Quantcast
Channel: Το Φονικό Κουνέλι
Viewing all 184 articles
Browse latest View live

Hitler lives, Hitler lives... (if we forget)

$
0
0

Hitler lives... if we forget / Ο Χίτλερ ζει.. αν ξεχάσουμε. Ένα τραγούδι υπενθύμισης. Μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι.




«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι ακόμα σε οργασμό» - Μπέρτολτ Μπρεχτ



Ολόγος για ένα τραγούδι. Συμπεριλαμβανόταν σε μια συλλογή με ιστορικά και σπάνια αμερικάνικα τραγούδια, που ηχογραφήθηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών του 30 και του 40. Την είχα ξετρυπώσει κάπου στα άδυτα του διαδικτύου, σαν άλλο ακατέργαστο ορυκτό σε κάποιο βαθύ και εγκαταλελειμμένο ορυχείο – και την κοσκίνιζα, σε αναζήτηση πολύτιμου μεταλλεύματος μέσα στην πέτρα και τη σκόνη.

Αρκετά απ’ τα τραγούδια έφεραν ως θεματολογία τους τον πόλεμο και το περιεχόμενό τους ήταν – φυσικά – πατριωτικό. «Εμπρός παιδιά», «πάμε να νικήσουμε», «πάμε να τους πάρουμε τις πόλεις», «με το καλό να επιστρέψουμε στις πατρίδες μας νικητές» και άλλα σχετικά, όμοια με εκείνα που γράφονταν σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου τον καιρό εκείνον – σαν τη δική μας. Σκοπός των τραγουδιών ήταν να εμψυχώσουν τους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο και να εξάρουν τις αρετές της μάχης για τον κοινό σκοπό. Καμία έκπληξη ως εδώ. Ιστορικά κειμήλια.

Μέχρι που το βλέμμα μου έπεσε σε ένα τραγούδι που έφερε τον οξύμωρο τίτλο “Hitler Lives” – “Ο Χίτλερ Ζει”. Γραμμένο το 1945 – μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και είχε ηττηθεί ο φασισμός. Απόρησα. Τι σόι τραγούδι να είναι πάλι αυτό; - και γιατί να τιτλοφορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο;

1945. Πανηγυρισμοί. Νικήσαμε! Η εικόνα του αμερικάνου ναύτη που φιλάει την κοπέλα καταμεσής του δρόμου. Ο κόσμος ελεύθερος! Κι εκεί που λες πως το κυρίαρχο ένστικτο είναι πλέον να ξεχάσει ο κόσμος τα δεινά του πολέμου και να αφεθεί στις χαρές της ελευθερίας – γράφεται ένα τραγούδι που αναφέρει πως «ο Χίτλερ ζει»; Ένα αμερικάνικο τραγούδι;

Η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο – πάτησα μεμιάς το Play.

Μια μελωδική ακουστική κιθάρα. Ρυθμοί country – δεν χωράει αμφιβολία, πρόκειται για αμερικάνικο τραγούδι. Και μια γυναίκα στα φωνητικά – για την οποία έμαθα μετά πως ονομάζεται Rosalie Allen και πως συνιστά μια από τις εμβληματικές φιγούρες της country μουσικής της εποχής, γνωστή ως “βασίλισσα του Yodeling”.

Και ξεκινούν τα λόγια…




We hear lots of talk today 


Up and down life's broad highway 

About whether Hitler died in old Berlin. 

Here's one thing I'm telling you 

You can bet your life it's true 

If we forget our boys then Hitler lives again… 



Hitler lives... if we hurt our fellow man. 

Hitler lives... if we forget. 

Those who fought were heroes, died 

that our flag might float on high. 

If we forget, Hitler lives, Hitler lives. 



I see buddies here and there 

Mighty lonesome in despair 

Got no home and got no job and got no friends. 

If their trouble you ignore 

If you turn them from your door 

Then you can tell the world that Hitler lives again.



Is your memory so numb 

You've forgotten '41 

When the world was all aflame from shore to shore? 

You can count on this my friend 

You let Hitler live again 

If you should ever turn a hero from your door.




Ο Χίτλερ ζει – εάν ξεχάσουμε. Αν ξεχάσουμε όσους αγωνίστηκαν και πέθαναν. Να, λοιπόν, ποιο είναι το νόημα του τραγουδιού.

Μα – πράγμα σπάνιο για τα αμερικάνικα δεδομένα των καιρών – οι στίχοι του τραγουδιού σκάβουν ακόμα βαθύτερα.


«Βλέπω ανθρώπους, εδώ κι εκεί,

μοναχικούς μες στην απόγνωσή τους,

δίχως σπίτι, δίχως δουλειά και δίχως φίλους,

Αν αγνοήσεις τις σκοτούρες τους,

Αν κλείσεις την πόρτα σου στα πρόσωπά τους,

Να πεις στον κόσμο τότε πως ο Χίτλερ ζει ξανά»



Και εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα, κατ’ εμέ, του τραγουδιού.

Τι είναι εκείνο που τρέφει τον φασισμό κάθε εποχής και κάθε γενιάς; Κάποιοι παρανοϊκοί ηγέτες; Όχι, βέβαια. Ο φασισμός τρέφεται από την απελπισία του κόσμου. Από τη φτώχεια, από την ανεργία, από τη βαθιά αίσθηση αδυναμίας ενός λαού – ο οποίος βλέπει τις ελπίδες του να συρρικνώνονται μέρα με τη μέρα και αποζητά κάποιες διεξόδους. Ο φασισμός συνιστά μια απάντηση – στρεβλωμένη, αποζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους, καλλιεργώντας μίσος και αντλώντας δύναμη από ψευδαισθήσεις μεγαλείου – μα πρόκειται για μια απάντηση, μεταξύ άλλων.

Κάπως έτσι αναδείχτηκε ο Χίτλερ από τις στάχτες της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 20. Κάπως έτσι αναδεικνύεται ο φασισμός κάθε εποχής. Μέσα από τις κρίσεις. Είναι η εύκολη απάντηση σ’ ένα πολύπλοκο ερώτημα. Γυρεύοντας δύναμη σε σύμβολα. Πρόθυμος να μετατραπεί σε όργανο κάθε αυταρχικού ηγέτη. Διατεθειμένος να θυσιάσει την ελευθερία του στον βωμό της μαζικής ψευδαίσθησης. Πλάθοντας φανταστικούς εχθρούς και επιθυμώντας να τους ποδοπατήσει. Τα πάντα – αρκεί να αισθάνεται ξανά ασφαλής και δυνατός.

Κάπως έτσι ανασταίνονται απ’ τις στάχτες τους οι Χίτλερ κάθε εποχής. Τρέφονται απ’ τις φλόγες της απελπισίας των λαών.

Βάζω το τραγούδι να παίξει άλλη μια φορά. Το αγάπησα. Πρόκειται για ένα κρυφό στολίδι της αμερικανικής μουσικής. Σε μια χώρα που πανηγύριζε, ματαιόδοξη στην επίδειξη της ανερχόμενής της υπερδύναμης, οι στίχοι του τραγουδιού μιλούν σε άλλο τόνο. Είναι προσγειωμένοι και ρεαλιστικοί. Σε καλούν να σκεφτείς – γιατί δεν αρκούν τα όπλα για να νικηθεί ο φασισμός.

Σκέψου, λοιπόν – σκέψου. Και άκουσε το όμορφο αυτό τραγούδι μαζί μου.




Η Ρωγμή στον τοίχο του κόσμου σου. Μια ιστορία του Μίχαελ Έντε

$
0
0




Ένα διήγημα του Μίχαελ Έντε, από το βιβλίο του "Ο Καθρέφτης Μέσα Στον Καθρέφτη"




«Αργά σαν πλανήτης γυρίζει, γυρίζει, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με τη χοντρή τάβλα. Πάνω του έχει ένα τοπίο με βουνά και δάση, πολιτείες και χωριά, ποταμούς και λίμνες. Στο κέντρο, μικρός κι εύθραυστος σαν αγαλματάκι από πορσελάνη, κάθεσαι συ και γυρίζεις μαζί μ'όλα τ'άλλα.

Το ξέρεις ότι όλα γυρίζουν ασταμάτητα, οι αισθήσεις σου όμως δεν το αντιλαμβάνονται. Το τραπέζι βρίσκεται στο κέντρο μιας μεγάλης θολωτής αίθουσας, που επίσης γυρίζει, με το πέτρινο πάτωμα, τους θόλους και τους τοίχους της, σαν πλανήτης. Πέρα μακριά στο μισόφωτο, κατά μήκος των τοίχων, βλέπεις ντουλάπια και μπαούλα, μια μεγάλη κλεψύδρα που δείχνει τον ήλιο και το φεγγάρι, κι ανάμεσά τους τους τοίχους που είναι ζωγραφισμένοι με άστρα, εδώ κι εκεί ένας κομήτης, και ψηλά πάνω από το κεφάλι σου στο θόλο ο γαλαξίας. Δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν υπάρχουν πόρτες. Εδώ νιώθεις σίγουρος, όλα σου είναι γνώριμα και οικεία, όλα βρίσκονται στη θέση τους, μπορείς να βασιστείς επάνω τους. Είναι ο κόσμος σου. Γυρίζει, κι εσύ, στη μέση της μέσης, γυρίζεις κι εσύ μαζί της.

Να όμως που ξάφνου ένας σεισμός τραντάζει τα πάντα. Ο πέτρινος τοίχος ραγίζει κι ανοίγει. Η χαραμάδα μεγαλώνει συνέχεια. Τα ζωγραφισμένα αστέρια απομακρύνονται κι εσύ βλέπεις κάτι τόσο παράξενο που το βλέμμα σου αρνείται να το δει, ένα χάος που καταπίνει τη ματιά σου, ένα φωτεινό σκοτάδι, μια ασάλευτη θύελλα, μια αιώνια αστραπή. Το μόνο στήριγμα, που τα μάτια σου μπορούν ν’αναζητήσουν, είναι μια ανθρώπινη μορφή, ξαπλωμένη πάνω από το απύθμενο χάος, τυλιγμένη σε πανιά από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Το πανί ανεμίζει κι όμως δεν κουνιέται καθόλου, όπως στους πίνακες ζωγραφικής. Η τυλιγμένη μορφή μένει ήσυχα στη θέση της, μόνο που θέση δεν υπάρχει, δεν ακουμπάει πουθενά, κάτω απ'τα πόδια της ανοίγεται η άβυσσος. Ο άνεμος της έχει κρύψει με το πανί το πρόσωπο, εσύ όμως φαντάζεσαι τα χαρακτηριστικά της. Να τώρα, βλέπεις το στόμα της να κινείται πίσω από το ύφασμα, κι ακούς μια βαθιά, γλυκιά φωνή να λέει:

"Έλα έξω, μικρέ μου αδελφέ!"

"Όχι", φωνάζεις τρομαγμένος, "φύγε! Ποιος είσαι; Δε σε γνωρίζω".

"Δεν μπορείς να με αναγνωρίσεις", απαντάει η μορφή, "όσο δε βγαίνεις από κει μέσα. Λοιπόν, βγες έξω!"

"Δε θέλω!"φωνάζεις. "Γιατί να βγω;"

"Ήρθε η ώρα", σου απαντάει.

"Όχι", λες εσύ, "όχι, αυτός εδώ είναι ο κόσμος μου! Εδώ ήμουνα πάντα κι εδώ θέλω να μείνω. Φύγε!"

"Παράτησέ τα όλα!", λέει ο άλλος, "κάν'το τώρα μόνος σου πριν αναγκαστείς να το κάνεις. Σε λίγο θα είναι αργά".

"Φοβάμαι!", του απαντάς.

"Παράτα και το φόβο σου!", είναι η απάντησή του.

"Δεν μπορώ", λες εσύ.

"Τότε παράτα και τον εαυτό σου!".

Τώρα σιγουρεύεσαι πια ότι η φωνή είναι του Κακού κι είσαι αποφασισμένος ν'αρνηθείς.

"Γιατί κρύβεσαι και δε μου δείχνεις το πρόσωπό σου; Ξέρω, θέλεις να με καταστρέψεις. Θέλεις να με παρασύρεις να βγω, για να πέσω στο κενό".

Ο συνομιλητής σου σωπαίνει για λίγο και τέλος λέει:

"Μάθε να πέφτεις!"

Ανασαίνεις με ανακούφιση όταν η μορφή εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ωστόσο δεν ήταν αυτή που κουνήθηκε. Η θολωτή αίθουσα συνέχισε αργά να γυρίζει, μαζί της και το στρογγυλό τραπέζι, στη μέση του οποίου κάθεσαι εσύ, μικρός και εύθραυστος. Και το άνοιγμα του τοίχου απομακρύνθηκε σιγά–σιγά από τη μορφή με το σκεπασμένο πρόσωπο.

Κάτι όμως έχει αλλάξει. Η χαραμάδα στον τοίχο δε λέει να κλείσει. Και πίσω από τα ζωγραφισμένα σου αστέρια, έξω από το στερεό αναμφισβήτητο κόσμο σου, παραμένει αισθητό εκείνο το άλλο που ανατρέπει τα πάντα. Δεν μπορείς να προστατευτείς. Αλλά δεν είσαι καθόλου πρόθυμος να το παραδεχτείς. Είσαι τόσο πληγωμένος, που η πληγή σου δε θα γιατρευτεί ποτέ. Τίποτα δε θα ξαναγίνει όπως πρώτα.

Και να που η παράξενη μορφή ξαναπερνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου για δεύτερη φορά. Δεν έχει απομακρυνθεί. Σε περιμένει. "Έλα! ", σου λέει τρυφερά, "μάθε να πέφτεις!".

Κι εσύ απαντάς:

"Το να πέσεις είναι αρκετά άσκημο, όταν συμβεί. Αλλά να το θέλεις κι από μόνος σου, ή να το μαθαίνεις, είναι καθαρή τρέλα! Είσαι πειρασμός και θα σε νικήσω. Δεν πρόκειται να σε ακολουθήσω γι'αυτό φύγε!"

"Θα πέσεις!"λέει η μούμια, "κι άμα δεν έχεις μάθει πως να το κάνεις, τότε θα είναι επικίνδυνο για σένα. Παράτησε λοιπόν τα πάντα! Γιατί σύντομα τίποτα πια δε θα μπορεί να σε συγκρατήσει!"

"Χώθηκες σαν τον κλέφτη μέσα στον κόσμο μου", βάζεις εσύ τις φωνές, "κανένας δε σε κάλεσε. Με τη βία κατέστρεψες την ιδιοκτησία και το καταφύγιό μου. Μπορείς να καταστρέψεις αυτό που πάνω του ακουμπάω, αλλά δεν μπορείς να μ'αναγκάσεις να σε υπακούσω".

"Δε σε αναγκάζω", σου απαντάει, "σε ικετεύω, μικρέ μου αδελφέ! Ήρθε η ώρα!"

Μ'αυτά τα τελευταία λόγια χάνεται και πάλι απ'τα μάτια σου. Καθώς φεύγει, σηκώνει το χέρι να σε χαιρετήσει και σου φαίνεται πως διέκρινες στη λάμψη της αιώνιας αστραπής το ματωμένο χνάρι ενός καρφιού στην παλάμη της. Το βλέμμα σου όμως έχει ήδη στραφεί αλλού και συνεχίζεις να γυρνάς πάνω στο τραπέζι, κάτω απ'το θόλο σου.

Μονολογείς και λες, όλα είναι οφθαλμαπάτη. Αργά ή γρήγορα η σχισμή στον τοίχο θα κλείσει πάλι. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και τότε θ'αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Γιατί οι τοίχοι είναι παμπάλαιοι και δεν μπορεί κανείς να τους καταστρέψει. Αυτά που υπήρχαν, θα υπάρχουν πάντα. Όλα τ'άλλα είναι ψεύτικα, και ποιος ξέρει πού βρέθηκαν. Δεν πρέπει κανείς να δίνει πίστη σε τέτοια πράγματα. Κι ύστερα είναι κι αυτή η τρομερή πρόσκληση! Σάμπως να περιείχε και μια δόση απειλής; Κι αν άπλωνες το χέρι σου και πιανόσουν απ'αυτό το ματωμένο χέρι, ποιος σου εγγυάται ότι θα σε κρατούσε στ'αλήθεια; Ακόμα χειρότερα, μπορεί να σε κρατούσε μέχρι να βγεις από το μικρό σίγουρο κόσμο σου κι ύστερα να σε πέταγε στο χάος....Όχι, το καλύτερο είναι να κρυφτείς, να μη σε ξαναβρεί αυτός εκεί απέξω. Γίνε ακόμα πιο μικρός! Κρύψου! Αν δεν μπορεί να σε βρει, ίσως να τα παρατήσει, κι όλα θα ξαναγίνουν σαν πρώτα.

Η θολωτή αίθουσα γυρίζει αργά, μαζί με το τραπέζι και τις πόλεις και τα χωριά και τις λίμνες και στη μέση εσένα τον ίδιο. Και να που για τρίτη φορά αντικρίζεις ετούτη την παράξενη μορφή, στη μέση της ακίνητης θύελλας, στο φως της αιώνιας αστραπής.

"Μικρέ μου αδελφέ", λέει ξανά η φωνή κι αυτή τη φορά ακούγεται κουρασμένη, πονεμένη, "άκουσέ με και δώσε πίστη σ'αυτά που σου λέω! Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εκεί που είσαι. Έλα έξω!"

"Θα με πιάσεις και θα με κρατήσεις, αν πέσω;", ρωτάς.

Η μορφή, η τυλιγμένη με το πανί, γνέφει αργά με το κεφάλι.

"Αν έχεις μάθει να πέφτεις, δε θα πέσεις. Δεν υπάρχει πάνω και κάτω, πού θα πέσεις λοιπόν; Τ'αστέρια συγκρατούν το ένα το άλλο στις τροχιές τους, χωρίς ν'αγγίζονται, απλά και μόνο επειδή έχουν συγγένεια μεταξύ τους. Το ίδιο θα συμβεί και με μας. Κάτι δικό μου βρίσκεται μέσα σου. Θα συγκρατούμε ο ένας τον άλλο, και δε θα στηριζόμαστε πουθενά αλλού, θα'μαστε αστέρια που γυρίζουν αργά, γι'αυτό παράτησέ τα όλα! Ελευθερώσου!"

"Πώς μπορώ να ξέρω ότι μου λες την αλήθεια;", φωνάζεις απελπισμένος.

"Αυτή τη σιγουριά πρέπει να την ψάξεις μέσα σου", σου απαντάει, "γιατί εγώ βρίσκομαι μέσα σου κι εσύ μέσα μου. Ακόμα κι οι αλήθειες κρατιούνται μεταξύ τους και δε στηρίζονται πουθενά".

"Όχι!", ουρλιάζεις, "αυτό δεν υποφέρεται! Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία από σένα; Τι σε νοιάζει για μένα; Γιατί δε μ’ αφήνεις στην ησυχία μου, εδώ που κάθομαι; Δεν την θέλω την ελευθερία σου!"

"Θα ζήσεις ελεύθερος ή δε θα ζήσεις καθόλου".

Μετά ακούς κάτι που μοιάζει με αναστεναγμό. Οι τοίχοι σαλεύουν κι η σχισμή κλείνει ακριβώς όπως το ήθελες. Χαίρεσαι, αλλά η χαρά σου δεν κρατάει πολύ.

Κάτι συμβαίνει γύρω σου, κάτι που σιγά–σιγά αρχίζεις και το νιώθεις.

Ο γνώριμος κόσμος σου δε σου είναι πια γνώριμος. Στρέφεται εναντίον σου. Σκιές σκύβουν από το θόλο ψηλά, γκρίζες, πεινασμένες μορφές από ομίχλη, πρόσωπα μεγάλα και μικρά, που τα βλέπεις μπροστά σου κι ύστερα δεν τα βλέπεις, μια ταραγμένη θάλασσα από μπερδεμένα μέλη και σώματα που διαλύονται και σχηματίζονται γρήγορα ξανά. Τι κάνουν; Ποιοι είναι; Από πού έρχονται; Ξετρυπώνουν από τα μπαούλα και τα ντουλάπια, από την κλεψύδρα κι από τους τοίχους ακόμα, απ'όλα αυτά που σε στήριζαν και σ'έκαναν να νιώθεις σιγουριά. Η ιδιοκτησία σου και το καταφύγιό σου δεν υπάρχουν πια, καταστρέφονται μόνα τους. Κι ενώ η θολωτή αίθουσα περιστρέφεται αργά γύρω σου, γύρω από σένα που είσαι το μικρό εύθραυστο κέντρο της, εσύ αναγκάζεσαι να τα δεχτείς όλα, αφού δεν μπορείς να εμποδίσεις τίποτα. Εξάλλου συ ο ίδιος τα προκάλεσες.

Ωστόσο ακόμα σε φοβούνται, εσένα που είσαι ο δημιουργός τους. Τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Σπρώχνονται στις πιο μακρινές γωνιές, κοντά στους τοίχους. Στριμώχνονται στις άκρες και γλείφουν με τα ομιχλώδη σώματά τους τις ζωγραφιές, τα αστέρια χλομιάζουν. Απ'όπου περνούν, το στερέωμα θολώνει και γίνεται ίδιο μ'αυτά τα περίεργα πλάσματα. Σου κλέβουν τον κόσμο σου, σου κλέβουν την πραγματικότητά του, του ρουφάνε την ουσία του και τον μεταμορφώνουν σε φάντασμα. Τον διαλύουν, γιατί ποτέ δεν υπήρξε. Αχόρταγα σε πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. Μόνο το τραπέζι με τη χοντρή του τάβλα και το τοπίο του έχει απομείνει. Γυρίζει ακόμα κι εσύ στη μέση του γυρίζεις μαζί του. Το ξέρεις πια, θα καταπιούν κι εσένα, θα σε διαλύσουν, γιατί ποτέ δεν υπήρξες.

Νιώθεις τα χτυπήματα του σφυριού, αλλά δεν τ'ακούς. Μα τι κάνουν εκεί; Ανοίγουν μια στοά από τη μια άκρη του τραπεζιού μέχρι την άλλη, κατά μήκος της τάβλας. Είναι κουραστική δουλειά, αυτοί όμως δεν κουράζονται. Στο τέλος το τραπέζι ανοίγει στα δύο κι απ'το άνοιγμα στάζει κάποιο υγρό, που το γλείφουν λαίμαργα σαν τα σκυλιά. Κι εσένα σου φαίνεται σαν να πίνουν το ίδιο σου το αίμα, που στάζει, καθώς με κάθε χτύπο της καρδιάς σου το τραπέζι γίνεται ανύπαρχτο. Ανείπωτη φρίκη και τρόμος σε κυριεύουν.

"Αδελφέ!", φωνάζεις, κι η φωνή σου δεν ακούγεται καλά–καλά, "σώσε με! Μάθε με να πέφτω!"

Ο τοίχος όμως δεν ανοίγει, γιατί δεν υπάρχει πια τοίχος. Σε λίγο δε θα υπάρχει τίποτ'άλλο, παρά μόνο το χάος. Θα πέφτεις και θα πέφτεις, χωρίς να έχεις μάθει πώς γίνεται, και θα ψάχνεις μέσα σου γι'αυτό που έχεις κοινό με τον αδερφό σου, για να στηριχτείς εκεί, όπως στηρίζονται μεταξύ τους τ'αστέρια στις τροχιές τους, επειδή πουθενά αλλού δεν θα μπορείς πια να στηριχτείς. Κι αυτό όμως ακόμα, θα μπορέσεις να το καταφέρεις; Θα τα καταφέρεις τώρα, που δεν έχεις μάθει πώς γίνεται;

Τώρα χάθηκαν όλα.

Ήρθε η ώρα.

Τώρα!»



Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μίχαελ Έντε "Ο Καθρέφτης Μέσα Στον Καθρέφτη" [Michael Ende, “Der Spiegel im Spiegel: Ein Labyrinth ist eine surrealistische Geschichtensammlung”]. Πρώτη έκδοση: 1984. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου.


Για την παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19.






Ένα παιδί ρωτά για την Πρωτομαγιά. Του Μενέλαου Λουντέμη.

$
0
0


Ένα παιδί ρωτάει για την Πρώτη του Μάη. Απόσπασμα από το Ένα Παιδί Μετράει τ'Άστρα του Μενέλαου Λουντέμη. Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι




Απόσπασμα από το βιβλίο "Ένα Παιδί Μετράει τ'Άστρα"




«ΟΜέλιος γύρισε στην πόλη και τριγύριζε στα σοκάκια σαν χαμένο πρόβατο. Μασούσε λίγο λίγο τα κουλούρια του, και τώρα είχαν μείνει στην τσέπη του μόνο ψίχουλα. Σε μια στιγμή, γυρνώντας από ένα δρομάκι, άκουσε κάτι φωνές να τραγουδάνε ένα τραγούδι, που πρώτη φορά τ’ άκουε στη ζωή του. Πλησίασε. Και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε κάτι ανθρώπους. Ήταν εφτά, οι πιο πολλοί παλικάρια, βαλμένοι «εφ’ ενός ζυγού», με μια παράξενη σημαία στην κορφή, που είχε ζωγραφισμένα απάνω της εργαλεία και την κρατούσε ένας κοντούλης με πουτούρια, που τραγουδούσε κι αυτός με πολύ ψιλή φωνή. Γύρω γύρω είχε συναχτεί ντουνιάς και τους έβλεπε παραξενεμένος. Και λίγο πιο πέρα ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα κάτι χωροφύλακες και περιμένανε να τελειώσει το τραγούδι για να πυροβολήσουνε. Τόσην ώρα κάθονταν εκεί μπρούμυτα και σημαδεύανε.

Μα οι καλοί σου... οι τραγουδιστάδες, το χαβά τους. Τραγουδούσανε όλο και πιο δυνατά το τραγούδι τους που είχε όλο κι όλο δυο στιχάκια, που έλεγαν για «δουλειά», γι’ «αργατιά» και για τέτοια.

Του Μέλιου πολύ του άρεσε. Αν μάλιστα είχε κι άλλα στιχάκια, θα του άρεσε ακόμα πιο πολύ. Παραμέρισε τον κόσμο και ζύγωσε περισσότερο. Ε! Τι τρέχει, λοιπόν, εκεί;!!! Τι γυρεύει ο διαβολόγερος ο παπουτσής σε κείνη την κομπανία; Σάστισε, μπερδεύτηκε, κι έκανε σαν ζαλισμένο κοτόπουλο.

Ναι! Ανάμεσα στους τραγουδισταράδες, τελευταίος στη σειρά, ήταν ο γέρο–μπαλωματής, που του ‘φτιαχνε τα παπούτσια του. Ο Μέλιος πήγε κοντά του και τον τράβηξε απ’ το σακάκι.

«Καλά, καλά... σε είδα...» του λέει ο γέρος. «Τραβήξου μόνο κατά κει, γιατί αυτοί δεν το ‘χουνε σε τίποτα ν’ αρχινήσουνε τα "μπαμ"και τα "μπουμ"».

«Μα γιατί;» ρωτάει το παιδί. «Να ‘ρθω κι εγώ μαζί σας να τραγουδήσω;»

«Όχι. Καρτέρα λιγάκι ακόμη... Φεύγα τώρα κι έλα σε καμιά δεκαριά χρόνια».

Κείνη την ώρα ακούστηκε:

«Πυρρ!...»

Καπνός σηκώθηκε. Βροντήξανε τουφέκια... Γυναίκες λιγοθυμήσανε. Σαν κατακάθισε ο καπνός, ο τόπος ήταν άδειος, όπως στα παραμύθια.


***


Η άλλη μέρα έπεφτε ίσα ίσα Σάββατο.

Αφανίστηκε ο Μέλιος να πάει στο γερό–παπουτσή να του εξηγήσει τι πήγαιναν να πουν όλα αυτά.

«Πρωτομαγιά ήταν», είπε ο γέρος. «Τι ήθελες να κάνουμε;»

«Και γιατί τραγουδούσατε;»

«Γιατί ήταν Πρωτομαγιά».

«Και τότε γιατί σας ντουφεκίσανε;»

«Πάλι γι’ αυτό. Γι’ αυτό, μαθές. Γιατί ήταν Πρωτομαγιά. Να με μπερδέψεις πας, ε, τριβολάκι! Ήθελα να είχα τη γλώσσα κείνου που κράταε την παντιέρα.»



Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, "Ένα Παιδί Μετράει τ'Άστρα". Πρώτη έκδοση, 1956. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, 1η Μαΐου '19.




Ο Μενέλαος Λουντέμης / Menelaos Lountemis

Τα Πεινασμένα Τσακάλια. Του Ηλία Βενέζη

$
0
0

Τα πεινασμένα τσακάλια. Ένα απόσπασμα από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι



Ένα κεφάλαιο από την "Αιολική Γη"του Ηλία Βενέζη




«Έρχονταν νύχτες πού τίποτα δεν ακουγόταν, τίποτα δε γινόταν έξω στα Κιμιντένια. Ήταν οι νεκρές νύχτες. Σε βουβά κύματα κατέβαινε απ’ τα σύννεφα κι απ’ τα βουνά η δροσιά, κατέβαιναν και κάθονταν πάνω στα φύλλα οι στάλες. Το ταξίδι τους ήταν αδιατάρακτο, στην καθαρή ατμόσφαιρα που πλέανε κανένα κακό συναπάντημα δεν είχαν, μονάχο οδηγό τους και σύντροφο είχαν τα άστρα. Όμως δεν είχαν ανάγκη μήτε από οδηγό, μήτε από σύντροφο. Γιατί από τότε που γεννηθήκανε ψηλά οι στάλες της δροσιάς, η γη ήταν η μαγική χώρα όπου προορίζονταν. Ξέραν πως τελικά εκεί ήταν η μοίρα τους, κ’ έτσι η γη τις τραβούσε να πέσουν να χαθούν, τις έσερνε η γοητεία του τέλους.

Τα παιδιά — τ’ αδέρφια μου κ'εγώ — μαζεμένα στο δωμάτιο του πάππου και της γιαγιάς μας, ανήσυχα απ’ την τόση γαλήνη, σκύβαμε έξω απ’ το παράθυρο μπας και πάρουμε κανέναν ήχο.

Τίποτα. Καμιά φωνή δε ζούσε. Όμως η μαγεία της νύχτας, βαθύς και ανεξερεύνητος κόσμος, μιλούσε στην καρδία μας.

— Παππού, τι γίνεται έξω; ρωτούσαμε.

— Τι γίνεται! Τίποτα!

Τίποτα; Μα άκου λοιπόν!..

Στύλωνε τ’ αυτί του, κ’ υστέρα επιβεβαίωνε τον πρώτο λόγο του:

— Σας είπα. Δεν ακούω τίποτα! Και γυρίζοντας στη γιαγιά μιας:

— Εσύ ακούς τίποτα, γιαγιά;

Μα εκείνη ήταν γυναίκα, ήταν γιαγιά, και καταλάβαινε.

— Βέβαια ακούω, έλεγε γλυκά, ευλογώντας μας όλους με τη ματιά της.

— Τι είναι; Τι είναι λοιπόν; ρωτούσαμε με αγωνία να μάθουμε.

— Η Νύχτα ξύπνησε, παιδιά μου, αποκρινόταν γαλήνια και πειστικά.

Α! Η Νύχτα ξύπνησε...

— Και τα τσακάλια τι γίνανε; Οι αλεπούδες τι γίνανε και δε φωνάζουν;

— Μα δεν το ξέρετε; Όλα τα ζαρκάδια τα πήρε απόψε ο Μεγάλος Δράκος στη σπηλιά, τα έβαλε να φάνε και τ’ αποκοίμισε.

— Α! Γι’ αυτό...



Μα εκείνη ήταν γυναίκα, ήταν γιαγιά, και καταλάβαινε. 



Ο Μεγάλος Δράκος ήταν το πιο ευνοούμενο πλάσμα της γιαγιάς μας. Από ανθρωποφάγος ήρωας των παραμυθιών σιγά-σιγά κατάντησε στο στόμα της αγαθοποιός θεότητα του δάσους. Εκείνος σφαλνούσε τα μάτια των παιδιών να κοιμηθούνε, εκείνος τα τιμωρούσε με ψιλή βέργα τόσο ελαφρά σα να τα χάιδευε, αν κάνανε κακή πράξη, αν δεν άκουγαν τη μητέρα τους ή ξεχνούσαν την προσευχή τους. Εκείνος έδειχνε στους παραστρατημένους ξένους το μονοπάτι της κοιλάδας, εκείνος έστρωνε τραπέζι και καλούσε να φάνε τα καημένα τα τσακάλια όταν πολύ ούρλιαζαν.

Κι εμείς, αυτά ακούγοντας για το Μεγάλο Δράκο, τον φανταζόμαστε σαν το Θεό που ήταν ζωγραφισμένος στους θόλους των εκκλησιών. Τον φανταζόμαστε με μεγάλη άσπρη γενειάδα, με χρυσή κορόνα στο κεφάλι, κουκουλωμένον, να πορεύεται σιωπηλός, δρασκελώντας με τα ψηλά ποδάρια του τα δέντρα. Μπροστά του πήγαιναν σαράντα μικροί δράκοι και πίσω του άλλοι σαράντα, και τα βαριά κουδούνια που κρέμονταν απ’ το λαιμό τους αχολογούσαν μες στο δάσος —γκλάγκα γκλούγκα— όλα να το ξέρουν πως ο Μεγάλος Δράκος περνά...




Η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη



*** 



Αυτά γίνονταν στις ήσυχες καλοκαιρινές νύχτες κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Μα δεν ήταν πάντα έτσι ήσυχα. Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τ’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γίνει, η επιδρομή τους ήταν ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν γι’ αυτή. Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο.

— Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;..

— Ε, τι; Φοβόσαστε; έλεγε ο παππούς."Ας έρθουν!

— Ας έρθουν! έλεγα κ’ εγώ, το αγόρι του σπιτιού, να δείξω θάρρος στ’ αδέρφια μου. Τι τρέμετε;

Η μικρή Αρτέμη, η μικρή Αγάπη, η μικρή Λένα τρέμαν αληθινά και, βλέποντας το θαρραλέο εμένα, αγαναχτούσαν με τα καμώματα μου.

— Καημένε κ’ εσύ! φώναζαν με αβάσταχτη περιφρόνηση. Να μας κάνεις κιόλας πως δε φοβάσαι! Εσύ που τρέμεις τις σαύρες!

Τρέμω τις σαύρες. Σωστό. Όμως μ’ αυτό τι; Οι σαύρες τρέχουν μες στα πόδια σου και γλιστρούν σα χέλια. Τι πιο φυσικό να τις φοβάσαι; Ενώ απ’ τα τσακάλια, εδώ, σε φυλάνε οι τοίχοι.

Α, α, βέβαια! Μονάχα πίσω απ’ τούς τοίχους κάνεις εσύ το παλικάρι!

Τα κορίτσια δεν προφταίνανε ν’ αποτελειώσουν τον καγχασμό τους, όταν τα ουρλιαχτά των τσακαλιών, που στο μεταξύ είχαν φτάξει πολύ κοντά, κόβαν στο στόμα τη φωνή τους και το αίμα στις φλέβες τους.

— Θέ μου! Έρχουνται!

Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες στην ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου, δεν αντήχησε έτσι άγρια. Τίποτα απ’ ό, τι ξέραμε δεν μπορούσε να είναι όμοιο μ’ αυτό. Τα φύλλα ριγούσαν και σώπαιναν απάνω στα δέντρα, οι στάλες της δροσιάς, χτυπημένες απότομα στον αγέρα, σταματούσαν να πέφτουν στη γη, οι ρίζες δε σάλευαν στα έγκατα, τα άστρα πια δεν πορεύονταν, οι υπόγειες φλέβες των νερών πάγωσαν — επειδή στα Κιμιντένια, θεότητα σκληρή κι αλύπητη ήρθε η πείνα. Ήμαστε τότε μικρά παιδιά, η καλή γη μας έδινε σπόρους και τα δέντρα καρπούς, δεν ξέραμε ακόμα τότε τι ήταν η πείνα. Όμως είχαμε την καθαρή καρδιά μας οδηγό καλό, γι’ αυτό όλα τα μυστικά του κόσμου μπορούσαν να βρουν μέσα μας χώρο φιλικό, μπορούσαμε να αισθανθούμε και να εννοήσουμε. Μες στην ασφάλεια των ψηλών τοίχων που μας προφυλάγανε, κάτω απ’ τη σκιά του μεγάλου δέντρου —του παππού μας— που μας έσκεπε, δε γινόμαστε σαν τους μεγάλους ανθρώπους, που όταν εκείνοι δεν υποφέρνουνε είναι ανελέητοι κι αδιάφοροι. Ζούσαμε όσο γίνεται δυνατά το δράμα της νύχτας.



Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες στην ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου, δεν αντήχησε έτσι άγρια. 



— Αχ πια! πρώτη πάντα ξεσπούσε η Αγάπη, επειδή ήταν πιο αδύνατη και πιο ευαίσθητη απ’ όλους.

Άρχιζε να κλαίει σπαραχτικά, με λυγμούς. Βλέποντάς την παίρναμε κ’ εμείς θάρρος, η Άρτεμη, η Λένα κ’ εγώ, αρχίζαμε να κλαίμε όλοι και να ξεφωνίζουμε:

— Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια; Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια;

Γινόταν τότε πανδαιμόνιο μέγα: απέξω να ουρλιάζουν τ’ αγρίμια και μέσα εμείς να οδυρόμαστε. Ο πάππους στην αρχή γελούσε μ’ αυτά τα ξεσπάσματα της παιδικής καρδιάς, ενώ η μητέρα μας κ’ η γιαγιά τρέχαν να μας χαϊδέψουν και να μας μερώσουν.

— Γιαννακό! έλεγε σοβαρή η γιαγιά. Μην το κάνεις αυτό! Δεν τα βλέπεις; έλεγε κ’ έδειχνε το σπαραγμό μας.

Πολύ σπάνια του μιλούσε σ’ αυτό τον τόνο, σα να τον μάλωνε. Κ’ εκείνος τότε γινόταν απότομα σοβαρός, σαν άνθρωπος που έσφαλε, και σταματούσε να γελά.

— Ελάτε! Ελάτε τώρα! Ησυχάστε! μας καταπράυνε η γιαγιά. Θα βρει τροφή και για τα τσακάλια ο θεός. Είναι καλός και θα βρει. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε.

Πολύ αργά οι φωνές των τσακαλιών σβήνανε. Πια δεν ακουγόταν τίποτα. Κάναμε την προσευχή μας για να κοιμηθούμε και παρακαλούσαμε, όπως πάντα, το Θεό να φυλάει τον παππού, τη γιαγιά, τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, τα δέντρα κι όλους τους ανθρώπους. Πέφταμε, μα ο ύπνος δε μας έπαιρνε. Ερχόταν και βάραινε απάνω στα ματόκλαδά μας, όμως βάζαμε όλη τη δύναμη να τον διώξουμε ίσαμε που να βεβαιωθούμε πως πια τα τσακάλια φύγανε. Και τότες, όταν πια ήμαστε σίγουροι πως φύγανε, ψιθυρίζαμε μέσα μας ξανά την προσευχή μας και, πλάι στους ανθρώπους και στα δέντρα, παρακαλούσαμε και για τα πεινασμένα τσακάλια του κόσμου.





Τα πεινασμένα τσακάλια. Κεφάλαιο από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη
Εικονογράφηση του Σπύρου Βασιλείου για την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη



*** 



Ερχόταν όμως ο καιρός που ωρίμαζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ’ τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μια μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δε θα βρισκόταν πια καρπός.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοίταζαν πως να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες. Η πρώτη ίσαμε τις δέκα τη νύχτα, η άλλη ίσαμε τα μεσάνυχτα, κ’ η τρίτη ως τις πρωινές ώρες. Περιμένανε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας φωνές φωνές και χτυπωντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσανε αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χιμούσαν σ’ άλλα γειτονικά υποστατικά. Σε λίγο έρχονταν οι αλαλαγμοί των ανθρώπων από κει, από τ’ άλλα τα κτήματα, που προσπαθούσαν ν’ αμυνθούνε στρέφοντας το κοπάδι της πείνας άλλου. Περνούσε κάμποση ώρα, και πάλι οι κραυγές ακούγονταν, τώρα από πιο βαθιά, από άλλο υποστατικό. Ήταν σαν ένα φοβερό κύμα που στριφογύριζε δαιμονισμένο, χτυπούσε πότε δω, πότε κει, ώσπου να βρει τόπο να ξεσπάσει. Δεν έβρισκε και ξανάρχιζε τον κύκλο. Πάλι μας χτυπούσε, πάλι χιμούσαν οι άνθρωποί μας να το διώξουνε. Έτσι έρχονταν νύχτες που αυτό το κυνήγι του φόβου και της πείνας βαστούσε ίσαμε το πρωί.



Ήταν σαν ένα φοβερό κύμα που στριφογύριζε δαιμονισμένο, χτυπούσε πότε δω, πότε κει, ώσπου να βρει τόπο να ξεσπάσει. Δεν έβρισκε και ξανάρχιζε τον κύκλο. 



Η πρώτη γνωριμία μας μ’ αυτό το σκληρό παιχνίδι έφερε, σ’ εμάς τα παιδιά, αληθινή αναστάτωση. Ένα βράδυ περίεργη κίνηση έγινε μες στην αυλή του υποστατικού. Οι γυναίκες, οι νέες προπάντων εργάτισσες, κ’ οι άντρες κάνανε παρέες παρέες, λέγαν, γελούσαν, ετοίμαζαν δαδιά, ετοίμαζαν ντενεκέδες και τούμπανα. Είχαμε μαζευτεί νωρίς στην κάμαρά μιας η μικρή Λένα, η Αγάπη κ εγώ, και παίζαμε κάνοντας καραβάκια από πεύκο. Γι’ αυτό δεν πήραμε είδηση τι γινόταν έξω. 

Έλειπε μονάχα από ανάμεσά μας η Αρτέμη. Κάπου θα γύριζε, κάτω. Κανένας δεν παραξενεύτηκε. Η Αρτέμη ήταν το πιο ανήσυχο παιδί απ’ όλους μας. Είχε περιέργεια απίθανη για την ηλικία της, που έφτανε ως το πάθος. Σα να προαισθανόταν πως έμελλε να μας φύγει πολύ νωρίς, γι’ αυτό ήθελε να τα μάθει όλα του κόσμου τούτου, βιαζόταν να προφτάξει πριν έρθει η μεγάλη ώρα της και είναι αργά. Όταν εμείς οι άλλοι ικανοποιούμαστε με τις πιο πρόχειρες απαντήσεις που δίναν οι μεγάλοι στις απορίες μας, εκείνη, πάντα άπιστη, οσμιζόταν μιαν άλλη αλήθεια κρυμμένη πίσω απ’ τα πέπλα που τύλιγαν τον κόσμο, ρωτούσε, ανασκάλευε, επέμενε να της πουν, επέμενε να μάθει. Έτσι βρίσκονταν κ’ οι μεγάλοι σε δυσκολία τί να της αποκριθούνε, κάθε φορά, για πράματα που δεν έπρεπε να τα ξέρει ακόμα. Λοιπόν, της λέγαν ό, τι τους ερχόταν. Τα πέπλα του κόσμου έτσι γίνονταν πιο πυκνά, η Άρτεμη το διαισθανόταν και χτυπούσε νευριασμένη τα πόδια της.

«Όχι! Δεν είναι αυτό! Δεν είναι αυτό!» φώναζε, έτοιμη να κλάψει.

Όμως δεν έκλαιγε, πολύ σπάνια έκλαιγε. Τη συγκρατούσε πάντα ένα πρώιμο αίσθημα σοβαρότητας, μια αξιοπρέπεια ολότελα αφύσικη για παιδί.

Ενώ, λοιπόν, κείνο το βράδυ εμείς παίζαμε με καραβάκια από πεύκο, ανοίγει απότομα η πόρτα και χιμά μέσα η Αρτέμη. Το πρόσωπό της ήταν ξαναμμένο, αλαφρό κόκκινο χρώμα έβαφε τα χλωμά της μάγουλα, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σπίθιζαν.




Εικονογράφηση του Σπύρου Βασιλείου για την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη




— Το μάθατε, λοιπόν; Το μάθατε;

Πεταχτήκαμε απάνω, παρατώντας τα καράβια μας, και κρεμαστήκαμε με απληστία απ’ το στόμα της.

— Τι είναι, Άρτεμη; Τι είναι;

Σα να ‘θελε να μας τυραννήσει, έριξε μια περιφρονητική ματιά στα πόδια μας, στα λατίνια και στις ψαρόβαρκες που μέναν έρημες.

— Εσείς παίζετε τα καράβια, όταν απόψε...

— Αχ, Άρτεμη, πες μας τι είναι! Πες μιας! την ικετεύαμε.

Έγινε απότομα σοβαρή, μας κοίταξε μια, κ’ έπειτα:

— Δεν είδατε τα δαδιά και τα τούμπανα που ετοιμάζουνε;

— Ετοιμάζουνε δαδιά και τούμπανα; Γιατί λοιπόν; Γιατί;

— Πόλεμος!, λέει η Άρτεμη κοιτάζοντάς μας κατάματα.

«Πόλεμος;» Τι θα πει αυτό; Κανένας μας δεν ήξερε, ποτές δεν είχαμε ακούσει παρόμοιο πλάσμα, ζώο ή πουλί ή δέντρο.

— Απόψε αρχίζει ο πόλεμος με τα τσακάλια! λέει η Άρτεμη. Μου το είπε ο Αλέξης,

Πηδήσαμε απ’ τη χαρά μας, επειδή κάτι νέο μαθαίναμε πως θα’μπαινε στη ζωή μας. Σίγουρα τίποτα παιχνίδι θα ‘ταν ο «πόλεμος»…

— Αλήθεια; Θα γίνει, λοιπόν, αυτό; Πως το είπες αυτό; Θα γίνει... πόλεμος; φωνάζαμε και πηδούσαμε.

Όμως η Άρτεμη δεν πηδούσε, δε γελούσε μαζί μας. Είχε δεμένα σφιχτά τα χείλια της και χτυπούσε τα πόδια της νευρικά. Σα να μάντευε κάτι, σαν κάτι να προαισθανόταν.

Πρώτη η Αγάπη — κοριτσάκι δέκα χρόνω τότε — πρόσεξε τη σοβαρή έκφραση της μικρότερης αδερφής μας, που τόσο παραφωνούσε με τη δική μας τη χαρά.

— Τι έχεις, Άρτεμη; της λέει.

Κ ευθύς αμέσως συνδέοντας την απορία που ξαφνικά πρόβαλε μέσα της με την έκφραση που είχε το πρόσωπο της Άρτεμης:

—... Και τι είναι αυτό το παιχνίδι, Άρτεμη; Τι είναι πόλεμος; ρώτησε δειλά.

Αχ! Αλήθεια! Τι είναι;

Τα πηδηχτά και τα ξεφωνητά μας σταμάτησαν μονομιάς, και τα μάτια πάλι στυλώθηκαν στην Άρτεμη.

— Τι είναι, Άρτεμη; Τι είναι πόλεμος;

Όμως κ’ η Αρτέμη δεν ήξερε, δεν είχε μπορέσει να καταλάβει. Της είχε αναγγείλει το νέο ο Αλέξης, ο πιο φίλος μας ανάμεσα σ’ όλους τους ζευγάδες. Μα ήταν βιαστικός και φουριόζος, κ’ η Άρτεμη δεν μπόρεσε να ρωτήσει άλλον, ανυπόμονη καθώς ήταν να μιας φέρει το νέο πρώτη. Αλλά το μυστήριο του λόγου, το ότι δεν μπορούσε να ξέρει, αυτό, δεμένο με τα προαισθήματά της, την τάραζε βαθιά.

— Δεν ξέρω! έλεγε. Που να ξέρω; Τι ρωτάτε εμένα;

Στάθηκε μια στιγμή διστάζοντας, κ’ έπειτα:

— Πρέπει να μάθω! λέει αποφασιστικά. Πρέπει να μάθω! Πηγαίνω στον παππού!

Χίμηξε στην πόρτα, τρέξαμε κ’ εμείς από πίσω της. Όπως ήμαστε αναστατωμένοι απ’ το νέο μήνυμα, περιμέναμε να βρούμε και τον παππού μας σε ταραχή, σε κίνηση. Τίποτα. Καθόταν γαλήνιος καθώς τα άλλα βράδια, σα να μη γινόταν τίποτα, τίποτα να μην έμελλε να συμβεί.

— Παππού, απόψε θα γίνει πόλεμος; λέει η Άρτεμη λαχανιασμένη, πέφτοντας στα πόδια του.

Γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε, κοίταξε κ’ εμάς όλους, τα μάτια μας που ερευνούσαν.

— Τι θα γίνει λέει;

— Πόλεμος, παππού! Απόψε δεν είναι να γίνει πόλεμος;

Στέκουν εκεί και τρέμουν απ’ την απληστία του αγνώστου, τρέμουν τα μάτια μας.

— Πόλεμος; ψιθυρίζει ο παππούς. Ποιος σας τον είπε αυτό το λόγο; Ποιος σας είπε πως θα γίνει πόλεμος;

— Έλα, παππού, μη μας το κρύβεις! φώναξε η Άρτεμη. Το ‘μαθα σίγουρα πως θα κάμουμε πόλεμο με τα τσακάλια!





Από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη





Τότε ο παππούς άρχισε να γελά μ’ εκείνο το μακάριο παιδικό γέλιο του, να γελά και να μας κοιτάζει όλους.

— Α! Γι’ αυτό λέτε; Γι’ αυτό λέτε;

Σκούπισε τα μάτια του και χάιδεψε την Άρτεμη:

— Δεν είναι τίποτα, παιδάκια μου. Δεν είναι τίποτα.

— Πως δεν είναι τίποτα, παππού! Πως δεν είναι τίποτα! έλεγε εκείνη, φωνάζαμε κ’ εμείς. Γιατί τότε ετοιμάζουνε δαδιά και τούμπανα;

— Μα βέβαια δεν είναι τίποτα! Τα πεινασμένα τσακάλια μπορούν τώρα να μας κάνουν κακό. Λοιπόν, θα τα χτυπήσουμε. Αυτό είναι!

— Α! Θα χτυπήσουμε τα πεινασμένα τσακάλια!

— Μα βέβαια. Θα τα χτυπήσουμε.

Ακαθόριστα συναισθήματα μας είχαν κυριέψει εκείνο το βράδυ. Τι έγινε, λοιπόν, ο καλός θεός της γιαγιάς, εκείνος που μυστικά τον ικετεύαμε στην προσευχή μας να βρει και για τα πεινασμένα τσακάλια σπόρους; Τι έγινε και χάθηκε ο Μεγάλος Δράκος, θεότητα τόσο φιλική και φιλεύσπλαχνη του δάσους που, όταν πολύ πεινούσαν τα τσακάλια και φώναζαν, τα έβαζε να φάνε και να κοιμηθούνε; Κι αφού εκείνοι γίνηκαν καπνός — ο Θεός κι ο Μεγάλος Δράκος — και τα τσακάλια πεινούσαν, πως οι άνθρωποι τα χτυπούσαν έτσι σκληρά;

Ήταν πια αδύνατο να καταλάβουμε. Τα τσακάλια, από πλάσματα του δάσους που είχαν δικαίωμα να φάνε, έπρεπε τώρα να γίνουν εχτρός. Ως τότε ξέραμε μονάχα να τα φοβόμαστε, επειδή μας ήταν άγνωστα, επειδή δεν ξέραμε παρά μονάχα τη φωνή το κ’ η φωνή τους ήταν άγρια. Τώρα έπρεπε να συνηθίσουμε να τα πολεμούμε, έπρεπε να κάμουμε τα πρώτα βήματα προς το παντοδύναμο εφόδιο των ανθρώπων, το μίσος.


Τα τσακάλια, από πλάσματα του δάσους που είχαν δικαίωμα να φάνε, έπρεπε τώρα να γίνουν εχτρός. 


Άγρυπνοι κείνη τη νύχτα, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας περιμέναμε, όταν ακούστηκαν τα ουρλιαχτά των τσακαλιών που πλησίαζαν. Κρατήσαμε την ανασαμιά μας. Άξαφνα, σ’ ένα σύνθημα δοσμένο ποιος ξέρει πως, άγρια χλαπαταγή αντήχησε μες στη νύχτα: οι άνθρωποι χιμούσαν. Αλάλαζαν, χτυπούσαν τα τούμπανα, χτυπούσαν ντενεκέδες, κουνούσαν τ’ αναμμένα δαδιά. Που και που έπεφτε και καμιά ντουφεκιά. Τ’ αγρίμια, έτσι απότομα χτυπημένα, βγάλανε σπαραχτικές φωνές κι αποτραβήχτηκαν, μιά. Πάλι ξεχύθηκαν με λύσσα. Πάλι η φωνή των ανθρώπων χτύπησε απάνω στη νύχτα σα σε μπακίρι• πάλι τα ουρλιαχτά αντήχησαν. Ο αγέρας ήταν πυκνός και βαρύς από σπαραγμό, από πάθος και αφρούς. Τα άστρα κρύφτηκαν για λίγο κάτω απ’ τον καπνό. Ύστερα ήρθε ένα μεγάλο σύννεφο και τα σκέπασε.

Σωπαίναμε. Ακούγαμε. Μήτε τα δάκρυα δε θελαν να βλογήσουν τα κουρασμένα μάτια μας. Τρέμοντας μπαίναμε στο νόημα του σκληρού νόμου του κόσμου.»



Η "Αιολική Γη"του Ηλία Βενέζη εκδόθηκε το 1943. Εικονογράφηση βιβλίου: Σπύρος Βασιλείου. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 19.




Ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #13: Λογοτεχνία και Χιούμορ

$
0
0

Λαγούμι της Λογοτεχνίας... Λογοτεχνία και Χιούμορ. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Ηλέξη «χιούμορ» στα λατινικά συνδέεται εννοιολογικά με την «υγρασία». Και «υγρός» σημαίνει ρευστός, σε κίνηση, όχι άκαμπτος, όχι κολλημένος. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεκολλήσει τον αιώνια κολλημένο κόσμο απ’ τη θέση του – αυτό είναι το χιούμορ. Το χιούμορ είναι το υγρό αντίδοτο σε κάθε νοητική κόλλα ισχύος, η δύναμη που λύνει τους γόρδιους δεσμούς του εγκεφάλου, η δαιμονική απελευθέρωση της ψυχής απ’ τα δεσμά της ψυχρής υπολογιστικής σκέψης. Είναι το ηδονικό υγρό πυρ που περιλούζει με ζωογόνο σπέρμα κάθε αποστειρωμένη ιδέα, κάθε μορφή δογματισμού.

