα αμείλικτα αυτόν μου τον εαυτό, μέσα μου, μυστικά, προσπαθούσα να τον κάνω να συνεχίσει να ζει.

Ένα όνειρο όμως σαν αυτό που είδα δεν έδειχνε πως στα κατάβαθα της ψυχής μου ακόμα κι εγώ ίδιος, τελικά, πίστευα πως εκείνη δεν είχε πια για μένα ούτε ένα ψίχουλο καλής θέλησης;

Το όνειρο είναι ό,τι αισθάνομαι. Τα δικά της αισθήματα μες στο όνειρο είναι αυτά που εγώ δημιούργησα γι'αυτήν. Είναι αισθήματα δικά μου. Στα όνειρα δεν υπάρχει ψεύτικη επίδειξη αισθημάτων ή προσποίηση.

Μ’ αυτή τη σκέψη μελαγχόλησα.»



Το διήγημα περιλαμβάνεται στις «Ιστορίες της Παλάμης» του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Για την παρουσίαση, τη σύνθεση της εικόνας και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18.

Οι Σειρήνες του Πολέμου... Του Νίκου Καζαντζάκη

$
0
0

Νίκος Καζαντζάκης, οι σειρήνες του πολέμου. Από το Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι



Ένα απόσπασμα από το «Ταξιδεύοντας: Αγγλία» του Νίκου Καζαντζάκη



Τον καιρό που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εν έτει 1939, ο Νίκος Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αγγλία. Έζησε από πρώτο χέρι την σιωπηλή, μα αποφασιστική προετοιμασία του αναπόφευκτου αμυντικού πολέμου ενάντια στην επέλαση των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα. Είδε τις σκυθρωπές βρετανικές πολιτείες να ντύνονται στα γκρίζα και να καλούν τους πολίτες στην υπεράσπιση της πατρίδας τους. Και όταν πέρασαν τα πρώτα εχθρικά αεροπλάνα πάνω από την πόλη διέσχισε από νωρίς, μαζί με τους βρετανούς πολίτες, τη λεπτή εκείνη αόρατη γραμμή που χωρίζει τον κόσμο της ειρήνης από τον κόσμο του πολέμου: η πραγματικότητα που γνώριζε ως τότε είχε τελειώσει• τίποτα δεν ήταν πλέον δεδομένο• η ζωή μπορούσε να τελειώσει από στιγμή σε στιγμή, με την αιφνίδια έκρηξη μιας βόμβας καταμεσής της πόλης.

Μια τέτοια εμπειρία μας περιγράφει στο ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας: Αγγλία». Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα όταν άκουσε ξαφνικά τον ήχο της σειρήνας: προειδοποίηση πως επέρχεται εχθρική εισβολή και παρακίνηση για αναζήτηση καταφυγίου από τυχών ρίψη αεροπορικών πυρών. Το καταφύγιο στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια όμορφη γοτθική εκκλησία – «καλό επιτάφιο μνημείο», όπως τη χαρακτήρισε με μαύρο χιούμορ ο ίδιος. Εκεί, στο σκοτάδι, φορώντας μάσκες, έχοντας βουλώσει τα αυτιά τους με βαμβάκια και έχοντας ανάψει κάτι ζοφερά κεριά, ο Καζαντζάκης θα περιμένει στωικά το αναπόφευκτο, παρέα με μερικές δεκάδες ακόμα βρετανούς πολίτες, άντρες και γυναίκες.

Πώς αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ενός θανάτου και την πιθανότητα να θαφτεί εκεί, στα βάθη της βρετανικής γης, από τη ρίψη μιας βόμβας; Με καρτερία, σθένος και ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Ιστορία: «Ποτέ ως τώρα, συλλογίζουμουν, δεν έζησα μιαν τόσο παγκόσμια κρίσιμη στιγμή. Ας τη χαρώ ως το τέλος!»

Μα του έλειπε, εκεί στο άδυτο, ο Δάντης και το «Καθαρτήριό» του – το βιβλίο που τον συντρόφευε, μεταξύ άλλων, τον καιρό εκείνον στην Αγγλία. Πόσο θα ήθελε, γράφει, να διάβαζε κάποιους στίχους του εκείνη την ώρα!

Δυστυχώς για τον υπόλοιπο κόσμο, ο πόλεμος βρισκόταν ακόμα στην αρχή. Μα η πρώιμη εκείνη εμπειρία του Νίκου Καζαντζάκη φανερώνει μια πτυχή του που συχνά προσπερνάμε: όχι εκείνη των πολεμιστών στη μάχη, μα του άμαχου πλήθους, του λαού που αποζητά καταφύγια στις πόλεις – εκείνων που παραδίδονται περισσότερο από όλους ίσως στο αναπόφευκτο και το μοιραίο.

Ας παραδώσουμε την σκυτάλη στον Νίκο Καζαντζάκη και στην αφήγησή του.



Οι σειρήνες του πολέμου, του Νίκου Καζαντζάκη




«Στις 3 του Σετέμπρη, κατά το μεσημέρι, περπατούσα στη Λόντρα, γύριζα από το Γκόρντον σκουαίρ. Απαλή, γαλήνια μέρα, ήλιος Έλληνας, ζέστη γλυκιά, τα δέντρα έλαμπαν όλο φως, αλαφριά κιτρινισμένα• είχαν ξουρίσει, τώρα να, τη χλόη στο πάρκο κι ο αγέρας μύριζε χορτάρι και χωματίλα. Μυρωδιά που παρηγορούσε και δρόσιζε τα σπλάχνα. Μια γοτθική εκκλησία από γκρίζα πέτρα υψώθηκε ξαφνικά μπροστά μου. Απλή, λυγερή, περήφανη, καμωμένη, θαρρείς, από ένα πανύψηλο πέτρινο βέλος που χιμούσε στον ουρανό, μυτερό σαν αλεξικέραυνο.

Στάθηκα και καμάρωνα τον αγαπημένο ρυθμό που έδωκε την πιο τέλεια, για μένα, φόρμα στη θρησκευτικήν αρχιτεχτονική. Όχι πια η ισιόγραμμη τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάνει ανθρώπινη τάξη στο υπεράνθρωπο μυστήριο, ισορροπώντας τη λαχτάρα, εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό. Μα κάτι παράφορο κι ορμητικό, μια ένθεη αλλοφροσύνη που συνεπαίρνει ξάφνου τον άνθρωπο και τον κάνει να εξορμάει στη γαλάζιαν ερημιά και να ζητάει να αιχμαλωτίσει τον μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε «Θεό».

Τέτοια, συλλογίζουμουν, πρέπει να ‘ναι κι η προσευχή. Τέτοια φόρμα ταιριάζει στην ψυχή του αληθινού ανθρώπου. Να καταβροχθίζει όλο το σώμα ανθρώπινες χαρές και πίκρες και λαχτάρες και να τις ρίχνει σα βέλος στο άφταστο, χιμαιρικό, απάνθρωπο ύψος. Ορμή και περηφάνια, κραυγή που χάνεται μέσα στο φως, λόγχη που στέκεται, έρημη, και περιμένει.

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν να ουρλιάζουν οι πρώτες πρώτες στη Λόντρα σειρήνες του κιντύνου. Μέρες τώρα, σε όλη την απέραντη πολιτεία μεγάλα τοιχοκολλήματα ειδοποιούσαν τους κακόμοιρους ανθρώπους και τους μάθαιναν να ξεχωρίζουν τα διάφορα συνθήματα του κιντύνου: Οι σειρήνες αναγγέλνουν τα εχτρικά αεροπλάνα που ζυγώνουν, τροκάνες τα δηλητηριώδη αέρια και τις αρρώστιες που ο σύγχρονος επιστήμονας βάρβαρος έμαθε τους ανθρώπους να ρίχνουν και ν’ αφανίζουν τις πολιτείες.

Ο αγέρας μεμιάς γιόμωσε αόρατη, τρομαχτική παρουσία. Κοίταξα μεμιάς γύρα μου: οι διαβάτες μια στιγμή σταμάτησαν μαρμαρωμένοι, τρούλωσαν τ’ αυτιά. Τα πρόσωπα είχαν αλαφριά κιτρινίσει, οι πόρτες άνοιξαν, άντρες και γυναίκες πρόβαλαν, κοίταξαν τον ουρανό και ξανάκλεισαν τις πόρτες με δύναμη. Άλλοι έτρεχαν στα σπίτια τους να πάρουν τις μάσκες τους. Μαύρα ζωγραφισμένα χέρια στους τοίχους έδειχναν κοντά στο Γκόρντον σκουαίρ όλα κατά την ίδια γραμμή• κι αποκάτω η λέξη: Shelter, καταφύγιο.

Ωραία η στιγμή, γιομάτη ήσυχο, αθόρυβο πανικό. Ένας νέος που κρατούσε χεραγκαλιά μια νέα, στράφηκε, την κοίταξε και χαμογέλασε για να της δώσει θάρρος. Ένας πόλισμαν στο σταυροδρόμι, ήσυχος, άπλωσε το χέρι κι έδειχνε. Οι διαβάτες υπάκουγαν στη βουβή κίνηση κι έτρεχαν, όσο μπορούσαν με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, στο καταφύγιο.

Ήταν η πρώτη συγκίνηση, η πρώτη «επιφοίτηση» που έκαναν οι μοντέρνοι ατσαλένιοι άγγελοι της Αποκάλυψης. Είχαμε πέντε λεφτά στη διάθεσή μας και δεν ήθελα να τα χάσω. Μια άγρια απάνθρωπη περιέργεια με κρατούσε ακίνητο. Τούτη είναι, έλεγα με το νου μου, η πρώτη κραυγή, ο πρώτος επιθανάτιος ρόγχος του βιομηχανικού πολιτισμού. Δόθηκε το σύνθημα της καταστροφής. Το ανθρώπινο μυαλό που δημιούργησε όλα αυτά τα μαγικά θάματα, χωρίς ηθική πίστη κι ανθρώπινη γλύκα, σηκώνει τώρα, σαν το σκορπιό, την ουρά του, ξεχειλισμένη δηλητήριο, και την μπήγει στο στήθος του.

Ποτέ ως τώρα, συλλογίζουμουν, δεν έζησα μιαν τόσο παγκόσμια κρίσιμη στιγμή. Ας τη χαρώ ως το τέλος!

— Εμπρός! Εμπρός! μου φώναξε ο πόλισμαν. Που είναι η μάσκα σας;

Μ’ έσπρωξε ν’ ακολουθήσω τους επίλοιπους διαβάτες. Από μαύρο χέρι σε μαύρο χέρι φτάσαμε στο καταφύγιο. Ήταν η γοτθική εκκλησία.

Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα μια στιγμή το περήφανο βέλος στον ουρανό. Όλες οι πέτρες αποκορυφώνουνταν σε μια μυτερή αιχμή. «Καλό επιτάφιο μνημείο», είπα από μέσα μου, «και μου αρέσει. Ας κατεβούμε!»




Καταφυγή σε βρετανικό καταφύγιο, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου

Βομβαρδιστικά αεροπλάνα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο

Μέσα σ'ένα βρετανικό καταφύγιο, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου




Μπήκαμε μέσα από την τοξωτή πόρτα. Ο πάστορας μας υποδέχουνταν χλωμά χαμογελώντας. Κατεβήκαμε μια στενή πέτρινη σκάλα κι ύστερα άλλη, μπήκαμε σε θολωτό υπόγειο. Δυο τρία εικονίσματα κρέμουνταν στους τοίχους. Η Παναγία με το μωρό της. Πιο πέρα ένας Χριστός ροδοκόκκινος και χαρούμενος, θρανία δεξιά κι αριστερά και καθίσαμε. Στη γωνιά πρόχειρος σταθμός για τις πρώτες βοήθειες: μπαμπάκια, γάζες, μποτίλιες, μποτιλάκια.

Δυο τρεις νέοι μπροστά μου με τις μάσκες στο χέρι• μια κομψευόμενη είχε κάνει μεταξωτή θήκη για τη μάσκα της, αρμονισμένη με το χρώμα της ζακέτας της. Μια άλλη κοπέλα κρατούσε σφιχτά το χέρι ενός νέου με χακί και δε μιλούσε.

— Είναι νιόνυφοι, άκουσα να μουρμουρίζουν δίπλα μου• περνούν έτσι το «μήνα του μέλιτος»...

Μια στρουμπουλή γυναικούλα έβγαλε ένα μήλο κι άρχισε να το τρώει βιαστικά βιαστικά, σα να φοβόταν μη δεν προφτάσει.

Μια νοικοκυρά ροδομάγουλη, ντυμένη κάτασπρα, μ’ ένα κόκκινο σταυρό ραμμένο στο μανίκι της, ξεκόλλησε από τη γωνιά και μας μοίρασε μπαμπάκι.

— Για τ’ αυτιά, είπε, να μην ακούτε.

Μέθοδο στρουθοκαμήλας, παναιώνια. Ο πάστορας στάθηκε ανάμεσα στις δυο σειρές τα θρανία κι είπε μερικά λόγια για Θεό και θεία Πρόνοια και Παράδεισο.

Ύστερα έφερε ένα φωνόγραφο, τον τοποθέτησε στο τραπέζι, έβγαλε μερικές πλάκες.

— Τί μουσική προτιμάτε; ρώτησε.

Οι περισσότεροι διάλεξαν κάποιο αλαφρό αισθηματικό τραγούδι, ένα είδος Τιπερέρυ. Η μουσική άρχισε. Μέσα από τα φραμένα αυτιά έφταναν στην ψυχή, σαν από άλλον όχτο, γλυκές αισθηματικές νότες για έρωτα και χωρισμό.

Ένας δίπλα μου με ρώτησε από που είμαι. Μιλήσαμε φωναχτά για την Ελλάδα και την μπλάβη θάλασσα... Ήξερε και τον κλασικό στίχο του Ομήρου κι άρχισε να μου τον απαγγέλνει περήφανος, με την ερασμιακή προφορά του: «Μένιν άεϊντε, τεά...»

Έπειτα σιωπή. Μας μοίρασαν άσπρα κεριά, το ηλεχτρικό έσβησε. Ήμασταν μια πενηνταριά, άντρες, γυναίκες. Πέντ’ έξι τρόμαξαν μες στο σκοτάδι κι άναψαν τα κεράκια τους. Το θέαμα έγινε όπως έπρεπε να γίνει, μακάβριο. Ένας γέρος έβγαλε τότε την εφημερίδα του κι άρχισε να διαβάζει• μα τα μάτια του ήταν ακίνητα. Όσοι είχαν μάσκες τις έβαλαν• οι γυναίκες έβγαλαν παραμάνες από τα τσαντάκια τους κι άρχισαν με στοργή να εφαρμόζουν στερεά τις μάσκες στους άγνωστους γύρα τους άντρες. Σα μητέρες. Ως την τελευταία στιγμή εχτελούσαν πιστά το γυναικείο χρέος τους.

Να ‘χετε καθένας τ’ όνομά σας γραμμένο σ’ ένα χαρτί στην τσέπη σας, φώναξε ο πάστορας, που στέκουνταν πάντα όρθιος ανάμεσα στα θρανία. Τ’ όνομα και τη διεύθυνσή σας.

— Γιατί; ρώτησε μια κοπέλα.

Μα κανένας δεν της αποκρίθηκε. Κι αυτή κοκκίνισε που μια στιγμή δεν είχε καταλάβει.

— Ωλ ράιτ, είπε, έβγαλε από το τσαντάκι της ένα χαρτί κι έγραψε.

Ο πάστορας άνοιξε το μικρό ευαγγελιάκι του κι άρχισε να διαβάζει, αμίλητος. Κοίταζα στο αγνό φως των κεριών το πρόσωπό του, καλοθρεμμένο, καλοξουρισμένο, το κάτασπρο κολλάρο του, την ολοκάθαρη φαλάκρα του που γυάλιζε σαν πολύτιμο λείο φίλντισι.

Λυπήθηκα που δεν είχα κι εγώ μαζί μου το μικρό Ντάντε μου να διαβάσω από τα στερνά τραγούδια του Πουργατόριου, που τόσο μου αρέσουν. «Δεν πειράζει», είπα. «Φτάνει που θυμούμαι την ουσία τους. Την ανοιξιάτικη τρυφερότητά τους, τη Λουκία ανάμεσα στα λουλούδια και τα κάτασπρα γυναίκεια ποδάρια που κινούνται χορευτά απάνω στην πράσινη χλόη. Κι αν είναι εδώ να τελειώσει το σεριάνι μου απάνω στον κόσμο, καλά τελειώνει.»

Ένιωθα όλο μου το στήθος γιομάτο αρμονία.

Πέρασαν πέντ’ έξι λεφτά. Οι περισσότεροι είχαμε βγάλει τα μπαμπάκια από τ’ αυτιά μας και προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε τί γίνεται απάνω στην επιφάνεια της γης. Τίποτα. Ησυχία. Σα να ‘μασταν μέσα σε τάφο. Άξαφνα η πόρτα άνοιξε. Ένας κοντόχοντρος ξανθομάλλης φάνηκε με το πρόσωπο χαρούμενο:

—Raiders passed! είπε. Έφυγαν τ’ αεροπλάνα!

Σηκωθήκαμε σα ν’ αναστηθήκαμε. Βγήκαμε γρήγορα “a rivedere de stele”. Τα χείλια ήτανε ακόμα λίγο στεγνά, οι λαιμοί λίγο σφιμένοι...»



Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ταξιδεύοντας: Αγγλία» του Νίκου Καζαντζάκη.

© Για την ψηφιοποίηση, την παρουσίαση και τον σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18



Ο καθεδρικός του Αγίου Παύλου στην Αγγλία, στη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής το 1940

Los Caprichos: Ο εφιαλτικός κόσμος του Φρανθίσκο Γκόγια

$
0
0

Μια παρουσίαση στα Καπρίτσια του Φρανθίσκο Γκόγια - τα περίφημα χαρακτικά του 1799. Από το φονικό κουνέλι



Παρουσίαση των χαρακτικών του Francisco Goya, «Τα Καπρίτσια»




Βρισκόμαστε στο έτος 1799. Είναι μια εποχή φωτεινών ανακαλύψεων και τολμηρών επαναστάσεων – το ανθρώπινο πνεύμα δείχνει να θριαμβεύει έναντι των σκοτεινών παραδόσεων αιώνων και κυριαρχεί μια αίσθηση αισιοδοξίας για τους καιρούς που έρχονται. Μα ένας ζωγράφος στην Ισπανία κοιτάζει γύρω του και αντί για καθαρό ουρανό βλέπει βαριά σύννεφα• περιορίζει σκόπιμα την παλέτα των χρωμάτων του, θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη διέξοδο στις σκιές• ο κόσμος του είναι ο κόσμος του ημίφωτος – εκεί που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, εκεί που οι φιγούρες χάνουν τα σαφή τους περιγράμματα, εκεί που η πραγματικότητα σμίγει με το όνειρο – και το όνειρο μετατρέπεται εύκολα σε εφιάλτη.

Είναι ο κόσμος των κινούμενων σκιών, των βουβών λόγων και των πνιγμένων ήχων. Ο ζωγράφος, βλέπετε, είχε χάσει την ακοή του λίγα χρόνια πριν.

Ο λόγος για τον Φρανθίσκο Γκόγια [Francisco José de Goya y Lucientes], ζωγράφο της ισπανικής Αυλής της εποχής, προάγγελο του ρομαντισμού – μα και του συμβολισμού, του εξπρεσιονισμού, του σουρεαλισμού και της μισής μοντέρνας τέχνης. Μα για τον Γκόγια δεν είχαν καμία σημασία αυτές οι κατηγορίες. Ζωγραφίζοντας, φαινόταν να απελευθερώνει τους προσωπικούς του δαίμονες, τα στοιχειά που βασάνιζαν τον ύπνο του: σαν άλλα έγκλειστα τζίνια ξαμολιούνταν στον κόσμο από απαγορευμένα λυχνάρια, τελώνια, μάγισσες και δαίμονες που ξεχύνονται απ’ τα κρεβάτια του κοιμωμένου κόσμου και βάφουν μαύρες και κίτρινες (το κίτρινο της λάμψης των ματιών) τις νύχτες των ανθρώπων.

Στο σημερινό αφιέρωμα θα μιλήσουμε για τα περίφημα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο “Los Caprichos” – Τα Καπρίτσια. Ογδόντα, συνολικά, έχοντας δημιουργηθεί μεταξύ των ετών 1797-98 και με τον αρχικό τίτλο “Sueños” [«Όνειρα»], τα «Καπρίτσια» έμοιαζαν να σπάνε το στέρεο έδαφος της πραγματικότητας της εποχής – αποκαλύπτοντας το τρομακτικό χάσμα από κάτω. Σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή τους, το 1799, απαγορεύτηκαν από την Ιερά Εξέταση, παρά το γεγονός πως ο Γκόγια είχε επιλέξει σκόπιμα να συσκοτίσει με αινιγματικούς τίτλους και πρόσωπα το περιεχόμενό τους. Τι δαιμονικά έργα είναι αυτά, που τολμούν να παρουσιάσουν τέτοια απόκοσμα ζωόμορφα πλάσματα – πιθήκους και γαϊδάρους, τελώνια και μάγισσες και τέρατα που δεν τολμούμε καν να ονοματίσουμε; Και αυτό καταμεσής της Εποχής της Λογικής;

Μα για την Ισπανία των καιρών δεν υπήρχε λογική – μόνο προκατάληψη και στείρα προσκόλληση στη θρησκεία και τις παραδόσεις. Η εισβολή του Ναπολέοντα και η βιαιότητα του πολέμου συσκότισε ακόμα περισσότερο τον διαχωρισμό ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, τον συντηρητισμό και την πρόοδο. Η Ισπανία έμοιαζε μπλεγμένη σ’ έναν κόσμο που την είχε ξεπεράσει, έναν κόσμο που ευαγγελιζόταν όνειρα και σέρβιρε εφιάλτες – και ο Γκόγια εξέφρασε αυτή τη σύγκρουση με εικόνες.

Τα έργα του Γκόγια δεν περιορίζονται στην ισπανική πραγματικότητα – μιλώντας για την επέλαση της α-νοησίας, την κοινωνική υποκρισία και την επικράτηση του ανορθολογισμού, έμοιαζαν να προεικονίζουν τους καιρούς που έρχονται – ειδικά τον Εικοστό αιώνα.

Και επιστρέφουμε λοιπόν στον τίτλο του αφιερώματος: ο «Εφιαλτικός Κόσμος του Γκόγια» δεν είναι παρά ο Κόσμος των Ανθρώπων. Οι εφιάλτες του είναι η πραγματικότητα δίχως το εξορθολογισμένο περιτύλιγμά της. Τα τέρατα και οι μάγισσες είμαστε Εμείς οι ίδιοι.

Υπάρχει διέξοδος από αυτό το ανελέητο Όνειρο; Για τον Γκόγια η διέξοδος (αν υπάρχει) έμοιαζε να είναι μία: η αφύπνιση. Η εγκατάλειψη των προλήψεων, της άγνοιας και της υποκρισίας. Ένα καθήκον που ακόμα πασχίζουμε να φέρουμε σε πέρας. Ο Εφιάλτης δεν έχει λάβει τέλος και η μέρα που θ’ αφυπνιστούμε μοιάζει ακόμα μακρινή.


Τα Καπρίτσια – Τριάντα και Ένα Χαρακτικά



Τα «Καπρίτσια» σηματοδοτούν ένα σημαντικό πέρασμα στην ζωγραφική διαδρομή του Γκόγια. Μπαίνοντας στον 19ο αιώνα τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο για την Ισπανία και τον κόσμο. Από πολλές απόψεις σηματοδοτούν τα όρια του Διαφωτισμού, το έσχατο σύνορο της αισιοδοξίας του – μοιάζουν να λένε με νόημα στον άνθρωπο: «σύμφωνοι, έχεις εξελιχθεί, μα έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου! Δες, πλανιέσαι ακόμα με μάγισσες και τέρατα, δες, τα έχεις ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε! Δες – αυτά τα φρικιαστικά όντα είσαι εσύ ο ίδιος! Η σκιά σου είναι η σκιά των φτερών τους! Αυτά είναι τα φτερά με τα οποία πετάς – όχι ενός πουλιού, μα μιας νυχτερίδας! Μιλάς για ελευθερία μα δεν είσαι ακόμα ελεύθερος.»

Και αν ο Γκόγια παρέμενε ζωγράφος της ισπανικής αυλής, θα λέγαμε πως αυτό οφείλεται περισσότερο σε ατύχημα: αν είχε κατανοήσει η εξουσία της εποχής το ριζοσπαστικό μήνυμα των έργων του θα είχε ανατιναχτεί στον αέρα και μόνο από την κατανόηση αυτή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα σκοτεινά και εφιαλτικά αυτά χαρακτικά έκαναν την εμφάνισή τους στην οπισθοδρομική Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης: μια χώρα στην οποία ο Διαφωτισμός εισέβαλε με τη μορφή όχι ενός πεφωτισμένου φιλοσόφου ή μιας ανθηρής οικονομίας, μα με την μπότα ενός δικτάτορα. Ο Ναπολέων – αυτός ο εκπρόσωπος της νέας εποχής του ορθού λόγου και της αστικής τάξης – εισέβαλε βίαια σε μια χώρα που κυριαρχούσε η πρόληψη και η Ιερά Εξέταση. Η σκηνή μοιάζει με γέμιση σε σάντουιτς, με τους στρατιωτικούς εισβολείς από πάνω, τους βασιλιάδες και παπάδες από κάτω – και τον λαό της Ισπανίας στη μέση.

Ο Γκόγια έμελλε ν’ απεικονίσει τις φρίκες του πολέμου στην επόμενη σειρά χαρακτικών του, τιτλοφορούμενη «Οι Συμφορές του Πολέμου» - μα αυτό είναι θέμα για κάποιο άλλο αφιέρωμα. Προς το παρόν βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1799 – όταν ο άνθρωπος, κουρασμένος απ’ το φως της μέρας, πέφτει για ύπνο – και παραδίδεται ανήσυχος στα τέρατα της νύχτας.

Το σύνολο των 80 χαρακτικών εκτίθεται στο Museo del Prado στη Μαδρίτη. Επέλεξα 31 ανάμεσά τους και τα παρουσιάζω, συνοδεύοντάς τα με τον τίτλο σε ισπανικά, ελληνικά και αγγλικά και ένα σύντομο σχόλιό μου.

Περισσότερα για τον Γκόγια και την ιστορία της ζωγραφικής μπορείτε να διαβάσετε στο αφιέρωμά μου στα Έργα Ορόσημα της Ζωγραφικής.

100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος 2




Asla su abuelo / Πίσω μέχρι τον Παππού του / As Far back as his Grandfather



Τα Καπρίτσια του Γκόγια - Asla su abuelo / Πίσω μέχρι τον Παππού του / As Far back as his Grandfather




Ένας ανθρωπόμορφος γάιδαρος που μελετάει ένα βιβλίο – το οποίο με τη σειρά του απεικονίζει ζώα. Ο γάιδαρος σε κοιτάζει στο σκοτάδι και χαμογελά. Τα μάτια του είναι μαύρα – τρύπες στο σκοτάδι, ένα απύθμενο κενό. Μοιάζει να χαχανίζει με νόημα στα μούτρα σου. Μα το νόημά του σου διαφεύγει – κι αυτό γιατί το νόημα δεν υπάρχει, όπως μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.

Μια ιστορία που τραβάει γενιές πίσω – και μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Το ατέρμονο χαχανητό της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας.


¿Por qué esconderlos? / Γιατί να τα Κρύβεις; / Why hide them?




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - ¿Por qué esconderlos? / Γιατί να τα Κρύβεις; / Why hide them?



Ένας ηλικιωμένος που πασχίζει, τρέμοντας, να κρύψει δυο σάκους από μια ομάδα νεαρών αριστοκρατών που τον κοιτάζουν και γελούν. Τι να περιλαμβάνουν αυτοί οι σάκοι; Για ποιο λόγο να τον φοβίζουν έτσι οι νεαροί;

Τα χαρακτηριστικά του ηλικιωμένου αποδίδονται με λεπτομέρεια και η αγωνία στο πρόσωπό του τον καθιστά μάλλον συμπαθή. Από την άλλη τα πρόσωπα των νεαρών μοιάζουν περισσότερο με μάσκες: γκροτέσκα και απειλητικά, το χαμόγελό τους φαίνεται να χλευάζει και να ισοπεδώνει το πεσμένο και αδύναμο θύμα τους. Αυτό δεν είναι το απελευθερωτικό γέλιο που ισοπεδώνει καθεστώτα – μάλλον το αντίθετο: πρόκειται για το γέλιο της επιδεικτικής και ωμής δύναμης, το φρικτό γέλιο της εξουσίας.



¡Que pico de oro! / Τι χρυσαφένιο ράμφος! / What a golden beak!




Από τα Καπρίτσια του Γκόγια - ¡Que pico de oro! / Τι χρυσαφένιο ράμφος! / What a golden beak!



Ένας παπαγάλος εκφέρει λόγο μπροστά σ’ ένα πλήθος που κρέμεται από κάθε του λέξη. Ο παπαγάλος μοιάζει ιερός στα μάτια του κοινού, που τον παρακολουθεί προσηλωμένο. Το ράμφος του είναι χρυσαφένιο και οι κραυγές του μοιάζουν με τραγούδι στ’ αυτιά των ακροατών του.

Το κοινό θυμίζει τους απόστολους κάποιου Ιερού καθοδηγητή ή τους μαθητές ενός Σεβάσμιου δασκάλου. Και αν ο παπαγάλος δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να «παπαγαλίζει» τους ίδιους ζωώδεις ήχους, ξανά και ξανά, αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη σημασία του μη-λόγου του στην υπόληψη των θαυμαστών του. Ίσως γι’ αυτό να έχουν πέραση τα λόγια του: επειδή ακριβώς δεν λένε τίποτα καινούργιο, παρά επαναλαμβάνουν τους ίδιους ήχους, πάλι και πάλι και πάλι.



¡Lo que puede un sastre! / Δες τι μπορεί να κάνει ένας ράφτης! / What a tailor can do!



Τα Καπρίτσια του Γκόγια - ¡Lo que puede un sastre! / Δες τι μπορεί να κάνει ένας ράφτης! / What a tailor can do!




Μια γυναίκα γονατίζει ευλαβικά και προσεύχεται σε έναν ιερέα. Η προσευχή της είναι γνήσια, η πίστη της βαθιά, η ευλάβεια αυθεντική. Στο βάθος πλήθος ακόμα γυναικών γονατίζουν και δέονται το Θείο Ον, προκειμένου να το εξευμενίσουν και να αποσπάσουν τη χάρη του.

Μια προσεκτικότερη παρατήρηση όμως αποκαλύπτει πως ο ιερέας δεν είναι παρά ένα ομοίωμα – ένα σκιάχτρο, ένα δέντρο μεταμφιεσμένο σε παπά, δουλειά ενός εξαιρετικού ράφτη αν μη τι άλλο. Μα οι γυναίκες δεν το ξέρουν και αυτή η άγνοιά τους είναι αρκετή για ν’ ανυψώσει το σκιάχτρο και να το μετουσιώσει σε ανώτερο ον. Πίσω από το σκιάχτρο δαίμονες γελούν και περιπαίζουν την άγνοια των ανθρώπων.



Ya tienen asiento / Τώρα κάθονται καλά / Now they are sitting well




Goya - Ya tienen asiento / Τώρα κάθονται καλά / Now they are sitting well



Ένας κόσμος όπου δεν κάθονται οι άνθρωποι πάνω στις καρέκλες – αλλά οι καρέκλες κάθονται στα κεφάλια τους. Δες όμως πως χαμογελούν, δες πόσο ικανοποιημένοι είναι! Είναι πεπεισμένοι πως κάνουν το σωστό, γεμάτοι αυτοπεποίθηση για το πνεύμα και τη σκέψη τους.

Αν η πραγματικότητα είναι ένα πελώριο τσίρκο, οι ίδιοι φαίνεται πως αποδέχονται τον ρόλο τους ως γελωτοποιών – ίσως γιατί αγνοούν πως είναι γελωτοποιοί, ίσως γιατί νομίζουν πως κάθονται οι ίδιοι πάνω στις καρέκλες και όχι οι καρέκλες πάνω σε αυτούς.



La filiación / Η πατρότητα / The filiation




Goya - La filiación / Η πατρότητα / The filiation




Γονείς και κόρες, άντρες και παιδιά. Οι οικογενειακές σχέσεις αποκαλύπτονται ως σχέσεις που αδυνατούν να ζήσουν δίχως μάσκες, σχέσεις εδραιωμένες σε απαρχαιωμένες παραδόσεις και μια καλά εδραιωμένη υποκρισία. Δεν υπάρχει πρόσωπο που να μη φορά μια μάσκα. Η κόρη δείχνει παραδομένη σ’ έναν κόσμο που αποφασίζει ο ίδιος για εκείνην – και αποδέχεται αυτόν τον παθητικό της ρόλο.

Οι φιγούρες καταγράφουν λεπτομέρειες σε βιβλία και μελετούν με ματογυάλια: όλα δείχνουν μέρος ενός τυπολατρικού εθίμου που διαιωνίζεται στο άπειρο.



¡Qué sacrificio! / Τι θυσία! / What a sacrifice!




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¡Qué sacrificio! / Τι θυσία! / What a sacrifice!




Μια επίδοξη μνηστή παρουσιάζει τα κάλλη της μπροστά στους επίδοξους μνηστήρες της. Το βλέμμα της κοπέλας ρηχό και κενόδοξο• το βλέμμα των μνηστήρων αρπαχτικό και γλοιώδες. Η κοπέλα αποδέχεται πρόθυμα τον κοινωνικό της ρόλο – εκείνον της παθητικής προσφοράς – και οι μνηστήρες την περιτριγυρίζουν σαν ύαινες, με όπλο τους το χρήμα και την κοινωνική θέση.

Τελικά η κοπέλα θα αποδεχτεί έναν από αυτούς, κατ’ εντολή των γονιών της που αποφασίζουν οι ίδιοι για εκείνην. Η ομορφιά θα θυσιαστεί για άλλη μια φορά μπρος στο συμφέρον, στο όνομα της διαιώνισης του status quo.



Ni asi la distingue / Ούτε έτσι δεν την αναγνωρίζει / Even so he cannot make her out



Goya - Ni asi la distingue / Even so he cannot make her out



Ένας άντρας φλερτάρει με μια γυναίκα, που αποδέχεται πρόθυμα το ερωτικό του κάλεσμα. Μα τα φαινόμενα απατούν – υπάρχει ένα ιστορικό της γυναίκας που ο άντρας αγνοεί, ή αφήνεται να αγνοεί σκόπιμα. Είναι άραγε μια πόρνη;

Η κοινωνική υποκρισία διαχέεται παντού, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, άντρες και γυναίκες. Κάθε ουσία έχει χαθεί, μπρος στη σοβαροφάνεια και τη συσκότιση της πραγματικότητάς μας.



Tal para cual / Δύο στο είδος τους / Two of a Kind




Francisco Goya - Tal para cual / Δύο στο είδος τους / Two of a Kind




Ένα νεαρό ζευγάρι φλερτάρει ανενδοίαστα, υπό το βλέμμα κάποιων ηλικιωμένων γυναικών. «Η ανηθικότητα του ενός και του άλλου προέρχεται από την κακή ανατροφή τους», δηλώνει ο Γκόγια στην περιγραφή του χαρακτικού. Αμφότερες, λοιπόν, οι φιγούρες, του άντρα και της γυναίκας, είναι εξίσου υπεύθυνες για την εξέλιξη της υποκριτικής τους σχέσης.



El sí pronuncian y la mano alargan al primero que llega / Λένε ναι και δίνουν το χέρι τους στον πρώτο τυχόντα / They say yes and give their hand to the first come




Goya - El sí pronuncian y la mano alargan al primero que llega / They say yes and give their hand to the first come




Ένα ακόμα χαρακτικό που φανερώνει την υποβόσκουσα κοινωνική υποκρισία. Μια μασκοφόρος γυναίκα καθοδηγείται από σοβαροφανή πρόσωπα με μεγαλεπήβολες, κενές εκφράσεις. Η ίδια η γυναίκα χαμογελάει, αποδεχόμενη, καταπώς φαίνεται, τη μοίρα της. Μοιάζει σαν έκθεμα σε κάποια δημοπρασία ή παζάρι – ένα παζάρι για λίγους και εκλεκτούς. Μια αγοραπωλησία, μια ψυχρή ανταλλαγή – δίνεις ομορφιά, παίρνεις χρήμα, παίρνεις τίτλους.

Δεν υπάρχουν θύματα και θύτες, όσο αποδέχεται ο καθένας τους ρόλους του σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι.


Nadie se conoce / Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν / Nobody knows himself




Goya Los Caprichos - Nadie se conoce / Nobody knows himself



Ένα χαρακτικό που σκόπιμα μένει στη σκιά, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, και αφήνει πολύ λίγα να φανούν στο φως. Διακρίνουμε σκοτεινές φιγούρες και πρόσωπα με μάσκες. Έργα σαν αυτό μου θυμίζουν τους παραδοσιακούς εκείνους βενετσιάνικους χορούς με τις μασκαράτες – ή τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Κιούμπρικ.

Ο ίδιος ο Γκόγια είχε να πει αυτό: «Ο καθένας προσπαθεί να υποκριθεί πως είναι κάτι που δεν είναι, όλοι υποκρίνονται και κανείς δεν το γνωρίζει».



¿Si sabrá más el discípulo? / Θα μπορούσε ο μαθητής να γνωρίζει περισσότερα; / Might the pupil know more?




Goya los Caprichos / ¿Si sabrá más el discípulo? / Might the pupil know more?




Μια παιδαγωγός – που δεν είναι παρά ένας γάιδαρος – διδάσκει τα γαϊδαράκια της. Και αν αυτά τελικά μάθουν να μιλούν όχι σαν άνθρωποι, μα σαν γάιδαροι… αλήθεια, το φταίξιμο είναι δικό τους τελικά;

Πιστός εδώ στο πνεύμα του Διαφωτισμού, ο Γκόγια τονίζει πως η παιδεία μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Αντίστοιχα, η έλλειψη παιδείας ανάγεται στις παλαιότερες γενιές και τους προβληματικούς παιδαγωγούς ενός προβληματικού κοινωνικού συστήματος. Μπορούμε, λοιπόν, να καταπολεμήσουμε την άγνοια και τη δεισιδαιμονία – μα για να γίνει αυτό χρειάζεται να γίνουμε ανθρώπινοι στην εκπαίδευσή μας, και να πάψουμε να ομιλούμε σαν γάιδαροι.



Están calientes / Είναι καυτοί / They are hot




Francisco Goya - Están calientes / Είναι καυτοί / They are hot




Φιγούρες με γκροτέσκα χαρακτηριστικά κάθονται σ’ ένα τραπέζι, συζητούν, γελούν και τρώνε λαίμαργα. Μοιάζουν με παπάδες. Ο εκφυλισμός των χαρακτηριστικών τους αποκαλύπτει τη ρηχότητα και την υποκρισία της τάξης τους. Δείχνουν πάντως να καλοπερνούν – η ρηχότητα για τους ίδιους δεν έχει καμία απολύτως σημασία.



