Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Επιστροφή στη Μέρα της Μαρμότας... μια φιλοσοφική-ψυχολογική μελέτη

$
0
0

Η Μέρα της Μαρμότας... μια μελέτη για τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της ταινίας, από το Φονικό Κουνέλι / Groundhog Day, a philosophical and psychological analysis



Μια φιλοσοφική και ψυχολογική μελέτη για το “Groundhog Day”… την ξακουστή Ημέρα της Μαρμότας




Σκέψου να επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά μια μέρα της ζωής σου. Από το πρωινό σου ξύπνημα ως τη στιγμή που σε παίρνει ο ύπνος τη νύχτα, η μέρα επαναλαμβάνεται στο διηνεκές, και συ έχεις τη δυνατότητα να τη ζήσεις με όποιον τρόπο επιθυμείς. Ποια μέρα θα επέλεγες; Μην απαντήσεις – ξέρω. Μάλλον κάποια μέρα που φυλάς μέσα σου με τις θερμότερες αναμνήσεις. Μια μέρα γεμάτη έρωτα, διασκέδαση, θαλπωρή, χαρά… Ωραία ως εδώ – όλοι μας έχουμε ζήσει κάποιες τέτοιες μέρες, και ποιος δεν θα επιθυμούσε να τις ζήσει πάλι απ’ την αρχή.

Έστω όμως πως ΔΕΝ είχες τη δυνατότητα να επιλέξεις· έστω πως επαναλαμβανόταν, ξανά και ξανά και ξανά, μια συνηθισμένη, αδιάφορη μέρα της καθημερινότητάς σου: από εκείνες που φεύγουν και ούτε που πήρες χαμπάρι πως πέρασαν. Μια μέρα από κείνες που οι ώρες περνούν και μοιάζουν ίδιες η μία με την άλλη. Μια εκνευριστική, βαρετή, ταλαίπωρη, υπερβολικά καθημερινή ημέρα. Μια μέρα που δεν σκέφτεσαι δεύτερη φορά. Μια μέρα που δεν θα θυμάσαι στο μέλλον, γιατί δεν έζησες κάτι της προκοπής κατά τη διάρκειά της. Σκέψου ΑΥΤΗ η μέρα να επαναλαμβανόταν στην αιωνιότητα, σε μια νευρωτική λούπα, ξανά και ξανά και ξανά, και να μην έχεις τη δυνατότητα να ξεφύγεις από δαύτην…

Θα το άντεχες;

Σήμερα θα μιλήσουμε για μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών, κεντρικό θέμα της οποίας είναι αυτή ακριβώς η αδιάκοπη επανάληψη της ίδιας μέρας: ο λόγος φυσικά για την «Μέρα της Μαρμότας» [“Groundhog Day”]. Μια ταινία που, όλως τυχαίως, πιάνω τον εαυτό μου να τη βλέπει ξανά και ξανά και ξανά – ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές την έχω δει ως σήμερα. Μα κάθε φορά το απολαμβάνω.

Η ταινία γυρίστηκε το 1993, σε σκηνοθεσία Harold Ramis και σενάριο των Danny Rubin και Harold Ramis. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Bill Murray, σε έναν από τους ρόλους που του ταιριάζουν γάντι. Στη βάση της πρόκειται για μια ευχάριστη κωμωδία. Μα λίγες κωμωδίες έχουν γεννήσει τόσες συζητήσεις και έχουν πάρει τόσες προεκτάσεις, ξεκινώντας από τη φιλοσοφία, λοξοδρομώντας σε θρησκευτικούς παράδρομους και τερματίζοντας στην ψυχανάλυση – και πάλι πίσω απ’ την αρχή, δίχως τελειωμό.



Ο Μπιλ Μάρεϊ ξυπνάει στη Μέρα της Μαρμότας / Bill Murray waking up in Groundhog Day
Η μαρμότα... The groundhog



Λίγα λόγια για την πλοκή




Σε κάποια αμερικανική κωμόπολη γιορτάζουν, ως έθιμο, τη Μέρα της Μαρμότας. Η μαρμότα είναι ένα πλασματάκι που μοιάζει με διασταύρωση σκίουρου και τυφλοπόντικα. Αν η μαρμότα βγει απ’ τη φωλιά της, δει τη σκιά της και μπει πάλι στη φωλιά, αυτό σημαίνει πως θα έχουμε μακρύ χειμώνα. Αν όχι, σημαίνει πως θα έρθει νωρίς η άνοιξη. Αυτή η φυσική διαδικασία έχει ενδυθεί με τελετουργικό μανδύα και γιορτάζεται με μουσικές και μαζική σύναξη στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Ο πρωταγωνιστής του έργου, Phil [Bill Murray], είναι ανταποκριτής του καιρού και καταλήγει να καλύψει το ρεπορτάζ για τη συγκεκριμένη γιορτή, πηγαίνοντας με το συνεργείο του στην πόλη, ίσα για μια μέρα. Είναι ένας κυνικός και φιλόδοξος τύπος που βρίσκει αφάνταστα βαρετά όλα αυτά τα γιορταστικά έθιμα και την ανταπόκρισή τους – ο ίδιος ονειρεύεται μεγαλεία, διασημότητες, υψηλές ανταποκρίσεις, ηρωική δημοσιογραφία… ποια Μέρα της Μαρμότας και κουραφέξαλα. Αυτά είναι για παιδιά. Η ανταπόκριση είναι μια αγγαρεία για κείνον και τίποτε περισσότερο – το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει το ρεπορτάζ του, το δυνατόν συντομότερο, και να φύγει από την αδιάφορη αυτή περιοχή. Μια βαρετή πόλη με βαρετούς ανθρώπους.

Μα ο κύκλος της μοίρας πήρε φαίνεται πολύ στα σοβαρά το κυκλικό σχήμα του… ένας αιφνιδιαστικός χιονιάς αναγκάζει τον πρωταγωνιστή μας και το συνεργείο του (την ελκυστική παραγωγό του και τον καμεραμάν) να διανυκτερεύσουν στην πόλη. Και το επόμενο πρωί ο ήρωάς μας ξυπνάει στο ξενοδοχείο του, τεντώνεται, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο και διαπιστώνει με ανείπωτη έκπληξη πως… είναι ακόμα χθες!

Η Μέρα της Μαρμότας επαναλαμβάνεται πάλι απ’ την αρχή! Ξανά οι εορτασμοί, ξανά η κάλυψη του ρεπορτάζ, ξανά η καταναγκαστική διανυκτέρευση λόγω του χιονιά. Και μόνο αυτός συνειδητοποιεί πως η μέρα επαναλαμβάνεται… Όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν καταλάβει το παραμικρό.

Και έτσι αρχίζει η λούπα που συνιστά και το κεντρικό θέμα του έργου… Οι μέρες επαναλαμβάνονται, κάθε πρωί ξημερώνει ίδιο με χθες, το Αύριο δεν έρχεται ποτέ, και ο πρωταγωνιστής μας εξαναγκάζεται να εκμεταλλευτεί το γεγονός προς όφελός του. Κι εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα της προβληματικής της ταινίας: η μέρα επαναλαμβάνεται μεν, μα ο ήρωάς μας γνωρίζει αυτό το γεγονός και ΘΥΜΑΤΑΙ όσες εμπειρίες αποκόμισε κατά τις προηγούμενες μέρες. Βρίσκεται εντός της Μέρας της Μαρμότας, μα ταυτόχρονα βρίσκεται έξω από αυτήν. Πρόκειται για κατάρα… ή για κάποιο χάρισμα;

Η αρχική απελπισία παραχωρεί τη θέση της στην ακόλουθη εκπληκτική διαπίστωση:

«εάν δεν υπάρχει Αύριο, τότε δεν υπάρχουν συνέπειες των πράξεών μας. Οτιδήποτε και αν κάνουμε σήμερα, την επόμενη μέρα το πρωί θα έχει ξεχαστεί. Μπορούμε λοιπόν να ΚΑΝΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ».

Κι εδώ αρχίζουν τα ωραία. 




Ο Bill Murray στη Μέρα της Μαρμότας
Σκηνή από τη Μέρα της Μαρμότας
Ο Μπιλ Μάρεϊ και η μαρμότα στο αμάξι



Κάνε ό,τι επιθυμείς – γίνε ένας μικρός θεός




Ας λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, αγαπητοί. Εάν είχαμε τη δυνατότητα να ζούμε ξανά και ξανά την ίδια μέρα, δίχως την παραμικρή συνέπεια για τις πράξεις μας, το πιθανότερο είναι να αφηνόμασταν πλήρως στις αρχέγονές μας ενορμήσεις – όπως ακριβώς κάνει και ο πρωταγωνιστής του έργου. Τουλάχιστον οι περισσότεροι ανάμεσά μας θα κάναμε το ίδιο.

Όταν ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου (γιατί την επόμενη μέρα θα βρίσκεσαι ξανά στην ίδια θέση) μπορείς να ρίξεις ένα «δε πας στο διάολο» στα κεφάλια της επιχείρησης όπου εργάζεσαι και να τα σπάσεις όλα φεύγοντας. Το επόμενο πρωί ο χρόνος θα έχει γυρίσει πίσω 24 ώρες και θα είναι σα να μην έγινε ποτέ.

Όταν γνωρίζεις πως οι συνέπειες των ερωτικών σου περιπετειών διαρκούν μια μέρα και μόνο τότε μπορείς να τολμήσεις όλα όσα δεν τολμούσες αλλιώς: να φλερτάρεις με κάθε δυνατό τρόπο, να απατήσεις, να κάνεις σεξ όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, να επιχειρήσεις εκείνη την ερωτική εξομολόγηση που ως τώρα δεν τολμούσες να κάνεις – ό,τι αποτέλεσμα και αν φέρει, την επόμενη θα έχει ξεχαστεί.

Όταν ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις από προβλήματα υγείας (μια που την επόμενη μέρα ξυπνάς στο κρεβάτι σου στην ίδια ακριβώς κατάσταση με σήμερα), τότε ρισκάρεις τα πάντα. Τρως τον περίδρομο, πίνεις μέχρι σκασμού, επιχειρείς τις πιο παράτολμες πράξεις αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ακόμα και αν σκοτωθείς – θα ξυπνήσεις πάλι στο κρεβάτι σου το επόμενο πρωί, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Ωραία ακούγονται αυτά, ε;



O Bill Murray παραδομένος στις απολαύσεις της Ημέρας της Μαρμότας




Όταν οι πράξεις σου δεν έχουν συνέπειες, γίνεσαι ένας μικρός θεός. Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς, να αφεθείς σε κάθε ένστικτο, ερωτικό ή επιθετικό. Ο νόμος για σένα δεν έχει πλέον νόημα, δεν φοβάσαι δικαστές και αστυνόμους, δεν σε απασχολεί η κοινή γνώμη, δεν σε προβληματίζει η ηθική, ούτε η ίδια η συνείδησή σου. Γίνεσαι ο τέλειος σταρχιδιστής.

Εξάλλου φτάνεις να γνωρίζεις τους πάντες και τα πάντα. Οι πάντες γύρω σου ζουν σε μια λούπα – εκτός από σένα, που ναι μεν είσαι μπλεγμένος μέσα της, μα για κάποιον ανεξήγητο λόγο έχεις επίγνωση αυτού του γεγονότος. Και, γνώση, αγαπητοί, σημαίνει ΔΥΝΑΜΗ. «Είμαι ένας θεός», φτάνει ν’ αναφωνεί, με στωική ηρεμία, ο Phil, κάποια στιγμή στο έργο.

Είναι όμως ευτυχισμένος;

Θα κλείσω αυτή την ενότητα όπως την ξεκίνησα: εμείς, στη θέση του, θα ήμασταν ευτυχισμένοι; Ζώντας μια ζωή παραδομένοι σε κάθε ένστικτο, κάθε ενόρμηση, πέρα από κανόνες, γνωρίζοντας τα πάντα – εκτός από τον λόγο για τον οποίο έχουμε ριχτεί σε αυτήν την κατάσταση; Μη βιαστείς, φίλε αναγνώστη, να απαντήσεις «όχι». Πολλοί ανάμεσά μας ΑΥΤΟ ακριβώς γυρεύουμε στην καθημερινότητά μας: τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των ενορμήσεών μας. Και θα πράτταμε τα ίδια που πράττει και ο πρωταγωνιστής του έργου. Μιλώντας με φροϋδικούς όρους, είμαστε πρωτίστως εγωιστικά όντα και στο βάθος τους οι ενορμήσεις μας δεν γνωρίζουν περιορισμούς – είναι η κοινωνία των ανθρώπων που τους επιβάλλει, τιθασεύοντας, απωθώντας ή μετουσιώνοντας τα ένστικτά μας.

Μα ο γερο-Φρόυντ έλεγε: «όπου είναι Αυτό πρέπει Εγώ να γίνει». Σύμφωνα με τον μπαμπά της ψυχανάλυσης, χρειάζεται ο αυτοπεριορισμός προκειμένου να λειτουργεί μια κοινωνία.

Έστω λοιπόν πως παραδίδεσαι στις ενστικτώδεις απολαύσεις. Δέκα μέρες, εκατό μέρες, χίλιες μέρες στη σειρά. Είναι αυτό αρκετό για να σου δώσει την ευτυχία; Ένας άνθρωπος απομονωμένος από τον περίγυρό του είναι ευτυχισμένος; Γιατί σε 24 ώρες ναι μεν μπορείς να ικανοποιήσεις τις αρχέγονές σου επιθυμίες… μα αδυνατείς να οικοδομήσεις ουσιαστικούς δεσμούς με τους ανθρώπους. Ακόμα και αν πας να χτίσεις μια σχέση, την επόμενη κιόλας μέρα θα έχει ξεχαστεί.

Μη ξεχνάς: παραμένεις ακόμα ένας φυλακισμένος στη Μέρα της Μαρμότας, όπως ακριβώς είσαι δέσμιος των ενορμήσεών σου.



Πόστερ για την Ημέρα της Μαρμότας / Groundhog Day film poster



Τα όρια της παντοδυναμίας και ο βράχος του Σίσυφου




Το “Groundhog Day” δεν ξεδιαλύνει ούτε στιγμή το μυστήριο. Πουθενά δεν αποκαλύπτει τις αιτίες της φοβερής αυτής λούπας και αφήνει σε σένα, τον δέκτη, να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Αυτή είναι και μία από τις αρετές του έργου, κατά τη γνώμη μου – είναι ανοιχτό σε ερμηνείες, μοιάζοντας με κάποιο μοντέρνο πίνακα ζωγραφικής. Υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα – ή να είναι όλα κάποιο εξωφρενικό παιχνίδι της τύχης;

Κάποια στιγμή, στη διάρκεια του έργου, ο πρωταγωνιστής μας διαπιστώνει έκπληκτος πως δεν κατορθώνει ν’ αποκτήσει εκείνο που επιθυμεί στο βάθος: την γυναίκα με την οποία είναι τσιμπημένος. Μπορεί να έχει ένα σωρό γυναίκες, μα όχι αυτήν – και όσες φορές και αν επιδιώξει να οικοδομήσει κάποια σχέση μαζί της, πάντα αποτυγχάνει στο τέλος. 24 ώρες δεν είναι αρκετές. Και η μέρα αρχίζει πάλι απ’ την αρχή κι εκείνος χρειάζεται να προσπαθήσει πάλι, ξανά, σα να μη συνέβη τίποτα την προηγούμενη.

Ακόμα λοιπόν κι ένας «θεός» γνωρίζει τους περιορισμούς του κατά τη διάρκεια της Ημέρας της Μαρμότας. Μπορείς να κάνεις τα πάντα – μα αυτό δεν σημαίνει πως θα φέρεις τα επιθυμητά αποτελέσματα σε κάθε πράξη σου. Οι αντιδράσεις των άλλων παραμένουν ένα πεδίο άγνωστο σε σένα. Και, για να θυμηθούμε τον Καμύ και τον Σίσυφο, ο βράχος που έσπρωχνες όλη μέρα στο βουνό κατρακυλάει πάλι κάτω το επόμενο πρωί. Και πρέπει να τον σπρώξεις πάλι απ’ την αρχή, με την ελπίδα πως θα τα καταφέρεις αυτή τη φορά… πρόσεχε όμως, γιατί έχεις μόνο 24 ώρες στη διάθεσή σου.

Και να λοιπόν που μια μέρα μετατρέπεται σε αιωνιότητα. Υπέροχη αιωνιότητα αν περνάς καλά – μα αβάσταχτη και τρομερή αιωνιότητα αν βλέπεις τους καρπούς των κόπων σου ν’ αποτυγχάνουν, ό,τι και αν επιχειρείς.



The myth of Sisyphus, by Nikki Bedson
The myth of Sisyphus, by Nikki Bedson



Τα όρια της παντοδυναμίας του ήρωά μας δεν φανερώνονται μόνο στην αδυναμία του να κατακτήσει τη γυναίκα που επιθυμεί – μα και στη μορφή του γέρου ζητιάνου που πεθαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο Phil προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να αποτρέψει τον θάνατό του, μα κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Στο τέλος ο γεράκος πάντα πεθαίνει.

Υπάρχει κάποιο αόρατο όριο σε αυτή την αίσθηση της παντοδυναμίας… Ακόμα κι ένας θεός δεν εξασφαλίζει στα τυφλά την αγάπη των άλλων. Ακόμα κι ένας θεός δεν εξασφαλίζει τη νίκη απέναντι στον θάνατο. Μπορεί ο ίδιος να γλιτώνει… μα οι άλλοι γύρω του συνεχίζουν να πεθαίνουν.

Και ο βράχος κατρακυλάει πάλι χάμω. Κι εσύ αναγκάζεσαι να τον σπρώξεις πάλι απ’ την αρχή. Και να που η Μέρα της Μαρμότας γίνεται βαριά και δυσβάσταχτη.

«Πρέπει να φανταστούμε πως ο Σίσυφος είναι ευτυχισμένος», έλεγε ο Καμύ, που έβλεπε σε αυτήν ακριβώς την αδιάκοπη προσπάθεια το νόημα της ζωής και του αγώνα. Στο να μην εγκαταλείπεις τον αγώνα.



Παλιό ρολόι χειρός και βιβλία / Old clock and books



Η μεταστροφή του ήρωα. Θρησκευτικές και ανθρωπιστικές ερμηνείες




Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη αμερικανική κωμωδία που γέννησε τόσες συζητήσεις και προβληματισμούς σε θρησκευτικούς κύκλους. Ιουδαϊστές, Βουδιστές και Χριστιανοί (και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι), όλοι έχουν αποπειραθεί να ερμηνεύσουν το έργο υπό το δικό τους πρίσμα και να προσεταιριστούν τις ιδέες του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είδαν στη «Μέρα της Μαρμότας» μια σημαντική πηγή έμπνευσης.

Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία είναι η αντιπαραβολή του έργου με τα “Τρία Στάδια της Ύπαρξης”, όπως τα ανέλυσε ο χριστιανός φιλόσοφος και προπάτορας του Υπαρξισμού, Σαίρεν Κίρκεγκωρ [Søren Kierkegaard]: το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό στάδιο. Το αισθητικό στάδιο προηγείται χρονολογικά και αφορά εκείνην ακριβώς την άφεση στις ηδονές και απολαύσεις που περιγράψαμε δυο ενότητες πριν. Ακολουθεί το ηθικό στάδιο, όταν ο άνθρωπος αυτοπεριορίζεται υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες. Μα το ανώτερο στάδιο όλων είναι το θρησκευτικό στάδιο, όταν ο άνθρωπος έχει παραδοθεί πλήρως σε μια ανώτερη κοσμική δύναμη.

Η συγκεκριμένη ερμηνεία μπορεί να εξηγήσει την ανεπάρκεια των γήινων απολαύσεων στον πρωταγωνιστή του έργου και τη μεταστροφή του χαρακτήρα του. Μα δύσκολα θα χαρακτηρίζαμε «θρησκευτικές», με την σκληροπυρηνική έννοια του όρου, τις επιλογές του πρωταγωνιστή, πόσο μάλλον τη στιγμή που το καθ’ εαυτό θρησκευτικό στοιχείο απουσιάζει από το έργο – πλην της στιγμής που ο ήρωας επιλέγει να αυτοκτονήσει πηδώντας απ’ το καμπαναριό μιας εκκλησίας!

Μία και μοναδική «μεταστροφή» φαίνεται να δεσπόζει στην ταινία, και αυτή είναι εκείνη της ανθρωπιάς. Σταδιακά ο ήρωας δεν γίνεται περισσότερο «ηθικός» ή «θρησκευόμενος»… απλά γίνεται περισσότερο ανθρώπινος. Νοιάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του, μα και για τους συμπολίτες του. Γνωρίζει πως κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της και πως ο ίδιος μπορεί να κάνει πέντε πράγματα για να ανακουφίσει τον πόνο γύρω του, να φέρει λίγη περισσότερη χαρά.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε τον μικρό παντοδύναμο θεό μας σταδιακά να συνειδητοποιεί τα όρια της δύναμής του, να αναγνωρίζει την εγγενή αδυναμία του… και να μετατρέπεται σε άνθρωπο. Ας το κρατήσουμε αυτό: μετατρέπεται σε άνθρωπο μόνο όταν έχει αναγνωρίσει πως η δύναμή του έχει όρια. Πως δεν είναι παντοδύναμος.

Αξιοσημείωτες είναι και οι βουδιστικές ερμηνείες του έργου. Τι άλλο είναι η συνεχής ανάπλαση του ήρωα, ζώντας ξανά την ίδια μέρα, αν όχι μια αντιπαραβολή προς τον Κύκλο των Μετενσαρκώσεων που διανύει μια ψυχή μέχρι να βελτιωθεί, ζωή με τη ζωή, και να φτάσει τελικά στο ανώτατο στάδιο της Νιρβάνα. Έτσι θα έλεγαν οι βουδιστές φίλοι μας. Γιατί στον Κύκλο της Σαμσάρα η ύπαρξη δεν επαναλαμβάνεται ίδια, μα ανανεώνεται, ζώντας ξανά και ξανά με ποικίλους τρόπους, μέσα από πληθώρα μετενσαρκώσεων, μοιάζοντας με κάποιο κλιμακωτό σπιράλ.

Μα για τον ήρωά μας η Νιρβάνα δεν είναι άλλη από την απελευθέρωση της αιώνιας επανάληψης και απλά η… συνέχιση της ζωής του. Και σε αυτό προσθέστε και την κατάκτηση της γυναίκας που επιθυμεί. Ποιος είπε πως στον παράδεισο δεν χωρούν οι γήινες απολαύσεις;



Σαμσάρα, ο κύκλος της ζωής / Tibetan wheel of life, Samsara
Tibetan wheel of life, Samsara


Απόδραση από τη λούπα




Αρκεί να συλλογιστούμε πόσες μέρες της καθημερινότητάς μας έρχονται και φεύγουν σα να μην υπήρξαν ποτέ, ίδιες και απαράλλαχτες η μία με την άλλη, για να μας ταρακουνήσει λίγο το περιεχόμενο της ταινίας. Άραγε αυτές οι μέρες που όλοι μας βιώνουμε δεν αποτελούν, από μόνες τους, ένα είδος «ημέρας της Μαρμότας»; Πρωινό ξύπνημα, δουλειά, δρόμος, σπίτι, κάποια σκόρπια ψυχαγωγία, ύπνος. Ζεις ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια – ώσπου κάτι τρομερό συμβαίνει και σε ταρακουνάει και σου φωνάζει: «ξύπνα»!...

Ο πολιτισμός μας έχει μετατρέψει τη ρουτίνα σε έμβλημά του. Την κραδαίνει σαν σημαιοφόρος και σέρνει τα βαριεστημένα πόδια του εμπρός, σε βήματα που μοιάζουν ίδια το ένα με το άλλο, έτοιμος να σκοτώσει άλλο ένα εικοσιτετράωρο της ζωής του στο όνομα της παραγωγικότητας και της εξασφάλισης χρημάτων.

Η ζωή μετατρέπεται σε λούπα. Εσύ που παραχώρησες τόση αξία στο Μετά και το Αύριο ξαφνικά βλέπεις πως αυτό το Μετά και το Αύριο… δεν έρχεται ποτέ! Ζεις σε ένα αιώνιο και δυσβάσταχτο Τώρα. 



Το ρολόι της καθημερινής ρουτίνας / Everyday routine clock
Καθημερινή ρουτίνα. Άνθρωποι σε σταθμό τρένου / Everyday routine, people at a station




Όταν ο Phil διαπιστώνει πως δεν υπάρχει διαφυγή από την Ημέρα της Μαρμότας, απελπίζεται. Τι νόημα έχουν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες όταν πια δεν υπάρχει αύριο; Λογικό δεν είναι να παραδοθεί στις απολαύσεις της στιγμής; Είναι ο Χρόνος και ο προγραμματισμός του που καθιστούν τον άνθρωπο άνθρωπο – αλλιώς δεν θα διέφερε απ’ τα ζώα, που ζουν παραδομένα στη στιγμή. Το Χθες, το Τώρα, το Αύριο είναι που μας καθιστούν ανθρώπινους, σωστά; Η μνήμη του παρελθόντος και οι προσδοκίες για το μέλλον.

Πράγμα παράξενο όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ζει τόσο για το Τώρα. Αλλιώς πώς θα επέτρεπε να ξεζουμίζεται έτσι κάθε μέρα της ζωής του στο όνομα ενός απροσδιόριστου Μετά; Ή στο όνομα αναμνήσεων που έχουν πια χαθεί;

Κι έτσι ερχόμαστε στο εξής παράδοξο: ο άνθρωπος τείνει να εξιδανικεύει το Άλλοτε και να ονειρεύεται το Αύριο – μα για το Εδώ και Τώρα ούτε λόγος να γίνεται. Γραμμένο το έχει! Πώς να μην απελπιστεί όταν αυτό λοιπόν επαναλαμβάνεται στο διηνεκές; Είναι ο καθρέφτης της ασημαντότητάς του εκείνος που βλέπει να επαναλαμβάνεται – ξανά και ξανά και ξανά. Καθρέφτης ενός πολιτισμού που ξέρει να προγραμματίζει, μα έχει ξεχάσει να ζει.

Που βρίσκεται η διέξοδος από την τρομερή αυτή λούπα;

Κάποια στιγμή στη διάρκεια του έργου ο ήρωάς μας αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την ατέρμονη αυτή επανάληψη προκειμένου να οικοδομήσει κάτι. Κάτι που να έχει διάρκεια, κάτι που να φέρει κάποιο νόημα πέραν των απολαύσεων της στιγμής. Τι μπορεί να είναι αυτό όμως, τη στιγμή που την επόμενη μέρα τα πάντα ξεκινούν απ’ την αρχή ξανά; Μπορεί κάτι να διαρκέσει τη στιγμή που ο βράχος πέφτει πάλι στην αφετηρία του; Για πες μου, Σίσυφε, τι μπορείς να κάνεις;



Ρολόγια, παντού ρολόγια! / Clocks, clocks everywhere



Το βάθος που δεσπόζει στα ρηχά




Κάτι μπορώ να κάνω – απαντάει ο Σίσυφος. Ναι, ο βράχος πέφτει απ’ το βουνό και, ναι, θα χρειαστεί να προσπαθήσω απ’ την αρχή ξανά. Μα στη διάρκεια όλου αυτού του ανεβοκατεβάσματος κάτι έχει αλλάξει… κάτι έχει κατορθώσει να ξεφύγει από τη λούπα της αιώνιας επανάληψης. Θες να σου πω τι;

Εγώ… εγώ ο ίδιος!

Αλλάζω, όσο αναγνωρίζω πως είμαι ικανός να αλλάξω. Όσο συλλέγω εμπειρίες και οικοδομώ την ταυτότητά μου. Και αν δεν μπορώ να κάνω κάτι για την πραγματικότητα γύρω μου, ίσως να μπορώ τελικά να κάνω κάτι για μένα τον ίδιο. Να χτίσω κάτι από τον εαυτό μου. Να μην επιτρέψω σε αυτή την επανάληψη να συνεχίζεται στο διηνεκές – γιατί ο ίδιος θα έχω αλλάξει στο μεταξύ.

Περισσότερο και απ’ τις θρησκευτικές ερμηνείες του “Groundhog Day”, είναι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες του που βρίσκω το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικό της νεύρωσης είναι η επανάληψη: βρίσκεσαι μπλεγμένος σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, που σε βλάπτει και σε συντηρεί ταυτόχρονα, και αδυνατείς να ξεφύγεις απ’ αυτό και να οικοδομήσεις μια ουσιώδη πορεία για τον εαυτό σου. Έτσι λοιπόν η απόδραση από την Ημέρα της Μαρμότας θα μπορούσε να ιδωθεί και ως απόδραση από τη Νεύρωση.

Δεν χωράει αμφιβολία πως ο πολιτισμός που ζούμε είναι βαθιά νευρωτικός. Παραδομένος στη λούπα της ρουτίνας, υφαίνοντας αραχνοΰφαντα όνειρα που συντηρούν ένα κενό παρόν, ριγμένος στις απολαύσεις της στιγμής και ανίκανος να σκεφτεί έναν τρόπο διαφυγής.

Ο ήρωάς μας ξεφεύγει όταν κατορθώνει να προχωρήσει πέραν του αρχικού ναρκισσιστικού σταδίου, αλλά και πέραν της επακόλουθης απελπισίας. Τι και αν η μέρα επαναλαμβάνεται; Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τα πράγματα γύρω μου, ας αλλάξω εγώ ο ίδιος… Και αν αδυνατώ να χτίσω κτίρια και ναούς, ας χτίσω τον ίδιο τον εαυτό μου. 



Bill Murray, Andy MacDowell and Snowman
Bill Murray playing piano in Groundhog Day



Είμαστε όλοι ακατέργαστες πέτρες που περιμένουν να σμιλευτούν με τον κατάλληλο τρόπο προκειμένου ν’ αναδειχτεί ο πολύτιμος λίθος που κρύβουμε μέσα μας. Αν κατά Φρόυντ δεν είμαστε κατά βάθος παρά εγωιστικά και αντικοινωνικά όντα που επιζητούν τις απολαύσεις και την αυτοσυντήρησή τους, κατά Γιούνγκ υπάρχει και μια επιπρόσθετη δημιουργική πλευρά μας – μια πλευρά εξίσου απωθημένη με τις απωθημένες επιθετικές και καταστροφικές μας ενορμήσεις. Μια πλευρά που περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου ν’ αναδειχτεί και να καρποφορήσει.

Έτσι λοιπόν ο Phil οικοδομεί έναν καλύτερο εαυτό. Δεν είναι πια ένας άνθρωπος που κυνηγά τυφλά τις απολαύσεις, μα κάποιος που συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Και αν η συνεισφορά του έχει ξεχαστεί την επόμενη μέρα, δεν έχει τόση σημασία – αρκεί που ξέρει και θυμάται ο ίδιος. Η γνώση παραμένει μέσα του.

Και οι άνθρωποι πλέον παύουν να φαντάζουν σαν παιχνίδια στα χέρια του. Και ο ίδιος δεν είναι πια ένας θεός που τους βλέπει αφ’ υψηλού. Τους προσεγγίζει. Μιλάει στη γλώσσα τους. Γίνεται καρποφόρο δέντρο και τους αφήνει να μαζέψουν τους καρπούς του.

Διαπιστώνει πως υπάρχει βάθος εκεί που άλλοτε έβλεπε μονάχα επιφάνεια. Και ο ίδιος μεταμορφώνεται σ’ έναν άνθρωπο εξίσου βαθύ με τον κόσμο γύρω του. Με αυτή τη μικρή, ασήμαντη κωμόπολη και τους ανθρώπους της – που μόνο μικροί και ασήμαντοι δεν είναι.

Ναι, ο Σίσυφος μπορεί να είναι ευτυχής όταν διαπιστώνει πως υπάρχει νόημα σε αυτό που κάνει. Και αν δεν υπάρχει – να του δώσει ο ίδιος.

Και δε βαριέσαι – ας του δώσουμε ένα παραμυθένιο φινάλε. Ναι, παίρνει και το κορίτσι στο τέλος! Τι να γίνει, αγαπητοί. Χρειάζεται και μια δόση παραμυθιού προκειμένου να οικοδομήσουμε καλύτερα αυτή τη μικρή και καθημερινή, μα τόσο μεγάλη και αιώνια, καθημερινότητά μας!



© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 18. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.


Μια γλυκιά μαρμότα

Ξωτικά και Στοιχειά της Ιρλανδίας... του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

$
0
0

Ξωτικά και παραδόσεις της Ιρλανδίας, όπως τις κατέγραψε ο W. B. Yeats. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι / Fairies and traditions of Ireland, by W. B. Yeats




Ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης είναι η Ιρλανδία εκείνη που διατηρεί, περισσότερο από κάθε άλλη, κάτι από την αρχέγονη μαγεία των αρχαίων ημερών – και λέγοντας «αρχαίες μέρες» δεν αναφέρομαι στους ιστορικούς χρόνους, μα στον χρόνο του συλλογικού ασυνείδητου: τον χρόνο των λαϊκών μύθων και των θρύλων. Τότε που ξωτικά και πνεύματα, αγαθά και δαιμονικά, διέσχιζαν τα δάση και τη γη, σκορπώντας άλλοτε γέλιο και χαρά και άλλοτε τρόμο στο πέρασμά τους.

Ο μεγάλος ιρλανδός μάστορας του λόγου, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς [William Butler Yeats – εν συντομία, W.B. Yeats] εντρύφησε όσο λίγοι στους μύθους και τις παραδόσεις της πατρίδας του. Έσκαψε στα βάθη της νωπής ιρλανδικής γης και ανέδειξε, σαν άλλους χρυσούς λίθους, πλήθος μύθων και παραμυθιών που χάνονται στα βάθη της αρχέγονης κέλτικης παράδοσης.

Σήμερα θα σας παρουσιάσω την αρχική εισήγηση του Γέιτς για τα Ξωτικά της Ιρλανδίας, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας» [“Fairy Folk Tales of Ireland”], δημοσιευμένο το 1892. Η μετάφραση είναι της Αλίνας Πασχαλίδη. Σε αυτή την εισήγηση ο Γέιτς μας παρουσιάζει τις κατηγορίες των σημαντικότερων ξωτικών, τα χαρακτηριστικά τους και διάφορες παραδόσεις σχετικές με αυτά. Να σημειώσω επίσης πως ως «ξωτικό» έχει μεταφραστεί η βρετανική λέξη “fairy”. Τα “elves” (που επίσης μεταφράζονται ως «ξωτικά» στη χώρα μας) είναι γερμανικής/σκανδιναβικής, όχι κέλτικης προέλευσης. Όταν λοιπόν ο W.B. Yeats αναφέρεται σε «ξωτικά», ο λόγος γίνεται για τα “fairies”.



Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς ενώ διαβάζει ένα βιβλίο / W. B. Yeats reading a book



Τα ξωτικά που ζουν σε ομάδες




«Η ιρλανδική λέξη για το ξωτικό είναι sheehogue (sidheog στην κέλτικη γραφή). Τά ξωτικά είναι τα deenee shee (daoine sidhe).

Τί είναι τα ξωτικά; «Διωγμένοι Άγγελοι, πού δεν ήταν αρκετά καλοί ώστε να σωθούν, αλλά ούτε κι άρκετά κακοί ώστε να χαθούν», λένε οι χωρικοί. «Οι Θεοί της Γης», λέει το Βιβλίο Armagh. «Οι Θεοί της παγανιστικής Ιρλανδίας», λένε οι ιρλανδοί αρχαιοδίφες, «οι Tuatha Dé Danann (ο Λαός της Θεάς Danu) που, όταν έπαψαν να τους λατρεύουν και να τους προσφέρουν δώρα, μαράζωσαν και ζάρωσαν στη λαϊκή φαντασία και τώρα απόμειναν να 'χουν μπόι μόνο λίγες πιθαμές».

Και σαν απόδειξη προσθέτουν ότι τα ονόματα των αρχηγών των ξωτικών είναι τα ίδια με των αρχαίων ηρώων Danann και οι τόποι που συχνάζουν τα ξωτικά δεν είναι παρά τ'αρχαία νεκροταφεία των Danann.

Απ'την άλλη μεριά, υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι είναι «εκπεσόντες άγγελοι». Μάρτυρας η φύση τους: η ιδιοτροπία τους, η τάση τους να φέρονται καλά στους καλούς κι άσχημα στους κακούς, καθώς και τ'ότι έχουν όλα τα χαρίσματα, εκτός από συνείδηση και συνέπεια. Τα όντα αυτά προσβάλλονται και θίγονται τόσο εύκολα που καλύτερα να μιλάς όσο το δυνατό λιγότερο στη συντροφιά τους και να τ'αποκαλείς «αρχόντους». Απ'την άλλη πάλι, τόσο εύκολο είναι να τα ευχαριστήσεις που φτάνει να τους να τους αφήσεις λίγο γάλα στο περβάζι τη νύχτα κι αυτά θα βάλουν τα δυνατά τους να σε φυλάξουν απ'τις κακοτοπιές. Γενικά η λαϊκή παράδοση μας λέει πως διώχτηκαν απ'τον Παράδεισο, αλλά δεν χάθηκαν, γιατί δεν είχαν αληθινή μοχθηρία μέσα τους.

«Θεοί της Γης»; Ίσως! Πολλοί ποιητές, κι όλοι οι μυστικιστές κι αποκρυφιστές συγγραφείς, σ'όλες τις εποχές και σ'όλον τον κόσμο, έχουν δηλώσει ότι πίσω άπ'το ορατό υπάρχουν ατέλειωτες στρατιές συνειδητών όντων, που δεν είναι του ουρανού, μα εδώ της γης, που δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη απ'τη φύση τους μορφή, παρά αλλάζουν ανάλογα με τα κέφια τους ή ανάλογα με κείνον που τα βλέπει. Ούτε το χέρι σου δεν μπορείς να κουνήσεις χωρίς να επηρεάσεις και να επηρεαστείς απ'τις κρυφές αυτές δυνάμεις. Ο ορατός κόσμος είναι απλά το εξωτερικό τους δέρμα. Στα όνειρά μας βρισκόμαστε ανάμεσά τους και παίζουμε και μαλώνουμε μαζί τους. Μπορεί να 'ναι ανθρώπινες ψυχές σε κρίσιμες καμπές – σε στιγμές δοκιμασίας – αυτά τα ιδιότροπα πλάσματα.

Μη νομίζετε πως τα ξωτικά είναι πάντοτε μικροσκοπικά. Τα πάντα εξαρτώνται απ'τις παραξενιές τους, ακόμα και το μέγεθός τους. Απ'ό,τι φαίνεται, παίρνουν όποιο μέγεθος κι όποιο σχήμα τους αρέσει. Σαν κύριες ασχολίες τους έχουν τα γλέντια, τις μάχες και τον έρωτα και παίζουν συναρπαστική μουσική. Μόνον έναν φιλόπονο τύπο έχουν στη συντροφιά τους, τον παπουτσή – ίσως γιατί απ’ τον πολύ χορό λιώνουν τα παπούτσια τους. Κοντά στο χωριό Μπαλισοντέρ ζει μια μικροκαμωμένη γυναίκα που έμεινε κοντά στα ξωτικά εφτά ολόκληρα χρόνια. Όταν γύρισε, δεν είχε πια πατούσες – είχαν λιώσει απ'τον πολύ χορό.



Ο Χορός των μικροσκοπικών ανθρωπάκων, πίνακας του William Holmes Sullivan / The Dance of the Little People, by William Holmes Sullivan
The Dance of the Little People, by William Holmes Sullivan



Τα ξωτικά έχουν τρεις μεγάλες γιορτές κάθε χρόνο, μία την άνοιξη, παραμονή Πρωτομαγιάς, μία το καλοκαίρι, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, και μία το φθινόπωρο, στις 31 Οκτωβρίου, την παραμονή των Άγιων Πάντων.

Κάθε εφτά χρόνια, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, γίνεται σωστό πανδαιμόνιο, γιατί τα καλύτερα σπειριά σταριού της σοδειάς ανήκουν δικαιωματικά στα ξωτικά. Ένας γέρος μου είπε κάποτε ότι τα είδε να τρέχουν αφιονισμένα σ'ένα χωράφι και πάνω στη βιάση τους έριξαν τη σκεπή ενός σπιτιού. (Αν ήταν κανένας άλλος εκεί, δεν θα 'χε δει βέβαια παρά έναν ανεμοστρόβιλο που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.) Όταν ο αέρας στροβιλίζει τα καλάμια και τα φύλλα, λένε πως «περνούν τ'αερικά» κι οι χωρικοί βγάζουν τα καπέλα τους και τους εύχονται «ο Θεός μαζί σας».

Την παραμονή τού Αϊ-Γιαννιού, που ανάβουνε φωτιές προς τιμήν του Αγίου, τα ξωτικά είναι στα μεγάλα τους κέφια και πολλές φορές κλέβουν όμορφες θνητές για γυναίκες τους.

Την παραμονή των Αγίων Πάντων όμως είναι στις μαύρες τους, γιατί, σύμφωνα με την παλιά κέλτικη δοξασία, αυτή είναι η πρώτη νύχτα του χειμώνα. Στήνουν λοιπόν όλη νύχτα χορό με τα φαντάσματα, οι μάγισσες κάνουν τα μάγια τους και τα κορίτσια στρώνουν τραπέζι με φαγητά προς τιμήν του Σατανά, για να προκαλέσουν το είδωλο του μελλοντικού εραστή τους να μπει απ'το παράθυρο να τα γευτεί. Μετά την τελευταία μέρα του Οκτώβρη, ξινίζουν τα βατόμουρα, γιατί τα πατάει το Pooka.



Ξωτικά και νεράιδες, εικονογράφηση του Brian Froud / Faeries and piskies by Brian Froud
Faeries and piskies by Brian Froud



Όταν τα ξωτικά θυμώνουν, ρίχνουν σ’ ανθρώπους και ζωντανά τις μαγικές τους σαΐτες, που τους παραλύουν. Όταν όμως είναι χαρούμενα, τραγουδάνε και δεν είναι λίγες οι φορές που τα κορίτσια ακούνε τα τραγούδια τους και μαραζώνουν και σβήνουν απ'τον έρωτα γι’ αυτά. Ένα σωρό όμορφοι παλιοί ιρλανδικοί σκοποί είναι μουσική των ξωτικών, που κάποιος, λένε, την κρυφάκουσε και την τραγούδησε ύστερα στους άλλους. Κανένας μυαλωμένος χωρικός δεν μουρμουρίζει ποτέ την «Όμορφη μικρή άρμέχτρα» κοντά στα μέρη των ξωτικών, γιατί ζηλεύουν, λέει, ν’ ακούνε τα τραγούδια τους από τη φάλτσα φωνή των ανθρώπων. Ο Κάρολαν, ο τελευταίος απ'τους κέλτες βάρδους, κοιμήθηκε σε χαλάσματα στοιχειωμένα και τον κυρίεψαν οι μαγικοί ρυθμοί• έτσι έγινε ξακουστός.

Πεθαίνουν άραγε τα ξωτικά; Ο Μπλέικ είδε κάποτε την κηδεία μιας νεράιδας• στην Ιρλανδία όμως πιστεύουν πως είναι αθάνατα.»


Νεραϊδόπαιδα


Ξωτικά των λουλουδιών / Flower Fairies, illustration by by Cicely Mary Barker
Flower Fairies, illustration by by Cicely Mary Barker



«Δεν είναι σπάνιο να λιμπιστούν τα ξωτικά κάποιον θνητό και να τον πάρουν στα μέρη τους αφήνοντας στη θέση του ένα αρρωστιάρικο νεραϊδοπαίδι ή ένα κούτσουρο μαγεμένο, με τη μορφή ετοιμοθάνατου ανθρώπου, που κατόπιν πεθαίνει και τον θάβουνε. Τα παιδιά είναι η προτίμησή τους. Όταν ένα παιδί ματιαστεί, είναι στο έλεος των ξωτικών.

Υπάρχουν πολλές μέθοδοι για ν'ανακαλύψει κανείς αν έχουν αλλάξει το παιδί του με νεραϊδοπαίδι, αλλά μια απ'όλες είναι αλάνθαστη: να το βάλεις στη φωτιά με τα λόγια «Κάψου - κάψου - αν είσαι του διαόλου, μα αν είσαι του καλού θεού μην καίγεσαι» (συνταγή της Λαίδης Γουάιλντ). Αν είναι νεραϊδοπαίδι θα ορμήσει πάνω στην καμινάδα ουρλιάζοντας (γιατί, σύμφωνα με τον Γιράλδο Καμπρένσις, η φωτιά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε στοιχειού, σε τέτοιο βαθμό που όσοι έχουν δει φάντασμα χάνουν τις αισθήσεις τους μόλις βλέπουνε φλόγα να τρεμοσβήνει).

Μπορεί βέβαια να ξεφορτωθεί κανείς το ανεπιθύμητο πλάσμα και με λιγότερο άγριο τρόπο. Λένε πως κάποτε που μια μητέρα ήταν σκυμμένη πάνω από ένα ζαρωμένο και σταφιδιασμένο νεραϊδοπαίδι, σηκώθηκε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μια νεράιδα κι έφερε μόνη της πίσω το κλεμμένο μωρό. «Οι άλλοι το κλέψανε», είπε, «όχι εγώ». Εκείνη ήθελε πίσω το δικό της παιδί.

Όσο για τα παιδιά που τα κλέβουν τα ξωτικά, άλλοι λένε πως περνούν καλά, με μουσική και γλέντια, κι είναι ευτυχισμένα, κι άλλοι πως δεν παύουν να νοσταλγούν τους δικούς τους στη γη. Η Λαίδη Γουάιλντ λέει για μια σκοτεινή παράδοση σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο είδη ξωτικών – τα πρόσχαρα και καλά, και τα μοχθηρά. Αυτά τα τελευταία κάνουν θυσίες κάθε χρόνο στον Σατανά και γι’ αυτό κλέβουν ανθρώπους. Κανένας άλλος μελετητής της ιρλανδικής παράδοσης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Αν υπάρχουν τέτοια μοχθηρά ξωτικά, θ'ανήκουν σίγουρα στα Μοναχικά.»


Τα Μοναχικά Ξωτικά



«Τα πιο πολλά απ'τα μοναχικά ξωτικά είναι φοβερά στην όψη. Υπάρχουν ωστόσο μερικά ανάμεσά τους που είναι καλοπροαίρετα και [...] προσέχουν πολύ και το ντύσιμο τους!