Να γιατί το χιούμορ υπήρξε πάντα εχθρός κάθε σκληροπυρηνικής εξουσίας και κάθε πολιτικής δικτατορίας. Να μη μιλήσω για εκείνη τη ριμάδα κοινωνική σοβαροφάνεια– στην οποία θα άξιζε κάποιος να της κατεβάσει τα βρακιά και να της ρίξει μερικές ξυλιές στον πισινό.

Το σημερινό «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» επανέρχεται με ένα μεγάλο σαρκαστικό χαμόγελο στο στόμα. Το χαμόγελό του είναι ταυτόχρονα ένα μεγάλο Όχι και ένα μεγάλο Ναι. Γελάει τρανταχτά, δαιμονικά – και τρομάζει τους αγγέλους.

Η σειρά παρουσίασης των αποσπασμάτων είναι χρονολογική. Επέλεξα να ξεκινήσω με – ποιον άλλον; – τον Αριστοφάνη. Αλήθεια, γιατί η κωμωδία δεν συνιστά μέρος της διδακτέας ύλης στα σχολεία; (ρητορικό ερώτημα). Συνεχίζουμε με τον περίφημο «Χρυσό Γάιδαρο» του Απουλήιου – και τις ερωτικές περιπτύξεις του με μια κυρία της καλής κοινωνίας. Ακολουθεί ο πατέρας της κωμωδίας στη Γαλλία, ο Φρανσουά Ραμπελαί – και ένα απόσπασμα όπου ο Γαργαντούας ανακαλύπτει τον ιδανικό τρόπο για να σκουπίζει τον πισινό του. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι τυχαίο πως η κωμική αυτή «χυδαιότητα» του Ραμπελαί ταυτίστηκε με τα χρόνια της Αναγέννησης – όταν απελευθερώνεται το πνεύμα, όταν ανοίγει το μυαλό, τότε σπάνε τα ταμπού και λύνεται η γλώσσα.

Λίγο καιρό μετά, στην Ισπανία, ο Σάντσο Πάντσα ανακουφίζεται με τη σειρά του… προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Δον Κιχώτη. Έναν αιώνα μετά, ο γνωστός σε όλους Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ βρίσκει πως ο κατάλληλος τρόπος να σβήσει μια πυρκαγιά στη Λιλιπούτη είναι να ουρήσει πάνω της – σε ένα απόσπασμα που δεν βλέπουμε στις παιδικές διασκευές του βιβλίου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την περιβόητη «Μύτη» του Νικολάι Γκόγκολ – ένα από τα πιο σουρεαλιστικά διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ. Από το αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να λείπει το βαθιά πνευματώδες χιούμορ του Όσκαρ Ουάιλντ – και συγκεκριμένα από το θεατρικό του έργο με τον εύηχο τίτλο: «Η Σημασία να είσαι Σοβαρός».

Μπαίνουμε στον 20ο αιώνα με ένα ανεκδοτολογικό απόσπασμα του μεγάλου αμερικανού μάστορα του πνεύματος – του Μαρκ Τουέιν. Ακολουθεί ο αγαπημένος Τομ Ρόμπινς, καθώς και εκείνη η περίφημη συνεργασία των Neil Gaiman και Terry Pratchett, και το ξεκαρδιστικό εκείνο πόνημά τους με τίτλο «Καλοί Οιωνοί». Τέλος, επέλεξα να κλείσω με ένα κείμενο του Χένρι Μίλερ – με θέμα του τη δύναμη του χιούμορ και τη σχέση του με τον Θεό και την ελευθερία.

Και όπως έλεγε ο Μ. Καραγάτσης, στα τελευταία εκείνα λόγια του τελευταίου του μυθιστορήματος: «Ας γελάσω!»...



Η χαρά να έχεις φτερά




Οι Όρνιθες του Αριστοφάνη σε αρχαίο αγγείο / The Birds, by Aristophanes




«Αν κάποιος από σας, θεατές, με τα πουλιά θέλει να ζήσει

γλυκιά ζωή στο εξής, σ'εμάς ας έρθει. […]



Τίποτε πιο γλυκό, τίποτ'ανώτερο από γεννησιμιού φτερά έχεις.

Αν κάποιος από σας, θεατές μου, ήταν φτερωτός,

και πεινασμένος με τους χορούς των τραγωδών βαριόταν,

πετώντας θα 'φευγε, θα πήγαινε στο σπίτι του να φάει,

και χορτασμένος πάλι θα ερχότανε σ'εμάς πετώντας.

Κι αν κάποιος από σας, νέος κομψός, νιώθει να χέζεται,

μες στα ρούχα του δεν θα ίδρωνε, αλλά ψηλά πετώντας

θα 'κλανε, θα ξαλάφρωνε και κάτω πάλι πετώντας θα γυρνούσε.



Κι αν κάποιος από σας συμβαίνει να μοιχεύει

και βλέπει τον άντρα της ερωμένης του

στων βουλευτών τα ειδώλια,

κι εκείνος φτερουγίζοντας ψηλά θα σηκωνόταν,

κι αφού παράνομα έρωτα έκανε στη θέση του πάλι θα καθόταν.



Να είσαι φτερωτός δεν είναι άραγε το πιο καλό απ'όλα;»



Αριστοφάνης, “Όρνιθες”, στ. 753–754, 785–797


Έρωτας μ’ έναν γάιδαρο




Από τοιχογραφία του 16ου αιώνα, με τον Χρυσό Γάιδαρο του Απουλήιου / Apuleius Golden Ass fresco
Ο Χρυσός Γάιδαρος σε τοιχογραφία του 16ου αιώνα




Το ακόλουθο απόσπασμα χαρακτηρίζεται από δύο ιδιαιτερότητες. Πρώτον, ανήκει στο παλαιότερο σωσμένο μυθιστόρημα της δυτικής παράδοσης – τον περίφημο «Χρυσό Γάιδαρο» του Απουλήιου, γραμμένο στη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.χ. Πρωταγωνιστής είναι ένας γάιδαρος (στην πραγματικότητα, ένας άνθρωπος μεταμορφωμένος σε γάιδαρο) και μέσα από την αφήγησή του βλέπουμε άφθονες πτυχές της ρωμαϊκής κοινωνίας των καιρών. Δεύτερον, το απόσπασμα δεν γνωρίζει καμία απολύτως αιδώ ή σεμνοτυφία – σας προειδοποίησα! Ας πάρουμε μια γεύση, λοιπόν, από τις περιπέτειες του άτακτου γαϊδαράκου μας γραμμένες πριν περίπου 2000 χρόνια. Αφηγείται ο ήρωας γάιδαρος:



«Ανάμεσα σ'αυτό το πλήθος ήρθε και μια κυρία πάμπλουτη, της ανώτερης κοινωνίας, και είδε πληρώνοντας τα διάφορα παιχνίδια μου με τόσην ευχαρίστηση, ώστε λίγο–λίγο ο θαυμασμός της μεταβλήθηκε σ’ έναν παράδοξον έρωτα για μένα• τίποτα δε μπορούσε να καλμάρει τις αχαλίνωτες επιθυμίες της, και όπως η Πασιφάη για τον ταύρο, έτσι ένιωθε και κείνη για το γάιδαρό της• για να χαρεί τ'αγκαλιάσματά μου συμφώνησε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό στο φύλακά μου και να πλαγιάσει για μόνο νυχτιά μαζί μου. Εκείνος, δίχως ν’ ανησυχήσει για λογαριασμό μου κι ευχαριστημένος για το κέρδος, δέχτηκε.

Άμα γυρίσαμε από το τραπέζι του αφέντη μου, βρήκαμε την κυρία που περίμενε από πολλήν ώρα στην κάμαρή μου. Ώ θεοί! Τί προετοιμασίες, τί μεγαλοπρέπεια! Τέσσερεις ευνούχοι βιάζονταν να μας στρώσουν ένα κρεβάτι καταγής με πολυάριθμα μαξιλάρια, φουσκωμένα με μαλακά φτερά• ρίχνουν πάνω κουβέρτες χρυσοΰφαντες κι από πάνω μικρά τετράγωνα μαξιλαράκια για ν’ ακουμπά η γυναίκα το κεφάλι της• και για να μην αργοπορούν περισσότερο τη διασκέδαση της κυράς τους, κλείνουν το δωμάτιο και φεύγουν.

Στη μέση του δωματίου ένα κερί αναμμένο σκόρπιζε το φως του• αυτή γυμνώθηκε τότε ολοσδιόλου, έβγαλε ακόμη και τη ζώνη πού στήριζε το ωραίο στήθος της• στέκεται κοντά στο φως κι από μια χάλκινη φιάλη χύνει ένα ωραίο μυρωδάτο λάδι, αλείβεται και μου τρίβει και μένα μ’ αυτό τα γεννητικά μου όργανα. Αμέσως μ’ αγκαλιάζει, με σφίγγει με τρυφερότητα, δίνοντάς μου όχι φιλιά πόρνης στον πρώτο τυχόντα πού την πληρώνει, αλλά φιλιά θερμά, αγνά, που συνοδεύονταν από χαϊδευτικά λόγια: «Σ’ αγαπώ, πεθαίνω, λιώνω, εσένα μόνο λατρεύω, χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω» και χίλια δυο άλλα τρυφερά λόγια που συνηθίζουνε οι γυναίκες για να ξετρελάνουνε τους άντρες, μα και για να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους. Μ’ έπιασε από το χαλινάρι κι εύκολα μ’ έβαλε να πλαγιάσω στη θέση που είχα συνηθίσει• η περίσταση αυτή δε μου φάνηκε καθόλου δύσκολη, και μάλιστα τώρα, που ύστερα από τόσον καιρό εγκράτειας βρισκόμουν στην αγκαλιά μιας τόσο ωραίας και τόσο θερμής γυναίκας, όντας κι ερεθισμένος από το έξοχο κρασί και τα τριψίματα με το δαφνόλαδο.

Όμως ένα πράγμα με σκότιζε και με φόβιζε: σκεφτόμουνα πώς θα μπορούσα να καβαλήσω με τα χοντρά και μακριά μεριά μου μια γυναίκα τόσο λεπτοκαμωμένη• πώς με το χαώδες στόμα μου, που το στόλιζαν δόντια σα κοτρώνες, θα φιλούσα τα ζεστά χειλάκια της τα πορφυρένια• [...] Αυτή όμως δεν έπαυε να μου λέει τρυφερά λογάκια, να με χαϊδεύει, να με φιλά και να με κοιτάζει φλογερά: «Σ’ έχω στην αγκαλιά μου, μου έλεγε, μικρούλη μου, περιστεράκι μου, σπουργιτάκι μου».

Και μονομιάς, σα να ’θελε να μου δείξει πως οι σκέψεις μου ήσαν ανόητες κι οι φόβοι μου αβάσιμοι, με σφιχταγκαλιάζει και κολλά απάνω μου ώστε να με δεχτεί μέσα της ολόκληρον: επαναλαμβάνω, ολόκληρον! Και κάθε φορά που προσπαθούσα λιγάκι να τραβηχτώ για να μην κακοπάθει, αυτή γαντζωνόταν με λύσσα απάνω μου, αγκάλιαζε τη ράχη μου και μ’ έσφιγγε ακόμα πιο δυνατά, τόσο πού στο τέλος άρχισα να φοβούμαι μήπως και δεν διέθετα τα κατάλληλα μέσα για να την ικανοποιήσω. Τότε κατάλαβα ότι η μητέρα του Μινώταυρου είχε ασφαλώς τους λόγους της που γύρεψε την ευτυχία της στην αγκαλιά ενός τετράποδου εραστή. Έτσι, ύστερα από μια νύχτα αγρύπνιας και σκληρής δουλειάς, η καλή αυτή κυρία έφυγε, αφού προηγουμένως συμφώνησε να ξαναρθεί και την επομένη, με την ίδια τιμή.»



Απουλήιος, “Ο Χρυσός Γάιδαρος ή οι Μεταμορφώσεις” [“The Metamorphoses of Apuleius” / “The Golden Ass” (“Asinus aureus”) ], Τέλη 2ου αιώνα μ.Χ. Μετάφραση: Αριστείδης Αιβαλιώτης.


Το κωλοσφούγγι του Γαργαντούα



Εικονογράφηση του Gustave Doré για τον Γαργαντούα του Φρανσουά Ραμπελαί / Gargantua illustration, by Gustave Doré
Εικονογράφηση του Gustave Doré



«Ανακάλυψα», απάντησε ο Γαργαντούας, «μετά από μακροχρόνιες και λεπτομερείς έρευνες, έναν τρόπο να σκουπίζω τον πισινό μου. Πρόκειται για τον πιο αρχοντικό, τον πιο καλό και τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που είδε ποτέ άνθρωπος.»

«Ποιόν τρόπο;», ρώτησε o Γκρανγκουζιέ.

«Αυτό θα σου διηγηθώ ευθύς αμέσως», είπε ο Γαργαντούας: «Σκουπίστηκα μια φορά με το βελούδινο κασκολί μιας δεσποινίδας και το βρήκα μια χαρά, γιατί η απαλότητα του βελούδου του μου προξένησε άφατη απόλαυση στον πάτο μου. Άλλη μια φορά με τη σκουφίτσα της ίδιας δεσποινίδας και το αποτέλεσμα υπήρξε πανομοιότυπο. Μιαν άλλη φορά μ’ ένα λαιμομάντιλο. Μιαν άλλη φορά με τ’ αφτάκια μιας σκούφιας από πορφυρό σατέν, αλλά τα στολίσματα, καμωμένα από ένα σωρό σκατένιες χάντρες, μου έγδαραν όλο τον αφεδρώνα. Κι είθε ο μακαρίτης ο Άγιος Αντώνιος να κάψει την κωλοτρυπίδα του χρυσοχόου που τις έραψε και της κυράς που τις φορούσε!

»Αυτό το κακό πέρασε, σκουπίζοντας τον πισινό μου μ’ ένα καπέλο νεαρού ακόλουθου, όμορφα πλουμισμένο με φτερά σαν Ελβετού μισθοφόρου. Ύστερα, ενώ τα έκανα πίσω από ένα φράχτη, βρήκα μια μαρτιάτικη γάτα και σκουπίστηκα, αλλά τα νύχια της μου ξέσκισαν όλο το περίνεο. Γιατρεύτηκα την επόμενη μέρα, όταν σκουπίστηκα με τα γάντια της μάνας μου, άριστα αρωματισμένα με γιασεμούνι. Ύστερα σκουπίστηκα με σφάκα, μάραθο, άνηθο, μαντζουράνα, τριαντάφυλλα, κολοκυθόφυλλα, κουνουπιδόφυλλα, σεσκλόφυλλα, αμπελόφυλλα, αγριομολόχες, φλόμο (σου κοκκινίζει τον κώλο), με μαρουλόφυλλα και φύλλα από σπανάκι – και μη ρωτάς τι ωφέλεια βρήκα! –, με παρθενούδι, με υδροπέπερι, με τσουκνίδες, με σύμφυτο. Μ’ έπιασε όμως τέτοια κωλοπιλάλα, από την οποία γιατρεύτηκα σκουπίζοντας τον πισινό μου με την πεοδόχη μου.

»Ύστερα σκουπίστηκα με σεντόνια, με την κουβέρτα, με τις κουρτίνες, μ’ ένα μαξιλάρι, μ’ ένα χαλί, με μια πράσινη τσόχα, μ’ ένα ξεσκονόπανο, με μια πετσέτα, μ’ ένα μυξομάντιλο, με μια ρόμπα. Σε όλα αυτά βρήκα περισσότερη ευχαρίστηση απ’ όση νιώθουν οι ψωριάρηδες, όταν τους περνάνε με ξυστρί.

«Πολύ ωραία», είπε ο Γκρανγκουζιέ, «αλλά ποιο κωλοσφούγγι βρήκες καλύτερο;» […]

«Για να κλείσουμε όμως αυτό το κεφάλαιο, λέω κι υποστηρίζω πως δεν υπάρχει καλύτερο κωλοσφούγγι από ένα χηνάκι με μπόλικα φτεράκια, αρκεί να του κρατάς το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Σου δίνω τον λόγο μου πως νιώθεις μια θεσπέσια απόλαυση στην κωλοτρυπίδα, τόσο εξαιτίας της απαλότητας του φτερώματος, όσο και λόγω της όμορφης ζέστης από το χηνάκι, που μεταδίδεται εύκολα από το κωλάντερο στ’ άλλα σωθικά ως την περιοχή της καρδιάς και του μυαλού. Μην πιστεύεις πως η μακαριότητα των ηρώων και των ημιθέων που βρίσκονται στα Ηλύσια Πεδία οφείλεται στους ασφόδελούς τους, στην αμβροσία, ή το νέκταρ, όπως λένε ετούτες εδώ οι γριές. Οφείλεται (κατά την γνώμη μου) στο γεγονός ότι σκουπίζουν τον κώλο τους μ’ ένα χηνάκι, κι αυτή είναι επίσης η γνώμη του δασκάλου Ιωάννη Σκότου».



Φρανσουά Ραμπελαί, “Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ” [François Rabelais , “La vie de Gargantua et de Pantagruel”, 1532–64]. Μετάφραση: Φίλιππος Δρακονταείδης.



Η ανακούφιση του Σάντσο




Εικονογράφηση του Louis Anquetin για τον Δον Κιχώτη, 1890 / Don Quixote illustration by Louis Anquetin, 1890
Εικονογράφηση του Louis Anquetin, 1890



«Εκείνη την ώρα, λόγω της δροσιάς του πρωινού που πλησίαζε, ή επειδή ο Σάντσο είχε φάει αποβραδίς κάτι μαλακτικό, ή τέλος, επειδή ήταν φυσικό — και μάλλον αυτό συνέβη — τον έπιασε μεγάλη επιθυμία και πρεμούρα να κάνει κάτι που κανένας άλλος δεν μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν. Ο φόβος όμως που του είχε κυριέψει την καρδιά ήταν τόσο μεγάλος, που δεν τολμούσε να σαλέψει ρούπι μακριά απ'το αφεντικό του· το να σκεφτεί πάλι να μην κάνει εκείνο που λαχταρούσε, ήταν πράγμα αδύνατον πια.

Έτσι λοιπόν, για να βρει λύτρωση, κατέβασε σιγά σιγά το δεξί του χέρι απ'την πίσω άκρη της σέλας, και όμορφα όμορφα κι αθόρυβα έλυσε τον κόμπο του κορδονιού που κρατούσε τα βρακιά του, κι αυτά έπεσαν αμέσως κάτω κι έμειναν σαν να 'χε σίδερα στα πόδια. Σήκωσε ύστερα το πουκάμισό του όσο καλύτερα μπορούσε κι έβγαλε στον αέρα τα δυο του καπούλια, που δεν ήταν και πολύ μικρά. Αφού το 'κανε αυτό — νόμιζε ότι ήταν και το σπουδαιότερο για να βγει απ'την τρομερή στενοχώρια — παρουσιάστηκε μια άλλη δυσκολία, μεγαλύτερη: του φάνηκε δηλαδή ότι δεν μπορούσε να ανακουφιστεί δίχως ν'αφήσει να του ξεφύγει κάποιος θόρυβος· άρχισε λοιπόν να τρίζει τα δόντια και να σφίγγει τους ώμους, κρατώντας την ανάσα του όσο μπορούσε περισσότερο. Παρά τα μέτρα αυτά όμως, ήταν άτυχος, και στο φινάλε του ξέφυγε ένας θόρυβος πολύ διαφορετικός από κείνον που τόσο φόβο του προκαλούσε.

Ο Δον Κιχώτης τον άκουσε και τον ρώτησε: «Τι θόρυβος ήταν αυτός, Σάντσο;»

«Δεν ξέρω, κύριε» του απάντησε· «πρέπει να’ ναι κάτι καινούριο, γιατί οι περιπέτειες και οι κακοτυχίες σαν αρχίσουν, δε λένε να τελειώσουν».

Προσπάθησε ξανά να δοκιμάσει την τύχη του, κι αυτή τη φορά τα κατάφερε τόσο καλά, που, δίχως άλλο θόρυβο και σαματά, ελευθερώθηκε απ'το βάρος που τόσο πολύ τον ζόριζε. Ο Δον Κιχώτης όμως είχε την αίσθηση της όσφρησης τόσο οξεία όσο και της ακοής, και καθώς ο Σάντσο ήταν σαν ραμμένος πάνω του, και τόσο κοντά, που οι ατμοί ανέβαιναν σχεδόν σε ευθεία γραμμή, δεν ήταν δυνατόν να μη φτάσουν μερικοί στη μύτη του. Μόλις την άγγιξαν, αυτός έσπευσε να τη βοηθήσει σφίγγοντάς την με τα δυο του δάχτυλα, και μιλώντας λίγο με τη μύτη, του είπε:

«Μου φαίνεται, Σάντσο, πως φοβάσαι πολύ».

«Ναι, πάρα πολύ» απάντησε ο Σάντσο· «πως το καταλάβατε όμως ότι τώρα φοβάμαι περισσότερο από πριν;»

«Από το ότι τώρα μυρίζεις περισσότερο, και βέβαια όχι μόσχο» απάντησε ο Δον Κιχώτης.

«Μπορεί να 'ναι κι έτσι» είπε ο Σάντσο, «μα δεν φταίω εγώ, φταίτε εσείς που με φέρνετε τέτοιες απίθανες ώρες σε έρημα περάσματα και με βάζετε σε κινδύνους που δεν έχω συνηθίσει».



Μιγκέλ ντε Θερβάντες, “Δον Κιχώτης” (α’ τόμος) [“El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha”, 1605]. Μετάφραση: Δημήτρης Ρήσος.



Ο Γκιούλιβερ σβήνει την πυρκαγιά




Εικονογράφηση για τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ - η σκηνή με το σβήσιμο της πυρκαγιάς / Gulliver puts out the fire, illustration




«Κάμποσοι αυλικοί του αυτοκράτορα, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, με παρακαλούσαν να πάω αμέσως στο παλάτι, όπου είχαν πάρει φωτιά τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αυτής αυτοκρατορικής μεγαλειότητας, από απροσεξία μιας κυρίας των τιμών, που είχε αποκοιμηθεί ενώ διάβαζε κάποιο αισθηματικό μυθιστόρημα. Πετάχτηκα πάνω στη στιγμή, κι αφού δόθηκε διαταγή να μου κάνουν χώρο να περάσω, και καθώς ήταν φεγγαρόφωτη νύχτα, προχώρησα γρήγορα προς το παλάτι χωρίς να τσαλαπατήσω κανέναν.

Είδα πως είχαν κιόλας τοποθετήσει ανεμόσκαλες στους τοίχους του διαμερίσματος και είχαν κουβαλήσει πάρα πολλούς κουβάδες, μα το νερό βρισκόταν λίγο μακριά. Οι κουβάδες αυτοί είχαν περίπου το μέγεθος μεγάλης δαχτυλήθρας και οι κακόμοιροι μου τους έδιναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μα τόσο είχανε θεριέψει οι φλόγες, που ελάχιστα κατάφερνα με δαύτους. Εύκολα θα μπορούσα να σβήσω τη φωτιά με το σακάκι μου, μα δυστυχώς, στη βιασύνη μου, το είχα ξεχάσει κι έφυγα φορώντας μόνο το δερμάτινο γιλέκο μου. Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική και αξιοθρήνητη κι είναι σίγουρο ότι εκείνο το εξαίσιο παλάτι θα είχε γίνει στάχτη, αν μια φαεινή ιδέα, πράγμα ασυνήθιστο σ'εμένα, δε μου ερχόταν άξαφνα για να δώσει τη λύση.

Είχα πιει το περασμένο βράδυ άφθονη ποσότητα από ένα γευστικότατο κρασί που το έλεγαν γλιμιγρίμ (οι Μπλεφουσκουανοί το ονομάζουν φλουνέκ, μα το δικό μας θεωρείται καλύτερο), πάρα πολύ διουρητικό. Η καλή τύχη το 'φερε να μην έχω ανακουφιστεί ούτε μία φορά από το προηγούμενο βράδυ. Η θερμότητα που μου δημιουργούσαν οι φλόγες και ο μόχθος που κατέβαλλα για να τις σβήσω έκαναν το κρασί μέσα μου ν'αρχίσει ν'αναζητά διέξοδο με την ούρηση, πράγμα το οποίο έκανα εξακοντίζοντας μια τέτοια ποσότητα και κατευθύνοντας τα ούρα με τόση ευθυβολία, ώστε μέσα σε τρία λεπτά είχε σβήσει εντελώς η φωτιά· κι έτσι σώθηκε απ'τον αφανισμό το υπόλοιπο κομψοτέχνημα, που είχε πάρει τόσα χρόνια και τόσα έξοδα για ν'ανεγερθεί.

Είχε πια ξημερώσει. Γύρισα στο σπίτι μου χωρίς να περιμένω τα συγχαρητήρια του αυτοκράτορα, επειδή, μολονότι είχα προσφέρει μια πολυτιμότατη υπηρεσία, δεν ήμουν σίγουρος αν ο μεγαλειότατος δε θα κατακεραύνωνε τον τρόπο με τον οποίο την είχα εκτελέσει: γιατί, σύμφωνα με τους θεμελιώδεις νόμους του βασιλείου, απαγορεύεται σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως θέσεως και βαθμού, να ουρεί στην περιοχή του παλατιού.»



Τζόναθαν Σουίφτ, “Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ” [“Gulliver's Travels”, 1726]. Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης.



Η μέρα που το έσκασε η Μύτη σου




Η Μύτη του Νικολάι Γκόγκολ, σε αγγλική έκδοση / Nikolai Gogol, The Nose




Πόσα πράγματα θεωρούμε δεδομένα μέχρι να τα χάσουμε. «Αχ, και να ήξερα!», λέμε όλοι εκ των υστέρων. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα πρωινό να ξυπνήσετε και να συνειδητοποιήσετε πως έχετε χάσει τη... μύτη σας. Δεν εννοώ να έχετε χτυπήσει ή κάτι τέτοιο – απλά να διαπιστώσετε πως η μύτη σας έχει εξαφανιστεί. Ακόμα χειρότερα, σκεφτείτε να βγείτε στο δρόμο έξω και να δείτε τη μύτη σας να... κυκλοφορεί αμέριμνη, φορώντας «χρυσοκεντημένη στολή, παντελόνι από βελούδινο δέρμα», ενώ «από τα φτερά στο καπέλο μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι είχε το βαθμό του δημοσίου υπαλλήλου 5ης τάξης».

Ο λόγος για το γραπτό πόνημα του Νικολάϊ Γκόγκολ με τίτλο “Η Μύτη”! Δημοσιευμένο το 1836, ανήκει σίγουρα στα πιο σουρεαλιστικά διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ – και φανερώνει πως οι Ρώσοι συγγραφείς δεν είχαν μόνο εξαιρετικές ικανότητες μυθιστορηματικής και ψυχολογικής εμβάθυνσης, μα αν ήθελαν μπορούσαν να αφηγηθούν και ιστορίες που θα ζήλευαν ως και οι Monty Python – ή ο Κάφκα, αν έγραφε με περισσότερο χιουμοριστική διάθεση.

Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο. Ο άτυχος ήρωάς μας διαπιστώνει πως η χαμένη, πλην καλοντυμένη Μύτη του, έχει εισέλθει σε μια εκκλησία! Την ακολουθεί λοιπόν και…




«Η μύτη είχε κρύψει τελείως το πρόσωπό της, πίσω από το μεγάλο, σκληρό κολάρο, και προσευχόταν με μιαν έκφραση υπέρτατης ευλάβειας. [...]

«Αξιότιμε κύριε...», είπε ο Κοβαλιόφ, προσπαθώντας μέσα του να πάρει θάρρος. «Αξιότιμε κύριε...»

«Τι επιθυμείτε;», απάντησε η μύτη, γυρίζοντας.

«Είμαι έκπληκτος, αξιότιμε κύριε... Μου φαίνεται ότι έπρεπε να ξέρετε τη θέση σας. Και ξαφνικά σας βρίσκω, και μάλιστα που; Στην εκκλησία.»

«Συγχωρήστε με, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο πράγμα μιλάτε... Εξηγηθείτε».

“Πως να του το εξηγήσω;”, σκέφτηκε ο Κοβολιόφ και αποτολμώντας, άρχισε:

«Φυσικά εγώ... εξάλλου, εγώ είμαι ταγματάρχης. Συμφωνείτε ότι το να περπατάω χωρίς μύτη είναι απρεπές. Κάποια μανάβισσα, που πουλάει καθαρισμένα πορτοκάλια στη γέφυρα Βοσκρεσένσκι, μπορεί να μην έχει μύτη... και επιπλέον, καθώς είμαι γνωστός σε πολλά σπίτια με κυρίες: την Τσεχταριόβα, τη σύζυγο του δημοσίου υπαλλήλου 5ης τάξης, και με άλλες... κρίνετε μόνος σας... Συγχωρήστε με... αλλά αν το δει κανείς σύμφωνα με τους κανόνες του χρέους και της τιμής, μόνος σας μπορείτε να καταλάβετε ότι...»

«Δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα», απάντησε η μύτη. «Εξηγηθείτε πιο καθαρά».

«Αξιότιμε κύριε...», είπε ο Κοβαλιόφ με αξιοπρέπεια. «Όλη η υπόθεση μου φαίνεται πραγματικά προφανής... ή επιθυμείτε... μα είσαστε η μύτη μου!»

Η μύτη κοίταξε τον ταγματάρχη και συνοφρυώθηκε λίγο.

«Κάνετε λάθος, αξιότιμε κύριε. Είμαι αυθύπαρκτος. Εξ’άλλου μεταξύ μας δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν κανενός είδους στενές σχέσεις. Κρίνοντας από τα κουμπιά του υπηρεσιακού σας φράκου, θα πρέπει να εργάζεστε σε κάποιον άλλο τομέα».

Λέγοντας αυτό, η μύτη γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε να προσεύχεται.»



Νικολάι Γκόγκολ, “Η Μύτη” [Nikolai Gogol, “Нос Nos” / “The Nose”, 1836]. Μετάφραση: Παναγιώτης Λουτας.



Η Σημασία να είσαι σοβαρός. Αποσπάσματα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ




Φωτογραφία του Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ καπνίζει / Oscar Wilde smoking





«Δεν βλέπω τίποτα ρομαντικό σε μια πρόταση γάμου. Ρομαντικό είναι να είσαι ερωτευμένος. Αλλά, όταν κάνεις πρόταση γάμου δεν είναι καθόλου ρομαντικό – είναι πεζό. Και το χειρότερο; Κινδυνεύεις να σου πει Ναι – γιατί σχεδόν πάντα όλες δέχονται. Και από κει και πέρα, τέρμα η συγκίνηση. Η πεμπτουσία του ρομαντισμού είναι η αβεβαιότητα.»



*** 




«Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς το ημερολόγιό μου. Στο τρένο πρέπει να έχεις πάντα κάτι συνταρακτικό για να διαβάζεις.»



***




«Οι γυναίκες λατρεύονται μεταξύ τους, αφού πρώτα έχουν πει τέρατα η μία την άλλη.»




***



«Δεν το καταλαβαίνεις; Στον έγγαμο βίο, τρεις είναι συντροφιά, δύο είναι μοναξιά».




***




«ΤΖΑΚ: Έλεος, μην κάνεις τον κυνικό – είναι πολύ εύκολο να είσαι κυνικός.

ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Όχι, φίλε μου, στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να είσαι οτιδήποτε. Υπάρχει τρομερός ανταγωνισμός.»




***



«ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Όλες οι γυναίκες γίνονται σαν τις μανάδες τους, κι αυτή είναι η τραγωδία τους. Ενώ κανένας άντρας δεν γίνεται σαν τη μάνα του, κι αυτή είναι η δική του τραγωδία.

ΤΖΑΚ: Αυτό τώρα είν'εξυπνάδα;

ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Είναι φράση σωστά διατυπωμένη. Και τόσο αληθινή όσο κάθε άλλη παρατήρηση για την πολιτισμένη ζωή μας.

ΤΖΑΚ: Σιχαίνομαι θανάσιμα την εξυπνάδα. Σήμερα όλοι είναι έξυπνοι. Όπου και να πας συναντάς έξυπνους ανθρώπους. Το πράγμα έχει καταντήσει δημόσιος κίνδυνος! Ελπίζω και εύχομαι να έχουν μείνει ακόμα μερικοί ηλίθιοι.

ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Έχουν μείνει.

ΤΖΑΚ: Θέλω πολύ να τους γνωρίσω. Και τι συζητάνε;

ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Οι ηλίθιοι; Μα, φυσικά, για τους έξυπνους.

ΤΖΑΚ: Τι ηλίθιοι!»



Όσκαρ Γουάιλντ, αποσπάσματα από το θεατρικό έργο “Η Σημασία να Είσαι Σοβαρός” [Oscar Wilde, "The Importance of Being Earnest", 1895]. Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές.



Η Πρώτη Πατάτα




Μαρκ Τουέην, το Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας σε αγγλική έκδοση / Diaries of Adam and Eve by Mark Twain




«Η Εύα κατηγορεί εμένα ότι είμαι η αιτία της καταστροφής μας!» είπε ο Αδάμ. «Λέει, με φανερή ειλικρίνεια κι εντιμότητα, ότι ο Όφις τη διαβεβαίωσε ότι ο απαγορευμένος καρπός δεν ήταν μήλο, αλλά πατάτα. Εγώ τότε είπα ότι ήμουν αθώος, καθώς δεν είχα φάει καθόλου πατάτες. Είπε ότι ο Όφις την πληροφόρησε ότι “πατάτες” ήταν μεταφορικός όρος, και σήμαινε εν προκείμενο το παλιό ή άνοστο αστείο.

Χλόμιασα• έλεγα πολλά αστεία για να περάσω την ώρα μου, και μερικά από αυτά θα μπορούσαν να είναι τέτοιου είδους, αν και, ειλικρινά, όταν τα έλεγα, υπέθετα ότι ήταν πρωτότυπα. Με ρώτησε αν είχα πει κάποιο αστείο την ώρα ακριβώς της καταστροφής. Ήμουν υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι είχα πει ένα τέτοιο αστείο στον εαυτό μου, αν και όχι φωναχτά. Το εξής:

Σκεφτόμουν τους Καταρράκτες και είπα μέσα μου: “Πόσο όμορφα είναι να βλέπεις αυτό τον τεράστιο όγκο νερού να κατρακυλάει εκεί κάτω!” και αμέσως, μια λαμπρή ιδέα άστραψε στο μυαλό μου, και την άφησα να βγει, λέγοντας: “Θα ήταν ακόμα πιο όμορφα να το βλέπεις να κατρακυλά προς τα πάνω!” – κι ετοιμαζόμουν να σκάσω στα γέλια όταν ο πόλεμος και ο θάνατος ξέσπασαν σε όλη την πλάση κι εγώ έπρεπε να το βάλω στα πόδια για να σώσω τη ζωή μου.

«Ορίστε» είπε θριαμβευτικά η Εύα «αυτό ακριβώς είναι. Ο Όφις μου ανέφερε αυτό ακριβώς το αστείο, και το ονόμασε Η Πρώτη Πατάτα, και είπε ότι ήταν τόσο παλιό όσο και η δημιουργία».

«Αλίμονο, είμαι αξιοκατάκριτος. Μακάρι να μην ήμουν τόσο πνευματώδης. Ω, ας μην είχα κάνει ποτέ αυτή τη λαμπρή σκέψη!»



Μαρκ Τουέην, “Το Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας” [Mark Twain, “The Diary of Adam and Eve”,1905]. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Δημητριάδη.



Χορεύοντας με οτιδήποτε




Ο Τομ Ρόμπινς πίσω από τη μάσκα του Πάνα / Tom Robbins behind Pan's mask




«Μετά το φαγητό, που το έφαγαν σιωπηλοί, πάνω σε έναν τραχύ ξύλινο πάγκο, ο Τσινκ πήγε μέσα στη σπηλιά και ξαναγύρισε μ ένα μικροσκοπικό πλαστικό τραντζίστορ, με πράσινες ρίγες στο χρώμα της μέντας. Το άνοιξε κι αμέσως τα ακουστικά τους νεύρα ερεθίστηκαν από την «Πόλκα της Χαρούμενης Ώρας». Κρατώντας ακόμα το ραδιόφωνο στο ένα του χέρι, ο Τσινκ πήδηξε μέσα στον κύκλο της φωτιάς κι άρχισε να χορεύει.

Σε όλα της τα ταξίδια, η Σίσσυ δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Ο γεροπαράξενος χόρευε στις μύτες και τις φτέρνες, λικνιζόταν και χοροπηδούσε. Τίναζε το κορμί του, τα κόκαλά του, τη γενειάδα του. «Γιπ! Γιπ!» έσκουζε με τυρολέζικες ιαχές «Χα χα χο χο και χι χι». Με τα χέρια ν’ ανεμίζουν και τα πόδια του να κάνουν στράκες, χόρεψε δύο ακόμα πόλκες και θα χόρευε και μια τέταρτη, αλλά η μουσική σταμάτησε για το δελτίο ειδήσεων. Η διεθνής κατάσταση ήταν απελπιστική, όπως συνήθως.

«Προσωπικά, προτιμάω τον Στήβι Γουόντερ», ομολόγησε ο Τσινκ, «αλλά διάβολε, τι πειράζει; Αυτές οι καουμπόισσες γκρινιάζουν συνέχεια επειδή ο μοναδικός ραδιοφωνικός σταθμός της περιοχής παίζει μονάχα πόλκες, αλλά εγώ σου λέω ότι μπορείς να χορέψεις με ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ, αν έχεις πραγματική όρεξη για χορό».

Και για να το αποδείξει, σηκώθηκε και χόρεψε με τις ειδήσεις.»



Τομ Ρόμπινς, “Ακόμα και οι Καουμπόισσες Μελαγχολούν” [Tom Robbins, “Even Cowgirls Get the Blues”, 1976]. Μετάφραση: Γιάννης Κωστόπουλος, Γιώργος Μπαρουξής.


Η Γη είναι Ζυγός




Νιλ Γκέιμαν και Τέρι Πράτσετ, εικονογράφηση για το βιβλίο Καλοί Οιωνοί / Neil Gaiman and Terry Pratchett drawing




«Σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες για τη δημιουργία του Σύμπαντος, αν τελικά όντως δημιουργήθηκε και δεν είχε απλώς μια ανεπίσημη, ας πούμε, έναρξη, αυτό συνέβη πριν από δέκα με είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια. Με βάση τις ίδιες πηγές, η ηλικία της Γης είναι περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια.

Αυτά τα νούμερα είναι ανακριβή.

Οι εβραίοι λόγιοι του Μεσαίωνα τοποθέτησαν τη Δημιουργία στο 3760 π.Χ., ενώ οι χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι νωρίτερα, στο 5508 π.Χ.

Αυτές οι προσεγγίσεις είναι επίσης ανακριβείς.

Το 1654 ο αρχιεπίσκοπος Τζειμς Άσερ (1580–1656) δημοσίευσε το έργο Annales Veteris et Novi Testamenti, όπου υποστηρίζει πως ο Ουρανός και η Γη δημιουργήθηκαν το 4004 π.Χ. Ένας από τους βοηθούς του, μάλιστα, προχώρησε ακόμα παραπέρα τους υπολογισμούς του και έφτασε στο πανηγυρικό συμπέρασμα ότι η Γη δημιουργήθηκε την Κυριακή, 21 Οκτωβρίου του 4004 π.Χ., στις 9.00 π.μ. ακριβώς, γιατί του Θεού του άρεσε να ξεμπερδεύει νωρίς με τις δουλειές Του, όσο ένιωθε ακόμα φρέσκος.

Κι αυτό ανακριβές είναι. Για ένα τέταρτο της ώρας περίπου.

Όλη αυτή η ιστορία με τους δεινόσαυρους και τους απολιθωμένους σκελετούς τους είναι μια φάρσα που οι παλαιοντολόγοι δεν την έχουν πάρει χαμπάρι ακόμα.

Αυτό αποδεικνύει δύο πράγματα:

Πρώτον, ότι μυστήριοι αι βουλαί του Κυρίου, για να μην πούμε αλλοπρόσαλλοι. Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με το σύμπαν· παίζει ένα άδηλο παιχνίδι δικής Του επινόησης που, απ'τη μεριά κάποιου από τους άλλους παίκτες, θα μπορούσε να συγκριθεί με το να παίζεις μια περίπλοκη και δυσνόητη εκδοχή πόκερ σ'ένα κατασκότεινο δωμάτιο, με κενά φύλλα, άπειρο ποντάρισμα κι έναν ντίλερ που δεν σου λέει τους κανόνες και χαμογελάει συνεχώς.

Δεύτερον, ότι η Γη είναι Ζυγός.

Η αστρολογική πρόβλεψη για τους Ζυγούς στη στήλη «Τα Άστρα Σήμερα» στον “Διαφημιστή” του Τάντφιλντ, την ημέρα που αρχίζει η ιστορία μας, αναφέρει:

“ΖΥΓΟΣ. 24 Σεπτεμβρίου–23 Οκτωβρίου. Νιώθετε κάπως πεσμένοι και εγκλωβισμένοι στην καθημερινή σας ρουτίνα. Χρονοτριβείτε με οικιακά και οικογενειακά ζητήματα που υπερτονίζονται και διογκώνονται. Αποφύγετε περιττά ρίσκα. Ένας φίλος θα αποδειχθεί σημαντικός για σας. Αναβάλετε σπουδαίες αποφάσεις μέχρι να καθαρίσει το πεδίο μπροστά σας. Ίσως σήμερα σας προκύψει κάποια στομαχική διαταραχή, γι'αυτό καλύτερα να αποφύγετε τις σαλάτες. Η βοήθεια μπορεί να έρθει από κάπου που δεν το περιμένετε.”

Όλα αυτά ανταποκρίνονταν απόλυτα στην πραγματικότητα, εκτός από το σημείο με τις σαλάτες.»



Νιλ Γκέιμαν και Τέρι Πράτσετ, “Καλοί Οιωνοί” [Neil Gaiman & Terry Pratchett,

“Good Omens: The Nice and Accurate Prophecies of Agnes Nutter, Witch”, 1990]. Μετάφραση: Θάνος Καραγιαννόπουλος.



Ο Θεός και το γέλιο



Φωτογραφία του Χένρι Μίλερ / Henry Miller




«Όταν ο κωμικός αρχίζει να μας συγκινεί, αυτός ο άνθρωπος, που τ'όνομά του θα μπορούσε να 'ναι Θεός, εάν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει ένα όνομα, παίρνει το λόγο. Όταν ολόκληρη η ανθρώπινη ράτσα ξεκαρδίζεται στα γέλια, τότε όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται στο σωστό το δρόμο. Εκείνη τη στιγμή καθένας τους μπορεί να 'ναι Θεός ή οτιδήποτε άλλο. Εκείνη τη στιγμή η διπλή, τριπλή, τετραπλή, πολλαπλή συνείδηση, που κάνει τα σκοτεινά σημεία να κουλουριάζονται σε νεκρά σχήματα στην κορυφή του κρανίου, εκμηδενίζεται. Εκείνη τη στιγμή μπορείς να αισθανθείς στ’ αλήθεια την τρύπα ν’ ανοίγει στην κορυφή του κεφαλιού. Ξέρεις ότι εκεί κάποτε είχες ένα μάτι, κι ότι αυτό το μάτι ήταν ικανό να συλλάβει ταυτόχρονα τα πάντα. Τώρα το μάτι λείπει, αλλά όταν γελάσεις μέχρι δακρύων, όταν γελάσεις σε σημείο που ν'αρχίσει πονά το στομάχι σου, η τρύπα ανοίγεται και αερίζεται το μυαλό. […]

Όποιος ξέρει την ακριβή σημασία της ελευθερίας, της απόλυτης, όχι της σχετικής, τότε πρέπει να παραδεχτεί πως κάτι τέτοιο αποτελεί την κοντινότερη προσέγγιση προς την απόλυτη ελευθερία που μπορεί να πετύχει. Αν είμαι αντίθετος προς την υπάρχουσα τώρα στον κόσμο κατάσταση, δεν είναι γιατί είμαι ηθικολόγος. Είναι γιατί θέλω να γελώ συχνά. Δεν υποστηρίζω ότι ο Θεός είναι ένα τεράστιο χαμόγελο. Υποστηρίζω πως πρέπει να γελάσεις σκληρά πριν κατορθώσεις να πλησιάσεις το Θεό. Ο μοναδικός σκοπός της ζωής μου είναι να φτάσω κοντά στο Θεό, να φτάσω δηλαδή κοντύτερα στον εαυτό μου.»



Χένρυ Μίλερ , “Τροπικός του Αιγόκερω” [“Tropic of Capricorn”, 1939]. Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»



Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 - Οι στάχτες του πολέμου


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11 – Ποίηση και Τρέλα


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 12 – Ιδού η κοινωνία σου, Αστέ



© Για την ψηφιοποίηση των αποσπασμάτων και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 19.

~

Οι Γερμανοί Ξανάρχονται... Ένα απόσπασμα - και μια υπενθύμιση

$
0
0





[Τόπος: Αυλή στο σπίτι του Θόδωρου. Ο Θόδωρος παρέα με τρεις φίλους του. Μεσημεράκι.]



ΘΟΔΩΡΟΣ: "Να μωρέ παιδιά... Από νωρίς είχα πάει στον κινηματογράφο να δω ένα έργο... Ύστερα, πήγα στην αγορά να ψωνίσω κάτι. Καθώς γύριζα, επεσα μεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Πώς τη σκαπουλάρησα βρε παιδιά, ένας Θεός το ξέρει."

ΦΙΛΟΣ 1 [δεξιών πεποιθήσεων]: "Τίποτα αναρχικοί θα ήταν."

ΦΙΛΟΣ 2 [αριστερών πεποιθήσεων]: "Φασίστες ήτανε."

ΦΙΛΟΣ 3: "Δηλαδή, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, πιθανότατα ήσαν αναρχικοί. Δεν αποκλείεται όμως να ήσαν και φασίσται."

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Μωρέ τι αναρχικοί και φασίστες και κολοκύθια μου λες εμένα. Αλήτες ήτανε. Τραμπούκοι ήτανε. Επαγγελματίες της κουκούλας ήτανε. Αχ μωρέ, να με κάνανε κράτος για 5 ημέρες..."

ΦΙΛΟΣ 3: "Δηλαδή, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το ζήτημα δεν είναι ελληνικόν, κύριοι. Εδώ υπάρχουν δύο μεγάλα μπλόκα: Το δυτικόν και το ανατολικόν."

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Γιατί ρε να υπάρχουνε δύο; Ε; Όταν τους είχε καθίσει ο Χίτλερ στον σβέρκο, γιατί ήταν όλοι ένα; Και ζήτω η ένδοξη Ρωσία, οι Εγγλέζοι. Και ζήτω η Μεγάλη Βρετανία, οι Ρώσοι. Και βροχή τα δώρα. Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε παιδιά, σας το λέω σοβαρά, πολύ σοβαρά, μα τον σταυρό. Έρχονται στιγμές που λαχταράω - νοσταλγώ την Κατοχή."

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: "Τι;"

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Νοσταλγώ την Κατοχή. Μάλιστα. Καρπαζιά. Κλωτσιά. Σκοτάδι. Φυλακή. Αβιταμίνωση. Εκτέλεση. Αλλά... και ελπίδα. Άντε ρε παιδιά, κουράγιο μαζί, άντε σήμερα φεύγουνε, άντε αύριο φεύγουνε... Ήτανε κάτι τι. Ήμασταν στο σκοτάδι και περιμέναμε το φως. Τώρα είμαστε στο φως και μας τρώει το σκοτάδι. Τι πράγμα είναι τούτο; Έλα Χριστέ μου..." [κάνει τον σταυρό του και απομακρύνεται]








ΦΙΛΟΣ 3: "Και όμως το ζήτημα είναι σαφές, κύριοι. Εδώ υπάρχουν δύο μεγάλα μπλόκα. Το δυτικόν και το..."

ΘΟΔΩΡΟΣ [τον διακόπτει, σκύβει κάτω και μαζεύει ένα κομμάτι ψωμί]: "Τι είναι αυτό εδώ; Ποιος πετάει τα ψωμιά χάμω; Ρε μην πετάτε τα ψωμιά χάμω, μην πετάτε τα ψωμιά χάμω, αυτό μας έλειπε τώρα. [φωνάζει το σκυλί του] Φλοξ, Φλοξ... Nα, Φλοξ, ψωμάκι βρε." [ αφήνει στον Φλοξ το κομμάτι με το ψωμί - ο Φλοξ το μυρίζει, μα δεν το τρώει]

ΦΙΛΟΣ 3: "Άσε, κύριε Θόδωρε. Δεν το τρώει."

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Δεν το τρώει;"

ΦΙΛΟΣ 3: "Όχι. Μόνο κόκαλα τρώει."

ΘΟΔΩΡΟΣ [με εντυπωσιασμένο ύφος]: "Μπράβο, Φλοξ... Μπράβο... Καλομαθημένοι είμαστε βλέπω. Τι να σε κάνω, φουκαρά μου, επρεπε να σε είχα στην Κατοχή, να σε έκανα γιουβετσάδα, θα σου 'λεγα εγώ. Χε, χε, χε." [γελάνε]

[Από το παράθυρο ξεπροβάλλει η γυναίκα του ΦΙΛΟΥ 1]

ΓΥΝΑΙΚΑ: "Λευτέρη!"

ΦΙΛΟΣ 1: "Τι τρέχει;"

ΓΥΝΑΙΚΑ: "Για τρέξε να φέρεις καμία ντομάτα. Θα μείνουμε νηστικοί. Γιατί τα παϊδάκια που μου 'φερες μου φαίνονται λίγο σκληρά."

ΦΙΛΟΣ 1: "Καλά, θα πάω."

ΘΟΔΩΡΟΣ: "... Δεν είμαστε καλά, δεν πάμε καλά..."

ΦΙΛΟΣ 2: "Δηλαδή;"

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Τι δηλαδή; Βρε είμαστε ασεβείς, βρε... Ξεχάσαμε την ψωμόλυσσα μας έδερνε στην Κατοχή; Ξεχάσαμε το κουκουτσάλευρο και το σκουπιδόψωμο που ήταν κίτρινο; Ορίστε. Της κυράς δεν της αρέσουν τα παιδάκια γιατί είναι σκληρά και της κόρης μου της κακοφανήκαν τα σαφρίδια... Και έχεις και τον Φλοξ να μην τρώει το ψωμί - που το στερηθήκαμε εμείς οι άνθρωποι τόσα χρόνια. [ο Φλοξ διαμαρτύρεται]. Βρε ουστ. Κοπρόσκυλο. Άσε τώρα και το άλλο..."

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: "Το ποιο;"

ΘΟΔΩΡΟΣ: "Που κουμπουριαζόμαστε και σφαζόμαστε μεταξύ μας. Έφυγε ο ένας ο βραχνάς από πάνω μας και εμείς πάμε σώνει και καλά να βάλουμε καινούργιον. Αλλά το νου σας βρε... Το νου σας βρε γιατί ο Θεός τιμωρεί τους ασεβείς. Φωτιά θα ρίξει να μας κάψει, στη μέση θα ανοίξει τη γη να μας καταπιεί. Τον Χίτλερ βρε, τον Χίτλερ να τον αναστήσει, να μας τον ξαναστείλει - για να δούμε τι είχαμε και τι χάσαμε. Μάλιστα, μάλιστα ναι."



*** 



Ήταν ένα γραπτό απόσπασμα από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Οι Γερμανοί Ξανάρχονται". Παραγωγής, 1948 - και ενώ ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Τι νόημα και ποια αξία να έχουν, άραγε, τα λόγια αυτά για εμάς σήμερα - στην εποχή μας;




À bout de souffle... Ή όλα ή τίποτα.

$
0
0


Ένα αφιέρωμα στην ταινία Με Κομμένη την Ανάσα του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και το Νέο Κύμα, από το φονικό κουνέλι



Ένα αφιέρωμα στην ταινία "Με Κομμένη την Ανάσα"του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ



[Τόπος: μικροσκοπικό δωμάτιο στο διαμέρισμα της Πατρίσια. Ο Μισέλ και η Πατρίσια στο κρεβάτι]


ΜΙΣΕΛ: “Θα άφηνες κάποιον άλλο άντρα να σε χαϊδέψει;” [τη χαϊδεύει απαλά]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ξέρεις... είπες πριν ότι φοβάμαι. Αλήθεια είναι - φοβάμαι. Επειδή θέλω να με αγαπάς. Μα, την ίδια στιγμή, θέλω να πάψεις να με αγαπάς. Είμαι πολύ ανεξάρτητη, ξέρεις.”

[ο Μισέλ απλώνει το χέρι του γύρω της και την αγκαλιάζει]

ΜΙΣΕΛ: “Σε αγαπάω, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζεις.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Πώς, τότε;”

ΜΙΣΕΛ: “Όχι με τον τρόπο που νομίζεις.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Μα δεν ξέρεις τι νομίζω. Δεν γνωρίζεις.”

ΜΙΣΕΛ: “Ασφαλώς και γνωρίζω.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι, δεν γνωρίζεις. Θέλω να ξέρω τι κρύβεται πίσω από το πρόσωπό σου. Το κοιτάζω εδώ και 10 λεπτά, και ακόμα δεν ξέρω τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν είμαι θλιμμένη, αλλά φοβάμαι.”

[ο Μισέλ παίρνει μία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και της χαϊδεύει τα μαλλιά]

ΜΙΣΕΛ: “Γλυκιά, ευγενική Πατρίσια.” [η Πατρίσια κάνει πέρα απότομα]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι.”

ΜΙΣΕΛ: “Τότε μοχθηρή, ανόητη, άκαρδη, δειλή, τρισάθλια, ελεεινή...” [η Πατρίσια χαμογελάει και ανάβει τσιγάρο]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ναι, ναι.”

ΜΙΣΕΛ: “Δεν ξέρεις καν ούτε πώς να βάζεις το κραγιόν σου. Τώρα είσαι αποκρουστική.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Πες ό,τι θες, δεν με νοιάζει. Θα τα βάλω όλα στο βιβλίο μου.”

ΜΙΣΕΛ: “Ποιο βιβλίο?”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γράφω ένα μυθιστόρημα.”

ΜΙΣΕΛ: “Εσύ;”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γιατί όχι; Τι κάνεις εκεί;” [ο Μισέλ πάει να της βγάλει την μπλούζα]

ΜΙΣΕΛ: “Σου βγάζω την μπλούζα.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι τώρα, Μισέλ.” [τον αποτρέπει]

ΜΙΣΕΛ: “Πω πω, τι μπελάς που είσαι. Τι είναι όλα αυτά;”

[η Πατρίσια πιάνει ένα βιβλίο στα χέρια της]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γνωρίζεις τον William Faulkner;”

ΜΙΣΕΛ: “Όχι, ποιος είναι; Κάποιος που κοιμήθηκες μαζί του;” [τη χαϊδεύει]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι, γλυκέ μου...”