Miren que grabes / Δες πόσο σοβαροί είναι / Look how solemn they are




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια, από τα Καπρίτσια - Miren que grabes / Δες πόσο σοβαροί είναι / Look how solemn they are



Άνθρωποι που είναι τέρατα που παίζουν τους ανθρώπους που υποδύονται τα τέρατα. Μα καλοπερνούν, αν μη τι άλλο! Παίζουν σαν μικρά παιδιά! Οι μισοί καβαλούν τους άλλους μισούς και όλοι δείχνουν ν’ αποδέχονται τον ιδιαίτερό τους ρόλο σε αυτή την αιώνια κωμωδία.

Ο τίτλος του Γκόγια μόνο τυχαίος δεν είναι φυσικά.



Y se le quema la casa / Και βάζει φωτιά στο σπίτι / And he's burning down the house



Goya - Y se le quema la casa / Και βάζει φωτιά στο σπίτι / And he's burning down the house




Αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτικά του Γκόγια, κατά τη γνώμη μου. Ένας άντρας που μοιάζει παραδομένος στην κραιπάλη βάζει τα ρούχα του – και εν αγνοία του πυροδοτεί μια φλόγα στην καρέκλα πίσω, με κίνδυνο να πάρει φωτιά το σπίτι του – και ο ίδιος μαζί με αυτό.

Η παράδοση στην αμάθεια και την άγνοια μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Το σπίτι μας είναι φτιαγμένο από ξύλο και άχυρα – και στα χέρια μας κρατούμε ένα αναμμένο σπίρτο.



El sueño de la razón produce monstrous / Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα / The Sleep of Reason Produces Monsters




Γκόγια - El sueño de la razón produce monstrous / Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα / The Sleep of Reason Produces Monsters




Το πιο ξακουστό από τα χαρακτικά του Γκόγια και ένα από τα διασημότερα έργα των καιρών του. Έχω γράψει αναλυτικά για τον «Ύπνο της Λογικής» σε ένα παλιότερό μου κείμενο εδώ:

Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα




No hubo remedio / Δεν υπήρχε βοήθεια / There was no help




Goya Los Caprichos - No hubo remedio / There was no help




Μια γυναίκα, ξεγυμνωμένη, ταπεινωμένη, φορώντας το χωνί του ξεπεσμού στο κεφάλι της, καθοδηγείται στην πυρά από μια εκδικητική Ιερά Εξέταση. Το πλήθος συνοδεύει το θύμα, διψασμένο για θέαμα. Κανείς δεν σπεύδει να την υπερασπίσει.

Δεν έχει σημασία αν η ισπανική Ιερά Εξέταση έχει πια παρέλθει. Στην εποχή μας ευδοκιμούν άλλου τύπου ιεροεξεταστές και άλλες μορφές κοινωνικού στιγματισμού. Απέχουμε πολύ ακόμα από την εποχή μιας ώριμης ανεκτικότητας και μιας αποδοχής του διαφορετικού, ως αναγκαίου όρου για την ταυτότητά μας.



Ya van desplumados / Εδώ τους ξεπουπουλιάζουν / There they go plucked




Goya Los Caprichos - Ya van desplumados / Εδώ τους ξεπουπουλιάζουν / There they go plucked




Γυναίκες κοπανούν με τις σκούπες τους μικροσκοπικούς άντρες με τη μορφή πουλερικών – αφού πρώτα τους έχουν βγάλει τα πούπουλα, ένα προς ένα. Ο Γκόγια αναφέρεται συγκεκριμένα στις πόρνες, οι οποίες απομυζούν οικονομικά τον πελάτη τους, και, αφού τον έχουν πια χρησιμοποιήσει, τον ξεφορτώνονται με τον χειρότερο τρόπο. Δεν τον έχουν πια ανάγκη. Μα η κριτική του θα μπορούσε να αφορά ένα μεγάλο μέρος των καθώς πρέπει γυναικών της κοινωνίας του – οι οποίες εξίσου αποζητούν να απομυζήσουν τον άντρα τους.

Ανεξαρτήτως φύλου ή ρόλου, η ουσία παραμένει ίδια: κοινωνικές σχέσεις που διέπονται από συμφέροντα και μόνο, δίχως συναίσθημα, δίχως τιμή – πέρα από εκείνη που εξαγοράζει το χρήμα.



¡Cual la descañonan! / Πως την ξεπουπουλιάζουν! / How they pluck her!




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¡Cual la descañonan! / Πως την ξεπουπουλιάζουν! / How they pluck her!



Η άλλη όψη του νομίσματος, συγκριτικά με το προηγούμενο χαρακτικό: εδώ η γυναίκα είναι το θύμα, όχι ο θύτης. Πιθανό να είναι μια νεαρή πόρνη, ή μια γυναίκα που πέφτει θύμα των ορέξεων των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης. Είναι φανερή η κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα στα αρπαχτικά και το θύμα τους – η διάθεση των πρώτων να ξεζουμίσουν τη φτωχή γυναίκα, να καρπωθούν την ομορφιά της, να ασελγήσουν στο σώμα και το πνεύμα της.

Είναι φανερό, επίσης, με ποιους τάσσεται ο Γκόγια, αυτός ο ζωγράφος της αυλής – μιας αυλής που αγνοούσε την κοινωνική σημασία του έργου του: τάσσεται με το μέρος των φτωχών και καταπιεσμένων.



Tu que no puedes / Εσύ που δεν μπορείς / You who Cannot




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Tu que no puedes / Εσύ που δεν μπορείς / You who Cannot




Ένα ακόμα χαρακτικό που αποκαλύπτει τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας. Άνθρωποι καβαλούν στις πλάτες τους γαιδάρους – και όχι το αντίστροφο. Οι άνθρωποι αποδίδονται με ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά, κόντρα στο ειρωνικό χαμόγελο των καλά βολεμένων και τακτοποιημένων γαιδάρων.

Είναι οι εργαζόμενοι που σέρνουν πάνω τους τους πλούσιους, οι μη-προνομιούχοι που συντηρούν με τον ιδρώτα τους (τον ιδρώτα του σώματος και τον ιδρώτα του πνεύματος) τους προνομιούχους. Τότε και τώρα.



Linda maestra / Χαριτωμένη δασκάλα / Pretty teacher




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Linda maestra / Χαριτωμένη δασκάλα / Pretty teacher



Οι μάγισσες και η μαύρη μαγεία καταλαμβάνουν εξέχοντα ρόλο στο έργο του Γκόγια, όπως έμελλε να δούμε και στην εξέλιξη της ζωγραφικής του – ιδιαίτερα κατά τη λεγόμενη «Μαύρη» περίοδό του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Ισπανία – την Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης, μια χώρα στην οποία τα δεσμά της θρησκευτικής προκατάληψης τον καιρό εκείνο είναι πανίσχυρα και οι δεισιδαιμονίες κυριαρχούν στις κοινωνικές αναπαραστάσεις του κόσμου. Τα «Καπρίτσια», λοιπόν, περιλαμβάνουν άφθονες απεικονίσεις μαγισσών, νέων και γριών – όπως αυτές που βλέπουμε εδώ, καβάλα στο σκουπόξυλό τους. Η δασκάλα παρέα με τη μαθήτριά της, γυμνές στη νύχτα, ενώ μια κουκουβάγια παρατηρεί με τα ορθάνοιχτά της μάτια.

Η λογική έχει εγκαταλείψει από καιρό τον κόσμο – τώρα πια πετούμε στη νύχτα των στοιχειών του παραλόγου.


Obsequio a el maestro / Ένα δώρο για τον Αφέντη / A Gift for the Master




Goya Los Caprichos - Obsequio a el maestro / Ένα δώρο για τον Αφέντη / A Gift for the Master




Μάγισσες με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά γονατίζουν και προσφέρουν στον Αφέντη τους ένα μικροσκοπικό, νεογέννητο μωρό – ή το αγαλματίδιο ενός μωρού. Μοιάζει με σατανιστική τελετουργία. Επί της ουσίας, πρόκειται για τη θυσία της νεότερης γενιάς στη σκοτεινή μαγεία της παλιότερης: την προκατάληψη, την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία – και όλους τους δαίμονες που σέρνουν πίσω τους στη διάρκεια των αιώνων, μακρύτερους και απ’ την ουρά του διαβόλου.



Sopla / Φύσημα / Blow



Goya Los Caprichos - Sopla / Φύσημα / Blow



Ένα ακόμα χαρακτικό με μάγισσες και το ανυπεράσπιστο θύμα τους. Εδώ αφήνω την ερμηνεία στον αναγνώστη.



Ensayos / Δοκιμασίες / Trials




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Ensayos / Δοκιμασίες / Trials




Ένα ακόμα από τα πλέον ξακουστά χαρακτικά του Γκόγια. Απεικονίζονται οι δοκιμασίες μιας νεαρής μάγισσας, ένας άντρας που ίπταται ανυπεράσπιστος μπροστά της, θύμα της μαγείας της – και η τραγόμορφη φιγούρα στο βάθος.

«Λίγο λίγο σημειώνει πρόοδο», γράφει στην περιγραφή ο Γκόγια. «Τώρα κάνει τα πρώτα της βήματα, και με τον καιρό θα γνωρίζει τόσα όσα ο δάσκαλός της».

Να ερμηνεύσουμε κυριολεκτικά, άραγε, αυτή την απεικόνιση των μαγισσών και των φρικιαστικών τους τελετών; Να πίστευε, άραγε, ο ίδιος ο Γκόγια σε αυτές; Νομίζω πως χρειάζεται να εξετάσουμε το μεταφυσικό αυτό στοιχείο σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χαρακτικά του, καθώς και με το σύνολο του έργου του. Δεν έχει σημασία αν οι μάγισσες και τα τέρατα είναι «αληθινά» - σημασία έχει το νόημα που αποκτούν αντιλήψεις σαν αυτές σε μια κοινωνία παραδομένη στην προκατάληψη και τον φανατισμό. Πρόκειται για μια κοινωνία που οικοδομεί δαίμονες και τέρατα, τους προβάλλει σε εξωτερικούς εχθρούς και στη συνέχεια στρέφεται εναντίον τους – και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει ν’ αντικρίσει το σκοτάδι που εκτρέφεται μέσα της, το σκοτάδι που είναι μέρος του ίδιου του εαυτού της.



Despacha, que dispiertan / Γρήγορα, ξυπνάνε / Be quick, they are waking up



Goya Los Caprichos - Despacha, que dispiertan / Γρήγορα, ξυπνάνε / Be quick, they are waking up




Τη νύχτα όλα επιτρέπονται. Μπορείς ν’ απλώσεις τα φτερά της νυχτερίδας και να γίνεις ένα με τον μαύρο ουρανό. Προλαβαίνεις για μια νυχτερινή πτήση. Γρήγορα, μόνο, μη σε δουν!



No grites, tonta / Μην ουρλιάζεις, χαζούλα / Don't scream, silly



Goya - No grites, tonta / Μην ουρλιάζεις, χαζούλα / Don't scream, silly




Κι άλλες μάγισσες. Εδώ φαίνονται να επισκέπτονται το σπίτι μιας νεαρής κοπέλας, που τις βλέπει και εκπλήσσεται. Μα, πράγμα παράξενο – η κοπέλα γελά, λες και βλέπει κάποιες παλιές της φίλες. Και η γριά μάγισσα ίπταται μπροστά της και γελά με τη σειρά της. «Μην ουρλιάζεις, χαζούλα», όπως λέει ο τίτλος. «Εμείς είμαστε, απλά».

Που τελειώνει η λογική και που αρχίζει η αποδοχή του παραλόγου, άραγε;



Duendecitos / Μικρά τελώνια / Little goblins




Goya, Los Caprichos - Duendecitos / Μικρά τελώνια / Little goblins




Κι ενώ η νύχτα απλώνει τα φτερά της πάνω απ’ το κεφάλι σου σαν τιτάνια νυχτερίδα, τα πλάσματα που βλέπεις τριγύρω σου παύουν πια να μοιάζουν με ανθρώπους – ποιος ξέρει… ίσως να μην ήταν άνθρωποι ποτέ.



¿No hay quién nos desate? / Δεν μπορεί κανείς να μας αφήσει; / Can't anyone unleash us?



Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¿No hay quién nos desate? / Δεν μπορεί κανείς να μας αφήσει; / Can't anyone unleash us?




Το πουλί του παραλόγου απαγκιστρώνεται απάνω σου κι εσύ πασχίζεις, με νύχια και με δόντια, να το διώξεις. Μα όσο προσπαθείς, τόσο εκείνο σε γραπώνει με τα νύχια του. Ένας άνθρωπος πίσω σου μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί σε δέντρο, έχοντας πιάσει ρίζες και απλώσει κλαδιά, από τα οποία κρέμεται το στοιχειό του τρόμου.

Υπάρχει άραγε κάποια διέξοδος σε αυτόν τον λαβύρινθο; Ή μήπως κάθε πόρτα οδηγεί σε κάποια άλλη, όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι;



No te escaparas / Δεν θα ξεφύγεις / You will not escape



Goya - No te escaparas / Δεν θα ξεφύγεις / You will not escape




Όχι, δεν θα ξεφύγεις, μας αποκαλύπτει ο Γκόγια. Η α-νοησία και ο ανορθολογισμός θα σε ακολουθούν σαν την ουρά του γαιδάρου – ή σαν τα τερατόμορφα πτηνά του χαρακτικού. Δες όμως! Η κοπέλα δείχνει να το απολαμβάνει. Όταν τα τέρατα της νύχτας σμίγουν όλα τις φωνές τους σ’ ένα απόκοσμο τραγούδι δεν έχεις παρά να ενώσεις και συ τη δική σου φωνή μαζί τους… και να σμίξετε σ’ έναν αιώνιο χορό των τεράτων.

Εκτός εάν…



Ya es hora / Ήρθε η ώρα / It is time



Francisco Goya - Ya es hora / Ήρθε η ώρα / It is time



…Εκτός εάν ξυπνήσεις. Γιατί έρχεται κι αυτή η ώρα, κάποια στιγμή. Κάποια στιγμή τα σύννεφα της νύχτας σκορπάνε και οι σκιές τρέχουν πίσω στις φωλιές τους. Και τα τέρατα μοιάζουν να εξατμίζονται στα μάτια σου – λίγο αν κοιτάξεις πέρα, θα εξαφανιστούν.

Με τα λόγια του ίδιου του Γκόγια: «Τότε, υπό την απειλή της αυγής, κάθε ένα από αυτά παίρνει τον δρόμο του. Μάγισσες, τελώνια, στοιχειά και πνεύματα. Είναι καλό που αυτά τα πλάσματα δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ιδωθεί, παρά μόνο στη νύχτα και υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Κανείς δεν έχει κατορθώσει να μάθει που κλειδαμπαρώνουν τους εαυτούς τους και κρύβονται κατά τη διάρκεια της ημέρας…»

Ίσως λοιπόν να υπάρχει κάποια διέξοδος στον εφιάλτη. Όσο και αν κοιμάται η λογική, κάποια στιγμή – είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων – θα έρθει εκείνη η ώρα… που θα ξυπνήσει. Τα πάντα ξυπνούν κάποια στιγμή.



© Παρουσίαση και επιλογή χαρακτικών: Το φονικό κουνέλι, 31 Οκτώβρη 18 – (ανήμερα του Halloween)

Το Ύποπτο Χέρι... Ένα διήγημα του Τάσου Λειβαδίτη

$
0
0

Το Ύποπτο Χέρι του Τάσου Λειβαδίτη, από τη συλλογή διηγημάτων Το Εκκρεμές - σχεδιασμός, το φονικό κουνέλι




ΟΤάσος Λειβαδίτης είναι γνωστός στους περισσότερους ανάμεσά μας για τα ποιήματά του. Ωστόσο το 1966 κυκλοφόρησε μια συλλογή με διηγήματα του Λειβαδίτη, τιτλοφορούμενη «Το Εκκρεμές». Αγνοώντας το ύφος και το περιεχόμενο που θα μπορούσαν να έχουν τα πεζά του, ξεκίνησα να διαβάζω τη συλλογή – και ήδη από τις πρώτες δύο σελίδες είχα απορροφηθεί. Ιστορίες βγαλμένες από κάποια υπερρεαλιστική πραγματικότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, το λογικό και το παράλογο, την ψυχροπολεμική παράνοια των καιρών και την ελληνική πραγματικότητα, τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα, τα διηγήματα του Λειβαδίτη σε απορροφούν στη δίνη μιας πραγματικότητας ιδωμένης μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέπτη. Ή μήπως είναι η πραγματικότητα παραμορφωμένη και ο καθρέπτης φυσιολογικός;

Σήμερα σας παρουσιάζω ένα από αυτά τα διηγήματα, ο τίτλος του οποίου είναι «Το Ύποπτο Χέρι». Θέμα της ιστορίας είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, υπάλληλος σε μια τράπεζα, που μια μέρα διαπιστώνει πως το χέρι του έχει μεταμορφωθεί σε χέρι πιθήκου. Φοβισμένος από αυτή την αλλαγή, αδυνατώντας να δώσει κάποια εξήγηση, προτού φτάσει να συναναστραφεί άλλους ανθρώπους και να κάνει τις καθημερινές του εργασίες, αισθάνεται την ανάγκη να αποκρύψει την τρομακτική αυτή παραμόρφωση…

Η σκυτάλη στον Τάσο Λειβαδίτη. Μεταφερόμαστε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, τις μικρές ώρες πριν το ξημέρωμα…



***



«Το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο, σαν ανύπαρχτο, καθώς άνοιξε τα μάτια. Στις γρίλιες ούτε ίχνος ακόμα απ'την αυγή. «Περίεργο, γιατί ξύπνησα τόσο νωρίς», σκέφτηκε. Όλο το δεξί μέρος του κορμιού του ήταν μουδιασμένο, ειδικά το χέρι, σαν παράλυτο. «Να, αυτά παθαίνω όταν πλαγιάζω απ'το δεξί πλευρό». Είχε πάντοτε ένα φόβο να κοιμάται απ'το μέρος της καρδιάς, μήπως πάθει τίποτα και δεν ξαναξυπνήσει. Και του άρεσε να σκέφτεται, λίγο αυτάρεσκα είναι αλήθεια, ότι ήθελε να γευτεί τον θάνατό του. «Δεν υπάρχει πιο εξευτελιστικό πράγμα απ’ το να πεθάνεις κοιμισμένος» είχε γράψει κάποτε στο ημερολόγιο που κρατούσε. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, που κρατούσε. Ήταν ένα παλιωμένο εκατόφυλλο τετράδιο, που τρεις – τέσσερις φορές το χρόνο το θυμόταν, και με την ευκαιρία κάτι έγραφε απ'τις σκέψεις που κατά καιρούς τούχαν περάσει απ'το μυαλό.

Το μούδιασμα είχε κάπως λιγοστέψει. Μα εκείνο που πιο πολύ τον αηδίαζε ήταν στο στόμα, μια γεύση σαπισμένης φλούδας. «Το καλύτερο είναι να διαβάσω λίγο, μόνο έτσι θα μπορέσω ν'αποκοιμηθώ. Και το πρωί ποιός άκουε τις φωνές του τμηματάρχη, αν αργήσω». Άναψε το πορτατίφ, κι όπως ήταν τώρα απ'το αριστερό πλευρό γυρισμένος, άπλωσε το δεξί χέρι να πάρει ένα βιβλίο απ'το κομοδίνο. Του φάνηκε κάπως περίεργο, κι όμως δυσκολευόταν στις κινήσεις του. Λες και το χέρι του δεν τον υπάκουε πια. Τελικά, ύστερ'από μερικές προσπάθειες τόπιασε, μα καθώς έκανε να το σηκώσει, το βιβλίο του ξέφυγε κι έπεσε στο πάτωμα μ'ένα ξερό κρότο.

Τότε κοίταξε το χέρι του. Ασφαλώς, αν δεν είχε χάσει τη φωνή του απ'τον τρόμο, θάβγαζε μια κραυγή που θα ξύπναγε όλους τους ένοικους. Το χέρι του ήταν ισχνό, πολύ κοντύτερο απ'το άλλο, κι ολόκληρο τριχωτό. Όσο για τα δάχτυλα είχαν κι εκείνα λιγνέψει και τέλειωναν σε μια γαμψή στάση, αποκρουστική. Αμέσως τούρθε στο νου: το χέρι ενός πιθήκου.

Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μάλλον κοιμάμαι ακόμα κι ονειρεύουμαι. Έτσι ήταν πάντα τα όνειρά μου, εφιαλτικά, ευτυχώς όμως που το πρωί τα ξεχνάω». Έσβησε το πορτατίφ κι έκλεισε τα μάτια. «Είσαι ηλίθιος, πως μπορεί το χέρι ενός άνθρωπου να μεταμορφωθεί σε πιθήκου. Απλούστατα ή κοιμάσαι ή έχεις πέσει θύμα παραίσθησης». Αυτό το τελευταίο του άρεσε. «Βέβαια, κάτι τέτοιο πρέπει νάναι, μια απλή παραίσθηση που θα περάσει με την ώρα της.

Θυμάσαι; σούχει ξανασυμβεί μια – δυο φορές στη ζωή σου. Κάποτε ένα ολόκληρο βράδυ νόμιζες πως είσαι ο τμηματάρχης της Τραπέζης. Σηκώθηκες μάλιστα και κοιτάχτηκες στον καθρέφτη — ολόιδιος. Όταν όμως κάθισες κι ανέλυσες λογικά τις αιτίες, το βρήκες: τον φθονούσες για τη θέση του, για την εκτίμηση που τούδειχναν όλοι, για το αξιοσέβαστο ύφος του, ενώ εσύ ήσουνα ένας ασήμαντος λογιστής τρίτης τάξεως. Αυτό είχε δημιουργήσει την αντικατάσταση. Το πρωί ξύπνησες εντελώς καλά, πήγες στη δουλειά σου και κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Μια άλλη φορά νόμιζες πως πλάι σου, στο κρεβάτι, πλάγιαζε μια πεθαμένη γυναίκα — ενώ από νωρίς είχες πέσει καταμόναχος. Έψαξες και βρήκες πάλι τη λύση: όλες οι γυναίκες πούχες κοιμηθεί μαζί τους — κοινές γυναίκες οι περισσότερες — δεν σούχαν δώσει ποτέ ότι είχες ελπίσει από κείνες. Έπεσες και σηκώθηκες απ'το ερωτικό κρεβάτι με το ίδιο αφόρητο συναίσθημα του κενού. Γι’ αυτό έβλεπες τώρα αυτήν την πεθαμένη γυναίκα δίπλα σου.

«Ωραία, αλλά σήμερα, πώς εξηγείται το σημερινό; Απλούστατα. Εγώ, άνθρωπος που πίστευε πάντοτε βαθειά στο Θεό, έπεσα στον πειρασμό, πριν κάμποσο καιρό, να διαβάσω μερικά επιστημονικά βιβλία. Ήθελα, διάβολε, να μπορώ κι εγώ να συζητήσω, αν τύχαινε, σε καμιά συντροφιά — βέβαια δεν έτυχε, γιατί οι μόνες μου συντροφιές είναι ο εαυτός μου και μια αδέσποτη γάτα πούρχεται κάθε πρωί και της δίνω λίγο γάλα, όταν έχει ξυνίσει. Διάβασα, λοιπόν, και για την καταγωγή του ανθρώπου, όπως λένε, και ομολογώ πως δεν πίστεψα λέξη. Όμως ο νους μου ταράχτηκε. Αποτέλεσμα αυτής της ταραχής πρέπει νάναι η αποψινή παραίσθηση. Ή πάλι μπορεί εκείνο το καταραμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας, πούχω από παιδί, να με παρουσιάζει τώρα στα μάτια μου σαν ένα ον κατώτερο. Ένα απ'τα δυο θα είναι, το βρήκα» συλλογίστηκε ικανοποιημένος: «Μπορεί να μην κατόρθωσα τίποτα στη ζωή μου, μα γύρω απ'τα ψυχολογικά, ά, όλα κι όλα, είμαι στην εντέλεια καταρτισμένος. Είναι τόσο παρήγορο, τις ώρες της ερημιάς, να χώνεσαι στα μυστήρια της ψυχής».


Ή πάλι μπορεί εκείνο το καταραμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας, πούχω από παιδί, να με παρουσιάζει τώρα στα μάτια μου σαν ένα ον κατώτερο. 


Άλλαξε πλευρό, με κάποια δυσκολία, βέβαια, για να ξεκουραστεί, και προσπάθησε ν’ αποκοιμηθεί. «Το πρωί όλα θάχουν περάσει. Πάντως πρέπει να συμβουλευτώ κι ένα γιατρό, — τα νεύρα μου είναι λίγο χαλασμένα. Τί θα του πω όμως, αλήθεια; σκέφτηκε, με περισσότερη έκπληξη παρά τρόμο. Πως μια ολόκληρη νύχτα ήμουνα τμηματάρχης, ή πως μεταμορφώθηκα σε πίθηκο; Θα με πάρει για τρελό. Όχι, θα βρω έναν άλλο τρόπο. Έξ άλλου οι γιατροί, όπως κι οι εξομολόγοι, πρέπει να κρατάνε το μυστικό σου μέχρι τον τάφο».

Τότε του πέρασε μια ιδέα: «Απλούστατα, θα του τα πω όλα, και όταν πια θα μ'έχει θεραπεύσει, θα τον σκοτώσω». Χαμογέλασε με την ανόητη σκέψη του. Συχνά τουρχόντουσαν κάτι τέτοια στο μυαλό, μα σαν λογικός άνθρωπος, φρόντιζε να τα ξεχνάει το γρηγορότερο. Αλλά και πάντοτε απορούσε: γιατί του ερχόντουσαν;

Το ξυπνητήρι, που το κούρντιζε με σχολαστικότητα κάθε βράδυ, χτύπησε όπως πάντα στις επτά παρά τέταρτο. «Ώστε δεν είναι τόσο νωρίς όσο νόμιζα». Πήδησε απ'το κρεβάτι, με την αόριστη ελπίδα πως η εφιαλτική παραίσθηση θα ‘χε περάσει. «Είδες στόλεγα εγώ, μια μικρή κρίση ήταν». Βέβαια δεν τολμούσε να κοιτάξει το δεξί του χέρι, και για να μην υποκύψει στον πειρασμό τόχωσε στην τσέπη της πυτζάμας. Μπαίνοντας στην κουζίνα να ψήσει καφέ, βρήκε ξαφνικά τον εαυτό του (κι ούτε μπορούσε να θυμηθεί πόσο αστραπιαία έγινε), βρήκε τον εαυτό του γονατιστό, μπροστά στον τενεκέ των σκουπιδιών, ν'αρπάζει και να τρώει με βουλιμία κάτι φλούδια από μήλα, που ποιός ξέρει πόσες μέρες βρίσκονταν εκεί. Μόνο αυτή τη στιγμή κατάλαβε πως ετούτη τη φορά τον είχε βρει κάτι πολύ χειρότερο από μια παραίσθηση. Το χέρι που κρατούσε τα φλούδια, γελοίο και τριχωτό, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν το χέρι ενός πιθήκου. Τούρθαν στο νου κάτι ειδήσεις στις εφημερίδες για τέρατα που γεννιούνται χωρίς χέρια, με δυο κεφάλια. Ναι, μα όλα τούτα είναι εκ γενετής. Αυτός ήδη πατούσε τα τριανταοχτώ. «Και τώρα πως πηγαίνουν στο γραφείο», αναρωτήθηκε.



Το χέρι που κρατούσε τα φλούδια, γελοίο και τριχωτό, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν το χέρι ενός πιθήκου. 



Στο τραπεζάκι της κουζίνας έβαζε πάντα αποβραδίς τα ξυριστικά του. Ξυρίστηκε με πολλή δυσκολία, κατακόπηκε, το αριστερό χέρι, βλέπεις, δεν τον βοηθούσε, ιδιαίτερα πρόσεξε στο δεξί μάγουλο, που οι τρίχες φτάνανε μέχρι το μάτι, κι αυτό. ήταν το χειρότερο, ένα μάτι μικρό, κόκκινο και τσιμπλιασμένο, ένα μάτι φοβισμένο και μοχθηρό. «Δεν χωράει συζήτηση, κάτι συμβαίνει. Αλλά τί;»

Κοίταξε το αρρωστημένο χέρι — και θυμήθηκε, πριν από πολλά χρόνια, πέντε-έξη χρονών θάταν, είχανε γιορτή στο σπίτι, μόλις είχε γυρίσει, μάλιστα, ύστερ'από δέκα χρόνια, ο θειος του, αδερφός της μητέρας του, που ταξίδευε, ναυτικός. Όπως ήταν, λοιπόν, μικρός, και δεν τούδινε κανείς σημασία, θύμωσε, και μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να τους χαλάσει τη διασκέδαση, χούφτωσε το γυαλί της λάμπας που έκαιγε πάνω στο τραπέζι. Έμπηξε μια δυνατή κραυγή απ'τον πόνο. Η μητέρα του, έτρεξε απ'τη τραπεζαρία, τάβαλε με όλους που δεν πρόσεχαν το παιδί, και παίρνοντάς τον στην αγκαλιά του φίλαγε το καμένο χέρι, μουρμουρίζοντας με δάκρυα: «Το χεράκι του, το χεράκι του...» «Μητέρα πούσαι τώρα να δεις πως έγινε αυτό το χέρι», σκέφτηκε με παράπονο.

Μα το βλέμμα του έπεσε στο ρολόι. Οχτώ παρά είκοσι, «Θέ μου, πρέπει να βιαστώ. Τί γίνεται όμως με τούτο;» και κοίταξε το χέρι. «θα το κρατάω στην τσέπη, όχι, όχι, μπορεί αφηρημένος να το βγάλω». Τούρθε μια ωραία ιδέα. Σ'ένα συρτάρι που φύλαγε διάφορα άχρηστα πράγματα (ένα παιχνίδι, κάτι φουρκέτες πούχε βρει στο δρόμο, δυο εισιτήρια λεωφορείου όταν πρωτοβγήκε με κοπέλα και το μισό κρανίο απ'ένα ψόφιο σκυλί), θυμήθηκε, λοιπόν, πως είχε εκεί μέσα κι έναν μεγάλο επίδεσμο. Τύλιξε προσεχτικά το χέρι του, αρχίζοντας απ'τον αγκώνα μέχρι κάτω τα δάχτυλα. «θα τους πω ότι τόκαψα — μα θα μου πούνε, βέβαια, ότι τόκαψα εδώ και χρόνια, όταν ήμουνα παιδί, ακόμα δε γιατρεύτηκε; Τότε να πω ότι με χτύπησε περνώντας έν'αυτοκίνητο. Κάθε μέρα γίνονται του κόσμου τα δυστυχήματα». Όσο για κείνο το μάτι, φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά πούχε για το καλοκαίρι και βγήκε.


***



Υπάλληλοι σε γραφείο εταιρίας, κατά τη δεκαετία του 60




Έφτασε δέκα ολόκληρα λεπτά αργοπορημένος. Η τεράστια αίθουσα που χρησίμευε για λογιστήριο της Τράπεζας ήταν γεμάτη μικρά τραπέζια, γραφομηχανές και σκυφτούς υπαλλήλους. Όλοι, ένας – ένας, σήκωναν το κεφάλι και τον κοιτάζανε καθώς περνούσε. «Λες να κατάλαβαν τίποτα;» σκέφτηκε με αγωνία. Κοίταξε το χέρι, ήταν καλά διπλωμένο. Έφτασε στο γραφείο του, στο βάθος, και κάθισε.

— Τι έπαθες, χτύπησες; ρώτησε αδιάφορα ο διπλανός του.

— Μάλλον... μάλλον ναι... έκανε εκείνος, ενώ το μυαλό του έτρεχε αλλού: πού είχε βρει εκείνο το κρανίο του σκύλου και γιατί το φύλαγε; Το βράδυ που θα γύριζε θα το πετούσε οπωσδήποτε.

Για μια στιγμή του πέρασε η σκέψη να λύσει το χέρι του και να βγάλει τα μαύρα γυαλιά, να δει επιτέλους την αντίδραση στο διπλανό του. Αν ήταν παραίσθηση, ο υπαλληλάκος θα τον κοίταζε, άχρωμα, όπως πάντα, και θα συνέχιζε τη δουλειά του. Αν πάλι υπήρχε στ'αλήθεια εκείνη η αλλαγή θάβαζε ασφαλώς τις φωνές. Έτσι θα καταλάβαινε κι εκείνος τί ακριβώς συμβαίνει, να μην τον τρώει η αμφιβολία.

Αν όμως δεν είναι παραίσθηση; Τί θα συμβεί κει και πέρα; Πρώτα – πρώτα θα τον απολύανε, πολύ φυσικό. Ποιός θέλει στη δουλειά του έναν άνθρωπο, που αρχίζει κιόλας να μην είναι άνθρωπος. Ύστερα οι εφημερίδες: «Τερατώδες γεγονός», θάγραφαν με μεγάλα γράμματα. Θάβαζαν τ'όνομά του και τη φωτογραφία του. Θα επενέβαινε η αστυνομία, κι οπωσδήποτε η Ιατρική Ακαδημία. Γιατί η πολιτεία θάπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, σε τί είδος ανήκει, κι αν του επιτρέπεται να συνεχίζει να κατοικεί και να συγχρωτίζεται με τους ανθρώπους. Κι ίσως, τελικά, δεν αποκλείεται καθόλου, να τον κλείναν σε κάνα ζωολογικό κήπο.


Γιατί η πολιτεία θάπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, σε τί είδος ανήκει, κι αν του επιτρέπεται να συνεχίζει να κατοικεί και να συγχρωτίζεται με τους ανθρώπους.


Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να το κρύψει οπωσδήποτε. Άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο «Δούναι-Λαβείν» πούχε μπροστά του, μα αμέσως κέρωσε. «Πώς θα γράψω με το αριστερό χέρι. Μην είσαι ανόητος. Αφού το δεξί σου είναι τραυματισμένο, απλούστατα δεν μπορείς να γράψεις, θα πας στον κύριο τμηματάρχη και θα του ζητήσεις μιας ημέρας άδεια. Έτσι θάχεις όλον τον καιρό να σκεφτείς».

Ο κρότος απ'τις γραφομηχανές σα ναρχόταν από μακριά. Οι υπάλληλοι σκυφτοί πάνω στα τραπέζια γράψανε αδιάκοπα. Πού και πού μόνο σήκωναν τα κεφάλια τους, σα νάθελαν ν'ανασάνουν κάπως πιο βαθειά. «Τί γράφουνε όλοι τούτοι οι άνθρωποι, αλήθεια», σκέφτηκε, προσπαθώντας να ξεχάσει το άλλο. «Τεράστια ποσά, ιλιγγιώδη, μπαίνουν, βγαίνουν και δεν τα βλέπει κανείς, απλώς τα καταγράφουμε. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι παθαίνουν κύρτωση με τα χρόνια, απ’ το πολύ σκύψιμο. Μα τι με νοιάζει εμένα; Εγώ κάθε πρωί κάνω τη γυμναστική μου. Μερικές ασκήσεις την ημέρα ωφελούν πολύ, όλα τα περιοδικά το λένε». Στο μυαλό του ξανάρθε απότομα η παράξενη κατάσταση που βρισκόταν, «θα το αντιμετωπίσω με κάθε τρόπο. Δε θα το μάθει κανείς». Αρκετό καιρό άφησε να ορίζουν οι άλλοι τη ζωή του. Όχι, τώρα θα τους ξεγέλαγε. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να πάρει την εκδίκησή του. «Πρέπει να οργανώσω τη ζωή μου σε νέες βάσεις, σκέφτηκε. Μα βρω μάλιστα, κι ένα λεξικό να δω τί τρώνε αυτά τα ζώα. Μάλλον χορτοφάγα είναι. Ευτυχώς, έχω μια τέτοια προδιάθεση».

Ένοιωσε κάπως καλύτερα κι ετοιμάστηκε να πάει στον κύριο τμηματάρχη. Μα ήταν τυχερός. Η πόρτα του βάθους άνοιξε, κι ο κύριος τμηματάρχης μπήκε, ψηλόσωμος, επιβλητικός, μ’ ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο, και γενικά μ’ έναν αέρα μεγαλόκαρδης συγκατάβασης. Φορούσε πάντα ένα ζευγάρι γυαλιά του ήλιου, με ακριβό σκελετό, προσπαθώντας να εξωραΐσει τη μυωπία του. «Κοίταξε σύμπτωση» σκέφτηκε, μόλις είδε, όχι χωρίς έκπληξη, τόνα χέρι του κυρίου τμηματάρχη δεμένο μ'επιδέσμους. Σηκώθηκε και πήγε προς συνάντησή του. «Πρέπει να μιλήσω όσο γίνεται πιο ευγενικά, του αρέσουνε κάτι τέτοια».

—Κύριε τμηματάρχα, καλημέρα σας. Είστε καλά; Χτυπήσατε, για όνομα του Θεού, πρέπει να προσέχετε. Σας αγαπάμε τόσο όλοι εδώ.

Ο κύριος τμηματάρχης ξαφνιάστηκε. Δεν έτρεφε καμμιά εκτίμηση γι'αυτόν τον αναιμικό υπάλληλο.

—Κύριε τμηματάρχα, θα ήθελα, και μ’ όλη την καλοσύνη που σας διακρίνει, θα ήθελα μιας ημέρας άδεια. Ξέρετε, χτύπησα, έχω λίγο πυρετό, έξ άλλου μου είναι αδύνατο μέσα σε μια μέρα να συνηθίσω να γράφω με το αριστερό χέρι…

«Προδόθηκα, σκέφτηκε με τρόμο. Γιατί είπα: δεν μπορώ να συνηθίσω μέσα σε μια μέρα — σα να τούπα, δηλαδή, το δεξί μου χέρι είναι άχρηστο πια και πρέπει από δω και μπρός να τα βολέψω με το άλλο».

Η φωνή του κυρίου τμηματάρχη ήταν όπως όλα του, επιβλητική, κι όχι χωρίς κάποια, αλλά ευχάριστη, επιτήδευση.

— Αγαπητέ μου κι εγώ δεν είμαι τόσο καλά, κι έδειξε το χέρι του, μα αυτό δε σημαίνει πως με το παραμικρό μπορούμε να εγκαταλείπουμε την εργασία μας. Άλλωστε, πρέπει να σας το πω, τον τελευταίο καιρό οι συχνές απουσίες σας, η αφηρημάδα σας, τα λάθη στα βιβλία. Η διεύθυνση σκοπεύει να πάρει αυστηρά μέτρα.

— Κύριε τμηματάρχα, είσαστε ένας ανεκτίμητος άνθρωπος, μα ξέρετε, δεν νοιώθω καλά, η υγεία μου...

— Η υγεία σας δεν μπορεί να ενδιαφέρει έναν οικονομικό οργανισμό, μόνο η απόδοσή σας ενδιαφέρει. Φοβάμαι πως στο τέλος του μηνός θάχετε δυσάρεστα νέα.


—Η υγεία σας δεν μπορεί να ενδιαφέρει έναν οικονομικό οργανισμό, μόνο η απόδοσή σας ενδιαφέρει. 