Ο Παπουτσής [Leprechaun]






Αυτός όλο μαστορεύει• καρφώνει παπούτσια, κρυμμένος μες στους θάμνους. Όποιος τον τσακώσει, μπορεί να τον πείσει να του δώσει τα κιούπια το χρυσάφι που 'χει κρατήσει ο παλιοτσιγγούνης για δικά του – θαμμένα απ'τον καιρό των αρχαίων πολέμων. Μόλις όμως πάρεις τα μάτια σου από πάνω του, γίνεται καπνός. Λένε πως είναι παιδί ενός κακού πνεύματος και μιας ξεπεσμένης νεράιδας.

Φοράει ένα κόκκινο πανωφόρι με δύο σειρές από εφτά κουμπιά κι ένα δίκωχο καπέλο που η κορφή του στριφογυρίζει σαν μύλος. Στο Ντόνεγκαλ, τον έχουν δει και μ'ένα χοντρό γούνινο παλτό. 

Στην αρχή του 19ου αιώνα μάλιστα, σύμφωνα με τον Κρόκερ, σ'ένα Πρακτορείο Τύπου στο Τιππερέρι, έδειχναν στον κόσμο ένα μικρό παπουτσάκι που το 'χε ξεχάσει εκεί, λέει, αυτό το ξωτικό.



Ο Μπεκρής [Cluricaun]




Μερικοί πιστεύουν πως δεν είναι παρά ο Παπουτσής, που αφήνει τη δουλειά του τη νύχτα και πάει να ξεφαντώσει. Κλέβει ποτά απ'τα κελάρια των αρχοντικών και κυνηγάει για το κέφι του τα πρόβατα και τα τσομπανόσκυλα, γιατί το πρωί τα βρίσκουν οι βοσκοί, λαχανιασμένα και λασπωμένα. Στο Βορρά και στο Κόνοκτ είναι σχεδόν άγνωστος.




Ο Ερωτιάρης με την Πίπα [Ganconer]




Άλλη μια παραλλαγή του Παπουτσή, μόνο που, αντίθετα από κείνον, αυτός εδώ είναι τεμπέλαρος. Γυρνάει σε απόμερα λιβάδια, πάντα με μια παλιά ιρλανδέζικη πίπα να κρέμεται στα χείλια, και ξεμυαλίζει τις βοσκοπούλες και τις γαλατούδες. Είναι γρουσουζιά να τον πετύχεις• κι όσους τον βλέπουν, τους καταστρέφει αργά ή γρήγορα η αδυναμία τους στο ωραίο φύλο.




Ο Φαρσαδόρος Κρεμανταλάς [Far Darrig = Ο Κόκκινος Άνθρωπος]




Αυτός, ψηλός και άχαρος, φοράει πάντα ένα κόκκινο σκουφί και πανωφόρι και σκαρώνει κακόγουστα και μάλλον μακάβρια αστεία σε βάρος των θνητών. Είναι άτιμο υποκείμενο και κυβερνάει τους εφιάλτες των ανθρώπων.



Το Πούκα [poc = τράγος]



Το Πούκα της ιρλανδικής παράδοσης / Púca or pooka or phooka



Ανήκει στην οικογένεια του εφιάλτη. Πολλοί το θεωρούν τον πρόγονο του Puck στο «Όνειρο Θερινής Νύχτας» του Σαίξπηρ. Ζει σε ερημικές βουνοκορφές κι «έχει αποκτήσει όψη τέρατος απ'την πολλή μοναξιά».

«Σε μια ιστορία ανώνυμου συγγραφέα», γράφει ο κύριος Ντάγκλας Χάιντ, «διαβάζουμε ότι, σ'ένα λόφο, στο Λένστερ, πρόβαλε τα παλιά χρόνια ένα καλοθρεμμένο άλογο, με στιλπνό τρίχωμα και όψη τρομερή, και μιλούσε στον καθένα με ανθρώπινη φωνή για το τί θα γίνει την πρώτη μέρα του χειμώνα κι είχε μάθει να δίνει έξυπνες και σωστές απαντήσεις σ'όποιον το ρωτούσε για όσα θα γίνονταν ως την πρώτη Νοεμβρίου του επόμενου χρόνου. Ο κόσμος του άφηνε δώρα και προσφορές στο λόφο μέχρι τη γιορτή του Αγίου Πατρικίου». Αυτή η παράδοση είναι συγγενική με κείνη του Πούκα [έκτος πάλι κι αν ήταν το Άλογο των Νερών – augh ishka – που ήταν πολύ γνωστό παλιότερα. Αναδυόταν απ'τη θάλασσα και κάλπαζε στην άμμο και στους αγρούς κι οι άνθρωποι πολλές φορές το κυνηγούσαν για να το δαμάσουν. Όταν κατάφερναν να το σελώσουν και να του περάσουν χαλινάρια, ήταν το καλύτερο άλογο απ'όλα• φτάνει να το κρατούσες μακριά απ'το νερό, γιατί έτσι και το έπιανε το μάτι του, ορμούσε μέσα μαζί με τον καβαλάρη του και τον κατασπάραζε στον βυθό].

Το Πούκα είναι πνεύμα του Νοεμβρίου και η πρώτη Νοεμβρίου είναι για κείνο μέρα ιερή – αν κι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτό το άγριο στοιχειό, με το βλέμμα που στυλώνεται επάνω σου, ήσυχο και πολιτισμένο.

Παίρνει πολλές μορφές, πάντοτε ζώων• άλογου, γαϊδάρου, τράγου, ταύρου κι αετού. Του αρέσει να παίρνει τους ανθρώπους καβάλα κι αφού τους τριγυρίσει σε λαγκάδια και βουνά να τους πετάει άπ'την πλάτη του το ξημέρωμα. Η αδυναμία του είναι να ταλαιπωρεί τους μεθύστακες. Ο ύπνος του πιωμένου είναι το βασίλειο του Πούκα!

Μερικές φορές παίρνει πιο απρόσμενες μορφές από κείνες του ζώου ή του πουλιού. Το Πούκα του Κιλκένι, για παράδειγμα, παίρνει τη μορφή προβιάς. Τις νύχτες κυλάει στα χωράφια μ'ένα βουητό κι ένα σφύριγμα που τρομάζει τόσο τα ζωντανά που τ'αδάμαστα πουλάρια τρέχουν στον πρώτο άνθρωπο που βρίσκουν μπροστά τους και γέρνουν το κεφάλι τους στον ώμο του για να τα προστατέψει.



Ο Ζητιάνος [Fear Gorta = ο Άνθρωπος της Πείνας]




Είναι ένα σκελετωμένο στοιχειό που εμφανίζεται σε περιόδους λιμού. Ζητάει ελεημοσύνη απ'τα σπίτια και φέρνει γούρι σ'όποιον του δίνει.



Η Μοιρολογίστρα [Banshee]




Η Μοιρολογίστρα είναι θηλυκό στοιχειό και παραστέκεται στις παλιές ιρλανδέζικες οικογένειες. Θρηνεί αναγγέλλοντας το θάνατο κάποιου δικού τους. Διαφέρει άπ'τα άλλα μοναχικά ξωτικά γιατί είναι καλοπροαίρετη, όπως κι ο Ζητιάνος. Μπορεί να μην ανήκει καν σ'αυτά, μπορεί να 'γινε μοναχική απ'την πολλή θλίψη. Πολλοί την έχουν δει να κλαίει και να χτυπιέται. Λένε μάλιστα πως τα ιρλανδικά μοιρολόγια είναι απομίμηση του δικού της θρήνου. 

Όταν εμφανίζονται περισσότερες από μία, τότε σημαίνει πως πρόκειται να πεθάνει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο η κάποιος άγιος. […]



Το Ακέφαλο Στοιχειό [Dullahan]



Ο ακέφαλος καβαλάρης Dullahan της ιρλανδικής παράδοσης



Πολύ ανατριχιαστικό πλάσμα: Δεν έχει κεφάλι ή το κουβαλάει κάτω απ'τη μασχάλη του. Το 'χουν δει να οδηγεί συχνά ένα μαύρο αμάξι (coach-a-bower) που το σέρνουν ακέφαλα άλογα. Χτυπάει την πόρτα των αγροτόσπιτων, κι αν του ανοίξεις, σού 'ρχεται στο πρόσωπο ένας κουβάς αίμα. Είναι κακός οιωνός – στα σπίτια που επισκέπτεται αναγγέλλει τον θάνατο Δεν πάει πολύς καιρός που ένα τέτοιο αμάξι πέρασε χαράματα απ'το Σλάιγκο, όπως μου είπε ένας ναυτικός. Σ'ένα χωριό λένε πως ακούνε τις ρόδες του να κυλάνε πολλές φορές το χρόνο.

Αυτά τα στοιχειά ωστόσο τα συναντάμε κι έξω απ'την Ιρλανδία. Το 1807, δύο φρουροί του Σαίντ-Τζαίημς Πάρκ στο Λονδίνο έμειναν στον τόπο απ'τον τρόμο, όταν μια ακέφαλη γυναίκα, γυμνή απ'τη μέση κι επάνω, σκαρφάλωσε τα μεσάνυχτα στα κάγκελα.



Η Μοιραία Μούσα [Leanhaun Shee = η Ξωτικιά Ερωμένη]



Πίνακας του Τζον Ουίλιαμ Γουότερχαουζ / John William Waterhouse: La Belle Dame sans Merci (1893)
John William Waterhouse: La Belle Dame sans Merci (1893)



Αυτή κυνηγάει τον έρωτα των άντρων. Αν αρνηθούν, γίνεται σκλάβα τους. Αν συγκατατεθούν, είναι πια δικοί της και μπορούν να γλιτώσουν μόνο αν βρουν κάποιον να πάρει τη θέση τους. Ζει απομυζώντας τη ζωή τους, κι αυτοί σιγά-σιγά μαραζώνουν και πεθαίνουν. 

Είναι η μούσα των κελτών ποιητών, γιατί χαρίζει την έμπνευση στους εραστές της και σκλάβους της. Οι κέλτες ποιητές πεθαίνουν όλοι νέοι• η Μούσα βιάζεται να τους πάρει μαζί της σ'άλλους κόσμους. Ούτε ο θάνατος δεν λυτρώνει όποιον πέσει στα δίχτυα της.


Έκτος άπ'τα παραπάνω έχουμε κι άλλα μοναχικά ξωτικά, όμως ξέρουμε πολύ λίγα γι'αυτά για να επεκταθούμε στο καθένα χωριστά. Υπάρχουν πάντως τα «σπιτικά στοιχειά»• τα Water Sherries, ένα είδος φευγαλέου φωσφορισμού• το Sowlth, ένα άμορφο φεγγοβόλο πλάσμα• το Pastha, δράκοντας των λιμνών και φρουρός κρυμμένων θησαυρών• και τα Bo men, στοιχειά που ζουν στους βάλτους της κομητείας Ντάουν κι επιτίθενται στους άμυαλους, μπορείς όμως να τ'απομακρύνεις χτυπώντας τα μ’ ένα παράξενο είδος φύκι. Αυτά υποψιάζομαι ότι είναι σκωτικής προελεύσεως. Σε ορισμένα μέρη υπάρχει, τέλος, η μεγάλη φυλή των φαντασμάτων, των Thivishes.

Αυτά είναι όλα τα ξωτικά και πνεύματα που συνάντησα στην Ιρλανδική παράδοση. Πολύ πιθανόν να υπάρχουν κι άλλα, που δεν τα ‘χουμε ακόμα ανακαλύψει.»



Το κείμενο του W.B. Yeats από το «Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας», σε μετάφραση Α. Πασχαλίδη. Για την ψηφιοποίηση και παρουσίαση, Το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης 19.


Ο Πουκ από το Όνειρο Θερινής Νύχτας, εικονογράφηση για το Sandman του Neil Gaiman / Puck from A Midsummer's Night Dream in Sandman
Ο Πουκ από το Όνειρο Θερινής Νύχτας, εικονογράφηση για το Sandman του Neil Gaiman

Η Αμερική... όπως την είδε ο Δημήτρης Ψαθάς

$
0
0

Το ταξίδι του Δημήτρη Ψαθά στην Αμερική, όπως το κατέγραψε στο βιβλίο του Κάτω από τους Ουρανοξύστες. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι.




Ήταν αρχές της δεκαετίας του 50 όταν ο Δημήτρης Ψαθάς, γνωστός σε όλους μας για τα θεατρικά του σενάρια, ταξίδεψε στην Αμερική και κατέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο του «Κάτω από τους Ουρανοξύστες». Tο σκηνικό θυμίζει παλιά ελληνική ταινία: Ένας Έλληνας της πρώιμης μετεμφυλιακής εποχής από τη μικρή και ταλαίπωρη Ελλαδίτσα στην πατρίδα του Θείου Σαμ, εξαγωγέα χρημάτων και ονείρων.

Τέτοια ταξίδια σπάνιζαν για τον πολύ κόσμο την εποχή εκείνη. Οι ταξιδιώτες μετέφεραν τις εντυπώσεις τους πίσω στην πατρίδα μοιάζοντας με αγγελιοφόροι ενός άλλου κόσμου ή με ταξιδιώτες του μέλλοντος. Αμερική; Τι λες τώρα! Πες μας, τι μας έφερες; Δώρα; Κοστούμια; Οικιακά σκεύη; Καλλυντικά; Μη μας κρατάς σε αγωνία!

Σας έφερα εντυπώσεις – θα μπορούσε να απαντήσει ο Ψαθάς. Δε φαντάζεστε πόσο διαφορετική είναι η κοινωνία των Αμερικανών από τη δική μας! Καθίστε, θα σας τα πω ένα ένα, με τη σειρά.

Κι έτσι ο Ψαθάς κατέγραψε, με τον χαρακτηριστικό χιουμοριστικό του τρόπο, τις εμπειρίες του. Νέα Υόρκη, Σικάγο, πανύψηλα κτίρια, άνθρωποι που τρέχουν στους δρόμους, μπλεγμένοι αυτοκινητόδρομοι, πελώρια σουπερμάρκετ που μπορούσες να αγοράσεις ό,τι επιθυμείς, κακόφημες συνοικίες, εντυπωσιακά εργοστάσια, αχανή στάδια, και πολλά ακόμα…

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ψαθά, σχεδόν 70 χρόνια μετά την εποχή που γράφτηκε, δεν μπορούμε παρά να χαμογελάσουμε με την εντύπωση που του προκαλούν τα «αμερικανικά μπακάλικα», δηλαδή τα Σούπερ Μάρκετ, ή το γεγονός πως αμφότεροι άντρας και γυναίκα μοιράζονταν το νοικοκυριό του σπιτιού… Μα συγκρίνοντας τότε την παντοδύναμη αμερικανική κοινωνία των καιρών με τη μικροσκοπική Ελλάδα, που πάλευε να σταθεί στα δυο της πόδια, δεν μπορούμε παρά να προβληματιστούμε… Και ο λόγος είναι απλός: η Αμερική της δεκαετίας του 50, που περιγράφει ο Ψαθάς, δεν είναι άλλη από την κοινωνία όπως τη ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες. Η αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του 50 έγινε η παγκόσμια κοινωνία των σύγχρονων καιρών - δίχως την οικονομική κρίση.

Η Αμερική εξήγαγε το μοντέλο της σε διεθνή κλίμακα και ο πλανήτης πάσχισε – και πασχίζει ακόμα – να τη μιμηθεί. Αυτοκίνητα, αλυσίδες καταστημάτων, πελώριες επιχειρήσεις, φαστ φουντ, ανταγωνισμός και το πανταχού παρόν κυνήγι του χρήματος. Το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών έγινε ο καθρέφτης των σύγχρονων υπερδυνάμεων του κόσμου, που σαν άλλη Βασίλισσα κοιτάζουν το είδωλό τους και διερωτώνται: «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου, είμαι εγώ η ομορφότερη που υπάρχει;»




Ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 30 / New York skyscrapers in the 30s



Επέλεξα να σας παρουσιάσω τέσσερα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ψαθά. Στο πρώτο, ο Ψαθάς περιγράφει με χιούμορ το χάος που συνάντησε στη Νέα Υόρκη – τόσο διαφορετικό από τις ελληνικές πόλεις των καιρών! Μοιάζει λες και τα πάντα, άνθρωποι, δρόμοι και κτίρια, μπήκαν σ’ ένα τρελό μίξερ. Μια πολιτεία όπου οι πάντες τρέχουν πάνω-κάτω, ασταμάτητα, θυμίζοντας μυρμήγκια που διακλαδώνονται σε μια αχανή μυρμηγκοφωλιά….

Το δεύτερο απόσπασμα λειτουργεί συμπληρωματικά με το πρώτο. Ο Ψαθάς μας περιγράφει τη συναναστροφή του με έναν υπάλληλο ξενοδοχείου. Τι είναι τελικά εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία στην Αμερική; Ποια είναι η κυρίαρχη αξία των σύγχρονων καιρών; Ποιος είναι ο ένας και μοναδικός θεός της εποχής μας; Ε… δεν είναι δύσκολη η απάντηση.

Το τρίτο απόσπασμα συνιστά έναν απολογισμό του αμερικανικού ονείρου. Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο ο Ψαθάς φανερώνει τη βαθιά διορατικότητά του και είναι επίκαιρο σήμερα όσο ποτέ. Ποιο είναι το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής, κύριοι; Καταναλωτικά είδη; Όχι. Χρήματα; Ούτε! Είναι τα όνειρα, αγαπητοί… και συγκεκριμένα εκείνο το Ένα, το όνειρο που καθοδηγεί όλα τα άλλα (σαν το Ένα Δαχτυλίδι στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»), εκείνο το όνειρο που λέει: «προσπάθησε, αγωνίσου και θα καταφέρεις κι ΕΣΥ να φτάσεις στην κορυφή!»… Αυτό είναι το Αμερικανικό Όνειρο, με σάρκα και οστά.

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτά; Αν κάποιος θεωρήσει πως η απάντηση βρίσκεται σε κάποιο πολιτισμικό πισωγύρισμα, σε μια επιστροφή σε μια άλλη κοινωνία αλλοτινών καιρών, το τέταρτο και τελευταίο απόσπασμα έρχεται να σκάψει ακόμα βαθύτερα το αυλάκι του προβληματισμού. Ο Ψαθάς επισκέπτεται ένα μουσείο, παρατηρεί τα έργα τέχνης, και αναθυμάται εκείνο που πολλοί Ευρωπαίοι (Έλληνες και μη) έχουν σκεφτεί εκ τότε: “καλή η Αμερική και τα λεφτά της, μα… Ευρώπη δεν είναι. Συγκρίνεται η κουλτούρα και η ιστορία της Ευρώπης με τη ρηχή αμερικανική κοινωνία;”.

Μα ο Ψαθάς δεν συμμερίζεται αυτήν τη (ναρκισσιστική, αν μη τι άλλο) σκέψη. Καλή η κουλτούρα σας, κύριοι Ευρωπαίοι… ευτυχία, όμως, σας έδωσε; Γιατί εγώ βλέπω μια Ευρώπη διαλυμένη από δυο Παγκόσμιους Πολέμους, παλεύοντας με τα φαντάσματά της, πασχίζοντας ν’ απαγκιστρωθεί από όνειρα κάποιου αλλοτινού πολιτισμικού μεγαλείου για να μην πνιγεί… Ο τρόπος με το οποίο κλείνει το κείμενό του ο Ψαθάς είναι πραγματικά αποκαλυπτικός.

Ας παραδώσουμε λοιπόν την σκυτάλη στον Δημήτρη Ψαθά και ας ακούσουμε τα λόγια του – λόγια που γράφτηκαν εν έτει 1950 και 1957. Και… ας διερωτηθούμε. Άραγε να ανεκπλήρωτα όνειρα του παρελθόντος να γίνονται οι δυνάστες του μέλλοντος; Και αν ναι, πώς μπορούμε να χαρίσουμε νέα όνειρα στον εαυτό μας;




Κάτω από τους Ουρανοξύστες του Δημήτρη Ψαθά


Το χάος της Νέας Υόρκης




«Τα ‘χω χαμένα; Μάλλον!... Είναι λίγες ώρες που έφτασα στη Νέα Υόρκη κι ακόμα βρίσκομαι στην κατάσταση του ανθρώπου που ζει ένα όνειρο απίθανο. Γύρισα μια βόλτα στους δρόμους της κι είμαι ζαλισμένος από την επίθεση των πρώτων εντυπώσεων. […]

Γέρνω το κεφάλι πίσω και κοιτάζω ψηλά. Πόσα πατώματα βλέπω; Τριάντα. Το γέρνω παραπίσω και κοιτάζω ψηλότερα. Τώρα βλέπω εξήντα. Με λίγη προσπάθεια ακόμα ξαναγέρνω πιο πίσω το κεφάλι, τεντώνω το κορμί και ζυγίζω τη μύτη μου να σταθεί κάθετα προς τον ουρανό. Γες, σερ. Τώρα βλέπω καλύτερα: κοντά ογδόντα.

Βρε τι γίνεται! Παράθυρα, παράθυρα, παράθυρα —μια έκρηξη ή μάλλον μια φωτοχυσία παραθύρων που τιναχτήκαν στα ύψη και χάνονται στα σύννεφα. Πατώματα, πατώματα, πατώματα. Εκεί ψηλά, λέει, στο εικοστό, στο πεντηκοστό, στο ογδοηκοστό κάθονται πλάσματα του Θεού κι εργάζονται, ανάμεσα ουρανού και γης, σαν τα πετεινά του ουρανού. […]

Ο λαιμός μου έχει πιαστεί, η μέση μου πονάει, ανασηκώνομαι, τρίβω το σβέρκο μου και κοιτάζω τριγύρω τρομαγμένος. Βρε τι γίνεται! Από δω χείμαρρος ανθρώπων. Από κει χείμαρρος αυτοκινήτων. Κάνω να περάσω, χιμούνε τ'αυτοκίνητα. Κάνω να σταθώ, με τραβάει το ποτάμι των ανθρώπων. Επάνω απ'το κεφάλι μου ορυμαγδός: περνάει ο εναέριος. Κάτω από τα πόδια μου πάταγος: περνάει ο υπόγειος. Η γη καπνίζει, βγάζει τούφες ατμού από τρυπίτσες σαν να βράζει φασουλάδα.

Προσέχω τους ανθρώπους: τρύπες τους καταπίνουν από δω, κι άλλες τρύπες τους ξερνάνε εκεί. Κι όλοι βιάζονται. Τρεχάλα αναδύονται από τη γη, τρεχάλα καταδύονται, για να μπουν στους χαλύβδινους ασπάλακες που οργώνουν ιλιγγιωδώς τα έγκατα της πόλης. […] Που τρέχουν; Και γιατί; Ποιος τους κυνηγάει; Που πάνε;

Πιάνω έναν: —Με συγχωρείτε, σερ. Είναι βιαστικός: —Μπίζι, μπίζι!

Και μου φεύγει. Πιάνω άλλον: —Μίστερ Τζον... Και μου γλιστράει: —Μπίζι, μπίζι! Αρπάζω τρίτον:

—Εξκιούζ μι... Και ξεφεύγει: —Μπίζι, μπίζι! […]

Και σιγά-σιγά με πιάνει και μένα κάτι σαν σπουδή, σαν αγωνία, μπαίνει στην ψυχή και στα πόδια μου το πνεύμα της τρεχάλας, ανοίγω τις ποδάρες, τρέχω, παρασύρομαι, σκοντάφτω, βιάζονται εκείνοι, βιάζομαι κι εγώ, τρέχουν εκείνοι, τρέχω ξοπίσω τους κι εγώ, κι ούτε καταλαβαίνω γιατί τρέχω, που πηγαίνω, τι μ'έπιασε να κυνηγιέμαι στους δρόμους του Μανχάταν σαν τρελός, αφού τρελός —υποτίθεται— δεν είμαι.

—Εεεεε, μίστερ Τζον!

Έχω αρπάξει τον μίστερ Τζον απ'το σακάκι, τρέχοντας του μιλάω και τρέχοντας μου απαντάει:

— Ουέλ, τι θέλεις;

— Γιατί τρέχεις;

— Τρέχεις κι εσύ. Γιατί;

— Εγώ τρέχω γιατί τρέχεις κι εσύ.

— Κι εγώ τρέχω γιατί τρέχουν οι άλλοι.

— Και γιατί τρέχουν οι άλλοι; Που τρέχομεν, που τρέχετε, που τρέχουσι; Σας κυνηγάει κανείς;

— Νο σερ.

— Ποιον κυνηγάτε;

— Το δολάριο!»




Κοσμοσυρροή στην Times Square της Νέας Υόρκης, 1945 / NY Times Square 1945




Τα δολάρια κερδίζουν τον σεβασμό



[Ο Ψαθάς βρίσκεται στο ξενοδοχείο του, στη Νέα Υόρκη, και περιμένει να μπει στο δωμάτιό του. Μπροστά του στέκεται ο νεαρός υπάλληλος του ξενοδοχείου που μεταφέρει τις βαλίτσες]



«Μπροστά ο στρατάρχης μου —μεγαλοπρεπής, ψυχρός και σοβαρός— κρατάει και μεταφέρει τις βαλίτσες μου, εκτελώντας τα καθήκοντα του χαμάλη με άνεση κι αξιοπρέπεια. Μου δείχνει ένα από τα δέκα ασανσέρ:

— Από δω, κύριε.

— Θενκ γιου. Είναι ψηλά;

— Νόου, σερ.

— Ποιο πάτωμα;

— Δεκαεφτά, σερ.

Πάλι καλά. Μπαίνουμε. Και στο 17, ολ ράιτ, βγαίνουμε. Στέκομαι και κοιτάζω, ταράζομαι ξανά και απορώ γιατί δεν έβαλαν αστυφύλακες της τροχαίας σε τούτους τους διαδρόμους που αρχίζουν από δω και χάνονται πέρα και στρίβουν παραπέρα και περιλαμβάνουν πόρτες, πόρτες σε πολλές παράλληλες και διασταυρούμενες σειρές. Γιατί δεν έβαλαν ονόματα στους δρόμους των πατωμάτων, να κοιτάζω, να ξέρω που θα μπω, πούθε θα βγω. Γιατί εδώ δεν πρόκειται για απλό ξενοδοχείο, αλλά για μια μικρή πόλη χτισμένη κατακόρυφα, με τα μαγαζιά της, τα γραφεία της, τους κήπους της, τα εστιατόριά της, το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, την αστυνομία της, τις πισίνες για κολύμπι, σαλόνια όλων των ειδών, βιβλιοθήκες, πλυντήρια, μπαρ, λουστρατζίδικα και ό,τι άλλο θέλετε.

Περπατάμε, περπατάμε, στρίβουμε δεξιά, προχωρούμε αριστερά, περπατάμε, κι έξαφνα ο στρατάρχης μου σταματάει σε μια από τις πόρτες:

— Εδώ, κύριε.

— Ολ ράιτ.

— Ορίστε, περάστε.

Μου ανοίγει την πόρτα —μια απ'τις χίλιες πεντακόσιες πόρτες—, αφήνει τις βαλίτσες μου με την ψυχρή ευγένεια που του επιβάλλει το καθήκον του, με χαιρετάει, κοντοστέκεται, του δίνω ένα χαρτονόμισμα, το κοιτάζει και αστραπιαία τον βλέπω να μεταμορφώνεται:

—Ω, θενκ γιου. Θενκ γιου βέρι-βέρι ματς!

Ύψιστε! Πως άλλαξε έτσι; Τον κοιτάζω εμβρόντητος και με κοιτάζει κι εκείνος τώρα μ'ένα σεβασμό βαθύτατο και ξαφνικό, σαν ν’ ανακάλυψε μονομιάς ότι είμαι προσωπικότης κι όχι μονάχα έπρεπε να πει σωστά το όνομά μου, αλλά και να το συνοδέψει με τις δέουσες τιμές. Υποκλίνεται και ξαναλέει:

— Θενκ γιου.

Του λέω κι εγώ:

— Θενκ γιου.

Και ξαναλέει:

— Θενκ γιου, βέρι-βέρι ματς.

Κι επιτέλους φεύγει και κλείνει την πόρτα από πίσω του. Σπεύδω τότε, μισανοίγω την πόρτα να τον δω πούθε πηγαίνει, να ξέρω ποιον δρόμο θα πάρω για να ξαναβρώ το ασανσέρ. Αλλά καθώς τον κοιτάζω ν'απομακρύνεται, γυρναει, με βλέπει και σπεύδει πίσω ολοταχώς:

—Θέλετε τίποτε, σερ;

—Ω νόου, σερ.

—Με συγχωρείτε, σερ.

—Παρακαλώ, σερ.

Ξανακλείνω την πόρτα, ύστερα τη μισανοίγω πάλι, τον βλέπω ν'απομακρύνεται, αλλά΄ νάτον πάλι που γυρνάει, με μπανίζει και ξανατρέχει πίσω ολοταχώς:

—Θέλετε τίποτε, σερ;

—Ω νόου, σερ.

—Με συγχωρείτε, σερ.

Αυτό γίνεται τρεις-τέσσερις φορές και κάθε φορά τον ακούω να προφέρει τ'όνομά μου καθαρότερα με βαθύτατες υποκλίσεις και «θενκ γιου», έτσι που πείθομαι ότι απέκτησα ξαφνικά ένα πολύ οικείο και δημοφιλές όνομα και προπάντων πολύ ευκολοπρόφερτο.

— Ό,τι θέλετε, μίστερ Πσατάς, είμαι στη διάθεσή σας. Δεν έχετε παρά να διατάξετε. Αν δε σας αρέσει το δωμάτιό σας ή το πάτωμα, να πω να σας το αλλάξουν αμέσως!

Τι συνέβη; Προσπαθώ να λύσω το μυστήριο και το λύνω πολύ εύκολα όταν ανοίγω το πορτοφόλι μου και βλέπω. Αντί να του δώσω ένα δολάριο πουρμπουάρ, του 'δωσα κατά λάθος δεκάρικο, γιατί τα χαρτονομίσματα στην Αμερική δεν έχουν διαφορά ούτε στο χρώμα ούτε στο μέγεθος και μπορεί να την πάθει ο πρωτάρης όπως την έπαθα εγώ.

Χαλάλι, όμως. Γιατί από την πρώτη μέρα έγινα κάτι μέσα στο ξενοδοχείο μου, παίρνοντας συγχρόνως άλλο ένα μάθημα: Στη Νέα Υόρκη είσαι μηδέν μέχρις ότου μπορέσεις ν'αποδείξεις ότι είσαι κάτι. Και το αποδεικνύεις βγάζοντας από την τσέπη σου δολάρια. Όσο περισσότερα βγάζεις και σκορπάς, τόση υπόληψη, εκτίμηση και γόητρο αποκτάς.»



Δρόμος με αμάξια στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 50 / New York street and cars in the 50s




Κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο



[Το σκηνικό του ακόλουθου αποσπάσματος είναι ένα τσίρκο. Ο Ψαθάς παρατηρεί τα περίτεχνα ακροβατικά ενός σχοινοβάτη και ακολουθούν οι σκέψεις που θα διαβάσετε…]


«Φαντάσου, λοιπόν, να 'ρθεις στην Αμερική να κάνεις καριέρα, να φανείς. Πως θα πετύχεις; Απλούστατα θα πρέπει να συναγωνιστείς όλους αυτούς τους άσους, δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, γιατί ό,τι ικανότερο υπάρχει στον κόσμο έχει συγκεντρωθεί εδώ και αγωνίζεται τον αγώνα τον καλόν της φήμης και του δολαρίου.

Ό,τι και να 'σαι, συγγραφέας, καλλιτέχνης, ζωγράφος, έμπορος, ηθοποιός, μπίζνεσμαν ή σοφός, η ίδια θα 'ναι η περίπτωσή σου, γιατί θα βρεθείς οπωσδήποτε ανάμεσα σε χιλιάδες άσους του επαγγέλματός σου που ανταγωνίζονται ελεύθερα στη χώρα τούτη, και αναπηδά μέσ'από τη μάζα μόνο εκείνος που μπορεί να ξεπεράσει τους άλλους.

Νάτον που φτάνει ένας ωραίος. Σου λέει στην Αμερική έχουν πέραση οι ωραίοι, ας πάω στο Χόλιγουντ. Τραβάει στο Χόλιγουντ και βρίσκει δέκα χιλιάδες ωραίους να σκουπίζουν ή να πλένουν πιάτα.

— Τι δουλειά ξέρεις;

— Είμαι ωραίος. Μοιάζω με τον Έρολ Φλιν. Και θέλω να παίξω σε ταινία.

— Οκέι. Πιάσε προς το παρόν τη σκούπα.

Και την πιάνει. Τι να κάνει;

Πάει κι ένας επιστήμονας, δόξα του τόπου του, και κάνει, φέρ'ειπείν, πειράματα για τον καρκίνο. Τον ρωτάνε ποιος είναι και τι θέλει, και τους το λέει:

— Πειράματα;

— Για τον καρκίνο. Γες!

— Οκέι. Άντε να μπεις μαθητευόμενος σε κανένα εργαστήριο από τις χιλιάδες, για να μάθεις.

Και πάει. Τι να κάνει; Άλλους βοηθάει το μυαλό και αναδύονται απ'το σωρό. Άλλους βοηθάει η τύχη και δοξάζονται. Άλλους όμως —τους περισσότερους— τους καταπίνει ο ωκεανός της αφάνειας, όπου κολυμπάνε χρόνια, λαχανιαστά, κι ύστερα πνίγονται. 



Loner smoking in New York, photo by Jay Maisel
photo by Jay Maisel, picture source



— Βλέπεις;

— Που;

— Εκεί, μωρέ! Εκεί!

Βλέπω κι εκεί. Είναι ένας κύριος που στέκεται επάνω σ'ένα δάχτυλο του χεριού του μ'ολόκληρο το κορμί ψηλά, τα πόδια στον αέρα, ακίνητος σαν ξύλο, ισορροπώντας μόνο στον δείχτη του χεριού του! Και που; Η άκρη του δαχτύλου σε μια σφαίρα, ακουμπισμένη σ'ένα τρίποδο, κι ούτε η σφαίρα να κυλάει ούτε το δάχτυλο του ισορροπιστή να ξεγλιστράει!

Τι είσαι; Ακροβάτης; Κι ήρθες στην Αμερική να καταπλήξεις; Λοιπόν, για να πετύχεις πρέπει να ξεπεράσεις όλους τους άλλους κι ύστερα τούτον εδώ: Ένας στύλος. Γύρω τριγύρω στο στύλο σύρματα χοντρά, τεντωμένα, δεμένα στη γη, που τον κρατούν. Να τον ο ακροβάτης. Φτάνει σ'ένα απ'τα σύρματα και, κρατώντας μόνο ομπρέλα για να ισορροπεί, αρχίζει ν'ανεβαίνει. Κομπιάζει, ταλαντεύεται, πάει να πέσει, έφτασε ψηλά σε ύψος οχτώ μέτρα, δίχως να κρατιέται πουθενά —α, έπεσε, α, θα πέσει! ανέβηκε.

— Ουφ! Δόξα σοι ο Θεός.

Στην κορφή του στύλου υπάρχει ένα σύρμα οριζόντιο, που πάει απέναντι σ'ένα είδος εξέδρας εναέριας. Κι εκεί που έφτασε ο ακροβάτης υπάρχει ένα ποδήλατο. Παίρνει ένα μακρύ κυρτό κοντάρι, ανεβαίνει στο ποδήλατο κι αρχίζει σιγά-σιγά να προχωρεί με το ποδήλατο του πάνω στο σύρμα. Κάτω χάος. Κι ούτε φιλέ ούτε τίποτα μαλακό. Κόβεται η ανάσα του κόσμου. Πόσες χιλιάδες θεατές; Ούτε ίχνος ψιθύρου. Κι ο ποδηλάτης προχωρεί.

— Θα πέσεις, μωρέ!

Στη μέση του σύρματος ταλαντεύεται. Αλλά ξαναισορροπεί. Και φτάνει στο τέρμα. Δόξα σοι ο Θεός! Τελείωσε; Αμ δε! Εκεί, τον περιμένουν δυο κοπελίτσες όμορφες, ως είκοσι χρονών, στην εναέρια εξέδρα. Ζυγώνουν στο ποδήλατο, κρεμιούνται ανάποδα, τα πόδια στο ποδήλατο και τα κεφάλια στο κενό! Και μ'αυτό το φορτίο, κρεμασμένο στο χάος, αρχίζει να προχωρεί με το ποδήλατό του απάνω στο σύρμα. Το βλέπεις. Χτυπάει η καρδιά σου. Λίγο, τόσο δα να λασκάρει, θα γκρεμιστούνε όλοι στο κενό.

Και προχωρεί. Και ταλαντεύεται. Και ισορροπεί. Και άντε λίγο ακόμα. Χιλιάδες μάτια αγωνιούν. Χιλιάδες καρδιές χτυπούν. Ανέβηκε η ψυχή στα δόντια μας και πάει να σπάσει η καρδιά μας. Και άντε λίγο ακόμα. Και δώσ'του λίγο ακόμα. Νάτος που φτάνει, μισό μέτρο ακόμα τον χωρίζει απ'το τέρμα. Τελειώνει; Αμ δε που θα τελειώσει! Τι κάνει τώρα, Ύψιστε! Εκεί που βρίσκεται στο χάος, αρχίζει να προχωρεί στο σύρμα, με όλο το φορτίο, ανάποδα! Σιγά- σιγά, πόντο-πόντο, κλονίζεται, βρίσκει την ισορροπία με το κυρτό κοντάρι και γυρίζοντας ξανάστροφα τα πεντάλ, σιγά- σιγά, προχωρεί με την πλάτη προς τα μπρος! Πέσε, λοιπόν, κύριε, να φας τα μούτρα σου!

Δεν έπεσε!

Ουέλ, αν είσαι ακροβάτης και θες να γίνεις άσος στην Αμερική, πρέπει να κάνεις κάτι δυσκολότερο απ'αυτόν! Κι αν είσαι επιστήμονας και θες να γίνεις δόξα της Αμερικής πρέπει να βρεις κάτι σπουδαιότερο απ'την ατομική βόμβα. Αλλιώς, αν έχεις τύχη μεν, γίνεσαι δόξα εφήμερη, απ'αυτές που ανάβουν και σβήνουν γρήγορα σαν τα τρελά φώτα του Μπρόντγουεϊ, ή αν δεν έχεις τύχη κυνηγιέσαι όλα σου τα χρόνια στον ίλιγγο της καθημερινής ζωής προσπαθώντας να πιάσεις την άπιαστη και φευγαλέα οπτασία του δολαρίου.»



Ο Ευρωπαίος και η τέχνη του




L.H.O.O.Q by Marcel Duchamp, 1919 - Mona Lisa with a moustache
L.H.O.O.Q by Marcel Duchamp, 1919



«Κάθε «πνευματικός» άνθρωπος που πάει στην Αμερική σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του και παίρνει απέναντί της ύφος κριτικού. Και όλοι μαζί στο τέλος καταλήγουν σε συγκρίσεις με την Ευρώπη και οι περισσότεροι μένουν σύμφωνοι ότι, α! όλα κι όλα, η Αμερική είναι τόπος αντιπνευματικός και δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ευρώπη. Η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική, η γλυπτική, καλλιεργήθηκαν, αναπτύχθηκαν και φώτισαν την ιστορία της με αστραπές μεγάλων ονομάτων: Μιχαήλ Άγγελος, Σαίξπηρ, Μπετόβεν, Γκαίτε...

Βαριά η πνευματική κληρονομιά της Ευρώπης, μεγάλη και συγκλονιστική η πορεία του πνεύματος ανάμεσα στους φωτισμένους της αιώνες. Πως να σηκώσει το κεφάλι του και ν'ατενίσει ο Νέος Κόσμος τον παλιό; Αστεία πράματα! Εδώ, η έξαρση του ανθρώπου στις υψηλές σφαίρες της πνευματικής δημιουργίας. Εκεί, το κυνήγι του δολαρίου, ο ακατάσχετος ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής, η τηλεόραση και τα ηλεκτρικά ψυγεία.

Αυτά σκέφτονται οι σοφοί. Κάθεται όμως κι ο άσοφος, βάζει τα πράματα κάτω, περνάει με γρήγορο μάτι την ιστορία της πνευματικής δόξας της Ευρώπης και λέει αμερικανιστί:

—Εντ σόου χουάτ;

Όπερ μεταφραζόμενο σημαίνει: Και τι μ'αυτό, κύριοι Ευρωπαίοι; Είμαστε απολύτως σύμφωνοι ότι η γηραιά Ευρώπη έδωσε γίγαντες και τιτάνες της τέχνης και του πνεύματος και γι'αυτό βγάζουμε το καπέλο μας και προσκυνάμε, σκύβοντας βαθύτατα στη γη και κολλώντας τη μύτη μας στο χώμα της, για την ασύγκριτη πνευματική της δόξα.

Όμως —εδώ που τα λέμε— τι ωφελήθηκε ο Ευρωπαίος απ'το ίδιο του το πνεύμα; Τι ωφελήθηκε απ'τ’ αριστουργήματα του Μιχαήλ Αγγέλου, απ'τους δραματικούς χειμάρρους του Σαίξπηρ, απ'τους θαυματουργούς χρωστήρες της Αναγέννησης, απ'τις θείες μουσικές εκρήξεις της Ενάτης; Όλα αυτά θα έπρεπε να μπορούσαν να κάνουν τον άνθρωπο πιο άνθρωπο. Θα έπρεπε να μπορούσαν να ημερέψουν τη φύση του ανθρώπου. Θα έπρεπε να μπορούσαν να τον ανυψώσουν κάπου ψηλά, ώστε να κοιτάζει άφοβα το πρόσωπό του και να μην ντρέπεται τον εαυτό του.

Μπόρεσαν; Ω, φίλτατοι, νομίζω ότι δεν μπόρεσαν! Αν έχει φιλότιμο ο Ευρωπαίος, θα έπρεπε να ντρέπεται τον εαυτό του. Γιατί ήταν ανήμερο θηρίο και τέτοιο έμεινε. Με τα μάτια του γεμάτα από το φως του Μιχαήλ Αγγέλου έσφαζε και σφάζει σαν τραγί τον αδελφό του. Με τ’ αυτιά του πλημμυρισμένα από τη μαγεία του Μπετόβεν, έτρωγε και τρώει σαν κανίβαλος το γείτονά του. Γεμάτη είναι η ιστορία του Ευρωπαίου απ'τις ντροπές των ατελείωτων πολέμων. Μέγας έγινε. Άνθρωπος δεν έγινε!

Κι ακόμα κάθεται ο άσοφος, μετράει τα πράγματα και γελάει με δάκρυα στα μάτια όταν σκέφτεται πόσο κωμικός και πόσο τραγικός και πόσο αξιοθρήνητα υποκριτής είναι ο Ευρωπαίος, όταν, μέσα στους κανιβαλισμούς των πολέμων του, τρέμει μην τυχόν και καταστρέψει τα μουσεία της τέχνης και του πνεύματός του, και θρηνεί απελπισμένα όταν κάποια βόμβα του χαλάσει έναν πίνακα!»



Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά, «Κάτω από τους Ουρανοξύστες». Το σκίτσο στην εισαγωγική εικόνα, που κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου, είναι του Φωκίωνα Δημητριάδη. Για την παρουσίαση, Το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης 19. Παρακαλώ να μην αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.



Πορτραίτο του Δημήτρη Ψαθά

Χρόνος και Καπιταλισμός. Μια κοινωνική-ψυχολογική μελέτη

$
0
0

Χρόνος και Καπιταλισμός... μια μελέτη από το φονικό κουνέλι



«Σήμερα, όπως και πάντα, όλοι οι άνθρωποι κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες: σε δούλους και ελεύθερους. Όποιος δεν έχει για τον εαυτό του τα δύο τρίτα της μέρας του, είναι δούλος, ό,τι και να είναι: πολιτικός, έμπορος, υπάλληλος, επιστήμονας.»


Φρίντριχ Νίτσε [από το «Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο»]




Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανθρώπινο από την έννοια του «χρόνου». Πασιφανής και αινιγματικός, συγκεκριμένος και αφηρημένος, φέροντας το στιγμιαίο και το αιώνιο, το γραμμικό και το κυκλικό, τη φθορά και την αθανασία, τον πολιτισμό και το ασυνείδητο, ο Χρόνος είναι ταυτόχρονα το ερώτημα και η απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας. Είναι ο ίδιος τρομακτικός Γέρος που τρώει τα παιδιά του και το αγαθό μωρό που σκορπίζει παιχνιδίσματα προσδοκιών με την κουδουνίστρα του. Η σχετικότητα του χρόνου είναι η σχετικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων: η αδιάκοπη ροή τους, η εναλλαγή των νερών του ποταμού, που όσο μεταβάλλεται τόσο ίδιος μοιάζει.

Ο χρόνος ως φιλοσοφική/επιστημονική κατηγορία δεν θα μας απασχολήσει στη σημερινή μας μελέτη – θα εστιάσουμε όμως σε δύο άλλες πτυχές του χρόνου, βαθιά αλληλένδετες μεταξύ τους: τον «χρόνο» ως πολιτισμικό κατασκεύασμα και τον «χρόνο» ως ψυχολογική αίσθηση. Ο χρόνος ως πολιτισμικό κατασκεύασμα εντάσσεται στο πλέγμα του κοινωνικού φαντασιακού: κατασκευάζεται, με άλλα λόγια, από τον εκάστοτε ανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος τον εμποτίζει με τις σημασίες του. Άλλη αντίληψη περί «χρόνου» είχαν οι άνθρωποι στην αρχαία Κίνα, άλλη στον φεουδαρχικό Μεσαίωνα, άλλη στον σύγχρονο καπιταλισμό της Δύσης. Ο χρόνος ως ψυχολογική αίσθηση επηρεάζεται άμεσα από τις κοινωνικές σημασίες που τον περιβάλλουν: η επαφή με το ρολόι, η διαίρεση της μέρας σε εργάσιμες ώρες και ελεύθερο χρόνο, το στρες της καθημερινής βιασύνης, η αίσθηση πως «περνούν τα χρόνια», ακόμα και η στάση μας απέναντι στο «παρελθόν» και το «μέλλον» - όλα αυτά συνιστούν αντανακλάσεις, σε βιωματικό και ψυχολογικό επίπεδο, του «χρόνου» όπως αυτός έχει κατασκευαστεί και βιώνεται σε έναν ορισμένο πολιτισμό.