ΜΙΣΕΛ: “Τότε μπορεί να πάει στο διάολο! Βγάλε τη μπλούζα σου.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχεις διαβάσει το "The Wild Palms";”

ΜΙΣΕΛ: “Είπα όχι. Βγάλε τη μπλούζα σου.” [η Πατρίσια συνεχίζει να τον αποφεύγει]

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Άκου η τελευταία πρόταση είναι πολύ όμορφη: “between grief and nothing, i will take grief”... Μεταξύ της θλίψης και του τίποτα, διαλέγω τη θλίψη.” [γυρίζει προς το μέρος του Μισέλ και τον κοιτάζει] “Εσύ ποιο θα διάλεγες;”

ΜΙΣΕΛ: “Άσε με να δω τα δάχτυλά του ποδιού σου.” [η Πατρίσια γελάει] “Τα δάχτυλα είναι σημαντικά σε μία γυναίκα, μη γελάς.”

ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ποιο θα διάλεγες;”

ΜΙΣΕΛ: “Η θλίψη είναι ανόητη. Διαλέγω το τίποτα. Δεν είναι καλύτερο... αλλά η θλίψη είναι ένας συμβιβασμός. Και εγώ τα θέλω ή όλα... ή τίποτα.”




Οι πρωταγωνιστές του À bout de souffle του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ




*** 



Ελάχιστες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου μπορούν να καυχώνται για το ακόλουθο: ανακάλυψαν την απόκρυφη πηγή της νιότης και ήπιαν απ’ το διάφανο νερό της. Ήπιαν τόσο, που μοιάζουν το ίδιο νέες ακόμα και δεκαετίες μετά το γύρισμά τους. Και θα συνεχίσουν να δείχνουν εξίσου νέες – όσα χρόνια και αν περάσουν.

Ποιο είναι το μαγικό συστατικό τους; Μήπως η ηλικία των πρωταγωνιστών; Ή το γεγονός πως οι δημιουργοί του περιβόητου “Nouvelle Vague” – του κινηματογραφικού Νέου Κύματος – υπήρξαν εξίσου νέοι τον καιρό που γύριζαν τα συγκεκριμένα έργα; Όχι, αγαπητοί – αν και σίγουρα έπαιξαν κι αυτά τον ρόλο τους. Μα κι άλλες ταινίες είχαν (και έχουν) νεαρούς πρωταγωνιστές – δίχως όμως το ίδιο αποτέλεσμα.

Όχι, δεν είναι οι ηλικίες. Εκείνο που αποτυπώνει στα πρωτοπόρα έργα του Νέου Κύματος το αειθαλές τους ύφος είναι το στυλ: είτε μιλάμε για τους διαλόγους, είτε για τις σκηνοθετικές τεχνικές, είτε για τις εκφράσεις των πρωταγωνιστών, είτε για εκείνη τη διάθεση να πετάξουν κάθε κινηματογραφική σύμβαση στα σκουπίδια – τα πάντα σε αυτές τις ταινίες ξεχειλίζουν από μια αδιάκοπα cool και ταυτόχρονα, βαθιά ανατρεπτική διάθεση. Επρόκειτο για ένα φύσημα φρέσκου ανέμου στον κινηματογράφο, προορισμένο να απομακρύνει τους σωρούς της σκόνης – και όλα τα συσσωρευμένα εμπορικά κλισέ της.

Και το «Με Κομμένη την Ανάσα» [“A Bout de Souffle”], σε σκηνοθεσία Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και σενάριο Φρανσουά Τρυφώ… είναι ίσως η πιο cool και στυλάτη ταινία όλων. Παρατηρείς εκείνη την έκφραση του Ζαν Πολ Μπελμοντό, ενώ προσπαθεί να μιμηθεί το ίνδαλμά του, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, και σκέφτεσαι… cool. Βλέπεις τη μυστήρια, ακροβατούσα μεταξύ εύθραυστου και υποχθόνιου, στάση της Τζιν Σίμπεργκ, και σκέφτεσαι… cool. Αφήνεις να σε απορροφήσουν οι διάλογοι των χαρακτήρων, ρεαλιστικοί σαν καθρέφτες και παιχνιδιάρικοι σαν τρενάκι σε λούνα παρκ και σκέφτεσαι… cool. Παρασύρεσαι από τις τζαζ μελωδίες που περιβάλλουν τα ηχοτρόπια του φιλμ και σκέφτεσαι… cool. Διαπιστώνεις πως ο σκηνοθέτης δεν σκηνοθετεί απλά ένα έργο… μα παίζει με την κάμερα και τις τεχνικές του μοντάζ, παίζει σαν ένα μικρό παιδί που ανακαλύπτει εκ νέου τους κανόνες του κινηματογράφου – ε, και αναφωνείς: αυτό είναι ωραίο.




Ζαν Πολ Μπελμοντό και Τζιν Σίμπεργκ στους δρόμους του Παρισιού, από το Breathless του Godard
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και οι πρωταγωνιστές του στα γυρίσματα του Με Κομμένη την Ανάσα
À bout de souffle, aka Breathless... Jean paul belmondo and Jean seberg
Godard filming Breathless, era of the Nouvelle Vague




Αυτό είναι στην πραγματικότητα το “A Bout de Souffle”… ένα πείραμα. Αυτό υπήρξε το «Νέο Κύμα» στα πρώτα χρόνια του. Μια νέα μέθοδος, διατεθειμένη να κρατήσει από την ιστορία του κινηματογράφου μόνο εκείνα που αγάπησε βαθιά και την ενέπνευσαν (όπως κάποια έργα του αμερικανικού φιλμ νουάρ, για παράδειγμα, και τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ) – και να απομακρύνει όλα τα υπόλοιπα. Οι πρωτοπόροι του Νουβέλ Βαγκ – ο Γκοντάρ, ο Τρυφώ, ο Αλέν Ρενέ – ενδιαφέρονταν για τους «κανόνες» μόνο όσο εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους. Όσα δεν εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό ήταν πια αχρείαστα. Και ο σκοπός αυτών των σκηνοθετών ήταν να επαναφέρουν το προσωπικό στίγμα στον κινηματογράφο, το υποκειμενικό βίωμα, τη ματιά του δημιουργού.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το «Με Κομμένη την Ανάσα» σε σημεία μοιάζει σχεδόν με ντοκιμαντέρ. Νιώθεις πως έχει ανοίξει ένα παράθυρο στην προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών του… και τους βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, αληθινούς, με σάρκα και οστά. Τους ακολουθείς ενώ βαδίζουν στο υπέροχο ασπρόμαυρο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 60 και μοιάζεις ο ίδιος με εκείνη την κάμερα που τρέχει ξωπίσω τους, σαν σκυλάκι, χύμα και εκτεθειμένη και δίχως καμία απόπειρα προσομοίωσης του περιβάλλοντος σε κάτι που θα παρέπεμπε σε κινηματογραφικό στούντιο. Και άσε τους περαστικούς να σε κοιτάζουν με απορία – τα απορημένα βλέμματα και οι αμήχανες ματιές τους θα μείνουν κι αυτά στην ιστορία του έργου, αναπόσπαστο μέρος του υποκειμενικού ρεαλισμού του.

Όσο αφορά τους διαλόγους των χαρακτήρων… νομίζω πως το απόσπασμα που επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας, πάνω, είναι απολύτως χαρακτηριστικό. Και, ναι – μοιάζει με μυθιστόρημα. Μα αν το “A Bout de Souffle” ήταν μυθιστόρημα, σίγουρα θα έστεκε πλάι σε έργα όπως του Τζόυς, του Μπέκετ ή του Κέρουακ. Ή ενδεχομένως εκείνο το υπέροχο «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ. Θα ήταν, με άλλα λόγια, ένα από εκείνα τα έργα που άλλαξαν το στυλ και το ύφος της γραπτής αφήγησης κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Πέραν των κινηματογραφικών τεχνικών του – τα περίφημα “jump-cuts” του Γκοντάρ και εκείνη η νατουραλιστική διάθεση – και πέραν του αναμφίβολου στυλ του, το “Breathless” (ας αναφέρω και τον αγγλικό του τίτλο) ξεχωρίζει για την πιστή αποτύπωση των χαρακτήρων μιας νέας εποχής – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ταιριάζει απόλυτα στο λυκαυγές της δεκαετίας του 60. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, πως ελάχιστα φιλμ αποπνέουν τόση «δεκαετία του 60» μέσα τους, όσο το συγκεκριμένο. Και όχι, αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με εκείνο περί «αειθαλούς νεότητας» που έγραψα πριν, αγαπητοί μου. Διότι αν έφερε κάτι καινούργιο η δεκαετία του 60 στον ανθρώπινο πολιτισμό, ήταν ακριβώς εκείνος ο εναγκαλισμός της νεότητας, σε κάθε της διάσταση – φτάνοντας ως τα άκρα του πειραματισμού και την επιθυμία να ανατραπεί κάθε κατεστημένο καθεστώς.

Και αυτό το πνεύμα είναι πάντα διαχρονικό, όσες δεκαετίες και αν περάσουν. Και αν η εποχή μας σε πολλά πράγματα δείχνει «γεροντότερη» συγκριτικά με τη δεκαετία του 60 – αυτό συμβαίνει μάλλον γιατί δεν μελετήσαμε καλά τα μαθήματα που μας άφησε. Και διότι ξεχάσαμε πως το παζλ βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, όχι απλά για να το στήσουμε σύμφωνα με τους κανόνες – μα για να το ανακατέψουμε, να το αναπλάσουμε και να το χτίσουμε πάλι απ’ την αρχή. Ε, και σε αυτά, όλο και κάτι θα μπορούσε να μας διδάξει η δεκαετία του 60 – και πειράματα όπως η Νουβέλ Βαγκ. 



Ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό στο Με Κομμένη την Ανάσα του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ /Jean-Paul Belmondo in Breathless
Ο Τζιν Σίμπεργκ στο Με Κομμένη την Ανάσα / Jean Seberg in Breathless




Κάποιοι υπερβολικά «πολιτικοποιημένοι» κριτικοί των καιρών είχαν επικρίνει τον Γκοντάρ πως οι χαρακτήρες του έργου του χαρακτηρίζονται από «μηδενιστικό» τρόπο σκέψης. Εκείνο το «δεν ξέρω» της γλυκιάς, μα επικίνδυνης Πατρίσια (μια φιγούρα που σίγουρα αποτίνει φόρο τιμής στην πεμπτουσία του φιλμ νουάρ και των femme fatale του), αυτή η αδιάκοπη αίσθηση μετέωρου που αποπνέει το ζευγάρι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η άνετη μα ταυτόχρονα αδιάφορη μορφή του Μισέλ… όλα μοιάζουν να επιδοκιμάζουν μια αισθητική που αδιαφορεί για κάθε μορφή ιδεαλισμού και κάθε θετικό στόχο. Μα οι συγκεκριμένοι κριτικοί προσπέρασαν το γεγονός πως οι ίδιοι χαρακτήρες ακροβατούν στα άκρα της κοινωνικής αποδοχής – και αδιαφορούν για τα κινηματογραφικά και αφηγηματικά ταμπού των καιρών τους. Αμφισβητούν κάθε εξουσία, συζητούν ανοιχτά για το σεξ, κινούνται πέρα από την επικρατούσα ηθική – και προβληματίζονται.

Σύμφωνοι – δεν έχουν απαντήσεις. Μα κάποιες φορές οι πολλές απαντήσεις (και οι αυθεντίες που τις επικαλούνται) σε κάνουν να νιώθεις μπουχτισμένος. Κάποιες φορές θες απλά να γκρεμίσεις εκείνο που σε καταπιέζει, είτε με τη μορφή μιας θετικής κατεύθυνσης, είτε με τη μορφή μιας εξουσίας – να το γκρεμίσεις και να το οικοδομήσεις ξανά, τούβλο προς τούβλο, απ’ την αρχή.

Σαν παιδί.

Να γιατί βρίσκω πολλά κοινά συνδετικά στοιχεία του Nouvelle Vague όχι μόνο με τα καλλιτεχνικά κινήματα του μοντερνισμού του 20ου αιώνα, μα και με τη μουσική της εποχής – ιδιαίτερα τη τζαζ της δεκαετίας του 50 και του 60 – καθώς και με την επερχόμενη ροκ και πανκ μουσική που έμελλε να χαρακτηρίσει τις επόμενες δεκαετίες. Αν και μάλλον η τζαζ (και ιδιαίτερα η cool jazz και το bebop) συνιστά το τέλειο ηχητικό υπόβαθρο για τα πειράματα του Νέου Κύματος… Παιχνιδιάρικη και ανατρεπτική μεν, δίχως όμως τον βαθύ εγωκεντρισμό και το «φτύνω-στα-μούτρα-σου» στυλ που έμελλε να χαρακτηρίσει την επερχόμενη ροκ αισθητική.

Αυτό είναι λοιπόν το “A Bout de Souffle”! Η ταινία που καθιέρωσε το κινηματογραφικό Νέο Κύμα – ένα κύμα που θα μπορούσε, και σήμερα ακόμα, να ξεπλύνει μεγάλο μέρος της σύγχρονης εμπορικής καλλιτεχνικής ξηρασίας. Ό,τι και να λέμε: όταν ένα έργο αφιερώνει πάνω από το 1/3 της διάρκειάς του στον καθημερινό διάλογο δύο πρωταγωνιστών, που απλά αράζουν σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο – και κατορθώνει να σε απορροφήσει λες και βλέπεις το πιο συναρπαστικό υπερθέαμα… ε, τότε ξέρεις πως τα κομμάτια του παζλ έχουν ανασυσταθεί ξανά απ’ την αρχή.

Και γίνεσαι ξανά παιδί και παίζεις. Και ανασαίνεις βαθιά.

Ναι – ανασαίνεις.


© Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι, μια γλυκιά Κυριακή του Μαΐου του 19.



Με Κομμένη την Ανάσα: το φιλί των πρωταγωνιστών

Game of Thrones. Ένας απολογισμός

$
0
0

Game of Thrones and A Song of Ice and Fire books



Κάτι σαν εισαγωγή




Ε λοιπόν, αυτό το κείμενο παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα: είχα ξεκινήσει να γράφω, χθες το απόγευμα, «λίγα λόγια» για το Game of Thrones και τη συνολική αίσθηση που μου απέφερε η σειρά, τώρα που τελείωσε. Μετά από τρεις σχεδόν ώρες γραψίματος διαπίστωσα πως το «σύντομο» κείμενό μου είχε ξεπεράσει τις 2500 λέξεις… και σκέφτηκα να αναβάλω την ανάρτηση για την επόμενη μέρα. Ξημερώνει, λοιπόν, η σημερινή μέρα, και συνειδητοποιώ πως… δεν είχα καμία απολύτως όρεξη να μοιραστώ το κείμενο! Σκέφτηκα κάτι τέτοιο: “ήδη έχουν ασχοληθεί τόσοι με το Game of Thrones! Έχουν ήδη ειπωθεί τόσα. Γιατί να το κάνω κι εγώ;”

Μα είχα ήδη γράψει ένα μεγάλο κείμενο – κρίμα να το άφηνα έτσι. Έπειτα σκέφτηκα πως ήμουν εκεί και έγραφα για τη συγκεκριμένη σειρά πολύ πριν μετατραπεί σε τέτοιο μαζικό φαινόμενο – ήδη από τον πρώτο κύκλο της, πριν 8 χρόνια. Τον ίδιο καιρό είχα διαβάσει τα βιβλία, μονορούφι, το ένα μετά το άλλο… και έκτοτε περίμενα. Περίμενα να δω ποια θα είναι η κατάληξη – όχι τόσο της τηλεοπτικής σειράς, όσο της ιστορίας που ξεκίνησε, στις αρχές της δεκαετίας του 90, ο George R. R. Martin. Μια ιστορία με αρκετά σκαμπανεβάσματα, η οποία όμως – δικαίως – ανήκει στα σημαντικά έργα της νεότερης λογοτεχνίας του φανταστικού. Μια ιστορία που δεν ολοκληρώθηκε (ακόμη) και παραδόθηκε στους τηλεοπτικούς παραγωγούς, ώστε να τη μεταχειριστούν με τον τρόπο που κρίνουν καλύτερο οι ίδιοι. Επομένως ο παρόντας «απολογισμός» συνιστούσε κι ένα είδος «τελικού συμπεράσματος» όχι μόνο από έναν τηλεθεατή, αλλά και από έναν αναγνώστη των βιβλίων – που προσδοκούσε να τελειώσει η σειρά για να διαπιστώσει αν τελικά είχε κάποιο σφαιρικό θετικό νόημα αυτό που ξεκίνησε να διαβάσει και να βλέπει, πριν αρκετά χρόνια, ή όχι.

Δεν ξεχνώ πως υπήρξε μια εποχή που διάβασα το “A Clash of Kings” και το “A Storm of Swords” και είχα απορροφηθεί πλήρως από τον πλούτο των χαρακτήρων και από το πολυσύνθετο περιεχόμενό τους. Η τηλεοπτική μεταφορά όσο με κέρδισε αρχικά, άλλο τόσο με απογοήτευσε στη συνέχεια – τα τελευταία χρόνια η τηλεοπτική σειρά έμοιαζε να κερδίζει σε δημοτικότητα, όσο έχανε σε ουσία. Μα στην κατάληξη της σειράς είδα ξανά, μετά από καιρό, κάποια ίχνη από τον ίδιο τον συγγραφέα της – και μαζί με αυτά εντόπισα το νόημα που αποζητούσα. Ναι, τώρα μπορούσα να γράψω τον παρόντα «απολογισμό». Ας τον μοιραστώ λοιπόν μαζί σας.



A Song of Ice and Fire. Τα βιβλία και η θέση τους στη λογοτεχνία του φανταστικού




Έκλεισε λοιπόν ο κύκλος της τηλεοπτικής σειράς του Game of Thrones. Μια σειρά που είχε ξεκινήσει κάποτε από ένα βιβλίο και κατέληξε, χρόνο με τον χρόνο, να μετατραπεί, στη διάρκεια των τελευταίων 8 χρόνων, σε mainstream pop φαινόμενο των σύγχρονων καιρών μας. Μα σε αυτόν εδώ τον προσωπικό απολογισμό, επιτρέψτε μου να πάω πέρα από τα εντυπωσιακά νούμερα, πέρα από τα φανταχτερά εφέ, πέρα από τα τηλεοπτικά κλισέ, πέρα από το απαιτητικό fanbase. Και το ερώτημα που θα θέσω είναι το εξής: κατόρθωσε άραγε αυτή η σειρά, καταμεσής του θορύβου και του θεάματος, να αφήσει κάποιο θετικό νόημα όσο αφορά το περιεχόμενό της;

Η απάντησή μου είναι θετική – ναι, για μένα τουλάχιστον το κατόρθωσε. Και αυτό ήταν μια μικρή έκπληξη για μένα. Μα για λόγους που τους εκθέτω αναλυτικά παρακάτω.

Επιθυμώ να επιστρέψω στις ρίζες της σειράς και να τις περιεργαστώ μέσα από τα μάτια κάποιου που, όμοια με τον χαρακτήρα του Σαμ, θεωρεί πως σημαντικότερο όπλο είναι (ή, ενδεχομένως, θα έπρεπε να είναι) η γνώση – και όχι τα όπλα. Αναφέρομαι φυσικά στα βιβλία του George R. R. Martin, στα οποία δόθηκε η ονομασία “A Song of Ice and Fire” – και τα οποία έμελλε να δούμε να ολοκληρώνονται στην οθόνη και όχι στο χαρτί. Θα επιδιώξει άραγε ποτέ ο συγγραφέας να τελειώσει τη σειρά των βιβλίων του; Έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε – πιθανό να του λείπει πια το κίνητρο, έχοντας δει το γραπτό παιδί του να μετατρέπεται σε έναν τηλεοπτικό κολοσσό και έχοντας κερδίσει τόση φήμη και χρήμα στην πορεία. Μα τίποτα δεν αποκλείεται.

Σκοπός του συγγραφέα των βιβλίων, τότε, 25 περίπου χρόνια πριν, δεν ήταν να δημιουργήσει ένα υπερθέαμα για τις μάζες – βρισκόμαστε ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 90: πριν το ίντερνετ, πριν τις τηλεοπτικές υπερπαραγωγές, πριν ακόμα ο ίδιος ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν καταλήξει να μετατραπεί σε μαζικό φαινόμενο. Το “Game of Thrones” γράφτηκε, τον καιρό εκείνο, απευθυνόμενο όχι στα πλήθη, μα στη μερίδα εκείνη των φίλων της λογοτεχνίας του φανταστικού, που γύρευαν κάτι «περισσότερο εναλλακτικό» συγκριτικά με τον κλασικό δρόμο του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».




George R. R. Martin



Και δεν ήταν η μόνη σειρά βιβλίων που επεδίωξε κάτι ανάλογο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 60 ο Michael Moorcock έσπαγε τις παραδοσιακές αντιλήψεις του «καλού» και του «κακού» παραδίδοντάς μας τον χαρακτήρα του Έλρικ, ενώ συγγραφείς όπως οι Stephen Donaldson, Robin Hobb, Tad Williams, Ursula Le Guin (μεταξύ άλλων) έμελλε επίσης, πριν τον Μάρτιν, να καταπιαστούν με διάφορες παραδοσιακές πτυχές της φανταστικής λογοτεχνίας, προσδίδοντάς τους όμως ένα νέο πρόσωπο, περισσότερο «ενήλικο» και «σκοτεινό». Σε αυτά τα βιβλία δεν θα δούμε απλά ιστορίες «φυγής», με γενναίους ήρωες και τρομερά θηρία – μα αναφορές στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και σαφή μηνύματα για τη ανθρώπινη φύση και την πολυδιάστατη πραγματικότητά της. Ως και το «Σιλμαρίλλιον» του ίδιου του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν (που εκδόθηκε μετά το θάνατό του) αποκαλύπτει μια σαφώς σκοτεινότερη και περισσότερο πολύπλοκη πτυχή της μυθοπλασίας του, συγκριτικά με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Με άλλα λόγια, δεν ήταν μόνο ο Μάρτιν – μα με τον Μάρτιν, και φτάνοντας ειδικά στα 90’s και τα 00’s, το φαινόμενο κατέληξε να διαδοθεί σε τέτοιο βαθμό, που έφτασε να θεωρείται πια «δεδομένο» πως αν αφηγηθείς μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε έναν «φανταστικό κόσμο» και απευθύνεται σε ενήλικες, αυτή «πρέπει» να συνοδεύεται από βία, σεξ, γκρίζους χαρακτήρες και κυνική διάθεση. Καλώς ή κακώς. Ποιος ξέρει – πιθανό να αντανακλά την εποχή που ζούμε.

Οι συγκεκριμένοι, βέβαια, συγγραφείς (όμοια με τον Τόλκιν παλαιότερα) δεν ακολουθούσαν κάποια «μόδα» - και γι’ αυτό ξεχώρισαν. Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν γέννημα θρέμμα της εποχής τους (μια εποχή που ακροβατούσε μεταξύ προβληματισμού για τα κοινά και μιας κυνικής διάθεσης απόσυρσης), όπως αντίστοιχα ο Τόλκιν ήταν γέννημα θρέμμα μιας άλλης εποχής: μια εποχή που ίσως εξιδανίκευε και ίσως ονειρευόταν περισσότερο.




Game of Thrones book 1 by George R. R. Martin



Το τηλεοπτικό φαινόμενο του Game of Thrones




Αντίστοιχα, σε τηλεοπτικό επίπεδο, το Game of Thrones δεν έκανε την εμφάνισή του «εκ του μηδενός». Από τη μία, η κινηματογραφική επιτυχία του “Lord of the Rings” είχε καταδείξει πως, για πρώτη φορά, η λογοτεχνία του φανταστικού μπορούσε να μετατραπεί σε ένα εμπορικό υπερθέαμα – ικανό να τρέφει τις μάζες μα, ταυτόχρονα, να διατηρεί την ποιότητά του – προς ικανοποίηση των χιλιάδων βιβλιοφάγων. Από την άλλη, μια χούφτα τηλεοπτικές σειρές, εκεί στα 00’s, έθεσαν νέα standards και παρουσίασαν με έναν «ωμό ρεαλισμό» την κοινωνική πραγματικότητα γύρω τους (κάποιες εκ των οποίων όπως το “Wire” και οι “Sopranos” εξακολουθούν να θεωρούνται κορυφαίες στο είδος), ενώ εντυπωσιακές σειρές ιστορικού περιεχομένου όπως το “Rome” παρέδωσαν, λίγο πολύ, τις τηλεοπτικές βάσεις, πάνω στις οποίες έμελλε να στηριχτεί το Game of Thrones.

Όμοια με τα βιβλία, λοιπόν, το Game of Thrones εμφανίστηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη χρονική στιγμή – για να εξελιχθεί στο φαινόμενο που γνωρίσαμε.

Και ερχόμαστε στο σήμερα. Εκατομμύρια τηλεθεατών συντονίζονται για να δουν το τελευταίο επεισόδιο της σειράς και το διαδίκτυο κατακλύζεται από κριτικές και γνώμες. Η τελευταία σεζόν του Game of Thrones συγκέντρωσε αφενός τα υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης, αφετέρου τις δριμύτερες κριτικές – το σκορ του τελευταίου επεισοδίου στο Imdb είναι πραγματικά κωμικοτραγικό, για να μην αναφέρω εκείνη τη μαζική συγκέντρωση υπογραφών για να… γυριστεί ξανά η τελευταία season (αστεία πράγματα). Κόσμος και κοσμάκης συζητάει για το αν ο Jon έπραξε καλά, αν η μάχη ήταν σκοτεινή ή όχι, αν ο Μάρτιν μας έχει όλους γραμμένους, αν εκείνο το πλαστικό ποτήρι του καφέ (ή το πλαστικό μπουκάλι του νερού) είχαν λόγο ύπαρξης – και πολλά άλλα. Και φυσικά εκείνοι που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τη σειρά έχουν κάθε λόγο να απορούν: «καλά, μας δουλεύετε;»

Όχι, κανείς δεν μας δουλεύει, αγαπητοί. Αυτό σημαίνει να έχει μετατραπεί μια σειρά σε pop φαινόμενο.

Μα πέρα και πίσω από τη δόξα… «υπάρχουν οι ιστορίες». Υπάρχουν τα βιβλία. Και εμείς που είχαμε καταπιαστεί μαζί τους, τον παλιό καιρό, και τα είχαμε αγαπήσει παρά τις αυξομειώσεις της ποιότητάς τους (τα πρώτα βιβλία είναι σαφώς ανώτερα συγκριτικά με τα υπερφίαλα δύο τελευταία), εξακολουθούσαμε να αναζητούμε κάποια χνάρια από την «ιστορία» πέρα και έξω από τη φήμη της οθόνης. Κάποιο νόημα πέρα από την κενή ψυχαγωγία.

Οι πρώτες season του Game of Thrones ακροβατούν πετυχημένα μεταξύ των τηλεοπτικών «εμπορικών» standard και του βιβλιογραφικού υπόβαθρου – το δεύτερο παρέχει τις βάσεις, τους κεντρικούς διαλόγους, τις βασικές εξελίξεις της πλοκής, την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Και ναι – η μεταφορά είναι πετυχημένη, παρά τις όποιες διακυμάνσεις. Δεν συνιστά «καλύτερη σειρά» συγκριτικά με αρκετές άλλες που υπάρχουν – μα είναι σίγουρα αξιόλογη, όχι μόνο σε επίπεδο τηλεοπτικού θεάματος, μα και σε επίπεδο χαρακτήρων, μυθοπλασίας και εξέλιξης.

Κάποια στιγμή όμως το υλικό των βιβλίων τελειώνει – και οι τηλεοπτικοί παραγωγοί πλέον βρίσκονται δίχως επαρκές υλικό στα χέρια τους. Μα εδώ είναι τηλεόραση και δεν ισχύουν οι κανόνες της δημιουργικής γραφής: όταν ξεκινάς μια ιστορία, οφείλεις να την συνεχίσεις μέχρι τελικής πτώσεως, όσο σου αποφέρει κέρδη: αυτό επιτάσσουν οι κανόνες της τηλεόρασης και του χρήματος. Και αν δεν έχουμε ένα γραπτό υπόβαθρο ικανό να στηρίξει την ιστορία μας, δεν πειράζει – έχουμε χρήμα και έχουμε μεγάλη φήμη. Θα τα καταφέρουμε.

Το αποτέλεσμα αυτών είναι οι τελευταίες 2-3 season του Game of Thrones. Παράδοξη ανάπτυξη χαρακτήρων, ανούσια περιβάλλοντα (να θυμηθούμε το Dorne;) βαθιά στερεότυποι διάλογοι, ακατανόητα άλματα σε θέματα χώρου και χρόνου, προβλέψιμες σκηνές, ολοένα αυξανόμενη άρση του ρεαλισμού προς όφελος μιας στερεότυπης «χολυγουντιανής» στάσης, χαρακτήρες που γίνονται άτρωτοι απλά και μόνο γιατί το επιτάσσει η πλοκή – και πολλά άλλα. Οι παραγωγοί της σειράς, έχοντας εξαντλήσει πια το αχανές υλικό των βιβλίων, δεν είχαν παρά ένα γενικό σχεδιάγραμμα ως προς το που θα καταλήξει η σειρά – και τίποτα περισσότερο. Τα υπόλοιπα έπρεπε πια να τα σκαρφιστούν οι ίδιοι. Μα εδώ δεν μιλάμε για καταξιωμένους συγγραφείς, μα για τηλεοπτικούς παραγωγούς και εμπειρογνώμονες του «εμπορικού» κινηματογράφου.

Φυσικά το αποτέλεσμα αυτών είναι η πτώση της ποιότητας της σειράς, στη διάρκεια των τελευταίων 2-3 χρόνων. Μα ακόμα χειρότερα: είναι η αντιστροφή των ίδιων των «κανόνων» που έθεσε ο συγγραφέας της σειράς στα βιβλία του. Όταν ο ρεαλισμός θυσιάζεται επανειλημμένα στο όνομα του τηλεοπτικού κλισέ, τότε ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά.

Βέβαια τα νούμερα άλλα έδειχναν τόσο καιρό. Η σειρά ολοένα και ανέβαινε σε θεαματικότητα και απήχηση. Και αν έχανε πια σε αφηγηματικό ρεαλισμό, δεν είχε σημασία – αναπλήρωνε και με το παραπάνω σε εντυπωσιακά εφέ και παραγωγή όμοια με την οποία δεν είχε ξαναγίνει. Και κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό: η παραγωγή του Game of Thrones άγγιξε πελώρια ύψη για τα τηλεοπτικά δεδομένα. Ναι – ήταν εντυπωσιακό. Εκεί που το χρήμα αναπληρώνει το κενό σε ουσία.




Jon Snow and Daenerys Targaryen final scene



Τα ίχνη του συγγραφέα




Και φτάνουμε στο τέλος. Κι εγώ αποζητούσα, εδώ κι εκεί, σκόρπια καταμεσής των τελευταίων επεισοδίων της σειράς, τα ίχνη του συγγραφέα της – λες και αναζητούσα τα ίχνη των χαμένων ανταρόλυκων στο χιόνι: έψαχνα να βρω τον George R. R. Martin. Γιατί εδώ, σε αυτή την τηλεοπτική κατάληξη, θα φανερωνόταν, έστω περιορισμένα, το όραμα του ίδιου του δημιουργού των βιβλίων σχετικά με τον κόσμο και τους χαρακτήρες του.

Γιατί μόνο με την ολοκλήρωση ενός έργου μπορείς να καταλάβεις ποιος, τελικά, είναι ο σκοπός του δημιουργού του. Μόνο στη συνεκτική του εικόνα μπορείς να κατανοήσεις τον σκοπό κάθε μικρής του λεπτομέρειας. Και από τη στιγμή που δεν έχουμε στα χέρια μας την ολοκληρωμένη σειρά των βιβλίων… έπρεπε να αρκεστούμε στην ολοκλήρωση της τηλεοπτικής σειράς, μπας και καταλάβουμε ποιος ήταν ο σκοπός του δημιουργού της. Δεν ήταν αρκετό – μα θα παίρναμε μια ιδέα.

Και το προσωπικό μου ερώτημα, ήδη από τον πρώτο κύκλο της σειράς, πριν 8 χρόνια, όταν είχα διαβάσει μεμιάς όλα τα βιβλία, ήταν το εξής: φέρει, άραγε, κάποιο θετικό νόημα για τον άνθρωπο και την πραγματικότητά του αυτό που βλέπω και διαβάζω; Ή συνιστά απλά μια ακόμα ιστορία φυγής, εμποτισμένη από ένα «κυνικό» πνεύμα – που τόσο αρμόζει στους καιρούς μας; Ένα πνεύμα ματαιότητας που φανερώνει πως οι «καλοί σκοποί» δεν φέρουν απαραίτητα «καλά αποτελέσματα»• πως ο όποιος ιδεαλισμός είναι καταδικασμένος να χαθεί στη λήθη• πως μόνη πραγματικότητα γύρω μας είναι πως «οι δυνατοί επιβιώνουν με κάθε μέσο»• και πως το αιματοβαμμένο παιχνίδι της εξουσίας και της δύναμης μοιάζει να είναι το μόνο κίνητρο της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτό που, με άλλα λόγια, έμοιαζε να παρουσιάζει ο ίδιος ο Μάρτιν ως “απάντηση” στον φανταστικό κόσμο του Τόλκιν.

Αυτό είναι όλο λοιπόν; Αυτό είναι το τελικό μήνυμα του Game of Thrones; Προσθέστε σε αυτή την οπτική κάμποσες δόσεις χολυγουντιανού κλισέ στο μίξερ και έχετε την εξέλιξη της τηλεοπτικής σειράς. Ένα όχι ιδιαίτερα ελκυστικό μείγμα. Ένα μείγμα που δεν ξέρω αν λέει πολλά πράγματα για την ανθρώπινη κατάσταση [με τον τρόπο που έκαναν οι μεγάλοι λογοτέχνες του παρελθόντος] – σίγουρα λέει πολλά για την εποχή μας και τα γούστα της.

Ε, λοιπόν… Θεωρώ πως πήρα τις απαντήσεις μου με την κατάληξη της σειράς. Και οι απαντήσεις, για πρώτη φορά μετά από καιρό – με ικανοποίησαν. Ναι, λοιπόν. Με ικανοποίησαν!




Drogon, fiery dragon in Game of Thrones



Το θετικό μήνυμα της σειράς. * προσοχή, ακολουθούν spoiler *




Η κατάληξη της «Μητέρας των Δράκων» ξεσήκωσε θύελλες διαμαρτυρίας μεταξύ «αγανακτισμένων φαν» - μα οι συγκεκριμένοι φαν μάλλον δεν είχαν καταλάβει τίποτα τόσο καιρό. Δεν είχαν καταλάβει πως η σειρά δεν αφορά μια ακόμα στερεότυπη μάχη των «καλών» ενάντια στους «κακούς» και πως δεν παρακολουθούν ένα χαρούμενο παραμύθι – με τη Barbie να καβαλά το φλογοβόλο μικρό της Πόνι. Ή ενδεχομένως να μην τους το επέτρεψε να το καταλάβουν η τηλεοπτική εξέλιξη της σειράς στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων – μια εξέλιξη όπου το στοιχείο του George R. R. Martin απουσίαζε ολοένα και περισσότερο, σε βάρος του στοιχείου του εμπορικού κινηματογραφικού κλισέ.

Εξίσου δυσφόρησαν κάποιες «φεμινίστριες», που στην περσόνα της Daenerys είχαν εντοπίσει μια «δυναμική γυναίκα ικανή να ανατρέψει την πατριαρχική τάξη πραγμάτων και να φέρει μια νέα εποχή». Αυτό κατάλαβαν. Λες και οι τάξεις πραγμάτων μπορούν να έρθουν ουρανοκατέβατες, από ένα και μόνο πρόσωπο. Δεν γράφεται έτσι η ιστορία, κύριοι. Και σε αυτό ο Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν είναι ρεαλιστής – με τη γνήσια και αυθεντική έννοια.

Είχα υποθέσει την πιθανή εξέλιξη της Daenerys εδώ και πολλά χρόνια και έβλεπα πάντα, σε εκείνη τη μονομερή μανία της για να «πάρει αυτό που της ανήκει» μια απωθητική, ως ακατανόητη, έλξη για εξουσία. Ένα κίνητρο που με απέτρεπε από το να συμπαθήσω αληθινά τον χαρακτήρα της. Ήλπιζα να δούμε να ξεσπάει η σκοτεινή πλευρά της στο φινάλε – και, για μια φορά, δεν απογοητεύτηκα. Ο τρόπος που έγινε βέβαια ήταν υπερβολικά απότομος και τα κίνητρά της ελαφρώς ακατανόητα – και εδώ για άλλη μια φορά ευθύνεται η έλλειψη γραπτού υλικού, η βιασύνη των παραγωγών να τελειώσουν με τη σειρά και η αδυναμία τους να γράψουν έναν πιστευτό τηλεοπτικό χαρακτήρα – μα το αποτέλεσμα ήταν εκείνο που έπρεπε να είναι. Και αυτό το αποτέλεσμα – η μανιακή βασίλισσα που καταλήγει να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της – είναι ατόφιο George R. R. Martin.

Επιτέλους, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης και τη σκόνη, είχαμε βρει ξανά τα ίχνη του συγγραφέα.




Daenerys Targaryen and her army, Game of Thrones season 8, episode 6




Τα λόγια του Tyrion προς τον Jon στο τελευταίο επεισόδιο (αναμφισβήτητα ό,τι πιο πνευματώδες και εγκεφαλικό έχει πει ο χαρακτήρας τα τελευταία 4 χρόνια) συνοψίζουν όχι μόνο την κατάληξη του χαρακτήρα της Daenerys, αλλά και τη μοίρα κάθε εξουσίας, που στο όνομα «ιδεαλιστικών σκοπών» (πάντα έτσι γίνεται) είναι διατεθειμένη να διαπράξει τις πιο φρικαλέες πράξεις. Και αυτό συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα σημαντικότερα θετικά μηνύματα της σειράς του George R. R. Martin: δεν υπάρχουν σύγχρονοι «μεσσίες». Η ελευθερία δεν έρχεται σαν δώρο από τον ουρανό, ουρανοκατέβατη σαν το μάννα τ’ ουρανού – ή τη φωτιά του δράκου. Και αν κάποιος «χαρισματικός ηγέτης» σπέρνει υποσχέσεις στα πλήθη των γοητευμένων οπαδών του – προσοχή, γιατί κάποια στιγμή, μαζί με την σπορά έρχεται και ο θερισμός.

Ο Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν είχε δηλώσει από παλιά πως επιθυμεί να μεταφέρει ένα αντιπολεμικό και, συνάμα, ένα περιβαλλοντικό μήνυμα μέσα από το έργο του. Το πολιτικό μήνυμα είναι σαφές. Ο Σιδερένιος Θρόνος συνιστά ένα σύμβολο για οτιδήποτε είναι αρπακτικό και εγωκεντρικό στον άνθρωπο: την εξουσία και τον αγώνα για την κατάκτησή της. Έναν αγώνα που η κατάληξή του δεν μπορεί παρά να είναι βουτηγμένη στο αίμα – πέρα και έξω από κάθε «ιδεαλισμό». Κοινωνικά ιδανικά όπως η «ελευθερία» ή η «δημοκρατία» δεν εξάγονται, ούτε μπορεί να τα «χαρίσει» στον κόσμο κάποιος “ανώτερος ηγέτης”. Να γιατί οι απόπειρες της Daenerys να απελευθερώσει τους σκλάβους ήταν μάταιες. Να γιατί χλεύασαν οι άρχοντες την πρόταση του Sam για να «αποφασίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι για τις τύχες τους», στο τέλος. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Δεν επαρκούσαν οι συνθήκες.

Η δημοκρατία και η ελευθερία δεν χαρίζονται. Δεν εξάγονται με το ζόρι. Ούτε παραδίδονται από πάνω προς τα κάτω, σε ανθρώπους που ποτέ ως τότε δεν είχαν μάθει να ζουν έτσι. Διεκδικούνται. Κερδίζονται με αγώνα του ίδιου του λαού – και όχι μιας χούφτας ηγετών, που στο όνομα αυτών των ιδανικών, είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα. Και μαζί με αυτούς όλοι οι κεραυνοβολημένοι φανατικοί οπαδοί τους.

Αυτό, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, συνιστά το θετικό μήνυμα της σειράς – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο με άφησε ικανοποιημένο το φινάλε, παρά τον τόσο κακοτράχαλο δρόμο που έκανε για να φτάσει ως εκεί.

Όσο αφορά το περιβαλλοντικό μήνυμα; Αυτό σχετίζεται με την «απειλή πέρα από το Τείχος» - τους απέθαντους White Walkers –, τον ερχομό τους και την ανάγκη να αφήσουν οι άνθρωποι τις διαφορές τους και να συνασπιστούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Δυστυχώς όμως εδώ η σειρά δεν κατόρθωσε να αποδώσει την απειλή με πειστικό τρόπο, και η κατάληξή της (η σούπερ-Άρια και το φονικό μαχαίρι της) προσωπικά με άφησε απογοητευμένο. Δε βαριέσαι. Αν ολοκληρωθούν τα βιβλία πιστεύω πως θα διαβάσουμε κάτι περισσότερο πιστευτό και ικανοποιητικό.




Tyrion Lannister



Επίλογος. Μένουν οι ιστορίες




Η τηλεοπτική σειρά του Game of Thrones κατέληξε να μοιάζει με ένα πελώριο ελβετικό τυρί: νόστιμη και γνωστή στους πάντες – μα γεμάτη τρύπες.

Έστω όμως. Έμεινα ικανοποιημένος με το μήνυμα στο τέλος και την εκτέλεσή του: η σκηνή με το τελικό ξέσπασμα του Drogon ανήκει στις ωραιότερες της σειράς, δίχως αμφιβολία. Σα να είδα κάπου να ξεπροβάλλει πάλι η τροφαντή και χαμογελαστή φιγούρα του Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν, κάπου εκεί, καταμεσής της τηλεοπτικής αντάρας – και χαμογέλασα μαζί του. Και αν η σειρά με απογοήτευσε στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων… δεν ξεχνώ πόσο καλά πέρασα βλέποντάς την τα πρώτα χρόνια – και δεν ξεχνώ πως πέρασα εξίσου όμορφα διαβάζοντας τα βιβλία της (έστω, τα πρώτα τρία!). Και – ναι – οι τελικές κοινωνικές και πολιτικές της προεκτάσεις θεωρώ πως κατορθώνουν να πάνε πέραν του κυνισμού και της παραίτησης: οι άνθρωποι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα γύρω μας. Μα πρέπει να μάθουμε να συνασπιζόμαστε. Και πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς.

Μένει στον συγγραφέα των βιβλίων να καταπιαστεί ξανά μαζί τους και να μας μεταδώσει τη συνεκτική του άποψη πάνω σε αυτό που είδαμε. Δεν είμαι βέβαιος αν θα ολοκληρώσει τα βιβλία – μα αν το κάνει, νομίζω πως θα ικανοποιηθούν οι προσδοκίες του κόσμου.

Και τώρα; Συνεχίζουμε! Υπάρχουν πολλές σειρές που αξίζουν την προσοχή μας. Παρεμπιπτόντως… σε λίγο καιρό ξεκινάει η προβολή του “Good Omens” – η φοβερή αυτή συνεργασία των Neil Gaiman και Terry Pratchett μεταφέρεται από το βιβλίο στην τηλεοπτική οθόνη! Όσοι το έχετε διαβάσει, ξέρετε. Αναμένω πως και πως. Και ακολουθεί το αγαπημένο και νοσταλγικό “Stranger Things” καταμεσής της καλοκαιρινής κάψας. Έχουμε πολλά να δούμε και να πούμε.

Όσο αφορά τα βιβλία και τις ιστορίες; Αχ, ευτυχώς δεν έχουν τέλος. Υπάρχουν πολλές ακόμα ιστορίες που περιμένουν να χαθούμε στους κόσμους τους… ποιος ξέρει – ίσως καταμεσής αυτών να βρίσκεται και η δική μας.



Το Φονικό Κουνέλι, Μάιος του 19



Game of Thrones season 1 cast

Χούλιο Κορτάσαρ... για τη Τζαζ

$
0
0


Ο Χούλιο Κορτάσαρ για τη Τζαζ - παρουσίαση από το φονικό κουνέλι / Julio Cortázar playing his trumpet




«Μέσα από ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακουγόταν το θέμα που μάγευε τον Ολιβέιρα, μια ανώνυμη τρομπέτα και μετά το πιάνο, όλα μες στους αχνούς ενός παλιού γραμμόφωνου και μιας ελεεινής ηχογράφησης, από μια ορχήστρα ο Θεός να την κάνει, πριν την εμφάνιση της τζαζ, αλλά στο κάτω κάτω απ'αυτούς τους παλιούς δίσκους, απ'τα show boats και τις νύχτες στο Στόριβιλ είχε γεννηθεί η μοναδική οικουμενική μουσική του αιώνα,

» κάτι που έφερνε κοντά τους ανθρώπους περισσότερο και καλύτερα απ'ό,τι η εσπεράντο, η Unesco ή οι αερογραμμές, μια μουσική όσο πρέπει πρωτόγονη ώστε ν'αγγίζει την οικουμενικότητα, και όσο πρέπει καλή ώστε να γράψει τη δική της ιστορία, με σχίσματα, αποκηρύξεις και αιρέσεις, με το τσάρλεστον, το μπλακ μπότομ, το σίμι, το φοξ-τρότ, το στομπ και τα μπλουζ της, ώστε να επιτρέπει τις ταξινομήσεις και τις ετικέτες, αυτό ή το άλλο στιλ, το σουίνγκ, το μπίμποπ, το κουλ, να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο ρομαντισμό και τον κλασικισμό, τη χοτ και την εγκεφαλική τζαζ,

» μια μουσική ανθρώπινη, μια μουσική με διαφορετική ιστορία από αυτήν της ζωώδους χορευτικής μουσικής, της πόλκας, του βαλς, της σάμπας, μια μουσική που σου επέτρεπε να την αναγνωρίζεις και να την εκτιμάς τόσο στην Κοπεγχάγη όσο και στη Μεντόσα ή στο Κέιπ Τάουν, που ‘φερνε πιο κοντά τους νεαρούς με τους δίσκους κάτω απ'τη μασχάλη, που τους προμήθευε με ονόματα και μελωδίες σαν κωδικούς για ν'αναγνωρίζονται, να επικοινωνούν και να νιώθουν λιγότερο μόνοι, περιστοιχισμένοι από συγγενείς, προϊσταμένους και απέραντα δυστυχισμένους έρωτες,

» μια φυσική που απελευθέρωνε κάθε φαντασία και κάθε γούστο, τα ορχηστρικά 78 στροφών με τον Φρέντι Κέπαρντ ή τον Μπανκ Τζόνσον, η αντιδραστική αποκλειστικότητα της ντίξιλαντ, η ακαδημαϊκή εξειδίκευση στον «Μπιξ» Μπάιντερμπέκι ή η απόδυση στη μεγάλη περιπέτεια του Θελόνιους Μονκ, του Χόρας Σίλβερ ή του Θαντ Τζόουνς, τα γλυκανάλατα του Έρολ Γκάρνερ ή του «Αρτ» Τέιτουμ, οι μεταμέλειες και οι αποκηρύξεις, η προτίμηση στα μικρά γκρουπ, οι μυστηριώδεις ηχογραφήσεις με ψευδώνυμα και με τίτλους που τους επέβαλλαν οι δισκογραφικές εταιρείες ή τους υπαγόρευαν καπρίτσια της στιγμής,

» κι όλη αυτή η μασονία του σαββατόβραδου στο δωμάτιο του συμφοιτητή ή στο υπόγειο της λέσχης, με κοπέλες που προτιμούν να χορεύουν το “Star Dust” ή το “When your man is going to put you down” και μοσχοβολούν άρωμα και δέρμα και ζέστη, που αφήνουν να τις φιλήσεις όταν είναι πια αργά και κάποιος έχει βάλει το “The blues with a feeling” και σχεδόν κανείς πια δε χορεύει, μόνο στέκονται και λικνίζονται κι όλα είναι ποταπά, θολά και βρόμικα, και τ'αγόρια θέλουν να βγάλουν αυτά τα χλιαρά «κορμάκια» ενώ τα χέρια τους χαϊδεύουν μια πλάτη, και οι κοπέλες έχουν μισάνοιχτο το στόμα, παραδομένες στον ηδονικό φόβο και στη νύχτα, και τότε σηκώνεται μια τρομπέτα και τις κατακτά για λογαριασμό όλων των αγοριών, παίρνοντάς τες με μία και μόνη ζεστή φράση που τις κάνει να πέσουν σαν κομμένοι μίσχοι στην αγκαλιά των καβαλιέρων τους, κι αρχίζει μια ασάλευτη κούρσα, ένα σάλτο στον νυχτερινό αέρα, πάνω από την πόλη, ώσπου ένα πιανάκι τις επιστρέφει στον εαυτό τους, εξαντλημένες και συμφιλιωμένες κι ακόμα παρθένες ως το άλλο Σάββατο,

» όλα αυτά με μια μουσική που τρομοκρατεί τους ψωροφαντασμένους των θεωρείων, αυτούς που πιστεύουν πως τίποτα δεν αληθεύει αν δεν υπάρχουν τυπωμένα προγράμματα και ταξιθέτες, έτσι πάει ο κόσμος, και η τζαζ είναι σαν ένα πουλί που μεταναστεύει ή μετασταθμεύει ή μετοικεί ή μετεμψυχώνεται, λαθραία, πάνω από σύνορα, πάνω από τελώνες, κάτι που τρέχει και εξαπλώνεται, κι απόψε στη Βιέννη τραγουδά η Έλα Φιτζέραλντ ενώ στο Παρίσι ο Κένι Κλαρκ εγκαινιάζει μια cave και στο Περπινιάν χοροπηδούν τα δάχτυλα του Όσκαρ Πίτερσον κι ο «Σάτσμο» είν'όπου θέλεις χάρη στο δώρο της πανταχού παρουσίας που του έκανε ο Κύριος, στο Μπέρμιγχαμ, στη Βαρσοβία, στο Μιλάνο, στο Μπουένος Άιρες, στη Γενεύη, σ'όλο τον κόσμο,

» είναι αναπότρεπτο, είναι η βροχή και το ψωμί και το αλάτι, κάτι που αδιαφορεί απολύτως για τις εθνικές εορτές, για τις απαράβατες παραδόσεις, για τη γλώσσα και για το φολκλόρ: ένα ασύνορο σύννεφο, ένας κατάσκοπος του νερού και του αέρα, μια αρχετυπική μορφή, κάτι από πριν, κάτι από κάτω, που αδελφώνει Μεξικανούς με Νορβηγούς και Ρώσους και Ισπανούς, που τους επανεντάσσει στη μουντή και ξεχασμένη κεντρική φωτιά, και τους επαναφέρει άτσαλα κι άσχημα και με επισφάλεια σε προδομένες απαρχές, τους δείχνει ότι μπορεί να υπήρχαν άλλοι δρόμοι κι ότι αυτός που πήραν δεν ήταν ο μοναδικός ούτε ήταν ο καλύτερος, ή ότι μπορεί να υπήρχαν άλλοι δρόμοι κι ότι αυτός που πήραν ήταν ο καλύτερος αλλά μπορεί και να υπήρχαν άλλοι δρόμοι, γλυκοδιάβατοι, που δεν τους πήραν ή τους πήραν μέχρι τα μισά,

» κι ότι ο άνθρωπος είναι πάντα κάτι παραπάνω από άνθρωπος και πάντα κάτι λιγότερο από άνθρωπος, περισσότερο από άνθρωπος γιατί κλείνει μέσα του αυτά που η τζαζ υπονοεί, αυτά που παρακάμπτει, ακόμα κι αυτά που προεικάζει, και λιγότερο από άνθρωπος γιατί αυτή την ελευθερία τη μετέτρεψε σ'ένα παιχνίδι αισθητικής ή ηθικής, μια σκακιέρα όπου αρκείται να ‘ναι ο αξιωματικός ή το άλογο, ένας ορισμός της ελευθερίας που διδάσκεται στα σχολεία, ναι, στα σχολεία, όπου τα παιδιά δε διδάχθηκαν ούτε θα διδαχθούν ποτέ τα πρώτα μέτρα ενός ράγκταιμ ή την πρώτη φράση ενός μπλουζ, και τα λοιπά και τα λοιπά.»


"I could sit here and think a thousand miles away

I could sit here and think a thousand miles away

Since I had the blues this but I can't remember the day..."




*** 



Τέτοια έγραφε ο αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Kορτάσαρ [Julio Cortázar], εν έτει 1963, στο μυθιστόρημα του "Kουτσό" ["Rayuela", αγγλικά: "Ηopscotch"]. Ένα βιβλίο που ανασαίνει σε ρυθμούς τζαζ, παιχνιδιάρικο και πειραματικό σαν τον τίτλο του. Ένα βιβλίο στο οποίο ευελπιστώ να επανέλθω κάποια στιγμή. Στο μεταξύ όμως, μπορούμε να αφεθούμε, για μία φορά ακόμη, στη γλυκιά μελωδία εκείνης της ταξιδιάρικης τρομπέτας.

Photo: Στην πρώτη φωτογραφία ο Χούλιο Κορτάσαρ, σε επεξεργασία δική μου. Στη δεύτερη ο σαξοφωνίστας Jaleel Shaw, από το 19o Technopolis Jazz Festival στην Αθήνα. Η μετάφραση του Χούλιο Κορτσάραρ είναι του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Το φονικό κουνέλι, Μάιος του 19.



Ο σαξοφωνίστας Jaleel Shaw από το 19o Technopolis Jazz Festival

Η κοινωνική σάτιρα στον Αστερίξ

$
0
0

Ένα αφιέρωμα στον Αστερίξ... Η κοινωνική σάτιρα μέσα από τις ιστορίες του. Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι / Asterix social satire



“O tempora, o mores!”


Μέρος Ι. Εισαγωγή στον Αστερίξ




Κάποια πνευματικά έργα κατορθώνουν να σου μιλήσουν σε διαφορετικές φάσεις της ζωής σου – και κάθε φορά που σου μιλούν, ο λόγος τους παρουσιάζει διαφορές. Αυτό συμβαίνει αφενός διότι αλλάζεις εσύ ο ίδιος – και προσλαμβάνεις πάντα με διαφορετικό τρόπο τα ερεθίσματα που δέχεσαι. Αφετέρου όμως, ο λόγος για τον οποίο κατορθώνει ένα έργο να μιλήσει με τέτοια ποικιλία γλωσσών, είναι διότι το ίδιο το έργο είναι δομημένο σε πολλαπλά επίπεδα. Κάποια επίπεδά του είναι περισσότερο προσβάσιμα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και ηλικιακές κατηγορίες, για παράδειγμα. Μέχρι που αποκτάς εκείνο το μαγικό κλειδί που ανοίγει τις κλειστές, ως τότε, πόρτες του νοήματος – και ξανοίγονται μπροστά σου τα επίπεδα που αγνοούσες μέχρι τότε. Μα το έργο δεν εξαντλεί την πολυσημία του: θα υπάρξουν πάντα κάποια νέα νοήματα, κάποιες νέες μορφές ανάγνωσης, που περιμένουν να ξεδιπλώσουν μπρος στα πόδια σου το μαγικό χαλί τους.