Καθώς έσκυψε το κεφάλι λυπημένος είδε τα καλογυαλισμένα παπούτσια του τμηματάρχη. Τόνα κορδόνι ήταν λυμένο, θυμήθηκε κάποιο συμμαθητή του στο Γυμνάσιο. Ένα παιδί κουτσό, με δεκανίκι και με κείνο το πρόωρο τρίχωμα των καχεκτικών αγοριών στο πρόσωπο, τούδειχνε μια λατρεία περίεργη, τον ακλουθούσε παντού σέρνοντας το ατροφικό του ποδάρι, έτσι που μια μέρα, για να τον ευχαριστήσει, έσκυψε να του δέσει τα λυμένα κορδόνια του παπουτσιού του. Κι αυτός, με κείνες τις παράξενες αντιδράσεις που τούρχονταν κάποτε, τούδωσε μια με το πόδι στο πρόσωπο — τον είχε ενοχλήσει αυτή η εύκολη χειρονομία. Το κουτσό παιδί έπεσε ανάσκελα και τον κοίταζε με αμηχανία, λες κι ήταν εκείνο ο φταίχτης. Πέθανε ύστερ'από μερικά χρόνια.

—Να σας βοηθήσω, έκανε με μια ενστικτώδη κίνηση, έτοιμος να σκύψει στα παπούτσια του κυρίου τμηματάρχη. Μα συγκρατήθηκε αμέσως: «Γιατί τόκανα αυτό;» απόρησε ντροπιασμένος.

— Σας παρακαλώ, είπε ο άλλος, που τούρθε κάπως απρόσμενα.

Και για ν'αλλάξει ατμόσφαιρα, ο κύριος τμηματάρχης έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε μ'ένα ανάλαφρο μεταξωτό μαντήλι. Τον έβλεπε για πρώτη φορά χωρίς γυαλιά και τα μυωπικά του μάτια του κάναν αμέσως εντύπωση. Ήταν φοβισμένα και μοχθηρά — ακριβώς σα το δικό του αρρωστημένο μάτι. Μήπως; Ή σκέψη τούρθε ξαφνικά. Κοίταξε το δεμένο χέρι του τμηματάρχη. Αυτό έπρεπε νάναι — πως δεν το κατάλαβε νωρίτερα! Στο τέλος – τέλος, γιατί δηλαδή; Αποκλείεται εκείνο που τούχε συμβεί, να συμβεί και σε κάποιον άλλον;

— Κύριε τμηματάρχα, η φωνή του ήταν δυνατή, μπορείτε να λύσετε αυτό το χέρι να το δούμε;

Ο άλλος δεν κατάλαβε στην αρχή. Έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος.

— Κύριε τμηματάρχα, επανέλαβε ακόμα πιο δυνατά, έτσι που όλοι μέσα στην αίθουσα γύρισαν προς το μέρος τους. Μπορείτε να λύσετε αυτό το χέρι να το δούμε;...

— Δεν ξέρεις τί λες, κατόρθωσε ν’ αρθρώσει ο τμηματάρχης κι έκανε να φύγει. Μα υστέρα κοντοστάθηκε. Το μούτρο του είχε κιτρινίσει.

— Απολύεσαι, φώναξε, κάπως υστερικά. Απολύεσαι αυτή τη στιγμή. Έχω και την έγκριση της διευθύνσεως...

«Θέλει να με διώξει, για να μην τον αποκαλύψω», τούρθε αμέσως στο νου.

— Ο κύριος τμηματάρχης φοβάται να μας δείξει το χέρι του, για να μη μάθουμε την αλήθεια. Ο κύριος τμηματάρχης έχει αρχίσει να γίνεται πίθηκος!...

Ο τμηματάρχης είχε φύγει κιόλας. Ίσως και να μην άκουσε τις τελευταίες λέξεις. Οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι, δεν καταλάβαιναν. Οι γραφομηχανές είχαν σταματήσει. Μια μεγάλη ησυχία, που του θύμισε μακρινά, ήρεμα δάση, μια απέραντη νοσταλγία για να χαθεί μέσα στην πράσινη, κατευναστική ερημιά τους. «Το κακό προχωράει, σκέφτηκε. Να που νοιώθω και την ανάγκη να γυρίσω στο φυσικό μου περιβάλλον. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει τη Μοίρα του. «Ας πάω λοιπόν».

Κι ακούστηκε το βήμα του πάνω στις πλάκες καθώς τραβούσε προς την έξοδο.»


Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Το Εκκρεμές" - πρώτη έκδοση 1966. Για την εισαγωγή και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Νοέμβριος 18



Δέντρα σε τροπικό δάσος

Χαρούκι Μουρακάμι - Πως ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη είδα το 100% κορίτσι

$
0
0

Ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι. Σχεδιασμός εικόνας: το φονικό κουνέλι




«Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι δεκαοχτώ χρονών και το κορίτσι δεκαέξι. Το αγόρι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο, και το κορίτσι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο. Ένα μοναχικό και συνηθισμένο αγόρι κι ένα μοναχικό και συνηθισμένο κορίτσι, σαν αυτά που υπάρχουν παντού. Ωστόσο πιστεύουν ακράδαντα πως κάπου σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει ένα κορίτσι ή ένα αγόρι, που τους ταιριάζει 100%. Ναι, πιστεύουν σ'ένα θαύμα. Κι αυτό το θαύμα ήρθε.

Μια μέρα οι δυο τους συναντιούνται τυχαία στη γωνία κάποιου δρόμου.

«Απίστευτο» λέει το αγόρι στο κορίτσι, «σ'έψαχνα παντού! Είτε το πιστεύεις είτε όχι, είσαι για μένα το 100% κορίτσι».

Και το κορίτσι απαντάει: «Κι εσύ είσαι για μένα το 100% αγόρι. Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Είναι σαν όνειρο».

Οι δυο τους κάθονται σ'ένα παγκάκι του πάρκου, κρατιούνται απ'το χέρι και μιλάνε συνέχεια, χωρίς να βαριούνται. Δεν είναι πια μόνοι. Βρήκαν το 100% ταίρι τους κι αυτό τους βρήκε επίσης. Το να βρεις το 100% ταίρι σου και να σε βρει και κείνο, είναι κάτι εντελώς ασυνήθιστο, ένα θαύμα του κόσμου.

Αλλά τις καρδιές τους τις σκιάζει μια μικρή, πολύ μικρή αμφιβολία. Είναι δυνατόν το όνειρό τους να εκπληρώθηκε τόσο απλά; Σ'ένα διάλειμμα της συζήτησης, λέει το αγόρι:

«Ας κάνουμε μια δοκιμή. Αν είμαστε 100% φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, σίγουρα κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως είμαστε 100% προορισμένοι ο ένας για τον άλλο, και θα παντρευτούμε αμέσως. Συμφωνείς;»

«Συμφωνώ» απάντησε το κορίτσι.


Κι έτσι χώρισαν. Ο ένας στη Δύση κι ο άλλη στην Ανατολή. Στην πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς περιττό να βάλουν τη μοίρα τους σε δοκιμασία. Δεν έπρεπε να το κάνουν. Ήταν προορισμένοι 100% ο ένας για τον άλλο. Η αγάπη τους ήταν ένα θαύμα. Επειδή όμως ήταν ακόμα πολύ νέοι, δεν μπορούσαν να το ξέρουν. Κι έτσι παρασύρθηκαν από το αδιάκοπο, ανελέητο κύμα της μοίρας.

Μια μέρα του χειμώνα, αρρώστησαν κι οι δύο από μια επιδημία γρίπης, που ήταν εκείνη τη χρονιά σε έξαρση. Για πολλές βδομάδες πάλευαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κι όταν πια έγιναν καλά, όλη η προηγούμενη ζωή τους είχε σβηστεί από τη μνήμη τους. Πώς να το πω, όταν ξύπνησαν και πάλι, τα κεφάλια τους είχαν εντελώς αδειάσει, σαν τον κουμπαρά του νεαρού Ντ. Χ. Λώρενς.

Όμως, επειδή αυτός ήταν ένα έξυπνο και καρτερικό αγόρι, κι εκείνη ένα έξυπνο και καρτερικό κορίτσι, δούλεψαν σκληρά, ξαναπόκτησαν συνείδηση και αισθήματα κι επέστρεψαν με επιτυχία στην κοινωνία. Ναι, μα το Θεό, ήταν πραγματικά σωστοί πολίτες. Ήξεραν σε ποιους σταθμούς έπρεπε να κατέβουν στο μετρό και πως να στείλουν ένα γράμμα εξπρές στο ταχυδρομείο. Αγαπούσαν κιόλας, πότε 75%, πότε 85%.

Το αγόρι είχε γίνει πια 32 χρονών και το κορίτσι 30 χρονών. Τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν.


Κι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη, το αγόρι πάει από τη Δύση στην Ανατολή από έναν μικρό παράπλευρο δρόμο στο Χαραγιούκου, για να πιει έναν καφέ, και το κορίτσι, πηγαίνοντας ν'αγοράσει γραμματόσημα για ένα γράμμα εξπρές, παίρνει τον ίδιο δρόμο από την Ανατολή στη Δύση. Στα μισά του δρόμου διασταυρώνονται. Για μια στιγμή αστράφτει στις καρδιές τους η αδύναμη λάμψη της χαμένης μνήμης. Το στήθος τους βροντοκοπάει. Και ξέρουν.

Αυτή είναι για μένα το 100% κορίτσι.

Αυτός είναι για μένα το 100% αγόρι.

Όμως η λάμψη της ανάμνησης είναι πολύ αδύναμη, η γλώσσα τους δεν έχει πια τη διαύγεια που είχε πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Κι οι δυο τους, χωρίς να πουν λέξη, περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο και χάνονται μέσα στο πλήθος. Για πάντα.

Θλιβερή ιστορία, δε νομίζεις;»



*** 



Ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι [Haruki Murakami - 村上 春樹] σε μετάφραση Αντώνη Μπίκου. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Μουρακάμι με τίτλο «Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται» [“The Elephant Vanishes” / 象の消滅 Zō no shōmetsu], γραμμένα μεταξύ 1980 και 1991.

Για τον σχεδιασμό της εικόνας και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Νοέμβρης 18.


Μια καυτή ερωτική βραδιά του Τσαρλς Μπουκόφσκι

$
0
0

Ένα απόσπασμα από τις Σημειώσεις ενός Πορνόγερου του Τσαρλς Μπουκόφσκι, με θέμα του μια τραγελαφική ερωτική βραδιά! Σκίτσο: Robert Crumb, γραφιστικό: το φονικό κουνέλι



Ένα απόσπασμα από τις "Σημειώσεις ενός Πορνόγερου"




Για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν χρειάζονται περιττές εισαγωγές. Είναι γνωστός σε όλους, σαν τον άδειο πάτο εκείνου του αστραφτερού ποτηριού μπίρας που σου θυμίζει το ολόγιομο φεγγάρι – ή τον πισινό μιας γυναίκας. Η πλειοψηφία του κόσμου γνωρίζει τον Μπουκόφσκι για την περιθωριακή, αθυρόστομη και ακατέργαστη πλευρά του. Λιγότεροι είναι εξοικειωμένοι με την άλλη του πλευρά: την ποιητική, τη μελαγχολική, τη βαθιά ρομαντική. Γιατί στον πάτο ενός ποτηριού μπίρας (και, ναι, στη γυναίκα και στα κάλλη της) συχνά ξεπροβάλλει ένας αναστεναγμός – και ο Μπουκόφσκι είναι αυτή η μπίρα και αυτός ο αναστεναγμός μαζί.

Αλλά δε βαριέσαι… σήμερα θα δούμε την πρώτη πλευρά του Μπουκόφσκι – και θα αφήσουμε τη μελαγχολική πλευρά του για κάποια άλλη φορά! Επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας ένα απόσπασμα από τις περίφημες «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» [Charles Bukowski, “Notes of a Dirty Old Man”], τις οποίες έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 60 σε μορφή άρθρων για την underground αμερικάνικη εφημερίδα “Open City”.

Το απόσπασμα ανήκει στις κορυφαίες κωμικές στιγμές του συγγραφέα… Περιγράφει έναν διακαή ερωτικό του πόθο και την απόπειρά του, κάποια νύχτα, να τον ικανοποιήσει. Κι αυτό ενώ το ολοστρόγγυλο φεγγάρι – θα επαναλάβω, με σχήμα πισινού – φέγγει και χασκογελά στον ουρανό. Μάλλον θα μέθυσε κι αυτό απ’ το πολύ πιοτό που πίνουμε τις νύχτες στ’ όνομά του…


Μια ξέφρενη ερωτική βραδιά



«Εκείνες τις μέρες όλο και κάποιος τύχαινε να είναι σπίτι μου, είτε ήμουν εκεί είτε όχι, και όταν πέρναγα την πόρτα για να μπω μέσα, δεν είχα ιδέα για το ποιον ή ποιους θα συναντούσα. Όλο και κάποιο πάρτι θα 'ταν στα σκαριά και, για να στρογγυλοκαθίσουν τα έξι ή επτά άτομα στο σπίτι, αρκούσαν δύο δολάρια και κάτι ψιλά για κάποια «ειδική προσφορά» στην κάβα.

Όλα εντάξει λοιπόν. Κάποια νύχτα ξύπνησα, όπως ήμουν πεσμένος στο κρεβάτι μου, τελείως σκνίπα αλλά έχοντας το μυαλό μου ακόμα καθαρό. Τα φώτα ήταν σβηστά. Τεντώθηκα λιγάκι, κοίταξα τριγύρω και μου φάνηκε ότι δεν ήταν κανείς πια εκεί. Μερικά άδεια μπουκάλια σκόρπια εδώ κι εκεί στο πάτωμα. Ανακάθισα στο κρεβάτι και διέκρινα κάποιον να κοιμάται δίπλα μου. Χμ, μάλιστα. Προφανώς μια απ'αυτές τις πόρνες αποφάσισε να μείνει μαζί μου. Αυτό είναι ο Έρωτας. Πραγματική ένδειξη κουράγιου. Σκατά, και ποια θα μπορούσε να με υποφέρει; Αυτή που θα κατάφερνε να με αντέξει θα 'πρεπε να 'χει στ'αλήθεια καρδιά από καθαρό χρυσάφι. Γι'αυτό και μόνο θα 'πρεπε κι εγώ αυτή την αδελφή ψυχή να την ΑΝΤΑΜΕΙΨΩ που κατάφερε να μου παρασταθεί και για το ζήλο που έδειξε μένοντας μαζί μου.

Και ποια θα ήταν ωραιότερη ανταμοιβή από το να τη γαμήσω από πίσω;

Είχα ένα περίεργο σερί από διάφορα θηλυκά πίσω μου και καμιά απ'όλες αυτές δεν ήθελε να μ'αφήσει να της το κάνω από πίσω, και το αποτέλεσμα ήταν να μου γίνει έμμονη ιδέα. Με το που έπινα λιγάκι άρχιζα πάλι φτου κι απ'την αρχή. Διπλάρωνα το πρώτο θηλυκό και του έλεγα:

«Θα σου ξεσκίσω τον κώλο και θα ξεσκίσω τον κώλο της μάνας σου και θα ξεσκίσω τον κώλο της κόρης σου». Και η απάντηση ήταν στερεότυπη: «Αχ, όχι, αυτό δεν πρόκειται να το κάνεις!» Ήτανε έτοιμες για όλα, αλλά γι'ΑΥΤΟ όχι. Ίσως ήταν ο νόμος του σερί, ή ίσως οφειλόταν αποκλειστικά στον καιρό, πάντως ύστερα από μερικά χρόνια εκεί που κάθονταν τα διάφορα θηλυκά ξαφνικά λέγανε: «Μπουκόβσκι, γιατί δε με γαμάς από πίσω; Έχω ένα ολοστρόγγυλο και αφράτο πισινό...» κι εγώ φρόντιζα να απαντώ : «Αλήθεια είναι, γλύκα μου, φαίνεται το πράμα. Αλλά άσε καλύτερα».

Πάντως εκείνο τον καιρό, σχετικά μ’ αυτό το θέμα υπήρχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, και είχε αρχίσει σιγά σιγά να μου τη βαράει κατακούτελα, κι όπως την έβλεπα ξαπλωμένη έτσι δίπλα μου, είπα στον εαυτό μου: «Άνθρωπε, τράβα της ένα ωραίο γαμησάκι στον κώλο και θα ξεφορτωθείς ένα κάρο συναισθηματικές αβεβαιότητες.»

Έψαξα και βρήκα ένα μικρό υπόλοιπο κρασιού σ'ένα ποτήρι γεμάτο στάχτες και μετά ξαναχώθηκα στο κρεβάτι και άρχισα την επιχείρηση του να κατευθύνω τη μικρή μου τσουτσουνίτσα στον άσπιλο, κοιμισμένο και τουρλωτό πισινό. Για τον γνήσιο λωποδύτη, λένε, πως δεν είναι η λεία που τόσο αποζητάει όσο η ίδια πράξη της κλοπής. Εγώ λατρεύω και τα δύο. Το μαραφέτι μου παλλότανε κι έτρεμε έχοντας φτάσει στο χείλος της παραφροσύνης. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο και η εκδίκηση, αηδιαστική κι απόλυτη, η εκδίκηση για όλα, για τους συνεσταλμένους πωλητές παγωτών, για την πεθαμένη μάνα μου που πασάλειβε το αδιάφορο και χωρίς ζωή πρόσωπό της μ'όλες εκείνες τις λιπαρές κρέμες...

Αλλά τούτη δω κοιμότανε πολύ βαριά, σκέφτηκα. Ε, δε βαριέσαι, καλύτερα. Μάλλον η Μίτζι θα είναι. Ή ίσως η Μπέττυ. Δεν έχει σημασία. Ήτανε η νίκη μου — η δυστυχισμένη, άνεργη και καταπιασμένη ψωλή έσπασε και πέρασε νικηφόρα την πύλη προς όλα τα απαγορευμένα πράγματα! ΦΑΝΦΑΡΕΣ! Αισθανόμουνα ότι ήμουν το επίκεντρο ενός ΔΡΑΜΑΤΟΣ — όπως ο Τζέσσε Τζέιμς όταν σ'εκείνο το εκθαμβωτικά φωτισμένο χολλυγουντιανό στούντιο έτρωγε τη χρυσή σφαίρα. Δεν κρατιόμουνα με τίποτα, ήμουν δαιμονισμένος.

Εκείνη αναστέναζε κι έκανε διάφορα ΛΑΡΓΚ, ΟΥΓΚ, ΧΟ, ΑΧ, ΧΑ... Ήμουνα βέβαιος ότι έκανε την κοιμισμένη. Κι έκανε έτσι για να σώσει τα υπολείμματα της πνιγμένης τιμής της κι ήμουν ο ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΤΗ ΒΓΕΙ!

Και για αλλαγή έφτασα σε μια πραγματική περίοδο οργασμού και η μαγική αίγλη και η δόξα της πράξης καθώς και η βίαιη κτηνωδία μου με οδήγησαν σε υψηλές σφαίρες κι έσπρωχνα συνέχεια κι όλα ήταν αγνά και τέλεια.

Και τότε μες'στην έξαψη μας έφυγε η κουβέρτα κι έπεσε, κι είδα το κεφάλι και τους ώμους — ήταν ο Μπαλτη Μ. ένα φαλακρό αμερικάνικο ΑΡΣΕΝΙΚΟ!...

Μεμιάς μου ‘πέσαν όλα. Γύρισα ανάσκελα γεμάτος αηδία και βάλθηκα να κοιτάζω το ταβάνι.

Και δεν υπήρχε ούτε σταγόνα αλκοόλ στο σπίτι».



Το απόσπασμα από τις "Σημειώσεις Ενός Πορνόγερου"του Τσαρλς Μπουκόφσκι [1969]. Μετάφραση: Τέο Ρόμβος. Το σκίτσο στην εισαγωγική εικόνα είναι του θρυλικού Robert Crumb και το γραφιστικό δικό μου. 

Περισσότερα για τον Μπουκόφσκι εδώ:




Για την εισαγωγή και την ψηφιοποίηση του αποσπάσματος: Το φονικό κουνέλι, Νοέμβριος 18.


Τσαρλς Μπουκόφσκι - Charles Bukowski

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #11: Ποίηση και Τρέλα

$
0
0

Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11. Λογοτεχνία, ποίηση και τρέλα. Μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Περάστε, αγαπητοί! Περάστε στο όμορφο Λαγούμι μας, που άνοιξε ξανά τις πόρτες του για σας… Ένα πράγμα μόνο σας παρακαλώ: αφήστε τη λογική σας έξω, μη την πάρετε μαζί σας. Και μαζί με αυτήν πετάξτε στα σκουπίδια, για λίγο έστω, όλα όσα σας έχουν μάθει σε αυτόν τον κόσμο των ανθρώπων – που όσο λογικός πασχίζει να φαίνεται, τόσο παράλογος είναι στην ουσία του…

Τα σημερινά αποσπάσματα σχετίζονται με την τρέλα και την ποίηση. Και τον έρωτα. Και την ψευδαίσθηση. Και το μεθύσι. Όλες λέξεις που σημαίνουν το ίδιο πράγμα, με άλλα λόγια…

Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ – ο περίφημος εκείνος Γάλλος με τη μεγάλη μύτη – μας περιγράφει την εμπειρία του από το ταξίδι στη Σελήνη και τα έθιμα των Σεληνάνθρωπων, οι οποίοι κάνουν τις συναλλαγές τους με ποιήματα αντί για χρήματα… Ο Χ. Π. Λάβκραφτ μας παρουσιάζει μια κρυμμένη Πολιτεία πέρα και έξω από τα όρια της ανθρώπινης λογικής, στο κλασικό του βιβλίο «Τα Βουνά της Τρέλας»… Ο Τριστάν Τζαρά γράφει, εν έτει 1918 και στη διάρκεια του πιο παράλογου πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα, το Μανιφέστο του Νταντά… Μια γυναίκα εξομολογείται τον παράφορο έρωτά της σ’ ένα Τέρας, δια στόματος Βίκτορα Ουγκώ… Ο Τομ Ρόμπινς παίζει με τις λέξεις και αναπνέει ποίηση… Ο Έρασμος μας παρουσιάζει τη διαχρονική τρέλα του ανθρωπίνου είδους στο «Εγκώμιο της Τρέλας» του… Ο Φρίντριχ Νίτσε τονίζει πόσο αναγκαία είναι η τέχνη και, μαζί με αυτήν, η τρέλα… Ο Μπωντλαίρ μας καλεί να μεθύσουμε… Και, τέλος, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ μας νανουρίζει σε κόσμους ψευδαίσθησης και τρελού, αλλοπρόσαλλου έρωτα, στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας».

Διαβάστε μαζί μου. Και υποσχεθείτε μου πως κάτι θα αλλάξει μέσα σας μετά από αυτή την ανάγνωση… Υποσχεθείτε μου...



Συρανό ντε Μπερζεράκ – Ποιήματα αντί για χρήματα




Κολλάζ για το Ταξίδι στη Σελήνη του Συρανό ντε Μπερζεράκ - το φονικό κουνέλι




Ένας από τους παλαιότερους συγγραφείς που ισχυρίστηκαν πως είχαν ταξιδέψει στη Σελήνη, εν έτει 1657, ήταν ο Συρανό ντε Μπερζεράκ. Στη διάρκεια του ταξιδιού του συναντάει τους Σεληνάνθρωπους και γνωρίζει τα έθιμά τους.

Ένα από τα χαρακτηριστικά τους που έκαναν εντύπωση στον συγγραφέα ήταν το τοπικό νόμισμα του πλανήτη: στη Σελήνη οι κάτοικοι δεν πληρώνουν με χρήματα, αλλά με… ποιήματα. Ας δούμε το απόσπασμα από το βιβλίο του:



«Μετά το γεύμα μου ετοιμαστήκαμε να φύγουμε και κάνοντας χίλιες γκριμάτσες, που τις χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να δείξουν συμπάθεια, ο πανδοχέας πήρε ένα χαρτί. Τον ρώτησα αν ήταν κάποιο τσεκ ή γραμμάτιο για την πληρωμή. Απάντησε αρνητικά κι ότι τακτοποίησε την οφειλή μ'ένα ποίημα.

«Τι; Ποίημα;» έκανα. «Οι πανδοχείς έχουν την παραξενιά της ομοιοκαταληξίας;»

«Αυτό είναι το τοπικό νόμισμα», μου απάντησε, «και τα έξοδα που κάναμε εδώ κοστίσανε ένα εξάστιχο. Δεν ανησυχούσα μήπως δεν μου φτάσουν, γιατί ακόμα κι αν περνούσαμε μια εβδομάδα χλιδής, θα μας κόστιζε ένα σονέτο κι εγώ έχω τέσσερα επάνω μου, μαζί με δύο επιγράμματα, δύο ωδές κι ένα βουκολικό». […]

Ύστερα ρώτησα αν τους στίχους που χρησιμοποίησε σαν χρήμα μπορούσε να τους κοπιάρει κάποιος και να τους χρησιμοποιήσει ξανά. Μου απάντησε πως όχι και συνέχισε: «Όταν ένα ποίημα είναι έτοιμο, ο συγγραφέας το πηγαίνει στην κεντρική τράπεζα νομίσματος, όπου εδρεύει η επιτροπή των ποιητών. Εκεί, οι επίσημοι στιχουργοί θέτουν τα έργα σε δοκιμασία και, αν κριθούν καλής ποιότητας, τα διατιμούν όχι με το βάρος, αλλά με την ευφυΐα που περικλείουν. Έτσι, όποιος πεθαίνει από πείνα, πάει να πει πως είναι σκέτο βόδι, κι αυτοί που τρώνε πάντα καλά είναι οι ευφυείς».

Εκστατικός θαύμαζα τη δικαιοσύνη αυτού του τόπου».


Από το βιβλίο του Συρανό ντε Μπερζεράκ “Ταξίδι στη Σελήνη” [Cyrano de Bergerac, “L’Autre monde ou les états et empires de la Lune” – σε μτφ Ι.Λο Σκόκκο], δημοσιευμένο το 1657.

Σκεφτείτε λοιπόν, στη δική μας πραγματικότητα πλέον, να είχαμε ποιήματα, ή ενδεχομένως και τραγούδια, στη θέση των χρημάτων. Οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου θα ήταν οι ικανοί ποιητές. Και ο άνθρωπος που σκέφτεται δημιουργικά, ο άνθρωπος που συναισθάνεται βαθύτερα, θα άξιζε μια περιουσία ολόκληρη.

Το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που συμβαίνει σήμερα δηλαδή.




Χ.Π. Λάβκραφτ. Τα βουνά της τρέλας



Σύνθεση για τα Βουνά της Τρέλας του Χ.Π. Λάβκραφτ




«Όλες οι στιγμές εκείνης της πτήσης που κράτησε τέσσερις ώρες και μισή, είναι αποτυπωμένες με πυρωμένο σίδερο στη μνήμη μου, εξαιτίας της κρίσιμης σημασίας που είχαν για τη ζωή μου. Σημάδεψαν την απώλεια, στα πενήντα τέσσερα μου χρόνια, κάθε γαλήνης και κάθε ισορροπίας που διαθέτει ένα κανονικό μυαλό, χάρη στις παραδεδεγμένες ιδέες του για την περιβάλλουσα φύση και για τους φυσικούς νόμους. […]

Ο ναύτης Λάρσεν ήταν ο πρώτος που είδε πέρα, μπροστά μας, το ανώμαλο περίγραμμα των μαγικών κώνων και πυραμίδων και οι φωνές του μας έστειλαν όλους στα παράθυρα της καμπίνας του μεγάλου αεροπλάνου. Παρά την ταχύτητά μας μεγάλωναν με αργό ρυθμό, πράγμα που σήμαινε ότι πρέπει να βρίσκονταν σε άπειρη απόσταση και ότι φαίνονταν μόνο χάρη στο αφύσικο ύψος τους. Αλλά σιγά-σιγά υψώθηκαν σκυθρωπά στον ουρανό της δύσης, επιτρέποντάς μας να διακρίνουμε διάφορες γυμνές, έρημες, μαυρωπές κορυφές και να νιώσουμε το ξύπνημα της αίσθησης του φανταστικού που προκαλούσε η θέα τους κάτω από το ερυθρωπό ανταρκτικό φως. Πίσω και πάνω τους ιρίδιζαν τα σύννεφα της χιονόσκονης ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη συνολική εντύπωση.

Το όλο θέαμα απέπνεε έναν επίμονο υπαινιγμό φοβερής μυστικότητας, γεννούσε μια προσμονή αποκάλυψης. Σαν να σημάδευαν οι γυμνοί, εφιαλτικοί εκείνοι πυργίσκοι τους πυλώνες μιας τρομερής πύλης που σε εισήγαγε σε απαγορευμένες σφαίρες ονείρου, σε περίπλοκες αβύσσους απόμακρου χρόνου, χώρου, πολυδιαστατικότητας. Δεν μου έφευγε η αίσθηση ότι ήταν πράγματα του κακού – βουνά παραφροσύνης, που οι πιο απόμακρες κορυφογραμμές τους ξανοίγονταν προς κάποιαν αβυσσαλέα, καταραμένη εσχατιά.

Το φόντο των ημιφώτεινων, περιδινούμενοι σύννεφων ήταν γεμάτο από άρρητες προρρήσεις μιας αόριστης, αιθέριας απεραντοσύνης, άγνωστης για τη γήινη αίσθηση του χώρου, φρικαλέα υπενθύμιση άπειρης απόστασης, ετερότητας, ερημιά που μιλούσε για τον απ’ αιώνων θάνατο αυτού του απάτητου και αβυθομέτρητου νότιου κόσμου».


Χ. Φ. Λάβκραφτ, «Τα Βουνά της Τρέλας» [H.P. Lovecraft, “At the Mountains of Madness”]. Πρώτη έκδοση το 1936, σε μετάφραση: Β. Καλλιπολίτη.

Ένα μικρό απόσπασμα ενός απ'τα σημαντικότερα βιβλία τρόμου του 20ου αιώνα. Μικρό - μα παγωμένο και απόμακρο, ξεχειλίζοντας από εκείνη την αρχέγονη αίσθηση τρόμου που ο Λάβκραφτ ήξερε τόσο πετυχημένα να χειρίζεται.

Τελικά υπάρχει άραγε εκείνη η Αρχαία Πολιτεία - πιο αρχαία και από τα αρχαιότερα πλάσματα της γης -, θαμμένη κάτω από τους απάτητους πάγους του Νότου;...




Τριστάν Τζαρά – Μανιφέστο Νταντά



Νταντά - Kleine Dada Soiree των Theo van Doesburg και Kurt Schitters
Theo van Doesburg & Kurt Schitters, 1922.



«Κάθε προϊόν αηδίας που έχει την τάση να γίνει η άρνηση της οικογένειας, είναι Νταντά. Η διαμαρτυρία με τις γροθιές ολόκληρου του είναι σου και η καταστροφική δράση: ΝΤΑΝΤΑ. Η υιοθεσία όλων εκείνων των τρόπων συμπεριφοράς, που η σεξουαλική ντροπή, οι βολικοί συμβιβασμοί και η ευγένεια ανέκαθεν καταδίκαζαν: ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση της λογικής, αυτού του χορού των ανίκανων να δημιουργήσουν: ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση κάθε ιεραρχίας αλλά και κάθε κοινωνικής εξίσωσης που θα επερχόταν σαν αποτέλεσμα αξιών που χαρακτηρίζουν υπηρέτες: ΝΤΑΝΤΑ.

Κάθε αντικείμενο, όλα τα αντικείμενα, τα συναισθήματα και οι ασάφειες, οι εμφανίσεις και το σοκ ακριβείας των παράλληλων γραμμών, να τα όπλα στη μάχη που δίνει το ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση της μνήμης: ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση της αρχαιολογίας: ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση των προφητών: ΝΤΑΝΤΑ. Η κατάργηση του μέλλοντος: ΝΤΑΝΤΑ. Το εκλεπτυσμένο και χωρίς προκαταλήψεις πήδημα από την αρμονία σε μια άλλη σφαίρα [...] μ'αυτήν την ένταση μέσα στους θάμνους, ένταση απαλλαγμένη από τα έντομα των γαλαζοαίματων και χρυσωμένη με σώματα αρχαγγέλων, με την ψυχή του φορέα της.

Η ελευθερία: ΝΤΑΝΤΑ, ΝΤΑΝΤΑ, ΝΤΑΝΤΑ - το ουρλιαχτό των συρρικνωμένων οδυνών, ο συνυφασμός των αντιθέσεων και όλων των αντιφάσεων, των γελοιοτήτων και των ασυνεπειών: Η ζωή.»


Από το περίφημο «Μανιφέστο του Ντανταϊσμού» του Τριστάν Τζαρά [Tristan Tzara, “Le Manifeste DaDa”], σε μετάφραση Ανδρέα Κανελλίδη. Γεννημένο στην καρδιά του ιστορικού παραλογισμού, εν έτει 1918, κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και δίνοντας διέξοδο σε μια νέα τέχνη που πετούσε τον παραλογισμό της κοινωνίας των ανθρώπων στα σκουπίδια – επιλέγοντας, έναντι αυτής, την υγιή τρέλα της δημιουργίας… 

Κολλάζ: "Kleine Dada Soiree"των Theo van Doesburg και Kurt Schitters, του 1922.



Τομ Ρόμπινς – Αναπνέοντας ποίηση



Ο Τομ Ρόμπινς σχεδιασμένος από τον Ryan Sheffield - Tom Robbins by Ryan Sheffield
Tom Robbins by Ryan Sheffield



«Στη γλώσσα των Ινδιάνων Χάιντα, που ζούσαν στις βορειοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, κοντά στις ακτές του Ειρηνικού, το ρήμα «γράφω ποίηση» είναι ίδιο με το ρήμα «αναπνέω».

Αυτές οι εθνολογικές πληροφορίες άρεσαν πολύ στην Αμάντα, που αποφάσισε ότι στο εξής θα προσπαθούσε να ρυθμίζει κάθε ανάσα της σαν να έγραφε ένα ποίημα. Πραγματικά, κράτησε το λόγο της, και αυτός ο νέος τρόπος αναπνοής μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την προσωπική της γοητεία.

Μια φορά, ενώ ανάσαινε ένα ιδιαίτερα δύσκολο στιχάκι, ρούφηξε ένα ζουζούνι που περνούσε εκείνη τη στιγμή πετώντας. «Τι απαίσια ομοιοκαταληξία», είπε η Αμάντα βήχοντας. «Μου φαίνεται ότι θα ξαναγυρίσω στην πρόζα».


Ο αγαπημένος Τομ Ρόμπινς από το βιβλίο του“Another Roadside Attraction” - το βιβλίο με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο [γνωστό στα ελληνικά ως «Αμάντα»]. Πρώτη έκδοση το 1971, μτφ: Γ. Μπαρουξής.



Ερωτική εξομολόγηση σ’ ένα τέρας






«Νιώθω ξεπεσμένη κοντά σου, τι ευτυχία! Να 'σαι υψηλότατη, τι ανούσιο πράγμα! Είμαι αυγούστα, πόσο με κουράζει αυτό! Ενώ σαν ξεπέφτεις, ξεκουράζεσαι. Έχω τόσο πολύ μπουχτίσει το σεβασμό, ώστε έχω ανάγκη την περιφρόνηση [...] Σ'αγαπώ όχι μόνο γιατί είσαι παραμορφωμένος, αλλά γιατί είσαι ένας τιποτένιος. Αγαπώ το τέρας, αγαπώ τον παλιάτσο. Ένας ταπεινός, βρομερός, χυδαίος, χονδροειδέστατος και φρικτός εραστής, που είναι εκτεθειμένος στο γέλιο πάνω σ’ εκείνο τον κύφωνα που τον ονομάζουν θέατρο, αυτό αποτελεί μια σοφία μοναδική. Είναι σαν να δαγκώνεις τον καρπό της αβύσσου.

Ένας εραστής ατιμωτικός είναι κάτι εξαίσιο. Να δαγκώνω το μήλο όχι του Παράδεισου, μα της κόλασης, να ποιος είναι ο δικός μου πειρασμός κι έχω αυτή την πείνα κι αυτή τη δίψα, είμαι μια Εύα κι εγώ. Η Εύα της αβύσσου. Κι εσύ, το πιθανότερο, χωρίς να το ξέρεις είσαι ένας δαίμονας. Κράτησα ως τώρα το κορμί μου για τη μάσκα του ονείρου. Είσαι κάποιο νευρόσπαστο, που ένα φάντασμα κρατά τα νήματά σου. Είσαι το όραμα του τρομερού γέλιου της κόλασης. Είσαι ο αφέντης που περίμενα. […]

Γκουινπλέιν, είμαι ο θρόνος κι εσύ είσαι το παλκοσένικο. Ας σταθούμε λοιπόν στο ίδιο επίπεδο. Αχ! Είμαι ευτυχισμένη, να που έπεσα χαμηλά. Θα ήθελα όλος ο κόσμος να μάθει ως ποιο σημείο είμαι τιποτένια. Γονατίζω μπροστά σου, γιατί όσο πιο τιποτένιος γίνεσαι τόσο περισσότερο σέρνεσαι. Έτσι είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο γένος. Εχθρικό, όμως ερπετό. Δράκοντας, όμως σκουλήκι. Ω: Είμαι έκφυλη σαν τις θεές [...]

Εσύ όμως δεν είσαι άσχημος, είσαι δύσμορφος. Ο άσχημος είναι ταπεινός, ο δύσμορφος είναι μεγάλος. Ο άσχημος είναι η γκριμάτσα του διαβόλου πίσω από την ομορφιά. [...]

…Σ'αγαπώ!» του φώναξε.

Και τον δάγκωσε καθώς του έδινε ένα φιλί.»


Βίκτωρ Ουγκώ, «Ο Άνθρωπος που Γελά» [Victor Hugo , “L'Homme qui rit”]. Πρώτη έκδοση το 1869. Μετάφραση: Ντορέτα Πέππα. Στην εικόνα σκηνή από την ταινία του 1928.

Και, ναι, ο «Άνθρωπος που γελά», με το μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο παραμορφωμένο πρόσωπό του, υπήρξε προπάτορας του γνωστού σε όλους Τζόκερ.




Έρασμος – Η τρέλα των ανθρώπων



Ο Έρασμος, σε πίνακα του Quinten Massys / Desiderius Erasmus by Quinten Massys,1517
Desiderius Erasmus by Quinten Massys, 1517



Αν η Τρέλα ήταν πρόσωπο και είχε φωνή, τι λόγια θα μας έλεγε, άραγε, για το είδος των ανθρώπων; Πιθανό να ήταν λόγια σαν αυτά που κατέγραψε, μιλώντας εξ ονόματός της, ο Έρασμοςεν έτει 1509-11 στο κλασικό έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» [Desiderius Erasmus, “Moriae Encomium” / “In Praise of Folly”], από το οποίο και το ακόλουθο απόσπασμα. Η μετάφραση είναι του Στρατή Τσίρκα και το πορτραίτο του Έρασμου του Quinten Massys [1517]. 