Ο «χρόνος», όπως έχει κατασκευαστεί και βιώνεται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, είναι ο χρόνος της παραγωγικής διαδικασίας: τα πάντα, άνθρωποι και μηχανές, έχουν προσδεθεί γερά στα γρανάζια του και τρέχουν στις ράγες ενός τρένου, παράγοντας ασυνάρτητο και ατελείωτο θόρυβο. Δουλειά, σπίτι, δουλειά, οι κάρτες να χτυπούν, τα ρολόγια να τρέχουν, οι άνθρωποι στους δρόμους να τρέχουν, όλοι βιαστικοί, όλοι αγχωμένοι, τυπικοί, στην «ώρα τους», μια μηχανή δίχως τελειωμό όπου δεν έχουν σημασία τα μεμονωμένα μέρη μα το σύνολο, ένα Ρολόι που οι δείκτες του μοιάζουν να μας κυνηγούν από πίσω – κι εμείς τρέχουμε προσπαθώντας να ξεφύγουμε απ’ την αρπακτική δαγκάνη τους. Αυτός, κύριοι, είναι ένας «χρόνος» που κατασκευάσαμε οι ίδιοι – μα όπως συμβαίνει με τόσα και τόσα έργα των χεριών μας, καταλήγει να μας χειρίζεται ο ίδιος αντί να τον χειριζόμαστε εμείς.



Ο Χάρολντ Λόιντ στην κλασική σκηνή με το ρολόι / Harold Lloyd in Safety Last


Εργασία και ελεύθερος χρόνος



Στον πυρήνα του σύγχρονου κοινωνικού φαντασιακού σχετικά με τον χρόνο συναντούμε τη διάκριση μεταξύ «εργασίας» και «ελευθέρου χρόνου». Πρόκειται σαφώς για ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο συνδέει την έννοια της «ελευθερίας» με την απαλλαγή από τις εργασιακές ενασχολήσεις, προσπερνώντας το γεγονός πως υπάρχουν εργασίες περισσότερο «ελεύθερες» συγκριτικά με άλλες και υπάρχουν ελεύθεροι χρόνοι όχι και τόσο «ελεύθεροι» συγκριτικά με άλλους.

Ένας άνθρωπος που βρίσκει ικανοποίηση κάνοντας μια εργασία της επιλογής του δίχως όμως να έχει έναν σταθερό μισθό, θεωρείται λιγότερο «εργαζόμενος» συγκριτικά με εκείνον που βαράει σφραγίδες όλη μέρα σ’ ένα γραφείο και πληρώνεται γι’ αυτό. Αντίστοιχα, ένας άνθρωπος που ξοδεύει τ’ απογεύματά του κάνοντας τα ίδια πράγματα με εκατομμύρια άλλων ανθρώπων εκεί έξω (τηλεόραση, αγορές προϊόντων, χάζεμα στο διαδίκτυο, μπύρες, κλπ), για κάποιο λόγο αντιμετωπίζει αυτές τις ώρες σαν «ελεύθερες», προσπερνώντας το γεγονός πως δεν επέλεξε το παραμικρό από όσα κάνει και πως οι μέρες συνήθως καταλήγουν να μοιάζουν ίδιες, η μία με την άλλη, δίνοντας έτσι την αίσθηση πως ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα – και μεις μεγαλώνουμε και στο τέλος δεν κάνουμε αυτά που επιθυμούσαμε να κάνουμε. Που βρίσκεται ο «ελεύθερος» χρόνος, λοιπόν;

Η φράση «ο χρόνος είναι χρήμα» είναι γνωστή σε όλους. Στην πραγματικότητα ο χρόνος, στη βαθύτερη έννοια και σημασία του, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το χρήμα. Ο καπιταλισμός όμως δημιούργησε έναν τέτοιο χρόνο, ώστε να προσαρμόζεται στο νόημα αυτής της φράσης – ο «χρόνος που είναι χρήμα» δεν είναι παρά ο κατασκευασμένος χρόνος του καπιταλιστικού φαντασιακού. Ο χρόνος των εργοστασίων, της γραμμής παραγωγής και της οικονομικής συσσώρευσης. Όπως συσσωρεύονται και ξοδεύονται τα χρήματα, αντίστοιχα φτάνει να εξοικονομείται και να σκορπά ο χρόνος για τους ανθρώπους. Η αντιπαραβολή «εργασία-ελεύθερος χρόνος» ανήκουν στο ίδιο φαντασιακό, και ως τέτοιες έννοιες, αμφότερες συνιστούν ανθρώπινα κατασκευάσματα. Δεν είναι αυθύπαρκτες, δεν είναι δοσμένες απ’ έξω, δεν ανήκουν σε κάποιο πλατωνικό αιώνιο βασίλειο των Ιδεών.

Και όντας ανθρώπινα κατασκευάσματα… είναι δυνατόν να αλλάξουν.



Προσπαθώντας να κερδίσεις χρόνο - Trying to save some time. Man on big clock  
Άγχος στη δουλειά / Stress at work


Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο




Συχνά ακούμε να ρωτούν έναν εργαζόμενο «πόσα χρήματα βγάζεις;». Αν τα χρήματα είναι καλά, ο εργαζόμενος επαινείται για την αξία και την τύχη του. Αν τα χρήματα είναι λίγα, αρχίζει ο προβληματισμός. Φταίει ο ίδιος; Φταίνε οι οικονομικές συνθήκες; Φταίνε οι εργοδότες; Φταίει η κρίση; Και αρχίζουν μετά οι συγκρίσεις με άλλες χώρες, όπου το οικονομικό επίπεδο είναι υψηλότερο και οι εργαζόμενοι αμείβονται καλύτερα. Και αν μια μερίδα κόσμου αξιώνει διεκδικήσεις, αυτές συνήθως είναι οικονομικής φύσης – ενίοτε αφορούν και τις εργασιακές συνθήκες.

Μα το ωράριο εργασίας; Το δικαίωμα στον «ελεύθερο χρόνο»; Η αξιοποίηση αυτού του χρόνου; Αυτά για κάποιο λόγο μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων ο άνθρωπος διεκδίκησε και διεκδικεί το «Δικαίωμα στην Εργασία»… μα ο ελεύθερος χρόνος έμοιαζε να ανήκει στο καταραμένο βασίλειο της «απραξίας» και της «τεμπελιάς» και, ως τέτοιος, δεν άξιζε σοβαρή ενασχόληση. Ακόμα και όταν ο γαμπρός του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, έγραφε το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά», λίγοι του έδωσαν σημασία – για το κυρίαρχο ρεύμα των Σοσιαλιστών μία ήταν η αξία και αυτή ονομαζόταν Εργασία.

Λέγοντας φυσικά «εργασία», θα επαναλάβουμε, δεν αναφερόμαστε στην αυτοδημιούργητη απασχόληση που μπορεί να σχετίζεται με έναν άνθρωπο από επιλογή δική του, πέραν των ορίων της μισθοδοσίας. «Εργασία» καταλήγει να σημαίνει ό,τι έχει αντίκρισμα σε χρήμα. Μια νοικοκυρά που καταπιάνεται με τα οικιακά και τη φροντίδα του παιδιού, ή ένας καλλιτέχνης που αγωνίζεται να βρει νέες μορφές έκφρασης θεωρείται πως δεν ανήκουν στον συγκεκριμένο αυτόν χώρο της «Εργασίας».

Στην εποχή της κρίσης η εργασία φτάνει να μετατρέπεται σε πανάκεια: δουλίτσα να ‘ναι, και ό,τι να’ ναι! Φυσικά αυτή η ανάγκη για εργασία συνιστά και βασικό όπλο στα χέρια της απανταχού Εργοδοσίας: σου παρέχω εργασία και γι’ αυτό θα πρέπει να βάλεις στην άκρη τυχών αξιώσεις και διεκδικήσεις. Χαμηλός μισθός; Καθημερινές υπερωρίες; Εργασία τα Σαββατοκύριακα; Εργασία ως τις 8-9 το βράδυ; Πιθανότητα αντικατάστασης ανά πάσα στιγμή; Μόνιμο άγχος και υπερένταση; Αρκεί! Σου παρέχω δουλειά! Δέξου τη – αλλιώς βρες αλλού, υπάρχουν στρατιές ολόκληρες εκεί έξω που αναζητούν εργασία σαν εσένα.

Ένας άνθρωπος που αφιερώνει οχτώ ώρες την ημέρα σε μια δουλειά που ΔΕΝ αγαπάει και άλλες δύο ώρες στον δρόμο, φτάνει να επενδύει τη μισή καθημερινότητά του σε μια ατέρμονη διαδικασία με μοναδικό σκοπό της την αναγκαία συσσώρευση χρήματος. Το καπιταλιστικό φαντασιακό του χρόνου ξεδιπλώνεται σε όλο το μεγαλείο του: Σπίτι, δουλειά, σπίτι, δουλειά, με μικρά διαλείμματα αναψυχής στο ενδιάμεσο, ίσα να γεμίσουν οι μπαταρίες, και ξανά απ’ την αρχή. Μισή καθημερινότητα – δηλαδή μισή ζωή. Μα αν αμείβεται καλά καταλήγουμε να τον αντιμετωπίζουμε με σεβασμό. Σκοτώνει τη μισή ζωή του – κι εμείς πασχίζουμε να τον μιμηθούμε. Το οικονομικό κριτήριο παραμένει πρωτεύον κριτήριο αξιολόγησης. Η παραγωγική διαδικασία εξακολουθεί να εδράζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θέσμισης του χρόνου.



Κλασική γελοιογραφία για τον καπιταλισμό / Capitalism draining the workers, classic cartoon
Γκόγια - λεπτομέρεια από το Κρόνος καταβροχθίζει το παιδί του / Goya, Saturn devouring his son, detail




«Πόσα χρήματα βγάζεις;» - παραμένει το κυρίαρχο ερώτημα. Σπάνια ακούμε να κάνουν τις ακόλουθες δύο ερωτήσεις σ’ έναν εργαζόμενο: «πόσο χρόνο διαθέτεις για τον εαυτό σου;» και «πως αξιοποιείς τον χρόνο σου;». Θέτουμε ως πρότυπα τις χώρες ή την πολιτική εκείνη που παρέχει καλύτερους μισθούς, μα δεν αναρωτιόμαστε για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι συγκεκριμένοι μισθοί στις συγκεκριμένες χώρες, υπό τις συγκεκριμένες πολιτικές. «Εκεί αμείβονται καλύτερα», λέμε. ΖΟΥΝ όμως καλύτερα; Δημιουργούν, άραγε, κάτι της προκοπής, από τον όποιο «ελεύθερο χρόνο» διαθέτουν; Ή κοιτάζουν να σκοτώσουν τον χρόνο τους, ελπίζοντας να πνίξουν μαζί του και τα όποια ψυχολογικά προβλήματα τους διακατέχουν;

Ας ξεδιαλύνω ένα ρεύμα ομίχλης που θα μπορούσε να συσκοτίσει τη σκέψη του φίλου αναγνώστη. Εξυπακούεται πως είναι αναγκαίος κάποιος οικονομικός μηχανισμός που θα παρέχει στα μέλη μιας κοινωνίας όλα τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Δεν εξιδανικεύω την απραξία (κάθε άλλο), ούτε περιφρονώ τα οφέλη του χρήματος. Κάθε άνθρωπος χρειάζεται να εξασφαλίσει τα μέσα της διαβίωσής του, ένα σπίτι, τη διατροφή, την υγεία, την ψυχαγωγία του. Κάθε κοινωνία οφείλει να χτίσει μια βάση παραγωγής και διανομής των αγαθών. Μα υπάρχει πελώρια απόσταση ανάμεσα στο πραγματικά αναγκαίο και στο πλασματικά αναγκαίο. Και υπάρχει πελώρια απόσταση ανάμεσα στον «χρόνο» ως βαθύ προσωπικό βίωμα και στον «χρόνο» ως κοινωνικά κατασκευασμένη κατηγορία, κοινή και επιβαλλόμενη σε όλους – και η συσκότιση αυτή συνιστά τη ραχοκοκαλιά του κοινωνικού μας συστήματος.

Όσο μια παγκόσμια κοινωνία εξιδανικεύει την απατηλή λάμψη του χρήματος, τόσο θα υπάρχουν οι στρατιές του κόσμου που θα επιζητούν εργασίες με υψηλότερες οικονομικές απολαβές και χαμηλότερο δείκτη προσωπικής απόλαυσης. Γεμίζοντας λεφτά, αδειάζουμε από ηδονή. Αναπληρώνουμε σε χρήμα ό,τι είμαστε ανίκανοι να αισθανθούμε – τη μαγική εκείνη αίσθηση που νιώθαμε, σαν ήμασταν παιδιά, βλέποντας το χιόνι ή παρατηρώντας με τις ώρες τη φωτιά που τρεμοσβήνει στο τζάκι. Το φλερτ, την ποίηση, την περιπλάνηση, τη φιλοσοφία. Εκείνες τις διαδικασίες που η κοινωνία μας θεωρεί «αντιπαραγωγικές». «Χασιμο χρόνου», δηλαδή χρημάτων.

Μα αυτός ακριβώς ο «χαμένος χρόνος» είναι ο αληθινά κερδισμένος χρόνος: εκείνος που κατορθώνει να δραπετεύσει από το άτεγκτο φαντασιακό της καπιταλιστικής παραγωγικής αλυσίδας και συσσώρευσης.



Εργάτες κοιμούνται στην κορυφή της Νέας Υόρκης / New York workers sleeping on the job



Επίλογος. Το τέλος είναι (κάποιες φορές) η αρχή




Ο καπιταλισμός έχει δεχτεί (και δέχεται) μόνιμη κριτική για τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που επιφέρει, για τις στρατιές των ανέργων, για την καταστρατήγηση του «δικαιώματος στην εργασία». Μα λιγότεροι αναλογίζονται ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του καπιταλισμού: το ξόδεμα του χρόνου. Τη μετατροπή του Αινίγματος της Σφίγγας σε κουρδιστό ρολόι. Την περιχαράκωση του μυστηρίου της ζωής σ’ ένα καλά πακεταρισμένο εργοστασιακό κουτί, με τα «ωράρια εργασίας» και τις «ελεύθερες ώρες» του. Τη μετατροπή του ανθρώπου σε αυτόματο.

H γνωστή γελοιογραφία παρουσιάζει τους ευτραφείς καπιταλιστές να ξεζουμίζουν τα χρήματα (την υπεραξία) ενός ανθρώπου. Θα μπορούσαν όμως να ξεζούμιζαν τον χρόνο της ζωής του – και αντί για κέρματα να πετάγονταν ρολόγια.

Όταν οι μέρες φτάνουν να σκορπούν σαν τα φύλλα στον άνεμο• όταν οι χρονιές περνούν και καταλήγουν να μοιάζουν η μία με την άλλη, παραδομένες στον μονότονο ρυθμό «δουλειά-σπίτι-δουλειά-σπίτι»• όταν ο εργαζόμενος καταλήγει να μετατρέπεται σε ένα μηχάνημα, προορισμένο να υπηρετεί μια απρόσωπη επιχείρηση σε βάρος του εαυτού του• όταν η αυτοδημιούργητη ψυχαγωγία αντικαθίσταται (λόγω «έλλειψης χρόνου») από τη φτηνή «διασκέδαση»• όταν επιλέγεται η φυγή έναντι του στοχασμού• όταν η τέχνη μετατρέπεται σε είδος κατανάλωσης έναντι καθημερινής ανάγκης• όταν ξοδεύεις τη μισή ζωή σου υπηρετώντας οικονομικές ανάγκες και μόνο… τότε, αδερφέ μου, υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο εκεί έξω.

Ποια είναι η λύση; θα ρωτήσεις, φίλε αναγνώστη. Α, αγαπητέ. Η όποια «λύση» σε συλλογικά ζητήματα δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου συλλογική – μην περιμένεις να στην παρέχει ένα άτομο λοιπόν. Ατομικές λύσεις σε συλλογικά ζητήματα παρέχονται από πολιτικούς ρήτορες, από προφήτες και παπάδες (τα τρία «π»). Κατανοώ πως η πλειοψηφία του κόσμου έχει ανάγκη τέτοια πρόσωπα, μα ο ίδιος προτιμώ να προσπεράσω.

Υπάρχει, εξάλλου, η ψυχολογική διάσταση στο ζήτημα του χρόνου – και αυτή αφορά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Στο βάθος κάθε κοινωνικής φαντασιακής σημασίας εδράζεται το μεμονωμένο άτομο, η ατομική ψυχή. Η ζωές μας, οι επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, οι προσδοκίες μας, οι απογοητεύσεις μας. Το θέμα του χρόνου, όταν συλλογιστούμε και συνειδητοποιήσουμε τις κοινωνικές καταβολές του, μετατρέπεται σε υπαρξιακό ζήτημα – και βαθιά προσωπικό, για τον κάθε έναν από μας ξεχωριστά. Ακόμα και η αντιμετώπισή του σε συλλογικό επίπεδο (διεκδίκηση λιγότερων ωρών εργασίας, για παράδειγμα) καταλήγει να σχετίζεται με τις ανάγκες και επιθυμίες κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Δεν εξαρτάται μόνο από εμάς – μα εξαρτάται ΚΑΙ από εμάς.

Ο χρόνος δεν είναι χρήμα. Μετετράπη σε τέτοιος. Κατασκευάστηκε έτσι. Όπως κατασκευάζεται πάντα, ένα ψηφιδωτό με εκατοντάδες σημασίες, βαθιά ανθρώπινες τόσο στις ανάγκες, όσο και στην πλάνη τους.

Ποιος ξέρει. Ίσως κάποτε η ερώτηση «πόσα βγάζεις;» να φαντάζει ανόητη για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Και τη θέση της να έχει πάρει το ερώτημα: «πως επιλέγεις να ζεις;». Αν συμβεί αυτό, ο κόσμος που ζούμε θα έχει αλλάξει.



© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, ένα κρύο βράδυ του Γενάρη του 19. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.


Fly Away Graffiti in Florence, Italy.
Graffiti in Florence. Photo source

Ο έρωτας του Δον Κιχώτη

$
0
0

Ο έρωτας του Δον Κιχώτη για τη Δουλτσινέα σε παλιά εικονογράφηση διαφήμισης / Don Quixote and Dulcinea, liebig ad illustration




Ένα απόσπασμα από τον "Δον Κιχώτη"και ένα σχόλιο για τον έρωτα, τη φαντασία και την τρέλα




«Στο ερωτικό γράμμα, Σάντσο, θα βάλεις για υπογραφή: “Δικός σας ως το Θάνατο, ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής”• και δεν έχει σημασία που θα 'ναι γραμμένο με άλλο χέρι, γιατί, αν θυμάμαι καλά, η Δουλτσινέα δεν ξέρει ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, και δεν έχει δει στη ζωή της άλλη γραφή ή γράμμα από μένα, αφού οι έρωτές μας ήταν πάντα πλατωνικοί και δεν έφταναν μακρύτερα από ένα σεμνό βλέμμα. Μα κι αυτό ακόμα, σε τόσο αραιά διαστήματα, που θα τολμούσα να ορκιστώ με σιγουριά ότι στα δώδεκα χρόνια που την αγαπώ περισσότερο κι απ'το φως των ματιών μου, που θα τα φάει μια μέρα το χώμα, δεν την έχω δει πάνω από τέσσερις φορές• επίσης, ίσως κι εκείνη να μη με παρατήρησε ούτε μια απ'τις τέσσερις φορές που την κοίταξα — με τέτοια φροντίδα και περιορισμούς την έχει αναθρέψει ο πατέρας της ο Λορέντσο Κορτσουέλο και η μητέρα της η Αλδόνθα Νογάλες».

«Μπα!» έκανε ο Σάντσο. «Τι! Η κόρη του Λορέντσο Κορτσουέλο είναι η σενιόρα Δουλτσινέα απ'το Τοβόσο, που αλλιώς ονομάζεται Αλδόνθα Λορέντσο;»

«Αυτή είναι» είπε ο Δον Κιχώτης, «και αξίζει να είναι κυρία όλου του κόσμου».

«Τη γνωρίζω καλά» είπε ο Σάντσο, «και μπορώ να πω πως ρίχνει το ραβδί εξίσου καλά με το πιο ρωμαλέο παλικάρι του χωριού. Να πάρει η οργή, είναι κοπέλα με τσαγανό, καλοφτιαγμένη και στητή, και με τρίχες στην κοιλιά• αυτή μπορεί να ζυμώσει σαν ψωμί όποιον πλανόδιο ιππότη την πάρει για αφέντρα. Ω γιε της πουτάνας, τι λαρύγγι είν'αυτό και τι φωνή! Σας διαβεβαιώ ότι ανέβηκε μια μέρα στο καμπαναριό του χωριού για να φωνάξει κάτι παραγιούς που ήταν σ'ένα άσπαρτο χωράφι του πατέρα της, και μολονότι βρίσκονταν δυο χιλιόμετρα μακριά από κει, την άκουσαν τόσο καθαρά, όσο θα την άκουγαν και στην πόρτα του καμπαναριού. […]

«Σου το 'χω πει πολλές φορές, Σάντσο» είπε ο Δον Κιχώτης, «είσαι μεγάλος φαφλατάς, και μόλο που το μυαλό σου είναι χοντρό, μερικές φορές τα ψιλολογάς πολύ. Όμως για να δεις πόσο ανόητος είσαι εσύ και πόσο στοχαστικός εγώ, θέλω ν'ακούσεις μια μικρή ιστορία που θα σου πω.

» Μάθε λοιπόν πως μια όμορφη χήρα, νέα, ζωηρή, πλούσια, και προπαντός υπερβολικά θαρρετή, ερωτεύτηκε έναν δόκιμο καλόγερο, κοντό, χοντρό και τετράγωνο – το 'μαθε ο πρεσβύτερός του, και μια μέρα, είπε στην καλή χήρα, μαλώνοντάς την κάπως σαν αδελφός: “Παραξενεύομαι, κυρία, κι όχι αδικαιολόγητα, πως μια κυρία τέτοιας ποιότητας, τόσο όμορφη και τόσο πλούσια σαν εσάς, πήγε κι ερωτεύτηκε έναν άνθρωπο τόσο ποταπό, τόσο αγροίκο και ηλίθιο σαν αυτόν, σαν να μην υπήρχαν εδώ μέσα τόσοι σπουδαγμένοι, διπλωματούχοι και θεολόγοι, που θα μπορούσατε να τους ξεδιαλέξετε σαν τα αχλάδια και να πείτε: “θέλω αυτόν, όχι εκείνον”. Εκείνη όμως του απάντησε χωρίς ιδιαίτερη ευπρέπεια, αλλά με πολύ κέφι: “Κύριε, κάνετε μεγάλο λάθος, και σκέφτεστε παλιομοδίτικα αν νομίζετε ότι έκανα άσχημα που διάλεξα έναν τέτοιο, όσο ηλίθιος κι αν σας φαίνεται• γι'αυτό που τον θέλω, ξέρει τα ίδια με τον Αριστοτέλη, και περισσότερα”.

» Έτσι λοιπόν, Σάντσο, για την αγάπη με την οποία αγαπώ τη Δουλτσινέα απ'το Τοβόσο, αξίζει όσο και η μεγαλύτερη αρχόντισσα της γης. Μήπως νομίζεις ότι οι ποιητές που εγκωμιάζουν κυράδες με ονόματα υποθετικά, που τα επινοούν κατά τα γούστα τους, τις έχουν κιόλας και στο χέρι τους; Όχι. Νομίζεις ότι οι Αμαρυλλίδες, οι Φυλλίδες, οι Σιλβίες, οι Αρτέμιδες, οι Γαλάτειες και άλλες παρόμοιες, που απ'αυτές είναι γεμάτα τα βιβλία, οι ρομάντσες, τα μπαρμπέρικα και τα θέατρα, ήταν αληθινές γυναίκες με σάρκα και οστά, και άνηκαν σ'εκείνους που τις εξυμνούν και τις εξύμνησαν;

» Όχι βέβαια• οι περισσότεροι τις έπλασαν για να βρουν θέμα για τους στίχους τους, και για να τους εκτιμήσουν και να τους θεωρήσουν ερωτευμένους ή ικανούς να ερωτευτούν. Γι'αυτό κι εμένα μου αρκεί να σκέφτομαι και να πιστεύω ότι η καλή Αλδόνθα Λορέντσo είναι ωραία και σεμνή• κι όσο για τη γενιά της, ελάχιστα μας νοιάζει, γιατί δε θα πάει κανείς να της δώσει χρίσμα ή ιπποτικό περιδέραιο• για μένα είναι η καλύτερη αρχόντισσα του κόσμου, επειδή εγώ το θέλω.

» Πρέπει να ξέρεις, Σάντσο, αν δεν το ξέρεις, πως δυο πράγματα προκαλούν περισσότερο τον έρωτα: η μεγάλη ομορφιά και η καλή φήμη. Και τα δυο τα έχει στον ύψιστο βαθμό η Δουλτσινέα — στην ομορφιά δεν έχει ταίρι, και στην καλή φήμη λίγες την πλησιάζουν. Κοντολογίς, φαντάζομαι πως όλα είναι έτσι όπως τα λέω, τίποτε παραπάνω και τίποτε παρακάτω. Την παριστάνω στη φαντασία μου έτσι όπως τη θέλω, τόσο στην ομορφιά όσο και στην ποιότητα: η Ελένη η ίδια δεν την πλησιάζει, η Λουκρητία δεν τη φτάνει, ούτε καμιά άλλη απ'τις μεγάλες κυρίες του παρελθόντος, Ελληνίδα, βάρβαρη ή Λατίνα. Κι ας πει ο καθένας ό,τι θέλει. Αν με κακολογήσουν οι αδαείς, δε θα με τιμωρήσουν οι σωστοί άνθρωποι».

«Λέω πως έχετε δίκιο παντού και σ'όλα» απάντησε ο Σάντσο, «και πως είμαι γάιδαρος• μα γιατί βάζω το όνομα του γαϊδάρου στο στόμα μου, αφού στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί; Δώστε μου λοιπόν τώρα το γράμμα, και αντίο, φεύγω».



Επίμετρο. Ο Δον Κιχώτης και ο έρωτας




Οι ποιητές συχνά έχουν παρομοιάσει τον έρωτα με την τρέλα• όταν η φαντασία (αυτό το τόσο ανθρώπινο χαρακτηριστικό) απαγκιστρώνεται γερά από τα σύννεφα και τις ομίχλες που την περιβάλλουν και, τινάσσοντας τα πόδια της στον αέρα, ελπίζει πως θα πετάξει μέσα τους, σμίγοντας με τις νεφέλες τ’ ουρανού. Επιλογές δίχως λογική, συσκότιση της σκέψης, παραπλάνηση των αισθήσεων, ανόητες κρίσεις, αφελείς προσδοκίες – ένα υποκειμενικό παραμύθιασμα που μοιάζει με τη διαδικασία του ονείρου, ως προς τους πλασματικούς κόσμους που κατασκευάζει προς τέρψιν της ψυχής.

Έλα όμως που στο παραμύθιασμα αυτό μπορεί κάποιος να πιει, γουλιά γουλιά, το νέκταρ της ζωής. Οι γύρω του ίσως απορήσουν: θα τον δουν να κρέμεται πάνω από μια πηγή με βαλτόνερα και να έχει πέσει με τα μούτρα μέσα της σαν αγριογούρουνο στις λάσπες – μα εκείνος πείθει τον εαυτό του πως βουτάει στη ζεστή αγκαλιά των θεών και γεύεται το εκλεκτότερο έδεσμα του κόσμου.

Τι τα θες! Δεν έχει λογική ο έρωτας. Πρόκειται για μια αέναη απόδραση από κάθε τι στέρεο, τετράγωνο και υπολογισμένο. Ίσως σε αυτό να οφείλεται η ακατανίκητή του δύναμη: στο θραύσμα κάθε τετραγωνισμού, στη φυγή προς το παράλογο που είναι η ελευθερία και η ζωή η ίδια πέρα από καλούπια.

Και αν κάποια στιγμή φας τα μούτρα σου, ή αν σου αποκαλυφθεί το μέγεθος της πλάνης σου – ε, τουλάχιστον θα λες πως έκανες μια ωραία πτήση.

Κανένα άλλο πρόσωπο στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν φέρει τόσο αρμονικά αυτό το συνταίριασμα της φαντασμένης πλάνης και του ιδανικού, όσο ο φημισμένος ήρωας του Μιγκέλ ντε Θερβάντες – ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα [“El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha”]. Μα στο απόσπασμα που διαβάσατε ο Δον Κιχώτης, απευθυνόμενος στον Σάντσο και ζητώντας του να παραδώσει ένα ερωτικό γράμμα στην εκλεκτή της καρδιάς του, Δουλτσινέα, αποκαλύπτει το πνευματικό βάθος που δεσπόζει πίσω από την τρέλα του. Ο Δον Κιχώτης ΓΝΩΡΙΖΕΙ πως η Δουλτσινέα κάθε άλλο παρά αρχοντική και όμορφη είναι: δεν είναι παρά μια χοντροκομμένη χωριάτισσα, «κοπέλα με τσαγανό», όπως αναφωνεί ο Σάντσο, με βροντερή αγριοφωνάρα, «καλοφτιαγμένη και στητή, και με τρίχες στην κοιλιά». Πρόκειται για μια γυναίκα που απέχει από το ιπποτικό ιδανικό όσο η μέρα με τη νύχτα.

Ο Δον Κιχώτης όμως αδιαφορεί γι’ αυτό. Σημασία για εκείνον δεν έχει η Δουλτσινέα όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά η Δουλτσινέα όπως την αναπαριστά στη φαντασία του: «για μένα είναι η καλύτερη αρχόντισσα του κόσμου, επειδή εγώ το θέλω». Τι σημασία έχουν οι γνώμες του κόσμου! Την αγαπώ ΕΠΕΙΔΗ είναι παράλογο. Στα μάτια μου αυτή, η άξεστη χωριάτισσα, είναι η ομορφότερη πριγκίπισσα.

Κάπως έτσι αποκαλύπτεται πως ο Δον Κιχώτης επιλέγεινα βλέπει τον κόσμο όπως τον βλέπει – παραμορφωμένο από τις επιθυμίες και τη φαντασία του. Επιλέγει να τον βλέπει έτσι γιατί απλά, δίχως αυτήν την παραμόρφωση, ο κόσμος θα φάνταζε πολύ στεγνός και πεζός στα μάτια του – μάτια που ξεχειλίζουν ποίηση.

Τι είναι ο κόσμος, εξάλλου, πέρα και έξω από τις επιθυμίες και τα όνειρά μας; Πόσοι, άραγε, σήμερα, επιλέγουν να ξεστρατίσουν από τις κυρίαρχες νόρμες και βλέπουν τον κόσμο με μάτια σαν αυτά; Πόσοι είναι ικανοί να χρωματίσουν την πραγματικότητα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου – μετασχηματίζοντας έτσι την άποψη που έχουμε γι’ αυτήν;

Στους Δον Κιχώτες του κόσμου πολλοί θα βλέπουν πάντα ένα μάτσο φαντασμένους που παλεύουν με αόρατους γίγαντες και τρώνε τα μούτρα τους. Κατά βάθος ίσως να συμφωνούμε μαζί τους – εμείς, οι «λογικοί» και οι «προσγειωμένοι». Εμείς που προσπαθούμε να δούμε τα πράγματα «αντικειμενικά». Εμείς που πασχίζουμε να δώσουμε τετράγωνες εξηγήσεις σε όλα. Εμείς που απορούμε με την τρέλα των ανθρώπων. Μα οι Δον Κιχώτες του κόσμου αδιαφορούν για την γνώμη των πολλών. Θυμούνται πως η φαντασία είναι σημαντικότερη από τη λογική. Έχουν πιάσει τον χορό και χορεύουν.

Ποιος ξέρει… ίσως κάποια στιγμή να τοποθετήσουμε κι εμείς τη λογική μας στην άκρη και να τους ζητήσουμε να μας μάθουν κάποια βήματα.


Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του «Δον Κιχώτη», σε μετάφραση Δημήτρη Ρήσου. Πρώτη δημοσίευση το 1603. Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης του 19.


Don Quixote and Sancho Panza by Jules David, 1887 / Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα σε εικονογράφηση του Jules David
Don Quixote and Sancho Panza by Jules David, 1887

Μ. Καραγάτση: Σμύρνη, το Όνειρο του Καφενέ

$
0
0

Σμύρνη, το όνειρο του καφενέ... από τα ταξιδιωτικά αφηγήματα του Μ. Καραγάτση. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




“Το όμορφο Τσαρσί με τα γραφικά στενά του δεν έχει αλλάξει” 




«Μέσα στο σημερινό Ισμίρ υπάρχει μια περιοχή που θυμίζει την παλιά Σμύρνη. Που παρ'όλη τη βασική αλλαγή της πολιτείας, αυτό το κομμάτι κάπως κατάφερε να μη χάσει εντελώς τη μορφή και την ατμόσφαιρά του. Απεναντίας, ίσως χάρη στον εκπατρισμό των Ελλήνων, να διατήρησε πιο αμόλυντη την ανατολίτικη ψυχή του. Επειδή εμείς οι Έλληνες είμαστε στοιχεία προοδευτικά, που βιαζόμαστε να εξευρωπαϊσθούμε και να εξευρωπαΐσουμε το περιβάλλον μας. Ενώ ο τουρκικός λαός, παρ'όλη την προσπάθεια των ιθυνόντων, παρουσιάζει ακόμα κάποια αντίσταση, που εγώ δεν την κατακρίνω. Που καλό θα ήταν αν εμείς οι Έλληνες την προβάλλαμε στο κύμα του επιπόλαιου και αναφομοίωτου εξευρωπαϊσμου (ή καλύτερα εξαμερικανισμού) των πάντων.

Αυτή η περιοχή είναι το περιώνυμο Τσαρσί της Σμύρνης. Τον παλιό καιρό βρισκόταν, κατά μεγάλο ποσοστό, στα χέρια των Ελλήνων, των Αρμένηδων και των Λεβαντίνων. Σήμερα όλα σχεδόν τα μαγαζιά του είναι τούρκικα. Κι όπως είπαμε, οι Τούρκοι εξευρωπαΐζονται με το στανιό και με το σταγονόμετρο. Έτσι — δόξα στ'όνομα του Αλλάχ — το σμυρναίικο Τσαρσί μπόρεσε να κρατήσει μεγάλο ποσοστό από τον γραφικότατο, τον γοητευτικότατο, ανατολίτικο χαρακτήρα του.

Βεβαίως δεν μπορεί να παραβληθεί σε μέγεθος και πλούτο με το θρυλικό Καπαλέ Τσαρσί της Πόλης. Είναι μικρότερο, φτωχότερο. Αλλά απείρως πιο όμορφο, πιο πρόσχαρο. Ευχαριστιέσαι να τριγυρνάς άσκοπα ώρες ολόκληρες στους στενούς και σκολιούς δρομάκους του. Να περιεργάζεσαι τις κάθε λογής πραμάτειες των μαγαζιών. Να ανακαλύπτεις τις μισοκρυμμένες αυλές απ'τα παλιά χάνια, τις σκιαγμένες με πυκνόφυλλα πλατάνια. Να χαίρεσαι το παιχνίδι του ήλιου και της σκιάς. Να αρχινάς — σε άπταιστη ελληνοτουρκολεβαντίνικη διάλεκτο — ατέρμονες διαπραγματεύσεις με έναν έμπορο, για κάποιο αντικείμενο που δεν σου πολυαρέσει κι ούτε έχεις σκοπό να το αγοράσεις. Να χαζεύεις με τους γραφικούς χωριάτες που ήρθαν να ψωνίσουν. Να θαυμάζεις τα πολύχρωμα σαλβάρια που φοράνε οι σαστισμένες χωριάτισσες.

Έτσι μπορείς να τριγυρνάς, ώρες ολόκληρες, στο Τσαρσί της Σμύρνης. Χωρίς να καταλάβεις πως πέρασαν οι ώρες. Κι άξαφνα νιώθεις πως κουράστηκες. Πως με μεγάλη ευχαρίστηση κάπου θα καθόσουν, να πιεις ένα ποτήρι νερό κι έναν καφέ. Προχωρείς να βρεις τον κατάλληλο καφενέ. Διασχίζεις ένα δρομάκι, στρίβεις μια γωνιά και, εντελώς αναπάντεχα, τα μάτια σου αντικρίζουν κάτι που, όσο κι αν ζήσεις, ποτέ δεν θα το ξεχάσεις.

Είναι μια πλατειούλα τόση δα, σχεδόν κουκλίστικη• Αλλά πόσο θαυμάσια σκηνογραφημένη! Ας την περιγράψουμε με κάθε λεπτομέρεια.


Αναμνηστική καρτ ποστάλ από την παλιά Σμύρνη
Η προκυμαία στην παλιά Σμύρνη - Smyrne, Les Quais
Ιταλικό σχολείο στην παλιά Σμύρνη / Old Smyrna-Izmir italian school




Στην ανατολική πλευρά βρίσκεται ένα τζαμί — το Ισάρ τζαμί που της έχει δώσει τ'όνομά του. Όμορφο τζαμί, με το προαύλιό του και τους αραβικού ρυθμού μιναρέδες του. Πλάι στην είσοδό του, μερικοί έμποροι έχουν στήσει τις παραγκούλες τους και πουλούν ιερά αντικείμενα της μουσουλμανικής θρησκείας: κομπολόγια, μικροσκοπικά κοράνια, λεφχάδες και κάθε είδους ιερές επιγραφές, βιβλία θρησκευτικά, πίπες, τσιμπούκια κλπ. Στις άλλες τρεις πλευρές της πλατείας υπάρχουν κάθε λογής μαγαζιά, όλα όμως με αυστηρώς ανατολίτικο χαρακτήρα. Να ένα χαλάδικο που έχει απλωμένη προκλητικά την πολύχρωμη πραμάτεια του. Να κι ένα ναργιλετζίδικο με τους κάθε είδους ναργιλέδες, τα τσιμπούκια, τα μαρκούτσια και τ'άλλα κεχριμπαρένια του αντικείμενα. Πιο πέρα θα ιδείτε τα χρυσοκέντητα μεταξωτά, τους τζιβρέδες, τα χρωματιστά υφάσματα με τα ανατολίτικα σχέδια. Ακόμα πιο πέρα το γαλατάδικο με τη βιτρίνα γεμάτη τερψιλαρύγγια γλυκίσματα — μπακλαβά, τουλούμπες, χανούμ μπουρέκ, ταούκ οξού, μουαλεμπί. Δίπλα στο γαλατάδικο, το κεμπαπτζίδικο σκορπάει ευωδιές ικανές να κολάσουν και τον πιο λιτοδίαιτο αναχωρητή.

Έτσι είναι διαμορφωμένο το περίγυρο της πλατειούλας του Ισάρ τζαμί. Το κέντρο της όμως παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον με τις δυο μεγάλες οκτάπλευρες μαρμάρινες κρήνες, που τις σκεπάζουν κωνικά επιστεγάσματα από πρασινοβαμμένο μολύβι. Τρέχει το νερό από τις δεκάξι βρυσούλες σκορπίζοντας ευεργετική δροσιά, που συμπληρώνει αρμονικότατα τη σκιά των μεγάλων πλατάνων. Γύρω από τις κρήνες έχουν ξαπλώσει την πραμάτειά τους οι υπαίθριοι φυτοπώλες — δηλαδή γλάστρες ολάνθιστες κι ευωδιαστές. Η υπόλοιπη έκταση της πλατείας είναι γεμάτη από τα τραπεζάκια και τις καρέκλες των καφενείων, όπου ένα πλήθος άνθρωποι πίνουν τον καφέ τους, διαβάζουν την εφημερίδα τους και συζητούν τα νιτερέσα τους. 




Δρόμος με κίνηση στην παλιά Σμύρνη / Street in old Smyrna - Izmir
Πανοραμική φωτογραφία της προκυμαίας της Σμύρνης / Old Smyrna dock
Σκηνή από την τουρκική αγορά της παλιάς Σμύρνης / Old Smyrna - Izmir Ramazan




Αυτό ήταν το απροσμέτρητα γοητευτικό θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια μου καθώς ξεμπούκαρα στην πλατειούλα του Ισάρ τζαμί. «Ναι, αυτό είναι Σμύρνη!» είπα μέσα μου. «Είναι κάτι απ'την παλιά Σμύρνη, που κατάφερε να μην πεθάνει!» Κουρασμένος καθώς ήμουν, ξάπλωσα σε τρεις καρέκλες και χτύπησα παλαμάκια.

— Εφέντιμ! λέει ο καφετζής, προστρέχοντας γεμάτος προθυμία.

— Καβέ ορτά, βε ναργκιλέ! προστάζω.

Ο «μέτριος» προσκομίζεται στο μικρό μπακιρένιο μπρίκι, τεχνικότατα ψημένος, εύγευστος κι ευωδιαστός. Πρώτη ρουφηξιά. Αμάν! Θεσπέσιο πράμα! Τώρα πιπιλίζω το κεχριμπαρένιο μαμέ απ'το μαρκούτσι του ναργιλέ και γεμίζω τα πλεμόνια μου με την ευδαιμονία του γιαβάσικου τουμπεκί. Αλλάχ! Αλλάχ! Τι ευφροσύνη είναι αυτή που διαποτίζει το κορμί ως τη στερνή του ίνα, την ψυχή μέχρι τα κατάβαθα του υποσυνειδήτου της! «Φρρρ!» ο καφές. «Γρρρρρ!» ο ναργιλές. «Τζιρτζιρτζίρ» τα τζιτζίκια στους πλατάνους. «Αλλάχου άκμπαρ! άσχαντου αν λα Αλλάχα ίλ'Αλλάχ!» ο μουεζίνης πάνω στον μιναρέ...

Αρχίζω να φεύγω από την πραγματικότητα...Να κάνω όνειρα. Να εκτροχιάζομαι μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Να μεταμορφώνομαι σε Καραγάτσμπεη, με γενειάδα, σαρίκι, χρυσοποίκιλτο καφτάνι, κονάκι των τριάντα οντάδων και χαρέμι των είκοσι συζύγων. «Αμάν, αμάν!» συλλογιέμαι. «Γέρασαν και οι είκοσι! Πρέπει να παντρευτώ κάνα-δυο καινούργιες, κάτω των δεκαοκτώ ετών!»

Έξαφνα δυο αντιπαθητικοί θόρυβοι με βγάζουν από την τρισμακάρια αποχαύνωση. Ένα αυτοκίνητο διασχίζει την πλατειούλα κορνάροντας δαιμονιωδώς. Κι ένα αεροπλάνο περνώντας πάνω απ'τον μιναρέ πνίγει τη γλυκόφθογγη μολπή του μουεζίνη κι εξανεμίζει το πανευτυχισμένο μου όνειρο. Αναστενάζω πικρά. Και ρουφώ με μανία τον ναργιλέ μου, να πάνε τα φαρμάκια κάτω...»



*** 



Το κείμενο που διαβάσατε ανήκει στα «ταξιδιωτικά» του Μ. Καραγάτση. Κάθε λέξη του αναβλύζει από το άρωμα μιας άλλης εποχής. Άρωμα παλαιών πολιτειών, άρωμα ναργιλέ, άρωμα επίγειων απολαύσεων, άρωμα αρχέγονων ονείρων, άρωμα κοριτσιών, άρωμα χαύνωσης, άρωμα ανατολής, άρωμα καφέ.

Και για λίγο, φίλε Μ. Καραγάτση, ταξιδέψαμε παρέα μες στα λόγια σου και ανασάναμε με αχόρταγη ηδονή το θεσπέσιο άρωμα του Καφενέ της Σμύρνης…


Για την παρουσίαση και ψηφιοποίηση του κειμένου: το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης 18.



Φωτογραφία του Μ.Καραγάτση στο γραφείο του / M. Karagatsis

Εφτά μέρες χειμώνα στη Βαυαρία

$
0
0

Εφτά μέρες χειμώνα στη Βαυαρία. Μια ταξιδιωτική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Απόψε, φίλε επισκέπτη στο Λαγούμι, θα σε ξεναγήσω ως την καρδιά του βαυαρικού χειμώνα. Προτείνω να ντυθείς στα πιο ζεστά σου ρούχα – εκείνα τα ξεχασμένα και καταχωνιασμένα που έχεις στο βάθος της ντουλάπας• ευκαιρία να φορέσεις πάλι εκείνο το βαρύ παλτό και το ισοθερμικό σου παντελόνι. Αν κάποιο ζεστό ρόφημα συνοδέψει την περιπλάνησή σου μαζί μου, τόσο το καλύτερο. Συμβουλεύω να διαβάσεις το κείμενο όπως ακριβώς θα πίνεις το ρόφημα: γουλιά γουλιά. Μη βιαστείς.

Έπρεπε να πάω Γερμανία για να θυμηθώ τι σημαίνει χειμώνας. Όχι πως δεν κάνει περιστασιακά κρύο στις ελληνικές πόλεις. Μα ο χειμώνας στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας, εδώ και χρόνια, μοιάζει περισσότερο με έναν γκριζομάλλη ηλικιωμένο τουρίστα που ήρθε να τεντώσει τα παγωμένα μέλη του και να ξεπιαστεί κάνοντας τζόκινγκ στο ψιλόβροχο. Ο χειμώνας της Βαυαρίας, απ’ την άλλη, είναι ένας γέρος ντυμένος σε βαρύ λευκό μανδύα, όμοιος ο Γκάνταλφ, βαρύς, δυσκίνητος και αγέρωχος. Βλέποντάς τον και μόνο παγώνεις στη θέση σου. Κάθε κίνησή του ξαποστέλνει κοφτερές ριπές ανέμου. Η φωνή του θυμίζει τον ήχο της χιονοθύελλας.

Παρέα μου στο ταξίδι ήταν η αδερφή μου, ο κουνιάδος μου και ο μικρός μου ανιψιός – και οι τρεις κάτοικοι του επαρχιακού Münchberg της Άνω Βαυαρίας. Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο ο ανιψιός έχει συμπληρώσει τα δυόμισι χρόνια. Είναι ζωηρός, παιχνιδιάρης και αγαπάει τις αρκούδες και τους καρχαρίες – ή τουλάχιστον εκείνους που διακοσμούν τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία. Επικοινωνεί πρωτίστως σε μια δική του ενδιαφέρουσα γλώσσα, κάτι ανάμεσα σε ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά και ακαταλαβίστικα. Είχα γράψει γι’ αυτόν στο blog τον καιρό που γεννήθηκε – o αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το κείμενο εδώ. Πως μεγάλωσε ο μικρούλης! Τον φαντάζομαι να κάθεται στα γόνατα του βαρύ γέρου-χειμώνα και να του τραβάει τη γενειάδα χαχανίζοντας.