Μπορεί κάποιος να μιλήσει για την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» σαν να επρόκειτο «απλά» για ένα «παιδικό βιβλίο»; Ασφαλώς και όχι. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου ικανού να ξεδιπλώνει πολλαπλά νοήματα και σημασίες, διαφορετικά ανάλογα με την ηλικία και τον άνθρωπο. Θα συναντήσουμε πολλά ανάλογα έργα στη νεανική λογοτεχνία – όπως επίσης και στις κλασικές σειρές κόμικς που απευθύνονται τόσο στο παιδικό, όσο και στο ενήλικο κοινό. Σε αυτήν ασφαλώς την κατηγορία ανήκει και ο «Αστερίξ».

Η σημερινή ανάλυση που θα επιχειρήσω συνιστά την ανάλυση ενός ενήλικα. Είναι η ματιά ενός ενήλικα και η ερμηνεία που επιλέγει να δώσει σε ένα έργο με το οποίο μεγάλωσε. Αν επιχειρούσα ένα μεγάλο αφιέρωμα στο «Αστερίξ» όταν ήμουν παιδί, πιθανό να έγραφα ποιες είναι «Οι Πιο Αστείες Στιγμές του Αστερίξ» - όχι όμως ποια είναι «Τα Κοινωνικά Μηνύματα στον Αστερίξ». Τα μηνύματα όμως ασφαλώς βρίσκονται εκεί – σαν την πόρτα που περιμένει να συναντήσει το κλειδί της. Μένει να έρθει η κατάλληλη στιγμή: όταν θα ξαναπιάσεις, ένα-ένα, τα τεύχη, και τα διαβάσεις πάλι απ’ την αρχή. Θα διαπιστώσεις τότε πως η ματιά σου έχει αλλάξει: γελάς με άλλα πράγματα, παρατηρείς άλλα πράγματα. Και σκέφτεσαι πόσο έξυπνο και πολυεπίπεδο είναι το περιεχόμενό της σειράς.

Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε πως τέτοια έργα είναι γραμμένα από ενήλικες – αντανακλούν τη ματιά τους πάνω στον κόσμο. Και συχνά ο καλύτερος τρόπος να περιγράψεις τον κόσμο στον οποίο ζεις, είναι μέσω του χιούμορ! Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως σειρές όπως ο «Αστερίξ» λένε πολύ περισσότερα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, παρά για τον κόσμο εντός του οποίου ξετυλίγουν την πλοκή τους – έναν κόσμο που μοιάζει «ιστορικός», μα δεν είναι.

Τα εύσημα φυσικά για το πολυσήμαντο χιούμορ του «Αστερίξ» πάνε στον συγγραφέα του, Ρενέ Γκοσινύ [Rene Goscinny]. Είναι ο Γκοσινύ εκείνος που δημιούργησε, κατά βάση, εκείνο το κράμα ιστορικών αναφορών και επιτηδευμένου αναχρονισμού, που συνιστά την ουσία της σειράς. Ο κόσμος του «Αστερίξ» είναι ένας κόσμος που αναφέρεται σε Γαλάτες και Ρωμαίους, μα όσο φέρνουμε πάνω του τον μεγεθυντικό φακό μας, διαπιστώνουμε πως μοιάζει περισσότερο με τον κόσμο που εικοστού αιώνα. Εδώ έγκειται το στοιχείο της κοινωνικής σάτιρας – και εδώ δεσπόζει η ευφυής γραφή του Ρενέ Γκοσινύ.



Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό, οι δημιουργοί του Αστερίξ / Rene Goscinny & Albert Uderzo
Κίνηση στους δρόμους της Λουτετίας (Παρίσι). Από το Χρυσό Δρεπάνι του Αστερίξ



Σκοπός του Γκοσινύ δεν ήταν να αφηγηθεί μια «αλληγορία», ούτε να γράψει ιστορίες «κοινωνικής κριτικής». Όπως όλοι οι μεγάλοι παραμυθάδες, πρωταρχικό του μέλημα ήταν να καταθέσει όμορφες, ευφάνταστες και αστείες ιστορίες. Μα ήταν τέτοια η οξύτητα της ματιάς του, που ήταν αναπόφευκτο στο χιούμορ του, από νωρίς ακόμα, να διεισδύσουν έξυπνες παραπομπές στην κοινωνία των καιρών του – οι οποίες έμελλε να ενισχυθούν και να ωριμάσουν με τα χρόνια. Όταν οι Γαλάτες επισκέπτονται τη Λουτετία (το αλλοτινό Παρίσι) και μπλέκουν σ’ ένα ασύμφορο «κυκλοφοριακό» με άμαξες, άλογα και εξαγριωμένους αμαξάδες που βρίζουν ο ένας τον άλλο, γίνεται πασιφανές πως εκείνο που απεικονίζεται είναι η σύγχρονη εικόνα του κεντρικού δρόμου μιας πόλης, ιδωμένη έντεχνα από μια «ιστορική» ματιά.

Ας επαναλάβω: πρόκειται για έναν επιτηδευμένο αναχρονισμό. Μα αυτό ακριβώς συνιστά μία από τις μεγαλύτερες γοητείες της σειράς του «Αστερίξ»: το γεγονός πως παρουσιάζεται μπροστά σου η κοινωνία που ζεις, μεταμορφωμένη όμως σε κοινωνία των ρωμαϊκών χρόνων.

Ω, καιροί, ω ήθη! Μα οι καιροί και τα ήθη στα οποία αναφερόμαστε – δεν είναι άλλα από τα δικά μας.



Η εξουσία στον Αστερίξ... από το Αστερίξ και η Χύτρα / Asterix and the Cauldron



Μέρος ΙΙ. Μια χρονολογική παρουσίαση των βιβλίων




Πριν όμως καταπιαστώ με το κεντρικό θέμα της παρουσίασης, επιτρέψτε μου να προβώ σε μια σύντομη αναδρομή στα τεύχη του Αστερίξ, παρουσιάζοντάς τα με την ιστορική σειρά που δημιουργήθηκαν. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.


Ι - Η πρώιμη περίοδος



Αστερίξ ο Γαλάτης [Astérix le Gaulois, 1961].Όλα ξεκινούν εδώ. Ο Ουντερζό πειραματίζεται με τον σχεδιασμό των χαρακτήρων καθ’ όλη την έκταση της ιστορίας. Μα θα βρεις εδώ τις βάσεις όλου του μεταγενέστερου εποικοδομήματος. Για τη σημασία της και μόνο, η ιστορία αυτή ανήκει στις κλασικότερες.



Η πρώτη εμφάνιση των Αστερίξ και Οβελίξ, από το Αστερίξ ο Γαλάτης / The first appearance of Asterix and Obelix in Asterix the Gaul



Το Χρυσό Δρεπάνι [La Serpe d'or, 1962]. Το πρώτο από τα ταξίδια του Αστερίξ έμελλε να είναι και από τα συντομότερα – ίσα μέχρι την γειτονική Λουτετία. Συγκριτικά με τον κωμικό τόνο του πρώτου βιβλίου, εδώ ο τόνος μοιάζει περισσότερο περιπετειώδης – θυμίζοντας τις κλασικές σειρές των γαλλοβελγικών κόμικς. Έχει τις στιγμές του – μα ο Γκοσινύ δεν έχει βρει ακόμα τη φωνή του.

Ο Αστερίξ και οι Γότθοι [Astérix et les Goths, 1963].Σταδιακά ανυψώνεται ο δείκτης του χιούμορ και μαζί με αυτόν η σατιρική απεικόνιση εθνοτήτων, που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν της σειράς. Οι Γότθοι συνιστούν τα «πρώτα θύματα».

Ο Αστερίξ Μονομάχος [Astérix gladiateur, 1964]. Εδώ διαφαίνονται για πρώτη φορά αναλαμπές από τη μεταγενέστερη λάμψη που έμελλε να περιλούσει τη σειρά. Η πρώτη επίσκεψη των Αστερίξ και Οβελίξ στη Ρώμη παρέχει στον Ρενέ Γκοσινύ τη δυνατότητα να ξετυλίξει νέες συγγραφικές δυνατότητες.

Ο Γύρος της Γαλατίας [Le Tour de Gaule d'Astérix, 1965]. Ένας μικρός φόρος τιμής στην πατρίδα του Αστερίξ και μια όμορφη ξενάγηση – που μεταξύ άλλων φέρει στις αποσκευές της, για πρώτη φορά, και τον μικροσκοπικό σκυλάκο Ιντεφίξ. Σε διάστημα τεσσάρων χρόνων η σειρά μοιάζει πια έτοιμη να ανέβει το επόμενο σκαλοπάτι – και να γίνει κλασική.



ΙΙ - Η κλασική περίοδος




Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα [Astérix et Cléopâtre, 1965]. Το πρώτο από τα μεγάλα κλασικά του Αστερίξ, παραμένει ως σήμερα μια από τις αγαπημένες ιστορίες του. Το σχέδιο έχει εξελιχθεί σε σημαντικό βαθμό και το κείμενο αγγίζει νέα ύψη. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο μετά από αυτή την ιστορία.



Ο Οβελίξ, Ο Πανοραμίξ και ο μαγικός ζωμός... από το Αστερίξ και Κλεοπάτρα / Asterix and Cleopatra panel



Ο Αγώνας των Αρχηγών [Le combat des chefs, 1966].Σε αντίθεση με το μεγάλο ταξίδι του προηγούμενου βιβλίου, εδώ επανερχόμαστε στο γαλατικό χωριό – και είναι ευκαιρία για να γνωρίσουμε περισσότερο σε βάθος τον αρχηγό του, Μαζεστίξ, μα και να δούμε μια άλλη πτυχή του σοφού Πανοραμίξ.

Ο Αστερίξ στους Βρετανούς [Astérix chez les Bretons, 1966].Από τις ιστορίες που έχουν συζητηθεί περισσότερο και αναμφισβήτητα ένα από τα κλασικότερα ταξίδια του Αστερίξ. Ο «ιστορικός αναχρονισμός» του Γκοσινύ και η «στερεότυπη» απεικόνιση ενός λαού (συγκεκριμένα, των Βρετανών) φτάνουν στα ύψη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στο συγκεκριμένο τεύχος ο «Αστερίξ» βρίσκει την χαρακτηριστική του φόρμουλα, που έμελλε να συνεχίσει μέχρι σήμερα.



Βρετανός εναντίον Ρωμαίων... από το Αστερίξ στους Βρετανούς / British against roman soldiers, in Asterix in Britain



Ο Αστερίξ στους Νορμανδούς [Astérix et les Normands, 1966].Επιστροφή στο γαλατικό χωριό, παραπομπές στη ροκ μουσική των καιρών και στους ατρόμητους Νορμανδούς. Εξαιρετικά διασκεδαστική ιστορία, δίχως ιδιαίτερο κοινωνικό περιεχόμενο.

Ο Αστερίξ Λεγεωνάριος [Astérix légionnaire, 1967]. Δεν είναι λίγοι που συγκαταλέγουν τη συγκεκριμένη ιστορία μεταξύ των κορυφαίων. Η κατάταξη των Αστερίξ και Οβελίξ στον ρωμαϊκό στρατό συνιστά μια μοναδική ευκαιρία προκειμένου να σατιρίσει ο Γκοσινύ στρατιωτικές και μη καταστάσεις, εκ των έσω. Η απεικόνιση, εξάλλου, του ερωτοχτυπημένου Οβελίξ, εμπλουτίζει ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα του – και μας κάνει να συμπάσχουμε.

Η Ασπίδα της Αρβέρνης [Le bouclier Arverne, 1968].Μια ανάλαφρη περιπλάνηση – σε αντίθεση με την καθόλου ανάλαφρη αναγκαιότητα για δίαιτα του αρχηγού Μαζεστίξ.

Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες [Astérix aux Jeux Olympiques, 1968]. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε σε αυτή την ιστορία, σαν Έλληνες, είναι φυσικά η απεικόνιση της χώρας μας – κάτι μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και ελληνικού τουρισμού της δεκαετίας του 60, με άφθονες δόσεις από τζατζίκι, ούζο και συρτάκι. Μα αυτό συνιστά, όπως είπαμε, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα – και μέρος της γοητείας – του Αστερίξ. Ο επιτηδευμένος αναχρονισμός του.

Ο Αστερίξ και η Χύτρα [Astérix et le chaudron, 1969].Μία από τις «σκοτεινότερες» ιστορίες του Αστερίξ – και από τις αγαπημένες μου, προσωπικά. Η απεγνωσμένη ανάγκη των Αστερίξ και Οβελίξ να βρουν χρήματα μας οδηγεί σε άφθονες ενδιαφέρουσες συσχετίσεις με την εποχή μας – με αποκορύφωμα την ληστεία της τράπεζας.

Ο Αστερίξ στην Ισπανία [Astérix en Hispanie, 1969]. Όσο μεταβαίνουμε στην «ώριμη» περίοδο, το καστ του γαλατικού χωριού έχει πια συμπληρωθεί. Ο ψαράς Αλφαβητίξ προστίθεται στο παρόν τεύχος, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον σιδερά Αυτοματίξ. Το ταξίδι του Αστερίξ στην Ισπανία παρουσιάζει διάφορα αναχρονιστικά στοιχεία (όπως ο χορός των τσιγγάνων), που όμως – όπως είπαμε ήδη – συνιστούν μέρος της γοητείας της σειράς.



ΙΙΙ - Η ώριμη περίοδος




Η Διχόνοια [La Zizanie, 1970]. Όσο ωριμάζουν τα σενάρια του Γκοσινύ, τόσο αποκτά περισσότερα επίπεδα η σειρά – και γίνεται κατάλληλη για πολλαπλές αναγνώσεις. Η «Διχόνοια» συνιστά ένα πανέξυπνο, όσο και διαχρονικό σενάριο – και ξεδιπλώνει μια βαθύτερη, πιο «ενήλικη» διάσταση στις περιπέτειες των φίλων μας.

Ο Αστερίξ στους Ελβετούς [Astérix chez les Helvètes, 1970]. Έχοντας πλέον μεταβεί στη δεκαετία του 70 – μια εποχή που τα πάντα, στον χώρο των τεχνών, έμοιαζαν να σοβαρεύουν –, ο «Αστερίξ» διακατέχεται από μια, σαφέστατα, περισσότερο «ενήλικη» διάθεση. Θα ήταν αδιανόητο πριν λίγα χρόνια, τον καιρό που κυκλοφορούσε το «Αστερίξ Μονομάχος», για παράδειγμα, να βλέπαμε σκηνές με παρακμιακά, έκφυλα «όργια» σε πολυτελείς βίλες διεφθαρμένων Ρωμαίων αξιωματούχων. Αξίζει να σημειωθεί πως την ίδια περίοδο «σοβάρευαν» αντίστοιχα τα σενάρια του Γκοσινύ για τον «Λούκυ Λουκ» - ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή να ετοιμάσω ένα αντίστοιχο αφιέρωμα και γι’ αυτό!



Ρωμαϊκά όργια από το Αστερίξ στους Ελβετούς / Roman orgies in Asterix in Switzerland
Ο Οβελίξ κάνει μια σημαντική διαπίστωση στη Διχόνοια / Obelix vs Roman soldier, in Asterix and the Roman Agent



Η Κατοικία των Θεών [Le Domaine des dieux, 1971].Ένα από τα αγαπημένα μου τεύχη, όταν ήμουν μικρός, παραμένει ως σήμερα αγαπημένο. Πρόκειται, εξάλλου, για μία από τις κορυφαίες στιγμές κοινωνικής κριτικής του Γκοσινύ – σε μια περίοδο που το περιβαλλοντικό πρόβλημα είχε, για πρώτη φορά, αρχίσει να απασχολεί σοβαρά τον συγγραφικό και επιστημονικό κόσμο της εποχής.

Οι Δάφνες του Καίσαρα [Les Lauriers de César, 1972].Ή αλλιώς, “Ο Αστερίξ στην Ρώμη νο.2”, θα μπορούσαμε να πούμε. Μια ιστορία το χιούμορ της οποίας μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο σε ενήλικο παρά σε παιδικό κοινό. Θα τη χαρακτήριζα ως μια ιστορία «κοινωνικού ρεαλισμού», απεικονίζοντας όψεις και συνήθειες μιας εύπορης ρωμαϊκής οικογένειας των καιρών – ή μήπως μιας αστικής οικογένειας της εποχής μας;



Πανοραμική όψη της Ρώμης, σχέδιο του Ουντερζό στις Δάφνες του Καίσαρα / Panoramic scene of Rome in Asterix and the Laurel Wreath



Ο Μάντης [Le Devin, 1972].Αν με ρωτούσατε, μικρό, ποια είναι η αγαπημένη μου ιστορία της σειράς, θα απαντούσα «ο Μάντης»! Το σχέδιο του Uderzo είναι πανέμορφο και η ιστορία από τις πιο αστείες. Και φυσικά συμμετέχει όλο το καστ του γαλατικού χωριού – και μικρός έδινα σημασία σε κάτι τέτοια.

Ο Αστερίξ στην Κορσική [Astérix en Corse, 1973].Ένα ακόμα ταξίδι, πιο ανάλαφρο, πιο ηλιόλουστο, κατάλληλο για να ξετυλίξει ο Uderzo πανέμορφα σχεδιασμένα τοπία με δάση και βουνά.

Το Δώρο του Καίσαρα [Le Cadeau de César, 1974]. Άλλη μια ιστορία που είχα αγαπήσει μικρός – κατά βάθος μου άρεσαν πιο πολύ οι ιστορίες που παρουσίαζαν το γαλατικό χωριό και τις σχέσεις των Γαλατών μεταξύ τους. Οι εκλογές και οι έρωτες της ιστορίας την καθιστούν μία από τις πλέον διασκεδαστικές της σειράς.



Προεκλογική περίοδος στον Αστερίξ, από το Δώρο του Καίσαρα / Elections in Asterix



Το Μεγάλο Ταξίδι [La Grande traversée, 1975].Η μεγαλύτερη, ως τότε, εξόρμηση του Αστερίξ και μια συνάντηση πολιτισμών. Δεν εγείρει ιδιαίτερους προβληματισμούς, μα άκρως διασκεδαστική και ξέχειλη πανέμορφες τοποθεσίες.

Οβελίξ και Σία [Obélix et Compagnie, 1976]. Η υψηλότερη από τις κοινωνικές σάτιρες του Γκοσινύ. Περισσότερα για την μοναδική αυτή ιστορία – ένα αληθινό διαμάντι των κόμικς – θα πούμε παρακάτω.

Ο Αστερίξ στους Βέλγους [Astérix chez les Belges, 1979].Το τελευταίο σενάριο του Γκοσινύ – που εικονογραφήθηκε όμως μετά τον θάνατό του. Περισσότερο και από την ιστορία, εκείνο που δεσπόζει στο συγκεκριμένο τεύχος είναι εκείνη η υπέροχη εικονογράφηση του Ουντερζό – ένας ζωγραφικός πίνακας, φόρος τιμής στον Πίτερ Μπρέγκελ τον πρεσβύτερο.



Σχέδιο φόρος τιμής του Ουντερζό στον Πίτερ Μπρέγκελ τον πρεσβύτερο από το Αστερίξ στους Βέλγους / Uderzo's tribute to Pieter Bruegel the elder in Asterix in Belgium issue
Ο γάμος των χωρικών, του Πίτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου / Peasant Wedding, by Pieter Bruegel the elder




IV - Η μετά-Γκοσινύ περίοδος




Η Μεγάλη Τάφρος [Le Grand fossé, 1980]. Μια παραλλαγή του “Ρωμαίου και Ιουλιέτας” σε ένα γαλατικό πλαίσιο. Έχει τις στιγμές του, αν και είναι φανερή η απουσία του Γκοσινύ. Η συνέχεια θα ήταν καλύτερη για τον Ουντερζό.

Η Οδύσσεια του Αστερίξ [L'Odyssée d'Astérix, 1981]. Μεταξύ όλων των ιστοριών που κατέγραψε ο Ουντερζό, η «Οδύσσεια του Αστερίξ» θα έλεγα πως είναι εκείνη που θυμίζει περισσότερο το στυλ και το πνεύμα του Ρενέ Γκοσινύ. Και αυτό από μόνο του αρκεί.



Ο Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ στην Οδύσσεια του Αστερίξ / Sean Connery as James Bond in Asterix



Ο Γιος του Αστερίξ [Le Fils d'Astérix, 1983]. Μια πολύ διασκεδαστική ιστορία, που αποκαλύπτει περισσότερο τις τάσεις και προτιμήσεις του ίδιου του Ουντερζό παρά την παράδοση της σειράς. Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ σε ρόλο «μπαμπάδων», αντανακλώντας τις νέες εποχές, στις οποίες η «ισοτιμία των φύλων» έπαιζε πια κυρίαρχο ρόλο.

Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα [Astérix chez Rahazade, 1987].Με την «Χαλαλίμα» ο Ουντερζό απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τα ύστερα ώριμα σενάρια του Γκοσινύ. Η σειρά στρέφεται περισσότερο στο φανταστικό και λιγότερο στο ρεαλιστικό στοιχείο – μα αυτό δεν σημαίνει πως δεν διαβάζεται ευχάριστα.




Πανοραμική θέα της Ακρόπολης από το Αστερίξ στη Χαλαλίμα / Acropolis view in Asterix




Ρόδο και Ξίφος [La Rose et le glaive, 1991]. Είχα διασκεδάσει πολύ με αυτή την ιστορία όταν τη διάβασα πρώτη φορά μικρός. Διαβάζοντάς τη πάλι, αρκετά χρόνια μετά, δεν σας κρύβω πως το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: «ωχ!». Πολλά στερεότυπα, τόσο όσο αφορά τον «παραδοσιακό» ρόλο της γυναίκας, όσο και όσο αφορά τις «φεμινίστριες». Θα πει κάποιος – μα το «Αστερίξ» πάντα έκανε χρήση στερεοτύπων, ειδικά αν μιλάμε για λαούς. Μα εδώ ανοίγει μια άλλη κουβέντα.




Τα δικαιώματα των γυναικών... από το Ρόδο και Ξίφος του Αστερίξ / Women's rights in Asterix and the Secret Weapon




Η Γαλέρα του Οβελίξ [La Galère d'Obélix, 1996]. Η ικανότητα του Ουντερζό να παραδίδει ιστορίες στα χνάρια του προκατόχου του, Γκοσινύ, εδώ φαίνεται πως λαμβάνει τέλος. Έχει τις στιγμές της (ποια ιστορία του Αστερίξ δεν έχει), μα δεν συγκρίνεται με το βάθος των παλιών.

Ο Αστερίξ και η Λατραβιάτα [Astérix et Latraviata, 2001].Ό,τι είπα για την προηγούμενη ιστορία, ισχύει και γι’ αυτήν εδώ.

Και ο Ουρανός Έπεσε στο Κεφάλι τους [Le ciel lui tombe sur la tête, 2005]. Στην τελευταία του κατάθεση, ο Ουντερζό επιθύμησε να κάνει μια κοινωνική δήλωση για τον πόλεμο των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή, μα και να αποθέσει έναν φόρο τιμής στις δημιουργίες του Ουώλτ Ντίσνεϋ. Η εκτέλεση ομολογουμένως είναι κατώτερη των προσδοκιών – και εδώ αναφέρομαι πάντα στο σενάριο, όχι στο υπέροχο σχέδιο –, μα είναι προς τιμήν του Ουντερζό που καταπιάστηκε με το συγκεκριμένο θέμα. Ποιος ξέρει – ίσως αν έλειπαν οι εξωγήινοι να μας άρεσε περισσότερο.



V - Η νεότερη εποχή




Και ερχόμαστε στο σήμερα – και στη συνέχιση της παράδοσης του Αστερίξ, από τους νέους δημιουργούς του, στους οποίους παρέδωσε πρόθυμα τη σκυτάλη ο Ουντερζό και η οικογένεια Γκοσινί. Ως τώρα έχουν κυκλοφορήσει τρία νέα βιβλία της σειράς: Ο Αστερίξ στους Πίκτους [Astérix chez les Pictes, 2013], Ο Πάπυρος του Καίσαρα [Le Papyrus de César, 2015] και Ο Αστερίξ και ο Υπεριταλικός [Astérix et la Transitalique, 2017].

Διαβάζοντας τις νέες ιστορίες διακρίνει κανείς έναν αέρα ανανέωσης, συγκριτικά με τα τελευταία τεύχη του Ουντερζό. Και αυτό αποκαλύπτει πως η παράδοση του Αστερίξ έχει να προσφέρει πολλά ακόμα στο μέλλον – και να σατιρίσει άφθονες ακόμα πτυχές της σύγχρονης, πολύβουης και συγχυσμένης πραγματικότητάς μας.



Οι Γκοσινύ και Ουντερζό ποζάρουν με τις φιγούρες των Αστερίξ και Οβελίξ / Goscinny and Uderzo posing with their heroes




Μέρος ΙΙΙ. Η κοινωνική σάτιρα στον Αστερίξ


Α – Αναχρονισμός και Στερεότυπα




Ας ξεκινήσουμε, το λοιπόν! (αναγνώστης: «θες να πεις πως μέχρι τώρα διάβαζα την εισαγωγή;!»). Και, για άλλη μια φορά, θα τα πάρουμε με τη σειρά.

Όπως έγραψα ήδη, βασικό χαρακτηριστικό της γοητείας του «Αστερίξ» είναι ο επιτηδευμένος αναχρονισμός του. Η πλοκή εξελίσσεται πριν δυο χιλιάδες χρόνια, εντός ενός οριοθετημένου ιστορικού πλαισίου (την εποχή της αναδυόμενης Pax Romana, στα χρόνια του Ιουλίου Καίσαρα) – μα η κοινωνία και οι χαρακτήρες που σκιαγραφούνται θυμίζουν περισσότερο το αστικό περιβάλλον του εικοστού αιώνα, παρά την ιστορική εποχή που εξελίσσεται η σειρά. Μα αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό γνώρισμα παρέχει στον Γκοσινί τη δυνατότητα να ελιχθεί μεταξύ ιστορίας, μυθοπλασίας και σάτιρας της σύγχρονης πραγματικότητας. Και το καταφέρνει με μαεστρία.

Ένα ακόμα στοιχείο δεσπόζει τόσο στον «Αστερίξ», όσο και στα κείμενα του Ρενέ Γκοσινί συνολικά (το παρατηρούμε συχνά και στον “Λούκυ Λουκ”): πρόκειται για την τακτική χρήση εθνικών και άλλων στερεοτύπων. Η τάση, δηλαδή, να εξομοιώνονται μεταξύ τους οι εκπρόσωποι ενός λαού/έθνους και να παραβλέπονται οι διαφορές τους, με αποτέλεσμα να «μοιάζουν όλοι ίδιοι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απεικόνιση των Βρετανών στο «Ο Αστερίξ στους Βρετανούς» - οι οποίοι δεν παραλείπουν ποτέ να κάνουν το καθημερινό τους «διάλειμμα για καυτό νερό» μια συγκεκριμένη απογευματινή ώρα (μέχρι που ανακαλύπτουν το τσάι). Θα μπορούσαμε, εξάλλου, να αναφέρουμε τους «χορευτές» Τσιγγάνους που συναντούν οι φίλοι μας στο «Ο Αστερίξ στην Ισπανία», τους «υπναράδες και προσκολλημένους στη βεντέτα» Κορσικανούς, τους «υπερβολικά ακριβείς στην ώρα τους» Ελβετούς και τους «πολεμοχαρείς» Γότθους.

Μα τα στερεότυπα αφορούν και τους ίδιους τους Γαλάτες: Ο ίδιος ο Αστερίξ και ο Οβελίξ συστήνονται στους απορημένους Ινδιάνους (στο «Μεγάλο Ταξίδι») ως εξής: “είμαστε γενναίοι, καλοφαγάδες, πεισματάρηδες, καβγατζήδες... μα αγαπάμε τους φίλους μας... Με άλλα λόγια, είμαστε Γαλάτες”.

Σε μια εποχή αυξημένης πολιτικής ορθότητας, σαν τη δική μας, τέτοια τακτική χρήση στερεοτύπων ίσως “ενοχλήσει” μια μερίδα κόσμου – μα μόνο εκείνους που γυρεύουν κάποια αφορμή για να ενοχληθούν. Τα στερεότυπα στον «Αστερίξ» ποτέ δεν είναι προσβλητικά και ποτέ δεν έχουν σκοπό να υποτιμήσουν κάποιον λαό έναντι κάποιου άλλου – σε αντίθεση, ας πούμε, με τις πρώτες ιστορίες του «Τεν Τεν». Η αυξημένη έμφαση στην ατομικότητα και τη διαφορετικότητα, χαρακτηριστική των καιρών μας, τείνει να παραβλέψει πως υπήρχαν εποχές όπου οι άνθρωποι, ως μέλη κοινωνικών ομάδων, έφεραν όντως χαρακτηριστικά που έτειναν να τους εξομοιώνουν μεταξύ τους. Αν το καλοσκεφτούμε, εξάλλου, η γραμμή ανάμεσα στον κοινωνικά διαμορφωμένο χαρακτήρα των ανθρώπων και το στερεότυπο είναι συχνά λεπτή και δυσδιάκριτη – ακόμα και σήμερα. Που τελειώνει η πραγματικότητα και που αρχίζει το στερεότυπο όταν λέμε πως οι σύγχρονοι Ιάπωνες είναι «εργατικοί», για παράδειγμα, οι Γερμανοί είναι «οργανωτικοί» και οι Άγγλοι… «υπερόπτες»;



Αστερίξ και στερεότυπα / Stereotypes in Asterix




Έχω την αίσθηση πως η διαφορά εδράζεται στο αν ένα στερεότυπο είναι θετικό ή αρνητικό. Είναι διαφορετικό αν χαρακτηρίζεις τους Άγγλους «περήφανους» και διαφορετικό αν τους αποκαλείς «υπερόπτες» και «μεθύστακες». Είναι διαφορετικό αν χαρακτηρίζεις τους Γερμανούς «οργανωτικούς» και διαφορετικό αν τους αποκαλείς «ψυχρές υπολογιστικές μηχανές».

Εν τέλει όλα τα στερεότυπα, θετικά και αρνητικά, δεν παύουν να συνιστούν μια απλοϊκή, ενίοτε και παραπλανητική, περιγραφή μιας σύνθετης κοινωνικής πραγματικότητας. Τα χρησιμοποιούμε γιατί μας διευκολύνουν. Όταν ένα στερεότυπο διανθίζεται με το χιούμορ, θυμίζει τις καρικατούρες των σκιτσογράφων: παραμορφώνει επιτηδευμένα την εικόνα ενός προσώπου, υπερβάλλοντας σε κάποια χαρακτηριστικά του, θέλοντας μέσω της υπερβολής να δώσει έμφαση σε κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χαρακτήρα του.

Ο Ρενέ Γκοσινί έχει κατά νου να ψυχαγωγήσει και όχι να προσβάλλει. Σαν τον σκιτσογράφο δημιουργεί «καρικατούρες» ικανές να μας διασκεδάσουν και να μας θυμίσουν πως αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο: μέσα από «γυαλιά στερεοτύπων», τείνοντας να διαφοροποιούμε τα μέλη των ομάδων στις οποίες ανήκουμε και να εξομοιώνουμε τα μέλη των εξωτερικών ομάδων. Όπως εξάλλου έγραφε, παρέα με τον Ουντερζό, στην εισαγωγή του «Ο Αστερίξ στους Βρετανούς»: οι «Βρετανοί» της ιστορίας δεν συνιστούν τους «αληθινούς Βρετανούς», μα τους «Βρετανούς υπό τη ματιά των Γάλλων». Το στερεότυπο, λοιπόν, ίσως αποκαλύπτει περισσότερα για τους ίδιους τους Γάλλους, παρά για τους Βρετανούς.

Πόσος, άραγε, εαυτός μας να βρίσκεται στην εικόνα που διαμορφώνουμε για τον κόσμο που βρίσκεται «έξω» από εμάς;



Η Φραμπάλα κατακτάει τον Ιντεφίξ... από το Αστερίξ Λεγεωνάριος / Tender scene in Asterix the Legionary
Ανάγλυφες φιγούρες των Γκοσινί και Ουντερζό σε πάνελ του Αστερίξ / Goscinny and Uderzo marble relief in Asterix



Β – Η σάτιρα στα τεύχη του Αστερίξ




Χρόνο με το χρόνο, και όσο εδραιωνόταν η σειρά, τόσο ωρίμαζε και το στοιχείο της κοινωνικής σάτιρας στη γραφή του Ρενέ Γκοσινύ. Εκείνο που στην αρχή δεν συνιστούσε παρά σκόρπιες αναφορές, εδώ κι εκεί, έφτασε να καταλαμβάνει τον πυρήνα ολόκληρων ιστοριών – φτάνοντας στο απόγειό του στα «χρόνια της ωριμότητας», στις αρχές της δεκαετίας του 70.

Ήδη στο «Χρυσό Δρεπάνι», τη δεύτερη ιστορία του Αστερίξ, ξεδιπλώνονται κάποιες σατιρικές αναφορές στα κοινωνικά δρώμενα της εποχής μας. Όταν ο Αστερίξ και ο Οβελίξ επισκέπτονται για πρώτη φορά τη Λουτετία (Παρίσι), δυσφορούν με την κίνηση στους δρόμους – ενώ δεσπόζουν τα πεταμένα αγγεία στον Σηκουάνα ποταμό.

Μια πρώιμη υπενθύμιση του οικολογικού προβλήματος και της αστικής μόλυνσης.



Περιβαλλοντικό πρόβλημα και μόλυνση από το Χρυσό Δρεπάνι του Αστερίξ / Pollution in Asterix and the Golden Sickle
Μόλυνση του περιβάλλοντος στο Χρυσό Δρεπάνι του Αστερίξ / Pollution in Asterix and the Golden Sickle



Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνή στο τέταρτο χρονολογικά τεύχος του Αστερίξ, το «Ο Αστερίξ Μονομάχος», αποκαλύπτεται πως οι σκλάβοι που σέρνουν τα κουπιά στη φοινικική γαλέρα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά «συνεργάτες» που δεν διάβασαν σωστά τους όρους του συμβολαίου πριν δεχτούν να υπογράψουν. Όσο αφορά τον ιδιοκτήτη του καραβιού, αυτός συστήνεται ως «διευθυντής μάνατζερ».

Οποιεσδήποτε ομοιότητες με τους καιρούς μας δεν είναι καθόλου τυχαίες.



Εργασιακά δικαιώματα στο Αστερίξ Μονομάχος / Workers' rights in Asterix the Gladiator




Η κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους επανέρχεται στον «Γύρο της Γαλατίας» - και μαζί με αυτήν άφθονες ευχάριστες αναχρονιστικές αναφορές σε πόλεις και τοπικές συνήθειες της Γαλλίας, όπως για παράδειγμα οι λουόμενοι και τα κορίτσια που κόβουν βόλτες στην ηλιόλουστη παραλιακή Ριβιέρα.



Η γαλλική Ριβιέρα από τον Γύρο της Γαλατίας του Αστερίξ / Asterix and the french Riviera
Κυκλοφοριακό και κίνηση στον Γύρο της Γαλατίας του Αστερίξ / Road traffic in Asterix and the Banquet



Ο «Αστερίξ και Κλεοπάτρα»ξεχειλίζει χιούμορ και εμβληματικές σκηνές. Ποιος ξεχνά, για παράδειγμα, την ανάβαση του Οβελίξ στη μύτη της Σφίγγας – και το επερχόμενο γκρέμισμά της από το βάρος του, με αποτέλεσμα οι πωλητές στα καταστήματα των «σουβενίρ» να αναγκαστούν να κόψουν τις μύτες από όλες τις μικροσκοπικές Σφίγγες στα ταμεία… Ή την προτροπή της Κλεοπάτρας στον πορτρετίστα της πως θα ενδιαφερόταν να δει μια φορά την εικόνα της σε κάποια άλλη πόζα, πέρα από το παραδοσιακό αιγυπτιακό «προφίλ» - μα ο πορτρετίστας απορρίπτει την πρόταση ως «μοντέρνα τέχνη»…

Τέλος, στο ίδιο τεύχος δεσπόζει η πολλαπλή αναφορά στην περίφημη «μύτη της Κλεοπάτρας» - παραπέμποντας στις επιστημονικές θεωρίες του «χάους» και τη γνωστή ρήση πως «αν η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν διαφορετική, η ιστορία της ανθρωπότητας θα είχε διαφορετική εξέλιξη».



Η συντηρητική τέχνη των Αιγυπτίων στο Αστερίξ και Κλεοπάτρα / Egyptian conservative art as depicted in Asterix and Cleopatra



Ο «Αγώνας των Αρχηγών», μεταξύ άλλων, ξεχωρίζει για εκείνη την περίφημη επίσκεψη σε έναν δρυΐδη «ψυχίατρο» - μαζί με την ιδιαίτερη γραμματέα και τους ασθενείς του και όλα. Άξιο αναφοράς είναι πως ο Οβελίξ δεν είχε συνειδητοποιήσει πως έχει θέμα με το βάρος του, μέχρι που ο ψυχίατρος του αποκάλυψε πως είναι «χοντρός», μα πως «δεν χρειάζεται να αισθάνεται άσχημα με αυτό»...

Στο ίδιο τεύχος δεσπόζουν οι παραπομπές στα σύγχρονα πανηγύρια, και fun-park (διανθισμένα με αρχαία ρόλερ κόστερ!), που στήνονται παρέα με άφθονα εμπορικά μαγαζάκια, στα πλαίσια του επερχόμενου «μεγάλου αγώνα» ανάμεσα στους αρχηγούς…

Και ερχόμαστε στο πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο «Αστερίξ στους Βρετανούς». Όλη η παρουσία των Βρετανών στην ιστορία, από την ομιλία ως τις διατροφικές τους συνήθειες, συνιστά από μόνη της μια μεγάλη σάτιρα – με τα στερεότυπά της και όλα. Να πούμε για το – εξαιρετικά βίαιο – παιχνίδι του «ράγκμπι» και τους ενθουσιώδεις οπαδούς; Να πούμε για την απεικόνιση του «Λονδίνου» της εποχής με τις χαρακτηριστικές εκείνες «διπλές άμαξες»; Ή για την περίφημη εκείνη απεικόνιση των τροβαδούρων που ξετρελαίνουν τα νεαρά κορίτσια και τα ωθούν να τσιρίζουν και να τραβούν τις κοτσίδες τους; Ο λόγος φυσικά για τους Beatles, σε μια από τις αγαπημένες μου στιγμές σε όλες τις ιστορίες του «Αστερίξ».

Μη ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στο 1966 – όταν το άστρο και η δημοτικότητα των Beatles βρίσκονταν στο απόγειό τους.



Οι Beatles στους δρόμους του αρχαίου Λονδίνου... από το Αστερίξ στους Βρετανούς / Beatles in ancient London town, as depicted in Asterix in Britain



Μιλώντας για μουσική… όλη η παρουσία του νεαρού «Γιεγιεδίξ» στο «Αστερίξ και οι Νορμανδοί» δεν είναι παρά μια αναφορά στη ροκ μουσική των καιρών και την επιτηδευμένη παραφωνία της – δυσάρεστη στους πατροπαράδοτους Γαλάτες, μα εξαιρετικά ευχάριστη στον βάρδο Κακοφωνίξ…

Η μετάφραση του ονόματος, εξάλλου, παραπέμπει στους «γιεγιέδες» - όπως αποκαλούνταν περιφρονητικά οι οπαδοί των Beatles και λοιπών pop/rock σχημάτων στη διάρκεια της δεκαετίας του 60… “She loves you, yeah, yeah, yeah…”



Ο Γιεγιεδίξ και το ροκ 'εν ρολ στο Αστερίξ και οι Νορμανδοί / Rock 'n Roll in Asterix and the Normans



Ο «Αστερίξ Λεγεωνάριος»συνιστά μια εσωτερική ματιά σε έναν ρωμαϊκό στρατώνα, ξεκινώντας από το πρώιμο στάδιο της στρατολόγησης και συνεχίζοντας στην εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων… Είναι αναμφίβολο λοιπόν πως θα αγαπηθεί από κάθε άνθρωπο που έχει βιώσει την εμπειρία του στρατού!

Η ίδια ιστορία, εξάλλου, απεικονίζει με γλαφυρό τρόπο την οδύσσεια μιας σύγχρονης γραφειοκρατικής διαδικασίας: στην αναζήτηση του λεγεωνάριου Τραγικομίξ, ο Αστερίξ αναγκάζεται να καταφύγει από το «γραφείο πληροφοριών» στο «στρατολογικό γραφείο, τέταρτη πόρτα αριστερά», και από κει στο «γραφείο του εκατόνταρχου υπηρεσίας» και από κει πάλι πίσω στις «πληροφορίες»… μέχρι που κάποια στιγμή ξεχειλίζει το ποτήρι. Αχ, και να κουβαλούσαμε λίγο μαγικό ζωμό στις αποσκευές μας, όποτε μπλέκαμε με τη σειρά μας σε γραφειοκρατικές διαδικασίες…

Εδώ κι εκεί θα συναντήσει κανείς αναφορές που τις αναγνωρίζουν μόνο οι «μυημένοι» - ή εκείνοι που έχουν καλές πηγές πληροφοριών στο διαδίκτυο! Η εικόνα της σχεδίας των πειρατών που ναυαγούν, στο ίδιο τεύχος, συνιστά επί της ουσίας μιας παραπομπή στο ξακουστό έργο του Τεοντόρ Ζερικώ «Η Σχεδία της Μέδουσας» - από τα ξακουστά έργα του Ρομαντισμού, το οποίο παρουσίασα στα «100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής» ( < κλικ).



Η γραφειοκρατία όπως απεικονίζεται στο Αστερίξ Λεγεωνάριος / Bureaucracy in Asterix the Legionary
Ο στρατός και οι διαταγές του... από το Αστερίξ Λεγεωνάριος / Army life in Asterix the Legionary
Η Σχεδία της Μέδουσας, σχέδιο του Ουντερζό βασισμένο στον πίνακα του Ζερικώ στο Αστερίξ Λεγεωνάριος / Raft of the Medusa, a tribute by Uderzo in Asterix the Legionary




Στην «Ασπίδα της Αρβέρνης»συναντούμε μια ξεκαρδιστική σκηνή ενός αρχαίου συστήματος «εσωτερικής επικοινωνίας» σε κάποια «υπηρεσία» των καιρών… Η γραμματέας ομιλεί στο «χωνί επικοινωνίας», το οποίο επί της ουσίας καλύπτει μια τρύπα στο γραφείο – κάτω από το οποίο βρίσκεται ο σκλάβος, που μεμιάς τρέχει για να μεταφέρει την είδηση…

Στο ίδιο τεύχος δεσπόζουν, εξάλλου, οι διαιτητικές μέθοδοι που αποσκοπούν να αποκαταστήσουν την υγεία του αρχηγού Μαζεστίξ… μέθοδοι που παραπέμπουν σε κάποιο σύγχρονο διατροφικό ινστιτούτο.



Προχωρημένο σύστημα επικοινωνίας σε γραφείο... από την Ασπίδα της Αρβέρνης του Αστερίξ / Office communication system in Asterix



Ο «Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες»ακροβατεί ανάμεσα στην ιστορία και τον γοητευτικό αναχρονισμό. Μεταξύ άλλων, δεσπόζουν στο βιβλίο οι υπέροχες πανοραμικές όψεις της Αθήνας και του Πειραιά – που, παρέα με την πανοραμική εισαγωγική εικόνα της Ρώμης στο μεταγενέστερο «Οι Δάφνες του Καίσαρα» ανήκουν στα ωραιότερα σχέδια που κατέθεσε ποτέ η εικονογραφική μαεστρία του Ουντερζό. Η επίσκεψη των Γαλατών στην Ακρόπολη θυμίζει σύγχρονη τουριστική εκδρομή, όπως και η βραδινή επιδρομή στην ελληνική ταβέρνα…

Μα περισσότερο όλων, εκείνο που αποτυπώνεται στη μνήμη είναι ο χορός συρτάκι, που από κοινού χορεύουν αρχαίοι Έλληνες, Ελληνίδες και Γαλάτες, με τον γέροντα Μαθουσαλίξ να πρωτοστατεί στο γλέντι! Μια σαφή αναφορά στον «Ζορμπά», που λίγο καιρό πριν είχε κατακλύσει τον κόσμο με την εμβληματική μουσική και τις σκηνές του – φτάνοντας να καθορίσει την εικόνα που έχουν για τους Έλληνες οι ξένοι. Είπαμε – υπάρχουν πολλών ειδών στερεότυπα, αρνητικά και θετικά.



Συρτάκι από το Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες / Sirtaki greek dance in Asterix and the Olympic Games



Ακολουθεί ο «Αστερίξ και η Χύτρα» - από τα αγαπημένα μου και, ταυτόχρονα, ένα από τα σκοτεινότερα τεύχη της σειράς. Ο Αστερίξ εξόριστος από το χωριό σε απεγνωσμένη αναζήτηση χρημάτων, καταλήγοντας ως και να επιδοθεί σε ληστεία τράπεζας – ναι, τα σενάρια του Γκοσινύ έχουν αρχίσει για τα καλά να διαφοροποιούνται από τις περισσότερο ανάλαφρες πρώτες ιστορίες. Σε επίπεδο κοινωνικής σάτιρας, λοιπόν, δεσπόζει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εμπόρους και η άγραφη αμοιβαιότητα όσο αφορά τη διαμόρφωση των τιμών της αγοράς («θα του πουλήσετε 14 αγριογούρουνα για 5 σηστέρσια μόνο; Σπάτε τις τιμές! Αυτό είναι έγκλημα!»), η απεικόνιση ενός Ρωμαίου φοροεισπράκτορα, η γλώσσα του οποίου στα μπαλονάκια δεν είναι παρά η συμπλήρωση μιας υπηρεσιακής φόρμας (όπου βάζεις τικ στο ανάλογο κουτάκι), και η προαναφερόμενη ληστεία της τράπεζας.

Μα περισσότερο όλων, εκείνο που μου κίνησε προσωπικά το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη ιστορία, σχετικά με το θέμα της κοινωνικής σάτιρας, ήταν η απεικόνιση του «μοντέρνου θεάτρου» και της πρακτικής του: σκοπός της ψυχαγωγίας πλέον δεν είναι να επιμορφώσει ή να ταξιδέψει τους θεατές – μα να τους σοκάρει, όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πιο πετυχημένο θέαμα όλων είναι εκείνο που κατορθώνει να προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό σκάνδαλο: στην περίπτωσή μας, να ξεστομίσει ένας Γαλάτης μπροστά στον ίδιο τον Ρωμαίο έπαρχο πως «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι»… το αποτέλεσμα του οποίου είναι να οδηγηθεί ο θεατρικός σκηνοθέτης στην αρένα με τα λιοντάρια – ευτυχισμένος, μια που η καταδίκη του ισοδυναμεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αναγνώριση.




Το μοντέρνο θέατρο στο Αστερίξ και η Χύτρα / Modern theater in Asterix and the Cauldron



Γ - Η ώριμη περίοδος του Γκοσινύ και το αποκορύφωμα της κοινωνικής σάτιρας




Έχουμε πια μεταβεί στα τέλη της δεκαετίας του 60 – μια εποχή που ο κόσμος δείχνει να έχει πια «σοβαρέψει». Ο ιδεαλισμός παραδίδει ολοένα και περισσότερο τη σκυτάλη στον ρεαλισμό• τα αγαπησιάρικα κινήματα των λουλουδιών έχουν αντικατασταθεί από σοβαρές κοινωνικές εξεγέρσεις• ο κινηματογράφος και οι τέχνες εισέρχονται σε μια βαθύτερη και, ταυτόχρονα, σκοτεινότερη εποχή – θυμίζοντας την κατάδυση στα νερά κάποιας θάλασσας• και η Γαλλία έχει νωπές τις μνήμες της από το μαζικό ξεσήκωμα του Μάη του 68 – και την καταστολή του.

Ο κόσμος στα τέλη της δεκαετίας του 60 δεν θα μπορούσε να είναι ίδιος με τον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας. Αντίστοιχα λοιπόν μεταβάλλεται και το χιούμορ των καιρών – και ο Ρενέ Γκοσινύ μιλάει πια σε έναν διαφορετικό τόνο… περισσότερο ώριμο, περισσότερο ενήλικο. Η κοινωνική σάτιρα σε πολλά βιβλία του «Αστερίξ» δεν λειτουργεί πλέον συνοδευτικά στην ιστορία, σαν να επρόκειτο για ένα πρόσθετο καρύκευμα – μα συνιστά τον βασικό κορμό και το κύριο χαρακτηριστικό τους.

Ξεχωρίζω πέντε ιστορίες που αναδεικνύουν στο έπακρο τις νέες τάσεις – από πολλές απόψεις θα έλεγα πως οι συγκεκριμένες πέντε ιστορίες συνιστούν την κορωνίδα του εγκεφαλικού χιούμορ της σειράς. Οι ιστορίες αυτές είναι «η Διχόνοια», «ο Αστερίξ στους Ελβετούς», «η Κατοικία των Θεών», «Οι Δάφνες του Καίσαρα» και το «Οβελίξ και Σία».

Η «Διχόνοια»φέρει ως κεντρικό άξονα της πλοκής την ιδέα των Ρωμαίων να καταπολεμήσουν τους ατίθασους Γαλάτες με έναν διαφορετικό τρόπο – όχι πια δια της βίας, μα εκ των έσω. Και για πρώτη φορά οι Ρωμαίοι – που μέχρι τότε περιορίζονταν σε γραφικές συμπλοκές με τους πάντα ισχυρότερους Γαλάτες – γίνονται πραγματικά απειλητικοί. Διότι όπου δεν πιάνει η τυφλή ισχύς, ίσως να πιάνει το μυαλό. Και πόσοι πόλεμοι κερδήθηκαν δια της στρατηγικής; Πόσοι πόλεμοι δεν χρειάστηκε καν να διεξαχθούν – διότι ο αντίπαλος είχε ήδη νικηθεί εκ των έσω; Η ίδια η Ρώμη, εξάλλου, έμελλε να καταρρεύσει από την ίδια τη διαφθορά της. Τα εδάφη που κατέκτησαν οι βάρβαροι λαοί ήταν τα εδάφη μιας παρηκμασμένης και μαλθακής, πλέον, αυτοκρατορίας.

Στη «Διχόνοια» ο κεντρικός αντίπαλος των Γαλατών δεν είναι πλέον οι Ρωμαίοι – μα ο ίδιος ο εαυτός τους. Αρκεί ένα έξυπνο και μοχθηρό «ζιζάνιο», ένας πράκτορας των Ρωμαίος, για να σπείρει τον ιό της αμφιβολίας και της σύγκρουσης ανάμεσά τους – και να τους αφήσει έπειτα να αλληλοφαγωθούν, ενώ οι Ρωμαίοι κάθονται ήσυχοι παράμερα και περιμένουν. Οι κάτοικοι του γαλατικού χωριού παύουν σταδιακά να έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, διαχωρίζονται σε φατρίες και κλείνονται ολοένα και περισσότερο στους εαυτούς τους. Ο πόλεμος για πρώτη φορά εσωτερικεύεται και αγγίζει – σχεδόν – τα όρια του εμφυλίου. Και είναι γνωστό πως οι εμφύλιες διαμάχες υπήρξαν πάντα οι σκληρότερες της ιστορίας, παραχωρώντας τη σκυτάλη στην παντοτινή και αδιάψευστη τακτική κάθε σκεπτόμενης εξουσίας, που τρίβει με ικανοποίηση τα χέρια της: εκείνη του «διαίρει και βασίλευε»…

Μία και μόνο μία είναι η λύση: η συναδέλφωση ενάντια στον κοινό αντίπαλο. Καμία άλλη.



Σκηνή από τη Διχόνοια στον Αστερίξ / A scene from Asterix and the Roman Agent
Καβγάς των Γαλατών, από τη Διχόνοια του Αστερίξ / Gauls' fight in Asterix and the Roman Agent




Ακολουθεί «ο Αστερίξ στους Ελβετούς» - μια πανέμορφη ιστορία με άφθονες εναλλαγές σκηνικού, στην οποία μάλιστα για πρώτη φορά οι Γαλάτες καταλήγουν να δειπνήσουν παρέα με έναν Ρωμαίο. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να μαρτυρά πως βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή για τον Ρενέ Γκοσινύ – και πως οι χαρακτήρες έχουν ξεφύγει κατά πολύ από τους πρώιμους τόνους του άσπρου και του μαύρου, του καλού και του κακού.

Εκείνο όμως που δεσπόζει περισσότερο, κατά τη γνώμη μου, στη συγκεκριμένη ιστορία (πέρα από τις φοβερές εκείνες αναχρονιστικές ματιές στις «απαραβίαστες» ελβετικές τράπεζες και την αξέχαστη σκηνή με την τοξοβολία και το μήλο), είναι η βαθιά ρεαλιστική απεικόνιση των «ρωμαϊκών οργίων» και της διαφθοράς της εξουσίας.

Μόνο η σεξουαλικότητα λείπει για να μετατραπεί το κόμικ σε μια ιστορία αποκλειστικά για ενήλικες – όλα τα άλλα συστατικά βρίσκονται εδώ: η αχαλίνωτη παράδοση στις απολαύσεις του φαγητού και του πιοτού, η άφεση στα τρυφηλά ένστικτα της παρακμής, η αποχαλίνωση κάθε ανθρώπινου φραγμού στο όνομα της εξουσίας και της διατήρησής της. Όπως εξάλλου δηλώνει ο γλοιώδης κυβερνήτης Χοντροβάκιλλους, δύο είναι οι στάσεις που μπορεί να έχει απέναντι στον αντίπαλό του, ώστε να εξασφαλίσει τα προνόμιά του: «ή θα τον διαφθείρω, ή θα τον σκοτώσω».

Πολλές σελίδες γνήσιας ρωμαϊκής (και όχι μόνο) ιστορίας συμπυκνώνονται σε αυτή τη συγκεκριμένη φράση.