«Είναι απίστευτο πόσο χαίρονται, διασκεδάζουν και ξεκαρδίζονται ολοχρονίς οι αθάνατοι με τους κακόμοιρους τους ανθρώπους. Το πρωί, που δεν είναι πιωμένοι, το περνούν ακούοντας τα παράπονα και περιμένοντας τις προσευχές. Ύστερα, μόλις τσούξουν το νέκταρ και γίνουν τάπα, το ρίχνουν στο τσακίρ κέφι, και πού μυαλό για σοβαρή δουλειά. Πάνε και κάθονται όλοι μαζί στην πιο ψηλή κορφή τ’ ουρανού κι από κει σκύβοντας βλέπουν τα καμώματα των ανθρώπων. Δε βρίσκεται στον κόσμο θέαμα που να το γλεντούν περισσότερο. Θεούλη μου, τι θέαμα είναι τούτο! Τί ποικιλία από τρελούς και τί βαβυλωνία! [...]

Να ένας άντρας που ψοφά για μια τοσηδά γυναικούλα, κι όσο λιγότερο τον αγαπάει αυτή, τόσο το πάθος του κορώνει. Ο άλλος παντρεύεται όχι γυναίκα, μα προίκα. Τούτος κάνει το ρουφιάνο στη γυναίκα του, ο άλλος ζηλεύει τη δική του και την προσέχει όλος μάτια, σαν τον Άργο. [...] Αυτός μαζεύει όσα μπορεί για να τα ρίξει στην κοιλάθρα του, κι ας πεθάνει αύριο της πείνας. [...] Να ένας που ζει με θαλασσοδάνεια και θαρρεί πως είναι πλούσιος, ενώ πάει τρέχοντας για τον γκρεμό. Άλλος το νομίζει ευτύχημα να ζεί φτωχικά, για να κάνει πλούσιο τον κληρονόμο του. Τούτος για μια σταλιά κι όχι σίγουρο κέρδος αλωνίζει τις θάλασσες κιντυνεύοντας στους αγέρηδες και στα κύματα τη ζωή του, που κανένας θησαυρός δε θα μπορέσει να του την ξαναδώσει. Ο άλλος προτιμά να γυρέψει την τύχη του στον πόλεμο, παρά να ζήσει στο σπιτάκι του ήσυχος κι ασφαλισμένος. [...]

Είναι μερικοί, πλούσιοι μόνο από ελπίδες• τα ευχάριστα όνειρα που κάνουν μόνοι τους θαρρούν πως φτάνουν για την ευτυχία τους. Πολλοί ευχαριστιούνται να φαίνονται παραλήδες στον κόσμο, και σπίτι τους πεθαίνουν συστηματικά της πείνας. Τούτος βιάζεται να σπαταλήσει όσα έχει, ο άλλος θησαυρίζει αδίσταχτα και στοιβάζει. Ο ένας τρελαίνεται για πόστα και λαχανιάζει ψαρεύοντας ψήφους, ο άλλος καρφί δεν του καίγεται και χουζουρεύει στη γωνίτσα του πλάι στο τζάκι. Κάμποσοι βάζουν μπρος δίκες ατέλειωτες και συνερίζονται με πείσμα, ποιος θα πλουτίσει δικαστή που δίνει πρόθυμα τις αναβολές και συνένοχό του δικηγόρο, με τις στρεψοδικίες του. [...]

Κοντολογής, αν μπορούσατε να κοιτάξετε από το Φεγγάρι την αμέτρητη σύγχυση των ανθρώπων, θα νομίζατε πως βλέπετε σύννεφο μύγες και σκνίπες, να τσακώνονται, να κάνουν μεταξύ τους πόλεμο, να στήνουν παγίδες, να κλέβουν, να παίζουν, να τσιλιπουρδίζουν, να γεννοβολούν, να πέφτουν και να πεθαίνουν. Και θα σας φαινόταν απίστευτο πόσες ταραχές, πόσες τραγωδίες ξεσηκώνει ένα τοσοδούλικο ζωύφιο, που προορίζεται σε λίγο να χαθεί.»



Νίτσε – Η αναγκαιότητα της τέχνης και της τρέλας




Ο Νίτσε σε χαρακτικό του Έντβαρντ Μουνκ
Nietzsche by Edvard Munch



«Αν δεν είχαμε καλοδεχτεί τις τέχνες κι αν δεν είχαμε επινοήσει αυτό το είδος της λατρείας του αναληθούς, τότε η κατανόηση της γενικής αναλήθειας και ψευδότητας, στην οποία μας οδηγεί η επιστήμη — η κατανόηση ότι η ψευδαίσθηση και η πλάνη είναι προϋποθέσεις της γιγνώσκουσας και αισθανόμενης ύπαρξης — θα 'ταν ανυπόφορη. Η εντιμότητα θα μας οδηγούσε στην αηδία και στην αυτοκτονία. Να όμως που υπάρχει μια αντιδύναμη κατά της εντιμότητάς μας, αντιδύναμη που μας βοηθάει να αποφύγουμε τέτοιες συνέπειες: είναι η τέχνη ως καλή θέληση για φαινομενικότητα.

Ως αισθητικό φαινόμενο η ύπαρξη είναι πάντα υποφερτή για μας και η τέχνη μας δίνει μάτια και χέρια και, πάνω απ'όλα, την καλή συνείδηση που χρειάζεται για να μπορέσουμε να μετατρέψουμε τους εαυτούς μας σε τέτοιο φαινόμενο. Κάπου-κάπου πρέπει να ξεκουραζόμαστε από τον εαυτό μας κοιτάζοντάς τον από ψηλά, κοιτάζοντάς τον κάτω από ψηλά και, από μια καλλιτεχνική απόσταση, να τον περιγελούμε ή να τον κλαίμε. Πρέπει να ανακαλύπτουμε τόσο τον ήρωα όσο και τον γελωτοποιό που κρύβονται μέσα στο πάθος μας για γνώση• πρέπει κάπου-κάπου να απολαμβάνουμε την τρέλα μας προκειμένου να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τη σοφία μας!

Επειδή ακριβώς είμαστε κατά βάθος βαριοί και σοβαροί άνθρωποι (περισσότερο βάρη παρά άνθρωποι) τίποτε δεν μας ωφελεί περισσότερο από τη σκούφια του τρελού: τη χρειαζόμαστε για τον εαυτό μας — χρειαζόμαστε κάθε ζωηρή, κυμαινόμενη, χορευτική, κοροϊδευτική, παιδιάστικη και μακάρια τέχνη για να μη χάσουμε εκείνη την ελευθερία πάνω από τα πράγματα, την ελευθερία την οποία απαιτεί από μας το ιδανικό μας.

Και θα 'ταν ξανακύλισμα για μας (λόγω της ευερέθιστης εντιμότητάς μας) να πέφταμε εντελώς στην ηθική και να καταλήγαμε να γίνουμε ενάρετα τέρατα και σκιάχτρα για χάρη των υπεραυστηρών απαιτήσεων που θα είχαμε από τους εαυτούς μας. Πρέπει επίσης να μπορέσουμε να σταθούμε πάνω από την ηθική — κι όχι μόνο να σταθούμε, με την αγωνιώδη ακαμψία ενός ανθρώπου που κάθε στιγμή φοβάται μήπως γλιστρήσει και πέσει• πρέπει να μπορέσουμε να πετάξουμε πάνω από την ηθική και να παίξουμε! Πως θα μπορούσαμε, λοιπόν, να κάνουμε δίχως την τέχνη και δίχως την τρέλα;

Και όσο συνεχίζετε να ντρέπεστε με κάποιον τρόπο για τον εαυτό σας, δεν ανήκετε σε μας!»



Φρίντριχ Νίτσε, από την «Χαρούμενη Επιστήμη» (Η Χαρούμενη Γνώση) [Friedrich Nietzsche, “Die fröhliche Wissenschaft” / The Gay Science or The Joyful Wisdom]. Πρώτη έκδοση 1882, μετάφραση: Λίλα Τρουλινου. Tο χαρακτικό είναι του Edvard Munch.



Μεθύστε μαζί με τον Μπωντλαίρ



Νύμφη που πίνει, πίνακας του Ferdinand Keller.
Art by Ferdinand Keller



«Πρέπει να είστε πάντα μεθυσμένοι. Αυτό είναι το παν: αυτό είναι το μοναδικό ζήτημα. Για να μην νοιώθετε το τρομερό φορτίο του Χρόνου που τσακίζει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς ανάπαυλα.

Αλλά από τι; Από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, όπως προτιμάτε. Αλλά μεθύστε.

Και αν κάποτε, στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, πάνω στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη μελαγχολική μοναξιά του δωματίου σας, αν ξυπνήσετε, αφού η μέθη θα έχει ήδη ελαττωθεί ή εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι, ό,τι φεύγει, ό,τι αναστενάζει, ό,τι κυλάει, ό,τι τραγουδάει, ό,τι μιλάει, ρωτήστε τι ώρα είναι· και ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν: "Είναι ώρα για να μεθύσετε! Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθάτε αδιάκοπα. Από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, όπως προτιμάτε».


Σαρλ Μπωντλαίρ, "Μεθύστε".Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Η Μελαγχολία του Παρισιού" [Charles Baudelaire, “Le Spleen De Paris”]. Πρώτη έκδοση το 1869. Η μετάφραση του Στέλιου Βαρβαρούση και ο πίνακας στην εικόνα του Ferdinand Keller.

Ας μεθύσουμε λοιπόν.....




Τρελοί, ποιητές και ερωτοχτυπημένοι



Σκηνή από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ, πίνακας του Edwin Landseer [1851]
“Scene from A Midsummer Night's Dream”, Edwin Landseer [1851]



Άκουσα να λένε πως υπάρχει μια νύχτα, στη διάρκεια του μεσοκαλόκαιρου, που μια φορά στα τόσα κάτι μαγικό συμβαίνει – ζωντανεύουν, λέει, πανάρχαια πλάσματα του δάσους, η ομορφιά ερωτεύεται την ασχήμια, η λογική παθιάζεται με την τρέλα, οι άρχοντες γίνονται φτωχοί και οι φτωχοί αποκτούν στέμμα φτιαγμένο από φυτά του δάσους. Και στη διάρκεια αυτής της νύχτας, λένε, τα πάντα είναι δυνατά – ακόμα τα πιο τρελά σου όνειρα. Ή όπως λέει ο ποιητής:



«Μόνον οι ερωτοχτυπημένοι κι οι τρελοί,

που βράζουν τα μυαλά τους, βλέπουν τέτοια ονείρατα

κι ίσκιους που δεν τους νιώθει η λογική. Οι τρελοί,

οι ερωτεμένοι κι οι ποιητές γιομάτοι είν’ όλοι

φαντασία. Ο ένας βλέπει τόσους διαβόλους

που ούτε η κόλαση η πλατιά δεν τους χωράει.

Ο χτυπημένος απ’ τον έρωτα τρελός κι αυτός

θαρρεί πως βλέπει της Ελένης ομορφιά

σε μούτρο αράπη. Του ποιητή το μάτι βόσκοντας

σε μια άλλη τρέλα ωραία πηδάει από τη γη

στον ουρανό κι από τον ουρανό στη γη

κι ό,τι μορφές από άγνωστα μας πλάθει η φαντασία,

η πένα του ποιητή σε σκήμα τις τορνεύει

και στο αιθέριο τίποτα του δίνει θέση

να στέκει κι όνομα. Έχει τέτοια η φαντασία

εξαίσια χάρη• αρκεί να νιώσει μόνο μια χαρά και βλέπει όποιον φέρνει τη χαρά• ή τη νύχτα,

σαν της περάσει κάποιος φόβος, πόσο είν’ εύκολο να πάρει κούτσουρο γι’ αρκούδα!»





[Κι ενώ ξημερώνει, κάπου στην καρδιά του δάσους....]




ΟΜΠΕΡΟΝ: Ξύπνα, Τιτάνια μου, γλυκιά βασίλισσά μου!


ΤΙΤΑΝΙΑ: Καλέ μου! τί’ ταν τούτη η υπνοφαντασία μου!

Είδα πως τάχα είχα αγαπήσει ένα γαϊδούρι.»



Τα αποσπάσματα από το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Ουίλιαμ Σάιξπηρ [William Shakespeare, “A Midsummer Night's Dream”] σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα. Πρώτη έκδοση: 1595-96. Πίνακας: “Scene from A Midsummer Night's Dream” του Edwin Landseer [1851].


Σε αναμονή αυτής της νύχτας, το λοιπόν. Προσοχή μόνο, γιατί διαρκεί για λίγες μόνο ώρες – μπορεί και να τη χάσουμε. Μα αν συμβεί αυτό, υπάρχει πάντα και Του Χρόνου...

Τι μένει, λοιπόν, όταν το όνειρο έχει πια χαθεί; Νομίζω το μόνο που μένει είναι να αρχίσουμε πάλι απ’ την αρχή. Αν όχι με έρωτα, με μεθύσι. Και αν όχι με μεθύσι, με ποίηση. Και τέχνη.

Τι άλλο μας μένει λοιπόν;…



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 - Οι στάχτες του πολέμου

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ


© Παρουσίαση και ψηφιοποίηση κειμένων: Το Φονικό Κουνέλι, Νοέμβριος 2018.

Όταν ο Ρόμπερτ Τζόνσον συνάντησε τον Διάβολο

$
0
0

Ο Ρόμπερτ Τζόνσον, ο Διάβολος και τα Μπλουζ - αφιέρωμα και σχέδιο από το φονικό κουνέλι / When Robert Johnson met the Devil



Ο Robert Johnson και οι απαρχές των Blues… Ένα αφιέρωμα στη διασταύρωση της αλήθειας και του μύθου




Ένα κρύο βράδυ του Οκτώβρη, στα σκονισμένα χρόνια της δεκαετίας του 30, μια νύχτα που το ολόγιομο φεγγάρι έβαφε τον ουρανό στην απόχρωση του αίματος, ο Ρόμπερτ Τζόνσον έκανε συμφωνία με τον διάβολο.

Τον καιρό εκείνο ο Τζόνσον [Robert Johnson] ήταν ένας μοναχικός νεαρός μουσικός των Blues, γυροφέρνοντας σαν την άδικη κατάρα με τη κιθάρα του στα χαραγμένα απ’ το πιοτό και την εκμετάλλευση τοπία του αμερικανικού Νότου. Αναζητούσε κάποια αναγνώριση – μια διέξοδο από εκείνο το τούνελ που είχε καταπιεί εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές πριν απ’ αυτόν: ψυχές φτωχών και περιθωριακών, σέρνοντας πίσω τους το βάρος μιας μακραίωνης ιστορίας σκλαβιάς και ρατσισμού. Τι και αν η σκλαβιά είχε επισήμως καταργηθεί εδώ και δυο γενιές; Μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις τον ήχο απ’ τις αλυσίδες της στα μαζεμένα βήματα των νεαρών νέγρων της εποχής – όπως και στα περιφρονητικά και φοβισμένα βλέμματα που εξαπέλυε πάνω τους η καλοστεκούμενη λευκή αστική κοινωνία των καιρών – όση, τέλος πάντων, είχε βγει ανέπαφη απ’ την οικονομική κρίση και τολμούσε να κοιτάξει καταπρόσωπο τους νέγρους.

Γεννήθηκε στο Μισισίπι και μεγάλωσε στο Μέμφις. Η μητέρα του είχε άλλα δέκα παιδιά πριν από αυτόν. Ο πατέρας του καταγόταν από σκλάβους. Ακόμα κι εκείνον τον καιρό η οικογένειά του εργαζόταν στις φυτείες – το ίδιο περιβάλλον που είχαν γνωρίσει οι παππούδες και οι πρόγονοί του. Βαμβάκια, φτωχόσπιτα και το στίγμα του αράπη. Μα είχαν και την παρηγοριά τους: το αλκοόλ, τη θρησκεία… και τα μπλουζ. Ένα είδος μουσικής που γεννήθηκε στο περιθώριο, σαν τους δημιουργούς του, και ανησύχησε ουκ ολίγους καλοβαλμένους αστούς της εποχής για τον «ηθικό εκφυλισμό» που το χαρακτήριζε. Να ήταν άραγε τα Μπλουζ η μουσική του διαβόλου;

Όσοι γνώρισαν τον νεαρό Τζόνσον λένε πως δεν ήταν καλός μουσικός τα πρώτα εκείνα χρόνια. Είχε μάθει κάποιες τεχνικές της κιθάρας από έναν αδερφό του, μα αδυνατούσε να φτάσει στο παίξιμο τους μεγάλους bluesmen των καιρών, όπως ο Charley Patton και ο Skip James – τους πρώτους μέντορες των “Blues του Δέλτα”, όπως χαρακτηρίστηκαν. Ένας άλλος δάσκαλος των Blues, ο Son House [Σον Χάουζ], τον είχε ακούσει να παίζει σ’ ένα τοπικό στέκι και είχε δηλώσει πως η μουσική του ήταν σκέτη φασαρία. «Δεν είχες ξανακούσει τέτοιο θόρυβο! Πάρε την κιθάρα απ’ τον μικρό, έλεγαν κάποιοι. Θα τους τρελάνει όλους με δαύτη! Δεν πιάνεις τη φυσαρμόνικα καλύτερα;»

Και το βλέμμα του νεαρού Τζόνσον άστραφτε σαν το μάτι του πάνθηρα στο σκοτάδι – ή σαν την αστραπή που φωτίζει τον νυχτερινό ουρανό.



Μία από τις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Τζόνσον
Μία από τις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Τζόνσον



Στα 17 του παντρεύτηκε τη φιλενάδα από τα παιδικά του χρόνια, 16χρονη Virginia Travis, μα ίσα που πρόλαβε να ζήσει έναν χρόνο φευγάτης ευτυχίας. Η Virginia πέθανε στη διάρκεια της γέννας – και μαζί με αυτή, πέθανε και το παιδί της. Δύο χρόνια μετά θα παντρευόταν την Coletta Craft - μα θα πέθαινε κι εκείνη.

Ο Τζόνσον ήταν απαρηγόρητος. Δεν του έμενε άλλη επιλογή – έπρεπε να φύγει. Να πάρει τον δρόμο και όπου βγει, παρέα με την κιθάρα του. Ποιος τον αναγνώριζε; Κανένας. Ποιος είχε διάθεση ν’ ασχοληθεί σοβαρά μαζί του; Κανένας. Ποιος έπαιρνε στα σοβαρά τη μουσική του; Κανένας. Μα σάμπως είχε να χάσει κάτι; Τα είχε ήδη χάσει όλα. Τα βήματά του δεν ήταν παρά αποτυπώματα στη σκόνη. Κι αυτός μια κινούμενη σκιά σ’ έναν κόσμο που αδιαφορούσε για υπάρξεις σαν αυτόν.

Και πήρε τους δρόμους, χαράζοντας την πορεία του στα κατάστιχα του αμερικανικού Νότου. Στη διάρκεια της εξορίας του γνώρισε έναν κιθαρίστα, τον Ike Zimmerman, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξει ένα δυο πράγματα. Λέγεται πως κατέφευγαν τις νύχτες στα νεκροταφεία, γράφοντας τραγούδια στις ταφόπλακες, ρουφώντας το φεγγάρι, θέλοντας ίσως να ξυπνήσουν τους νεκρούς… Μα υπήρχε ένας πρακτικός λόγος γι’ αυτό: δεν επιθυμούσαν να ενοχλήσουν τους κατοίκους της πολιτείας, παίζοντας μουσική τα βράδια – μόνη διέξοδός τους το κοιμητήριο. Εκεί ήξεραν πως κανείς δεν θα τους έδιωχνε. Θα έπαιζαν με την ησυχία τους. Σκυλιά που γαβγίζουν στο αιμόφυρτο φεγγάρι. Σκυλιά που αλυχτούν στον κόσμο που τα σπρώχνει μακριά του. Σκυλιά με δόντια που γυαλίζουν.

Ποιος ξέρει… ίσως και να κατόρθωναν όντως ν’ αναστήσουν κάποιον νεκρό από τον τάφο του.



Τα χρόνια της δόξας




Και – ως δια μαγείας – έγινε το θαύμα. Έναν χρόνο μετά ο Τζόνσον επέστρεψε στα παλιά του λημέρια. Μα τώρα πια δεν ήταν ο άχαρος αυτός μουσικός που έκανε τους πάντες να κλείνουν τ’ αυτιά τους. Είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν δεξιοτέχνη, όμοιος με τον οποίο δεν είχε ακουστεί ως τότε. Ο κόσμος έτριβε τα μάτια του – μα, αυτός συναγωνίζεται στο παίξιμο τους μεγάλους bluesmen! Και τι συναίσθημα αποπνέει, τι τεχνική, τι ήρεμη δύναμη!

Ο Τζόνσον συνέχισε τις περιπλανήσεις του, εγκαταλείποντας τα γνώριμα τοπία του Νότου. Έμοιαζε να καθοδηγείται από κάποια εσωτερική φωτιά, που τον έσπρωχνε ολοένα μπρος – ποτέ πίσω. Σικάγο, Νέα Υόρκη, Ντιτρόιτ. Τα Μπλουζ είχαν μεταμορφωθεί στα χέρια του από παράφωνο μωρό σ’ ένα παιχνιδιάρικο παιδί – και αυτός έπαιζε μαζί τους, γελούσε μαζί τους, έκλαιγε μαζί τους. Εν έτει 1932 έπαιξε ξανά μπροστά στους αλλότινούς του μέντορες: τον Son House και τον Willie Brown. Μα οι περασμένες εντυπώσεις ανήκαν στο παρελθόν. Οι παλιοί δάσκαλοι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Μα – αυτός είναι ένας εξαιρετικός μουσικός! Πρόκειται άραγε για τον ίδιο νεαρό που είχαμε γνωρίσει πριν μερικά χρόνια;

Και οι γυναίκες – α, οι γυναίκες τον λάτρευαν. Στις πόλεις και στα μπαρ οι ερωμένες διαδέχονταν η μία την άλλη. Και ο Τζόνσον απολάμβανε την αυξανόμενη φήμη του, τη ρουφούσε αχόρταγα σα νέκταρ.



Η ξακουστή φωτογραφία του Ρόμπερτ Τζόνσον με το κοστούμι, την κιθάρα και το καπέλο
Το ξακουστό πορτραίτο του Ρόμπερτ Τζόνσον



Ήταν μια εποχή που ο κόσμος αποζητούσε τη μουσική των μαύρων. Η Τζαζ είχε εδώ και μια δεκαετία σχεδόν εκτοξευτεί στις προτιμήσεις του κοινού, συμπεριλαμβανομένου του λευκού κοινού των πόλεων – σειρά τώρα είχαν τα Μπλουζ. Την εμπορική αρχή είχαν κάνει οι μεγάλες Ντίβες των Μπλουζ, γυναίκες σαν την Ma Rainey και την Bessie Smith. Τώρα έμελλε ν’ ακολουθήσουν οι μοναχικοί bluesmen του Δέλτα, η μουσική των οποίων εκπροσωπούσε τα πρωταρχικά, αρχέγονα μπλουζ του Νότου.

Έτσι κι έγινε λοιπόν. Μια σημαντική δισκογραφική εταιρία, η ARC Records, πρότεινε στον Τζόνσον να ηχογραφήσει τα τραγούδια του. Το αποτέλεσμα ήταν οι θρυλικές εκείνες εκτελέσεις των 29 τραγουδιών, με τα οποία γνώρισε ο κόσμος τη μουσική του και οι οποίες με το πέρασμα των χρόνων (και των δεκαετιών) έγιναν γνωστές ως τα τραγούδια του “King of the Delta Blues Singers”. Ήταν τα τραγούδια με τα οποία έμελλε να τον γνωρίσουν, καιρό μετά το θάνατό του, ο Muddy Waters και ο Howlin’ Wolf• ο Jimmy Page και ο Eric Clapton• o Keith Richards και ο Bob Dylan.

Ήταν τα τραγούδια στη βάση των οποίων οικοδομήθηκε η μισή μουσική του 20ου αιώνα. Ο πηλός (ακατέργαστος, ίσως, και ωμός, μα στιβαρός και ουσιώδης) πάνω στον οποίο σμιλεύτηκε το μνημείο της Blues και της Ροκ μουσικής.

Είναι δυνατόν αυτός ο καταπληκτικός μουσικός να είναι ο ίδιος εκείνος παλικαράκος με τον οποίο γελούσαμε λίγα χρόνια πριν; - αναρωτιόταν το κοινό που τον ήξερε από παλιότερα. Αποκλείεται! Δες τις επιτυχίες του, δες τη δύναμη που αποπνέει. Κάποιο πνεύμα έχει μπει μέσα του και καθοδηγεί το παίξιμό του! Ναι – αυτή η εξήγηση έμοιαζε περισσότερο πιθανή.

Κάποιοι θα έλεγαν – ο διάβολος.



Παζάρι με τον διάβολο. Ο νέος Φάουστ




Στο σταυροδρόμι των αποφάσεων




Ο μύθος λέει πως ήταν ένα μοιραίο, παγερό βράδυ, στη διάρκεια της περιόδου της εξορίας. Ο Τζόνσον έπαιζε μόνος σε μια σκοτεινή διασταύρωση, στο ανίερο σμίξιμο των δρόμων Highway 61 και 49… Σύμφωνα με μια παράδοση που είχε ρίζες στο μακρινό παρελθόν, η διασταύρωση δύο δρόμων θεωρείται μέρος ερεβώδες, δαιμονικό, χαίνουσα πηγή μαύρης μαγείας. Ο άνεμος φυσούσε, αντηχώντας σαν αναστεναγμός μανιασμένου εραστή. Ο ουρανός έσμιγε με τη σελήνη και γεννούσανε σκιές. Ένα σκυλί ούρλιαζε σα λυσσασμένο, χοροπηδώντας λες και προσπαθούσε να πιάσει το σκιερό του είδωλο – μα εκείνο του διέφευγε διαρκώς.

Τότε ήταν – λένε – που ο Τζόνσον ήρθε σε επαφή με έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό, μαυριδερό κύριο. Ο κύριος του χαμογέλασε και τα λευκά δόντια του αντανακλούσαν τη λάμψη απ’ το φεγγάρι. «Σε περίμενα», του είπε – ή μήπως ήταν ο ήχος της κιθάρας του που έμοιαζε να σμίγει με τον άνεμο και να συνθέτουν λέξεις; «Άργησες, ξέρεις», αντήχησε η φωνή (ή οι συγχορδίες που παρέσερνε ο άνεμος). «Μα ίσως και όχι. Σε αυτή τη διασταύρωση ποτέ κανένας δεν αργεί… κάποιος έρχεται πάντα όταν είναι η ώρα του να έρθει.»

Ο Τζόνσον κατάλαβε ποιος ήταν. Και κατάλαβε ποιος ήταν ο σκοπός του. Η καρδιά του χτύπησε με φόβο και λαχτάρα. Η κιθάρα του άρχισε να παίζει δυνατότερα. «Έχω χάσει όλα όσα είχα. Τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Μόνο η κιθάρα αυτή μου μένει. Το μόνο όνειρό μου, ν’ αναγνωριστώ. Να πνίξω τον πόνο μου στη παρηγοριά της δόξας, στη ζεστασιά του ακριβού ποτού, να με θαυμάζουν οι μουσικοί και να με ποθούνε οι γυναίκες. Μπορείς να μου δώσεις αυτό που σου ζητώ;»

Ο διάβολος τον κοίταξε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Ο άνεμος φυσούσε με μανία. «Μπορώ να σου χαρίσω τόση δόξα, όση δε φαντάζεσαι. Θα έχεις ουίσκι άφθονο και γυναίκες φίνες. Δεκαετίες και δεκαετίες μετά θα μνημονεύεται το όνομά σου και θα σε μελετούν οι καλλιτέχνες. Η μουσική του εικοστού αιώνα θα εμποτιστεί στους ρυθμούς που θα της δώσεις… Μα, να ξέρεις, υπάρχει πάντα και το τίμημα... Νομίζω πως αυτό είναι αυτονόητο, θα συμφωνήσεις μαζί μου».



Ο Ρόμπερτ Τζόνσον και ο Διάβολος σε κάρτες / Robert Johnson and the Devil cards



Ο Τζόνσον φάνηκε διστακτικός. Το σταυροδρόμι κάτω στα πόδια του φάνταζε λες και ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο – σα να ήταν το μοναδικό σταυροδρόμι που είχε ποτέ υπάρξει, ίδιο και απαράλλαχτο σε όλες τις εποχές και τους τόπους. Ο αέρας είχε πάψει ν’ αντηχεί, το σκυλί ίσα που ακουγόταν κάπου μακριά. Η κιθάρα χαμήλωσε. Ο Τζόνσον σκέφτηκε το παρελθόν του… τι είχε χάσει, τι είχε να κερδίσει. Σκέφτηκε τα μέλη της φυλής του. Τους εκατοντάδες χιλιάδες εκείνων που γεννιόνταν και πέθαιναν στην αφάνεια, ελπίζοντας, ίσως, σε κάποιο μεταθανάτιο παράδεισο, πέρα απ’ τα μαρτύρια αυτού του κόσμου.

Τα σκέφτηκε όλα αυτά και αποφάσισε.

«Θέλω να γίνω ο βασιλιάς των Blues», είπε στον διάβολο. Και ο διάβολος χαμογέλασε.

«Φέρε την κιθάρα σου, παλικάρι μου», του είπε. Ο Τζόνσον την παραχώρησε. Ο διάβολος την πήρε στα πελώρια χέρια του, την κούρδισε και εκείνη φάνηκε ν’ αναστενάζει ηδονικά. Φλόγες φάνηκαν να ξεπετάγονται από μέσα της. Μα όταν ο Τζόνσον την έπιασε στα χέρια του, η κάψα όλη μπήκε στο κορμί του. Και αισθάνθηκε τότε τη γλυκιά ηδονή της έμπνευσης να τον κατακλύζει.

Και έπαιξε. Και η κιθάρα δυνάμωσε, ο ήχος της εκτόξευσε σπίθες στο σκοτάδι. Ήταν λες και δεν έπαιζε πλέον αυτός, λες και δεν ήταν τα δικά του δάχτυλα στην ταστιέρα. Και ο άνεμος ούρλιαξε με φρενιασμένη χαρά.



Λίγα χρόνια μετά, κάποιο βράδυ στο άδυτο ενός μπαρ, κι ενώ ο Τζόνσον είχε αποκτήσει την αναγνώριση που τόσο επιθυμούσε, έπεσε νεκρός. Πηγή του θανάτου ένα ποτήρι ουίσκι ποτισμένο με δηλητήριο. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν πως μαχαιρώθηκε. Αμφότερες οι πηγές αναφέρουν ως αιτία θανάτου τον ερωτικό ανταγωνισμό μεταξύ του Τζόνσον και του συζύγου κάποιας από τις ερωμένες του.

Ο διάβολος είχε τηρήσει την υπόσχεσή του.



Ο δαίμονας του Βουντού Papa Legba
Papa Legba painting



Επίλογος. Τα μπλουζ και ο διάβολος – μια κριτική θεώρηση




Η ακόλουθη ανάλυση δεν έχει σκοπό να «εκλογικεύσει» τον μύθο του Ρόμπερτ Τζόνσον – υπάρχει ένας λόγος που σχηματίζονται οι μύθοι και ο λόγος αυτός υπερβαίνει την κοινή λογική – μα να φωτίσει μια συγκεκριμένη πτυχή του φαινομένου «κουλτούρα και διάβολος» - ξεκινώντας από το κυνήγι μαγισσών και φτάνοντας ως τη δαιμονοποίηση της ροκ και μέταλ μουσικής, μεταξύ άλλων. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που αμφότερες οι μεγάλες μουσικές δημιουργίες των μαύρων – η Τζαζ και τα Μπλουζ – στα πρώτα χρόνια της ανέλιξής τους στιγματίστηκαν ως «ανήθικες» ή έφτασαν να δαιμονοποιηθούν από μια μερίδα κόσμου.

Είναι συχνό φαινόμενο (κατά τη διάρκεια του χριστιανικού δυτικού πολιτισμού) η τάση των μαζών να συγχωνεύουν με τον Διάβολο ή το Κακό οτιδήποτε αδυνατούν να κατανοήσουν ή οτιδήποτε αποκλίνει από τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες. Το ίδιο πράγμα που οι «εκλεπτυσμένοι» αστοί καταδικάζουν ως «ανήθικο» ή «ανατρεπτικό», τα χαμηλότερης παιδείας κοινωνικά στρώματα τείνουν να το ερμηνεύουν με θρησκευτικούς όρους: «κακό», ή «σατανικό». Σκεφτείτε τι μπορεί να σήμαινε για το βαθιά θρησκευόμενο και προληπτικό πνεύμα του αμερικανικού Νότου ένας ανερχόμενος μαύρος αστέρας της μουσικής στη διάρκεια της δεκαετίας του 30. Ένας αστέρας που είχε ξεπηδήσει κυριολεκτικά από το πουθενά. Προκαλούσε δέος – και φόβο.

Τι και αν η σκλαβιά είχε καταργηθεί επισήμως. Οι νέγροι έσερναν παντού γύρω τους το στίγμα του «αράπη». Ο πολιτισμός τους φάνταζε «πρωτόγονος» και «βάρβαρος» στα μάτια των συντηρητικών λευκών. Και αν ο λευκός κόσμος αναγνώριζε τις ικανότητές τους ως καλλιτεχνών, αυτό γινόταν μόνο στα πλαίσια της ψυχαγωγίας τους: οι μαύροι ως «διασκεδαστές», ως «θεατρίνοι» - μια παράδοση που φέρει πίσω της δεκαετίες και δεκαετίες, φτάνοντας ως τα πρώτα χρόνια του αμερικανικού κράτους και στην θεατρική παράδοση του Vaudeville – τότε που λευκοί ηθοποιοί έβαφαν τα πρόσωπά τους μαύρα, φορούσαν παρδαλά ρούχα, μιλούσαν με γελοία προφορά και πετούσαν τούρτες ο ένας πάνω στον άλλο.

Και να που, καταμεσής αυτών, εμφανίστηκαν τα Blues. Μια μουσική στην οποία – για πρώτη φορά – ο νέγρος δεν τραγουδούσε για να διασκεδάσει το λευκό κοινό… μα για να ευφράνει την ψυχή του. Για να εξωτερικεύσει τον πόνο του. Για να εκφράσει τη λαχτάρα του. Για πρώτη φορά μετουσίωνε σε τέχνη τα αληθινά του αισθήματα – δεν ήταν πια ηθοποιός, δεν ήταν πια ψυχαγωγός, δεν ήταν πια διασκεδαστής, μα ένας αληθινός άνθρωπος, με σάρκα και οστά. Και επιθυμίες – όχι απαραίτητα «ηθικές» με βάση τα κυρίαρχα λευκά πρότυπα, μα σίγουρα ανθρώπινες.




Μουσικός των Μπλουζ / Blues musician




Αν όμως αυτοί οι «αράπηδες» διεκδικούν αξιώσεις ανθρώπου, πως μπορούμε πια να τους φερόμαστε σαν ζώα; Αν τραγουδάμε τα τραγούδια τους και ταυτιζόμαστε με τους στίχους τους, πως είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε τη χαμηλή κοινωνική τους θέση; Όχι, κάτι τέτοιο είναι ανήκουστο! Γιατί από τη στιγμή που θα αποδεχτείς τον άλλο σαν συνάνθρωπό σου, ίσο και όμοιο με σένα, ικανό να παράγει τέχνη ισάξια με τη δική σου, ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο έχεις χτίσει την εξουσία σου κινδυνεύει να γκρεμιστεί από το βάθρο του.

Τι μένει, λοιπόν; Να χαρακτηρίσεις τη μουσική του ως «ανήθικη». Ως «στερημένη πνεύματος». Ως «εκφυλισμένη». Να υποτιμήσεις το έργο του, να το περιθωριοποιήσεις, να αρνηθείς την υπόστασή του.

Και αν είσαι θρησκευόμενος μπορείς εύκολα να κάνεις κάτι ακόμα: να χαρακτηρίσεις τη μουσική του ως «μουσική του διαβόλου». Αυτό ήταν: με τόσους θρήσκους και προληπτικούς εκεί έξω, ξεμπέρδεψες. Και το κοινωνικό status quo παραμένει ως έχει.

Που να ήξεραν – που να ήξεραν πως τα θεμέλια είχαν πια σκαφτεί! Με το πέρασμα των δεκαετιών τα «σατανικά» Μπλουζ θα παραχωρούσαν τη θέση τους στη «σατανική» Ροκ. Μα ήταν πια αργά για τους πουριτανούς του κόσμου – η μουσική είχε πια τον πρώτο λόγο… 




Μουσικοί των Μπλουζ στις αρχές του 20ου αιώνα /Early Blues musicians




Και ο διάβολος; Και ο μύθος που περιγράψαμε; Άραγε υπήρξε ποτέ εκείνη η μοιραία νύχτα, στη διασταύρωση των Highway 61 και 49;

Στη μυθολογία του Βουντού γίνεται λόγος για μια θεότητα με το όνομα “Papa Legba”. Λέγεται πως συχνάζει σε σταυροδρόμια, όταν έρχονται στιγμές μεγάλων αποφάσεων για τη ζωή ενός ανθρώπου, και παρέχει συμβουλές. Δεν ταυτίζεται με το «κακό», όσο με την ανατροπή – και ενίοτε, το ξεγέλασμα. Θα βρείτε πολλές αναφορές σε αυτόν στη μυθοπλασία γύρω από τη ζωή του Ρόμπερτ Τζόνσον. Να θυμίσουμε, εξάλλου, πως οι μάζες των αφρικανών σκλάβων που μετέβησαν στην Αμερική έφεραν μαζί τους τις πνευματικές παραδόσεις της πατρίδας τους – σμίγοντάς τες με την χριστιανική πίστη που συνάντησαν στις αποικίες και δημιουργώντας πλήθος από ενδιαφέροντα θρησκευτικά αμαλγάματα.

Κάθε κριτική ανάλυση ενός μύθου σκοντάφτει σε ένα χώρο που αδυνατεί, κατά τη γνώμη μου, να φωτίσει. Είναι σαν εκείνο που έλεγε ο Φρόυντ για τα όνειρα: προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις και ως ένα βαθμό το κατορθώνεις – μα υπάρχει πάντα ένα επίπεδο πέραν του οποίου δεν μπορείς να πας: το «σκοτεινό» σημείο του ονείρου, όπως και το «σκοτεινό» σημείο του μύθου. Γιατί κάθε μύθος φέρει πίσω του το συλλογικό ασυνείδητο του λαού που τον γέννησε – ένα αχανές πλέγμα σημασιών και φαντασιακού.

Εξάλλου ο ίδιος μύθος που για μια μερίδα κόσμου δρα αποτρεπτικά και εκφοβιστικά, για μια άλλη συνιστά αιτία ενδυνάμωσης. Ένας άνθρωπος που έφτασε σε σημείο να κάνει συμφωνίες με θεούς, δαίμονες και πνεύματα – τι καλύτερος τρόπος για εκτοξεύσεις μια τέχνη ή ένα κίνημα! Κάπως έτσι αρχίζουν οι θρησκείες.

Και η μουσική… είναι μια θρησκεία – και ίσως κάτι παραπάνω.