Και τώρα που έκανα τις απαραίτητες συστάσεις, νομίζω πως είναι η ώρα να ξεκινήσουμε την περιπλάνηση.




Πινακίδα με χιόνι στη Γερμανία / Snow covered sign in Germany



Η μικρή πόλη και η ησυχία της




Το Münchberg είναι μια μικρή κωμόπολη. Κάποιες χιλιάδες κάτοικοι, σπίτια με στέγες, μερικά σουπερμάρκετ, λίγα μπαρ, καταστήματα, ένας καθεδρικός ναός, μια όμορφη γέφυρα στο κέντρο με ένα ποταμάκι που αργοκυλάει από κάτω και κάμποσες πάπιες που κάνουν βόλτες στα νερά του. Είναι από εκείνες τις μικρές πόλεις που ερωτεύεσαι σαν καταφτάνεις («τι ήσυχα και γραφικά που είναι!») και καταλήγεις να βαριέσαι αφόρητα αν ζεις για καιρό. Εκτός αν είσαι από εκείνους τους τύπους που γυρεύουν ησυχία και απομάκρυνση απ’ τα αστικά πολύβουα κέντρα και τον κόσμο. Ο ίδιος δεν έχω καταλήξει σε ποια κατηγορία ανήκω. Μάλλον θέλω και τα δύο: και ησυχία και κόσμο – αρκεί τον δεύτερο να τον συναντώ όταν επιδιώκω ο ίδιος και να μη τον έχω από πάνω μου όλη την ώρα.

Υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά όμως μεταξύ μιας ελληνικής μικρής πόλης και μιας αντίστοιχης επαρχιακής πόλης στη Γερμανία – ή οπουδήποτε στη βόρεια Ευρώπη. Η ησυχία στη χώρα μας ποτέ δεν είναι απόλυτη. Ακόμα και αν ζεις στην επαρχία, όποια εποχή και αν είναι, σαν βγεις έξω για μια βόλτα θα δεις ανθρώπους, εδώ κι εκεί, σκόρπιους έστω, να τριγυρνούν, να κάθονται σε καφετέριες, να λένε τα νέα τους. Θα δεις τραπεζάκια απλωμένα έξω και μπαλκόνια με ανοιχτές τζαμόπορτες. Θ’ αφουγκραστείς ήχους και θα οσμιστείς κάποιο μαγειρεμένο φαγητό. Η ανθρώπινη παρουσία είναι πανταχού παρούσα και μαζί με αυτήν οι ήχοι της φύσης. Και αν οι πόρτες είναι κλειστές, ανοίγει πάντα ένα παράθυρο, έτοιμο να σε πλημμυρίσει με τα ερεθίσματά του.



Σκηνή από το Μύνχμπεργκ της Βαυαρίας / A scene from Münchberg, Bavaria
Χειμώνας στο Μύνχμπεργκ της Γερμανίας / Winter in Münchberg, Germany
Δρόμος στο κέντρο του Μύνχμπεργκ της Γερμανίας / Street in the centre of Münchberg in Germany




Όχι στην επαρχιακή Γερμανία του χειμώνα όμως. Όχι όσο βαδίζεις βορειότερα στην Ευρώπη. Εδώ η ησυχία μπορεί να γίνει απόλυτη. Η σιωπή αφόρητη. Στις οχτώ το απόγευμα τα πάντα μοιάζουν παραδομένα στη λήθη της χειμερίας νάρκης. Κάποια αυτοκίνητα σε κεντρικά σημεία των δρόμων, ένας-δυο σκόρπιοι περαστικοί με χαμηλωμένες τις κουκούλες τους. Και αυτό ήταν όλο. Η ζωή εδώ τηρεί αυστηρό εργασιακό ωράριο. Μετά ύπνος. Και ησυχία. Απόλυτη ησυχία, που τη διακόπτει μόνο το φύσημα του ανέμου και το παγωμένο τραγούδι των δέντρων.

Μα τα φώτα στα σπίτια είναι αναμμένα. Και η θέρμανση στο εσωτερικό τους μόνιμη. Οι κάτοικοι ζουν ζεστά, κλεισμένοι στις φωλίτσες τους. Την άνοιξη, σαν έχουν λιώσει τα χιόνια, φυτρώνουν ευωδιαστά λουλούδια. Ακόμα και η μικρή αυτή πόλη μοιάζει ν’ αποκτάει κάποια ζωή. Και τα καλοκαίρια είναι πιθανό να δεις τους κατοίκους να ψήνουν μπιφτέκια και λουκάνικα στις αυλές τους - όσοι ανάμεσά τους δεν έχουν επιλέξει να ταξιδέψουν σε κάποια παραθαλάσσια τοποθεσία για διακοπές – όπως για παράδειγμα στη χώρα μας.

Στη μικρή αυτή χώρα μας, όπου η ησυχία ποτέ δεν είναι απόλυτη.



Χιονισμένο άλσος με δέντρα, στη διάρκεια του χειμώνα / Snow forest in winter



Το τραγούδι του χειμώνα




Στο Münchberg είναι μόνιμο θέαμα το χιόνι τον χειμώνα. Καλύπτει δέντρα, σπίτια και πεζοδρόμια τέσσερις μήνες τον χρόνο – ίσως και παραπάνω. Οι κάτοικοι οφείλουν να καθαρίζουν το χιόνι με φτυάρια και να το απλώνουν σε στιβάδες στην άκρη των πεζοδρομίων. Οφείλουν επίσης να ραντίζουν με αλάτι τον χώρο έξω από το σπίτι τους. Και το κάνουν – όλοι. Χοντροκομμένα οχήματα σπέρνουν αλάτι καθημερινά στους δρόμους, ώστε να αποφευχθούν τα προβλήματα στην κίνηση. Μια μέρα χιόνισε στην Αθήνα τον περασμένο μήνα και έφαγα μια ξεγυρισμένη γλίστρα που ακόμα αδυνατώ να ξεχάσω. Μα στη Γερμανία κυκλοφόρησα με πολλαπλάσιο χιόνι επί μέρες – και ομολογώ δεν γλίστρησα ούτε στιγμή.

Υποθέτω αν χιόνιζε συχνότερα στις ελληνικές πόλεις θα παίρναμε καλύτερα τα μέτρα μας. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.




Φτυαρίζοντας το χιόνι στη Γερμανία / Shoveling snow in Germany
Παγωμένη πινακίδα στο δάσος / Frozen winter sign in the forest




Όσο ανεβαίνεις πάνω από το Münchberg, σε υψηλότερα υψόμετρα, τόσο πυκνώνει το χιονισμένο τοπίο. Σαν φουσκοθαλασσιά σε παραλία – αντί όμως να πλημμυρίζουν τα νερά, ξεχειλίζει το απέραντο λευκό. Υπάρχουν σπίτια εδώ πάνω, υπάρχουν κάτοικοι που πάνε κάθε μέρα στις δουλειές τους; - διερωτάσαι. Ασφαλώς και υπάρχουν και τους βλέπεις. Μοιάζουν με ξωτικά μιας πολιτείας ενδεδυμένης σε λευκά σκουφάκια.

Εκεί πάνω, ψηλά, απλώνεται ένα δάσος. Εδώ η παρουσία του ανθρώπινου στοιχείου είναι ελάχιστη. Κάποιες πινακίδες εδώ κι εκεί, την επιφάνεια των οποίων αδυνατείς να δεις, μια που τις έχει καλύψει ο πάγος. Δυο αυτοκίνητα στις παρυφές, εκεί που ο πολιτισμός απλώνει δειλά τ’ ακροδάχτυλά του. Και πέραν αυτών – η φύση. Η αληθινή φύση, παραδομένη στον αιώνιο έρωτα του καταχείμωνου.

Αυτό, κύριοι, είναι το δάσος των παραμυθιών. Το αρχέτυπο δάσος.

Το χιόνι είναι το καλλυντικό της φύσης. Η μαγική πούδρα με την οποία συγκαλύπτει όλες τις ατέλειες. Η ζάχαρη άχνη που απλώνεται σε γενναιόδωρες δόσεις πάνω σ’ ένα αμφίβολης ποιότητας γλυκό, ανθρώπινης κατασκευής. Το χιόνι είναι ικανό να ομορφύνει και το ασχημότερο τοπίο. Να μετατρέψει σε ενδιαφέρον και το πλέον αδιάφορο θέαμα. Να προσδώσει βάθος και μυστήριο και στη μεγαλύτερη επιφάνεια. Ω, να μπορούσαν οι άνθρωποι να ραντίζουν με χιόνι τις μορφές τους! Να συνοδεύουν με χιονοστιβάδες τη φλυαρία τους! Ίσως έτσι ν’ αποκτούσε βάθος. Ίσως ν’ αντηχούσε ομορφότερη στ’ αυτιά μας.

Το χιόνι είναι το παθιασμένο φιλί του γέρου-Χειμώνα στη Φύση. Το ωραιότερο από τα δώρα του Άι-Βασίλη. Η φυσική επιβεβαίωση πως ο «παλιός είναι αλλιώς». Όταν ο Χειμώνας αφήνει στην άκρη τα κακόγουστα βαριά παλτά του και τη σκυθρωπή καμπούρα του και αποφασίζει να φορέσει την ωραιότερη λευκή του φορεσιά – τότε ξέρεις πως χιονίζει. Κάθε του πνοή σταλάζει μεγαλοπρέπεια. Κάθε του φύσημα μυστήριο.




Στο χιονισμένο δάσος της Βαυαρίας... / Winter forest in Bavaria, Germany
Δέντρα και χιόνια στο δάσος της Βαυαρίας / Snow trees in Germany
Σκηνή από το χιονισμένο δάσος στη Βαυαρία / From the snowy forest in Bavaria, Germany




Ξέρεις τι μου θύμιζε το τοπίο; Εκείνες τις γυάλινες μπάλες με τα σπιτάκια, που τις κουνάμε και χιονίζουν. Ένα παραμύθι. Τέτοια κλίματα ενέπνευσαν λοιπόν τα παραμύθια που συνέλεξαν και κατέγραψαν οι Αδερφοί Γκριμ. Ποιος ξέρει – όλο και κάποιο σπίτι από ζαχαρωτά μπορεί να έχασκε στα βάθη του δάσους… ή ενδεχομένως ένας πεινασμένος λύκος.

Θυμήθηκα επίσης τους χειμωνιάτικους πίνακες του Πίτερ Μπρέγκελ – ένας εκ των οποίων διακοσμεί το καθιστικό στο σπίτι μου. Ίδια τοπία, ντυμένα στο λευκό του χιονιού, με λεπτοκαμωμένα φυλλοβόλα δέντρα και παγωμένες λίμνες. Κι εδώ κι εκεί, κάποια σπιτάκια να απλώνονται, ενώ καπνός εξέρχεται από τις καμινάδες τους.

Βαδίζαμε παρέα με τον ανιψιό μου και τον μπαμπά του. Μιλούσαμε συχνά και γελούσαμε, ενώ τα πόδια μας βούλιαζαν στο χιόνι ως τα γόνατα. Μόνοι, περιβαλλόμενοι από κρουσταλλένιους κορμούς δέντρων, που έφταναν ως πέρα, μακριά, αγγίζοντας τις εσχατιές της φαντασίας. Η ηχώ απ’ τις φωνές μας αντηχούσε στη λευκοντυμένη βλάστηση.

Κάποια στιγμή όμως θέλησα να σιωπήσω. Ν’ αφουγκραστώ τον ήχο της φύσης, ανόθευτο, δίχως φωνές, πέρα και μακριά απ’ το ανθρώπινο στοιχείο. Να έχει άραγε δική του φωνή ο χειμώνας στο δάσος;

Και την άκουσα. Άκουσα τη φωνή του χειμώνα. Το τραγούδι των δέντρων με το χιόνι. Ήταν ένα τραγούδι ήρεμο, ψυχρό, μεγαλειώδες. Σταλμένο από τις εσχατιές της μνήμης. Ένα τραγούδι που αν το ακούσεις νύχτα, μπορεί και να τρομάξεις.




Τα δέντρα του παγωμένου δάσους, Βαυαρία / Frozen trees in a forest of Bavaria
Δάσος στο χιόνι / Winter forest scene, Bavaria, Germany
Καρδιά σε κορμό δέντρου στο χιονισμένο δάσος / Heart in a tree branch




Όταν ο Χειμώνας ερωτεύεται, η Φύση, η αιώνια καλλονή, ομορφαίνει με κάθε του φιλί. Μα ο Χειμώνας δεν γνωρίζει όρια στον έρωτά του – σαν ερωτευμένος μπορεί ν’ αρπάξει παράφορα την ερωμένη του και να την σκίσει με τη βία του πάθους του. Είναι όμορφο το απαλό τραγούδι του χειμωνιάτικου αγέρα στα δέντρα. Μα αν ο άνεμος παθιαστεί με τη φωνή του, αν η φύση αδυνατεί ν’ αντισταθεί στο κάλεσμά του – άκου! – η φωνή του αγριεύει, λυσσομανά, το τραγούδι του αντηχεί σαν ουρλιαχτό, ο χορός του μοιάζει με φρενίτιδα.

Και τότε ο Χειμώνας αποκαλύπτει το τρομερό του πρόσωπο. Και τότε το χιόνι παύει να είναι γραφικό. Όπως η θάλασσα δείχνει υπέροχη στην επιφάνεια και φοβερή στα βάθη της, αντίστοιχα το χειμωνιάτικο τοπίο μοιάζει όμορφο στην όψη – μα η ομορφιά του είναι η ομορφιά μιας μάσκας, πίσω απ’ την οποία ελλοχεύει το χάος.

Επιστροφή στην ανθρώπινη πραγματικότητα και στην ατέλειωτη απόπειρά της να καταπολεμήσει τον χειμώνα. Η ημέρα που επέστρεφα αεροπορικώς από το Μόναχο, έμελλε να είναι η σφοδρότερη του ταξιδιού, όσο αφορά τη χιονόπτωση. Το αεροδρόμιο είχε παγώσει, οι διάδρομοι ήταν ντυμένοι στα λευκά, οι πτήσεις – παγωμένες. Κυριολεκτικά. Περάσαμε τέσσερις ώρες μέσα στο αεροπλάνο, δίχως να έχουμε απογειωθεί, αγνοώντας αν θα αναχωρήσουμε τελικά ή όχι. Την ίδια στιγμή πελώρια μηχανήματα ράντιζαν με ειδικά υγρά και αέρια τα φτερά των αεροπλάνων. Μα το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει και τα κάλυπτε εκ νέου. Θα φεύγαμε; Θα μέναμε; Κανείς δεν ήξερε, συμπεριλαμβανομένου του πιλότου. 35 αεροπλάνα μοιράζονταν την ίδια μοίρα μαζί μας.

Τελικά το αεροπλάνο απογειώθηκε, μετά από ώρες. Κι εγώ πήρα μια μικρή γεύση του χειμώνα, όταν αποφασίζει να δείξει το αρχέγονό του πρόσωπο. Πέρα από τις μάσκες. Ένα πρόσωπο βίαιο και σφοδρό και παλιό όσο ο χρόνος.

Τι τραγούδι κι αυτό! Λες και το ενορχήστρωσε ο Βάγκνερ.




Τοπίο στην ομίχλη στον δρόμο προς το Μόναχο / Snow and fog on the road to Munich
Δρόμος με χιόνι και ομίχλη, με κατεύθυνση προς το Μόναχο / Street during a snowstorm on the road to Munich
Χειμώνας στο δρόμο προς το Μόναχο / Winter on the road to Munich
Το χιονισμένο αεροδρόμιο στο Μόναχο / Airport covered in snow in Munich




Στις πολιτείες της Βαυαρίας. Νυρεμβέργη, Μπάμπεργκ, Μπαϊρόιτ




Επισκέφτηκα κατά σειρά το Μπαϊρόιτ, το Μπάμπεργκ και τη Νυρεμβέργη. Αν χρειαζόταν να παρομοιάσω τις γερμανικές αυτές πολιτείες με μια μουσική συμφωνία (που έχει και παράδοση στη Γερμανία), θα έλεγα πως συγκλίνουν ως προς το κοινό τους κεντρικό θέμα και διαφοροποιούνται στις παραλλαγές της φόρμας. Κοινό μοτίβο τα σπίτια με τις πορτοκαλί σκεπές, τα περιποιημένα πλακόστρωτα δρομάκια, ο κεντρικός πεζόδρομος με έναν ή δύο καθεδρικούς ναούς γοτθικού ρυθμού, κάποιο ποτάμι ή ποταμάκι που διαβαίνει την πόλη, κτίρια με διακόσμηση μπαρόκ ρυθμού, μαγαζάκια, μπυραρίες, κρεμαστές πινακίδες που θυμίζουν Μεσαίωνα, πάρκα και αλσύλλια.

Όσο αφορά τις παραλλαγές; Αυτές εδράζονται στα συγκεκριμένα αξιοθέατα της κάθε πόλης, όσο και στον αέρα που αποπνέει.

Το Μπαϊρόιτ προσφέρεται για ήσυχους περίπατους στο πάρκο του κεντρικού κάστρου Neues Schloss, ή στο πάρκο Hermitage, ειδικά κατά τη διάρκεια της άνοιξης, όταν είναι ανθόσπαρτο και ξεχειλίζει χρώματα. Εκεί βρίσκεται και η Όπερα Margravial, καθώς και το Μουσείο του Βάγκνερ – βρισκόμαστε, εξάλλου, στην πόλη που συνδέθηκε με τη μουσική του. Η πολιτεία αποπνέει έναν αέρα επαρχιώτικου, ήσυχου αριστοκρατισμού.




Κεντρικός πεζόδρομος στο Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / The center of Bayreuth, Germany
Γλυπτό γοργόνας στο Μπαϊρόιτ / Mermaid statue in Bayreuth




Ζήλεψα ένα παγκάκι στο πάρκο. «Πάρε το βιβλίο σου και κάτσε πάνω μου να διαβάσεις!», έμοιαζε να μου λέει. Μα οι συνθήκες μιας σύντομης επίσκεψης δεν επέτρεπαν τέτοιους ρεμβασμούς. Μπορεί στο μέλλον – ποιος ξέρει.

Το Μπάμπεργκ είναι η γραφικότερη πόλη από τις τρεις και το μέρος που θυμίζει περισσότερο Μεσαίωνα. Μια πολιτεία ντυμένη στο κεραμιδένιο χρώμα των σκεπών της, πλημμυρισμένη από φιδογυριστά μονοπάτια και αποπνέοντας αέρα μιας άλλης εποχής.

Ασφαλώς το εντυπωσιακότερο αξιοθέατο είναι η Γέφυρα του Δημαρχείου [Altes Rathaus], καταμεσής ενός μικρού νησιού στον ποταμό Regnitz.

Δεν ξέρεις τι να πρωτοχαζέψεις: τη θέα των σπιτιών απ’ το ποτάμι, τις πλουσιοπάροχες μπαρόκ τοιχογραφίες του Δημαρχείου, τον κόσμο που πηγαινοέρχεται χαμηλά μοιάζοντας με ποντικάκια, ή μήπως τα σπίτια στην όχθη της αποκαλούμενης «Μικρής Βενετίας»;




Θέα από τη γέφυρα στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας / Bridge view in Bamberg, Germany
Τοιχογραφίες στη Γέφυρα του Δημαρχείου του Μπάμπεργκ / Altes Rathaus, Bamberg
Θέα των σπιτιών από ψηλά στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Top view of houses in Bamberg, Germany
Η Μικρή Ολλανδία στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας / Little Holland in Bamberg, Bavaria




Αυτά τα τελευταία είναι μάλλον και το ομορφότερο αξιοθέατο της πόλης. Πόσοι και πόσοι ζωγράφοι θα εμπνεύστηκαν από το θέαμα των μικρών σπιτιών που αγναντεύουν το ποτάμι, ενώ αρμενίζουν οι βάρκες στα νερά του και κόβουν βόλτες τα πουλιά.

Οι πολύπλοκες διακλαδώσεις των κλαδιών των δέντρων έδεναν αρμονικά με το τοπίο. Προσπάθησα να αποτυπώσω στις φωτογραφίες μου μια αίσθηση της εναρμόνισης της φύσης με την ανθρώπινη αρχιτεκτονική. Τα κλαδιά μοιάζουν με αραχνοΰφαντο πέπλο, τέτοιο που επικαλύπτει το υποβόσκον κάλλος, προσδίδοντάς του μια στοιχειωμένη σχεδόν αίσθηση. Κάτι που γίνεται περισσότερο εμφανές όταν τα δέντρα μπλέκουν με τα μεσαιωνικά σπίτια και τον καθεδρικό ναό.

Αισθάνεσαι πως έχεις ταξιδέψει στον χρόνο – αρκεί να ξεχάσεις για μια στιγμή το βουητό και την κυκλοφορία των περαστικών. Αισθάνεσαι πως γεννιέται ένα παραμύθι – «μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν παλιό πύργο ζούσε μια αιχμάλωτη πριγκίπισσα…»




Σπίτια και δέντρα στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα / Winter trees and houses in Bamberg, Bavaria
Στέγες σπιτιών και καμινάδες και καθεδρικός ναός στο βάθος... από το Bamberg της Γερμανίας / Rooftops and cathedral in the back, Bamberg, Germany




Μέχρι που ένα υπόκωφο γουργουρητό σου θυμίζει πως η φαντασία αναπτύσσεται καλύτερα όταν το στομάχι είναι γεμάτο. Η ώρα πέρασε – οι μέρες περνούν, και δεν έχεις επισκεφτεί ακόμα μια παραδοσιακή βαυαρική μπυραρία! Ε, όχι, κύριοι, αλίμονο να δεχτούμε τέτοιο έγκλημα απέναντι στις επίγειες απολαύσεις.

Κατευθυνθήκαμε, ανιψιός, μαμά, μπαμπάς και υπογράφων θείος σε μια παραδοσιακή μπυραρία, όπου φάγαμε και ήπιαμε. Ένας φιλικότατος (σε σημείο ενοχλητικής υπερβολής) γερμανός σερβιτόρος επαινούσε την αδερφή και τον κουνιάδο μου για τα άψογα γερμανικά τους – ενώ ο ίδιος έγνεφα “ja, ja”, με το κεφάλι, μην έχοντας καλύτερο τρόπο να επικοινωνήσω. Προτείνω δίχως σκέψη τη γευστικότατη καπνιστή Rauchbier – θα τη βρείτε σε επίλεκτα μέρη στη χώρα μας. Όσο αφορά το φαγητό; Ήταν μια ποικιλία από γερμανικά κρέατα, λουκάνικα, σάλτσες, λαχανικά και πατάτες. Δεν ήταν άσχημο – μα έχω φάει ωραιότερες ποικιλίες στη χώρα μας.

Ακόμα νοστιμότερο ήταν το γερμανικό πρωινό που μου σέρβιρε ο κουνιάδος μου μια μέρα πριν την αναχώρηση. Μια πληθώρα από ψωμάκια, συνοδευμένα από έναν χαρακτηριστικό τύπο λευκού λουκάνικου που μπαίνει σε βραστό νερό και συνδυάζεται με πικάντικη σάλτσα. Οι Γερμανοί, παρεμπιπτόντως, συνδυάζουν αυτό το πρωινό με μπύρα.



Γερμανική καπνιστή μπύρα Rauchbier /Bavarian Beer
Γερμανική ποικιλία κρεατικών / German meat dish
Γερμανικό πρωινό / German breakfast




Και τώρα που φάγαμε και ήπιαμε, είναι καιρός να συνεχίσουμε με τον τρίτο σταθμό του ταξιδιού μας: τη Νυρεμβέργη. Αναμφισβήτητα η πιο κοσμική και πολυσύχναστη από τις τρεις πολιτείες που επισκέφτηκα, η Νυρεμβέργη συνδυάζει πλούσιο εμπορικό κέντρο με μακραίωνη ιστορία. Η θέα από το κάστρο της πόλης είναι μοναδική και οι δυο καθεδρικοί ναοί της αποπνέουν αέρα σκοτεινής μεσαιωνικής μεγαλοπρέπειας. Και αυτά τα σπίτια και αυτά τα πλακόστρωτα… σύμφωνοι, τα έχουμε δει και αλλού, μα δεν χορταίνεις να τα βλέπεις.

Σημαίνουσα πόλη για τη γερμανική ιστορία, δεν είναι τυχαίο που στεγάζει ένα μεγάλο Εθνικό Γερμανικό Μουσείο. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως στάθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής μαζικής προπαγάνδας του Χίτλερ, στα χρόνια του 30. Εκεί στεγάζεται και το μοναδικό μέρος που ήθελα πολύ να επισκεφτώ, μα λόγω έλλειψης χρόνου και πρακτικών δυσκολιών (μωρό σε καροτσάκι) επέλεξα να αναβάλλω για μια μελλοντική επίσκεψη: ο λόγος για το Κέντρο Τεκμηρίωσης του Κογκρέσου του Ναζιστικού Κόμματος [“Dokumentationszentrum Reichsparteitagsgelände”]… ένα μουσείο αφιερωμένο στην ναζιστική προπαγάνδα και στα δεινά που επέφερε. Στην ίδια πόλη, εξάλλου, διεξήχθηκαν και οι περίφημες «Δίκες της Νυρεμβέργης», που κατέληξαν στην οριστική καταδίκη των Ναζί. Περιττό να αναφέρω πως αν επισκεφτώ ξανά τη Νυρεμβέργη, θα επιδιώξω να δώσω προτεραιότητα στο συγκεκριμένο Κέντρο. Του αξίζει μια πολύωρη επίσκεψη.

Αυτό ήταν, λοιπόν; Δεν είχε μουσεία το μενού; Μόνο λουκάνικα και περιπάτους; Α, κύριοι, όπως ανέφερα οι συνθήκες δεν ήταν απόλυτα ευνοϊκές για επισκέψεις σε μουσεία. Μα δεν αντιστάθηκα και τελικά επισκέφτηκα δύο μουσεία στη Νυρεμβέργη, που βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης και προσφέρονταν για την συντροφιά του ανιψιού μου. Το πρώτο ήταν το Σπίτι του Άλμπρεχτ Ντύρερ• και το άλλο ήταν το Μουσείο των Παιχνιδιών!




Ο ποταμός Pegnitz στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας / Pegnitz River in Nuremberg, Germany
Ο καθεδρικός Άγιος Λαυρέντιος, γοτθική εκκλησία στη Νυρεμβέργη / St Lorenz cathedral in Nuremberg
Θέα των σπιτιών από ψηλά στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας / Top view in Nuremberg, Germany



Ντύρερ και Παιχνίδια




Έχω γράψει παλιότερα για τον Ντύρερ [Albrecht Dürer] και τη «Μελαγχολία» του σε αυτό το κείμενο. Ο διασημότερος των Γερμανών ζωγράφων της Αναγέννησης γεννήθηκε σε ένα όμορφο σπιτάκι στη Νυρεμβέργη, κοντά στο κάστρο. Με το πέρασμα των αιώνων το σπιτάκι ανανεώθηκε, εμπλουτίστηκε με παραπανίσια διακόσμηση και μετετράπη σε μουσείο.

Αυτό, λοιπόν, είναι το «σπίτι του Ντύρερ»!

Μεταξύ των δωματίων ξεχώρισα μια μεγάλη αίθουσα ξέχειλη με υλικά κατασκευής, πολύχρωμα βάζα πρώτων υλών, πινέλα, οστά, χαρτικά, μελέτες, σχέδια και λογής εργαλεία: το εργαστήρι του Ντύρερ. Παραδομένη στο ημίφως, ενδεδυμένη στο σκούρο καφέ της ξύλινης επένδυσης, έμοιαζε με το καταφύγιο κάποιου αρχέγονου αλχημιστή. Να κυλούσε άραγε ο χρόνος έξω; Ή μήπως είχαμε γυρίσει πίσω στον χρόνο, πέντε αιώνες πριν;



Το σπίτι του Ντύρερ στη Νυρεμβέργη / Albrecht Dürer's house in Nuremberg




Το δεύτερο δωμάτιο που ξεχώρισα περιελάμβανε ένα τυπογραφικό μηχάνημα των καιρών: λίγες δεκαετίες χωρίζουν τον Ντύρερ από τον Γουτεμβέργιο και την εμφάνιση της τυπογραφίας στην Ευρώπη. Μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων του, ο Ντύρερ εξέλιξε την τέχνη της τυπογραφίας και του γραφικού σχεδιασμού – και στο Μουσείο παίρναμε μια ιδέα του μηχανήματος των καιρών.

Μια κοπέλα, υπάλληλος στο Μουσείο, παρουσίαζε τη λειτουργία του μηχανήματος, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τις ίδιες κινήσεις (επάλειψη του χαρακτικού με μελάνη, πίεση στην πρέσα, δημιουργία ενός αντίγραφου) για κάθε περαστικό που έμπαινε στην αίθουσα. Ήταν και η ίδια μέρος της διακόσμησης, από μία άποψη.

Αναρωτήθηκα πως μπορεί να ένιωθε κάνοντας το ίδιο πράγμα 100 φορές τη μέρα. Μετά όμως σκέφτηκα πως οι Γερμανοί έχουν άφθονα βίτσια και πιθανό να της αρέσει.




Αίθουσα στο σπίτι του Άλμπρεχτ Ντύρερ στη Γερμανία / Room inside Albrecht Dürer's house in Nuremberg, Germany
Το εργαστήρι του ζωγράφου Άλμπρεχτ Ντύρερ στη Νυρεμβέργη / Albrecht Dürer's lab in Nuremberg, Germany
Πινέλα και είδη ζωγραφικής στο σπίτι του Άλμπρεχτ Ντύρερ στη Νυρεμβέργη / Painting tools in Albrecht Dürer's lab in Nuremberg, Germany
Από τις λεπτομέρειες στο εργαστήρι του Άλπρεχτ Ντύρερ / Detail from Albrecht Dürer's lab in Nuremberg, Germany
Παλιό τυπογραφικό μηχάνημα στο σπίτι του Ντύρερ, Νυρεμβέργη, Γερμανία / Old printing press in Albrecht Dürer's house in Nuremberg
Χρώματα σε βάζα από το εργαστήρι του Ντύρερ στη Γερμανία / Painting jars from Albrecht Dürer's lab in Nuremberg
Ουσίες για παρασκευή χρωμάτων στην Αναγέννηση, από το σπίτι του Άλμπρεχτ Ντύρερ / Making colors during the Renaissance - detail from inside Albrecht Dürer's house in Nuremberg
Φτιάχνοντας τα χρώματα... Λεπτομέρεια από το εργαστήρι του Ντύρερ στη Νυρεμβέργη / Making colors... detail from Albrecht Dürer's lab in Nuremberg




Προς ολοταχώς για το Μουσείο των Παιχνιδιών! Θα έλεγε κάποιος πως επισκέφτηκα το συγκεκριμένο Μουσείο για χάρη του ανιψιού μου. Μα ομολογουμένως η επιθυμία να το επισκεφτώ ήταν όλη δική μου.

Ο μικρός βέβαια έκανε πολλές χαρές. Μα εγώ να δείτε χαρά! Παιχνίδια που κάλυπταν την περίοδο δυόμισι αιώνων τουλάχιστον: από κούκλες και κουκλόσπιτα σε τρενάκια και κατασκευές, από επιβλητικές μακέτες σε καρουζέλ, από πρώιμες μηχανές προβολής σε λούτρινα, από αθλητικά σε επιτραπέζια, από αγορίστικα σε κοριτσίστικα.



Έκθεση με κούκλες του 19ου αιώνα. Από το μουσείο των παιχνιδιών στη Γερμανία / Dolls from the 19th century. From Nuremberg's Toy Museum
Κουκλόσπιτο του 19ου αιώνα. Από το μουσείο των παιχνιδιών στη Νυρεμβέργη / Doll house of the 19th century. From Nuremberg's Toy Museum
Παίζοντας στο μουσείο των παιχνιδιών / Playing in the Toy Museum
Παλιό συναρμολογούμενο, κατασκευή από το μουσείο των παιχνιδιών / Old building toy from the Toy Museum in Nuremberg




Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την αναδρομή στην εξέλιξη των παιχνιδιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες – ας κάνω λοιπόν μια σύντομη ανασκόπηση. Καθώς βρισκόμαστε στη Γερμανία, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 40 τα παιχνίδια είχαν έντονο μιλιταριστικό και βιομηχανικό χαρακτήρα – και, ναι, όπως θα δείτε στη φωτογραφία, οι Ναζί δεν παρέλειψαν να κατασκευάσουν και τα δικά τους χαρακτηριστικά παιχνίδια… Μα η ήττα οδήγησε στην καταστροφή και τη φτώχεια. Σε μια χώρα παραδομένη στα ερείπια τα παιδιά δεν είχαν πια καιρό για πολυτελείς αγορές.




Γερμανικά πολεμικά παιχνίδια των χρόνων του 40 / Germany war toys of the 40's
Ναζιστικά παιχνίδια από τη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 40 / Nazi toys from Germany in the 40's




Η δεκαετία του 50 σηματοδότησε τη σταδιακή ανοικοδόμηση της χώρας – και την εδραίωση του ψυχροπολεμικού κλίματος. Στα μισά της δεκαετίας η Δυτική Γερμανία γνώριζε μια αλματώδη ανάπτυξη. Ο αμερικανικός τρόπος ζωής είχε κατακλύσει τα παιχνίδια των καιρών: κυριαρχούν τα αμάξια για τα αγόρια και τα έπιπλα σπιτιού για τα κορίτσια. Τα Lego κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς επίσης και το παιχνίδι-σύμβολο του καπιταλισμού: η Monopoly.




Ιστορία των παιχνιδιών. Αυτοκινητάκια της δεκαετίας του 50, από το μουσείο των παιχνιδιών / Toy history. Toy cars of the 50's
Παιχνίδια με ήρωες της Disney από τη δεκαετία του 50 / Disney toys from the 50's
Ιστορία των παιχνιδιών. Πρωτότυπη Monopoly, επιτραπέζιο από τη δεκαετία του 50 / Toy history. Original Monopoly in the 50's




Ακολουθούν τα ξέφρενα Sixties. Εδώ πρωτοστατούν οι κούρσες του διαστήματος και τα ρομπότ. Μα για τα κορίτσια είχε κάνει την εμφάνισή του ένα νέο είδωλο: η κούκλα Barbie – και μαζί με αυτήν άφθονα νευρωτικά συμπλέγματα για τα κορίτσια που θα μεγάλωναν και θα διαπίστωναν πως δεν της μοιάζουν και τόσο.




Ιστορία των παιχνιδιών. Η κούκλα Μπάρμπι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 / Toy history. Barbie doll in the 50's
Ιστορία των παιχνιδιών. Διαστημικά παιχνίδια της δεκαετίας του 60 / Toy history. Space games of the 60's in Germany
Ιστορία των παιχνιδιών. Το Scrabble / Scrabble board game in the Toy Museum of Nuremberg




Η δεκαετία του 70, μια εποχή γεμάτη αναταράξεις για τον γερμανικό κόσμο, σηματοδότησε το πέρασμα από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό χώρο: είμαστε πια στην εποχή της καταξίωσης της τηλεόρασης και των τηλεοπτικών παιδικών ηρώων. Οι οικολογικές ανησυχίες των καιρών συνέβαλαν στην εμφάνιση άφθονων «εναλλακτικών» παιχνιδιών. Τα ίδια χρόνια εμφανίζονται και τα Playmobil.




Παιχνίδια με χαρακτήρες της δεκαετίας του 70, από το μουσείο των παιχνιδιών / Toys of the 70's from the Toy Museum
Παιχνίδια Playmobil / Playmobil games from the Toy Museum in Nuremberg, Germany




Η συνέχεια μας είναι όλο και περισσότερο οικεία. Τα 80’s έφεραν τους ήρωες των αμερικανικών υπερπαραγωγών, την επέκταση των επιτραπεζίων, τους οικιακούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τις κονσόλες και τα βιντεοπαιχνίδια. Όσο αφορά τη δεκαετία του 90; Νομίζω δεν έχουμε ακόμα απογαλακτιστεί από τη συγκεκριμένη εποχή, επομένως δεν χρειάζεται να επιχειρήσω κάποια ιστορική αναφορά!




Παιχνίδια με υπολογιστές και κονσόλες της δεκαετίας του 80 / Computer and console games of the 80's
Παιχνίδια με φιγούρες από τον Πόλεμο των Άστρων, τον Εξωγήινο, κλπ / 80's games with film figures
Φιγούρες παιχνιδιών της δεκαετίας του 80 / Game hero figures from the 80's




Μακάρι να έπαιζε περισσότερο ο κόσμος. Μικροί και μεγάλοι. Το πρώτο βήμα για την επικύρωση της ηλιθιότητας και τη μετατροπή του κόσμου σε ένα διεθνές κύκλωμα νευρωτικών είναι η παραδοχή πως «μεγάλωσα, άρα ωρίμασα, άρα τα παιχνίδια δεν με αφορούν».

Και μαζί με τη θέληση για παιχνίδι ο ενήλικας καταλήγει να σκοτώσει τη φαντασία του και την ικανότητα να οραματίζεται μια διαφορετική ζωή – και η συνέχεια στους τηλεοπτικές σας δέκτες.




Παίζοντας Πακ Μαν / Playing Pac Man
Το κουνέλι και ο μικρός Ντύρερ στο μουσείο των παιχνιδιών της Γερμανίας / Rabbit and little Dürer, from the Toy Museum in Nuremberg




Γερμανικές και ελληνικές συνήθειες




Να επιχειρήσω συγκρίσεις; Να ανοίξω τον ασκό του Αιόλου; Α, κύριοι, αφού γνωρίζετε πόσο εύκολα μπορεί μια φαινομενικά απλή σύγκριση να καταλήξει σε στερεότυπα και προκαταλήψεις! Και μεταξύ των δύο αυτών λαών, Γερμανών και Ελλήνων… αλίμονο, το στερεότυπο και η προκατάληψη καλά κρατούν.

Τέλος πάντων. Δύο λόγια δεν βλάπτουν. Ήδη επιχείρησα μια σύγκριση, στην πρώτη ενότητα του κειμένου, αναφερόμενος στην ησυχία και την κλεισούρα της μέσης γερμανικής (και βορειοευρωπαϊκής) επαρχιακής πόλης. Ας αφήσουμε το Βερολίνο στην άκρη, όντας ιδιαίτερη περίπτωση – η Γερμανία, στην πλειοψηφία της, δεν προσφέρεται για ανθρώπους που αγαπούν να κυκλοφορούν έξω τα βράδια και να βλέπουν κίνηση και κόσμο. Και αν νιώθεις εύκολα μοναξιά – θα πρότεινα να επισκεφτείς αυτά τα μέρη ως τουρίστας και όχι για να ζήσεις.

Όσο κατευθύνεσαι βορειότερα στην Ευρώπη, εξάλλου, απουσιάζει ολοσχερώς το κοινωνικό φαινόμενο της «εκτεταμένης οικογένειας» που συναντούμε στη χώρα μας. Τα παιδιά εγκαταλείπουν από νωρίς τους γονείς τους και η αστική πυρηνική οικογένεια συνιστά τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Μειωμένοι οικογενειακοί δεσμοί, έμφαση στην εργασία και στην απόκτηση χρήματος, η Γερμανία, παρέα με τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και το κοινωνικό τους πρότυπο, τις ΗΠΑ, είναι περισσότερο ανεξάρτητες, περισσότερο ανεπτυγμένες, περισσότερο εξατομικευμένες – και περισσότερο μοναχικές, συγκριτικά με εμάς.

Η παράδοση είναι όμορφη όσο προσδίδει μια αίσθηση συνέχειας και νοήματος – μα γίνεται εύκολα τροχοπέδη αν παρεμποδίζει την ατομική σου ανάπτυξη, πέρα και έξω από τους κοινωνικούς δεσμούς. Μας αρέσουν, δεν μας αρέσουν, οι Γερμανοί, παρέα με τους φίλους τους στις γείτονες χώρες, είναι περισσότερο απελευθερωμένοι από προκαταλήψεις και στερεότυπα στις μεταξύ τους σχέσεις και στον τρόπο ζωής τους. Ποικίλα ερωτικά θέματα που σε άλλα μέρη συνιστούν ταμπού, η ελευθερία στις σχέσεις, η ισοτιμία γυναικών-αντρών, η ομοφυλοφιλία, ο γυμνισμός – όλα είναι αποδεκτά και εφαρμόζονται δίχως προκατάληψη.

Να πω για τα ποδήλατα; Αχ, κάθε φορά που επισκέπτομαι μια ευρωπαϊκή πόλη το ίδιο συμβαίνει. Παντού ποδηλατόδρομοι, παντού ποδηλάτες. Δίχως να αισθάνονται περιθωριακά σώματα, όπως ενίοτε συμβαίνει στη χώρα μας… πιστέψτε με, ξέρω. Είμαι ένας από αυτούς τους ποδηλάτες – και αγανακτώ καθημερινώς με τη συμπεριφορά μιας μερίδας κόσμου και με την ανυπαρξία ευνοϊκών συνθηκών οδήγησης.



Ποδήλατα στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Bicycles in Bamberg, Germany
Σκηνή από το Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / A scene from Bayreuth, Germany
Κάνοντας ποδήλατο στο Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / Riding a bike in Bayreuth, Germany




Τουλάχιστον υπάρχει κάτι παρήγορο εδώ: εμείς όλοι που μαθαίνουμε να κάνουμε ποδήλατο υπό τις ελληνικές συνθήκες σκληραγωγούμαστε και γινόμαστε προσεκτικότεροι στην οδήγηση. Ένας μέσος Γερμανός ποδηλάτης δεν τα έβγαζε πέρα ούτε μια μέρα στην Αθήνα. Μα αυτό βέβαια δεν είναι δικαιολογία για την ανυπαρξία υποστήριξή μας στα ποδήλατα. Αχ, χώρα μου, πότε θα σκεφτείς κι εμάς.

Να πω για την καθαριότητα; Να μιλήσω για τη στάση απέναντι στο περιβάλλον; Στη Γερμανία κάνουν ανακύκλωση και το εννοούν – όλοι, υποχρεωτικά, δια νόμου. Κάθε νοικοκυριό ξεχωρίζει μεταξύ τους τα χαρτιά, τις συσκευασίες, τα πλαστικά, τα αποφάγια. Άλλες σακούλες τα μεν, άλλες τα δε, άλλοι κάδοι τα μεν, άλλοι τα δε. Και το σύστημα εφαρμόζεται στην εντέλεια. Εμείς εδώ ίσα που κατέχουμε μια μικρογραφία αυτού του συστήματος.

Να πω για την επιμέλεια και την περιποίηση των κέντρων των πόλεων; Για την απουσία αδέσποτων ζώων; Για τη δημόσια υγεία και το σύστημα εκπαίδευσης; Ή μήπως για την κοινωνική οργάνωση;…

Όχι, αγαπητοί μου, δεν επιχειρώ να εξιδανικεύσω. Το ίδιο αδηφάγο σύστημα κυριαρχεί και στη Γερμανία, όπως παντού, με τον αδιέξοδο ανταγωνισμό του και τη μονήρη λατρεία του κέρδους και της ισχύος. Και όλη αυτή η παραδοσιακή «γερμανική πειθαρχία» δεν ήταν ποτέ του γούστου μου. Μα κάποια πράγματα γνωρίζουν πως να τα κάνουν σωστά και οφείλουμε να το παραδεχτούμε, όσο και αν μας ενοχλούν κάποιες συγκρίσεις. Οι Έλληνες είναι έξυπνοι και εργατικοί και πνευματώδεις, σε μεγάλο ποσοστό. Και όμορφοι και πρόσχαροι και – ενίοτε – φιλόξενοι. Μα σκέφτονται πολύ περισσότερο την πάρτη τους και πολύ λιγότερο την ολότητα στην οποία ανήκουν.

Σκοπός κάθε ταξιδιού δεν είναι μόνο η αναψυχή – είναι και το άνοιγμα οριζόντων. Βλέπεις, κριτικάρεις, παραδειγματίζεσαι. Συγκρίνεις τα καλά και τα κακά – τι χρειάζεται να διορθώσεις για να γίνεις καλύτερος – και τι χρειάζεται να μείνει ακριβώς το ίδιο. Σκοπός αυτής της τελευταίας ενότητας ήταν να δείξω κάποια πράγματα που μπορούν να λειτουργήσουν ως παραδείγματα για να γίνουμε καλύτεροι. Και εκείνα στα οποία είμαστε ήδη καλοί – τα αφήνω. Είναι γνωστά. Συγκρίνεται μωρέ ο μεσογειακός ήλιος και το ελληνικό φαί με τα ξένα; Δεν συγκρίνεται, σύμφωνοι.

Μα ας πάμε και ένα βήμα παραπέρα.



Διάφορες φωτογραφίες




Ως τελευταία ενότητα επιλέγω να σας παρουσιάσω διάφορες φωτογραφίες, χωρίς πολλά σχόλια. Ας μιλήσουν από μόνες τους...




Θέα από τη γέφυρα στο Μπάμπεργκ/ Bridge view in Bamberg, Germany

Κτίριο σε μπαρόκ ρυθμό από το Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / Baroque style building in Bayreuth

Κτίριο γοτθικού ρυθμού στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Gothic style building in Bamberg, Germany

Καθεδρικός ναός στο Μπάμπεργκ / Bamberg cathedral, Germany

Κλαδιά και καθεδρικός ναός στο Bamberg / Tree branches and cathedral in Bamberg

Από το Μπαϊρόιτ / Bayreuth

Μνημείο στο αυτοκρατορικό πάρκο στο Μπαϊρόιτ / Monument in the royal park of Bayreuth

Στενό δρομάκι στο Bamberg της Γερμανίας / Alley in Bamberg, Bayern

Η πλατεία μπροστά από το κάστρο της Νυρεμβέργης στη Γερμανία / In front of Nuremberg's castle




Μεταξύ των όμορφων γραφικών στο Μπάμπεργκ ήταν και αυτή η γέφυρα. Πάνω της κρέμονται εκατοντάδες λουκέτα. Μπορεί ο καθένας να προσθέσει το δικό του. Λένε πως αν ένα ζευγάρι βάλει το λουκέτο με το όνομά τους στη γέφυρα, η σχέση τους θα έχει μακροχρόνια διάρκεια.