Η διαφθορά της εξουσίας στο Αστερίξ στους Ελβετούς / Power and corruption in Asterix in Switzerland
Ρωμαϊκά όργια στο Αστερίξ στους Ελβετούς / Roman orgies in Asterix in Switzerland issue




Η «Κατοικία των Θεών»συνιστά από πολλές απόψεις την αγαπημένη μου, απ’ όλες τις ιστορίες του Αστερίξ. Και την αγαπούσα ήδη από μικρός αυτή την ιστορία – ψηλαφώντας όπως όπως το νόημά της, αν και χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσω να το κατανοήσω σε όλη την έκτασή του.

Για δεύτερη φορά εδώ καταφεύγει ο Γκοσινύ στην τακτική της «καταπολέμησης του αντιπάλου εκ των έσω». Η σπορά της διχόνοιας απέτυχε, οι Γαλάτες τα βρήκαν πάλι μεταξύ τους – προχωράμε στο δεύτερο σχέδιο: εκείνο της διείσδυσης του ίδιου του ρωμαϊκού πολιτισμού στη ζωή και την καθημερινότητα των Γαλατών. Η λογική είναι η εξής: αφού δεν μπορείς να νικήσεις τον αντίπαλό σου με τα όπλα ή την διάσπαση… δοκίμασε να τον αφομοιώσεις. Να τον κάνεις να σου μοιάσει.

Το κρυφό όπλο των Ρωμαίων σε αυτή την ιστορία λέγεται «εκσυγχρονισμός». Ήδη τα λόγια του Ιουλίου Καίσαρα στο ξεκίνημα της ιστορίας είναι δηλωτικά της πρόθεσής του: «το χωριό είναι καταδικασμένο να προσαρμοστεί, ή να εξαφανιστεί». Πού να προσαρμοστεί; Στα νέα δεδομένα των καιρών – τα δεδομένα της «ανάπτυξης», της «οικονομίας» και του «εμπορίου». Θυμίζοντας άφθονα ιστορικά παραδείγματα υπανάπτυκτων εθνών, που εξαναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις πιέσεις των ισχυρών και στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς, το γαλατικό χωριό ανοίγει τις πύλες του όχι πια στους βίαιους κατακτητές Ρωμαίους… μα στους ανέμελους τουρίστες που γυρεύουν να καταναλώσουν «ντόπια, παραδοσιακά προϊόντα» και «άγρια γαλατική φύση».

Παράλληλα, το χτίσιμο ενός ρωμαϊκού ξενοδοχείου καταμεσής του γαλατικού δάσους μοιάζει περισσότερο επικίνδυνο και από χίλιες πληγές μάχης. Τι να σου κάνει εδώ ο μαγικός ζωμός. Σύμφωνοι, μπορεί κάποιος να αντισταθεί σε μια ενδεχόμενη πολεμική εισβολή. Μα άντε να αντισταθείς στην εισβολή της «προόδου» - πόσο μάλλον αν εξασφαλίζει χρήμα για τους έξυπνους και εκλεκτά εμπορικά προϊόντα για τα πλήθη. Το οικονομικό καταναλωτικό ένστικτο εισέρχεται για πρώτη φορά στο γαλατικό χωριό – και οι κάτοικοί του αφήνουν στην άκρη τα όπλα και πιάνουν τους λογαριασμούς και τα ισοζύγια.

Γιατί να αντιστρατεύονται πια τους Ρωμαίους, τη στιγμή που εκείνοι μπορούν να αποτελέσουν τους καλύτερους δυνατούς πελάτες τους;



Η εμπορευματοποίηση στον Αστερίξ... από την Κατοικία των Θεών / Commercialism in Asterix and the Mansion of the Gods



Η «Κατοικία των Θεών» ξεχωρίζει, εξάλλου, και για το πανταχού παρόν περιβαλλοντικό της μήνυμα. Πελώριες εκτάσεις από δάση πέφτουν στο όνομα της «ανάπτυξης» και της «προόδου» - προς απογοήτευση του γλυκού μας Ιντεφίξ. Αλίμονο όμως, στον κόσμο πέρα από τις χάρτινες σελίδες δεν υπάρχουν οι μαγικοί σπόροι του Πανοραμίξ, ικανοί να κάνουν τα δέντρα να φυτρώσουν πάλι. Η καταπάτηση της φύσης στο όνομα του κέρδους (εκείνο που κάποιοι αποκαλούν «ανάπτυξη») είχε μόλις αρχίσει να γίνεται αισθητή σε όλη την έκτασή της τον καιρό εκείνο, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Επί της ουσίας βρισκόμαστε στις απαρχές του περιβαλλοντικού κινήματος – και εδώ φανερώνεται πόσο καλά εξέπεμπαν οι κεραίες του Ρενέ Γκοσινύ στον γενικό παλμό της εποχής του.

Κι όμως – οι κοινωνικές αναφορές στην εκπληκτική αυτή ιστορία δεν τελειώνουν εδώ! Κάποια στιγμή ο Αστερίξ έρχεται σε επαφή με τον επικεφαλής των σκλάβων, ζητώντας του να εξεγερθεί, να εγκαταλείψει τη σκλαβιά και να διεκδικήσει, μαζί με τους άλλους σκλάβους, την ελευθερία του – καταφέρνοντας έτσι ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στους Ρωμαίους. Ο σκλάβος αρχικά δελεάζεται… μα η κατάληξη είναι διαφορετική: οι σκλάβοι συνδικαλίζονται και διεκδικούν οικονομικά οφέλη από τους αφεντάδες τους. Οι Ρωμαίοι υποχωρούν και δέχονται να τους πληρώσουν και να βάλουν στην άκρη τα μαστίγια. Οι σκλάβοι υποχωρούν με τη σειρά τους – και η εργασία συνεχίζεται, με τους απλούς, μέχρι πρότινος, σκλάβους να έχουν μετατραπεί σε συνασπιζόμενους συνδικαλιστές σκλάβους. Και όπως αναφέρει ο επικεφαλής των σκλάβων στον αποσβολωμένο Αστερίξ: «οι σκλάβοι δουλεύουν καλύτερα από τη στιγμή που άρχισαν να τους πληρώνουν».



Οι σκλάβοι διεκδικούν τα εργασιακά τους δικαιώματα... από την Κατοικία των Θεών του Αστερίξ / Slaves' Union rights in Asterix
Η πρόοδος... σκηνή από την Κατοικία των Θεών / Progress... a scene from The Mansion of the Gods in Asterix



Πραγματικά, όλη η εποχή μας σε μία και μόνο ιστορία. Θυμίστε μου παρακαλώ τον λόγο που οι ιστορίες του «Αστερίξ» κυκλοφορούν σε όλα τα περίπτερα της χώρας – μα αντιμετωπίζονται απλά ως «παιδικά κόμικς» από την πλειοψηφία του κόσμου; Υποθέτω διότι ο ίδιος αυτός κόσμος δεν έχει κατορθώσει να εμβαθύνει στα μηνύματά του… Δε βαριέσαι – κάτι τέτοια με εξωθούν να γράφω αυτά εδώ τα αφιερώματα. Κάποιος πρέπει να το κάνει, σε τελική ανάλυση.

Οι «Δάφνες του Καίσαρα»ανήκουν στις ιστορίες που θα εκτιμήσει περισσότερο ο ενήλικας, συγκριτικά με το παιδί. Πλέον τη συγκαταλέγω στις αγαπημένες μου ιστορίες – αν με ρωτούσατε όταν ήμουν παιδί, δύσκολα θα την τοποθετούσα έστω και στο τοπ-10, προτιμώντας πιο ανάλαφρες ιστορίες όπως «ο Μάντης» και το «Ρόδο και Ξίφος».

Καταρχάς το σχέδιο του Ουντερζό βρίσκεται πια στο αποκορύφωμά του. Το εισαγωγικό γενικό πάνελ της Ρώμης είναι τόσο εντυπωσιακό, που θα μπορούσε εύκολα να περάσει για μακέτα παρμένη από κάποιο ιστορικό ρωμαϊκό μουσείο. Οι φιλότεχνοι, εξάλλου, θα παρατηρήσουμε με ευχάριστη έκπληξη τις αναφορές του Ουντερζό σε κλασικά γλυπτά της ιστορίας της τέχνης, μέσα από τις στάσεις εκείνου του σκλάβου στο παζάρι – από τον «Δισκοβόλο» και τον «Λαοκόοντα» ως τον «Σκεπτόμενο» του Ροντέν… Κάτι τέτοιες εικαστικές πινελιές ίσως διαφύγουν από το παιδί, μα σκορπίζουν χαρά στον επιμορφωμένο ενήλικα.

Όντας το μοναδικό βιβλίο της σειράς που εκτυλίσσεται εξ’ ολοκλήρου στον «ομφαλό της γης» και την πιο ανεπτυγμένη πόλη των καιρών της – τη Ρώμη – συνιστά ένα τέλειο πάτημα για τον Ρενέ Γκοσινύ, ώστε να σατιρίσει τα ήθη της μοντέρνας εποχής μας. Από τη μία έχουμε εκείνη την αποτύπωση της μεσαίας ρωμαϊκής οικογένειας, που ισορροπεί όπως-όπως μεταξύ της συντήρησης και της ανάγκης για ξεσάλωμα και υπέρβασης των κοινωνικών φραγμών. Από την άλλη έχουμε την αποτύπωση των ρωμαϊκών δικαστηρίων και της ματαιόδοξης φλυαρίας του δικηγορικού λόγου. Αυτά μεταξύ άλλων.


Δικηγορική ρητορεία... σκηνή από τις Δάφνες του Καίσαρα στον Αστερίξ / Lawyer's rhetoric speech in Asterix
Ο άνθρωπος-γλυπτό στις Δάφνες του Καίσαρα του Αστερίξ / The man-statue in Asterix and the Laurel Wreath




Και συνεχίζουμε με το «Οβελίξ και Σία» - το περιεχόμενο του οποίου θα μπορούσε να συνιστά, παρέα με την «Κατοικία των Θεών», υλικό διδασκαλίας στα σχολεία. Και να είστε βέβαιοι πως μιλάω απολύτως σοβαρά αυτή τη στιγμή.

Η συγκεκριμένη ιστορία συνιστά μια σπουδή στον καπιταλισμό. Ταυτόχρονα συμπληρώνει την άτυπη «τριλογία» των ιστοριών (μαζί με τη «Διχόνοια» και την «Κατοικία των Θεών») στις οποίες οι Ρωμαίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τους Γαλάτες εκ των έσω. Η προβληματική γύρω από την εισβολή της οικονομίας και του παραγωγικού-καταναλωτικού μοντέλου φτάνουν στο αποκορύφωμά τους – και μαζί με αυτές ο κύκλος του «Αστερίξ» φτάνει στο αποκορύφωμα των εγκεφαλικών ιστοριών του.

Όλα ξεκινούν όταν ένας πονηρός οικονομολόγος – που συνιστά καρικατούρα του Γάλλου πολιτικού και μελλοντικού προέδρου, Ζακ Σιράκ – προτείνει στον Καίσαρα την απόλυτη μέθοδο κατάκτησης του αλύγιστου, ως τότε, γαλατικού λαού: τη μετατροπή του σε «συνέταιρους καπιταλιστές», διατεθειμένους να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες με τους πρώην εχθρούς τους και να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλο προς όφελος του ατομικού κέρδους, μιας ζωής καταναλωτικής χλιδής και ενός εποικοδομήματος κοινωνικού κύρους. Και δεν είναι τυχαίο που το πρώτο θύμα της νέας τακτικής είναι ο παντοδύναμος μεν, αφελής και ανασφαλής δε, Οβελίξ.

Κλειδί της επιτυχίας του σχεδίου είναι η μετατροπή ενός άχρηστου αντικειμένου σε καταναλωτικό προϊόν μεγάλης αξίας: ο λόγος για τα περίφημα μενίρ, που ως τότε έμοιαζαν να μην έχουν την παραμικρή χρησιμότητα. Αρκεί όμως να προσδώσει μια επίστρωση «αξίας» πάνω τους ένας διαπρεπής οικονομολόγος, για να μεταμορφωθούν σε προϊόντα υψηλής αναγκαιότητας.

Αναγκαία σε τι ακριβώς; Μα σε άφθονα πράγματα, όπως αποκαλύπτουν οι διαφημιστικές μπροσούρες που μοιράζονται στους Ρωμαίους πολίτες, που καλούνται, πλέον, να επενδύσουν πάνω τους τα χρήματά τους. «Σκλάβους έχεις… μενίρ όμως έχεις;». E, λοιπόν, καιρός να αποκτήσεις!



Άνοδος της οικονομίας στον Αστερίξ / The prices have risen in Asterix
Αστερίξ και Καπιταλισμός... από το Οβελίξ και Σία / Asterix and Capitalism, in Obelix and Co.
Σκηνή από το Οβελίξ και Σία



Και τα μενίρ ξεχύνονται στην αγορά. Και οι πηγές τους ποικίλουν – εκείνο που ξεκίνησε από έναν και μοναδικό παραγωγό (τον Οβελίξ) έχει καταλήξει να μετατραπεί σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό παραγωγικό σύστημα.

Οι παραγωγοί αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς, όσο βλέπουν πως το προϊόν τους έχει πέραση και αποφέρει έσοδα. Και μαζί με τους παραγωγούς καλλιεργείται και ο ανταγωνισμός – ποιος θα δημιουργήσει το καλύτερο μενίρ, ποιος θα παράγει περισσότερα, ποιος θα απασχολήσει περισσότερους και καλύτερους εργάτες.

Ο καπιταλισμός έχει εισέλθει για τα καλά στον ειρηνικό, μέχρι τότε, κόσμο του γαλατικού χωριού. Ο αγώνας για το μονοπώλιο της αγοράς έχει ξεκινήσει – μόνη σημασία ποιος θα επικρατήσει έναντι του άλλου. Και να πως ένα άχρηστο αντικείμενο μεταμορφώνεται σταδιακά σε αντικείμενο υψηλής χρησιμότητας, φτάνοντας να μετατραπεί σε μέτρο ανταλλαγής, καθορίζοντας την αξία, τις τιμές και τις συνθήκες της διεθνούς αγοράς.

Σε έναν κόσμο σαν αυτόν δεν προκαλεί καμία εντύπωση λοιπόν που η Αππία Οδός καταλήγει να κλείσει ως ένδειξη διαμαρτυρίας, επειδή «το μονοπώλιο των γαλατικών μενίρ διακυβεύει την εργασία των Ρωμαίων σκλάβων»…



Οικονομική κρίση και διαδηλώσεις στο Οβελίξ και Σία του Αστερίξ / Economic crisis and demonstrations in Obelix and Co.
Διαφημίσεις μενίρ από το Οβελίξ και Σία / Menhir advertisements in Obelix and Co.

Το καταναλωτικό σύστημα στο τεύχος του Αστερίξ, Οβελίξ και Σία / Menhir advertisements in Obelix and Co.




Και όταν ο Αστερίξ προτείνει στον Οβελίξ να πάνε για κυνήγι, εκείνος του απαντάει: «εγώ δεν χάνω τον χρόνο μου τζάμπα» - και κατευθύνεται στο λατομείο των μενίρ του, ώστε να επιβλέψει το εργατικό προσωπικό του.

Γιατί με τον ερχομό του καπιταλισμού αλλάζει και η έννοια του χρόνου. Ο χρόνος πλέον διαχωρίζεται σε «παραγωγικός» και «μη-παραγωγικός» - και φυσικά παραγωγικός χρόνος είναι εκείνος που αποφέρει κέρδη…

Αχ, και να διδάσκονταν αυτές οι ιστορίες στα σχολεία. Σύμφωνοι, τα παιδιά τις διαβάζουν, το ίδιο και οι ενήλικες – μα αμφιβάλλω αν εμβαθύνουν στο νόημά τους.



Είναι τρελοί αυτοί οι καπιταλιστές... από το Αστερίξ / These capitalists are crazy... in Asterix



Επίλογος




Να που το αφιέρωμα, λοιπόν, έφτασε τις 6500 λέξεις! Ουφ! Ναι, πήρε καιρό για να το γράψω – μα το χάρηκα, να είσαι βέβαιος γι’ αυτό αγαπητέ αναγνώστη. Θέλω να πιστεύω πως το χάρηκες κι εσύ μαζί μου.

Σκοπός αυτού του αφιερώματος ήταν αφενός να καταδείξω την κοινωνική διάσταση μιας από τις δημοφιλέστερες σειρές κόμικς όλων των εποχών. Αφετέρου ήταν ένας μικρός προσωπικός φόρος τιμής σε μια σειρά με την οποία μεγάλωσα – και μεγαλώνω ακόμα.

Ω, ναι. Θα συμφωνήσω μαζί σου, Οβελίξ. «Είναι τρελά αυτά τα Κουνέλια!»


Αν σας άρεσε η παρουσίαση, προτείνω να περάσετε μια βόλτα και από τα ακόλουθα αφιερώματα:

Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το Sandman


Τα κοινωνικά μηνύματα του Χάρι Πότερ

© Το αφιέρωμα στον Αστερίξ γράφτηκε με άφθονα διαλείμματα μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου του 19 από το Φονικό Κουνέλι. Τα εύσημά μου στα φιλαράκια που σκάναραν τα τεύχη και τα ανέβασαν στο διαδίκτυο. Τα λέμε στο επόμενο! 



Τεύχη του Αστερίξ... φωτογραφία: το φονικό κουνέλι / Asterix greek issues

Ν. Καζαντζάκη: Η ξέφρενη νύχτα του Αλέξη Ζορμπά στον Καύκασο

$
0
0

Ένα απόσπασμα από τον Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, του Νίκου Καζαντζάκη - παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι / Alexis Zorbas and his erotic adventures... by Nikos Kazantzakis




Ο“Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, δημοσιευμένος πρώτη φορά το 1946, ανήκει στα σημαντικότερα έργα όχι μόνο της νεοελληνικής, μα της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής. Μέσα από τη μορφή του Αλέξη Ζορμπά ο Νίκος Καζαντζάκης εκθέτει ένα πρότυπο ανθρώπου που ο ίδιος θαυμάζει απεριόριστα – μα ταυτόχρονα τον παρατηρεί από απόσταση, αδυνατώντας να του μοιάσει...

Πηγαίος, αυθόρμητος, ηδονιστής, αισθηματίας, τρέφοντας περιφρόνηση για κάθε αυθεντία, αδιαφορώντας για κάθε επιβαλλόμενο ιδανικό, ικανός να πειθαρχεί στον δικό του ηθικό κώδικα – ένας άνθρωπος που δεν φοβάται τη ζωή, μα ρίχνεται με πάθος στην άγρια θάλασσά της, άλλοτε δαμάζοντας τα κύματα, άλλοτε αφήνοντάς τα να τον παρασύρουν. Αυτός είναι ο Αλέξης Ζορμπάς – ίσως η πιο μυθιστορηματική από όλες τις ενσαρκώσεις του νιτσεϊκού «υπεράνθρωπου».

Στο απόσπασμα που θα μοιραστώ σήμερα μαζί σας ο λόγος ανήκει στον ίδιο τον Αλέξη Ζορμπά. Πρόκειται για μια αφήγηση που ξεχειλίζει γυναίκες και ηδονή. Και χιούμορ – ναι, χιούμορ. Όταν θέλει ο Καζαντζάκης να υιοθετήσει χιουμοριστικό ύφος, έστω δια του «αντιπροσώπου» του, Αλέξη Ζορμπά – τα καταφέρνει μοναδικά.

Ο λόγος, λοιπόν, στον Νίκο Καζαντζάκη – ή πιο σωστά, στον Αλέξη Ζορμπά. Απολαύστε.



Η ξέφρενη νύχτα του Αλέξη Ζορμπά στον Καύκασο. Μια αφήγηση




«— Αυτή λοιπόν, που λες, τη Νούσα, τη γνώρισα σ’ ένα χωριό του Κουμπάν. Καλοκαίρι εκεί πέρα. Καρπούζια και πεπόνια βουνά, έσκυβα, έπαιρνα ένα, κανένας δε μού ‘λεγε «βρε τι κάνεις αυτού;» Το ‘κοβα στη μέση κι έχωνα τη μούρη μου μέσα.

Όλα μπόλικα εκεί πέρα στον Καύκασο, αφεντικό, όλα χύμα, διαλέγετε και παίρνετε! Κι όχι μονάχα, να πεις, τα πεπόνια και τα καρπούζια, παρά και τα ψάρια και τα βούτυρα κι οι γυναίκες. Περνάς, βλέπεις ένα καρπούζι, το παίρνεις• βλέπεις μια γυναίκα, την παίρνεις. Όχι σαν εδώ, στην Ψωροκώσταινα, που άμα πάρεις κανενός ένα καρπουζόφυλλο σε πάει στα δικαστήρια, κι άμα αγγίξεις μια γυναίκα, φορά τη μαχαίρα ο αδερφός να σε κάμει κιμά. Μιζέρια, τσιγκουνιά, δικό σου και δικό μου, ου να χαθήτε, ψωριάρηδες! Να πάτε, μωρέ, στη Ρουσία, να δείτε αρχοντιά!

Πέρασα λοιπόν από το Κουμπάν, είδα μια γυναίκα σ’ ένα μποστάνι, μου άρεσε. Πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, πως η Σλάβα δεν είναι σαν και τούτες τις φτενές συφεροντολόγες Ρωμιές, που σου πουλούν τον έρωτα με το δράμι και κάνουν ό,τι μπορούν για να σου τον πασάρουν ξίκικο, να σε γελάσουν στο ζύγι• η Σλάβα, αφεντικό, σου ταον ζυγιάζει μπόλικα, βαρύ βαρύ• και στον ύπνο και στον έρωτα και στο φαΐ είναι πολύ συγγενής με τα ζώα, πολύ συγγενής με τη γης, δίνει, δίνει μπόλικα, δεν τσιγκουνεύεται, σαν και τούτες τις Ρωμιές, τις ψιλικατζίνες!

«Πως σε λένε;» τη ρώτησα. Βλέπεις, με τις γυναίκες είχα μάθει τώρα και λίγα ρούσικα...

«Νούσα• και σένα;»

— Αλέξη. Πολύ μου αρέσεις, Νούσα.

Με κοίταξε καλά καλά, όπως κοιτάζουμε ένα άλογο που θέλουμε ν’ αγοράσουμε.

«Και συ δε φαίνεσαι αχαμνός», μου κάνει. «Έχεις γερά δόντια, μεγάλα μουστάκια, φαρδιές πλάτες, χοντρά μπράτσα. Μου αρέσεις.»

Πολλά άλλα πράματα δεν είπαμε, μήτε κι ήταν ανάγκη. Μάνι μάνι τα συφωνήσαμε – θα πήγαινα σπίτι της το ίδιο βράδυ με τα καλά μου ρούχα. Έχεις και γούνα;» με ρωτά η Νούσα. «—Έχω, μα με τέτοια ζέστη... — Δεν πειράζει• φέρ’ την για μεγαλείο.»

Ντύθηκα λοιπόν το βράδυ σα γαμπρός, φορτώθηκα στο μπράτσο μου τη γούνα, πήρα κι ένα μπαστούνι που είχα με ασημένια λαβή, πήγα. Μεγάλο σπίτι χωριάτικο, με αυλές, αγελάδες, πατητήρια, φωτιές αναμμένες στην αυλή, καζάνια απάνω στις φωτιές. «Τι βράζετε εδώ;» ρώτησα. «— Πετιμέζι από καρπούζια. — Κι εδώ; — Πετιμέζι από πεπόνια.» Μωρέ, τι ‘ναι εδώ; είπα με το νου μου. Ακούς εκεί πετιμέζι από πεπόνια και καρπούζια! Γη της επαγγελίας, όξω φτώχεια! Έχε την ευκή μου, Ζορμπά, καλά έπεσες εδώ μέσα• σαν πόντικας σ’ ένα τουλούμι τυρί.

Ανέβηκα τις σκάλες. Κάτι ξύλινες θεόρατες σκάλες που τρίζανε. Στο κεφαλόσκαλο ο πατέρας κι η μάνα της Νούσας ντυμένοι μ’ ένα είδος σαλβάρια πράσινα, και κόκκινο ζουνάρι με χοντρές φούντες. Αρχοντάνθρωποι. Άνοιξαν τα μπράτσα, ματς μουτς, αγκαλιάσματα. Γέμισα σάλια. Μου μιλούσαν γρήγορα γρήγορα, δεν καταλάβαινα σκραπ, μα τι πειράζει; Από τη φάτσα τους το ‘βλεπα, το κακό μου δεν ήθελαν.

Μπαίνω μέσα, και τι να δω; Τραπέζια στρωμένα, φορτωμένα σαν τρικάταρτα καράβια. Όλοι οι συγγενείς, γυναίκες κι άντρες, όρθιοι, και μπροστά στέκουνταν η Νούσα, βαμμένη, στολισμένη, ξεστήθωτη, σα γοργόνα του καραβιού. Άστραφτε από ομορφιά και νιάτα· φορούσε ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, κι απάνω στην καρδιά της είχε κεντημένο ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι. «Μωρέ αθεόφοβε Ζορμπά», είπα με το νου μου, «ετούτο το κρέας είναι δικό σου; Ετούτο το κορμί θ’ αγκαλιάσεις απόψε; Ο θεός να συχωρέσει τον κύρη και τη μάνα που σε γέννησαν!»

Πέσαμε με τα μούτρα, γυναίκες κι άντρες, στο φαγοπότι. Τρώγαμε σα χοίροι, πίναμε σα βουβάλια. «Κι ο παπάς;» ρώτησα τον πατέρα της Νούσας, που κάθουνταν δίπλα μου κι έβγαζε αχνούς το κορμί του από το πολύ φαΐ• «που ‘ναι ο παπάς να μας βλοήσει; — Δεν έχει παπά», μου αποκρίθηκε και με πιτσίλισε πάλι με τα σάλια του, «δεν έχει παπά. Η θρησκεία, όπιο του λαού.»

Είπε και σηκώθηκε κορδωμένος, ξέσφιξε το κόκκινο ζωνάρι του, άπλωσε το χέρι να κάμει σιωπή. Κρατούσε ξέχειλο το ποτήρι του και με κοίταζε στα μάτια.

Άρχισε να λέει, να λέει, μού ‘βγαζε λόγο. Τι έλεγε; Ο Θεός κι η ψυχή του. Βαρέθηκα να στέκουμαι, είχα αρχίσει και να ζαλίζουμαι• κάθισα πάλι. Κάθισα και κόλλησα το γόνατο μου στο γόνατο της Νούσας, δεξά μου.

Μιλούσε, μιλούσε ο γέρος, ίδρωσε, όλοι ρίχτηκαν και τον αγκάλιασαν για να σωπάσει. Σώπασε. Η Νούσα μου έγνεψε: «Μίλα, ντε, και συ!»

Σηκώθηκα λοιπόν κι εγώ, έβγαλα λόγο, μισό ρούσικα, μισό ρωμαίικα. Τι είπα; Ανάθεμά με αν ήξερα. Θυμούμαι μονάχα πως στο τέλος το ‘χα ρίξει στο κλέφτικο. Είχα αρχίσει χωρίς αιτία κι αφορμή να γκαρίζω:


Βγήκαν κλέφτες στα βουνά

για να κλέψουν άλογα!

Κι άλογα δε βρήκανε

και τη Νούσα πήρανε!


Βλέπεις, αφεντικό, το άλλαζα και λίγο, για την περίσταση:


Και πάνε, πάνε, παν

(άιντε, μανούλα μου, παν!)

Αχ Νουσάκι μ’

αχ Νουσάκι μ’

βάι!



Κι ως μούγκρισα: «βάι!» χύθηκα και φίλησα τη Νούσα.

Αυτό ήταν! Σα να ‘δωκα, λες, το σενιάλο που περίμεναν, άλλο που δεν ήθελαν, πετάχτηκαν μερικοί μαγκλαράδες κοκκινογένηδες κι έσβησαν τα φώτα.

Οι γυναίκες οι παμπόνηρες σκλήριξαν, τάχατε πως τρόμαξαν Μα γρήγορα, χιχιχι! μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν τα γαργαλίσματα και τα γέλια.

Το τι έγινε, αφεντικό, ένας Θεός το ξέρει. Μα θαρρώ πως μήτε αυτός το ‘ξερε, γιατί αν το ‘ ξερε, θα ‘ριχνε το αστροπελέκι του να μας κάψει. Άντρες και γυναίκες, μαλλιά κουβάρια, κυλίστηκαν κάτω• έψαχνα να βρω τη Νούσα, μα που να τη βρω! Βρήκα μιαν άλλη, έβγαλα τα μάτια μου μαζί της.

Τα ξημερώματα σηκώθηκα να πάρω τη γυναίκα μου να φύγουμε. Σκοτάδι ακόμα, δεν καλόβλεπα. Πιάνω ένα πόδι, το τραβώ, δεν ήταν της Νούσας• πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, άλλο, και τέλος πάντων είδα κι έπαθα, βρίσκω το πόδι της Νούσας, το τραβώ, την ξεπλέκω από δυο τρεις νταγλαράδες, που την είχαν πιτακωμένη την κακομοίρα, και την ξυπνώ. «Νούσα», της λέω, «πάμε! – Μην ξεχάσεις τη γούνα σου!» μου αποκρίθηκε• «πάμε.»

Φύγαμε.»



Για την παρουσίαση και τον σχεδιασμό της εικόνας: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος του 19.




Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Βίου και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά / Nikos Kazantzakis, Zorba the Greek, first edition cover

Αντρέι Ταρκόφσκι: Μονόλογος ενός τρελού στο πλήθος...

$
0
0

Τοπίο στην ομίχλη... από την ταινία Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι




«Ποιος πρόγονος μιλάει μέσα μου; Δεν μπορώ να ζω ταυτόχρονα στο νου και στο σώμα μου… Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορώ να είμαι ένα πρόσωπο μόνο. Είμαι ικανός να αισθάνομαι αναρίθμητα πράγματα ταυτόχρονα…

Δεν έμειναν πια μεγάλοι δάσκαλοι… αυτό είναι το κακό της εποχής μας... Το μονοπάτι της καρδιάς είναι σκεπασμένο με σκιές.

Χρειάζεται ν’ ακούσουμε τις φωνές εκείνες που μοιάζουν άχρηστες. Σε μυαλά γεμάτα μακριές αποχετεύσεις, τοίχους σχολείων, άσφαλτο και έντυπα επιδόματος ανεργίας... χρειάζεται να εισχωρήσει το ζουζούνισμα των εντόμων.

Να γεμίσουμε τα μάτια μας και τ’ αυτιά μας με πράγματα που συνιστούν την απαρχή ενός μεγάλου ονείρου…! Να φωνάξει ξανά κάποιος πως θα χτίσουμε τις πυραμίδες…! Και όχι... δεν έχει σημασία αν δεν τις χτίσουμε. Να ενισχύσουμε αυτή την επιθυμία και να μάθουμε ν’ απλώνουμε τις γωνίες της ψυχής… σαν ένα πλατύ, αέναο σεντόνι...

Αν θέλετε να προχωρήσει ο κόσμος, πρέπει να πιαστούμε από τα χέρια. Και ν'αναμίξουμε τους «υγιείς» με τους «ασθενείς». Εσείς, οι υγιείς! Τι σημαίνει λοιπόν η υγεία σας; Τα μάτια της ανθρωπότητας κοιτάζουν το βάραθρο μέσα στο οποίο πέφτουμε…! Η ελευθερία σας είναι άχρηστη αν δεν έχετε το θάρρος να μας κοιτάξετε στα μάτια… να φάτε, να πιείτε… και να κοιμηθείτε μαζί μας!

Όλοι εσείς οι «υγιείς»… οδηγήσατε τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής!

Άνθρωπε… άκου. Μέσα σου νερό… φωτιά… και μετά, στάχτες!

Και τα κόκαλα στις στάχτες.

Τα κόκαλα... και οι στάχτες!



Που βρίσκομαι όταν δεν είμαι ούτε στην πραγματικότητα, ούτε στη φαντασία μου; Κάνω μια νέα συμφωνία με τον κόσμο. Πρέπει να έχει ήλιο τη νύχτα… και χιόνι τον Αύγουστο.

Τα μεγάλα πράγματα τελειώνουν… τα μικρά αντέχουν.

Η κοινωνία πρέπει να ενωθεί και πάλι… όχι να αποδιαρθρώνεται! Εσείς... να κοιτάξετε τη φύση… και να δείτε πως η ζωή είναι απλή! Να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν… σ’ εκείνο το σημείο που ακολουθήσαμε τον λάθος δρόμο.

Να επιστρέψουμε πίσω στις θεμελιώδεις αρχές της ζωής… χωρίς να βρωμίζουμε το νερό!

Τι κόσμος είναι αυτός, αν ένας τρελός σας λέει ότι πρέπει να ντρέπεστε;…

Και τώρα… μουσική.»


........................


Μονόλογος του Ντομένικο, από την ταινία «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκι [Андре́й Тарко́вский / Andrei Tarkovsky, “Nostalghia”]. Έτος παραγωγής, 1983.



Ο κόσμος στις σκάλες... σκηνή από την ταινία Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι

Για τους παντοτινούς πειρατές

$
0
0






Σκέφτομαι τον περιπλανώμενο. Χρόνια αρμενίζει και αποζητά κάποιο νησί να προσαράξει. Τη μικρή Ιθάκη του. Αχ, πως αναστενάζει όταν σκέφτεται τη μικρή Ιθάκη του!

Σκέφτομαι όμως και εκείνον που ζει στο νησί. Εκείνον που περνά τα χρόνια του εκεί. Αχ, δεν τον χωράει η μικρή του η Ιθάκη! Επιθυμεί το αντίθετο: να σαλπάρει, ν’ αποτινάξει γνώριμες πατρίδες, να ποδοπατήσει τοπικούς θεούς, να χλευάσει ιερά και παραδόσεις, να χαράξει νέα μονοπάτια.

Τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Ο πρώτος λαχταρά το οικείο που μοιάζει να έχασε κάποτε. Ο δεύτερος λαχταρά το άγνωστο. Ο νόστος του ενός, η απόδραση του άλλου.

Κι όμως – παρά τις διαφορές τους, είναι ίδιοι σε αυτό: αμφότεροι διαφυλάσσουν έναν παλιό, κιτρινισμένο χάρτη, στην πιο κρυφή γωνία της καρδιάς τους. Και ο χάρτης φέρει εκείνο το σημείο «Χ» χαραγμένο πάνω του με παλιά μελάνη. Ναι – αυτό είναι το κοινό τους. Αναζητούν το ίδιο σημείο και οι δυο… απλά κατευθύνονται εκεί μέσω διαφορετικών δρόμων. Εκείνο το σημείο που χάραζαν οι πειρατές και έδειχνε που βρίσκεται ο κρυμμένος θησαυρός.

Εκείνος που λαχταρά την επιστροφή και την ηρεμία... και εκείνος που λαχταρά την περιπέτεια και την εμπειρία… είναι και οι δυο πειρατές σε αναζήτηση του κρυμμένου θησαυρού. Έναν θησαυρό που ο κόσμος μας φυλάει μόνο για τους λίγους… γιατί οι πολλοί ποτέ δεν θα ενδιαφερθούν να τον ανακαλύψουν.

Γιατί οι πολλοί δεν γυρεύουν ν’ ανακαλύψουν νέα μέρη. Δεν επιθυμούν να ποδοπατήσουν είδωλα, ούτε ν’ ανοίξουν δρόμους… Και οι πολλοί δεν γυρεύουν να επιστρέψουν σε εκείνο που μοιάζει να χάθηκε για πάντα και επιζεί σ’ εκείνη τη μικρή γωνία της καρδιάς τους.

Όχι – οι πολλοί απλά υπάρχουν. Ζουν στο τώρα – και τίποτα περισσότερο. Δεν περιπλανώνται. Δεν νοσταλγούν. Τα όνειρά τους δεν είναι δικά τους όνειρα. Η περιπέτειά τους δεν είναι δική τους περιπέτεια. Και τι μπορεί να καταλάβει κάποιος από την περιπέτεια, αν δεν την κάνει δική του, ολόδική του! Τι μπορεί να καταλάβει κάποιος από τη νοσταλγία αν τη λάβει ετοιμοπαράδοτη! Τι ξέρουν οι πολλοί από κρυμμένους θησαυρούς, πειρατές και πουλιά στους ώμους. Τι ξέρουν από εκείνη τη λέξη: τη λέξη λαχτάρα!

Σε αυτό λοιπόν, ο περιπλανώμενος και ο νοσταλγός είναι στο βάθος ίδιοι μεταξύ τους. Είναι οι άνθρωποι που αλλάζουν τον κόσμο γύρω τους. Όχι γιατί θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο… δεκάρα δεν δίνουν! Η καρδιά τους όμως… χτυπάει πολύ δυνατά για να χωρέσει σε αυτόν τον κόσμο. Η μουσική της καρδιάς τους είναι παράταιρη με τον ρυθμό του κόσμου. Ο ρυθμός τους πάλλεται αλλιώς. Ένας χτύπος που άλλοτε μιλά για περιπέτεια… και άλλοτε για νοσταλγία… μα στο βάθος είναι ο ίδιος πάντα χτύπος. Είναι ο ρυθμός εκείνων που αποζητούν παραδείσους.

Και το επιφώνημα «Αχ» είναι η μαγική εκείνη λέξη που συνδέει όλους εκείνους τους παντοτινούς πειρατές, τον έναν με τον άλλον.

~

Στου Φιλοπάππου

$
0
0

Η θέα της Αθήνας από τα βράχια του Φιλοπάππου




Πρωινό Σαββάτου και ο μικρός εκείνος ανήσυχος δαίμονας ψιθύρισε στ’ αυτί μου: “εμπρός, πάρε το βιβλίο σου κάνε μια βόλτα. Θα απαλύνει τις όποιες αρνητικές σκέψεις”. Πήρα το ποδήλατο λοιπόν, αδιαφορώντας για το ξεφουσκωμένο λάστιχο, και τράβηξα για τον λόφο του Φιλοπάππου. Σκοπός μου να βρω μια ιδανική σκιά να ξαποστάσω και να διαβάσω το βιβλίο.

Η ζέστη αφόρητη. Σμήνη οι τουρίστες, τους προσπερνούσα βιαστικά, με μόνο στόχο να καταφύγω σε κάποιο μέρος δίχως κόσμο. Τελικά έφτασα εκεί που ο λόφος ατενίζει την πόλη. Απόλυτη ησυχία. Εδώ κι εκεί κάποια παγκάκια – και τα δέντρα απάνω πρόσφεραν απλόχερα τον ίσκιο τους. Εδώ είμαστε.

Δεν έκατσα όμως. Παρατηρούσα το τοπίο, χιλιοπερπατημένο και αιώνιο, βράχοι που αχνίζουν και δέντρα που ψιθυρίζουν σιωπηλούς σκοπούς. Χιλιάδες κτίρια απλώνονταν πέρα μακριά, η παλλόμενη καρδιά της πόλης, ζωηρή και ανυπόφορη στην καθημερινή ρουτίνα της. Μα εκεί ψηλά δεν φτάνει ο θόρυβος – μόνο το τραγούδι των πουλιών, ισχυρότερο και από χίλια αμάξια που μουγκρίζουν. Εκεί ψηλά η πόλη μοιάζει περισσότερο με ζωγραφικό πίνακα: απομεινάρι κάποιας εποχής, εικόνα πέρα από τον χρόνο, ξεχαρβαλωμένη καρτ ποστάλ που βρήκες σε κάποιο σκοτεινό πατάρι. Όλα ήσυχα. Το μάτι του κυκλώνα. Η απάνεμη γωνιά καταμεσής της σαββατιανής κοσμοχαλασιάς.




Βόλτα στον λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα
Η Αθήνα από ψηλά, στον λόφο
Η Ακρόπολη από τον λόφο του Φιλοπάππου




Κάποιες σκέψεις ύφαναν ένα ανοιχτόχρωμο πέπλο στη σκέψη μου, υγρό και διάφανο σαν βρεγμένο μπλουζάκι σε γυναικείο στήθος. Σκέψου να συνδιαλέγεσαι με τα στοιχεία της φύσης – με τα πουλιά και τα δέντρα και τη γη. Σκέψου να μιλούσαν στην ανθρώπινη γλώσσα – ποτέ ξανά δεν θα αισθανόσουν μόνος. Θα ήσουν εκεί, καταμεσής των φυτών και των ζώων, και θα ένιωθες αυτάρκης. Σαν τις ταινίες της Disney ένα πράγμα, δίχως όμως τους ξενέρωτους πρίγκιπες και τις κάλπικες πριγκίπισσες.

Οι ίδιες όμως σκέψεις βρήκαν γρήγορα τον αντίλογό τους. Να μιλούν τα ζώα στη γλώσσα μας; Όχι δα! Σύμφωνοι – στην αρχή θα χαιρόμασταν. Μετά όμως θα συνέβαινε εκείνο που συμβαίνει πάντα: θα άρχιζαν οι παρεξηγήσεις, οι παρερμηνείες, τα «τι εννοείς με αυτό που είπες», ή «πάρ’ το πίσω αυτό!», ή «για να λες έτσι, μάλλον δεν συμφωνείς μαζί μου», ή «γιατί δεν εκφράζεσαι αλλιώς», ή «γιατί δεν μου μιλάς σαν άλλοτε»… και θα γινόμασταν μπάχαλο μεταξύ μας. Πάλι απ’ την αρχή, άνθρωποι, ζώα και φυτά, ένα μπλεγμένο κουβάρι, να τσακωνόμαστε με πολεμοφόδια μας τις λέξεις, έχοντας ανάγκη από λεξικά και αποκρυπτογράφηση μπας και συνεννοηθούμε.

Όχι, να λείπει το βύσσινο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην κατανόηση από την ανθρώπινη γλώσσα. Και αυτά τα ανόητα σύμβολα που χρησιμοποιούμε για να τιθασεύσουμε τον χείμαρρο που ξεχειλίζει μέσα μας: τις λέξεις. Τις λέξεις, στους λαβυρίνθους των οποίων χανόμαστε. Καλύτερα να συνεννοούμασταν μόνο με κραυγές και βογκητά και γουργουρητά και δαγκωνιές! 




Ένα πουλί σε δέντρο στον λόφο του Φιλοπάππου
Μοναχικό δέντρο στον λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα




Το θέμα δεν είναι να μιλά η φύση στη δική μας γλώσσα – αλλά ΕΜΕΙΣ στη γλώσσα της φύσης. Και αυτό είναι το δυσκολότερο. Η απώλεια της επαφής με τη φύση είναι η μεγαλύτερη πληγή – ασύγκριτα ισχυρότερη από την επαφή που χάσαμε αναμεταξύ μας, τον καιρό που υψώναμε πύργους της Βαβέλ.

Κάποιες φορές μόνο, εδώ κι εκεί, μοιάζει να χάνεται εκείνη η αρχέγονη απόσταση: όταν αφηνόμαστε στη γλυκιά δροσιά μιας καλοκαιρινής βουτιάς… όταν αναπνέουμε τον φυσικό αέρα κάποιου δάσους… όταν απολαμβάνουμε το τραγούδι των πουλιών… όταν χαϊδεύουμε ένα ζώο… και όταν φτάνουμε σε οργασμό – η στιγμή του μουγκρητού είναι η ίδια αρχέγονη γλώσσα της φύσης.

Σα να ήθελε ν’ απηχήσει τη σκέψη μου, μια εκκλησιαστική ψαλμωδία αντήχησε στον αέρα. Ωχ. Εκεί κοντά είναι το εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη – και είχε ξεκινήσει λειτουργία. Στο εξής μια άλλη γλώσσα θα συνόδευε (ή μάλλον, θα συσκότιζε) τις σκέψεις μου: η γλώσσα των παπάδων.

Τράβηξα παραπέρα, βρήκα ένα παγκάκι. Πάνω έγραφε με μαρκαδόρο «Εύα» (σε καρδούλα) – και δίπλα «Μπακογιάννη, ψόφα». Μου άρεσε η αντίφαση. Έκατσα κι έβγαλα το βιβλίο.




Ένα βιβλίο για τον Tom Waits, Lowside of the Road
Με ποδήλατο στου Φιλοπάππου




Ξεκίνησα να διαβάζω. Με έχει απορροφήσει ολότελα αυτές τις μέρες. Μακάρι να καταθέσω κάποια στιγμή μελλοντικά μια εκτενή σειρά αφιερωμάτων στον Tom Waits. Ελάχιστους καλλιτέχνες μπορώ να ακούω με τις ώρες, να παρασύρομαι στον κόσμο τους και να ταυτίζομαι τόσο απόλυτα – ο Waits ανήκει σε εκείνους τους ελάχιστους. Δεν είναι τυχαία η παρουσία του παντού γύρω, αν κοιτάξετε τα κολάζ εδώ στο blog.

Κι ενώ βρισκόμουν καταμεσής της δεκαετίας του 70, σε κάποια σκοτεινά νυχτερινά μπαρ που μύριζαν φτηνές γυναίκες, μελαγχολία, ποίηση του δρόμου και αλκοόλ, παρατηρώ να καταφτάνει προς το μέρος μου, στην άκρη του πεζόδρομου, ένας τύπος που έμοιαζε με τον Πουλικάκο στα νιάτα του. Μιλούσε μόνος του. Ωχ. Γρήγορα έστρεψα το βλέμμα μου στο βιβλίο πάλι. Ο τύπος πήγε και έκατσε σε ένα παγκάκι απέναντι. Συνέχιζε να μιλάει και κοιτούσε προς εμένα. Κι ενώ οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί ακόμα αντηχούσαν στο βάθος. Σκατά. Να που ξενέρωσα. Ο ανθρώπινος πολιτισμός εισέβαλε για άλλη μια φορά και σπίλωσε τη γαλήνη της φύσης. Ο παπάς από τη μία, ο τρελός από την άλλη. Κι εγώ, η γέμιση στο σάντουιτς.

Ο παπάς έλεγε κάτι για την αιώνια σωτηρία και έψελνε αμήν. Ο τύπος απέναντι, με τη σειρά του, μιλούσε μόνος του και έλεγε: “Βασίλη, αν το ξαναδώ αυτό θα σου ξυρίσω το μουστάκι”. Ή μήπως ήταν ο τύπος απέναντι που έψελνε αμήν και ο παπάς που απειλούσε να ξυρίσει το μουστάκι; Η ζέστη με είχε χτυπήσει στο κεφάλι και ίσως να τα μπέρδεψα.

Κάπου τότε κατέφτασε προς το μέρος μου κι ένα ζευγάρι τουριστών. Καλώς τα παιδιά. Κατευθύνονταν σε μια γειτονική κρήνη. Η κοπελιά ήταν ενδεδυμένη με το κατάλληλο κοντό σορτσάκι – το βλέμμα μου έπεσε μεμιάς στο σωστό σημείο, αντλώντας μια κάποια ικανοποίηση. Αν δεν μπορείς να διαβάσεις το βιβλίο με την ησυχία σου, τουλάχιστον ας δεις κάποιο θέαμα της προκοπής. Ο σύντροφός της, απ’ την άλλη, βάδιζε μισόγυμνος, η κοιλιά έξω να κρέμεται σαν τα μάγουλα ενός μπουλντόγκ. Αυτό δεν ήταν ευχάριστο. 

Σηκώθηκα. Αρκετά, όσο διάβασα διάβασα. Καλή η βόλτα, εποικοδομητική στην αρχή, η συνέχεια λιγότερο. Γέννησε προσδοκίες και τελικά σε άφησε με ανάμικτη γεύση στο στόμα – όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα, εδώ που τα λέμε.

Μα θα επανέλθω. Έχει γούστο να συναντήσω πάλι τον τύπο με το μουστάκι.

Πίσω στην ανθρωποθάλασσα. Πίσω στη βοή του πλήθους. Τέρμα η φιλοσοφία, ώρα να φέρουμε σε πέρας τις δουλειές μας. Λογαριασμοί, ψώνια. Και να φουσκώσω αυτό το λάστιχο. Η διαδρομή στο Μοναστηράκι ήταν αργή και επώδυνη – πάντα έτσι γίνεται όταν βαδίζεις με σκοπό: βιάζεσαι και κάθε εμπόδιο σε ενοχλεί. Να γιατί πρέπει να οικοδομήσουμε έναν πολιτισμό που θα βαδίζουμε περισσότερο, μα με λιγότερους σκοπούς. Να βαδίζουμε όχι «για να πάμε κάπου» - μα για να το απολαύσουμε. Ίσως τότε κατορθώσουμε και ένα-δυο πράγματα παραπάνω. Ίσως να μας σπάνε λιγότερο τα νεύρα. Είναι μια αρχή κι αυτό.

Τελικός προορισμός, το σούπερ μάρκετ. Το πρώτο πράγμα που έκανα, φτάνοντας σπίτι, ήταν να πλυθώ και ν’ αποτινάξω από πάνω μου την κάψα. Το δεύτερο – να βουτήξω ένα κουτάλι σ’ ένα μπολ με παγωτό.



Το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος του 19




Μοναστηράκι, Αθήνα, κάποια καλοκαιρινή σαββατιάτικη μέρα

Δέκα Χρόνια Φονικό Κουνέλι!!!

$
0
0

Δέκα χρόνια Φονικό Κουνέλι...! Ένα επετειακό αφιέρωμα



Ήταν, θυμάμαι, ένα ζεστό βράδυ πριν 12 περίπου χρόνια και είχα βγει με μια μεγάλη παρέα στα Εξάρχεια. Είχαμε πιάσει την κουβέντα μ’ έναν τύπο που έγραφε στα blogs, μεγαλύτερο από μένα καμιά δεκαριά χρόνια, και ανταλλάσσαμε ιδέες καταμεσής μπυροποσίας. Ανέλυα κάποιο θέμα και ρητόρευα – υποθέτω με αποτελεσματικότητα, μια που με άκουγε με προσοχή. Κάποια στιγμή με ρωτάει: «έχεις blog;». Όχι, απαντώ. «Πως και έτσι;», με ρωτάει. «Είσαι από εκείνους που πολύ εύκολα τους φαντάζομαι να γράφουν σε blog.» Το σκέφτηκα – ναι, γιατί όχι. 

Τα blogs ήταν το νέο μεγάλο πράγμα στο διαδίκτυο τον καιρό εκείνο. Το Facebook βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, το Instagram δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα, και η ψαγμένη μερίδα του κόσμου δεν απέφευγε να διαβάζει ψηφιακά κείμενα μιας κάποιας έκτασης. Τα blogs αντιπροσώπευαν όλα εκείνα που αντιστρατεύονταν τον κόσμο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης: την ατομική έκφραση, τη δημιουργικότητα, την εναλλακτική φωνή, το μοίρασμα. Ήταν το διαδίκτυο στην πιο δημιουργική του έκφανση – και απέπνεε άρωμα από ροδοπέταλα και μπαρούτι.

Είχαν περάσει δύο καλοκαίρια από τη συνάντησή μου μ’ εκείνο το παλικάρι – μα τελικά, κάποιο βράδυ του Ιουνίου του 2009, πήρα την απόφαση: και ένα νέο ιστολόγιο έκανε την εμφάνισή του. Του έδωσα το όνομα «Κουνελοχώρα» – κι εγώ ήμουν «το φονικό κουνέλι». Σουρεαλιστικές καταστάσεις.

Και αυτή εδώυπήρξε η πρώτη μου ανάρτηση. Ένα κείμενο στο οποίο καλώς ορίζω τους επισκέπτες στον νέο μου «ζωολογικό κήπο», όπως τον αποκαλώ… «Η νύχτα έχει πέσει και τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό, τα ζώα έχουν στήσει πάρτι ξέφρενο στην ακροθαλασσιά και με καλούν!»

Και από αυτά τα λόγια έχουν περάσει 10 χρόνια…! Ε, λοιπόν, δεν το κρύβω. Είμαι συγκινημένος. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας το μικροσκοπικό αυτό ζωολογικό blog (που στην αρχή διάβαζαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι) μεγάλωσε, επεκτάθηκε, άπλωσε ρίζες και κλαδιά, έκτισε μια σελίδα που μετράει κάμποσους χιλιάδες ακόλουθους και έκανε πολλούς φίλους… και μαζί με αυτό αναπτύχθηκε και ο δημιουργός του. Μόλις 27 χρονών στο ξεκίνημά του, δίχως να ξέρω καλά-καλά τι γράφω και ποια θεματολογία θα ακολουθήσω, κατέληξα στην πορεία να οριοθετήσω μια εικόνα, ένα ύφος και ένα στυλ για το «Φονικό Κουνέλι» – που το καθιστούν ιδιαίτερο. Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν άλλα ιστολόγια εκεί έξω που έχουν δεκάδες συντάκτες και (ως επακόλουθο) διαβάζονται περισσότερο και από περισσότερο κόσμο – μου αρκεί που γνωρίζω πως το προσωπικό αυτό εγχείρημά μου έχει τη δική του μοναδική ταυτότητα και πως οι αναγνώστες και θαμώνες του κέρδισαν πολλά συχνάζοντας στα λημέρια του. Μα και το γεγονός πως εξελίχθηκα ο ίδιος μέσα από τις ψηφιακές του σελίδες.



Ένα αφιέρωμα στον Τελευταίο Πειρασμό του Νίκου Καζαντζάκη - παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Καβαμπάτα, το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς... παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Τα Καπρίτσια του Φρανθίσκο Γκόγια, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι
Ξωτικά και Στοιχειά της Ιρλανδίας, του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Καραγάτσης, Σμύρνη, το Όνειρο του Καφενέ... ένα διήγημα. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Κάποιοι εξωτερικοί παρατηρητές (και όχι θαμώνες) συγχέουν το «Κουνέλι» με άφθονα άλλα site και σελίδες «δημοσιογραφικού» καλλιτεχνικού περιεχομένου. Μα δεν έχω σχέση με αυτά, πέραν ίσως κάποιας κοινής θεματολογίας. Το Κουνέλι δεν είναι εφημερίδα, δεν είναι περιοδικό, και δεν είναι σελίδα «κριτικής». Συνιστά ένα προσωπικό δημιουργικό εγχείρημα, τόσο σε γραπτό, όσο και σε εικαστικό επίπεδο. Ο δημιουργός του είναι ένας, απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στους αναγνώστες του, αποτυπώνει τη δική του σκέψη και τα δικά του γούστα – και μέσα από το λαγούμι του αποπειράται τόσο να μοιραστεί, όσο και να εξελιχθεί ο ίδιος δημιουργικά.

Σαν να μην έφταναν αυτά, η δημιουργία ενός ολοένα επεκτεινόμενου κοινωνικού διαδραστικού δικτύου – ο λόγος για τη «Φωλιά» του Κούνελου στο Facebook, και τους όμορφους ανθρώπους που συχνάζουν εκεί και με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή – αποκαλύπτουν μια άλλη πτυχή του Κουνελιού. Γιατί πέραν της προσωπικής έκφρασης, η αλληλεπίδραση με όλους εκείνους που ζούμε σκόρπιοι εδώ κι εκεί, μα έχουμε τόσα να μοιραστούμε, υπήρξε ανέκαθεν καταλύτης της απόφασής μου να γράψω στο διαδίκτυο. Δεν με ενδιαφέρει να κρύβομαι πίσω από μια οθόνη, ούτε να οικοδομώ εικονικές περσόνες. Η πρόκληση της επαφής με τους ανθρώπους που είναι «εκεί έξω» – με εσάς που διαβάζετε αυτή τη στιγμή – συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της επιθυμίας μου να γράφω εδώ.