Κιθάρα Blues




Έχω την αίσθηση πως αν ρωτούσαμε τον Ρόμπερτ Τζόνσον αν έκανε συμφωνία με τον διάβολο – θα μας κοιτούσε με νόημα και θα χαμογελούσε. Και στη συνέχεια θα έπιανε την κιθάρα του και θα έπαιζε ένα τραγούδι. Αυτό όλο – και ας δώσει ο καθένας τις δικές του ερμηνείες.

Κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος. Αν απολαύσατε το παρόν μουσικό ταξίδι, μπορείτε να συνεχίσετε την ιστορική και αφηγηματική μας διαδρομή με την παρουσίασή μου πάνω στην ιστορία της Τζαζ:


Η Ιστορία της Τζαζ, μέρος 1 – ο Αρχέγονος Ρυθμός


Μέχρι να τα ξαναπούμε, σας αφήνω με κάποιους στίχους του Ρόμπερτ Τζόνσον – του αδιαμφισβήτητου Βασιλιά των Blues του Δέλτα.



I got to keep movin', I got to keep movin' 

Blues fallin' down like hail, blues fallin' down like hail 

Hmmm-mmm, blues fallin' down like hail, blues fallin' down like hail 

And the days keeps on worryin' me 

There's a hellhound on my trail, hellhound on my trail 

Hellhound on my trail… 


Every old place I go, every old place I go 

I can tell the wind is risin', the leaves tremblin' on the tree 

Tremblin' on the tree 

I can tell the wind is risin', leaves tremblin' on the tree 

Hmm-hmm hmm-mmm 

All I need's my little sweet woman 

And to keep my company, hey, hey, hey 

My company 



© Παρουσίαση και σχεδιασμός αρχικής εικόνας από το Φονικό Κουνέλι, Νοέμβριος του 18. Παρακαλώ να μην γίνει αντιγραφή και αναδημοσίευση του κειμένου σε άλλες ιστοσελίδες


Στη διασταύρωση 61 και 49 / Robert Johnson Highway 61 & 49

"Ελεονόρα"... ένα διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε

$
0
0

Ελεονόρα - ένα διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, σε μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




«Η ψυχή σώζεται αν διατηρηθεί

με μια συγκεκριμένη μορφή»


Raymond Lully



«Βαστώ από γενιά διάσημη για τη δύναμη της φαντασίας της και τους φλογερούς της έρωτες. Οι άνθρωποι με είπαν τρελό, μα δεν έχει ακόμα λυθεί το ζήτημα, αν η τρέλα είναι ή δεν είναι η υπέρτατη νοημοσύνη, αν ένα μεγάλο μέρος απ'ό,τι είναι υπέροχο, αν ό,τι ανεξαίρετα είναι βαθυστόχαστο, δεν πηγάζει από μίαν αρρωστημένη διάνοια, από μια ιδιότυπη νοοτροπία, που έχει αναπτυχθεί εις βάρος της γενικής διανόησης. Όσοι ονειροπολούν στο διάστημα της μέρας, γνωρίζουν πολλά πράγματα, που διαφεύγουν σε όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. Στους θαμπούς οραματισμούς τους αποκαλύπτεται μπροστά τους μια φευγαλέα θέα της αιωνιότητας, κι αναρριγούν, ξυπνώντας, στην ιδέα πως είχαν βρεθεί στο χείλος του μεγάλου μυστικού. Στ'αρπαχτά, μαθαίνουν κάτι από τη σοφία, που είναι επ’ αγαθώ και περισσότερα από τις γνώσεις, που είναι επί κακώ. Εισδύουν, ωστόσο, δίχως τιμόνι και πυξίδα στον απέραντο ωκεανό του «άφατου φωτός» και, όπως στις περιπέτειες του γεωγράφου της Νουβίας, “agressi sunt mare tenebrarum quid in eo esset exploraturi”. [“πήγαν σε μια θάλασσα από ίσκιους με σκοπό να εξερευνήσουν ό,τι βρίσκονταν μέσα της].

Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαι τρελός. Παραδέχομαι, τουλάχιστον, πως υπάρχουν δυο ξεχωριστές καταστάσεις της διανοητικής μου ζωής: η κατάσταση της διαύγειας του λογικού, που δεν αμφισβητείται, και που αφορά την ανάμνηση από γεγονότα που αποτελούν την πρώτη εποχή της ζωής μου – και μια κατάσταση όλο ίσκιους και αμφιβολίες, που ανήκει στο παρόν και στη θύμηση των όσων αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ύπαρξής μου. Για τούτο, ό,τι θα διηγηθώ από την πρώτη περίοδο, πιστέψετέ το• και σε ό,τι θ'αφηγηθώ από τα τελευταία χρόνια, δώστε όση πίστη θα σας φανεί πως ταιριάζει – ή αμφισβητήστε τα και ολότελα, ή, αν δεν μπορέσετε να τα αμφισβητήσετε, παίξτε το ρόλο του Οιδίποδα για να λύσετε το αίνιγμά τους.



Όσοι ονειροπολούν στο διάστημα της μέρας, γνωρίζουν πολλά πράγματα, που διαφεύγουν σε όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. 



Αυτή που αγάπησα στα νιάτα μου, και που αυτήν αφορούν οι αναμνήσεις που γράφω τώρα με ηρεμία και σαφήνεια, ήταν η μοναχοκόρη της μόνης αδελφής της μητέρας μου, πεθαμένης πριν πολλά χρόνια. Ελεονόρα ήταν το όνομα της εξαδέλφης μου. Ανέκαθεν κατοικούσαμε μαζί, κάτω από έναν ήλιο τροπικό, στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Κανένας δεν πάτησε ποτέ σ'αυτή την κοιλάδα δίχως οδηγό, γιατί βρισκότανε πολύ μακριά, ανάμεσα σε μια γιγάντια βουνοσειρά που τα φρύδια της την έζωναν από παντού, αποκλείοντας το φως του ήλιου από τα τρισχαριτωμένα βάθη της. Κανένας δρόμος δεν υπήρχε εκεί γύρω• και για να φτάσει κανείς στο ευτυχισμένο σπίτι μας, έπρεπε να παραμερίσει με χίλια ζόρια τις φυλλωσιές από χιλιάδες δέντρα και να ποδοπατήσει θανατώνοντας εκατομμύρια μυριστικά λουλούδια. Έτσι, ζούσαμε ολομόναχοι, μην ξέροντας τίποτα από τον κόσμο που βρισκόταν έξω από την κοιλάδα – εγώ, η εξαδέλφη μου και η μητέρα της.

Από τις σκοτεινές περιοχές πέρα από τα βουνά, στην ψηλότερη άκρη του κυκλωμένου μας βασιλείου, κυλούσε ένα στενό και βαθύ ποτάμι, πιο λαμπερό από καθετί εκτός από τα μάτια της Ελεονόρας – και φιδώνοντας σιωπηλά μ'ένα σωρό ελιγμούς, χανότανε τέλος μέσ'από μια ισκιερή ρεματιά, ανάμεσα σε λόφους ακόμα πιο ζοφερούς κι από τα βουνά απ'όπου ξεκινούσε. Το λέγαμε το «Ποτάμι της Σιωπής» • ήταν σαν η ροή του να επιδρούσε σιωπηλά. Κανένα ψιθύρισμα δεν έβγαινε από την κοίτη του, και τόσο ήρεμα κυλούσε, που τα σαν μαργαριτάρια βότσαλα που μας άρεσε να τα κοιτάζουμε στα βάθη του, δε σαλεύανε στο παραμικρό, ευχαριστημένα στην ακινησία τους, το καθένα στην παλιά του θέση, λαμποκοπώντας με μια αιώνια ομορφιά.

Οι όχθες του ποταμού και οι όχθες των ρυακιών, που γυαλοκοπούσανε λοξεύοντας από διάφορες διευθύνσεις και ξεχύνονταν στο ρέμα του, καθώς και τα τοιχώματα που κατέβαιναν από τις ακροποταμιές ως κάτω στην κοίτη με τα βότσαλα – όλα αυτά, όπως κι ολόκληρη η κοιλάδα που απλωνότανε απ'το ποτάμι ως τα βουνά που την έζωναν, ήταν στρωμένα μ'ένα χαλί από απαλή πράσινη χλόη, πυκνή, κοντή, απόλυτα ομαλή, που μύριζε βανίλια, αλλά τόσο ανθοσπαρμένη πέρα ως πέρα με κίτρινες νεραγκούλες, λευκές μαργαρίτες, μενεξεδιές βιολέτες και κόκκινους σαν το ρουμπίνι ασφόδελους, που η υπέροχη ομορφιά της μιλούσε αδιάκοπα στην καρδιά μας για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.

Και δώθε κείθε, πάνω στη χλόη, σαν απόκοσμα όνειρα, υψώνονταν δασάκια από κάτι δέντρα φαντασμαγορικά, που ψηλοί λεπτοί κορμοί τους δεν στέκονταν ολόισιοι, αλλά έγερναν με χάρη κατά το φως που έπεφτε το μεσημέρι στο κέντρο της κοιλάδας. Η φλούδα τους ήταν πιτσιλωτή, γυαλιστερή, με κουκίδες μαύρες σαν έβενος και ασημιές, πιο λεία από καθετί εκτός από το δέρμα της Ελεονόρας – έτσι που δίχως τα γυαλιστερά πράσινα πελώρια φύλλα τους, που απλώνονταν απ'τις κορφές τους σε μακριές τρεμουλιαστές γραμμές παιχνιδίζοντας με τις αύρες, θα τα φανταζότανε κανείς σαν γιγάντια φίδια της Συρίας που προσκυνούν τον αφέντη τους τον Ήλιο.

Δεκαπέντε χρόνια τριγυρνούσα σ'αυτή την κοιλάδα μαζί με την Ελεονόρα, με τα χέρια μας πλεγμένα, πριν φωλιάσει η αγάπη στις καρδιές μας. Ένα δειλινό – εκείνη έκλεινε τα δεκαπέντε χρόνια της ζωής της κι εγώ τα είκοσι – καθόμασταν αγκαλιασμένοι κάτω από τα φιδόδεντρα και κοιτάζαμε τις εικόνες μας μες στα νερά του Ποταμού της Σιωπής. Μείναμε σιωπηλοί όλο το υπόλοιπο διάστημα εκείνης της γλυκιάς μέρας• ακόμα και την άλλη μέρα τα λόγια μας ήταν τρεμουλιαστά και λίγα. Είχαμε ανασύρει το θεό Έρωτα μέσ'από κείνα τα νερά, και τώρα νιώθαμε πως είχε ανάψει μέσα μας τις φλογερές ψυχές των προγόνων μας. Το ερωτικό πάθος, που ήταν για αιώνες το ξεχωριστό γνώρισμα της γενιάς μας, χίμηξε μαζί με τις φαντασίες, που και γι'αυτές ξεχώριζε η γενιά μας, και φύσηξαν μαζί μια πνοή εξαίσιας ουράνιας ευτυχίας στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης.

Μια αλλαγή απλώθηκε πάνω σε όλα. Παράξενα ολόφωτα λουλούδια, που έμοιαζαν με αστέρια, ξεφύτρωσαν πάνω στα δέντρα, που ποτέ πρωτύτερα δεν είχανε ανθίσει. Το χρώμα του πράσινου χαλιού έγινε πιο βαθύ – και όταν, μία μία, μαράθηκαν οι άσπρες μαργαρίτες, ξεπετάχτηκαν στη θέση τους, δέκα δέκα μαζί, κόκκινοι σαν το ρουμπίνι ασφόδελοι. Και η ζωή μας φανερώθηκε• γιατί τα ψηλά φλαμίγκο, άγνωστα ως τότε στην κοιλάδα, μαζί μ'ένα σωρό άλλα ζωηρόχρωμα πουλιά, ανέμιζαν καμαρωτά μπροστά μας τις άλικες φτερούγες τους. Χρυσαφιά και ασημένια ψάρια κολυμπούσαν στο ποτάμι, που είχε αρχίσει ν'αναδίνει σιγά σίγα ένα ψιθύρισμα, που έγινε στο τέλος μια μελωδία νανουριστική, πιο θεϊκή κι από τους ήχους της λύρας του Αίολου – πιο γλυκιά από το καθετί, εκτός απ'τη φωνή της Ελεονόρας. Κι ένα μεγάλο σύννεφο, που το βλέπαμε από καιρό στου Έσπερου τα μέρη, κύλησε από κει πέρα, χρυσοπόρφυρο, σταμάτησε γαλήνιο πάνωθέ μας, και άρχισε να κατεβαίνει, μέρα με τη μέρα, όλο πιο χαμηλά, ώσπου οι άκρες του κάθισαν πάνω στις βουνοκορφές, αλλάζοντας το σκοτάδιασμά τους σε παραδείσιο φως, και κλείνοντάς μας, λες μια για πάντα, σε μια μαγεμένη φυλακή μακαριότητας και ησυχίας.



έγινε στο τέλος μια μελωδία νανουριστική, πιο θεϊκή κι από τους ήχους της λύρας του Αίολου – πιο γλυκιά από το καθετί, εκτός απ'τη φωνή της Ελεονόρας. 



Η Ελεονόρα έμοιαζε με σεραφείμ στην ομορφιά – μα ήταν ένα κοριτσόπουλο απονήρευτο κι αθώο όσο κι η σύντομη ζωή που είχε περάσει μέσα στα λουλούδια. Δεν προσπαθούσε με καμώματα να κρύψει τη θέρμη της αγάπης που φλόγιζε την καρδιά της, την ερευνούσε μαζί μου ως τα τρίσβαθα, έτσι που τριγυρνούσαμε οι δυο μας στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης και μιλούσαμε για τις μεγάλες μεταβολές, που είχαν γίνει εκεί μέσα τον τελευταίο καιρό.



Εικονογράφηση του Arthur Rackham [1935] για την "Eleonora" του Edgar Allan Poe
Illustration: Arthur Rackham



Μια μέρα μου μίλησε με δάκρυα στα μάτια για την τελευταία οικτρή μεταβολή που έλαχε στη μοίρα του ανθρώπου, και από τότε δεν παρατούσε αυτό το θλιβερό θέμα, παρεμβάλλοντας το σε όλες μας τις συνομιλίες, όπως στα τραγούδια του βάρδου του Σιράζ ξανάρχονται οι ίδιες εικόνες κάθε τόσο, σε κάθε παραλλαγή του στίχου.

Είχε καταλάβει πως την είχε αγγίξει το δάχτυλο του θανάτου – πως, όπως το εφήμερον, η πεταλουδίτσα, είχε πλαστεί με τέλεια ομορφιά, με μόνο προορισμό το θάνατο. Αλλά ο φόβος του τάφου είχε γι’ αυτήν μιαν όψη μονάχα, που μου την αποκάλυψε ένα βράδυ, με το σούρουπο, κοντά στις όχθες του Ποταμού της Σιωπής. Θλιβότανε στη σκέψη πως όταν πια θα την έθαβα στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης, θα ‘φευγα για πάντα από την ευτυχισμένη μας κοιλάδα και θα χάριζα την αγάπη μου, που ήταν τώρα με τόσο πάθος και τόσο αποκλειστικά δική της, σε κάποια κοπέλα του εξωτερικού συνηθισμένου κόσμου. Και κάθε τόσο ριχνόμουνα στα πόδια της Ελεονόρας και ορκιζόμουνα σ'εκείνη και στους Ουρανούς πως ποτέ δεν επρόκειτο να παντρευτώ κάποια θυγατέρα της γης – πως ποτέ δε θα πρόδινα την αγαπημένη θύμησή της, τη θύμηση της αφοσιωμένης της αγάπης, που ήταν για μένα μια ευλογία. Κι έκανα επίκληση στον Κραταιό Άρχοντα του Σύμπαντος να παρασταθεί μάρτυρας για την επισημότητα του όρκου μου. Και η κατάρα, που επικαλέστηκα – τόσο Εκείνου όσο κι εκείνης, που ήταν μια άγια των Ηλυσίων Πεδίων – αν πρόδινα τον όρκο μου, συνεπαγότανε για μένα μια τιμωρία, που η ανατριχιαστική της φρίκη δεν μου επιτρέπει να την αναφέρω.

Τα λαμπερά μάτια της Ελεονόρας έγιναν ακόμη πιο λαμπερά με αυτά μου τα λόγια. Αναστέναξε σα να ‘φυγε από το στήθος ένα βάρος θανατερό. Έτρεμε σύγκορμη κι έκλαψε πικρά. Αλλά πίστεψε τον όρκο μου (γιατί δεν ήταν παρά ένα παιδί) κι αυτό την έκανε να δεχτεί μ'ευκολία το θάνατο. Και μου είπε, καθώς ξεψυχούσε ήρεμα λίγες μέρες αργότερα, πως γι'αυτό που είχα κάνει για την ησυχία της ψυχής της, θα με φύλαγε από ψηλά μετά την αποδημία της, και, αν της επιτρεπότανε, θα ξαναγύριζε κοντά μου «εν φυλακαίς νυκτός». Αν όμως αυτό ήταν αδύνατο για τις ψυχές που μένουν στον Παράδεισο, τότε θα μου έδινε συχνά μαρτυρίες της παρουσίας της: θα μου έστελνε τους στεναγμούς της με τους νυχτερινούς ανέμους, ή θα γέμιζε τον αέρα που ανάσαινα με τη μυρωδιά του λιβανιού από τα θυμιατήρια των αγγέλων. Και μ'αυτά τα λόγια στα χείλια της παρέδωσε την αθώα της ζωή, βάζοντας ένα τέλος και στην πρώτη περίοδο της δικής μου.

Ως εδώ η αφήγησή μου είναι απολύτως αξιόπιστη. Αλλά καθώς περνώ το ορόσημο, πάνω στο δρόμο του Χρόνου, που έχει στήσει ο θάνατος της αγαπημένης μου, και προχωρώ στη δεύτερη εποχή της ζωής μου, νιώθω έναν ίσκιο να τυλίγει το μυαλό μου και δυσπιστώ αν είναι απόλυτα ισορροπημένα όσα θα πω. Ας συνεχίσω ωστόσο.



θα μου έστελνε τους στεναγμούς της με τους νυχτερινούς ανέμους, ή θα γέμιζε τον αέρα που ανάσαινα με τη μυρωδιά του λιβανιού από τα θυμιατήρια των αγγέλων.



Τα χρόνια περνούσανε βαριά κι εγώ εξακολουθούσα να μένω στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Αλλά μια δεύτερη αλλαγή ήρθε κι απλώθηκε πάνω σε όλα. Τα λουλούδια, που έμοιαζαν μ'αστέρια, μαράθηκαν και δεν ξαναφυτρώσανε. Το χρώμα του πράσινου χαλιού ξεθώριασε, κι ένας ένας μαράθηκαν κι οι κόκκινοι σαν το ρουμπίνι ασφόδελοι, και στη θέση τους ξεφύτρωσαν δεκάδες, ζοφεροί μενεξέδες, που αναδεύονταν ανήσυχοι και που αδιάκοπα τους ενοχλούσε η δρόσο. Και η ζωή έφυγε από το δρόμο μας• γιατί τα ψηλά φλαμίγκο δεν ανέμιζαν πια μπροστά μας τις άλικες φτερούγες τους, αλλά πετάξανε θλιβερά απ’ την κοιλάδα στα βουνά, μαζί με όλα τα χαρούμενα ζωηρόχρωμα πουλιά, που είχαν έρθει συνοδεύοντάς τους. Και τα χρυσαφιά και ασημένια ψάρια έφυγαν μέσ'από την πέρα χαμηλή ρεματιά και δεν στόλιζαν πια το όμορφο ποτάμι. Κι η νανουριστική μελωδία, που ήταν πιο απαλή από την αιθέρια λύρα του Αίολου, πιο θεϊκή από καθετί εκτός απ’ της Ελεονόρας τη φωνή, έσβησε λίγο λίγο σε ψιθυρίσματα, που ολοένα γίνονταν πιο σιγανά, ώσπου το ποτάμι ξαναγύρισε στη σοβαρή κι επίσημη παλιά του σιωπή. Κι έπειτα, τέλος, το μεγάλο σύννεφο ανυψώθηκε και παρατώντας τις βουνοκορφές στο παλιό σκοτάδιασμα, ξανάφυγε στου Έσπερου τα μέρη συναποκομίζοντας όλη τη χρυσοπόρφυρη αίγλη από την Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης.

Ωστόσο η Ελεονόρα δεν ξέχασε τις υποσχέσεις της – γιατί άκουγα να κουδουνίζουν τα θυμιατήρια των αγγέλων, κι αρώματα θεϊκά πλανιόντουσαν αδιάκοπα μες στην κοιλάδα. Και στις ώρες της μοναξιάς, όταν η καρδιά μου χτύπαγε βαριά, οι άνεμοι, που χάιδευαν το μέτωπό μου αναστενάζανε απαλά• κι αόριστα ψιθυρίσματα γεμίζανε συχνά το νυχτερινό αέρα. Και μια φορά – αχ, μόνο μια φορά! – με ξύπνησαν από έναν ύπνο, που έμοιαζε με τον ύπνο του θανάτου, δυο χείλια ψυχικά που ακουμπούσαν πάνω στα δικά μου.

Μα κι έτσι ακόμα, το κενό που ένιωθα μες στην καρδιά μου δεν εννοούσε να γεμίσει. Λαχταρούσα την αγάπη που την πλημμύριζε πρωτύτερα. Και τελικά η κοιλάδα με βασάνιζε από τις αναμνήσεις που είχε της Ελεονόρας, και την παράτησα για πάντα, για τις ματαιότητες και την πολυτάραχη κωμική ζωή.



*** 



Βρέθηκα σε μια ξένη πολιτεία, όπου όλα λες και συνωμότησαν για να σβήσουν από τη θύμησή μου τα γλυκά όνειρα που είχα ονειρευτεί τόσον καιρό στην Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης. Τα μεγαλεία και οι γιορτές μιας μεγαλόπρεπης βασιλικής αυλής, η άγρια κλαγγή των όπλων, οι γυναίκες που αχτιδοβολούσαν ομορφιά, συντάραξαν και μέθυσαν το νου μου. Μα ως τώρα η ψυχή μου είχε μείνει πιστή στους όρκους της και οι μαρτυρίες για την παρουσία της Ελεονόρας εξακολουθούσαν να μου φανερώνονται μες στις σιωπηλές ώρες της νύχτας.

Ξαφνικά σταμάτησαν αυτές οι εκδηλώσεις, ο κόσμος σκοτείνιασε μπροστά στα μάτια μου και στάθηκα γεμάτος φρίκη για τις πονηρές σκέψεις, που με τυραννούσαν, και τους τρομερούς πειρασμούς που μ'έζωναν. Γιατί στην εύθυμη αυλή του βασιλιά που υπηρετούσα, είχε φτάσει από μια πολύ μακρινή και άγνωστη χώρα μια κοπέλα, που η μικρόψυχη καρδιά μου αμέσως παραδόθηκε στην ομορφιά της, που λύγισα στα πόδια της δίχως καμιάν αντίσταση, με την πιο φλογερή, την πιο ταπεινωτική ερωτική λατρεία. Κι αλήθεια, τι ήτανε η αγάπη μου για το κοριτσόπουλο της κοιλάδας σε σύγκριση με τη φλόγα, με το παραλήρημα, με την εκστατική λατρεία, που άφησα κλαίγοντας να ξεχειλίσει η ψυχή μου στα πόδια της αιθέριας Ερμενγάρδης; Αχ, ήταν παραδείσιο σεραφείμ η Ερμενγάρδη! – δεν είχα θέση για καμιάν άλλη στην καρδιά μου. Αχ, ήταν ένας άγγελος θεϊκός η Ερμενγάρδη! Και καθώς κοίταζα στα βάθη των αξέχαστων ματιών της, είχα στη σκέψη μου αυτά μονάχα – κι εκείνη.

Παντρευτήκαμε – δίχως να φοβηθώ τη φοβερή κατάρα που είχα επικαλεστεί. Ούτε κι έπεσε πάνω μου η κατάρα. Και μια φορά – πάλι μια φορά μονάχα, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας – ξανάρθανε οι απαλοί αναστεναγμοί που μ'είχαν εγκαταλείψει, και πήραν τη μορφή μιας γλυκιάς και γνώριμης φωνής που είπε:

«Κοιμήσου ήσυχα! Γιατί το Πνεύμα της Αγάπης κυβερνά και βασιλεύει. Και βάζοντας την Ερμενγάρδη μέσα στην καρδιά σου, λύθηκες – για λόγους, που θα σου γίνουνε γνωστοί στους ουρανούς – από τους όρκους που είχες κάνει στην Ελεονόρα».



******



Ήταν η «Ελεονόρα» - ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε [Edgar Allan Poe, "Eleonora"], γραμμένο το 1841, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Η εικονογράφηση είναι του Arthur Rackham [“Poe's Tales of Mystery and Imagination”, 1935].

Η «Ελεονόρα» ακροβατεί στο μεταίχμιο του ονείρου και της πραγματικότητας. Είναι μια ιστορία που φέρνει στο νου μας μια εικόνα αρχέγονου ερωτικού παραδείσου, μα με μια σημαντική διαφορά… το φινάλε της ιστορίας. Γιατί εδώ ο παράδεισος δεν χάθηκε. Δεν θα βρείτε ενοχές, αμαρτίες και βάσανα εδώ. Όσο η αγάπη συνεχίζει να βασιλεύει, ο παράδεισος απλά αλλάζει πρόσωπα…


Παρουσίαση και ψηφιοποίηση κειμένου: το φονικό κουνέλι, Νοέμβριος 18



Πορτραίτο του Έντγκαρ Άλαν Πόε / Edgar Allan Poe portrait

Ο Ψαράς και η Γυναίκα του... ένα παραμύθι των Αδερφών Γκριμ

$
0
0

Ο Ψαράς και η Γυναίκα του, ένα παραμύθι των Αδερφών Γκριμ. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Σήμερα θα ανατρέξουμε σε ένα από τα αγαπημένα μου παραμύθια των Αδερφών Γκριμ, το οποίο, μεταξύ άλλων, ενέπνευσε τον Αλεξάντρ Πούσκιν να γράψει το ποίημα «Η Ιστορία του Ψαρά και του Ψαριού» το 1833. Η πρώτη μου επαφή με τον συγκεκριμένο μύθο ήταν μέσω των «Μικρών Κλασσικών Εικονογραφημένων» - ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών τότε.

Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει αυτή η βαθιά διδακτική ιστορία του ψαρά, που μια μέρα ψαρεύει ένα ψάρι με μαγικές ικανότητες. Το ψάρι παρακαλεί τον ψαρά να του χαρίσει τη ζωή κι εκείνος το αφήνει ελεύθερο πίσω στη θάλασσα. Μα όταν επιστρέφει στο φτωχικό του σπίτι, η γυναίκα του διαμαρτύρεται: «Καλά, έπιασες ένα μαγικό ψάρι και δεν ζήτησες ούτε μια ευχή; Γύρνα πίσω, βρες το πάλι και ζήτα του κάποια ευχή σε ανταπόδοση που του έσωσες τη ζωή!»

Και έτσι ο ψαράς επιστρέφει στην ακροθαλασσιά, βρίσκει ξανά το ψάρι… και του ζητάει μια ευχή, κατά παραγγελία της γυναίκας του. Κι εδώ αρχίζει η ιστορία να ξετυλίγει το νήμα της, ως την αναπόφευκτη κατάληξη. Μια ιστορία με ένα διαχρονικό μήνυμα για τον άνθρωπο και την πλεονεξία του – επίκαιρη σήμερα όπως πάντα.

Το παραμύθι ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα λαϊκών ιστοριών και μύθων που συνέλεξαν και κατέγραψαν εν έτει 1812 οι αδερφοί Γκριμ, υπό την ονομασία «Τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμ» [die Brüder Grimm - “Kinder- und Hausmärchen”]. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Αγγελίδου. Συνοδεύω το κείμενο με κάποιες παλιές εικονογραφήσεις και μερικές σελίδες από τα «Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα».




Εικονογράφηση του Alexander Zick για τον Ψαρά και τη Γυναίκα του, των Αδερφών Γκριμ
Alexander Zick, Fischer und Frau illustration



Ο Ψαράς και η Γυναίκα του




«ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας ψαράς, που ζούσε με τη γυναίκα του σ’ ένα καλυβάκι κοντά στη θάλασσα. Κάθε μέρα ο ψαράς πήγαινε στην ακρογιαλιά και ψάρευε: ψάρευε και ψάρευε με τις ώρες.

Έτσι καθόταν μια μέρα πάλι και ψάρευε, κοιτάζοντας ώρες ατελείωτες τα διάφανα νερά, και έριχνε την πετονιά του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Και ξάφνου ένιωσε ένα τσίμπημα στ’ αγκίστρι του. Τραβάει και τι να δει; Είχε πιάσει ένα μεγάλο ψάρι. Και το ψάρι του μίλησε και του είπε:

« Άκου, ψαρά, σε παρακαλώ χάρισέ μου τη ζωή. Δεν είμαι ψάρι αληθινό, αλλά ένας μαγεμένος πρίγκιπας. Τι θα κερδίσεις αν με σκοτώσεις; Το κρέας μου δεν είναι καθόλου νόστιμο. Ρίξε με πάλι στο νερό κι άσε με να φύγω ».

— « Μπα! », έκανε απορημένος ο ψαράς, « δεν χρειάζονται τόσο πολλά λόγια για να σ'αφήσω. Δεν έχω καμιά όρεξη να φάω ένα ψάρι που ξέρει να μιλάει ». Κι έριξε έτσι το ψάρι ξανά στο νερό και το ψάρι χάθηκε στα βαθιά αφήνοντας πίσω του μια λεπτή γραμμή από αίμα. Ο ψαράς σηκώθηκε τότε και γύρισε στο καλύβι του.

« Λοιπόν; », τον ρώτησε η γυναίκα του. « Δεν έπιασες τίποτα σήμερα;»




Εικονογράφηση για τον Ψαρά και τη Γυναίκα του από τον Boris Dekhteryov
Boris Dekhteryov illustration, 1951



— « Όχι », αποκρίθηκε ο ψαράς. « Έπιασα δηλαδή ένα μεγάλο ψάρι, αλλά μου μίλησε και μου είπε πως είναι ένας μαγεμένος πρίγκιπας. Κι έτσι το 'ριξα πάλι στα νερά και τ'άφησα να φύγει ». — « Και δεν του ζήτησες τίποτα; Δεν έκανες καμία ευχή; », ρώτησε η γυναίκα. « Όχι », αποκρίθηκε ο ψαράς . « Τι έπρεπε να ευχηθώ; » — « Αχ », αναστέναξε η γυναίκα του. «Δεν είναι κρίμα να ζούμε εδώ μέσα, σε στενάχωρη και σκοτεινή βρομοκαλύβα; Θα μπορούσες να ζητήσεις ένα ωραίο, καθαρό σπιτάκι. Άντε πίσω να το φωνάξεις και να του το ζητήσεις. Πες του πως θέλουμε ένα όμορφο σπιτάκι. Θα σου κάνει σίγουρα αυτή τη χάρη!» — « Μα . . . δεν έχω καμιά όρεξη να τρέχω πάλι εκεί κάτω! », διαμαρτυρήθηκε ο ψαράς. — «Μην είσαι κουτός!», τον έσπρωξε η γυναίκα του. «Εσύ το πιασες και τα’ άφησες πάλι να φύγει. Σου χρωστάει χάρη• Θα κάνει ό,τι του ζητήσεις. Άντε να το βρεις». Ο ψαράς δεν ήθελε να θυμώσει κι άλλο η γυναίκα του, γι'αυτό σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι στην ακροθαλασσιά.

Όταν έφτασε στην άκρη του γιαλού, τα νερά είχαν πρασινίσει κι άφριζαν και δεν ήταν πια διάφανα, όπως την ώρα που ψάρευε. Στάθηκε λοιπόν εκεί που έσπαγε το κύμα και φώναξε :


«Έβγα έξω, πρίγκιπά μου,

ψάρι μου, καλό μου ψάρι!

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη!»



Το ψάρι τον άκουσε κι αμέσως ήρθε κολυμπώντας : « Τι χάρη ζητάει η γυναίκα σου; », ρώτησε. « Αχ », αποκρίθηκε ο ψαράς, « λέει πως αφού σ'έπιασα, έπρεπε να σου ζητήσω κάτι πριν σ'αφήσω. Δεν της αρέσει το καλυβάκι που μένουμε και θέλει ένα μικρό σπιτάκι ». — «Γύρνα σπίτι σου», απάντησε το ψάρι. « Η επιθυμία της εκπληρώθηκε ».




Ο Ψαράς και η Γυναίκα του των αδερφών Γκριμ, από τα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα
Little Classics Illustrated Grimm brothers, the Enchanted Fish



Κι έτσι γύρισε ο ψαράς στο σπίτι του και δεν βρήκε πια την παλιά τους καλυβούλα, αλλά ένα όμορφο μικρό σπιτάκι και τη γυναίκα του καθισμένη στον πάγκο, μπροστά στην πόρτα. Κι η γυναίκα του τον πήρε από το χέρι και τον έμπασε μέσα και του είπε : « Βλέπεις τι ωραία που είμαστε τώρα; » Και διάβηκαν το κατώφλι και μπήκαν στη σάλα κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρη, που είχε ένα κρεβάτι για τον καθένα τους. Και είχε και ένα κελάρι, και κουζίνα, γεμάτη μ’ όλα τα καλά, και κατσαρολικά και πιάτα κι απ’ όλα, μπρούντζινα και χάλκινα. Και πίσω απ’ το σπίτι ήταν μια μικρή αυλή με κοτούλες και πάπιες κι ένα περιβολάκι με ζαρζαβατικά και φρούτα.

« Κοίτα! », είπε η γυναίκα. « Δεν είναι όλα πανέμορφα; » — « Ναι », συμφώνησε ο ψαράς. Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι όλη την υπόλοιπη ζωή μας ». — « Αυτό θα το δούμε », είπε η γυναίκα και αφού έφαγαν, έπεσαν για ύπνο.

Πέρασαν έτσι μια-δυο βδομάδες, και μια μέρα η γυναίκα είπε : « Άκου, άντρα μου, το σπιτάκι είναι πολύ μικρό και δεν μας χωράει. Κι η αυλή και το περιβόλι, μικρά είναι κι αυτά. Το ψάρι σου θα μπορούσε να μας χαρίσει ένα μεγαλύτερο, ένα πέτρινο παλάτι. Άντε να του το ζητήσεις! » — « Αχ, γυναίκα », παραπονέθηκε ο ψαράς. « Αυτό το μικρό σπιτάκι είναι μια χαρά. Γιατί δεν σ'αρέσει; Τι δουλειά έχουμε εμείς με παλάτια;» — « Άκου που σου λέω », επέμεινε η γυναίκα του. « Άντε να του το ζητήσεις και δεν θα σου αρνηθεί! » — « Όχι, γυναίκα », είπε ο άντρας. « Το ψάρι μάς έδωσε το σπιτάκι. Δεν θέλω να πάω και να του ζητήσω τώρα περισσότερα. Μπορεί να μου κρατήσει κακία ». — « Πήγαινε, σου λέω », τον έσπρωξε η γυναίκα του. « Για κείνο δεν είναι τίποτα. Θα σ’ την κάνει αμέσως τη χάρη. Άντε πήγαινε ! ». Ο ψαράς σηκώθηκε με βαριά καρδιά και κατέβηκε στην ακρογιαλιά. Και με το νου του έλεγε : « Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω ». Αλλά το 'κανε.

Κι όταν έφτασε, η θάλασσα δεν ήταν πια πράσινη αφρισμένη, αλλά είχε σκούρο μενεξεδί χρώμα κι ήταν μαβιά και γκρίζα. Τα νερά όμως ήταν ήσυχα. Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε και είπε :


« Έβγα έξω, πρίγκιπά μου,

ψάρι μου, καλό μου ψάρι!

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη! »



« Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου; » ρώτησε το ψάρι. « Αχ », δείλιασε ο άντρας. « Τώρα θέλει ένα πέτρινο παλάτι ».

—« Γύρνα σπίτι σου, κι η γυναίκα σου στέκεται απέξω και σε περιμένει », είπε το ψάρι. Κι ο ψαράς γύρισε σπίτι του και τι να δει; Αντί για το μικρό σπιτάκι του, υψωνόταν στο ίδιο μέρος ένα πέτρινο παλάτι. Κι η γυναίκα του στεκόταν στις σκάλες και τον περίμενε. Τον πήρε απ’ το χέρι και του είπε: «Έλα να μπούμε μέσα!». Και μπήκαν μαζί μέσα και είδαν τα’ αστραφτερά μαρμάρινα πατώματα και τους αμέτρητους υπηρέτες, που πρόσμεναν διαταγές. Κι οι τοίχοι ήταν κάτασπροι, στολισμένοι μ’ όμορφες εικόνες• τραπέζια και καρέκλες ήταν καμωμένα από χρυσάφι και κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν απ'τα ταβάνια• και σ’ όλα τα δωμάτια και τις σάλες και τις επίσημες αίθουσες ήταν στρωμένα πολύτιμα χαλιά. Και στα τραπέζια ήταν σερβιρισμένα τα πιο εκλεκτά φαγητά και τ’ ακριβότερα κρασιά. Και πίσω απ’ το σπίτι είδαν μια μεγάλη αυλή : στάβλοι με άλογα και αγελάδες, κι άμαξες πολλές. Και πιο πίσω ένας απέραντος κήπος, με τα ωραιότερα λουλούδια και δέντρα. Και πιο πίσω ένα δάσος, με ζαρκάδια και ελάφια και λαγούς, για να περνούν την ώρα τους με το κυνήγι και να διασκεδάζουν.

«Λοιπόν;», ρώτησε η γυναίκα τον άντρα της. « Δεν είναι πανέμορφο το παλάτι μας;» — « Ναι », αποκρίθηκε ο άντρας. « Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι όλη την υπόλοιπη ζωή μας ». — « Αυτό θα το δούμε », είπε η γυναίκα. «Πάμε τώρα για ύπνο». 



Ο Ψαράς και η Γυναίκα του, από τα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα
Little Classics Illustrated Grimm brothers, the Enchanted Fish



Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα ξύπνησε πρώτη και θαύμασε το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρό της. Ο άντρας της δεν είχε καλοξυπνήσει ακόμα, κι εκείνη τον σκούντησε με τον αγκώνα του είπε : « Άντρα μου, σήκω και κοίτα έξω απ’ το παράθυρο. Για πες μου : δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε βασιλιάδες αυτής εδώ της χώρας; Άντε να πεις στο ψάρι πως θέλουμε να γίνουμε βασιλιάδες! » — « Αχ, γυναίκα! », φώναξε ο άντρας, « Γιατί να γίνουμε βασιλιάδες ; Εγώ δεν θέλω να γίνω βασιλιάς! » — « Κι αν εσύ δεν θέλεις να γίνεις βασιλιάς, εγώ θέλω να γίνω βασίλισσα ! Άντε να το πεις στο ψάρι! » — «Μα, τι σ’ έπιασε τώρα και θέλεις να γίνεις βασίλισσα; Δεν θέλω να πάω να του ζητήσω κι άλλη χάρη!» — « Και γιατί όχι, παρακαλώ; Να πας αμέσως να του πεις ότι θέλω να γίνω βασίλισσα! ». Τι να κάνει ο κακομοίρης ο ψαράς; Σηκώθηκε και τράβηξε στενοχωρημένος για την ακρογιαλιά. Κι όλο έλεγε με το νου του : « Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω. Δεν είναι σωστό ». Καθόλου δεν ήθελε να πάει, αλλά πήγε.