Η γέφυρα με τα λουκέτα στο Μπάμπεργκ, Βαυαρία / Bridge with locks in Bamberg, Bavaria

Λουκέτο Ich Liebe Dich στη γέφυρα του Μπάμπεργκ / Ich Liebe Dich lock in Bamberg, Bavaria

Πελαργός με μωρό στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας / Stork with baby in Bamberg

Πινακίδα με πελαργούς στο Μπαϊρόιτ / Stork house in Bayreuth, Germany

Πουλί σε στέγη με κεραμίδια στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας / Bird on a rooftop in Bamberg, Bavaria




Το ακόλουθο γλυπτό έστεκε καταμεσής της κεντρικής πλατείας στη Νυρεμβέργη. Μια βάρκα στην οποία επιβαίνουν γυμνοί άνθρωποι και ζώα, ένω ένας σκελετός δεσπόζει πίσω. Η βάρκα της ζωής και του θανάτου, που βρίσκεται σε όλα.




Η βάρκα της ζωής και του θανάτου, από την πλατεία της Νυρεμβέργης / The boat of life and death in Nuremberg, Germany




Να και ο ιππότης που σκοτώνει τον Δράκο. Άλλη μια λεπτομέρεια από τη Νυρεμβέργη. Πόσο μου άρεσαν αυτές οι μεσαιωνικές πινελιές της!




Ιππότης και δράκος, γλυπτό στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας / Knight and dragon, in Nuremberg Germany

Μαγαζί και ποδήλατο στη Νυρεμβέργη / Store front and bike in Nuremberg, Germany

Εκκλησία της Παναγίας στη Νυρεμβέργη και αγορά / Frauenkirche, the Church of our Lady in Nuremberg

Από την υπαίθρια αγορά της Νυρεμβέργης / From the market in Nuremberg

Πεζόδρομος στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Street view in Bamberg, Germany




Μουσική και εκδηλώσεις στο Μπαϊρόιτ. Κάτω βλέπουμε τον Βάγκνερ να υψώνει τα χέρια του, έτοιμος να διευθύνει την ορχήστρα.




Αφίσες και εκδηλώσεις στο Μπαϊρόιτ / Posters and events in Bayreuth

Γλυπτό του Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / Wagner statue in Bayreuth

Πινακίδα καταστήματος με κιθάρα στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Guitar sign in Bamberg, Bavaria




Μνημείο στο Μπαϊρόιτ για τον Ζαν Πωλ, σημαντικό εκπρόσωπο του γερμανικού ρομαντισμού.




Μνημείο για τον ρομαντικό γερμανό συγγραφέα Ζαν Πωλ στο Μπαϊρόιτ / Jean Paul Monument in Bayreuth




Bier-Baum, ή αλλιώς, το Μπυρόδεντρο. Ξέρω πολύ κόσμο που θα έδινε τα πάντα για να φύτρωνε ένα τέτοιο στην αυλή του.




Δέντρο με μπύρες στη Γερμανία / Bier Baum, tree with beer bottles in Germany

Μπύρες στο χιόνι / Beers in the snow

Πινακίδα καταστήματος στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας / Store sign in Bamberg

Πινακίδα καταστήματος στο Μπαϊρόιτ / Store sign in Bayreuth, Germany




Γύρος! Ως γνωστόν είναι πολλοί οι Έλληνες στη Γερμανία. Να αναφερθώ επίσης στο γιαούρτι "Ellinas"που δέσποζε στα γερμανικά σούπερ μάρκετ. Πιο κιτς συσκευασία (με αρχαία γραμματοσειρά και κίονες και όλα) θα ήταν αδύνατο να φτιάξουν. Μα... αυτά πουλάνε στο εξωτερικό.




Πίτα με γύρο στο Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / Pita gyros, greek food in Bayreuth, Germany

Αγαλματάκια με γατούλες

Από τον πεζόδρομο του Μπάμπεργκ στη Βαυαρία / View in Bamberg, Bavaria




Η παρέα μου στο ταξίδι. Μαμά, μπαμπάς και ανιψιός. Χαμογελάστε, είστε στη Φωλιά του Κούνελου!




Χαμογελάστε! / Say cheese!




Για δες. Νομίζω τον ξέρω αυτόν τον τύπο. Χμμ.




Θέα από ψηλά στο Μπάμπεργκ




Ποδήλατα. Και τοιχογραφίες σε κτίριο με μεσαιωνική διακόσμηση. Αχ.




Ποδήλατα και τοιχογραφίες σε δρόμο του Μπάμπεργκ, Γερμανία / Bicycles and  murals in Bamberg, Germany

Άγαλμα και σπίτια στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας / Statue and houses in Bamberg

Απογευματινή θέα από τη γέφυρα του Μπάμπεργκ στη Γερμανία / Afternoon in Bamberg, Germany

Ποτάμι και σπίτια στη Μικρή Ολλανδία του Μπάμπεργκ / Little Holland view in Bamberg, Bavaria

Θέα πάρκου στο Μπαϊρόιτ της Γερμανίας / Top view of a park in Bayreuth, Germany




Τι έφερε ο Κούνελος στις αποσκευές του από τη Γερμανία; Ιδού η απάντηση....




Σοκολάτες από κατάστημα στη Γερμανία / Chocolates in Germany

Το φονικό κουνέλι στο χιόνι. Θέα από το Μπάμπεργκ της Γερμανίας

Πορτραίτα γυναικών

$
0
0

πορτραίτο γυναίκας με μολύβι, από το φονικό κουνέλι




Πορτραίτα γυναικών. Το παρόν σχέδιο είναι του υπογράφοντος Κούνελου. Είναι το πρώτο από μια σειρά πορτραίτων που είχα φτιάξει κατά τη διάρκεια των δεύτερων σπουδών μου, 8 με 10 χρόνια πριν...

Ήταν μια ευχάριστη, δημιουργική περίοδος. Τα καλοκαίρια πήγαινα σε camping, φέροντας μαζί τον σχεδιαστικό εξοπλισμό μου: ένα μικρό μπλοκ, μερικά μολύβια και μια γόμα. Αυτό μόνο. Αναζητούσα ερεθίσματα για να εξασκήσω το σχέδιο, μα η νεκρή φύση δεν με ενέπνεε. Ενώ οι γυναίκες… α, εδώ ήταν όλο το ζουμί.

Τις εντόπιζα μέσα από τις παρέες των διακοπών. Φοιτήτριες, λίγο μικρότερες από μένα τον καιρό εκείνο. «Θες να σου φτιάξω το πορτραίτο;», τους έλεγα. «Εξασκούμαι. Θα στο δώσω στο τέλος». Εκείνες χαμογελούσαν – πάντα χαμογελούσαν. Καμία δεν έφερε αντίρρηση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις. Ποιο κορίτσι δεν θέλει το πορτραίτο του, αν του προσφέρεται με αυτόν τον τρόπο…

Κάθονταν απέναντί μου. Κάποιο σκιερό τραπεζάκι συνήθως, στην άπνοια ενός ζεστού μεσημεριού, ενώ τραγουδούσαν στα δέντρα τα τζιτζίκια. Και ξεκινούσα… Πρώτα το γενικό περίγραμμα… το σχήμα του προσώπου… τα μάτια… το στόμα… οι σκιές…

Καμία τους δεν πόζαρε με τον ίδιο τρόπο. Μία ήταν ανήσυχη, θυμάμαι. Νευρική. Έμοιαζε αναποφάσιστη. Μου το μετέδωσε. Ήμουν νευρικός στη διάρκεια του σχεδίου, έκανα πολλά λάθη. Στο τέλος έφτασα να απολογηθώ για τυχόν λάθη. Φάνηκε να της αρέσει – δεν ξέρω, δεν κατάλαβα. Το πήρε, έφυγε, αυτό ήταν. Δοκιμασία.

Άλλη ήταν σωστό ζιζάνιο. Μιλούσε σε κόσμο, σηκωνόταν από την καρέκλα, καθόταν πάλι, γυρόφερνε… Αισθανόμουν λες και προσπαθώ να πιάσω τη σκιά της με απόχη. Τελικά τα κατάφερα όμως – την έπιασα. Το πορτραίτο της άρεσε πολύ.

Μία τρίτη ήταν πολύ σοβαρή. Νομίζω πως της άρεσα – είμαι σίγουρος. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στο σχέδιο… ήταν λες και ήθελε να με διευκολύνει. Ίσως όμως η σοβαρότητά της να οφειλόταν σε έναν άλλο παράγοντα: άγχος. Πως φαίνομαι στα μάτια του; Θα μπορέσει, άραγε, να δει την ομορφιά μου;

Μια άλλη, τέλος, άρεσε σε μένα. Εκεί έβαλα τα δυνατά μου. Στο τέλος κοιτούσε το πορτραίτο της πολλή ώρα. Χαμογελούσε. Έφτασε να συγκρίνει με έναν καθρέφτη που είχε μαζί της. «Έτσι φαίνομαι;», ρώτησε, δίχως να απολέσει το χαμόγελό της. Ναι, έτσι – ήθελα να της πω. Όμορφη. Μα δεν είπα την τελευταία λέξη.

Οι κοπέλες πήραν τα πορτραίτα τους και έφυγαν. Σκόρπισαν σαν τα καλοκαίρια. Και αυτό ήταν. Οι παρέες διέλυσαν, οι επαφές χάθηκαν. Και αν κάπως θυμάμαι τα χαρακτηριστικά τους… είναι επειδή είχα αφιερώσει 2 ώρες για να τις σχεδιάσω.

Ένα και μοναδικό πορτραίτο μου απέμεινε από εκείνη την περίοδο. Αυτό που σας παρουσιάζω. Είναι το πρώτο που έκανα. Η διαφορά του σε σχέση με τα άλλα;… Η γυναίκα που βλέπετε δεν έστεκε, σάρκα, βλέμμα και φωνή, απέναντί μου. Πηγή του πορτραίτου είναι μια φωτογραφία σε περιοδικό.

Αυτό λοιπόν το πορτραίτο, της φωτογραφίας του περιοδικού, είναι και το μόνο που μου απέμεινε από εκείνη την εποχή.


~


Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση... του Ρενέ Γκοσινί

$
0
0

Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση... μια ιστορία του Ρενέ Γκοσινί. Σκίτσα: Ζαν Ζακ Σαμπέ, παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




«Επιτέλους! Θα έχουμε κι εμείς μία τηλεόραση! Όπως αυτή που έχει ο Κλοτέρ, που είναι ένας φίλος από το σχολείο και που είναι ο τελευταίος μαθητής της τάξης, αλλά που είναι πολύ καλό παιδί. Ο μπαμπάς δεν ήθελε ν'ακούσει λέξη, έλεγε πως μετά δε θα μελετούσα πια τα μαθήματά μου και πως θα ήμουνα κι εγώ ο τελευταίος της τάξης. Και ύστερα είπε πως έκανε κακό στα μάτια και πως δε θα κουβεντιάζαμε πια μεταξύ μας και πως θα σταματούσαμε να διαβάζουμε καλά βιβλία. Και ύστερα η μαμά είπε πως τελικά δεν ήταν άσχημη ιδέα και ο μπαμπάς αποφάσισε ν'αγοράσει μία τηλεόραση.

Σήμερα θα φέρουν την τηλεόραση. Εγώ ανυπομονώ τρομερά. Ο μπαμπάς δεν το δείχνει καθόλου, αλλά ανυπομονεί κι εκείνος, ιδίως από τότε που το είπε στον κύριο Μπλεντόρ, το γείτονά μας, που δεν έχει τηλεόραση.

Επιτέλους το φορτηγό έφτασε μπροστά στο σπίτι μας και είδαμε τον κύριο που κουβαλούσε την τηλεόραση να βγαίνει από το φορτηγό, και η τηλεόραση φαινόταν πολύ βαριά. «Η τηλεόραση είναι για σας;» ρώτησε ο κύριος. Ο μπαμπάς του είπε πως ναι, όμως του είπε να περιμένει μία στιγμή και να μην μπει αμέσως στο σπίτι. Ο μπαμπάς πλησίασε το φράχτη που χωρίζει τον κήπο μας από τον κήπο του κυρίου Μπλεντόρ και φώναξε: «Μπλεντόρ! Έλα να δεις!»

Ο κύριος Μπλεντόρ, που μάλλον μας κοίταζε από το παράθυρό του, βγήκε αμέσως. «Τι με θέλεις;» είπε. «Ούτε στο σπίτι του δεν μπορεί πια κανείς να είναι ήσυχος!» «Έλα να δεις την τηλεόρασή μου!» φώναξε πολύ περήφανος ο μπαμπάς. Ο κύριος Μπλεντόρ πλησίασε αργά αργά, εγώ όμως που τον ξέρω, κατάλαβα πως είχε μεγάλη περιέργεια. «Πφ!» είπε ο κύριος Μπλεντόρ, «η οθόνη είναι πολύ μικρή». «Πολύ μικρή η οθόνη;» ρώτησε ο μπαμπάς, «πολύ μικρή η οθόνη; Μήπως τρελάθηκες; Είναι είκοσι τεσσάρων ιντσών! Απλώς ζηλεύεις, αυτό είναι όλο!»




Ο μικρός Νικόλας, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ



Ο κύριος Μπλεντόρ άρχισε να γελάει, μ'ένα γέλιο που δεν ήταν καθόλου χαρούμενο. «Ζηλεύω; Εγώ;» γέλασε. «Αν ήθελα ν'αγοράσω τηλεόραση, θα το είχα κάνει εδώ και καιρό. Εγώ, αγαπητέ μου, έχω πιάνο! Εγώ έχω δίσκους κλασικής μουσικής, αγαπητέ μου! Εγώ έχω βιβλία, αγαπητέ μου!» «Ασ'τα αυτά! Ζηλεύεις, τελεία και παύλα!» «Α, ναι;» ρώτησε ο κύριος Μπλεντόρ. «Ναι», απάντησε ο μπαμπάς και τότε ο κύριος που κουβαλούσε την τηλεόραση ρώτησε πόση ώρα θα συνεχιζόταν αυτό γιατί η τηλεόραση ήταν βαριά και είχε και άλλες να παραδώσει σήμερα. Τον είχαμε ξεχάσει εντελώς τον κύριο!

Ο μπαμπάς έβαλε τον κύριο στο σπίτι. Το πρόσωπο του κυρίου είχε γεμίσει ιδρώτα, η τηλεόραση πρέπει να ήταν πολύ βαριά. «Πού να την ακουμπήσω;» ρώτησε ο κύριος. «Για να σκεφτούμε», είπε η μαμά, που είχε έρθει από την κουζίνα και που φαινόταν πολύ ευχαριστημένη, «για να δούμε, για να δούμε» και μετά έβαλε το δάχτυλο πλάι στο στόμα της και άρχισε να σκέφτεται. «Κυρία μου», είπε ο κύριος, «αποφασίστε, είναι βαριά!» «Στο τραπεζάκι, εκεί, στη γωνία», είπε ο μπαμπάς. Ο κύριος πήγε προς τα εκεί, αλλά η μαμά είπε όχι, πως αυτό το τραπέζι ήταν για το τσάι, όταν μαζεύονταν οι φίλες της στο σπίτι. Ο κύριος σταμάτησε και αναστέναξε βαθιά.

Η μαμά δίστασε ανάμεσα σ’ ένα άλλο τραπεζάκι, που δεν ήταν αρκετά γερό, στο επιπλάκι, που όμως δε γινόταν να βάλουμε μπροστά του τις πολυθρόνες, και στο σεκρετέρ, που όμως δε βόλευε, γιατί εκεί ήταν το παράθυρο. «Λοιπόν, θ'αποφασίσεις;» ρώτησε ο μπαμπάς, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Η μαμά θύμωσε, είπε πως δεν της αρέσει να την πιέζουν και πως δεν ανεχόταν να της μιλάνε μ'αυτό το ύφος, ιδίως μπροστά σε τρίτους. «Βιαστείτε, αλλιώς την αφήνω να πέσει!» φώναξε ο κύριος, και η μαμά του έδειξε αμέσως το τραπέζι, που έλεγε ο μπαμπάς.

Ο κύριος ακούμπησε την τηλεόραση στο τραπέζι και έβγαλε ένα μεγάλο ουφ. Νομίζω πραγματικά πως πρέπει να ήταν πολύ βαριά η τηλεόραση.



Ο μικρός Νικόλας και η καινούργια τηλεόραση, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ



Ο κύριος έβαλε την πρίζα, γύρισε ένα σωρό κουμπιά, και η οθόνη άναψε, αλλά, αντί να δούμε καουμπόηδες ή χοντρούς άσχημους που παίζουν μποξ, όπως στην τηλεόραση του Κλοτέρ, είδαμε ένα σωρό σπίθες και μαύρες τελίτσες. «Δεν έχει πιο καθαρή εικόνα;» ρώτησε ο μπαμπάς. «Πρέπει να τοποθετήσω την κεραία σας», απάντησε ο κύριος, «όμως με καθυστερήσατε πολύ. Θα ξανάρθω μετά τις άλλες παραδόσεις μου, δε θ'αργήσω». Και ο κύριος έφυγε.

Εγώ στενοχωρήθηκα, που η τηλεόραση δεν έπαιζε ακόμα. Μου φαίνεται πως και η μαμά και ο μπαμπάς το ίδιο. «Λοιπόν, το ξεκαθαρίσαμε το θέμα», μου είπε ο μπαμπάς. «Όταν θα σου λέω να πας να κάνεις τα μαθήματά σου ή να πας για ύπνο, θα υπακούς!» «Ναι, μπαμπά», είπα, «εκτός φυσικά αν παίζει κάποια καουμπόικη ταινία». Ο μπαμπάς έγινε σαν τομάτα από το θυμό του, μου είπε πως είτε παίζει καουμπόικη ταινία είτε όχι, όταν θα μου λέει να πάω στο δωμάτιό μου, εγώ θα πηγαίνω, και τότε εγώ έβαλα τα κλάματα.

«Μα επιτέλους», είπε η μαμά, «γιατί το μαλώνεις το καημένο το παιδί και το κάνεις να κλαίει!»
«Ωραιότατα», είπε ο μπαμπάς, «εσύ να παίρνεις το μέρος του τώρα!»

Η μαμά άρχισε να μιλάει πολύ αργά, όπως κάνει όταν είναι πολύ θυμωμένη. Είπε στον μπαμπά πως πρέπει να δείχνει κατανόηση και πως στο κάτω κάτω και ο ίδιος δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος, αν δεν τον άφηναν να δει κάποιο από τα απαίσια ματς του.

«Απαίσιο το ποδόσφαιρο, τα ματς;», φώναξε ο μπαμπάς. «Για να μπορώ να κοιτάζω αυτά τα απαίσια, όπως τα λες, ματς, αγόρασα την τηλεόραση!» Η μαμά είπε πως ωραία θα περάσουμε, κι εγώ σ'αυτό συμφώνησα, γιατί τα ματς του ποδοσφαίρου μ'αρέσουν πολύ!

«Ναι, μάλιστα», είπε ο μπαμπάς, «δεν αγόρασα αυτήν την τηλεόραση για να κοιτάζω εκπομπές μαγειρικής, αν και θα τις χρειαζόσουν πολύ!»

«Εγώ θα τις χρειαζόμουν;» είπε η μαμά.

«Ναι, θα τις χρειαζόσουν και πολύ μάλιστα», απάντησε ο μπαμπάς, «θα μάθαινες ίσως να μην καις τα μακαρόνια, όπως χτες βράδυ!»

Η μαμά άρχισε να κλαίει, είπε πως δεν είχε ξανακούσει ποτέ τόσο αχάριστες κουβέντες και πως θα επέστρεφε στη μαμά της, δηλαδή τη γιαγιά μου. Εγώ θέλησα να διορθώσω τα πράγματα. «Τα χτεσινά μακαρόνια δεν ήταν καμένα», είπα, «ο προχθεσινός πουρές κάηκε». 'Όμως δε διόρθωσα τίποτα, γιατί όλοι είχαν νεύρα. «Να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» μου είπε ο μπαμπάς και τότε εγώ έβαλα πάλι τα κλάματα και είπα πως ήμουν πολύ δυστυχισμένος, πως αυτά τα λόγια ήταν πολύ αχάριστα και πως θα βλέπω τους καουμπόηδες στο σπίτι του Κλοτερ.

Ο μπαμπάς κοίταξε τη μαμά και μένα και σήκωσε ψηλά τα χέρια. Περπάτησε για λίγο πάνω κάτω στο σαλόνι και μετά σταμάτησε μπροστά στη μαμά και της είπε πως τελικά ο πουρές που του αρέσει πιο πολύ είναι ο καμένος και πως τα φαγητά της μαμάς ήταν σίγουρα καλύτερα από εκείνα της τηλεόρασης. Η μαμά σταμάτησε να κλαίει, έβγαλε μικρούς αναστεναγμούς και είπε πως τελικά της άρεσαν πολύ τα ματς ποδοσφαίρου. «Μα όχι, μα όχι», είπε ο μπαμπάς και φιλήθηκαν. Εγώ είπα πως και μένα τελικά οι καουμπόηδες δε μ'ένοιαζαν και τότε ο μπαμπάς και η μαμά με φίλησαν. Ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι.

Εκείνος που ήταν λιγότερο χαρούμενος και πολύ παραξενεμένος, ήταν ο κύριος με την τηλεόραση, γιατί όταν ξαναγύρισε για να μας βάλει την κεραία, του επιστρέψαμε την τηλεόραση λέγοντάς του πως δε μας άρεσε το πρόγραμμά της.» 



Ο μικρός Νικόλας και η τηλεόραση, σκίτσο του Ζαν Ζακ Σαμπέ


Επίμετρο



Γαλλία, μέσα δεκαετίας 50, χρόνια μετάβασης ανάμεσα στη μεταπολεμική Ευρώπη και τη νεότερη Ευρώπη της αστικοποίησης και του καταναλωτισμού. Ήταν στη διάρκεια εκείνης της περιόδου που ο Ρενέ Γκοσινί [Rene Goscinny] δημιούργησε έναν από τους πιο αγαπημένους παιδικούς λογοτεχνικούς ήρωες όλων των εποχών: τον μικρό Νικόλα [Le petit Nicolas], οι περιπέτειες του οποίου έμελλε ν’ αντικατοπτρίσουν την εποχή του, να συντροφέψουν τα παιδιά και να εξωθήσουν σε άπειρα κρυφά χαμόγελα τους «μεγάλους»… σε εισαγωγικά αυτοί οι τελευταίοι, μια που ήταν κοινή διαπίστωση πως, μέσα από τις ιστορίες του μικρού Νικόλα, αυτοί οι «μεγάλοι» κατέληγαν να φέρονται περισσότερο σαν «παιδιά» από τα ίδια τα παιδιά.

Έτσι και στην ιστορία που μοιράστηκα σήμερα μαζί σας – μία από τις αγαπημένες μου. Οι γονείς του μικρού Νικόλα αγοράζουν μια καινούργια τηλεόραση – ένα αναμφίβολα μεγάλο γεγονός για τα δεδομένα των καιρών που η τηλεόραση μόλις έκανε την εμφάνισή της. Γρήγορα όμως έμελλε να διαπιστώσουν πως δεν την έχουν τελικά πραγματική ανάγκη… και την επιστρέφουν πίσω.

Και έτσι έφτασαν να πρωτοτυπήσουν συγκριτικά με όλες τις άλλες οικογένειες των καιρών… και ο Γκοσινί να μεταδώσει το μήνυμά του: καλή η τηλεόραση, καλή και η φιγούρα στον γείτονα… μα η επικοινωνία είναι ακόμα καλύτερη.

Τα σκίτσα με τα οποία συνοδεύω το κείμενο φυσικά δεν είναι άλλου, παρά του σκιτσογράφου που συνέδεσε το όνομά του με τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα: ο λόγος για τον Ζαν Ζακ Σαμπέ [Jean-Jacques Sempé]. Η μετάφραση είναι της Μελίνας Καρακώστα.

Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Μάρτιος 19

~

Γενηθήτω Black Sabbath... ένα αφιέρωμα στους πατέρες της metal μουσικής

$
0
0


Black Sabbath album cover / Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Black Sabbath




Οήχος του ψιλόβροχου πέφτει στον δρόμο... Σταγόνες κρύες, παγωμένες, κάθε άγγιγμά τους μια προειδοποίηση. Η καμπάνα αντηχεί από μακριά, αντιλαλώντας πένθιμα, υπόκωφα. Μια επικείμενη αίσθηση χαμού. Ο ήχος της θολός και απόμακρος, θαμμένος στην ομίχλη, μυστικό που αναδύεται σαλεύοντας αργά. Μα σαν περνά η ώρα, ο αντίλαλος τρυπά το νεφελώδες πέπλο και καταφτάνει κρυστάλλινος στ’ αυτιά σου. Ο ήχος της καμπάνας δυναμώνει, καταπίνει τη σιωπή. Μαζί του δυναμώνει και η βροχή. Τα άγγιγμά της πλέον τσουχτερό. Αισθάνεσαι πως κάτι φοβερό, κάτι φρικτό επίκειται, από στιγμή σε στιγμή. Μα παραμένεις κοκαλωμένος στη θέση σου.

Μια μαυροντυμένη φιγούρα ξεπροβάλλει από μακριά, τα χαρακτηριστικά της θολά, απροσδιόριστα. Πλησιάζει προς το μέρος σου, βαδίζοντας αργά, πολύ αργά. Μήπως όμως παραμένει ακίνητη στη θέση της; Μήπως είσαι εσύ εκείνος που πλησιάζεις, χωρίς τη θέλησή σου; Μήπως η νύχτα η ίδια σε σπρώχνει να τη συναντήσεις; Οι καμπάνες αντηχούν διαπεραστικά – η βροχή σε περιβάλλει. Η φιγούρα σιμώνει προς το μέρος σου. Θες να κάνεις μεταβολή, επιθυμείς να φύγεις – μα για κάποιο λόγο πιάνεις τον εαυτό σου να παραμένει στάσιμος, κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος.

Η φιγούρα σου χαμογελά. Ένας κεραυνός σκίζει τον ουρανό στα δύο. Βγάζεις μια κραυγή. Η κόλαση ξεχύνεται. Είναι πια αργά.

…Kαὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω metal· καὶ ἐγένετο Black Sabbath – όπως θα μπορούσε να γράφει η Βίβλος της Μουσικής, κάπου εκεί, σε μια από τις καταχωνιασμένες, σκοτεινές σελίδες της.

Και γεννήθηκαν έτσι, υπό τους ήχους της βροχής και των καμπάνων του χαμού, οι Black Sabbath, ένα τερατόμορφο μωρό με παραμορφωμένα δάχτυλα και άγριο βλέμμα. Ένα μωρό που βύζαινε τα Blues, τη Μάνα τόσων και τόσων παιδιών, μα δημιούργησε κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο από αυτά. Ήταν το Heavy Metal και οι Black Sabbath υπήρξαν οι πατέρες του.





Βροχή στο σκοτάδι / Raining in the dark



Ένα ατύχημα




Η βροχή που δυναμώνει· Οι πένθιμες καμπάνες· Η ντυμένη στα μαύρα φιγούρα – μια παρουσία άγνωστη, μα τόσο γνώριμη ταυτόχρονα· Και η σπαρακτική κραυγή του Ozzy Osbourne, ενώ φωνάζει «Θεέ μου, βοήθησέ με!». Αυτή είναι η ατμόσφαιρα και αυτά είναι τα συστατικά του θρυλικού πρώτου, ομότιτλου τραγουδιού, του πρώτου άλμπουμ των Black Sabbath. Βρισκόμαστε στο έτος 1970. Ήταν τότε που η μαυροντυμένη τετράδα των Tonny Iommi, Ozzy Osbourne, Geezer Butler και Bill Ward αποφάσισαν να συλλέξουν σ’ έναν δίσκο τ’ αποτελέσματα των μουσικών και στιχουργικών πειραματισμών τους. Τίποτα δε θα ήταν το ίδιο ξανά στη μουσική.

Ασφαλώς εκείνο που ονομάζουμε «σκληρή» μουσική προϋπήρξε των Black Sabbath. Οι ρίζες τους ήταν εμποτισμένες απ’ τα Blues και δεν είναι τυχαία η αρχική ονομασία του συγκροτήματος: “The Polka Tulk Blues Band”, συντομευμένη εν συνεχεία σε “Polka Tulk”. Ήταν 1968 όταν τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος έκαναν το ξεκίνημά τους – καταμεσής της εποχής των παιδιών των λουλουδιών, της ψυχεδέλειας και των κοινωνικών μηνυμάτων αγάπης. Μα εδώ δεν ήταν Σαν Φρανσίσκο, μα το βιομηχανικό Birmingham: η τετράδα ήταν γέννημα θρέμμα της εργατικής τάξης. Μέσα στην κάπνα και το ζοφερό σκηνικό της πόλης δεν έβρισκαν πολλές αφορμές για να πιάσουν τους αγρούς και να τραγουδήσουν για λουλούδια και ειρήνη.

Εν ολίγοις, ήδη από το ξεκίνημά της, η τετράδα απ’ το Birmingham φανέρωνε πως επιθυμούσε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο, πέρα από τη μόδα και τις τάσεις των καιρών.



Earth band in 1968... Black Sabbath in their beginning / Οι Black Sabbath στο ξεκίνημά τους, τον καιρό που ονομάζονταν Earth
Παλιά, πρώιμη φωτογραφία των Black Sabbath, από το 1969 / Black Sabbath in 1969
Ο κιθαρίστας των Black Sabbath, Tony Iommi




Σύντομα το σχήμα (που στην πρώιμη εκδοχή του ήταν εξαμελές, μα δύο από τα μέλη του έφυγαν πολύ νωρίς) μετονομάστηκε σε “Earth” – ήταν ένα όνομα που αργότερα ο Ozzy Osbourne αποκάλυψε πως μισούσε. Τα Blues υπήρξαν ο πυρήνας, η βάση του ήχου τους. Αν υπήρξε μία μουσική τις περασμένες δεκαετίες, που είχε κάθε λόγο να θεωρεί τον εαυτό της περιθωριακό, τραχύ και άγριο, αυτή ήταν σαφέστατα τα μαύρα, αμερικανικά Blues – και στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 η Αγγλία τα είχε ανακαλύψει και τα είχε ερωτευτεί. Ε λοιπόν, η τετράδα από το Birmingham ανήκε στους θαυμαστές του είδους – μα δεν δοκίμαζαν να παίξουν Blues «καθαρά», μα μπολιασμένα με άφθονη ηλεκτρική παραμόρφωση.

Ήταν ένας εντελώς πρωτοποριακός ήχος και ένα πολύ ασυνήθιστο, για την εποχή, στυλ παιξίματος, ειδικά όσο αφορά την ηλεκτρική κιθάρα. Σύμφωνα με τον κιθαρίστα Tonny Iommi, τον βασικό υπεύθυνο της δημιουργίας του χαρακτηριστικού αυτού ήχου του συγκροτήματος, το παίξιμό του οφειλόταν σε ένα εργατικό ατύχημα που είχε στα 17 του – στη διάρκεια του οποίου έχασε τις άκρες των μεσαίων δαχτύλων του χεριού του. Στη θέση τους έβαλε πρόσθετα, πλαστικά υποκατάστατα και ξεκούρδισε τις χορδές της κιθάρας του με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορεί να τις λυγίζει ευκολότερα με τα νέα, κατασκευασμένα δάχτυλά του. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ιδιαίτερα παραμορφωμένος κιθαριστικός ήχος, όμοιος του οποίου δεν είχε ακουστεί ως τότε. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε λοιπόν πως ήταν ένα ατύχημα εκείνο που γέννησε το heavy metal.

Και αν δεν είχε υπάρξει ο ήχος της κιθάρας του Iommi, θα μιλούσαμε άραγε για «σκληρή μουσική»; Πιστεύω πως ναι – τα εξηλεκτρισμένα Blues εκείνων των χρόνων ήταν ασφαλώς μια μουσική γεμάτη δύναμη και πάθος, κάτι που φάνηκε εξάλλου σε άρτιους εκπροσώπους της όπως ο Jimi Hendrix. Οι Led Zeppelin είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, παραδίδοντας εξαιρετικές και ιδιαίτερα αιχμηρές εκτελέσεις blues τραγουδιών, ενώ το συγκρότημα του Jeff Beck παρέδιδε ορισμένα από τα σκληρότερα blues που είχαν ακουστεί ως τότε.

Παράλληλα οι Blue Cheer, την ίδια εποχή, είχαν αποκαλύψει μία ακόμα περισσότερο «βρώμικη» εκδοχή των ηλεκτρισμένων Blues, ίσως την πιο παραμορφωμένη όλων – και για κάποιους οι Blue Cheer είναι οι ουσιαστικοί προάγγελοι του Heavy Metal.

Μα κανενός ο ήχος δεν είχε το βάθος και τον όγκο της κιθάρας του Iommi. Κάθε ριφ που ξεχυνόταν απ’ τα χέρια του φάνταζε σαν οδοστρωτήρας. Ίσως να μην ήταν τα αρτιότερα παιγμένα blues από τεχνική άποψη – μα ήταν ό,τι βαρύτερο είχε ακουστεί ως τότε.

Δεν ήταν «μόνο» blues – μα κάτι πέρα από αυτά.




Black Sabbath in 1970
Οι Black Sabbath στις αρχές της δεκαετίας του 70 / Black Sabbath in 1970
Οι Black Sabbath τον καιρό του πρώτου δίσκου τους / Black Sabbath in the beginning



Σκοτεινά Οράματα




Λέγεται πως σε μια μέρα μόνο, στα τέλη του 1969, η τετράδα απ’ το Birmingham ηχογράφησαν όλα τα τραγούδια του πρώτου δίσκου τους. Και το συγκρότημα (που πλέον ονομαζόταν “Black Sabbath”, βασισμένο σ’ ένα ομώνυμο φιλμ του 1963 με τον Boris Karloff) παρέδωσε τον δίσκο στα μάτια του κοινού τον Φλεβάρη του 1970 – στο λυκαυγές της νέας δεκαετίας.

Η ατμόσφαιρα του εναρκτήριου, ομότιτλου τραγουδιού, είναι εκείνη που προσδίδει στο άλμπουμ τον σκοτεινό, ζοφερό του τόνο, από την πρώτη, ως την τελευταία νότα. Μια αποκρυφιστική διάθεση κυριαρχεί, μια αίσθηση μυστηρίου και μιας επικείμενης ανησυχίας, κάτι που εντείνεται ακόμα περισσότερο από τους στίχους και – φυσικά – από το ανεπανάληπτο, στοιχειωμένο εξώφυλλο του δίσκου.

Ό,τι και να πούμε για το εξώφυλλο αυτό είναι λίγο. Πρόκειται για μια εικόνα που αποπνέει γνήσιο τρόμο – όχι για όσα δείχνει, μα όσα υπονοεί. Παρατηρούμε μια μαυροντυμένη, θολή φιγούρα, που μοιάζει με γυναίκα (μάγισσα;). Η φιγούρα φαίνεται να χαμογελά ανησυχητικά, ενώ πίσω της απλώνεται ένα τοπίο στην εξοχή και ένα αγροτικό σπίτι. Μα τα χρώματα του τοπίου παραπέμπουν όχι στην πραγματικότητα, με σε κάποιο όνειρο ίσως – ή σωστότερα, σε κάποιον εφιάλτη.

Η έκπληξη του κόσμου που αγόραζε το αυθεντικό βινύλιο γινόταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν, ανοίγοντας τον δίσκο, αντίκριζαν ένα κατάμαυρο φόντο και έναν πελώριο, ανάποδο σταυρό να απλώνεται μπροστά τους. 



Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του πρώτου δίσκου των Black Sabbath / Black Sabbath first album
Το ένθετο του πρώτου δίσκου των Black Sabbath / Black Sabbath, 1970, inner gatefold




Ο παλιόφιλος ο διάβολος είχε επιστρέψει για άλλη μια φορά, κάνοντας την εμφάνισή του όχι μόνο στο εσωτερικό του δίσκου, μα και σε τραγούδια όπως το “N.I.B” και φυσικά το ομότιτλο, «ανίερο άσμα» (ο λόγος για την «ανίερη τριάδα» - πρόκειται για το τραγούδι Black Sabbath, του δίσκου Black Sabbath, του συγκροτήματος Black Sabbath – ό,τι πρέπει για να τρομάζουν οι θρησκόληπτοι).

Για όσους αγνοούν, να πούμε πως το μέταλ δεν ήταν η πρώτη μουσική που είχε θεωρηθεί «του διαβόλου». Το ίδιο είχε ειπωθεί και για το ροκ των περασμένων χρόνων, και για τα blues και για τη τζαζ στο παρελθόν, μα και για κάθε νέα μουσική που ενοχλούσε τους συντηρητικούς του κόσμου. Όσο αφορά τους ίδιους τους Black Sabbath; Φρόντισαν να εκμεταλλευτούν την εικόνα προς όφελός τους φυσικά – γιατί σε τελική ανάλυση, όλα είναι θέμα marketing.

Από τα μέλη του συγκροτήματος εκείνοι που ήταν περισσότερο αναμειγμένοι τον καιρό εκείνο σε αποκρυφιστικές παραφιλολογίες και σχετικά ήταν ο τραγουδιστής Ozzy και, κυρίως, ο μπασίστας Geezer Butler. Ο Bulter είχε μεγαλώσει σε καθολική οικογένεια και η σκέψη του είχε εμποτιστεί με θεούς και δαίμονες. Του άρεσε εξάλλου να διαβάζει βιβλία αποκρυφιστών όπως ο Aleister Crowley. Μας εξιστορεί το ακόλουθο, πολύ ενδιαφέρον περιστατικό, που αφορά το ιστορικό του εναρκτήριου, ομότιτλου τραγουδιού: Πριν ακόμα οι Black Sabbath αποκτήσουν το τελικό τους όνομα, τον καιρό που ονομάζονταν ακόμα "Earth", o Butler είχε δανειστεί ένα βιβλίο με θέμα του τη μαγεία από τον Ozzy. Τον καιρό εκείνο είχε βάψει το δωμάτιο του μαύρο, κατάμαυρο και είχε κρεμάσει στους τοίχους ανάποδους σταυρούς και εικόνες με αναπαραστάσεις του σατανά. Ένα βράδυ, λοιπόν, διάβασε το βιβλίο και, πριν κοιμηθεί, το άφησε δίπλα στο κρεβάτι του, σ'ένα ράφι.

Κάποια στιγμή ξύπνησε – τότε, αντίκρισε με τρόμο μπροστά του μια πελώρια μαυροντυμένη φιγούρα. Στεκόταν εκεί, μπροστά απ'το κρεβάτι του. Πιθανό να ήταν η φαντασία του, σκέφτηκε... Όταν όμως πήγε να ελέγξει το βιβλίο στο ράφι, διαπίστωσε πως το βιβλίο είχε εξαφανιστεί.

...Αυτά σύμφωνα με την αφήγηση του Geezer Butler! Φαντασίωση ή μύθος, απέδωσε τουλάχιστον καρπούς. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε η ιδέα και γεννήθηκε, σα δαιμονισμένο βρέφος, το ομότιτλο "Black Sabbath"...



Σκοτεινή φιγούρα σε δάσος / Dark figure in a forest


Ήταν μόνο η Αρχή




Ο δίσκος σημείωσε αρκετά μεγάλη επιτυχία (φτάνοντας στην 8η θέση των βρετανικών charts), μα για τους Sabbath τα καλύτερα έμελλε να έρθουν στη συνέχεια. Ακόμα και αν δεν είναι, αντικειμενικά μιλώντας, ο πληρέστερος μουσικά δίσκος τους, ούτε εκείνος που ανέδειξε τις πλήρεις ικανότητες του συγκροτήματος, εν τούτοις το άλμπουμ κατέχει μυθικό status στα μάτια των οπαδών της μπάντας – και δικαιολογημένα.

Η μυστήρια, σκοτεινή ατμόσφαιρα εντείνει τη μυθική του διάσταση, ενώ ορισμένα από τα τραγούδια του έμελλε να καταξιωθούν ως κλασικά. Πρώτο και καλύτερο το καταπληκτικό “N.I.B.”, το οποίο περιλαμβάνει ένα από τα πιο πιασάρικα ριφ στην ιστορία της ροκ μουσικής, ενώ εξιστορεί τον έρωτα του Σατανά για μια θνητή γυναίκα – και την προσπάθειά του να την ξελογιάσει.

Η λογοτεχνία τρόμου και φαντασίας βάδιζαν πάντα χέρι χέρι με το heavy metal – ήδη από το ξεκίνημά του. Το υπέροχο “Wizard” αποτίνει φόρο τιμής στον μάγο Gandalf του “Hobbit” και του “Lord of the Rings”, ενώ το “Behind The Wall Of Sleep” είναι εμπνευσμένο από την ιστορία “Beyond The Wall Of Sleep” του H.P. Lovecraft.

Το “Evil Woman” υπήρξε το πρώτο single της μπάντας, μα στην πραγματικότητα συνιστά διασκευή του συγκροτήματος “Crow”. Όσο αφορά τα “Sleeping Village” και “Warning”, που κλείνουν τον δίσκο; Πρόκειται για ένα φινάλε που αποκαλύπτει τις blues ρίζες του Iommi, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει ακόμα περισσότερο τη μυστήρια, ανησυχητική διάθεση που αποπνέει το άλμπουμ στο σύνολό του… Ποιο είναι λοιπόν αυτό το «Χωριό» που αναφέρεται; Σε ποιους απευθύνεται η «Προειδοποίηση»; Μήπως βρισκόμαστε άραγε σε έναν τόπο πέρα από τον χρόνο, πέρα απ’ τη συνείδηση; Μήπως όλα είναι μέρος ενός ονείρου; Ενός ονείρου συλλογικού, κοινού για όλους;

Ένα είναι βέβαιο. Για τους Black Sabbath ήταν μόνο η αρχή. Η ιστορία τους είχε μόλις ξεκινήσει. Μα το αποψινό μας αφιέρωμα τελειώνει εδώ. Kαι το ψιλόβροχο αντηχεί για άλλη μια φορά...


Black Sabbath < click

N.I.B. < click


© Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι, 2015-19. Παρακαλώ να μην αντιγραφτεί σε άλλες ιστοσελίδες.

Ένα αφιέρωμα στις απαρχές των Black Sabbath και τον πρώτο δίσκο τους

Ερωτευμένος με μια Εταίρα... του Αλεξάνδρου Δουμά (υιού)

$
0
0




Δύο αποσπάσματα από την «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλεξάνδρου Δουμά, υιού




«Τίποτα δεν ταιριάζει περισσότερο στη γυναίκα που αγαπάς, όσο ο γαλάζιος ουρανός, τα ονόματα των λουλουδιών, ο δροσερός αέρας, η αστραφτερή μοναξιά του αγρού ή του δάσους. Μ’ όση δύναμη κι αν αγαπάς μια γυναίκα, όση εμπιστοσύνη κι αν της έχεις, όση βεβαιότητα για το μέλλον και να σου δίνει το παρελθόν της, ζηλεύεις πάντα, λιγότερο ή περισσότερο. Αν υπήρξατε ερωτευμένος, κι ερωτευμένος στ’ αλήθεια, πρέπει να έχετε δοκιμάσει αυτή την ανάγκη ν’ απομονώσετε από τον κόσμο το πλάσμα που μέσα σ’ αυτό θέλετε να ζήσετε ολόκληρος. Φαίνεται ότι η γυναίκα που αγαπάς, όσο αδιάφορη κι αν είναι για ένα περιβάλλον, χάνει από το άρωμα και τη μοναδικότητά της όταν βρίσκεται ανάμεσα σε διάφορα πρόσωπα και πράγματα.

Όλα αυτά τα ένοιωθα πολύ περισσότερο από κάθε άλλον. Ο έρωτάς μου δεν ήταν ένας κοινός έρωτας. Ήμουν ερωτευμένος όσο μπορεί να είναι ένα κοινό πλάσμα, αλλά με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ. Μπορούσα, δηλαδή, σε κάθε βήμα μου στο Παρίσι να σκουντήσω έναν άντρα που υπήρξε εραστής αυτής της γυναίκας ή που θα ήταν την επομένη.

Στην εξοχή, ανάμεσα σε ανθρώπους που ποτέ δεν τους είχαμε δει και που δεν νοιάζονταν για μας, μέσα στη φύση την καταστόλιστη με την άνοιξή της, σ'αυτό το ετήσιο προσκύνημα, και μακριά από τον θόρυβο της πολιτείας, μπορούσα να προστατέψω τον έρωτά μου και ν'αγαπώ χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς φόβο. […]


Να σ'αγαπήσει μια κοπέλα αγνή, να της μάθεις πρώτος εσύ αυτό το παρθένο μυστήριο του έρωτα, είναι βέβαια μεγάλη ευτυχία, αλλά και το απλούστερο πράγμα. Να κατακτήσεις μια καρδιά άμαθη στις επιθέσεις, είναι σα να μπαίνεις σε μια πόλη αφύλαχτη και χωρίς φρουρά. Η αγωγή, το αίσθημα του καθήκοντος και η οικογένεια είναι πολύ ισχυροί φρουροί, αλλά δεν υπάρχουν φρουροί τόσο άγρυπνοι που να μη τους ξεγελάει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, στο οποίο η φύση, με τη φωνή του άντρα που αγαπάει, δίνει αυτές τις πρώτες ερωτικές συμβουλές, που είναι τόσο πιο φλογερές όσο πιο αγνές φαίνονται.