Και αν το Κουνέλι ακολουθήσει νέους δρόμους στο μέλλον – να είστε βέβαιοι, φίλοι, πως αυτά τα δέκα χρόνια υπήρξαν πολύ σημαντικά και όργωσαν το έδαφος προκειμένου να καρποφορήσει κάθε μελλοντική δημιουργική επιθυμία του υπογράφοντος τρωκτικού – εντός και εκτός διαδικτύου. Παρακαλώ, μείνετε συντονισμένοι.

Τι λέτε, λοιπόν; Πάμε να κάνουμε μια ανασκόπηση της δεκαετίας; Αυτό είναι ένα αφιέρωμα διαφορετικό από τα άλλα – επιτρέψτε μου λοιπόν την αυταρέσκεια να το αφιερώσω στον εαυτό μου και στις άπειρες μοναχικές ώρες που πέρασα, όλα αυτά τα χρόνια, προκειμένου να καταγραφτούν όλες οι εκατομμύρια λέξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό εδώ το ιστολόγιο.

Γιατί κατά βάθος η ιστορία κάθε συγγραφής είναι μια μοναχική ιστορία.



Ο Μυστικός Κήπος του Έρμαν Έσσε - σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι



Μια μικρή αναδρομή. Τα πρώτα χρόνια



Άντε να ξεχωρίσεις στιγμές τώρα. Υπάρχουν κείμενα εδώ μέσα στα οποία μοιράζομαι γνώσεις – και άλλα στα οποία μοιράζομαι συναισθήματα, μεταμφιεσμένα σε λόγο. Το Κουνέλι έγινε περισσότερο γνωστό για τα πρώτα – μα τα δεύτερα κατέχουν μια ιδιαίτερη σημασία για μένα. Αν τα πρώτα κείμενα μοιάζουν με ανοιχτές βιβλιοθήκες, τα δεύτερα θυμίζουν μικροσκοπικές προσωπικές φωλιές, καταχωνιασμένες στα άδυτα του λαγουμιού. Στα πρώτα κοιτάζω πέρα και έξω από μένα – και απευθύνομαι σε όλους τους επισκέπτες της κουνελοφωλιάς. Στα δεύτερα κοιτάζω μέσα μου – και απευθύνομαι σε λίγους, πολύ λίγους.

Μα στο ξεκίνημα του blog, το καλοκαίρι του 2009, αυτά δεν είχαν ακόμα διαφανεί. Έφτιαξα το ιστολόγιο μεν, μα δεν είχα ιδέα ποια θα είναι η θεματολογία του. Το πρώτο μάλιστα κείμενο που κατέθεσα, μετά το καλωσόρισμα, δεν δίστασε να μπει στα βαθιά – και στα δύσκολα: το θέμα του ήταν οι ελληνίδες γυναίκες.


Πυρ, Γυνή και ελληνική Θάλασσα


Άτιμο κουνέλι, που πας και χώνεις τη μουσούδα σου. Μα το έκανα – και δεν σας κρύβω πως εξακολουθώ να ταυτίζομαι και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, με την πλειοψηφία των θέσεων που ανέπτυξα στο κείμενο. Σύμφωνοι, η γλώσσα του μοιάζει υπερβολικά «χύμα» για τα τωρινά μου δεδομένα, ενώ εδώ κι εκεί θα συναντήσεις ορισμένες απλουστεύσεις – ή και ορισμένους δισταγμούς να μιλήσω με μεγαλύτερο σθένος. Μα εξακολουθώ να ταυτίζομαι με αποσπάσματα σαν αυτό:

«Τι να γίνει, εδώ δυστυχώς υπάρχει το στίγμα της "πουτάνας". Για το οποίο τεράστιο μερίδιο έχουν οι δικοί μας φυσικά, οι άντρες, και η αντίληψη που έχουν καλλιεργήσει για τις γυναίκες. Έλεος, μια γυναίκα με σεξουαλικές ορμές, που τις αναγνωρίζει, δεν είναι πουτάνα. Είναι άνθρωπος, όπως εσύ, ηλίθιε κάφρε. Τέτοιες ηλιθιότητες έχουν κάνει τις γυναίκες μας τόσο διχασμένες και αιώνια σ’ ένα ατελείωτο μπέρδεμα. Είτε φαντασιόπληκτες που περιμένουν να βρουν τον "τέλειο". Είτε χυδαίες, ανώριμες τύπισσες, που κάνουν τα πάντα για την ικανοποίησή τους, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα του άλλου (ασθενές φύλο και κουραφέξαλα). Αλλά τι να λέμε τώρα. Εδώ όταν οι γονείς μας ήταν νέοι υπήρχε ακόμα ο θεσμός της προίκας. Δεν υπήρχαν στην Αγγλία ή στη Γερμανία κάτι τέτοια 40 χρόνια πριν, γι'αυτό και οι γυναίκες εκεί έχουν άλλες αντιλήψεις.»

Τι τα θες – μεγάλο θέμα. Κάποια χρόνια μετά κατέθεσα στο blog μια άτυπη «συνέχεια» του κειμένου – στην οποία γίνομαι περισσότερο αναλυτικός και τρίζω περισσότερο τα δόντια μου. Μου αρέσει περισσότερο αυτή η συνέχεια – είναι πιο τολμηρή και καλογραμμένη. Μα αφήνω στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να την εντοπίσει μόνος του.



Αγαπούμε το φονικό κουνέλι



Τον πρώτο καιρό, που λέτε, έγραφα εντελώς ελεύθερα, δίχως να ακολουθώ κάποια θεματική. Τη μία εξέφραζα τη γνώμη μου για τις γυναίκες ή τα κινητά τηλέφωνα ή τις πυρκαγιές, την άλλη μοιραζόμουν σκίτσα μου, την τρίτη μιλούσα για κάποιο ταξίδι ή κάποιο μουσικό συγκρότημα. Η γλώσσα μου δεν υπήρξε ιδιαίτερα προσεγμένη, το ύφος έμοιαζε σχεδόν προφορικό σε σημεία, τα σημεία στίξης συχνά απουσίαζαν, ενώ δεν δίσταζα να πετάω, μεταξύ των λέξεων, και emoticons! Μα ήταν κάτι που έκανα ίσα για να περνάει η ώρα και να με διαβάζουν 15-20 άνθρωποι – αυτό ήταν όλο. Και ήταν όμορφες εκείνες οι μέρες, δροσερές και ανάλαφρες – τις θυμάμαι με ευχαρίστηση. Περνούσα καλά και αυτό φαίνεται σε όλα εκείνα τα παλιά κείμενα. Τα επόμενα χρόνια, όταν και άρχισα να αναπτύσσω περισσότερο τον γραπτό μου λόγο, υπήρξαν δυσκολότερα από συναισθηματική άποψη για μένα – πράγμα που μας οδηγεί σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα περί τέχνης και έκφρασης.

Μέχρι που φτάσαμε σε μια πολύ σημαντική στιγμή. Είχαν περάσει δύο μήνες από τη δημιουργία του blog (και καμιά εικοσαριά κείμενα), όταν κατέθεσα το πρώτο μέρος από το «Αφιέρωμα στο Gothic»:


They come out when it’s dark… Ένα αφιέρωμα στο Gothic



Ένα τερατάκι ενός καθεδρικού ναού



Αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Υπήρξε το πρώτο από τα αφιερώματά μου και η πρώτη φορά που καταπιάστηκα στο ιστολόγιο με μια αναλυτική μελέτη για την ιστορία των τεχνών. Το ύφος εδώ αλλάζει και ο λόγος πασχίζει να ακολουθήσει – έστω, κάπως άτσαλα σε σημεία. Με είχε απορροφήσει τόσο το συγκεκριμένο αφιέρωμα τον καιρό εκείνο που το έγραφα, που είχα φτάσει να τροποποιήσω ανάλογα το φόντο και την αισθητική του blog – παραπέμποντας σε κάποιο σκοτεινό και αρχέγονο γοτθικό περιβάλλον, που θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από τον ίδιο τον «Οίκο των Άσερ» του Πόε.

Το αφιέρωμα ξεκίνησε από τη μελέτη της «γοτθικής» τέχνης και εξελίχθηκε σε μια αναλυτική παρουσίαση της goth μουσικής και υποκουλτούρας – εμβαθύνοντας μάλιστα στα παρακλάδια της industrial και ηλεκτρονικής darkwave σκηνής. Η παρουσίαση διήρκεσε σχεδόν τέσσερις μήνες και χωρίστηκε σε πέντε συνέχειες. Συγκέντρωσε πολλά βλέμματα, συζητήθηκε εντός και εκτός διαδικτύου – και για πρώτη φορά το «Κουνέλι» έθετε το στίγμα του στον διαδικτυακό χάρτη.

Δεν το ολοκλήρωσα όμως. Ήθελα να επεκταθώ κι άλλο, τόσο με την ανάλυση της μεσαιωνικής και neofolk μουσικής, όσο και με τις σύγχρονες (από τα 90’s και έπειτα) εκφάνσεις της gothic rock σκηνής – μα κάπου είπα να βάλω μια άνω τελεία. Τελικά εξελίχθηκε σε κανονική τελεία. Δεν πειράζει – παρά τις ατέλειες του αφιερώματος (σίγουρα θα άλλαζα κάποια πράγματα αν το έγραφα ξανά απ’ την αρχή), παραμένει ένα ορόσημο για μένα. Ήταν η πρώτη καλλιτεχνική παρουσίαση που έκανα στο blog – και η πρώτη φορά που έγινε εκείνο το “crossover” ανάμεσα στις τέχνες, το οποίο έμελλε να κάνω πολλές ακόμα φορές στο μέλλον.

Το «Κουνέλι» είχε αρχίσει σταδιακά ν’ αποκτάει κάποια ταυτότητα. Και ένα μέρος αυτής της ταυτότητας ήταν η διαφορετικότητά του – ειδικά απέναντι στο πλήθος των «ειδησεογραφικών» blogs. Όχι, δεν ασχολούμαι με την «επικαιρότητα», παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Με ενοχλεί η προσκόλληση στην επικαιρότητα, διότι μου μεταδίδει μια μυρωδιά εφημερίδας – και χρόνου που περνάει και ανθρώπων που τρέχουν να προλάβουν το τρένο. Και σε αυτό εδώ το κείμενο, γραμμένο στις αρχές του 2010, λίγο πολύ ξεκαθαρίζω τη θέση μου. Μια θέση στην οποία έμελλε να μείνω πιστός, πέρα και μακριά από τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης:

«Εδώ δεν έχει θέση η δυστυχία του έξω κόσμου. Όχι γιατί δεν την αναγνωρίζω ως υπαρκτή - κάθε άλλο. Όταν ωστόσο αυτή μετατρέπεται σε ένα ακόμα παράθυρο, σε έναν ακόμα πηχυαίο τίτλο, τότε ξέρεις πως η δυστυχία έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα, έτοιμο να εντυπωσιάσει και να πουλήσει. Να ξεδιψάσει τον κόσμο, που απαγκιστρώνεται από τη μιζέρια των άλλων σάμπως νιώσει καλύτερα ο ίδιος.»






Και συνεχίζουμε. Τον Μάρτιο του 10 κατέθεσα ένα κείμενο, στη θεματική του οποίου θα ήθελα πολύ να επεκταθώ κάποια στιγμή – μα δεν έχω βρει ακόμα τον χρόνο. Ο λόγος για την «σκοτεινή» πλευρά των παραμυθιών.


Enter the dark fairy tale… Από τους Dirty Granny Tales στην Αλίκη


«Το παραμύθι είναι μια στιγμή του Μύθου, η οποία αφηγείται μια ιστορία συνήθως διδακτικού περιεχομένου και η οποία θεωρητικά προορίζεται για τα παιδιά. Αντλεί το υλικό του από την άβυσσο του συλλογικού ασυνειδήτου, αναπλάθοντας εικόνες αρχέτυπα και μεταδίδοντας τη γνώση γενεών. Εμπεριέχουν μια άποψη ηθικής, δεν είναι όμως ηθικοπλαστικά ούτε συμβαδίζουν με αυτό που θεωρούμε εμείς απαραίτητα ηθικό. Μπορούμε να μάθουμε πολλά από τα παραμύθια.»

Μακάρι να βρω τον χρόνο να επεκταθώ κάποια στιγμή – έχοντας συγκεντρώσει τις γνώσεις των τελευταίων χρόνων. Η κουνελοφωλιά θα φορέσει τα γιορτινά της πάλι!

Οι αναρτήσεις-αφιερώματα έδειχναν τον δρόμο που θα ακολουθούσα στο μέλλον. Μα ήταν ακόμα λίγες. Στην πλειοψηφία τους τα κείμενα του Κουνελιού παρέμεναν καταθέσεις άποψης, για το ένα ή το άλλο θέμα. Αυτό το κείμενο ανήκει σε εκείνα που ξεχωρίζω από εκείνη την εποχή:


Τι κρύβεται στο στοιχειωμένο σπίτι;


Μη σας παραπλανεί ο τίτλος. Το θέμα του είναι το χάσμα φαντασίας μεταξύ του μέσου ενήλικα – και των παιδιών. «Σκεφτείτε λίγο. Πόσα παιδιά νιώθουν αυτό που λέμε “βαρεμάρα”; Γιατί το “βαριέμαι” μετατρέπεται σε μία από τις βασικές λέξεις στο λεξιλόγιο κάποιου ενώ μεγαλώνει; Μεγάλωσε και διαπίστωσε πως ο κόσμος έξω από αυτόν απλά δεν έχει ενδιαφέρον πια; Όλα έχουν μπει σε μια σειρά, σε μια τάξη, τα ονόματα για καθετί έχουν δοθεί, τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, μένει να ζήσουμε τη ζωή μας όπως μπορούμε πια σε αυτόν τον κόσμο που όλα έχουν τη θέση του, σαν πιόνια σε σκακιέρα.

»Πρόσεξε φίλε μου όμως, μη δεις και τον εαυτό σου στην σκακιέρα ξαφνικά. Και το χέρι που κινεί τα πιόνια δεν είναι το δικό σου.»


Όταν αποφάσιζα να επιδοθώ σε κάποιο αφιέρωμα, το αποτέλεσμα έτεινε να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο σε έκταση. Ιδού, λοιπόν, ένα μουσικό αφιέρωμα για τα 100 αγαπημένα μου άλμπουμ της δεκαετίας του 2000! – το πρώτο μέρος από τα δύο. Ναι, τον καιρό εκείνο η μουσική διαδραμάτιζε σαφώς σημαντικότερο ρόλο όσο αφορά τα περιεχόμενα του blog – ειδικά οι πιο ροκ πτυχές της. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου – ή της τζαζ.


The 00’s: Τα 100 αγαπημένα άλμπουμ της δεκαετίας, μέρος 1


Τέλη του 2011, κι ενώ είχαμε μπει για τα καλά στη μέγγενη της οικονομικής κρίσης, κατέθεσα αυτό εδώ το κείμενο, τιτλοφορούμενο «Τα Θετικά της Οικονομικής Κρίσης [ή How I Stopped Worrying about the Εconomic Bomb]». To διαβάζω πάλι σήμερα και το απολαμβάνω το ίδιο: «Είναι πάντα ωραίο εκεί που ο άλλος περιμένει από σένα να βρίσκεσαι μέσα στη μιζέρια να τον διαψεύδεις! Με άλλα λόγια, και για να γίνω περιεκτικός: Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας. Η κατάσταση είναι σκατένια, ναι, αλλά δεν θα γίνουμε η αντανάκλαση της γενικευμένης μιζέριας που τόσο επιθυμείτε να δείτε πάνω μας! Δεν την προκαλέσαμε και δε θα φορέσουμε και μεις τη σάπια μάσκα σας – αυτή φτιάχτηκε για να εφαρμόζει στα δικά σας χοντροκέφαλα...»

Μιλώντας για απόλαυση… Ελάχιστα αφιερώματα ευχαριστήθηκα τόσο πολύ, όσο το ακόλουθο, αγαπητοί μου! Βρισκόμαστε στις αρχές του 2012, όταν αποφάσισα να πάρω τη χρονομηχανή μου και ν’ αποβιβαστώ στα άδυτα της πολύχρωμης και παλαβής δεκαετίας του 80! Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου πολύχρωμο και ιδιαίτερο:


Τότε και Τώρα… Μια σύγκριση με τη Δεκαετία του 80, μέρος 1



Τότε και τώρα... μια αναδρομή στη Δεκαετία του 80, από το φονικό κουνέλι



Στο κείμενο επιχειρώ να εμβαθύνω σε όλες τις πτυχές της δεκαετίας: από την πολιτική στον τρόπο ζωής, από τη μουσική στα video games, από τον περιοδικό τύπο στη μόδα… Σκοπός μου ήταν να αποτυπώσω, όσο γίνεται περιεκτικά σε δυο συνέχειες, τον αέρα εκείνης της εποχής – και να συγκρίνω με τις μέρες μας. Προσκαλώ τον φίλο αναγνώστη που δεν έτυχε να το διαβάσει μέχρι τώρα, να το κάνει. Μεταξύ άλλων, θα το χαρακτήριζα ως το απόλυτο “crossover” αφιέρωμα, μεταξύ όλων όσων έχω επιχειρήσει ως τώρα. Μόνη που καταλαμβάνει μικρό σχετικά χώρο εδώ είναι η λογοτεχνία – μα θα ερχόταν η σειρά της. Είναι παράξενο για κάποιον που έμαθε το «Κουνέλι» στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, κυρίως μέσα από τα λογοτεχνικά του αποσπάσματα – μα τον καιρό εκείνο η λογοτεχνία συνιστούσε ένα μικροσκοπικό μόνο μερίδιο του περιεχομένου του.

Βρισκόμαστε στα μισά του 2012 και σκέφτηκα να καταθέσω μια χιουμοριστική-σατιρική ανάρτηση με θέμα της… το Facebook. Ναι. Βρισκόμαστε στην εποχή που το Facebook είχε αρχίσει πια να παίρνει τα ηνία και να μετασχηματίζεται στο κυρίαρχο κοινωνικό δίκτυο των καιρών – μα ο ίδιος το αντιμετώπιζα με μια σχετική περιφρόνηση. Δεν ήταν τόσο το ίδιο το μέσο που περιφρονούσα – όσο οι κυρίαρχες συνήθειες και τάσεις μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου εκεί μέσα. Ε, λοιπόν, σε αυτό το κείμενο, διανθισμένο από πλήθος «αποκλειστικά σχεδιασμένων» εικόνων, δεν αφήνω τίποτα όρθιο. Παρακαλώ, εσείς όλοι που ανακαλύψατε το «Κουνέλι» μέσω του Facebook – διαβάστε αυτό το κείμενο. Νομίζω στέκει το ίδιο καλά και στις μέρες μας – μη πω και περισσότερο:


Μια εναλλακτική ματιά στο Facebook!



Βαθυστόχαστο ρητό για να μοιράζεσαι στα κοινωνικά δίκτυα
Τα πρώτα του λογάκια... μια παρωδία του Facebook




Κάποια από τα κείμενα που κατέθεσα υπήρξαν τον παλιό καιρό πολύ δημοφιλή, όσο αφορά τις μηχανές αναζήτησης. Το δημοφιλέστερο ήταν η «Ερωτική Εξομολόγηση». Ένα βαθιά προσωπικό κείμενο στο οποίο εξομολογούμαι τον ειλικρινή έρωτά μου, με λόγια βαθιά και τρυφερά… μα ας μη το χαλάω. Μπορείτε να το δείτε και μόνοι σας. Έσπασα πολύ πλάκα όταν ανακάλυψα πως τον καιρό εκείνο αρκετός κόσμος ανακάλυπτε το blog μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο.


Ερωτική Εξομολόγηση


Έχουμε πλέον μεταβεί στο 2013 – και ο υπογράφων Κούνελος μεταξύ άλλων καταθέτει εβδομαδιαίες μουσικές εκπομπές στο διαδικτυακό Cr Radio. Ήταν μια πολύ όμορφη κατάσταση που διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια (από το 2012 ως το 2015) και άφησε πίσω της βραδιές ξέχειλες μουσική και κουβεντούλα με τους ακροατές. Φυσικά, οι εκπομπές δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν χαρακτήρα αφιερώματος – όπως η ακόλουθη:


Η Ιστορία του Ρεμπέτικου – από το φονικό κουνέλι



Το Ρεμπέτικο και η ιστορία του... Ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Η ιστορία της μουσικής Φανκ, ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Αφίσα για τη μουσική εκπομπή του φονικού κουνελιού
Η μουσική διαδρομή του Tom Waits, ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Αχ, αγαπητοί μου! Μου έλλειψε η φάση με το ραδιόφωνο. Μείνετε συντονισμένοι όμως! Πολύ σύντομα θα έχουμε ευχάριστα νέα…!

Καλοκαίρι του 13 – και μια σημαντική νέα παρουσίαση κάνει την εμφάνισή της:


Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα… Το Νταντά


Είχαμε πια μεταβεί στην περίοδο που αποφάσισα να εμβαθύνω περισσότερο στην ιστορία της τέχνης – και ειδικότερα, της ζωγραφικής, εκμεταλλευόμενος τα ερεθίσματα που είχα αποκομίσει στα χρόνια των δεύτερων σπουδών μου. Και, μεταξύ όλων των καλλιτεχνικών κινημάτων, εκείνο στο οποίο αποφάσισα να καταφύγω πρώτα ήταν το κίνημα που πήγε κόντρα σε όλα τα κινήματα – το Νταντά. Όπως περιγράφω στο κείμενο:

«Το Νταντά ξεπήδησε από τις στάχτες του πολέμου. Ήταν η παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία και στην αθωότητά της, μα και μια ριζοσπαστική μορφή αντίδρασης. Διακήρυττε την καταφυγή στο ά-λογο, αντανακλώντας τον παραλογισμό της μαζικής ανθρωποσφαγής, μα πηγαίνοντας κόντρα σε αυτήν. Ο εργαλειακός νους είχε αποτύχει - ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε την νόησή του στα πλαίσια της καταστροφής, σχεδίαζε όπλα και επιθέσεις, η λογική εξυπηρετούσε τον σκοπό της δύναμης, είχε μετατραπεί σε υπηρέτη που έσκυβε ευλαβικά το κεφάλι στους αφέντες, στο φονικό ζεύγος του Εθνικισμού και της Επέκτασης. Στον ψυχρό, ορθολογικό υπολογισμό της μαζικής καταστροφής πήγε κόντρα το Νταντά, προτάσσοντας το ελεύθερο, το αυθόρμητο, το μη-νόημα σε μια εποχή που είχε χάσει κάθε νόημα. Ο ορθός λόγος είχε αποτύχει. Ζήτω το Νταντά!»

Μεταξύ των ιδιαίτερων αναρτήσεων εδώ στο blog, καταλαμβάνουν θέση και οι αναρτήσεις ταξιδιωτικού περιεχομένου: είτε μιλάμε για εξορμήσεις σε ελληνικά νησιά, είτε στο εξωτερικό, θα βρει κανείς κάποια χαρακτηριστικά αφιερώματα, ξέχειλα φωτογραφίες και προσωπικές εντυπώσεις. Εδώ θα έλεγα πως το blog επανέρχεται στην αρχέτυπη μορφή του: εκείνη της ημερολογιακής καταγραφής εμπειριών. Ένα, λοιπόν, από τα ταξίδια που είχα την τύχη να κάνω και μοιράστηκα εδώ, ήταν το ταξίδι στη Φλωρεντία και τη Σιένα:


Il Kunelo Italiano – Firenze e Siena


Τι λέτε – όλοι εμείς οι θαμώνες της κουνελοφωλιάς… Είστε να οργανώσουμε ένα ταξιδάκι; Και δεν μιλάω καθόλου ρητορικά αυτή τη στιγμή.



Ιταλία, Σιένα



Μα όταν τα φώτα έχουν πέσει – όταν η καλοκαιρινή βραδιά αγγίζει τις μικρές της ώρες και απομένεις μόνος με τις σκέψεις σου… ίσως ταυτιστείς με κείμενα σαν το ακόλουθο. Όπως έγραψα στην αρχή: υπάρχουν κείμενα με τα οποία απευθύνομαι στους πολλούς – και κείμενα με τα οποία απευθύνομαι στους λίγους, στους πολύ λίγους. Το «Καλοκαίρι μας» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.


Το Καλοκαίρι μας


Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι «Κρύες Νύχτες, Ζεστά Ποτά»:

«Ξεκινάω να γράφω. Δεν γνωρίζω τι. Ξέρω μόνο τρία πράγματα: Πρώτον, η ανάρτηση θα βγει μεγάλη σε μέγεθος, πολύ μεγάλη. Σαν διήγημα ίσως. Δεύτερον, θα την κρατήσω αρκετό καιρό πρωτοσέλιδη στο blog. Τρίτον, θα περιλαμβάνει νυχτερινούς δρόμους, ξοδεμένα ποτά, μια γυναίκα σ'ένα μπαρ, εξομολογήσεις, ίσως και ένα σαξόφωνο να σκορπίζει νότες εδώ κι εκεί.

»Νομίζω θα είναι ένα αρκετά περίεργο κείμενο.»





Νουάρ ατμόσφαιρα / Noir foggy night



Κείμενο; Μπα… μάλλον κατάθεση θα το χαρακτήριζα. Σκέψεων, συναισθημάτων, απωθημένων, επιθυμιών, φαντασιώσεων. Ο αναστεναγμός ενός κυνικού. Ή ο χλευασμός ενός ονειροπόλου. Από εκείνα τα κείμενα που πρέπει να εκφορτίσεις από μέσα σου – όπως ξερνάς ένα ποτό μετά από μια νύχτα μεθυσιού. Από τις στιγμές που η γραπτή έκφραση λειτούργησε ιαματικά για μένα. Αν, φίλε αναγνώστη, αποφασίσεις να διαβάσεις το συγκεκριμένο κείμενο – ας είναι νύχτα και ας μην έχει κανένα θόρυβο, πέρα ίσως από κάποια μουσική τζαζ. Αλλιώς προσπέρασέ το.


Κρύες Νύχτες, Ζεστά Ποτά


Το τέλος του 2013 επανέφερε τη «σκοτεινή πλευρά του μύθου» με ένα αφιέρωμα στην αγαπημένη μου εποχή του χρόνου: τα Χριστούγεννα! Οι «Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων» είχαν μάλιστα συνοδευτεί, τον καιρό εκείνο, με αντίστοιχη τετράωρη ραδιοφωνική παρουσίαση, ξέχειλη σκοτεινή a-la Tim Burton ατμόσφαιρα.


Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων



Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Όταν το Κουνέλι βρήκε τον ρυθμό του




Το 2014 υπήρξε μια σημαδιακή χρονιά – από πολλές απόψεις, ήταν η σημαντικότερη χρονιά στη δεκαετία του Κουνελιού. Οι λόγοι; 1) Αποφάσισα να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο στον τομέα των καλλιτεχνικών αφιερωμάτων, με σημαντικά κείμενα για τον χώρο του κινηματογράφου και της ζωγραφικής. 2) Για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της στο blog η λογοτεχνία – και σε λιγότερο από έναν χρόνο έμελλε να ταυτιστεί σχεδόν με το «Κουνέλι». 3) Έφτιαξα τη Σελίδα του Κουνελιού στο Facebook. Αυτό το τελευταίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της εικόνας του blog, όσο και στον πολλαπλασιασμό των αναγνωστών του.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως στο τέλος του 14, το Κουνέλι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε στα πρώτα του χρόνια. Και πως, λίγο πολύ, η ακόλουθη πορεία του έθεσε τον καιρό εκείνο τις οριστικές της βάσεις.

Η πρώτη κινηματογραφική παρουσίαση που έκανα αφορούσε έναν εκ των αγαπημένων μου σκηνοθετών. Ο λόγος φυσικά για τον άρχοντα του σασπένς, Άλφρεντ Χίτσκοκ, και τις «25 καλύτερες ταινίες του». Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα, νύχτα, σβησμένα φώτα, κι εγώ να βλέπω τη μία ταινία μετά την άλλη, επιθυμώντας να χωρέσω όσο το δυνατόν περισσότερες στο αφιέρωμα – ωραίες καταστάσεις.


Οι 25 (και μία) καλύτερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ (μέρος 1)



Οι καλύτερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι



Λίγο καιρό μετά 14 κατέθεσα ένα κείμενο που ανήκει σε μια κατηγορία από μόνο του – κυριολεκτικά, δεν υπάρχει όμοιό του στο διαδίκτυο. Ονομάζεται «Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών». Πρόκειται για μια σατιρική, επί της ουσίας, παρουσίαση, στην οποία σκέφτηκα να επιστρατεύσω τις γραφιστικές μου γνώσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά σύγχρονων περιοδικών που θα μπορούσαν να καταλαμβάνουν χώρο στα περίπτερα – αν ζούσαμε σε έναν περισσότερο ειλικρινή με τον εαυτό του κόσμο!

Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών



Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Το ακόλουθο σύντομο πολιτικό κείμενο σε γενικές γραμμές αντανακλά την άποψή μου γύρω από το «νόημα της πολιτικής» - και τον λόγο για τον οποίο δυσπιστώ απέναντι σε κάθε επίδοξο «σωτήρα». Η παραπομπή στο “V For Vendetta” ασφαλώς δεν είναι τυχαία.


Το νόημα της πολιτικής



V for Vendetta artwork



«Πράγμα περίεργο, πάντα κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν να μιλήσουν για σένα. Να αντιπροσωπεύσουν τα δικαιώματά σου. Να εκφράσουν τις επιθυμίες σου, να τις υλοποιήσουν, σαν τζίνια στο λυχνάρι. Και συ τι κάνεις; Τρίβεις το λυχνάρι, μια ζωή. Πάντα λίγοι θα μιλούν για σένα, γιατί ο ίδιος τους αφήνεις. Γιατί νιώθεις μικρός κι ασήμαντος - τα κοινωνικά ζητήματα είναι πολύ μεγάλα για σένα, η πολιτική είναι κάτι ξένο, αφιλόξενο, ενοχλητικό, περίεργο. Ένας σκοτεινός κόσμος με σκιές που φωνάζουνε αδιάκοπα…

»Δες όμως - είσαι εσύ εκείνος που κραδαίνεις τον φακό. Εσύ γεννάς εκείνες τις σκιές.»



«Το Γράμμα του Καμύ στην Ελένη Καζαντζάκη»υπήρξε η πρώτη παρουσίαση με λογοτεχνικό θέμα στο blog – και δεν είναι τυχαίο που συνέπεσε με τη δημιουργία της Σελίδας του Κουνελιού στο Facebook. Τα λογοτεχνικά κείμενα όχι μόνο θα πολλαπλασιάζονταν στη συνέχεια, μα τελικά έμελλε να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της σελίδας και του blog – καθώς και του ελευθέρου χρόνου μου. Ομολογώ χαίρομαι που το πρώτο εξ’ αυτών σχετίζεται με δύο από τους αγαπημένους μου λογοτέχνες.

Όσο αφορά τη Σελίδα στο Facebook; Ομολογώ έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επέκταση του Κουνελιού και στην εξάπλωσή του σε ένα ευρύτερο κοινό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως η Σελίδα συνιστά τον κοινωνικό προμαχώνα του Κουνελιού. Αν το blog είναι ένα πολυδαίδαλο Λαγούμι, η Σελίδα είναι η αυλή και το πάρκο που το περιβάλλει – και στην οποία μαζεύονται οι επισκέπτες και περαστικοί. Εκεί πλέον συχνάζουν οι περισσότεροι από τους φίλους και θαμώνες, εκεί συχνάζω και ο ίδιος όταν επιθυμώ να επικοινωνώ αμεσότερα με τον ευρύτερο κόσμο.

Η Σελίδα στο Facebook έχει μια σχεδόν αυτόνομη ύπαρξη από το blog, με μικρές προσωπικές αναρτήσεις και αποσπάσματα κειμένων που θα βρείτε μόνο εκεί. Παρέχει μεγαλύτερη αμεσότητα και δυνατότητα συμμετοχής του κόσμου. Θα έλεγα πως φυλάω τα «μεγάλα» για το blog και τα μικρότερα και συντομότερα για τη Σελίδα – με το blog πάντα όμως να συνιστά τον προσωπικό μου πυρήνα, τη βάση και το εφαλτήριο. Το Facebook έχει τα θέματά του, μα προς το παρόν παραμένει το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο – το εκμεταλλεύομαι, λοιπόν, για να ερχόμαστε σε επαφή μεταξύ μας. Και λέγοντας «επαφή» μιλάω απολύτως κυριολεκτικά. Η διαδραστική «Φωλιά του Κούνελου»το αποδεικνύει.

Το «Ξέφρενο Πάρτι του Πικάσο»υπήρξε μια ιδιαίτερα δημοφιλής ανάρτηση, στην οποία ομολογώ διασκέδασα πολύ και ο ίδιος. Δεν σας κρύβω πως η εποχή της παρισινής Μπελ Επόκ με γοητεύει βαθιά – αυτό το κείμενο ήταν ένας μικρός φόρος τιμής σε μια γιορτή, στην οποία θα μπορούσαμε «να ήμασταν κι εμείς εκεί».



Το ξέφρενο πάρτι του Πικάσο, προς τιμήν του Ανρί Ρουσσώ



«Ο κόσμος άρχισε να καταφτάνει χαρούμενος στο πάρτι. Μεταξύ άλλων, ήταν εκεί ο συνεργάτης του Πικάσο, Ζωρζ Μπρακ, ο συγγραφέας και ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Ρουμάνος γλύπτης Μπρανκούζι. Μα και πλήθος άλλων, που έβλεπαν κόσμο, φώτα (και, πιθανότατα, ποτό) και έλεγαν «πάμε και μεις!». Ο Πικάσο είχε καλέσει τη μισή Μονμάρτρη.

»Τα παρατράγουδα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους! Ο Πικάσο είχε τόσο αγχωθεί που θα δειπνούσε σπίτι του ο Ρουσσώ, που έδωσε κατά λάθος άλλη διεύθυνση στο εστιατόριο από το οποίο παρήγγειλε τα φαγητά. Είχε καλέσει τόσο κόσμο, μα δεν είχανε να φάνε! Τα φαγητά τελικά έφτασαν... την επόμενη μέρα το πρωί. Το πάρτι κινδύνευε να μετατραπεί σε φιάσκο, ωστόσο ορισμένοι ηρωικοί συμμετέχοντες αποφάσισαν να φτιάξουν φαγητό οι ίδιοι. Έτσι έκανε λοιπόν η Ολίβιε (η κοπέλα του Πικάσο), μαγειρεύοντας «riz à la valencienne» - ισπανικό ρύζι με κοτόπουλο και θαλασσινά, ενώ η Γερτρούδη Στάιν άρχισε να περιφέρεται στα κοντινά μαγαζιά, σε αναζήτηση διάφορων εδεσμάτων και σνακ της τελευταίας στιγμής.»


Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασε η ώρα για τα «100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής». Μια παρουσίαση σε τέσσερις συνέχειες που συνιστά από μόνη της ένα μικρό ορόσημο της παρουσίας του Κουνελιού στο διαδίκτυο. Νομίζω πως η συγκεκριμένη σειρά αφιερωμάτων ήταν εκείνη που κατέδειξε πως το Κουνέλι ήταν πια κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν πια ένα προσωπικό blog, ούτε μια σελίδα που αναπαράγει αναρτήσεις καλλιτεχνικού περιεχομένου – μα ένα αμιγώς δημιουργικό εγχείρημα, ένα είδος προσωπικού πνευματικού και καλλιτεχνικού project, το οποίο θα μπορούσα να παρομοιάσω με σκάψιμο λαγουμιών μέσα στη γη. Όλο και βαθύτερα, όλο και βαθύτερα. Και όσο πιο βαθιά σκάβεις, όσο περισσότερο χώνεσαι στη γη… τόσο μακρύτερα στ’ αστέρια καταλήγεις να πετάς.


100 Έργα ορόσημα στην ιστορία της Ζωγραφικής... μέρος 2. Από το φονικό κουνέλι



«Η ζωγραφική εμπεριέχει την απάντηση στο ερώτημα που δεν γίνεται να θέσουμε – καθώς, τη στιγμή εκείνη που το θέτουμε, το ερώτημα μεταμορφώνεται, αλλάζει, μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Μας κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, υψώνει λίγο την αέρινή του φούστα, σα νύμφη του δάσους, σαν Αφροδίτη στο Κοχύλι, αφήνοντάς μας να πάρουμε ίσα μια σύντομη ματιά από το κάλλος που κρύβεται από κάτω, κι έπειτα φεύγει, τινάσσοντας τα πόδια της χορευτικά.»

Τα κόμικς υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μικρές χαρές και αδυναμίες μου – μακάρι να μπορούσα να διαθέσω ακόμα περισσότερο χρόνο, ώστε να συμπεριλάβω περισσότερα εδώ στο blog, πόσο μάλλον να σχεδιάσω ο ίδιος. Τον καιρό, μάλιστα, που έφυγε ο φοβερός εκείνος σκυλάκος, ο Λουκάνικος, από τη ζωή, είχα συγκινηθεί τόσο που αποφάσισα να καταθέσω ένα μικρό αυτοσχέδιο κόμικ, ως φόρο τιμής. Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:


Ο Δρόμος… Ένα κόμικ για τον Λουκάνικο



Ο Δρόμος... ένα κόμικ για τον Λουκάνικο, από το φονικό κουνέλι



Το ακόλουθο κείμενο θα μπορούσα να το παρομοιάσω με ένα είδος «μανιφέστου». Ή με κάλεσμα στα όπλα. Ή με φτύσιμο στα μούτρα. Ή με ωδή στη φαντασία και τη δημιουργικότητα.


Ε, εσύ. Σε σένα μιλάω, ναι


«Και τι έγινε με το πέρασμα των χρόνων, για πες μου. Πως κατάφερες και τετραγώνισες τον κύκλο; Πως μπόρεσες και χώρεσες τη θάλασσα σε ένα τόσο δα ενυδρείο; Πως έγινες και συ ένα ψάρι όπως όλα, κολυμπώντας σε καλά περιορισμένα όρια, όρια που έγιναν ο κόσμος σου; Πως γίνεται και έσβησες τα σκοτεινά σημεία απ’ τον χάρτη, διατηρώντας μόνο όσα σου φαίνονται οικεία;»

Να και μια παρουσίαση για έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. «Όταν ο Τσέχωφ ανέβασε τον Γλάρο»,στην οποία, μεταξύ άλλων, παρουσιάζω τη δημιουργική αλληλεπίδραση μεταξύ Τσέχωφ και Στανισλάφσκι – φανερώνοντας πως στην τέχνη ο καλύτερος τρόπος για να υλοποιηθεί το όραμα ενός, είναι να γίνει κοινό όραμα και κάποιου άλλου. Ίσως είμαστε όλοι ακατέργαστα πετρώματα, γυρεύοντας εκείνον τον μεταλλουργό που θα αναδείξει το χρυσάφι από την πέτρα μας…



Ο Τσέχωφ και ο Γλάρος / Anton Chekhov and a Seagull



«Ένα τέτοιο ακατέργαστο πέτρωμα ήταν ο Άντον Τσέχωφ. Έκρυβε μέσα του πολύτιμο χρυσάφι, μα χρειαζόταν εκείνον που θα τον βοηθούσε να το αναδείξει. Έναν ειδήμονα στην τέχνη της μεταλλουργίας, θα μπορούσαμε να πούμε. Τον άνθρωπο εκείνον που θα συλλάμβανε την έκταση του οράματός του, θα επικοινωνούσε σε έναν κοινό γλωσσικό κώδικα μαζί του, θα φανέρωνε στον κόσμο τον χρυσό που ακτινοβολεί πίσω απ’ την πέτρα. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Κονσταντίν Στανισλάφσκι.»

Όσο εμβάθυνα στις λογοτεχνικές παρουσιάσεις, τόσο συνειδητοποίησα πως μπορώ να αναπροσαρμόζω το ύφος της παρουσίασης ανάλογα με τον συγγραφέα και το έργο. Πουθενά αλλού δεν έγινε τόσο φανερό αυτό όσο στη διπλή παρουσίαση για τους περίφημους «Τροπικούς» του Χένρι Μίλερ.


Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου



Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου... ένα αφιέρωμα στο βιβλίο του Χένρι Μίλερ από το φονικό κουνέλι



Από εκείνα τα κείμενα για τα οποία χαίρεσαι που γράφεις σε blog – και όχι σε κάποιο πολιτικά ορθό και υπερευαίσθητο κοινωνικό δίκτυο. Καλό το Facebook – μα μια τέτοια παρουσίαση θα ήταν αδύνατο να είχε γίνει εκεί. Όχι, οι «Τροπικοί» του Μίλερ δεν χωράνε ούτε στο φαινομενικά ανεξάντλητο και αχανές των σύγχρονων κοινωνικών δικτύων! Εξακολουθούν να φτύνουν στα μούτρα κάθε καθωσπρεπισμού, κάθε ευπρέπειας, κάθε σεμνότυφης ηθικολογικής παπαροσύνης.

«Αυτό δεν είναι βιβλίο που θα έκανες δώρο στον καθώς πρέπει φίλο σου, στην ηλικιωμένη θεία σου, στη μικρή σου ξαδέρφη, στο νοικοκύρη της διπλανής πόρτας ή σε μια ρομαντική, πονόψυχη ύπαρξη. Δεν είναι βιβλίο που θα συνιστούσε μέρος της διδακτέας ύλης στα σχολεία. Δε θα μετατρεπόταν σε πιασάρικες τηλεοπτικές διασκευές, ούτε θα διαφημιζόταν μεταξύ της σαπουνόπερας και των ειδήσεων, υπό τη συνοδεία μελιστάλαχτης μουσικής υπόκρουσης. Δεν είναι βιβλίο για το οποίο ένας λαός θα αισθάνεται «εθνικά υπερήφανος». Δεν είναι βιβλίο που υπηρετεί ιδανικά, ή εξυμνεί αρετές που δεν υπάρχουν – παρά φτύνει πάνω στα κουφάρια των αρετών που ψόφησαν.»

Μιλώντας για κείμενα-μανιφέστα… Τι παραπάνω να γράψω για το αφιέρωμα πάνω στη «Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού», βασισμένο ως ένα βαθμό στο έργο του Βίλχελμ Ράιχ. Για κάθε φασίστα που ελλοχεύει μέσα σε κάθε μικρό ανθρωπάκο της καθημερινότητας, η ακόλουθη μεγάλη παρουσίαση (σε δύο συνέχειες) αποτελεί την προσωπική μου απάντηση.


Ο Βίλχελμ Ράιχ και η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού (μέρος 2)



Ο Βίλχελμ Ράιχ και η μαζική ψυχολογία του Φασισμού... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



«Διαφέρεις μόνο σε ένα σημείο από τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο: Ο σπουδαίος άνθρωπος υπήρξε κι αυτός κάποτε ένας πολύ μικρός Ανθρωπάκος, ανέπτυξε όμως μια πολύ σημαντική ιδιότητα: Αναγνώρισε τη μικρότητα και τη στενότητα των σκέψεων και των πράξεών του […]. Με άλλα λόγια, ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πότε και με ποιον τρόπο είναι μικρός. Ο Ανθρωπάκος δεν γνωρίζει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει. Συγκαλύπτει τη μικρότητα και τη στενομυαλιά του με ψευδαισθήσεις ισχύος και μεγαλείου, την ισχύ και το μεγαλείο άλλων. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει τις σκέψεις των άλλων, αλλά όχι τις δικές του. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο το πιστεύει.»

Βρισκόμαστε καταμεσής του θερμότατου εκείνου πολιτικού καλοκαιριού του 15… αναμφισβήτητα την πιο πολιτικοποιημένη από όλες τις πρόσφατες περιόδους – όπου και εδώ στο Λαγούμι οι αναρτήσεις πολιτικού περιεχομένου διαδέχονταν ασταμάτητα η μία την άλλη. Καταμεσής αυτών αισθάνθηκα κάποια στιγμή την ανάγκη να αποδράσω σε έναν περισσότερο μαγικό κόσμο – και να καταθέσω ένα αφιέρωμα φόρο τιμής σε μια από τις κορυφαίες σειρές κόμικς όλων των εποχών. Ο λόγος για το Sandman του Neil Gaiman.


Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το Sandman



Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το Sandman του Νιλ Γκέιμαν



Δεν έχουμε εκτιμήσει ακόμα την υπέροχη τέχνη των κόμικς όσο θα έπρεπε στη χώρα μας – και εδώ αναφέρομαι κυρίως στους φιλότεχνους και βιβλιόφιλους, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα κόμικς σαν «συνοδευτικό ανάγνωσμα», πλάι στο «κεντρικό λογοτεχνικό βιβλίο». Έργα όπως το “Sandman” μπορούν εύκολα να ανατρέψουν τέτοιες απόψεις – πιστέψτε με. Μένει να το συνειδητοποιήσουν και οι εκδότες μας, μπας και το δούμε μεταφρασμένο στα ελληνικά κάποια στιγμή. Αν και οι φαν δεν περιμένουμε κάτι τέτοιο φυσικά… διαβάζουμε τα κόμικς και graphic novels μας μια χαρά στα αγγλικά – μη πω και καλύτερα.

Το 15 οδεύει προς το τέλος του, φέροντας μια αποσκευή γεμάτη υψηλές υποσχέσεις, πολιτική υπερένταση, ένα κρεσέντο κάπου στα μισά – και μετά ένα μακροσκελές μουσικό επίμετρο, που μοιάζει με νανούρισμα. Η τέχνη συνιστά πάντα το καλύτερο καταφύγιο – ή ορμητήριο, εφόσον μιλάμε για νέα ξεκινήματα. Και η μουσική φέρει τη μοναδική εκείνη ικανότητα να ντύσει με νότες κάθε ανείπωτη σκέψη, κάθε ακατέργαστο συναίσθημα μέσα σου. Μπορεί να σε παρηγορήσει ή να σε εμψυχώσει ή να σε ταρακουνήσει – ή να σε μαγέψει.

Με άλλα λόγια: είχε έρθει πια ο καιρός να ξεκινήσω τη μεγάλη παρουσίαση για την Ιστορία της Τζαζ!


Η Ιστορία της Τζαζ, μέρος 1: ο Αρχέγονος Ρυθμός


Ιστορία της Τζαζ, μέρος 3, οι νύχτες του Σικάγο... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



«Η ιστορία της Τζαζ δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει εκεί που όλα ξεκίνησαν: στην ίδια την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Εκεί που κάποιοι πρόγονοί μας, κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, ανακάλυψαν τον αρχέγονο, πρωτόγονο ρυθμό. Όταν αντήχησαν τα πρώτα κρουστά και σκόρπισαν πολύχρωμες αχτίδες ήχου στα βάθη του απύθμενου δάσους. Τότε που γεννήθηκε η μουσική η ίδια, όταν το απολλώνιο πνεύμα της Οργάνωσης και του Νόμου απουσίαζε και δέσποζε ο Διόνυσος και η ατελείωτή του μέθη. Είναι τα ταμπούρλα της μαμάς-Αφρικής εκείνα που ακούς… μα είναι επίσης ο παλμός της μητέρας σου, τον καιρό που βρισκόσουν στην κοιλιά της – ο πρώτος ρυθμός που άκουσες ποτέ. Ο χτύπος της καρδιάς…»

Ποιος ξέρει – ίσως κάποτε ολοκληρώσω τη μεγάλη αυτή ιστορική-αφηγηματική καταγραφή, για την οποία προς το παρόν έχω καταθέσει τέσσερις συνέχειες. Μα δεν βιάζομαι. Κάποια πράγματα είναι καλύτερα όταν μένουν ανολοκλήρωτα. Όπως τα φέρει!

Με παρουσιάσεις όπως η «Ιστορία της Τζαζ» ή η «Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου», έφτασα να υιοθετήσω ένα ύφος γραφής που ακροβατεί ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή και την αφηγηματική παρουσίαση. Δεν γράφω «άρθρα», ούτε επιχειρώ «εγκυκλοπαιδικές διατριβές». Για όλα αυτά υπάρχουν οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα άρθρα τύπου Wikipedia και τα σχετικά. Εγώ θέλω να λέω ιστορίες. Με τον τρόπο που έλεγαν ιστορίες οι παππούδες στο τζάκι. Αυτός είναι ο πυρήνας του γραπτού μου ύφους. Η ιστορική παρουσίαση οφείλει να είναι ακριβής και αξιόπιστη… μα ταυτόχρονα να γίνεται ικανή να σε ταξιδέψει – με τον τρόπο που σε ταξιδεύει ένα μυθιστόρημα.



Τσάρλι Τσάπλιν και η ιστορία του βωβού κινηματογράφου... Σύνθεση και παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκεί, στα τέλη του 15, κατέθεσα και το πρώτο μέρος από τη μακροβιότερη, όπως αποδείχτηκε, σειρά αφιερωμάτων εδώ στο blog. Ο λόγος για το αγαπημένο «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»!


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1: Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν


«Λένε πως το μέρος αυτό δημιουργήθηκε πριν πολλές χιλιετίες. Όταν ο πρώτος Δικτάτορας, του πρώτου Κράτους, του πρώτου Πολιτισμού, σκέφτηκε πως τα βιβλία αποτελούσαν απειλή για τον ίδιο – μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο στρατό. Λένε πως κάποτε το μέρος αυτό αποτελούσε έναν περίλαμπρο ναό, μα τώρα πια χώθηκε κάτω από τη γη, προκειμένου να διαφυλάξει την κληρονομιά του. Μα σάμπως δε μοιάζει με ουρανό εκείνη η οροφή που αντικρίζεις; Και τα απειράριθμα φωτάκια της, θαρρείς λάμψεις κεριών, σάμπως δεν μοιάζουν με αστέρια;»




Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας... επιλογές αποσπασμάτων από το φονικό κουνέλι
Κάπως έτσι δουλεύει για το blog του το Φονικό Κουνέλι



Επίμετρο



Και κάπου εδώ επιλέγω να ολοκληρώσω την προσωπική αυτή ιστορική αναδρομή. Στα επόμενα χρόνια (το 16, το 17, το 18, και ο φετινός χρόνος) έμελλε να δουν το φως (ή μάλλον, το ημίφως του λαγουμιού) πολλές σημαντικές παρουσιάσεις, για άφθονα θέματα λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου. Το Κουνέλι είχε βρει πια το ύφος και τον προσανατολισμό του – η συνέχεια θα το ενίσχυε ακόμα περισσότερο. Θα μιλήσουμε ξανά για όλες αυτές τις παρουσιάσεις και θα επανερχόμαστε σε αυτές ανά διαστήματα – ούτως ή άλλως η φάση εδώ πάει πέρα από το ψυχαναγκαστικό «εδώ και τώρα» του χρόνου. Όταν γράφω ένα κείμενο δεν σκέφτομαι μόνο τον κόσμο που θα το διαβάσει «τώρα» - μα και τον κόσμο που θα το διαβάσει σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον – ή στο παρελθόν, μια που αυτά τα λόγια μου ήδη ανήκουν στον χρόνο που πέρασε!

Εδώ στο Λαγούμι δεν υπάρχει Τώρα, δεν υπάρχει Πριν, ή Μετά. Ο χρόνος μοιάζει με τα σπιράλ των βιβλίων στις βιβλιοθήκες, στην εικόνα του «Λαγουμιού». Ή με εκείνους τους λαβύρινθους που περιέγραφε ο Μπόρχες



Η εμμονή της μνήμης... από το φονικό κουνέλι
Μη μας διαβάζετε μονάχα από εικόνες!



Θα σταθώ σε ένα στοιχείο που δεν σχολιάζεται – μα συνιστά πλέον ακρογωνιαίο λίθο κάθε παρουσίασης που επιχειρώ: ο λόγος για τον γραφιστικό σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας. Θέλοντας να αποτυπώσω όσο το δυνατόν περισσότερο την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα κάθε διαφορετικής παρουσίασης, επέλεξα να τη συνοδεύω με μια εικόνα που αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, το ύφος του κειμένου. Κάθε αφιέρωμα φέρει και τη δική του μικρή «αφίσα». Το εικονογραφικό/σχεδιαστικό κομμάτι συνιστά αναπόσπαστο μέρος του Κουνελιού – και, πέραν του γραπτού ύφους, αποτελεί σήμα κατατεθέν. Η τελική πινελιά του δημιουργού.

Σας είπα: πρόκειται για ένα προσωπικό δημιουργικό εγχείρημα. Ας κατευθύνονται οι μάζες των αναγνωστών σε άλλες σελίδες και άλλα site, που ενδεχομένως τους τραβάνε καλύτερα την προσοχή, πλουμίζοντάς τους με αποσπασματικές πληροφορίες και βολικά κείμενα σε λεζάντες… Όσοι έρχονται εδώ όμως, ξέρουν, πως θα βρουν κάτι μοναδικό.



Όταν ο Ρόμπερτ Τζόνσον συνάντησε τον διάβολο... Αφήγηση από το φονικό κουνέλι
Ο Μπουκόφσκι και οι Σημειώσεις ενός Πορνόγερου - από το φονικό κουνέλι
Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι
Από το Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ του Ντάγκλας Άνταμς / The Hitchhiker's Guide to the Galaxy by Douglas Adams
Άνθρωποι και χρήματα... ένα απόσπασμα του Τομ Ρόμπινς, από το φονικό κουνέλι
Επιστροφή στη Μέρα της Μαρμότας
Μπέρτολτ Μπρεχτ, αφίσα για τον Σπιούνο... από τον Τρόμο και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ - το φονικό κουνέλι
Τσάρλι Τσάπλιν και η ιστορία του βωβού κινηματογράφου... Σύνθεση και παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Και αυτή είναι η χαρά και περηφάνια μου. Και αυτή είναι η ανταμοιβή μου για τις εκατοντάδες των ωρών που πέρασα μονάχος μου – και θα συνεχίσω να περνώ – γράφοντας όλα αυτά τα κείμενα, συλλέγοντας όλα τα αποσπάσματα (που αριθμούν χιλιάδες σελίδες Word), συλλέγοντας και σχεδιάζοντας όλες τις εικόνες. Ώρες που θα μπορούσα να περνώ έξω, διάγοντας μια κάποια αυξημένη κοινωνική ζωή, πηγαίνοντας εδώ κι εκεί και διασκεδάζοντας. Μα δεν πειράζει – αυτή είναι η μεγαλύτερη διασκέδαση και μεγαλύτερη ανταμοιβή μου.