Κι όταν έφτασε στην ακροθαλασσιά, είδε τα νερά που είχαν γίνει γκρίζα και μαύρα και μύριζαν, σαν να ’ταν σάπια. Και στάθηκε εκεί που έσπαγε το κύμα και φώναξε :


« Έβγα έξω, πρίγκιπά μου,

ψάρι μου, καλό μου ψάρι !

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη ! »



« Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου; », ρώτησε το ψάρι. « Αχ », απάντησε ο άντρας μ’ έναν αναστεναγμό. « Τώρα θέλει να γίνει βασίλισσα ». — «Γύρνα σπίτι σου, έγινε κιόλα », είπε το ψάρι και τον άφησε μόνο του. 



Εικονογράφηση του John B. Gruelle για τον Ψαρά και τη Γυναίκα του των Αδερφών Γκριμ
Grimm illustration by John B. Gruelle



Ο ψαράς γύρισε πίσω κι είδε πως το παλάτι τους ήταν τώρα πολύ μεγαλύτερο, με πύργους πανύψηλους και θεόρατες πολεμίστρες : και μπροστά στην πύλη στεκόταν ένας φρουρός και οι στρατιώτες ήταν στη γραμμή με λάβαρα και ταμπούρλα και σάλπιγγες. Κι όταν μπήκε μέσα, είδε πως όλα ήταν από χρυσάφι και μάρμαρο και βελούδινα χαλιά ήταν στρωμένα κατάχαμα και μεγάλες κασέλες, γεμάτες θησαυρούς, ήταν σ’ όλες τις γωνιές. Τότε άνοιξαν οι πόρτες της μεγάλης σάλας κι είδε ο ψαράς όλους τους αυλικούς μαζεμένους και τη γυναίκα του καθισμένη σ’ έναν ψηλό θρόνο από χρυσάφι και διαμάντια, με μια μεγάλη χρυσή κορόνα στο κεφάλι της και ένα σκήπτρο από ατόφιο χρυσάφι στα χέρια της, στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Και δεξιά κι αριστερά της οι δεσποινίδες των τιμών, η μια ομορφότερη απ’ την άλλη.

Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε μπροστά της και της είπε : « Λοιπόν, γυναίκα, φχαριστήθηκες τώρα που έγινες βασίλισσα; » — « Ναι », αποκρίθηκε η γυναίκα του. « Αυτό ήθελα ». Ο ψαράς τότε στάθηκε και την κοίταζε και τέλος της είπε : « Αχ, γυναίκα, τι ωραία που είσαι βασίλισσα! Τώρα πια θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Και δεν θέλουμε τίποτα καλύτερο! » — «Όχι, άντρα μου», είπε η γυναίκα, που ησυχία δεν έβρισκε με τίποτα. « Εδώ μέσα βαριέμαι, δεν έχω τι να κάνω. Δεν αντέχω άλλο. Πήγαινε πες στο ψάρι πως τώρα που έγινα βασίλισσα, θέλω να με κάνει αυτοκράτειρα ». — « Αχ, γυναίκα, τι σ'έπιασε πάλι και θέλεις να γίνεις αυτοκράτειρα; » — «Πήγαινε, που σου λέω!», τον έσπρωξε η γυναίκα του. Άντε πες του το. Θέλω να γίνω αυτοκράτειρα». — « Ε, όχι, βρε γυναίκα. Το ψάρι δεν μπορεί να σε κάνει αυτοκράτειρα, κι ούτε θα πάω να του ζητήσω τέτοιο πράγμα. Ο αυτοκράτορας είναι ένας και μόνο σ’ ολόκληρη τη χώρα. Και το ψάρι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν μπορεί και βάλ'το καλά στο μυαλό σου!» —«Πώς;», θύμωσε η γυναίκα. «Εγώ είμαι η βασίλισσα κι εσύ αρνείσαι να με υπακούσεις; Άντε γρήγορα να κάνεις αυτό που σου λέω. Κι αφού μπόρεσε να με κάνει βασίλισσα, θα μπορέσει να με κάνει κι αυτοκράτειρα. Θέλω να γίνω αυτοκράτειρα ! Τ’ άκουσες; Τρέχα να του το πεις! ». Κι ο δύστυχος ο ψαράς ξεκίνησε για την ακροθαλασσιά. Κι όπως πήγαινε, όλο και περισσότερο φοβόταν, κι όπως πήγαινε, ολοένα έλεγε με το νου του : « Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω. Άκου εκεί να θέλει να γίνει αυτοκράτειρα! Το ψάρι θα θυμώσει στο τέλος! ».

Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο γιαλό κι η θάλασσα ήταν πηχτη και κατάμαυρη κι ο αέρας σήκωνε τα κύματα ψηλά κι άφριζε τα νερά της. Τρομαγμένος στάθηκε ο άντρας και φώναξε πάλι :


«Έβγα έξω, πρίγκιπά μου,

ψάρι μου, καλό μου ψάρι!

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη! »



« Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου; », ρώτησε το ψάρι. «Αχ, ψάρι μου » αποκρίθηκε κουρασμένος ο ψαράς. «Τώρα θέλει να γίνει αυτοκράτειρα ». — « Γύρνα σπίτι σου. Έγινε κιόλας », αποκρίθηκε το ψάρι.

Κι ο ψαράς γύρισε πίσω κι όταν έφτασε, είδε το παλάτι ν’ αστράφτει ολόκληρο απ’ τα αλαβάστρινα και τα χρυσά στολίδια. Μπροστά στην πύλη οι στρατιώτες βάδιζαν παραταγμένοι, στο ρυθμό που χτυπούσαν τα τούμπανα και τα ταμπούρλα κι οι σάλπιγγες. Και μέσα στο παλάτι τριγύριζαν οι βαρόνοι κι οι κομήτες κι οι πρίγκιπες κι οι δούκες, βιαστικοί και πολυάσχολοι, σαν υπηρέτες. Ολόχρυσες πόρτες άνοιξαν μπροστά του.

Κι όταν μπήκε στη μεγάλη σάλα, είδε τη γυναίκα του καθισμένη σ έναν πανύψηλο θρόνο από καθαρό χρυσάφι. Στο κεφάλι της φορούσε μια θεόρατη ολόχρυση κορόνα, στολισμένη με μπριλάντια και πολύτιμα πετράδια. Στο ένα της χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στο άλλο την αυτοκρατορική σφαίρα. Και στις δυο πλευρές του θρόνου ήταν παραταγμένοι σε διπλή σειρά οι αυλικοί : ο πρώτος ήταν πανύψηλος, σωστός γίγαντας, κι ο τελευταίος ένας μικρούλης νάνος, σαν το μικρό μου δαχτυλάκι. Και μπροστά τους έτρεχαν αμέτρητοι πρίγκιπες και βαρόνοι και υποκλίνονταν βαθιά. 



Ο Ψαράς και η Γυναίκα του, από τα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα
Little Classics Illustrated Grimm brothers, the Enchanted Fish



Ο άντρας πήγε και στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του και της είπε : «Λοιπόν, γυναίκα, είσαι ευχαριστημένη τώρα που έγινες αυτοκράτειρα;» Την κοίταξε ο ψαράς κάμποσην ώρα και τη θαύμασε και της είπε : « Αχ, γυναίκα μου, τι ωραία που είσαι αυτοκράτειρα ! » — « Τι κάθεσαι και με κοιτάς έτσι! », τού ‘βαλε τις φωνές η γυναίκα του. « Πάει αυτό, έγινα αυτοκράτειρα. Τώρα θέλω να γίνω πάπισσα. Άντε να το πεις στο ψάρι ». — « Μα . . . γυναίκα, τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που ζητάς; Δεν υπάρχει παρά ένας μοναχά πάπας σ’ ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα ». — « Θέλω να γίνω πάπισσα, σου είπα. Άντε γρήγορα να το πεις στο ψάρι», πρόσταξε η γυναίκα του αγριεμένη. « Όχι, γυναίκα, δεν πάω. Δεν θα μας βγουν σε καλό όλα τούτα τα καπρίτσια σου. Το ψάρι δεν μπορεί να σε κάνει πάπισσα ». — « Τράβα αμέσως να κάνεις αυτό που σου είπα! », ούρλιαξε η γυναίκα του. « Αφού μπόρεσε να με κάνει αυτοκράτειρα, θα μπορέσει να με κάνει και πάπισσα. Φύγε αμέσως, είμαι αυτοκράτειρα και σε διατάζω! ».

Ο δύστυχος ο ψαράς φοβήθηκε και ξεκίνησε για την ακρογιαλιά. Τα πόδια του όμως έτρεμαν και τα γόνατά του λύγιζαν και καλά καλά δεν μπορούσε να περπατήσει απ’ την τρομάρα του. Και φυσούσε πολύ και τα σύννεφα δέρνονταν στον ουρανό και είχε σκοτεινιάσει, λες κι ήταν βράδυ. Τα φύλλα είχαν πέσει απ’ τα δέντρα κι η θάλασσα μούγκριζε αγριεμένη. Τα κύματα έβραζαν κι έσκαγαν με δύναμη στην αμμουδιά. Κι είδε έξω στο πέλαγο τα καράβια να θαλασσοδέρνονται και να σκαμπανεβάζουν σαν τρελά στη φουσκονεριά. Πέρα μακριά στον ορίζοντα αχνοφαινόταν ακόμα ένα κομματάκι γαλανός ουρανός. Ολόγυρα όμως είχαν μαζευτεί σύννεφα μαύρα, κόκκινα και βαριά, που προμηνούσαν καταιγίδα. Τρέμοντας απ’ το φόβο του στάθηκε ο άντρας στο γιαλό και φώναξε :


«Έβγα έξω, πρίγκιπα μου,

ψάρι μου, καλό μου ψαρί !

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη ! »



« Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου; », τον ρώτησε το ψάρι. « Αχ », αναστέναξε ο άντρας. « Τώρα θέλει να γίνει πάπισσα ». — Γύρνα σπίτι σου. Έγινε κιόλας » είπε το ψάρι.

Και γύρισε πίσω ο καημένος ο ψαράς κι όταν έφτασε αντίκρισε μια θεόρατη εκκλησία τριγυρισμένη από λαμπρά παλάτια. Και στριμώχτηκε ανάμεσα στο πλήθος για να περάσει και να φτάσει στην πύλη. Και μέσα έκαιγαν χιλιάδες φώτα κι η γυναίκα του ήταν ντυμένη στα χρυσά και καθόταν σ'έναν ακόμα πιο ψηλό θρόνο και φορούσε τρεις χρυσές κορόνες στο κεφάλι της. Γύρω της στέκονταν όλοι οι επίσκοποι κι οι μητροπολίτες. Και δεξιά κι αριστερά είχαν διπλή σειρά λαμπάδες : η πιο μεγάλη ήταν ψηλή σαν πύργος, κι η πιο μικρή σαν λυχναράκι. Κι οι βασιλιάδες κι οι αυτοκράτορες όλοι ήταν γονατιστοί μπροστά της και της φιλούσαν τα πόδια. « Γυναίκα », της είπε ο άντρας και την κοίταξε καλά καλά. « Είσαι ευχαριστημένη τώρα που έγινες πάπισσα; » — « Ναι, αυτό ήθελα », του αποκρίθηκε η γυναίκα του. Εκείνος τότε την πλησίασε και την κοίταξε από κοντά και της είπε : « Αχ, γυναίκα, τι ωραία που έγινες πάπισσα! » Η γυναίκα του όμως έμεινε ασάλευτη, σαν κούτσουρο, και δεν είπε λέξη. Κι εκείνος τρομαγμένος βιάστηκε να προσθέσει : « Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένη και να μη ζητήσεις πια τίποτα άλλο! » — « Αυτό θα το δούμε ! », αποκρίθηκε η γυναίκα του. Και αυτά έπεσαν κι οι δυο για ύπνο. 



Εικονογράφηση του Marcus Behmer του 1914 για τον Ψαρά και τη Γυναίκα του, από τους αδερφούς Γκριμ
Marcus Behmer illustation



Έλα όμως που εκείνη δεν ήταν ευχαριστημένη κι η απληστία της δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Κι ολοένα σκεφτόταν τι καλύτερο θα μπορούσε να ζητήσει. Ο άντρας της κοιμόταν βαθιά• είχε περπατήσει τόσο πολύ όλη την ημέρα που είχε πέσει ξερός. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να βρει ησυχία κι όλο στριφογύριζε στο κρεβάτι της κι έστυβε το μυαλό της να βρει τι άλλο θα μπορούσε να γυρέψει και τίποτα δεν έβρισκε.

Έτσι πέρασε η νύχτα και κόντευε πια να ξημερώσει. Κι όταν αντίκρισε το ρόδινο χρώμα της αυγής, κι όταν είδε τον ήλιο να προβάλλει ολόχρυσος στον ορίζοντα, μια ιδέα της κατέβηκε στο μυαλό : « Γιατί να μη διαφεντεύω και τον ήλιο και το φεγγάρι στον ουρανό; » — « Άντρα μου, ξύπνα! », φώναξε και τον σκούντησε με τον αγκώνα της. « Πήγαινε να βρεις το ψάρι και να του πεις ότι θέλω να γίνω Θεός ». Ο άντρα της μισοκοιμόταν ακόμα. Κι όταν την άκουσε, τρόμαξε τόσο που κόντεψε να πέσει απ'το κρεβάτι του. Και τρίβοντας τα μάτια του τη ρώτησε : « Τι λες, γυναίκα; Άκουσα καλά; Θέλεις να γίνεις Θεός; » — « Άντρα μου, αν δεν μπορέσω να διαφεντέψω τον ήλιο και το φεγγάρι, με τίποτα δεν θα είμαι ευχαριστημένη και στιγμή ησυχίας δεν θα βρίσκω ». Και τού 'ριξε ένα τόσο άγριο βλέμμα που ο κακόμοιρος ανατρίχιασε ολόκληρος. « Εμπρός, λοιπόν. Άντε να το πεις στο ψάρι. Θέλω να γίνω Θεός ». — « Αχ, γυναίκα μου », της είπε εκείνος πέφτοντας στα πόδια της. «Το ψάρι δεν μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα. Σ'έκανε βασίλισσα, σ'έκανε αυτοκράτειρα, σ'έκανε πάπισσα. Αλλά Θεό. Σύνελθε και μείνε πάπισσα! » Λύσσα την έπιασε τότε κι οι τρίχες της κεφαλής της σηκώθηκαν ορθές• μανιασμένη τού 'δωσε μια κλωτσιά και ούρλιαξε : « Θα πας ή δεν θα πας; Θέλω να γίνω Θεός είπα! ». Κι ο δύστυχος ψαράς ντύθηκε κι έφυγε σαν τρελός.

Έξω όμως λυσσομανούσε η καταιγίδα τόσο δυνατά που δεν μπορούσε καλά καλά να σταθεί στα πόδια του. Σπίτια και δέντρα έτρεμαν συθέμελα και τα βουνά κόντευαν κι αυτά να παρασυρθούν απ5 τον άγριο άνεμο. Βράχια κυλούσαν κι έπεφταν στη θάλασσα κι ο ουρανός, κατάμαυρος σαν την πίσσα, έτρεμε απ’ τις αστραπές και τις βροντές. Τα κύματα δέρνονταν άγρια, πανύψηλα σαν καμπαναριά, σαν βουνά, κι έσκαγαν αφρισμένα στο γιαλό. Ο ψαράς φώναξε μ'όλη του τη δύναμη, αλλά ούτε ο ίδιος δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τη φωνή του :


«Έβγα έξω, πρίγκιπά μου,

ψάρι μου, καλό μου ψαρί !

Κι η γυναίκα μου με στέλνει

για να σου ζητήσω χάρη ! »



« Τι θέλει πάλι η γυναίκα σου; », ρώτησε το ψάρι. «Αχ, θέλει να γίνει Θεός!», απάντησε ξεψυχισμένα ο ψαράς. « Γύρνα πίσω και θα τη βρεις να κάθεται στο παλιό σας καλυβάκι! », είπε το ψάρι.

Κι εκεί κάθονται ως τα σήμερα ο ψαράς κι η γυναίκα του.»



Παρουσίαση και ψηφιοποίηση κειμένου: το φονικό κουνέλι, Δεκέμβρης 18



Οι αδερφοί Γκριμ, πορτραίτο της Elisabeth-Jerichau-Baumann
Grimm Brothers, portrait by Elisabeth-Jerichau-Baumann, 1855

Ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και ο κόσμος του Σιλμαρίλλιον

$
0
0


Αφιέρωμα στο Σιλμαρίλλιον του Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν από το φονικό κουνέλι




«Πάντα είχα την αίσθηση πως κατέγραφα κάτι που ήδη υπήρχε «εκεί έξω», κάπου – όχι πως δημιουργούσα κάτι νέο»

J. R. R. Tolkien




Δεν χωράει αμφιβολία πως ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» [“The Lord of the Rings”] ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα. Ήταν το έργο που ανέδειξε, όσο κανένα άλλο, τη λογοτεχνία του φανταστικού, ταξίδεψε γενιές αναγνωστών στον μαγικό κόσμο της Μέσης Γης και επηρέασε καταλυτικά κάθε βιβλίο του είδους που έμελλε να ακολουθήσει. Και αν το λογοτεχνικό κείμενο σημείωσε μεγάλη επιτυχία στους κύκλους των βιβλιοφάγων, η κινηματογραφική μεταφορά της τριλογίας μετέτρεψε το όνομα “J. R. R. Tolkien” σε μαζικό φαινόμενο, πέρα και έξω από τα σύνορα της λογοτεχνίας: ο κόσμος της Μέσης Γης ήταν πλέον γνωστός στους πάντες, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν πιάσει ούτε ένα βιβλίο στα χέρια τους. Έφτασαν ως και να κυκλοφορήσουν τα βιβλία με τα εξώφυλλα των αφισών της ταινίας – μια εμπορική και κακόγουστη κίνηση, αν θέλετε τη γνώμη μου.

Ωστόσο δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την αδιαμφισβήτητη αξία των συγκεκριμένων κινηματογραφικών μεταφορών: ο κινηματογραφικός «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει μια άξια μεταφορά ενός επικού έργου και ένας φόρος τιμής στο πρωτότυπο κείμενο του Τόλκιν – σε αντίθεση με τη μετριότατη μεταφορά και παραποίηση που υπέστη το μικρό αδερφάκι του, το «Χόμπιτ».

Πέρα όμως από τις περιπέτειες του Φρόντο, του Σαμ, του Γκάνταλφ και της παρέας τους, υπάρχει ένα άλλο έργο του Τόλκιν που ο ίδιος θεωρούσε ως το σημαντικότερο όλων• ήταν το έργο ζωής του, εκείνο στο οποίο ανέτρεχε συνεχώς και αναθεωρούσε, στη διάρκεια δεκαετιών, εμπλουτίζοντάς το με νέες λεπτομέρειες και επεκτείνοντάς το σε πληροφορίες και βάθος• ήταν η πηγή από την οποία ανάβλυζε κάθε ιστορία του, ο πυρήνας όλης της μυθοπλασίας του• ήταν το βιβλίο που αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλο τις επιρροές του από τη λογοτεχνία και τη μυθολογία του Μεσαίωνα• ήταν εκείνο που φανερώνει την ικανότητά του να πλάθει όχι μονάχα συμβατικές αφηγήσεις, μα ολόκληρες μυθολογίες, εφάμιλλες των μεγαλύτερων μύθων του κόσμου.

Ο λόγος για το Έπος του Σιλμαρίλλιον [J. R. R. Tolkien, “The Silmarillion”], το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1977, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού του, σε επιμέλεια του γιου του, Κρίστοφερ Τόλκιν. Ένα βιβλίο που θα ήταν μεγάλο σφάλμα να το αντιμετωπίσεις σαν μυθιστόρημα και να επιχειρήσεις να το διαβάσεις σαν τέτοιο – η μυθιστορία συνιστά μονάχα μία από τις αφηγηματικές τεχνικές του. Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μια Κοσμογονία, μια Μυθολογία, ένα Χρονικό, μια φιλολογική Σπουδή, σχεδόν ένα Ποίημα σε πεζή γλώσσα, εφάμιλλο των κλασικών μεσαιωνικών έργων που ενέπνευσαν τον συγγραφέα τους.

Ο μη-εξοικειωμένος αναγνώστης πιθανό να συγχυστεί με το πλήθος των ονομάτων, τη διαδοχή ιστοριών και την έλλειψη ενός κεντρικού χαρακτήρα. Μα ο αναγνώστης που γνωρίζει πως το βιβλίο συνιστά κατ’ ουσίαν ένα μυθολογικό χρονικό και λιγότερο ένα μυθιστόρημα, θα διαπιστώσει πως το Σιλμαρίλλιον στέκει επάξια πλάι στα μεγάλα ευρωπαϊκά Έπη του παρελθόντος: έργα όπως η σκανδιναβική Πεζή Έντα ή η φινλανδική Καλεβάλα.




Η σφαγή του δράκου Γκλάουρουνγκ από τον Τούριν Τουράμπαρ - εικονογράφηση του John Howe για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Turin Turambar slays Glaurung- art by John Howe



Αν το «Χόμπιτ» μοιάζει ένα παραμύθι μπροστά στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», να είστε βέβαιοι πως ο δεύτερος δεν είναι παρά η μυθιστορηματική κορυφή του παγόβουνου μπροστά στο «Σιλμαρίλλιον»! Οι ιστορίες του Σιλμαρίλλιον είναι κατά πολύ βαθύτερες και σκοτεινότερες – αγγίζοντας εκείνο το όριο της αβύσσου όπου η ατομική αφήγηση παραχωρεί τη θέση της στα συλλογικά αρχέτυπα και τις λαϊκές παραδόσεις που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Οι πρωταγωνιστές του δεν θυμίζουν σε τίποτα τους συμπαθείς εκείνους χαρακτήρες που είδαμε να στολίζουν τις αφίσες των κινηματογραφικών ταινιών. Τα Ξωτικά εδώ δεν μοιάζουν με αιθέριες, σχεδόν άυλες, υπάρξεις, μα με Τρομερούς Θεούς, από το βλέμμα των οποίων ξεπηδά φωτιά. Οι Άνθρωποι δείχνουν μπλεγμένοι σε κοσμογονικές καταστάσεις που τους υπερβαίνουν και τους καταστρέφουν, θυμίζοντας ήρωες αρχαίας τραγωδίας. Και οι δυνάμεις του Κακού συνιστούν όχι απλά μια απειλή ή κάτι «εκεί έξω», σαφώς διαχωρισμένο από το «Καλό», μα μια μόνιμη παρουσία που ενεδρεύει σε κάθε πλάσμα του κόσμου που παραδίδεται στις αδυναμίες του: στον φθόνο, τη θέληση για έλεγχο πάνω στη φύση και στο πάθος της εξουσίας.

Μεταξύ πολλών άλλων το «Σιλμαρίλλιον» περιλαμβάνει τον τραγικότερο ήρωα του Τόλκιν, τον Τούριν Τουράμπαρ, τον μεγαλύτερό του αντιήρωα, τον Φέανορ, μα και την ωραιότερη ιστορία αγάπης που αφηγήθηκε ποτέ: την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Δεν χωράει αμφιβολία πως συνιστά το κορυφαίο έργο του Τόλκιν και εκείνο που θα εκτιμήσουν οι αληθινοί φίλοι του – εκείνοι που ξέρουν πως ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν ήταν πρωτίστως ένας μελετητής του Μεσαίωνα, ένας γλωσσοπλάστης και ένας μυθοπλάστης, και όχι ένας απλός λογοτέχνης. Και νομίζω είναι προς τιμήν του “Σιλμαρίλλιον” πως είναι αδύνατο, λόγω της μορφής του, να μεταφερθεί αυτούσιο στον κινηματογράφο. Εδώ δεν έχει ποπ κορν, κύριοι.

Μην έχετε καμία αμφιβολία… μπορεί να μην είναι το πιο εύπεπτο βιβλίο στην ανάγνωση και μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ – μα το «Σιλμαρίλλιον» συνιστά το αληθινό έργο ζωής του Τόλκιν. Και όπως έλεγε ο ίδιος, αποτελεί κάτι «παραπάνω» από μια φανταστική δημιουργία. Είναι λες και περιέγραφε γεγονότα που έχουν ήδη υπάρξει, κατά έναν τρόπο. Μια από τις επιθυμίες του συγγραφέα ήταν να αναγράφεται στον τάφο του, κάτω από το ονοματεπώνυμό “Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν”, το όνομα «Μπέρεν». Αντίστοιχα, στον τάφο της γυναίκας του, Έντιθ, ήταν κοινή επιθυμία του ζεύγους να αναγράφεται το όνομα «Λούθιεν».

Και έτσι έγινε. Ο αληθινός Μπέρεν και η αληθινή Λούθιεν, είναι πάντα εκεί, μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, όσο οι εποχές των θρύλων παραχωρούν τη θέση τους στους σύγχρονους καιρούς μας…




Ο Μπέρεν και η Λούθιεν καβάλα στον Χουάν. Εικονογράφηση του Alan Lee για το Silmarillion
Beren and Luthien, art by Alan Lee



Τι είναι το «Σιλμαρίλλιον»;




Ας το επαναλάβω: Το «Σιλμαρίλλιον» δεν είναι μυθιστόρημα με τη συμβατική έννοια του όρου! Ο αναγνώστης που πιάνει το βιβλίο στα χέρια του έχοντας κατά νου να διαβάσει κάτι σχετικό ίσως να απογοητευτεί. Η αφήγηση ξεχειλίζει πρόσωπα και γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο και χρειάζεται υπομονή και συχνή αναδρομή στο Ευρετήριο Ονομάτων που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Πρωτίστως, το έργο συνιστά μια Μυθολογία και ένα Χρονικό της Πρώτης Εποχής της Μέσης Γης, ξεκινώντας ήδη από τη δημιουργία του κόσμου και καταλήγοντας στο τέλος της Δεύτερης Εποχής και στα γεγονότα που έμελλε να οδηγήσουν στις περιπέτειες του «Χόμπιτ» και του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μακροσκελές πεζό έπος και μια καταγεγραμμένη μυθολογία, η οποία, ενίοτε, αποκτά και μυθιστορηματική μορφή. Και είναι το πλούσιο καζάνι απ’ το οποίο υπερχειλίζουν όλες οι ιστορίες του Τόλκιν και όλοι οι μεταγενέστεροι χαρακτήρες του – η βάση όλου του μυθιστορηματικού οικοδομήματός του. Αν ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» υπήρξε ο μεγάλος μυθιστορηματικός Πύργος που βλέπεις να φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα της φανταστικής λογοτεχνίας, το «Σιλμαρίλλιον» αποτελεί τις οχυρώσεις και τις βάσεις αυτού του Πύργου.

Κανένας άλλος μεμονωμένος συγγραφέας, πριν ή μετά τον Τόλκιν, δεν εμπλούτισε τόσο πολύ τις λογοτεχνικές του επινοήσεις, σε βαθμό να φτάσει να χτίσει μια ολόκληρη μυθολογία που καλύπτει γενιές και γενιές – συνοδευόμενη από τη δημιουργία όχι κάποιων σκόρπιων φανταστικών ονομάτων, μα ολόκληρης γλώσσας. Όμως ο Τόλκιν δεν ήταν ποτέ ένας απλός συγγραφέας. Και αν υπάρχουν σήμερα κάποιοι συγγραφείς που ακολουθούν τα βήματά του (αρκετοί, θα λέγαμε), κανείς ανάμεσά τους δεν έχει το φιλολογικό εύρος του ίδιου του συγγραφέα που τους ενέπνευσε.



Ο Τόλκιν ενώ μελετάει στο γραφείο του



Η δομή του έργου




Το «Σιλμαρίλλιον» ξεκινάει με την αφήγηση «Αϊνουλιντάλη» [“Ainulindalë”] – την πρωταρχική δημιουργία του κόσμου. Ο Έρου Ιλούβαταρ, ο Ένας, δημιουργεί τον κόσμο και μαζί με αυτόν έρχονται οι Άινουρ, οι θεοί. Και η ιστορία του κόσμου ξετυλίγεται σαν μουσική συμφωνία μπροστά στα μάτια τους: μια συμφωνία στην οποία οι ίδιοι οι θεοί μοιάζουν περισσότερο θεατές παρά συμμετέχοντες, σε πολλαπλούς ρυθμούς και ποικίλες εναλλαγές, στην οποία το κεντρικό μοτίβο συνυπάρχει με το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού – το πεπρωμένο και η ελεύθερη βούληση σμίγουν σε ένα.

Και αυτό που αρχικά φανερώθηκε με νότες, φτάνοντας ως το τρομερό συμφωνικό αποκορύφωμά του, μετατρέπεται στη συνέχεια σε Πράξη – και ο κόσμος δημιουργείται απ’ το μηδέν.

Η ιστορία του κόσμου ως μουσική συμφωνία: μια από τις βαθύτερες και ποιητικότερες στιγμές του Τόλκιν, που αποκαλύπτει ήδη απ’ το ξεκίνημα πως έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που συνιστά κάτι περισσότερο από μια «φανταστική» επινόηση. Γιατί, κατά βάθος, γνωρίζεις μέσα σου πως αυτό που διαβάζεις είναι «πραγματικό» και πως στη ροή της μουσικής ξετυλίγεται το νήμα κάθε αλήθειας…

Εν συνεχεία, η «Βαλακουέντα» [“Valaquenta”] περιγράφει τους Βάλαρ, τους θεούς, και τις συνήθειές τους. Κάθε θεότητα συνδέεται και με κάποιο φυσικό στοιχείο του κόσμου – υπάρχει λοιπόν ο θεός του ανέμου, ο θεός των υδάτων, η θεά της γης, κλπ. Ανάμεσά τους δεσπόζει και ένας θεός που θέλησε να αντισταθεί στους υπόλοιπους και να έχει ο ίδιος την απόλυτη εξουσία πάνω στον κόσμο, καταστρέφοντας μονίμως τα έργα των υπολοίπων – ο λόγος για τον Μέλκορ, τον ισχυρότερο όλων, που τα Ξωτικά έμελλε να του δώσουν το όνομα Μόργκοθ – ο μεγάλος Εχθρός.

Μα η κεντρική ιστορία αρχίζει με την «Κουέντα Σιλμαρίλλιον» [“Quenta Silmarillion”], την τρίτη και μακροσκελέστερη ενότητα του βιβλίου. Πρόκειται για μια επική ιστορία στον κεντρικό άξονα της οποίας συναντούμε τα θέματα της Πτώσης, της Εξορίας και της Εξέγερσης. Περιγράφονται τα μεγάλα γεγονότα της αρχαίας Πρώτης Εποχής, ξεκινώντας από την καταστροφή του Βάλινορ (του οίκου των θεών) και την εξορία των Ξωτικών, συνεχίζοντας με τους αιματηρούς πολέμους μεταξύ των Ξωτικών, των Ανθρώπων και του Εχθρού, και καταλήγοντας στον οριστικό χαμό των πετραδιών που αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της αφήγησης: ο λόγος για τα θρυλικά Σίλμαριλ.

Τι είναι τα Σίλμαριλ; Είναι τρία πετράδια που κατασκεύασε ο μεγαλύτερος τεχνίτης ανάμεσα στα πρώτα Υψηλά Ξωτικά, ο Φέανορ, τον καιρό που Ξωτικά και Θεοί ζούσαν αρμονικά στο Βάλινορ, πριν την καταστροφή. Τα πετράδια αυτά περιέχουν μέσα τους φως από το Αρχέγονο Φως των Δέντρων του Βάλινορ – του Χρυσού και του Ασημένιου Δέντρου, τα οποία και υπήρξαν οι πρωταρχικές πηγές φωτός του κόσμου, πριν τον ερχομό του Ηλίου και της Σελήνης. Μα όταν τα Δέντρα καταστράφηκαν, από τον ερχομό του Μόργκοθ και της αδηφάγας Αράχνης, της Ουνγκόλιαντ, που ρούφηξε όλο τον χυμό τους, το μοναδικό φως τους που επέζησε ήταν μέσα στα τρία συγκεκριμένα πετράδια: τα Σίλμαριλ, τα οποία και έκλεψε ο Μόργκοθ, παίρνοντάς τα μαζί του στο Σκοτεινό του Όχυρο, κατάμεστο με τέρατα.

Τότε είναι που ο Φέανορ δίνει τον περίφημό του Όρκο – το κλειδί όλης της αφήγησης: πως ο ίδιος και ο Οίκος του, τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών του, θα αναζητήσουν και θα πολεμήσουν τον Μόργκοθ ως τα πέρατα της Μέσης Γης, μέχρι να ανακαταλάβουν τα κλεμμένα Σίλμαριλ. Και όχι μόνο: θα εναντιωθούν μέχρι θανάτου σε όποιον αποπειραθεί να τα αρπάξει από αυτούς, είτε είναι Ξωτικά, είτε οι ίδιοι οι θεοί – παρά το γεγονός πως το Φως των πετραδιών έχει θεϊκή πηγή και δεν «ανήκει» σε κανέναν ουσιαστικά.

Ακολουθεί μια ιστορία με γεγονότα που κάνουν τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» να μοιάζει με παιδικό παραμύθι. Αδελφοκτόνες μάχες, διαδοχές γενεών, παράδοξες συμμαχίες και πισώπλατες προδοσίες, στιγμές ντροπής όσο και στιγμές υψηλού ηρωισμού, όλα μαζί συνθέτουν ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό, εφάμιλλο των κλασικών μυθολογικών και επικών αναγνωσμάτων που τόσο ενέπνευσαν τον συγγραφέα.




Η πυρά των καραβιών, εικονογράφηση του Ted Nasmith για το Silmarillion
The burning of the ships by Ted Nasmith



Οι χαρακτήρες και το ύφος του Σιλμαρίλλιον




Παρά το γεγονός πως δεν δόθηκε ποτέ ολοκληρωμένη μορφή στο έργο, οι χαρακτήρες του «Σιλμαρίλλιον» είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες και πολυδιάστατοι συγκριτικά με τους άλλους, γνωστότερους ήρωες του συγγραφέα. Ο Μπέρεν και η Λούθιεν συνιστούν με διαφορά το κορυφαίο δίδυμο που δημιούργησε ο Τόλκιν και η ιστορία τους σβήνει με χαρακτηριστική άνεση κάθε άλλο ζεύγος της φανταστικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Η ιστορία των παιδιών του Χούριν, του Τούριν και της αδερφής του, Νίενορ, παραπέμπει με αφηγηματική μαεστρία σε αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Ο Φέανορ και ο αδερφός του, ο Φινγκόλφιν, εξαλείφουν με μια κουβέντα τους και μόνο όλη την παρουσία των Ξωτικών στο «Χόμπιτ» και στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» μαζί.

Δεν τίθεται θέμα: οι πρωταγωνιστές του «Σιλμαρίλλιον» είναι με διαφορά οι πιο συναρπαστικοί χαρακτήρες που δημιούργησε ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Διαβάζοντας τις ιστορίες τους καταλαβαίνεις πως δεν διαβάζεις «απλά» μια λογοτεχνική αφήγηση – μα κάτι περισσότερο. Όπως οι ήρωες των αρχέγονων λογοτεχνικών και μυθολογικών παραδόσεων κινούνται σε ένα πλαίσιο πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τον χρόνο, μεταξύ θεότητας και θνητότητας, μεταξύ ήρωα και δαίμονα, αντίστοιχα οι κεντρικοί χαρακτήρες του «Σιλμαρίλλιον» μοιάζουν περισσότερο με μυθικές και λιγότερο με λογοτεχνικές επινοήσεις.

Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, εξάλλου, ο ρόλος της γυναίκας στο «Σιλμαρίλλιον». Σχεδόν ανύπαρκτη η γυναικεία παρουσία στο «Χόμπιτ», και συμπληρωματική στον «Άρχοντα», στο «Σιλμαρίλλιον» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, είτε μιλάμε για τη Μέλιαν τη Μάια, είτε για τη Λούθιεν, είτε για τη Νίενορ, είτε για την Έλγουινγκ, είτε, τέλος, για τη γνωστή από τον «Άρχοντα» Γκαλάντριελ.

Όσο εξελίσσεται η αφήγηση ο αρχικός βιβλικός και σχεδόν απόμακρος τόνος παραχωρεί τη θέση του σε μια ιστορία μυθιστορηματικού τύπου, που, στην περίπτωση του Μπέρεν και της Λούθιεν, μετατρέπεται σε ένα επικό ρομάντζο. Αλλού πάλι η αφήγηση γίνεται ξανά αποστασιοποιημένη, παραπέμποντας σε κάποιο μεσαιωνικό χρονικό – ή στο γεγονός πως ο ίδιος ο Τόλκιν ποτέ δεν ολοκλήρωσε το έργο, αφήνοντας στον γιο του, Κρίστοφερ, τον δύσκολο ρόλο της συρραφής και συνένωσης των σκόρπιων μερών του βιβλίου σε ένα συνεκτικό όλο.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαραβολή του ύφους της αφήγησης με τα άλλα έργα του Τόλκιν. Το βιβλικό και θρυλικό ύφος του «Σιλμαρίλλιον» φαινομενικά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την παιδική αφήγηση του «Χόμπιτ». Μα στη διαφορά τους μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια ίχνη από την ίδια την εξέλιξη της μυθολογίας και της λογοτεχνίας στο σύνολό της: όταν ο Θρύλος παραχωρεί τη θέση του στην Ιστορία, αναπότρεπτα μεταμορφώνεται και το ύφος της γραφής. Οι ήρωες των Πρώτων Ημερών χάνονται στα βάθη του αρχέγονου μύθου: ο λόγος για τους θεούς και τα Υψηλά Ξωτικά, που αντιστοιχούν στις εποχές των Ηρώων και των Μύθων της ανθρώπινης λαϊκής παράδοσης.

Μα στις νεότερες μέρες οι ίδιοι αυτοί ήρωες έχουν γίνει πια τραγούδια και άλλοι, διαφορετικού τύπου ήρωες, παίρνουν πια τη σκυτάλη. Είναι ανθρώπινοι και καθημερινοί – σχεδόν μοιάζουν με μας τους ίδιους. Είναι οι νεότεροι Άνθρωποι και τα Χόμπιτ. Κι αν το βιβλικό ύφος ταιριάζει στους αρχέγονους ήρωες, στα μικροσκοπικά και κάθε άλλο παρά «ηρωικά», με τη συμβατική έννοια της λέξης, Χόμπιτ ταιριάζει ένα άλλο αφηγηματικό στυλ – πιο απλό, πιο «παιδικό». Να λοιπόν γιατί το «Σιλμαρίλλιον» και το «Χόμπιτ» διαφοροποιούνται τόσο μεταξύ τους. Και να γιατί συνδέονται το ένα με το άλλο – με τον ίδιο τρόπο που συνδέονται ο Κοντορεβιθούλης και ο Παπουτσωμένος Γάτος με τον Ηρακλή, τον Γιλγαμές και τον Ζίγκφριντ.