Όσο περισσότερο η νέα πιστεύει στο καλό, τόσο πιο εύκολα εγκαταλείπεται, αν όχι στον εραστή, τουλάχιστο στον έρωτα, γιατί καθώς δεν έχει δυσπιστία, είναι και χωρίς δύναμη• ν'αγαπηθείς από αυτήν είναι θρίαμβος που θα μπορέσει να τον έχει, αν το θελήσει, κάθε άντρας είκοσι πέντε χρονών. Κι αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε βλέπετε πως περιβάλλουν τις νέες κοπέλες με επίβλεψη και φραγμούς. Τα μοναστήρια δεν έχουν τοίχους αρκετά ψηλούς, οι μητέρες τόσο απαραβίαστες κλειδαριές, η θρησκεία τόσο αδιάκοπες και βαριές υποχρεώσεις για να κλείσουν όλ’ αυτά τα χαριτωμένα πουλιά στο κλουβί χωρίς να ρίξουν σ'αυτό ούτε ένα λουλούδι. Έτσι, επειδή οφείλουν να επιθυμούν τον κόσμο που τους κρύβουν, επειδή υποχρεώνονται να πιστεύουν ότι είναι γεμάτος προκλήσεις, επειδή αναγκάζονται ν'ακούσουν την πρώτη φωνή που έρχεται, ανάμεσα από τα κάγκελα, να τους διηγηθεί μυστικά, νοιώθουν ότι πρέπει να ευχαριστήσουν αυτό το χέρι που σηκώνει πρώτο μια γωνιά από τον μυστηριώδη πέπλο.

Αλλά ν’ αγαπηθείς από μια εταίρα είναι μια νίκη πολύ και αλλιώτικα δύσκολη. Σ’ αυτές, το σώμα έφθειρε την ψυχή, οι αισθήσεις έκαψαν την καρδιά, η αμαρτία θωράκισε σκληρά τα αισθήματα. Τα λόγια που τους λες τα ξέρουν από πολύ καιρό, τα μέσα που χρησιμοποιείς τα γνωρίζουν καλά κι ακόμα έχουν πουλήσει τον έρωτα που εμπνέουν. Αγαπούν από επάγγελμα, κι όχι από έξαρση. Ο υπολογισμός τους τις προφυλάσσει πολύ πιο σίγουρα παρά μια παρθένα η μητέρα της ή το μοναστήρι.

Έτσι επινόησαν τη λέξη καπρίτσιο γι’ αυτούς τους δίχως συναλλαγή έρωτες που τους έχουν πότε πότε σαν ανάπαυση, σαν δικαιολογία και σαν παρηγοριά. Όμοια με τους τοκογλύφους που απογυμνώνουν χίλιους ανθρώπους και πιστεύουν ότι τα αντισταθμίζουν όλα αν δώσουν μια μέρα, χωρίς τόκο και απόδειξη, είκοσι φράγκα σε κάποιο φτωχό διάβολο που πεθαίνει από την πείνα.

Κι ύστερα, όταν ο Θεός επιτρέψει τον έρωτα σε μια εταίρα, ο έρωτας αυτός, που μοιάζει στην αρχή σα συγγνώμη, γίνεται γι'αυτήν, σχεδόν πάντα, μια τιμωρία. Δεν υπάρχει συγχώρεση χωρίς μετάνοια. Όταν ένα πλάσμα που κατακρίνει τον εαυτό του για όλο του το παρελθόν, αισθάνεται ξαφνικά να είναι ερωτευμένο, βαθιά, ειλικρινά, ακατάσχετα, ενώ πίστευε ότι ποτέ δεν ήταν άξιο για κάτι τέτοιο, όταν ομολογεί αυτόν τον έρωτα, πόσο εξουσιάζεται από τον άντρα που αγάπησε! Πόσο δυνατός νοιώθει με το σκληρό αυτό δικαίωμα για να της πει: «Δεν νοιάζεσαι περισσότερο για τον έρωτα, παρά μόνο για το χρήμα».



*** 






Τα αποσπάσματα από το κλασικό έργο του Αλεξάνδρου Δουμά, υιού, «Η Κυρία με τις Καμέλιες» [Alexandre Dumas, fils, “La Dame aux Camélias”], το οποίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1848. Ένα βιβλίο που έμεινε ξακουστό από τις άφθονες θεατρικές και κινηματογραφικές μεταφορές του – στα αγγλικά αποδίδονται με τον τίτλο: “Camille”.

Το θέμα του βιβλίου, εν μέρει αυτοβιογραφικό, πραγματεύεται τον έρωτα ενός νεαρού αστού για μια πόρνη πολυτελείας – τη Μαργαρίτα Γκωτιέ. Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που η κλασική λογοτεχνία πραγματευόταν ένα αντίστοιχο θέμα. Μένοντας στη Γαλλία, είχε προηγηθεί ο Μπαλζάκ με το “Splendeurs et misères des courtisanes” του 1838-47 και έμελλε να ακολουθήσουν ο Ζορίς-Καρλ Υσμάν [Joris-Karl Huysmans] με το “Marthe” το 1876 και ο Εμίλ Ζολά με τη «Νανά» το 1880.

Ο Δουμάς προσέδωσε μια περισσότερο συναισθηματική, θα λέγαμε, οπτική ματιά στο θέμα. Ο έρωτας του πρωταγωνιστή με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ είναι ένας εύθραυστος έρωτας, έτοιμος να ραγίσει στο παραμικρό. Η Μαργαρίτα απέχει όσο η μέρα με τη νύχτα από τη σκληροπυρηνική εικόνα της πόρνης που έμελλε να μας μεταδώσει 30 χρόνια μετά ο Ζολά. Είναι μια λεπτή και ασθενική φύση, μπλεγμένη μεταξύ εξιδανίκευσης και αλήθειας, φέροντας ακόμα τον απόηχο του Ρομαντισμού, ερωτεύσιμη μα αδύναμη να δραπετεύσει από μια πραγματικότητα που την παγιδεύει στους κόλπους της.

Η μετάφραση είναι του Α. Φραγκιά. Η εισαγωγική εικονογράφηση (που βλέπουμε σε δύο εκδοχές) ανήκει στον Alphonse Mucha και διαχέεται έντονα από το στυλ της Αρ Νουβό: βρισκόμαστε στο έτος 1896 και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Κυρίας με τις Καμέλιες» δεν είναι άλλη από την περίφημη Σάρα Μπερνάρ. Η δεύτερη εικονογράφηση είναι του Emile Βerchmans και χρονολογείται από το 1900.

Για την ψηφιοποίηση των αποσπασμάτων και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Μάρτης του 19.


Σκυλιά που στεγνώνουν τη γούνα τους στο Μπρούκλιν

$
0
0

Vassily Kandinsky - Composition No 4, 1911




Αυτό είναι ένα πειραματικό κείμενο, και, ως τέτοιο, δεν επιθυμώ να βγάζει ιδιαίτερο νόημα. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς θα του δώσω έναν τυχαίο τίτλο. «Σκυλιά που στεγνώνουν τη γούνα τους στο Μπρούκλιν». Αυτό μου ήρθε πρώτο σαν σκέψη, εντελώς γελοίο, μου αρέσει, το κρατάω.

Τι θα κάναμε δίχως τη γελοιότητα, που τόσο πετυχημένα μας θυμίζει πως υπάρχει μια κάποια τεχνητή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το αποδεκτό και το μη-αποδεκτό, την πλευρά της όχθης όπου νομίζουμε πως στεκόμαστε και την όχθη όπως είναι στην πραγματικότητα: μια μεγάλη, γλιστερή φάλαινα, που ετοιμάζεται να καταδυθεί στον βυθό.

Splish splash, I was taking a bath. Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο. Παπάκια. Σκυλιά με τη γλώσσα να κρέμεται έξω. Νευρικά. Ευερέθιστα. Σαν τη χοντρή που μπήκε στο λεωφορείο. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. Αηδία. Παπάκια στη σειρά. Μισώ όλο τον κόσμο, μα τα παπάκια πιο πολύ. Και αυτόν τον τύπο, εκεί, απέναντι, που θέλει να τα ρίξει στη γκόμενα με τη γκρι φούστα. Τη γδύνει με το βλέμμα του. Εκείνη δεν κοιτάζει – τάχα. Λες και δεν καταλαβαίνουν. Σκυλιά με τη γλώσσα έξω. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν αν κουνούσαμε τις ουρές μας – ούτε χυλόπιτες, ούτε τίποτα. Με γουστάρεις; Κουνάς την ουρά σου, τόσο απλά. Και η χοντρή να κοιτάζει και το μωρό να γλύφει το παγωτό που κρέμεται στα στήθη της, αερόστατα σε πτώση.

«Νεαρέ, θα με αφήσεις να κάτσω στη θέση σου; Είμαι ηλικιωμένη», μου απευθύνει ευγενικά τον λόγο μια καλόψυχη ηλικιωμένη. «Όχι», απαντώ. Γελάω με τον εαυτό μου. Κλαίει. Η μπανιέρα πάει να ξεχειλίσει. Ιδρώνουν τα σκυλιά. Έξω οι γλώσσες. Το μωρό γλύφει το παγωτό που κυλάει στο πάτωμα του λεωφορείου, το ίδιο πάτωμα που πατήθηκε από –

Ένας τύπος, εκεί δα, απέναντι (δηλαδή πέρα στο άπειρο, καθώς ποτέ δεν θα γνωρίσω τίποτα πέραν της εικόνας που μου παρουσιάζει), γνωρίζει μια κοπέλα. Της μιλάει. Μόλις τη γνώρισε. Εκείνη τον κοιτάζει και τα μάτια της σκορπούν αστέρια.

«Γνωρίζεις τον μύθο του Σπηλαίου, του Πλάτωνα;», τη ρωτάει ο νεαρός.

«Ηλιόλουστη μέρα σήμερα. Αίθριος καιρός», του απαντάει εκείνη.

«Βλέπουμε μόνο εκείνα που μας υπαγορεύουν οι αισθήσεις μας. Πλέουμε σε πελάγη αγνοίας. Μα σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία η λύση βρίσκεται στην ορθή χρησιμοποίηση του Λογικού, που παρέχει τη δυνατότητα να αποτινάξουμε τις όμοιες με κουρτίνες ψευδαισθήσεις και να δούμε πέρα, στον αληθινό κόσμο των Ιδεών, εκεί που εδράζεται η γνώση, η αλήθεια, η σοφία.»

«Θα συμφωνήσω πως οι γάτες έχουν όμορφο τρίχωμα».

«Ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω πως είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια αποξένωση στον κόσμο. Γιατί να ζούμε τόσο απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Σάμπως δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό; Όχι, μη με κοιτάζεις έτσι, δεν επιθυμώ να θέσω βιβλικές παραβολές τύπου «η Εύα φτιάχτηκε από το πλευρό του Αδάμ» και τέτοια. Είχα κατά νου περισσότερο εκείνους τους στίχους του Moby, ξέρεις, “we’ re all made of stars”, αστέρια, μακρόκοσμος, το απώτερο σύμπαν όπως κάποιες φορές εντοπίζεται σε μια τόσο δα δροσοσταλίδα, μια νότα σαξοφώνου, τον ήχο που κάνει το κουταλάκι όταν ανακατεύει τον καφέ.»

«Το αγαπημένο μου μουσείο είναι το αρχαιολογικό. Είχα πάει μικρή. Θυμάμαι τη θεία μου να με κρατά από το χέρι και να με κερνά παγωτό».

«Μα δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισμός για τον άνθρωπο. Κάθε φιλόσοφος, κάθε στοχαστής βλέπει μια πλευρά και αγνοεί μια άλλη. Άλλος θα σου πει για ζώα και άλλος για θεούς, μα το νόημα βρίσκεται στη σύνθεση των αντιθέτων και στην αιώνια διαπάλη τους – μα αδυνατούμε να συλλάβουμε τη διαπάλη, καθώς αδυνατούμε να επεξεργαστούμε ταυτόχρονα την αντίθεση, ο νους μας παλεύει να επιλύσει τις ασυμφωνίες θρυμματίζοντας την ίδια τη βάση τους, τη μήτρα του χάους που τις γεννά, παρέχοντας ένα κάλπικο εξορθολογισμένο περίβλημα στο άπειρο της αδιάκοπης ροής, φθοράς και αφθαρσίας, τέτοιο που μοιάζει με δίνη, με ρουφήχτρα».

Εισιτήρια! Τα εισιτήριά σας, παρακαλώ.

Είχε μπει ένας ελεγκτής. Μα του επεσήμανα πως άργησε. Εδώ και κάμποσο καιρό έχουν καταργηθεί τα εισιτήρια στα λεωφορεία και τα τρένα. Τώρα χτυπάμε κάρτα.

Το ξέρω πως άργησα, μου λέει. Πάντα τελευταίος φτάνω. Όσο και αν πασχίζω, πάντα μένω μόνος στο τέλος.

Γελάμε με την ψυχή μας. Η χοντρή με το μωρό τραντάζονται και το λεωφορείο ξεχειλίζει παγωτό που κυλάει στο πάτωμα και ξεχύνεται απ’ τα παράθυρα. Στη στάση ανοίγουν το στόμα τους και γλύφουν. Όλοι κρεμάμε τις γλώσσες έξω. Είστε χυδαίοι, βροντοφωνάζει η καλόψυχη ηλικιωμένη, μα ποιος την ακούει. Είμαστε όλοι απασχολημένοι στο γλείψιμο.

Στάση. Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνουν μέσα δυο πενηντάρηδες, ένας ζητιάνος, ένα κοριτσάκι, οι τέσσερις καβαλάρηδες της αποκάλυψης και δυο φοιτητές της νομικής. «Συγγνώμη, σας έσπρωξα κύριε», λέει ο φοιτητής στον καβαλάρη. «Δεν πειράζει, κύριε, είμαστε ούτως ή άλλως στριμωγμένοι εδώ μέσα», απαντάει εκείνος καθησυχαστικά. Το κοριτσάκι βρίσκει τη μαμά του στο προτελευταίο κάθισμα – την είχε χάσει, μα ευτυχώς τη βρήκε.

Συνεχίζουμε τον δρόμο μας. Χαρούμενοι, δίχως προορισμό. Κάποιος θέλει να πατήσει το κουμπί της στάσης. «Το σκέφτεστε, βλέπω», του αποκρίνεται η διπλανή του. «Ναι… δεν είμαι σίγουρος», απαντάει αυτός.

Τελικά δεν πατάει το κουμπί. Υποχώρησε. Κρίμα.

Ο νεαρός φλερτάρει με την κοπέλα. Τώρα της μιλάει για τον Άγιο Αυγουστίνο και την Πολιτεία του Θεού. Εκείνη γοητεύεται. Κοιτάζει την τσάντα της και βγάζει ένα σεσουάρ. Στεγνώνει τα μαλλιά της. Ο αέρας εκσφενδονίζει απ’ το παράθυρο το κοριτσάκι. Θα χρειαστεί να μπει ξανά στο λεωφορείο, στην επόμενη στάση, να αναζητήσει πάλι τη μαμά του.

Και η ζωή συνεχίζεται. Και εγώ δεν είμαι εγώ, μα τι μπορώ να κάνω πια. Τίποτα παρά να αφεθώ στον ίδιο χορό. Τους βλέπεις να χορεύουν, όλοι, εδώ στο λεωφορείο που είναι ταυτόχρονα στάδιο και γυάλα σε ράφι βιβλιοθήκης. Χορεύουν, ξεσαλώνουν, ο ντι-τζέι παίζει μια μπαλάντα και η χοντρή κυρία χορεύει αγκαζέ με το παγωτό, ενώ το μωρό τρέχει πίσω απ’ τα απομεινάρια μιας νύχτας δίχως έρωτα.

Stop!

~

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #12: Ιδού η κοινωνία σου, αστέ.

$
0
0

Λαγούμι της λογοτεχνίας, μέρος 12. Ρεαλισμός και αστική κοινωνία... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




«Μάλιστα κύριε, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέπτης που το περιφέρουν σ'έναν μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο τ'ουρανού, άλλοτε τον βούρκο απ'τις λασπολακκούβες του δρόμου.» - Σταντάλ, «Το Κόκκινο και το Μαύρο» [“Le Rouge Et Le Noir”, 1830]



Πάει καιρός από την τελευταία φορά που άνοιξε τις δρύινες πύλες του το Λαγούμι της Λογοτεχνίας. Και για δες – ίσως είναι η πολυκαιρία, ίσως η κλεισούρα… μα απόψε το Λαγούμι μοιάζει να αναδύει μια αποφορά βάλτου. Μια οσμή ψευδεπίγραφης ιεραρχίας, μια ώσμωση κεκαλυμμένης διαστροφής, μια λαχτάρα για υλικές απολαύσεις, μια ηθική ζούγκλας, μια ξεπουλημένη ευτυχία.

Οκτώ λογοτεχνικά αποσπάσματα, οκτώ συγγραφείς που περιέγραψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παραμόρφωση της αστικής πραγματικότητας και την παράδοση σ’ έναν ανελέητο αγώνα όλων εναντίον όλων, με τρόπαιο το χρήμα, την εύκολη ηδονή και την ασφάλεια του ζώου στο κλουβί.

Στα αποσπάσματα πρωτοστατεί το «ρεαλιστικό» μυθιστόρημα – και οι πρωτοπόροι του, οι Γάλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Σταντάλ (που έθεσε τις βάσεις του λογοτεχνικού ρεαλισμού στο έργο του, χαρακτηρίζοντας το μυθιστόρημα ως «καθρέπτη της πραγματικότητας»), ο Μπαλζάκ (με τις ανελέητες περιγραφές των αστών της εποχής του), και ο Εμίλ Ζολά (ο νατουραλισμός του οποίου εξώθησε το ρεαλιστικό μυθιστόρημα στα άκρα). Εκεί θα συναντήσουμε και έναν σημαντικό Ρώσο συνοδοιπόρο τους, που πάντρεψε έντεχνα την κοινωνική κριτική με τη σάτιρα: τον Νικολάι Γκόγκολ• τον Ιάπωνα Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα και τις τρομακτικές περιγραφές του μιας αδυσώπητης πραγματικότητας• τον Ζαν Κοκτώ και τον έντεχνο κοινωνιολογικό στοχασμό του.

Τα δύο τελευταία αποσπάσματα μοιάζουν σαν έσχατη αντίδραση στην παρακμή – μια απόπειρα να αντιμετωπίσεις τον βούρκο. Λειτουργούν όμως αντιθετικά το ένα στο άλλο.

Στο μεν ένα ο Τζακ Λόντον ξεσπά απέναντι στη διαφθορά και αγωνίζεται για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, προσδοκώντας μέρες βαμμένες στο κόκκινο της εξέγερσης. Στο δε άλλο όμως, δεν υπάρχει πια καμία ανάγκη για εξέγερση: ο βούρκος δεν ξεβούλωσε γιατί δεν υπάρχει λόγος πια να ξεβουλώσει… η αποφορά του επικαλύφθηκε με ευχάριστα αρώματα. Όταν η αστική κοινωνία παραχωρεί τη θέση της στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» - και εκεί όλοι πια ζουν ασφαλείς, ευτυχείς και ναρκωμένοι.


Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα



Εξώφυλλο του 19ου αιώνα για το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ / Le Rouge et le Noir




«Εγώ, να αρνηθώ μια ηδονή που μου προσφέρεται! Μια γάργαρη πηγή που έρχεται να δροσίσει τη δίψα μου στην καυτή ερημιά της μετριότητας που με τόσα βάσανα διαβαίνω! Μα τον Θεό! Δεν είμαι τόσο βλάκας! Ο καθένας για πάρτη του, μέσα σ'αυτή την ερημιά του εγωισμού που τη λένε ζωή».


Λόγια του Ζυλιέν, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου "Το Κόκκινο Και Το Μαύρο" [“Le Rouge Et Le Noir”] του Ανρί Σταντάλ [Stendhal , “Le Rouge Et Le Noir”]. Δημοσιευμένο πρώτη φορά το 1830 και με υπότιτλο "Ένα Χρονικό Του 19ου Αιώνα".

Ναι, “χρονικό”, αν και επρόκειτο για λογοτεχνικό έργο. Ήταν κάτι που δεν είχε συνηθίσει ο λογοτεχνικός κόσμος της εποχής. Ένας κεντρικός ήρωας που, με κυνισμό, αντανακλά την πραγματικότητα των ανθρώπων των καιρών του. Δίχως εξιδανικεύσεις, πέρα από εξωραϊσμούς και αγνά ιδανικά. Ονομάστηκε “ψυχολογικό μυθιστόρημα” και έσπειρε τους σπόρους του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Θα ακολουθούσαν ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ και άλλοι.

Ασφαλώς έργα όπως του Σταντάλ δεν άρεσαν σε όλους τον καιρό εκείνο. Η υπέρμετρη παρουσίαση μιας κοινωνίας γυμνής από εξιδανικεύσεις, καθοδηγούμενης από συμφέροντα και ξέχειλης υποκρισία, ενόχλησε μερίδα κόσμου (ιδιαίτερα ανάμεσα στην "καλή κοινωνία"της εποχής). Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Σταντάλ, μέσα από το ίδιο έργο, σε ένα απόσπασμα που, λίγο πολύ, αποκαλύπτει τι εστί λογοτεχνικός ρεαλισμός - και ποια η σημασία του:



«Μάλιστα κύριε, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέπτης που το περιφέρουν σ'έναν μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο τ'ουρανού, άλλοτε τον βούρκο απ'τις λασπολακκούβες του δρόμου. Και τότε, τον άνθρωπο που κουβαλά τον καθρέπτη μ'ένα κοφίνι στη ράχη του θα τον κατηγορήσετε γι'ανήθικο! Ο καθρέπτης του δείχνει τον βούρκο και σεις κατηγορείτε τον καθρέπτη! Θα πρέπει να κατηγορήσετε τον μεγάλο δρόμο όπου είναι ο βόρβορος, κι ακόμα πιο πολύ τον επόπτη του οδικού δικτύου που αφήνει το νερό να λιμνάζει και να κάνει λασπολακκούβες».


Η μετάφραση είναι του Γιώργου Σπανού.


Ιεραρχία ενός σημαντικού προσώπου



Εικονογράφηση του Boris Mikhailovich Kustodiev για το Παλτό του Γκόγκολ / Gogol's Overcoat illustration by Boris Mikhailovich Kustodiev
Εικονογράφηση του Boris Kustodiev για το Παλτό του Γκόγκολ


Η ιστορία μας έρχεται από τη Ρωσία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Ήρωας ένας απλός ανθρωπάκος, ένας υπαλληλάκος, η μόνη περιουσία του οποίου είναι ένα καλοφτιαγμένο, ακριβό παλτό. Μια μέρα ληστές επιτίθενται στον ήρωα και του κλέβουν το παλτό - το μοναδικό πράγμα που του προσέδιδε μια κάποια αίσθηση αξίας σε μια κοινωνία που η ιεραρχία και το κύρος ήταν το παν.

Ο ανθρωπάκος (το όνομα του οποίου είναι Ακάκιος Ακακίεβιτς) αποφασίζει τότε να καταφύγει στη βοήθεια ενός ανωτέρου του στην κοινωνική ιεραρχία. Σε τι ακριβώς είναι ανώτερος; Πως διαφέρει ο ένας απ'τον άλλον; Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει πως το δεύτερο αυτό πρόσωπο (του οποίου ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα) είναι "σημαντικό".

Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας το "σημαντικό"αυτό πρόσωπο, με τα δικά του λόγια.



«Τι να κάνει, ο Ακάκιος Ακακίεβιτς αποφάσισε να απευθυνθεί στο σημαντικό πρόσωπο. Όσο αφορά το ποια ακριβώς ήταν και σε τι συνίστατο η αρμοδιότητα του σημαντικού προσώπου, αυτό παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα. Πρέπει εδώ να πούμε ότι αυτό το κάποιο σημαντικό πρόσωπο είχε γίνει μόλις πρόσφατα σημαντικό πρόσωπο, ενώ μέχρι τότε ήταν ασήμαντο πρόσωπο. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα, η θέση του δεν εθεωρείτο ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με άλλες, σημαντικότερες. Πάντοτε όμως υπάρχουν οι άνθρωποι για τους οποίους είναι σημαντικό κάτι που για τους άλλους είναι ασήμαντο.

Επίσης, το πρόσωπο αυτό προσπαθούσε να ενισχύσει τη σημασία του με πολλά άλλα μέσα, δηλαδή: είχε διατάξει, όταν έρχεται στην υπηρεσία, να τον υποδέχονται οι υφιστάμενοί του στις σκάλες· να μην μπορεί κανείς να απευθυνθεί κατευθείαν σ'αυτόν, αλλά να τηρείται αυστηρά η ιεραρχία: ο κλητήρας ν'αναφέρεται στο γραμματέα, ο γραμματέας στον τμηματάρχη ή σε όποιον τέλος πάντων έρχεται μετά στην ιεραρχία.

Έτσι είναι στην Αγία Ρωσία, τα πάντα μολυσμένα από τη μίμηση – καθένας προσπαθεί ν'αντιγράψει τον ανώτερό του. [...]

Βάση του συστήματός του ήταν η αυστηρότης. "Αυστηρότης, αυστηρότης - και αυστηρότης", έλεγε συνήθως και με την τελευταία λέξη συνήθως κοιτούσε με πολλή σημασία το πρόσωπο του συνομιλητή του. Όλα αυτά βέβαια δε χρειάζονταν, αφού και οι δέκα υπάλληλοι που αποτελούσαν την υπηρεσία του τον φοβούνταν έτσι κι αλλιώς· βλέποντάς τον από μακριά παρατούσαν τη δουλειά τους και στέκονταν προσοχή, όσο ο διευθυντής διέσχιζε το δωμάτιο. Ο συνήθης διάλογος με τους κατωτέρους του χαρακτηριζόταν από αυστηρότητα και συνήθως περιοριζόταν σε τρεις φράσεις: "Πως τολμάτε; Αντιλαμβάνεστε σε ποιον απευθύνεστε; Έχετε συναίσθηση ποιος στέκεται μπροστά σας;"»


Από «Το Παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ [Nikolai Vasilievich Gogol, “The Overcoat”, “Шинель”]. Πρώτη έκδοση το 1842. Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς.



Μαθήματα ψυχολογίας της μάζας



«Η φήμη είναι η συνέπεια μιας παρεξήγησης. Είναι όπως το πλήθος που συγκεντρώνεται γύρω από ένα ατύχημα. Όλη η ομορφιά είναι απλώς ένα ατύχημα. Ελάχιστοι σταματούν και αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Κάποιοι άλλοι τους μιμούνται, τους ρωτάνε... Κι ύστερα έρχεται το πλήθος που δεν βλέπει πια τίποτα και είναι ευχαριστημένο απλώς με το να πυκνώνει τις γραμμές του.

Κι από 'κει και πέρα, οι πάντες επινοούν το ατύχημα, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Σταδιακά το ατύχημα παραμορφώνεται και γίνεται το έργο αυτού του συνωστισμένου πλήθους, που δεν έχει δει τίποτα». 

Από το Ημερολόγιο του Ζαν Κοκτώ [Jean Cocteau], 3 Φεβρουαρίου του 1952.



Ένα Παρίσι βουτηγμένο στη λάσπη



Πίνακας του Jean Béraud, L’Attente, 1880
Jean Béraud, L’Attente, 1880



«Την εποχή εκείνη η Νανά ήταν πολύ στεναχωρημένη, δεν είχε καθόλου το νου της στη διασκέδαση. Χρειαζόταν χρήματα. Τότε επιδίδονταν με τη Σατέν σ’ ένα λυσσαλέο κυνήγι στα πεζοδρόμια του Παρισιού, ψωνίζοντας πελάτες μες στα λασπωμένα δρομάκια κάτω από το θαμπό φως του γκαζιού. Η Νανά επέστρεψε λοιπόν στα πρόστυχα καμπαρέ των φτωχογειτονιών όπου είχε σύρει τα πρώτα της βρόμικα μεσοφόρια, ξαναείδε τα σκοτεινά απόκεντρα των εξωτερικών λεωφόρων, τα μαρμάρινα αγκωνάρια όπου τη φιλούσαν οι άνδρες όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων, ενώ ο πατέρας της την έψαχνε για να της μαυρίσει τον πισινό.

Έτρεχαν πάνω-κάτω, σύχναζαν στους χορούς και στα καφέ κάθε συνοικίας κι ανέβαιναν σκαλιά υγρά από τις φτυσιές και τη χυμένη μπύρα. […] Αλλά οι διακοπές πλησίαζαν κι οι γειτονιές δεν είχαν χρήμα. Έτσι ξαναγύρισαν στις κεντρικές λεωφόρους. Εκεί είχαν περισσότερες πιθανότητες. Από τα υψώματα της Μονμάρτρης μέχρι το Αστεροσκοπείο, όργωναν όλη την πόλη. Βροχερά βράδια όπου τα παπούτσια τους γλιστρούσαν, ζεστές βραδιές όπου τα κορσάζ τους κολλούσαν στο δέρμα, μακρόχρονες αναμονές, ατέλειωτες βόλτες, σπρωξίματα και καβγάδες, κτηνώδεις συμπεριφορές κάποιου περαστικού που τον οδήγησαν σ’ ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο και που ξανακατέβηκε τα λιγδιασμένα σκαλιά του βλαστημώντας – αυτή ήταν όλη τους η ζωή. […]

Τα υγρά βράδια, όταν το νοτισμένο Παρίσι ανέδιδε μια άσχημη μυρωδιά μεγάλου βρόμικου κοιτώνα, ήξερε ότι αυτός ο μαλακός καιρός, αυτή η δυσωδία των ύποπτων δρόμων, ερέθιζαν τους άντρες. Και παραφύλαγε τους πιο καλοβαλμένους, που τους καταλάβαινε από τα άτονα μάτια τους. Ήταν σα μια επιδημία λαγνείας να τύλιγε την πόλη. Ωστόσο φοβόταν και λιγάκι, γιατί οι πιο καθωσπρέπει ήταν και οι πιο νοσηροί. Το λούστρο έφευγε και εμφανιζόταν το κτήνος, απαιτώντας την ικανοποίηση των πιο απίθανων διαστροφών. Και η πουτανίτσα η Σατέν, αμφισβητούσε την αξιοπρέπεια όλων εκείνων που τριγύριζαν με αμάξι, λέγοντας πως οι αμαξάδες ήταν πιο ευγενικοί γιατί σέβονταν τις γυναίκες και δεν τις τυραννούσαν με τα διάφορα βίτσια τους.

Μα τότε, λοιπόν, αναρωτιόταν σα μιλούσε σοβαρά, δεν υπήρχε στον κόσμο αρετή; Από τα υψηλότερα ως τα χαμηλότερα στρώματα, όλοι είναι βουτηγμένοι στη λάσπη! Το τι γίνεται στο Παρίσι από τις εννιά μέχρι τις τρεις το πρωί δεν περιγράφεται! Και η Νανά έσκαγε στα γέλια λέγοντας πως αν μπορούσαν να κοιτάξουν σ’ όλες τις κρεβατοκάμαρες, θα ‘βλεπαν τα πιο παράξενα πράγματα, το φτωχόκοσμο ν’ αναζητά την ηδονή μες στα σκατά και μερικούς τρανούς να χώνουν τη μύτη τους βαθύτερα κι απ’ αυτόν. Τα καινούργια αυτά δεδομένα πλούτισαν τις γνώσεις της γύρω από τη ζωή».


Εμίλ Ζολά, «Νανά» [Émile Zola, “Nana”]. Πρώτη έκδοση, 1880. Μετάφραση: Μαρία Παγουλάτου.



Η διαφθορά της αστικής κοινωνίας



Πορτραίτο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ / Honoré de Balzac




«Πως θα πλουτίσουν γρήγορα, αυτό είναι το πρόβλημα που προσπαθούν να λύσουν αυτή τη στιγμή πενήντα χιλιάδες νέοι που βρίσκονται όλοι στην ίδια θέση μ'εσάς. Είστε ένα νούμερο μέσα σ'όλο το πλήθος. Αναλογιστείτε τι προσπάθειες πρέπει να καταβάλετε και με πόση λύσσα πρέπει να παλέψετε. Πρέπει να αλληλοσπαραχθείτε σαν αράχνες εγκλωβισμένες μέσα σε βάζο, δεδομένου ότι δεν βρίσκονται πενήντα χιλιάδες καλές θέσεις. Ξέρετε πως ανοίγει κανείς το δρόμο του εδώ; Ή με τη λάμψη του μυαλού του, ή με την επιτηδειότητα της διαφθοράς. Πρέπει να εισβάλεις μέσα σ'αυτήν την ανθρώπινη μάζα ή σαν οβίδα κανονιού ή ύπουλα, τρυπώνοντας σαν την πανούκλα. Η εντιμότητα δε χρησιμεύει σε τίποτα. [...]

Η διαφθορά βασιλεύει παντού, το ταλέντο είναι σπάνιο. Γι'αυτό, η διαφθορά είναι το όπλο της μετριότητας που μας έχει κατακλύσει και που τα σημάδια της θα τα βρείτε παντού. Θα συναντήσετε γυναίκες που οι άντρες τους παίρνουν ένα μισθό ίσα-ίσα για να τρέφονται, κι αυτές ξοδεύουν μια περιουσία για να ντυθούν. Θα δείτε υπαλλήλους με μισθό χιλίων διακοσίων φράγκων ν'αγοράζουν κτήματα. [...]

Στο Παρίσι, τίμιος είναι αυτός που σιωπά και αρνείται να μοιραστεί! Δε μιλάω γι'αυτούς τους φουκαράδες είλωτες που, παντού, κάνουν όλες τις δουλειές χωρίς ν'ανταμείβονται γι'αυτό ποτέ και που τους αποκαλώ Η ΑΔΕΡΦΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΟΥΚΑΡΑΔΩΝ του καλού Θεού. Ασφαλώς εδώ έχουμε την αρετή σε όλο το μεγαλείο της βλακείας της, αυτή όμως είναι και η αθλιότητα. Βλέπω ήδη το μορφασμό αυτών των ανθρωπάκων, αν ο Θεός μάς έκανε καμιά άσχημη πλάκα και απουσίαζε από τη Δευτέρα Παρουσία. Αν λοιπόν θέλετε να πετύχετε γρήγορα πρέπει ή να είστε ήδη πλούσιος, ή να φαίνεστε ότι είστε. [...]

Αυτή είναι η ζωή στην πραγματικότητα. Δεν έχει τίποτα το ειδυλλιακό, μοιάζει σα να είσαι χωμένος στην κουζίνα, βρομάει όσο κι αυτή, κι εσύ πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου αν θες να μαγειρέψεις. Να ξέρεις μόνο να ξεπλένεσαι καλά• σ'αυτό έγκειται όλη η ηθική της εποχής μας.»


Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Ο Μπάρμπα-Γκοριό» [Honoré de Balzac, “Le Père Goriot”]. Πρώτη έκδοση το 1835. Μετάφραση: Μ.Τυρέα-Χριστοδουλίδου




Τρώγοντας τους εργάτες



Εικονογραφήσεις για το Κάππα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα / Akutagawa's Kappa illustrations




Στα μισά της δεκαετίας του 20 ο Ιάπωνας συγγραφέας Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα [Ryunosuke Akutagawa] εξιστόρησε τα ήθη και τον τρόπο ζωής των Κάπα, στο μυθιστόρημά του «Κάπα» [Kappa / 河童, μετάφραση: Γιούρι Κοβαλένκο]. Τα Κάπα είναι κάτι παράξενα μυθικά πλάσματα που μοιάζουν σε πολλά με τους ανθρώπους. Ζουν σε πόλεις, έχουν ανθηρές βιομηχανίες, φιλοσοφία, τέχνη και θρησκεία. Έχουν καπιταλιστές ιδιοκτήτες και πλήθη από προλετάριους. Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στατιστικά: 


«Η διαδικασία μαζικής παραγωγής καλπάζει με πολύ ταχύ ρυθμό. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι, σύμφωνα μ’ επίσημες εκτιμήσεις, έχασαν πρόσφατα τις δουλειές τους γύρω στις σαράντα με πενήντα χιλιάδες άτομα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχα συναντήσει ακόμα τη λέξη «απεργία» σ’ αυτόν τον τόπο, όσο κι αν φυλλομετρούσα ανυπόμονα τις εφημερίδες κάθε πρωί. Ήταν κάτι που μου φαινόταν μάλλον περίεργο και δυσεξήγητο. Έτσι λοιπόν, σε μια περίπτωση που ήμουν καλεσμένος στο σπίτι του Γκάελ [ιδιοκτήτη βιομηχανίας], παρέα με τον Πεπ και τον Τσακ [δύο χαρακτηριστικούς Κάπα], βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω γιατί. 

«Μα, επειδή τρώγονται!»

Ο Γκάελ ήταν εκείνος που απάντησε. Το είπε με τον πιο φυσικό τρόπο, ανάμεσα σε δυο ρουφηξιές καπνού απ’ το πούρο του.

Αυτό το «τρώγονται» δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα ακριβώς τι σήμαινε. Ο Τσακ όμως, με το γνωστό μονόκλ του, φαίνεται πως πρόσεξε το απορημένο μου ύφος κι έσπευσε να μου εξηγήσει.

«Αυτό που ήθελε να πει ο Γκάελ είναι ότι σφάζουμε όσους εργάτες χάνουν τη δουλειά τους και χρησιμοποιούμε τη σάρκα τους για κρέας. Να, εδώ έχω μια εφημερίδα. Για να δούμε αν γράφει τίποτε σχετικό. Να! Άκου: «Ο αριθμός νέων ανέργων αυτό το μήνα έφτασε τους 64.769. Αντίστοιχη πτώση παρατηρήθηκε στην τιμή του κρέατος».

«Καλά, και οι εργαζόμενοι δέχονται μια τέτοια κατάσταση χωρίς να διαμαρτύρονται; Να οδηγούνται στο...»

«Δεν θ’ άλλαζε τίποτε, όση φασαρία κι αν έκαναν. Η σφαγή του εργαζόμενου προβλέπεται με ειδικό άρθρο στο σύνταγμά μας [...] Με μια τέτοια τακτική, βλέπεις, η Πολιτεία γλιτώνει τον πολίτη απ’ το άγχος της αυτοκτονίας, ή της λιμοκτονίας. Μια εισπνοή από δηλητηριώδες αέριο... κι αυτό ήταν όλο. Ούτε πόνος, ούτε τίποτε».

«Ναι, αλλά να τρώτε τη σάρκα τους για κρέας...», έκανα.

«Πες μου, δεν είναι αλήθεια ότι στη χώρα σου τα κορίτσια τέταρτης κατηγορίας πουλιούνται σε πορνεία; Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν είναι καθαρός συναισθηματισμός εκ μέρους σου να δείχνεις ότι ενοχλείσαι επειδή εδώ τρώμε τις σάρκες του εργαζόμενου σαν κρέας;»

Ο Γκάελ περίμενε να γίνει κάποιο διάλειμμα στη συζήτηση για να μου προσφέρει ένα απ’ τα πιάτα με σάντουιτς που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι.

«Αυτά πως σου φαίνονται;», μου είπε. «Πάρε ένα! Κρέας εργαζόμενου είναι κι αυτό!»

Δεν χρειάζεται να πω ότι χλόμιασα. [...] Πήρα το δρόμο για το σπίτι μου μέσα σ’ ένα σκοτάδι μαύρο σαν πίσσα, κάνοντας συνέχεια εμετό. Στο κατάμαυρο φόντο της νύχτας, το ξερατό μου φάνταζε άσπρο, κάτασπρο».



Ξέσπασμα στη βουλή



Ο καπιταλισμός ξεζουμίζει τους εργάτες - παλιά γελοιογραφία / Capitalism draining the workers, old political cartoon




«Καθόμουνα στον εξώστη της βουλής εκείνη την ημέρα. Όλοι ξέραμε πως κάτι φοβερό ήταν να γίνει. Πλανιόταν στον αέρα και η παρουσία του γινόταν αισθητή από τους οπλισμένους στρατιώτες που ήταν παραταγμένοι στους διαδρόμους και από τους αξιωματικούς που συγκεντρώνονταν στις εισόδους της Βουλής. Η Ολιγαρχία θα χτυπούσε. Μιλούσε ο Έρνεστ. Ανιστορούσε τα βάσανα των ανέργων, με την ιδέα ότι μπορούσε ν’ αγγίξει τις καρδίες και τις συνειδήσεις τους. Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί βουλευτές τον σάρκαζαν και επικρατούσε φασαρία και σύγχυση. Ο Έρνεστ άλλαξε απότομα ύφος.

— Γνωρίζω ότι τίποτα δεν μπορεί να σας επηρεάσει, είπε. Δεν έχετε ψυχή για να επηρεαστεί. Είστε ασπόνδυλα και μαλθακά πλάσματα. Με πομπώδη τρόπο ονομάζετε τους εαυτούς σας Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς. Δεν υπάρχει Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα. Δεν υπάρχει Δημοκρατικό Κόμμα. Δεν υπάρχουν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκράτες εδώ μέσα. Είστε κόλακες και προαγωγοί, τα τσιράκια της Πλουτοκρατίας. Φλυαρείτε με απαρχαιωμένη ορολογία για την αγάπη σας στην Ελευθερία, ενώ φοράτε την κόκκινη λιβρέα της Σιδερένιας Φτέρνας.

Στο σημείο αυτό, η φωνή του πνίγηκε από τις κραυγές: «Στην τάξη! στην τάξη!» κι εκείνος στεκόταν περιφρονητικά ώσπου η οχλαγωγία κατάπεσε. Έκανε μια χειρονομία που τους έκλεινε όλους μέσα, γύρισε στους συντρόφους του και είπε:

— Ακούτε πως μουγκρίζουν τα χορτασμένα κτήνη.

Πανδαιμόνιο έγινε ξανά. Ο πρόεδρος χτυπούσε για να επιβάλλει την τάξη και κοίταζε με προσδοκία κατά την πόρτα, στους αξιωματικούς. «Ανταρσία!» ακούγονταν φωνές κι ένας φωνακλάς βουλευτής της Νέας Υόρκης, φώναξε: «Αναρχικέ!» στον Έρνεστ. Και ο Έρνεστ δεν ήταν καθόλου ευχάριστος να τον κοιτάζεις. Τρεμούλιαζε κάθε αγωνιστική ίνα του και το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο ενός ζώου που πολεμάει, ωστόσο, ήταν ψύχραιμος και συγκεντρωμένος.

— Θυμηθείτε, είπε με φωνή που την έκανε ν’ ακουστεί πάνω από το θόρυβο, ότι όπως εσείς τώρα δείχνετε οίκτο στο προλεταριάτο, κάποια μέρα, αυτό το ίδιο το προλεταριάτο θα δείξει οίκτο για σας.

Οι φωνές «Ανταρσία!» και «Αναρχικός!» διπλασιάστηκαν.

— Ξέρω ότι δε θα ψηφίσετε το νομοσχέδιο αυτό, συνέχισε ο Έρνεστ. Πήρατε εντολές από τα αφεντικά σας να το καταψηφίσετε και με φωνάζετε, από πάνω, αναρχικό. Εσείς που έχετε εξοντώσει τις κυβερνήσεις του λαού, και που αδιάντροπα επιδείχνετε τη ντροπή σας στις δημόσιες πλατείες, με φωνάζετε αναρχικό. Δεν πιστεύω στις φωτιές της κόλασης και στο θειάφι, αλλά τέτοιες στιγμές λυπάμαι που δεν πιστεύω. Όσο υπάρχετε εσείς, υπάρχει και μια ζωτική ανάγκη για μια κόλαση στον κόσμο.»

Τζακ Λόντον, «Η Σιδερένια Φτέρνα» [Jack London, “The Iron Heel”]. Πρώτη έκδοση το 1908. Μετάφραση: Γεωργία Αλεξίου. 


Όλοι είναι ασφαλείς στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο




Εξώφυλλο για τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Άλντους Χάξλεϋ / Brave New World by Aldous Huxley, book cover




«Είναι αστείο να διαβάζει κανείς τι έγραφαν οι άνθρωποι για την επιστήμη την εποχή του Μεγάλου μας Φορντ. Νόμιζαν ότι η πρόοδός της θα ήταν απεριόριστη, ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες. Η γνώση ήταν το υπέρτατο αγαθό, η αλήθεια η υπέρτατη αξία και όλα τ’ άλλα συμπληρωματικά και δευτερεύοντα.

Από την εποχή εκείνη όμως, οι αντιλήψεις άρχισαν ν'αλλάζουν. Ο Μεγάλος Φορντ κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή από την αλήθεια και την ομορφιά στην ευημερία και την ευτυχία. Η μαζική παραγωγή, απαιτούσε αυτόν τον αναπροσανατολισμό. Η καθολική ευτυχία διατηρεί την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών, η αλήθεια και η ομορφιά όμως όχι. Κι όποτε οι μάζες καταλάμβαναν την πολιτική εξουσία, η ευημερία τελικά μετρούσε και όχι η αλήθεια και η ομορφιά.

Παρ'όλα αυτά, η απεριόριστη επιστημονική έρευνα επιτρεπόταν. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να συζητούν για την αλήθεια και την ομορφιά μέχρι τον Εννεαετή Πόλεμο. Αυτός ήταν η αφορμή ν'αλλάξουν οι αντιλήψεις ριζικά. Τι νόημα έχει η αλήθεια ή η ομορφιά όταν ανθρακοβόμβες σκάνε γύρω σου;

Από τότε άρχισε να ελέγχεται η επιστήμη. Οι άνθρωποι αντάλλασαν τα πάντα για μια ήσυχη ζωή, ήταν διατεθειμένοι ακόμα και η διατροφή τους να τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο.

Από τότε ελέγχουμε την κοινωνία. Η αλήθεια βέβαια τέθηκε σε δεύτερη μοίρα, ευνοήθηκε όμως η ευτυχία. Όλα έχουν τ'ανταλλάγματά τους. Η ευτυχία κι αυτή πληρώνεται.» 


Η ιδανική κατανομή του πληθυσμού έχει για μοντέλο της ένα παγόβουνο, όπου τα οκτώ ένατα βρίσκονται κάτω από το νερό και το ένα ένατο πάνω".

"Και όσοι ζουν από κάτω, μπορούν να είναι ευτυχισμένοι;"

"Είναι περισσότερο ευτυχισμένοι από τους από πάνω. Δεν βρίσκουν καθόλου απαίσια τη δουλειά τους, αντίθετα τους αρέσει. Διότι η εργασία τους είναι ελαφριά, παιδική. Δεν χρειάζεται να κουράζουν το μυαλό, ή τους μυς τους. Επτάμισι ώρες άνετης εργασίας κι ύστερα ναρκωτικά και παιχνίδια, ελεύθερες σχέσεις και αισθησιακά θεάματα. Τι άλλο να θέλουν; [...]

Σήμερα είμαστε προκαθορισμένοι να κάνουμε ακριβώς αυτό που πρέπει. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε μας είναι πολύ ευχάριστο.