Πρόσφατα είπα να τοποθετήσω ένα μικροσκοπικό “donate” button εκεί στα δεξιά του blog – δε βαριέσαι, σκέφτηκα. Ίσως κάποιος, κάποτε, να θελήσει με αυτόν τον τρόπο να δείξει την εκτίμησή του. Τον ευχαριστώ προκαταβολικά. Μα η ωραιότερη ανταμοιβή υπήρξαν οι φίλοι που έκανα – που ανακάλυψαν το Κουνέλι παρασύρθηκαν στα λαγούμια του και ήρθαν σε επαφή μαζί μου. Δεν σας το κρύβω: η πλειοψηφία του κόσμου παραμένουν μακρινοί, άγνωστοι και ανώνυμοι. Μάζες, ενίοτε χιλιάδων επισκεπτών, που θα δουν κάποιο κείμενο, θα πατήσουν κάποιο like, θα κάνουν ίσως κάποια κοινοποίηση. Και αυτό ήταν όλο. Ποτέ δεν θα μιλήσουν, ποτέ δεν θα σχολιάσουν. Τι να γίνει – έτσι πάνε αυτά.

Μα για τους «λίγους και τρελούς». Για εσάς που αγαπήσατε τη φάση με το Φονικό Κουνέλι και τη στηρίξατε έμπρακτα ως τώρα – για εσάς σήμερα επέλεξα να φορέσω τα γιορτινά μου ρούχα.

Εμπρός, λοιπόν! Πάμε γι’ άλλα. Ο αέρας φυσάει στα πανιά του σκάφους μας, η θάλασσα απλώνει το απέραντο γαλάζιο της – και μας καλεί. Προορισμός μας το Νησί. Σαλπάρουμε ξανά!

Κλείνω με ένα κείμενο που είχα μοιραστεί εδώ, μαζί σας, πριν κάποια χρόνια.


Πεθαίνεις όταν παύεις να ερευνάς τον κόσμο γύρω σου, όταν δεν αποκτάς καινούργιες γνώσεις, όταν δε σου γεννώνται ερωτήματα, όταν δε γυρεύεις απαντήσεις, όταν επαναπαύεσαι στα ίδια και τα ίδια.

Ο περισσότερος κόσμος πεθαίνει νέος, λίγο μετά τα χρόνια του σχολείου. Κάποιοι το τραβάνε περισσότερο, καμιά δεκαετία, ίσως και δύο, ώσπου κάποια στιγμή βολεύονται κι αυτοί στον τάφο τους.

Λίγοι, πολύ λίγοι, πεθαίνουν όταν γεράσουν.

Αυτοί οι τελευταίοι, ίσως, ούτε τότε.




Ο Κούνελος-Μάγος

Έρμαν Έσσε: Ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο

$
0
0

Χέρμαν Έσσε - Ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο. Αποσπάσματα από βιβλία του. Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι




Ημέρα εκλογών σήμερα, μα επιθυμώ να αποφύγω κάθε σχόλιο για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, τόσο πριν, όσο και μετά. Αντί αυτών θα μοιραστώ μαζί σας κάποια πολύ σημαντικά αποσπάσματα από κείμενα του Έρμαν Έσσε [Hermann Hesse], με θέμα τους την εναντίωσή του στον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό των συμπατριωτών του, τότε, στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου – και στα ξεσπάσματα οργής που πυροδότησε η συγκεκριμένη στάση του.

Ο Έσσε ανήκε στους λίγους που, με το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, τάχθηκε με σαφήνεια εναντίον του, παίρνοντας θέση υπέρ της ειρήνης και του διεθνισμού. Καταμεσής της γενικευμένης πατριωτικής έξαρσης βέβαια, ο Έσσε αυτόματα στοχοποιήθηκε ως «προδότης» από πλήθος Γερμανών. Ο Τύπος τον χαρακτήρισε «διεφθαρμένο» και τα γράμματα μίσους των γερμανών φοιτητών κατέκλυζαν το γραφείο του. Οι συμπατριώτες του πλέον τον κοιτούσαν με μισό μάτι.

Μα ο ίδιος ουδέποτε μετάνιωσε για τη συγκεκριμένη επιλογή του. Όπως γράφει, εξάλλου, μέσω του κεντρικού χαρακτήρα του στον «Λύκο της Στέπας»: «Όχι», είπα, «δε μ’ ενοχλεί. Το ‘χω συνηθίσει πια. Είχα εκφράσει άπειρες φορές τη γνώμη πως κάθε έθνος, ακόμα και κάθε άτομο, αντί να αυτονανουρίζεται με πολιτικολογίες, καλά θα έκανε να αναρωτηθεί πόσο ένοχες είναι οι δικές του αμέλειες, τα λάθη και οι κακοβουλίες του για τον πόλεμο κι όλα τα δεινά του κόσμου και πως εκεί βρίσκεται ο μοναδικός πιθανός τρόπος για ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δε μου το συγχώρησαν, φυσικά, επειδή όλοι τους είναι αθώοι – ο Κάιζερ, οι στρατηγοί, οι μεγιστάνες του εμπορίου, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες. Κανένας τους δεν είχε το παραμικρό για να κατηγορήσει τον εαυτό του. Και κανένας τους δεν είχε ενοχές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε πως όλα γίνονταν για το καλύτερο, παρόλο που μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ήταν θαμμένοι κάτω από το χώμα.»




Στρατιώτης στα ερείπια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου - No Man's Land... a lone soldier during World War 1



Απόσπασμα από τη «Σύντομη Βιογραφία» του Έσσε [1924]



«Δεν έχω ξεχάσει ποτέ ένα μικρό βίωμα της πρώτης χρονιάς του πολέμου. Είχα επισκεφτεί ένα μεγάλο στρατιωτικό νοσοκομείο ψάχνοντας να βρω μια δυνατότητα να προσαρμοστώ σαν εθελοντής μ’ ένα σημαντικό τρόπο στον αλλαγμένο κόσμο, πράγμα που τότε ακόμα μου φαινόταν δυνατό. Σ’ εκείνο το νοσοκομείο για τραυματίες γνώρισα μια γηραιά δεσποινίδα που άλλοτε ιδιώτευε κάτω από καλές συνθήκες και που τώρα πρόσφερε τις υπηρεσίες της σαν νοσοκόμα σ’ αυτό το νοσοκομείο. Μου διηγήθηκε με συγκινητικό ενθουσιασμό πόσο χαρούμενη και περήφανη ήταν για το ότι της δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει αυτήν τη μεγαλειώδη εποχή. Το βρήκα κατανοητό, γιατί γι’ αυτήν την κυρία χρειάστηκε ο πόλεμος για να βγει από την άεργη και καθαρά εγωιστική γεροντοκορίστικη ζωή της και να ζήσει μια ενεργητική και με κάποια αξία ζωή. Ωστόσο, καθώς μου διηγιόταν την ευτυχία της σ’ ένα διάδρομο γεμάτο τυλιγμένους σε επιδέσμους και τσακισμένους στρατιώτες, ανάμεσα σε αίθουσες κατάμεστες από ακρωτηριασμένους και ετοιμοθάνατους, γύρισε η καρδιά μου ανάποδα. Όσο κι αν κατανοούσα τον ενθουσιασμό αυτής της θείτσας, δεν μπορούσα να τον συμμεριστώ, δεν μπορούσα να τον επιδοκιμάσω. Αν έπεφταν δέκα πληγωμένοι στο μερτικό κάθε τέτοιας ενθουσιασμένης νοσηλεύτριας, τότε η ευτυχία αυτών των κυριών ήταν κάπως ακριβοπληρωμένη.

Όχι, δεν μπορούσα να συμμεριστώ τη χαρά για τη μεγαλειώδη εποχή, υπέφερα αξιολύπητα από τον πόλεμο, από την αρχή του κιόλας, και αμυνόμουνα απελπισμένα επί χρόνια ενάντια σε μια δυστυχία που φαινόταν να είχε ξεσπάσει από έναν ανέφελο ουρανό, ενώ όλος ο κόσμος γύρω μου έκανε σαν να ήταν γεμάτος ενθουσιασμό ακριβώς γι’ αυτήν τη δυστυχία. Και όταν διάβαζα στις εφημερίδες τα άρθρα των ποιητών που ανακάλυπταν την ευλογία του πολέμου και τις εκκλήσεις των καθηγητών και όλα τα πολεμικά ποιήματα που έβγαιναν από τα σπουδαστήρια των διάσημων ποιητών, τότε ένιωθα ακόμα πιο άθλια.

Στα 1915, κάποια μέρα, μου ξέφυγε δημόσια η ομολογία αυτής της αθλιότητας και λόγια θλίψης για το ότι και οι λεγόμενοι πνευματικοί άνθρωποι δεν ήξεραν να κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να κηρύσσουν το μίσος, να διαδίδουν ψέματα και να εγκωμιάζουν τη μεγάλη δυστυχία. Η συνέπεια αυτής της μάλλον δειλά εκφρασμένης από μέρους μου κατηγορίας ήταν το να χαρακτηριστώ από τον Τύπο της πατρίδας μου προδότης —για μένα ένα καινούριο βίωμα, γιατί παρά τις πολλές και διάφορες επαφές μου με τον Τύπο, δεν είχα γνωρίσει ακόμα ποτέ μέχρι τότε την κατάσταση του αποδοκιμασμένου από την πλειοψηφία. Το άρθρο μ’ εκείνη την κατηγορία εναντίον μου ανατυπώθηκε από είκοσι εφημερίδες της πατρίδας μου, και απ’ όλους τους φίλους μου —που πίστευα ότι είχα πολλούς στον Τύπο— μόνο δύο τόλμησαν να πάρουν το μέρος μου. Παλιοί φίλοι μού έκαναν γνωστό ότι είχαν θρέψει ένα φίδι στον κόρφο τους και ότι η καρδιά τους δε χτυπάει πια παρά για τον Κάιζερ και την αυτοκρατορία και όχι για ένα διεφθαρμένο σαν εμένα.

Υβριστικά γράμματα από αγνώστους έφταναν με το τσουβάλι και βιβλιοπώλες μου ανακοίνωναν ότι ένας συγγραφέας με τόσο εκφυλισμένες απόψεις όπως εγώ δεν υπήρχε πια γι’ αυτούς. Σε κάμποσα απ’ αυτά τα γράμματα έκανα τη γνωριμία μου μ’ ένα διακοσμητικό που τότε το έβλεπα για πρώτη φορά: μια τυπωμένη στρογγυλή σφραγίδα με τη φράση «Ο Θεός ας τιμωρήσει την Αγγλία». Θα νόμιζε κανείς ότι θα είχα γελάσει με την καρδιά μου γι’ αυτή την παρεξήγηση. Όμως δεν τα κατάφερα να κάνω κάτι τέτοιο.»


Από το Hermann Hesse, “Lesebuch: Erzählungen, Betrachtungen und Gedichte”. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αναγνωστικό», εκδ. Ζαχαρόπουλου. Μετάφραση: Μετ: Μαρία Χατζηγιάννη.



Ο γερμανικός επεκτατικός μιλιταρισμός, καρικατούρα του Κάιζερ, από τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου / German nationalism during World War 1, a caricature



«Γράμματα Μίσους» [1921]



«Οι Γερμανοί φοιτητές είχαν ανέκαθεν συχνά πρωτότυπους και φαιδρούς τρόπους τους για να εκφράσουν όχι μόνο σεβασμό και θαυμασμό, αλλά και την περιφρόνηση τους και το μίσος τους. Αυτή η μερίδα του γερμανικού φοιτητόκοσμου που προσπαθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον να διασώσει τις παλιές παραδόσεις και είναι πολιτικά αντιδραστική και στο έπακρο εθνικιστική, μου στέλνει από διάφορα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα από τη Χάλε, κάθε λίγο και λιγάκι ένα γράμμα μίσους. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτά τα γράμματα, όσο κι αν συχνά είναι τόσο ενδιαφέροντα. Αλλά επειδή επαναλαμβάνονται από καιρό σε καιρό, σχεδόν στο ίδιο ύφος, και δείχνουν μια έντιμη και καλοπροαίρετη, θα έλεγα ενθουσιώδη μάλιστα, νοοτροπία, που ωστόσο στην κατεύθυνσή της είναι πέρα για πέρα επικίνδυνη και που κάνει να φοβάται κανείς άσχημες εξελίξεις για το μέλλον μας, πρέπει κάποτε να μιλήσω γι’ αυτά τα γράμματα.

Παίρνω για βάση το γράμμα ενός φοιτητή του πανεπιστημίου της Χάλε που δεν ξέρω τ’ όνομά του. Ο συντάκτης του αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να μου γνωστοποιήσει ότι αυτός (και πολυάριθμοι ομοϊδεάτες του) δεν είναι ευχαριστημένος από εμένα, ότι πρέπει να μου επιρρίψει μομφή για την τρομερή παραγνώριση των καθηκόντων μου, ότι κι αυτός και οι φίλοι του με περιφρονούν βαθύτατα, ότι για εκείνον και τους συντρόφους του είμαι πεθαμένος και ενταφιασμένος, ότι το πολύ– πολύ είμαι γι’ αυτούς αντικείμενο χλεύης κλπ.

Θα αναφέρω εδώ μερικές φράσεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικές:

«Η Τέχνη σας είναι ένα νευρασθενικό–ασελγές ανασκάλευμα με ωραία λόγια, είναι μια ξελογιάστρα Σειρήνα επάνω από νωπούς γερμανικούς τάφους που δεν έχουν ακόμα κλείσει. Μισούμε αυτούς τους ποιητές —κι ας προσφέρουν εκατό φορές ώριμη τέχνη— που θέλουν τους άντρες να τους κάνουν γυναίκες, που θέλουν να μας ισοπεδώσουν και να μας διεθνοποιήσουν και να μας κάνουν ειρηνιστές. Είμαστε Γερμανοί και θέλουμε να μείνουμε αιώνια Γερμανοί. Είμαστε μαθητές ενός Σίλερ και ενός Φίχτε και ενός Καντ κι ενός Μπετόβεν κι ενός Βάγκνερ —μάλιστα δέκα φορές μαθητές ενός Ρίχαρντ Βάγκνερ που το βροντόηχο πάθος του θα το αγαπάμε στους αιώνες των αιώνων. Έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε οι Γερμανοί ποιητές μας (αν έχετε γίνει ξένος, να μας αδειάσετε η γωνιά!), θέλουμε οι Γερμανοί ποιητές να βγάλουν από το λήθαργο το λαό μας και να τον οδηγήσουν πάλι στους ιερούς κήπους του γερμανικού ιδεαλισμού, της γερμανικής θρησκείας και της γερμανικής πίστης!»

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτά δεν είναι παρά ασκήσεις γραφής σαν αυτές που άλλοτε αισθηματικοί νεανίες έγραφαν στο γενεαλογικό τους βιβλίο, απλοϊκές εκφράσεις μιας νεανικής μέθης από ηχηρά λόγια. Όμως αυτό θα ήταν μια υπερβολικά αισιόδοξη αντίληψη. Πίσω από τέτοιες φράσεις κρύβεται κάτι περισσότερο —όχι απόψεις και γνώμες παρά ένα δυνατό, αρρωστημένο και μάλιστα με το παραπάνω νευρασθενικό πείσμα, μια ομολογία για τάσεις που στην περαιτέρω επενέργειά τους είναι εχθρικές για το πνεύμα και για τη ζωή.

Ήδη το ότι ένας φοιτητής αισθάνεται την ανάγκη ν’ ανακοινώσει σε έναν ποιητή: «Είστε νεκρός για μας, σας περιγελάμε!» αποτελεί μιαν αλλόκοτη ανάγκη. Αυτός ο φοιτητής διάβασε κάτι δικό μου που του φαίνεται νευρασθενικό και νοσηρό ή «αντιγερμανικό» ή «ξενικό», αλλά δεν αρκείται στο να βάλει στην άκρη αυτό το βιβλίο και ν’ αποστραφεί αυτόν το συγγραφέα. Όχι. Σ’ αυτόν το συγγραφέα διαισθάνθηκε κάτι, ένα δηλητήριο, ένα ξελόγιασμα, κάτι ανθρώπινο, κάτι διεθνές, κάτι ξενικό, κάτι υπερεθνικό, κάτι το οποίο ξεκινάει το ξελόγιασμα, επομένως κάτι που όσο πιο ξελογιαστικό είναι τόσο πιο έντονα πρέπει να καταπολεμηθεί και ν’ αφανιστεί! Το ότι ο «ξενοποιημένος», ειρηνιστής, αντιγερμανικός ποιητής είναι γι’ αυτόν —το φοιτητή— νεκρός, το ότι κανένας αξιοπρεπής νέος με πατριωτικό και σιλερικό φρόνημα δεν ακούει τέτοιους ποιητές, αυτό πρέπει να του το βροντοφωνάξει (και στον εαυτό του επίσης) και να του το διαλαλήσει με μια ύποπτη σπατάλη πάθους.



Ο Χέρναν Έσσε στο γραφείο με τα βιβλία του / Hermann Hesse and his books




Φυσικά, δεν έχω σκοπό να απαντήσω εδώ σ’ ένα γράμμα σαν αυτό και σε κάμποσα άλλα παρόμοια που έλαβα. Δε μ’ ενδιαφέρει το αν μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες φοιτητές με διαβάζουν ή όχι, με εγκρίνουν ή όχι. Υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα για μένα. Αλλά με ενδιαφέρει, σαν σύμπτωμα των καιρών, η αντίδραση Γερμανών φοιτητών απέναντι στα κείμενα ειρηνιστών συγγραφέων, η αντίδρασή τους απέναντι στις προσπάθειες αυτών των συγγραφέων για αποβαρβαροποίηση και ανθρωπιά. Ενδιαφέρουσα είναι προπαντός η φράση: «Έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε». Δηλαδή, κατά τη γνώμη αυτών των φοιτητών ένας συγγραφέας δεν είναι ένα πλάσμα που εκφράζει ό,τι νιώθει μέσα του σαν ανάγκη —κι αυτό το κάνει τόσο πιο τέλεια και τόσο πιο επάξια όσο πιο σίγουρα και πιο αλάθευτα βιώνει και απεικονίζει την ύπαρξή του, τα πιστεύω του, την αλήθεια του. Γι’ αυτούς ο συγγραφέας είναι ένας δημόσιος υπηρέτης που πρέπει να παίρνει διαταγές από φοιτητές για το τι πρέπει να λέει και να κάνει. Ο συγγραφέας πρέπει να κάνει πίσω όταν το παλικαράκι προχωρεί εναντίον του με το ξίφος βγαλμένο απ’ τη θήκη. Αγόρι μου, πόσο προδόθηκες!

Όμως ακόμα πιο αποκαλυπτική για τη σπασμωδικότητα και την επικίνδυνη στενοκεφαλιά του συντάκτη του γράμματος είναι το ποιους αναγνωρίζει ως μεγάλες και ηγετικές μορφές. Ο επιστολογράφος μου είναι φοιτητής της Ιατρικής και κατά πάσα πιθανότητα έκανε μερικά χρόνια στον πόλεμο και καθώς —όπως προς τιμήν του, υποθέτω— ασφαλώς και αφιερώνει πολλή επιμέλεια στις σπουδές του, δεν μπορεί να μας πείσει ότι σαν φοιτητής έχει ήδη μελετήσει εμπεριστατωμένα τους λόγιους που αναφέρει. Αντίθετα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τις γνώσεις του για τη γερμανική ιστορία και τις γερμανικές μεγαλοφυΐες τις χρωστάει σε μερικές διαλέξεις περί πανγερμανισμού ή στο διάβασμα κάποιου με σχετικό πνεύμα κειμένου του Τσάμπερλεν, του Ρόρμπαχ ή, στην καλύτερη περίπτωση, του Νάουμαν. Μερικά ονόματα που ανήκουν κι αυτά στο πρόγραμμα τα έχει ξεχάσει, όπως τα ονόματα Λούθηρος και Χέγκελ. Όμως και χωρίς αυτά τα ονόματα το πρόγραμμα είναι κατανοητό.

Το μόνο που μ’ ενοχλεί είναι το όνομα Μπετόβεν. Γιατί στην απαρίθμηση των Γερμανών μουσουργών δε θα τον έβαζα στην πρώτη–πρώτη θέση, ωστόσο είναι για μένα πάρα πολύ ιερός για να βλέπω τ’ όνομά του ν’ αναφέρεται σ’ αυτή την ευτελή υπόθεση. Ας τον αφήσουμε στην άκρη ή μάλλον ας πούμε σ’ αυτόν το φοιτητή ότι ανάμεσα σε όλα τα ιερά ονόματα που ανέφερε υπάρχει ένα και μόνο που είναι αξιοσέβαστο και σε μένα και στους ομοϊδεάτες μου: Μπετόβεν. Ασφαλώς είναι άσχημο το ότι δε βρίσκονται δίπλα στο δικό του όνομα ούτε ο Μότσαρτ, ούτε ο Μπαχ, ούτε ο Γκλουκ παρά αποκλειστικά και μόνο ο Βάγκνερ. Όμως στο κάτω–κάτω της γραφής η μουσική είναι υπόθεση του καθενός και γιατί να μη βρίσκει χαρά ο νεαρός επιστολογράφος μόνο στο «Λόεγκριν» ή στην ουβερτούρα του «Ριέντσι»;




Εθνικισμός και μιλιταρισμός - ένα καρτούν / Nationalism and militarism... a cartoon
Ο γερμανικός επεκτατισμός, σκίτσο από τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου / German imperialism during WWI
Γερμανοί στρατιώτες με σημαίες, στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου / German soldiers marching with flags during World War I



Αλλά το ότι από τους μεγάλους Γερμανούς ποιητές δε γνωρίζει και δεν αναφέρει ούτε έναν, το ότι κανένας απ’ όλους τους βαθυστόχαστους, συνεπείς με τον εαυτό τους, δυσκολοπροσάρμοστους —και γι’ αυτό μοναχικούς— Γερμανούς δεν του ήρθε στο νου τη στιγμή που ήθελε να ονοματίσει τα άγια των αγίων του, αυτό είναι κακό. Δηλαδή, για αυτού του είδους τους Γερμανούς φοιτητές υπάρχει ένα γερμανικό πνεύμα που εκπροσωπείται αποκλειστικά και αστραποβόλα μόνο από τον Σίλερ, τον Καντ και τον Φίχτε! Κανένας Γκαίτε, κανένας Χέλντερλιν, κανένας Ζαν Πολ, κανένας Νίτσε! Φοβάμαι ότι ο επιστολογράφος δεν υπήρξε απόλυτα ειλικρινής. Έχω το αίσθημα ότι κατά βάθος είναι πιο κοντινά στην καρδιά του ονόματα όπως του Σάρνχορστ, του Ρόον, του Μπλίχερ κλπ. Φοβάμαι ότι σχετικά με τον Σίλερ εννοεί λιγότερο την επαναστατική πλευρά του απ’ όσο τη διακοσμητική και ότι από τον Καντ διάβασε την «Κριτική του καθαρού λόγου» λιγότερο προσεχτικά απ’ όσο μελέτησε την πρακτική του. Ίσως όμως τον Καντ να τον γνωρίζει μόνο από εκείνη τη γνωστή περικοπή του Στερνχίμελ.

Όλα τα από τον επιστολογράφο τιμώμενα γερμανικά ονόματα ανήκουν —για να μιλήσω ανοιχτά— για μένα στους διακοσμητικούς Μεγάλους. Για δυο ποιήματα του Χέλντερλιν θα έδινα ολόκληρο τον Σίλερ και τον Φίχτε μαζί. Κι όσο για τον Καντ, παρά το γιγάντιο έργο του, δεν είχε στο γερμανικό πνεύμα καμιά καθαρή και ευεργετική επίδραση. Τουλάχιστον η ανελέητα κριτική σκέψη του και η καθαρότητα της μεθόδου του δεν έγιναν γενικά ισχύον πρότυπο για τους κατοπινούς απ’ αυτόν φιλοσόφους και καθηγητές της Γερμανίας. Πρότυπο έγινε μοναχά η μεταγενέστερη κλίση του προς την ηθική της αυθαιρεσίας και του Κράτους και η δουλικότητά του απέναντι στους ηγεμόνες της χώρας.

Κοντολογίς, η με τόση ορμητικότητα εκθειαζόμενη από τον επιστολογράφο μας γνωστή γερμανική Πίστη δε μου παρουσιάζεται σε τίποτα διαφορετική από εκείνη την πίστη του κατά μέσον όρο μορφωμένου Γερμανού περασμένης εποχής, αυτήν τη βολική, εξαρτημένη πίστη του αστού σε κάθε ομαδικό ιδανικό, αυτή την πίστη που ενάντιά της πολέμησε και διαμαρτυρήθηκε ο Γκαίτε τόσο συχνά, αυτή την πίστη που επάνω της συντρίφτηκε ο Χέλντερλιν, που ο Ζαν Πολ την ειρωνεύτηκε και που ο Νίτσε την κατήγγειλε τόσο μανιασμένα και τη στηλίτευσε. Αυτό το πνεύμα είναι εκείνο που επικρατεί όταν πρόκειται να εγκαινιαστεί μια «μεγάλη εποχή» με λάβαρα που κυματίζουν και με κλαγγές όπλων ή με πράξεις που προκαλούν παγκόσμια κατακραυγή του είδους εκείνης των 93.

[* Οι 93: διαμαρτυρία επιφανών Γερμανών λογίων το φθινόπωρο του 1914 για τη γερμανική εισβολή στο Βέλγιο]

Είναι το πνεύμα που φοβάται τον ίδιο τον εαυτό του και που κάθε προσπάθεια για απομάκρυνση από τη συνηθισμένη σημαία τη θεωρεί ευθύς αμέσως σατανική, όμως κρύβει αυτή την εσώψυχη δειλία του πίσω απ’ το θόρυβο σπαθιών. Το ότι αυτό το πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί γερμανικό πνεύμα, το ότι αυτό το πνεύμα υποστηρίχτηκε από το καθεστώς από τα 1870 και ύστερα και διασαλπίστηκε σ’ όλον τον κόσμο, αυτό το πνεύμα που εμείς οι άλλοι δεν το αγαπάμε και το θεωρούμε φόβητρο, σκιάχτρο, μας έκανε να γίνουμε διεθνιστές και ειρηνιστές. Γιατί εκείνο το γερμανικό ψευδεπίγραφο πνεύμα —για να το πω καθαρά όπως είναι— είναι εκείνο στο οποίο ο κόσμος επιρρίπτει, δίκαια, τη μομφή για τον πόλεμο. Όποιος παραδέχεται αυτό το πνεύμα έχει μεγάλο μερίδιο στην ενοχή.



Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός και ανταγωνισμός στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, χάρτης εποχής / Map illustrating the era of World War I and the tensions between the nations



Για να βρει κανείς το δρόμο της εξόδου από την ύπνωση που του δημιούργησε η εξουσία και από εκείνο τον ιδεαλισμό της διπλής αλήθειας δε χρειάζεται, όπως νομίζει εκείνος ο επιστολογράφος, να αρνηθεί τη γερμανική υπόστασή του. Δε χρειάζεται παρά να διεθνικοποιηθεί κανείς όσο είναι αναγκαίο για να διδαχτεί από αλλοδαπούς όπως ο Ιησούς, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ.

Κατά τ’ άλλα, την αντίληψη που προπαγανδίζω εγώ και που ο επιστολογράφος τη θεωρεί αντιγερμανική και αντιανδρική μπορεί κανείς να τη βρει επιβεβαιωμένη και από πολυάριθμους Γερμανούς άντρες που υπήρξαν οι κήρυκές της και οι μάρτυρές της. Μόνο που πρέπει να κάνει κανείς μερικά βήματα που οι άλλες μελέτες του δεν άφησαν ακόμα χρόνο στον επιστολογράφο να κάνει: πρέπει να γυρίσει κανείς κάπως πίσω στο γερμανικό παρελθόν και όχι να μείνει μόνο μέχρι την κλασική–ιδεαλιστική εποχή κατά την οποία αξιοσέβαστοι και εν μέρει ιδιοφυείς άντρες έβαλαν το θεμέλιο που πάνω του χτίστηκε αυτό που σήμερα έχει εκφυλιστεί κι έχει παλιώσει σαν επίσημη–γερμανική κρατική νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου. Πρέπει να αναζητήσει κανείς στο παρελθόν μια παλιότερη, αλλοτινή Γερμανία των μεσαιωνικών καθεδρικών ναών και της ποίησης. Και στην πιο όψιμη Γερμανία πρέπει κανείς να γνωρίσει και να αναγνωρίσει δίπλα στον Βάγκνερ και τον Μπαχ και οπωσδήποτε τον Μότσαρτ, δίπλα στον Καντ και τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε, δίπλα στον Σίλερ και τον Γκαίτε, τον Χέντερλιν και τον Ζαν Πολ. Τότε μπορεί κανείς να μείνει άντρας και Γερμανός και ταυτόχρονα να διαπνέεται από τις σκέψεις της ανθρώπινης αγάπης και της ανθρώπινης λογικής και να βοηθήσει στην πραγμάτωση αυτών των σκέψεων.

Φυσικά, αυτό δεν είναι δυνατό με τη νοοτροπία εκείνου του επιστολογράφου μου, με το μονόπλευρο, ιδεαλιστικό–ιδεολογικό Γερμανισμό που δε γνωρίζει παρά μόνο τον Καντ, τον Σίλερ, τον Φίχτε, τον Βάγκνερ. Αυτός ο μονόπλευρος πεισματικός Γερμανισμός, που διδάχτηκε από πολλούς άμβωνες και καθέδρες και που δε φαίνεται να κατέρρευσε μαζί με την κατάρρευση που επέφερε ο πόλεμος, πρέπει να δώσει τη θέση του σ’ έναν απεριόριστα πλατύτερο και ελαστικότερο Γερμανισμό, αν δε θέλουμε να μείνει η Γερμανία αιώνια ανάμεσα στους λαούς του κόσμου μοναχική, οργισμένη και γκρινιάρα.»


Από το Hermann Hesse, “Lesebuch: Erzählungen, Betrachtungen und Gedichte”. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αναγνωστικό», εκδ. Ζαχαρόπουλου. Μετάφραση: Μετ: Μαρία Χατζηγιάννη.



Ένα απόσπασμα από τον «Λύκο της Στέπας» [1927]



«Συναντηθήκαμε το επόμενο απόγευμα σ’ ένα καφέ. Η Ερμίν είχε φτάσει πριν από μένα, έπινε τσάι και, καθώς πλησίαζα, μου έδειξε χαμογελώντας τ’ όνομά μου που το ‘χε βρει σε μια εφημερίδα. Ήταν μια από τις αντιδραστικές σοβινιστικές φυλλάδες της περιοχής μου όπου, από καιρό σε καιρό, δημοσιεύονταν υβριστικά και βίαια σχόλια εναντίον μου. Στο διάστημα του πολέμου είχα εκφράσει την αντίθεσή μου γι’ αυτόν και μετά, από καιρό σε καιρό, είχα συστήσει ηρεμία, υπομονή, ανθρωπισμό και αυτοκριτική· είχα ακόμα εναντιωθεί στον εθνικιστικό σωβινισμό που από μέρα σε μέρα γινόταν ολοένα και πιο φανερός, πιο παράλογος και πιο ασυγκράτητος. Σ’ αυτή εδώ, λοιπόν, υπήρχε μια άλλη επίθεση αυτού του είδους, κακογραμμένη – ολοφάνερο πως η μισή δουλειά είχε γίνει από τον ίδιο τον εκδότη κι η άλλη μισή ήταν κλεμμένη από φύλλα που είχαν παρόμοιες τάσεις με το δικό του. Είναι πασίγνωστο πως κανείς δε γράφει χειρότερα απ’ αυτούς τους υποστηρικτές των σαραβαλιασμένων ιδεολογιών, κανείς δεν ασκεί το επάγγελμά του με τόσο λίγη αξιοπρέπεια και ευσυνειδησία.

Η Ερμίν είχε διαβάσει το άρθρο που την πληροφορούσε ότι ο Χάρυ Χάλερ ήταν ένα βρωμερό σκουλήκι κι ένας άνθρωπος που είχε προδώσει την πατρίδα του και ήταν αυτονόητο πως κανένα καλό δεν μπορούσε να προκύψει για τη χώρα όσο θα ανέχεται τέτοια πρόσωπα και τέτοιες ιδεολογίες, που έκαναν τη νεολαία να στρέφεται σε συναισθηματικές αντιλήψεις περί ανθρωπισμού αντί για την ένοπλη εκδίκηση κατά του προαιώνιου εχθρού.

«Εσυ είσαι αυτός;» ρώτησε η Ερμίν δείχνοντας τ’ όνομά μου. «Λοιπόν, κατάφερες να κάνεις αρκετούς εχθρούς και κανένα λάθος. Σε ενοχλεί;»

Διάβασα μερικές γραμμές. Δεν υπήρχε ούτε μία αράδα δίχως εκείνες τις στερεότυπες βρισιές, που χρόνια τώρα τυμπάνιζαν στ’ αυτιά μου μέχρι που αηδίασα πέρα για πέρα μαζί τους.



Αμερικανοί στρατιώτες εν έτει 1919 / American soldiers in 1919




«Όχι», είπα, «δε μ’ ενοχλεί. Το ‘χω συνηθίσει πια. Είχα εκφράσει άπειρες φορές τη γνώμη πως κάθε έθνος, ακόμα και κάθε άτομο, αντί να αυτονανουρίζεται με πολιτικολογίες, καλά θα έκανε να αναρωτηθεί πόσο ένοχες είναι οι δικές του αμέλειες, τα λάθη και οι κακοβουλίες του για τον πόλεμο κι όλα τα δεινά του κόσμου και πως εκεί βρίσκεται ο μοναδικός πιθανός τρόπος για ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δε μου το συγχώρησαν, φυσικά, επειδή όλοι τους είναι αθώοι – ο Κάιζερ, οι στρατηγοί, οι μεγιστάνες του εμπορίου, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες. Κανένας τους δεν είχε το παραμικρό για να κατηγορήσει τον εαυτό του. Και κανένας τους δεν είχε ενοχές. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε πως όλα γίνονταν για το καλύτερο, παρόλο που μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ήταν θαμμένοι κάτω από το χώμα.

Και για να ξέρεις, Ερμίν, μ’ όλο που παρόμοια άρθρα δε μ’ ενοχλούν πια, πολύ συχνά μου προκαλούν θλίψη. Δύο τρίτα από τους συμπατριώτες μου διαβάζουν αυτό το είδος των εφημερίδων. Διαβάζουν πράγματα γραμμένα σ’ αυτό τον τόνο κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Και κάθε μέρα αυτά τα πράγματα τους ερεθίζουν, τους παρακινούν και τους χειραγωγούν, τους ληστεύουν τη ψυχική τους ηρεμία και τα καλύτερά τους αισθήματα και ο τελικός στόχος όλων αυτών είναι να ξαναγίνει πόλεμος, ο επόμενος πόλεμος που πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά και που θα είναι πολύ πιο φριχτός από τον προηγούμενο. Όλ’ αυτά είναι απλά και ξεκάθαρα. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα καταλάβει και να φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα μετά από ενός λεπτού σκέψη. Κανείς, όμως, δε θέλει να το κάνει. Κανείς δε θέλει ν’ αποφύγει τον επόμενο πόλεμο, κανείς δε θέλει ν’ απαλλάξει τον εαυτό του και τα παιδιά του από το επόμενο ολοκαύτωμα, αν αυτό είναι το τίμημα.

Βλέπεις, το να σκεφτεί ένα λεπτό, να εξετάσει τον εαυτό του για λίγο και να τον ρωτήσει ποιο είναι το μερίδιο της ευθύνης του για τη σύγχυση και για την κακοβουλία του κόσμου, κανείς δε θέλει να το κάνει. Κι έτσι, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον επόμενο πόλεμο, που χιλιάδες και χιλιάδες τον σπρώχνουν όλο και πιο μπροστά μέρα με τη μέρα. Από την ημέρα που το κατάλαβα αυτό, μ’ έχει παραλύσει και μ’ έχει φέρει σε απόγνωση. Δε μου ‘χει απομείνει πια ούτε πατρίδα ούτε ιδανικά. Αυτά δεν είναι παρά στολίδια για τους αξιότιμους κυρίους που θα εγκαινιάσουν την επόμενη ανθρωποσφαγή. Δεν έχει κανένα νόημα πια να σκέφτεσαι, να λες ή να γράφεις οτιδήποτε ανθρωπιστικό, να σκοτίζεις το μυαλό σου με σκέψεις καλής προαίρεσης, αφού για τους δυο τρεις ανθρώπους που το κάνουν υπάρχουν χιλιάδες εφημερίδες, περιοδικά, λόγοι, ομιλίες, δημόσιες και ιδιωτικές συγκεντρώσεις που έχουν για καθημερινή τους έγνοια να κάνουν το αντίθετο και το πετυχαίνουν.»


Hermann Hesse, “Der Steppenwolf”, Μετάφραση: Γ. Κωστόπουλου.


Για την επιλογή των κειμένων, την εισαγωγή και τον σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας, το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 2019.




Κατεστραμμένη γη, τα ερείπια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου / No Man's Land during WWI

Το τέρας με τα πολλαπλά κεφάλια (έχει ένα κεφάλι λιγότερο)

$
0
0

Σκισμένο φέιγ βολάν της ναζιστικής Χρυσής Αυγής




Κάθε φασισμός γεννιέται μέσα από την κρίση, τη φτώχεια, την ανεργία και το άγχος. Η κομματική του συνιστώσα δεν αποτελεί παρά το επίσημό του προσωπείο – μα πίσω από το προσωπείο ενεδρεύει πάντα το ίδιο τέρας με τα πολλαπλά κεφάλια. Και αν έχει ένα κεφάλι λιγότερο... το τέρας παραμένει. Ένα τέρας που αντλεί δύναμη από την αδυναμία του κόσμου. Από την επιθυμία κάθε ανασφαλούς ανθρώπου να αισθάνεται πως είναι μέρος κάποιας ισχυρής εθνικής οντότητας – και έτσι να αναπληρώνει το εσωτερικό του κενό. Από τις μαζικές ψευδαισθήσεις συλλογικού μεγαλείου. Από την αναζήτηση εύκολων αποδιοπομπαίων τράγων για τα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν. Από τη φαινομενική αντίφαση μεταξύ της επιθυμίας εξέγερσης και τις ασυνείδητες ροπές υποταγής σε κάποιον ισχυρό «ηγέτη».

Από την ημιμάθεια. Και αυτή η τελευταία ανήκει στους πιο επικίνδυνους συμμάχους κάθε φασισμού. Είναι εκείνη που κάνει να καρποφορούν οι ιδέες της προγονολατρείας και της δίχως κριτική εξιδανίκευσης του εθνικού μας παρελθόντος. Εκείνη που διαστρεβλώνει την αναζήτηση της γνώσης και τη μετατρέπει σε μύθευμα, σλόγκαν και κλισέ.

Από την αδυναμία διαλόγου και κριτικής σκέψης – και την αντικατάστασή τους με προκατασκευασμένες ατάκες και άφθονο τσαμπουκά.

Από τη βαθιά αλαζονεία πως, τάχα, «εμείς» είμαστε «ανώτεροι» από τους άλλους. Από τον διαρκή φόβο απέναντι στον «άλλο», τον «διαφορετικό».

Ο φασίστας είναι ένας βαθιά φοβισμένος άνθρωπος. Βλέπει παντού γύρω του απειλές. Και ο κόσμος που έχει σχηματίσει μέσα στο κεφάλι του, ο κόσμος που προβάλλει έξω από αυτόν… είναι μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση αυτού του φόβου του. Και σε αυτόν τον κόσμο ο φόβος κυριαρχεί. Ο φόβος και το μίσος.

Χρειάζεται κάποτε να καταλάβει αυτός ο ανασφαλής άνθρωπος πως ο κόσμος δεν είναι χρωματισμένος με τόνους άσπρου-μαύρου. Και πως η αλήθεια που έχει σφηνωθεί μες στο κεφάλι του δεν είναι η πραγματικότητα – παρά μια φοβισμένη, διαστρεβλωμένη οπτική της.

Και χρειάζεται – επιτέλους – μια φορά ο φοβισμένος αυτός άνθρωπος να μάθει να στέκεται στα δυο του πόδια. Μονάχος του. Δίχως κόμματα, δίχως ομάδες, δίχως ετοιμοπαράδοτα ιδανικά, δίχως βολικές ιδεολογίες που τον κάνουν να αισθάνεται δυνατός. Όχι – να κάτσει μόνος του, κατάμονος. Αν αντέχει.

Και να σκεφτεί. Μια φορά ας κάτσει να σκεφτεί.

Και να κάνει και μερικά ταξιδάκια. Να γνωρίσει άλλους λαούς του κόσμου. Να διαβάσει λογοτεχνία, ποίηση, να ακούσει μουσικές, να μάθει τέχνη.

Και τότε ίσως καταλάβει. Ίσως καταλάβει τι σημαίνει πραγματικά η λέξη «ελευθερία».

«Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω. Όσο πάει και ξεκοσκινίζω· αλαφρώνω. Πώς να σου το πω; Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.» - Νίκος Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
».




Η Ιστορία των Cure. Κεφάλαιο 2: Τα γιορτινά χρόνια

$
0
0


Η Ιστορία των Cure, μέρος 2... τα γιορτινά χρόνια. Ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι / History of The Cure, part 2



Αναγέννηση




Τα πάντα έδειχναν να έχουν τελειώσει. Το συγκρότημα έφτανε στο τέλος του δημιουργικού του κύκλου, πνιγμένο σε μια μαύρη, παχύρευστη, κολλώδη θάλασσα άρνησης και πόνου, μια άβυσσο μηδενισμού. «Είχα χάσει κάθε φίλο που είχα», εξομολογήθηκε αργότερα ο Robert Smith, «κάθε έναν χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, κι αυτό γιατί ήμουν απίστευτα δυσάρεστος, απωθητικός και εγωκεντρικός. Τουλάχιστον είχα κατορθώσει να διοχετεύσω όλη αυτή την αρνητική ενέργεια που είχα, όλα τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της προσωπικότητας μου σε κάτι».

Αυτό το κάτι υπήρξε το “Pornography”. Έτος κυκλοφορίας του το 1982, μια χρονιά που φάνηκε πως οι Cure θα έφταναν στο τέλος της σύντομης, σκοτεινής, μα άκρως επιδραστικής τους πορείας – επιδραστικής για τους κύκλους του βρετανικού underground και του αναδυόμενου (από τα βαθύτερα υπόγεια του μουσικού ασυνείδητου) κινήματος του Gothic Rock. Ο Simon Gallup (μπασίστας και δεύτερος, μετά τον Σμιθ, ακρογωνιαίος λίθος της μπάντας) εγκατέλειψε το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ενώ ο ντράμερ Lol Tolhurst άφησε τα ντραμς στην άκρη (του οποίου το ξερό, μονότονο παίξιμο είχε κατορθώσει να ταιριάξει απόλυτα με το μινιμαλιστικό ύφος της μουσικής) και έπιασε τα keyboards… Και ο Σμιθ; Ο Σμιθ ήταν μόνος του, ένιωθε μόνος του, περισσότερο από ποτέ. Ποιο το νόημα να συνεχίσει πια.

Κάπου εκεί λοιπόν, ριγμένος στο βάθος της αβύσσου, κατόρθωσε να βγάλει μια φωνή, τέτοια που αντιλάλησε ως πέρα και η κρυστάλλινη ηχώ της οποίας τρύπησε τους μαύρους τοίχους: “I must fight this sickness! Find a Cure!”. Και σαν φοίνικας το συγκρότημα έμελλε να αναγεννηθεί – και μαζί μ’ αυτό ο ίδιος ο Ρόμπερτ Σμιθ, αποδεικνύοντας πως δεν υπάρχει τέλος αν δεν το επιλέξεις… μονάχα σταθμοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον.

Έναν χρόνο μετά το “Pornography”, εν έτει 1983, ο Σμιθ εξέπληξε κυριολεκτικά τους πάντες – συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, θα λέγαμε – κυκλοφορώντας ένα κατάφωρα pop single, ένα ανεβαστικό και ελαφρού περιεχομένου τραγούδι με τίτλο “Let’s Go To Bed”. Ήταν ό,τι πιο πιασάρικο είχαν κυκλοφορήσει οι Cure από τις πρώτες μέρες του “Boys Don’t Cry”, ενώ οι χαρούμενοι τόνοι του τραγουδιού έστεκαν σε απόλυτη αντιπαράθεση με το βαθιά πεσιμιστικό, ατμοσφαιρικό και εσωτερικό ύφος που είχε πλάσει το συγκρότημα τα περασμένα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Σμιθ προσπάθησε να κυκλοφορήσει το τραγούδι όχι με το κανονικό όνομα της μπάντας, αλλά με το ψευδώνυμο Recur, γνωρίζοντας πως το κομμάτι θα ξένιζε τους πάντες και θα απομάκρυνε πλήρως ακόμα και εκείνη την πιστή μερίδα των οπαδών τους – το μόνο ίσως που τους είχε απομείνει.

Ο μάνατζέρ τους όμως επέμενε. Το τραγούδι έπρεπε να κυκλοφορήσει και η αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης θα λειτουργούσε ως ένα ενδιαφέρον πείραμα με σκοπό να μπερδέψει τον κόσμο και να συγχύσει εκείνους ειδικά που είχαν αρχίσει να λατρεύουν τον μαύρο πεσιμισμό της μπάντας. Για όλους όσους βιάζονταν να τους τοποθετήσουν κάτω από μια μουσική ταμπέλα, η απροσδόκητη εκείνη αλλαγή θα ήταν η απόλυτη απάντηση. Ένα ακόμα “Fuck Off”, το οποίο τώρα ήταν στραμμένο όχι απέναντι στον εαυτό τους και στην πραγματικότητα που τους περιέβαλε (όπως έγινε στα περασμένα άλμπουμ της μπάντας), μα απέναντι στον ίδιο τον κόσμο που τους ακολουθούσε – ασφαλώς η πιο επίφοβη κίνηση όλων. «Τους απεχθάνομαι, πραγματικά», είχε πει τότε ο Σμιθ, ως απάντηση στα γράμματα μίσους που δεχόταν από εξαγριωμένους οπαδούς. «Είναι λες και είμαστε το αντικείμενό τους. Πως τολμώ να επεμβαίνω πάνω στην ίδια την εικόνα μας! Ποτέ δε ζήτησα τυφλή αφοσίωση. Το απεχθάνομαι καθώς προσπαθούν να με συρρικνώσουν σε μια μονοδιάσταση περσόνα, που επιτρέπεται να παίζει μονάχα ένα είδος μουσικής».




Japanese Whispers album cover, by The Cure
The Cure Lovevats' EP cover




Εδώ που τα λέμε, δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Το συγκρότημα βρισκόταν στα όρια της διάλυσης, ενώ είχε αγγίξει το απώτατο όριο ενός στυλ που πιθανό να μη κατόρθωνε ποτέ να ξεπεράσει. Οι επιλογές ήταν δύο: Η επανάληψη, ώσπου η μπάντα να καταντούσε φάντασμα του εαυτού της, μιμούμενη διαρκώς το ίδιο στυλ, εγκλωβισμένη σ’ ένα μοναδικό και απαράλλακτο ύφος… Ή η μεταμόρφωση. Ξέρετε, σαν την κάμπια – η οποία θα γινόταν και τραγούδι σύντομα.

Ο Σμιθ πάντως έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φανερώσει την προσωπική του δυσαρέσκεια απέναντι στο νέο single, θάβοντάς το στις συνεντεύξεις των καιρών, λέγοντας πως δεν είναι παρά ένα «ανόητο ποπ τραγούδι, τίποτα παραπάνω». Ωστόσο η συνέχεια δε θα έβλεπε τους Cure να επιστρέφουν στα παλιά – αντίθετα, θα φανέρωνε ένα ακόμα περισσότερο πολύπλευρο πρόσωπο, λες και είχε φυτρώσει ο σπόρος ενός νέου, παράξενου φυτού και τώρα εκείνο ξεπέταγε περίεργα άνθη και άγνωστους καρπούς. Ο Ρόμπερτ Σμιθ δοκίμαζε, πειραματιζόταν• και στον πειραματισμό του ξεχώριζε κανείς τα ίχνη ενός εξερευνητή. Αναζητούσε μια νέα μουσική γλώσσα. Δεν ήξερε την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει… μα άπλωνε τα χέρια του προς διάφορες κατευθύνσεις.

Τα singles που κυκλοφόρησαν τον καιρό εκείνο, συγκεντρωμένα όλα στη συλλογή με τον τίτλο “Japanese Whispers”, παρουσιάζουν ουσιαστικά ένα συγκρότημα που έπαιζε, δοκιμάζοντας ήχους και πλάθοντας μουσικές, από την αρχή ξανά. Τραγούδια όπως το “The Walk” φανερώνουν ένα έντονο φλερτ με τους ήχους των συνθεσάιζερ των καιρών, ενώ το jazzy (και προσωπικά αγαπημένο) “The Lovecats”υπήρξε κάτι εντελώς καινούργιο – αυτό το χαριτωμένο παιχνίδισμα, σα πάτημα γάτας πάνω σε πιάνο, σαν άτακτο ξετύλιγμα ενός πολύχρωμου κουβαριού• σαν τη μυρωδιά της άνοιξης στο πέρας ενός βαρύ χειμώνα.

Στις στάχτες του γέρικου ψοφιμιού είχε ξεπροβάλλει πια ένα μικρό παιδί. Ήταν το νέο πρόσωπο των Cure, το οποίο θα μεγάλωνε τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, σκορπίζοντας τη δική του, πολύχρωμη παλέτα με μπογιές στο μουσικό τοπίο των καιρών… 



Ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure και η Siouxsie Sioux
Blue Sunshine album cover by The Glove




Την ίδια εποχή που οι Cure – ή πιο σωστά, ο Robert Smith – άνοιγαν πανιά για νέες μουσικές θάλασσες, η συνεργασία του Σμιθ με την Siouxsie και τους Banshees γινόταν όλο και περισσότερο εντατική. Ο Σμιθ είχε μετατραπεί, λίγο πολύ, σε τακτικό, πλήρες μέλος της μπάντας, οι μουσικοί πειραματισμοί της οποίας είχαν σαφώς επίδραση πάνω στους δικούς του.

Παράλληλα, ανέπτυξε φιλία με τον μπασίστα των Banshees, Steven Severin. Μαζί αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ενδιαφέρον supergroup, και το όνομα αυτού: “The Glove”.

Επηρεασμένοι από το ψυχεδελικό image και την ποπ αισθητική του “Yellow Submarine” των Beatles, 20 περίπου χρόνια μετά, και φέροντας ο καθένας τις δικές του μουσικές επιρροές, κυκλοφόρησαν το ένα και μοναδικό άλμπουμ των Glove με τίτλο “Blue Sunshine” – φέροντας ένα άκρως ψυχεδελικό εξώφυλλο και έναν τίτλο που παρέπεμπε σε μια b-movie με θέμα της μια ναρκωτική ουσία που μετέτρεπε σε μανιακούς δολοφόνους τους παραλήπτες της.

Στα φωνητικά ξεχωρίζει μια νέα τραγουδίστρια με ξωτικιά φωνή, η Jeanette Landray. Μουσικά ο δίσκος ακροβατεί μεταξύ του ψυχεδελικού ύφους του εξώφυλλου και του ακμάζοντος τα χρόνια εκείνα new wave στυλ, ενώ οι χαρακτηριστικές κιθαριστικές μελωδίες του Robert Smith και το μπάσο του Steven Severin συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο του. Τα τραγούδια “Punish Me With Kisses”και “Like An Animal” κυκλοφόρησαν ως singles και ο δίσκος παραμένει ως σήμερα ένα από τα κρυμμένα διαμάντια της εναλλακτικής σκηνής της δεκαετίας του 80.

Βρισκόμαστε πια στο 1984, κι ενώ ο Σμιθ έκανε την εμφάνισή του στο περιβόητο “Top Of The Pops” τόσο με τους Cure, όσο και με τους Banshees, κατά τη διάρκεια του ίδιου προγράμματος, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ηχογραφήσει δίσκο και με τα δύο συγκροτήματα μαζί… E, κάποια στιγμή λύγισε υπό όλο αυτό το βάρος και αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία του με τους Banshees – στέλνοντας μάλιστα πιστοποιητικό γιατρού στον Severin, που αποδείκνυε πως είναι αδύνατον, για λόγους υγείας, να συνεχίσει και με τα δύο συγκροτήματα. Τρία χρόνια μετά, κι ενώ οι Cure είχαν εκτοξευτεί σε επίπεδο δημοτικότητας, ο Smith δήλωνε: «Προτιμώ τους Cure από τους Banshees, και η Siouxsie προτιμά τους Banshees απ’ τους Cure. Δεν έχει δει όμως και τις δύο πλευρές όπως εγώ και δεν ξέρει τι χάνει».



Roller Coaster




Ας μην προτρέχουμε όμως. Βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1984. Έχοντας αφήσει τα πολλαπλά project στην άκρη, το βάρος τώρα για τον Σμιθ θα δινόταν αποκλειστικά στους Cure. Η κρίση ταυτότητάς του όμως θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερη – και μαζί με αυτήν η κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών.

Το αποτέλεσμα αυτών το βλέπουμε στο νέο άλμπουμ των Cure, την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά τους μετά το “Pornography”, δύο χρόνια μετά. Ο τίτλος αυτού: “The Top”, μια λέξη που φιγουράρει καταμεσής ενός πολύχρωμου εξώφυλλου, ενδεικτικού του περιεχομένου του δίσκου. Αν υπήρξε δίσκος των Cure που να καθρεφτίζει την πολυδιάστατη φύση του δημιουργού τους, το “Top” είναι αυτός ο δίσκος. Ναι, οι μαύρες μέρες του ολικού πεσιμισμού ανήκαν στο παρελθόν… ωστόσο τι είχε πάρει τη θέση τους; Ένα μανιακό ανεβοκατέβασμα σε ένα βαγονάκι ρόλερ κόστερ, δίχως αρχή και τέλος, μια ψυχεδελική πορεία εντός ενός κόσμου σε θραύσματα, κομμάτια ενός παζλ που αποζητούν να ενωθούν χωρίς να βρίσκουν ταίρι, μπλέκοντας σε έναν χαοτικό ιστό, πασαλειμμένα με κηλίδες χρώματος, μουτζούρες ενός τρελού μωρού πάνω σε λευκό χαρτί. Αυτό ήταν το νιογέννητο των Cure, το νέο παιδί του Robert Smith, που έπαιζε δίχως σκοπό και συνοχή, εκνευριζόταν, έριχνε κάτω τις μπογιές του, πασάλειβε τα πάντα γύρω του, ώσπου να αρχίσει τα ταξίδια σε εσωτερικούς κόσμους, κάπου μεταξύ πραγματικότητας και χάους.