Κάπως έτσι ο Θρύλος σμίγει με το Παραμύθι – και αμφότερα γίνονται το όχημα που σπρώχνει την Ιστορία προς τα μπρος.



Εικονογράφηση για το Χόμπιτ του Τόλκιν από τον John Howe
The Hobbit - An Unexpected Party, art by John Howe



Οι λογοτεχνικές επιρροές του Τόλκιν




Η παρούσα ενότητα θα μπορούσε να συνιστά, από μόνη της, θέμα για μια ξεχωριστή ανάρτηση, στην οποία πιθανό να επανέλθω κάποια στιγμή. Θα αναφέρω συνοπτικά, λοιπόν, κάποιες από τις βασικές επιρροές του «Σιλμαρίλλιον», με σκοπό να καταδείξω πως το συγκεκριμένο έργο συνιστά κάτι πολύ περισσότερο από μια «μυθιστορηματική επινόηση» - πρόκειται περισσότερο για μια επέκταση και μια δημιουργική σπουδή της μεγάλης μεσαιωνικής και μυθολογικής παράδοσης.

Στην καρδιά του έργου του Τόλκιν δεσπόζει το βάραθρο της σκανδιναβικής μυθολογίας, με την «Πεζή Έντα» του Σνόρι Στούρλουσον [“Prose Edda” by Snorri Sturluson] και το «Έπος των Βολσούνγκα» [“Völsunga saga”] να συνιστούν τη μυθική ραχοκοκαλιά τους. Έργα γραμμένα στη διάρκεια του 13ου αιώνα, συνοψίζοντας τις βασικές μυθικές παραδόσεις των Σκανδιναβών και περιλαμβάνοντας το πάνθεον και τους κλασικούς τους ήρωες, επηρέασαν καταλυτικά όχι μόνο τον Τόλκιν, μα κάθε πτυχή της νεότερης φανταστικής λογοτεχνίας. Διαβάστε το «Χόμπιτ» και αμέσως μετά πιάστε την «Πεζή Έντα» - θα διαπιστώσετε πως όλα σχεδόν τα ονόματα των Νάνων του Τόλκιν είναι απευθείας παρμένα μέσα από το σκανδιναβικό έργο.

Η αγγλοσαξονική μεσαιωνική παράδοση και οι ιστορίες της για πολεμιστές και δράκους έπαιξε ασφαλώς τον δικό της καταλυτικό ρόλο, με το παλαιοαγγλικό ποίημα «Μπέογουλφ» [“Beowulf”] να αποτελεί το παλαιότερο σωσμένο έργο του είδους – και το οποίο μεταξύ άλλων μελέτησε ενδελεχώς και μετέφρασε ο ίδιος ο Τόλκιν. Ακολουθεί η πλούσια παράδοση των μύθων του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, όπως τη διέδωσαν οι πρώιμες ιστοριογραφίες και τα άφθονα ρομάντζα της βρετανικής και γαλλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας.




Χειρόγραφο από το μεσαιωνικό αγγλοσαξονικό ποίημα Μπέογουλφ
Beowulf manuscript



Η κέλτικη παράδοση, χαμένη στα βάθη του χρόνου, έχει αφήσει τη δική της πολύτιμη κληρονομιά, όπως διασώζεται σε ιστορίες όπως η συλλογή αφηγημάτων «Μαμπινόγκιον» [“The Mabinogion”], ενώ η φινλανδική μυθολογία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο με το μεγάλο έπος της «Καλεβάλα». Αξίζει να αναφέρουμε πως η γλώσσα των Ξωτικών “Quenya” του Τόλκιν πηγάζει από τη φινλανδική, ενώ η γλώσσα “Sindarin” από την ουαλική.

Η παρουσία των θεοτήτων στο έργο του Τόλκιν αντιπαραβάλλει δύο αντικρουόμενες πηγές: από τη μία είναι η χριστιανική παράδοση και από την άλλη είναι οι θεότητες τόσο της σκανδιναβικής/γερμανικής μυθολογίας, όσο και της ελληνικής μυθολογίας. Δεν είναι τυχαίο που το ύφος του έργου στο ξεκίνημά του, όταν ο Έρου ο Ένας δημιουργεί τον κόσμο, μοιάζει με εκείνο της Βίβλου. Ούτε είναι τυχαίο ασφαλώς που μια θεότητα που ξεχώριζε από όλους τους άλλους σε χαρίσματα, ο Μέλκορ, έμελλε να εξοριστεί από τους υπόλοιπους θεούς και να μετατραπεί στον Μεγάλο Εχθρό της Μέσης Γης, τον Μόργκοθ – η ιστορία του θυμίζει εκείνη του Σατανά ως Έκπτωτου Αγγέλου. Θα ‘λεγε κανείς εξάλλου πως οι μάχες του Καλού ενάντια στο Κακό θυμίζουν τις χριστιανικές βιβλικές παραδόσεις.

Μα το χριστιανικό στοιχείο στον Τόλκιν γρήγορα παραχωρεί τη θέση του στο παγανιστικό στοιχείο – σε βαθμό τέτοιο που σύντομα ο ρόλος της αρχέγονης θεότητας στα βιβλία του μοιάζει διακοσμητικός, δίνοντας την αίσθηση πως έχει εντελώς αποσυρθεί από τον κόσμο. Οι Βάλαρ θυμίζουν σε πολλά τους θεούς της ελληνικής μυθολογίας, από την οποία είχε ασφαλώς επηρεαστεί ο Τόλκιν, ενώ η σημασία της Φύσης στο έργο του (όπως για παράδειγμα οι θεότητες που συνδέονται με τη φύση, ή τα Δέντρα του Βάλινορ) παραπέμπει περισσότερο στην παγανιστική μεσαιωνική παράδοση, παρά στη χριστιανική.

Σύμφωνα με τον Θωμά Μαστακούρη (από το βιβλίο του, «Οι Ρίζες και τα Φύλλα της Μέσης Γης»), οι χριστιανικές πτυχές του έργου αντανακλούν περισσότερο τις απόψεις του γιου του, Κρίστοφερ, ο οποίος πιθανολογείται πως έδωσε την τελική γραπτή μορφή στα αρχικά βιβλικά κεφάλαια του «Σιλμαρίλλιον». Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως ο ίδιος ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, αν και υπήρξε χριστιανός, δεν ενδιαφερόταν να αφηγηθεί μια θρησκευτική ιστορία. Όντας πρωτίστως ένας μελετητής του Μεσαίωνα, γνώριζε καλά πως πίσω από το χριστιανικό περίβλημα των μεσαιωνικών μύθων κρυβόταν μια παγανιστική παράδοση αιώνων. 



Ο Σίγκουρντ σκοτώνει τον Δράκο Φάνφιρ, μεσαιωνικό γλυπτό
Sigurd Kills the Dragon Fanfir



Στο γράμμα του στον φίλο του και εκδότη Milton Waldman, εν έτει 1951, ο Τόλκιν εκφράζει τη σκέψη πως η αγγλική μυθολογία είναι κατά πολύ φτωχότερη της σκανδιναβικής, της γερμανικής, της κέλτικης, της φινλανδικής και της ελληνικής – και βασικός λόγος γι’ αυτό το φτώχεμα είναι η έντονη σύνδεση των μύθων της (συγκεκριμένα, των μύθων του κύκλου του βασιλιά Αρθούρου) με τη χριστιανική θρησκεία της εποχής, σε βάρος του καθαυτό μυθολογικού στοιχείου. Τονίζει πως στη μυθοπλασία «χρειάζεται μεν», το θρησκευτικό και το ηθικό υπόβαθρο, μα αυτό πρέπει να είναι πάντα «έμμεσο και πλάγιο», όχι σαφές και ρεαλιστικό.

Μην ξεχνάμε εξάλλου την κατηγορηματική άρνηση του Τόλκιν πως το έργο του συνιστά κάποιας μορφής «αλληγορία». Όχι – ούτε θρησκεία, ούτε αλληγορία. Οι επιρροές ασφαλώς και υπήρξαν, μα ο Τόλκιν ήταν πρωτίστως ένας μυθοπλάστης – και εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να αφηγηθεί μύθους, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Και τι καλύτερος τρόπος, από το να βουτήξει στη βαθιά πηγή της μυθολογικής αρχαίας και μεσαιωνικής παράδοσης, όπως και έκανε. Να γιατί το «Σιλμαρίλλιον» δεν θυμίζει κανένα άλλο έργο φανταστικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα – γιατί στη γραφή του αντηχεί ο απόηχος της λαϊκής μυθικής παράδοσης αιώνων. Αυτό που διαβάζεις είναι μεν ένα έργο που γράφτηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα… μα οι ρίζες του πιάνουν πίσω – πολύ πίσω.

Πιο πίσω και από την ίδια τη δημιουργία του κόσμου, θα λέγαμε, από τον Έρου, τον Ένα, που στη γλώσσα των Ξωτικών λέγεται Ιλούβαταρ…

Περισσότερα για την ιστορία της μεσαιωνικής λογοτεχνίας μπορείτε να διαβάσετε στο πολύ μεγάλο αφιέρωμά μου πάνω στα έργα-ορόσημα της λογοτεχνίας του Μεσαίωνα:


35 Έργα Ορόσημα της Λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, μέρος Ι 



Εικονογράφηση για την φινλανδική Καλεβάλα του Nicolai Kochergin
Kalevala - Vainamoinen plays a kantele, by Nicolai Kochergin



Τα μηνύματα του Σιλμαρίλλιον




Όντας ένα έργο μυθοπλασίας που καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το «Σιλμαρίλλιον» χορεύει στον ρυθμό πλήθους χαρακτήρων, πολύ διαφορετικών αναμεταξύ τους, ο καθένας προσδίδοντάς του το δικό του ξεχωριστό μέτρο και τον δικό του ιδιαίτερο τόνο. Είναι το βιβλίο που περιλαμβάνει τους περισσότερους «γκρίζους» χαρακτήρες συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα έργα του – οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «Καλό» και το «Κακό» υπάρχουν μεν, μα τα όρια ανάμεσά τους είναι πολύ περισσότερο ρευστά και ομιχλώδη. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ο καταλύτης της πλοκής του έργου, ο τρανός Φέανορ, κινείται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο πολύ πέραν του καλού και του κακού… όπως και τ’ αδέρφια του, έτοιμα να σφάξουν και να σφαγιαστούν, κινούμενα από την αλαζονεία τους. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως χαρακτήρες όπως ο Τούριν Τουράμπαρ καταλήγουν σε αναπόφευκτες, σαν τη μοίρα, πράξεις που επιφέρουν το χαμό τους, παρά το γεγονός πως συνιστούν, αδιαμφισβήτητα, τους «ήρωες» της ιστορίας.

Να μην αναφέρουμε το πλήθος των χαρακτήρων που αναδύονται, μάχονται και τελικά βυθίζονται, σε θάλασσες αίματος ή ποταμούς δακρύων, γενιές που διαδέχονται η μία την άλλη. Πραγματικά ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» μοιάζει με παιδικό παραμύθι μπροστά στα τραγικά γεγονότα του «Σιλμαρίλλιον». Και αν στη Μουσική κρύβεται μια όψη της πραγματικότητας του Κόσμου, στην Τραγωδία κρύβεται μια άλλη (για να θυμηθούμε τον Νίτσε). Και ο Τόλκιν ήξερε πολύ καλά τι έκανε.

Με τρεις έννοιες συνδέει το Τόλκιν το έργο του (όπως αναφέρει ο ίδιος στο ίδιο γράμμα του που σας ανέφερα πριν): με την Πτώση, τη Θνητότητα και τη Μηχανή.

Η Θνητότητα και η επίγνωσή της συνδέεται με την επιθυμία για Δύναμη – και αντίστοιχα, τη θέληση για κατοχή, εξουσία, κυριαρχία… μα και την εξέγερση, το πάθος της ανεξαρτησίας, την επιθυμία να καθορίζεις ο ίδιος την τύχη σου.



Τα Παιδιά του Χούριν, εικονογράφηση του Denis Gordeev
Children of Hurin by Denis Gordeev-Pinterest source



Η Μηχανή συνιστά το όχημα μέσω του οποίου η εποχή μας μετουσιώνει τη θέλησή της για δύναμη και έλεγχο πάνω στις δυνάμεις της φύσης – μα στον κόσμο του Τόλκιν η «μηχανή» δεν είναι άλλη από τη Μαγεία και τη συνηθέστερη εκδήλωσή της, την Τέχνη. Και αν η Τέχνη των ανθρώπων μοιάζει ατελής και εμφορείται από τη θέληση για δύναμη και έλεγχο, στα χέρια των Ξωτικών συνιστά δύναμη αναδημιουργίας και ανάπλασης, όχι κυριαρχίας. Τα Ξωτικά είναι «αθάνατα» και η τέχνη τους σχετίζεται περισσότερο με το ζήτημα της αθανασίας, του χρόνου και της αλλαγής, παρά με τον φόβο του θανάτου. Οι δυνάμεις του Κακού (Μόργκοθ) όμως προσομοιάζουν περισσότερο στους ανθρώπους και τη δίψα τους για εξουσία και έλεγχο.

Η Πτώση συνιστά την αναπόφευκτη κατάληξη της υπέρβασης των ορίων – θέμα που φτάνει ως τις παραδόσεις των αρχαίων χρόνων, την ελληνική μυθολογία και την αντίληψη της «ύβρεως». Μα υπάρχουν εκείνοι οι ήρωες που μεταξύ Φθοράς και Υποταγής, ή Αγώνα και Δόξας επιλέγουν την δεύτερη οδό – και ας αναγνωρίζουν πως με τη δεύτερη επέρχεται, ως αναπόφευκτο επακόλουθο, η πτώση.

Και αν η εξέγερση συχνά καταλήγει στην τραγωδία, η ίδια αυτή άρνηση και ανυπακοή αποτελεί τον κύριο μοχλό της αφήγησης – δίχως αυτήν δεν θα υπήρχε ελευθερία, όπως δεν θα υπήρχε και μύθος. Θα ζούσαμε όλοι σ’ ένα αιώνιο Παρόν, καταμεσής του Παραδείσου, σε αρμονία με τους εαυτούς μας και τη φύση και το χρόνο – μα στην ατέρμονη αυτή Κοιλάδα του παραδείσου δεν θα υπήρχαν τα ύψη και τα βάθη, οι οροσειρές και οι χαράδρες, της Ιστορίας... 




Ο Άουλε και οι Νάνοι, πίνακας του Ted Nasmith για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Aule and the Dwarves, art by Ted Nasmith



Κάποιες σκέψεις για την τηλεοπτική μεταφορά




Η κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» άφησε εποχή και δίκαια θεωρείται, πλέον, κλασική. Δεν θα λέγαμε το ίδιο όμως για την ανεκδιήγητη εμπορική φούσκα του «Χόμπιτ» - το οποίο θα μπορούσε να έχει τον εναλλακτικό τίτλο: «Πώς να Μετατρέψετε ένα Όμορφο Μικροσκοπικό Παραμύθι Σε Ανούσιο Χολιγουντιανό Blockbuster Τριών Έργων».

Και να που στα σκαριά η Amazon ετοιμάζει, λένε, μια τηλεοπτική σειρά, που θα αντλήσει (λένε) υλικό από το “Silmarillion” και θα αποτελεί κάτι σαν prequel του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»!

Η πρώτη μου αντίδραση μόλις πληροφορήθηκα το νέο ήταν ακραιφνής ενθουσιασμός – έκανα σαν μικρό παιδί που το πληροφόρησαν πως κληρονομεί ένα πλούσιο ζαχαροπλαστείο. Όχι απλά μια ταινία, μα σειρά – ειδικά στις μέρες μας που το επίπεδο των τηλεοπτικών παραγωγών έχει φτάσει σε εξαιρετικά ύψη… και με ιστορίες από το «Σιλμαρίλλιον»; Μοιάζει με όνειρο! Εξάλλου ο μόνος άξιος τρόπος να μεταφερθεί το «Σιλμαρίλλιον» στις οθόνες θα ήταν σε μορφή τηλεοπτικής σειράς – γιατί είναι αδύνατο να χωρέσουν όλες αυτές οι ιστορίες και οι χαρακτήρες σε μια ταινία.

Η συνέχεια όμως γέννησε προβληματισμούς. Καταρχάς, όπως δείχνουν τα πράγματα, η σειρά δεν θα αφορά εξ’ ολοκλήρου το «Σιλμαρίλλιον», μα κάποιο μέρος του – πιθανό το τελευταίο κομμάτι, που αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»… Μα έτσι χάνουμε τον συναρπαστικό κεντρικό πυρήνα του έργου, εκείνον που περιγράφεται στην “Quenta Silmarillion”. Κατά δεύτερον, δεν παύει να συνιστά μια σύγχρονη διασκευή – θα έχουν άραγε οι δημιουργοί της την ευαισθησία που είχε ο ίδιος ο Τόλκιν, όταν καταπιανόταν με το υλικό του; Θα συνειδητοποιήσουν πως έχουμε να κάνουμε με ένα έπος που αντλεί από τη μυθολογική παράδοση αιώνων και αιώνων; Ή θα καταλήξουμε σε ένα ακόμα υπερθέαμα, κατάλληλο για μαζική κατανάλωση, μα δίχως την ουσία και τις προεκτάσεις της αυθεντικής πηγής;

Η κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα» σεβάστηκε κατά πολύ το γραπτό υλικό και το συνέδεσε έντεχνα με τα περισσότερο εμπορικά στοιχεία του Hollywood, διατηρώντας τις ισορροπίες μεταξύ τους – γι’ αυτό και πέτυχε, εκεί που απέτυχε το «Χόμπιτ». Μα το Silmarillion δεν είναι Lord of the Rings… εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλασική αφήγηση. Ούτε οι χαρακτήρες του μοιάζουν με εκείνους των άλλων έργων του – είναι σκοτεινότεροι, βαθύτεροι και πιο τραγικοί ταυτόχρονα. Τέτοιο υλικό χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη μαεστρία στην – όποια – μεταφορά του.



Κλείνοντας, μια μουσική αναφορά




Υπάρχουν άφθονα μουσικά ακούσματα με τα οποία θα μπορούσε να συνδέσει κάποιος ένα επικό ανάγνωσμα όπως το «Σιλμαρίλλιον». Επικά ορχηστρικά soundtrack, κέλτικη μουσική, μεσαιωνικές και αναγεννησιακές συνθέσεις, ως και βαγκνερικές όπερες. Μα ο ίδιος πάντα θα συνδέω το βιβλίο με τον ακόλουθο επικό δίσκο – το κορυφαίο ίσως άλμπουμ των Τροβαδούρων του Metal, Blind Guardian.


“We are following the will of the One, through the dark age and into the storm…”



Εξώφυλλο για το Nightfall in Middle Earth των Blind Guardian
Blind Guardian, Nightfall in Middle Earth



Β’ ΜΕΡΟΣ: Επιλογές αποσπασμάτων από το «Σιλμαρίλλιον»



Η Μουσική των Άινουρ




«Ο Έρου, ο Ένας, που στην Άρντα ονομάζεται Ιλούβαταρ, πρώτα δημιούργησε τους Άινουρ, τους Ιερούς, που ήταν παιδιά της σκέψης του, κι αυτοί ήταν μαζί του πριν γίνει οτιδήποτε άλλο. Και τους μίλησε προτείνοντάς τους θέματα μουσικά• κι αυτοί έψαλλαν ενώπιόν του κι αυτός χαιρόταν. Για πολύν καιρό όμως ο καθένας έψαλλε μόνος, ή λίγοι μαζί, ενώ οι υπόλοιποι άκουγαν• γιατί ο καθένας αντιλαμβανόταν μόνο εκείνο το μέρος του νου του Ιλούβαταρ απ'το οποίο προερχόταν, και στην κατανόηση των αδελφών τους προχωρούσαν πολύ αργά. Όμως ακούγοντας έφταναν σε βαθύτερη κατανόηση και αύξαναν σε ομόνοια και αρμονία.

Και ήρθε καιρός που ο Ιλούβαταρ κάλεσε όλους τους Άινουρ μαζί και τους φανέρωσε ένα θέμα όλο δύναμη, αποκαλύπτοντάς τους πράγματα μεγαλύτερα και ωραιότερα από ό,τι τους είχε ως τώρα αποκαλύψει• και η δόξα της αρχής του και το μεγαλείο του τέλους του άφησε έκπληκτους τους Άινουρ, έτσι ώστε υποκλίθηκαν μπροστά στον Ιλούβαταρ και σιώπησαν.

Τότε ο Ιλούβαταρ τους είπε:

«Από το θέμα που σας φανέρωσα, επιθυμώ τώρα εσείς να κάνετε όλοι μαζί αρμονικά μια Μεγάλη Μουσική. Κι επειδή σας έχω δώσει ζωή με την Άφθαρτη Φλόγα, θα δείξετε τις ικανότητές σας διανθίζοντας αυτό το θέμα, ο καθένας ελεύθερα με τις δικές του σκέψεις και επινοήσεις. Εγώ όμως θα καθίσω και θα ακούω και θα χαίρομαι, που εσείς έχετε αφυπνίσει κι έχετε κάνει τραγούδι μια τόσο μεγάλη ομορφιά».

Τότε οι φωνές των Άινουρ, σαν άρπες και λαγούτα, φλογέρες και τρομπέτες, βιόλες και αρμόνια και σαν αμέτρητες χορωδίες που ψάλλουν με λόγια, άρχισαν να διαμορφώνουν το θέμα του Ιλούβαταρ σε μεγαλειώδη μουσική κι ο ήχος της υψώθηκε σε ατελείωτες εναλλασσόμενες μελωδίες πλεγμένες αρμονικά, που πέρασαν κι απλώθηκαν σε ύψη και σε βάθη που ήχος δεν είχε ξαναπάει και οι τόποι που κατοικούσε ο Ιλούβαταρ γέμισαν και ξεχείλισαν και έτσι η μουσική και ο αντίλαλός της απλώθηκαν ως το Κενό, που δεν ήταν άδειο πια.

Ποτέ ξανά οι Άινουρ δεν έφτιαξαν μουσική σαν κι αυτήν, αν και λέγεται ότι θα γίνει ακόμη καλύτερη μπροστά στον Ιλούβαταρ από τις χορωδίες των Άινουρ και των Παιδιών του Ιλούβαταρ μετά το τέλος των ημερών. Τότε τα θέματα του Ιλούβαταρ θα παιχτούν σωστά και θα αποκτήσουν Οντότητα τη στιγμή που θα προφερθούν, γιατί τότε όλοι θα καταλάβουν απόλυτα το σκοπό του Ιλούβαταρ για το ρόλο τους και ο καθένας θα κατανοήσει τον άλλο και ο Ιλούβαταρ θα δώσει στις σκέψεις τους τη μυστική φωτιά, επειδή θα είναι πολύ ευχαριστημένος.»



Ούλμο, ο άρχοντας των υδάτων




«Ο Ούλμο είναι ο Άρχοντας των Υδάτων. Είναι μόνος. Δε μένει πουθενά για πολύν καιρό, αλλά κινείται όπως θέλει σε όλα τα βαθιά νερά της Γης ή κάτω από αυτήν. Στη δύναμη είναι δεύτερος μετά τον Μάνγουε και, πριν γίνει το Βάλινορ, ήταν ο πιο στενός του φίλος. […] Επειδή είχε όλη την Άρντα στη σκέψη του, δεν είχε ανάγκη από κάποιο τόπο για να αναπαύεται. Επί πλέον, δεν αγαπά να περπατά στη στεριά και σπάνια ντύνεται με σώμα όπως οι όμοιοί του. Αν τα Παιδιά του Έρου τον αντίκριζαν, γέμιζαν μεγάλο φόβο• γιατί η ανάδυση του Βασιλιά της Θάλασσας ήταν τρομερή, σαν ένα τεράστιο κύμα που δρασκελίζει τη στεριά, με σκοτεινό κράνος αφροστολισμένο κι αστραφτερή πανοπλία ασημένια, που κατέληγε σε πράσινες σκιές. Είναι δυνατές οι σάλπιγγες του Μάνγουε, αλλά η φωνή του Ούλμο είναι βαθιά σαν τα βάθη του ωκεανού, που μόνο αυτός έχει δει.

Παρ'όλα αυτά, ο Ούλμο αγαπά και τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους και ποτέ δεν τους εγκατέλειψε ούτε ακόμα και τότε που οι Βάλαρ ήταν οργισμένοι μαζί τους. Μερικές φορές έρχεται απρόσμενα στις ακτές της Μέσης-γης, ή μπαίνει μέσα βαθιά στο εσωτερικό από τα θαλασσινά στόμια των ποταμών κι εκεί παίζει μουσική με τα μεγάλα του βούκινα, τα Ουλουμούρι, που είναι φτιαγμένα από άσπρο κοχύλι• και σ’ εκείνους που φτάνει αυτή η μουσική, την ακούν πάντα μέσα στην καρδιά τους και ο πόθος της θάλασσας δεν τους αφήνει ποτέ πια.

Όμως ο Ούλμο κυρίως μιλάει σ'εκείνους που κατοικούν στη Μέση-γη με φωνές που ακούγονται μόνο σαν τη μουσική του νερού. Γιατί όλες οι θάλασσες, οι λίμνες, οι ποταμοί, τα κεφαλάρια και οι πηγές βρίσκονται κάτω από την εξουσία του• ώστε τα Ξωτικά να λένε πως το πνεύμα του Ούλμο κυλάει σε όλες τις φλέβες του κόσμου.» 




Ο Τούορ και ο Ούλμο του Ted Nasmith, εικονογράφηση για το Σιλμαρίλλιον
Tuor and Ulmo by Ted Nasmith



Άνθρωποι και ξωτικά



«Οι δοσοληψίες των Άινουρ, των Ιερών, ήταν κυρίως με τα Ξωτικά, γιατί ο Ιλούβαταρ έκανε τη φύση τους να μοιάζει περισσότερο με τη φύση των Άινουρ, αν και ήταν μικρότεροι σε δύναμη και μέγεθος• ενώ στους Ανθρώπους έδωσε παράξενα δώρα.

Γιατί λέγεται ότι μετά την αναχώρηση των Βάλαρ έγινε σιωπή και για έναν αιώνα ο Ιλούβαταρ καθόταν μονάχος, βυθισμένος σε σκέψεις. Ύστερα μίλησε και είπε:

«Αγαπώ τη Γη, η οποία θα είναι παλάτι για τους Κουέντι και τους Ατάνι, τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους! Αλλά οι Κουέντι θα είναι οι ωραιότεροι από όλα τα πλάσματα της Γης και θα έχουν, θα επινοήσουν και θα δημιουργήσουν περισσότερη ομορφιά από όλα μου τα παιδιά• και θα έχουν τη μεγαλύτερη ευδαιμονία στον κόσμο αυτό. Στους Ατάνι όμως θα δώσω ένα καινούριο δώρο».

Κι έτσι έκανε τις καρδιές των Ανθρώπων να ψάχνουν πέρα από τον κόσμο και να μη βρίσκουν ανάπαυση εντός του• να έχουν όμως τη δυνατότητα να δίνουν σχήμα στη ζωή τους – ανάμεσα στις δυνάμεις και τις ευκαιρίες του κόσμου, πέρα από τη Μουσική των Άινουρ, που αποτελεί τη μοίρα όλων των άλλων πραγμάτων• και από τη δράση τους θα ολοκληρωθούν τα πάντα σε μορφή και έργο, και ο κόσμος θα συντελεστεί ως το τελευταίο και το μικρότερο.

Ο Ιλούβαταρ όμως γνώριζε ότι οι Άνθρωποι, επειδή θα βρεθούν μέσα στην αναστάτωση των δυνάμεων του κόσμου, θα παραστρατούν συχνά και δε θα χρησιμοποιήσουν τα δώρα τους με αρμονία• και είπε:

«Κι αυτοί επίσης με τον καιρό θα ανακαλύψουν πως ό,τι κάνουν, στο τέλος επιστρέφει στη δόξα του έργου μου μόνο». […]

Μαζί μ'αυτό το δώρο της ελευθερίας είναι και το ότι τα παιδιά των Ανθρώπων ζουν μόνο ένα μικρό διάστημα στον κόσμο και δεν είναι δεμένα με αυτόν και γρήγορα φεύγουν• τα Ξωτικά δεν ξέρουν για που. Ενώ τα Ξωτικά μένουν ως το τέλος των ημερών και επομένως η αγάπη τους για τη Γη και όλο τον κόσμο είναι πιο απόλυτη και πιο οδυνηρή και, όσο τα χρόνια μακραίνουν, ακόμα πιο γεμάτη με λύπη. Γιατί τα Ξωτικά δεν πεθαίνουν ώσπου να πεθάνει ο κόσμος, εκτός και τα σκοτώσουν ή σβήσουν από λύπη (και υπόκεινται και στους δύο αυτούς φαινομενικούς θανάτους)• ούτε οι αιώνες καταβάλλουν τη δύναμή τους, εκτός κι αν κάποιο κουραστεί από δέκα χιλιάδες αιώνες• και όταν πεθάνουν, συγκεντρώνονται στα δώματα του Μάντος στο Βάλινορ, από όπου μπορούν να επιστρέψουν αργότερα.

Οι γιοι των Ανθρώπων όμως πεθαίνουν στ’ αλήθεια κι αφήνουν τον κόσμο• γι'αυτόν το λόγο ονομάζονται Φιλοξενούμενοι ή Ξένοι. Μοίρα τους είναι ο θάνατος, το δώρο του Ιλούβαταρ, που, καθώς ο Χρόνος φθίνει, ακόμα και οι Δυνάμεις θα ζηλέψουν. Ο Μέλκορ, ο Σκοτεινός, όμως, έχει ρίξει τη σκιά του επάνω του και το έχει μπερδέψει με το σκοτάδι κι έχει βγάλει κακό από το καλό και φόβο από την ελπίδα. Όμως από παλιά οι Βάλαρ δήλωσαν στα Ξωτικά ότι οι Άνθρωποι θα συμμετέχουν στη Δεύτερη Μουσική των 'Αινουρ• ενώ ο Ιλούβαταρ δεν έχει αποκαλύψει το σκοπό του για τα Ξωτικά μετά το τέλος του Κόσμου και ο Μέλκορ δεν το έχει ανακαλύψει.»



Θίνγκολ και Μέλιαν




«Η Μέλιαν ήταν Μάια, της φυλής των Βάλαρ. Κατοικούσε στους κήπους του Λόριεν, και απ'όλο το λαό του δεν υπήρχε πιο ωραία από τη Μέλιαν ούτε πιο σοφή και έμπειρη σε τραγούδια μαγευτικά. Λέγεται ότι οι Βάλαρ άφηναν τα έργα τους, τα πουλιά του Βάλινορ τις χαρές τους, οι καμπάνες της Βάλμαρ σιωπούσαν και τα συντριβάνια σταματούσαν να τρέχουν όταν, την ώρα που τα φώτα φώτιζαν όλα μαζί, τραγουδούσε η Μέλιαν στο Λόριεν. Τα αηδόνια πήγαιναν πάντα μαζί της και αυτή τα έμαθε να τραγουδούν κι αγαπούσε τις βαθιές σκιές των μεγάλων δέντρων. […]

Ο Έλγουε, ο άρχοντας των Ξωτικών Τελέρι, συχνά διέσχιζε τα μεγάλα δάση για να βρει τον Φίνγουε το φίλο του εκεί που έμεναν οι Νόλντορ• κι έτυχε μια φορά που μπήκε μονάχος στο αστροφώτιστο δάσος του Ναν 'Ελμοθ, να ακούσει ξαφνικά τραγούδι αηδονιών. Τότε μαγεύτηκε και έμεινε ακίνητος• και από μακριά, πέρα από τις φωνές των Iomelindi, άκουσε τη φωνή της Μέλιαν και γέμισε η καρδιά του από θαυμασμό και λαχτάρα.

Ξέχασε τελείως όλους τους δικούς του και όλους τους σκοπούς που είχε, και, ακολουθώντας τα πουλιά κάτω από τη σκιά των δέντρων, μπήκε βαθιά στο Ναν Έλμοθ και χάθηκε. Τέλος, έφτασε σ'ένα ξέφωτο ανοιχτό στ'άστρα, κι εκεί στεκόταν η Μέλιαν και μέσα από το σκοτάδι την κοίταξε και το φως του Άμαν φώτιζε το πρόσωπο της.

Εκείνη δεν είπε λέξη• αλλά ο Έλγουε όλος αγάπη την πλησίασε και της έπιασε το χέρι και αμέσως μαγεύτηκε, έτσι ώστε απόμειναν εκεί, ενώ τ'αστέρια που γύριζαν μέτρησαν πολλούς χρόνους από πάνω τους• και τα δέντρα του Ναν Έλμοθ ψήλωσαν κι έγιναν βαθιά πράσινα πριν εκείνοι ν'ανταλλάξουν λέξη.

Έτσι, ο λαός του Έλγουε που τον αναζήτησε δεν τον βρήκε, και ο αδερφός του, Όλγουε, ανέλαβε τη βασιλεία των Τελέρι και έφυγαν, όπως εξιστορείται παρακάτω. […] Στις μετέπειτα μέρες ο Έλγουε έγινε ξακουστός βασιλιάς και ο λαός του ήταν όλοι οι Έλνταρ του Μπελέριαντ, που ονομάστηκαν Σίνταρ, τα Γκρίζα Ξωτικά, τα Ξωτικά του Λυκόφωτος• κι αυτός ήταν ο Βασιλιάς με τον Γκρίζο Μανδύα, ο Έλου Θίνγκολ στη γλώσσα κείνου του τόπου. Και η Μέλιαν ήταν η βασίλισσά του, πιο σοφή από κάθε παιδί της Μέσης-γης• και το κρυμμένο τους παλάτι βρισκόταν στο Μένεγκροθ, τις Χίλιες Σπηλιές, στο Ντόριαθ. […]

Και από την αγάπη του Θίνγκολ και της Μέλιαν ήρθε στον κόσμο το ωραιότερο από όλα τα Παιδιά του Ιλούβαταρ που υπήρξε ή που θα υπάρξει ποτέ.» 



Εικονογράφηση του Alan Lee για την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν του Τόλκιν
Beren and Luthien story illustration by Alan Lee



Η κάθοδος της σκοτεινιάς στο Βάλινορ




«Λέγεται ότι την ώρα που ο Φέανορ και ο Φινγκόλφιν στέκονταν μπροστά στον Μάνγουε, τα φώτα ανακατεύτηκαν τη στιγμή που έλαμπαν και τα δύο Δέντρα, και η σιωπηλή πόλη της Βάλμαρ γέμισε με μια ακτινοβολία ασημένια και χρυσή. Κι εκείνη ακριβώς την ώρα ο Μέλκορ και η Ουνγκόλιαντ ήρθαν βιαστικοί πάνω απ'τους αγρούς του Βάλινορ, σαν τον ίσκιο ενός μαύρου σύννεφου απ'τον άνεμο που τρέχει πάνω σε ηλιόλουστη γη• κι έφτασαν μπροστά στο πράσινο λοφάκι του Εζέλλοχαρ. Τότε το Μη-φως της Ουνγκόλιαντ έφτασε ακόμα κι ως τις ρίζες των Δέντρων κι ο Μέλκορ πήδησε πάνω στο λόφο• και με το μαύρο του κοντάρι χτύπησε το κάθε Δέντρο στην καρδιά. Τα πλήγωσε βαθιά και ο χυμός τους πετάχτηκε λες και ήταν το αίμα τους και χύθηκε στη γη. Η Ουνγκόλιαντ όμως το ρούφηξε και ύστερα, πηγαίνοντας από Δέντρο σε Δέντρο, έβαλε το μαύρο της κεντρί στις πληγές τους, ώσπου τα στράγγισε• και το δηλητήριο του Θανάτου που βρισκόταν μέσα της, πέρασε στους ιστούς των Δέντρων και τα ξέρανε, ρίζες, κλαδιά και φύλλα• και πέθαναν.

Κι εξακολούθησε να διψά και, πηγαίνοντας στα Πηγάδια της Βάρντα, τα ήπιε ως το τέλος• η Ουνγκόλιαντ όμως έβγαζε μαύρους ατμούς καθώς έπινε και φούσκωσε κι έγινε τόσο τεράστια και απαίσια, που κι ο Μέλκορ φοβήθηκε.

Έτσι απλώθηκε η μεγάλη σκοτεινιά στο Βάλινορ. Για το τι έγινε εκείνη την ημέρα πολλά λέγονται στο Aldudenie, που συνέθεσε ο Ελεμμίρε των Βάνυαρ και είναι γνωστό σ'όλους τους Έλνταρ. Όμως κανένα τραγούδι ή ιστορία δεν μπόρεσε να χωρέσει όλη τη λύπη και τον τρόμο που έπεσε τότε. Το Φως τελείωσε• αλλά το Σκοτάδι που ακολούθησε ήταν κάτι χειρότερο από την απώλεια του φωτός. Εκείνη την ώρα βασίλεψε ένα Σκοτάδι που δεν έμοιαζε με έλλειψη, αλλά ήταν κάτι με δική του οντότητα: γιατί ήταν στ’ αλήθεια φτιαγμένο με μεγάλη κακία από το Φως και είχε τη δύναμη να τρυπάει το μάτι και να μπαίνει σε καρδιά και νου και να στραγγαλίζει την ίδια τη θέληση.

Η Βάρντα κοίταξε κάτω απ’ το Τανίκουετιλ και είδε τη Σκιά να σηκώνεται και να σχηματίζει ξαφνικά πύργους σκοτεινιάς• η Βάλμαρ βούλιαξε σε μια βαθιά νυχτοθάλασσα. Σε λίγο το Ιερό Βουνό υψωνόταν μοναχό, ένα τελευταίο νησί σ’ έναν κόσμο που είχε πνιγεί. Όλα τα τραγούδια σώπασαν. Κι έπεσε σιωπή στο Βάλινορ και δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος παρά μόνο από μακριά, με τον άνεμο, ερχόταν μέσα από το πέρασμα των βουνών ο θρήνος των Τελέρι σαν το παγωμένο κρώξιμο των γλάρων.»



Άνθρωποι και ύδατα




«Με την πρώτη ανατολή του Ήλιου ξύπνησαν τα Νεότερα Παιδιά του Ιλούβαταρ στη γη του Χιλντόριεν, στις ανατολικές περιοχές της Μέσης-γης• ο πρώτος όμως Ήλιος ανέτειλε στη δύση και μόλις άνοιγαν τα μάτια τους οι Άνθρωποι, τα ‘στρεφαν προς αυτόν και τα πόδια τους, καθώς πλανιόνταν στη γη τους, πήγαιναν προς τα εκεί. Οι Έλνταρ τους ονόμασαν Ατάνι, ο Δεύτερος Λαός• αλλά τους αποκαλούσαν επίσης Χίλντορ, οι Ακόλουθοι, και πολλά άλλα ονόματα: Απανόναρ, οι Υστερογεννημένοι, Ένγκουαρ, οι Αρρωστιάρηδες και Φίριμαρ, οι Θνητοί• και τους ονόμασαν Σφετεριστές, Ξένους, Ανεξιχνίαστους, Αυτό-καταραμένους, Βαριόχειρους, Νυχτόφοβους, Παιδιά του Ήλιου. […]

Κανένας Βάλα δεν ήρθε να καθοδηγήσει τους Ανθρώπους ή να τους καλέσει να εγκατασταθούν στο Βάλινορ• και οι Άνθρωποι φοβούνται τους Βάλαρ αντί να τους αγαπούν και δεν έχουν κατανοήσει τους σκοπούς των Δυνάμεων, επειδή βρίσκονται σε αντίθεση με αυτούς και σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ο Ούλμο, όμως [ο θεός των υδάτων], τους σκέφτηκε και βοηθούσε τις αποφάσεις και τη θέληση του Μάνγουε• και συχνά τα μηνύματα του έφταναν σ'αυτούς μέσα απ’ τα ποτάμια και τις πλημμύρες. Αλλά οι Άνθρωποι δεν είναι επιδέξιοι σ'αυτά και ήταν ακόμα λιγότερο εκείνες τις μέρες πριν έρθουν σε επαφή με τα Ξωτικά. Κι έτσι αγαπούσαν τα νερά και οι καρδιές τους γέμιζαν συγκίνηση αλλά δεν καταλάβαιναν τα μηνύματα.»