Κι αν παρ'ελπίδα κάτι κάπου πάει στραβά, υπάρχει πάντα η σόμα για ένα ταξίδι μακριά από τα δυσάρεστα γεγονότα. Η σόμα σε ηρεμεί, σβήνει το θυμό, σε συμφιλιώνει με τους εχθρούς σου, σε κάνει υπομονετικό και ανθεκτικό στον πόνο. Στο παρελθόν όλα αυτά απαιτούσαν χρόνια ψυχικής εξάσκησης. Τώρα μ'ένα δυο γραμμάρια ναρκωτικών σόμα έχεις φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Όλοι είναι ενάρετοι στις μέρες μας. Τη μισή ηθικότητά σου την κουβαλάς πάνω σου σε χάπια ναρκωτικού. Χριστιανισμός δίχως δάκρυα - αυτή είναι η σόμα».



Άλντους Χάξλεϊ, «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» [Aldous Huxley, “Brave New World”]. Πρώτη έκδοση 1931. Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης. 



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 - Οι στάχτες του πολέμου
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11 – Ποίηση και Τρέλα



© Για την ψηφιοποίηση των αποσπασμάτων και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Μάρτιος 19. 



Metropolis painting by George Grosz, 1917-18 / Μητρόπολις, πίνακας του Τζορτζ Γκρος, 1917-18
Μητρόπολις, πίνακας του Τζορτζ Γκρος, 1917-18

Η Ρόζα του Ρεμπέτικου

$
0
0


Ένα αφιέρωμα στη Ρόζα Εσκενάζυ και την ιστορία της στο ρεμπέτικο τραγούδι. Λόγια: το φονικό κουνέλι




Σάρα Σκιναζί ήταν τ’ όνομά σου, μα ήθελες να σε λένε Ρόζα. Ρόζα, σαν τα βαθυκόκκινα πέταλα που είχες φορέσει στα μαλλιά σου, τη νύχτα εκείνη που κλέφτηκες. Τη νύχτα που σκόρπισες παράνομα με τον έρωτά σου, καθώς η οικογένειά του δεν σ’ ενέκρινε. Μα ούτε οι δικοί σου σε ενέκριναν. Αγαπούσες το τραγούδι, τον χορό, όχι το νοικοκυριό. Κοιτούσες τους άντρες μες στα μάτια, δεν έσκυβες κεφάλι. Σε θεωρούσαν αμφιβόλου αρετής. Ήσουν μια Εβραία ελληνίδα σ’ έναν κόσμο μπάσταρδο• έναν κόσμο που αποζητούσε μια ταυτότητα• έναν κόσμο παραδομένο στα φενακισμένα όνειρά του.


Από το βράδυ ως το πρωί

με πρέζα στέκω στη ζωή

κι όλο τον κόσμο κατακτώ

την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ.



Γυρνούσες σε τοπικές ταβέρνες της οθωμανικής, ακόμα, βορείου Ελλάδας. Οι Τούρκοι πρώτοι αγάπησαν τη φωνή σου. Σε είχαν δει, εκεί στην Κομοτηνή, ενώ τραγουδούσες κάποιο βράδυ – και σου ζήτησαν να εμφανιστείς στο κέντρο τους. Η μάνα σου, υπηρέτρια τότε σε μια εύπορη οικογένεια, είχε εξοργιστεί. «Αλίμονο, η κόρη μου να γίνει χορεύτρια!», έλεγε – ενώ χαμήλωνε το βλέμμα της την ώρα που περνούσε μπροστά ο κύρης. Μα η δική σου σκέψη φτερούγιζε με εικόνες και αρώματα σμυρναίικα, σκηνές νυχτερινής ζωής και ταξιδιάρες μελωδίες. Το τραγούδι και ο χορός κυλούσαν μέσα σου, όπως τα ψάρια στον βυθό. Και συ μαζί τους κολυμπούσες, αρμενίζοντας στις θάλασσες της φαντασίας σου.

Άλλαξες σε Ρόζα τ’ όνομά σου, τη στιγμή που αποφάσισες πως ήθελες να ακολουθήσεις τον δρόμο της τέχνης. Ήταν μια δήλωση ελευθερίας. Η στιγμή που ανάσαινες καθαρό αέρα.



Η Ρόζα Εσκενάζυ στα νιάτα της / Rosa Eskenazi when she was young
Η προκυμαία στην παλιά Σμύρνη / Old Smyrna docks / Les Quais



Μα αν ο αέρας ήταν καθαρός, το έδαφος που βάδιζες ήταν κακοτράχαλο. Ο άντρας σου θα πέθαινε μετά από λίγα χρόνια και θα άφηνες το παιδί σου σε οικοτροφείο – θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να το ξαναδείς. Στο μεταξύ θα έφευγες για την Αθήνα. Μια νέα εποχή ξημέρωνε, στο κατόπι του Πολέμου, εκεί, στα χρόνια της δεκαετίας του 20… Εποχή λουσμένη στο φως των υποσχέσεων, μα ταυτόχρονα παραδομένη στις σκιές τους. Μα εσύ αποζητούσες φως και μόνο. Τα δικά σου όνειρα δεν ήταν σαν των άλλων.


Όλος ο κόσμος είναι θύμα μου

σαν έχω πρέζα και ρουφάω

κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν

μελάνι αμολάω.



Για ένα διάστημα τραγουδούσες σε τρεις γλώσσες: Ελληνικά, τουρκικά και αρμένικα. Μα σε όποια γλώσσα και αν μιλούσες, τη φωνή σου χρωμάτιζες το ίδιο. Οι λέξεις και τα συναισθήματα δεν άλλαζαν, ούτε τα νοήματα των στίχων.

Κάποια στιγμή θα σε ανακάλυπτε ο Παναγιώτης Τούντας. Ήταν εκείνος που έφερε τις μελωδίες απ’ τη Σμύρνη στην Αθήνα και συνέβαλε όσο ελάχιστοι στη διαμόρφωση ενός νέου είδους τραγουδιού, που ακόμα δεν είχε κάποιο όνομα. Ένα ανώνυμο τραγούδι που μιλούσε σε κείνους που αποζητούσαν στη μουσική όχι διασκέδαση, μα παρηγοριά. Σε κείνους τους χιλιάδες. Θα συνέδεες το όνομά σου με το τραγούδι αυτό και ο κόσμος θα σε γνώριζε… Δέκα χρόνια μετά η φωνή σου θα γινόταν αγαπητή από τα πλήθη, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Τουρκία, Αλβανία και Σερβία. 



Ο Παναγιώτης Τούντας, από τους πρωτοπόρους του Ρεμπέτικου τραγουδιού
Η Ρόζα Εσκενάζυ μαζί με τον Αγάπιο Τομπούλη / Ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού



Μα η φήμη ποτέ δεν σ’ αιχμαλώτισε. Τον καιρό που στη χώρα κάποιοι ύψωναν το χέρι σε χαιρετισμό φασιστικό και μιλούσαν για μεγαλεία εθνικά και απέραντες αυτοκρατορίες, εσύ με τόλμη τραγουδούσες.


Σαν μαστουρωθείς

γίνεσαι ευθύς

βασιλιάς, δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας.

Πρέζα όταν πιεις

βρε θα ευφρανθείς

κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.



Εξουσία, δικτατορία και πρέζα. Όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάλπικες μορφές, σέρνοντας απατηλούς χορούς. Το καθεστώς του Μεταξά απαγόρευσε αυτό το τραγούδι σου, μα και άλλα σαν αυτό. Θα τα ανακάλυπτε ξανά πολλά, πολλά χρόνια μετά ο κόσμος.


Δική μου είναι η Ελλάς

και στην κατάντια της γελάς,

της λείπει το `να της ποδάρι

ρε και το παίξανε στο ζάρι.




Τανκ στη διάρκεια της Κατοχής / Greek occupation tanks



Έπειτα ήρθε ένας ακόμα πόλεμος. Η κατοχή. Προκειμένου να διαφυλάξεις τον εαυτό σου, είχες εκδώσει πλαστά χαρτιά γεννήσεως. Η εβραϊκή καταγωγή σου δεν γινόταν φανερή. Κι αν είχες συνδεθεί ερωτικά με έναν Γερμανό, παράλληλα έκρυβες μαχητές της Αντίστασης στο σπίτι σου, ενώ φυγάδευες Εβραίους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη… μεταξύ των οποίων και την οικογένειά σου. Μα το γάβγισμα των μαύρων σκύλων αντηχούσε έξω από την πόρτα σου… Οι σκιές συχνά ζωντάνευαν. Κάποια στιγμή έγινε φανερή η δράση σου και σε συνέλαβαν. Θα έμενες φυλακισμένη για τρεις μήνες.

Έζησες, ωστόσο.

Τα χρόνια μετά τον πόλεμο θα απέβαιναν καρπερά για τη διεθνή καριέρα σου, μα όχι μόνο. Νέοι γάμοι, ταξίδια και περιοδείες στην Αμερική, άφθονοι δίσκοι και χειροκροτήματα δίχως τέλος… Κάτι ωστόσο είχε αρχίσει να τελειώνει: το τραγούδι εκείνο με το οποίο είχες συνδέσει το όνομά σου πλέον είχε μεταμορφωθεί. Οι καιροί άλλαζαν, οι συνθήκες το ίδιο. Στη μορφή και τη φωνή σου ο κόσμος θα άρχιζε σταδιακά να βλέπει ένα παράθυρο στον χρόνο, σε κείνα που ήταν πλέον περασμένα.

Κάποιοι θα ξεχνούσαν. Και η ιστορία θα επαναλαμβανόταν.


Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας

κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει

ο ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά

κι ο άλλος θα τον σβήνει.



Κάποιοι όμως σε θυμόμαστε. Σχεδόν βλέπουμε τ'αστέρια που ξεπηδούσαν απ’ τα μάτια σου, σαν ονειρευόσουν. Κάπου ανάμεσά τους ίσως τριγυρίζεις.

Το τραγούδι σου ονομάστηκε Ρεμπέτικο. Και συ ήσουν η Ρόζα Εσκενάζυ.

Click

© Λόγια: το Φονικό Κουνέλι, 2014-19.


Φωτογραφία πορτραίτο της Ρόζας Εσκενάζυ

1984: Η αναγκαιότητα του πολέμου για την κοινωνική ιεραρχία

$
0
0

Ένα απόσπασμα από το 1984 του Τζορτζ Όργουελ... Η αναγκαιότητα του πολέμου για την κοινωνική ιεραρχία




Ένα απόσπασμα από το "1984"του Τζόρτζ Όργουελ




«Αφότου εμφανίστηκε για πρώτη φορά η μηχανή, έγινε φανερό σε όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους ότι η ανάγκη του ανθρώπινου μόχθου και, κατά συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό, της ανθρώπινης ανισότητας, είχε εκλείψει. Αν η μηχανή χρησιμοποιόταν γι'αυτόν το σκοπό, η πείνα, η υπερεργασία, ο αναλφαβητισμός και η αρρώστια θα εξαφανίζονταν μέσα σε λίγες γενεές. Πραγματικά, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί με τέτοια πρόθεση, με το να παράγει πλούτη που μερικές φορές ήταν αδύνατο να μη μοιραστούν, η μηχανή, με ένα είδος αυτόματης διαδικασίας, ανέβασε πολύ το βιοτικό επίπεδο του μέσου ανθρώπου, για μια περίοδο πενήντα χρόνων στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Αλλά ήταν επίσης φανερό πως μια γενική αύξηση του πλούτου απειλούσε με καταστροφή — γιατί πραγματικά με μια έννοια ήταν καταστροφή — μια κοινωνία ιεραρχική. Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα δούλευαν λίγο, όπου ο καθένας θα είχε αρκετή τροφή, θα ζούσε σε σπίτι με λουτρό και ψυγείο, θα είχε δικό του αυτοκίνητο ή ακόμα και αεροπλάνο, η πιο φανερή και ίσως η πιο σημαντική μορφή της ανισότητας θα είχε κιόλας εξαφανιστεί. Αν γενικευόταν, ο πλούτος δεν θα παρείχε καμιά διάκριση.

Αναμφίβολα, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια κοινωνία όπου ο πλούτος, με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας και της πολυτέλειας θα μοιραζόταν ίσα, ενώ η δύναμη θα έμενε στα χέρια μιας μικρής προνομιούχας τάξης. Αλλά, στην πράξη μια τέτοια κοινωνία δε θα μπορούσε να παραμείνει σταθερή για πολύ. Γιατί, αν όλοι απολάμβαναν με τον ίδιο τρόπο τις ανέσεις και την ασφάλεια, η αποβλακωμένη από τη φτώχεια μεγάλη μάζα των ανθρώπων θα μπορούσε να μορφωθεί και να μάθει να σκέφτεται για τον εαυτό της• και όταν γινόταν αυτό, αργά ή γρήγορα αυτή η μάζα θα καταλάβαινε ότι η προνομιούχα μειοψηφία δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης και θα την έβγαζε από τη μέση.

Με λίγα λόγια, μια ιεραρχική κοινωνία δεν μπορούσε να σταθεί παρά μόνο βασισμένη στη φτώχεια και στην άγνοια. Η επιστροφή στο αγροτικό παρελθόν δεν ήταν λύση. […] Ούτε η διατήρηση των μαζών στη φτώχεια, με τον περιορισμό της παραγωγής αγαθών, ήταν ικανοποιητική λύση. […] Το πρόβλημα ήταν πως να συνεχιστεί η βιομηχανική παραγωγή χωρίς να αυξηθεί ο παγκόσμιος πλούτος. Τα προϊόντα έπρεπε να παράγονται, αλλά να μη διανέμονται.

Στην πράξη, ο μόνος τρόπος για να το πετύχουν αυτό, ήταν να κάνουν συνεχώς πόλεμο.

Ο πόλεμος κατ’ ουσίαν είναι η καταστροφή, όχι απαραίτητα της ανθρώπινης ζωής, αλλά των προϊόντων του ανθρώπινου μόχθου. Ο πόλεμος είναι ο τρόπος με τον οποίον μπορούν να καταστραφούν, να διαλυθούν στη στρατόσφαιρα ή να βυθιστούν στα βάθη της θάλασσας υλικά, που αλλιώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν τις μάζες να ζουν πιο άνετα και κατά συνέπεια να σκέφτονται περισσότερο απ'όσο είναι επιθυμητό. Ακόμα και όταν δεν καταστρέφεται το πολεμικό υλικό, η παραγωγή του είναι ένας εύκολος τρόπος να ξοδεύεται η εργατική δύναμη, χωρίς να δημιουργεί κάτι που να μπορεί να καταναλωθεί. Ένα Πλωτό Οχυρό, επί παραδείγματι, έχει δεσμεύσει για την κατασκευή του εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να κατασκευαστούν μερικές εκατοντάδες φορτηγά πλοία. Η τελική του κατάληξη είναι να κριθεί απαρχαιωμένο και να το στείλουν στα παλιοσίδερα, χωρίς να προσφέρει υλικό όφελος σε κανέναν, ενώ στη συνέχεια, με ακόμα μεγαλύτερη απασχόληση ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού, αρχίζει η κατασκευή ενός άλλου Πλωτού Οχυρού.

Κατά κανόνα, ο πόλεμος είναι πάντα οργανωμένος έτσι ώστε να καταβροχθίζει το πλεόνασμα που θα μπορούσε να υπάρχει αφού καλυφθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Στην πράξη, υπολογίζουν τις απαραίτητες υλικές ανάγκες του πληθυσμού πάντα κάτω από το πραγματικό τους επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χρόνια έλλειψη του μισού των απαραίτητων για τη ζωή αγαθών, όμως αυτό θεωρείται πλεονέκτημα. Κρατούν όλον τον κόσμο, ακόμα και τις προνομιούχες τάξεις, κοντά στα όρια της φτώχειας, κατόπιν εσκεμμένης πολιτικής. Η γενική στέρηση αυξάνει τη σπουδαιότητα των μικρών προνομίων και έτσι μεγεθύνει τη διάκριση μεταξύ των ομάδων. Κατά τα πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ακόμα και τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος ζουν με αυστηρό τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την εργασία.

Εν τω μεταξύ, οι μικρές πολυτέλειες που απολαμβάνουν — το μεγάλο τους καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, το καλύτερο ύφασμα των ρούχων τους, η καλύτερη ποιότητα της τροφής, του καπνού και του ποτού, οι δυο τρεις υπηρέτες τους, το ιδιωτικό αυτοκίνητο ή το ελικόπτερο, τους εντάσσουν σ'έναν κόσμο διαφορετικό από ένα μέλος του Εξωτερικού Κόμματος. Και τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις απόκληρες μάζες που ονομάζουμε «προλεταριάτο». […]

Την ίδια στιγμή, η συναίσθηση της εμπόλεμης κατάστασης, και, κατά συνέπεια, του κινδύνου, κάνει ώστε η παράδοση όλης της εξουσίας σε μια μικρή κάστα να φαίνεται σαν κατάσταση φυσική και αναπόφευκτη για την επιβίωση. […] Δεν έχει σημασία αν γίνεται πραγματικά πόλεμος και, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά αποφασιστική νίκη, δεν έχει σημασία η καλή ή κακή έκβαση του πολέμου. Το απαραίτητο είναι να υπάρχει η εμπόλεμη κατάσταση.

Ο πόλεμος είναι τώρα καθαρά εσωτερική υπόθεση. Στο παρελθόν, οι ιθύνουσες ομάδες όλων των χωρών, παρ'όλο που μπορούσαν να αναγνωρίσουν το κοινό τους συμφέρον και επομένως να περιορίσουν την καταστροφικότητα του πολέμου, μάχονταν μεταξύ τους, και ο νικητής λεηλατούσε τον νικημένο. Σήμερα, δεν μάχονται καθόλου μεταξύ τους. Ο πόλεμος διεξάγεται από κάθε άρχουσα τάξη εναντίον των υποτελών της και ο αντικειμενικός σκοπός του δεν είναι η εδαφική κατάκτηση ή η άμυνα, αλλά το να διατηρηθεί άθικτη η κοινωνική δομή.

Η ίδια η λέξη «πόλεμος», επομένως, είναι λάθος. Ίσως θα ήταν σωστό αν λέγαμε πως, με το να είναι συνεχής, ο πόλεμος έπαψε να υπάρχει. Η ιδιαίτερη πίεση που ασκούσε στους ανθρώπους από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από κάτι εντελώς διαφορετικό.

Το αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο, αν τα τρία υπερ-κράτη, αντί να μάχονται μεταξύ τους, συμφωνούσαν να ζουν σε διαρκή ειρήνη, το καθένα απαραβίαστο μέσα στα σύνορά του. Σ’ αυτή την περίπτωση, το καθένα θα ήταν και πάλι ένας κλειστός κόσμος απαλλαγμένος για πάντα από την επιρροή εξωτερικού κινδύνου. Μια ειρήνη πραγματικά διαρκής θα ήταν ό,τι είναι ένας διαρκής πόλεμος. Αυτό —μολονότι η μεγάλη πλειοψηφία του Κόμματος το καταλαβαίνει μόνο στη στενότερή του έννοια — είναι το βαθύτερο νόημα του συνθήματος του Κόμματος "Ο Πόλεμος Είναι Ειρήνη".»



Ένα απόσπασμα από το “1984” του Τζορτζ Όργουελ [George Orwell, “Nineteen Eighty-Four”]. Ημερομηνία πρώτης έκδοσης: 1949. Μετάφραση: Νίνα Μπάρτη.



Ο Τζορτζ Όργουελ στη γραφομηχανή του / George Orwell

Ο χορός της Άνοιξης

$
0
0

Άνοιξη, πίνακας του Κλωντ Μονέ - Claude Monet, Springtime painting, 1886




πρίλη ψεύτη, χάνομαι, στα ψεύτικα όνειρά σου…", λένε οι Κατσιμιχαίοι στον «Κόκκινο Χορό» τους. Απρίλης. Ο μήνας που σηματοδοτεί το επίσημο λάκτισμα του τραγουδιού της άνοιξης. Ποια είναι η Άνοιξη; Εκείνη η νεαρή γυναίκα, που τόσοι έχουν ποθήσει και τόσοι έχουν ερωτευτεί. Η πιο ποθητή και εκστατική απ’ τις γυναίκες. Μια ανθοφορούσα κοπέλα με διάφανο πέπλο, που χορεύει μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια σου, κι εσύ απομένεις να χαζεύεις σαν υπνωτισμένος, έτοιμος να παραδώσεις σώμα και ψυχή στα ατελείωτα κάλλη της.

Ναι, είσαι όμορφη, Άνοιξη. Κανείς δεν το αρνείται. Μα φέρεις πάντα μαζί σου ένα καλάθι ξέχειλο υποσχέσεις. Και αυτές τις υποσχέσεις σου είναι που αδυνατώ ν’ αποδεχτώ. Γιατί πάντα ξεχειλίζουν – και το δικό μας ποτήρι, αλίμονο, δεν χωρά παρά μια στάλα απ’ τον χυμό τους. Ο περισσότερος πέφτει κάτω, γονιμοποιεί το έδαφος, το χώμα, τα δέντρα – όχι εμάς τους ίδιους.

Δεν φταις εσύ. Το ποτήρι μας απλά δεν σε χωρά. Το δικό μας τραγούδι φέρει κάτι από τη νοσταλγία του φθινοπώρου. Και ο χορός μας, όσο ελαφροπάτητος και αν πασχίζουμε να είναι, αντηχεί ενίοτε σαν το βαρύ πάτημα του χειμώνα.

Όσο και αν σε θαυμάζω, Άνοιξη, άλλο τόσο πιάνω τον εαυτό μου να τρέχει πίσω από τις υποσχέσεις σου – και μοιάζω με κυνηγό σπάνιων πεταλούδων, τρέχοντας ξωπίσω τους σαν ανόητος, μα αδυνατώντας να τις πιάσω.

Μπορώ να σ’ ερωτεύομαι, Άνοιξη. Μα δεν ξέρω πως να σ’ αγαπώ. Κι αυτό γιατί υπόσχεσαι πολλά – πάρα πολλά. Και αν χορέψω τον χορό σου, μάλλον λαβωμένος θα βγω στο τέλος. Εσύ θα συνεχίσεις να τινάζεις το αέρινο κορμί σου – κι εγώ θα σε κοιτάζω σαν ηλίθιος, βαριανασαίνοντας, αδυνατώντας να συγχρονιστώ μαζί σου. Έχει συμβεί τόσες φορές.

Τα φιλαράκια σου, απ’ την άλλη… το παρεξηγημένο Φθινόπωρο και ο σκυθρωπός Χειμώνας… δεν υπόσχονται πολλά. Έρχονται κρατώντας μικρό καλάθι. Και αδυνατούν να χορέψουν σαν εσένα. Μα γι’ αυτό τα αγαπώ – επειδή ακριβώς δεν υπόσχονται τίποτα. Δεν με τυφλώνουν με τα κάλλη τους. Δεν με γεμίζουν προσδοκίες. Η ομορφιά τους μοιάζει με εκείνη των σιγανών ρευμάτων που αργοκυλούν δίχως να κάνουν θόρυβο. Διακριτικά και ήσυχα, φέροντας όχι εκτυφλωτικά κόκκινα και πράσινα, μα απαλά χρώματα της γης και του αέρα.

Όσο αφορά το καλοκαίρι… επέτρεψέ μου να το αφήσω στην άκρη. Πολύ σαματατζίδικο, πολύ επιδειξιομανές. Εσύ χορεύεις και ο κόσμος γύρω σου ομορφαίνει. Το καλοκαίρι, από την άλλη, χορεύει ίσα για να τον βλέπουν οι άλλοι να χορεύει. Αυτή είναι η διαφορά σας.

Αυτά είχα να σου, όμορφη και απατηλή μου Άνοιξη. Συνέχισε τον εκστατικό και υπέροχο χορό σου… μα αν κάποιες φορές στρέφω πέρα και μακριά το βλέμμα μου - ελπίζω να με κατανοήσεις.



Η Εκδίκηση του Κογιότ

$
0
0

Η εκδίκηση του Κογιότ... μια ιστορία σε κόμικς από το φονικό κουνέλι




Τον καιρό που ο υπογράφων Κούνελος έγραφε λιγότερο και σχεδίαζε περισσότερο, τις πρώτες μέρες που είχε ξεπροβάλλει η Κουνελοφωλιά στα διαδικτυακά λημέρια, έκανε την εμφάνισή του αυτό εδώ το μικρό κόμικ. Μα επειδή έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, σας το παρουσιάζω εκ νέου!

Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση ενός παιδικού απωθημένου. Όπως οι περισσότεροι ανάμεσά μας, μεγάλωσα και μεγαλώνω παρακολουθώντας Looney Tunes, και, μεταξύ άλλων, η σειρά του Road Runner (γνωστού ως «Μπιπ Μπιπ») και του Coyote ανήκει στις αγαπημένες μου. Πόσες και πόσες φορές, όμως, δεν λυπηθήκαμε βλέποντας το έρμο το Κογιότ να τρώει τα μούτρα του από το διαολεμένο το πουλί. Ε, μια ωραία μέρα, λοιπόν, έπιασα το πενάκι μου και είπα να εξασκηθώ στο σκίτσο, καταθέτοντας παράλληλα μια… εναλλακτική μικρή ιστορία.

Για να διαβάσετε το κόμικ κάνετε Κλικ πάνω σε κάθε εικόνα, ώστε να σας την μεγενθύνει.Για όποιον ενδιαφέρεται, η ανάρτηση όπου μοιράστηκα για πρώτη φορά την ιστορία αυτή είναι αυτή εδώ– ουσιαστικά πάμε πίσω στις απαρχές του blog, το οποίο, παρεμπιπτόντως, σύντομα κλείνει μια δεκαετία ζωής!

Αυτά, λοιπόν. Καλή ανάγνωση – και σερβίρετε και οι ίδιοι τον εαυτό σας με ένα δροσιστικό ρόφημα στο τέλος.


Η εκδίκηση του Κογιότ, ένα κόμικ από το φονικό κουνέλι, σελίδα 1 / Coyote's revenge comics, pg 1
Η εκδίκηση του Κογιότ, ένα κόμικ από το φονικό κουνέλι, σελίδα 2 / Coyote's revenge comics, pg 2
Η εκδίκηση του Κογιότ, ένα κόμικ από το φονικό κουνέλι, σελίδα 3 / Coyote's revenge comics, pg 3
Η εκδίκηση του Κογιότ, ένα κόμικ από το φονικό κουνέλι, σελίδα 4 / Coyote's revenge comics, pg 4


© Το Φονικό Κουνέλι, 2009-2019. Παρακαλώ να μην αντιγραφτεί/αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.

Τα Παιδιά της Φάτσας

$
0
0

Μια αφιέρωση στις φίλες γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου...




ΗΦάτσα ήταν μια γατούλα. Ένα ζωηρό και έξυπνο πλάσμα με το οποίο συνδέθηκα για ένα διάστημα 12 χρόνων. Και όταν η Φατσούλα αρρώστησε και έφυγε απ’ τη ζωή, με ελαφρύ βάδισμα, έναν αναστεναγμό και μια υπόσχεση, αισθάνθηκα πως έχασα μια πολύτιμη φίλη. Είχα λυγίσει. Αυτό συνέβη πριν δύο χρόνια, τέτοια εποχή.

Κατέθεσα τότε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο blog [click], προς τιμήν όλων αυτών των αξιοθαύμαστων πλασμάτων. Και για ένα διάστημα μετά σταμάτησα να γράφω. Η απώλεια της Φάτσας έγινε αφορμή να μετακομίσω και να τρυπώσω σ’ ένα διαφορετικό λαγούμι, που – όλως τυχαίως; – εδράζεται σε μια περιοχή ξέχειλη με γάτες. Και – για φαντάσου – κάποιες από αυτές τις γάτες, με το πέρασμα του χρόνου, έμελλε να με πλησιάσουν. Γάτες που είχαν μάθει να ζουν έξω, μα διαπίστωσαν πως στη γειτονιά είχε έρθει ένας «δικός τους».

Στην αρχή με προσέγγιζαν στην πόρτα του σπιτιού, δυο-δυο, τρεις-τρεις, νιαουρίζοντας και γυρεύοντας φαί. Κανά δυο περισσότερο θαρραλέες έφτασαν ως και να τρυπώσουν μέσα στο σπίτι. Κάθονταν για λίγο, και μετά έβγαιναν πάλι. Μέχρι που ένας γάτος, ένας αληθινός μάγκας, τρύπωσε ένα βράδυ από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα του παραθύρου. Γύρευε όχι απλά να φάει, μα κι ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθεί ασφαλής το βράδυ. Αυτό ήταν – είχε δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα. Κι άλλες γάτες έμελλε να τον ακολουθήσουν στη συνέχεια.

Αυτές οι γάτες, λοιπόν, είναι τα «παιδιά της Φάτσας». Παιδιά όχι με την κυριολεκτική έννοια, μα συμβολικά. Διότι αν δεν είχε φύγει η Φατσούλα, δεν θα είχα αναζητήσει νέο σπίτι τον καιρό εκείνο. Δεν θα ερχόμουν σε μια νέα γειτονιά, και, ως επακόλουθο, δεν θα με έβρισκαν οι νέοι φίλοι μου. Μοιάζει λες και τους παρέδωσε τη σκυτάλη. «Σειρά σας, τώρα», την ακούω σχεδόν να λέει, νιαουρίζοντας με νόημα. 




Η Μπουκίτσα ενώ παρατηρεί την κίνηση...
Ο Πιέρ στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού...
Η Γκρίζα στο παράθυρο...
Ένα αξιαγάπητο μουτράκι. Μια αφιέρωση στις γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου
Ώρα για φαί. Μια αφιέρωση στις γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου




Σε αυτά τα μικρά φιλαράκια αφιερώνω την παρούσα ανάρτηση. Ένα κείμενο που δεν σχετίζεται με τέχνες – μα με ένα ζώο που συνιστά έργο τέχνης από μόνο του. Εν τέλει πρόκειται για μια προσωπική αφιέρωση στα παρεάκια μου – τα ζώα που μου κρατούν συντροφιά τον καιρό αυτό. Τον Πιέρ, τη Μπουκίτσα, τον Μπούμπη, τη Βούρτσα, τον Μάγκα, τη Μπιλίτσα, τη Φρου Φρου, την Γκρίζα, τη Ρίνα – και τις άλλες, που γυροφέρνουν, εδώ κι εκεί.

Είναι επίσης ένα κείμενο που επιθυμώ να το αφιερώσω στη Φάτσα – την παλιά και αξέχαστη χνουδωτή φίλη μου. Και να ζητήσω από εσάς τους αναγνώστες και θαμώνες να αγαπάτε και να φροντίζετε τα ζώα – που, τόσο συχνά, παραμελούμε και περιθωριοποιούμε, μα που έχουν τόσα να μας διδάξουν, αν αφουγκραστούμε τη φωνή τους και αν χαζέψουμε την κίνησή τους.


«Τι κοιτάξεις εκεί με τόση φροντίδα; Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;»

«Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!» 


Σαρλ Μπωντλαίρ



Η Μπουκίτσα και ο Μπούμπης, δυο αξιαγάπητα γατιά.
Η Μπιλίτσα, μια όμορφη μαύρη γάτα
Η Γκριζούλα υπό το φως του μανιταριού....



Τα παιδιά της Φάτσας




Η πρώτη ήταν η Ρίνα (ή Σύλβια) και η αδερφή της, η Μουτζούρα. Ήταν εκείνες που πρώτες πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού και μυρίστηκαν τον χώρο. Ακολούθησαν η Αρκουδίτσα και ο Μάγκας. Στον τελευταίο έδωσα το όνομα «Μάγκας» καθώς υπήρξε εκείνος που έμελλε ν’ ανακαλύψει το φοβερό αυτό πέρασμα δια του παραθύρου, κι ενώ το σπίτι είναι κλειστό.

Κάποια στιγμή κατέφτασε και ο Πιέρ. Ένας μεγάλος, τροφαντός γάταρος, ένας Βούδας με όλη τη σημασία της λέξης, η παρουσία του οποίου προσδίδει μια μοναδική αίσθηση στον χώρο. Σύντομα ξεπρόβαλε και μια λυγερόκορμη μαύρη γάτα (με μια μικροσκοπική λευκή τούφα στην κοιλιά), χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ψιλή φωνή της. Την ονόμασα Μπιλίτσα, από το “Billie” – παραπέμποντας στη Billie Holiday.

Τότε ήταν που έφτασε και η Βούρτσα – η πιο χαδιάρα απ’ τις γάτες. Και ο Μπούμπης, ο πιο χαδιάρης απ’ τους γάτους.

Τον ίδιο καιρό κατέφτασε η Γκρίζα – πιο «γάτα» στα κλασικά χαρακτηριστικά της, δύσκολη με τις άλλες γάτες, μα αφοσιωμένη σε μένα.

Τέλος, ένα βράδυ έκανε την εμφάνισή της και η μικροσκοπική Μπουκίτσα. Η πιο ζωηρή όλων, ένα παιχνιδιάρικο γατάκι που έμελλε στην πορεία να δεθεί ιδιαίτερα με τον Πιέρ και τον Μπούμπη.

Αυτές είναι οι γάτες που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού. Μα δεν είναι οι μόνες – η γειτονιά κυριολεκτικά ξεχειλίζει και, πλάι στους τακτικούς θαμώνες, γυροφέρνουν κι άλλες γάτες, γειτόνισσες, φίλες κι αυτές. Η Φρου Φρου για παράδειγμα, η Ζοζεφίνα, η Γκρίζη, και μερικές ανώνυμες (ακόμα) μα εξίσου αξιαγάπητες. 




Το Ρινάκι. Οι γάτες της Αθήνας
Η Βούρτσα. Μια ζεστή και χαδιάρα γάτα.
Η Γκρίζα ενώ αράζει στο κρεβάτι
Ο Μπούμπης, ένας γάτος υπό το φως της νυχτερινής λάμπας
Η Φρου Φρου, μια γάτα της πόλης με χνουδωτή ουρά
Ο Μάγκας και ο Πιέρ, δύο όμορφοι αραχτοί γάτοι




Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρώ την ομαδική συμπεριφορά των γατών – και να συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει γάτα που να είναι ίδια με την άλλη. Σαν τους ανθρώπους, συνάπτουν κι εκείνες τις φιλίες, τις συμμαχίες και τις σχέσεις τους, σαν τους ανθρώπους κάνουν τις επιλογές τους και δημιουργούν αντιπαλότητες. Κάποιες είναι κοινωνικές, άλλες είναι αντικοινωνικές. Κάποιες επιλέγουν περισσότερο δραστήρια ζωή, κάποιες προτιμούν την περιπέτεια, άλλες πάλι παραδίδονται στην όμορφη θαλπωρή της σπιτικής εστίας. Ως και στον τρόπο που γυρεύουν το φαί τους διαφέρουν η μία απ’ την άλλη – και φυσικά ξεχωρίζουν ως προς την στάση που επιλέγουν να έχουν απέναντί σου.

Και αν σε αγαπάνε – καμία δεν σε αγαπάει με τον ίδιο τρόπο. Η αγάπη κάθε γάτας είναι ξεχωριστή και δεν σκορπίζεται απλόχερα, το ίδιο σε όλους. Μα αυτό το διαπιστώνει μόνο εκείνος που έχει ζήσει μαζί τους και τις έχει γνωρίσει σε βάθος.

Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στις ωραίες εκείνες φιλοζωικές οργανώσεις που φροντίζουν τα αδέσποτα των πόλεων και αναλαμβάνουν αφιλοκερδώς τη στείρωση εκατοντάδων και εκατοντάδων γατών. Η γάτα δεν φτιάχτηκε για να γυρίζει καταμεσής των βρώμικων δρόμων, των κάδων με τα σκουπίδια και των δαιμονικών αυτοκινήτων – της αξίζουν πολύ περισσότερα από το αίσχος των σύγχρονων ελληνικών πόλεων.



Είπαν για τις γάτες… Ρητά και αποφθέγματα γνωστών γατόφιλων




«Ο χρόνος που περνάς με γάτες δεν είναι ποτέ χαμένος χρόνος»

Σίγκμουντ Φρόυντ



***



«Και το μικρότερο αιλουροειδές είναι ένα αριστούργημα»

Λεονάρντο ντα Βίντσι



***



«Υπάρχουν δύο καταφύγια από τις θλίψεις της ζωής: η μουσική και οι γάτες»

Άλμπερτ Σβάιτσερ



***


«Η γάτα έχει απόλυτη συναισθηματική ειλικρίνεια. Οι άνθρωποι, για τον ένα λόγο ή τον άλλο, μπορεί να κρύβουν τα συναισθήματά τους, μα η γάτα δεν το κάνει»

Έρνεστ Χέμινγουεϊ



***



«Έχω μελετήσει πολλούς φιλοσόφους και πολλές γάτες. Η σοφία των γατών είναι απεριόριστα ανώτερη»

Ιππόλυτος Τάιν



***



Ο Πιέρ και ο Μπούμπης, δύο γάτοι που κοιμούνται αραχτοί
Η Αρκουδίτσα και το διαπεραστικό της βλέμμα...




«Αγαπώ τις γάτες και απολαμβάνω το σπίτι μου. Και, λίγο λίγο, γίνονται η ορατή ψυχή του»

Ζαν Κοκτώ



***



«Όταν αισθάνομαι

πεσμένος

το μόνο που έχω να κάνω είναι

να βλέπω τις γάτες μου

και το κουράγιο μου

επιστρέφει»


Τσαρλς Μπουκόφσκι



***


«Ο γάτος δεν προσφέρει υπηρεσίες. Προσφέρει τον εαυτό του. Ασφαλώς χρειάζεται ασφάλεια και φροντίδα. Δεν παίρνεις αγάπη δίχως αντάλλαγμα»

William S. Burroughs



***



«Όταν ένας γάτος κολακεύει… δεν είναι ανειλικρινής: μπορείς με ασφάλεια να το πάρεις για αληθινή καλοσύνη»

Walter Savage Landor


***


Μια γάτα στο κέντρο της Αθήνας...
Ο Πιέρ αραχτός στο κρεβάτι




«Ένας άνθρωπος είπε στο Σύμπαν:

“Κύριε, υπάρχω!”

“Έξοχα”, απάντησε το Σύμπαν,

“αναζητώ κάποιον για να φροντίζει τις γάτες μου”»

Henry Beard



***


«“Ξέρεις τι θα έπρεπε να κάνω;”, ρώτησε ενθουσιασμένος o Χοσίνο.

“Ασφαλώς”, είπε η γάτα. “Τι σου έλεγα; Οι γάτες γνωρίζουμε τα πάντα. Όχι σαν τους σκύλους”»

Χαρούκι Μουρακάμι [“Kafka on the Shore”]



***



«Λοιπόν, εσείς οι άνθρωποι έχετε ονόματα, γιατί δεν γνωρίζετε ποιοι είστε. Εμείς γνωρίζουμε ποιες είμαστε – γι’ αυτό δεν χρειαζόμαστε ονόματα»

Neil Gaiman



***


«Σήκω από τον ύπνο σου, γέρικη γάτα,

Και με μεγάλα χασμουρητά και τεντώματα…

Κίνησε ήρεμα για αγάπη»

Kobayashi Issa, γιαπωνέζικο χαϊκού



***



«Στην αψεγάδιαστη χάρη της και στην ανώτερη αυτάρκειά της έχω δει το σύμβολο της τέλειας ομορφιάς και της γλυκιάς έλλειψης ατομικότητας του ίδιου του σύμπαντος… Στον αέρα του σιωπηλού της μυστηρίου εδράζεται για μένα όλο το δέος και ο θαυμασμός του αγνώστου»

H.P. Lovecraft



*** 



Η Μπιλίτσα, μια όμορφη μαύρη γάτα που ποζάρει για τον φακό
Ο Πιέρ και η Μπουκίτσα, δυο γατάκια κοιμούνται αγκαλιασμένα




«Δεν μπορώ ν'αντισταθώ σε μια γάτα, ειδικά αν γουργουρίζει. Είναι τα καθαρότερα, πονηρότερα και εξυπνότερα πλάσματα που γνωρίζω, πέρα από το κορίτσι που αγαπάς ασφαλώς.»

«Όταν ένας άνθρωπος αγαπάει τις γάτες, είμαι φίλος και σύντροφός του, δίχως δεύτερη σκέψη.»

Mark Twain



***


«Νομίζω πως οι γάτες είναι πνεύματα που έχουν έρθει στη γη. Είμαι βέβαιος πως μια γάτα θα μπορούσε να βαδίζει στα σύννεφα δίχως να πέσει κάτω…»

Ιούλιος Βερν



***



«Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;»

«Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!»

Σαρλ Μπωντλαίρ



***



«Τι μεγαλύτερο δώρο, από την αγάπη μιας γάτας!»

Κάρολος Ντίκενς



Αφιερωμένο στις φίλες μου, τις γάτες, στους ανθρώπους που τις αγαπούν - και στη Φατσούλα.

Το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19.



Η Φατσούλα, μια υπέροχη γάτα

Η Ιστορία των Cure. Kεφάλαιο 1: Τα σκοτεινά χρόνια

$
0
0


Η Ιστορία των Cure. Ένα μεγάλο αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι.




Ααα. Οι Cure. Ο παλιόφιλος Robert Smith. Aκούς ξανά τη μουσική τους και αισθάνεσαι πως ταξιδεύεις πίσω στα παλιά, ανταμώνεις με παρέες, επισκέπτεσαι μέρη που άλλοτε σύχναζες συχνά, αναβιώνεις συναισθήματα καταχωνιασμένα στα ενδότερα των αναμνήσεών σου. Αισθάνεσαι όμορφα. Είναι λες και πίνεις εκείνο το ποτήρι με κρασί που είχες καταχωνιάσει για χρόνια στο ράφι, μα ανοίγοντάς το σε κατακλύζει μεμιάς το άρωμα από περασμένες εμπειρίες. Νιώθεις πως τις ζεις για άλλη μια φορά.

Πολλοί από εμάς έχουμε συνδέσει τους Cure με ιδιαίτερες φάσεις της ζωής μας – όχι απαραίτητα ευχάριστες, όχι απαραίτητα δυσάρεστες, σίγουρα όμως χαρακτηριστικές. Οι πρώτοι μας έρωτες – ή ενδεχομένως οι πρώτες ερωτικές μας απογοητεύσεις. Οι φάσεις που μέναμε μόνοι στο δωμάτιό μας, ο κόσμος έξω αφιλόξενος, και η μουσική να παίζει ξανά και ξανά τραγούδια που σιγοτραγουδούσαμε τους στίχους. Πόσες φορές δεν αφεθήκαμε σκόπιμα στην αραχνιασμένη δίνη ενός “Lullaby”, δεν αισθανθήκαμε την ανάγκη να χορέψουμε σα νυχτόβια ξωτικά με το “Why Can’t I Be You” , δεν παρασυρθήκαμε με την ξέφρενη αισιοδοξία ενός “Friday I’m In Love”.

Πόσες φορές δεν περιφρονήσαμε κρυφά και όλους εκείνους που γνώριζαν τους Cure από αυτά και μόνο τα ραδιοφωνικά «χιτάκια» τους! Όχι εμείς όμως, που διυλίζαμε κάθε τραγούδι και κάθε στίχο του Ρόμπερτ Σμιθ, λιώνοντας με τη σειρά τον έναν μετά τον άλλο από τους δίσκους τους. Χαμένοι στον ομιχλώδη κόσμο του “Seventeen Seconds”, παρασυρόμενοι από την ψυχεδέλεια του “Top”, ταξιδεύοντας στα πλούσια ηχοτρόπια του “Kiss Me Kiss Me Kiss Me”. Παραδομένοι στη μαυρίλα του “Pornography” - τότε που ένιωθες πως η άβυσσος η ίδια συνιστά ένα φιλόξενο μέρος.

Το σημερινό αφιέρωμα απευθύνεται λοιπόν σε εμάς που δεν ακούσαμε απλά - μα ζήσαμετη μουσική των Cure. Εμάς που φέρνουμε πάντα κατά νου τον Ρόμπερτ Σμιθ σαν εκείνο τον φίλο απ’ τα παλιά, με τον οποίο θα πάμε για ένα κρασάκι και θα αφηγηθούμε ιστορίες απ’ τα περασμένα, χαρούμενες και θλιβερές, απάνεμες και θυελλώδεις.

Και – ποιός ξέρει – ίσως ζήσουμε μια καινούργια ιστορία, έτοιμη να ξετυλίξει τις σελίδες της για μας. Η μουσική των Cure θα δώσει πάλι το παρόν, να είστε βέβαιοι γι’ αυτό.

Μια ματιά στην ιστορία και τη δισκογραφία των Cure, λοιπόν! Ένα συγκρότημα που πάντρεψε ουκ ολίγα μουσικά στυλ στα 30 και βάλε χρόνια της μουσικής παρουσίας του και ένας frontman που μοιράστηκε μαζί μας λέξεις και ήχους που έχουν, θαρρείς, γεννηθεί σε κάποιον φανταστικό παιχνιδότοπο: ένα ρόλερ κόστερ που σε εκτινάσσει στα ύψη και σε ρίχνει κάτω απότομα, διασχίζοντας χώρες πολύχρωμες και γκρίζες, χαρούμενες και σκοτεινές – Κι αυτό, ενώ παράλληλα έχεις βυθίσει το ενθουσιασμένο σου μούτρο σε ένα μπολ με παγωτό, ξέχειλο ως πάνω με σιρόπι. Ναι, αυτή είναι η μουσική των Cure και αυτός είναι ο ιδιαίτερος κόσμος του Robert Smith!


Σημείωση 2019: Το παρόν αφιέρωμα καταγράφτηκε πρώτη φορά εν έτει 2014. Αποφάσισα να το επαναφέρω, δίχως να αλλάξω το περιεχόμενό του, ώστε να το δουν περισσότερα Κιουράκια. Εμπρός λοιπόν! Ας θυμηθούμε...




Robert Smith reading a comic book in bed, 1986



Μέρος Ι – Τρία φανταστικά παιδιά και ένας Άραβας στο Κάιρο



Ο πάνω τίτλος θα μπορούσε να έχει δοθεί σε κάποια φτηνή σειρά παιδικής λογοτεχνίας, ή ενδεχομένως να είναι το όνομα μιας παιδικής τηλεοπτικής σειράς – σίγουρα παραπέμπει σε κάτι παιδικό πάντως, όπως παιδικό σχεδόν φαντάζει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Cure: Ένα ψυγείο, ένα φωτιστικό και μια σκούπα, σ’ ένα ροζ φόντο. Μεγαλοπρεπής μινιμαλιστική αισθητική, pop-art μεταφερμένη στην κουζίνα ενός σπιτιού, ή απλά έλλειψη έμπνευσης; Και όσο τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, η φωνή του Robert Smith μοιάζει σχεδόν με φωνή παιδιού – η χροιά του έμελλε να αλλάξει πολύ τα επόμενα χρόνια.