The Cure's The Top album cover
Robert Smith in 1985




Μα σαν δίσκος… δεν ήταν καθόλου άσχημος! Αντισυμβατικός και δύσκολος στη χώνεψη… ναι. Μα καθόλου άσχημος. Θα έλεγα πως συνιστά τον περισσότερο υποτιμημένο δίσκο τους – στάθηκε θύμα του πειραματισμού και της απουσίας ταυτότητάς του.

Το “The Top” υπήρξε το πιο ψυχεδελικό και λιγότερο συνεκτικό εγχείρημα του Robert Smith. Κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το άλλο, άφθονοι ήχοι και στυλ αγωνίζονται να πάρουν μια θέση στην κορυφή (aka, “The Top”), μα στο τέλος, αν δεσπόζει κάτι εκεί ψηλά είναι αυτή ακριβώς η απουσία συνοχής, το χάος που αγκαλιάζει τα πάντα. Eπιθετικά ξεσπάσματα ("Give Me It"), ψυχεδελικά ταξίδια ("Wailing Wall"), παρανοϊκά σαξόφωνα, αντιπολεμικά εμβατήρια ("The Empty World"), γουρούνια σε καθρέπτες ("Piggy in the Mirror") και μυστηριώδεις κάμπιες ("The Caterpillar"), όλα παρελαύνουν σε αυτόν τον άκρως πειραματικό και ενδιαφέροντα δίσκο, ένα άλμπουμ πολύ παράξενο για να χωνέψει το κοινό, ένα κοινό που έβλεπε τον εαυτό του να πιάνεται στα δίχτυα της μουσικής και να μπερδεύεται ολοένα και περισσότερο. Μα τι συμβαίνει επιτέλους μέσα στο μυαλό του Robert Smith;

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ούτε ο ίδιος ο Σμιθ γνώριζε την απάντηση. Η περίοδος του “Top” υπήρξε η πλέον παράδοξη και εκκεντρική, οι συνεντεύξεις του Σμιθ της περιόδου ξεχειλίζουν τρέλα αντίστοιχη με εκείνη του δίσκου, ο Σμιθ μεταξύ άλλων έλεγε ψέματα, όπως για παράδειγμα ότι συνοδεύει το συγκρότημα στις περιοδείες ένα… αρνί, και άλλα τέτοια. Ήταν επίσημο λοιπόν: Οι Cure γλίτωσαν την αυτοκαταστροφή, στην οποία όδευαν δύο χρόνια πριν, για να καταλήξουν… στην ψύχωση. Είχαν τρελαθεί… και είχαν πια βρει την υγεία τους.



Mainstream Success




Και ο καιρός περνά. Και το μαλλί του Σμιθ φουντώνει πάλι. Και η αφήγησή μας θα μπορούσε να σταματήσει κάπου εδώ. Η συνέχεια, βλέπετε, ήταν τέτοια που τα λόγια είναι ίσως περιττά. Μιλάνε από μόνα τους τα hits, τα charts που ανακάλυψαν επιτέλους το συγκρότημα, οι ατελείωτες συναυλίες, οι τηλεοπτικές εκπομπές, τα επιτυχημένα βίντεοκλιπ, τα εξώφυλλα, η χαρακτηριστική φιγούρα του αναμαλλιασμένου, βαμμένου Robert Smith. Βρισκόμαστε πια στο έτος 1985 – το έτος κλειδί. Ήταν πια καιρός να γίνουν αποδεκτοί οι Cure από τα πλήθη του μουσικόφιλου κοινού.

Το σημείο τομής, ο δίσκος που εκτόξευσε το συγκρότημα από ένα διαφανές status σχετικής ανυπαρξίας σε μουσικά είδωλα των καιρών τους, ήταν το “Head On The Door” – και με αυτόν τον δίσκο γεννήθηκαν επισήμως οι νεότεροι Cure, που τόσο αγαπητοί έγιναν από πλήθη και πλήθη κόσμου. Ο Robert Smith κατόρθωσε επιτέλους να συνδυάσει τις προσωπικές του αναζητήσεις με ένα μουσικό στυλ που πήγαινε μεν πέρα από κατηγορίες, δίχως ωστόσο να καταλήγει στο (ενίοτε όμορφο μα δυσκολοχώνευτο) χάος του “The Top”.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας ασφαλώς, το κλειδί της επιτυχίας, υπήρξε η επαναφορά εκείνου ακριβώς του πιασάρικου, ποπ ύφους, που τόσο είχε ξενίσει τον κόσμο δύο χρόνια πριν, δοσμένου όμως με μια αισθητική που ταίριαζε περισσότερο στα προγενέστερα σκοτεινά και εσωτερικά ηχοτρόπια του Robert Smith, ανανεωμένου με μια δόση γλυκιάς μελαγχολίας και αναπόλησης – μα και μια αίσθηση ελπίδας, ένα άρωμα ανανέωσης, μια υπόσχεση έρωτα.

Αυτοί ήταν οι νεότεροι Cure. Και ο κόσμος τους αγάπησε.




The Cure In Between days
The Cure eating ice cream in London, 1986
Head on the Door, album by The Cure





Ο Simon Gallup είχε επιστρέψει στο συγκρότημα. Ο Robert Smith φάνηκε πως έβρισκε επιτέλους τον εαυτό του. Και το “Head On The Door” σημείωσε μεγάλη επιτυχία, για πρώτη φορά στα χρονικά της μπάντας, αγγίζοντας το τοπ-20 των charts σε ουκ ολίγες χώρες. Τα “In Between Days”και “Close To Me”υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχημένα σαν singles, ενώ η μουσική πολυμορφία του άλμπουμ ξεχωρίζει σε τραγούδια όπως το ανατολίτικο “Kyoto Song”, το ισπανικό “The Blood”, το επιθετικό “Screw”και το… απλά πανέμορφο “A Night Like This”, παντρεύοντας την ποπ με τη ροκ, το new wave με τον εξωτισμό. Και αυτά ενώ η φωνή του Robert Smith για πρώτη φορά ακούγεται έτσι ώριμη, διαυγής, ολοκληρωμένη. 

Οι σκοτεινοί τόνοι, αλλοτινό σήμα κατατεθέν της μπάντας, δεν απουσιάζουν, μα έχουν πια ενσωματωθεί σε αυτό το νέο, πολύμορφο ύφος – όπως οι τόνοι του μαύρου σ’ έναν πίνακα γεμάτο χρώματα.

Οι Cure είχαν αγγίξει το χείλος της αβύσσου και τους πρόποδες των βουνών της τρέλας, μα τώρα βίωναν την αναγέννησή τους. Το ατσούμπαλο και παλαβό μωρό είχε γίνει ένα χαμογελαστό, ντυμένο σε πολύχρωμα ρούχα, παιδί. 



The Cure and a Snowman
The Cure's Robert Smith reading a comic book / Ο Ρόμπερτ Σμιθ ενώ διαβάζει το κόμικ του




Εν έτει 1985, οι Cure έκαναν για πρώτη φορά και την εμφάνισή τους στη χώρα μας, στα πλαίσια του (θρυλικού πλέον) “Rock in Athens”, ένα φεστιβάλ οργανωμένο στα πλαίσια της γενικότερης πολιτισμικής κίνησης που επιχειρούσε η Μελίνα Μερκούρη – ναι, έκανε και κάποια καλά πράγματα η τότε κυβέρνηση, καταμεσής όλων των κακών. Πόσο θα ήθελα να είχα δώσει τότε το παρόν – μα ήμουν πολύ μικρός ακόμα και τα ακούσματά μου ίσα που περιελάμβαναν τα «Τραγούδια των Στρουμπφ». Στα πλαίσια του φεστιβάλ είχαν έρθει ονόματα όπως οι Depeche Mode, οι Clash, οι Stranglers και η Nina Hagen – όπως και να το κάνουμε, άλλο να βλέπεις τα συγκεκριμένα συγκροτήματα live στα 80’s, όταν και μεσουρανούσαν, και άλλο να τα βλέπεις 20 και βάλε χρόνια μετά.

Μεταξύ των πάνω ονομάτων, οι Cure υπήρξαν σχετικά άγνωστοι για την πλειονότητα του ελληνικού κοινού. Τους γνώριζαν μόνο οι «ψαγμένοι» μουσικά και εκείνοι που ασχολούνταν με την εναλλακτική και πανκ μουσική σκηνή. Οι πρώτες νότες του “One Hundred Years” όμως υπήρξαν αρκετές για να μυήσουν τον ανυποψίαστο κόσμο στο ατμοσφαιρικό τους σύμπαν. Το κοινό μαγεύτηκε, ενώ ερμηνείες όπως εκείνη του “A Forest” (click εδώ για να την δείτε)παραμένουν στις κορυφαίες που έδωσε ποτέ η μπάντα. Πριν το “Live In Athens” οι Cure ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Μετά το φεστιβάλ είχαν μετατραπεί σε ένα από τα πιο καυτά ονόματα των καιρών και οι οπαδοί τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Δεν άργησε πολύ να εξαπλωθεί κυριολεκτική μανία για το συγκρότημα, η οποία και συνέπεσε με την περίοδο που οι ίδιοι έβλεπαν τη δημοτικότητά τους να μεγενθύνεται διαρκώς.

Από τότε οι Cure μετατράπηκαν σε ένα από τα αγαπημένα σχήματα του ελληνικού μουσικόφιλου κοινού.



The Cure in 1986-87
Robert Smith and Simon Gallup



Kisses In Heaven




Έχοντας μπει για τα καλά πλέον στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, οι ανανεωμένοι Cure επιθυμούσαν να αποτινάξουν τις σκιές του παρελθόντος και να εξελιχτούν ακόμα περισσότερο ως μουσικοί. Μια σημαντική μερίδα των οπαδών τους όμως – εκείνοι που τους είχαν ανακαλύψει πριν μετατραπούν σε όνομα των charts – εξακολουθούσαν να τους ταυτίζουν με εκείνο ακριβώς το στυλ, στη γέννηση του οποίου είχαν συμβάλλει καθοριστικά: το gothic rock, το οποίο διένυε μέρες μεγάλης ακμής, τότε, στο δεύτερο μισό των 80’s.

Το image του συγκροτήματος έπαιζε καθοριστικό ρόλο σε αυτό: Η φιγούρα του Robert Smith με τα μαύρα, ανάκατα μαλλιά (η οποία, για όσους δε γνωρίζουν, θα επηρέαζε τον Tim Burton στο χτίσιμο της όψης του «Ψαλιδοχέρη»), τα μαύρα ρούχα και το make up, φάνταζε ιδιαίτερα «γοτθική», μια αρσενική εκδοχή της Siouxsie τον καιρό που καθιέρωνε το goth look, αλλά και πολλών άλλων από το πλήθος των «γότθων» που κατέκλυζαν σα νυχτερίδες τα υπόγεια στέκια του Λονδίνου της δεκαετίας του 80. Παρουσιάζει ενδιαφέρον πως το συγκεκριμένο image o Smith το καθιέρωσε τον καιρό που οι Cure είχαν εγκαταλείψει τους αμιγώς goth ήχους. Μα, ως γνωστόν, στη show business η εικόνα είναι εκείνη που μετράει πάντα περισσότερο, εκείνη που αποτυπώνεται καλύτερα στο νου και τη συνείδηση του πλήθους.

Ίσως να είχαν κάτι τέτοιο κατά νου οι Cure λοιπόν, όταν αποφάσισαν να βγουν στο γαλλικό τηλεοπτικό πρόγραμμα “Champs Elysses”, εν έτει 1986, και να ερμηνεύσουν το “Boys Don’t Cry” ντυμένοι σε… πολύχρωμα γυναίκεια ρούχα! Βλέποντας πως πλήθος από τους οπαδούς τους εξακολουθούσαν να τους θεωρούν μια goth μπάντα, συρρέοντας μαζικά στα live ντυμένοι στα μαύρα, οι Cure σκέφτηκαν να τους δώσουν ένα μήνυμα… Ήταν ο δικός τους τρόπος να φανερώσουν πως δεν ανήκουν πουθενά… (click για το βίντεο)

«Όλος αυτός ο ρομαντισμός του θανάτου! Κι όμως, όποιος έχει βιώσει τον θάνατο από πρώτο χέρι μπορεί με σιγουριά να σας πει πως δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό πάνω του…», είχε πει σε μια συνέντευξή του, μετά από καιρό, ο Robert Smith, συζητώντας για το κίνημα του gothic... Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο μεγάλο (και κλασικό πια, όντας το παλαιότερο από τα αφιερώματα του Κουνελιού) αφιέρωμά στο Gothic (click εδώ). 




Robert Smith in Star Hits magazine, 1988
Robert Smith on the cover of a japanese magazine




Είχε πάει 1987. Μια όμορφη χρονιά, με άρωμα διάχυτο από τυρινίνη. Και οι Cure κυκλοφορούν έναν δίσκο που μοσχομύριζε άνοιξη, πριν ακόμα πιάσουν οι ζέστες – τον καιρό που ξεπετάγονται τα πρώτα άνθη καταμεσής ξεγυμνωμένων δέντρων• ή φθινόπωρο, πριν πιάσουν τα κρύα – τον καιρό που η γη αποκτά εκείνο το γλυκό χρυσοκόκκινό της χρώμα, καταμεσής του στρώματος των πεσμένων φύλλων. Ο δίσκος ήταν το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me” (τρεις φορές, γιατί μία ποτέ δεν είναι αρκετή) και οι Cure έκαναν ένα ακόμα βήμα προς τα πάνω: Για πρώτη φορά σημείωσαν τόσο μεγάλη επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και ο δίσκος έφτασε στο τοπ-40 των αμερικανικών charts, μα και στο top-10 πολλών άλλων χωρών. Ήταν επίσης το πρώτο άλμπουμ τους που έφτασε να γίνει πλατινένιο.

Όσο αφορά το περιεχόμενο; Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω λέξεις και φράσεις από τους τίτλους των τραγουδιών, θεωρώ πως είναι άκρως αντιπροσωπευτικοί. Φανταστείτε λοιπόν πως βρίσκεστε κάπου στο Παρίσι, σε μια πλατεία με γραφικά μαγαζιά και ερυθρόχρωμα δέντρα. Ενώ κάθεστε σε ένα τραπέζι, πίνοντας ένα δροσιστικό ρόφημα με παγωμένη ζάχαρη, φέρνετε κατά νου τα περασμένα και αναπολείτε: φιλιά που χάθηκαν, σχέσεις που διένυσαν τον κύκλο τους… και σεις απομείνατε μονάχος, άγρυπνος τις νύχτες, ριγμένος σ’ έναν λάκκο με φίδια. 

Μα ξάφνου κάνει την εμφάνισή της μια παριζιάνα. Την παρατηρείτε απέναντί σας, ενώ βαδίζει, και στα πόδια της αναστενάζει όλη η γη. Σας εξαπολύει τότε μια ματιά – μια ματιά μονάχα, μα το βλέμμα της φαντάζει σαν Παράδεισος. Μια υπόσχεση όσων είναι να ‘ρθουν.




Kiss Me Kiss Me Kiss Me album by the Cure
The Cure circa 1987




Αυτό είναι το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me”! Μουσικά, πρόκειται για ένα από τα πλέον πολύμορφα άλμπουμ του συγκροτήματος. Θα βρείτε ξεσηκωτικά ροκ τραγούδια (“Shiver and Shake” - click), party ύμνους (“Why Can’t I Be You” - ίσως το πιο χορευτικό και ανεβαστικό τραγούδι των Cure), φανκιές (“Hot, Hot, Hot!!!”), ατμοσφαιρικά, υποχθόνια περάσματα, με ανατολίτικες αποχρώσεις (“The Snakepit”, “If Only Tonight We Could Sleep”) και κλασικούς Cure ύμνους (“All I Want”). Να μη παραλείψω να αναφέρω φυσικά το σαρωτικό χιτ “Just Like Heaven” (αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους), μα και το προσωπικά αγαπημένο μου, το υπέροχο “How Beautiful You Are”… του οποίου και αξίζει να παραθέσουμε τους στίχους και να μιλήσουν εκείνοι αντί για μας…




You want to know why I hate you? 

Well I'll try and explain 

You remember that day in Paris 

When we wandered through the rain 



Promised to each other 

That we'd always think the same 

And dreamed that dream 

To be two souls as one 



Stopped just as the sun set 

And waited for the night 

Outside a glittering building 

Of glittering glass and burning light 



And in the road before us 

Stood a weary grayish man 

Who held a child upon his back 

A small boy by the hand 



Three of them were dressed in rags 

And thinner than air 

And all six eyes stared fixedly on you 



The father's eyes said "Beautiful! 

How beautiful you are!" 

The boy's eyes said 

"How beautiful! she shimmers like a star!" 



The child's eyes uttered nothing 

But a mute and utter joy 

And filled my heart with shame for us 

At the way we are, at the way we are 



I turned to look at you 

To read my thoughts upon your face 

And gazed so deep into your eyes 

So beautiful and strange 



Until you spoke 

And showed me understanding is a dream 

I hate these people staring 

Make them go away from you 



The father's eyes said "Beautiful! 

How beautiful you are!" 

The boy's eyes said 

"How beautiful! she glitters like a star!" 



The child's eyes uttered nothing 

But quiet and utter joy 

And stilled my heart with sadness 

For the way we are, at the way we are 



And this is why I hate you 

And how I understand 

That no one ever knows or loves another 

Or loves another 





Οι Cure στα ομορφότερά τους…



Robert Smith playing an accordion / Ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure με ακορντεόν


Lullabies on Fascination Street




Ενώ τα πολύχρωμα 80’s βάδιζαν προς το τέλος τους, κι ενώ οι Cure διένυαν τις καλύτερές τους μέρες, κάτι ξύπνησε στον Robert Smith. Η ανάμνηση ενός παλιού ονείρου ίσως, ένα όνειρο που χάθηκε, σαν αντανάκλαση σε λάκκο με νερό πριν πέσει πάνω του η βροχή και σβήσει την εικόνα του. Ο καιρός περνούσε, οι θύμησες έμπλεκαν η μία με την άλλη, οι απογοητεύσεις του παρελθόντος με τις ελπίδες του μέλλοντος, όλα συστρέφονταν, το ένα γύρω από το άλλο. Έχοντας εισέλθει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του, ο Σμιθ έγινε ξανά εσωστρεφής. Όση επιτυχία και αν σημείωναν στα charts, οι Cure παρέμεναν το προσωπικό του όχημα, ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε, σε ύφος εξπρεσιονιστικό, τα βαθύτερα συναισθήματα και τις ασυνείδητες του σκέψεις.

Το συγκρότημα αντιμετώπιζε εσωτερικά ζητήματα – οι μέρες του Lol Tolhurst ως μέλος της μπάντας έφταναν στο τέλος τους. Έπινε πολύ και απουσίαζε πλήρως από το δημιουργικό κομμάτι της μουσικής – «ήθελα να παραμείνει στη μπάντα περισσότερο νιώθοντας υποχρέωση απέναντι σε έναν παλιό φίλο», είχε πει ο Σμιθ. Μα τα υπόλοιπα μέλη δε τον άντεχαν και ο Tolhurst αποχώρησε. Το υλικό του επόμενου δίσκου θα ετοιμαζόταν εξ’ ολοκλήρου απ’ τον Σμιθ (για άλλη μια φορά), ο οποίος είχε κλειστεί (πάλι) στον εαυτό του. Η εμπορική επιτυχία όμως τον έκανε να αισθάνεται άβολα, το ίδιο και το status του σούπερσταρ. Σκεπτόταν πως τα περισσότερα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής παραδίδουν τα κορυφαία άλμπουμ τους στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής τους και μετά παίρνουν τον κατήφορο – και έχοντας συμπληρώσει πάνω από δέκα χρόνια ύπαρξης με τους Cure, τον έπιανε κατάθλιψη, νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα του δικού τους κατήφορου.

Οι Cure έμελλε να ανανεώσουν το ραντεβού τους με το σκοτάδι – μόνο που τώρα η εμπειρία θα ήταν διαφορετική. Εδώ δεν έχουμε πια το καταθλιπτικό γκρίζο του “Faith” ή το καταστροφικό μαύρο του “Pornography”. Έμοιαζε περισσότερο με τον σκοτεινό ουρανό που περικλείει το φεγγάρι τα βράδια, με τα σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω του, μαύρες ψαρόβαρκες στη θάλασσα του ουρανού, μα και με τ’ αστέρια που αχνοβολούν, η λάμψη τους ένας φάρος μες στη νύχτα.

Ήταν 1989 και οι Cure παρέδωσαν το “Disintegration” – για πολύ κόσμο το κορυφαίο έργο τους.




Disintegration album cover, by The Cure, 1989
The Cure, Disintegration era / Οι Cure την εποχή του Disintegration




Φάνταζε σαν αυτοκαταστροφική κίνηση αρχικά. Ο Σμιθ είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του και είχε δεχτεί συμβουλές να μην ακολουθήσει αυτό τον δρόμο – ένας δίσκος γεμάτος με τόσα αργόσυρτα, μελαγχολικά τραγούδια θα απέβαινε καταστροφικός για ένα συγκρότημα που είχε κατορθώσει επιτέλους, μετά από μια δεκαετία, να σημειώσει επιτυχία και να μετατραπεί σε είδωλα των καιρών του. Έχοντας κατακτήσει τα charts και έχοντας γίνει αγαπητοί από τα πλήθη, με τραγούδια όπως το “Just Like Heaven” και το “Close To Me”, τι μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα άλμπουμ τόσο σκοτεινό και θλιβερό; Μόνο πισωγύρισμα μπορούσε να είναι, στα χρόνια εκείνα που οι Cure βρίσκονταν στα όρια της διάλυσης. Ο δίσκος θα απέβαινε μια «εμπορική αυτοκτονία», όπως είχαν προειδοποιήσει τον Σμιθ οι υπεύθυνοι της αμερικανικής Elektra Records.

Οι πρώτες νότες του “Lullaby”σήμαναν τον τόνο. Αργός ρυθμός, μια ατμόσφαιρα που σε υπνωτίζει, σε ναρκώνει. Μια μελωδία στοιχειωμένη, μα βαθιά αισθαντική. Φωνή χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή, σαν από όνειρο. Η είσοδος σ’ έναν κόσμο με σκιές και σύννεφα. Μια αράχνη που υφαίνει τον ιστό της, φωτογραφίες από πρόσωπα που χάθηκαν, αναμνήσεις σε άλμπουμ με φωτογραφίες, ένα κερί που τρεμοπαίζει, μια ερωτική εξομολόγηση.

Lullabies on Fascination Street. Και οι Cure είχαν υφάνει το πέπλο των ονείρων.



Robert Smith in Lullaby video




Ο Robert Smith φανέρωνε, για άλλη μια φορά, πως αδιαφορούσε για τις τακτικές του μάρκετινγκ, και πως το νόημα της μουσικής βρίσκεται στην έκφραση, όχι στα νούμερα. Κι όμως! Το “Disintegration” έμελλε να γίνει ο πιο πετυχημένος δίσκος τους, ο πιο δημοφιλής, ο πιο αναγνωρίσιμος. Ήταν οι Cure του παρελθόντος και οι Cure του παρόντος, έχοντας αφήσει τις διαφορές τους, το αρσενικό και θηλυκό τους, το γιν και το γιανγκ τους, και έχοντας σμίξει σε μια αιώνια ερωτική στιγμή.

Οι γοτθικοί τόνοι είχαν επιστρέψει – μα ήταν το χρώμα της μελαγχολίας και της αναπόλησης, όχι του θανάτου. Κόντρα στον επιθετικό πεσιμισμό του παρελθόντος, ο Σμιθ εντάσσει τον μελαγχολικό ρομαντισμό των τελευταίων δίσκων τους, επαναφέροντας την αυθεντική, αρχέτυπη ιδέα του ρομαντισμού: εκεί που το φως και το σκοτάδι συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη αγκάλη. Εκεί που ο έρωτας και ο θάνατος γίνονται ένα.

Τα “Lullaby”, “Fascination Street”, “Pictures Of You”και “Last Dance”, "Disintegration", ανήκουν στα διαχρονικότερα τραγούδια του συγκροτήματος. Όσο αφορά το “Lovesong”, η επιτυχία του ήταν σαρωτική, φτάνοντας ως τη δεύτερη θέση των charts και μετατρεπόμενο σε ένα από τα πιο ομορφότερα ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών. «Είχε έρθει επιτέλους ο καιρός που μπορούσα να γράψω ένα straight forward τραγούδι αγάπης», είχε πει ο Robert Smith – και το “Lovesong” ήταν το δώρο του απέναντι στην γυναίκα του, Mary Poole, με την οποία είχαν πρόσφατα παντρευτεί. Πόσοι και πόσοι θα έχουν αφιερώσει το συγκεκριμένο τραγούδι, εκ τότε, σε αγαπημένα πρόσωπά τους, σε έρωτες πραγματοποιημένους ή απραγματοποίητους (ένας εκ των οποίων υπήρξε, μια φορά κι έναν καιρό, και ο υπογράφων – σε μια παλιά κασέτα…)

Το “Disintegration” συνδύασε τέλεια το σκοτεινό με το πιασάρικο, γι’ αυτό και πέτυχε. Αγαπήθηκε εξ’ ίσου από τους παλιούς, όσο και από τους νεότερους οπαδούς των Cure, αμφότερους «γότθους» και «ποπάδες», και καταξιώθηκε ως ο κλασικότερός τους δίσκος. Και ο Ρόμπερτ Σμιθ ξόρκισε για άλλη μια φορά τα προσωπικά φαντάσματά του, μετατρέποντάς τα σε τέχνη.



The Cure's Robert Smith playing his guitar in 1989. Photo by Jason Scott Tilley
Picture source


To Wish Impossible Things




Κάθε τέλος συνιστά μια σύμβαση. Στην πραγματικότητα ποτέ καμία ιστορία δεν τελειώνει εντελώς – από μία μακροσκοπική οπτική τα πάντα συνεχίζονται διαρκώς. Ωστόσο οι ιστορίες που αφηγούμαστε στον κόσμο αναγκαστικά τελειώνουν – και το σημείο στο οποίο θα τελειώσουν το επιλέγουμε εμείς. Επέλεξα λοιπόν να κλείσω την αναλυτική μας παρουσίαση κάπου στις απαρχές των 00’s και να μην επεκτείνω την ιστορία παραπέρα. Οι Cure ασφαλώς συνεχίζουν ως τις μέρες μας. Οι συναυλίες τους ανήκουν στις πλουσιότερες που έχω δει να παραδίδει οποιοδήποτε συγκρότημα (δε θα ξεχάσω ποτέ το απολαυστικό, διάρκειας τριών ωρών και βάλε, live που έδωσαν το 2005 στη Μαλακάσα, αφήνοντάς μας με ανοιχτό το στόμα κυριολεκτικά – παραμένει η μεγαλύτερο σε διάρκεια συναυλία που έχω δει ποτέ) και ο νεότερος κόσμος εξακολουθεί να τους ανακαλύπτει και να μαγεύεται από την τόσο χαρακτηριστική τους μουσική.

Η πρόσφατη είσοδός τους στο Rock ‘n Roll Hall of Fame ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Οι Cure έχουν κατοχυρώσει τη θέση τους στο πάνθεον των συγκροτημάτων μιας ολόκληρης εποχής. Ο Ρόμπερτ Σμιθ μπορεί να χαμογελά κάτω απ’ το κραγιόν του.

Μα τι λέω – Σμιθ είναι αυτός. Γίνεται να μην αποζητά διέξοδο και έκφραση με κάθε δυνατό τρόπο, όσα χρόνια και αν περάσουν, όση επιτυχία και αν έχει εξασφαλίσει; Ασφαλώς και όχι. Οι νεότεροι δίσκοι των Cure, εκείνοι που μας παρέδωσαν στα 00’s, μπορεί να μη συνιστούν τα άλμπουμ για τα οποία θα τους θυμάται μετά από χρόνια ο κόσμος – μα εκείνες οι προσωπικές πινελιές έκφρασης του δημιουργού τους βρίσκονται πάντοτε εκεί, όπως υπήρχαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια.



Robert Smith on the cover of Rolling Stone magazine
The Cure's Wish album




Το λυκαυγές της δεκαετίας του 90 είδε, λοιπόν, τον κόσμο να αλλάζει – επιφανειακά τουλάχιστον. Μια νέα μουσικόφιλη γενιά ξεπρόβαλε στο προσκήνιο, καινούργια είδη μουσικής φάνηκαν να κατακλύζουν τα charts. H αναδυόμενη τότε Generation X επικοινωνούσε με διαφορετικό τρόπο, συγκριτικά με τους προκατόχους της… Για τον κόσμο της εποχής εκείνης το “Wish” – δίσκος που οι Cure κυκλοφόρησαν το 1992 – φάνταζε σαν μια μοναδική γέφυρα ανάμεσα στα περασμένα από τη μία και στους ήχους του παρόντος από την άλλη. Έχοντας διαδεχτεί τη σαρωτική επιτυχία του “Disintegration”, το “Wish” επέλεξε να μη βαδίσει στη σκιά του – μα να ακολουθήσει έναν δικό του δρόμο, εμπνευσμένο από το άρωμα της γενιάς των Nineties. Ήταν ο πιο “alternative rock” δίσκος που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε το συγκρότημα.

Ήταν επίσης ένα εξαιρετικά πολύμορφο, μουσικά, άλμπουμ, παντρεύοντας τη μελαγχολία (“Apart”) με μια περισσότερο χύμα αισθητική (“Open”), τις επικές διαθέσεις (“From The Edge Of The Deep Green Sea” - ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια τους όλων των εποχών) με τον λυρισμό (“A Letter to Elise”– η πιο “Disintegration” στιγμή του δίσκου) και την εμπορικότητα – για το τελευταίο ο λόγος ασφαλώς για το “Friday I’m In Love”, το μεγαλύτερο απ’ τα χιτ τους και ίσως το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι που έγραψαν ποτέ.

Ήταν ένα πολύ όμορφο άλμπουμ που έμελλε να καταστήσει γνωστό το συγκρότημα σε ακόμα μεγαλύτερα πλήθη κόσμου. Ήταν επίσης ο τελευταίος πολύ μεγάλος δίσκος τους, κατά την άποψή μου. Η έμπνευση ασφαλώς δε θα εγκατέλειπε τον Robert Smith – μα κάθε συγκρότημα γνωρίζει μια στιγμή που φτάνει στο αποκορύφωμά του. Για τους Cure είχε πια έλθει και περάσει αυτή η ώρα.



The Cure's Robert Smith hiding his face




Δεν θα έλειπαν βέβαια στιγμές εξαιρετικής αναλαμπής τα επόμενα χρόνια. Λίγο μόλις διάστημα μετά την επιτυχία και την καταξίωση του “Wish”, οι Cure θα συμμετείχαν στο περίφημο soundtrack μίας από τις πλέον «γοτθικές» ταινίες των Nineties – ο λόγος για το «Κοράκι» και το τραγούδι “Burn”, ένα από τα πολύ αγαπημένα άσματα των οπαδών τους και αναμφίβολα μία από τις ωραιότερες στιγμές του soundtrack της ταινίας. Μπορεί, βλέπετε, ο Ρόμπερτ Σμιθ να είχε αποβάλλει από καιρό την ταμπέλα του «γότθου», τονίζοντας ξανά και ξανά πως οι Cure “δεν ανήκουν πουθενά”… μα, μεταξύ μας, η μουσική τους ταίριαζε απόλυτα σε ένα έργο όπως το «Κοράκι»… το ίδιο και η χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ίδιου του Σμιθ, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο!

Το 1996 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το “Wild Mood Swings” – για πρώτη φορά μια μερίδα των οπαδών τους φάνηκε κάπως να προβληματίζεται. Ο δίσκος είχε τις στιγμές του, μα απουσίαζαν τα τραγούδια εκείνα που ήταν δυνατό να ξεχωρίσουν και να γίνουν διαχρονικά – μα όπως είπαμε, δε γίνεται να βρίσκεται συνέχεια κάποιος στην κορυφή, αργά η γρήγορα θα έρθει η ώρα της κοιλιάς. Μετά από τόσα εμπνευσμένα άλμπουμ στη σειρά (εδώ που τα λέμε, δεν είχαν κυκλοφορήσει κανέναν «μέτριο» δίσκο μέχρι τότε οι Cure) θα ερχόταν η στιγμή να μειωθεί κάπως η έμπνευση. Αυτό δεν σημαίνει πως ο δίσκος δεν είχε τις στιγμές του.

Λίγα χρόνια μετά, εν έτει 2000, ο Robert Smith παρέδωσε στο απαιτητικό κοινό το νεότερό του πόνημα, επονομαζόμενο “Bloodflowers” – και το κοινό έμεινε άκρως ικανοποιημένο, αναγνωρίζοντας στον δίσκο τους Cure που είχε αγαπήσει. 




Bloodflowers by The Cure




Για τον Σμιθ, με τη σειρά του, το “Bloodflowers” συνιστούσε το ιδανικό κλείσιμο μιας «τριλογίας», απαρτιζόμενη από το “Pornography”, συνεχίζοντας στο “Disintegration” και καταλήγοντας στα αιματοβαμμένα, αυτά, λουλούδια. Τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του, τρεις εναλλακτικοί τρόποι να αντικρίσει και να εκφράσει κάποιος ορισμένα από τα βαθύτερα και σκοτεινότερα του συναισθήματα. Από την καταστροφικότητα του “Pornography” (όμοια με τον μηδενισμό της νεαρής ηλικίας), στη μελαγχολία του “Disintegration” (αντίστοιχη με τη νοσταλγία ενός ανθρώπου που έχει πια περάσει την εποχή της πρώτης νιότης) και από κει στο ανανεωμένο αίσθημα που αναδεικνύει το “Bloodflowers” – τα βιώματα της ζωής μπολιασμένα με μια καινούργια φωτιά που αναδεικνύεται στο εσωτερικό τους, μια φωτιά που καίει τα παλιά και συνεχώς φουντώνει, κόντρα στον άνεμο που θέλει να τη σβήσει – το αίσθημα του μεσήλικα που βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής του.

Αυτοί ήταν λοιπόν οι Cure της νέας εποχής και τραγούδια όπως το “39”, το “Maybe Someday”και το “Where The Birds Always Sing”ανήκουν στα πλέον εμπνευσμένα του συγκροτήματος. Και ο Robert Smith θα συνέχιζε τον δρόμο του, δημιουργικός και ανήσυχος όπως πάντα.



The Journey Never Ends




Μα το προσωπικό μας ρόλερ κόστερ, με την ταμπελίτσα «Ιστορία των Cure», κάπου εδώ φτάνει προς το τέλος του – η ιστορία ασφαλώς και δεν τελειώνει εδώ. Εκείνο που τελειώνει δεν είναι παρά μόνο η αφήγησή μας – το σημείο που, εντελώς συμβατικά, επέλεξα να κλείσω το μεγάλο αυτό αφιέρωμα.

Ξεκινώντας να γράφω αυτό το κείμενο επιθυμούσα να αποδώσω έναν φόρο τιμής σε ένα από τα συγκροτήματα με τα οποία έχω συνδέσει ένα μεγάλο μέρος των νεανικών μουσικών μου βιωμάτων. Όμορφα βιώματα ή δυσάρεστα βιώματα – μα οι Cure και η μουσική τους ήταν εκεί για μένα. Ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο του διαδικτύου ένα κείμενο που θα συνιστά αληθινό φόρο τιμής στο συγκρότημα, μα ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ως όχημα για να το εξερευνήσει και η μερίδα εκείνη που τους γνωρίζει λιγότερο. Ελπίζω να τα κατάφερα και να απολαύσατε το ταξίδι και την παρέα μας… Εγώ πάντως, να είστε βέβαιοι, πως απόλαυσα το ταξίδι και με το παραπάνω.

Cure είναι αυτοί. Πως θα μπορούσε να μην είναι απολαυστικό. Σα να απολαμβάνεις ένα γευστικότατο κοκτέιλ καταμεσής του καταχείμωνου. Ή μια υπέροχη ζεστή σοκολάτα στην καρδιά του πιο θερμού καλοκαιριού. Οι Cure είναι πάντα εκεί, όλες τις εποχές και όλους τους χρόνους, όσος καιρός και αν περάσει.


Για όσους το έχασαν, ιδού το πρώτο μέρος του αφιερώματος:

Η Ιστορία των Cure, κεφάλαιο 1: Τα σκοτεινά χρόνια


Ιδού και ένα προσωπικό top-20 αγαπημένων τραγουδιών των Cure - πάρα πολύ δύσκολο στη δημιουργία του ομολογώ:


A Night Like This

Lullaby

Lovecats

The Figurehead

A Forest

Fascination Street

Lovesong

From The Edge Of The Deep Green Sea

Play For Today

M

How Beautiful You Are

Why Can't I Be You

Boys Don't Cry

Charlotte Sometimes

The Blood

This Twilight Garden

100 Years

All I Want

Burn

Killing An Arab



© Ήταν ένα αφιέρωμα στους Cure γραμμένο από το φονικό κουνέλι, 2014-2019. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί / αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.




The Cure
Ένα αφιέρωμα στην ιστορία των Cure από το φονικό κουνέλι

Ρόμπερτ Μπερνς: Ωδή σ'ένα Ποντίκι

$
0
0

Ωδή σ'ένα Ποντίκι, ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς, παρουσίαση από το φονικό κουνέλι / To a Mouse, by Robert Burns




«Μικρό γυαλιστερό γυαλιστερό ζωάκι 

οπού φοβάσαι όλο και ζαρώνεις, 

μην τρέχεις να γλυτώσεις από μένα 

με βιάση τόση! 

Δε σε χτυπά το φτυάρι μου και δε μπορεί να σε σκοτώσει! 



Πολύ λυπάμαι πού οι άνθρωποι εχτροί 

γίναν σ’ όλα τα πλάσματα της φύσης, 

ώστε να σκέφτεσαι τόσο κακά γι’ αυτούς 

και να φοβάσαι εμένα πού ‘χω απ’ το χώμα γεννηθεί θνητός 

καθώς εσένα. 



Ξέρω, πώς κάθε τόσο, φτωχό, κλέβεις 

κανένα ψίχουλο, πρέπει να ζήσεις! 

Αν κάποιο στάχυ πού ‘πεοε μου πήρες 

σπουδαίο δεν είναι. 

Το στάχυ αυτό γούρι θα φέρει, κι’ άλλα 

στάχυα μεγάλα. 



Σου γκρέμισα το τοσοδούλι σου σπιτάκι 

τους παιχνιδότοιχούς του πήρ’ ο αέρας 

και δεν υπάρχουν χλωρά μούσκλα άλλο να χτίσεις• 

κι οι άνεμοι 

χίμηξαν κιόλας, παγεροί σε ζώνουν 

και σε δαγκώνουν. 



Είχες δει τα χωράφια γυμνά κι άδεια 

κι ένοιωθες να ‘ρχεται ο κακός χειμώνας• 

έλπιζες βολεμένο στο νοικοκυριό σου 

καλά να τον περνούσες. 

Μα τρακ! τ’ αλύπητο υνί σε μια στιγμούλα μόνη 

σε ξεσπιτώνει. 



Πόσον καιρό ροκάνιζες για να τον στήσεις 

κειό το μικρό σωρό τα καλαμοφυλλάκια. 

Τώρα σε διώξαν, και δε φτάνει ο πόνος 

μα δε θα 'χεις σπίτι 

σαν πάρει στα χωράφια και το στρώνει 

πάχνη και χιόνι. 



Μα, τυφλοπόντικα, δεν είσαι ο μόνος 

που δείχνει πώς η πρόνοια μάταιη είναι. 

Τα πι’ όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων 

συχνά σωροί συντρίμμια• 

κι η υπόσχεση αντί χαρές μας δίνει μόνο 

πλήξη και πόνο. 



Και πάλι, ω ποντικέ, από με πιο ευτυχισμένος είσαι! 

γιατί μονάχα τωρινά κακά σε βασανίζουν, 

ενώ εγώ, το μάτι αν στρέψω πίσω 

πληγές να στάζουν θ’ αντικρύσω. 

Κι’ αν μπρος κοιτάξω τρέμω για ό, τι 

μαντεύω να ’ρχεται κατόπι.» 



***



Scottish Highlands, πίνακας του Gustave Doré / Scottish Highlands, by Gustave Doré




“Wee, sleeket, cowran, tim’rous beastie, 

O, what a panic’s in thy breastie! 

Thou need na start awa sae hasty, 

Wi’ bickerin brattle! 

I wad be laith to rin an’ chase thee 

Wi’ murd’ring pattle! 



I’m truly sorry Man’s dominion 

Has broken Nature’s social union, 

An’ justifies that ill opinion, 

Which makes thee startle, 

At me, thy poor, earth-born companion, 

An’ fellow-mortal! 



I doubt na, whyles, but thou may thieve; 

What then? poor beastie, thou maun live! 

A daimen-icker in a thrave 

’S a sma’ request: 

I’ll get a blessin wi’ the lave, 

An’ never miss ’t! 



Thy wee-bit housie, too, in ruin! 

It’s silly wa’s the win’s are strewin! 

An’ naething, now, to big a new ane, 

O’ foggage green! 

An’ bleak December’s winds ensuin, 

Baith snell an’ keen! 



Thou saw the fields laid bare an’ waste, 

An’ weary Winter comin fast, 

An’ cozie here, beneath the blast, 

Thou thought to dwell, 

Till crash! the cruel coulter past 

Out thro’ thy cell. 



That wee-bit heap o’ leaves an’ stibble 

Has cost thee monie a weary nibble! 

Now thou’s turn’d out, for a’ thy trouble, 

But house or hald, 

To thole the Winter’s sleety dribble, 

An’ cranreuch cauld! 



But Mousie, thou art no thy-lane, 

In proving foresight may be vain: 

The best laid schemes o’ Mice an’ Men 

Gang aft agley, 

An’ lea’e us nought but grief an’ pain, 

For promis’d joy! 



Still, thou art blest, compar’d wi’ me! 

The present only toucheth thee: 

But Och! I backward cast my e’e, 

On prospects drear! 

An’ forward tho’ I canna see, 

I guess an’ fear!” 




“Ωδή σ’ ένα Ποντίκι”, του ποιητή των highlands της Σκωτίας, Ρόμπερτ Μπερνς, [Robert Burns, “To a Mouse”]. Έτος καταγραφής, 1785. Λέγεται πως ο ποιητής κατέγραψε το τραγούδι ενώ είχε μόλις καταστρέψει, άθελά του, τη φωλιά του ποντικού – και κρατούσε ακόμα το άροτρο στο χέρι του.

Η μετάφραση είναι της Ρίτας Μπούμη Παπά. Πίνακας: “Scottish Highlands” του Gustave Doré, 1875.





In quest for a love affair... Αναζητώντας το τέλειο μέρος για διάβασμα

$
0
0

In quest for a love affair... Αναζητώντας το ιδανικό μέρος για διάβασμα του βιβλίου σου - μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Για εμάς, τους εραστές του διαβάσματος, η αναζήτηση ενός ιδανικού μέρους για ανάγνωση μοιάζει με την αναζήτηση κάποιας αρχέγονης βουκολικής Αρκαδίας: εκεί που σου ψιθυρίζει ο χαύνος ζέφυρος και κόβουν βόλτες ημίγυμνες νύμφες ανάμεσα στα δέντρα – του κάλλους των οποίων ίσα που κλέβεις μια ματιά, την ώρα που το βιβλίο έχει γύρει στα χέρια σου και βυθίζεσαι απαλά σ’ έναν γλυκό μεσημεριανό ύπνο.

Α, ναι – παντού μπορεί να διαβάσει κάποιος! Μα δεν είναι το ίδιο απολαυστική η ανάγνωση όπου κι αν πας! Το περιβάλλον γύρω σου μοιάζει να συμπληρώνει το βιβλίο σου, να προσδίδει μορφή στο περιεχόμενό του, σώμα στην ψυχή του. Κακά τα ψέματα: άλλο να διαβάζεις σε κάποιο πράσινο δροσερό ίσκιο με το τερέτισμα των τζιτζικιών να σου κρατάει συντροφιά• και άλλο καταμεσής ενός πολύβουου beach bar – με το απανωτό μπιτ και τις ρακέτες να ανταλλάσσουν πάσες στο κεφάλι σου (για να μην αναφέρω εκείνο το μωρό που πρέπει πάντα να τσιρίζει και εκείνον τον τύπο που φέρει πρόβα τα μούσκουλά του). Άλλο να ρουφάς εκείνη τη γουλιά από το αχνιστό σου ρόφημα σε μια ήσυχη ζεστή καφετέρια, καταμεσής μιας ηλεκτρισμένης γκρίζας μέρας – κι άλλο να διαβάζεις όπως όπως στο διάλειμμά σου στη δουλειά, με το γραφείο, τον υπολογιστή και τα ξέχειλα σημειώσεις τετράδια να σου υπενθυμίζουν διαρκώς το επαγγελματικό σου χρέος και το ρολόι που αντηχεί αγχωτικά σαν χτύπημα ενός γκονγκ.

Κάθε διαφορετική τοποθεσία προσδίδει κάτι διαφορετικό στο βιβλίο που διαβάζεις! Μπορεί να ανυψώσει την ανάγνωση και να τη μετατρέψει σε μια μοναδική εμπειρία – ή μπορεί να την καταστήσει κάτι κοινό και τυπικό. Μα για εμάς, τους εραστές των βιβλίων, η μετατροπή του αντικειμένου του έρωτά μας σε κάτι κοινό και τυπικό μοιάζει με υποβάθμιση της μοναδικότητάς του. Αλίμονο – αναγκαζόμαστε να διαβάσουμε σε μέρη τυπικά (στον ηλεκτρικό, για παράδειγμα), δέσμιοι της ανάγκης και του χρόνου που τρέχει ασταμάτητα! Μα δεν το απολαμβάνουμε το ίδιο. Ναι, ξέρω από τώρα ποιος είναι ο αντίλογος: «όταν αγαπάς κάτι σε απορροφά τόσο πολύ, που αδιαφορείς για το μέρος που βρίσκεσαι». Και, ναι, αγαπητοί μου, θα συμφωνήσω εν μέρει – μα για τον πρώτο μόνο καιρό του έρωτά σου! Ίδιο είναι μωρέ ένα παγκάκι στην Μονμάρτρη – και ίδιο στην Ομόνοια;… Όσο ερωτευμένος κι αν είσαι, ε, μια διαφορά θα την εντοπίσεις!

Μα ας έχει: ας πούμε πως όλα πηγάζουν από μέσα, από εσένα τον ίδιο. Η αναζήτησή σου απηχεί μια εσωτερική κατάσταση μόνιμης ανησυχίας, μια θέληση για περιπέτεια, έναν άσβεστο νόστο για ταξίδι. Δεν μοιράζονται όλοι το ίδιο πάθος! Κάποιοι εραστές αρκούνται στο αντικείμενο του πόθου τους και μόνο – αδιαφορώντας για το μέρος!

Μα όταν διαπιστώνεις πως το εξωτερικό περιβάλλον μπορεί να επιχρωματίσει τις φράσεις του βιβλίου σου, να τις ντύσει με νέο νόημα, να τις γδύσει από τη γκρίζα σοβαροφάνεια της εκτυπωμένης σελίδας – τότε συνειδητοποιείς πως το Μέσα και το Έξω αλληλοσυμπληρώνονται. Και πως το βιβλίο δεν είναι μόνο οι εκτυπωμένες του σελίδες• μα κι ο ήχος της πόλης που αντηχεί από μακριά• και ο αχνός από το ρόφημα στο πλάι σου• και η γάτα που γουργουρίζει στο πλευρό σου• και η κοπέλα στο απέναντι τραπέζι που ταξιδεύει σ’ έναν δικό της κόσμο• και τα δέντρα που μοιάζουν να μιλούν σε μια άγνωστη γλώσσα• και ο άνεμος που παραδέρνει τα λόγια του ποιητή πέρα από τον χρόνο.




Διάβασμα στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα / Reading in the National Garden of Athens
Διάβασμα στον μώλο στη Ναύπακτο
Διάβασμα σε καφετέρια στα Εξάρχεια / Coffee shop in Exarxeia, Athens
Διαβάζοντας στο τρένο κάπου στην Κίνα / Reading in a train
Διάβασμα σε μια παραλία της Ίου / Ios beach
Διάβασμα με συννεφιά στη Ναύπακτο / Reading a book in Naupaktos, Greece




Από τη μέρα που ανακάλυψα τη χαρά του να διαβάζω, μόνος, έξω, δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ιδανική τοποθεσία για διάβασμα. Μα δεν είναι καθόλου εύκολη και δεδομένη αυτή η τελευταία – μια μικρή αλλαγή αρκεί για να σπιλώσει την απόλαυση. Ένας αριθμός να προστεθεί ή να αφαιρεθεί απ’ την μαγική εξίσωση – και το αποτέλεσμα δεν είναι πια το ίδιο. Ένα ανεπιθύμητο χτύπημα στο κινητό• μια κακή σκέψη που ξεπρόβαλε παράταιρη στιγμή• ένας αγενής σερβιτόρος• μια φωνακλάδικη παρέα• μια λάθος μουσική• μια κλιματολογική μεταβολή• μια υπερπληθώρα ερεθισμάτων – ή το αντίθετο, μια έλλειψη ερεθισμάτων, μια αίσθηση μοναξιάς• κι εκείνο το ρημάδι το ρολόι που βαράει συνεχώς μέσα στο κεφάλι σου – και σου υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις και τον χρόνο που τρέχει και σένα που πρέπει να πηγαίνεις και, ω, πόσο πρέπει να μαζευτούμε μια μέρα και να σπάσουμε τα σιχαμένα αυτά ρολόγια μια για πάντα!

Και πού δεν έχω δοκιμάσει να διαβάσω: σε έρημες καφετέριες και σε καφετέριες που ξεχείλιζαν• σε σταθμούς τρένων και στάσεις λεωφορείων• σε καταστρώματα πλοίων και σε αεροπλάνα• σε παραλίες και σε δάση• στο κέντρο της πόλης και στην απόμερη επαρχία. Μα, όχι, δεν αρκούν αυτά: έχω καταφύγει σε σκαμμένες στα βράχια θαλασσινές σπηλιές• και σε πεζούλι που αγνάντευε τη θέα ενός νησιού από ψηλά• σε υγρές σκιερές λόχμες• και σε τρένα που διέσχιζαν ερήμους. Έχω διαβάσει σε δωμάτια ξενοδοχείων και σε σπίτια φίλων και γνωστών. Σε καφετέριες που προσπαθούν να είναι κάτι που δεν είναι – και σε άλλες που δεν προσπαθούν και γι’ αυτό τα καταφέρνουν. Σε νυσταγμένους ηλεκτρικούς στο χάραμα. Σε σημεία τουριστικών περιοχών που δεν πατούν τουρίστες. Σε καθίσματα κινηματογράφου. Στην ουρά της τράπεζας. Έχω διαβάσει περπατώντας στον δρόμο, το βιβλίο στο χέρι, όρθιος – είμαι ακόμα εδώ.

Κάποια μέρη μου έκαναν κλικ, κάποια όχι – σε κάποια η ανάγνωση ήταν απολαυστική, σε άλλα έμοιαζε καταναγκαστική. Αχ, πόσο μοιάζουν τελικά αυτές οι απόπειρες ανάγνωσης με τον έρωτα τον ίδιο! Το ένα σου βρωμάει, το άλλο σου ξινίζει – μα, να, εδώ κι εκεί, ίσως πετύχεις κάποιες φορές εκείνο που θα ισορροπήσει το μέσα και το έξω σου: τον μεγάλο εναρμονιστή του περιεχομένου του βιβλίου σου με το εξωτερικό σου περιβάλλον!

Είναι κι αυτό τελικά θέμα χημείας.




Διαβάζοντας και κρατώντας σημειώσεις σ'ένα δάσος στο Κιργιστάν / Reading in a forest of Kyrgyzstan
Στο καφέ Βρυσάκι στο Μοναστηράκι
Ανάγνωση βιβλίου στο άλσος Συγγρού στο Μαρούσι
Διάβασμα στο Little Tree καφέ στην Ακρόπολη
Διάβασμα σε καμπίνα τρένου / Reading in a train cabin
Διάβασμα στη Χώρα της Ίου / Reading a book in Ios, Greece
Διάβασμα σε παραλία στην Αμοργό / A beach in Amorgos, Greece
Στο αναψυκτήριο του Εθνικού Κήπου




Συμπλήρωσα το κείμενο με μια σειρά από φωτογραφίες προερχόμενες από διάφορα (και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους) μέρη που έχω κατά καιρούς διαβάσει. Θεωρώ εντελώς αυτονόητο πως το σπίτι σου εντάσσεται (και οφείλει να εντάσσεται) πάντα στις πρώτες επιλογές – αν δεν απολαμβάνεις την ανάγνωση σπίτι σου, μην περιμένεις να την απολαύσεις έξω.

Για άλλη μια φορά μπορούμε να κάνουμε μια αντιστοιχία με τον έρωτα: πρώτα ξεκινάς απ’ τον εαυτό σου – και μετά πας έξω. Μα η εξωτερική ανάγνωση συνιστά μια εμπειρία από μόνη της, γι’ αυτό και εστίασα εκεί. Μοιάζει πραγματικά με την αναζήτηση κάποιας αρχέγονης νήσου – και αν τελικά γυρέψεις πάλι την προσωπική σου Ιθάκη, αξίζει να έχεις πρώτα περιπλανηθεί ως κάποια μακρινή Ωγυγία.

Η φωτογραφία με την οποία κλείνω αυτό το κείμενο δεν είναι δική μου – η μόνη που ξετρύπωσα από το διαδίκτυο. Δεν γνωρίζω ποια είναι η πηγή της και ποιο μέρος απεικονίζει – υποθέτω κάποια καφετέρια στην Ευρώπη. Μα από πολλές απόψεις θα μπορούσα, στην όψη τουλάχιστον, να πω πως είναι η ιδανική για μένα. Η τέλεια! Αχ, και να έμπαινα μέσα σου και να απορροφούσα τη ζέστη σου και τη γλυκιά σου θαλπωρή! Αυτή η μακρινή και άγνωστη είναι το νησί μου – ο παντοτινός προορισμός μου.

Μα καθώς αγνοώ που βρίσκεται – δεν μπορώ παρά να συνεχίσω το ταξίδι. In quest for a love affair.




Η τέλεια καφετέρια για διάβασμα... κάπου στην Ευρώπη, υποθέτω (άγνωστη η πηγή) /The perfect reading spot

Viewing all 184 articles
Browse latest View live