Η διάσωση του Μάεδρος




«Τότε ο Μαέδρος ο υψηλός, ο πρώτος γιος, έπεισε τους αδελφούς του να υποκριθούν ότι συνθηκολογούν με τον Μόργκοθ και να συναντηθούν με τους απεσταλμένους του στον καθορισμένο τόπο• οι Νόλντορ όμως είχαν τόση λίγη πρόθεση να φερθούν τίμια όσο κι αυτός. Γι’ αυτόν το λόγο η κάθε αποστολή ήρθε με περισσότερες δυνάμεις απ'ό,τι είχε συμφωνηθεί• ο Μόργκοθ μάλιστα έστειλε περισσότερους και είχε και Μπάλρογκ. Ο Μαέδρος λοιπόν έπεσε σε ενέδρα και ο στρατός του όλος αποδεκατίστηκε• αυτόν όμως τον έπιασαν ζωντανό κατά διαταγήν του Μόργκοθ και τον έφεραν στην Άνγκμπαντ.

Τότε τα αδέλφια του Μαέδρος οπισθοχώρησαν και οχύρωσαν ένα μεγάλο στρατόπεδο στο Χίθλουμ• ο Μόργκοθ όμως κρατούσε τον Μαέδρος όμηρο και έστειλε μήνυμα ότι δε θα τον απελευθέρωνε αν οι Νόλντορ δεν σταματούσαν τον πόλεμο να επιστρέψουν στη Δύση, ή δεν έφευγαν μακριά από το Μπελέριαντ στο Νότο του κόσμου. Αλλά οι γιοι του Φέανορ ήξεραν ότι ο Μόργκοθ θα τους πρόδιδε και δε θα απελευθέρωνε τον Μαέδρος ό,τι κι αν έκαναν• και επίσης, ήταν δεσμευμένοι από τον όρκο τους και δεν μπορούσαν για κανένα λόγο να αφήσουν τον πόλεμο εναντίον του εχθρού τους. Έτσι ο Μόργκοθ πήρε τον Μαέδρος και τον κρέμασε σ’ έναν γκρεμό των Θανγκορόντριμ• και έμεινε δεμένος σ'ένα βράχο απ'τον καρπό του χεριού του μ'ένα ατσαλένιο λουρί. […]

Τότε ο Φίνγκον ο γενναίος, ο γιος του Φινγκόλφιν, αποφάσισε να επουλώσει την έχθρα που χώριζε τους Νόλντορ• γιατί η γη στις Βόρειες Περιοχές έτρεμε από τις βροντές των υπόγειων σιδηρουργείων του Μόργκοθ. Πολύ πριν, στη μακαριότητα του Βάλινορ, ο Φίνγκον ήταν στενός φίλος του Μαέδρος• και μ'όλο που δεν ήξερε ακόμα ότι ο Μαέδρος δεν τον είχε ξεχάσει, η σκέψη της αρχαίας φιλίας τους του έκαιγε την καρδιά. Γι'αυτό αποτόλμησε κάτι που δίκαια είναι ξακουστό ανάμεσα στα κατορθώματα των πριγκίπων των Νόλντορ• μονάχος και χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν ξεκίνησε να ψάξει τον Μαέδρος.

Έχοντας βοηθό το σκοτάδι που είχε φτιάξει ο Μόργκοθ, έφτασε απαρατήρητος στο λημέρι των εχθρών του. Σκαρφάλωσε ψηλά πάνω στις πλαγιές των Θανγκορόντριμ και κοίταξε απελπισμένος την ερήμωση της γης• αλλά δεν μπορούσε να βρει ούτε πέρασμα ούτε σχισμή, από την οποία να μπορούσε να εισδύσει στο φρούριο του Μόργκοθ. Τότε, αψηφώντας τους Ορκ, που εξακολουθούσαν να είναι μαζεμένοι από φόβο στις σκοτεινές στοές κάτω από τη γη, έβγαλε την άρπα του και τραγούδησε ένα τραγούδι του Βάλινορ που είχαν συνθέσει παλιά οι Νόλντορ, πριν γεννηθεί διχόνοια ανάμεσά τους• και η φωνή του αντήχησε στα πένθιμα κοιλώματα που ποτέ πριν δεν είχαν ακούσει τίποτ'άλλο εκτός από κραυγές φόβου και θρήνου.

Έτσι βρήκε ο Φίνγκον αυτό που ζητούσε. Γιατί ξαφνικά, από ψηλά, μακρινά και ξέθωρα, κάποιος πήρε το τραγούδι του και μια φωνή απαντώντας τον φώναζε. Ήταν ο Μαέδρος που τραγουδούσε μες στο μαρτύριό του.

Αλλά, όταν ο Φίνγκον έφτασε ως τα ριζά του γκρεμού που κρεμόταν ο συγγενής του, δεν μπορούσε να ανέβει πιο πάνω• κι έκλαψε όταν είδε τη σκληρή εφεύρεση του Μόργκοθ. Ο Μαέδρος, λοιπόν, επειδή βασανιζόταν χωρίς ελπίδα, παρακάλεσε τον Φίνγκον να τον σαϊτέψει με το τόξο του• κι ο Φίνγκον έβαλε ένα βέλος και τέντωσε το τόξο του. Και μην ελπίζοντας τίποτε καλύτερο φώναξε στον Μάνγουε, λέγοντας: «Ω, Βασιλιά, εσύ που αγαπάς όλα τα πουλιά, οδήγησε τώρα τούτην τη φτερωτή σαΐτα και δείξε λίγη λύπηση για τους Νόλντορ, στη χρεία τους!»

Η προσευχή του εισακούστηκε αμέσως. Γιατί ο Μάνγουε, που αγαπά όλα τα πουλιά που του φέρνουν πάνω στο Τανίκουετιλ τα νέα της Μέσης-γης, είχε στείλει τους Αετούς και τους είχε δώσει εντολή να εγκατασταθούν στους γκρεμούς του Βορρά και να παρακολουθούν τον Μόργκοθ• γιατί ο Μάνγουε εξακολουθούσε να λυπάται τα εξορισμένα Ξωτικά. Και οι Αετοί έφερναν νέα από τα περισσότερα που συνέβαιναν εκείνες τις μέρες στα λυπημένα αφτιά του Μάνγουε. Λοιπόν, την ώρα που ο Φίνγκον τέντωνε το τόξο του, κατέβηκε από ψηλά πετώντας στον αέρα ο Θορόντορ, ο βασιλιάς των Αετών, ο πιο μεγάλος από όλα τα πουλιά που υπήρξαν ποτέ, που τα απλωμένα φτερά του έφταναν τριάντα οργιές• και, σταματώντας το χέρι του Φίνγκον, τον σήκωσε και τον ανέβασε στο σημείο του βράχου απ'όπου κρεμόταν ο Μαέδρος.

Ο Φίνγκον δεν μπορούσε να λύσει τα δεσμά της κόλασης από τον καρπό του ούτε να τα κόψει ούτε να τα βγάλει από το βράχο. Πάλι, λοιπόν, μέσα στον πόνο του ο Μαέδρος τον παρακάλεσε να τον σκοτώσει• ο Φίνγκον όμως του έκοψε το χέρι πάνω από τον καρπό και ο Θορόντορ τους πήγε πίσω στη Μίθριμ.

Εκεί, με τον καιρό, ο Μαέδρος θεραπεύτηκε• γιατί η φωτιά της ζωής έκαιγε μέσα του και η δύναμή του προερχόταν από τον αρχαίο κόσμο, και τη διέθεταν εκείνοι που είχαν ανατραφεί στο Βάλινορ. Το σώμα του συνήλθε από το βασανιστήριο του και έγιανε, αλλά η σκιά του πόνου του βρισκόταν στην καρδιά τους και ζούσε χρησιμοποιώντας το σπαθί του με το αριστερό του χέρι πιο θανατερά απ'όσο με το δεξί του. Με αυτό το κατόρθωμα ο Φίνγκον απόκτησε μεγάλο όνομα και όλοι οι Νόλντορ τον επαινούσαν• και το μίσος ανάμεσα στους οίκους του Φινγκόλφιν και του Φέανορ καταλάγιασε.»




Ο Φινγκόλφιν ενάντια στον Μόργκοθ, πίνακας του John Howe για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Fingolfin challenges Morgoth, by John-Howe


Η πρώτη συνάντηση του Μπέρεν και της Λούθιεν




«Τρομερό ήταν το ταξίδι του Μπέρεν προς τα νότια. Απότομοι ήταν οι γκρεμοί των Έρεντ Γκόργκοροθ και στα πόδια τους ήταν απλωμένοι ίσκιοι που υπήρχαν πριν από την εμφάνιση του Φεγγαριού. Πιο κάτω απλωνόταν η ερημιά του Ντουνγκόρθεμπ, όπου η μαγεία του Σάουρον και η δύναμη της Μέλιαν συναντιόντουσαν, και κυκλοφορούσε ο τρόμος και η παραφροσύνη. Εκεί κατοικούσαν αράχνες από την άγρια γενιά της Ουνγκόλιαντ υφαίνοντας τα αόρατα δίχτυα τους, όπου κάθε ζωντανό πλάσμα παγιδευόταν και εκεί κυκλοφορούσαν τέρατα γεννημένα στο μακρόχρονο σκοτάδι πριν τον Ήλιο, που κυνηγούσαν σιωπηλά με πολλά μάτια. Δεν υπήρχε τροφή ούτε για τα Ξωτικά ούτε για τους Ανθρώπους εκεί σ'εκείνη τη στοιχειωμένη περιοχή, μόνο θάνατος.

Εκείνο το ταξίδι δεν θεωρείται το μικρότερο από τα σπουδαία κατορθώματα του Μπέρεν, αλλά σε κανένα δεν μίλησε γι'αυτό αργότερα, μην τυχόν και ξανάρθει στο νου του κείνη η φρίκη. Κανένας δεν ξέρει πως βρήκε το δρόμο κι έφτασε, από μονοπάτια που κανένας Άνθρωπος ή Ξωτικό δεν είχε άλλοτε ποτέ τολμήσει να περάσει, στα σύνορα του Ντόριαθ. Και μπόρεσε να διασχίσει τον κυκεώνα που είχε υφάνει η Μέλιαν γύρω από το βασίλειο του Θίνγκολ, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει• γιατί ήταν μεγάλο το πεπρωμένο του.

Αναφέρεται στην Ωδή της Λεΐθιαν ότι ο Μπέρεν μπήκε σκοντάφτοντας στο Ντόριαθ, γκρίζος και κυρτωμένος λες και τον βάραιναν πολλών χρόνων βάσανα, τόσο μεγάλο ήταν το μαρτύριο του δρόμου. Εκεί όμως που πλανιόταν το καλοκαίρι, στα δάση του Νέλντορεθ, συνάντησε τη Λούθιεν, την κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν, κάποια βραδινή ώρα στο φως του φεγγαριού που μόλις έβγαινε, καθώς εκείνη χόρευε στο πάντα πράσινο γρασίδι στα ξέφωτα πλάι στον Εσγκάλντουιν. Τότε όλες οι αναμνήσεις του πόνου του τον άφησαν και μαγεύτηκε• γιατί η Λούθιεν ήταν η πιο όμορφη από όλα τα παιδιά του Ιλούβαταρ. Τα ρούχα της ήταν γαλάζια σαν τον ασυννέφιαστο ουρανό, τα μάτια της όμως ήταν γκρίζα σαν το αστροφώτιστο βράδυ• ο μανδύας της ήταν κεντημένος με χρυσαφένια λουλούδια, αλλά τα μαλλιά της ήταν σκούρα σαν τις σκιές του λυκόφωτος. Σαν το φως στις φυλλωσιές των δέντρων, σαν τη φωνή των κρυσταλλένιων νερών, σαν τ'αστέρια πάνω από τις ομίχλες του κόσμου, έτσι ήταν το μεγαλείο της ομορφιάς της• και το πρόσωπό της έλαμπε φως.

Αλλά χάθηκε από τα μάτια του• κι αυτός έχασε τη μιλιά του σαν να ήταν δεμένος με μάγια και για πολύν καιρό γύριζε χαμένος στα δάση, άγριος και προσεκτικός σαν θηρίο, αναζητώντας την. Και στην καρδιά του τη φώναζε Τινούβιελ, που πάει να πει Αηδόνι, κόρη του λυκόφωτος, στη γλώσσα των Γκρίζων Ξωτικών, γιατί δεν ήξερε κάποιο άλλο όνομα γι'αυτήν. Και την είδε μακριά σαν τα φύλλα στους φθινοπωρινούς ανέμους και το χειμώνα σαν αστέρι πάνω σε κάποιο λόφο, αλλά μια αλυσίδα έδενε τα μέλη του.

Ήρθε κάποτε κάποια ώρα κοντά στο χάραμα, τις παραμονές της άνοιξης, και η Λούθιεν χόρευε σ’ έναν πράσινο λόφο• και ξαφνικά άρχισε να τραγουδά. Δυνατό — έσκιζε την καρδιά — ήταν το τραγούδι της σαν το τραγούδι του κορυδαλλού που σηκώνεται από τις πύλες της νύχτας και ξεχύνει τη φωνή του ανάμεσα στ'αστέρια που πεθαίνουν, βλέποντας τον ήλιο πίσω από τα τείχη του κόσμου. Και το τραγούδι της Λούθιεν έλυσε τα δεσμά του χειμώνα και τα παγωμένα νερά μίλησαν και λουλούδια ξεπετάχτηκαν από την κρύα γη όπου πάτησαν τα πόδια της.

Τότε τα μάγια της σιωπής άφησαν τον Μπέρεν και της φώναξε λέγοντας «Τινούβιελ» • και τα δάση αντήχησαν το όνομα. Τότε σταμάτησε απορημένη και δεν το έβαλε στα πόδια πια και ο Μπέρεν ήρθε κοντά της. Αλλά όπως τον κοιτούσε, τη βρήκε το μοιραίο και τον αγάπησε• ξεγλίστρησε όμως από τα χέρια του και χάθηκε από τα μάτια του την ώρα που χάραζε η μέρα. Ο Μπέρεν τότε έπεσε καταγής λιπόθυμος, σαν κάποιος που έχει πεθάνει ταυτόχρονα από χαρά και λύπη. Κι έπεσε σ'έναν ύπνο λες και ήταν άβυσσος σκιάς και όταν ξύπνησε ήταν παγωμένος σαν την πέτρα και η καρδιά του γυμνή και εγκαταλειμμένη. Και ο νους του πλανιόταν και ψαχούλευε σαν κάποιος που τυφλώθηκε ξαφνικά και ψάχνει με τα χέρια ν’ αρπάξει το χαμένο φως.

Έτσι άρχισε να πληρώνει την αγωνία για τη μοίρα που του είχε οριστεί• και στη μοίρα του πιάστηκε και η Λούθιεν και, μ’ όλο που ήταν αθάνατη, μοιράστηκε τη θνητότητά του και, μ'όλο που ήταν ελεύθερη, δέθηκε με την αλυσίδα του• και η ψυχική της οδύνη ήταν η μεγαλύτερη που γνώρισε ποτέ Ξωτικό.» 



Εικονογράφηση της Λούθιεν από τον Alan Lee, από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών
Luthien by Alan Lee, watercolor illustration



Το Πετράδι και ο Λύκος




«Τότε κυρίεψε τρόμος τον Μπέρεν και τη Λούθιεν και το ‘βαλαν στα πόδια, χωρίς προφύλαξη και μεταμφίεση, επιθυμώντας μόνο να δουν το φως γι'άλλη μια φορά. Κανείς δεν τους εμπόδισε ούτε τους καταδίωξε, αλλά στην Πύλη δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί ο Λύκος Κάρχαροθ είχε ξυπνήσει και τώρα στεκόταν όλος θυμό στο κατώφλι της Άνγκμπαντ. Πριν τον πάρουν είδηση, τους είδε αυτός και όρμησε καταπάνω τους καθώς έτρεχαν.

Η Λούθιεν ήταν εξαντλημένη και δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη δύναμη να συγκρατήσει το λύκο. Ο Μπέρεν όμως πέρασε μπροστά και με το δεξί του χέρι κράτησε ψηλά το πετράδι Σίλμαριλ. Ο Κάρχαροθ σταμάτησε και για μια στιγμή φοβήθηκε.

«Φύγε τρέχοντας!» φώναξε ο Μπέρεν• «γιατί εδώ έχει μια φωτιά που θα σε καταφάει κι εσένα και κάθε πλάσμα κακοποιό». Και έβαλε το Σίλμαριλ μπροστά στα μάτια του λύκου.

Αλλά ο Κάρχαροθ κοίταξε εκείνο το ιερό πετράδι και δεν πτοήθηκε και το αδηφάγο πνεύμα μέσα του ξύπνησε σαν φωτιά• και ανοίγοντας το στόμα πήρε ξαφνικά το χέρι μέσα στα σαγόνια του και το έκοψε από τον καρπό. Τότε αμέσως όλα του τα σωθικά άρχισαν με αγωνία να φλέγονται και το Σίλμαριλ έκαψε την καταραμένη του σάρκα. Ουρλιάζοντας το ‘βαλε στα πόδια και τα τείχη της κοιλάδας της Πύλης αντιβούιζαν από τις κραυγές του μαρτυρίου του. Τόσο φοβερός έγινε μες στην τρέλα του, που όλα τα πλάσματα του Μόργκοθ που κατοικούσαν στην κοιλάδα ή βρίσκονταν σε κάποιο δρόμο που οδηγούσε προς τα κει έφυγαν τρέχοντας μακριά• γιατί σκότωνε κάθε ζωντανό που βρισκόταν στο δρόμο του και ξεπετάχτηκε από το Βορρά στον κόσμο αφανίζοντας τα πάντα. Από όλα τα τρομερά όντα που έφτασαν ποτέ στο Μπελέριαντ πριν πέσει η 'Ανγκμπαντ, ο παραφρονημένος Κάρχαροθ ήταν το πιο φοβερός γιατί μέσα του ήταν κρυμμένη η δύναμη του Σίλμαριλ.

Ο Μπέρεν τώρα είχε πέσει λιπόθυμος στην επικίνδυνη Πύλη και ο θάνατος τον πλησίασε γιατί τα δόντια του λύκου είχαν δηλητήριο. Με τα χείλη της η Λούθιεν έβγαλε το δηλητήριο και επιστράτευσε τις εξαντλημένες δυνάμεις της για να σταματήσει την αιμορραγία της φρικτής πληγής. Αλλά πίσω της στα βάθη της 'Ανγκμπαντ σηκώθηκε μεγάλος θυμός και χλαλοή. Οι στρατιές του Μόργκοθ ξύπνησαν.

Έτσι η αποστολή για το Σίλμαριλ έμοιαζε να καταλήγει σε όλεθρο κι απελπισίας αλλά εκείνη την ώρα πάνω από το τείχος της κοιλάδας εμφανίστηκαν τρία μεγάλα πουλιά, να έρχονται προς τα βόρεια πετώντας με φτερούγες γρηγορότερες από τον άνεμο. Η περιπλάνηση και η ανάγκη του Μπέρεν είχε διαδοθεί ανάμεσα σε όλα τα πουλιά και τα ζώα και ο ίδιος ο Χούαν είχε πει σε όλα να προσέχουν μήπως χρειαστεί να τον βοηθήσουν. Ψηλά πάνω από την επικράτεια του Μόργκοθ ο Θορόντορ και οι ακόλουθοι του πετούσαν και, βλέποντας τώρα την παραφροσύνη του Λύκου και την πτώση του Μπέρεν, κατέβηκαν γρήγορα κάτω την ώρα που οι δυνάμεις της 'Ανγκμπαντ απελευθερώθηκαν από τα δίχτυα του ύπνου.

Σήκωσαν τότε τη Λούθιεν και τον Μπέρεν από τη γη και τους πήραν ψηλά στα σύννεφα.»



Αποχαιρετισμός




«Αλλά ο Χούριν δεν κοίταξε το βράχο, γιατί ήξερε τι ήταν γραμμένο εκεί• και τα μάτια του είχαν διακρίνει πως δεν ήταν μόνος. Στη σκιά του βράχου βρισκόταν μια γυναίκα γονατισμένη• κι όπως ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, εκείνη έριξε πίσω την κουρελιασμένη της κουκούλα και σήκωσε το κεφάλι. Γριά και γκριζομάλλα ήταν, αλλά ξαφνικά το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του και τη γνώρισε• γιατί, μ'όλο που ήταν άγριο και γεμάτο φόβο, εξακολουθούσε να λάμπει μέσα του εκείνο το φως που, πολύ παλιά, εξαιτίας του είχε κερδίσει αυτή το όνομα της Έλεντγουεν, της πιο περήφανης και πιο όμορφης απ'όλες τις θνητές γυναίκες τις αρχαίες μέρες.

«Ήρθες επιτέλους», είπε. «Περίμενα πολύν καιρό».

«Ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Ήρθα όπως μπορούσα», της αποκρίθηκε.

«Ήρθες όμως πολύ αργά», είπε η Μόργουεν. «Χάθηκαν».

«Το ξέρω», είπε. «Εσύ όμως δε χάθηκες».

Αλλά η Μόργουεν είπε:

«Σχεδόν. Έχω τελειώσει, θα φύγω με τον ήλιο. Τώρα έχει απομείνει λίγος χρόνος: αν ξέρεις, πες μου! Πώς τον βρήκε;»

Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε, και κάθισαν πλάι στο βράχο και δε μίλησαν ξανά• κι όταν ο ήλιος έδυσε, η Μόργουεν αναστέναξε και του’ σφίξε το χέρι κι ύστερα έμεινε ακίνητη• κι ο Χούριν κατάλαβε πως είχε ξεψυχήσει.

Την κοίταξε στο λυκόφως και του φάνηκε πως οι ρυτίδες της λύπης και των σκληρών κακουχιών έσβησαν. «Δε νικήθηκε», είπε και της έκλεισε τα μάτια και κάθισε ακίνητος πλάι της καθώς έπεφτε η νύχτα.»



J. R. R. Tolkien, “The Silmarillion”. Πρώτη έκδοση το 1977, με επιμέλεια του γιου του, Κρίστοφερ Τόλκιν. Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι της Ευγενίας Χατζηθανάση-Κόλια. Οι εικονογραφήσεις είναι των Alan Lee, John Howe, Ted Nasmith, Nicolai Kochergin και Denis Gordeev.


© Παρουσίαση, το φονικό κουνέλι, Δεκέμβρης του 18. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί το συνολικό κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.



Η Αδερφοκτόνος Σφαγή από το Silmarillion του J.R.R. Tolkien, σε πίνακα του Ted Nasmith
The Kinslaying at Alqualondë by Ted Nasmith

Ντάγκλας Άνταμς : Η Τρομερή Επίθεση της Διαγαλαξιακής Συμμαχίας

$
0
0

Απόσπασμα από το Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ του Douglas Adams, σε μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Μια μικρή εισαγωγή στο «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ» του Ντάγκλας Άνταμς




Υπάρχουν δύο κατηγορίες βιβλίων: εκείνα που τελειώνεις την ανάγνωσή τους και η ζωή σου είναι ίδια όπως πρώτα• και εκείνα που τελειώνεις την ανάγνωσή τους, η ζωή σου είναι ίδια όπως πρώτα… μα γνωρίζεις ταυτόχρονα και την Απάντηση στο Μεγάλο Ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και Όλων. Το «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ» του Ντάγκλας Άνταμς [Douglas Adams, “The Hitchhiker's Guide to the Galaxy”] ανήκει ασφαλώς στην δεύτερη κατηγορία – για την ακρίβεια, είναι το μοναδικό βιβλίο που υπάρχει το οποίο ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία.

Κάποια στιγμή μελλοντικά ευελπιστώ να κάνω μια ενδελεχή παρουσίαση του φαινομένου Douglas Adams – για ποιον λόγο τα βιβλία του άφησαν εποχή στον χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας και για ποιον λόγο η ανάγνωσή τους μοιάζει με κατανάλωση ενός απολαυστικού κοκτέιλ – συγκεκριμένα, του απολαυστικότερου που έχεις πιει ποτέ, μια που συνδυάζεται με μια πρώτη θέση σ’ ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο ενός εξωτικού θέρετρου, όπου πάντα έχει ηλιοβασίλεμα και όπου μπορείς με την ησυχία σου, ρουφώντας το κοκτέιλ σου, να ατενίσεις τη Συντέλεια του Κόσμου σε όλο της το μεγαλείο. Και δες πως η έκρηξη του σύμπαντος χρωματίζει τον ουρανό με υπέροχα χρώματα, δένοντας αρμονικά με το ηλιοβασίλεμα! Σλουρπ – άλλη μια ρουφηξιά απ’ το κοκτέιλ.

Μέχρι να προβούμε σε μια αναλυτικότερη παρουσίαση του Ντάγκλας Άνταμς, ας παρουσιάσουμε προς το παρόν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο που τον καταξίωσε: το «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ», το πρώτο μέρος μιας Τριλογίας σε Πέντε Μέρη (ναι, καλά διαβάσατε). Η πρώτη έκδοση του βιβλίου (το οποίο πλέον ανήκει στο πάνθεον της βρετανικής κωμικής λογοτεχνίας) χρονολογείται απ’ το 1979. Η μετάφραση είναι του Δ. Αρβανίτη.

Το θέμα του ακόλουθου αποσπάσματος αφορά την οργανωμένη επίθεση στη Γη ενός σμήνους εκατομμυρίων εξωγήινων διαστημοπλοίων, διψασμένων για εκδίκηση και καταστροφή. Πριν την επίθεση, ένας γήινος, ο Άρθουρ (ο πρωταγωνιστής του βιβλίου), είχε πει την ακόλουθη φράση: «φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου», η οποία, με κάποιο τρόπο, μεταφέρθηκε μέσα από το χωροχρονικό συνεχές στα αυτιά των εξωγήινων – και στη γλώσσα των οποίων η συγκεκριμένη φράση συνιστούσε μια βαθιά προσβολή. Έτσι λοιπόν ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στη Γη, την πηγή της φοβερής φράσης, με σκοπό να εκδικηθούν εκείνον που τόλμησε να ξεστομίσει τέτοια λόγια και να κάνουν τον πλανήτη κομμάτια.

Στα χέρια ενός κλασικού συγγραφέα Επιστημονικής Φαντασίας το συγκεκριμένο θέμα θα γινόταν αφορμή για επικές συγκρούσεις, εφάμιλλες ενός «Πολέμου των Κόσμων». Μα στα χέρια του Ντάγκλας Άνταμς τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική τροπή – και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά του.

Αυτά με την εισαγωγή – καιρός να παραδώσουμε την σκυτάλη στον Ντάγκλας Άνταμς και να δούμε με ποιον τρόπο αντιμετωπίστηκε η φοβερή επίθεση των εξωγήινων.



Douglas Adams - Η τρομερή επίθεση της διαγαλαξιακής συμμαχίας




«Είναι φυσικά γνωστό σε όλους πως τα απρόσεκτα λόγια μπορεί να στοιχίσουν ζωές, αλλά αυτό το πρόβλημα δεν αναγνωρίζεται πάντα σ'όλη του την έκταση.

Για παράδειγμα, ακριβώς τη στιγμή που ο Άρθουρ είπε «φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου» μια παράξενη τρύπα άνοιξε στο χωροχρονικό συνεχές και μετέφερε τα λόγια του πολύ πολύ πίσω στο χρόνο, σε μια άπειρη σχεδόν απόσταση, σ'έναν μακρινό Γαλαξία, όπου παράξενα και πολεμοχαρή πλάσματα βρίσκονταν στο χείλος μιας τρομακτικής διαστημικής μάχης.

Οι δύο αντίπαλοι αρχηγοί είχαν συναντηθεί για τελευταία φορά.

Μια φοβερή σιωπή απλώθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς ο διοικητής των Βλ'χουργκ, περίλαμπρος με το μαύρο, διαμαντοστολισμένο πολεμικό του σορτς, κοίταξε ψύχραιμα τον αρχηγό των Γκ'γκούγκβοντ, ο οποίος καθόταν σταυροπόδι απέναντί του σ'ένα σύννεφο μυρωδάτου πράσινου καπνού και, μ'ένα εκατομμύριο αστραφτερά και πάνοπλα πολεμικά διαστημόπλοια έτοιμα να εξαπολύσουν ηλεκτρικό θάνατο με μια του λέξη, προκαλούσε το αχρείο υποκείμενο να πάρει πίσω αυτό που είχε πει για τη μάνα του.

Το πλάσμα κινήθηκε μέσα στον αρρωστημένο, αχνιστό ατμό, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι λέξεις “Φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου” ακούστηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Δυστυχώς, στη γλώσσα των Βλ'χουργκ αυτή ήταν η πιο φοβερή προσβολή που μπορούσε να φανταστεί κανείς, και η μόνη απάντηση σ'αυτή την προσβολή ήταν ανελέητος πόλεμος αιώνων.

Τελικά, μετά από μάχες μερικών χιλιάδων ετών και αφού ο Γαλαξίας τους είχε αποδεκατιστεί, οι δυο φυλές συνειδητοποίησαν πως η όλη ιστορία ήταν ένα τεράστιο λάθος κι έτσι οι αντίπαλοι στόλοι ξεκαθάρισαν τις τελευταίες τους διαφορές για να εξαπολύσουν μια συνδυασμένη επίθεση στον Γαλαξία μας – που είχε πια αναγνωριστεί ως η πηγή της προσβλητικής παρατήρησης.

Για μερικές χιλιάδες ακόμα χρόνια τα πανίσχυρα πλοία ταξίδευαν στις έρημες εκτάσεις του διαστήματος, ώσπου τελικά επιτέθηκαν με αλαλαγμούς στον πρώτο Πλανήτη που συνάντησαν – που έτυχε να είναι η Γη – όπου, εξαιτίας ενός τρομερού λάθους στις αναλογίες μεγεθών, ολόκληρο τον πολεμικό στόλο τον κατάπιε κατά λάθος ένας μικρός σκύλος.

Αυτοί που μελετούν τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις αιτίας και αιτιατού στην ιστορία του Σύμπαντος λένε πως τέτοια πράγματα συμβαίνουν συνεχώς, αλλά εμείς είμαστε ανίκανοι να τα εμποδίσουμε.

«Έτσι είναι η ζωή» λένε.»


Για την παρουσίαση και ψηφιοποίηση του κειμένου, Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης του 18



Ο Λουκιανός και ο Μαθητευόμενος Μάγος

$
0
0

Ο Λουκιανός, ο μαθητευόμενος μάγος και η σχέση του με το ποίημα του Γκαίτε και τη Φαντασία του Ντίσνεϋ / Lucian, Goethe and Disney's Fantasia




Όλοι γνωρίζουμε την ιστορία από τη «Φαντασία» [“Fantasia”, 1940] όπου ο Μίκυ Μάους υποδύεται τον μαθητευόμενο μάγο. Ο δάσκαλός του αναθέτει την καθαριότητα του εργαστηρίου και αναχωρεί για μια δουλειά. Κουρασμένος να κάνει συνέχεια καθαριότητες, ο μαθητευόμενος εκμεταλλεύεται ένα ξόρκι που έμαθε στα κρυφά από τον δάσκαλο, δίνει ζωή σε μια σκούπα και της αναθέτει να κάνει τη δουλειά γι’ αυτόν… μόνο που τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολόγιζε και σύντομα το εργαστήρι πλημμυρίζει με νερό.

Λιγότεροι γνωρίζουν πως το συγκεκριμένο φιλμάκι κινουμένων σχεδίων είναι εμπνευσμένο από το ποίημα «Ο Μαθητευόμενος Μάγος» του Γκαίτε [Johann Wolfgang von Goethe, “Der Zauberlehrling”], γραμμένο το 1797. Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν πως οι ρίζες του ποιήματος του Γκαίτε φτάνουν ως τον 2ο αιώνα μ.Χ. και το έργο του Λουκιανού «Φιλοψευδής ή Απιστών». Ο αφηγητής της ιστορίας λέγεται Ευκράτης και στη θέση του δασκάλου μάγου είναι ένας σοφός Αιγύπτιος ιερέας της Ίσιδος, ο Παγκράτης. Και αν στο ποίημα του Γκαίτε και το καρτούν του Μίκυ πρωταγωνίστρια είναι μια σκούπα, ο Λουκιανός αναθέτει αυτόν τον ρόλο σε ένα γουδοχέρι. Μα η ιστορία παραμένει ίδια.

Σκοπός του Λουκιανού (αναμφισβήτητα ένας από τους απολαυστικότερους στην ανάγνωση αρχαίους συγγραφείς, στον οποίο σίγουρα θα επανέλθω σε άλλες αναρτήσεις) είναι να σατιρίσει την πίστη στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονία των καιρών του. Ο «Φιλοψευδής ή Απιστών» παρουσιάζει διάφορες σχετικές αφηγήσεις, γεμάτες θαύματα, επισκέψεις στον Κάτω Κόσμο, στοιχειωμένα σπίτια κι άλλα όμορφα. Η ιστορία που έμελλε να εμπνεύσει τον «Μαθητευόμενο Μάγο» είναι μία από αυτές.

Δεν είναι τυχαίο πως τον ρόλο του μάγου στην αφήγηση κατέχει ένας αιγύπτιος ιερέας. Στα χρόνια εκείνα η Αίγυπτος εξακολουθούσε να γοητεύει (ή να τρομάζει) τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, με τους ζωόμορφους θεούς, το πλήθος των συμβόλων και τα μυστικιστικά της βάθη.

Καιρός να παραδώσουμε την σκυτάλη στον Λουκιανό και να δούμε την αφήγηση μέσα από τα δικά του λόγια.


Λουκιανός – Φιλοψευδής ή Απιστών 34-36



«Όταν ανεβαίναμε τον Νείλο έτυχε να ταξιδεύει μαζί μας ο Παγκράτης, ένας ιερογραμματέας από τη Μέμφιδα με θαυμαστή σοφία και γνώστης της αιγυπτιακής παιδείας στο σύνολό της. Λεγόταν γι'αυτόν ότι για είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια έζησε κάτω από τη γη μέσα σε άδυτα, εκπαιδευόμενος από την Ίσιδα στη μαγεία.

Στην αρχή δεν γνώριζα ποιος ήταν. Βλέποντάς τον όμως, κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, και πολλά παράδοξα πράγματα να κάνει και μάλιστα να ανεβαίνει επάνω σε κροκόδειλους και να κολυμπά μαζί με τα θηρία, ενώ εκείνα ζάρωναν μπροστά του από φόβο και κουνούσαν τις ουρές τους, κατάλαβα ότι επρόκειτο για άγιο άνθρωπο. Σταδιακά και κάνοντάς του φιλοφρονήσεις έγινα, χωρίς να το καταλάβει κανείς, φίλος και οικείος του, με αποτέλεσμα να μοιράζεται μαζί μου όλα τα απόρρητα.

Στο τέλος μ'έπεισε ν'αφήσω όλους τους δούλους μου στη Μέμφιδα και να τον ακολουθήσω μόνος μου, γιατί δεν επρόκειτο (όπως είπε) να μας λείψουν οι υπηρέτες. Και στο εξής ζούσαμε με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο πανδοχείο, παίρνοντας το μοχλό της πόρτας ή τη σκούπα ή και τον κόπανο, τα έντυνε με ρούχα. Και λέγοντας μια μαγική ρήση τα έκανε να βαδίζουν και γενικά σε όλα να μοιάζουν με άνθρωπο. Κι εκείνα πήγαιναν και αντλούσαν νερό, ψώνιζαν φαγητά και τα ετοίμαζαν και γενικώς μας υπηρετούσαν και μας διακονούσαν σ'όλα με επιδεξιότητα. Κατόπιν, όταν μας είχαν εξυπηρετήσει αρκετά, έκανε ξανά σκούπα τη σκούπα ή κόπανο τον κόπανο λέγοντας μια άλλη μαγική ρήση.

Αυτό το μαγικό τέχνασμα, αν και προσπάθησα πολύ, δεν τον κατάφερα να μου το διδάξει. Ήταν επιφυλακτικός ως προς αυτό, αν και για όλα τα άλλα έδειχνε εξαιρετική προθυμία. Μια μέρα όμως άκουσα απαρατήρητος τη μαγική ρήση – ήταν τρισύλλαβη – έχοντας στήσει καρτέρι κοντά του στα σκοτεινά. Ο Παγκράτης έφυγε για την αγορά, αφού έδωσε οδηγίες στον κόπανο για όσα έπρεπε να κάνει.

Κι εγώ την επόμενη μέρα, κι ενώ εκείνος έλειπε για δουλειές στην αγορά, πήρα τον κόπανο, τον διευθέτησα, είπα τις μαγικές συλλαβές και τον πρόσταξα να μου φέρει νερό. Αφού γέμισε τον αμφορέα και μου τον έφερε, του είπα: «Σταμάτα, και μη μου φέρνεις άλλο νερό, αλλά γίνε πάλι κόπανος». Κι εκείνος δεν ήθελε πια να με υπακούει, αλλά συνέχιζε να φέρνει νερό, μέχρις ότου γέμισε νερό το σπίτι μας. Εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω σ'αυτή την περίσταση – γιατί φοβόμουν μήπως ο Παγκράτης γυρίζοντας αγανακτήσει, πράγμα που έγινε –πήρα την αξίνα και έσπασα τον κόπανο στα δύο. Όμως και τα δυο κομμάτια, παίρνοντας αμφορείς, μου φέρνανε νερό, κι έτσι αντί για έναν, είχα τώρα δύο νεροκουβαλητές.

Στο μεταξύ ο Παγκράτης ήρθε. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, εκείνα τα ξανάκανε ξύλα, όπως ήταν και πριν τη μαγική ρήση, ενώ ο ίδιος με άφησε κρυφά και δεν ξέρω που εξαφανίστηκε φεύγοντας.»



Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι του Σταύρου Γκιργκένη. Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την εισαγωγή, Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 18.



Εικονογράφηση για τον Μαθητευόμενο Μάγο του Γκαίτε από τον F.Barth, 1882 περίπου / Sorcerer's Apprentice illustration by F.Barth
Εικονογράφηση για τον Μαθητευόμενο Μάγο του Γκαίτε από τον F.Barth, 1882 περίπου
Viewing all 184 articles
Browse latest View live