Κι όμως, αυτός ακριβώς ο πρώτος δίσκος των Cure με τίτλο “Three Imaginary Boys” σηματοδοτεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ντεμπούτα άλμπουμ της εποχής του και έναν δίσκο που καταδεικνύει όσο κανένας άλλος τις μουσικές ρίζες του συγκροτήματος. Μία μπάντα που είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση με το αμφιλεγόμενο πρώτο single τους, ένα τραγούδι που αναφέρεται σε κάποιον Άραβα που σκοτώνεται σε μια παραλία...

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά που έγιναν. Ήταν 1976 και στο Crawley της Αγγλίας κάποιοι νεανίες επίδοξοι μουσικοί, οι οποίοι είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, πρόσεξαν μια αγγελία της ανεξάρτητης “Hansa Records”: «Θέλετε να ηχογραφήσετε τα τραγούδια σας με την εταιρεία μας;». Αμέ, πως δε θέλουμε, σκέφτηκαν τα παλικάρια. Έπιασαν λοιπόν τα μουσικά τους όργανα, προσπάθησαν να γράψουν ορισμένα τραγούδια της προκοπής και τα συνόδεψαν με στίχους. Mεταξύ των παιδιών (τα οποία δε χρειάζεται να αναφέρουμε όλα, καθώς οι μισοί θα εγκατέλειπαν το συγκρότημα σύντομα) ανήκαν ο ντράμερ Laurence Tolhurst και ο κιθαρίστας Robert Smith.




Easy Cure band / Οι αγνώριστοι σχεδόν Cure, στο ξεκίνημά τους
Οι αγνώριστοι σχεδόν Cure, στο ξεκίνημά τους / Easy Cure band, 1977




Επηρεασμένοι από τον David Bowie και το κίνημα της glam rock (μουσικά, όσο και στυλιστικά, κάτι που θα φαινόταν κυρίως με την πάροδο των χρόνων), γουστάροντας τον Jimi Hendrix και εμποτισμένοι από την αναδυόμενη punk αισθητική της εποχής τους, το νεόφυτο σχήμα έφερε αμφισβητούμενες ικανότητες (έμεινε γνωστή η αδυναμία του Tolhurst να παίξει ντραμς της προκοπής), μα και άφθονη ενέργεια – ενώ ο κύριος Robert Smith είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να συνθέτει τραγούδια που κατόρθωναν να καρφωθούν στο μυαλό σου, τραγούδια που συνόδευε με αρκετά χαρακτηριστικούς και ιδιαίτερα εσωτερικούς στίχους.

Ήταν μία διαφορετική εκδοχή της ποπ, εναρμονιζόμενη πλήρως με το μουσικό κύμα που σάρωνε τις δύο όχθες του Ατλαντικού εκείνον τον καιρό: ένα κύμα που συνδύαζε ωμή ενέργεια, μία αντισυμβατική ιδεολογία, με εύπεπτα, τρίλεπτα ή τετράλεπτα τραγούδια. Το 1977 είδε την έκρηξη του φαινομένου της πανκκαι στα χρόνια που ακολούθησαν η πανκ άπλωσε κλαδιά προς άφθονες κατευθύνσεις, επηρεάζοντας πλήθος κόσμου και μεταμορφώνοντας η ίδια τον εαυτό της. Στα τέλη της δεκαετίας κυριαρχούσε το κίνημα του post-punk, και σε αυτόν τον χώρο συχνά εντάσσει ο κόσμος τους Cure των πρώτων χρόνων. Στην επιθετικότητα της αρχικής πανκ η post-punk αντιτάσσει εσωστρέφεια, μινιμαλισμό και πειραματικές διαθέσεις. Στα εκατοντάδες σχήματα της εποχής που δοκίμασαν να εκφραστούν σε ανάλογες φόρμες ανήκαν και οι πρώιμοι Cure.

Αρχικά το συγκρότημα ονομαζόταν Easy Cure, στην πορεία όμως εγκατέλειψαν το “easy” στον τίτλο, θεωρώντας το υπερβολικά «χίππικο». Η αρχική πορεία τους φάνταζε σαν περπάτημα σε ένα υπερβολικά κακοτράχαλο μονοπάτι, από εκείνα που φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο – για να μη πω και στον γκρεμό. Το να σε εγκαταλείπει άρον άρον η εταιρεία σου ενώ εσύ βρίσκεσαι ακόμα στο στάδιο της ηχογράφησης των πρώτων σου... demo, δε συνιστά την πλέον ελπιδοφόρα αρχή για κανέναν επίδοξο, νέο μουσικό! Έτσι έγινε όμως με τους Cure, όταν η Hansa Records αρνήθηκε να έχει οποιαδήποτε σχέση με το τραγούδι “Killing an Arab”, το οποίο το συγκρότημα επιθυμούσε να κυκλοφορήσει ως πρώτο του single. 




The Cure, Killing an Arab EP cover




To τραγούδι αναφέρεται στην δολοφονία ενός Άραβα σε κάποια παραλία και μεμιάς θεωρήθηκε ρατσιστικό - μία φήμη που θα το συνόδευε για πολλά χρόνια ακόμα και ένας λόγος που το ίδιο το συγκρότημα διατήρησε μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντί του. Λίγοι βέβαια γνώριζαν τον καιρό εκείνον πως το τραγούδι έχει ως βασική αναφορά του το υπαρξιστικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ«Ο Ξένος», το οποίο περιλαμβάνει τη σκηνή με τον θάνατο του Άραβα, σε ένα από τα κομβικά του κεφάλαια. Ο Robert Smith ενδιαφερόταν πολύ για το κίνημα του υπαρξισμού και συχνά στους στίχους του θα βρείτε αναφορές σε θέματα που απασχόλησαν τους υπαρξιστές, όπως ο θάνατος, η ελευθερία, η αποξένωση και η αίσθηση (ή ή ανυπαρξία) νοήματος. 

Ο κόσμος, βέβαια, που πιθανό άκουγε το τραγούδι στο ραδιόφωνο αγνοούσε την πηγή έμπνευσης, δεν είχε ιδέα ποιό ήταν το περιεχόμενο του «Ξένου», ενώ ο Αλμπέρ Καμύ πιθανό να τους ήταν γνωστός μόνο ως όνομα – εν μέρει λοιπόν βρίσκω λογικό που το κομμάτι κατακρίθηκε ως ρατσιστικό.

Κρίμα και άδικο βέβαια, καθώς πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της ποστ-πανκ μουσικής των καιρών του! Στο τραγούδι η φωνή του Smith αντηχεί σχεδόν ξύλινη, χωρίς συναίσθημα, λες και τραγουδάει ρομπότ - κάτι που δεν είναι τυχαίο σε ένα κομμάτι που έχει ως κεντρικό του θέμα την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου. Δε ξέρω που βρίσκομαι, δε γνωρίζω τι κάνω, ποιός είμαι, τι νόημα έχουν όλα. «I’m alive… I’m dead… I am a stranger… Killing an Arab”. (click)

Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή του τέλους. Θα μιλούσαμε για τους Cure ως ένα από εκείνα τα «θαμμένα» συγκροτήματα, που κυκλοφόρησαν ένα-δυο καλά τραγούδια και μετά χάθηκαν στην αφάνεια. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει αυτή η εξέλιξη – εάν δεν ήταν ένας άνθρωπος. 




Οι Cure στα τέλη της δεκαετίας του 70




Ο λόγος για τον παραγωγό Chris Parry, στον οποίο χρωστούσαν πολλά οι νεογέννητες μπάντες των The Jam και Siouxsie and the Banshees. Ο Parry άκουσε τα πρώτα ντέμο των Cure και τα βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Στα πρώτα αυτά τραγούδια ανήκαν τα “Boys Don’t Cry”, “Fire In Cairo”, “It’s Not You” και “10.15 Saturday Night”. Στην πορεία γνώρισε τα μέλη του συγκροτήματος (το οποίο ήταν πλέον τρίο από πέντε μέλη που ξεκίνησαν αρχικά και είχαν ήδη ξεκινήσει να κάνουν δουλειές αλλού – ο Tolhurst εργαζόταν σε ένα εργαστήριο χημείας). Γνωρίζοντας τη μπάντα τους συμπάθησε, παρά το γεγονός πως απουσίαζε πλήρως κάθε στυλιστική αίσθηση σε αυτούς (κάτι απαραίτητο για τους πανκς της εποχής), και σύντομα υπέγραψε μαζί τους στη δική του εταιρεία “Fiction”.

Kάπως έτσι λοιπόν σώθηκαν οι Cure. Για μία ακόμα φορά θα έφταναν στο χείλος του γκρεμού, και η δεύτερη φορά θα ήταν ακόμα σοβαρότερη σε σχέση με την πρώτη, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια!

Το “Killing an Arab” θα κυκλοφορούσε τελικά ως single και ουκ ολίγα μουσικά έντυπα ενθουσιάστηκαν, απονέμοντάς του μάλιστα τον τίτλο του “single της εβδομάδος”, ενώ το 1979 έμελλε να δουν και το πρώτο τους πρωτοσέλιδο στο μουσικό περιοδικό “Sounds”. Αυτό ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν η αρνητική, ρατσιστική φήμη του τραγουδιού. Σε μία συναυλια του συγκροτήματος στο Nashville, κι ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1979, έδωσε ξαφνικά το παρόν μια μεγάλη ομάδα του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, θεωρώντας πως το “Killing an Arab” έχει ρατσιστικό περιεχόμενο και πως οι Cure είναι «δικοί τους». Εδώ που τα λέμε, οι ναζί και οι φασίστες είχαν πάντα αυτή την τάση να βλέπουν κοντόφθαλμα τα πράγματα, εμποτισμένοι από το φυλετικό τους μίσος και την μερική (στην καλύτερη περίπτωση) απουσία εγκεφάλου που τους χαρακτηρίζει. Από τότε που έγινε το συγκεκριμένο περιστατικό, ο Smith και οι Cure έδιναν όλο και λιγότερη έμφαση στο συγκεκριμένο τραγούδι, τόσο στα λάιβ όσο και στις συνεντεύξεις τους, θέλοντας να αποτινάξουν οποιαδήποτε υποψία ρατσιστικής ιδεολογίας.

Εξάλλου, είπαμε. Η πλειοψηφία του κόσμου δεν θα καταλάβει αν του πεις για τον Καμύ και τον υπαρξισμό. Μάλλον θα απομείνει να σε κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Από το να θεωρεί λοιπόν πως το τραγούδι έχει ως περιεχόμενο του το μίσος απέναντι σε αλλοεθνείς, καλύτερα να του δίνεις όσο λιγότερη έμφαση γίνεται. Κάπως έτσι έπραξαν οι Cure.

Tην ίδια περίοδο, κι ενώ το κίνημα του post punk βρισκόταν στο απόγειό του, οι Cure κυκλοφόρησαν επιτέλους το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τίτλο “Three Imaginary Boys”! Kαι αυτό το εντελώς χαρακτηριστικό εξώφυλλο, με το ψυγείο, τη σκούπα και το φωτιστικό (τα «τρία φανταστικά παιδιά» του τίτλου;), το οποίο δεν ήταν επιλογή του Smith ή της μπάντας, αλλά της εταιρείας.



The Cure, Three Imaginary Boys, first album cover




Οι Cure, βλέπετε, δεν είχαν ακόμα κάποιο “image” να πουλήσουν. Οι μέρες του make up δεν είχαν έρθει ακόμα και για ένα συγκρότημα που, λίγο πολύ, ανήκε στις παραφυάδες της πανκ μουσικής, η εικόνα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν παρά ορισμένα νεαρά παιδιά, με μινιμαλιστική σκηνική παρουσία, που ωστόσο ήξεραν να γράφουν ενδιαφέροντα τραγούδια. O Chris Parry θεώρησε πρέπον να διαμορφώσει ένα αντισυμβατικό εικαστικό στυλ, αντίστοιχο με το anti-image του συγκροτήματος, απογυμνωμένο από οποιαδήποτε υπόνοια συναισθήματος.

Στον Robert Smith δεν άρεσε.

Αντίστοιχα οι Cure δεν είχαν πολύ μεγάλο λόγο πάνω στο περιεχόμενο του δίσκου, ή στην επιλογή των τραγουδιών. Θεώρησαν πως το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο «ποπ» σε σχέση με τις αρχικές, σκοτεινότερες και σαρκαστικές διαθέσεις τους. Η σατιρική διάθεση γίνεται έντονη στο τραγούδι “So What”, στο οποίο οι στίχοι δε συνιστούν παρά απαγγελία μιας διαφημιστικής προσφοράς με ένα φωνητικό στυλ που παραπέμπει στο «φτύσιμο» των στίχων από τις κλασικές βρετανικές πανκ μπάντες. Οι σκοτεινές διαθέσεις του συγκροτήματος εξάλλου φαίνονται ιδιαίτερα στο αργό και ατμοσφαιρικό “Subway Song”, με αυτή την χαρακτηριστική, ανατριχιαστική τσιρίδα στο φινάλε, καθώς και στο ομότιτλο “Three Imaginary Boys”, το μουσικό στυλ του οποίου παραπέμπει στην πορεία που θα ακολουθούσαν οι Cure τα επόμενα χρόνια.

Το εναρκτήριο “10.15 Saturday Night” (click)ανήκει σαφέστατα στα κορυφαία τραγούδια των πρώιμων Cure, ένας ύμνος στην αποξένωση και τη μοναξιά και ένα τραγούδι ολικής post punk αρτιότητας. Αυτή η βρύση που κυλάει, κυλάει, κυλάει στον νιπτήρα, ενώ τα φώτα είναι κλειστά και η νύχτα σέρνει βασανιστικά τα βήματά της θα στοιχειώνει κάθε έναν από μας, που ένιωσε κάποτε να ταυτίζεται με το περιεχόμενο των στίχων του. Το “Accuracy” είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Σμιθ, ενώ το “Grinding Halt” ανήκει στα δυναμικότερα κομμάτια του δίσκου. 

Σε όλα αυτά η φωνή του Smith ηχεί εντελώς διαφορετική από τον Robert Smith των ύστερων χρόνων. Όχι μόνο η χροιά του φαντάζει περισσότερο «εφηβική», μα και το συναίσθημα με το οποίο τον έχουμε ταυτίσει δείχνει να απουσιάζει. Πραγματικά, ο δίσκος διαπνέεται πλήρως από εκείνο το «δε με νοιάζει τίποτα, δε δίνω δεκάρα για κανέναν» attitude - τόσο χαρακτηριστικό της πανκ φιλοσοφίας.

Το “Fire In Cairo” (click)συνιστά μία από τις περισσότερο ποπ, μα και όμορφες στιγμές του δίσκου. Διαχρονικά αγαπημένο μέσα στην απλότητά του, θυμίζοντας σχεδόν παιδικό τραγουδάκι στο ρεφραίν, το συγκρότημα συνεχίζει να το τιμάει στα λάιβ του τόσα χρόνια μετά. Aπό την άλλη, κομμάτια όπως το “Meat Hook” και η διασκευή στο “Foxy Lady” του Jimi Hendrix… θα ήταν καλύτερα αν τα ξεχνούσαμε. Δεν είναι τυχαίο που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αμερικανική έκδοση του δίσκου, η οποία κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Boys Don’t Cry”, με διαφορετικό εξώφυλλο (στο πνεύμα του “Fire In Cairo”) και άλλο περιεχόμενο και σειρά τραγουδιών. Εδώ το συγκρότημα είχε λόγο, βλέπετε, και είναι φανερό. Στην αμερικανική αυτή εκδοχή του ντεμπούτου συμπεριλαμβάνονται και τα “Boys Don’t Cry”, “Killing an Arab” και “Jumping Someone Else’s Train”, τρία από τα γνωστότερα τραγούδια τους, τα οποία ντροπιαστικά δεν περιλαμβάνονταν στην επίσημη, βρετανική εκδοχή του άλμπουμ! Πραγματικά αναρωτιέμαι που είχαν το μυαλό τους οι παραγωγοί. 



The Cure, Boys Don't Cry, album cover
The Cure, Jumping Someone Else's Train, EP cover
The Cure, bootleg album cover, live in Amsterdam 1979




Για το “Killing an Arab” μιλήσαμε. Το “Jumping Someone Else’s Train” (click), με αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό του που θυμίζει τρένα που συναγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιό θα φτάσει γρηγορότερα στον τερματισμό, έχει ως σημείο αναφοράς του τον ανταγωνισμό που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα σε διάφορες βρετανικές μπάντες του κινήματος τoυ Μod Revival, της εποχής. Κοινώς, ποιός θα «πατήσει πάνω σε ποιόν».

Όσο αφορά το “Boys Don’t Cry” (click), νομίζω τα πολλά λόγια είναι περιττά. Ένα από τα διαχρονικότερα τραγούδια των Cure και ένας ύμνος της ποπ κουλτούρας, από εκείνα που έχουν ακούσει σχεδόν οι πάντες ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με τη μουσική τους, το οποίο παντρεύει στιχουργικά (μα και στη μελωδία των φωνητικών) τη μελαγχολία της εγκατάλειψης με εκείνο το γλυκό, σχεδόν αισιόδοξο αίσθημα που έμελλε να δούμε ξανά και ξανά στους Cure των ύστερων χρόνων. «Ναι, φίλε μου, τα πράγματα δεν πήγαν όπως επιθυμείς, μα χαμογέλα, η ζωή συνεχίζεται». Αυτό είναι το μήνυμα και πως να μη ταυτιστείς μαζί του. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως πολλοί από εμάς αγαπήσαμε αρχικά τους Cure με κομμάτια όπως αυτό. Φυσικά το τραγούδι κυκλοφόρησε ως single, εντός αποθεωτικών κριτικών («Ο Τζον Λέννον όπως θα τραγουδούσε στα 12 ή 13 του» ήταν μία από αυτές, με κάποια δόση υπερβολής ίσως), ωστόσο δε σημείωσε επιτυχία τον καιρό εκείνο. Οι μέρες μαζικής απήχησης των Cure δεν είχαν ακόμα έρθει.

Φτάνοντας στο τέλος της πρώιμης εκείνης φάσης του συγκροτήματος, αξίζει να αναφέρουμε το project του Robert Smith με τον ποζεράδικο τίτλο “Cult Hero” και την ακόμα περισσότερο ποζεράδικη μουσική του, όπως τουλάχιστον φάνηκε στα τραγούδια “I’m a Cult Hero” (click)και “I Dig You”, αμφότερα ύμνοι μιας περισσότερο χύμα ροκ αισθητικής που δε θα βλέπαμε ξανά από τους Cure. Mεταξύ άλλων, το project συμπεριλαμβάνει τον Simon Gallup στο μπάσο, με τον οποίο τότε ο Smith ξεκίνησε μια μακρόχρονη, άκρως εποικοδομητική συνεργασία: ο Gallup θα γινόταν το δεύτερο, μετά τον Σμιθ, μακροβιότερο μέλος των Cure.

Κι ενώ οδεύουμε σταδιακά στη δεκαετία του 80, σύννεφα ομίχλης φαίνεται να καλύπτουν το μουσικό ουρανό και τις διαθέσεις του συγκροτήματος. Η σκοτεινότερη περίοδος των Cure βρισκόταν προ των πυλών.




The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80
The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80
The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80



Μέρος ΙΙ – 100 Χρόνια




Ξεκινώντας αυτό το αφιέρωμα, έχω να ομολογήσω πως περίμενα αυτή τη στιγμή περισσότερο απ’ όλες. Το δεύτερο αυτό μέρος καταπιάνεται με την περίοδο κατά την οποία οι Cure παρέδωσαν ορισμένα από τα σκοτεινότερα δείγματα μουσικής που είχε επιχειρήσει να δώσει μέχρι τότε οποιοδήποτε συγκρότημα. Βρισκόμαστε προ των πυλών μιας χώρας στερημένης από χρώμα, εκεί που δε φωτίζουν οι αχτίδες του ηλίου, και ο χάρτης πάνω στον οποίο θα βαδίσουμε είναι βαμμένος σε ποικίλες αποχρώσεις του γκρίζου, φτάνοντας (στο τέλος της διαδρομής) στο απόλυτο μαύρο.

Είναι πραγματικά παράξενο αυτό που συμβαίνει με διάφορα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Μεμονωμένοι άνθρωποι επιχειρούν ορισμένες πράξεις, υποκινούμενοι από τα δικά τους, προσωπικά κίνητρα... Κάπως συμβαίνει όμως και οι πράξεις αυτές, μακροπρόθεσμα, φαίνεται να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σαν μέρη ενός κινήματος. Η ιστορία παρουσιάζει τις πράξεις αυτές σαν τμήματα ενός συνεκτικού Όλου, σαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός γενικότερου φαινομένου, ενώ τα μεμονωμένα άτομα πιθανό να μην είχαν καμία τέτοια πρόθεση αρχικά.

Κάπως έτσι συνέβη με εκείνο το μουσικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ονομάστηκε “gothic”και είχε καθιερωθεί πλέον, σαν όρος και κουλτούρα, στα μισά της δεκαετίας του 80. Ωστόσο τα συγκροτήματα εκείνα που συνέβαλαν στην αρχική του εξάπλωση, οι δημιουργοί του είδους, δεν είχαν καμία απολύτως επίγνωση πως η μουσική που παίζουν συνιστά μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Απλά έγραφαν μουσική για τους εαυτούς τους, με τον τρόπο που αισθάνονταν, πιθανώς επηρεασμένοι οι μεν από τους δε, μα σίγουρα χωρίς να έχουν σκοπό να ενταχτούν σε μια νέα μουσική κατηγορία. Κάπως έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 70, αρκετές από τις μπάντες του post punk άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερο εσωστρεφείς, χαμηλώνοντας τους τόνους, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα που τους ταλάνιζαν, συνδυάζοντάς το με σκοτεινότερες και συχνά ατμοσφαιρικές μουσικές εξερευνήσεις. Δεν είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους, ούτε ασφαλώς είπαν: «παιδιά, πάμε να δημιουργήσουμε το gothic».

Έτσι έγινε όμως, και λίγα χρόνια μετά ο όρος είχε καθιερωθεί, από ΜΜΕ και οπαδούς, και συγκροτήματα που έπαιζαν στο περίφημο Batcaveτου Λονδίνου είχαν βαπτιστεί ως σημαιοφόροι του νέου κινήματος της νύχτας, κραδαίνοντας τα μαύρα λάβαρά τους. Προπάτορες του κινήματος, δημιουργοί της gothic μουσικής, οι Joy Division, οι Bauhaus, η Siouxsie και οι Cure. Kανένα από αυτά τα συγκροτήματα δεν δήλωνε “gothic”, δεν είχε επίγνωση πως η μουσική του θα γίνει μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου και οι ίδιοι θα βαπτιστούν πατέρες του. Και όταν πια το φαινόμενο είχε καθιερωθεί, τα ίδια τα συγκροτήματα είχαν πάει αλλού... 



Robert Smith wearing a Marilyn Monroe T-Shirt




Επιστρέφουμε λοιπόν στους Cure και στον ανήσυχο, βασανισμένο νου του Robert Smith. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 είχε έρθει σε επαφή με την Siouxsieκαι το συγκρότημά της, τους Banshees, καθώς και με τον μπασίστα του συγκροτήματος, τον Steven Severin. H μεταξύ τους γνωριμία θα απέβαινε εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Ο Σμιθ σταδιακά ενσωματώθηκε στους Banshees, παίζοντας κιθάρα, και για ορισμένα χρόνια θα συνιστούσε κανονικό μέλος του συγκροτήματος. Παράλληλα οι δικοί του Cure τους συνόδευαν στις συναυλίες, παίζοντας support. Κάπως έτσι λοιπόν ο Σμιθ βρέθηκε να έχει αποκτήσει διπλό ρόλο, κιθαρίστας στο ένα συγκρότημα, frontman στο άλλο.

Αυτό σε μια περίοδο που η Siouxsie και η μπάντα της σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο τον ήχο τους – μια εποχή που οι Joy Division είχαν προκαλέσει αίσθηση στους post punk κύκλους, με τον ψυχρό, μινιμαλιστικό τους ήχο και τους βαθιά πεσιμιστικούς τους στίχους, ενώ ο Peter Murphy ξεπρόβαλε, σαν άλλος βρυκόλακας, από το μαύρο φέρετρο της μουσικής βιομηχανίας...

Τον καιρό που βρισκόταν σε tour με τους Banshees o Smith έγραφε τους στίχους του επόμενου δίσκου των Cure. Το όνομα του ήταν “Seventeen Seconds”. Καμία εταιρεία δεν επενέβη αυτή τη φορά, δεν έγινε η παραμικρή υπόδειξη ως προς το περιεχόμενο. Για πρώτη φορά ο έλεγχος ανήκε αποκλειστικά στον Σμιθ – κάτι που εκμεταλλεύτηκε και με το παραπάνω. Σταδιακά οι Cure γίνονταν όλο και περισσότερο δική του μπάντα, αποτύπωση σε νότες και σε στίχους του δικού του, προσωπικού κόσμου. «Υποτίθεται είχαμε δημοκρατία, μα συχνά εγώ έπαιρνα όλες τις αποφάσεις», είχε πει αργότερα.

Αυτό δεν άρεσε σε όλους, όπως δεν άρεσε και η μουσική κατεύθυνση που φαινόταν να παίρνει το συγκρότημα. Ο πληκτράς Matthew Hartley, μέλος του συγκροτήματος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερού τους δίσκου, παραιτήθηκε λέγοντας: «συνειδητοποίησα πως το γκρουπ οδεύει προς μία αυτοκτονική, καταθλιπτική μουσική, κάτι που δε με ενδιέφερε καθόλου». Αυτό, σε συνδυασμό με ένα οργισμένο επεισόδιο σε κάποιο ξενοδοχείο, που συμπεριελάμβανε σπάσιμο άφθονων επίπλων. Ωστόσο άλλοι δεν είχαν την ίδια άποψη. Κατά τη διάρκεια του “Seventeen Seconds” έγινε επίσημα μέλος του συγκροτήματος ο μπασίστας Simon Gallup, το δεύτερο σημαντικότερο μέλος της ιστορίας των Cure. 




The Cure, Seventeen Seconds second album cover
The Cure, A Forest & Another Journey By Train EP cover




Ο νέος δίσκος υποδέχεται τη δεκαετία που ξημερώνει με νεφελώδεις διαθέσεις, ομιχλώδεις σαν το εξώφυλλό του. Το “Seventeen Seconds” φαντάζει σαν την κάθοδο σ’ έναν κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ένα ρευστό τοπίο με χρώματα που σβήνουν υπό τον ήχο της βροχής, μια διαδρομή σ’ ένα ομιχλώδες δάσος χωρίς αρχή και τέλος. Πρόκειται για ένα υποδειγματικό έργο μινιμαλιστικής αισθητικής και ένα από τα ατμοσφαιρικότερα άλμπουμ της εποχής του, ιδανικό για μοναχική ακρόαση τις συννεφιασμένες μέρες του χρόνου. Tα τραγούδια δένουν απόλυτα το ένα με το άλλο, ενώ ορισμένα μουσικά περάσματα ανάμεσά τους είναι ιδανικά για να σε βάλουν στο κατάλληλο κλίμα.

Ο Smith είχε αναφέρει στις επιρροές του τον Nick Drake και τον David Bowie του “Low”. Πρόκειται για δίσκο που πρέπει κάποιος να βιώσει από την αρχή μέχρι το τέλος, ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές, εκείνες θα ήταν το ανεβαστικό “Play For Today” (click, ο τέλειος συνδετικός κρίκος μεταξύ των Cure του πρώτου και του δεύτερου δίσκου), τα μυστηριώδη “Secrets” και “At Your House”, το εκπληκτικό “M” (click, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ) και, φυσικά, το “Forest” (click), το άσμα-σήμα κατατεθέν των Cure εκείνης της περίοδου, ένα ονειρικό τραγούδι και αρχέτυπο της ανώνυμης ακόμα gothic μουσικής σκηνής. 

Και εσύ, στο μεταξύ, πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται μέσα στον λαβύρινθο των δέντρων του, ανάμεσα σε μονοπάτια που μπλέκονται σαν ιστοί αράχνης, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα στην ομίχλη και το όνειρο, «again, and again, and again, and again, and again...».

Και αν το “Seventeen Seconds” αφήνει να φανούν ορισμένες αχτίδες φωτός και κάποιες υποψίες χρώματος πίσω από το πέπλο της ομίχλης, ο επόμενος δίσκος των Cure θα τις έσβηνε μεμιάς και θα άφηνε στη θέση τους το γκρίζο, ένα αβάσταχτο γκρίζο που απλώνεται προς ατελείωτες κατευθύνσεις, γύρω σου και μέσα σου, χωρίς την παραμικρή ελπίδα να φανεί ξανά το φως. Ο Robert Smith εισερχόταν ολοένα και περισσότερο σ’ έναν κόσμο υπαρξιστικής αγωνίας και μηδενισμού και το συγκρότημα ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε τις ζοφερές του πινελιές.




The Cure, Faith album cover, 1981
Dark forest church
Pic source


Βρισκόμαστε στο έτος 1981 και κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος των Cure. To όνομά του: “Faith”. Mη σας ξεγελάει το όνομα όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ δηλωτικό μιας πίστης, μα ακριβώς το αντίθετο. «Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πολύ το θέμα του θανάτου», είχε πει ο Σμιθ. «Σκεπτόμουν πόσο εύκολο είναι να τον θεωρούμε κάτι απόμακρο και αφηρημένο, μέχρι εκείνος να κάνει την εμφάνιση του στην πόρτα μας». Ο Σμιθ είχε ξεκινήσει να επισκέπτεται εκκλησίες, ενώ τον ίδιο καιρό η μητέρα του ντράμερ Lol Tolhurst ήταν βαριά άρρωστη, στα πρόθυρα του θανάτου. Ο Σμιθ παρακολουθούσε τον κόσμο στις εκκλησίες που προσευχόταν με κατάνυξη και αφηνόταν σε μια ανώτερη δύναμη, ζηλεύοντάς τους. «Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν είχα καθόλου πίστη και ένιωσα να τρομάζω με αυτό», είπε.

Υπό το συγκεκριμένο κλίμα ηχογραφήθηκε λοιπόν το “Faith”. «Τα περισσότερα τραγούδια προσφέρονται για να κρεμαστείς ακούγοντάς τα», είχε πει για το περιεχόμενο του άλμπουμ ο παραγωγός Mike Hedges. Οι κριτικοί τότε αντιμετώπισαν τον δίσκο με αντιφατικά συναισθήματα, ορισμένοι μάλιστα καταδίκασαν τους βαθιά ζοφερούς του τόνους, θεωρώντας τους επιτηδευμένους, «ένα ύφος που έπρεπε να έχει πεθάνει με τους Joy Division», όπως είπε κάποιος. Με το πέρασμα των χρόνων όμως οι κριτικοί είδαν τον δίσκο με διαφορετικό μάτι, επαινώντας την ομορφιά που αναδεικνύεται καταμεσής των καταθλιπτικών του τόνων, θεωρώντας τον ως ένα από τα πλέον υποβαθμισμένα άλμπουμ του συγκροτήματος.

Ωστόσο ο Σμιθ και οι εναπομείναντες δύο Cure (o Lol Tolhurst και ο Simon Gallup) βυθίζονταν όλο και βαθύτερα στη σκοτεινή άβυσσο των υπαρξιακών τους ανησυχιών. Δεν υπήρχε τίποτα το επιτηδευμένο σε όσα έκαναν, κάθε άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το “Faith” συνιστά μια απογυμνωμένη εξωτερίκευση βαθιά αληθινών, μέσα στην απόγνωσή τους, αισθημάτων. 

Οι Cure είχαν εισέλθει πλέον για τα καλά σ’ ένα πηγάδι από το οποίο φαινόταν να μην υπάρχει διέξοδος – μονάχα κάθοδος ολοένα και βαθύτερα. Και μαζί με αυτούς οι οπαδοί τους, που εξαπλώνονταν στο βρετανικό underground. Το συγκρότημα που είχε μας έλεγε πως τα «Αγόρια δεν Κλαίνε» δεν υπήρχε πια. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια οι Cure είχαν μετεξελιχθεί σε ένα βαθιά σκοτεινό και ατμοσφαιρικό σχήμα, μία μουσική έκφραση των βαθύτερων υπαρξιακών ανησυχιών του Ρόμπερτ Σμιθ, απομακρυσμένο πλήρως από τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. 




Robert Smith, by Richard Bellia
The Cure bootleg, John Peel session, 1981
The Cure band in 1982 / Οι Cure εν έτει 1982




Να το πούμε αλλιώς, το “Faith” είναι ένας δύσκολος δίσκος. Δε προσφέρεται για άκουσμα όλες τις ώρες, βρίσκεται μίλια μακριά από τους Cure των ραδιοφωνικών χιτ. Εκεί που το “Seventeen Seconds” έδινε έμφαση στο μυστήριο, σ’ εκείνο το πέπλο που καλύπτει την πραγματικοτητα, εγείροντας ακόμα ερωτήματα, στο “Faith” το πέπλο αυτό φαίνεται να έχει πια χαθεί, τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και στη θέση τους ξεπροβάλλει μια αίσθηση αναδυόμενης απελπισίας.

Το μοναδικό πιασάρικο τραγούδι του άλμπουμ είναι το “Primary” (click), ένα τραγούδι που θα χαρακτήριζα πρώτο ξάδερφο του “Play For Today”, και μαζί με το “Doubt” (click), οι στιγμές εκείνες του δίσκου που οι Cure ανεβάζουν τους ρυθμούς και παντρεύουν τέλεια το προγενέστερο post punk με το νέο, μαύρο εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “gothic”. Πέραν αυτών το υπόλοιπο άλμπουμ είναι αργό και βαθιά ατμοσφαιρικό, μελαγχολικά ποιητικό και υπνωτιστικό συνάμα (Other Voices, The Funeral Party). «Τα τραγούδια είχαν μια πτωτική επιρροή πάνω μας, λες και παρασυρόμασταν σ’ έναν στρόβιλο προς τα κάτω», είχε πει ο Σμιθ. «Όσο πιο πολύ τα παίζαμε στα λάιβ, τόσο περισσότερο απελπισμένοι και απομονωμένοι νιώθαμε. Ορισμένες φορές άφηνα τη σκηνή κλαίγοντας».

Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη. Οι Cure είχαν σταδιακά σχηματίσει το όνομα ενός από τα ζοφερότερα λάιβ συγκροτήματα και ο κόσμος που μαζευόταν στις συναυλίες τους είχε διαμορφώσει μια αντιφατική στάση απέναντί τους – συχνά ξέσπαγαν καυγάδες με το κοινό, ενισχύοντας όλο και περισσότερο την αντισυμβατική εικόνα του σχήματος. 

Μέσα σ’ όλα είχαν ξεκινήσει και οι καταχρήσεις. Το LSD φαινόταν να παρέχει στον Σμιθ τη διέξοδο σ’ έναν εναλλακτικό, πολύχρωμο κόσμο, ως αντιστάθμισμα στο γκρίζο που έβλεπε παντού γύρω του. Η επαφή με την πραγματικότητα γινόταν προβληματική – σε κάποια φάση το συγκρότημα είχε φτάσει στην Αυστραλία για συναυλίες, μα ο Σμιθ δεν είχε ιδέα πως βρέθηκαν εκεί. Και το γκρίζο σταδιακά έχανε ακόμα και εκείνες τις λιγοστές υποψίες φωτός του. Σύντομα τα πάντα θα βάφονταν μαύρα, μαύρα όσο η βαθύτερη, άναστρη νύχτα.

Λίγο πριν την κάθοδο στην άβυσσο οι Cure θα μας παρέδιδαν ένα από τα πλέον ονειρικά και στοιχειωτικά ταυτόχρονα τραγούδια τους. Ο λόγος για το μαγευτικό “Charlotte Sometimes”, (click), βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε ξεχωριστά ως single. Το συγκεκριμένο κομμάτι συνιστά την τέλεια γέφυρα ανάμεσα στο “Faith” και τον δίσκο που θα ακολουθούσε.

Και το όνομα του δίσκου: “Pornography”. Βρισκόμαστε στο έτος 1982.




Pornography album cover by The Cure, 1982 / Εξώφυλλο του δίσκου Pornography από τους Cure
Pornography album back cover, by The Cure, 1982




Με το πέρασμα των χρόνων, το “Pornography” καθιερώθηκε ως ένα από τα άλμπουμ-ορόσημα της δεκαετίας του 80 και ένας από τους επιδραστικότερους δίσκους όλων των εποχών. Να το πούμε αλλιώς: To “Pornography” δεν ήταν ο δημοφιλέστερος δίσκος των Cure, ούτε εκείνος που θα τους εκτόξευε στο mainstream και θα τους μετέτρεπε σε superstars. Ήταν όμως το άλμπουμ που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή, από όλα όσα κυκλοφόρησαν ποτέ. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το μουσικό κίνημα που ονομάστηκε “gothic” λίγο-πολύ χρωστάει την ύπαρξή του σε αυτόν και μια χούφτα ακόμα δίσκους, χωρίς τους οποίους πιθανό να μην είχε υπάρξει ποτέ, ή να μην είχε τη μορφή που ξέρουμε.

Και αυτά ενώ ο Robert Smith είχε βυθιστεί πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Στις σκοτεινές, ατμοσφαιρικές διαθέσεις των προηγούμενων δίσκων προστέθηκε θυμός και ωμή, μισάνθρωπη οργή. Ο ήχος έγινε περισσότερο επιθετικός και πρωτόγονος ταυτόχρονα. Τα τύμπανα ηχούν μονότονα, χτυπούν σα σφυριά πάνω στο κεφάλι σου, οι κιθάρες, δυνατότερες από ποτέ, ξεσπούν σε θρήνους, κάθε νότα τους καρφώνεται στο νου σου. Τα μελαγχολικά φωνητικά του Σμιθ έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια πρωτοφανή επιθετικότητα. Ελάχιστοι δίσκοι στην ιστορία της μουσικής ξεχειλίζουν με τόση μηδενιστική οργή και απελπισία. Τα πάντα φαίνεται να έχουν παραδοθεί στις δυνάμεις της νύχτας. Η ελπίδα έχει πεθάνει προ πολλού και ο θάνατος κυριαρχεί. 

“It doesn’t matter if we all die”, κάπως έτσι φωνάζει σπαρακτικά ο Σμιθ στο εναρκτήριο “100 Years”, έναν ύμνο βαμμένο στα μαύρα. Ο θάνατος βρίσκεται παντού ολόγυρά μας, σε κάθε μέρος, κάθε στιγμή, κυριεύει τους πάντες και από τη δρεπάνη του δεν υπάρχει διαφυγή.

Η αποτυχία, η απογοήτευση εξωθημένη στα άκρα, το αίσθημα πως οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ένα πάγωμα καθετί όμορφου και ζωντανού μέσα σου, μια διάθεση μίσους απέναντι στον κόσμο που σε εξώθησε μέχρι αυτό το σημείο... 



The Cure's Pornography album masks
Αιματοβαμμένο make up του Ρόμπερτ Σμιθ, 1982 / Robert Smith's make up, 1982
The Cure live in Belgium poster, 1982, Pornography tour




Kι όμως, η σπαρακτική αυτή κραυγή σου ηχεί σχεδόν λυτρωτικά. Ακούγοντας το “Pornography”, αν βρίσκεσαι στις μαύρες σου, πιθανό να αισθανθείς καλύτερα – λες και έχεις βρει κάποιον καλό φίλο, ο οποίος μοιράζεται μαζί σου σε νότες και ήχους τα βαριά συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Ο δίσκος δρα σχεδόν καθαρτικά, μέσα στην απόλυτη μαυρίλα του. 

«Είχα δύο επιλογές τον καιρό εκείνον», είπε αργότερα ο Σμιθ. «Ή να αυτοκτονήσω, ή να προσπαθήσω να διοχετεύσω όλα αυτά τα συναισθήματα μου στον δίσκο, βγάζοντάς τα από μέσα μου». 

Εκεί που η τέχνη σε λυτρώνει, παρέχοντας ένα παράθυρο στο αδιέξοδο που βρίσκεσαι.

Κάθε στιγμή του “Pornography” είναι μοναδική, ωστόσο επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω ως κορυφαίες στιγμές το “100 Years” (click), το σπαρακτικό “Cold” (click), το καθηλωτικό “Siamese Twins” (click) και, τέλος, το συγκλονιστικό “The Figurehead” (click), ένα από τα πλέον σπαραξικάρδια και όμορφα μέσα στην απελπισία τους τραγούδια στην ιστορία της σκοτεινής μουσικής. 

Όσο αφορά το ομότιτλο “Pornography” (click) που κλείνει τον δίσκο, πρόκειται για μια κάθοδο σ’ έναν κόσμο μίσους και παράνοιας, ο οποίος όμως κλείνει με μια κραυγή που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λυτρωτική, μια έσχατη αχτίδα φωτός μες στο σκοτάδι:“I must fight this sickness… Find a CURE!”




The Cure live in Belgium, 1982, during the Pornography tour
Οι Cure λάιβ στο Βέλγιο εν έτει 1982, κατά την περιοδεία του Pornography




Και αυτά σε ένα άλμπουμ που ο Σμιθ θεωρούσε πως θα είναι το τελικό τους, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος είχαν επιδεινωθεί και δε φαινόταν να υπάρχει οποιαδήποτε προοπτική για τη συνέχεια. 

«Ήθελα να φτιάξω τον απόλυτο FUCK OFF δίσκο και μετά να αποσυρθώ», είπε ο Σμιθ.

Προς στιγμήν, φάνηκε πως θα γινόταν έτσι ακριβώς. Το ταξίδι των Cure θα τελείωνε εδώ, έχοντας διανύσει την άβυσσο και καταλήγοντας στο μελανότερο σημείο της... Ωστόσο, όπως είπε ο ίδιος o Smith: “I must find a cure…”

Αυτό ακριβώς θα έβρισκε τα επόμενα χρόνια: Τους Cure.

To συγκρότημα θα γεννιόταν εκ νέου από τις στάχτες του, αποδεικνύοντας πως ο θάνατος δε μπορεί παρά να είναι παροδικός: ένα ακόμα αναγκαίο στάδιο της ζωής.


Συνεχίζεται...


© Κείμενο: το φονικό κουνέλι, 2014-19. Παρακαλώ να μην αντιγραφτεί/αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.


Robert Smith and Siouxsie Sioux
Η Ιστορία των Cure από το φονικό κουνέλι, κολλάζ

Η θνητή, λαβωμένη ομορφιά σου

$
0
0

Τερατόμορφο άγαλμα Γκαργκόιλ στην Παναγία των Παρισίων / Gargoyle on top of Notre Dame, in Paris




Κάθε πληγή σε ένα μεγάλο έργο τέχνης μοιάζει με πληγή στο πρόσωπο της αθανασίας μας. Δεν αναφέρομαι στην ατομική αθανασία, όχι. Αναφέρομαι σε εκείνη τη μία και μόνη αθανασία στην οποία μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε, σαν ανθρώπινο είδος: εκείνη των έργων του ανθρώπινου δημιουργικού πνεύματος. Εκείνα που κατορθώνουν να μας ενώσουν, παρά τις διαφορές μας· εκείνα για τα οποία μπορούμε να λέμε «να κάτι για το οποίο είμαστε πραγματικά υπερήφανοι».

Φαντάζομαι τον Κουασιμόδο, καταμεσής στα ερείπια του γοτθικού καμπαναριού, κρυμμένος πάντα από τα βλέμματα του κόσμου, τυλιγμένος στο πέπλο της σκόνης και της κάπνας, να κρατάει με τρυφερότητα κάποια καμένα απομεινάρια και να τους ψιθυρίζει. Και τα λόγια του είναι λόγια αγάπης. Μόνο αυτός γνωρίζει κάθε πέτρα, κάθε χαραμάδα, κάθε δοκάρι αυτής της εκκλησίας με το όνομά τους. Γιατί κανένας άλλος δεν αγάπησε τόσο το κρυστάλλινο τραγούδι των καμπάνων της Παναγίας των Παρισίων, όσο εκείνος. Τα όμορφα θνητά πρόσωπα δεν ανταπέδωσαν τον έρωτά του. Οι καμπάνες όμως ήταν πάντα εκεί γι’ αυτόν.

Μα στα δάκρυα του Κουασιμόδου υπάρχει κι ένα στρεβλό χαμόγελο. Τον βλέπω να θωπεύει τρυφερά τις μαύρες, σαν κάρβουνο πέτρες, και να λέει με σιγανή φωνή:

«Τώρα σε αγαπώ ακόμα πιο πολύ! Τώρα μου μοιάζεις περισσότερο! Παραμορφωμένη και γερμένη και θνητή σαν εμένα… Όχι, δεν θα στρέψω το βλέμμα μου από σένα – όχι τώρα! Θα σε αγαπήσω παράφορα, όπως αγαπώ την αράχνη και την τσουκνίδα· όπως έχω αγαπήσει τον ήχο της σκουριασμένης σου καμπάνας, ακόμα και στις παράφωνές του νότες – ειδικάστις παράφωνές του νότες! Είσαι πάντα όμορφη στα μάτια μου. Και σκόνη να γινόσουν, το ίδιο τρυφερά θα σ’ αγαπούσα. Ας μην είσαι αιώνια. Η αγάπη μου για σένα είναι αιώνια – όση αξία και αν έχει αυτό που σου λέω, εγώ, που ήρθα για να φύγω.

»Όμορφή μου, εσύ. Γλυκιά, παντοτινή, λαβωμένη ομορφιά μου.»


***


Υστερόγραφο. Ένα αφιέρωμα στο λογοτεχνικό έργο που μας έκανε να αγαπήσουμε τη Notre Dame. Ο Αντίλαλος της Παναγίας των Παρισίων (κλικ),του Βίκτωρα Ουγκώ.

Το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19
Viewing all 184 articles
Browse latest View live